Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (7-16)

[7] Χρῆν μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἱκανὴν εἶναι ταύτην τὴν κατηγορίαν, ἐπειδὴ οὗτος μὲν ὁμολογεῖ συμπρίασθαι, ὁ δὲ νόμος ἀπαγορεύων φαίνεται, ὑμεῖς δὲ κατὰ τοὺς νόμους ὀμωμόκατε ψηφιεῖσθαι· ὅμως δ᾽ ἵνα πεισθῆτε ὅτι καὶ κατὰ τῶν ἀρχόντων ψεύδονται, ἀνάγκη καὶ μακρότερον εἰπεῖν περὶ αὐτῶν.

[8] ἐπειδὴ γὰρ οὗτοι τὴν αἰτίαν εἰς ἐκείνους ἀνέφερον, παρακαλέσαντες τοὺς ἄρχοντας ἠρωτῶμεν. καὶ οἱ μὲν δύο οὐδὲν ἔφασαν εἰδέναι τοῦ πράγματος, Ἄνυτος δ᾽ ἔλεγεν ὡς τοῦ προτέρου χειμῶνος, ἐπειδὴ τίμιος ἦν ὁ σῖτος, τούτων ὑπερβαλλόντων ἀλλήλους καὶ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς μαχομένων συμβουλεύσειεν αὐτοῖς παύσασθαι φιλονικοῦσιν, ἡγούμενος συμφέρειν ὑμῖν τοῖς παρὰ τούτων ὠνουμένοις ὡς ἀξιώτατον τούτους πρίασθαι· δεῖν γὰρ αὐτοὺς ὀβολῷ μόνον πωλεῖν τιμιώτερον.

[9] ὡς τοίνυν οὐ συμπριαμένους καταθέσθαι ἐκέλευεν αὐτούς, ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθαι συνεβούλευεν, αὐτὸν ὑμῖν Ἄνυτον μάρτυρα παρέξομαι.

Καὶ [ὡς] οὗτος μὲν ἐπὶ τῆς προτέρας βουλῆς τούτους εἶπε τοὺς λόγους, οὗτοι δ᾽ ἐπὶ τῆσδε συνωνούμενοι φαίνονται.

[10] Ὅτι μὲν τοίνυν οὐχ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων κελευσθέντες συνεπρίαντο τὸν σῖτον, ἀκηκόατε· ἡγοῦμαι δ᾽, ἐὰν ὡς μάλιστα περὶ τούτων ἀληθῆ λέγωσιν, οὐχ ὑπὲρ αὑτῶν αὐτοὺς ἀπολογήσεσθαι, ἀλλὰ τούτων κατηγορήσειν· περὶ γὰρ ὧν εἰσι νόμοι διαρρήδην γεγραμμένοι, πῶς οὐ χρὴ διδόναι δίκην καὶ τοὺς μὴ πειθομένους καὶ τοὺς κελεύοντας τούτοις τἀναντία πράττειν;

[11] Ἀλλὰ [μὲν] γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, οἴομαι αὐτοὺς ἐπὶ μὲν τοῦτον τὸν λόγον οὐκ ἐλεύσεσθαι· ἴσως δ᾽ ἐροῦσιν, ὥσπερ καὶ ἐν τῇ βουλῇ, ὡς ἐπ᾽ εὐνοίᾳ τῆς πόλεως συνεωνοῦντο τὸν σῖτον, ἵν᾽ ὡς ἀξιώτατον ὑμῖν πωλοῖεν. μέγιστον δ᾽ ὑμῖν ἐρῶ καὶ περιφανέστατον τεκμήριον ὅτι ψεύδονται·

[12] ἐχρῆν γὰρ αὐτούς, εἴπερ ὑμῶν ἕνεκα ἔπραττον ταῦτα, φαίνεσθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς πολλὰς ἡμέρας πωλοῦντας, ἕως ὁ συνεωνημένος αὐτοὺς ἐπέλιπε· νῦν δ᾽ ἐνίοτε τῆς αὐτῆς ἡμέρας ἐπώλουν δραχμῇ τιμιώτερον, ὥσπερ κατὰ μέδιμνον συνωνούμενοι. καὶ τούτων ὑμᾶς μάρτυρας παρέχομαι.

[13] δεινὸν δέ μοι δοκεῖ εἶναι, εἰ ὅταν μὲν εἰσφορὰν εἰσενεγκεῖν δέῃ, ἣν πάντες εἴσεσθαι μέλλουσιν, οὐκ ἐθέλουσιν, ἀλλὰ πενίαν προφασίζονται, ἐφ᾽ οἷς δὲ θάνατός ἐστιν ἡ ζημία καὶ λαθεῖν αὐτοῖς συνέφερε, ταῦτα ἐπ᾽ εὐνοίᾳ φασὶ τῇ ὑμετέρᾳ παρανομῆσαι. καίτοι πάντες ἐπίστασθε ὅτι τούτοις ἥκιστα προσήκει τοιούτους ποιεῖσθαι λόγους. τἀναντία γὰρ αὐτοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις συμφέρει· τότε γὰρ πλεῖστα κερδαίνουσιν, ὅταν κακοῦ τινος ἀπαγγελθέντος τῇ πόλει τίμιον τὸν σῖτον πωλῶσιν.

[14] οὕτω δ᾽ ἄσμενοι τὰς συμφορὰς τὰς ὑμετέρας ὁρῶσιν, ὥστε τὰς μὲν πρότεροι τῶν ἄλλων πυνθάνονται, τὰς δ᾽ αὐτοὶ λογοποιοῦσιν, ἢ τὰς ναῦς διεφθάρθαι τὰς ἐν τῷ Πόντῳ, ἢ ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐκπλεούσας συνειλῆφθαι, ἢ τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι, ἢ τὰς σπονδὰς μέλλειν ἀπορρηθήσεσθαι, καὶ εἰς τοῦτ᾽ ἔχθρας ἐληλύθασιν,

[15] ὥστ᾽ ἐν τοῖς αὐτοῖς καιροῖς ἐπιβουλεύουσιν ὑμῖν, ἐν οἷσπερ οἱ πολέμιοι. ὅταν γὰρ μάλιστα σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, συναρπάζουσιν οὗτοι καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν, ἵνα μὴ περὶ τῆς τιμῆς διαφερώμεθα, ἀλλ᾽ ἀγαπῶμεν ἂν ὁποσουτινοσοῦν πριάμενοι παρ᾽ αὐτῶν ἀπέλθωμεν· ὥστ᾽ ἐνίοτε εἰρήνης οὔσης ὑπὸ τούτων πολιορκούμεθα.

[16] οὕτω δὲ πάλαι περὶ τῆς τούτων πανουργίας καὶ κακονοίας ἡ πόλις ἔγνωκεν, ὥστ᾽ ἐπὶ μὲν τοῖς ἄλλοις ὠνίοις ἅπασι τοὺς ἀγορανόμους φύλακας κατεστήσατε, ἐπὶ δὲ ταύτῃ μόνῃ τῇ τέχνῃ χωρὶς σιτοφύλακας ἀποκληροῦτε· καὶ πολλάκις ἤδη παρ᾽ ἐκείνων πολιτῶν ὄντων δίκην τὴν μεγίστην ἐλάβετε, ὅτι οὐχ οἷοί τ᾽ ἦσαν τῆς τούτων πονηρίας ἐπικρατῆσαι. καίτοι τί χρὴ αὐτοὺς τοὺς ἀδικοῦντας ὑφ᾽ ὑμῶν πάσχειν, ὁπότε καὶ τοὺς οὐ δυναμένους φυλάττειν ἀποκτείνετε;

***
[7] Έπρεπε λοιπόν, άνδρες δικαστές, να θεωρείται επαρκώς στοιχειοθετημένη η κατηγορία, αφού αυτός ομολογεί ότι αγόρασε και αποθήκευσε, ο νόμος το απαγορεύει ρητώς, και εσείς έχετε δώσει όρκο ότι θα ψηφίζετε σύμφωνα με τους νόμους. Ωστόσο, για να πεισθείτε ότι λένε ψέματα και εις βάρος των αξιωματούχων, είμαι αναγκασμένος να επιμείνω.

[8] Γίνομαι συγκεκριμένος: Επειδή αυτοί μετέθεταν διαρκώς την ευθύνη σε εκείνους, καλέσαμε τους αξιωματούχους και τους ρωτήσαμε. Οι δύο δήλωσαν ότι δεν είχαν ιδέα για το θέμα, ενώ ο Άνυτος έλεγε ότι τον περασμένο χειμώνα, όταν ήταν ακριβό το σιτάρι, επειδή αυτοί πλειοδοτούσαν στις προσφορές τους και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, τους συνέστησε να σταματήσουν να ανταγωνίζονται, επειδή πίστευε ότι συμφέρει εσάς που αγοράζετε το σιτάρι από αυτούς να το αγοράζουν σε όσο το δυνατόν καλύτερη τιμή. Διότι είναι υποχρεωμένοι να το πωλούν μόνο έναν οβολό ακριβότερο.

[9] Για να καταδειχθεί λοιπόν ότι δεν τους υπέδειξε να προβούν σε αγορές και να αποθηκεύσουν το σιτάρι, αλλά να μην αγοράζουν ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους, θα σας παρουσιάσω ως μάρτυρα τον ίδιο τον Άνυτο.

Άλλωστε αυτός είπε αυτά που είπε την εποχή της προηγούμενης βουλής, ενώ αυτοί προδήλως προβαίνουν σε αγορά και αποθήκευση στη διάρκεια της παρούσης.

 [10] Ότι επομένως δεν αγόρασαν το σιτάρι για να το αποθηκεύσουν έπειτα από υπόδειξη των αξιωματούχων, το ακούσατε ήδη. Νομίζω εξάλλου ότι, ακόμα και αν λένε εν προκειμένω όλη την αλήθεια, δεν θα ελαφρύνουν τη δική τους θέση, απλώς θα ενοχοποιήσουν εκείνους. Γιατί για ζητήματα για τα οποία υπάρχουν ρητές διατάξεις γραπτών νόμων, πώς είναι δυνατό να μην τιμωρούνται και αυτοί που δεν συμμορφώνονται και αυτοί που τους υποδεικνύουν να παρανομήσουν;

[11] Έχω όμως την εντύπωση, άνδρες δικαστές, ότι δεν θα καταφύγουν σε αυτό το επιχείρημα. Ίσως θα πουν, όπως ακριβώς και στη βουλή, ότι αγόραζαν και αποθήκευαν το σιτάρι για το καλό της πόλης, για να σας το πωλούν όσο το δυνατό φθηνότερο. Θα σας αναφέρω ένα στοιχείο που αποδεικνύει περίτρανα και αδιαμφισβήτητα ότι ψεύδονται.

[12] Έπρεπε, αν αυτά τα έκαναν για το δικό σας το καλό, να τους βλέπουμε να το πωλούν στην ίδια τιμή επί πολλές ημέρες, ώσπου να εξαντληθεί το σιτάρι που είχαν αγοράσει και αποθηκεύσει. Τώρα όμως μερικές φορές μέσα στην ίδια ημέρα το πωλούσαν μία δραχμή ακριβότερο, λες και αγόραζαν και αποθήκευαν έναν ένα μέδιμνο. Και ως προς αυτό επικαλούμαι τη δική σας μαρτυρία.

[13] Προσωπικά μου φαίνεται μάλιστα αλλοπρόσαλλο, όταν είναι να καταβάλουν κάποια έκτακτη πολεμική εισφορά, για την οποία θα μάθουν οι πάντες, να αντιδρούν και να προφασίζονται ότι είναι φτωχοί, όσον αφορά όμως ενέργειες που επισύρουν την ποινή του θανάτου και που τους συνέφερε να περάσουν απαρατήρητες, να ισχυρίζονται ότι παρανόμησαν για το καλό το δικό σας. Ωστόσο όλοι γνωρίζετε ότι αυτοί είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να προβάλλουν παρόμοιους ισχυρισμούς. Γιατί τα συμφέροντά τους είναι αντίθετα από τα συμφέροντα των άλλων. Γιατί τότε κερδίζουν περισσότερα, όταν φτάσει στην πόλη η είδηση για κάποια συμφορά και πωλούν ακριβό το σιτάρι.

[14] Με τόση χαρά μάλιστα βλέπουν τις δικές σας συμφορές, ώστε κάποιες τις πληροφορούνται πριν από τους άλλους, και κάποιες τις χαλκεύουν οι ίδιοι διαδίδοντας ή ότι χάθηκαν τα πλοία στον Πόντο, ή ότι συνελήφθησαν από τους Λακεδαιμόνιους όταν απέπλεαν, ή ότι έχουν κλείσει τα λιμάνια, ή ότι πρόκειται να καταγγελθούν οι συνθήκες. Και έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο εχθρότητας,

[15] ώστε συνωμοτούν εναντίον σας σε κρίσιμες στιγμές ταυτόχρονα με τους εχθρούς. Γιατί όταν χρειάζεστε επειγόντως σιτάρι, αυτοί το εξαφανίζουν και αρνούνται να πωλούν, για να μην διαφωνούμε για την τιμή, αλλά να είμαστε ευχαριστημένοι όταν φεύγουμε έχοντας αγοράσει όσο όσο. Μερικές φορές φτάνουμε να πολιορκούμαστε από αυτούς σε καιρό ειρήνης.

[16] Πολλά χρόνια τώρα είναι τέτοια η στάση της πόλης απέναντι στην πανουργία τους και την εχθρότητά τους, ώστε για όλα τα άλλα εμπορεύματα έχετε αναθέσει την αρμοδιότητα της επιτήρησης στους αγορανόμους, ενώ γι᾽ αυτή τη δραστηριότητα και μόνο κληρώνετε χωριστά σιτοφύλακες. Και πολλές φορές στο παρελθόν έχετε επιβάλει σε εκείνους, που ήταν μάλιστα πολίτες, την εσχάτη των ποινών, επειδή δεν κατάφεραν να καταστείλουν την πανουργία αυτών. Ποιά πρέπει να είναι άραγε η αντιμετώπιση που θα έχουν από εσάς οι ίδιοι οι ένοχοι, όταν εκτελείτε ακόμα και αυτούς που δεν μπόρεσαν να τους ελέγξουν;

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΔΗΜΑΓΩΓΙΑΣ

Η συνήθεια επιβάλλει να περάσουμε γρήγορα στον τέταρτο αιώνα. Θα λέγαμε πως η σεμνότητα μερικών ιστορικών της Αθήνας δυσανασχετεί στην ιδέα ότι έχουν να ζωγραφίσουν έναν πίνακα, για τον οποίο τα έντονα χρώματα δε συνηθίζονται πια. Θα πίστευε κανείς ότι αρνιούνται να θεωρήσουν άξιο ενδιαφέροντος ένα θέαμα λιγότερο, ίσως, μεγαλοπρεπές απ’ ό, τι στον 5ο αιώνα, αλλά πολύ πιο ανθρώπινο. Δε μας φαίνεται πως μια τέτοια αντίληψη είναι δυνατό να δικαιολογηθεί. Θα πάμε μάλιστα πιο μακριά, διαβεβαιώνοντας ότι η Αθήνα είναι το ίδιο ενδιαφέρουσα την ώρα της παρακμής της όσο και στο μεγαλείο της. Η αιτία βρίσκεται στο ότι τότε, περισσότερο παρά ποτέ, τη βλέπουμε με τα πραγματικά της χαρακτηριστικά. Δεν έχει πια αυτή την όψη της τελειότητας που ήθελε ο Περικλής· δεν έχει ακόμα αυτή την εμφάνιση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας που θα προβάλει μετά τη Χαιρώνεια. Για να την κρίνουμε καλύτερα, ας θυμηθούμε πρώτα πρώτα τις σθεναρές της προσπάθειες στο εξωτερικό, για να αδράξει πάλι την τύχη που μόλις της είχε ξεφύγει. Στη συνέχεια θα βολιδοσκοπήσουμε την εσωτερική της ζωή.
 
