Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (14.72-14.147)

Ὣς εἰπὼν ζωστῆρι θοῶς συνέεργε χιτῶνα,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἐς συφεούς, ὅθι ἔθνεα ἔρχατο χοίρων.
ἔνθεν ἑλὼν δύ᾽ ἔνεικε καὶ ἀμφοτέρους ἱέρευσεν,
75 εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειρεν.
ὀπτήσας δ᾽ ἄρα πάντα φέρων παρέθηκ᾽ Ὀδυσῆϊ
θέρμ᾽ αὐτοῖς ὀβελοῖσιν· ὁ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν·
ἐν δ᾽ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον,
αὐτὸς δ᾽ ἀντίον ἷζεν, ἐποτρύνων δὲ προσηύδα·
80 «ἔσθιε νῦν, ὦ ξεῖνε, τά τε δμώεσσι πάρεστι,
χοίρε᾽· ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσιν,
οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ᾽ ἐλεητύν.
οὐ μὲν σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν,
ἀλλὰ δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ᾽ ἀνθρώπων.
85 καὶ μὲν δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, οἵ τ᾽ ἐπὶ γαίης
ἀλλοτρίης βῶσιν καί σφιν Ζεὺς ληΐδα δώῃ.
πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν οἶκόνδε νέεσθαι,
καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει.
οἵδε δέ τοι ἴσασι, θεοῦ δέ τιν᾽ ἔκλυον αὐδήν,
90 κείνου λυγρὸν ὄλεθρον, ὅ τ᾽ οὐκ ἐθέλουσι δικαίως
μνᾶσθαι οὐδὲ νέεσθαι ἐπὶ σφέτερ᾽, ἀλλὰ ἕκηλοι
κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ᾽ ἔπι φειδώ.
ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν,
οὔ ποθ᾽ ἓν ἱρεύουσ᾽ ἱερήϊον, οὐδὲ δύ᾽ οἴω·
95 οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες.
ἦ γάρ οἱ ζωή γ᾽ ἦν ἄσπετος· οὔ τινι τόσση
ἀνδρῶν ἡρώων, οὔτ᾽ ἠπείροιο μελαίνης
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἰθάκης· οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν
ἔστ᾽ ἄφενος τοσσοῦτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω.
100 δώδεκ᾽ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν,
τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν
βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
ἐνθάδε τ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν ἕνδεκα πάντα
ἐσχατιῇ βόσκοντ᾽, ἐπὶ δ᾽ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται.
105 τῶν αἰεί σφιν ἕκαστος ἐπ᾽ ἤματι μῆλον ἀγινεῖ,
ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος.
αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε,
καί σφι συῶν τὸν ἄριστον ἐῢ κρίνας ἀποπέμπω.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ ἐνδυκέως κρέα τ᾽ ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον
110 ἁρπαλέως ἀκέων, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,
καί οἱ πλησάμενος δῶκε σκύφος, ᾧ περ ἔπινεν,
οἴνου ἐνίπλειον· ὁ δ᾽ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
115 «ὦ φίλε, τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν,
ὧδε μάλ᾽ ἀφνειὸς καὶ καρτερὸς ὡς ἀγορεύεις;
φῆς δ᾽ αὐτὸν φθίσθαι Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς.
εἰπέ μοι, αἴ κέ ποθι γνώω τοιοῦτον ἐόντα.
Ζεὺς γάρ που τό γε οἶδε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
120 εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι ἰδών· ἐπὶ πολλὰ δ᾽ ἀλήθην.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«ὦ γέρον, οὔ τις κεῖνον ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
ἀγγέλλων πείσειε γυναῖκά τε καὶ φίλον υἱόν,
ἀλλ᾽ ἄλλως κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται
125 ψεύδοντ᾽, οὐδ᾽ ἐθέλουσιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
ὃς δέ κ᾽ ἀλητεύων Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται,
ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια βάζει·
ἡ δ᾽ εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα μεταλλᾷ,
καί οἱ ὀδυρομένῃ βλεφάρων ἄπο δάκρυα πίπτει,
130 ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, ἐπὴν πόσις ἄλλοθ᾽ ὄληται.
αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο,
εἴ τίς τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δοίη.
τοῦ δ᾽ ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ᾽ οἰωνοὶ
ῥινὸν ἀπ᾽ ὀστεόφιν ἐρύσαι, ψυχὴ δὲ λέλοιπεν·
135 ἢ τόν γ᾽ ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ὀστέα δ᾽ αὐτοῦ
κεῖται ἐπ᾽ ἠπείρου ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ.
ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾽ ἀπόλωλε, φίλοισι δὲ κήδε᾽ ὀπίσσω
πᾶσιν, ἐμοὶ δὲ μάλιστα, τετεύχαται· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλον
ἤπιον ὧδε ἄνακτα κιχήσομαι, ὁππόσ᾽ ἐπέλθω,
140οὐδ᾽ εἴ κεν πατρὸς καὶ μητέρος αὖτις ἵκωμαι
οἶκον, ὅθι πρῶτον γενόμην καί μ᾽ ἔτρεφον αὐτοί.
οὐδέ νυ τῶν ἔτι τόσσον ὀδύρομαι, ἱέμενός περ
ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ·
ἀλλά μ᾽ Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται οἰχομένοιο.
145 τὸν μὲν ἐγών, ὦ ξεῖνε, καὶ οὐ παρεόντ᾽ ὀνομάζειν
αἰδέομαι· περὶ γάρ μ᾽ ἐφίλει καὶ κήδετο θυμῷ·
ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω καὶ νόσφιν ἐόντα.»

***
Είπε, κι αμέσως με τη ζώνη του μάζεψε τον χιτώνα,
έτρεξε στα μαντριά, όπου ασφαλίζονται κοπάδια οι χοίροι,
επήρε δυο, έφερε δυο, τους σφάζει, τους καψάλισε,
τους λιάνισε, τους πέρασε στις σούβλες.
Κι όταν το κρέας ψήθηκε καλά, το φέρνει και το απίθωσε
στον Οδυσσέα μπροστά, έτσι ζεστό, στους οβελούς του περασμένο.
Το πασπαλίζει με κριθάλευρο, ύστερα κέρασε κρασί, γλυκό σαν μέλι,
σε μια γαβάθα ξύλινη, κάθησε αντίκρυ του,
και τον προσκάλεσε μ᾽ αυτά τα λόγια:
80 «Έλα να φας, καλέ μου ξένε, ό,τι μπορούν οι δούλοι να σου δώσουν,
ετούτο εδώ το χοιρινό. Γιατί τους άλλους χοίρους με το πλούσιο λίπος,
μ᾽ αυτούς χορταίνουν οι μνηστήρες, χωρίς να σκέφτονται
μήπως τους βρει οργή θεού, χωρίς να νιώθουν λύπηση καμιά.
Κι όμως οι μάκαρες θεοί δεν συναινούν σ᾽ άδικα έργα·
τιμούν το δίκιο, κι ανταμείβουν μόνο τις καλές μας πράξεις.
Ακόμη κι οι άφιλοι, οι κακόβουλοι, όσοι πατούν
την ξένη γη και τους αφήνει ο Δίας να μαζεύουν λεία,
όταν γεμίσουνε τα πλοία και πάρουν πια τον δρόμο της επιστροφής,
τότε τους πιάνει μέγα δέος κι η ψυχή τους τρέμει
μπροστά στη θεία τιμωρία.
Μόνο αυτοί εδώ, μπορεί και ν᾽ άκουσαν φωνή θεού, φαίνεται ξέρουν
90 εκείνου τον φριχτό χαμό, γι᾽ αυτό δεν θέλουν γάμο νόμιμο
μήτε γυρίζουν στο δικό τους σπιτικό· αναίσθητοι καταβροχθίζουν
τα αγαθά του, τα σπαταλούν ασύστολα, χωρίς φειδώ.
Όσες ημέρες κι όσες νύχτες στέλνει ο Δίας,
αυτοί δεν σφάζουνε ποτέ ένα σφαχτό ή δυο·
και το κρασί, κι εκείνο το ξαφρίζουν, με δίχως μέτρο ασωτεύουν.
Ήσαν αλήθεια τα αγαθά του ατέλειωτα· κανείς απ᾽ τους μεγάλους άρχοντες
δεν είχε τόσα· μήτε στα απέναντι, στα σκούρα χώματα,
μήτε και πάνω στην Ιθάκη. Το βιος του ξεπερνούσε,
ακόμη κι αν μαζί λογάριαζες πλούτη από άλλους είκοσι.
Είμαι σε θέση να σου τα μετρήσω:
100 αντίκρυ στη στεριά είκοσι ποίμνες βόδια· τόσα κοπάδια
και με πρόβατα, τόσα με χοίρους, τόσα με σκορπισμένες γίδες —
τα βόσκουν πέρα οι ξένοι ή και βοσκοί δικοί μας, ντόπιοι.
Αλλά κι εδώ θα βρεις κοπάδια γίδες έντεκα,
που βόσκουν σκόρπιες στην άλλην άκρη του νησιού,
και τις ποιμαίνουν έμπειροι γιδοβοσκοί —
όλοι τους, κι ο καθένας, την κάθε μέρα, φέρνει σ᾽ αυτούς
κι ένα κομμάτι, διαλέγοντας την πιο καλοθρεμμένη γίδα.
Αλλά κι εγώ, που εδώ φροντίζω και φυλάω τους χοίρους,
στέλνω καθημερνά ξεχωρισμένο τον καλύτερο.»
Είπε, και προσηλώθηκε τρώγοντας κρέας, πίνοντας μονορούφι
το κρασί του, αμίλητος· ο νους του γύριζε στο πώς
110 θα βλάψει τους μνηστήρες.
Όταν απόφαγε και πια στυλώθηκε με το φαΐ η ψυχή του,
γέμισε και του πρόσφερε την κούπα, την ίδια που έπινε κι αυτός,
ξέχειλη στο κρασί· την υποδέχτηκε εκείνος με χαρά,
κι όπως επήγε να μιλήσει, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου φίλε, ποιος άραγε σ᾽ αγόρασε με τα πολλά αγαθά του,
τόσο τρανός και πλούσιος, όπως εσύ το ομολογείς
και λες πως αφανίστηκε για την τιμή του βασιλιά Αγαμέμνονα;
Φανέρωσέ μου το όνομα, γιατί μπορεί και να τον γνώρισα,
έτσι σπουδαίος που ήταν.
Ο Δίας θα ξέρει, όπως κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
αν κάπου τον συνάντησα, και θα μπορούσα να τον αναγγείλω,
120 αφού κι εγώ περιπλανήθηκα σε τόσα ξένα μέρη.»
Αμέσως του αποκρίθηκε ο θείος χοιροβοσκός, ο πρώτος υπηρέτης:
«Γέροντα, κανείς περαστικός περιπλανώμενος
εκείνον αναγγέλλοντας δεν θα μπορούσε πια να πείσει
τη γυναίκα του μήτε τον γιο του.
Παρ᾽ όλα ταύτα, κάποιοι πλάνητες, γυρεύοντας την πόρεψή τους,
αδίκως αραδιάζουν ψέματα, κι αρνούνται να πούνε την αλήθεια.
Όποιος κι αν φτάσει εδώ, στα μέρη της Ιθάκης, γυρίζοντας τον κόσμο,
τρέχει στη δέσποινά μου και τη γεμίζει με ψευτιές.
Εκείνη πάλι τον φιλεύει πρόθυμα και τον ρωτά τα πάντα
θρηνώντας, με τα βλέφαρα στο δάκρυ μουσκεμένα —
130 όπως το συνηθίζει μια γυναίκα, αν έχασε τον άντρα της στα ξένα.
Έτσι κι εσύ, μου φαίνεσαι, στο πι και φι θα σκάρωνες, γέρο, το παραμύθι,
αν ήταν κάποιος να σου δώσει χιτώνα κι ένα πανωφόρι, να ντυθείς.
Τα κόκαλα όμως εκείνου κιόλας τα απογύμνωσαν οι σκύλοι,
τις σάρκες του τις έφαγαν τα γρήγορα όρνια —
τον άφησε η ψυχή του άπνοο.
Μπορεί στη θάλασσα τα ψάρια να τον έχουνε λιανίσει,
τα οστά του πια να βρίσκονται σ᾽ ένα γιαλό, χωμένα σε βαθιά αμμουδιά.
Έτσι κι αλλιώς, εκείνος πήγε του χαμού κι άφησε πίσω στους δικούς του
πένθιμη λύπη — σ᾽ όλους, σ᾽ εμένα μεγαλύτερη.
Γιατί το ξέρω, δεν θα βρω κύρη γλυκύτερο, όσο ζω,
140 όπου κι αν πάω, ας ήταν να γυρίσω στου πατέρα και της μάνας μου
το σπίτι, όπου γεννήθηκα κι αντίκρισα το φως, πλάι
σ᾽ εκείνους που μ᾽ ανάστησαν.
Ωστόσο δεν οδύρομαι τόσο γι᾽ αυτούς, μόλο που λαχταρούν
τα μάτια να τους δουν, όταν πατήσω της πατρίδας μου το χώμα,
όσο με καίει του Οδυσσέα ο πόθος, αφότου έφυγε και πάει.
Εκείνον, ξένε, όσο μου λείπει, ντρέπομαι να προφέρω το όνομά του —
τόσο μ᾽ αγάπησε, τόσο καημό κρατούσε μέσα του για μένα·
γι᾽ αυτό τον λέω αγαπημένο, όσο θα τον φαντάζομαι στα ξένα.»

Σου αξίζει ένας άνθρωπος που δεν θα τσιγκουνεύεται τις «καλημέρες» του

Καταλαβαίνω απόλυτα. Έχεις κουραστεί να γνωρίζεις ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες σου. Που δε σε έχουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους, που νιώθεις ότι δεν θέλουν να περνούν χρόνο μαζί σου και απλά σε χρησιμοποιούν για να ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες τους.

Και δεν ζητάς πολλά από έναν άνθρωπο. Ζητάς μόνο αυτά τα απλά και μικρά που να δείχνουν ότι σε σκέφτεται. Που να δείχνουν ότι πραγματικά νοιάζεται για σένα και θέλει να είναι στη ζωή σου όσο γίνεται και όσο μπορεί.

Θες έναν άνθρωπο που να είναι διάχυτος στα συναισθήματά του. Που να μοιράζεται όχι τόσο τα πράγματά του όσο τα συναισθήματά και τις στιγμές του μαζί σου.

Θέλεις αυτόν που με μία μικρή του κίνηση, χωρίς καν να το ζητήσεις, θα σου στείλει αυτό το μήνυμα που θα σε κάνει να χαμογελάς όλη μέρα: “καλημέρα”. Ή αν είναι δίπλα σου στο ίδιο κρεβάτι, που θα σε ξυπνάει με ένα φιλί ή ένα άγγιγμα για “καλημέρα” για να πάτε στη δουλειά.

Θες αυτόν που θα απαντάει στις “καλημέρες” σου με όρεξη να μάθει πώς θα κυλήσει η μέρα σου, που δεν θα κάνει τίποτα μηχανικά απλά για να το κάνει αλλά γιατί πραγματικά ενδιαφέρεται να σου φτιάξει τη μέρα και να φτιάξει έτσι και τη δική του μέρα, μέσα από τη χαρά που θα σου δώσει και θα του δώσεις.

Θες τον άνθρωπο που δεν τσιγκουνεύεται τις “καλημέρες” του με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει. Κάποιον που να μη σε βάζει σε κουραστικές σκέψεις με τις σιωπές του. Κάποιον που θα σε έχει ως προτεραιότητα.

Κι αν μέχρι σήμερα συμβιβάστηκες με κάτι μέτριο και χλιαρό, δεν θες να το ξανακάνεις. Θες τα αισθήματα και το πάθος να ξεχειλίζουν, θες την αγάπη και τον έρωτα που σου αξίζουν γιατί κουράστηκες και γιατί έμαθες να εκτιμάς και να ζητάς το καλύτερο για τον εαυτό σου.

Δε θες άλλη μιζέρια, σε καταλαβαίνω. Μιζέρια υπάρχει μπόλικη εκεί έξω, από την ώρα που θα μπεις στο λεωφορείο ή θα βγεις στους δρόμους για να πας στη δουλειά μέχρι την ώρα που θα επιστρέψεις για να κοιμηθείς.

Δεν θες άλλο να παρακαλάς για παρέα, κουβέντα, για έρωτα με ουσία και στιγμές γεμάτες. Δεν θες άλλους ψυχρούς και μίζερους πια στη ζωή σου. Θες αυτούς που βλέπουν τη ζωή θετικά, κι αν την βλέπουν θετικά μαζί σου ακόμη καλύτερα.

Γιατί δύο άνθρωποι μαζί ακόμη κι αν δεν βρίσκονται στον ίδιο χώρο, μπορούν να κάνουν μία μέρα πολύ ομορφότερη μόνο με τις σκέψεις τους. Κι όταν οι σκέψεις γίνουν πράξεις χωρίς φόβο, χωρίς ενδοιασμούς, εγωισμούς κι αμφιβολίες.

Μια “καλημέρα” δείχνει έναν άνθρωπο ικανό και έτοιμο να μοιραστεί και ν’ αγαπήσει. Και πιο συγκεκριμένα, να σ’ αγαπήσει, βάζοντας τα αισθήματά του για σένα πάνω από το “εγώ” του. Είτε είσαι ο δέκτης είτε ο παραλήπτης αυτού του μηνύματος, αν πάρεις απάντηση είσαι από τους τυχερούς. Σε αυτή την κατηγορία θες ν’ ανήκεις. Σε καταλαβαίνω απόλυτα.

Το «κρυφό τίμημα» που μπορεί να πληρώσει ένα παιδί μετά το διαζύγιο των γονιών του

Είναι πολλές οι ταινίες που έχουν την εξής σκηνή: Ένας πατέρας που εγκαταλείπει την οικογένειά του, λέγοντας στο γιο ή στην κόρη του ότι κάποια μέρα θα καταλάβει. Όταν οι γονείς χωρίζουν, συνηθίζουμε να λέμε στα παιδιά τέτοιες κοινοτοπίες. Αυτά τα μηνύματα μπορεί συχνά να είναι απορριπτικά για τον πολύ πραγματικό πόνο που βιώνει ένα παιδί. Όμως, μπορούν να ληφθούν υγιείς αποφάσεις για το διαζύγιο, αν η αγάπη των γονέων για το παιδί τους είναι ισχυρότερη από την εχθρότητα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον.

Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για να πάρει κανείς διαζύγιο. Όταν οι θεραπευτές γάμου και οικογένειας ξεκινούν για πρώτη φορά να ασκούν το επάγγελμα, μπορεί να τους εκπλήσσει το γεγονός ότι ενώ πολλά ζευγάρια είναι καλύτερα μαζί, κάποια είναι καλύτερα χώρια. Η διάσωση των γάμων δεν είναι απαραίτητα ο στόχος της θεραπείας ζεύγους. Η πορεία της θεραπείας οδηγεί ορισμένους θεραπευόμενους να ενισχύσουν τον δεσμό με το σύζυγό τους, αλλά και άλλους να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τον γάμο τους.



Τα οφέλη του διαζυγίου μπορεί να είναι πιο προφανή σε ακραίες περιπτώσεις, όπως όταν το ένα μέλος του ζευγαριού είναι κακοποιητικό. Συνήθως, ωστόσο, οι απαντήσεις είναι λιγότερο ξεκάθαρες. Το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα περίπλοκο όταν εμπλέκονται παιδιά. Ακριβώς όπως και με τα ζευγάρια, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η παραμονή της οικογένειας μαζί μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Η έρευνα δείχνει ότι όταν υπάρχουν υψηλά επίπεδα γονικών συγκρούσεων, τα παιδιά μπορούν στην πραγματικότητα να ωφεληθούν ψυχολογικά από ένα διαζύγιο. Ωστόσο, αυτό εγείρει ανησυχίες σχετικά με τις άλλες περιπτώσεις όπου οι γονείς βάζουν το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από την ευημερία του παιδιού τους και το εγκαταλείπουν κυριολεκτικά.

Η εγκατάλειψη μπορεί να λάβει πολλές μορφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι φυσική ή οικονομική. Αυτές οι καταστάσεις μπορούν συχνά να εντοπιστούν εύκολα και να χαρακτηριστούν ως αυτό που είναι. Αλλά η εγκατάλειψη μπορεί επίσης να είναι συναισθηματική. Αν και αυτή η ψυχολογική παραμέληση μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς τρόπους, τα παρακάτω αποτελούν μια γενική επισκόπηση μερικών από τις πιο συνηθισμένες ενδείξεις.

