Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

O Μάγος των Φόβων...

Αυτό το μικρό “παραμύθι” μιλάει για τον φόβο, αυτό το δύσκολο, και θα επέλεγα να το πω, οδυνηρό συναίσθημα. Για κάθε αναγνώστη μπορεί να κάνει διαφορετικό νόημα αυτό που θα διαβάσει, μπορεί, ίσως, να ρίξει λίγο φως γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από κάποιους  φόβους του και μπορεί κάτι να έχει να του πει, μπορεί πάλι όχι.

Οι φόβοι που μας διακατέχουν συνιστούν ένα από τα ισχυρότερα δηλητήρια της ζωής μας. Έχουμε απίστευτη ικανότητα να δημιουργούμε νέους φόβους, να συντηρούμε τους παλιούς, να ανανεώνουμε και να ενημερώνουμε το αστείρευτο απόθεμα των φόβων μας.Επειδή οι φόβοι μας είναι μια από τις μορφές έκφρασης που χρησιμοποιούν περισσότερο τα παιδιά, όσο και τα πρώην παιδιά, επινόησα αυτό το μικρό παραμύθι…

Μια φορά κι έναν καιρό, μόνο μια φορά, σε κάποια χώρα του κόσμου μας, ζούσε κάποιος που όλοι φώναζαν Μάγο των Φόβων. Αυτό που πρέπει να ξέρετε, πριν πούμε περισσότερα, είναι ότι όλες οι γυναίκες, όλοι οι άνδρες και όλα τα παιδιά ετούτης της χώρας διακατέχονταν από αμέτρητους φόβους.
Φόβους πανάρχαιους, προερχόμενους από τα βάθη της ιστορίας της ανθρωπότητας, τότε που οι άνθρωποι δε γνώριζαν ακόμα το γέλιο, την εγκατάλειψη, την εμπιστοσύνη και την αγάπη. Φόβους πιο πρόσφατους, βγαλμένους από την παιδική ηλικία του καθενός, τότε που η αθωότητα ενός βλέμματος, η απορία μιας κουβέντας, ο θαυμασμός μιας χειρονομίας ή το ξόδεμα ενός χαμόγελου προσέκρουαν στην ακατανόητη πραγματικότητα.

Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι όλοι τους, μόλις άκουγαν να γίνεται λόγος για το Μάγο των Φόβων, δε δίσταζαν καθόλου να κινήσουν για ένα μακρύ ταξίδι με σκοπό να τον συναντήσουν.
Με την ελπίδα να μπορέσει να εξαφανίσει ή να διαλύσει τους φόβους που κουβαλούσαν στο σώμα τους, στο κεφάλι τους ή που απλώς συνόδευαν τη ζωή τους. Κανείς τους δε γνώριζε πώς θα εξελισσόταν η συνάντηση. Όσοι γύριζαν από το ταξίδι έδειχναν μεγάλη συστολή προκειμένου να μοιραστούν την εμπειρία τους. Γεγονός είναι πάντως ότι το ταξίδι του γυρισμού ήταν πάντα πολύ μακρύτερο από τον πηγαιμό.
Κάποια μέρα, ένα παιδί μαρτύρησε το μυστικό του Μάγου των Φόβων. Αλλά αυτό που είπε φάνηκε τόσο απλό, τόσο απίστευτα απλό, που δεν το πίστεψε κανείς. “Ήρθε κοντά μου, είπε το παιδί, πήρε τα δυο μου χέρια στα δικά του και μου ψιθύρισε:
 