Ένα κράτος που αγωνίζεται με θάρρος μέσα στις αντιξοότητες αξίζει το σεβασμό μας. Έτσι, όποια κι αν είναι τα λάθη της, δεν μπορούμε παρά να κρίνουμε με συμπάθεια την εξωτερική δράση της Αθήνας και την οικονομική της δραστηριότητα κατά την περίοδο που ακολούθησε την καταστροφή του 403 π.Χ. Η πόλη του Περικλή, σκέπτονταν οι αντίπαλοί της, ήταν χεροπόδαρα δεμένη για πολλά χρόνια. Είχε ορκισθεί ότι θα έχει «τους ίδιους εχθρούς και τους ίδιους φίλους[1] με του: Λακεδαιμόνιους και ότι θα τους ακολουθεί κατά γη και κατά θάλασσα, όπου θα την οδηγούσαν». Είχε επίσης υποσχεθεί πως θα συνεισέφερε στις δαπάνες της Πελοποννησιακής Συνομοσπονδίας. Τήρησε τις υποχρεώσεις της για δύο πενταετίες και μετά διέβλεψε μια πιθανή βελτίωση στις σκληρές συνθήκες που της είχαν επιβάλει. Και δε δίστασε. Χωρίς άλλη γραμμή πλεύσης εκτός από την καιροσκοπία, απαλλάσσεται από του< όρους της συνθήκης, που τους κρίνει αβάσταχτους. Και ξεκίνησε πάλι προς τα τολμηρά όνειρα.
 
Δειλό ξύπνημα στην αρχή. Η Αθήνα ψάχνει να βρει ποιος θα μπορούσε να της έρθει σε βοήθεια. Απευθύνεται στην Περσία· στρέφεται προς τη Θήβα. Επωφελείται από τις πολλαπλές εμπλοκές της Σπάρτης στην Ασία και στην Ελληνική Χερσόνησο και αρχίζει να υψώνει πάλι τα Μακρά της Τείχη κατά τι καλοκαίρι του 394 π.Χ., για να προστατεύεται από κάποιο στρατιωτικό χτύπημα. Διαπραγματεύεται επίσης στη Δύση μι τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, και πιο κοντά, ραδιουργεί με τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Εκεί αρχίζουν να μπαίνουν οι πρώτες βάσεις της νέας συμμαχίας. Η Λακεδαίμονα προσπαθεί να ανακόψει τη φωτιά και προτείνει στη νικημένη του 403 τεράστιες παραχωρήσεις (391 π.Χ.). Πολύ αργά Υπήρχαν πάντα στην Αθήνα άνθρωποι που υποστήριζαν σταθερά την πολιτική της επέκτασης. Υπερισχύουν ακόμη μια φο ρά. Μόλις καθελκύονται οι τριήρεις από τα καινούρια ναυπηγεία του Πειραιά, μεγαλώνουν το πεδίο των επιχειρήσεών τους. Τα πλοία ξαναπαίρνουν το δρόμο για τη Θράκη και τα στενά των Δαρδανελλίων και του Ελλησπόντου. Περιπολούν μπροστά στη Ρόδο. Επιδέξιοι πρέσβεις σπέρνουν ενθαρρυντικά λόγια στην Κύπρο και στην Αίγυπτο, που έχουν επαναστατήσει εναντίον των Αχαιμενιδών.[2] Πρόωρες επιτυχίες. Η Αθήνα τα έχει καταφέρει τόσο καλά, ώστε η Σπάρτη αισθάνεται να απειλείται η ηγεμονία της, εκλιπαρεί τη βοήθεια των Μήδων και πετυχαίνει αυτή την αισχρή ειρήνη που λέγεται Ειρήνη του Μεγάλου Βασιλιά.[3] Σύμφωνα με τους όρους αυ- τής της συνθήκης η Σπάρτη εγκαταλείπει άνανδρα τους αδελφούς της Ιωνίας και πιστεύει πως μπορεί να υπολογίζει στον κυρίαρχο των Σούσων για να επιβάλει σε κάθε ελληνική πολιτεία την αυτονομία και να πετύχει να της παραδοθεί καθεμιά απομονωμένη και ανυπεράσπιστη. Η Αθήνα προσποιείται πως αποδέχεται ό,τι δεν έχει ακόμη τη δύναμη να αρνηθεί. Υποτάσσεται, για να προετοιμάσει καλύτερα το μέλλον (386 π.Χ.).
 
Όμως η υποχώρησή της απέχει πολύ από το να είναι ειλικρινής και ακόμη λιγότερο απόλυτη. Επιχειρεί μάλιστα σχεδόν αμέσως μετά την Ειρήνη του Βασιλιά μια πολύ όμορφη διπλωματική εκστρατεία. Δεν έχει αποδειχθεί πως βοήθησε τους Βοιωτούς εξόριστους - ανάμεσα στους οποίους ο πιο επιφανής ήταν ο Πελοπίδας - να ανατρέψουν τον φιλολακωνικό κυβερνήτη της Θήβας· όμως δεν τους αποθάρρυνε κατά την απεγνωσμένη τους απόπειρα. Καταφέρνει να κλείσει συμφωνίες με πόλεις που είχαν παραμείνει στο περιθώριο της συνθήκης του 386 π.Χ., τη Χίο, τη Μυτιλήνη, το Βυζάντιο και μερικές άλλες. Τα σύμφωνα αυτά γίνονται πάνω στα παλιά πρότυπα. Ένα βήμα πάρα πέρα και η δεύτερη θαλασσινή συνομοσπονδία γεννιέται. Χωρίς αμφιβολία, δε μοιάζει καθόλου στην πρώτη. Η εξασθενημένη Αθήνα δεν έχει την πολυτέλεια να μιλάει πια με υπεροψία. Πάντως θεμελιώνει τη συμμαχία της με τόση σύνεση και επιδεξιότητα, ώστε ο χρόνος θα εργασθεί στη συνέχεια προς όφελος της. Δεν υπάρχουν πια Αθηναίοι κυβερνήτες ή απειλητικές θέσεις κληρούχων· σε όλους οι Αθηναίοι έχουν υποσχεθεί την πιο πλατιά ελευθερία. Δεν υπάρχει πια ανώτατο συμβούλιο αλλά τρία ισότιμα όργανα με ίσα δικαιώματα, η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου από τη μια μεριά και το Συνέδριο των συμμάχων από την άλλη. Τα όργανα αυτά θα βουλεύονται ξεχωριστά και οι αποφάσεις τους θα έχουν την ίδια αξία. Δεν υπάρχει πια ούτε καν φόρος, αλλά συνεισφορές, συμφωνημένες εθελοντικά από το Συνέδριο, το οποίο τις καθορίζει για κάθε μέλος της συμμαχίας και τις εισπράττει μόνο του. Δεν υπάρχουν πια υπέρμετρα δικαστικά προνόμια προς αποκλειστικό όφελος της Αθήνας. Και για να εμπνεύσει ακόμα περισσότερη εμπιστοσύνη, η πόλη της Παλλάδας κάνει εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και οι πολίτες της δέχονται να πληρώνουν και σε καιρό ειρήνης τον κατ’ εξαίρεση φόρο του καιρού του πολέμου, την εισφορά. Επιτέλους, έξοχοι ηγέτες, ο Χαβρίας, ο Τι­μόθεος, χωρίς να λογαριάσουμε τον ευφραδή Καλλίστρατο, για τον οποίο πάντως είμαστε τόσο λειψά πληροφορημένοι, είναι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες ενός νέου πολέμου.
 
Με τέτοιες συνθήκες θα μπορούσαμε να εκπλαγούμε που η επιτυχία δε στεφάνωσε τόσες προσπάθειες. Και όμως είναι γεγονός ότι η συνομοσπονδία δεν πραγματοποίησε πλήρως τις ελπίδες που είχαν θεμελιώσει πάνω της. Χωρίς αμφιβολία αναπτύσσεται για μερικά χρόνια, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου. Χωρίς αμφιβολία επιτρέπει στην Αθήνα να εξελιχθεί άνετα ανάμεσα στις αντίζηλές της και να πλησιάσει τη Θήβα, για να πολεμήσει καλύτερα τη Σπάρτη· έπειτα τη Σπάρτη, για να αγωνισθεί καλύτερα κατά της Θήβας. Χωρίς αμφιβολία η Αθήνα πετυχαίνει από αυτό το παιχνίδι της ζυγαριάς μερικά ουσιώδη πλεονεκτήματα· για παράδειγμα, την αναγνώριση των ιδιαίτερών της συμφερόντων στη βόρεια Ελλάδα. Όμως παραμένει εκεί, και το 371 π.Χ. αρχίζουν οι αποτυχίες που δοκιμάζουν σοβαρά τη στερεότητα του έργου της. Δεν πετυχαίνει να εισχωρήσει στην Πελοπόννησο· πολεμάει μπροστά στην Αμφίπολη και αφήνει να της πάρουν την περιοχή του Ωρωπού. Πολλοί και από τους πιο σπουδαίους συμμάχους της την εγκαταλείπουν. Αν και πολεμάει συνεχώς στη Χερσόνησο της Καλλίπολης, στη Θράκη, στην Εύβοια και ως τις ακτές του Ιονίου, όσο να βουλώσει μια ρωγμή από τη μια πλευρά, μια άλλη ανοίγεται αλλού. Γιατί αυτή η αποτυχία, που, ενώ είχε ήδη ετοιμασθεί το 367 π.Χ., συντελείται το 357 π.Χ.; Γιατί αυτή η αργή απόσχιση των συμμάχων, ενώ η γενική κατάσταση θα έπρεπε να τους προτρέψει να συγκεντρωθούν ολοένα και πιο στενά γύρω από την Αθήνα; Ας το πούμε ξεκάθαρα. Βέβαια, η ζηλόφθονη Σπάρτη καραδοκεί πάντα. Βέβαια, η Θήβα είναι ένας κίνδυνος και έχει προαιώνιο μίσος για την Αθήνα. Βέβαια βάρβαρες δυνάμεις, άγνωστες ακόμα ώς χθες, ξεσηκώθηκαν και πρέπει τώρα να τις λογαριάζουν κι αυτές. Βέβαια, υπάρχει η Θράκη που είναι οπωσδήποτε εμπόδιο, παρά τα αισθήματα του νέου της ηγεμόνα, του Κερσοβλέπτη· και η Καρία με τον άρπαγα δυνάστη της Μαύσωλο· και η Μακεδονία που βγαίνει επιτέλους από μια ατελείωτη εφηβεία. Όμως είναι άλλες αιτίες που εξηγούν την απομόνωση της Αθήνας.
 
Την Αθήνα την εγκαταλείπουν, επειδή η αδυναμία της μεγαλώνει κάθε μέρα· και αυτή η αδυναμία είναι ακριβώς η συνέπεια της πολιτικοκοινωνικής ανέλιξης, που την επιτάχυνε μισός αιώνας εξωτερικών πολέμων και εμφύλιων διαμαχών.
 
Τι αλλαγές, αλήθεια, στις τάξεις που συνθέτουν τον αθηναϊκό λαό και τι αναστάτωση των θεσμών της! Οι μαρτυρίες αφθονούν στο έργο του Αριστοφάνη καθώς επίσης και στο έργο του ιστορικού Ξενοφώντα, στα γραπτά των φιλοσόφων καθώς και στους λόγους των ρητόρων. Αρκεί να τα θυμηθούμε όλα αυτά, για να έχουμε για την Αθηναϊκή δημοκρατία έναν πίνακα που δε μοιάζει καθόλου μ’ εκείνον που χαράξαμε προηγουμένως.
 
Δε θα πούμε ποτέ αρκετά που να περιγράφουν με σαφήνεια την καταστροφή της ηγεμονίας, ώστε να οδηγηθούμε στην καταστροφή της δημοκρατίας· την καταστροφή ή - αν η λέξη φαίνεται πολύ βαριά γι’ αυτή την εποχή - την αγιάτρευτη κατάπτωσή της. Και όμως είναι τελείως λογικό, αφού η πρώτη τροφοδοτούσε τη δεύτερη. Να προσθέσουμε πως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε διαρκέσει πάρα πολύ, ώστε να προκαλέσει απλώς αυτό που το ονομάζουν κρίση· ο πόλεμος είχε επιφέρει μια μόνιμη αλλαγή στον τρόπο ζωής και, κατά συνέπεια, στη νοοτροπία του λαού, του οποίου το ουσιαστικό στοιχείο ήταν το αγροτικό· το στοιχείο αυτό θα απορροφηθεί από τώρα και στο εξής, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστο, από το αστικό στοιχείο. Ας προσπαθήσουμε να δούμε καθαρά αυτή την ανέλιξη.
 
Οι γαιοκτήμονες ευγενείς, σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι ευγενείς, εξαφανίζονται. Περισσότερο από τις εκστρατείες, οι τυχοδιωκτισμοί των Τετρακοσίων και των Τριάντα τους έχουν αποδεκατίσει. Τα υπολείμματά τους συγχέονται από δω και πέρα με τους πλούσιους αστούς. Παρά τις λέσχες τους, τις εταιρείες τους, όπου οι επιζώντες τους συναντιούνται τις μέρες της αγωνίας ή των ραδιουργιών με την ευκαιρία μιας δίκης ή μιας εκλογής, μπορούμε να πούμε πως δεν παίζουν πια ρόλο στην ιστορία. Μερικές ενδείξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία· η εξάλειψη των ευγενών σε καιρό πολέμου· σε καιρό ειρήνης η απουσία κάθε υποψήφιου της αριστοκρατίας στις εκλογές. Μερικοί, ακόμη, νεαροί καλών οικογενειών γίνονται αιτία να μιλάνε για τους αριστοκράτες αλλά μόνο σε σχέση με σκάνδαλα, με εταίρες υψηλής περιωπής, που αυτοί οι νεαροί τις συντηρούν, και με θορυβώδεις οινοποσίες. Είναι αυτοί οι ίδιοι που, άνδρες σε ώριμη ηλικία, θα μαζεύονται τα βράδια σε συμπόσια και εκεί, με την κούπα στο χέρι, θα συζητούν για τις μεταρρυθμίσεις που θα εισαγάγουν στο πολίτευμα, το οποίο δε λειτουργεί πια· εκείνοι όμως είναι ξένοι στο πολίτευμα αυτό. Θέαμα θλιβερό μιας κάστας που εξαφανίζεται, χωρίς να έχει εκπληρώσει τελείως την αποστολή της.
 