Το κρυφό τίμημα που μπορεί να πληρώσει ένα παιδί μετά το διαζύγιο των γονιών του

1. Το παιδί πρέπει να αναλάβει το βάρος της φροντίδας των αδελφών ή ενός ευάλωτου γονέα

Υπάρχουν πολλές καταστάσεις στις οποίες ο ένας γονέας μπορεί να είναι πιο ευάλωτος από τον άλλο. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει περιπτώσεις γονικού εθισμού, σωματικής ή ψυχικής ασθένειας, σοβαρής αναπηρίας και πολλά άλλα. Το να αφήσει ο πιο λειτουργικός γονέας ένα παιδί με τον πιο ευάλωτο μπορεί να προκαλέσει τεράστια ζημία.

Εκτός από την πιθανότητα κακοποίησης ή παραμέλησης, το παιδί μπορεί να αναγκαστεί ακατάλληλα να αναλάβει το ρόλο του φροντιστή άλλων σε μια περίοδο της ζωής του που άλλοι θα έπρεπε να το φροντίζουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε «γονεοποίηση», κατά την οποία το παιδί αναλαμβάνει το ρόλο ενός ενήλικα, συχνά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ευημερία του παιδιού. Αυτή η μετατόπιση της ευθύνης συμβαίνει ανεξάρτητα από την οικονομική στήριξη.

Κανένα χρηματικό ποσό δεν μπορεί να καλύψει το συναισθηματικό κενό που καλείται στη συνέχεια να καλύψει το παιδί. Εν ολίγοις, όταν ο πιο λειτουργικός γονέας αφήνει το παιδί του και τον ευάλωτο σύζυγό του για να ξεφύγει από τον ρόλο του ως φροντιστή, συχνά βάζει την ευημερία του πάνω από την ευημερία του παιδιού του.

2. Το παιδί μπορεί να χρειαστεί να γίνει ο μοναδικός φροντιστής του ενός ή και των δύο γονέων σε μεγάλη ηλικία

Πολύ πέρα από τις παρούσες συνθήκες ενός διαζυγίου, υπάρχει συχνά μια ανομολόγητη αλλά συντριπτική μακροπρόθεσμη ευθύνη που μετατίθεται στο παιδί, όταν ένας γονέας φεύγει. Όταν ένας γονιός εγκαταλείπει την οικογένειά του, συχνά μπορεί να θέτει το παιδί του ως τον μοναδικό φροντιστή του ενός ή και των δύο στα γηρατειά. Αυτή η ευθύνη μπορεί κάλλιστα να εμποδίσει την ανάπτυξη του παιδιού καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Για παράδειγμα, ως ενήλικας, το παιδί μπορεί να αναγκαστεί να αναστείλει τις σπουδές του για να φροντίσει τον έναν από τους γονείς, ενώ ο άλλος είναι ζωντανός και καλά με μια νέα ζωή. Αν δεν υπήρχε το διαζύγιο, ο υγιής γονέας θα φρόντιζε τον άλλο και η ζωή του ενήλικου παιδιού δεν θα είχε επηρεαστεί τόσο πολύ. Αυτός ο μακροπρόθεσμος παράγοντας σπάνια λαμβάνεται υπόψη όταν νεότερα ζευγάρια παίρνουν διαζύγιο, ωστόσο θα μπορούσε να έχει επιζήμιες επιπτώσεις στο μέλλον του παιδιού.

3. Μια νέα σχέση ή μια νέα οικογένεια έχει προτεραιότητα

Πολύ συχνά, ο ένας ή και οι δύο γονείς δίνουν προτεραιότητα στις δικές τους ανάγκες για συντροφικότητα, ανεξάρτητα από τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει αυτό στο παιδί. Λόγω τόσο της αγάπης για το σύζυγό τους όσο και της ενσυναίσθησης για το παιδί, πολλοί θετοί γονείς είναι θαυμάσια υποστηρικτικοί, θετικές επιρροές στη ζωή των θετών παιδιών τους. Όμως, χάνουν την επαφή και το δέσιμο με το βιολογικό τους παιδί, αφήνοντάς το εκτεθειμένο συναισθηματικά.

4. Η κληρονομιά του παιδιού θα μειωθεί ή θα απαλειφθεί πλήρως

Ένα άλλο κρυφό τίμημα του διαζυγίου που μπορεί να πληρώσουν τα παιδιά είναι το ενδεχόμενο να λάβουν τελικά ελάχιστη ή και καθόλου κληρονομιά από τον έναν ή και από τους δύο γονείς. Η σημασία της διαγενεακής οικονομικής συνεισφοράς για την οικονομική επιτυχία ενός ατόμου στη ζωή έχει τεκμηριωθεί επαρκώς επιστημονικά. Όπως και με τη φροντίδα σε μεγάλη ηλικία, τα ζητήματα κληρονομιάς μπορεί να φαίνονται σαν ένα μακρινό και ασήμαντο ζήτημα κατά τη διάρκεια ενός διαζυγίου.

Όμως, τα παιδιά από προηγούμενους γάμους μπορεί να αποκλειστούν από την κληρονομιά υπέρ του νέου συζύγου ή της νέας οικογένειας, δημιουργώντας ένα κενό στη διαγενεακή οικονομική ενίσχυση που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το παιδί και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Οι γονείς που χωρίζουν μπορεί να είναι φρόνιμο να διερευνήσουν με νομικό σύμβουλο κατά πόσον μπορούν να διασφαλίσουν ότι ο άλλος γονέας θα παρέχει στο παιδί τους ισότιμα με οποιονδήποτε μελλοντικό σύζυγο ή παιδιά.

Αρνητικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας (ACEs) και ψυχοθεραπεία

Οι παραπάνω γενικοί δείκτες δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πλήρη κατάλογο και ενδέχεται να υπάρχουν μεμονωμένες εξαιρέσεις. Γενικά, όσες περισσότερες αρνητικές εμπειρίες έχει βιώσει ένα άτομο στην παιδική του ηλικία, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα για μακροπρόθεσμο κίνδυνο τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική του υγεία ως ενήλικας, συμπεριλαμβανομένων καταστάσεων όπως ο διαβήτης, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η καρδιαγγειακή νόσος, το εγκεφαλικό επεισόδιο, ο καρκίνος, η κατάθλιψη, το άγχος, η χρήση ουσιών, ο χρόνιος πόνος και η διαταραχή μετατραυματικού στρες.

Οι διαζευγμένοι γονείς μπορούν να θέσουν τα παιδιά τους σε προτεραιότητα, συμβουλευόμενοι έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας σε περίπτωση που σκέφτονται το διαζύγιο. Ο επαγγελματίας μπορεί να βοηθήσει στην ενημέρωση για υγιείς αποφάσεις χωρισμού, για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη τις ACEs και άλλους παράγοντες για να βοηθήσει τους γονείς να αποφύγουν να θέσουν το παιδί σε δυνητικά επιβλαβείς συνθήκες (είτε χωρίζοντας είτε παραμένοντας μαζί).

Νομικοί μπορούν να συμβουλεύσουν τους γονείς σχετικά με τις επιλογές για την προστασία των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των παιδιών τους όσον αφορά τη φροντίδα, τις σπουδές και την κληρονομιά, εκτός από τα ψυχολογικά ζητήματα. Οι γονείς μπορούν επίσης να εξετάσουν προσεγγίσεις επιμέλειας με επίκεντρο το παιδί.

Επειδή το συνήθισες δεν σημαίνει πως είναι σωστό

Η συνήθεια είναι μία παγίδα, μία φυλακή η οποία σε αποτρέπει από το ερευνήσεις και να αναζητήσεις δικούς σου δρόμους για το κάθε τι.

Η φράση «τόσα χρόνια το κάνω, τώρα θα αλλάξω» είναι μία καταδίκη. Ναι τώρα θα αλλάξεις, αν το αποφασίσεις εσύ, αν το επιλέξεις εσύ και μόνο εσύ. Αυτή τη φράση μέσα σε 5 λεπτά καταφέρνει ο γιατρός να σου την αλλάξει και από εκεί που «τόσα χρόνια έκανες», ξαφνικά μέσα από τον φόβο αλλάζεις αυτόματα. Ύστερα από λίγο καιρό, εσύ πάλι σε κάποιον άλλον που θα πει την ίδια φράση, θα του πεις με καμάρι, όλα είναι θέμα μυαλού και όλα είναι στο μυαλό. Μα ναι, αν δεν ήταν ο γιατρός και ο φόβος ούτε εσύ θα έβγαινες από την «βολική αλλά καταστροφική σου συνήθεια». Τοποθετούσες πάντα και ακόμη το κάνεις τη φράση «το έχω συνηθίσει» και τη φράση «τόσα χρόνια». Τα χρόνια είναι μία αποφυγή στην αντιμετώπιση της αλλαγής, αφού έτσι κι αλλιώς αλλάζεις. Τί σου δείχνει τόσο το σώμα σου αλλά και οι επιλογές σου; Επειδή είχες συνηθίσει την πάνα 2 με 3 χρόνια, μήπως τι, δεν την έκοψες; Τότε δεν ίσχυε το τόσα χρόνια. Μήπως φοράς ακόμη τα παπούτσια που φορούσες όταν ήσουν παιδί; Όχι έχεις εναρμονιστεί απόλυτα με τις αλλαγές. Οπότε γιατί σε παραμυθιάζεις ότι δεν μπορείς να αλλάξεις;

Μπορείς, όλα τα μπορεί ο άνθρωπος αν επιλέξει να τα κάνει. Γιατί ένας φόβος θα σε κάνει να αλλάξεις μέσα σε λίγα λεπτά;

Οπότε καλό είναι να σταματήσουμε να ωθούμε τους εαυτούς μας μέσα από τη σκλαβιά της συνήθειας, σε δρόμους που ήδη μας έχουν αποδείξει ότι δεν βγαίνουν σε καλοσύνη αλλά ακριβώς το αντίθετο.

Όσο πιο πολύ ένας άνθρωπος είναι δεμένος με συνήθειες τόσο πιο πολύ σκληραίνει ως προς τον εαυτό του και τον απομονώνει από την ζωή, από την ελευθερία, από την αρμονία. Γιατί οι συνήθειες είναι αυτές που σου κάνουν τις μέρες σου να είναι ίδιες και απαράλλακτες. Έτσι ενώ ο χρόνος περνάει, εσύ επιλέγεις τη στασιμότητα και όχι την ελευθερία να πράττεις ανάλογα με τα νέα δεδομένα.

Για να ελευθερωθείς από τις συνήθειες δεν είναι απλό ούτε εύκολο, το πρώτο βασικό συστατικό είναι η γνώση. Για να αλλάξεις μία συνήθεια οφείλεις να μάθεις που σε οδηγεί ακριβώς. Θυμήσου ότι με το άκουσμα της αλήθειας- γνώσης ότι σου συμβαίνει κάτι, από το στόμα του γιατρού, άλλαξες αυτόματα ότι σου ζήτησε. Άρα η γνώση είναι το πρώτο και βασικό κομμάτι για την αλλαγή.

Το επόμενο είναι να καταλάβεις ότι αξίζεις την καλύτερη μεταχείριση, όχι εγωιστικά, αλλά ουσιαστικά και με ουσιαστική φροντίδα. Που σημαίνει πως οι συνήθειες σου, είτε καλές είτε όχι, λειτουργούν αθροιστικά στη ζωή σου, δεν είναι αυτοτελή επεισόδια. Γιατί η ζωή σου έχει μία ροή, οπότε κάθε τι αθροίζεται στο σώμα σου, στις σκέψεις σου, στους πόνους σου, στους φόβους σου, στις αδυναμίες σου, στα συναισθήματα σου. Κάθε τι δεν είναι έξω από σένα αλλά ξεκινάει από σένα και σε σένα επιστρέφει. Όλες οι συνήθειες σου λοιπόν έχουν δημιουργήσει πίσω σου ένα τεράστιο γαϊτανάκι το οποίο είναι δεμένο με τα πόδια σου και το σέρνεις μαζί σου.

Ανακάλυψε απόλυτα τις συνήθειές σου, με ποιο τρόπο; Γράψε μία σου συνήθεια σε ένα τετράδιο, ύστερα αναζήτησε από τους ανθρώπους σου που γνωρίζεις πως έχει εξελιχθεί η ζωή τους μέσα από αυτή τη συνήθεια. Τι επιπτώσεις είχε; Γιατί την ακολουθείς; Είναι δική σου επιλογή ή έτσι σε έμαθαν; Τι σημαίνει για σένα αυτή η συνήθεια; Τι σου προσφέρει; Μήπως νομίζεις ότι σου προσφέρει; Τι θα γινόταν αν την άλλαζες αυτή τη συνήθεια;

Υπάρχουν συνήθειες καλές αλλά υπάρχουν και συνήθειες οι οποίες γίνονται μέσα από το υποσυνείδητο χωρίς να έχουμε επίγνωση, όπου αυτές οι συνήθειες μας προκαλούν φθορά και πόνο. Ο λόγος που δεν κάνουμε το βήμα έξω από τη συνήθεια συνήθως είναι τι θα πει ο κόσμος ή καλά τόσα χρόνια όλοι έτσι το κάνουν εγώ θα το αλλάξω. Κι όμως οι αλλαγές στον πλανήτη ήρθαν από τις εξαιρέσεις και όχι από τον κανόνα. Μέσα από τις εξαιρέσεις έγιναν οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις όπως το τηλέφωνο, η τηλεόραση, το αυτοκίνητο και τόσα άλλα που μας απλοποιούν τη ζωή.

Βάλε στη ζωή σου τις δικές σου διαδρομές μέσα από τις δικές σου συνήθειες μέσα από την επίγνωση, την επιλογή της γνώσης δηλαδή να ξέρεις τι κάνεις, γιατί, που αποσκοπείς και τι θα σου φέρει η συνήθεια αυτή.

Είσαι ένα μοναδικά σπάνιο πλάσμα και δεν γίνεται να λειτουργείς σαν μαγεμένος σε δρόμους που βρήκες από τον περίγυρο έτσι επειδή στο έμαθαν ή επειδή στο είπαν. Η ζωή είναι δική σου και όχι εγωιστικά αλλά ουσιαστικά θα τη ζήσεις με τις δικές σου επιλογές.

Τα 9 είδη διάκρισης της αγάπης

Ο καθένας χρειάζεται στη ζωή του περισσότερα από ένα είδος αγάπης. Έτσι, καλό είναι να γνωρίζουμε της διάφορες παραλλαγές της, ώστε να προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε τις περισσότερες από αυτές.

Για ποιο λόγο είναι καλό να καλλιεργούμε μέσα μας όσο περισσότερα είδη αγάπης μπορούμε; Προφανώς, επειδή υπάρχουν ατυχίες στην αγάπη και κάθε φορά που έρχεται μια τέτοια απώλεια, μας κυριεύει η θλίψη και η απόγνωση για τις αγάπες που χάνουμε.

Πότε έρχεται μια τέτοια θλίψη; όταν μια αγάπη χάνεται λόγω θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου μας, λόγω του τέλους μιας μακράς σχέσης από ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη. Κι αν γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω τους δείκτες του χρόνου για να τα διορθώσουμε, δυσκολευόμαστε να ξεπεράσουμε αυτή την απώλεια και θλίψη. Έτσι, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στη ζωή μας η αγάπη είναι παρούσα σε διάφορες παραλλαγές.

Μερικές φορές, η γνώση ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη αγάπης μπορεί να μετριάσει τη στενοχώρια της απώλειας. Ένα αγαπημένο μας πρόσωπο μπορεί να φύγει από κοντά μας, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο που να μας παρέχει με πολλά διαφορετικά είδη αγάπης ταυτόχρονα. Ο σκοπός είναι να αναγνωρίσουμε πως υπάρχει αγάπη στη ζωή μας σε διάφορες μορφές και να μην απογοητευόμαστε. Όπως συμβαίνει κι όταν κάποιος χάνει το αγαπημένο ψηλό δέντρο του κήπου του, αυτό ίσως τον βοηθά να δώσει περισσότερη προσοχή στα λουλούδια και στα υπόλοιπα φυτά που υπάρχουν ακόμα γύρω του.

Η ταυτοποίηση των διαφορετικών ειδών αγάπης έγινε για πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι ανέπτυξαν ρεαλιστικά τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από τα λογοτεχνικά τους έργα.

1.Ο Έρωτας

Μία από τις πιο κοινές μορφές της αγάπης που μας έρχεται εύκολα στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε την πιο ρομαντική εκδοχή της αγάπης είναι ο Έρωτας. Εκφράζει το σεξουαλικό πάθος και την ερωτική επιθυμία και οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο Έλληνα θεό της γονιμότητας. Είναι αυτό το μαγικό συστατικό το οποίο εκφράζει τη χημεία που πυροδοτεί την αρχή μιας σχέσης και την ατέλειωτη αναζήτηση του ζευγαρώματος.

2. Το Φλερτ

Είναι αυτό το συναίσθημα που μας κάνει να νοιώθουμε πως πετάνε πεταλούδες στην καρδιά μας. Αυτό το είδος αγάπης είναι το πιο αθώο και παιχνιδιάρικο. Μπορεί να υπάρχει στην παρέα με ένα ρομαντικό σύντροφο που μας αρέσει και περνάμε καλά, αλλά μπορεί επίσης να είναι μια παιχνιδιάρικη αγάπη με έναν φίλο που δεν περιλαμβάνει την ερωτική έλξη και επιθυμία.

3. Η Αδελφική Φιλία

Μιλώντας για φίλους, υπάρχει ένα ειδικό είδος αγάπης που εκφράζει μια βαθιά φιλία και ονομάζεται αδελφική φιλία. Είναι αυτοί οι φίλοι που τους αισθάνεστε σαν Αδελφές Ψυχές. Οι φίλοι που αν κι ο χρόνος μπορεί να πέρασε και να τους χάσατε για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν τους ξανασυναντήσετε θα αρχίσετε ακριβώς εκεί που σταματήσατε πριν απομακρυνθείτε. Μια βαθιά αγάπη που σχηματίζει ένα σταθερό δεσμό. Είναι ο φίλος ή η φίλη που διαφέρει από τη ρομαντική σχέση ή μπορεί να εξελιχθεί σε μια τέτοια.

4. Η Πραγματιστική Αγάπη

Είναι το είδος της αγάπης που υποψιάζομαι ότι ο καθένας επιθυμεί βαθιά μέσα του, ακόμα κι αν δεν συνειδητοποιεί ότι αποτελεί αυτό που στην ουσία αναζητά. Αποτελεί μια μακροχρόνια πιο ορθολογικού τύπου αγάπη. Είναι η αγάπη που εκφράζεται από τη φράση “ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα” στα παραμύθια. Η συζυγική αγάπη που έρχεται με τα χρόνια είναι μια έκφανσή της.

5. Η Στοργή

Ακόμα πιο βαθιά αγάπη είναι η στοργή, η οποία εκφράζει την οικογενειακή αγάπη και δίνεται άνευ όρων στα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους περιλαμβάνοντας τις ανάγκες εξάρτησης των ανήλικων μελών της και τους συγγενικούς οικογενειακούς δεσμούς, ανεξάρτητα από την προσωπικότητά τους.

6. Η Αλτρουιστική Αγάπη

Είναι η καθολική αγάπη που εκφράζουμε σε όλους ανεξαρτήτως χωρίς ιδιοτέλεια. Υπήρχε στα τραγούδια του 60′, της εποχή των χίπις με σύνθημα “κάντε έρωτα και όχι πόλεμο”. Ο Ιησούς την περιέγραψε στο χρυσό κανόνα του «Φερθείτε στους άλλους έτσι όπως θα θέλατε να φέρονται αυτοί σε σας». Επίσης, υπάρχει και στις ανατολικές θρησκείες στην έννοια της συμπόνιας και πιο συγκεκριμένα στο χαιρετισμό «Namaste» που σημαίνει “Υποκλίνομαι στη θεότητα μέσα σου”. Είναι μια δοτική αγάπη χωρίς να περιμένουμε ανταλλάγματα Η αγάπη που δε ζητά να επιστραφεί.