- Πίσω από κάθε φόβο, υπάρχει ένας πόθος, μία επιθυμία. Πάντα υπάρχει ένας πόθος κάτω από κάθε φόβο, όσο μικρός ή όσο τρομακτικός κι αν είναι αυτός! Πάντα υπάρχει ένας πόθος, να το ξέρεις. Το στόμα του ήταν πολύ κοντά στο αυτί μου και μοσχομύριζε επιβεβαίωσε το παιδί. Μου είπε ακόμα:
- Όλη μας τη ζωή κρύβουμε τους πόθους μας, γι’ αυτό και υπάρχουν τόσοι φόβοι στον κόσμο. Μόνη μου δουλειά και μοναδικό μου μυστικό, είναι να επιτρέπω στον καθένα να τολμάει να ξαναβρίσκει, να τολμάει ν’ ακούει και να τολμάει να σέβεται τον πόθο που υπάρχει μέσα του, κάτω από κάθε φόβο του”
Λέγοντας όλα αυτά, το παιδί ένιωθε ότι δεν το πίστευε κανείς. Κι έτσι άρχισα ξανά να αμφιβάλλει για τους ίδιους του τους πόθους. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναβρεί την ελευθερία να τους ακούει και να τους αποδέχεται μέσα του, μα αυτή είναι πάλι μια άλλη ιστορία.
Ωστόσο, κάποια μέρα, ένας άνδρας αποφάσισε να φέρει το Μάγο των Φόβων σε δύσκολη θέση. Μάλιστα, ήθελε να κάνει να ζήσει μια αποτυχία. Ταξίδεψε, έφτασε κοντά στο Μάγο των Φόβων, κι ανακοίνωσε το φόβο του:
- Φοβάμαι τους πόθους μου!
Ο Μάγος των Φόβων τον ρώτησε:
- Μπορείς να μου πεις τον πιο τρομακτικό σου πόθο;
- Ποθώ να μην πεθάνω ποτέ, ψιθύρισε ο άνδρας.
- Πράγματι, τρομερός και φοβερός ο πόθος σου.
Αργότερα, μετά από μακριά σιωπή, ο Μάγος των Φόβων μίλησε:
- Και ποιος φόβος κρύβεται μέσα σου, πίσω από αυτόν τον πόθο; Διότι πίσω από κάθε πόθο κρύβεται επίσης ένας φόβος, πολλές φορές και περισσότεροι.
Ο άνδρας είπε μονομιάς:
- Φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να ζήσω όλη μου τη ζωή.
- Και ποιος είναι ο πόθος αυτού του φόβου;
- Θα επιθυμούσα να ζήσω κάθε στιγμή της ζωής μου όσο πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα γίνεται, χωρίς να σπαταλήσω τίποτα…
- Ιδού λοιπόν ο τρομερότερός σου πόθος, ψιθύρισε ο Μάγος των Φόβων. Άκουσέ με καλά. Φρόντισέ τον αυτόν τον πόθο, είναι ένας πόθος πολύτιμος, μοναδικός. Το να ζούμε κάθε στιγμή της ζωής μας όσο γίνεται πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα… χωρίς να σπαταλάμε τίποτα είναι ένας πολύ ωραίος πόθος.
Αν σέβεσαι αυτόν τον πόθο, αν του παραχωρήσεις μια πραγματική θέση μέσα σου, δε θα φοβάσαι πια το θάνατο. Πήγαινε τώρα, μπορείς να γυρίσεις πίσω.
 Αλλά εσείς που με διαβάζετε, που με ακούτε ίσως, αμέσως θα μου πείτε:
- Λοιπόν, ο καθένας μπορεί να γίνει ο Μάγος των φόβων του!
- Βεβαίως, γίνεται, αν ο καθένας από μας φροντίσει να ανακαλύψει, να κατονομάσει ή να προτείνει τους φόβους του. Υπό έναν όρο: να δεχτεί ότι δε θα εκπληρωθούν όλοι του οι πόθοι. Όλοι πρέπει να μάθουν τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα πόθο και στην πραγματοποίησή του.
- Δηλαδή, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλοι οι πόθοι, ακόμα και αν το επιθυμούμε;
- Όχι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλοι οι πόθοι, μερικοί μόνο. Και κανένας δε γνωρίζει εκ των προτέρων ποιος από τους πόθους του απλώς θα ακουστεί, ποιος θα εκπληρωθεί, ποιος θα απορριφθεί, ποιος θα μεγεθυνθεί ως το γέλιο των αστεριών».
Ιδού το μεγάλο μυστικό της ζωής. Η ζωή είναι απρόβλεπτη, πάντα αδάμαστη και, ταυτόχρονα, απείρως ανοιχτή και γενναιόδωρη απέναντι στους πόθους των ανθρώπων. Διότι υπάρχουν πόθοι που για να εκπληρωθούν απολύτως, έχουν ανάγκη να παραμείνουν στο στάδιο του πόθου.
Διαδίδεται ότι ο Μάγος των Φόβων μπορεί να περάσει κάποια μέρα από τα μέρη μας…