Πιο δραματικός είναι ακόμα ο μετασχηματισμός της μεσαίας τάξης, αυτού του οχυρού της χώρας και του πολιτεύματος. Και αυτή επίσης έχει χάσει ένα μέρος από το δυναμικό της, αλλά κυρίως την ενότητα που της χρειαζόταν για να δράσει. Από τα μέλη της, άλλα είναι σήμερα φτωχοί και τείνουν να ενωθούν με το προλεταριάτο· άλλοι, που έχουν μπορέσει να σώσουν και μάλιστα να αυξήσουν την περιουσία τους, δε νοιάζονται πια παρά για τα ιδιαιτέρά τους συμφέροντα. Αγγίζουμε εδώ τον κόμπο ακριβώς του ζητήματος, την τύχη των χωρικών μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
 
Όταν είχαν υποχρεωθεί να υποχωρήσουν πίσω από τα Μακρά Τείχη το 431 π.Χ., η απελπισία τους είχε σταθεί αλγεινότατη· θα μπορούσαμε να πούμε ότι αισθάνονταν να τους κόβουν έτσι τη ζωή από τη ρίζα της. «Κοιτάζω από μακριά προς τη μεριά του χωραφιού μου», ομολογεί κάποιος από αυτούς. «Η πόλη μου φέρνει φρίκη και κλαίω για το χωριό μου, το οποίο ποτέ ακόμα δε μου έχει πει: Αγόρασε κάρβουνο, ξίδι, λάδι· που αγνοούσε τη λέξη αγόρασε, αλλά μου τα έφερνε μόνο του όλα».[4] Πόσο βάσιμο ήταν αυτό το συγκινητικό παράπονο! Και όταν οι προσωρινοί κάτοικοι της πόλης γύρισαν σπίτια τους, βρήκαν τα χωράφια τους λεηλατημένα, τα αμπέλια τους καταστραμμένα, τις ελιές τους κομμένες. Μπόρεσαν να σπείρουν πάλι, αλλά με τι μόχθο και με τι πενιχρό όφελος! Μπόρεσαν να αποκαταστήσουν αργά τα κούτσουρα των αμπελιών, όμως για τις ελιές χρειάζονταν αρκετά χρόνια για να δώσουν τουλάχιστο κάποια μέτρια καρποφορία. Ας μην εκπλησσόμαστε που στην κωμωδία ο τόσο γελαστός κάποτε αγρότης είναι αυτές τις μέρες σκυθρωπός. Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, αυτό το γράμμα ενός φτωχού βοσκού που γράφτηκε πριν τον πόλεμο και το οποίο αποπνέει την ξεγνοιασιά, σε αντίθεση με τις οδυνηρές ομολογίες των απογόνων του. Κάποιος γράφει: «Ο Μνησίεργος στέλνει την καλημέρα του στην οικογένεια και εύχεται το γράμμα του αυτό να σας βρει στην ίδιο καλή υγεία, στην οποία είναι και αυτός. Στείλτε, παρακαλώ μια κουβέρτα από δέρμα προβάτου ή δέρμα γιδιού, χωρίς τρίχωμα, το πιο φτηνό που γίνεται, και παπούτσια. Θα τα πληρώσω με την πρώτη ευκαιρία.» Και άλλοι μουρμουρίζουν: «Τ ζωή κατσούφικη και θλιβερή!... Μοχθούν σκληρά οι σύντροφοι γεωργοί.» Ένα πρόσωπο του Μενάνδρου διαπιστώνει πι κρά πως «η γη έχει πραγματικά την έννοια της δικαιοσύνης αποδίδει ακριβώς τόσο κριθάρι, όσο της εμπιστευτήκαμε». Κάποιος άλλος, ήρωας του Φιλήμονα, διαπιστώνει πως το χωρά φι του «είναι ένας φριχτός κλέφτης, που για είκοσι μεδίμνου επιστρέφει μόλις δεκατρείς». Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε παρόμοια αποσπάσματα, μα για ποιο λόγο; Τη συνέχεια τη μαντεύουμε. Οι μικροϊδιοκτήτες θα εγκαταλείπουν τη Αττική. Σπάνιοι είναι εκείνοι που δέχονται να γίνουν εκμισθωτές, εκτός αν βρουν να κλείσουν κάποια εκμίσθωση ιδιαίτερα προνομιούχα με το κράτος ή κάποιο ναό· πιο σπάνια ακόμα είναι εκείνοι που δέχονται να τους εκμισθώσουν ως μεροκαματιάρηδες. Οι περισσότεροι προτιμούν να μεταναστεύσουν στην πόλη· εκεί θα κάνουν, αν χρειασθεί, κάποιο όχι κι τόσο κουραστικό επάγγελμα και θα συμπληρώσουν τον προϋπολογισμό τους με μύρια κόλπα. Έτσι γίνονται μια ωραία απρόσμενη ενίσχυση για τους δυσαρεστημένους και τους φωνακλάδες της Εκκλησίας του Δήμου.
 
Φυσικά οι μεγαλογαιοκτήμονες ήξεραν να βγάλουν καλύτερα οφέλη από τις περιστάσεις. Είχαν κεφάλαια, για να περιμένουν το τέλος της θύελλας· κατά τις εχθροπραξίες, όσο λιγότερο σιτάρι υπήρχε τόσο καλύτερα πουλιόταν. Μετά τον πόλεμο είχαν στρογγυλέψει με χαμηλές τιμές τη γαιοκτησία τους, αγοράζοντας τις γαιοκτησίες των ταπεινών γειτόνων τους που ι χαν περιπέσει σε δυσκολίες, αν και οι μεγαλοκτηματίες άφηναν τους ανθρωπάκους να συνεχίζουν να καλλιεργούν το αγροτεμάχιό τους, αλλά αυτή τη φορά ως εκμισθωτές. Πάντως και γι’ αυτούς τους συνετούς μεγαλοαγρότες η ζωή έχει αλλάξει επίσης. Όπως παλιότερα, οι ευγενείς διαμένουν στην Αθήνα. Οι πιο ευσυνείδητοι, όπως ο Ισχόμαχος, για τον οποίο μιλάει ο Ξενοφώντας, φεύγουν την αυγή από το σπίτι τους έφιπποι και γυρίζουν το βράδυ, αφού περάσουν τη μέρα ανάμεσα στους ανθρώπους τους, ελεύθερους εργάτες και δούλους. Αλλά οι άλλοι, και είναι οι περισσότεροι, αρκούνται να εμπιστεύονται τον επιστάτη τους, να αποταμιεύουν τα εισοδήματά τους, που θα τα κάνουν να καρποφορούν σε διάφορες επιχειρήσεις, και να πηγαίνουν στα κτήματά τους το πολύ δύο φορές το χρόνο, στη σπορά και στο θερισμό. Έτσι η συνήθεια να απουσιάζουν από τη γαιοκτησία θα γίνει ένα από τα κακά από τα οποία θα καταστραφεί η Αττική.
 
Αυτοί οι ξεριζωμένοι πλούσιοι επιζητούν τη συναναστροφή των άλλων πλούσιων της Αθήνας- γιατί απομένουν ακόμα αρκετοί. Υπάρχουν τόσοι τρόποι να κερδίσουν λεφτά! Η πολιτική είναι ένας από αυτούς, σε μια εποχή όπου οι τύψεις - θα το δούμε πιο κάτω - δεν πνίγουν τη συνείδηση πολλών από εκείνους που παραδίνονται σ’ αυτό το παθιασμένο παιχνίδι, κατά το οποίο «η αρετή και οι άνθρωποι οι σωστοί είναι καταδικασμένοι σε περιφρόνηση». Η εκμετάλλευση των ορυχείων είναι ένας άλλος, κυρίως όταν δε νοιάζονται και τόσο για τα μέσα που χρησιμοποιούν· παράδειγμα ο Δίφυλος, που βγάζει από τα μεταλλεία που του είχαν κατακυρωθεί[5] ενιαύσιο εισόδημα εξακόσια τάλαντα. Και έπειτα υπάρχει, όπως πάντα, το εμπόριο. Δε χάνουν τον καιρό τους με τη διαχείριση κάποιας τράπεζας· η ανάπτυξη των δημοσιονομικών και της πίστωσης επιτρέπει σε μερικούς τολμηρούς ν’ αποκτήσουν .μισητή γενικά φήμη, αλλά και να πραγματοποιήσουν σκανδαλώδη κέρδη· ο Πασίωνας και ο Φορμίωνας χειρίζονται εκατομμύρια. Είμαστε σίγουροι πως έχουν απόλυτη άνεση στις υποθέσεις εισαγωγής δημητριακών και στις υποθέσεις των εξοπλισμών και των παραγγελιών. Ποτέ ο έρωτας του κέρδους δε σάρωσε την Αθήνα όσο κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.
 
Απέναντι στην τάξη που είναι γεμάτη λεφτά, και σε ό, τι απομένει από τη μεσαία τάξη, αντιπαραθέτονται οι προλετάριοι που γεμίζουν την πόλη. Ακόμα τον καιρό του Περικλή η Αθήνα περηφανευόταν πως, αν ο μεγάλος πλούτος[6] δεν ήταν καθόλου κάτι το συνηθισμένο για τους κατοίκους της, η έσχατη φτώχεια ήταν κι αυτή άγνωστη. Και τώρα τι θα μπορούσαν να κάνουν οι Αθηναίοι; Να φύγουν στις αποικίες; Δε χρειάζεται ούτε να το σκέπτονται- οι κληρουχίες είναι νεκρές μαζί με την ηγεμονία. Να στρατολογηθούν ως μισθοφόροι; Πρώτ’ απ' όλα είναι ένα επάγγελμα επικίνδυνο, κι έπειτα δεν υπάρχει πάντα δουλειά. Να μπαρκάρουν ως κωπηλάτες; Είναι ένα σπάνιο κι ανέλπιστο εύρημα, γιατί το κράτος δεν οργανώνει στόλο κάθε μέρα. Τότε; Τα βγάζουν πέρα όπως μπορούν. Άλλοι συνεχίζουν το πατρικό επάγγελμα· οι μικροβιοτέχνες δεν είναι από εκείνους που παραπονιούνται περισσότερο, αν και έχουν να αγωνισθούν ολοένα και περισσότερο ενάντια στον ανταγωνισμό της εργασίας των δούλων. Άλλοι υπολογίζουν στους μισθούς και στα επιδόματα για την παρουσία τους στις διάφορες κρατικές υπηρεσίες, όπως ήταν η Εκκλησία του Δήμου, η Ηλιαία, οι θεωρίες, δηλαδή οι θρησκευτικές αποστολές, ή άλλες δημόσιες υπηρεσίες, αν και η καταστροφή της θαλασσινής συνομοσπονδίας έχει μειώσει τις πηγές του κρατικού ταμείου. Πολλοί καραδοκούν ανήσυχα για κάποια δωρεάν απονομή κριθαριού· αυτοί οι τελευταίοι μοιάζουν μ’ εκείνο τον Αθηναίο του Πλάτωνα,«που δεν μπορούμε να τον ονομάσουμε ούτε έμπορο ούτε εργάτη ούτε ιππέα ούτε οπλίτη αλλά μονάχα φτωχό», και ξέρουν πάρα πολύ καλά πως «η πενία έχει αδελφή της την επαιτεία».
 
Παντού μια τέτοια δυστυχία θα ήταν κάτι το σοβαρό· στην Αθήνα είναι κάτι πιο σοβαρό από οπουδήποτε αλλού, για δύο λόγους: Ο πρώτος ήταν επειδή φαίνεται καθαρά πως πολυάριθμοι πλούσιοι ήσαν κακοί πλούσιοι, ίσως επειδή ήσαν νεόπλουτοι. Ο Αριστοτέλης αυτούς τους Αθηναίους είχε στο νου του, όταν εφεύρε τον όρο «νεόπλουτοι» για να στιγματίσει τη συμπεριφορά εκείνων, οι οποίοι έκαναν κατάχρηση των χρημάτων τους για να υποτιμήσουν τους συμπολίτες τους, οι οποίοι έκαναν επίδειξη της χλιδής τους, οι οποίοι είχαν την καρδιά κλειστή στην ευσπλαχνία και εξαγρίωναν τους δυστυχισμένους θαμπώνοντάς τους με την πολυτέλειά τους.
 
Ο δεύτερος λόγος ήταν, επειδή η Αθήνα ήταν δημοκρατία. Τολμήστε λοιπόν ακόμα να επαναλάβετε σε ανθρώπους που πεθαίνουν από την πείνα, ενώ άλλοι είναι χορτάτοι με εξεζητημένες τροφές, που δεν έχουν τα απαραίτητα, όταν άλλοι έχουν και τους περισσεύουν, ότι[7] «η ισότητα εξασφαλίζεται σε όλους με τους νόμους»· ότι «όσο αφορά τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή, καθένας πετυχαίνει ανάλογα με την αξία του»· ότι η τάξη στην οποία ανήκει κανείς έχει μικρότερη αξία από ό, τι η ατομική»· ότι «κανείς δεν ενοχλείται από τη φτώχεια και από την ασημότητα της κοινωνικής του θέσης, αν μπορεί να υπηρετήσει την πολιτεία»· ότι «τα μέτρα που εξασφαλίζουν την υπεράσπιση των καταπιεσμένων» δε θα μπορούσαν να παραβιασθούν από κανένα, χωρίς να ξεσηκώσουν κατά του ενόχου «γενική περιφρόνηση»! Πηγαίνετε λοιπόν να προφέρετε στην Πνύκα τις μαγικές λέξεις της ελευθερίας, της φιλανθρωπίας, όταν τα γεγονότα παραμορφώνουν καθημερινά την έννοιά τους. Πηγαίνετε λοιπόν να μιλήσετε για πολιτειακές αρετές στο πλήθος, όταν οι επώνυμοι αρέσκονται στην αγαμία· για τον ιερό χαρακτήρα της οικογένειας, όταν οι ηγέτες της πόλης ζουν με παλλακίδες και διακηρύσσουν κυνικά: «Μια εταίρα είναι πιο αξιαγάπητη από τη νόμιμη σύζυγο. Η μια έχει υπέρ της το νόμο, ο οποίος μας υποχρεώνει να την κρατήσουμε, όσο δυσάρεστη κι αν είναι- η άλλη ξέρει πως πρέπει να κρατάει κοντά της έναν άνδρα με τη δύναμη των καλών υπηρεσιών της· διαφορετικά πρέπει να ψάξει για αντικαταστάτη»! Πηγαίνετε λοιπόν να τους διαβεβαιώσετε ότι είναι ανάγκη κατεπείγουσα να κάνουν παιδιά,[8] όταν οι πολίτες που θα μπορούσαν να τα αναθρέψουν χωρίς την παραμικρή δυσκολία είναι οι πρώτοι που εφαρμόζουν το μαλθουσιανισμό και επιδοκιμάζουν εκείνους που διακηρύσσουν ότι «κανείς δεν είναι πιο κακότυχος από ένα πατέρα, εκτός από ένα πατέρα που έχει πολλά παιδιά».[9] «Δεν πρέπει να έχει κανείς παιδιά»! Πηγαίνετε λοιπόν να κηρύξετε την τιμιότητα στις κρατικές υποθέσεις, όταν δίνετε το παράδειγμα των χειρότερων συμβιβασμών! Πρέπει τώρα να διονυχίσουμε την πολιτική χρεοκοπία της δημοκρατίας, την αργή κατάρρευση των θεσμών της. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως η κατάρρευση αυτή είναι πολύ περισσότερο η συνέπεια και λιγότερο η αιτία μιας κοινωνικής χρεοκοπίας, όπου κάθε τάξη είχε το μερίδιό της σε ευθύνες- οι πλούσιοι, οι δυνατοί, οι επώνυμοι με τον τερατώδη εγωισμό τους, την άγνοια των γεγονότων, την ευτέλεια του πνεύματός τους· οι πένητες, οι ταπεινοί, οι μάζες με την ηλίθια ζηλοφθονία τους, τη νωθρότητά τους, την ανόητη επιθυμία τους να μη δέχονται με κανένα τίμημα κανέναν κύριο. Μέσα στους αδελφοκτόνους αγώνες τι γίνεται το πολίτευμα;
 
Το πολίτευμα διαμελίζεται, όπως άλλωστε μπορεί να το περιμένει κανείς- οι πολλοί εννοούν να χρησιμοποιούν για τους σκοπούς τους τις διευκολύνσεις που φαίνεται να έχουν το δικαίωμα να ελπίζουν από αυτό· μια μειοψηφία προνομιούχων του χρήματος επιδιώκουν να υπονομεύσουν με κάθε αντάλλαγμα τους θεσμούς που λειτουργούν πια κατά των συμφερόντων τους- η κρατική μηχανή τρίζει από όλες τις μεριές.
 