7. Η Φιλαυτία

Υπάρχει η φιλαυτία ,η οποία είναι η αγάπη για τον εαυτό μας. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον εγωισμό ή το ναρκισσιτικό είδος αγάπης που συνδέεται με την αυτοϊκανοποίηση και την ιδιοτέλεια. Έχω διαπιστώσει ότι αυτό το είδος αγάπης είναι και το πιο δύσκολο να καλλιεργηθεί και να εξερευνηθεί από το άτομο. Είναι η αγάπη για τον εαυτό μας που αφουγκράζεται και σέβεται τα ατομικά συναισθήματα και το εσωτερικό μας ένστικτο. Μας βοηθά να μην πέφτουμε στην παγίδα της αυτοταπείνωσης και της αυτολύπησης. Παραδόξως, όταν συμπεριφερόμαστε άσχημα στον εαυτό μας και τον καταπιέζουμε, τείνουμε να επικρίνουμε και να ελέγχουμε και τις ζωές και των άλλων. Ενώ όταν συγχωρούμε και συμπεριφερόμαστε όμορφα στον εαυτό μας, τείνουμε να συμπάσχουμε με τους άλλους, να τους κατανοούμε καλύτερα και να τους συγχωρούμε.

8. Η Συγχώρεση

Η συγχώρεση οποιουδήποτε μας έχει βλάψει προϋποθέτει μια αγάπη, που όχι μόνο δεν ζητά ανταλλάγματα, αλλά εκφράζει και μια καθολικότητα έξω από τις ανθρώπινες πράξεις. Αυτός που μπορεί να συγχωρεί βρίσκεται σε ένα υψηλότερο επίπεδο αυτογνωσίας και η αγάπη μέσα του υπάρχει σε μια υγιή ισορροπία.

9. Η Πίστη

Η πίστη εκφράζει το είδος της αγάπης προς το άγνωστο και το υπέρλογο, την αιτία και την αρχή της ύπαρξης και του υπερφυσικού. Δείχνει ότι η ζωή αυτή δεν είναι το τέλος και ότι κάτι μεγαλύτερο υπάρχει που δεν μπορεί να εξηγηθεί σε αυτό τον κόσμο. Μπορούμε να πούμε με λίγα λόγια πως είναι η αγάπη για τον Θείο Έρωτα.

Πάρε το δρόμο που είναι αντίθετος στον συνηθισμένο και σχεδόν πάντα θα έχεις κάνει τη σωστή επιλογή

Ο Ρουσσώ είχε γράψει: «Πάρε το δρόμο που είναι αντίθετος στον συνηθισμένο και σχεδόν πάντα θα έχεις κάνει τη σωστή επιλογή». Οι ευφυείς μας παροτρύνουν: «Σκέψου Διαφορετικά». Ή, όπως λέω κι εγώ ο ίδιος στις διαλέξεις μου, «αν ακολουθήσεις το πλήθος, το πιθανότερο είναι να καταλήξεις στην έξοδο».

Για να έχεις μια πιο γεμάτη και πλούσια ζωή, είναι εξαιρετικά σημαντικό να χαράζεις τον δικό σου δρόμο. Πάψε να υποκύπτεις στις απαιτήσεις της κοινωνικής πίεσης με τίμημα τη μοναδικότητά σου. Αν μελετήσεις τις ζωές των πιο φωτισμένων κι επιτυχημένων ανθρώπων στον κόσμο, θα διαπιστώσεις ότι δεν έδιναν δεκάρα για το τι σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνους. Αντί να επιτρέπουν στην κοινή γνώμη να τους υπαγορεύει τις πράξεις τους, είχαν το θάρρος να αφήνουν τις καρδιές τους να τους καθοδηγούν. Και ακολουθώντας τον λιγότερο ταξιδεμένο δρόμο, συναντούσαν επιτυχίες που δεν είχαν φανταστεί ούτε στα πιο τολμηρά τους όνειρα.

Μια από τις καλύτερες ρήσεις σχετικά με τη σημασία της ανορθόδοξης συμπεριφοράς ανήκει στον Κρίστοφερ Μόρλεϊ, που είχε πει: «Να διαβάζεις κάθε μέρα κάτι που κανείς άλλος δεν διαβάζει. Να σκέφτεσαι κάθε μέρα κάτι που κανείς άλλος δεν σκέφτεται. Είναι κακό για το μυαλό να συμφωνεί πάντα με την ομοφωνία».

Αλλά ή πιο εύστοχη ρήση ανήκει στον Έμερσον:

«Είναι εύκολο μέσα στον κόσμο να ζεις σύμφωνα με τη γνώμη του κόσμου· είναι εύκολο μέσα στη μοναξιά να ζεις σύμφωνα με τη γνώμη τη δική σου· αλλά ο σπουδαίος άνθρωπος είναι εκείνος που καταμεσής στο πλήθος κρατά με τέλεια γλυκύτητα την αυτονομία της μοναξιάς».

Στη διάρκεια του επόμενου μήνα, ξανασκέψου τον τρόπο με τον οποίο ενεργείς. Μην ενεργείς με έναν συγκεκριμένο τρόπο απλώς επειδή ενεργούν έτσι όλοι οι άλλοι. Κάνε ό,τι είναι σωστό για εσένα. Αν είσαι διαφορετικός για όλους τους σωστούς λόγους, θα μπορέσεις να ζήσεις με σοφία τη ζωή σου.

Η ιστορία της Μεγάλης Επαναφοράς

Η ιστορία της μεγάλης επαναφοράς, ή πώς να καταστρέψετε τον κλασικό φιλελευθερισμό.

Όπως θα έπρεπε να είναι σαφές μέχρι τώρα, η δήλωση του Φράνσις Φουκουγιάμα στο The End of History: The Last Man (1992) ότι είχαμε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας» δεν σήμαινε ότι ο κλασικός φιλελευθερισμός ή η οικονομία laissez-faire είχε βγει νικητής, ο κομμουνισμός και ο φασισμός ή ότι η τελική ιδεολογική ηγεμονία σηματοδότησε το τέλος του σοσιαλισμού.

Στην πραγματικότητα, για τον Φουκουγιάμα, το τέρμα της ιστορίας ήταν πάντα ο δημοκρατικός σοσιαλισμός ή η σοσιαλδημοκρατία. Όπως σημείωσε ο Hans-Hermann Hoppe στο Democracy: The God That Failed, ο «Τελευταίος Άνθρωπος» δεν ήταν ένας καπιταλιστής homo Economicus αλλά μάλλον ένας «homo socio-democraticus» (222). Το τέλος της ιστορίας, με όλες τις εγελιανές της προσχήσεις, δεν συνεπαγόταν την ήττα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού αλλά του κλασικού φιλελευθερισμού.

Προφανώς, το μεγάλο κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο υποτίθεται ότι είχαν φτάσει σε μια αναπόφευκτη και οριστική ύφεση.

Η Μεγάλη Επαναφορά είναι η ολοκλήρωση αυτής της τελικής ύφεσης.

Η ελίτ ανατροπή του συστήματος της ελεύθερης αγοράς και της δημοκρατικής δημοκρατίας είχε ήδη ξεκινήσει για πολλές δεκαετίες πριν από το «τέλος της ιστορίας». Σύμφωνα με τον W. Cleon Skousen στο The Naked Capitalist, ελίτ τοποθετημένες σε μεγάλες τράπεζες, μεγάλες εταιρείες, κορυφαίες δεξαμενές σκέψης, εκδοτικές εταιρείες με επιρροή, μέσα ενημέρωσης, αφορολόγητα ιδρύματα, το εκπαιδευτικό σύστημα και η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησαν να ανακατασκευάσουν τις ΗΠΑ στην εικόνα του (πρώην) κολεκτιβιστικού αντιπάλου της τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 (57-68).

Όπως σημείωσε ο Carrol Quigley στο Tragedy and Hope: A History of the World in Our Time (1966), οι ελίτ διέδιδαν σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και άλλες κολεκτιβιστικές ιδεολογίες στο εσωτερικό, ενώ χρηματοδοτούσαν και εξόπλιζαν τους Μπολσεβίκους στην Ρωσία και τους κομμουνιστές στο Βιετνάμ και προωθούσαν την διεθνή πολιτικές που οδήγησαν στην σκόπιμη εγκατάλειψη της Ανατολικής Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Ασίας στην κομμουνιστική μάστιγα.

Για πολλούς, ο στόχος της προώθησης του σοσιαλισμού ήταν πιο εμφανής στην ευκινησία με την οποία τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν απορροφήσει και κυκλοφορήσει μαρξιστικές, νεομαρξιστικές και μεταμαρξιστικές συλλογικές ιδεολογίες με τις διάφορες μορφές τους τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 –συμπεριλαμβανομένων Σοβιετική προπαγάνδα, κριτική θεωρία, μεταμοντέρνα θεωρία και οι πιο πρόσφατες παραλλαγές, κριτική φυλετική θεωρία, κριτικές μελέτες λευκότητας και ιδεολογία LGBTQIA+.

Η επίφοβη «μεγάλη πορεία μέσα από τους θεσμούς» δεν ήταν ποτέ ένα έργο από την βάση.

Ήταν μια εσωτερική δουλειά που ανέλαβαν ελίτ σε θέσεις εξουσίας και επιρροής.

Όταν οι κομμουνιστές κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι της Σχολής της Φρανκφούρτης μετανάστευσαν στις ΗΠΑ το 1933 -οπλισμένοι με την μαρξιστική θεωρία της επανάστασης και το μοντέλο του Αντόνιο Γκράμσι για την σοσιαλιστική πολιτιστική ηγεμονία – δύσκολα εγκαινίασαν αυτή την πορεία. Αντίθετα, έγιναν δεκτοί από ελίτ και χρηματοδοτήθηκαν από αφορολόγητα ιδρύματα των οποίων το έργο είχε ήδη ξεκινήσει καλά.

Η λεγόμενη μεγάλη πορεία μέσα από τους θεσμούς ήταν πανεύκολη.

Για να κατανοήσουμε την Μεγάλη Επαναφορά, λοιπόν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το έργο αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση μιας δεκαετίας και συνεχούς προσπάθειας καταστροφής του κλασικού φιλελευθερισμού (η ελεύθερη αγορά, η ελευθερία του λόγου και η φιλελεύθερη δημοκρατία), ο αμερικανικός συνταγματισμός και η εθνική κυριαρχία.

Η ιδέα της επαναφοράς του καπιταλισμού υποδηλώνει ότι ο καπιταλισμός ήταν προηγουμένως αγνός. Αλλά η Μεγάλη Επαναφορά είναι το αποκορύφωμα μιας πολύ μεγαλύτερης διαδικασίας κολεκτιβοποίησης και ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχεδίου, με την αντίστοιχη ανάπτυξη του κράτους.

Παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως αντίδοτο στις υποτιθέμενες αδυναμίες της ελεύθερης αγοράς, τις οποίες ο ιδρυτής και πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ Klaus Schwab και η εταιρεία εξισώνουν με τον «νεοφιλελευθερισμό», η Μεγάλη Επαναφορά έχει σκοπό να εντείνει και να ολοκληρώσει έναν ήδη επικρατούν οικονομικό παρεμβατισμό και να χρησιμοποιήσει Στρατιωτική δύναμη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για να ολοκληρώσει αυτή την διαδικασία όπου η οικονομική παρέμβαση αποδεικνύεται ανεπιτυχής.

Αυτό εξηγεί, εν μέρει, τον οπλισμό και την χρηματοδότηση της Ουκρανίας από τη Δύση εναντίον του Ρώσου επιτιθέμενού της.

Δεν λέω ότι η παγκόσμια νεομαρξιστική οικονομία της Μεγάλης Επαναφοράς και ο διεθνής και όχι ο εθνικός οικονομικός φασισμός της δεν είναι καινούργια. Είναι καινούργια, όμως τα μέσα με τα οποία πρόκειται να δημιουργηθεί. Αλλά δεν πρέπει να μπερδευτούμε τόσο ώστε να πιστεύουμε ότι το έργο Great Reset γεννήθηκε ab nihilo —είναι το αποκορύφωμα δεκαετιών κομουνιστικής σκέψης και ακτιβισμού των ελίτ.

Όμως τα σύννεφα καθαρίζουν όταν μπαίνεις μέσα τους

Μας ενθουσιάζει να τα έχουμε όλα υπό έλεγχο. Να γνωρίζουμε την έκβαση κάθε κατάστασης, τη λύση σε κάθε πρόβλημα και να ξέρουμε τι γράφει ο δρόμος της ζωής.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε φτιαγμένοι για να υπομένουμε την αβεβαιότητα· τη θεωρούμε απειλή και, σαν ζώα που είμαστε, έχουμε προγραμματιστεί για τον αγώνα για επιβίωση και μεταβίβαση των γονιδίων μας.

Αλλά η ζωή είναι αβέβαιη. Το μέλλον είναι ένας ορίζοντας άγνωστος στον οποίο δεν ξέρουμε αν θα υπάρχει ήλιος ή μαύρα σύννεφα βαριά. Ακόμα κι όταν έχουμε ξεκάθαρα τα πράγματα και τα νήματα της ζωής μας καλά δεμένα, μπορεί να συμβούν χίλια πράγματα που θα την ανατρέψουν και θα μας αναγκάσουν να ξεκινήσουμε από την αρχή.

Εκεί που βεβαίως έχουμε τον έλεγχο είναι στον τρόπο που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε ό,τι μας έρχεται, τόσο το καλό όσο και το άσχημο.

Για τα υπόλοιπα δε θα έπρεπε να αγωνιούμε, γιατί δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Ανησυχώ σημαίνει νοιάζομαι για πράγματα πριν αυτά συμβούν, και το μόνο που καταφέρνει το να ανησυχούμε είναι να δημιουργεί μέσα μας ένα άγχος που φρενάρει την ενέργεια και περιορίζει την ευτυχία.

Επιπλέον, έχει αποδειχτεί ότι τα περισσότερα από τα πράγματα που φοβόμαστε ποτέ δεν συμβαίνουν στην πραγματικότητα.

Για την αποδοχή της αβεβαιότητας ήξερε πολλά η Μπέριλ Μάρκχαμ, μια Αγγλίδα γεννημένη στην Κένυα στις αρχές του 20ού αιώνα, η οποία ποτέ δεν θέλησε να μπει στο καλούπι που της υποδείκνυε η κοινωνία. Τόσο πολύ αγάπησε την περιπέτεια, τόσο πολύ αγκάλιασε την αβεβαιότητα, ώστε υπήρξε η δεύτερη γυναίκα η οποία διέσχισε τον Ατλαντικό με ανεμόπτερο, κάπου το 1936.

Στα απομνημονεύματά της η Μάρκχαμ μιλάει για το πώς αντιμετώπισε τη ζωή χωρίς να αφεθεί να παρασυρθεί από τους φόβους της:

Έμαθα πως, αν πρέπει ν’ αφήσεις ένα μέρος που έζησες κι αγάπησες κι όπου είναι θαμμένες όλες οι μέρες σου του χθες, πρέπει να το εγκαταλείψεις με κάθε τρόπο, αλλά να μη γίνει σιγά σιγά. Άφησέ το όσο πιο γρήγορα μπορείς. Μην ξαναγυρίσεις ποτέ κι ούτε ποτέ να σκεφτείς ότι μια ώρα που θυμάσαι θα είναι μια καλύτερη ώρα, γιατί είναι νεκρή. Τα περασμένα χρόνια φαίνονται ασφαλή, νικημένα, ενώ το μέλλον έρχεται μέσα σ’ ένα σύννεφο, τρομακτικό από μακριά. Όμως τα σύννεφα καθαρίζουν όταν μπαίνεις μέσα τους.

Αυτό το έμαθα, αλλά, όπως όλος ο κόσμος, το έμαθα αργά.

Η ζωή, τελικά, είναι μια περιπέτεια. Δεν είναι πιο διασκεδαστικό να την ανακαλύπτεις καθώς σου παρουσιάζεται; Έτσι, λοιπόν, μπες μες τα σύννεφα.

Ζήσε, ανακάλυψε, ξαφνιάσου, γέλα και κλάψε.

Κάν’ τα όλα με ένταση, και θα δεις που στο τέλος των ημερών σου θ’ ανακαλύψεις ότι όλα, ακόμα και τα άσχημα, άξιζαν τον κόπο.

Η επιρροή του Ελ Γκρέκο σε καλλιτέχνες όπως ο Βελάθκεθ και ο Βαν Γκογκ

Μπορούμε να διδαχθούμε πολλά για το μεγαλείο του Ελ Γκρέκο, του ζωγράφου του 16ου αιώνα, απλά παρατηρώντας ένα και μόνο έργο του, την Ταφή του Κόμητος Οργκάθ (1586-1588). Με φόντο τη νύχτα που αποτυπώνεται στο έργο βλέπουμε συγκεντρωμένους μερικούς μαυροντυμένους γενειοφόρους άντρες, με πρόσωπα χλωμά πάνω από τα λευκά κολάρα τους, να παρακολουθούν τον κάτωχρο Κόμη Οργκάθ να οδηγείται στην τελευταία του κατοικία υπό την συνοδεία του Αγίου Αυγουστίνου και του Αγίου Στεφάνου.

Ωστόσο, στον επιβλητικό πίνακα του Ελ Γκρέκο δεν είναι όλοι στραμμένοι στο άψυχο σώμα του Κόμη. Ο ιερέας κοιτάζει με δέος τον ουρανό. Να! Η αθάνατη ψυχή του Κόμητος, στα χέρια ενός αγγέλου, ανέρχεται στο θεϊκό βασίλειο ενώ λαμπρό φως την περιλούζει. Ο Άγιος Ιωάννης, ο Άγιος Πέτρος, η Παρθένος Μαρία και ο Ιησούς, συνοδευόμενοι από αγγέλους, τον υποδέχονται στον Παράδεισο σε έναν αναδυόμενο στρόβιλο από γκρι καπνό και κίτρινο μετάξι.

Προσέξτε, βέβαια, μία μικρή φιγούρα η οποία μοιάζει ανεπηρέαστη από το θαυμαστό τελετουργικό που λαμβάνει χώρα μπροστά του: ένα νεαρό αγόρι στο κάτω αριστερά μέρος του πίνακα κοιτάζει κατάματα τον θεατή ενώ τα χέρια του είναι στραμμένα προς την σκηνή που εξελίσσεται. Εξυπηρετεί με σοβαρότητα τον ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ του θαύματος και της πραγματικότητας, της ζωής και του καλλιτεχνικού έργου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την απεικόνιση του γιού του Ελ Γκρέκο, ο οποίος κοιτάζει τους θεατές με σκοπό να μεταδώσει την βασική καλλιτεχνική ανησυχία του πατέρα του: την κατάκτηση μιας ανώτερης αίσθησης της πραγματικότητας- μια βαθιά προσωπική και συναισθηματική μορφή πνευματικής έκφρασης.

Γεννημένος το 1541, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος-όπως ήταν το πραγματικό του όνομα- έφτασε στην Βενετία το 1567, με αφετηρία τα εργαστήρια αγιογραφίας στην γενέτειρα του Κρήτη, εξαιτίας της άκρατης περιέργειας και φιλοδοξίας που τον διακατείχε. Εκεί, εμβάθυνε στην θεωρία της Τέχνης των Ιταλών ζωγράφων της Αναγέννησης αφού, σύμφωνα με αναφορές, έγινε μαθητευόμενος του Τιτσιάνο ( πιθανότατα τον θαύμαζε βέβαια από μακριά).

Ολόκληρος ο πίνακας "Ταφή του Κόμητος Οργκάθ" (1586-1588)


Ελ Γκρέκο, Εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, 1570, Ινστιτούτο Τέχνης, Μινεάπολη, ΗΠΑ

Από το 1570 έως το 1577, ο Ελ Γκρέκο ξεκίνησε να εργάζεται στην Ρώμη, όπου ήρθε αντιμέτωπος με υπερβολικά καλαίσθητα και αφύσικα παραμορφωμένα Μανιεριστικά έργα καλλιτεχνών όπως ο Μιχαήλ Αγγελος και ο Παρμιτζιανίνο. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία, ο Ελ Γκρέκο αφομοίωσε ό,τι μπορούσε σχετικά με διάφορες τεχνικές προοπτικής και σύνθεσης που ειχαν ανακαλυφθεί την εποχή της Αναγέννησης, τις οποίες μάλιστα κατέκτησε και τελειοποίησε πολύ σύντομα. Έγινε γνωστός με το Ιταλικό του ψευδώνυμο, Ελ Γκρέκο (ο Έλληνας στα ιταλικά)- δείγμα της μεγάλης επιρροής που είχε αυτή η χώρα πάνω του.

Στο έργο του «Εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό» δείχνει τον θαυμασμό του για αυτές τις νέες τεχνικές χρησιμοποιώντας ένα θεματικό πλαίσιο στο οποίο επέστρεφε συχνά. Αυτή η ιστορία της Καινής Διαθήκης απέκτησε νέο νόημα κατά την διάρκεια του υπερβολικού θρησκευτικού παροξυσμού της εποχής της Αντιμεταρρύθμισης- η ιστορία χρησιμοποιούνταν για να υπογραμμίσει την προσπάθεια της Καθολικής Εκκλησίας να εξυγιανθεί από τις αιρέσεις.