Χειμερινό ηλιοστάσιο: Ο Θρίαμβος του ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΥ Φωτός στη σκοτεινότερη ημέρα του χρόνου

 
Τα χαράματα της 21ης Δεκεμβρίου ξεκινάει η μικρότερη ημέρα του χρόνου, το χειμερινό ηλιοστάσιο. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην ημέρα αυτή, πολύ πριν καν υπάρξει ο μήνας Δεκέμβρης.

Πριν από 5.000 χρόνια είχε κατασκευαστεί ένα σημαντικότατο μνημείο επάνω σε έναν νεφροειδούς σχήματος λόφο, στην κορυφή της περιοχής που σήμερα γνωρίζουμε ως Newgrange στην Ιρλανδία, 48 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Δουβλίνου. Ο θάλαμος σε σχήμα σταυρού στην καρδιά του λόφου, βρίσκεται στο τέλος ενός στενού διαδρόμου με μήκος 19 μέτρα. Στο χειμερινό ηλιοστάσιο, τεσσεράμισι λεπτά μετά την ανατολή, οι ακτίνες του ήλιου γλιστράνε μέσα από μία σχισμή που βρίσκεται πάνω από την πόρτα, διαπερνούν τον διάδρομο και φωτίζουν τα σκαλιστά σχέδια του θαλάμου.

Οι αστρονόμοι της σύγχρονης εποχής έκαναν υπολογισμούς λαμβάνοντας υπόψη τους την ελαφριά αλλαγή της κλίσης της γης εδώ και 5.000 χρόνια και ανακάλυψαν ότι το φαινόμενο αυτό θα συνέβαινε τότε, μόλις τεσσεράμισι λεπτά νωρίτερα, δηλαδή ακριβώς την ώρα της αυγής.

Το πότε και το που ανατέλλει και δύει ο ήλιος στις μέρες μας, δε θεωρείται πλέον τόσο σημαντικό. Τα σπίτια και οι εργασιακοί μας χώροι είναι επαρκώς φωτισμένα και σε πείσμα των ισχυρισμών, ότι οι σκοτεινές ημέρες του χειμώνα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ψυχολογία μας, οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουμε να περάσουμε τη σκοτεινιά του χειμώνα χωρίς σοβαρά
προβλήματα. Φαίνεται πως οι πραγματικά δύσκολες μέρες του χειμώνα δεν είναι τότε που οι ώρες της ηλιοφάνειας είναι λιγότερες, αλλά τον Φλεβάρη και στις αρχές του Μάρτη, όπου το κρύο είναι ιδιαίτερα τσουχτερό. Το Δεκέμβρη αντιλαμβανόμαστε τη σκοτεινιά ως κάποιο διακοσμητικό στοιχείο της νύχτας, που δένει μυστηριακά με τα χριστουγεννιάτικα φώτα και θεωρούμε ως ένα είδος πολυτέλειας να βρούμε καταφύγιο δίπλα στη φωτιά από το τζάκι. Το ημίφως των ημερών αυτών αποτελεί ένα στοιχείο της μαγείας της εποχής αυτής.

Εάν προσπαθούσαμε να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει με τον ήλιο στο χειμερινό ηλιοστάσιο, σε μια προσπάθεια να μιμηθούμε τους αρχαίους μας προγόνους στο χτίσιμο μνημείων που έδιναν έμφαση στο φαινόμενο αυτό, θα συνειδητοποιούσαμε την αργή κίνηση του ηλίου που ταλαντεύεται κάθε χρόνο μεταξύ της κυριαρχίας του φωτός και της σκιάς. Καθώς η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, το ένα ημισφαίριο δέχεται ολοένα και περισσότερο φως, ενώ συγχρόνως στο αντίθετο ημισφαίριο η ημέρα μικραίνει και το φως του ήλιου λιγοστεύει. Δύο φορές το χρόνο το φθινόπωρο και την άνοιξη - η εναλλαγή αυτή μεταξύ της σκοτεινότητας και της φωτεινότητας προσεγγίζει ένα μέσο σημείο και τότε υπάρχει ισημερία.

