Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Παράγοντες που ευνοούν μια αληθινή φιλία - ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Εξετάζοντας τη φιλία στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνικής ζωής, ο Αριστοτέλης προχωρά στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

[1166a] Ο τρόπος με τον οποίο φανερώνεται η αγάπη στους φίλους μας και τα γνωρίσματα με τα οποία ορίζεται η έννοια της φιλίας, προήλθαν, όπως φαίνεται, από τη συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι νομίζουν σα φίλο τους εκείνον που επιθυμεί και κάμνει για χάρη τους το αγαθό, ή εκείνον που ποθεί την ύπαρξη και τη ζωή για τον φίλο του, συναίσθημα που κυριεύει τη μητέρα για τα παιδιά της και τους φίλους σε περίπτωση που, εξαιτίας προστριβών, δεν μπορούν να ζουν μαζί. Άλλοι θεωρούν σα φίλο αυτόν που συζεί μαζί τους και έχει τις ίδιες ορέξεις ή συμμερίζεται τις ίδιες οδύνες και ηδονές πράγμα που συμβαίνει πάλι προπαντός στις μητέρες για τα παιδιά τους.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα διάφορα αυτά γνωρίσματα, ορίζουν τη φιλία. Όλα αυτά υπάρχουν στον ενάρετο άνθρωπο σχετικά με τον εαυτό του και σε ίση μοίρα και στους άλλους ανθρώπους, εφόσον πιστεύουν ότι είναι ενάρετοι. Γιατί φαίνεται ότι η αρετή κι ο ενάρετος άνθρωπος είναι το μέτρο κάθε πράγματος, όπως είπαμε. Αυτός ο τελευταίος βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον εαυτό του και επιθυμεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του, κάθε φορά τα ίδια πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, ποθεί το αγαθό και ό,τι του φαίνεται τέτοιο και το εκτελεί (γιατί γνώρισμα του αγαθού ανθρώπου είναι να πραγματοποιεί το αγαθό) και για χάρη του εαυτού του, για χάρη δηλ. του διανοητικού μέρους της ψυχής, που, όπως φαίνεται, αποτελεί κάθε άνθρωπο. Εκτός απ' αυτό θέλει να ζει, να διατηρεί τον εαυτό του στη ζωή και μάλιστα να διατηρεί εκείνο, με το οποίο σκέπτεται, επειδή για τον ενάρετο άνθρωπο η ύπαρξη είναι αγαθό. Κι ο καθένας ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του και δε θέλει να μεταβάλλεται σε τρόπο, ώστε ν' απολαμβάνει με τη νέα του μορφή όλα τα αγαθά. Γιατί κι ο θεός κατέχει το αγαθό, αλλά, το κατέχει ήδη, γιατί είναι τώρα, όπως ήταν πάντοτε. Ώστε κάθε άνθρωπος φαίνεται ότι είναι εκείνο που μέσα του γεννά τη διανόηση· επίσης ο ενάρετος επιθυμεί να ζει με τον εαυτό του, γιατί βρίσκει στην κατάσταση αυτή απόλαυση. Οι αναμνήσεις των περασμένων τού είναι ευχάριστες και οι ελπίδες για το μέλλον, καλές, και είναι ακόμα οι τέτοιες ελπίδες γλυκές. Ο νους του είναι γεμάτος από αντικείμενα για μελέτη και παρατήρηση, και λυπάται και χαίρεται μαζί με τον εαυτό του. Το λυπηρό και το ευχάριστο είναι γι' αυτόν πάντοτε το ίδιο και όχι άλλη φορά άλλο, επειδή, κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει λόγο να μετανιώνει για τις πράξεις του. Αφού, λοιπόν, τέτοια είναι τα συναισθήματα που διαθέτουν τον ενάρετο απέναντι του εαυτού του, και ότι διάκειται προς τους φίλους του όπως ακριβώς στον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος μας είναι ο άλλος εαυτός μας), φαίνεται ότι η φιλία έχει τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι φίλοι είναι εκείνοι που έχουν αυτά τα γνωρίσματα. Το ζήτημα αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία με τον ίδιο τον εαυτό μας, ας το αφήσουμε για την ώρα χωρίς να το εξετάσουμε. Φαίνεται ότι υπάρχει φιλία, τουλάχιστον εκεί που βρίσκονται συνδυασμένα δύο ή περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναφέραμε, [1166b] κι ότι η υπερβολική φιλία μοιάζει με την αγάπη που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας.

Τα γνωρίσματα που είπαμε φαίνεται ότι υπάρχουν και στους πολλούς κι αν ακόμη είναι φαύλοι. Άραγε παρουσιάζουν μερικά απ' αυτά σύμφωνα με το μέτρο που τους αρέσει να πιστεύουν ότι υπάρχει στον εαυτό τους και μήπως φαντάζεται ότι είναι ενάρετος; Το ότι κανένας φαύλος ή κακοποιός δεν κατέχει τέτοια γνωρίσματα, ούτε φαίνεται να κατέχει, είναι αυτονόητο. Αλλά αυτό ισχύει σχεδόν για όλους γενικά τους ανήθικους ανθρώπους, έχει δηλ. διχασθεί ο ίδιος ο εαυτός τους, και η πλεονεξία τους στρέφεται σε αντικείμενα διαφορετικά εκείνων, που θα επεδίωκε η έπειτα από σκέψη βούλησή τους, όπως συμβαίνει και στους ακρατείς. Αυτοί προτιμούν, αντί εκείνων που φαίνονται σ' αυτούς αγαθά, τα ευχάριστα που είναι σ' αυτούς βλαβερά. Άλλοι, από δειλία ή τεμπελιά, απέχουν από το να εκτελούν ό,τι νομίζουν άριστο. Κι άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά και φοβερά εγκλήματα, είναι μισητοί για την κακία τους, αποφεύγουν τη ζωή και θέτουν τέρμα σ' αυτήν αυτοκτονώντας. Οι κακοί αναζητούν τους ανθρώπους με τους οποίους μπορούν να συζούν, αλλά κυρίως αποφεύγουν τον εαυτό τους, γιατί φέρνουν πίσω στη μνήμη πολλά και φοβερά πράγματα. Κλεισμένοι στον εαυτό τους δεν αντικρύζουν παρά ένα όμοιο μέλλον, ενώ όταν συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους τα ξεχνούν όλα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε σ' αυτούς που να είναι αξιαγάπητο, δεν είναι φίλοι ούτε και με τον εαυτό τους. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αισθάνονται ούτε χαρά ούτε λύπη για τον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί η ψυχή τους επαναστατεί, και το ένα μέρος της πάσχει από την κακία τους, εξαιτίας των στερήσεών τους, και το άλλο χαίρεται, και το ένα τραβά την ψυχή προς τα εδώ, το άλλο προς τα εκεί, σα να την κομμάτιαζαν. Αφού, λοιπόν, δεν είναι δυνατό να νιώθουν συγχρόνως ηδονή κι οδύνη, η οδύνη διαδέχεται σ' αυτούς την ηδονή μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ώστε θα επιθυμούσαν να μην την είχαν ποτέ δοκιμάσει. Γιατί οι φαύλοι είναι διαρκώς μετανιωμένοι. Ώστε φαίνεται πως ο φαύλος δεν είναι διατεθειμένος φιλικά ούτε απέναντι του εαυτού του, γιατί δεν έχει τίποτε αξιαγάπητο. Επομένως, επειδή μια τέτοια κατάσταση είναι πάρα πολύ άθλια, έχουμε υποχρέωση ν' αποφεύγουμε με όλη μας τη δύναμη την κακία και να προσπαθούμε να είμαστε ενάρετοι. Μ' αυτόν τον τρόπο θα είμαστε φίλοι του εαυτού μας και θα γινόμαστε και φίλοι των συνανθρώπων μας.

(30) Η εύνοια μοιάζει με την φιλία, αλλά δεν είναι φιλία. Εύνοια μπορεί να νιώθει κανένας και για άγνωστα πρόσωπα χωρίς να το ξεύρουν. Γι αυτό έχουμε μιλήσει και προηγουμένως. Όμως η εύνοια δεν είναι ούτε αγάπη γιατί δεν φέρνει μαζί της ούτε την ένταση ούτε την ορμή της ψυχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνυφασμένα με την αγάπη. Η αγάπη προϋποθέτει την σύναψη των συνηθισμένων σχέσεων, ενώ η εύνοια μπορεί να γεννηθεί ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τους αθλητές, [1167a] στους οποίους χαρίζουμε την εύνοιά μας κι επιθυμούμε γι' αυτούς το έπαθλο, χωρίς όμως να συμπράττουμε μ' αυτούς, επειδή, όπως είπαμε, η εύνοια είναι γέννημα της στιγμής, και η αγάπη που υπεισέρχεται σ' αυτήν είναι επιφανειακή. Επομένως, φαίνεται ότι η εύνοια είναι η αρχή της φιλίας, όπως η αρχή του έρωτα είναι η ηδονή από την θέαση ενός προσώπου, γιατί κανείς δεν ερωτεύεται, πριν σαγηνευθεί από την μορφή αυτού του προσώπου. Πάντως αυτός που έλκεται από την ομορφιά δεν είναι ακόμη σε θέση ν' αγαπά, αλλά πρέπει να ποθεί αυτόν που λείπει και να επιθυμεί την παρουσία του. Επίσης είναι αδύνατο να δημιουργηθεί φιλία, αν δεν προηγηθεί εύνοια, αλλά η εύνοια δεν είναι ακόμη φιλία, γιατί εκείνος που διάκειται ευνοϊκά επιθυμεί μονάχα το αγαθό, αλλά δεν προσφέρει για την επίτευξή του την βοήθειά του, ούτε καταβάλλει σχετική προσπάθεια. Γι' αυτό μπορεί να ονομάσει κάποιος την εύνοια αδρανή φιλία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου φτάνει ως το σημείο συνάψεως οικογενειακών σχέσεων και γίνεται πραγματική φιλία, όχι για χάρη ιδιοτελούς συμφέροντος και απόλαυσης, γιατί ούτε και η εύνοια γεννιέται απ' αυτά. Αυτός, λοιπόν, που ευεργετήθηκε, χαρίζοντας την εύνοιά του για τις ευεργεσίες που του δόθηκαν, ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο. Κι η εύνοια εκείνου που επιθυμεί την ευημερία των συνανθρώπων του με την ελπίδα να ωφεληθεί απ' αυτήν, δεν μοιάζει να απευθύνεται στους άλλους, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ακριβώς δεν είναι ούτε φίλος εκείνος που περιποιείται τον φίλο του για χάρη κάποιου συμφέροντος. Συμπερασματικά, η εύνοια γεννιέται από κάποιαν αρετή και χρηστότητα, όταν δηλ. εμφανισθεί κάποιος άνθρωπος καλός, ανδρείος ή κάτι τέτοιο, όπως συμβαίνει και με τους αθλητές, όπως είπαμε.

Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κι αυτή ένα είδος φιλίας και γι' αυτό δεν πρέπει να την συγχέουμε με την ομογνωμοσύνη (όμοια γνώμη), γιατί ομογνωμοσύνη μπορεί να υπάρχει κι εκεί που οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Επίσης δεν ονομάζει κανένας ομονοούντες εκείνους που έχουν την ίδια γνώμη για ένα ζήτημα, π.χ. για τα ουράνια φαινόμενα (γιατί η τέτοια συμφωνία γνώμης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη φιλικών δεσμών), αλλά λέει, ότι οι πόλεις ομονοούν, όταν επικρατούν οι ίδιες γνώμες σχετικά με τα κοινά συμφέροντα, όταν παίρνονται οι ίδιες αποφάσεις και πραγματοποιούνται όσα αποφασίστηκαν από κοινού. Ομόνοια, λοιπόν, υπάρχει, όταν πρόκειται για ζητήματα πάνω στο πεδίο της δράσης, και μάλιστα για ζητήματα, που είναι σπουδαία ή αποβλέπουν στο συμφέρον των δυο μερών ή όλων των πολιτών. Σύμφωνα μ' αυτά, υπάρχει, λ.χ. ομόνοια σε μια πόλη, όταν αποφασίσουν όλοι μαζί, οι αρχές να είναι αιρετές, ή όταν όλοι οι ολίτες πάρουν την απόφαση ν' αναθέσουν την διακυβέρνηση της πόλης τους στον Πιττακό αν κι ο ίδιος συμφωνούσε μ' αυτό. Αλλά αν ο καθένας θέλει να βρίσκεται επικεφαλής της πολιτείας, τότε, όπως γίνεται στις Φοίνισσες γεννιούνται έριδες. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει ομόνοια, μονάχα όταν τα δύο μέρη επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, αλλά όταν επιθυμούν να το δουν πραγματοποιημένο σ' ένα και το αυτό πρόσωπο: όταν λ.χ. [1167b] ο λαός και οι ξεχωριστοί πολίτες θέλουν ν' ανατεθεί η κυβέρνηση στους «άριστους» γιατί τότε γίνεται πραγματικότητα εκείνο που όλοι επιθυμούν.

Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι φιλία ανάμεσα στους πολίτες, όπως ακριβώς και ονομάζεται, γιατί αυτή ασχολείται με τα συμφέροντα και τις αξιώσεις της ζωής. Μια τέτοια ομόνοια συναντούμε στους ενάρετους, γιατί αυτοί ομονοούν και με τον ίδιο τον εαυτό τους και με τους συνανθρώπους των, για το λόγο ότι μένουν, κατά κάποιον τρόπο, πάντοτε οι ίδιοι. Γιατί οι θελήσεις τέτοιων ανθρώπων είναι σταθερές, και δεν κυμαίνονται εδώ κι εκεί, όπως τα ύδατα του Ευρίπου. Εκείνο που επιδιώκουν είναι το δίκαιο και το συμφέρον, και την πραγματοποίηση αυτών την ποθούν από κοινού. Οι φαύλοι δεν ομονοούν ή ομονοούν λίγο χρονικό διάστημα, όπως δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι, γιατί όσον αφορά όλα εκείνα που μπορούν να τους παράσχουν ωφέλεια είναι πλεονέχτες, αλλά όταν πρόκειται να καταβάλλουν κουραστικές προσπάθειες ή να αναλάβουν δημόσιες λειτουργίες, δεν κάμνουν τίποτε. Επειδή ο καθένας απ' αυτούς επιδιώκει αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον, ελέγχει τους συμπολίτες του και τους εμποδίζει ν' αποκτούν εκείνο που τους ανήκει. Άλλωστε, επειδή δεν εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα η πολιτεία καταστρέφεται. Εξαιτίας των προκαλούνται έριδες μεταξύ των πολιτών, γιατί οι φαύλοι ασκούν βία, οι μεν εναντίον των δε, και αρνούνται να εκτελέσουν δίκαιες πράξεις.

Φαίνεται πως οι ευεργέτες αγαπούν εκείνους που ευεργέτησαν περισσότερο από όσο εκείνοι που ευεργετήθησαν τους ευεργέτες των, και στο σημείο αυτό υπεισέρχεται κάποιος παραλογισμός που αξίζει να τον εξετάσουμε. Οι περισσότεροι έχουν τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται στο ότι οι πρώτοι είναι δανειστές και οι δεύτεροι οφειλέτες. Όπως λοιπόν στα δάνεια οι χρεοφειλέτες επιθυμούν να μην υπάρχει κανένας στον οποίο να χρωστούν, οι δανειστές φροντίζουν για την ευημερία των οφειλετών, έτσι κι οι ευεργέτες επιθυμούν να ζήσουν οι ευεργετηθέντες με την ελπίδα ότι αυτοί κάποτε θ' ανταποδώσουν την ευεργεσία. Αντίθετα οι ευεργετούμενοι δεν φροντίζουν ν' ανταποδώσουν την χάρη.

Ο Επίχαρμος ίσως να έλεγε ότι τίποτε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει που να μην ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση, αφού οι περισσότεροι ξεχνούν εύκολα τις ευεργεσίες και προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν. Κι όμως η αιτία αυτού είναι φυσικότερη και όχι όμοια με την αποδιδόμενη στον δανειστή σχετικά με τον οφειλέτη. Γιατί εκείνο που αισθάνεται για τον οφειλέτη ο δανειστής δεν είναι αγάπη, αλλά η επιθυμία να διατηρείται ζωντανός ο οφειλέτης για να μπορέσει να του επιστρέψει το χρέος. Αντίθετα ο ευεργέτης διάκειται απέναντι στον ευεργετούμενο με φιλία και αγάπη, κι όταν αυτός ακόμη δεν είναι χρήσιμος ούτε πρόκειται να γίνει τέτοιος στο μέλλον. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σχετικά με τους καλλιτέχνες. Κάθε καλλιτέχνης αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, αν μπορούσε ν' αποκτήσει ψυχή.

[1168a] Ίσως το ίδιο να ισχύει πάρα πολύ και στους ποιητές, γιατί αυτοί υπεραγαπούν τα ποιήματά τους, σα να ήταν παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι, όπως φαίνεται, και το συναίσθημα του ευεργέτη. Αυτός που ευεργετήθηκε, είναι συγχρόνως έργο του ευεργέτη, κι αυτός αγαπά περισσότερο το έργο του απ' όσο το έργο αγαπά τον δημιουργό του. Η αιτία αυτού συνίσταται στο ότι το «είναι» συμβαίνει να είναι πολυπόθητο και αξιαγάπητο, και υπάρχουμε εφόσον ενεργούμε, εφόσον δηλ. ζούμε και δρούμε. Ο δημιουργός είναι, ένεκα της δράσης του, για να εκφρασθούμε έτσι, το ίδιο το έργο του, και αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, επειδή αγαπά και την ζωή του. Αυτό είναι φυσικό, επειδή, ό,τι υφίσταται δυνάμει, αποκαλύπτεται εν ενεργεία. Συγχρόνως ο ευεργέτης βρίσκει καλό ό,τι επιτρέπει σ' αυτόν να ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο και του δίνει την ευκαιρία σ' ό,τι βρίσκει απόλαυση. Αντίθετα ο ευεργετούμενος δεν βρίσκει σ' εκείνον που τον ευεργέτησε τίποτε καλό, αλλά μονάχα κάποιο συμφέρον πράγμα που του προξενεί λιγότερη ευχαρίστηση και συμπάθεια. Απολαυστική είναι η ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος κι' η ανάμνηση του παρελθόντος. Όμως γλυκύτατη, και σε ίση μοίρα αξιαγάπητη, είναι η πραγματικότητα. Το έργο, επομένως, του δημιουργού διαιωνίζεται (γιατί το αγαθό ζει πολλά χρόνια), ενώ το χρήσιμο εκείνου που ευεργετήθηκε περνά γρήγορα. Η ανάμνηση των ηθικών πράξεων είναι γλυκειά, ενώ των χρήσιμων δεν είναι ή είναι λιγότερο τέτοια. Κι όσον αφορά την προσδοκία, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Επίσης το αγαπάν μοιάζει με το ενεργείν, ενώ το αγαπάσθαι με το πάσχειν, και γι' αυτό εκείνους που υπερέχουν στη δραστηριότητα ακολουθεί η φιλία και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.

Τέλος ο καθένας αγαπά περισσότερο ό,τι απόχτησε με κόπο. Τα χρήματα, π.χ. που κέρδισε αυτός ο ίδιος, του είναι πιο αγαπητά από εκείνα που κληρονόμησε. Και φαίνεται ότι το να ευεργετείται κάποιος είναι κάτι που δεν απαιτεί κόπο, ενώ το να ευεργετεί είναι κοπιώδες. Γι' αυτό κι οι μητέρες, αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από τους πατέρες: επειδή οι πόνοι για τη γέννησή τους είναι μεγαλύτεροι κι επειδή έχουν συνείδηση ότι είναι δικά τους. Φαίνεται λοιπόν, ότι αυτό το συναίσθημα συγγενεύει και με τους ευεργέτες.

Συμβουλές για έναν ηθικό βίο - ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ


ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΝΙΚΟΝ
"Στο έργο αυτό, παρατίθενται διάφορες πρακτικές διδαχές του Ισοκράτη προς κάποιον Δημόνικο για το πως θα πρέπει να είναι ένας ορθός και ηθικός τρόπος ζωής."