Τα ζωντανά χρώματα του πίνακα, το δραματικό φως και η έμφαση στην κίνηση δείχνουν μια έντονη επιρροή από κορυφαίους Ιταλούς ζωγράφους όπως ο Τιτσιάνο και ο Τιντορέτο. Ο Ελ Γκρέκο αποφάσισε επίσης να τιμήσει τους τέσσερις καλλιτέχνες που λάτρευε τότε (Τιτσιάνο, Μιχαήλ Αγγελος, Ραφαέλο και Τζούλιο Κλόβιο) τοποθετώντας τους πυκνά συγκεντρωμένους στο κάτω δεξιά μέρος του πίνακά του.

Παρά την τεχνική του αρτιότητα ο Ελ Γκρέκο απέτυχε επαγγελματικά στην Ρώμη καθώς δεν κατάφερε να του ανατεθεί καμία δουλειά. Ο Keith Christiansen, πρόεδρος του Τμήματος Ευρωπαϊκών Πινάκων του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης ισχυρίζεται ότι ο λόγος ήταν τα αρνητικά σχόλια που είχε κάνει ο Ελ Γκρέκο για τις ζωγραφικές ικανότητες του Μιχαήλ Αγγέλου, θέτοντας το γούστο του και την τέχνη του υπό αμφισβήτηση από τους σύγχρονούς του. Όντας παρίας στην Ρώμη, η κριτική του ήταν εντελώς άστοχη καθώς ο Μιχαήλ Άγγελος, γνωστός και ως ο Θεϊκός, είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια και ήταν ακόμη αναμφισβήτητα ο πιο λατρεμένος.


Ελ Γκρέκο, Το όραμα του Αγίου Ιωάννη, 1608-1614 | «Ελ Γκρέκο στην Νέα Υόρκη» στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (2014-2015)


Ελ Γκρέκο, Η προσκύνηση των ποιμένων, 1605-1610

Το 1576, ο Ελ Γκρέκο υπέγραψε συμβόλαιο ώστε να δημιουργήσει ρετάμπλ της Εκκλησίας του Αγίου Δομήνικου στο Τολέδο της Ισπανίας. Μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς είχε ήδη μετακομίσει εκεί αναζητώντας παραγγελίες από τον Βασιλιά Φίλιππο τον Β’, οι οποίες όμως δεν ερχόντουσαν. Ενώ λοιπόν αρχικά ο βασιλιάς είχε ικανοποιηθεί με την πρώτη του προσφορά, δυσαρεστήθηκε με την δεύτερη που ήταν Το μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου για την εκκλησία του ανακτόρου Εσκοριάλ το 1582. Έτσι, παρά την ελπίδα του να γίνει μέλος της βασιλικής αυλής στην Μαδρίτη, μετακόμισε μόνιμα στο Τολέδο, έπειτα από αυτή την αποτυχία του, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Αν και ήταν σχετικά αποκομμένο από τα μεγάλα Ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κέντρα, το Τολέδο ήταν το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο της χώρας. Ο Ελ Γκρέκο βρήκε μια κοινότητα ομοϊδεατών και μεταρρυθμιστών της Εκκλησίας οι οποίοι εκτίμησαν την Τέχνη του. Στο Τολέδο είναι που τελειοποίησε το χαρακτηριστικό του καλλιτεχνικό ύφος και τα έργα εκείνης της περιόδου είναι αυτά που παραμένουν διαχρονικά μέχρι και σήμερα.

Το 1600 ο Ελ Γκρέκο καταπιάστηκε ξανά με το θέμα της εκδίωξης των εμπόρων από τον Ναό από τον Ιησού. Στο έργο του «Η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό» δείχνει παρόμοιο θέμα με το έργο της Ρώμης, είναι όμως δομικά και ουσιαστικά διαφορετικό. Εδώ, η επιρροή του Τιτσιάνο και του Τιντορέτο γίνεται ακόμη πιο προφανής: τα χρώματα είναι δυσαρμονικά και όξινα, τα κορμιά έχουν επιμηκυνθεί με Μανιεριστικό τρόπο, τα συναισθήματα είναι διαστρεβλωμένα και έντονα. Σε αυτή την εκδοχή τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία έχουν παραλειφθεί ώστε να δοθεί έμφαση στην κεντρική φιγούρα του Ιησού ο οποίος ορμά μπροστά στα μάτια μας. Φυσικά λείπουν και οι φιγούρες των τεσσάρων καλλιτεχνικών αρχηγών της Αναγέννησης: ο Ελ Γκρέκο έχει βρει την δικιά του φωνή.

Ο καλλιτέχνης δημιούργησε ένα μεγάλο και παραγωγικότατο εργαστήριο στο Τολέδο, όπου δημιουργούσε σχεδόν αποκλειστικά έργα θρησκευτικού περιεχομένου και πορτραίτα. Το έργο του «Η άποψη του Τολέδου» (1599-1600) είναι ένα σπάνιο δείγμα της ζωγραφικής τοπίων του και θεωρείται από μερικούς ως το πρώτο εξπρεσιονιστικό τοπίο στην Δυτική Τέχνη. Η δραματική αυτή σύνθεση τείνει προς μια μελοδραματική παρουσίαση του τοπίου λειτουργώντας ως προάγγελος έργων Ιμπρεσιονιστών όπως ο Βαν Γκογκ.


Ελ Γκρέκο, Η εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, γύρω στο 1600, Ιδιοκτησία της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου

Οι ψυχολογικά επιβλητικές προσωπογραφίες του Ελ Γκρέκο επηρέασαν επίσης τον διάδοχό του, Ντιέγκο Βελάθκεθ. Το έργο του, «Ο Άγιος Ιερώνυμος ως Σπουδαστής» παραδείγματος χάριν συνδυάζει επιδέξια τον ασκητισμό του ιερού προσώπου με τα φιλόδοξα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα. Η παράδοξα ελαστική φιγούρα του, το σήμα κατατεθέν της τέχνης του Ελ Γκρέκο, καταφέρνει να παρουσιάσει εξίσου πετυχημένα την σοβαρότητα με την ευσέβεια του.

Παρ’ όλα αυτά είναι τα οραματικά θρησκευτικά έργα του Ελ Γκρέκο εκείνα τα οποία προϊδέασαν την μοντέρνα τέχνη. Σε μια προσπάθεια να ανυψώσει την ψυχή σε ένα ανώτερο θεϊκό επίπεδο, ο Ελ Γκρέκο οδήγησε την τέχνη του στα άκρα όσον αφορά το μυστικιστικό του περιεχόμενο , τις αποδομημένες και διαστρεβλωμένες φιγούρες και την εντυπωσιακή χρήση του φωτός και του σκοταδιού. Κυματοειδής γυμνές φιγούρες εκτείνονται μέχρι τον ουρανό στο φόντο του μεταφυσικού έργου του «Το Όραμα του Αγίου Ιωάννη» (1608-1614). Ο ψηλόλιγνος Άγιος φορώντας μια μπλε ελεκτρίκ ρόμπα απλώνει τα χέρια του στον ουρανό αποκτώντας η μορφή του σχήμα σταυρού. Παραδόξως, δεν υπάρχουν ξεκάθαρα θρησκευτικά σύμβολα: η απουσία Καθολικής αμφίεσης, φωτοστέφανου ή αετών και βιβλίων που χαρακτηρίζουν τον Ιωάννη κάνουν την στιγμή που αποτυπώνεται στον πίνακα- μια στιγμή θρησκευτικής έκστασης- τον πραγματικό πρωταγωνιστή του έργου.

Παρόλο που επηρέασε πολλές γενιές Ισπανών ζωγράφων, από τον Βελάθκεθ μέχρι τον Πικάσο, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει ως «Βενετσιάνο ζωγράφο που είναι Κυβιστής στην ουσία», ο Ελ Γκρέκο δεν ανήκει στην πραγματικότητα στην σχολή της Ισπανικής Αναγέννησης. Το εργαστήριο του , αν και ήταν δημοφιλές, δεν δημιούργησε κάποια καλλιτεχνική σχολή, και για 200 χρόνια μετά τον θάνατό του πολλά από τα έργα του αποδοκιμάστηκαν από τους κριτικούς για την σύμφωνα με αυτούς συναισθηματική και δημιουργική επιείκεια της ζωγραφικής του. Από την άλλη μπορεί απλά το συντηρητικό περιβάλλον της εποχής να απεχθανόταν την αντισυμβατική διαισθητική του προσέγγιση. Τον 19ο αιώνα η τέχνη του ήρθε πάλι στο προσκήνιο εξαιτίας του θαυμασμού των Ρομαντικών καλλιτεχνών, οι οποίοι τον επαίνεσαν για την προσωπική έκφραση και την συναισθηματική υπερβολή των έργων του. Μοντέρνοι καλλιτέχνες όπως ο Βαν Γκογκ και ο Γκογκέν αυτοχρήστηκαν καλλιτεχνικοί του κληρονόμοι.

Σήμερα, ο Ελ Γκρέκο, αν και είναι ακόμη στενά συνδεδεμένος με την Βενετσιάνικη καλλιτεχνική παράδοση, θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά σε όλη του την καλλιτεχνική πορεία από την Αγιογραφία με την οποία είχε ασχοληθεί στα νιάτα του. Οι μορφές στην αγιογραφία λειτουργούσαν ως ιερά θρησκευτικά σύμβολα και όχι ως ρεαλιστικές απεικονίσεις στην προσπάθεια να αποδοθεί το θείο. Εντυπωσιάζει επίσης το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης υπέγραφε τα έργα του πάντα με το ελληνικό του όνομα και όχι με κάποια ιταλική ή ισπανική μετάφραση.

Τα έργα του έτσι μοιάζουν να είναι αποσυνδεδεμένα από τον χωροχρόνο: ο Ελ Γκρέκο αγκάλιασε την αρχαιότατη καλλιτεχνική παράδοση της αγιογραφίας και την συνδύασε με σύγχρονες τεχνικές στην εποχή του, τις οποίες τελειοποίησε δημιουργώντας ένα έργο το οποίο προμήνυε τις μετέπειτα καλλιτεχνικές εξελίξεις. Μοιάζει σχεδόν ταιριαστό το γεγονός ότι όπου πήγαινε, από την Ιταλία μέχρι την Ισπανία, ζούσε σαν ξένος σε κάθε τόπο. Είναι αυτή η ματιά του στην τέχνη και στη ζωή που τον έχουν κάνει έναν μεγάλο καλλιτέχνη ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου- η βαθιά πνευματικότητα της τέχνης του άντεξε και συνεχίζει να αντέχει στον χρόνο.

Πώς να αγαπάς τη ζωή σου σήμερα

Νομίζω ότι η ζωή, αίφνης, θα μας φαινόταν υπέροχη, αν τυχόν μας απειλούσε ο θάνατος, όπως λέτε. Σκεφτείτε μόνο πόσα σχέδια, ταξίδια, ειδύλλια ή μελήματα μας επιφυλάσσει, τα οποία καθίστανται αόρατα ένεκα της οκνηρίας μας που, με τη βεβαιότητα ότι υπάρχει μέλλον, αναβάλλει επ’ αόριστον.

Αλλά μπροστά στην απειλή ότι όλα αυτά θα έπαυαν δια παντός να είναι εφικτά, πόσο ωραία θα μας φαινόταν ξανά η ζωή! Αχ! Ας μην ήταν να γίνει τώρα αυτή η καταστροφή και δε θα διστάζαμε διόλου να επισκεφτούμε τις νέες αίθουσες του Λούβρου, να πέσουμε στα πόδια της δίδας Χ, να ταξιδέψουμε στην Ινδία.

Η καταστροφή δεν επέρχεται, αλλά εμείς δεν κάνουμε τίποτε απ’ όλα αυτά, διότι επανερχόμαστε στην καρδιά της καθημερινότητας, όπου η ολιγωρία νεκρώνει την επιθυμία μας. Κι όμως δε θα έπρεπε να έχουμε ανάγκη την καταστροφή για να αγαπούμε τη ζωή σήμερα. Θα ήταν αρκετό να σκεφτούμε ότι είμαστε άνθρωποι και ότι μπορεί κάλλιστα να πεθάνουμε ή να αναστηθούμε απόψε.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ: Ο κοσμικός κύκλος

Ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας υπήρξε πολύπλευρη προσωπικότητα: γιατρός και περιπλανώμενος ιερέας, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας αλλά με δημοκρατικές πεποιθήσεις, ακολούθησε το παράδειγμα του Παρμενίδη και διατύπωσε τη διδασκαλία του σε εξάμετρους στίχους.

Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες συνέθεσε δύο ποιήματα, ένα κοσμολογικό με τον τίτλο Περί φύσεως και ένα θρησκευτικό με τον τίτλο Καθαρμοί. Στο έργο Περί φύσεως ανέπτυσσε τη φυσική του διδασκαλία: δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος, αλλά μόνο ανάμειξη και χωρισμός τεσσάρων στοιχείων (ριζωμάτων)της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης· κινητήριες δυνάμεις για την ανάμειξη και τον χωρισμό είναι η Αγάπη (Φιλότης) και η Φιλονικία (Νεῖκος)·ο κόσμος υπόκειται σε μια αέναη κυκλική διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται από διάφορες φάσεις, μεταξύ της απόλυτης κυριαρχίας της Αγάπης, οπότε τα στοιχεία σχηματίζουν μιαν ομοιογενή σφαίρα (τον Σφαίρο), και της απόλυτης κυριαρχίας της Φιλονικίας, οπότε όλα τα πράγματα περιορίζονται στα τέσσερα στοιχεία.

Στο πρώτο (α) από τα αποσπάσματα που ακολουθούν ο Εμπεδοκλής διατυπώνει τις θεμελιώδεις απόψεις του για τον κοσμικό κύκλο, τα τέσσερα στοιχεία και τις κινητήριες δυνάμεις του. Τα τέσσερα μικρότερα αποσπάσματα (β-ε) περιγράφουν τις δύο πρώτες φάσεις της ζωογονίας: αρχικά εμφανίστηκαν ασύνδετα μέλη ζώων· κατά τη δεύτερη φάση ακολούθησε η ατελής συναρμογή των μελών, η οποία οδήγησε σε τερατογενέσεις.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ: 56. – Αποσπάσματα 17, 57, 59, 60, 61 Diels-Kranz

Μετάφραση:

α) Μα έλα, άκου τα λόγια μου, γιατί η μάθηση αυξάνει τη σοφία.
Όπως είπα και πριν, δηλώνοντας των λόγων μου τα όρια,15
διπλή θα πω ιστορία: κάποτε απ᾽ τα πολλά βγήκε
το ένα και μ᾽ άλλη φορά απ᾽ το ένα τα πολλά,
η φωτιά και το νερό κι η γη και του αγέρα το θεόρατο ύψος,
και, χωριστά απ᾽ αυτά, η ολέθρια Φιλονικία, ίδια απ᾽ όπου κι αν τη δεις,
κι ανάμεσά τους η Αγάπη, ίση στο μήκος και στο πλάτος.20
Αυτήν να την κοιτάξεις με το νου σου, μη στέκεσαι με θαμπωμένα μάτια.
Αυτή ᾽ναι που τη θεωρούνε έμφυτη ως και στα μέλη των θνητών,
χάρη σ᾽ αυτή κάνουνε σκέψεις φιλικές κι έργα αρμονικά,
Χαρά λέγοντάς τη με τ᾽ όνομα και Αφροδίτη.
Αυτήν ποτέ δεν τη βλέπουν οι θνητοί, όταν γυρίζει
ανάμεσά τους. Εσύ όμως άκουσε τις ντόμπρες μου κουβέντες.25
Όλ᾽ αυτά είναι ίσα και συνομήλικα,
μα το καθένα έχει δικά του προνόμια και χαρακτήρα,
κι άρχουν διαδοχικά, σαν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου.
Πέρα απ᾽ αυτά, τίποτα δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει.

β) Εδώ πολλές βλάστησαν μορφές χωρίς αυχένα,
μπράτσα γυμνά πλανιόνταν χωρίς ώμους,
μάτια τριγύριζαν μονάχα, ψάχνοντας νά ᾽βρουν μέτωπα.

γ) Μα καθώς τα θεία στοιχεία όλο κι έσμιγαν το ᾽να με τ᾽ άλλο,
τούτα τα πράματα κολλούσαν όπως τύχαινε ν᾽ ανταμώσουν,
κι άλλα πολλά πλάι σ᾽ αυτά γεννιόνταν ολοένα.

δ) …με βάδισμα ελικοειδές κι αμέτρητα χέρια…

ε) Γεννήθηκαν πολλά πλάσματα με δυο πρόσωπα και δυο στέρνα,
βόδια με φάτσα ανθρώπου, ενώ ξεπρόβαλαν και άνθρωποι
με κεφάλι βοδιού, πλάσματα με φύση αρσενικοθήλυκη
και με σκιερά μέλη.

Αρχαίο κείμενο:

α)

ἀλλ᾽ ἄγε μύθων κλῦθι· μάθη γάρ τοι φρένας αὔξει·
15ὡς γὰρ καὶ πρὶν ἔειπα πιφαύσκων πείρατα μύθων,
δίπλ᾽ ἐρέω· τοτὲ μὲν γὰρ ἓν ηὐξήθη μόνον εἶναι
ἐκ πλεόνων τοτὲ δ᾽ αὖ διέφυ πλέον᾽ ἐξ ἑνὸς εἶναι,
πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γαῖα καὶ ἠέρος ἄπλετον ὕψος,
Νεῖκός τ᾽ οὐλόμενον δίχα τῶν, ἀτάλαντον ἁπάντῃ,
20καὶ Φιλότης ἐν τοῖσιν, ἴση μῆκός τε πλάτος τε·
τὴν σὺ νόῳ δέρκευ, μηδ᾽ ὄμμασιν ἧσο τεθηπώς·
ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται ἔμφυτος ἄρθροις,
τῇ τε φίλα φρονέουσι καὶ ἄρθμια ἔργα τελοῦσι,
Γηθοσύνην καλέοντες ἐπώνυμον ἠδ᾽ Ἀφροδίτην·
25τὴν οὔ τις μετὰ τοῖσιν ἑλισσομένην δεδάηκε
θνητὸς ἀνήρ· σὺ δ᾽ ἄκουε λόγου στόλον οὐκ ἀπατηλόν.

ταῦτα γὰρ ἶσά τε πάντα καὶ ἥλικα γένναν ἔασι,
τιμῆς δ᾽ ἄλλης ἄλλο μέδει, πάρα δ᾽ ἦθος ἑκάστῳ,
ἐν δὲ μέρει κρατέουσι περιπλομένοιο χρόνοιο.
30καὶ πρὸς τοῖς οὔτ᾽ ἄρ τι ἐπιγίνεται οὐδ᾽ ἀπολήγει·

β)

ᾗ πολλαὶ μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν,
γυμνοὶ δ᾽ ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμων,
ὄμματά τ᾽ οἶ᾽ ἐπλανᾶτο πενητεύοντα μετώπων.

γ)

αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μεῖζον ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων
ταῦτά τε συμπίπτεσκον, ὅπῃ συνέκυρσεν ἕκαστα,
ἄλλα τε πρὸς τοῖς πολλὰ διηνεκῆ ἐξεγένοντο.

δ)

… εἰλίποδ᾽ ἀκριτόχειρα …

ε)

πολλὰ μὲν ἀμφιπρόσωπα καὶ ἀμφίστερνα φύεσθαι,
βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα, τὰ δ᾽ ἔμπαλιν ἐξανατέλλειν
ἀνδροφυῆ βούκρανα, μεμειγμένα τῇ μὲν ἀπ᾽ ἀνδρῶν
τῇ δὲ γυναικοφυῆ σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις.

Με τα δυο μου πόδια να «πατάνε σταθερά στο έδαφος» κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να φορέσω το παντελόνι μου. Με τα πόδια μου στον αέρα, είναι πιο εύκολο!

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τίποτε άλλο εκτός από την ίδια τη ζωή δεν είναι, απαραίτητο για τους ανθρώπους προκειμένου να γνωρίσουν τη χαρά και την ευτυχία.