Την αυγή του χειμερινού ηλιοστασίου ξεκινάει η πιο μικρή ημέρα του χρόνου, με διάρκεια 9 ώρες και 11 λεπτά, ενώ ο ήλιος ανεβαίνει μόλις 25 μοίρες πάνω από τον ορίζοντα και λάμπει το μεσημέρι με μία ισχύ 455 watt ανά τετραγωνικό μέτρο. Στο θερινό ηλιοστάσιο, στις 21 Ιουνίου, η ημέρα διαρκεί 15 ώρες και 10 λεπτά και ο ήλιος βρίσκεται 72 μοίρες πάνω από τον ορίζοντα, εκπέμποντας ακτινοβολία ισχύος 1.167 watt ανά τετραγωνικό μέτρο κατά την ώρα του μεσημεριού.

Αυτοί οι υπολογισμοί έχουν γίνει με τη χρήση των σύγχρονων μαθηματικών. Ωστόσο, βαθιά μέσα σε κάθε θηλαστικό υπάρχει ένας εξαιρετικά ευαίσθητος υπολογιστής, που αντιλαμβάνεται την μεταβολή της κλίσης της ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στη γη. Προκαλεί μία ποικιλία συμπεριφορών, όπως αλλαγές στις συνήθειες τροφής και αναπαραγωγής του ζωικού βασιλείου, μέχρι και μαζικές αποδημήσεις ή πτώση σε χειμερία νάρκη.

Η αλληλεπίδραση του φωτός και του σκότους ταξιδεύει μέσα σ' έναν στενό διάδρομο που ξεκινά από τον αμφιβληστροειδή του ματιού και το οπτικό νεύρο, προς τον υποθάλαμο και τον μικροσκοπικό θάλαμο της επίφυσης. Αντί να φωτίσει σκαλιστά σχέδια, όπως συμβαίνει με τον εσωτερικό θάλαμο του μνημείου στο Newgrange, ρυθμίζει την παραγωγή της ορμόνης μελατονίνης από την επίφυση. Η έκκριση της μελατονίνης καταστέλλεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και απελευθερώνεται τη νύχτα. Ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι η μελατονίνη παίζει έναν ρόλο κλειδί στη ρύθμιση των κιρκαδικών (ημερήσιων) ρυθμών, που συμπεριλαμβάνουν τον ύπνο και την εγρήγορση, και των κιρκάνιων (ετήσιων) κύκλων, που αφορούν συγκεκριμένες εποχιακές συμπεριφορές, που λαμβάνουν χώρα την ίδια εποχή κάθε χρόνο.

Το μήκος των ημερών εάν συνδυαστεί με την αλλαγή των θερμοκρασιών ασκεί μία προφανή επίδραση σε όλα τα ζωντανά όντα. Αλλά τι γίνεται με τους ανθρώπους; Κατά τη διάρκεια των σκοτεινών και κρύων ημερών, εμείς οι άνθρωποι βρισκόμαστε εγκλεισμένοι στους φωταυγείς και ζεστούς χώρους διαβίωσής μας. Είμαστε ακόμα κάτω από την επίδραση των αρχαίων ρυθμών και κύκλων του κόσμου, όπως ήταν οι πρόγονοί μας, τουλάχιστον 5.000 πριν; Οι ερευνητές απαντούν... ναι και όχι.