Κανένα να μη κάνεις φίλον πρότου εξετάσης πώς έχει συμπεριφερθή προς τους παλαιούς του φίλους· διότι πρέπει να προβλέπης ότι θα συμπεριφερθή και προς σε, όπως συμπεριεφέρθη προς εκείνους. Να γίνεσαι μεν βραδέως φίλος, αφού δε γίνης φίλος να μένης πιστός εις την φιλίαν. Διότι είναι εξ ίσου απρεπές να μη έχης κανένα φίλον και να αλλάζης πολλούς φίλους συχνά. Να μη δοκιμάζης τους φίλους σου κατά τοιούτον τρόπον ώστε εκ της δοκιμής ταύτης να προέρχεται διά σε ζημία, μήτε όμως να θέλης να έχης τους φίλους σου αδοκιμάστους. Τούτο δε θα κατορθώσης, αν προσποιείσαι ενώπιον αυτών ότι έχεις ανάγκας τας οποίας δεν έχεις· [25] να ανακοινώνης εις αυτούς ζητήματα, τα οποία δύνανται να κοινολογηθούν, παρουσιάζων αυτά ως μυστικά· αν διαψευσθής εις τας ελπίδας σου, δεν θα υποστής εκ τούτου καμμίαν ζημίαν, εάν δε αι ελπίδες σου επιβεβαιωθούν, θα έχης ασφαλεστέραν γνώσιν του χαρακτήρος των φίλων σου. Να δοκιμάζης τους φίλους εις τας δυστυχίας και εις τους κοινούς κινδύνους· διότι τον μεν χρυσόν δοκιμάζομεν εις το πυρ, τους δε φίλους διακρίνομεν εις τας ατυχίας. Θα τηρήσης την αρίστην στάσιν απέναντι των φίλων σου, αν δεν περιμένης ούτοι να σου γνωρίσουν τας ανάγκας των, αλλ' αν αυθορμήτως έλθης εις βοήθειάν των, όταν αι περιστάσεις το επιβάλλουν.

[26] Να νομίζης ότι είναι εξ ίσου επαίσχυντον να νικάσαι υπό των εχθρών σου εις το κακόν και να φαίνεσαι κατώτερος των φίλων σου εις τας ευεργεσίας που σου κάμνουν. Να θεωρής ως αληθείς φίλους όχι μόνον εκείνους που λυπούνται διά τας δυστυχίας σου, αλλά και εκείνους οι οποίοι δεν σε φθονούν διά την ευτυχίαν σου· διότι πολλοί λυπούνται μεν μαζί με τους φίλους των διά τας ατυχίας των, αλλά τους φθονούν, όταν ευτυχούν. Να ενθυμήσαι τους απόντας φίλους σου ενώπιον των παρόντων, διά να φαίνεσαι ότι ουδέ τούτους λησμονείς, όταν είναι απόντες.

[27] Να θέλης να είσαι όσον αφορά την ενδυμασίαν σου φιλόκαλος και όχι καλλωπιστής. Είναι δε ίδιον γνώρισμα του μεν φιλοκάλου η μεγαλοπρέπεια, του δε καλλωπιστού το εξεζητημένον (η επίδειξις, ίνα κινηθή η περιέργεια των άλλων). Να αγαπάς ουχί την υπερβολικήν αύξησιν των υπαρχόντων αγαθών, αλλά την μετρίαν απόλαυσιν τούτων. Να καταφρονής τους φιλοχρημάτους, οι οποίοι ζητούν να συσσωρεύουν θησαυρούς και δεν γνωρίζουν να απολαύσουν εκείνους που έχουν· διότι ούτοι πάσχουν κάτι παρόμοιον με εκείνους οι οποίοι αγοράζουν ωραίον ίππον, ενώ γνωρίζουν να ιππεύουν κακώς.

[28] Προσπάθει να καθιστάς τον πλούτον σου προσοδοφόρον και χρήσιμον· είναι δε ο πλούτος χρήσιμος μεν εις τους επιθυμούντας να μεταχειρίζωνται τούτον ελευθερίως, προσοδοφόρος δε εις τους δυναμένους να αποκτούν κτήματα προσοδοφόρα. Να εκτιμάς την υπάρχουσαν περιουσίαν διά δύο λόγους, και διά να δύνασαι να πληρώσης μέγα πρόστιμον και διά να βοηθής χρηστόν φίλον όταν δυστυχή· διά τας άλλας δε ανάγκας της ζωής σου να μη προσκολλάσαι εις αυτήν υπερβολικά, αλλά να την αγαπάς με μέτρον.



Πρωτότυπο Κείμενο

Μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς πρότερον φίλοις· ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν καὶ περὶ σὲ γενέσθαι τοιοῦτον, οἷος καὶ περὶ ἐκείνους γέγονε. βραδέως μὲν φίλος γίγνου, γενόμενος δὲ πειρῶ διαμένειν· ὁμοίως γὰρ αἰσχρὸν μηδένα φίλον ἔχειν καὶ πολλοὺς ἑταίρους μεταλλάττειν. μήτε μετὰ βλάβης πειρῶ τῶν φίλων, μήτ’ ἄπειρος εἶναι τῶν ἑταίρων θέλε. τοῦτο δὲ ποιήσεις, ἐὰν μὴ δεόμενος τὸ δεῖσθαι προσποιῇ. [25] περὶ τῶν ῥητῶν ὡς ἀπορρήτων ἀνακοινοῦ· μὴ τυχὼν μὲν γὰρ οὐδὲν βλαβήσει, τυχὼν δὲ μᾶλλον αὐτῶν τὸν τρόπον ἐπιστήσει. δοκίμαζε τοὺς φίλους ἔκ τε τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας καὶ τῆς ἐν τοῖς κινδύνοις κοινωνίας· τὸ μὲν γὰρ χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν, τοὺς δὲ φίλους ἐν ταῖς ἀτυχίαις διαγιγνώσκομεν. οὕτως ἄριστα χρήσει τοῖς φίλοις, ἐὰν μὴ προσμένῃς τὰς παρ’ ἐκείνων δεήσεις, ἀλλ’ αὐτεπάγγελτος αὐτοῖς ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς.

[26] ὁμοίως αἰσχρὸν εἶναι νόμιζε τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιίαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις. ἀποδέχου τῶν ἑταίρων μὴ μόνον τοὺς ἐπὶ τοῖς κακοῖς δυσχεραίνοντας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς μὴ φθονοῦντας· πολλοὶ γὰρ ἀτυχοῦσι μὲν τοῖς φίλοις συνάχθονται, καλῶς δὲ πράττουσι φθονοῦσι. τῶν ἀπόντων φίλων μέμνησο πρὸς τοὺς παρόντας, ἵνα δοκῇς μηδὲ τούτων ἀπόντων ὀλιγωρεῖν.

[27] Εἶναι βούλου τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος, ἀλλὰ μὴ καλλωπιστής. ἔστι δὲ φιλοκάλου μὲν τὸ μεγαλοπρεπές, καλλωπιστοῦ δὲ τὸ περίεργον. Ἀγάπα τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν μὴ τὴν ὑπερβάλλουσαν κτῆσιν ἀλλὰ τὴν μετρίαν ἀπόλαυσιν. καταφρόνει τῶν περὶ τὸν πλοῦτον σπουδαζόντων μέν, χρῆσθαι δὲ τοῖς ὑπάρχουσι μὴ δυναμένων· παραπλήσιον γὰρ οἱ τοιοῦτοι πάσχουσιν, ὥσπερ ἂν εἴ τις ἵππον κτήσαιτο καλὸν κακῶς ἱππεύειν ἐπιστάμενος.

[28] πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα καὶ κτήματα κατασκευάζειν. ἔστι δὲ χρήματα μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κτήματα δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις. τίμα τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν δυοῖν ἕνεκεν, τοῦ τε ζημίαν μεγάλην ἐκτῖσαι δύνασθαι, καὶ τοῦ φίλῳ σπουδαίῳ δυστυχοῦντι βοηθῆσαι· πρὸς δὲ τὸν ἄλλον βίον μηδὲν ὑπερβαλλόντως ἀλλὰ μετρίως αὐτὴν ἀγάπα.
 

Πανδώρα - Η πρώτη γυναίκα της Ελληνικής Θεογονίας


Η Πανδώρα (παν + δώρα) είναι αρχετυπική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, όπου αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας. Ο μύθος της Πανδώρας, όχι τόσο ως αρχετυπικής μορφής, μητέρας όλων των γυναικών, αλλά ως αιτίας όλων των παθών, λόγω της περιέργειάς της, έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Συγκεκριμένα, από ανοησία, περιέργεια ή σκόπιμα, η Πανδώρα σύμφωνα με το μύθο αποδέσμευσε και σκόρπισε στην ανθρωπότητα όλα τα δεινά και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι -το οποίο κατά λάθος καθιερώθηκε να αναφέρεται ως κουτί. Η αρνητική στάση του Ησίοδου και ο μισογυνισμός που εκδηλώνεται στα σχετικά κείμενά του -με την Πανδώρα πιθανόν ως αφορμή- αποδίδεται από ορισμένους ερευνητές και σε κατάλοιπα της μεταβατικής εποχής, από τη μητριαρχία στην πατριαρχία χωρίς φυσικά να αποκλείονται και άλλες λογικές ερμηνείες.

Οι επωνυμίες Πανδώρα και Ανησιδώρα (αυτή που φέρνει δώρα)αναφέρονται και στη Δήμητρα, τη θεά της Γης, που λατρευόταν ως πανδώρα αφού από αυτήν τρεφόταν η ανθρωπότητα, όμως πρόκειται για θετικές επωνυμίες [1] της θεάς και δεν έχουν καμία σχέση με το κύριο όνομα Πανδώρα, δηλαδή το μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο το όνομά της σήμαινε εκείνη που είναι προικισμένη με όλα τα δώρα από τους θεούς, εκείνην που έχει όλα τα χαρίσματα. Μεταγενέστερα θεωρήθηκε ότι ήταν και εκείνη από την οποία εκπορεύονταν όλα τα δώρα προς τους ανθρώπους, καλά και κακά.
Η Πανδώρα της "Θεογονίας"
Σύμφωνα με την Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου που συντάχθηκαν γύρω στο 750 π.Χ. η Πανδώρα πλάστηκε από χώμα από τον Ήφαιστο κατά παραγγελία του Δία. Η Αθηνά (ή ο Ερμής) της έδωσε ζωή και οι θεοί του Ολύμπου της προσέφεραν γενικά όλα τα χαρίσματα και τις ικανότητες, και μαζί μια επικίνδυνη γοητεία. Για τον Ησίοδο πάντως η Πανδώρα ήταν το χειρότερο δώρο που μπορούσαν να κάνουν οι θεοί στον άνθρωπο.