Αυτό το επιβεβαίωνα αδιάκοπα όταν έβλεπα άτομα με ειδικές ανάγκες. Είδα τεταρτοπληγικούς να χαμογελούν και ν’ αντιμετωπίζουν τη ζωή τους με χιούμορ και γέλιο, ενώ αυτοί που δούλευαν μαζί τους, προικισμένοι με όλα τα φυσικά πλεονεκτήματα, ήταν συχνά μίζεροι, ανικανοποίητοι και αγχώδεις. Είναι περίεργο ότι ορισμένοι από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου δεν φαίνονταν να είχαν κάποιο συγκεκριμένο λόγο που ήταν χαρούμενοι. Ήταν ευτυχισμένοι, αυτό μόνο. Παρατήρησα ότι το κοινό σημείο τους ήταν το θάρρος, η προθυμία να τολμήσουν, ν’ αποτύχουν και να το ξεχάσουν˙ μια έντονη πίστη στον εαυτό τους, μια θαυμάσια εφευρετικότητα, μια εμπιστοσύνη στη δημιουργική μοναδικότητά τους και μια ικανότητα να επιμένουν στο δικό τους όνειρο.

Μεγάλο μέρος της ευτυχίας χάνεται, ίσως, στο κυνηγητό της. Ο Χόουθορν, στα Αμερικανικά Σημειωματάριά του, έγραφε ότι η ευτυχία έρχεται, πάντα συμπτωματικά. «Όταν την κάνουμε σκοπό της ζωής μας» λέει, «μας οδηγεί στο κυνήγι της αγριόχηνας που ξεφεύγει πάντα από το στόχο μας». Καλύτερα να χάσουμε το δρόμο μας και, να ακολουθήσουμε κάτι εντελώς διαφορετικό από το κυνηγητό της ευτυχίας, προτείνει ο Χόουθορν. Είναι πιο εύκολο να συναντήσουμε έτσι την ευτυχία, χωρίς καν να την έχουμε ονειρευτεί.

Μόνο η αλήθεια μπορεί να μας βοηθήσει να νιώθουμε ασφαλείς. Μόνο η αλήθεια μπορεί να μας φέρει την απαραίτητη εμπιστοσύνη που χρειάζεται για τις διαρκείς και ανθεκτικές σχέσεις. Μόνο η αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν είναι καμιά φορά, μπορεί να δημιουργήσει ένα σίγουρο περιβάλλον ενότητας και ανάπτυξης.

Βέβαια η αλήθεια με κεφαλαίο «Α» είναι μια δύσκολη κατάκτηση. Δεν παύει, ωστόσο, να βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος μιας σχέσης αγάπης. Η εμπιστοσύνη χωρίς την αγάπη είναι αδιανόητη. Όπου δεν υπάρχει εμπιστοσύνη δεν υπάρχει αγάπη.

Λοιπόν να λέμε ψέματα ή να μην λέμε; Ο δρ. Ρότζερ Γκούλντ λέει στις Μεταμορφώσεις:

Η αλήθεια, απ’ όσο ξέρουμε, πρέπει να είναι ο σκοπός μας, ανεξάρτητα από το που μας οδηγεί. Κάθε εξαπάτηση τον εαυτού μας προκαλεί λανθασμένες κρίσεις που ακολουθούνται από κακές αποφάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες στη ζωή μας. Αλλά περισσότερο και από αυτό, κάθε προστατευτική αυτοεξαπάτηση είναι μια ρωγμή στην ψυχή μας, ένας μικρός δαίμονας που καιροφυλακτεί, έτοιμος να εξελιχθεί σ’ ένα σύμπτωμα ανεξήγητου άγχους όταν δεχτούμε μια απειλή. Οι αυτοεξαπατήσεις που σχεδιάστηκαν για να μας προστατεύσουν από τον πόνο, καταλήγουν στην πραγματικότητα να μας φέρουν περισσότερο πόνο. Οχυρώνουμε τις εξαπατήσεις μας για να τις προστατεύσουμε από τις φυσικές διορθώσεις της καθημερινής ζωής. Όσο μεγαλύτερη είναι η περιοχή του νου μας που θεωρούμε απαραίτητο να την υπερασπίσουμε, τόσο περισσότερο θα μαστίζεται η διαδικασία της σκέψης μας. Δεν θα επιτρέπουμε στο νου μας να περιπλανάται ελεύθερα, γιατί μια νέα πληροφόρηση μπορεί να αντικρούσει τις αυτοεξαπατήσεις μας. Όσο μεγαλύτερες είναι οι αυτοεξαπατήσεις, τόσο μεγαλύτερο είναι και το τμήμα του κόσμου που αποκλείουμε από τον εαυτό μας.

Από την άλλη μεριά, οι συγγραφείς Ρόμπερτ Γουλκ και η Άρθουρ Χένλεϊ, στο βιβλίο τους, Το δικαίωμα στο ψέμα, ένα από τα πιο καθοριστικά έργα πάνω στο θέμα αυτό, παρατηρούν:

Ένας πετυχημένος γάμος είναι το αποτέλεσμα τόσο των ψεμάτων όσο και της αγάπης που λειτουργούν στη ζωή τον ζευγαριού. Μολονότι με τις ευαισθησίες τους και τις συγκινήσεις τους μπορεί να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, δεν παύουν να είναι δυο χωριστά άτομα και τα συναισθήματά τους δεν είναι δυνατό να συμπίπτουν πάντοτε. Μια πολιτική απόλυτης ειλικρίνειας και εντιμότητας θα τους οδηγούσε, ίσως, σε φλύαρες αποκαλύψεις αλήθειας, που θα τους πλήγωνε άσκοπα και άκαιρα. Αυτό, με σειρά του, θα καταπόντιζε τη λεπτή ισορροπία του «δούναι και λαβείν» που είναι εξαιρετικά απαραίτητη ανάμεσα στο αντρόγυνο. Εποικοδομητικά, κατάλληλα και λογικά ψέματα μπορεί να έχουν ένα αμοιβαίο προστατευτικό αποτέλεσμα, και εμποδίζουν τους δύο εταίρους στο γάμο να μπλέκουν ο ένας στα πόδια του άλλον. Να γιατί το καλό ψέμα κάνει τον καλό γάμο.

Σ’ ένα άλλο σημείο, οι ίδιοι συγγραφείς δηλώνουν: «Η οικογένεια όπου όλοι λένε ψέματα παραμένει ενωμένη» . Βέβαια οι συγγραφείς δεν μιλούν για αναλήθειες που καταστρέφουν τη ζωή, αλλά για μια έλλειψη απόλυτης εντιμότητας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, που παρέχει μια δυνατότητα προστασίας της σχέσης από συνεχή τραύματα. Και προσθέτουν:

Το μόνο ψέμα που αξίζει να ειπωθεί είναι μια αναλήθεια που μπορεί ν’ αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο. Το ψέμα αυτό πρέπει να είναι δικαιωμένο, τεχνικά άρτια και κατάλληλο στην περίσταση. Για να πάρει μια πιστευτή απόφαση για ένα ψέμα, ένας υποψήφιος ψεύτης πρέπει να ζυγίζει τα πιθανά, οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους, μια διαδικασία παραπλήσια προς το παιχνίδι «αλήθεια ή συνέπειες».

Είμαστε πολύ εκλογικευμένοι στις σχέσεις μας, υπερβολικά ταξινομημένοι, οργανωμένοι και προβλεπτικοί. Χρειαζόμαστε ένα μέρος από τούτη τη μεριά της τρέλας και του παραλογισμού, όπου να μπορούμε από καιρό σε καιρό ν’ αφήνουμε την κοσμικότητα και να μετακινούμαστε στο αυθόρμητο και στο ανέλπιστο, σ’ ένα επίπεδο που περικλείει μια μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας και κινδύνου – ένα ενεργητικό περιβάλλον γεμάτο εκπλήξεις, που ενθαρρύνουν την αίσθηση της περιπέτειας˙ εδώ, ιδέες και αισθήματα, που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν δύσκολο να εκδηλωθούν, μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα. Σ’ ένα χαρούμενο περιβάλλον είναι εύκολο να βρεθεί ο δεσμός της αγάπης. Όταν γελούμε και ενθουσιαζόμαστε όλοι μαζί, ξεπερνούμε την αιτία και τη λογική, όπως ακριβώς κάνει ο κλόουν. Μιλάμε μια παγκόσμια γλώσσα. Νιώθουμε πιο δεμένοι ο ένας με τον άλλον.

Η χαρά, το χιούμορ, το γέλιο, όλα αυτά είναι θαυμάσια και προσιτά εργαλεία για να φέρουν την άνεση και τη φρεσκάδα σε μια σχέση. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ξεπεραστούν οι αναστολές και η ένταση. Ο Δρ. Γονίλιαμ Φράι του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ έγραψε ότι το γέλιο βοηθάει στη δυσπεψία (εγκαταλείψτε τα αντιοξικά σας) διεγείρει την καρδιά, δυναμώνει τους μυώνες (εγκαταλείψτε το τζόγκινγκ), ενεργοποιεί τις δημιουργικές λειτουργίες του νου και κρατά τον άνθρωπο ζωηρό και σβέλτο (εγκαταλείψτε τα τεχνητά διεγερτικά). Κι όλα αυτά μ’ ένα δυνατό γέλιο.

Η χαρά και η ευτυχία είναι απλώς καταστάσεις του νου. Και ακριβώς γι’ αυτό μπορούν να μας βοηθήσουν να βρούμε δημιουργικές λύσεις. ‘Όταν νιώθουμε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ευφορίας, είμαστε πιο ανοιχτοί στη ζωή, πιο ικανοί να δούμε τα πράγματα καθαρά και να ελέγξουμε τις καθημερινές εντάσεις. ‘Όταν γελάμε το σώμα εκκρίνει μια ειδική ορμόνη που είναι ένας φυσικός δολοφόνος του πόνου. Ο Νόρμαν Κάζινς υποστηρίζει ότι αυτοθεραπεύτηκε από μια ανίατη αρρώστια χρησιμοποιώντας, ανάμεσα στ’ άλλα, τη δύναμη του γέλιου. Το αυθόρμητο βροντερό γέλιο, που σε κάνει να τινάζεσαι στη θέση σου, προκαλεί τη δόνηση σε όλα τα βασικά όργανα τον σώματος, όπως ακριβώς συμβαίνει με το καλό τροχάδην. Αν, λοιπόν, είμαστε πολύ τεμπέληδες και αποφεύγουμε το τροχάδην, μπορούμε να γελάμε. Υπηρετούμε εξίσου καλά την υγεία μας! Πέταξε την ασπιρίνη και σάρκασε οτιδήποτε σε απελπίζει.

Χρόνια ολόκληρα μου έλεγαν ότι δεν έπαιρνα τη ζωή στα σοβαρά, ότι η στάση μου αυτή θα με οδηγούσε στον όλεθρο και στην καταστροφή. Ένας άνθρωπος με το δικό μου επαγγελματικό υπόβαθρο θα έπρεπε να είναι ένα υπόδειγμα – ακέραιος, επίμονος, σοβαρός, με τα πόδια του να «πατάνε σταθερά στο έδαφος». Με τα δυο μου πόδια να «πατάνε σταθερά στο έδαφος» κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να φορέσω το παντελόνι μου. Με τα πόδια μου στον αέρα, είναι πιο εύκολο!

«Η χαρά έρχεται στη ζωή μας», λέει ο Τζόζεφ Άντισον, «όταν έχουμε κάτι να κάνουμε, κάτι ν’ αγαπάμε και κάτι για να ελπίζουμε».

Ζήσε με πληρότητα και αφθονία. Αγάπα ολοκληρωτικά και χωρίς φόβο. Άφησε την ελπίδα να λάμψει και ποτέ μην παραιτείσαι από το όνειρο. Όλα αυτά θα μας βοηθήσουν, αλλά η χαρά θα είναι δική μας, όταν εμείς το επιλέξουμε. Ο Αβραάμ Λίνκολν μας υπενθυμίζει: «Οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο αποφασίζουν να είναι».

Πολλές σχέσεις έχουν διασωθεί από ένα σπαρταριστό, ακράτητο γέλιο.

Επίκουρος: Το Τετρακριτήριο

Η τετραπλή συνταγή ή τετραπλό κριτήριο της αλήθειας αποτελείται, λοιπόν, από τις αισθήσεις, τα πάθη (συναισθήματα, συγκινή­σεις), τις προλήψεις (έννοιες των πραγμάτων ήδη αποθηκευμένες στο νου) και τις διορατικές συλλήψεις του νου (φανταστικαί επιβολαί τής διανοίας).

Τα δύο πρώτα μπορούν να θεωρηθούν ως απλή, φυσική, αμοιβαία αλληλεπίδραση, ακόμη και αντιστοιχία, του ζώντος οργανισμού και του φυσικού του περιβάλλοντος. Τα δύο τε­λευταία έχουν φέρει αντιμέτωπους τους ερμηνευτές του Επίκουρου με ουσιαστικές δυσκολίες. Θα εξετάσω παρακάτω ένα προς ένα τα στοιχεία που συνθέτουν το τετρακριτήριο και θα επιχειρήσω να ανασυγκροτήσω την οντογνωσιολογία του Επίκουρου.

Η αίσθησις

Η αίσθησις αναφέρεται στην άμεση αισθητηριακή αντίληψη, σε ένα είδος φυσικής συμφωνίας ανάμεσα στα όργανα των αισθήσεων και στο αντικείμενο ή σώμα και τις ιδιότητές του (οι οποίες ονομάζον­ται συμπτώματα και συμβεβηκότα). Ο Επίκουρος επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες του μηχανισμού της αισθητηριακής αντίληψης στη βάση της ατομικής θεωρίας. Σύμφωνα με την ατομική θεωρία, όχι μόνο τα αισθητήρια όργανα αλλά ακόμη και η ψυχή, που θεωρεί­ται ως ένα είδος υλικού σώματος, παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατα­γραφή και στην ερμηνεία των προσλαμβανόμενων μηνυμάτων. Η αισθητηριακή αντίληψη είναι το πρωταρχικό, μη αναγώγιμο και μη διαψεύσιμο πεδίο γνωσιολογικής αναφοράς και επαλήθευσης: παρέχει μαρτυρία για την ύπαρξη ενός υλικού/ατομικού κόσμου και εγγυάται την οντολογική ομογένεια του κόσμου αυτού. Αντικείμε­νο και υποκείμενο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και συμφωνούν, παρέχοντας στο έμβιο ον την πιο ασφαλή πηγή για να κρίνει την πραγματικότητα, με βάση την καθαρή μαρτυρία (ενάργεια) της κοι­νής αισθητηριακής αντίληψης.

Ο όρος αίσθησις, ωστόσο, αναφέρεται και στην εντύπωση, στο προϊόν της αλληλεπίδρασης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου της αισθητηριακής σύλληψης. Λογικά, και στο πλαίσιο της επικούρειας ψυχολογίας, η εντύπωση πρέπει να τονιστεί ως αυτό που πα­ρέχει τη σύνδεση μεταξύ αισθητηριακής αντίληψης και συναισθήματος/συγκίνησης (πάθους). Εντούτοις, ο Επίκουρος επιλέγει να χρη­σιμοποιεί τον όρο αίσθησις εναλλακτικά και με τις δύο σημασίες του (ως αισθητηριακή αντίληψη και ως εντύπωση).

Ο λόγος είναι ότι στην ουσία και τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας εδράζονται τόσο στην αισθητηριακή αντίληψη όσο και στην εντύπωση. Επ’ αυτού θα συμφωνούσε ο Επίκουρος με τους περισ­σότερους σύγχρονους φαινομενολόγους.

Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια σύντομη ματιά στο λιγότερο διφορούμε­νο κείμενο που αναφέρεται στην αίσθηση

Κάθε αίσθησις στερείται λόγου (άλογος έστί) και δεν είναι επιδεκτική μνήμης (μνήμης ουδεμιάς δεκτική)’ δεν ενεργοποιείται από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάτι άλλο δεν μπορεί να του προσ­θέσει ή να αφαιρέσει κάτι. Κι ούτε υπάρχει κάτι που να μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις: δεν μπορεί μία αίσθησις να ανατρέψει μιαν ομοειδή της αίσθηση [σημ.: την αίσθηση που προέρχεται από το ίδιο αισθη­τήριο όργανο] μιας και έχουν κι οι δυο την ίδια ισχύ (διά την ισοσθενειαν)’ ούτε μπορεί να ανατρέψει μια μη ομοειδή της αίσθηση, αφού οι δύο αποτελούν κριτήρια διαφορετικών πραγμάτων. Ούτε το λογικό (ο λό­γος) μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις, αφού το λογικό εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις αισθήσεις. Ούτε, πάλι, μπορεί μια αΐσθησις να ελέγξει μιαν άλλη, εφ’ όσον σε όλες δίνουμε την ίδια προσοχή. Kαι το γεγονός ότι αντιλαμβανόμαστε δια των αισθήσεων (επαισθήματα) πιστοποιεί την αλήθεια τους. Το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι εξίσου πραγματικό με το ότι νιώθουμε πόνο {ώσπερ το αλγειν). Ως εκ τούτου, πρέπει με βάση τα φανερά {από των φαινομένων) να οδηγού­μαστε σε συμπεράσματα για τα μη φανερά (άδηλα). Διότι όλες οι ιδέες μας προέρχονται από τις αισθήσεις – πότε μέσω σύμπτωσης, πότε κατ’ αναλογία ή σύμφωνα με κάποια ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων, όπου κατά τι συμβάλλει και το λογικό. Όσο για τα οράματα των τρε­λών (μαινόμενων φαντάσματα) και τα όνειρα που βλέπουμε, έχουν α­ληθινή υπόσταση, δεδομένου ότι προκαλούν κίνηση [στο νου] (κινεί yap)’ και κάτι που δεν υπάρχει δεν προκαλεί τίποτα.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι, σ’ αυτή την εξαιρετικά σαφή αναφορά στην αίσθηση, επιλέγονται για συζήτηση τα εξής χαρα­κτηριστικά της αισθητηριακής αντίληψης/εντύπωσης:

1.Η αίσθηση είναι ανεξάρτητη από το λογικό (λόγον) και τη μνήμη. Συνίσταται, με άλλα λόγια, σε μια άμεση και απευθείας αλληλεπίδραση, ακόμη και αντιστοιχία, στιγμιαία και ολοκληρω­μένη, ανάμεσα στον οργανισμό που αντιλαμβάνεται (ή μάλλον, στα όργανα της αντίληψης – τις πέντε αισθήσεις και την ψυχή) αφ ενός, και αφ’ ετέρου στο αντικείμενο που γίνεται αντιληπτό. Η υπεροχή της αισθητηριακής σύλληψης/εντύπωσης προβάλλεται σε σχέση με οποιαδήποτε έλλογη κίνηση του νου, και σε σχέση με οποιαδήποτε ανάμνηση πραγμάτων του παρελθόντος, δηλαδή των προηγούμε­νων αισθητηριακών συλλήψεων/εντυπώσεων. Η πράξη της αισθη­τηριακής αντίληψης είναι, επομένως, μια απευθείας, άμεση σχέση -που εδραιώνεται μέσω των αισθητήριων οργάνων- ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο’ ανάμεσα στο επιμέρους ζωντανό ον και τον κόσμο όπως αυτός φαίνεται. Κάθε αισθητηριακή σύλληψη/εντύπωση είναι πλήρης και αυτόνομη, και εγγυάται την ταυτό­χρονη παρουσία και των δύο, δηλαδή του ατόμου και του κόσμου, καθώς και την άρρηκτη ενότητά τους.

2.Δεν είναι μόνο ότι η αίσθηση είναι ανεξάρτητη από τον λόγο αλλά, επιπλέον, ότι ο λόγος (η λογική συγκρότηση του νου, η νόη­ση) είναι εντελώς εξαρτημένος από την αίσθηση και δευτερογενής. Το προβάδισμα της αισθητηριακής αντίληψης υποστηρίζεται εδώ και οντολογικά και γνωσιολογικά: η πραγματικότητα και η αλή­θεια για την πραγματικότητα εδραιώνονται μέσω της πραγματι­κότητας των αισθήσεων, της πρωταρχικής και άνευ όρων συμφω­νίας αυτού που αντιλαμβάνεται και αυτού που γίνεται αντιληπτό. Έτσι, ο Επίκουρος υποστηρίζει την ύπαρξη ενός μονοδιάστατου φυ­σικού κόσμου, άμεσα αντιληπτού μέσω των αισθήσεων του ζωντα­νού οργανισμού’ ενός φυσικού κόσμου φαινομένων απευθείας αποκαλύψιμων στο φυσικό -και επίσης προφανές- υποκείμενο. Όλη η πραγματικότητα και, επομένως, όλες οι βεβαιότητες βασίζονται στις αισθήσεις και στη διαύγεια του προφανούς: «Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ’χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμη και εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρί­ζεσαι ότι μας εξαπατούν».