Όπως ο καθένας γνωρίζει, είμαστε δεκτικοί σε εποχιακές συμπεριφορές, όπως το να κόβουμε έλατα και να τα φιλοξενούμε στα σπίτια μας τον Δεκέμβριο. Αλλά η βιολογική μας συμπεριφορά φαίνεται πως δεν δίνει μεγάλη σημασία στο ημερολόγιο. Δεν μεταναστεύουμε σε πιο γόνιμες περιοχές, δεν πέφτουμε σε λήθαργο το χειμώνα και δε ρυθμίζουμε την τροφή και την αναπαραγωγή μας ανάλογα με τις εποχές του χρόνου. Η μελατονίνη εμποτίζει το αίμα μας κάθε νύχτα, αλλά για σχεδόν τους μισούς από εμάς, τα επίπεδα της μελατονίνης δεν επηρεάζονται σχεδόν καθόλου από τη διάρκεια των ημερών. Κυρίως αυτό ισχύει για τον αντρικό πληθυσμό.

Ο Δρ. Thomas A. Wehr, διευθυντής ερευνών του τομέα των ανθρώπινων βιολογικών ρολογιών στο εθνικό ινστιτούτο νοητικής υγείας (National Institute of Mental Health), πριν από δέκα χρόνια μελέτησε την φωτο-περιοδικότητα σε ανθρώπους και βρήκε ότι τα επίπεδα της μελατονίνης στους άντρες ήταν ίδια κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπως και κατά το θερινό. Οι γυναίκες από την άλλη μεριά, έδειξαν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις στην παραγωγή της μελατονίνης, αντιδρώντας στη σταδιακή μετάβαση από το σκοτάδι στο φως, που γίνεται κατά τον ετήσιο κύκλο του ηλίου.

Η μελέτη αυτή του Δρ. Wehr υποδηλώνει πως πιθανώς οι άντρες να επηρεάζονται περισσότερο από τον τεχνικό φωτισμό, απ' ότι οι γυναίκες. Τα ευρήματά του ταιριάζουν με στατιστικές που δείχνουν πως οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερο πιθανό να υποφέρουν από συναισθηματικές διαταραχές που επηρεάζονται από την αλλαγή των εποχών.

Ο θρίαμβος του ήλιου απέναντι στο σκοτάδι εορτάζεται κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, πως έπειτα από μία μακρά παράδοση, τα ίχνη της οποίας βρίσκονται ακόμα στο Newgrange, στο Stonehenge της Αγγλίας και σε αμέτρητες άλλες τοποθεσίες της γης, η σημαντική ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου οδήγησε στην επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου, ως την κατάλληλη ημέρα για να εορταστεί η ιστορικά ανεξακρίβωτη ημερομηνία της γέννησης του Χριστού. Το φως του κόσμου επιστρέφει ξανά και ξανά στην καρδιά του χειμώνα. Θα είναι ευτυχής όποιος έχει την ευκαιρία να βρεθεί στη θέση να το καλωσορίσει.