Ας επιστρέφουμε πρώτα πρώτα στην Εκκλησία του Δήμου- δεν αναγνωρίζουμε πια την παλιά Εκκλησία. Δεν είναι καθόλου πιο πολυάριθμη απ’ όσο ήταν πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Γιατί, αν είναι αλήθεια πως, για να αποφύγουν τις απουσίες των πολιτών, αποφάσισαν να παίρνουν οι παρόντες αρχικά έναν, ύστερα δύο και αργότερα τρεις οβολούς,[10] ακόμα και μία ή μιάμιση δραχμή, πρέπει να θυμόμαστε πως καθορίζουν στην αρχή .κάθε χρονιάς το προορισμένο για τη χρήση αυτή συνολικό ποσό και πως, κατά συνέπεια, μόνο όσοι φτάσουν πρώτοι και βρίσκονται εκεί «στο δεύτερο λάλημα του κόκορα» θα πάρουν την περίφημη αντικαταβολή. Επομένως αυτό που έχει αλλάξει είναι μάλλον η ποσότητα και όχι η ποιότητα των παρευρισκομένων. Με όσα είπαμε πιο πάνω για την αύξηση του αστικού προλεταριάτου και για την άθλια κατάστασή του, άνετα εικάζουμε σε ποια τάξη ανήκουν εκείνοι που τρέχουν από την αυγή στην Πνύκα. Από την άλλη μεριά, όταν οι συνεδριάσεις γίνονται πιο συχνές, στο βαθμό που κάνουν λιγότερο αποτελεσματική εργασία σ’ αυτές, πρέπει επίσης να θεωρήσουμε πως οι πολίτες που έχουν κάποια τακτική ενασχόληση, όσο γλίσχρη κι αν είναι αυτή, δεν μπορούν οπωσδήποτε να την εγκαταλείπουν συνεχώς. Έτσι, τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία η Εκκλησία του Δήμου θα αποκτήσει ρόλο σπουδαιότερο από κάθε άλλη φορά, στις συνεδριάσεις της δεν αντιπροσωπεύεται όλη η πόλη αλλά μονάχα ένα τμήμα από τα μέλη της.
 
Ο Αριστοτέλης, που δεν αγαπάει τη δημοκρατία, είδε παρ’ όλ’ αυτά σωστά - πρέπει να του το αναγνωρίσουμε -, και γι' αυτό αφιέρωσε αρκετά κεφάλαια των Πολιτικών του για να αποδείξει πως η κύρια παντοδυναμία της Εκκλησίας του Δήμου κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ακριβώς ο θεσμός της αποζημίωσης για την παρουσία σ' αυτή. Καθώς ο λαός αισθάνεται από δω και στο εξής σίγουρος για την πλειοψηφία του στην Εκκλησία του Δήμου, έχει την τάση να αναλαμβάνει ο ίδιος και να διευθετεί σ’ αυτήν τα πιο σοβαρά ζητήματα και να απογυμνώνει από τα προνόμιά της τόσο τη Βουλή όσο και τους διάφορους άρχοντες. Η Αθήνα τόσον καιρό είχε αποφύγει το λάθος να αρκεσθεί σε ένα και μοναδικό, χωρίς αντίβαρο πραγματικό, συλλογικό πολιτειακό όργανο, δηλαδή στην Εκκλησία του Δήμου· σ’ αυτό το λάθος λοιπόν πέφτει τώρα. Η Βουλή συνεχίζει να λέει τη γνώμη της στις εξωτερικές υποθέσεις- στα υπόλοιπα η γνώμη της δεν έχει καθόλου πέραση και ο πρόεδρός της δεν έχει πια το δικαίωμα να είναι πρόεδρος της συνεδρίασης στην Εκκλησία του Δήμου. Οι άρχοντες ζουν μέσα σε διαρκή φόβο μήπως κατηγορηθούν για κάτι, και δεν τρέφουν αυταπάτες για την τύχη που τους παραμονεύει, όταν είναι υποχρεωμένοι να πάρουν κάποιο μέτρο που απαρέσκει στο Δήμο. Κοντολογίς αυτός ο τελευταίος γίνεται ο «τύραννος με τα χίλια κεφάλια», όπως τον κατηγορούν οι θεωρητικοί και κυρίως οι φιλόσοφοι.
 
Κι έπειτα, ας έστεργε τουλάχιστο να σέβεται τους νόμους! Όμως έχει μάθει τον τρόπο να τους διαστρέφει ή να τους χρησιμοποιεί για αποκλειστικά δικό του κέρδος, τη στιγμή μάλιστα που οι αρχηγοί του - κάποτε ικανοί να του λένε την αλήθεια - δεν έχουν πια στο νου τους παρά να τον κολακέψουν, για να διατηρήσουν όσο γίνεται περισσότερο κάποια εύνοια, χάρη στην οποία δε θα παραμεληθούν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Αυτή η απότομη κατάπτωση της δημόσιας ηθικής μετά τη χρεοκοπία του εγχειρήματος για την ανάκτηση της ηγεμονίας στάθηκε το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα του 4ου π.Χ. αιώνα.
 
Τον καιρό του Περικλή είδαμε πως δίπλα στη συνετή και σοφή δράση της Βουλής, η ύπαρξη της «γραφής παρανόμων» ήταν η καλύτερη εγγύηση κατά των επικίνδυνων αυτοσχεδιασμών της Εκκλησίας του Δήμου. Τον καιρό του Δημοσθένη όλα αυτά έχουν αλλάξει. Η περίφημη διαδικασία έχει εκτραπεί από τον αρχικό της σκοπό, έχει χρησιμοποιηθεί από τον καθένα και για το καθετί και έχει χάσει κάθε αποτελεσματικότητα· δεν εμπνέει πια κανένα φόβο και κανένα σεβασμό, και ένας πολιτικός δεύτερης σειράς, σαν τον Αριστοφώντα τον Αζήνιο,[11] θα κάνει τίτλο τιμής το ότι, αν και είχε απειληθεί με τις κυρώσεις της «γραφής παρανόμων» εβδομήντα πέντε φορές, είχε μπορέσει να γλιτώσει εβδομήντα πέντε φορές τις συνέπειές της. Μια άλλη διαδικασία, η «εισαγγελία», η οποία αρχικά είχε επινοηθεί για την καταστολή των εγκλημάτων που δεν είχαν προβλεφθεί από τους νόμους από τους οποίους μπορούσαν να ελπίζουν σωτήρια αποτελέσματα, παραποιήθηκε και εκείνη κατά την εφαρμογή της. Δεν ήταν μόνο ο εξοστρακισμός ανάμεσα στους αθηναϊκούς θεσμούς που η φθορά του ήταν αθεράπευτη. Και ο λαός πρώτος αισθανόταν συγκεχυμένα τον κίνδυνο αυτής της αργής κατάρρευσης του πολιτεύματος. Επικύρωνε πρόθυμα τη διαρκή ύπαρξη ενός συλλογικού οργάνου από άρχοντες στρατολογημένους ανάμεσα στους ηλικιωμένους ηλιαστές, που ονομάζονταν «νομοθέτες». Οι νομοθέτες ήταν ειδικά επιφορτισμένοι - η λέξη δεν είναι υπερβολική αυτή τη φορά - να σπεύδουν σε βοήθεια των νόμων που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Όμως για ποιο λόγο; Αφού με ελαφριά καρδία, όταν ένας νόμος ενοχλούσε το λαό σε κάποια από τις ιδιοτροπίες του, εκείνος δεχόταν ένα κατάλληλο ψήφισμα κι έτσι απέφευγε να παραβιάσει το νόμο!
 
Θέλετε τώρα να δείτε τη φυσιογνωμία του πλήθους και εκείνων που ισχυρίζονται ότι το διευθύνουν; Η μάζα έγινε στρυφνή και μεροληπτική. Όταν ένας ευγενής ζητάει να ακουστεί στην Εκκλησία του Δήμου, η μάζα δείχνεται αμέσως εχθρική. Όταν ένας ρήτορας προφέρει κάποια φράση που της είναι δυσάρεστη, κινδυνεύει να τον γκρεμίσουν από το βήμα, όπως το νεαρό Γλαύκωνα, την κακοτυχία του οποίου μας διηγείται ο Ξενοφώντας. Με το παραμικρό θυμώνει, μουρμουρίζει, καλύπτει τη φωνή του πολίτη που μιλάει. Οι πρώτες παρεμβάσεις του Δημοσθένη είναι και αποτυχίες και ο Πλάτωνας δικαιολογεί τους λεπτεπίλεπτους συμπολίτες του που δεν παίρνουν μέρος καθόλου στη δημόσια ζωή, θυμίζοντας πως κανείς δεν επιτυχαίνει να κάνει τον όχλο να τον ακούσει. Χωρίς αμφιβολία, ένας Περικλής θα το κατόρθωνε ακόμη! Όμως θα το διακινδύνευε να αντιμετωπίσει αυτό το αποχαλινωμένο ακροατήριο; Όπως και να έχει το ζήτημα, οι διάδοχοί του δεν του μοιάζουν καθόλου. Κανένας αριστοκράτης από γεννησιμιού του ούτε μεγαλογαιοκτήμονας ούτε χονδρέμπορος δεν υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνους που λογίζονται ως τα κύρια πρόσωπα της πολιτικής. Υπάρχουν, είναι αλήθεια, μερικοί πλούσιοι. Όσοι παίρνουν συνήθως το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου αποκαλούνται επίσημα και μάλιστα και στις επιγραφές ρήτορες, αλλά ο λαός τους ονομάζει αναιδέστερα ομιλητές, «λέγοντες» και «πολιτικούς», ή ακόμα πιο απλά «εκείνους που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα». Τουλάχιστο εκείνοι που κάνουν τη ρητορεία επάγγελμά τους είναι συχνά μορφωμένοι και έχουν την τάση να ειδικεύονται, να μελετούν σε βάθος ένα ζήτημα (π.χ. τα οικονομικά, τη διοίκηση, τις εξωτερικές σχέσεις), έτσι ώστε να επιβάλλονται με τη γνώση τους και να γίνονται, αν η τύχη τους βοηθήσει, κάτι σαν υπουργοί. Όμως γύρω τους περιφέρονται άτομα πιο σκοτεινά, συχνά ύποπτα, ικανά ακριβώς να φωνάζουν και να ερεθίζουν το πλήθος, «κύριοι του θορύβου και της αναστάτωσης», δημαγωγοί, που αυτοτιτλοφορούνται περήφανα οι «σκύλοι του λαού». Οι συκοφάντες, τριγυρισμένοι από κατάσκοπους, προβοκάτορες, έτοιμοι πάντα να καταγγείλουν εγκλήματα, ακόμα και φανταστικά, δεν υποχωρούν μπροστά σε κανένα μέσο, συκοφαντία, διαφθορά, εκβιασμό, για να καταβάλουν τους αντιπάλους τους. Θα έπρεπε να μπορούσαμε να τους ακολουθήσουμε τις μέρες εκλογής, όταν ζητιανεύουν[12] τα ψηφοδέλτια και «πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο», «δούλοι της εύνοιας που εξασφαλίζει τις ψήφους», δείχνοντας τις ουλές του πολεμιστή[13] για να προκαλέσουν τον οίκτο των συμπολιτών τους, γενναιόφρονες σε υποσχέσεις, διανομείς δραχμών που δεν τις θεωρούν εξάλλου παρά «προκαταβολές» από τις οποίες ελπίζουν πολύ πως θα ξαναποκτήσουν το διπλάσιο.[14] Με δυο λόγια, οι σύγχρονοί μας πολιτικοί δεν έχουν τίποτα καινούριο να εφεύρουν.
 
Πώς ξέρουν να εκμεταλλεύονται τη δυστυχία του λαού, τη δυσαρέσκειά του, τη ζηλοφθονία του! Τι τέχνη για να ξυπνήσουν τα άσχημα ένστικτά του! Μήπως χρειάζεται, αναφωνεί μια μέρα με ειλικρίνεια ο Αισχίνης, να είναι η δημοκρατία σαν χτυπημένη από «γεροντάματα και παραλογισμό», για να μάθει ένας ρήτορας ότι ένα από τα επιχειρήματα που θα πλήξει πιο σίγουρα τον εχθρό του είναι να τον ψέξει πως βάζει να τον μεταφέρουν με φορείο στον Πειραιά αντί να πάει με τα πόδια, όπως ο φτωχόκοσμος; Δεν είναι λυπηρό να βλέπουμε έναν άρχοντα της αξίας του Λυκούργου να προτείνει νόμο, για να απαγορεύσει στις εύπορες Αθηναίες να ακολουθούν τη λιτανεία από την Ελευσίνα με αμάξι, επειδή εκείνες που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στον εαυτό τους αυτή την πολυτέλεια δυσαρεστούνται; Και δεν υπήρχαν μονάχα αυτές οι μικρότητες! Το πλήθος ξέρει πολύ καλά να χρησιμοποιεί τη δύναμή του - θα το δούμε πιο κάτω - για να πετύχει από το κράτος πλεονεκτήματα πιο ουσιαστικά. Παρενοχλεί χωρίς ανακωχή τους υπεύθυνους αρχηγούς, «τον αγαθιάρη λοχαγό, για να αφαιρέσει για χάρη του τους φραγμούς». Θέλει να συνθλίψουν τους πλούσιους προς όφελος του. Λεηλατεί τη δημόσια οικονομία. «Φεύγετε από την Εκκλησία του Δήμου», λέει ένας πολιτευτής στους συμπολίτες του, «χωρίς να έχετε συζητήσει τίποτα. Μοιραστήκατε μονάχα τα απομεινάρια, όπως μετά από ένα γεύμα με ρεφενέ». Και ο Αριστοτέλης διαπιστώνει απαισιόδοξα: «Η κακία των ανθρώπων τους κάνει άπληστους. Διανέμουν τα πλεονάσματα και οι ανάγκες μένουν οι ίδιες. Είναι πιθάρι χωρίς πάτο η βοήθεια στους φτωχούς».[15]
 