Στη Θεογονία αναφέρει [2]ότι "ο ευγενής γιος του Ιαπετού (ο Προμηθέας) έκλεψε την ιερή φωτιά και εξοργισμένος ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους ένα μεγάλο κακό -το τίμημα για το ευεργέτημα της φωτιάς. Ζήτησε από τον Χωλό θεό (τον Ήφαιστο) να πλάσει από τη γη μια παρθένα και η Αθηνά την έντυσε και τη στόλισε με κοσμήματα και της έβαλε ένα θαυμαστό πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι καθώς και ένα στέμμα χρυσό". Όπως περιγράφει ο Ησίοδος ήταν χάρμα οφθαλμών και έλαμπε με μεγάλη ομορφιά που την θαύμασαν ακόμα και οι θεοί και που δεν μπορούσε να της αντισταθεί κανένας θνητός, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχαν γυναίκες παρά μόνον άνδρες. "Από αυτήν" γράφει ο Ησίοδος, "κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος. Από αυτήν προήλθε το καταστροφικό γένος των γυναικών (τῆς γὰρ ὀλώιόν ἐστι γένος γυναικῶν) που ζει μεταξύ των θνητών ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια . Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει το θνητόν άνδρα [3]

ὣς δ᾽ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκεν

"Και σαν να μην έφτανε αυτό" συνεχίζει ο Ησίοδος "αν ο άνδρας δεν παντρευόταν για να αποφύγει τις πικρίες του γάμου, γερνούσε και πλησίαζε το θάνατο χωρίς κανέναν να τον φροντίσει. Οπότε όταν ο άντρας επιλέγει να παντρευτεί και παίρνει καλή γυναίκα που συμφωνεί μαζί του, τότε το κακό συνεχώς αντιπαλεύει το καλό. Γιατί μπορεί να τύχει να κάνει κακά παιδιά, και τότε ζει για πάντα με θλίψη στην καρδιά και αυτό το κακό δεν μπορει να θεραπευτεί ποτέ. Ετσι δεν μπορείς να εξαπατήσεις το Δια ή να παραβείς το θέλημά του" Ο άνθρωπος δηλαδή δεν έχει σωτηρία, ούτε με το γάμο ούτε χωρίς αυτόν, κατά τον Ησίοδο.
Η Πανδώρα στο "Έργα και Ημέραι"

Στο "Έργα και Ημέραι" ο Ησίοδος αναφέρεται [4]ξανά στην Πανδώρα, λέγοντας αρχικά τα ίδια, ότι δηλαδή την έπλασε ο Δίας για να τιμωρήσει τον Προμηθέα, στη συνέχεια όμως αναφέρεται διεξοδικά στο πώς ακριβώς τιμώρησε ο Δίας το ανθρώπινο είδος μέσω της Πανδώρας:

"Οταν ο Δίας κατάλαβε τι είχε κάνει ο Προμηθέας, του είπε "χαίρεσαι που με γέλασες, αλλά θα βρει μεγάλο κακό εσένα και όλους τους ανθρώπους και αυτό θα είναι το τίμημα για τη φωτιά που τους έδωσες. Θα είναι αυτό (το κακό) κάτι που οι άνθρωποι θα χαρούν με την καρδιά τους ενώ θα αγκαλιάζουν την καταστροφή τους" [5]

Και έβαλε τον Ήφαιστο να πλάσει από άργιλο ένα πλάσμα που να μοιάζει σε αθάνατη θεά, αλλά να έχει τη φωνή και τη δύναμη ανθρώπου. Η Αθηνά της έμαθε να υφαίνει και η Αφροδίτη την έκανε ποθητή, ενώ ο Δίας, όπως αναφέρει ο Ησίοδος, έβαλε τον Ερμή να της δώσει ξεδιάντροπο μυαλό και πανούργα φύση και να της διδάξει τα ψέματα. Της δόθηκαν σαν δώρα επίσης τα χαρίσματα της Πειθούς και των Χαρίτων και ο Ερμής της έδωσε και ομιλία. Στο τέλος -λέει ο Ησίοδος- την ονόμασαν Πανδώρα [6] επειδή κάθε θεός της έδωσε κι ένα δώρο, αλλά ήταν βαρύ χτύπημα για τους ανθρώπους που δουλεύουνε για το ψωμί τους (δηλαδή τους θνητούς).

Ύστερα ο Δίας είπε στον Ερμή να παραδώσει την Πανδώρα ως δώρο στον Επιμηθέα, τον αδελφό του Προμηθέα. Αυτός δεν αναλογιστηκε τη συμβουλή του αδελφού του "να μη δεχτεί ποτέ δώρο από τον Ολύμπιο Δία και να το στείλει πίσω επειδή μπορεί να αποδεικνυόταν βλαβερό για τους ανθρώπους". Δέχτηκε την Πανδώρα και κατάλαβε το λάθος του όταν πια έγινε το κακό. Γιατί μέχρι τότε οι φυλές των ανθρώπων που ζούσαν στη γη ήταν μακριά από τα κακά και τους πόνους και τις νόσους που "μέσα σε αυτές οι άνθρωποι γερνούν γρήγορα. Η γυναίκα όμως έβγαλε το μεγάλο πώμα από το πιθάρι και σκόρπισε όλα αυτά τα κακά φέρνοντας τη θλίψη στους ανθρώπους." Μόνο η Ελπίδα έμεινε μέσα στο άθραυστο μεγάλο πιθάρι και δεν πέταξε έξω "γιατί την κράτησε εκεί το πώμα με τη θέληση του Δία" [7] και γέμισε η πλάση αρρώστιες και δυστυχία που έπλητταν στο εξής μέρα νύχτα τους θνητούς σιωπηρά -γιατί ο Δίας τους είχε πάρει σοφά τη λαλιά". Καθώς όλες οι δυστυχίες πλησίαζαν βουβά, ύπουλα δηλαδή, κανείς δεν μπορούσε να φυλαχτεί "και να γλιτώσει από το θέλημα του Δία".
Η εκδοχή του Αισώπου
 
Σύμφωνα με έναν μύθο του Αίσωπου, που χρονολογείται στον 6ο αιώνα, δηλαδή περίπου 200 χρόνια μετά την εποχή του Ησίοδου, ο Δίας είχε συγκεντρώσει όλα τα αγαθά σε ένα πιθάρι και το είχε κλείσει, αλλά το εμπιστεύθηκε σε ανθρώπινα χέρια. Ο άνθρωπος όμως δεν είχε αυτοέλεγχο και θέλοντας να δει τι περιείχε το πιθάρι, το άνοιξε. Ετσι όλα τα καλά που περιείχε πέταξαν αμέσως ξανά προς τον ουρανό και τους θεούς και στο πιθάρι απόμεινε μονάχα η ελπίδα.Σε αυτή την περίπτωση όμως το πιθάρι το ανοίγει άνδρας [8].
Η άποψη του Αισχύλου

Ο δραματουργός Αισχύλος, που έζησε περίπου 50 χρόνια μετά τον Αίσωπο και 250 χρόνια μετά τον Ησίοδο, είδε το ίδιο θέμα από άλλη σκοπιά στο έργο "Προμηθέας Δεσμώτης". Στον Αισχύλο η ελπίδα αντί να είναι κλεισμένη στο πιθάρι της Πανδώρας, αποτελεί στην πραγματικότητα το δώρο του Προμηθέα προς τους ανθρώπους [9]. Στον στίχο 250 όταν ο χορός ρωτά τον Προμηθέα ποιο ήταν το αμάρτημα για το οποίο τιμωρείται, εκείνος απαντά
-"έκανα τους θνητούς να πάψουν να προβλέπουν το θάνατό τους ως μοιραίο"
-"και τι φάρμακο βρήκες γι' αυτό;" ρωτά ο χορός
-"τους έδωσα τυφλές ελπίδες" απαντά εκείνος
-"σπουδαία λύση βρήκες" λέει ο χορός
-"τους έδωσα και τη φωτιά" λέει ο Προμηθέας
Από το κείμενο δεν αποσαφηνιζεται αν ο Αισχύλος εννοεί πως ο Προμηθέας ήταν εκείνος που σφάλισε το πιθάρι της Πανδώρας και φύλαξε την ελπίδα για στερνό καταφύγιο του ανθρώπου ή αν εννοεί πως εκείνος ήταν η αιτία να δοθεί στους ανθρώπους το δώρο της ελπίδας. Τρίτη εκδοχή είναι να ειρωνεύεται και να εννοεί ότι εξαιτίας του οι άνθρωποι έχουν πια μόνο τυφλές ελπίδες και τίποτε άλλο. Τέλος, μπορεί να εννοεί ότι δίνοντας στον άνθρωπο τη φωτιά του έδωσε ουσιαστικά ελπίδες για καλύτερη ζωή.

Το θέμα της ελπίδας έχει εξεταστεί και από σύγχρονους ερευνητές που δεν θεωρούν σαφές ότι η ελπίδα ήταν όπλο ή μειονέκτημα, υποννοώντας ότι η ελπίδα αναστέλλει την κινητοποίηση και οδηγεί πιθανόν στην υποχώρηση και την ήττα. Αλλος προβληματισμός αφορά στις προθέσεις των κεντρικών μοχλών του μύθου. Αν ο Δίας ήθελε πραγματικά το κακό των ανθρώπων, γιατί φρόντισε στο πιθάρι με τα δεινά να υπάρχει και η Ελπίδα; Αυτό δειχνει ευσπλαχνία, ενώ ο Ησίοδος τον παρουσιάζει έξαλλο με τον Προμηθέα και την ανθρωπότητα.