Περί Σκεπτικισμού

Σκεπτικισμός, κατά τον γενικό φιλοσοφικό ορισμό, είναι η αντιμετώπιση κάθε φι­λο­σο­φικής θέσεως (πολλές φορές και μη φιλοσοφικής) με ορθο­λογική σκέ­ψη και κρι­τι­κή που ενέχουν αμφιβολία και αμφισβήτηση. Η λέ­ξη προφα­νώς παράγεται από το ρή­μα «σκέπτομαι» του οποίου η ενέρ­γεια προκα­λεί τη σκέψη (βάσει λογικής, του­λά­χι­σ­τον στα προ­­χωρημένα στά­δια της) και εν συνεχεία την κρίση, την αμ­φιβο­λία, την αμ­φι­σβή­­τηση, και κα­τα­λήγει στην αποδοχή ή την απόρρι­ψη μιας θέσης και ακόμα οδη­γεί στην ταξι­νό­μηση και τον διαχω­ρι­σμό διαφόρων θέσεων. Η διεργασία της σκέψης, λο­γικής, νόησης και συν­εί­δη­σης αποτελεί τη μεγα­λύτερη διαφορά του αν­θρώ­που από τα ζώα και είναι η μεγαλύτερη δη­μιουργός δύναμη του πολι­τι­σμού. Και τα ζώα μπο­ρούμε να πού­με πως, ως έναν βαθμό και ανάλογα του είδους των, έχουν συνείδηση. Όμως δεν έχουν την πλήρη συν­είδηση που είναι «η συνείδηση της συνείδησης» την οποία διαθέτει μόνο ο άν­θρω­πος. Όλες αυ­τές οι διερ­γα­σίες βασίζονται σε λογικές δια­δικασίες που απαρτίζουν το γενι­κό­τερο σύ­στημα της λογικής, γραπτής ή άγραφης, άνευ κοινής αποδοχής της οποίας κα­μία επικοι­νω­νία, συνερ­γασία, επι­στήμη ή τεχνο­λογία, πρόοδος και κρίση επί των πρά­ξε­ών μας είναι δυ­νατή.
Εδώ δεν θα κάνομε φιλοσοφική εργασία. Εξάλλου υπάρχουν πάρα πολλές φιλο­σο­­φι­κές εργασίες πάνω στον σκεπτικισμό τις οποίες όλοι όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να βρουν και να μελετή­σουν. Εδώ απλώς θα εξετάσομε τον σκεπτικισμό υπό τον εξής κοι­νώς αποδεκτό αλλά στενό­τε­­­­ρο ορισμό του θρησκευτικού σκεπτι­κι­σμού, τον οποίο πολ­λές φορές συναντάμε και σε απλά λε­ξικά. Θεωρούμε τον θρη­σκευτικό σκεπτικι­σμό ως την αντιμετώπιση κάθε ορ­γα­νω­μένης θρη­σκεί­ας ή κοσμο­θεωρίας με ορθο­λογική σκέ­ψη, κρι­τική, αμφιβολία και αμ­­φι­σβήτηση περί της ορ­­θό­τητάς της, της αξί­ας της, της ηθι­κής που επιβάλλει, του ρό­λου που παίζει στη ζωή, την κοινω­νία, την ευτυχία των αν­θρώπων και τη γενικότερη ανάπτυξη του πολιτι­σ­μού. Πιο συγκε­κρι­μένα θα κάνομε μια εν­νοι­ο­λο­γική ανάλυση αυ­τού του εί­δους σκε­πτι­κι­σμού στα τρία τε­λικά στάδια του που είναι ο θεϊσμός, ο αγνω­στικισμός και ο αθε­­ϊσμός. Δεν θα ασχο­λη­θού­με με διάφορα ενδιάμεσα ή πρώιμα στάδια του σκε­πτι­­­κισμού με τα οποία όλοι λίγο–πολύ έρ­χονται σε επαφή και έχουν εμ­πειρία κα­τά διάφορες περιό­δους της ζωή τους. Τα τρία αυτά τελικά στάδια κα­ταλήγουν στην άμε­ση απόρ­ριψη κά­θε ορ­γα­νωμένης θρησκείας και υιοθε­τούν κο­σμο­θεω­ρί­ες που έρ­χον­ται σε κα­­­­­τάφωρη αντίθε­ση με τις θρη­σκευτικές πεποιθή­σεις και κο­σμοθε­ωρίες των θρή­σκων (ή θρησκο­λήπ­των) ανθρώ­πων και τελι­κά τις απορ­ρίπτουν. Γι’ αυτό, οι θρήσκοι των οργα­νω­­μένων θρη­σκειών πο­λέμη­σαν αυτά τα τρία ρεύ­μα­τα με νύχια και με δόντια σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Αυτά τα τρία ρεύματα αποδέ­χον­ται