Τι γίνεται η δικαιοσύνη, όταν ανάλογα με τα πρόσωπα που δικάζονται - πάντα σύμφωνα μ’ ένα σχόλιο του Αριστοτέλη - «η δικαιοκρισία και η αδικία φαίνεται να έχουν τα ίδια δικαιώματα»; Μπορούμε να το αναλογισθούμε, όταν θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένη στην Αθήνα. Είχαν συναντήσει άπειρες δυσκολίες, μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, για να στρατολογήσουν δικαστές, επειδή είχε χρειασθεί, εξαιτίας της ένδειας του δημόσιου ταμείου, να τους αφαιρέσουν το μισθό τους· οι δυσκολίες εξακολούθησαν, όταν ο μισθός τούς δόθηκε πάλι- πρώτον, επειδή ήταν ανεπαρκής, ώστε να προσελκύσει τους σοβαρούς ανθρώπους, και δεύτερον, επειδή ο μισθός που διένεμαν στην Εκκλησία του Δήμου κερδιζόταν με λιγότερο κόπο και τους επέτρεπε συνάμα να παρευρίσκονται σε ένα θέαμα που προκαλούσε περισσότερο τα πάθη. Τα μέλη των δικαστηρίων, λοιπόν, δεν ήταν όλα κατ’ επιλογή. Επιπλέον, δεν ήταν πια αδιάφθοροι και ήξερε καθένας ότι ήταν δυνατό να ασκηθεί πάνω τους πίεση αποτελεσματική και οχληρή. «Είναι γνωστό», ομολογεί ο Λυσίας, «ότι η Βουλή δε διαπράττει αδικίες όταν έχει επαρκείς οικονομικές πηγές για τα δημόσια έξοδα, αλλά ότι κατά τις μέρες της απόγνωσης είναι υποχρεωμένη να δέχεται τις καταγγελίες, να δημεύει τα αγαθά των πολιτών και να υπακούει στους πιο ανέντιμους ρήτορες». Όμως η Βουλή είχε ανάγκη σ’ αυτές τις περιπτώσεις από τη σύμπραξη της Ηλιαίας· είχε λόγους να πιστεύει χωρίς αμφιβολία πως εκείνη δε θα την άφηνε μετέωρη. Η Ηλιαία λοιπόν δεν ήταν πιο αμερόληπτη από τη Βουλή. Πιθανότατα δε μεταχειριζόταν με τον ίδιο τρόπο τους πλούσιους και τους φτωχούς, αφού «οι μεγάλοι» είχαν πριν απ’ όλα στο νου τους να πετύχουν τη συγγνώμη του δικαστηρίου πληρώνοντας βαρύ πρόστιμο, και οι «μικροί» επικαλούνταν, αντίθετα, τη δυστυχία τους ως τον καλύτερο τίτλο για την απαλλαγή τους. Πολύ συχνά οι ένορκοι έφταναν στη συνεδρίαση «με προμήθεια κακού θυμού»,[16] και κυρίως όταν εμφανίζονταν μπροστά τους «πρόσωπα τετράπηχα ψηλά».[17] Γεύονταν τότε, σαν εκδίκηση για τη μετριότητα της προσωπικής τους κατάστασης, την ευχαρίστηση να κάνουν αυτούς τους ευνοημένους της τύχης να τρέμουν κατά την ακρόαση. Οικτρή διάθεση, για να μείνουν ακριβοδίκαιοι!
 
Ξέρουμε ότι οι οικονομικοί θεσμοί της Αθήνας δεν είχαν ποτέ σταθεί το καμάρι του πολιτεύματος της και ότι, για να πούμε την αλήθεια, η πολιτεία σ’ αυτό τον τομέα είχε μάλλον ζήσει με τεχνάσματα. Ένα από αυτά ήταν να παίρνει από το φόρο των συμμάχων ό, τι της ήταν απαραίτητο, για να κλείσει τον προϋπολογισμό της. Όμως η κατάσταση έγινε ακόμα πιο τραγική όταν δεν υπήρχαν πια ούτε σύμμαχοι ούτε φόρος, επειδή το δημόσιο ταμείο είχε τότε να προνοήσει για αυξημένες δαπάνες. Ένα πεινασμένο πλήθος, στερημένο τις πενιχρές αμοιβές, τους μισθούς και τα βοηθήματα που του χορηγούσε η πόλη, περίμενε να επιτελέσει εκείνη κάποιο θαύμα για να έρθει σε βοήθειά του και απαιτούσε επιτακτικά αυτό που πίστευε πως του οφειλόταν, επειδή αριθμητικά υπερτερούσε. Δεν του χρειάζονταν πια μονάχα οι μικροαποζημιώσεις που του είχαν καταβάλει μέχρι τότε· το πλήθος ήθελε να διαθέτει, κατά τη βούλησή του και μάλιστα για την ευχαρίστησή του, αυτό που κατά ένα απολαυστικό ευφημισμό αποκαλούσε στην κοινή γλώσσα τα «πλεονάσματα». Είναι απαραίτητο να ξέρουμε, γιο να καταλάβουμε τη λέξη, ότι κάθε ταμείο στην Αθήνα ήταν ανεξάρτητο και είχε τις δικές του πηγές· ότι ήταν τελείως δυνατό να υπάρχει, κατά συνέπεια, αλλού ένα ασήμαντο πλεόνασμα και αλλού, αντίθετα, τεράστιο έλλειμμα και ότι ο λαό απαιτούσε τη μεταφορά του πρώτου πλεονάσματος στο ταμείο που τροφοδοτούσε τα θεάματα, δηλαδή στο ταμείο του θεωρικού. Επιπλέον, εκτός από τη λαϊκή όρεξη, έπρεπε ακόμη να προβλέψουν τη συντήρηση στρατού και στόλου, που κόστιζα· ολοένα και περισσότερο, για λόγους που θα τους εξετάσουμε γρήγορα, καθώς επίσης και μύριες άλλες δαπάνες. Πώς μπορούσε το κράτος να βγει από αυτές τις δυσκολίες;
 
Να περιορίσουν τον τρόπο της ζωής τους; Δεν έμελλε ούτε καν να σκεφθούν κάτι τέτοιο, και αν ακόμα οι αρχηγοί το είχαν θελήσει, ο πεινασμένος κόσμος θα είχε αντιτεθεί αποφασιστικά. Να ζητήσουν από τον καθένα μια αναλογική των εσόδων τους συμβολή; Αυτή ήταν η αρχή της εισφοράς, έκτακτο φόρος, που είλκε την καταγωγή του από τον καιρό του πολέμου και που τώρα τον εισέπρατταν τακτικά - το είπαμε ήδη - και σε καιρό ειρήνης. Όμως ξέρουμε ποια είχε σταθεί σ’ όλους τους καιρούς η αποστροφή των Αθηναίων πολιτών να εκτελέσουν το φορολογικό τους καθήκον και ότι οι περιουσίες είχαν διαλυθεί κατά τη διάρκεια των μακρών ετών των εχθροπραξιών. Τα βλέμματα στράφηκαν προς τη μειοψηφία που είχε ακόμη περιουσία. Από αυτή περίμεναν ολοκληρωτική θυσία. Αυτό ήταν ένα μέσο, που οι εισηγητές του το παρουσίαζαν ως ηθικό και το οποίο ήταν οπωσδήποτε αποδοτικό, αφού δεν έβλαπτε παρά μια δράκα οικογενειών. Έτσι αρχίζει ένας αγώνας με πολλαπλά επεισόδια ανάμεσα στους εχθρούς της ιδιοκτησίας και σ’ εκείνους που, για να την προστατέψουν καλύτερα, δέχονταν να απορροφηθεί από το κράτος. Βία κατά πονηριάς. Από τη μια πλευρά πέφτουν βροχή τα διατάγματα που συνθλίβουν τους πλούσιους· κάθε μέρα οι λειτουργίες θα γίνουν πιο βαριές· φτάνουν μάλιστα να προσπαθούν να εφαρμόσουν ένα μέτρο που μέχρι τότε δεν είχε τόσο αυστηρή εφαρμογή, την ανταλλαγή των περιουσιών (τήν ἀντίδοσιν) μεταξύ δύο φορολογουμένων, από τους οποίους ο ένας προσπαθεί να αποδείξει πως έχει λιγότερες οικονομικές δυνατότητες από τον άλλο, για ν’ αντέξει το βάρος του εξοπλισμού ενός πλοίου ή της διοργάνωσης ενός διαγωνισμού θεατρικών έργων. Οι ιδιώτες πλαστοποιούν, αποκρύπτουν. Δεν μπορεί όμως να γίνει τίποτα για να κρύψουν τα κτήματα που έχουν· υπάρχει το κτηματολόγιο· όμως κάνουν απάτες κατά τη δήλωση των κινητών τους εισοδημάτων· ψεύδονται όσο μπορούν, δεν αρκούνται να αρνηθούν την περιουσία τους· την κάνουν «αόρατη».
 
Το κράτος σ’ αυτή τη διαμάχη ήταν σίγουρα χαμένο. Πάντως αμύνεται· συχνά μάλιστα επιτίθεται. Αυξάνει τους έμμεσους φόρους, ζητάει χωρίς ανάπαυλα εκούσια δώρα και καταφεύγει στα πρόστιμα και τις κατασχέσεις. Επιβάλλει την εισφορά μέχρι τα εισοδήματα των 150 δραχμών. Αναδιοργανώνει τον τρόπο είσπραξης, ομαδοποιεί τους φορολογούμενους σε είκοσι συμμορίες, καθεμιά από τις οποίες θα αντιπροσωπεύει το ένα εικοστό του φορολογήσιμου κεφαλαίου και θα πληρώνει το ένα εικοστό των φόρων· ο δυνατός, ο πλούσιος, έφερε τα βάρη του αδύνατου στο εσωτερικό της συμμορίας. Μετά από αυτό, το 362 π.Χ., καθιστά υπεύθυνους των εισπράξεων μέσα σε κάθε συμμορία τους δεκαπέντε πλουσιότερους πολίτες και απαιτεί από αυτούς την προκαταβολή των ποσών που τους ζητάει να μαζέψουν. Εξουσιοδοτεί αρκετούς λειτουργούς, δηλαδή ανάδοχους λειτουργιών, να ενωθούν, για να σηκώσουν πιο άνετα το οικονομικό βάρος μιας λειτουργίας, και αναδιοργανώνει τις λειτουργίες πάνω στο πρότυπο των συμμοριών, αναγκάζοντας όλους εκείνους που ήταν γραμμένοι στους καταλόγους των λειτουργών να σχηματίσουν είκοσι ομάδες και στην κεφαλή καθεμιάς από αυτές τοποθετεί τους δεκαπέντε πιο πλούσιους λειτουργούς. Αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να αναδιανείμουν ακριβοδίκαια ανάμεσα σ’ όλους το φορτίο της λειτουργίας. Μάταιος κόπος! Γιατί, κάθε φορά που ο φόρος είναι υπερβολικός, η φορολογήσιμη ύλη αποκρύπτεται. Και η Αθήνα δε θα μπορέσει να αποφύγει τη χρεοκοπία παρά χάρη σε μερικούς αξιοσημείωτους και σοφούς διαχειριστές των οικονομικών· τον Καλλίστρατο τον Αφιδναίο, τον Εύβουλο και το Λυκούργο.
 
Όλα αυτά όμως είχαν το κόστος τους. Όσο ικανοί κι αν στάθηκαν αυτοί οι διαχειριστές των οικονομικών, η ικανότητά τους είχε οπωσδήποτε κάποια όρια. Έκαναν οικονομίες. Όσο το δυνατό λιγότερες ως προς τις διασκεδάσεις του πλήθους, γιατί εκείνο θα τους απέλυε- όσο το δυνατό περισσότερες ως προς τις δαπάνες, οι οποίες πάντως θα έπρεπε να θεωρούνται ανελαστικές· και τέτοιες ήσαν οι δαπάνες για την άμυνα. Πρέπει να καταλάβουμε πως αυτοί οι κρατικοί υπάλληλοι ζούσαν μέσα στις έγνοιες, γιατί αναγκάζονταν να περικόπτουν αδιάκοπα τις πιστώσεις για το ναυτικό και το στρατό, πράγμα το οποίο ήταν μία από τις αιτίες της πολιτικής κατάπτωσης της Αθήνας τον 4ο αιώνα π.Χ. και της εξαφάνισής της ως δύναμης πρώτης τάξεως.
 
Και αυτή δεν ήταν η μόνη αιτία, δυστυχώς! Κανένας πια δεν ήθελε να γυμνάζεται· αν έρχονταν δυσκολίες, θα αυτοσχεδίαζαν. Και μόνο η λέξη «πόλεμος» - και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία οι αγώνες είχαν γίνει φονικοί, από τότε που δεν πολεμούσαν πια εναντίον μισόγυμνων βαρβάρων αλλά ανάμεσα σε καλοοπλισμένους Έλληνες - ήταν ανυπόφορη στα ευαίσθητα αυτιά. Οι οικογενειάρχες αποτρέπανε τα παιδιά τους από τη στρατιωτική προετοιμασία. Και οι πιο πατριώτες το βρίσκανε πολύ φυσικό να πληρώνουν μισθοφόρους για να υπερασπίσουν την πόλη και να σκοτωθούν γι’ αυτή. Στις ώρες τις πιο σοβαρές βρίσκανε, στην ανάγκη, ανάμεσα στους πολίτες μερικούς ιππείς «που δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν», αλλά είχανε έλλειψη σε οπλίτες, «οι οποίοι θα ήσαν εκτεθειμένοι» στον κίνδυνο. Ιππείς και οπλίτες είχαν τουλάχιστο ένα σημείο που τους ήταν κοινό, την απειθαρχία. Σύμφωνα με όσα λέει ο Ξενοφώντας, η απειθαρχία δεν υπήρχε στον ίδιο βαθμό ανάμεσα στους ναύτες. Όμως πρέπει να προσθέσουμε πως τα πληρώματα στρατολογούνταν επίσης με πολύ κόπο. Ο Δημοσθένης μπορεί πολύ καλά να αναφωνεί, με κάποια έξαψη αγανάκτησης, ότι η Αθήνα πρέπει να αντιμετωπίσει τους πολλαπλούς κινδύνους που την απειλούν με στρατό, του οποίου ο πυρήνας τουλάχιστο πρέπει να έχει σχηματισθεί από πολίτες· τον ακούνε, τον χειροκροτούνε, αλλά δεν τον ακολουθούν. Θα χρειασθεί η Χαιρώνεια για να ανοίξει τα μάτια των πολιτών της Αθήνας· όμως η δημοκρατία είχε πάψει να ζει.
 