Αν και ο μύθος έχει φτάσει με πολλές παραλλαγές στις μέρες μας, δεν είναι σαφές αν εξαρχής ο Δίας ήθελε να τιμωρήσει τους ανθρώπους με όσα αποδεσμεύτηκαν από το πιθάρι ή αν η τιμωρία ήταν αυτή καθαυτή η γυναίκα. Πολλοί παραβάλλουν μάλιστα το "κουτί της Πανδώρας" με το μήλο του Παράδεισου της Εύας, όμως στην ελληνική μυθολογία και φιλοσοφία προσάπτονται στο Δία (το Θεό των Ελλήνων τότε) φθόνος και οργή και κακία. Επιπλέον ο Επιμηθέας δεν τιμωρείται οικτρά, αλλά αποκτά με την Πανδώρα μια κόρη, την Πύρρα, η οποία παντρεύεται τον ξάδελφό της Δευκαλίωνα, γιο του Προμηθέα, και γλιτώνουν από τον κατακλυσμό.Κατά μια άλλη εκδοχή η Πανδώρα ήταν κόρη του Δευκαλίωνα και γέννησε από τον Δία τον Γραικό.[10]

Ποια ήταν η πραγματική τιμωρία

Οι περισσότερες εκδοχές του μύθου παρουσιάζουν στην περιπτωση της Πανδώρας ότι το πιθάρι περιείχε τα δώρα του γάμου της και ότι της είχε δοθεί η εντολη να μην το ανοίξει. Ετσι το θέμα του ανοίγματος του πιθαριού παραπέπει στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Η πιο λαϊκή εκδοχή ήθελε το πιθάρι "κακοπροαίρετο δώρο" ζηλόφθονων θεών που προσδοκούσαν να ανοίξει η Πανδώρα το το πώμα του ώστε να ξεχυθούν όλα τα δεινά στην ανθρωπότητα. Σε αυτή την περίπτωση η ενέργεια του Δία -σύμφωνα με τον Ησίοδο- να κρατήσει την ελπίδα μέσα στο πιθάρι, δεν είναι ευκολο να ερμηνευθεί: το έκανε σε μια ύστατη κινηση καλής πρόθεσης προς τους ανθρώπους ώστε να τους περισώσει έστω την ελπίδα ή το έκανε απεναντίας σε μια ύστατη κινηση αντεκδικησης, ώστε μέσα σε όλες τις δυστυχίες τους να μην έχουν ούτε καν την παρηγοριά της ελπίδας; Η απάντηση εξαρτάται από το αν θεωρεί κάποιος το "κουτί της Πανδώρας" φυλακή ή τόπο διαφύλαξης [11]
Το πιθάρι που έγινε "κουτί


Ακόμα και στην Ελλάδα έχει καθιερωθεί η αναφορά στο "κουτί" και όχι στο πιθάρι της Πανδώρας. Η αιτία είναι η επανεισαγωγή της αρχαίας γραμματείας από το εξωτερικό και η καθιέρωση της λέξης "κουτί" σε όλες τις άλλες γλώσσες προτού οι Έλληνες προλάβουν να ασχοληθούν οι ίδιοι με το πρωτότυπο αρχαίο κείμενό τους. Συγκεκριμένα, ο Έρασμος μετάφρασε το έργο στα λατινικά και απέδωσε τον πίθο του Ησίοδου ως pyxis, που σημαίνει κυτίο ή κουτί [12]. Η λέξη πυξίς υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά και έμοιαζε ως σκεύος περισσότερο με τη σημερινή κατσαρόλα -έβαζαν μέσα σε αυτό τα κοσμήματά τους. Ο Ησίοδος όμως αναφέρει τη λέξη "πίθος", το πιθάρι. Από τη μετάφραση όμως του ΄Ερασμου ανατυπώθηκαν βιβλία με έργα του Ησιόδου στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, που όλα τους απέδιδαν τη λατινική λέξη pyxis στη γλώσσα τους ως box, boîte κ.λπ.

Από αυτό τον μύθο είναι γνωστή μέχρι σήμερα η φράση «Κουτί της Πανδώρας»: λέγεται ότι κάποιος «άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας» όταν κάνει μια φαινομενικά ασήμαντη πράξη που μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες.



Ο αστεροειδής 55 Πανδώρα, που ανακαλύφθηκε το 1858, και ο φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Κρόνου Πανδώρα, που ανακαλύφθηκε το 1980, πήραν το όνομά τους από το μυθικό αυτό πρόσωπο.


Παραπομπές
1. ↑ Αισχύλου τραγωδοποιού, qua supersunt, fabula et fragmenta του G. Burges, σελίδα 158
2. ↑ στίχοι 560 έως 612
3. ↑ Θεογονία, στίχοι 570-600
4. ↑ στίχοι 54-105
5. ↑ τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες τέρπωνται κατὰ θυμὸν, ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες.»
6. ↑ ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα Πανδώρην, ὅτι πάντες Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες δῶρον ἐδώρησαν, πῆμ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν.
7. ↑ δεν είναι σαφές στο κείμενο του Ησιοδου αν ο Δίας το έκανε αυτό με καλή ή κακή πρόθεση, δηλαδή για να αφήσει κάτι ως παρηγοριά στους ανθρώπους ή για να τους στερήσει απεναντίας ακόμα και την Ελπίδα
8. ↑ Μύθος ΡΚΓ στη Βικηθήκη και "Aesop's fables", της Laura Gibbs, σελίδα 242
9. ↑ Βικηθήκη, Αισχύλος, Προμηθεύς δεσμώτης, στιχος 250, Πρ. θνητούς γ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον. Χο. τὸ ποῖον εὑρὼν τῆσδε φάρμακον νόσου; Πρ. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα
10. ↑ Johann Adam Hartung (1865). Die Religion und Mythologie der Griechen (Γερμανικά). Leipzig, Engelmann (ανακτήθηκε 26 Αυγούστου 2009 )
11. ↑ "A commentary on Hesiod: works and days" του W. J. Verdenius
12. ↑ Το λάθος του ΄Ερασμου αναφέρει ο M. L. West στο βιβλίο του "Hesiod's Works and Days" και συμφωνoύν μαζί του η Dora και ο Erwin Panofsky στο βιβλίο τους "Pandora's Box: The Changing Aspects of a Mythical Symbol"

Ο μύθος για τη δημιουγία της ανθρώπινης κοινωνίας - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

 

 
ΠΛΑΤΩΝ, ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

ΠΛ Πρωτ 320c–324d

Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.

Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.

Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»

Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και γιατί και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται συζήτηση για θέμα που χρειάζεται αξιοσύνη αρχιτέκτονα ή κάποιου άλλου τεχνίτη, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύουν· κι αν πάει να δώσει συμβουλή κάποιος έξω απ' αυτούς τους λίγους, χαλούν τον κόσμο, όπως λες ― με το δίκιο τους, νομίζω. Όταν όμως είναι να δώσουν γνώμη για θέμα που χρειάζεται πολιτικήν αξιοσύνη, και που πρέπει απ' την αρχή ως το τέλος να το πραγματευθούν με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, δίνουν το ελεύτερο να μιλήσει ο καθένας, και μ' όλο τους το δίκαιο· γιατί όλοι πρέπει να 'χουν το μερίδιό τους σ' αυτή την αρετή· αλλιώς δεν στέκονται οι πολιτείες. Αυτή είναι η αιτία για ό,τι συμβαίνει, Σωκράτη. Και, για να μη σου μπει στο μυαλό ότι σ' εξαπάτησα λέγοντας πως όλοι πιστεύουν πραγματικά ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και γενικά σε κάθε πολιτικήν αρετή, άκουσε αυτή την καινούρια απόδειξη. Δηλαδή στ' άλλα χαρίσματα ―κατά τα λεγόμενά σου― αν κάποιος λόγου χάρη καμαρώνει ότι είναι καλός στο παίξιμο του αυλού ή σε κάθε άλλη τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι άλλοι ή τον παίρνουν στο ψιλό ή θυμώνουν, και οι συγγενείς του τον παίρνουν κατά μέρος και τον συμβουλεύουν, σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τη δικαιοσύνη και τις άλλες πολιτικές αρετές: πες ότι ξέρουν πως κάποιος είναι άδικος·ε, μολοντούτο, αν αυτός λέει την αλήθεια για το άτομό του μπροστά σ' όλον τον κόσμο, αυτό το οποίο στην προηγούμενη περίπτωση το θεωρούσαν φρονιμάδα ―το να λέει κανείς την αλήθεια― τώρα το θεωρούν τρέλα· και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι ―είναι δεν είναι― διαφορετικά, ότι είναι τρελός αυτός που δεν παριστάνει τον δίκαιο. Τόσο πολύ είναι απαραίτητο όλοι χωρίς εξαίρεση να έχουν με κάποιο τρόπο το μερίδιό τους σ' αυτήν ή, στην αντίθετη περίπτωση, ν' αποκλειστούν από την κοινωνία.

Λοιπόν, πάνω στο ότι οι Αθηναίοι δέχονται με τον πιο φυσικό τρόπο να τους συμβουλεύει ο καθένας για πράγματα που έχουν σχέση μ' αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν το μερίδιό τους σ' αυτήν, αυτά είχα να πω. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να αποδείξω τούτο: ότι δηλαδή πιστεύουν πως αυτήν δεν μας την δίνει η φύση ή η τύχη, αλλά μπορεί να διδαχτεί και να γίνει κτήμα ύστερ' από φροντίδες, σ' όποιον την κάνει κτήμα του. Γιατί, για όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι ότι οι όμοιοί τους τα έχουν από τη φύση ή από την τύχη, κανένας δεν θυμώνει ούτε τους δίνει συμβουλές ή μαθήματα, ούτε τιμωρεί αυτούς πού τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους συμπονούν· έτσι, ποιος είναι τόσο άμυαλος, ώστε να τολμήσει να κάμει κάτι τέτοιο στους άσχημους, τους κοντούληδες ή τους αρρωστιάρηδες; Επειδή βέβαια ξέρουν, νομίζω, ότι η φύση ή η τύχη δίνουν στους ανθρώπους τα χαρίσματα και τ' αντίθετά τους. Αν όμως κάποιος δεν έχει τα προτερήματα, που κατά την κοινή αντίληψη οι άνθρωποι τα αποχτούν με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ' αυτή την περίπτωση έχουμε θυμούς, τιμωρίες και συμβουλές. Σ' αυτά τα τελευταία ελαττώματα ανήκουν η αδικία και η ασέβεια, και με δυο λόγια καθετί το αντίθετο με την πολιτική αρετή. Λοιπόν σ' αυτές τις περιπτώσεις ο καθένας θυμώνει με τον άλλον ή του δίνει συμβουλές, ολοφάνερα επειδή έχει τη γνώμη ότι η αρετή μπορεί να γίνει κτήμα με φροντίδα και διδασκαλία. Γιατί, αν θέλεις να σκεφτείς ποια σημασία μπορεί να έχει η τιμωρία των αδικητών, Σωκράτη, η καθημερινή ζωή θα σου δείξει ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να μεταδοθεί. Γιατί ποιος τιμωρεί τους αδικητές, στρέφοντας τη σκέψη του σ' αυτό, κι αυτό έχοντας κίνητρο: το ότι έκαμαν το αδίκημα; (μη λογαριάζεις εκείνον που τιμωρεί ασυλλόγιστα, σαν θηρίο). Αντίθετα, εκείνος που έχει έγνοια να τιμωρήσει μυαλωμένα, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έγινε και πάει ―γιατί ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται― αλλά προνοώντας για το μέλλον, για να μην αδικήσει άλλη φορά ούτε ο ίδιος ο αδικητής ούτε άλλος κανείς από όσους είδαν την τιμωρία του· με το να σκέφτεται λοιπόν έτσι, σκέφτεται ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· όπως και να 'χει, σκοπός της τιμωρίας είναι η φοβέρα. Άρα όλοι, όσοι τιμωρούν και στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, αυτή τη γνώμη έχουν. Έτσι και οι άλλοι άνθρωποι και πρώτοι απ' όλους οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου, τιμωρούν αυτούς που νομίζουν ότι κάνουν αδικήματα, και για να βρει το δίκιο του ο αδικημένος και για να πλήρωσει ο αδικητής. Απ' αυτό βγαίνει ότι οι Αθηναίοι είναι απ' εκείνους που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί και να διδαχτεί και να μεταδοθεί. Τώρα μου φαίνεται πως σου δόθηκε ικανοποιητική απόδειξη, Σωκράτη, ότι καλά κάνουν οι συμπολίτες σου και αφήνουν να τους δίνει συμβουλές πάνω σε θέματα της πολιτείας και ο χαλκιάς και ο τσαγκάρης, και ότι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να μεταδοθεί.