3· Η πραγματικότητα της αισθητηριακής αντίληψης ισοδυναμεί με την πραγματικότητα του φυσικού πόνου. Ο κόσμος των φαινο­μένων, με άλλα λόγια, αποτυπώνει τα μηνύματά του στο υποκεί­μενο της αντίληψης, με έναν τρόπο τόσο πραγματικό και απτό ό­σο και το αίσθημα ενός σωματικού πόνου. Κάθε περαιτέρω διαχεί­ριση αυτών των αντιληπτικών αισθημάτων αποτελεί μια δευτερο­γενή πράξη διάταξης, συγκρότησης (ή μάλλον ανασυγκρότησης) του κόσμου με βάση την άμεση, μη ανασκευάσιμη και μη αναγώγιμη μαρτυρία των αντιληπτικών αισθήσεων, εντυπώσεων και, ό­πως θα δούμε, των συγκινήσεων του επιμέρους οργανισμού. Όλη η γνώση (έννοιες, ιδέες, θεωρίες) προέρχεται από την άμεση εμπει­ρία μας του κόσμου’ κατ’ αρχάς μέσα από την άμεση επαφή με ε­πιμέρους πράγματα, όπως αυτά εμφανίζονται σ’ εμάς και, στη συ­νέχεια, «κατ’ αναλογία ή σύμφωνα με κάποια ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων»- διαδικασίες στις οποίες προφανώς το λογικό (λογισμός) συμβάλλει με ένα τεχνικό τρόπο. Έτσι, μπορούμε να φθάσουμε στη σύνθεση ή ανασύνθεση της αληθούς -ακόμη και αν αυτή είναι ατελής- εικόνας της πραγματικότητας, όπως μας την αποκα­λύπτει ο κόσμος των φαινομένων.

4. Τελικά, για να συλλάβουμε πλήρως την οντολογική και γνωσιολογική σημασία του ότι ο Επίκουρος δίνει το προβάδισμα στην αίσθηση, θα πρέπει να επιμείνω στα παρακάτω: Τα σώματα είναι πραγματικά, με την έννοια ότι υπάρχουν άμεσες, αδιαμεσολάβητες αντιλήψεις των αισθήσεων, εντυπώσεις και, εν τέλει, συγκινήσεις σε σχέση και με τις μόνιμες ιδιότητες τους (όπως «σχήματα και χρώματα, μεγέθη και βάρη») και με τις μη μόνιμες ιδιότητες (τα «συμπτώματα»). Με μια έννοια, λέει ο Επίκουρος, «θα έπρεπε ό­λες οι ιδιότητες να θεωρούνται “συμπτώματα”, αφού «δεν έχουν αυτόνομη φύση καθεαυτές, αλλά τις παρατηρούμε (θεωρείται) με τον τρόπο που η ίδια η αίσθησή μας παρουσιάζει τον ιδιαίτερο χα­ρακτήρα και τα γνωρίσματά τους.»

Αυτή είναι η φύσις των σωμάτων, δηλαδή της υλικής πραγματι­κότητας. Δεν υπάρχει ον ανεξάρτητα από τις κινήσεις που προκαλεί – δηλαδή ξέχωρα από τα επιμέρους ίχνη (κυριολεκτικά: τα υ­λικά ίχνη) που αφήνει πάνω σε ένα ζωντανό οργανισμό. Τα ίχνη αυτά παράγονται από την αλληλεπίδραση του ζωντανού οργανι­σμού και του κόσμου, όπως αυτός φαίνεται στον οργανισμό, όπως δηλαδή ο οργανισμός αντιλαμβάνεται και συλλαμβάνει με τις αι­σθήσεις τον κόσμο, με μια λέξη, όπως τον βιώνει. Ο κόσμος των φαινομένων, ο φυσικός φαινόμενος κόσμος είναι πραγματικός διότι μόνον αυτός κινεί’ και οπουδήποτε υπάρχει κίνηση (αισθητηριακές αντιλήψεις, εντυπώσεις, συγκινήσεις) εκεί υπάρχει πραγματικότη­τα, υπάρχει ον. Έτσι, τα φανταστικά αντικείμενα (φαντάσματα) που γίνονται αντιληπτά από υποκείμενα διανοητικώς διαταραγμένα ή υποκείμενα που ονειρεύονται, μαρτυρούν μιαν άλλη όψη της πραγματικότητας, τόσο πραγματική όσο ο κόσμος των τραπέζιών και καρεκλών. Η πραγματικότητα είναι φαινόμενα και τα φαινό­μενα είναι πραγματικότητα.

Η θεμελιώδης αρχή του παρμενίδειου μονισμού -που την απο­δέχτηκαν και στη συνέχεια την επεξέτειναν οι αρχαίοι Ατομικοί φι­λόσοφοι με το αξίωμά τους περί ελάχιστων μερών (ατόμων), δη­λαδή μικροόντων που παρουσιάζουν τις περισσότερες από τις ιδιό­τητες που επιφύλασσε ο Παρμενίδης για το δικό του μέγα-όν- επεκτείνεται περαιτέρω από τον Επίκουρο για να συμπεριλάβει τον κόσμο των φαινομένων. Ο Επίκουρος μάλιστα θέτει την αρχή αυτή με επιτακτική σαφήνεια ως οντολογική βάση της σκέψης του. Το ον υπάρχει, με την έννοια που έδιναν οι Ατομικοί φιλόσοφοι, και υ­πάρχει ως φαινόμενο. Αυτό προφανώς δεν έρχεται σε αντίφαση με τον δεύτερο ισχυρισμό των Ατομικών φιλοσόφων, ότι δηλαδή και το μη ον υπάρχει επίσης — κάτι που και για τον Επίκουρο αποτε­λεί αξίωμα. Ωστόσο, μόνο το ον κινεί’ και ό,τι προκαλεί κίνηση -και μόνο αυτό- είναι. Το μη ον, που συλλαμβάνεται ως το κενόν, δεν είναι παρά ενδιάμεσο, ο άδειος χώρος μέσα στον οποίο πραγ­ματοποιείται η κίνηση. Σώματα και χώρος μαζί αποτελούν «το σύμπαν» (τό παν).

Για να ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν: η αίσθησις (άμεση αισθητη­ριακή αντίληψη/εντύπωση) μαζί με τα πάθη (συγκινήσεις/συναισθήματα) συνιστούν, σύμφωνα με τον Επίκουρο, την πρωταρχική, μη αναγώγιμη γνωσιολογική βάση. Αυτό δεν υποστηρίζεται αυθαίρε­τα αλλά πηγάζει από την υλιστική, με όρους ατομικής φυσικής σύλληψη της πραγματικότητας, που καθορίζει την οντολογία του Επί­κουρου. Ανταποκρίνεται στη βασική του αντίληψη ότι η πραγματι­κότητα, όλη η πραγματικότητα, είναι δυνάμει φανερή’ ότι ο πραγ­ματικός κόσμος είναι φύσει φαινόμενος, ακόμη και αν δεν είναι όλα τα σώματα φανερά εδώ και τώρα. Για τον ίδιο λόγο δεν πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρχουν πολλοί πραγματικοί κό­σμοι, όπως πιστοποιείται από τα φανταστικά αντικείμενα της αντίληψης.

Στην πραγματικότητα ο Επίκουρος, προχωρώντας ακό­μη περισσότερο, υποστηρίζει την ύπαρξη «άπειρου αριθμού κόσμων (κόσμοι άπειροι), από τους οποίους κάποιοι είναι όμοιοι με τον δικό μας κόσμο, ενώ άλλοι όχι». Ο φιλόσοφος οδηγείται σ’ αυτό το συ­μπέρασμα από την απειρότητα των ατόμων αλλά και του διαστή­ματος. Τελικά, ο κόσμος των φαινομένων είναι δυνάμει αποκαλύψιμος στο υποκείμενο της αντίληψης, εν προκειμένω στο άτομο που αντιλαμβάνεται, νιώθει και εντέλει διανοείται ή γνωρίζει. Κα­τά μία -κρίσιμη- έννοια, η γνώση -η άμεση, χειροπιαστή πληρο­φορία ή, ακόμη καλύτερα, η εναργής μαρτυρία περί του πραγματι­κού, δηλαδή του φαινόμενου κόσμου— εγγυάται την ομοιογενή και απόλυτα φυσική δομή του οντος, και το αντίστροφο. Η οντολογία και η γνωσιολογία βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και αμοιβαιότη­τα. Αυτό μας επιτρέπει να μιλάμε για «οντογνωσιολογικό» συν­δυασμό: των αρχών του Κανονικού με τις αρχές της Φυσικής του Επίκουρου.

Πάθη

Τα πάθη ή συναισθήματα ή συγκινήσεις αποτελούν, σύμφωνα με τον Επίκουρο, το δεύτερο σημαντικό κριτήριο αλήθειας ή γνωσιολογικό κριτήριο. Τ όσο οι αισθήσεις όσο και τα πάθη ανήκουν στην ίδια τάξη του πραγματικού. Επιπλέον, και τα δύο μάς παρέχουν μια εξίσου κρίσιμη μαρτυρία της ομοιογενούς υλικής δομής του φυ­σικού κόσμου που περιβάλλει τον άνθρωπο (και υπό μια γενική έν­νοια, το σύνολο του έμψυχου κόσμου) και περικλείει τις δραστηριότητές του. Για τον λόγο αυτό, όταν καταπίπτει η επιχειρηματολο­γία (και έχουμε δει ότι ο Επίκουρος διστάζει να μιλήσει για το λο­γικό μέρος της θεωρίας του, προτιμώντας αντ’ αυτού να υποστηρί­ζει τις αρχές του Κανονικού που σκιαγραφούν τα οντολογικά και, κατά συνέπεια, τα γνωσιολογικά του αξιώματα), υποχρεώνεται να υποστηρίξει την συμπληρωματικότητα των αισθήσεων και των πα­θών ως γνωσιολογικών κριτηρίων. Τα δύο αυτά κριτήρια αλή­θειας συνιστούν από κοινού ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ως η υποδομή της γνωσιολογίας του Επίκουρου.

Αισθήσεις και πάθη είναι εξίσου πραγματικά και εξίσου έντονα. Ό,τι ισχύει για την αντιληπτικότητα στην περίπτωση των αισθή­σεων, το ίδιο ισχύει για την σωματική -ακόμη και φυχολογική- εμπειρία του πόνου και της ηδονής στην περίπτωση των παθών. Ε­πιπλέον, αισθήσεις και πάθη παρέχουν μια μη αναγώγιμη μαρτυρία της πραγματικότητας του κόσμου των φαινομένων, αλλά και εγγυώνται την ικανότητα του ανθρώπου να τα γνωρίζει. Η ύπαρξη, ως φαινόμενη πραγματικότητα, και η άμεση αδιαμεσολάβητη εμ­πειρία αυτής της πραγματικότητας μέσω της αισθητηριακής αντί­ληψης/εντύπωσης και του συναισθήματος -το οποίο μπορεί να θε­ωρηθεί ως ένα είδος «εσωτερικής αίσθησης»- συμπίπτουν,

[Οι Επικούρειοι] λένε ότι δύο πάθη υπάρχουν, η ηδονή και ο πόνος (άλγηδών), που προκαλούνται σε κάθε έμβιο ον (παν ζώον)’ ότι το ένα είναι οίχεΐον (συγγενικό προς την φύση του) ενώ το άλλο άλλότριον (ξένο /εχθρικό)’ και ότι με βάση αυτά αποφασίζουμε τι θα επιλέξου- με και τι θα αποφύγουμε (<αιρέσεις και φυγάς).

Όσο για τις έρευνες, υπάρχουν δύο λογιών: η έρευνα που αφορά στα πράγματα (περί των πραγμάτων), και η έρευνα που ασχολείται με σκέτα λόγια (περί φίλην την φωνήν).

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον ρόλο που παίζουν τα πάθη στον καθορισμό των επιλογών του ατόμου κατά την αναζήτηση της ευ­δαιμονίας- που, όπως θα δούμε, συμπίπτει με την επιδίωξη της η­δονής: του οικείου πάθους που «ευνοεί την ευφροσύνη» κάθε έμβιου όντος. Η διαδικασία αυτή, που χαρακτηρίζει και προσδιορίζει αυτό που σωστά θεωρείται ως σφαίρα της δράσης («επιλογές και αποφυ­γές»), θα εξεταστεί στο πλαίσιο της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε και να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι τα δύο είδη παθών -ηδονή και πόνος (άλγηδών)- «προκαλούνται σε κάθε έμβιο ον» και συνοδεύουν κάθε έκφανση της ζωής στον κόσμο. Τα πάθη, με άλλα λόγια, όπως και οι αισθή­σεις, αποτελούν θεμελιώδη φυσιο/ψυχολογικά δεδομένα, που πι­στοποιούν και εγγυώνται την ύπαρξη και δομή του υλικού κόσμου όπως αυτός εμφανίζεται στον άνθρωπο και όπως ο άνθρωπος τον βιώνει. Και επιπλέον, ορίζουν τη θέση του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο. Αισθήσεις και πάθη μαζί μάς παρέχουν μια θεμελιώδη και μη διαψεύσιμη μαρτυρία περί της πραγματικότητας. Μας παρέ­χουν μια αδιάψευστη απόδειξη για τη φύση του κόσμου και ταυτό­χρονα διαγράφουν την έκταση και τα opta της -εν δυνάμει- γνώ­σης αυτού του κόσμου και της θέσης μας μέσα σ’ αυτόν. Εμπεριέ­χουν, όπως έχουμε δει, την υποδομή της γνωσιοθεωρίας του Επί­κουρου, όπως αυτή υπαγορεύεται από το υλιστικό όραμα του φυσι­κό ΰ κόσμου, αφού συνιστούν αδιαφιλονίκητο σημείο αναφοράς. Α­νήκουν στην πρώτης τάξης, αδιαμεσολάβητη εμπειρία του κόσμου. Επομένως, η τελευταία φράση του αποσπάσματος του Διογένη Λαέρτιου που παραθέσαμε πιο πάνω, δεν είναι τόσο άσχετη όσο φαίνεται ίσως με την πρώτη ματιά. Η αληθινή έρευνα ενδιαφέρεται για τα υπαρκτά πράγματα, για το όν όπως εμφανίζεται μέσω της αισθητηριακής αντίληψης, της εντύπωσης και του συναισθήμα­τος, και όχι για σκέτα λόγια (φιλαι φωναι) που δεν ανταποκρίνονται στην άμεσα αποκαλύψιμη πραγματικότητα του κόσμου.

Για να κλείσουμε, λοιπόν: ως μέρος του τετρακριτήριου της α­λήθειας ή γνωσιολογικού κριτηρίου, οι αισθητηριακές αντιλήψεις, οι εντυπώσεις και τα συναισθήματα/συγκινήσεις αποκαλύπτουν την οντολογική δομή της πραγματικότητας και εγγυώνται όλη την περαιτέρω αναζήτηση της αλήθειας. Καθορίζουν όλες τις περαι­τέρω προσπάθειες που καταβάλλουμε για να συγκροτήσουμε ή να ανασυγκροτήσουμε μια -έστω και μερικώς- αληθή εικόνα ή ερμηνευτική θεωρία του φυσικού κόσμου. Ετοιμάζουν το έδαφος και α­νοίγουν το δρόμο για την κοινή λογική που θα κρίνει τον κόσμο των φαινομένων. Αυτή, σύμφωνα με τον Επίκουρο, είναι η μόνη α­σφαλής βάση της επιστήμης. Οι αισθήσεις και τα πάθη ή, ακριβέστε­ρα, η ολοφάνερη μαρτυρία (ενάργεια) που μας παρέχουν η αισθη­τηριακή αντίληψη, η εντύπωση και η συγκίνηση, είναι η μοναδική πηγή βεβαιότητας: «…επί τάς αισθήσεις καί τά πάθη – οΰτω γάρ ή βεβαιότατη πίστις εσται…»

Πρόληψις

Οφείλουμε τώρα να εξετάσουμε τη σημαντική και κρίσιμη μετάβα­ση από τη γνωσιοθεωρητική υποδομή -που ορίζεται από την επι­κούρεια ανάλυση της φύσης και του ρόλου των αισθήσεων και των παθών-, στο γνωσιολογικό εποικοδόμημα, δηλαδή τη διαδικασία με την οποία, για να χρησιμοποιήσω την γλώσσα του Μαρξ, παράγεται η συνείδηση από την ύλη. Η έκφραση βέβαια δεν είναι του Επίκουρου, αν και είναι φανερό ότι ο Επίκουρος ακολουθεί την ίδια γραμμή σκέψης. Η δεύτερη σειρά κριτηρίων της αλήθειας, η πρόληψις και η φανταστική επιβολή τής διάνοιας, (ασχέτως αν η δεύτερη προβλήθηκε ως κριτήριο από τον ίδιο τον Επίκουρο) έχει να κάνει ακριβώς μ’ αυτή τη μετάβαση.

Η πρόληψις, ένας όρος ασυνήθιστος και προβληματικός -που συχνότερα αποδίδεται ως «έννοια», «γενική έννοια», «έννοια που παράγεται από την αισθητηριακή αντίληψη» (Bailey), και ακόμη ως preconception (Hicks, Furley)-, προφανώς αναφέρεται στη δια­δικασία σχηματισμού εννοιών, μια διαδικασία η οποία εντείνεται από την ακόμη πιο δύσκολη και δυσνόητη λειτουργία που αποκαλείται φανταστικαί επιβολαί τής διανοίας (=«διορατική σύλληψη του νου»). Ατυχώς, στα σωζόμενα κείμενα του ίδιου του Επίκου­ρου, πολύ λίγα υπάρχουν που θα μας επέτρεπαν να συλλάβουμε με βεβαιότητα το ακριβές νόημα της προληψεως. Θα προσπαθήσω να απομονώσω τα χαρακτηριστικά που μπορούν με σιγουριά να απο­δοθούν στην πρόληψη και, επιπλέον, να καταδείξω -ελπίζω, με πληρότητα- τη διαδικασία σχηματισμού εννοιών, στο γνωσιολο­γικό σύστημα του Επίκουρου. Θα φανεί εδώ ότι η φυσική γλώσσα παίζει κρίσιμο ρόλο για την ανασύνθεση που επιχειρούμε. Η αναφορά του Διογένη Λαέρτιου σχετικά με το νόημα της προλήψεως έ­χει ως εξής:

Με την πρόληψιν εννοούν [οι Επικούρειοι] κάτι σαν νοητική σύλληψη κάποιου πράγματος ως υπαρκτού (κατάληφιν), ή ορθή γνώμη (δόξαν ορθήν), ή έννοια ή γενική ιδέα (καθολικήν νόησιν) επαναποθηκευμένη στο νου δηλαδή την μνημη ενός εξωτερικού πράγματος που μας έ­χει παρουσιαστεί επανειλημμένα. Τέτοιας λογής είναι π.χ. ο άνθρω­πος: μόλις ειπωθεί η λέξη «άνθρωπος», αμέσως, σύμφωνα με την πρόληψη που έχουμε του ανθρώπου, παρουσιάζεται στη νόηση η μορφή του (τύπος), σύμφωνη με τα προηγούμενα δεδομένα των αι­σθήσεων. Έτσι, το αντικείμενο που αρχικά έχει δηλωθεί με μία λέξη (παντί όνόματι) [ή αλλιώς: το πρωταρχικό νόημα που έχει αποδοθεί σε κάθε λέξη], είναι ξεκάθαρο (εναργές). Δεν θα ρωτούσαμε ποτέ για κάτι που προηγουμένως δεν έχουμε γνωρίσει’ ρωτάμε, λόγου χάρη, «άλογο είναι αυτό που στέκεται εκεί πέρα ή βόδι;». Θα πρέπει να μας είναι ήδη γνωστές, με βάση την πρόληψιν, οι μορφές του αλόγου και του βοδιού. Ούτε θα μπορούσαμε ποτέ να ονομάσουμε κάτι, αν προη­γουμένως δεν γνωρίζαμε, σύμφωνα με την πρόληψιν, τη μορφή του (τύπον). Οι προλήψεις, επομένως, είναι πράγματα αυταπόδεικτα (ε­ναργείς). Και το αντικείμενο της γνώμης μας πάντα εξαρτάται από κάποιο προηγούμενο αυταπόδεικτο πράγμα, στο οποίο αναφερόμα­στε’ όπως λ.χ,: «Από πού ξέρουμε ότι τούτο το ον είναι άνθρωπος;».