Είναι βέβαιο πως η δημαγωγία, περισσότερο από κάθε άλλη αιτία, είχε σκοτώσει τη δημοκρατία- η δημαγωγία, αυτή η «διεστραμμένη» μορφή της δημοκρατίας, όπως θα είχε πει ο Αριστοτέλης. Η ιστορία της Αθήνας αποδείχνει πως δε χρειάζονται πάντα αιματηρές επαναστάσεις για να προκαλέσουν κοινωνικές αναστατώσεις τέτοιας ευρύτητας, ώστε να επιφέρουν την καταστροφή του κράτους. Είναι ακριβές ότι μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., εάν εξαιρέσουμε κάποιες χρονιές με διαμάχες κατά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αθήνα δε γνώρισε τους εμφύλιους αγώνες που ρήμαξαν τόσες άλλες ελληνικές πόλεις, όπου ευγενείς και ξωμάχοι, πλούσιοι και φτωχοί αλληλοαποδεκατίζονταν με προγραφές ή εκτελέσεις· αυτό συνέβηκε, γιατί η Αθήνα δεν είχε ποτέ οργανωμένα «κόμματα» και οι ευγενείς της έχασαν πολύ νωρίς το ταξικό τους αίσθημα, και ακόμα γιατί ο λαός κατάλαβε πως ήταν πολυαριθμότερος και συνεπώς πιο δυνατός από οπουδήποτε αλλού και ότι μπορούσε να πετύχει με νόμιμη πίεση ό,τι σε άλλα μέρη το αποσπούσε με τη βία. Όμως ας σκεφθούμε κάτι· η Αθήνα στάθηκε μεγάλη όσον καιρό αρίθμησε μεγαλογαιοκτήμονες, μεγαλοαστούς, μεγαλέμπορους· η περιουσία τους ζωντάνευε τους κάμπους, τη θάλασσα, την πόλη. Από τη μέρα που η δυστυχία ώθησε το πλήθος να τους αποσπάσει τα κέρδη τους, η παρακμή αρχίζει. Κατ’ αυτή την έννοια μπορούμε να γράψουμε πως ο 4ος αιώνας π.Χ. στάθηκε αποφασιστικός αιώνας για την ιστορία της Αθήνας, επειδή είδε το πλήθος να επιβάλλει τον ανήλεο νόμο του σε μια μειοψηφία που το είχε οδηγήσει στη δόξα.
 
Μοιραία εξέλιξη, λογική συνέπεια της πολιτικής του Περικλή και, για να τα συνοψίσουμε όλα σε μια λέξη, του σοσιαλισμού του. Ο μεγάλος Αλκμεωνίδης, για να πραγματοποιήσει ένα πρόγραμμα που η μεγαλουργία του μας συγκινεί ακόμα, δεν είχε διστάσει να μεταμορφώσει ελεύθερους πολίτες σε κρατικούς μισθοσυντήρητους. Όταν πήραν τη συνήθεια να βλέπουν στο κράτος έναν ευεργέτη, κανείς δεν μπορούσε να ελπίζει λογικά πως θα υπήρχαν άνθρωποι που θα έπαυαν να θεωρούν σαν δικαίωμά τους ό,τι δεν ήταν παρά μια ονειρεμένη οπτασία σε καιρό ευημερίας. Ίσως, εξάλλου, να υπήρξε άλλο πράγμα στην Αθήνα. Είναι σχεδόν αδύνατο για οποιονδήποτε αρνείται να παίξει ρόλο δημοκόπου με λαϊκίστικες τάσεις, να μην υπογραμμίσει το πιο αισχρό κακό της δημοκρατίας, το μίσος της κατά των εκλεκτών και επωνύμων- Εκλεκτών και επωνύμων από γεννησιμιού τους. Σ’ ένα πάπυρο που ανακαλύφθηκε πρόσφατα βρίσκουμε να διαβεβαιώνεται χωρίς καμιά αμφιβολία και με την πιο εδραία πεποίθηση το «γεγονός πως από τη φύση είμαστε όλοι και σε όλα πανομοιότυποι από γεννησιμιού μας- όλοι εισπνέουμε τον αέρα με το στόμα και τα ρουθούνια. Επομένως οι άνθρωποι «οι γεννημένοι από καλή γενιά»είναι «γεννημένοι» όπως και οι άλλοι. Οι εκλεκτοί του πλούτου απ’ τη μεριά τους υποκινούν τόση ζηλοφθονία «ώστε», διαπιστώνει ο Ισοκράτης, «οι πιο φτωχοί θα βρίσκανε λιγότερη ικανοποίηση στο να ιδιοποιηθούν τα αγαθά των πλουσίων από το να τους απογυμνώσουν από αυτά». Για τους εκλεκτούς του πνεύματος, τέλος, έχει οπωσδήποτε σημασία ότι ο Αριστοφάνης μπόρεσε να βάλει ένα από τα πρόσωπά του να πει πως «η διακυβέρνηση της πολιτείας δεν είναι υπόθεση κάποιου μορφωμένου»· και έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία ότι στην πατρίδα του Σωκράτη και του Δημοσθένη τους άκουσαν και τους δύο τόσο λίγο και ότι τα πρόσωπα που διεύθυναν την πόλη κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα στάθηκαν μετριότητες, ολοένα και πιο καταθλιπτικές. Κοντολογίς ο λαός έχει κυβερνήτες ανάλογούς του.
 
Βέβαια η Αθήνα στάθηκε κάποια στιγμή στο χείλος του γκρεμού και κατά κάποιο τρόπο μπόρεσε να δημιουργήσει απατηλές εντυπώσεις. Διατηρεί τον 4ο αιώνα π.Χ. την καλλιτεχνική και την πνευματική υπεροχή της. Είναι πάντα η πρωτεύουσα της διανόησης και η αγαπημένη διαμονή του Πλάτωνα. Είναι η πατρίδα του Ξενοφώντα, το βήμα των μεγάλων ρητόρων. Εξάλλου διστάζει μπροστά σε μερικές υπερβολές. Αφήνει φιλοσόφους και κωμικούς ποιητές να επεξεργάζονται θεωρίες που πρεσβεύουν την ολοκληρωτική κοινοκτημοσύνη· δεν τις εφαρμόζει. Επιτρέπει να μιλάνε για το μοίρασμα των γαιών ή για την κατάργηση των χρεών· όμως συνεχίζει να σέβεται την αρχή της ιδιοκτησίας, πράγμα το οποίο είναι προς τιμή της. Δεν είναι λιγότερο αλήθεια πως υποφέρει από μια βαθιά πολιτικοκοινωνική κακοδαιμονία. «Δεν υπάρχει τίποτε σωστό στους καιρούς που είμαστε», αναστενάζει ο Ευριπίδης· ο Αριστοφάνης απαντάει παρωδώντας τον: «Δεν υπάρχει τίποτε το καλό στην εποχή που ζούμε». Ακούστε, για να τελειώσουμε, αυτές τις θλιβερές σκέψεις. «Η πατρίδα είναι παντού, όπου ζει κανείς άνετα», τολμάει να δηλώσει κυνικά ένα πρόσωπο της κωμωδίας. «Υπάρχουν πολίτες που δέχονται την ιδέα πως η πατρίδα είναι παντού όπου έχουν τα συμφέροντά τους», διαπιστώνει με λύπη ένας ρήτορας. Όταν πλανώνται στον αέρα παρόμοιες κουβέντες, κάτι δεν πάει καλά. Βρίσκεται λοιπόν σε μια κατάσταση ελάχιστης αντίστασης η Αθήνα, όταν θα αντιμετωπίσει τον πιο σοβαρό κίνδυνο που γνώρισε μετά τους Μηδικούς Πολέμους, την επίθεση δηλαδή της Μακεδονίας.
--------------------------------
[1] «... ἀλλ’ ἐποιοῦντο εἰρήνην ἐφ’ ᾦ τά τε μακρά τείχη και τόν Πειραιᾶ καθελόντας καί τάς ναῦς πλήν δώδεκα παραδόντας καί τούς φυγάδας καθέντας τόν αὐτόν ἐχθρόν καί φίλον νομίζοντας Λακεδαιμονίοις ἑπεσθαι και κατά γῆν καί κατά θάλατταν ὅποι ἄν ἡγώνται.» Ξενοφών, Ελληνικά, Β, II, 20. (.. αλλά έκαναν ειρήνη με τους ακόλουθους όρους: να κατεδαφίσουν τα μακρά τείχη και την οχύρωση του Πειραιά, να παραδώσουν τα πλοία εκτός από δώ δεκα, να δεχθούν τους πολιτικούς φυγάδες πίσω, να έχουν τον ίδιο εχθρό κα φίλο με τους Λακεδαιμόνιους και να τους ακολουθούν κατά γη και κατά θάλασσα, όπου τους οδηγούν.) 
[2] Αχαιμενίδες: Η περσική δυναστεία, η οποία δημιούργησε το αχανές περσικό κράτος της Αρχαιότητας. Ιδρυτής της θεωρείται ο Αχαιμένης, γιος του Αιγέα ή του Περσέα. Στη δυναστεία αυτή ανήκουν ο Κύρος ο Μέγας, ο Καμβύσης, ο Δαρείος του Υστάσπου, ο γιος του Ξέρξης και άλλοι.
 [3] Ειρήνη του Μεγάλου Βασιλιά: «Βασίλειος» ή «Ανταλκίδειος» ονομάστηκε η συνθήκη ειρήνης που έγινε το 386 π.Χ. και έδωσε τη δυνατότητά στον Πέρση βασιλιά να επέμβει με το χρήμα του στις ελληνικές υποθέσεις. Μεγάλη στάθηκε η ευθύνη της Σπάρτης στην κατάσταση αυτή- η μεγάλη πόλη της Πελοποννήσου προτίμησε το περσικό χρήμα από την αθηναϊκή υπεροχή· ο Ανταλκίδας ήταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός που συμφώνησε την ειρήνη με τον Πέρση. Βλ. Ι.Ε.Ε., τ. Γ1, σελ. 382· Αθήνα 1972. Εκδοτική Αθηνών. 
[4] Αριστοφάνης, Αχαρνής, στ. 31-36. 
[5] Φαίνεται πως τα μεταλλεία του Λαυρίου νοικιάζονταν έπειτα από πλειστηριασμό μπροστά στη Βουλή που «χειροτονούσε», ψήφιζε δηλ. με ανάταση του χεριού υπέρ του πλειοδότη. Βλ. Αριστ., Αθ. Πολιτ., XLVII, 2.
[6] Λέει ο Θουκυδίδης (Β, 40) στο γνωστό επιτάφιο, που τον αποδίδει στον Περικλή, σχετικά με τον πλούτο και τη φτώχεια: «πλούτῳ τε ἔργον μᾶλλον καιρῷ ἤ λόγον κόμπῳ χρώμεθα, καί τό πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινί αἰσχρόν, ἀλλά μή διαφεύγειν ἔργ}ω αἴσχιον» (Και χρησιμοποιούμε τον πλούτο περισσότερο σαν ευκαιρία για έργα παρά για κομπορρημοσύνη, και δεν είναι ντροπή να ομολογεί κανείς τη φτώχεια του- περισσότερο ντροπή θα ήταν να μην ξεφεύγουμε από τη φτώχεια με την εργασία μας.) 
[7] Όλα όσα βρίσκονται σε εισαγωγικά στο σημείο αυτό δεν είναι παρά ελεύθερη απόδοση από τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη-Περικλή (Β, 37). 
[8] Να κάνουν παιδιά: Η ιδεολογία και το ιδανικό των πολλών παιδιών ήταν ξένο στην ελληνική νοοτροπία. Αυτή η ιδεολογία ήταν απομεινάρι της κριτικής-μινωικής γυναικοκρατίας, που εφάρμοζε έλεγχο των γεννήσεων (πρβλ. Αριστ., Πολ., Β, 1272α, 23-24, και Β, 1265α, 38-41, και 12666, 9-10), και ενισχύθηκε από τη δυσκολία της ελληνικής γης να θρέψει μεγάλους πληθυσμούς. Ο υπερπληθυσμός άλλωστε ήταν αντίθετος, κατά τους αρχαίους Έλληνες, στο «εὖ ζῆν». Η ελληνική επέκταση δεν είχε ποτέ τη μορφή του σημερινού ιμπεριαλισμού και στηριζόταν περισσότερο στον ελεύθερο εξελληνισμό των άλλων πολιτισμών και λιγότερο στην πληθυσμιακή έξαρση και τη στρατιωτική ισχύ. Έτσι η αντισύλληψη και η έκτρωση ήσαν ελεύθερες στις ελληνικές περιοχές (βλ. Β. Λαμπροπούλου, Το δίκαιο του εμβρύου και του νεογέννητου στην Αρχαία Ελλάδα, σσ. 11-69, έκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών- Αθήνα 1990). ΓΓ αυτό και όρος που να αντιστοιχεί στο λατινικό όρο prolelarius, προλετάριος, δεν υπάρχει. Proles σημαίνει το παιδί και προλετάριος ήταν εκείνος που δεν είχε να δώσει στην πατρίδα τίποτε άλλο εκτός από τα παιδιά του. Η ρωμαϊκή πατρίδα τους ζητούσε όσο το δυνατό πιο πολλά παιδιά, για να μπορεί να κά­νει τους πολέμους της- δεν της στοίχιζαν άλλωστε τίποτε. Στην Αθήνα όμως ο κάθε Αθηναίος, πλούσιος ή φτωχός, μόνο από μια γυναίκα είχε δικαίωμα να κάνει νόμιμα παιδιά, δηλ. Αθηναίους πολίτες- κι αυτό γιατί κάθε πολίτης στοίχιζε στην Αθήνα τις διάφορες επιχορηγήσεις και τα πολυποίκιλα επιδόματα· έπειτα, αν κάποιος είχε πολλά παιδιά, θα ήταν και ύποπτος για αντιδημοκρατικές ενέργειες. Έτσι δεν είναι δυνατό να δεχθούμε πως η ολιγοτεκνία ήταν δείγμα παρακμιακής κατάστασης στην Αθήνα- ήταν προσπάθεια να παραμένει σταθερός περίπου ο αριθμός των πολιτών.
[9] «Οὐκ ἔστιν οὐδέν ἀθλιώτερον πατρός, πλήν ἕτερος, ἄν ᾖ πλειόνων παίδων πατήρ.» Μένανδρος (απόσπ. 656 KOCK). 
[10] Αριστ., Αθ. Πολιτ., ΧLI, 3, και XLII,2.
[11] Αισχίνης, «Περί της παραπρ.», 6. 
[12] Ο Δημοσθένης λέει (Περί συντάξεως, 19): «Οἱ μεν πρός ἀρχαιρεσίας ... δοῦλοι τῆς ἐπί ταῷ χειροτονεῖσθαι χάριτος περιέρχονται, τελεσθῆναι στρατηγός ἕκαστος σπουδάζων...». Πιο συγκεκριμένα· η εκλογή των στρατηγών γινόταν με ανάταση του χεριού, χειροτονία, όχι με κρυφή ψηφοφορία. 
[13] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Γ, IV, 1: «... ἅμα δέ τάς οὐλάς ταῶν τραυ­μάτων ἀπογυμνούμενος ἐπεδείκνυεν ...»
[14] Διαβάζουμε στο Λυσία (Υπέρ των Αριστοφ. χρημ., 57): «Εἰσί δέ τινες οἱ προαναλίσκοντες ... ἵνα ἄρχειν ὑφ’ ὑμῶν ἀξιωθέντες διπλάσια κομίσωνται.» 
[15] «Τά γάρ περιόντα νέμουσιν· λαμβάνουσι δέ ἅμα και πάλιν δέονται τῶν αὐτῶν ὁ τετρημένος γάρ ἐστι πίθος ἡ τοιαύτη βοήθεια τοῖς ἀπόροις.» Αριστ., Πολ., Ζ, 1320α, 30-32. 
[16] «ἥκειν ἔχοντας ἡμερῶν ὀργήν τριῶν πονηράν»· Αριστοφάνης, Σφήκες, 243. Ο Αριστοφάνης δε θέλει να ξεχάσει την εμπόλεμη κατάσταση - είμαστε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο - και παίζει με τις διαταγές που όριζαν σ’ αυ­τούς που έμελλε να εκστρατεύσουν, να πάρουν προμήθεια τροφίμων για τρεις μέρες. Οι Σφήκες-δικαστές παίρνουν μαζί τους οργή για τρεις μέρες! 
[17] «ἄνδρες μεγάλοι και τετραπήχεις·» Αριστοφάνης, Σφήκες, 553.