Τι σημαίνουν οι εφιάλτες μας;

Ψυχωτικοί συμβολισμοί

Καμιά φορά τα αληθινά συναισθήματα αναδύονται ακόμα και στη διάρκεια του ύπνου. Όταν τα συνηθισμένα όνειρα δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά μας, τότε εμφανίζονται οι εφιάλτες. Το άτομο που ονειρεύεται μετατοπίζει τον συμβολισμό σε ένα καινούργιο επίπεδο το ψυχωτικό.
Οι δράκοι και τα τέρατα που συχνά βλέπουμε σε ένα όνειρο αποτελούν κάτι που θα μπορούσαν να αναφέρω ως ψυχωτικό συμβολισμό. Οι εφιάλτες είναι μια νυχτερινή αρρώστια. Γι αυτό το άτομο αισθάνεται τρομερή ανακούφιση όταν ξυπνάει και ξαναβρίσκεται στον πραγματικό καλό κόσμο. Το συναίσθημα μέσα στον εφιάλτη μας ξυπνάει έτσι ώστε το συναίσθημα αυτό να παραμείνει ασυνείδητο με τον ίδιο τρόπο που μερικοί νευρωτικοί διατηρούν ασυνείδητες τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους όλη την ημέρα και δεν τις φέρνουν στην επιφάνεια με τη βοήθεια των αμυντικών μηχανισμών, εκείνων που μας προστατεύουν.
Αν ένα άτομο έχει συνεχείς εφιάλτες, τότε μιλάμε για μια αναβίωση κρυμμένων συναισθημάτων. Γι αυτό και πολλές φορές συνεχίζει να βιώνει τον τρόμο ακόμα και μετά το ξαφνικό ξύπνημά του. Η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Οι μύες του είναι τεντωμένοι. Δυστυχώς δεν καταφέρνει να φτάσει στην αναβίωση των πραγματικών συναισθημάτων, στην σύνδεση με την αλήθεια που του προκαλεί τον «πόνο». Αν εκείνη τη στιγμή ήταν κάποιος θεραπευτής κοντά του το άτομο θα βυθιζόταν στις αναβιώσεις του και θα έπαιρνε τον πραγματικό δρόμο για την αναζήτηση των πραγματικών αιτίων της συναισθηματικής ταραχής, στην εύρεση του πραγματικού εαυτού.
Γιατί μερικοί εφιάλτες επαναλαμβάνονται συνέχεια;
Ένα κακό όνειρο που επαναλαμβάνεται συνέχεια είναι ένα συναίσθημα που παραμένει και εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο ξανά και ξανά. Μπορεί η επανάληψη να συνεχιστεί ακόμα και για χρόνια! Μοιάζει με επίθεση από έναν εχθρό που επαναλαμβάνεται και κάθε φορά μια εμπλοκή στο όπλο σταματά «το έγκλημα». Και κάθε φορά στην επίθεση η δυνατότητα διαφυγής είναι περιορισμένη.
Μονάχοι και αβοήθητοι στον εφιάλτη όπως και στην πραγματική ζωή;
Τι σημαίνει άραγε το ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε; Μήπως το ότι δεν υπάρχει κανείς στην πραγματικότητα να μας βοηθήσει να διαχειριστούμε το πρόβλημά μας, τα καθημερινά μας συναισθήματα; Στο όνειρο το άτομο βρίσκεται ολομόναχο συνήθως, όπως ολομόναχο βρίσκεται και στον πραγματικό κόσμο.

ΓΙΑΤΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΧΕΙ ΕΠΤΑ ΝΟΤΕΣ;

Ένα ερώτημα κανονικό και φυσιολογικό. Μπορεί να το θέσει ένα παιδί ή ένας ενήλικας. Ένας μουσικός ή ένας που δεν ασχολείται με την μουσική. Γιατί επτά (ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι) κι όχι έξι ή οκτώ. Διότι η περίπτωση της πεντατονικής έχει να κάνει με την επτατονική που της λείπει το δεύτερο και έκτο σκαλί (ντο, μι, φα, σολ, σι). Αυτή η τελευταία είναι η κλίμακα που στον ελληνικό χώρο λειτουργεί στην Ηπειρώτικη μουσική παράδοση.