Για την γνώμη χρησιμοποιούν την λέξη ύπόληψις που, όπως ισχυρίζονται, είτε είναι αληθής είτε ψευδής: Αν πιστοποιείται από τις αυταπόδεικτες μαρτυρίες (άνμεν έπιμαρτυρήτοα) ή δεν αναιρείται (μη άντιμαρτυρήται), τότε αληθεύει. Ενώ αν δεν πιστοποιείται ή αν υ­πάρχει αρνητική μαρτυρία, τότε είναι ψευδής, Γι’ αυτό και εισήγαγαν την έκφραση «το προσμενον» [ = αυτό που περιμένει επαλήθευση] ό­πως, λόγου χάρη περιμένει κανείς να πλησιάσει πρώτα κοντά σ’ ένα πύργο και να εξακριβώσει πώς φαίνεται εκ του σύνεγγυς [δηλ. να εξ­ακριβώσει αν είναι κυλινδρικός ή ορθογώνιος].

Το πρώτο και πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της προλήψεως, σύμφωνα με την παραπάνω αναφορά, είναι η σχέση της με την μνήμη. Ενώ βεβαιώνεται ότι η αισθησις στερείται λόγου (άλο­γός έστί) και δεν είναι επιδεκτική μνήμης (μνήμης ούδεμιάς δεκτι­κή), η πρόληφις αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία επιμέρους, άλογες και δίχως μνήμη αισθητηριακές εντυπώσεις και λει­τουργίες συνενώνονται -για να το πούμε έτσι- για να σχηματί­σουν εικόνες (τύπους) αντικειμένων που έχουν εμφανιστεί ξανά και ξανά στο υποκείμενο της αντίληψης, μέσω της αίσθήσεως και ενδε­χομένως μέσω των παθών. Αυτές οι προλήψεις, ή εικόνες που α­νακαλούνται στη μνήμη μπορούν, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, να εναποθηκεύονται και να χρησιμοποιούνται για κατοπινή ταυτοποίηση ή, καλύτερα, αναγνώριση των αντικειμένων του φαι­νόμενου κόσμου.

Ot όροι κατάληψις (= αποδοχή μιας παράστασης ως αληθούς ή υ­παρκτής), δόξα ορθή (= ορθή γνώμη), έννοια και καθολική νόησις (= καθολική ιδέα) εισάγονται σε μια προσπάθεια να αποσαφηνιστεί το νόημα της προλήψεως. Θα ’λεγε κανείς ότι καταδεικνύουν μια δια­δικασία βαθμιαίου σχηματισμού προλήψεων από το απόθεμα των επιμέρους, ασύνδετων και δίχως μνήμη αισθητηριακών αντιλήψε­ων, εντυπώσεων και, ενδεχομένως, συναισθημάτων. Με άλλα λό­για, η σχέση της προλήψεως με τη μνήμη εισάγει τη διάσταση του χρόνου, αυτής της «ιδιόμορφης ιδιότητας» (ίδιον τι σύμπτωμα), που συνοδεύει τις αισθητηριακές μας συλλήψεις, τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα/συγκινήσεις μας. Διαδοχικές αισθητηριακές α­ντιλήψεις, εντυπώσεις και συγκινήσεις συνενώνονται, μέσα σε ξε­χωριστές χρονικές στιγμές, σε μια συνεκτική, σταθερή εικόνα, δυ­νάμει αποθηκεύσιμη και διαθέσιμη για ανάκτηση και εφαρμογή για την ταυτοποίηση/αναγνώριση περαιτέρω αντικειμένων της ομοιο­γενούς, υλικής, φαινόμενης πραγματικότητας. Μέσω των προλή­ψεων, λοιπόν, το υποκείμενο της αντίληψης και του συναισθήματος εισέρχεται στη σφαίρα της συνέχειας, του δομημένου χρόνου’ ικανό να ανακαλεί τη μνήμη, να αναγνωρίζει και να ταυτοποιεί, αρχίζει να συγκροτεί, ή μάλλον να ανακαλύπτει ένα δομημένο, διαρκή και ανθεκτικό κόσμο αισθήσεων και παθών.

Μέσω της προλήφεως, ο αντιληπτός κόσμος γίνεται, σε βάθος χρόνου, συνεχής και αναγνωρίσιμος. Εικόνες δημιουργούνται, ενα­ποθηκεύονται και απομνημονεύονται για περαιτέρω χρήση. Ο αρ­χικά -και δυνάμει- χαοτικός, ασυνάρτητος, αποσπασματικός κό­σμος της φαινόμενης πραγματικότητας αρχίζει να εμφανίζεται -εν μέρει, έστω- ως ένα συνεκτικό, δομημένο όλον. Το υποκείμενο, που θα ήταν δέσμιο ενός χαοτικού και δίχως νόημα κόσμου ασύν­δετων αισθήσεων και παθών, τώρα μετατρέπεται σε μνήμονα κά­τοικο ενός συνεκτικού κόσμου του οποίου τα μηνύματα βαθμιαία ο- μογενοποιούνται και σταθεροποιούνται. Παρελθούσες, παρούσες και μελλοντικές αισθητηριακές εμπειρίες, εντυπώσεις και συναι­σθήματα ομαδοποιούνται, τροφοδοτώντας τον υποκειμενικό χρόνο με τις δικές του φυσικές, σταθερές προλήψεις. Ο υποκειμενικός χρό­νος τώρα κατοικείται από αντικειμενικές προλήψεις ή προβλέψεις αλλά και, θα τολμούσα να πω, προαισθήματα. 0 Επίκουρος θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιχειρεί να διατυπώσει μια μάλλον αυ­στηρή επαγωγική αρχή.

Επιπλέον, οι προλήψεις είναι εναργείς’, έχουν την ίδια άμεση, αδιαμφισβήτητη, ξεκάθαρη προφάνεια που χαρακτηρίζει τις αίσθή- σεις και τα πάθη. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα και, συνε­πώς, η αλήθεια αυτών των σταθερών συνεκτικών εικόνων διαθέτει την ίδια άμεση και αδιαμφισβήτητη φυσικότητα και εγκυρότητα που έχουν οι αρχικές αισθητηριακές εμπειρίες και τα συναισθήμα­τα που παρήγαγαν τις εικόνες αυτές. Έτσι, η νέα τυπολογία που ε­πιτυγχάνεται μέσω των προλήφεων μπορεί να υποκαταστήσει τη μαρτυρία των αισθήσεων και των συναισθημάτων με την ίδια αδια­φιλονίκητη αυθεντικότητα και σαφήνεια. 'Οταν ο νους ανακαλεί τις σταθερές εικόνες που έχουν δομηθεί με βάση άμεσες αισθητηριακές εμπειρίες, εντυπώσεις και συναισθήματα, το κάνει με την ίδια βε­βαιότητα και φυσική αναγκαιότητα με την οποία είχε καθοριστεί η απόκτηση της αρχικής εμπειρίας του κόσμου μέσω των αισθήσεων και των παθών. Η μόνη διαφορά είναι η διάρκεια και η διαθεσιμό­τητα αυτών των νέων νοητικών εικόνων που μπορούν να ανακα­λούνται στη μνήμη και να χρησιμοποιούνται ανά πάσα στιγμή. Η ένάργείά τους εκτείνεται μέσα στο χρόνο. Παραμένουν σταθερές και ανακτήσιμες. Στη συνέχεια, μέσω της γλώσσας, μπορούν να α­ποκτήσουν ανεξάρτητη υπόσταση και να περάσουν στη σφαίρα της αφαίρεσης και της θεωρίας. Υπάρχει, φυσικά, ο κίνδυνος η γλώσσα να αποκτήσει δική της, ανεξάρτητη υπόσταση αλλά όσο οι προλήψεις παραμένουν προσκολλημένες στις λέξεις -στις ονομασίες, στους όρους, στις έννοιες- που χρησιμοποιούμε όταν ταυτοποιούμε τα αντικείμενα της εμπειρίας μας, είναι πάντοτε εφικτή μια αλη­θής θεωρία για τη φύση του κόσμου.

Μαθαίνουμε να συνδέουμε λέξεις με πράγματα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας κι έτσι, όταν προφέρεται η λέξη, έχουμε μια «πρόλη­ψη» αυτού στο οποίο η λέξη αναφέρεται. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος να λησμονήσουμε ότι αυτή είναι η χρήση των λέξεων και να επιχει­ρήσουμε να τους δώσουμε μια ανεξάρτητη ζωή. Έτσι, ο Επίκουρος τονίζει ότι θα πρέπει να έχουμε στο νου μας τα πράγματα τα οποία έχουμε εκχωρήσει στις λέξεις μας (τά ύποτεταγμενα τοΐς φθόγγοις), ώστε να αποφεύγουμε τη χρήση κενών λέξεων. Πρέπει να χρησιμο­ποιούμε τις λέξεις με τρόπο που ανταποκρινεται στις προλήφεις μας, διότι αν αφήσουμε τις λέξεις αδέσποτες θα γίνουν άστοχες και ανεξέ­λεγκτες.

Τρίτο και τελευταίο χαρακτηριστικό της προλήψεως -και ί­σως το πιο σημαντικό από όλα- είναι ότι οι προλήψεις αποκτώνται μέσα από μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο των φαινομένων και με τις αισθητηριακές εντυπώσεις και τα συναισθήματα που αυτός προκαλεί στο αντιλαμβανόμενο/αισθανόμενο υποκείμενο. Η διαδι­κασία που είχε θεωρηθεί ως δεδομένη σε σχέση με την παραγωγή αισθήσεων (δηλαδή ότι προκύπτουν μέσω ενεργούς αλληλεπίδρα­σης -«πραγματικής επαφής» με ένα συγκεκριμένο πράγμα- ή κατ’ αναλογία, ή σύμφωνα με κάποια ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων -κατά περίπτωσιν, αναλογίαν, ομοιότηταν καί συνθεσιν), επεκτείνεται για να συμπεριλάβει την επιβεβαίωση και μη επιβεβαίωση με βάση την καθαρή ενάργεια που προσφέρουν τα ίδια τα φαινόμενα. Με άλλα λόγια, η διαδικασία σχηματισμού της προλήφεως αρχίζει να μοιάζει με τη διαδικασία της «εικασίας και ανασκευής», που α­νοίγει το δρόμο στην αφαίρεση και τη θεωρία.

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει με σιγουριά ότι με το τρίτο κριτή­ριο της αλήθειας ο Επίκουρος εισέρχεται προσεκτικά στον χώρο του επαγωγικού συλλογισμού. Τονίζει όμως ότι μόνο με σχολαστικές διαδικασίες συλλογής και διαίρεσης, επιβεβαίωσης ή μη επιβεβαίω­σης (με την άμεση και απευθείας -μολονότι χαοτική και αποσπα­σματική- μαρτυρία αισθήσεων και συναισθημάτων), μπορεί ο λογι­σμός ν’ αρχίσει να συγκροτεί ή να ανασυνθέτει μια αληθή -αν και αφηρημένη και απόμακρη- εικόνα ενός δομημένου και συνεκτικού κόσμου, όπου αντικείμενο και υποκείμενο προσχωρούν σε ένα είδος συμμαχίας και φτάνουν ακόμη και να συμπίπτουν. Μέσω της μνή­μης και της διάστασης του χρόνου, η οποία επιτρέπει σύγκριση, α­ναλογική συγκρότηση και σύνθεση, γίνεται δυνατή η παραγωγή της υλικής συνείδησης – μια διαδικασία που άμεσα θέτει το ζήτημα της γλώσσας. Σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει τώρα να στραφούμε.

«Πρόληψις» και φυσική γλώσσα

Ποιο ρόλο παίζει γλώσσα -οι λέξεις, οι ονομασίες, οι όροι, οι έν­νοιες και, τελικά, η θεωρία— στο σχηματισμό των προλήψεων;

Στην Επιστολή προς Ηρόδοτο, που πραγματεύεται τη φυσική ε­πιστήμη (φυσιολογία, φύσεως θεωρία) και επιχειρεί να δώσει στους ενδιαφερομένους μια ικανοποιητική σύνοψη των αρχών που πρέπει να μας οδηγούν στην έρευνα της φύσης, ο Επίκουρος γράφει τα εξής:

Πρώτα-πρώτα, Ηρόδοτε, πρέπει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων να μας είναι δεδομένο (τα ύποτεταγμενα τοΐς φθόγγοις Βει είληφέναι), ώστε να τις έχουμε ως συγκεκριμένα σημεία αναφοράς όταν εκφέρουμε κρίσεις για τα όσα φρονούμε ή αναζητούμε ή για τα άλυτα προβλήματα” κι όχι να χανόμαστε σε ατέρμονες ερμηνείες ή να χρη­σιμοποιούμε λέξεις κενές νοήματος (κενούς φθόγγους). Πρέπει απα­ραίτητα να είναι σαφές το πρωταρχικό νόημα (τό πρώτον εν νόημα) της κάθε λέξης, χωρίς τη βοήθεια καμιάς πρόσθετης απόδειξης, αν θέλουμε να αναφερόμαστε σε κάτι συγκεκριμένο όταν αναζητούμε, ό­ταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο ή όταν εκφέρουμε γνώμες.

Κι επίσης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να στηριζόμαστε στις αι­σθήσεις μας, προσηλωμένοι στις παρούσες εντυπώσεις είτε του νου (έπιβολάς Βιανοίας) είτε οποιοσδήποτε άλλου κριτηρίου, καθώς και στα υπαρκτά συναισθήματα (πάθη), ώστε να έχουμε μια βάση για να βγά­ζουμε συμπεράσματα και για τα όσα περιμένουν επιβεβαίωση (το προσμένον) και για τα μη προφανή (άδηλον).

Με βάση τις αισθητηριακές εμπειρίες, τις εντυπώσεις, τα συναι­σθήματα, «τις παρούσες εντυπώσεις, είτε του νου είτε οπουδήποτε κριτηρίου», που όπως είδαμε παρέχουν θεμελιώδη αδιάψευστη μαρ­τυρία περί του κόσμου, σχηματίζεται μια γλωσσική δομή της οποί­ας οι αρχικοί ήχοι καθώς και οι κατοπινές λέξεις, όροι και έννοιες έχουν φυσικό χαρακτήρα. Υπάρχουν, δηλαδή, κατ’ αντιστοιχία «ένα προς ένα» με την πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται και η σημασία τους, το νόημά τους, πρέπει να είναι δυνάμει επαληθεύσιμα σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, με αναφορά σε αυτή την πραγματικότητα. Η αντιστοίχιση, ακόμη και ταυτοποίηση, «λέξης και αντικειμένου» (ή σημαίνοντος και σημαινομένου) είναι φυσική, αδιαφιλονίκητη και προφανής στο αντιλαμβανόμενο/συναισθανόμενο υποκείμενο. Διαφορετικά, όλη η έρευνα θα αποδειχθεί ότι είναι μάταιη, ότι ενδιαφέρεται για λέξεις χωρίς περιεχόμενο (κενοί φθόγγοι), ή για ατελέσφορα, μη επαληθεύσιμα επιχειρήματα επ’ άπειρον (εις άπειρον). Για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Διογένη Λαέρτιου που παρέθεσα προηγουμένως, μια τέτοια έρευνα θα αφορά μόνο σε λέξεις κενές περιεχομένου (περί φίλην την φωνήν), ενώ η πραγματική φυσιολογία πρέπει να ενδιαφέρεται για την έ­ρευνα των αληθινών πραγμάτων (περί τά πράγματα). Άρα, είναι απαραίτητη κατ’ αρχάς η βεβαιότητα για το πρωταρχικό νόημα (τό πρώτον εννόημα) καθεμιάς λέξης, κάθε όρου και τελικά κάθε έν­νοιας, πριν να προχωρήσουμε στη έρευνα του φυσικού κόσμου.

Η οντο-γνωσιολογία του Επίκουρου έχει ήδη υποστηρίξει ότι η φυσική αντιστοιχία μεταξύ του υποκειμένου που αντιλαμβάνεται και του αντικειμένου που γίνεται αντιληπτό βρίσκεται στη ρίζα της εμπειρίας του κόσμου των φαινομένων, και ότι δεν μπορεί να συμ­βαίνει κάτι διαφορετικό. Οι προλήψεις λειτουργούν ακριβώς ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην άμεση μαρτυρία που παρέχουν οι αισθήσεις και στην ανώτερη δραστηριότητα του σχηματισμού εν­νοιών και του λογισμού. Υποστηρίζεται, λοιπόν, τώρα ότι η γλώσσα, η φυσική γλώσσα που απόλυτα και κατηγορηματικά αντιστοι­χεί στις αισθητηριακές εμπειρίες μας, τις εντυπώσεις και τα συναι­σθήματα μας, μπορεί να παρέχει μια επαρκή εξήγηση του μηχανι­σμού αυτής της μετάβασης. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράφει επακριβώς τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του θεωρητικού εποικοδομήματος το οποίο τελικά θα μας επιτρέ­ψει να εκφέρουμε νοήμονα λόγο περί του κόσμου, να ερευνούμε και να διατυπώνουμε θεωρίες για τη φύση του.

Πιο κάτω, στο ίδιο κείμενο, ο Επίκουρος αναφέρεται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια σ’ αυτή τη φυσική ανάδυση της συνείδησης α­πό την ύλη, μέσω της φυσικής γλώσσας. Θα διαπιστώσουμε ότι τα επιχειρήματά του προοιωνίζουν -και ίσως πραγματικά να έχουν ε­πηρεάσει- την επιχειρηματολογία του νεαρού Μαρξ πάνω στο ίδιο θέμα.

Συνεπώς, ακόμη και οι λέξεις (όνόματα) αρχικά δεν προέκυψαν ως προϊόν σύμβασης {μη θέσει γενέσθαι)’^ η ίδια η φύση των ανθρώπων, ανάλογα σε τι έθνος ανήκαν, και τι ιδιαίτερα αισθήματα ένιωθαν (ί­δια πάθη) και ποιες ήταν οι παραστάσεις τους (ίδια φαντάσματα), τους έκανε να εκπνέουν τον συμπιεσμένο αέρα με ιδιαίτερο τρόπο, που κα­θοριζόταν από τα εκάστοτε συναισθήματα και τις παραστάσεις και τις διαφορές από τόπο σε τόπο. Αργότερα δε, καθιερώθηκαν σε κάθε λαό κοινές ονομασίες ώστε να υπάρχει λιγότερη σύγχυση και να εκφράζο­νται οι άνθρωποι πιο σύντομα. Κι επίσης, όσοι συνειδητοποιούσαν κάποια πράγματα που δεν τα έβλεπαν όλοι (ου συνορώμενα), τα πρόβαλαν στους υπολοίπους προφέροντας κάποιες λέξεις’ άλλοι το έκα­ναν σπρωγμένοι από την ανάγκη, κι άλλοι τις επέλεγαν οδηγημένοι από το λογικό τους, έτσι ώστε να εκφράζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τις γενικότερα αίτια που διέπουν την ομιλία.

Η γλώσσα, σύμφωνα με το κείμενο αυτό, δεν είναι ζήτημα απλής σύμβασης μεταξύ ανθρώπινων όντων που συμφωνούν για τη σημα­σία των ήχων και, τελικά, των συμβόλων που επινοούν αυθαίρετα’ μάλλον έχει τη βάση της στη φυσική αλληλεπίδραση των ατόμων με το περιβάλλον τους και, κατά δεύτερο λόγο, μεταξύ τους. Οι αρ­χικοί στοιχειώδεις ήχοι, που βαθμιαία εξελίσσονται σε λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν τις επιμέρους εντυπώσεις και τα συναισθήματα της εμπειρίας του κόσμου των φαινομένων, παράγονται ως ένα είδος άμεσης φυσικής εκροής.

Οι λέξεις/ονομασίες -οι πλέον στοιχειώδεις γλωσσικές οντότη­τες- εμφανίζονται ως φυσικές αντιδράσεις, φυσικές υλικές οντότη­τες, ήχοι που εκπέμπονται αυθόρμητα για να ταυτοποιήσουν ή να εκφράσουν αισθητηριακές εμπειρίες και συναισθήματα. Λέξη και α­ντικείμενο έχουν αιτιώδη σύνδεση. Έχουμε εδώ ένα στοιχειώδες πρόγραμμα που θα ταίριαζε με οποιαδήποτε «συμπεριφορική» (be­havioural) θεωρία της γλώσσας.

Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε, επ’ ευκαιρία, την ενθουσιώ­δη υποστήριξη της επικούρειας θεωρίας της φυσικής γλώσσας από τον Διογένη Οινοανδέα, και τη χλευαστική στάση του απέναντι σε αντίπαλες φιλοσοφικές θεωρίες που εξηγούν τη γένεση της γλώσ­σας ως προϊόντος επινόησης και σύμβασης:

Όσο για τους ήχους της ομιλίας -δηλαδή τα ρήματα και ουσιαστικά που πρόφεραν οι γεννημένοι από τη γη άνθρωποι-, ας μην παρουσιά­ζουμε τον Ερμή σαν τον πρώτο διδάξαντα όπως κάνουν μερικοί -εί­ναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ανοησία. Αλλά ούτε και τους φιλο­σόφους να πιστεύουμε, εκείνους που λένε πως τα πράγματα απέκτη­σαν τις ονομασίες τους σύμφωνα με κάποια οδηγία και διδασκαλία, έ­τσι ώστε να έχουν οι άνθρωποι σύμβολα των πραγμάτων για να μπο­ρούν να συνεννοούνται εύκολα. Πρόκειται για γελοία ιδέα -και μάλιστα, την πιο γελοία ανάμεσα σε όλες τις γελοιότητες’ χώρια που είναι εντελώς αδύνατο, κάποιος να συγκεντρώσει από μόνος του τόσο μεγάλα πλήθη ανθρώπων … και αφού τα συγκεντρώσει με μια προσταγή, ν’ αρχίσει να δίνει εντολές με μια βέργα στο χέρι σαν δά­σκαλος, ν’ ακουμπάει το καθετί και να λέει «τούτο ’δω θα ονομάζεται πέτρα, αυτό ξύλο, αυτό άνθρωπος ή σκυλί ή βόδι…».

Αυτή η εκ πρώτης όψεως ανεπεξέργαστη θεωρία περί παραγω­γής της γλώσσας εδραιώνει, όπως ήδη έχουμε δει, μια φυσική α­ντιστοιχία- ανάμεσα στο αντιληπτό αντικείμενο και την ονομασία του, στο πράγμα και στη λέξη, στο σημαινόμενο και στο σημαίνον, μέσω του σημείου: μια θεμελιώδη οντολογική αμοιβαιότητα ανά­μεσα στις αισθητηριακές εμπειρίες/συναισθήματα και στις ηχητικές εικόνες ή τα ισοδύναμά τους που, ασφαλώς, οδηγεί σε μια σειρά γνωσιολογικών συμπερασμάτων. Την αναγκαιότητα αυτής της φυ­σικής παραγωγής γλώσσας -και, τελικά, συνείδησης- εγγυάται η ομοιογενής υλική/ατομική δομή του φυσικού κόσμου. Μέσω της μνήμης -της εμπειρίας της ταυτότητας μέσα στον χρόνο- σχημα­τίζονται οι προλήψεις: τα ανθεκτικά είδωλα που αναπαριστούν ή συνοψίζουν ή αναφέρονται στις αισθητηριακές εμπειρίες/εντυπώσεις/συναισθήματα που βιώνει το υποκείμενο. Προετοιμάζεται έτσι το έδαφος για την εισαγωγή της λογικής, ρυθμιστικής δραστηριό­τητας του νου (για τον λογισμόν), με βάση την φυσική γλώσσα που, όπως δείξαμε, μας δίνει τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στο οντολογικό όραμα του Επίκουρου και στις γνωσιοθεωρητικές του συνέπειες. Ό­λη η έρευνα και επομένως όλη η γνώση (επιστήμη) για τον φυσικό κόσμο βασίζεται στις στοιχειώδεις λέξεις, ονομασίες, όρους και έν­νοιες που παράγονται από αυτή την κατεξοχήν φυσική αλληλεπί­δραση μεταξύ του υποκειμένου και του περιβάλλοντος του, του κό­σμου των φαινομένων. Και στη συνέχεια οι προτάσεις, εδραιωμέ­νες πάνω στις ήδη αποκτημένες προλήψεις, ανοίγουν το δρόμο στην επιστημονική έρευνα, όπως σωστά ονομάζεται.

Το σύστημα που προτείνει ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Η­ρόδοτο είναι αυτό της «επιστημονικής εικασίας και ανασκευής». Εφ’ όσον μια υπόθεση εξηγεί επαρκώς μια σειρά φαινομένων, και εφ’ όσον απουσιάζουν παραδείγματα που την αντιστρατεύονται, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να θεωρείται εύλογη και ικανοποιητική. Πράγματι, η επικούρεια θεωρία της γνώσης -ιδιαίτερα σε ό,τι α­φορά στην επιστημονική έρευνα-, μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μό­νο μιας ευρύτερης «θετικιστικής επίθεσης εναντίον της μεταφυσι­κής». Άλλωστε η φυσιολογία, η έρευνα του φυσικού κόσμου, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μια απαραίτητη προπαιδευτική ενασχόλη­ση που θα επιφέρει την ψυχική ηρεμία (γαληνισμόν), την αναγκαία για την επιδίωξη του ευ ζήν.

Φανταστικοί επιβολαί της διανοίας

Σύμφωνα με την αναφορά του Διογένη Λαέρτιου, οι Επικούρειοι -αλλά όχι ο ίδιος ο Επίκουρος- πρόσθεσαν ένα τέταρτο γνωσιολογικό κριτήριο, την φανταστικήν επιβολήν τής διανοίας. Ο δύσκολος αυτός όρος απαντά σε κάποια από τα σωζόμενα συγγράμματα του Επίκουρου, αν και παραλλαγμένος. Εντούτοις, πουθενά δεν α­ποσαφηνίζεται το ακριβές νόημά του, και ο ρόλος του στο ευρύτερο πλαίσιο της επικούρειας γνωσιολογίας παραμένει ασαφής. Δεν θα υπεισέλθω εδώ στις βυζαντινού τύπου ατέρμονες ακαδημαϊκές δια­φωνίες ως προς την ερμηνεία αυτής της παράξενης έκφρασης. Ο Bailey, σ’ ένα εκτενές “Παράρτημα” (στην έκδοσή του των σωζόμενων γραπτών του Επίκουρου), μιλά για το νόημα του όρου – μάλ­λον επαρκώς, αν όχι πειστικά. Ο Bailey συνοψίζει το επιχείρημά του ως εξής.

Το φυσικό νόημα της επιβολής, που αποδόθηκε σε λειτουργίες των αισθήσεων ή του νου, είναι: «προβολή (πάνω σε-)», και έτσι «προσο­χή (σε-)», και -αν προσθέσουμε και το αποτέλεσμα- «σύλληψη», α­κόμη και «θέαση». (2) 0 Επίκουρος, σε αρκετά κρίσιμα χωρία, υπαι­νίσσεται την επιβολήν των αισθήσεων ως «αντίληψη» δια της «προσ­ήλωσης του βλέμματος», σε αντίθεση με το παθητικό κοίταγμα. (3) Η επιβολή τής διανοίας αντιστοιχεί ακριβώς σ’ αυτό και σημαίνει, πρώτον, την άμεση σύλληψη, μέσω της νοητιχής προσήλωσης, ορι­σμένων λεπτών «ειδώλων» -υπερβολικά λεπτών για να τα συλλάβουν οι αισθήσεις-, και ιδιαίτερα των «ειδώλων» των θεϊκών όντων και δεύτερον, σημαίνει την άμεση ή «ενορατική» σύλληψη εννοιών -ιδιαίτερα των «ξεκάθαρων», δηλαδή αυταπόδεικτων εννοιών της ε­πιστημονικής σκέψης.

Για τους σκοπούς της μελέτης μας αρκεί να περιορίσουμε τη συζή­τηση σε μια απλή επισήμανση του πιθανού νοήματος της έκφρασης «φανταστική επιβολή τής διάνοιας», και της σημασίας της στην τε­τραπλή συνταγή της αλήθειας, ανεξάρτητα αν αυτή υποστηρίχτηκε από τον ίδιο τον Επίκουρο ή μόνο από τους μαθητές του.

1. Η έκφραση αποτελείται από τρεις όρους: φανταστική (από το φαντασία/φάντασμα- εικόνα, είδωλο, παράσταση, εντύπωση), επι­βολή (προσήλωση, ρίψη) και διάνοια. Αναφέρεται επομένως στις εικόνες/παραστάσεις εκείνες που συλλαμβάνονται από το νου, ανε­ξάρτητα, εκ πρώτης όψεως, από οποιαδήποτε ορατά πράγματα. Υπό αυτή την έννοια, είναι παρόμοιες με τις ήδη συγκροτημένες προλήψεις. Θεωρούμενες ως «διορατικές συλλήψεις του νου», οι παραστάσεις αυτές που άμεσα συνέλαβε ο νους μέσω της διόρασης, εμφανίζονται να έχουν αποδεικτική αξία ισοδύναμη με των αισθή­σεων. Στην Επιστολή προς Ηρόδοτο, ο Επίκουρος επιμένει: «[κα­νόνας μας] είναι ότι αληθές εστιν αυτό που παρατηρούμε με τις αισθήσεις ή συλλαμβάνουμε άμεσα με τον νου (τό κατ’ επιβολήν λαμβανόμενον τή διανοία ). Οι εικόνες αυτές, ό,τι κι αν είναι, έχουν βαρύτητα και εγκυρότητα που συναγωνίζεται την εγκυρότητα των εντυπώσεων που μας δίνουν οι αισθήσεις. Είναι απλώς διαφορετι­κά είδη εντύπωσης. Είναι εξίσου αληθείς -και επομένως πραγμα­τικές- με τις αισθήσεις μας. Με άλλα λόγια, παρέχουν μαρτυρία για την πραγματικότητα και τη δομή του κόσμου εξίσου αποφασι­στική με την μαρτυρία που παρέχουν τα άλλα τρία κριτήρια που ρητά έθεσε ο Επίκουρος.

2. Αυτές οι διορατικές συλλήψεις του νου μοιάζουν και, με μια έν­νοια, αντιστοιχούν στις πραγματικές, υπαρκτές -διότι ενεργούν ως αίτια, και προκαλούν κίνηση- παραστάσεις που παράγονται στο νου κάποιου που ονειρεύεται ή κάποιου διανοητικά διαταραγμένου – παραστάσεις εξίσου αληθείς με τις άλλες συνηθισμένες μαρτυρίες που μας παρέχουν οι αισθήσεις. 0 Επίκουρος είναι σαφής επ’ αυ­τού: «Ακόμη και των τρελών οι παραστάσεις (τά των μαινομενων φαντάσματα), όπως και αυτές που βλέπουμε στον ύπνο μας ([τά] κατ’ όναρ) είναι άληθεΐς, διότι προκαλούν κίνηση -δηλαδή κίνηση στο νου- ενώ το μη ον δεν προκαλεί τίποτα. Παρέχουν άμεση και μη βελτιώσιμη μαρτυρία για έναν μη προφανή, μη ορατό -αλλά, εν προκειμένω, όχι λιγότερο πραγματικό ή υλικό- κόσμο που υ­πάρχει δίπλα στον αισθητό, άμεσα αποκαλύψιμο κόσμο των φαι­νομένων. Από οντολογική άποψη, αυτός ο κόσμος ανήκει στην ίδια τάξη πραγματικότητας με τον κόσμο των φαινομένων τον οποίο βιώνει το άτομο διά των αισθήσεων και συναισθημάτων του, και τον οποίο δομεί και ταυτίζει δια των προλήψεων του. Φαίνεται, ω­στόσο, ότι η διαφορά ανάμεσα στις προλήψεις (τις σταθερές έννοιες) και στις φανταστικές επιβολές της διάνοιας, έγκειται στο γεγονός ό­τι οι τελευταίες μπορούν να σπάσουν τα δεσμά και να αποκτήσουν μια δική τους ανεξάρτητη ύπαρξη, χωρίς αναφορά στις αισθήσεις, τα πάθη ή τις προλήψεις που μπορεί να έχουν προκαλέσει το σχη­ματισμό τους. Στο μέτρο που μπορεί αυτό να συμβαίνει, τέτοιες παραστάσεις που σχηματίζονται στο νου θα πρέπει να ελέγχονται με τον εμπειρικό τρόπο της «επιστημονικής εικασίας και ανασκευ­ής» που ήδη έθεσε ρητά και με σαφήνεια ο Επίκουρος. Με άλλα λό­για, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υποθέσεις που, αναντίρρη­τα, αφορούν στην πραγματικότητα, μα που ωστόσο επιδέχονται ε­πιβεβαίωση ή μη επιβεβαίωση – αν και ο Επίκουρος πουθενά δεν υποστηρίζει ξεκάθαρα κάτι τέτοιο. Και μάλιστα επιμένει, όπως έ­χουμε δει, ότι η εγκυρότητα της μαρτυρίας που παρέχει ο νους συν­ αγωνίζεται την εγκυρότητα της μαρτυρίας των αισθήσεων. Φαίνε­ται λοιπόν να ισχύει ο ίδιος υπό όρους χειρισμός και των δύο τύπων κριτηρίων: τόσο η βάση (αισθητηριακή αντίληψη /εντύπωση και συναίσθημα/συγκίνηση) όσο και το εποικοδόμημα {πρόληφιςί«διορα­τική σύλληψη του νου») της γνωσιολογίας του Επίκουρου απαι­τούν εμπειρική επικύρωση.

3. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι οι φανταστικού επιβολαί τής διά­νοιας είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, προϊόντα της διανοίας. Α­νήκουν σ’ ένα είδος της ανεξάρτητης δραστηριότητας που χαρακτη­ρίζεται από δικό της τρόπο λειτουργίας. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα ο ρόλος της γλώσσας γίνεται αμφίβολος και παραγνωρίζεται μια σειρά γνωσιολογικών προβλημάτων. Εντούτοις, είναι σαφές ότι αυτές οι «διορατικές συλλήψεις του νου» ξανοίγουν σε ένα κόσμο νοήματος που προηγουμένως απούσιαζε από το επικούρειο σύστη­μα. Εισάγουν μια διάσταση που προσιδιάζει στην ίδια την σκέψη, και είναι τελικά απαραίτητες για οποιοδήποτε θεωρητικό εγχείρη­μα – μια διάσταση που δεν θα μπορούσε να έχει απαλειφθεί ακόμη και από τη θετικιστική, ή καλύτερα, υλιστική γνωσιολογία του Ε­πίκουρου. Σε τελική ανάλυση, η υλική παραγωγή της συνείδησης πρέπει κατ’ ανάγκη να παραμείνει ασαφής. Η ασάφεια της ορολο­γίας του Επίκουρου μαρτυρεί τα προβλήματα που υφίστανται, προ­βλήματα που και σήμερα ακόμη συζητούνται και παραμένουν άλυ­τα. Το γνωσιοθεωρητικό εποικοδόμημά του τα αφήνει ανοιχτά, διάσπαρτο καθώς είναι με εννοιολογικές νάρκες.

Για να συνοψίσουμε, λοιπόν: ο τετραπλός τύπος ή τα κριτήρια τής αλήθειας —οι αισθήσεις, τα πάθη, οι προλήψεις και οι φανταστικαί επιβολαί τής διανοίας- ορίζουν το κατάλληλο γνωσιοθεωρητι­κό πεδίο για το επικούρειο οντολογικό όραμα. Α

υτά τα κριτήρια εί­ναι τόσο αξεδιάλυτα δεμένα με την επικούρεια άποψη περί της πραγματικότητας ως φαινομένου, ώστε συχνά είναι αδύνατο να πούμε πού τελειώνει η υλιστική/ατομική θεωρία της φύσης και πού αρχίζει η θετικιστική θεωρία της γνώσης. Επιχείρησα να δείξω ότι το τετραπλό κριτήριο εμπεριέχει εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που είναι απολύτως απαραίτητα για την σκιαγράφηση του επικούρειου οράματος του κόσμου και, ταυτόχρονα, τις διαδικασίες επαλήθευ­σης ή επικύρωσης που θα επέτρεπαν μια σαφή, συνεκτική και μη ανασκευάσιμη -έστω και μερική- αναπαράσταση αυτού του κόσμου με όρους αισθητηριακών εμπειριών, συναισθημάτων, εννοιών και νοητικών εικόνων.

Η ανάλυση έχει επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό ότι μια φιλοσοφική ανασύνθεση με τον τρόπο της «νοηματικής επιλεκτικότητας» είναι η πιο κατάλληλη για μια τέτοια προσπάθεια. Ο εκλεκτικός και ελλειπτικός, κι ωστόσο συστηματικός τρόπος σκέ­ψης του Επίκουρου όχι μόνον επιτρέπει, αλλά απαιτεί μια τέτοια προσέγγιση. Η πραγματικότητα ως φαινόμενο και το φαινόμενο ως πραγματικότητα -θεμελιώδες αξίωμα της Επικούρειας σκέ­ψης-, δείξαμε ότι ενέχει πλήθος οντολογικών προϋποθέσεων και γνωσιολογικών συνεπειών. Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο φανερώ­νονται οι δυνατότητες αλλά και τα όρια της γνώσης του κόσμου και, τελικά, του εαυτού μας.

Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, η φυσική γλώσσα (η αποκρυστάλλω­ση -σε λέξεις, ονομασίες, όρους, έννοιες και, τελικά, λογικές κατα­σκευές- των άμεσα διαθέσιμων παραστάσεων και συναισθημάτων, μέσω της μνήμης), παρέχει τον αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα σε ό,τι έχω ονομάσει «υποδομή» και «εποικοδόμημα» του οντογνωσιολογικού συστήματος του Επίκουρου. Η φυσική γλώσσα εγγυάται την συγκρότηση ενός κόσμου συνεκτικού, ανθεκτικού στο χρό­νο, ενός κόσμου που αναδύεται μέσα από τις εκ πρώτης όψεως α­σύνδετες, ασυνεχείς, εύθραυστες και φθαρτές εντυπώσεις του υπο­κειμένου. Η φυσική γλώσσα αντικειμενοποιεί, θα έλεγε κανείς, με έναν επαληθεύσιμο τρόπο αυτές τις εντυπώσεις. Κατά συνέπεια, στην επικούρεια οντολογία η φυσική γλώσσα γίνεται ο τόπος όπου το «υποκειμενικό» και το «αντικειμενικό» των δυϊστών συμπίπτουν για να σχηματίσουν ένα όλον. Το υποκείμενο μετατρέπεται σε α­ντικείμενο και αντιστρόφως. Η φυσική γλώσσα δείχνει πώς και σε ποια έκταση είναι δυνατή η υλική παραγωγή συνείδησης.

Με έναν ιδιόμορφο και λιτό τρόπο ο Επίκουρος επιστρέφει στους Προσωκρατικούς, και πιστός στο πνεύμα τους επανερμηνεύει το δυαδισμό ύλης-πνεύματος. Αποδίδει υλικές ποιότητες στο νου, αν όχι πνευματικές ποιότητες στήν ύλη – αφού αυτή η διχοτόμηση έ­χει ήδη αποκλειστεί από την υλιστική οντολογία. Και μάλιστα τολμά να προτείνει αυτή την ανορθόδοξη, έως και εικονοκλαστική -αν όχι τελείως αιρετική— επιστροφή στην αδιαφανή πραγματικότητα της φύσεως των Προσωκρατικών μέσα από μια συνειδητή, καθ’ όλα συνειδητή θα λέγαμε, αναδιατύπωση της ατομικής θεω­ρίας του Δημόκριτου. Απ’ όσο γνωρίζω, το εγχείρημά του δεν έχει προηγούμενο, και οι συνέπειες είναι μοναδικές στην ιστορία της αρ­χαίας φιλοσοφίας.

Ο κεντρικός πυρήνας, το κύριο μέλημα του Επίκουρου είναι, ό­πως έχει ειπωθεί, το άτομο στην ιστορικότητά του: το φυσικό αν­θρώπινο άτομο στο φυσικό του περιβάλλον. Συνεπώς το πρωταρ­χικό μέλημα του φιλοσόφου είναι βαθιά σωκρατικό. Ο λόγος του, ωστόσο, ο τρόπος σκέψης του, το ίδιο του το όραμα του φυσικού κό­σμου, μας επαναφέρουν σε έναν προσωκρατικό κόσμο. Η συνένωση, η συγχώνευση αυτών των δύο όψεων, ή μάλλον κοσμοαντιλήψεων, αποτελεί τη σημαντικότερη και πιο πρωτότυπη συμβολή του Επί­κουρου στο χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας.

Η στεγνή και τεχνική γλώσσα του, ο ελλειπτικός χαρακτήρας της σκέψης του και οι αρνητικές προκαταλήψεις που συχνά ταλαι­πώρησαν ακόμη και τους πιο ευνοϊκά διακείμενους μελετητές και σχολιαστές του, μας εμπόδισαν να συλλάβουμε αυτή την εξαιρετι­κά ουσιώδη συνεισφορά. Σε όσα ακολουθούν θα προσπαθήσω να περιγράψω τους άξονες αυτής της πρωτότυπης κοσμοαντίληψης και να εκθέσω, στο μέτρο του δυνατού, τις συνέπειές της για την ουμανιστική φιλοσοφία στο ιστορικό πλαίσιο του αρχαίου κόσμου.