Να υπάρχεις ελληνικός

Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.|
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
Ότι αποθεώνεις την εμορφιά. Γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό.. Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.»
Οι έλληνες ζήσανε
«Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τρίπλες» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε.»
Αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη
«Σχετικά με την αγάπη, την παρούσα στους χριστιανούς και την απούσα στους Έλληνες, αν θέλουμε να βρισκόμαστε σύμμετροι όχι με την πλάνη και την υποκρισία αλλά με την αλήθεια και την εντιμότητα, θα υποχρεωθούμε να αναδιατάξουμε τις θέσεις μας από τα θεμέλια τους.
Για τους Έλληνες αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη, αυτό που διαφορετικά το περιγράψανε με τη μεγαλώνυμη λέξη της Δίκης. Να επιδικάζεις στον άνθρωπο την τιμή του, να μη γίνεσαι υπέρογκος και υβριστής απέναντι στους νόμους της φύσης και στους νόμους των ανθρώπων, αυτό που οι ευρωπαίοι ερμηνευτικά το βάφτισαν ουμανισμό Και όλα αυτά χωρίς γλυκασμούς και χωρίς ηχηρότητα. Με γνώση, με πικρά και με βούληση.
Για τους έλληνες δηλαδή, αγάπη δε σημαίνει να δίνεις τον ένα από τους δυο χιτώνες σου. Αλλά να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει τρεις χιτώνες όταν ο διπλανός δεν έχει κανένα.
Η θέση των χριστιανών να δίνεις από τα δυο το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα, είναι η νοσηρή αντίδραση απέναντι στους νοσηρούς όρους. Η ελεημοσύνη δεν ταιριάζει στον αξιοπρεπή και τον περήφανο άνθρωπο. Γιατί ζητεί να λύσει το πρόβλημα προσωρινά, και εκ των ενόντων να «κουκουλώσει» μια κοινωνική αταξία.
Ενώ η θέση των ελλήνων να μην αποχτήσεις τρία, όταν ο δίπλα σου δεν έχει ούτε ένα, είναι η υγεία. Σου υποδείχνει να προλαβαίνεις στοχαστικά, για να μη χρειάζεσαι ύστερα να γιατροπορεύεις ατελέσφορα.»
Η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους χριστιανούς
«Τι ορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους χριστιανούς; Μια διαφορά, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίθεση, εναντίωση, ρήξη, πάλη της φωτιάς με το νερό;
Εκείνο που ορίζει τη διαφορά είναι κάτι άλλο και σαφές, όσο και το φύλλο της Ελιάς. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτο και ακραίο.
Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι πως οι Έλληνες οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και στη νόηση, ενώ οι χριστιανοί οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην υπόθεση και στη φαντασία.
Η παρατήρηση των ελλήνων είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε πάντα να βεβαιώνεται πρακτικά από τα συμβαίνοντα στη φύση, και πάντα να αποδεικνύεται χειροπιαστά από το πείραμα στο εργαστήριο.

Δημήτρης Λιαντίνης – «Τα Ελληνικά»

Καθώς μεγαλώνετε, συνειδητοποιείτε ότι μερικές μάχες δεν αξίζουν τον κόπο

Μην κάνετε τα πάντα για πράγματα ή για ανθρώπους που δεν το αξίζουν. Θα πρέπει να δίνετε μάχες μόνο για πράγματα που φέρνουν ευτυχία στη ζωή σας και όχι για πράγματα για τα οποία οι άλλοι άνθρωποι σας αναγκάζουν να κάνετε.

Καθώς περνάει ο καιρός, συνειδητοποιούμε ότι μερικές μάχες δεν αξίζουν τον κόπο. Αφήνουμε πίσω μας πολλές συζητήσεις, όνειρα που είχαμε στα νιάτα μας ακόμα και ορισμένους ανθρώπους.

Αντί να θεωρούμε αυτά τα γεγονότα ως απώλειες, θα πρέπει να τα βλέπουμε για ό,τι πραγματικά είναι: πράγματα τα οποία επενδύσαμε με πολλές ελπίδες, όμως στη συνέχεια συνειδητοποιήσαμε ότι στην πραγματικότητα δεν άξιζε να δώσουμε μάχες γι’αυτά.

Η προσωπική ανάπτυξη, η ωρίμανση και η πορεία στη ζωή, όσο περνάει ο καιρός, μοιάζουν με την περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένη συναρμολόγηση ενός παζλ.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου της ζωής μας, αρκούμαστε στον να προσπαθούμε να ταιριάξουμε μεταξύ τους αταίριαστα κομμάτια του παζλ.

Μόνο ο χρόνος και η εκ των υστέρων γνώση μας κάνουν να δούμε τελικά την αλήθεια, ότι δηλαδή υπάρχουν πράγματα και άνθρωποι που ανήκουν σε χάρτες διαφορετικούς από το δικό μας.

Σας προτείνουμε να σκεφτείτε πάνω σε αυτό διαβάζοντας παρακάτω.

Μερικές φορές είναι απαραίτητο να χάσουμε τις μάχες που δεν αξίζουν τον κόπο


Κατά τα νεανικά μας χρόνια, έρχονται στο δρόμο μας πολλά πράγματα χωρίς να τα επιλέγουμε. Είναι σαν να κατεβαίνουμε έναν οργισμένο ποταμό, νευρικοί και γεμάτοι ζωή.

Ένα παράδειγμα νεανικού σφάλματος που κάνουμε είναι το να ερωτευόμαστε το πρώτο άτομο που βλέπουμε και μας συνεπαίρνει.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το να δημιουργούμε φιλίες με ανθρώπους μονάχα επειδή τους βλέπουμε συχνά. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές ή φίλοι φίλων. Η αποδοχή αυτών των ανθρώπων ως φίλων μοιάζει με την περίπτωση στην οποία σας σερβίρουν ένα γεύμα που τελικά δεν σας αρέσει αλλά το τρώτε για να μην απογοητεύσετε το άτομο που το μαγείρεψε.

Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου της ζωής μας, ενεργούμε έτσι επειδή έχουμε μόνο ένα στόχο: να ενταχθούμε σε μια κοινότητα, με άλλα λόγια να προσαρμοστούμε στο περιβάλλον μας.

Αυτό ακριβώς κάνουν οι έφηβοι, οι οποίοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή αναζητώντας την έγκριση άλλων ανθρώπων. Αυτό περιλαμβάνει το να ακούνε ό,τι λένε οι άλλοι και να κάνουν ό,τι κάνουν οι άλλοι.

Ωστόσο, καθώς μεγαλώνουμε, τα πράγματα αλλάζουν. Έρχεται μια μέρα που γινόμαστε επιλεκτικοί με τους φίλους μας ή με τις μάχες που δίνουμε -πολύ επιλεκτικοί. Με άλλα λόγια, ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε και ποιους δεν θέλουμε στη ζωή μας.

Ποιότητα αντί ποσότητας

Τελικά, έρχεται η μέρα που έχουμε λίγους αληθινούς φίλους αντί για πολλούς ψεύτικους.
Κοιτάζουμε πίσω ενώ αξιολογούμε τα συναισθήματά μας. Ωστόσο το σωστό είναι να ακούμε τι μας λέει η καρδιά μας, καθώς αυτό μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα:

  • Τελικά συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν πτυχές της ζωής που πιστεύαμε ότι ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, όμως τώρα συνειδητοποιούμε ότι δεν ήταν.
  • Για παράδειγμα, αν προηγουμένως συνηθίζατε να δίνετε αξία στο να έχετε μια επιτυχημένη κοινωνική ζωή και πολλούς φίλους, τώρα εκτιμάτε τις μικρότερες ομάδες φίλων.
  • Αν γεμίζατε το κεφάλι σας με πολλά τρελά σχέδια, τώρα εστιάζετε σε ένα στόχο κάθε φορά.
  • Είναι επίσης πιθανό να δώσατε μάχες που σας άφησαν πόνο. Για παράδειγμα, ίσως θέλατε να σας αγαπήσει κάποιο άτομο, να αναγνωριστείτε από την οικογένειά σας, να δείξετε σε όλους ότι ήσασταν αρκετά καλοί…
  • Ωστόσο, τώρα εγκαταλείπετε αυτές τις μάχες. Αυτό συμβαίνει επειδή είστε πιο σοφοί. Επιπλέον ακολουθείτε τη διαίσθησή σας, που σας λέει να μη συνεχίσετε να δίνετε μάχες για πράγματα που σας απομακρύνουν από τον αυθεντικό εαυτό σας.
Χρειάζεται να δείξετε μόνο σε ένα άτομο ότι είστε αρκετά καλοί και αυτό το άτομο είστε εσείς. Αν ορισμένοι άνθρωποι δεν σας αγαπούν, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνετε είναι να ικετεύετε για αγάπη.

Ωριμότητα σημαίνει προσωπική εξέλιξη

Υπάρχουν μάχες που δεν αξίζουν καθόλου να δίνονται.
Το να δίνετε τέτοιου είδους μάχες είναι σαν να έρχεστε σε αντίφαση με τον εαυτό σας. Επιπλέον, είναι σαν να προσπαθείτε να κάνετε ορισμένους ανθρώπους να αλλάξουν γνώμη ή να γίνουν κάποιοι που θα θέλατε να είναι.

  • Όταν ωριμάζουμε, συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν μονοπάτια που δεν πρέπει να ακολουθήσουμε, ειδικά εκείνα τα οποία μας λένε οι άλλοι να ακολουθήσουμε, τα οποία πηγαίνουν ενάντια στην ίδια την ουσία μας.
  • Τελικά η προσωπική εξέλιξη συνεπάγεται το να λέμε με θάρρος τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε, χωρίς να φοβόμαστε τι θα σκεφτούν ή θα πουν οι άλλοι.
  • Για να ακολουθήσουμε το δικό μας μονοπάτι, πρέπει να κόψουμε τους δεσμούς με ορισμένους ανθρώπους και να τερματίσουμε ορισμένες συνδέσεις. Αυτό σημαίνει να εγκαταλείψουμε ό,τι μας φέρνει δάκρυα και πολλές μάχες.
Αυτό το κάνουμε για να κερδίσουμε κάτι πιο σημαντικό: αξιοπρέπεια.

Δεν είναι εύκολο να κάνουμε αυτά τα προσωπικά βήματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι που συνεχίζουν να δίνουν αδύνατες μάχες με πράγματα που τους καταστρέφουν και μειώνουν την αυτοεκτίμησή τους.

Πώς να εγκαταλείψετε τις μάχες που δεν αξίζουν τον κόπο

Καταρχάς, δεν πρόκειται για κάτι εύκολο. Απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να ξεφύγετε από αυτά τα προσωπικά πεδία μάχης.

Δυστυχώς, μερικές φορές πιστεύουμε ότι η αξιοπρεπής επιλογή είναι να συνεχίσουμε να δίνουμε μάχες για αδύνατες σχέσεις.

Για παράδειγμα, όλοι έχουμε φίλους με τους οποίους περνάμε χρόνο αλλά οι οποίοι συνεχίζουν να μας προδίδουν ξανά και ξανά. Άλλα παραδείγματα είναι τα εξής:
  • Λέμε στον εαυτό μας ότι, ως καλό παιδί, πρέπει να δίνουμε τα πάντα στην οικογένειά μας.
  • Ωστόσο πολλές από αυτές τις μάχες είναι ήδη χαμένες επειδή, όχι μόνο μας φέρνουν πόνο, αλλά και επειδή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν θα αλλάξουν ποτέ, παρόλο που εμείς πιστεύουμε το αντίθετο.
  • Αν και είναι οδυνηρό, μερικές φορές είναι καλύτερα να ξεκόψουμε από ορισμένους ανθρώπους στη ζωή μας και να βγούμε από αυτά τα «τοξικά περιβάλλοντα» που καταστρέφουν την αυτοεκτίμησή μας. Έχετε υπόψη σας ότι εκείνοι που σας πληγώνουν περισσότερο απλώς δεν σας αγαπούν.

Να θυμάστε ότι οι τολμηροί άνθρωποι δεν αφιερώνουν όλες τις προσπάθειές τους σε κάτι χωρίς να παίρνουν τίποτα ως αντάλλαγμα.

Αντί αυτού, είναι ικανοί να δίνουν τις μάχες που αξίζουν τον κόπο σε αυτή τη ζωή: τις μάχες για τη δική τους ευτυχία και για την ευτυχία των αγαπημένων τους προσώπων.

Ζωή χωρίς τρέλα, είναι ζωή μισή!

Θυμάσαι τότε που ήσουν παιδί και η τρέλα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς σου, ένα κομμάτι της ψυχοσύνθεσής σου άρρηκτα συνδεδεμένο με εσένα; Τότε που δεν υπολόγιζες τον κίνδυνο και τις συνέπειες και ανέβαινες σε πανύψηλα δέντρα χωρίς να έχεις ιδέα πώς θα κατεβείς μετά, ή που κατηφόριζες απότομες, σχεδόν κάθετες βουνοπλαγιές με το στραπατσαρισμένο από τα πολλά χτυπήματα ποδήλατό σου, αψηφώντας τους νόμους της φυσικής, και κυρίως εκείνον της βαρύτητας, στην προσπάθειά σου να μαζέψεις όση πιο πολλή αδρεναλίνη μπορούσες, πριν καν μάθεις πώς τη λένε έτσι, τότε που για σένα ήταν απλά ένα πολύ δυνατό και όμορφο συναίσθημα που το ένιωθες στα εσώψυχά σου και το οποίο τα «Ξύλινα Σπαθιά» δεν σου το είχαν δώσει ακόμη σαν στίχο.

Τα θυμάσαι εκείνα τα υπέροχα χρόνια;
Αλήθεια, πού πήγε εκείνη η τρέλα; Σίγουρα δεν έφυγε, δεν εγκατέλειψε τον ψυχικό μας κόσμο – είναι εκεί, ανάμεσα στο άγχος των καθημερινών μας υποχρεώσεων και στη σοβαροφάνεια που μας διακατέχει ως «υπεύθυνους» ενήλικες, που αυτός ο αγαπημένος, παλιός μας γνώριμος, η τρέλα, βρίσκεται στριμωγμένη και αδημονεί να αφεθεί ελεύθερη, να αποσυμπιεστεί, ούτως ώστε να κάνει τον ενήλικα παιδί και να του θυμίσει πόσο ωραία είναι να ανεβαίνεις όσο πιο ψηλά γίνεται, χωρίς δίχτυ ασφαλείας και να κατεβαίνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται, χωρίς μαξιλάρια στο έδαφος.