Το ερώτημά μας λοιπόν είναι: γιατί το επτατονικόν της μουσικής κλίμακος, είναι σχεδόν παγκόσμιο; Πρόκειται περί τυχαίου πράγματος ή υπάρχει ερμηνεία του δεδομένου. Μάλλον θα λέγαμε, μπορεί να βρεθεί μια εξήγηση. Ή κάποιες εξηγήσεις που να στηρίζονται σε αξιόπιστα δεδομένα.
Εάν δεν κάνουμε τον κόπο να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, μάλλον δεν θα πράξουμε ορθά. Συνεπώς τίθεται το ερώτημα: πότε και πώς ο πρωτόγονος άνθρωπος ξεκίνησε την περιπέτειά του μέσα στα μουσικά μονοπάτια; Υπάρχουν ιστορικά στοιχεία; Ποιά είναι τα παλαιότερα εξ αυτών;
Εδώ διαθέτουμε μια σιγουριά. Τα παλαιότερα στοιχεία τα μεταφέρει η μυθολογία. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει στον ελληνικό πολιτισμό.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια στάση. Τι πάει να πει μύθος και μυθολογία. Αναγκαστικά θα προστρέξουμε στο λεξικό. Στην ιστορία της λέξης. Επειδή δε ο μέγιστος δάσκαλος του Ελληνικού λαού, σε ό,τι αφορά στη γλώσσα του, είναι και θα είναι ο Όμηρος, ας δούμε πώς το εννοεί. Μεταξύ των άλλων δευτερευουσών εννοιών, το αναφέρει με την βαρυσήμαντη σημασία του ιστορείν και του διηγήσθαι (Οδ. Γ΄. 94 , Δ΄. 324 κ.λπ.). Η ρίζα είναι από το μαθ-αίνω.
Εάν βασιστούμε λοιπόν σ’ αυτή την αρχή, θα πρέπει να ερευνήσουμε, τους σχετικούς μύθους της ελληνικής μυθολογίας, κατά σειρά ιστορικής αρχαιότητος.
Για να ερμηνεύσουμε τους μύθους, στην περίπτωσή μας αυτούς που σχετίζονται με τα μουσικά πράγματα, κρίνουμε σκόπιμο να ξεκαθαρίσουμε μερικά βασικά δεδομένα του ζητήματος. Δεδομένα που σχετίζονται με την ιεραρχική εξέλιξη των βασικών στοιχείων που απαρτίζουν το σύνθετο αυτό ανθρώπινο φαινόμενο που λέγεται μουσική.
Ποια είναι, κατ’ αρχάς, τα βασικά στοιχεία της μουσικής. Αναμφίβολα προηγείται η φωνητική μουσική. Το σόλο τραγούδι. Επιδίδονται σ’ αυτό πολλά ζώα. Ζώα όλων των ειδών. Άσχετα με την επίδοσή τους. Ας βαθμολογήσουμε με άριστα τα ωδικά πτηνά στον τομέα της «μουσικής» φλυαρίας. Για τους ανθρώπους να πούμε ότι δεν ξεκίνησαν και καλλίτερα. Πώς αυτό; Να, επειδή διαθέτουμε ακόμα δείγματα από πρωτόγονους λαούς, οι οποίοι αν συναγωνίζονταν με κάποια πτηνά, μάλλον θα έπαιρναν δεύτερες και τρίτες θέσεις. Δεν πρόκειται για κάποια ειρωνεία από την μεριά μας. Πρόκειται για μια διαπίστωση. Για μια πραγματικότητα. Για ένα δεδομένο της φύσης.
Ας μείνουμε για λίγο στο σόλο τραγούδι. Το εκτελούμενο άνευ μουσικών οργάνων. Από ποια ανθρώπινη ανάγκη προέκυψε; Υπολογίστε ότι αναφερόμαστε στην αρχή του μουσικού φαινομένου. Διότι η επένδυση του σόλο τραγουδιού δια μουσικής οργανικής συνοδείας είναι βεβαίως μεταγενέστερο πολιτιστικό στάδιο. Η βεβαιότητα της τελευταίας αυτής διαπίστωσης εξασφαλίζεται από το δεδομένο ότι υπάρχουν ακόμα λαοί οι οποίοι δεν έχουν εισέλθει σ’ αυτό το στάδιο εξέλιξης του μουσικού τους πολιτισμού, αφού το τραγούδι τους συνοδεύεται μόνο από κρουστά όργανα. Κάτι που συμβαίνει βασικά στην Αφρικανική Ήπειρο.
Το τονίζουμε λοιπόν ξανά: από ποια ανθρώπινη ανάγκη προέκυψε το πανανθρώπινο αυτό φαινόμενο που λέγεται τραγούδι; Ο άνθρωπος πλην του λογικού στοιχείου του είναι προγραμματισμένος και δια του μορφωτικού στοιχείου. Ένα στοιχείο για το οποίο γίνεται σπάνια λόγος! Δηλαδή σπανίως αναφέρεται δίπλα στα άλλα βασικά στοιχεία του. Το ον αυτό έχει την τάση να δίνει μια μορφή στον εαυτό του. Στην εμφάνισή του, στον λόγο του, στις κινήσεις του, στην συμπεριφορά του. Επίσης στο περιβάλλον του και στην ίδια την φύση.
Με το τραγούδι μορφοποιεί τον λόγο του. Όλες αυτές τις λέξεις που είναι υποχρεωμένος να ξεστομίσει για να συνεννοηθεί με τους άλλους. Όλα τα επιφωνήματα και τις κραυγές που εκφέρει υπό την πίεση των αισθημάτων και συναισθημάτων του. Το τραγούδι ως διαμορφωμένος λόγος. Ως μέσον καλλιτεχνικής φωνητικής έκφρασης. Ως μέσον έκφρασης διαφόρων συναισθηματικών καταστάσεων. Αλλά και ως εργαλείο συνοχής της ομάδας. Διαθέτει κι άλλες πλευρές το τραγούδι. όπως διαπαιδαγωγικές, απομνημονευτικές, αποτρεπτικές και λατρευτικές. Όπως και να έχει το πράγμα το βέβαιο είναι ότι δεν γίνεται άνθρωπος δίχως τραγούδι.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα ξεκάθαρα προκύπτει το συμπέρασμα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ότι τα μουσικά όργανα τα κατασκεύασε και τα χρησιμοποίησε το ανθρώπινο είδος πάρα πολύ πρόσφατα, σε σχέση με τον συνολικό χρόνο της ύπαρξής του. Περίπου τα 20.000 τελευταία μπροστά στα υπόλοιπα πολλά εκατομμύρια. Τα όργανα χωρίζονται σε δυό κατηγορίες: πνευστά και έγχορδα. Αφήνουμε κατά μέρος τα κρουστά επειδή δεν παίζουν μελωδία και επομένως δεν σχετίζονται με κλίμακες και πολύ περισσότερο με τον αριθμό των φθόγγων που διαθέτουν. Ας μη ξεχνάμε ότι αυτό είναι το θέμα που μας απασχολεί.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το εξής: οι μουσικές κλίμακες διαμορφώθηκαν επάνω στο σόλο τραγούδι ή πάνω στα μουσικά όργανα;
Ας πούμε ότι καταλήγουμε στην δεύτερη άποψη. Στην περίπτωση αυτή τίθεται το ερώτημα: σε ποιά όργανα διαμορφώθηκαν οι κλίμακες, στα πνευστά ή στα έγχορδα;
Πιάνουμε ξανά το πρώτο ερώτημα. Εάν οι κλίμακες διαμορφώθηκαν στο φωνητικό τραγούδι τότε δεν έχουμε καθόλου στοιχεία γιο το πώς έγινε αυτό το πράγμα. Δεν υπάρχουν ούτε ηχητικά ούτε γραπτά ούτε αρχαιολογικά ούτε μυθολογικά ντοκουμέντα. Τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε. Παρακαλούμε δε τον οποιονδήποτε έχει υπ’ όψιν του κάτι σχετικό να μας το πληροφορήσει.
Θα πούμε όμως την άποψή μας για το ζήτημα αυτό. Γιατί οι κλίμακες δεν διαμορφώθηκαν στη φωνητική μουσική αλλά στα όργανα, όπως νομίζουμε. Όλοι οι λαοί που αυτή τη στιγμή βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της φωνητικής μουσικής άνευ οργάνων, αγνοούν τις επτατονικές μουσικές κλίμακες. Ένα επιχείρημα που μπορεί να μην είναι ικανό, όμως είναι ισχυρό. Από την άλλη πουθενά στη φύση δεν υφίσταται άκουσμα που να έχει σχέση με επτατονκή κλίμακα. Επίσης ούτε στην πρωτόγονη ανθρώπινη φωνητική επίδοση μπορεί να παρατηρηθεί κάτι ανάλογο, όπως ακόμα μπορούμε να παρατηρήσουμε, όπως προείπαμε.
Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι να διερευνήσουμε την δεύτερη εκδοχή. Ότι οι κλίμακες προέκυψαν από την χρήση των οργάνων. Προς την κατεύθυνση αυτή η ελληνική μυθολογία διαθέτει αρκετό υλικό. Μάλιστα καλύπτει και το φάσμα των πνευστών και το φάσμα των εγχόρδων οργάνων. Στην πρώτη περίπτωση παίζει ο Πάνας και στην δεύτερη ο Ερμής. Επειδή δε η ελληνική μυθολογία είναι κατηγορηματική περί της αρχαιότητος των δύο θεών υπέρ του Πάνα, θα καταπιαστούμε κατ’ αρχάς μ’ αυτόν.
Επί πλέον η μυθολογία συνάδει και με την αποκτηθείσα πλέον ικανή γνώση, περί του βαθμού δυσκολίας κατασκευής και εκτέλεσης των δύο κατηγοριών των οργάνων, πνευστών και εγχόρδων. Πράγματι τα έγχορδα όργανα απαιτούν μεγαλύτερη μουσική ικανότητα και δεξιοτεχνία απ’ ότι τα πνευστά.
Στο σημείο αυτό μια διευκρίνιση: μη ρωτήσετε μουσικούς της μιάς κατηγορίας ή της άλλης. Οι μουσικοί των πνευστών θα σας πούνε ότι τα έγχορδα είναι δυσκολότερα. Οι μουσικοί των εγχόρδων θα σας πούνε ότι τα πνευστά είναι δυσκολότερα στην εκτέλεση. Θα μάθετε την αλήθεια μόνον από μουσικούς που εκτελούν όργανα και των δύο κατηγοριών.
Ξεκινάμε λοιπόν την έρευνα από τον αρχαιότερο θεό του ελληνικού μουσικού πολιτισμού τον τραγόμορφο Πάνα. Αυτόν τον απτόητο ερωτιάρη. Αφού δεν άφηνε τίποτε δίχως να το γονιμοποιήσει ήρθε η ώρα που αγάπησε μια Νύμφη από την Αρκαδία. Την κόρη του Ποταμού Λάδωνα Σύριγγα. Έλα όμως που η πανέμορφη Νύμφη δε γούσταρε καθόλου τον τραγόμορφο θεό. Γνώριζε όμως η άμοιρη ότι δεν επρόκειτο να γλιτώσει σε καμμιά περίπτωση από το ερωτικό μένος του θεού. Μπρος γκρεμός και πίσω Πάνας.
Πάνω στην απελπισία της, ικέτευσε τον Δία να την σώσει. Τον ελέγανε και Σωτήρα βλέπετε τον Δία τότε. Έτσι την στιγμή που τη έπιασε ο Πάνας εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τρελός από θυμό και απογοήτευση ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της Νύμφης και μετανιωμένος άρχισε να κλαίει και να φιλά τα κομμάτια της καλαμιάς. Ακούγοντας τους ήχους που έβγαιναν, καθώς ξεφυσούσε κλαίγοντας, οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας.
Μια ιστορική αλήθεια ειπωμένη μέσα από έναν πανέμορφο μύθο. Πράγματι ο ανοιχτός σωλήνας του καλαμιού όταν δεχθεί ρεύμα αέρος παράγει ήχο. Ήχο με γλυκιά χροιά και απαλή φωνή. Σάν την ομορφιά της Νύμφης. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα παγκοσμίως και διαχρονικώς, με αποκορύφωμα τον φλάουτο, τον βασιλιά των πνευστών. Δεν υπάρχει μέρος στην υφήλιο που να μην ακούγεται το όργανο αυτό.


Όταν φυσήξουμε λοιπόν στο άκρο του ανοιχτού σωλήνα με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να σπάει το ρεύμα του αέρα επάνω στην περιφέρεια του ανοίγματος, τότε παράγεται ήχος. Ο σωλήνας μπορεί να είναι ανοιχτός ή κλειστός στο άλλο άκρο. Μέχρι στιγμής έχουμε μιά νότα, έναν φθόγγο. Το πολύ δύο. Η δεύτερη νότα ακούγεται με δυνατότερο φύσημα και συνήθως σε διάστημα οκτάβας. Ιδού λοιπόν η οκτάβα με φυσικότατο τρόπο. Άνευ λογικής επεξεργασίας ή επιλογής. Η τελευταία παρατήρηση είναι τεράστιας μουσικολογικής σημασίας, διότι ξεκαθαρίζει ένα βασικότατο στοιχείο της μουσικής κλίμακας. Δηλαδή την αρχή και το τέλος της. Όπως θα διαπιστώσουμε δε στη συνέχεια, η σύριγγα ερμηνεύει εντελώς και κατηγορηματικά όλες τις νότες της επτατονικής κλίμακας με απόλυτα φυσικό τρόπο. Δεν αφήνει αξεδιάλυτη καμμιά πτυχή του θέματος.
Παρατήρησε σιγά-σιγά ο άνθρωπος ότι, εάν ο σωλήνας αυτός είχε σε κάποιο σημείο τρύπα, έβγαζε άλλον τόνο. Επίσης ότι παίζονταν, εάν ανοιγόκλεινε την τρύπα με το δάκτυλο, ακούγονταν μια στοιχειώδης μελωδία. Με την πάροδο του χρόνου έφτασε στο σημείο να εκμεταλλευτεί όλα τα ευκίνητα δάκτυλά του που είναι ο δείκτης ο μέσος κι ο παράμεσος και των δύο χεριών.
Πράγματι έφτιαξε την φλογέρα η οποία ακόμα και σήμερα λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Να πώς ένας βοσκός μ’ ένα μαχαιράκι μυτερό φτιάχνει την φλογέρα του μέσα σε δέκα λεπτά περίπου.
Κόβει ένα καλάμι από κόμπο σε κόμπο ή από γόνυ σε γόνυ όπως λέγεται ειδικότερα. Το μήκος του σωλήνα αυτού είναι περίπου 25 εκατοστά του μέτρου. Κάνει στο μέσον του σωλήνα μια τρύπα τριών περίπου χιλιοστών, όπως και τις υπόλοιπες. Κατόπιν στο κάτω μισό του σωλήνα τοποθετεί τα έξι δάκτυλά του, συμπεριλαμβανομένης και της τρύπας που ήδη έχει ανοίξει. Τα δάκτυλα μοιράζουν το μήκος του σωλήνα σε ίσες αποστάσεις ώστε να μην είναι ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά. Έτσι οι τρύπες απέχουν μεταξύ τους περίπου δύο εκατοστά.
Όταν λοιπόν κλείσουμε όλες τις τρύπες και φυσήξουμε ανοίγοντας στη συνέχει με τη σειρά, από κάτω προς τα επάνω μια-μια όλες τις τρύπες, θα ακούσουμε την Λυδική (ματζόρε) κλίμακα με τις επτά νότες της (ντο, ρε μι, φα σολ, λα σι). Για να συμπληρώσουμε την οκτάβα στο τέλος κλείνουμε όλες τις τρύπες και φυσάμε δυνατότερα. Εάν δε ξεκινήσουμε από την δεύτερη τρύπα, τότε έχουμε την Φρυγική (μινόρε)κλίμακα (ρε, μι, φα, σολ, λα, σι, ντο, ρε). Και αν από την τρίτη έχουμε την Δωρική (μι, φα, σολ, λα, σι, ντο, ρε, μι). Έχουμε δηλαδή στο ίδιο όργανο όλες τις βασικές κλίμακας της παγκόσμιας μουσικής.
Έτσι δεν εξηγείται μόνο το επτατονικό της κάθε κλίμακας αλλά επί πλέον και η ποικιλία των βασικών κλιμάκων. Είναι γνωστό ότι η κατασκευή των εγχόρδων απαιτεί πολύ περισσότερες και πολυπλοκότερες γνώσεις και δεξιοτεχνίες απ’ ότι απαιτεί η κατασκευή της φλογέρας. Γι’ αυτό, κατά την ελληνική μυθολογία, το πρώτο έγχορδο όργανο, την λύρα, την κατασκεύασε ο πανέξυπνος και πανούργος ( = παν + έργο) Ερμής.


Έχουμε και τον άλλο τύπο σύριγγας, τον λεγόμενο αυλό του Πανός. Αντί να έχουμε όλες τις νότες από έναν σωλήνα, δένουμε στη σειρά σωλήνες διαφόρων μηκών, κατάλληλων για την κάθε νότα. Έτσι αντί να ανοιγοκλείνουμε τα δάκτυλα επάνω στον ίδιο σωλήνα, απλώς μεταφέρουμε το φύσημα από σωλήνα σε σωλήνα.
Το όργανο αυτό διαθέτη μιά αξεπέραστη ιδιαιτερότητα η οποία δεν έχει ακόμα γίνει διακριτή ή μάλλον δεν έχει τονιστεί αρκούντως. Είναι το μόνο όργανο που μπορεί να παιχθεί άνευ δακτύλων. Ακόμα και άνθρωπος που του λείπουν όλα τα δάκτυλα μπορεί να το παίξει. Είναι πράγματι κάτι το εντυπωσιακό, όταν για τα περισσότερα όργανα ακόμα και η απουσία ενός δακτύλου δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα ή και παντελή αδυναμία οργανοπαιξίας.
Για μιά ακόμα φορά λοιπόν βλέπουμε πώς η μάνα φύση δίδαξε ακόμα μια τέχνη στους ανθρώπους. Όλα ξεκινούν απ’ αυτή και όλα σ’ αυτή καταλήγουν.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΕΝΟΥΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ !

Ολόκληρη η λατρεία του χριστιανισμού στηρίζεται στις ακατάσχετες υποδείξεις και προσταγές των πιστών προς τον θεό τους!
Εάν αφαιρέσει κανείς τους ρηματικούς τύπους της προστακτική από «την τάξιν προσευχών και ακολουθιών της ορθοδόξου Εκκλησίας, πάντων των αγίων και πασών των εορτών, κινητών και ακινήτων», τότε θα διαπιστώσει ότι αυτό που απομένει είναι ένα ολοστρόγγυλο τίποτα.
Μια συμπεριφορά απέναντι σ’ έναν θεό ο οποίος αντιμετωπίζεται σαν να μη διαθέτει ούτε δράμι μυαλό!Την στιγμή που οι ίδιοι οι πιστοί ισχυρίζονται τα περί θείας πρόνοιας. Ότι τα πάντα προνοεί ο θεός τους κι ότι ούτε ένα φυλλαράκι δεν γίνεται να πέσει, από το οποιοδήποτε δένδρο ή φυτό, δίχως την θέληση του θεού τους.

Ο βαθμός της αναίδειας των πιστών απέναντι στον θεό τους είναι όντως απίστευτος! Και βεβαίως άλλο πράγμα είναι να παρακαλάς τον θεό σου για κάτι που το επιθυμείς και του το ζητάς, κι εντελώς άλλο είναι να του υποδεικνύεις συνεχώς το τι πρέπει να κάνει και το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται, από τα ποιο απλά μέχρι τα πιο περίπλοκα και σύνθετα ζητήματα.
Ιδού οι αποδείξεις για την άθλια και ελεεινή συμπεριφορά των πιστών απέναντι στον τέλεια συμπεριφερόμενο θεό τους. Αυτού του θεού που «τα πάντα εν σοφία εποίησε» κι ο οποίος προνοεί τέλεια για το οτιδήποτε. Όπως, ας πούμε, να μην αφήνει κανένα παιδί να πεθαίνει από την πείνα, να μην σκοτώνονται οι πιστοί του κατά χιλιάδες σε πολέμους, να μη βασανίζουν οι ίδιοι συνανθρώπους τους κλπ.:
ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ. Περιέχων «…πασαν την τάξιν προσευχών και ακολουθιών της ορθοδόξου Εκκλησίας, πάντων των αγίων και πασών των εορτών, κινητών και ακινήτων». Εκδ. «ΑΣΤΗΡ».
Από την πρώτη σελίδα, στο «Βασιλεύ ουράνιε»: … ελθέ…. σκήνωσον … καθάρισον … σώσον… Εάν αφαιρέσει κανείς τις προστακτικές τότε αυτό που απομένει είναι ένα αλαμπουρνέζικο κείμενο.
Βρε αθεόφοβε χριστιανέ, όλ’ αυτά που προστάζεις στον θεό σου (προσέξτε ότι δεν λέει σε παρακαλώ ελθέ, ή σε παρακαλώ σκήνωσον …) αυτός δεν τα κάνει έτσι κι αλλιώς μόνος του; Κι αν δεν τα κάνει, όλ’ αυτά τότε τι ρόλο παίζει η θεία πρόνοιά του;
Στην ίδια σελίδα (σελίδα μικρούλα και με μεγάλα γράμματα) ελέησον (τρις). Και ξανά ελέησον και ιλάσθητι. Στις 1300 σελίδες αυτού του βιβλίου δεν υπάρχει καμμιά που να μην αναγράφει καμμιά δεκαριά προστακτικές. Για να είμαι ακριβοδίκαιος, που και που, πάντως πολύ αραιά, πέφτει και κανένα ικετεύομεν.
Όπως και να το κάνουμε, σ’ όλη την λατρεία η προστακτική του πιστού προς τον θεό του, δια της οποίας του υποδεικνύει το τι, το πότε και το πώς πρέπει να ενεργεί, είναι πρωταρχικό στοιχείο. Και παρ’ όλη αυτή τη κραυγαλέα και σταθερή συμπεριφορά, ο ίδιος ο πιστός κλωτσάει σαν το μουλάρι, μόλις του αναφέρεις την άποψη ότι οι άνθρωποι κάνουν τους θεούς κι όχι το αντίστροφο!
Και προσέξτε παρακαλώ ότι στο ρεπερτόριο των προστακτικών περιλαμβάνονται όλων των ειδών οι υποδείξεις, οι οποίες μπορούν να απευθυνθούν προς θεό ή άνθρωπο. Π.χ. στην τρίτη ευχή (στην οποία εντελώς τυχαία πέφτω τώρα, σελ. 21), η προστακτική αναφέρεται κάθε τρεις λέξεις: … πρόσδεξαι, ίθυνον, αγίασον, άγνισον, διόρθωσον, κάθαρον, ρύσαι, τείχισον.
Εκτός όμως από το τι πρέπει να κάνει ο θεός των χριστιανών, έχουμε και την νουθέτηση του θεού για το τι δεν πρέπει να κάνει!!! Αυτό αποδεικνύει ότι δεν έχουμε τόσο να κάνουμε μ’ έναν θεό μωρό αλλά ότι σίγουρα έχουμε να κάνουμε με την απύθμενη μωρία των πιστών του. Βρε αθεόφοβε πιστέ, αφού ο θεό σου ορίζει τα πάντα, είναι προπαντός αλάθητος και τέλειος και δεν δίνει λόγο σε κανένα άλλο ον, από τι προσπαθείς να τον φυλάξεις; Να πώς του το λέει: (σελ. 253) «και μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου…». Μάλιστα τυγχάνει και ανυπόμονος: «ταχύ εισάκουσόν μου Κύριε…).
Αυτά όμως δεν είναι τίποτα μπροστά σε άλλα που ντρέπονται ακόμα και άθεοι να σκεφτούν. Ο άθλιος πιστός ανθρωπάκος προστάζει τον θεό του να εγκληματήσει για χάρη του!: «… και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου». Κι ακόμα χειρότερα: «και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί». Αυτό το σκουλήκι, ο δούλος του θεού, όπως το λέει ο ίδιος, προστάζει τον θεό του να απολέσει (καταστρέψει) αυτούς που τον στενοχωρούν! Κι όλες αυτές οι χυδαίες και ακατονόμαστες συμπεριφορές ψάλλονται στις θείες λειτουργίες της ορθοδοξίας. Κι ακόμα πιο χυδαίες και απάνθρωπες αξιώσεις των πιστών από τον θεό τους. Για ψύλλου πήδημα να απαιτούν από τον θεό να εξολοθρεύσει τους συνανθρώπους τους.
Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς το προαναφερθέν βιβλίο για να θαυμάσει το ήθος της χριστιανικής λατρείας και το ήθος των πιστών της. Να φρίξει από το είδος της θρησκείας που φόρτωσαν οι ανθέλληνες Βυζαντινοί τους Έλληνες για να τους εξευτελίζουν στον αιώνα τον άπαντα.