Ακούς συχνά να μιλάνε για το ελιξίριο της νεότητας και για διάφορες τεχνικές που σου επιτρέπουν να διατηρείς το σφρίγος και τη ζωντάνια της νιότης σου, μα λίγοι συνειδητοποιούν πως το πλησιέστερο σε μαγικό χάπι γι’ αυτόν τον σκοπό είναι η απελευθέρωση της καταπιεσμένης παιδικής τρέλας που κρύβουμε μέσα μας, μαζί της και το παιδί που κάποτε τη χαιρόταν χωρίς σκέψεις κι ενοχές. Μπορεί η σύγχρονη εποχή να προστάζει σοβαρότητα στους ενήλικες και να τοποθετεί την τρέλα στην ίδια μοίρα με την έλλειψη σοβαρότητας και την ανωριμότητα, μα τα κοινωνικά καλούπια και οι ταμπέλες δεν σημαίνουν τίποτα σ’ αυτούς που αρνήθηκαν να κοιμίσουν την τρέλα μέσα τους, στους αθεράπευτα ρομαντικούς, νοσταλγούς του παρελθόντος. Δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα στους αιώνιους έφηβους, που κάτω από το ατσαλάκωτο, λαμπερό τους κοστούμι φοράνε σκισμένο blue jean και φανέλα Nirvana και δεν χάνουν ευκαιρία να απαλλαχτούν από την επιφανειακή τους «αμφίεση» και να μείνουν με την περιβολή που πραγματικά τους εκφράζει, και που μέσα της κορμί και ψυχή νιώθουν άνετα.

Ένα γραφείο, μια ανατομική καρέκλα και ένας υπολογιστής υψηλής απόδοσης δεν είναι η σωστή αφορμή για να κάνεις το κοστούμι στολή. Καμιά αφορμή δεν είναι. Ο έφηβος πρέπει να συνεχίσει να ζει μέσα μας, είτε είμαστε 35, είτε 55, είτε 85 – στο κάτω κάτω, η καρδιά δεν ρυτιδώνει. Είμαστε όσο νιώθουμε – μετράμε την ηλικία μας σε χρόνια καρδιάς, κι όχι σε ημερολογιακά. Αν το ημερολόγιο της καρδιάς σου σε δείχνει 15 κι εκείνο στον τοίχο 55, άκου το πρώτο, ξέρει καλύτερα. Αν το «κλικ» που κάνει ο Zippo σε εξιτάρει κάθε φορά που το ακούς και σου υγραίνει τα μάτια και σου ζωγραφίζει ένα νοσταλγικό χαμόγελο στα χείλη και σε στέλνει πίσω, χρόνια πίσω, τότε που η φλόγα που άναβε μετά το «κλικ» ενωνόταν με το άκρο ενός Marlboro κόκκινου και τα δυο τους δημιουργούσαν μια από τις αμέτρητες καύτρες νικοτίνης, οι οποίες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση στις συζητήσεις της σχολικής αυλής, πάει να πει πως νοερά είσαι ακόμη εκεί, στην αυλή, και συζητάς, και καπνίζεις, και νιώθεις έφηβος. Αν ακόμη φοράς το σκισμένο blue jean που είχες όταν ήσουν 25, αυτό σημαίνει πως το σώμα σου δεν άλλαξε, μα ούτε και η καρδιά σου. Κι αν νιώθεις και πράττεις όπως και τότε, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, αν περπατάς πιο πολλή ώρα απ’ όση κάθεσαι κι αν νιώθεις  ερωτευμένος με τη ζωή και σε κάθε ευκαιρία που η τελευταία σου δίνει συντονίζεσαι στη συχνότητά της και νιώθεις τα ιόνιά της να σε κατακλύζουν, κι αν γελάς, γελάς σαν να είσαι το μοναδικό άτομο στο δωμάτιο, γελάς και το γέλιο σου είναι τόσο διαπεραστικό που περνά μέσα από μίζερες θωρακίσεις και σκούρα κοστούμια, και προκαλεί με τη σειρά του γέλιο στους κατόχους των τελευταίων, τότε έχεις τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια – τα έχεις κερδίσει επάξια, γιατί δεν πέταξες ποτέ τη στολή του έφηβου, γιατί δεν έγδυσες την καρδιά σου από το jean και την φανέλα. Γιατί το μπλε του ντένιμ και το άσπρο του βαμβακιού είναι τα χρώματα που χαρακτηρίζουν την καρδιά σου, χτυπημένα μόνιμα εκεί, τατουάζ εφηβικό.

Η ζωή θέλει τρέλα. Πολλή τρέλα. Σε θέλει να ανεβείς βουνά και να τα κατεβείς με ασφάλεια για να πεις την ιστορία σου. Σε θέλει να πεις πολλές τέτοιες ιστορίες. Στην μια θα πέφτεις από αεροπλάνο, στην άλλη θα κολυμπάς με καρχαρίες και σε μια τρίτη θα εξερευνάς απομακρυσμένες γειτονιές του κόσμου, των οποίων οι δρόμοι είναι σηματοδοτημένοι με ταμπέλες που πάνω τους αναγράφονται σύμβολα παρά γράμματ, και ο μόνος χάρτης που θα συμβουλεύεσαι θα είναι το «μπιπ μπιπ» που θα κάνει η καρδιά σου και θα σου δίνει συντεταγμένες βάσει ενστίκτου.

Ζήσε τις ιστορίες σου καλά πριν να τις διηγηθείς. Γίνε συλλέκτης εμπειριών. Επένδυσε στα αισθήματά σου με σκοπό να πληρωθείς πίσω σε συναισθήματα. Βγες έξω και δες τον κόσμο, τόσο πολύ και τόσο έντονα και με τόση τρέλα, που σε κάθε αντανάκλαση λίμνης, καταρράκτη ή ουράνιου τόξου, να βλέπεις τον εαυτό σου – και να τον βλέπεις χαμογελαστό. Η ζωή θέλει γερή δόση τρέλας για να σου ανταποκριθεί, αλλιώς απλά θα σε φιλοξενήσει προσωρινά, προσφέροντάς σου κατάλυμα κι επιβίωση, μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως, το μόνο που είχες να κάνεις για να περάσεις πιο ωραία σε αυτό το σύντομο ταξίδι, ήταν να μην είχες γυρίσει χρονιά στο ημερολόγιο της καρδιάς σου όταν αυτό έδειχνε 15. Ή 25. Ή 35. Εσύ αποφασίζεις που να σταματήσεις το χρόνο, σε ποιο σημείο να γυρίσεις την κλεψύδρα οριζόντια. Και θα το βρεις αυτό το σημείο, να ‘σαι σίγουρος. Είτε θα σου το δείξουν τα παιδιά σου, είτε το ίδιο το παιδί που κρύβεται μέσα σου. Το τελευταίο μπορεί να το απαιτήσει κιόλας. Η τρέλα συνήθως επιβάλλεται, εκτός κι αν είσαι τόσο παράλογα λογικός που να σε θεωρήσει χαμένη περίπτωση και να μην μπει καν στον κόπο, να σε προσπεράσει.

Δεν υπάρχει χειρότερη εκδοχή της ζωής από την αποστειρωμένη. Από χώμα γεννιόμαστε και σε χώμα καταλήγουμε –γιατί να μην γευτούμε αυτό το ίδιο χώμα στο μεσοδιάστημα που ονομάζεται ζωή; Εμένα, προσωπικά, μ’ αρέσει να κυλιέμαι στη λάσπη. Ναι, θα λερωθώ. Επιφανειακά όμως. Το κοστούμι θα γίνει χάλια, από κάτω όμως απ’ αυτό, το blue jean και η φανέλα μου θα είναι ολοκάθαρα, λες και μόλις βγήκαν από το πλυντήριο. Η καρδιά μου, δε, θα απαστράπτει. Γιατί όσο πιο πολύ λερώνω το κοστούμι, τόσο πιο πολύ καθαρίζει η ψυχή μου. Η τρέλα είναι η λάσπη μου. Και είμαι πάντα πρόθυμος να πέσω με τα μούτρα σε αυτήν. Γιατί; Πολύ απλά, επειδή η ζωή θέλει γερή δόση τρέλας για να την βγάλεις καθαρή…

Η αναρχία του έρωτα

Αναρχία: η ανυπαρξία αρχής, η αταξία, το χάος.
Θα ταίριαζε να ήταν αυτή η ετυμολογία του έρωτα, αν και εκ πρώτης όψεως, ίσως ν’ ακούγεται κάπως ακραίο, όμως ο έρωτας, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, είναι ταυτόσημος με το πρωταρχικό χάος και την απόλυτη έλλειψη αρχής.  Οποιαδήποτε άλλη δύναμη που κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων, φαίνεται να υπάγεται σε κάποιους κανόνες που μοιάζουν απαράβατοι, αν όχι νομοτελειακοί, όπως η γέννηση ή ακόμη κι ο ίδιος ο θάνατος.
 
Όλα δείχνουν να υπακούουν σε κάποια αρχή, εκτός από τον αυθεντικό έρωτα.
Θα μπορούσε ακόμη να τολμήσει κανείς να διακρίνει, ένα μόνον κανόνα που διέπει αυτήν την αρχαία δύναμη, τον έρωτα, και που θα αναιρούσε πιθανώς την ταύτισή του με την απόλυτη αναρχία:
σε κάθε ερωτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων, είναι σχεδόν πάντοτε παρούσα η σκιά του πόθου της κατάκτησης.
 
Και δεν υπονοώ την επιθυμία της απόκτησης του ερωτικού αντικειμένου.
Μιλώ ξεκάθαρα για την παράλογη επιθυμία της απόλυτης υποταγής του, την κάμψη της θέλησής του εάν αυτό είναι δυνατόν και την τυφλή υπακοή του στη βούληση μας.
Αυτή αρχικά, ακούγεται ως μια τολμηρή και άγρια θέση, την οποία οι περισσότεροι από εμάς θα την αποστρεφόμασταν μετά βδελυγμίας εάν μας καταλογιζόταν ως πρόθεση έστω, πόσο μάλλον ως διακαής πόθος κι ενδόμυχος, απώτερος σκοπός.
Όμως, η αλήθεια είναι άλλη κι ας φαντάζει εξαρχής αδιανόητη κι ασύμβατη με την υποτιθέμενη φύση του ίδιου του έρωτα. 
 
Διότι οι άνθρωποι όταν ερωτεύονται,  στην ουσία επιθυμούν ενδόμυχα να κατακτήσουν ολοκληρωτικά, ακόμη και να υποτάξουν το αντικείμενο του πόθου τους στη θέλησή τους, είτε για να αποφύγουν την πιθανή απώλειά του ενδιαφέροντός του για τους εαυτούς τους στο εγγύς μέλλον ή και για άλλους, πολυπλοκότερους λόγους, που κυρίως περιστρέφονται γύρω από τον πυρίμαχο εγωισμό τους.
Ο έρωτας όμως, ακόμη και αν φορά το προσωπείο της ευγένειας, της χάρης και της γοητείας -και το φορά οπωσδήποτε στην αρχή για να καταφέρει να διεκδικήσει και να σαγηνεύσει- εξελίσσεται αργά ή γρήγορα σε μία δίχως έλεος μάχη, όπου ο άλλος πρέπει να κατακτηθεί με κάθε τρόπο κι όταν πλέον αυτό έχει επιτευχθεί, τότε όχι μόνον δεν επαναπαύεται, αλλά αντίθετα, είναι μόλις τότε που αρχίζει η πραγματική νοητική παρτίδα ανάμεσα στους εραστές για την τελική επικράτηση του ενός από τους δύο πάνω στον άλλον.
Κάθε λέξη, κάθε κίνηση του ερωτικού αντικειμένου έχει βαρύτατη σημασία, όλα μεγενθύνονται στο έπακρο κι όλα αποκτούν σχεδόν τραγική χροιά και αναπόφευκτα, δημιουργούνται εντάσεις και απρόβλεπτες καταστάσεις ανάμεσα στους εραστές, χωρίς όρια. 
Εάν συμβεί να είναι κανείς ένας απλός παρατηρητής μιας τέτοιας έντονης ερωτικής ιστορίας σε εξέλιξη -και όλοι έχουμε υπάρξει ως θεατές των ερώτων των φίλων μας- θα μπορούσε πιθανόν να δώσει αβίαστα την πρέπουσα λύση με μια απλή κίνησή του ή έστω διαμέσου της λογικής σκέψης και της σύνεσης,  στις όποιες διαμάχες των δύο εραστών που παρατηρεί.
Όμως ο έρωτας, σε καμία περίπτωση δε χαρακτηρίζεται ούτε από λογική, ούτε από σύνεση, αλλά ακριβώς από τα αντίθετά τους κι ούτε είναι φιλεύσπλαχνος ή μεγαλόθυμος.
 
Αντίθετα, είναι συντριπτικός, όπως άλλωστε οφείλει να είναι κάθε εξελικτική διαδικασία που αφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη, πόσο μάλλον αυτός, που είναι η πρωταρχική δύναμη που όλα τα καθορίζει και όλα τα ορίζει στις ζωές μας.
Ακόμη κι αν κάποιος από μας, καλόπιστα αρνηθεί ότι υποκινείται από τέτοιες προθέσεις και ισχυριστεί ότι δεν επιθυμεί τίποτε περισσότερο παρά μόνον το καλό του συντρόφου του, θα έπρεπε ακούγοντάς τον, μάλλον να δυσπιστήσουμε.
 
Πως θα μπορούσε άλλωστε να παραμεριστεί το βαθιά θεμελιωμένο εγώ μας για χάρη κάποιου άλλου, ιδιαίτερα όταν αυτός ο άλλος μας προκαλεί συναισθήματα τόσο μεγάλης έντασης κι έκτασης.
Εκτός εάν, αυτός που ισχυρίζεται πως δεν επιθυμεί την κατάκτηση του εραστή ή της ερωμένης του, είναι ένα ον ιδιαίτερα φωτισμένο, που η μοναδική του επιδίωξη είναι πράγματι να ενωθεί με το άλλο του μισό.
 
Σπανιότατα, μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στους εραστές κι αυτή η ευτυχισμένη, ιδανική κατάσταση, όπου εκλείπει εντελώς από τον έρωτα η ανταγωνιστικότητα και ο πόθος για την επικράτηση του εγώ, αρκεί βέβαια, αυτές οι αγαθές προθέσεις να είναι αμοιβαίες.
 
Ωστόσο, ναι, παρά τη σπανιότητά του, αυτός ο ξεκάθαρος έρωτας, πράγματι υφίσταται. 
Αυτή η εξαίρεση όμως, είναι που περισσότερο από κάθε τι άλλο ενισχύει την πεποίθηση ότι ο έρωτας είναι απόλυτα άναρχος: γιατί κάθε φορά που προσέρχεται κάποιος από μας σε αυτόν, ελπίζοντας επιτέλους σε μια ιδανική κι “αναίμακτη” ένωση, ο έρωτας συνεχίζει να παραμένει πεισματικά απρόβλεπτος, παίζοντας μαζί μας ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, στο οποίο κανείς από μας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων την έκβασή του, όμως ούτε και μπορεί κανείς μας να αποφύγει την εμπλοκή του σε αυτό.
Μπορούμε μόνον, να ελπίζουμε και να ευχόμαστε κάθε φορά, να έχουμε την τύχη με το μέρος μας.
 
Κι αυτή ακριβώς η ελπίδα, ήταν και θα είναι η κινητήριος δύναμη των πάντων.