αλλά και δημι­ουρ­γούν μια νέα δια­­φορε­τική προσέγ­γιση για τη ζωή εν γένει και προ­βάλ­λουν μια νέα φιλο­σοφική και δη­μι­ουρ­γική στάση για την κοινωνία και τον πολιτισμό, μαζί με μια νέα αντι­με­τώπιση των με­ταφυσικών ερωτήσεων και δοξασιών που βα­σά­νι­σαν τον κόσμο ανά τους αιώνες και ακόμα τον βα­σα­νί­ζουν. Εισάγουν δηλαδή μια κοσμο­θε­­ωρία και στά­ση η οποία προά­γει τη δημιουργικό­τη­τα για τη ζωή και την απ­ε­λευ­θέ­ρω­ση από διά­φορες παγί­δες που βα­σα­­νί­­­ζουν το πνεύ­μα, εν αντιθέσει με το κα­λούπωμα του θρή­σ­κου, δηλαδή τη θρη­σκο­λη­ψία, που προ­άγει την παθη­τικότητα και την τυφλή υποτα­γή στην οργά­νω­ση–εκκλησία και σε ένα θεό μπαμ­πούλα ή πολ­λούς θεούς του φόβου και του τρόμου.
Η διασαφήνιση και το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών είναι κεφα­λαιώδους ση­μα­­σί­­ας. Ειδικά σήμερα που πολλοί μιλούν για, αλλά ελάχιστοι εί­ναι αυτοί που γνωρί­ζουν, το τί είναι αυτά για τα οποία μιλούν και με ποια μέθο­δο τα συζητάνε. Ελ­πί­ζομε να το πε­­τύ­χομε, έστω σε κάποιο μέτρο, και να δώσομε στο κοινό να κατα­λάβει περί ποίου πρά­γματος είναι ο λόγος όταν καταπιάνεται με τέτοια θέματα. Έτσι πισ­τεύ­ομε ότι θα συμ­βά­λομε θετι­κά στο να μπει κάποια τάξη στον σημερινό πνευ­μα­τι­κό κυκεώνα ή στη ση­μερινή καταθλιπτική πνευματική πτώχευση και ότι θα βο­η­θήσομε τον εν­δια­φερό­με­νο αναγνώστη στο να καταλάβει σωστά τις έν­νοιες και στο να βρει την επι­λο­γή που του ται­ριάζει.
Για να καταλάβομε καλύτερα τις τρεις αυτές σκεπτικιστικές αντιλή­ψεις πρέ­πει πρώτα να εξετάσομε εν συντομία την έννοια του θρήσκου. Ο θρή­σκος πιστεύει κατά θρη­­σκευ­τικό τρόπο σε μια από τις τόσες οργα­νω­μέ­νες θρησκείες ή αιρέσεις αυ­τών. Θρη­σκευτι­κός τρό­­πος σημαίνει ότι ουδέ­πο­τε σκέπτεται να θέσει σε κρι­τική αυτά τα οποία πι­­στεύει. Μια τέτοια σκέψη αποτελεί ιεροσυλία, μεγάλη αμαρτία και αντί­φαση στην πίστη του. Δηλαδή, άπαξ και το θρησκευτικό δόγμα έχει τεθεί, μετά δεν χωράει αμφιβολία και αμφισβήτηση (οι συζητήσεις των θεολόγων δεν αποτελούν κρι­τική του δόγματος, αλλά έκ­θεση, διασάφηση και ανάλυσή του· ποτέ αμφισβήτησή του). Δέ­χε­ται λοιπόν τα όσα πρε­­σβεύει η θρησκεία του χωρίς καμιά αμφιβολία, δηλα­δή τα πιστεύει στα τυφλά και τα έχει υιοθετήσει σαν την υπέρτατη και απα­ράβατη αλήθεια. Ανεξάρτητα αν αυτά που πι­στεύει είναι τα πιο παράδοξα και αφύ­σικα δόγ­μα­τα, τα πιο αντι­φα­τικά, αντιεπιστημονικά και καταστρο­φικά στοι­χεία, αν ο θεός του επικοι­νωνεί μα­ζί του κατά τον πιο παράλογο τρό­πο, αν η ηθική της θρησκείας του είναι αντι­φα­­τική, δο­γματική, ενάντια στον πολιτι­σμό, τη φύ­ση και την ευ­τυχία των αν­­θρώπων, εν τούτοις εί­ναι έτοιμος να θυσιαστεί υπέρ αυτών οσάκις οι περι­στάσεις το επι­βάλλουν. Με το μαρ­τύ­ριό του πι­στεύει ότι θα αντα­μει­φθεί εκατοντα­πλάσια στον εξωκοσμικό ουρα­νό. Γι’ αυ­τό «θρήσκος ή πιστός» σε μια τέ­τοια θρησκεία είναι έν­νοι­ες ταυ­τόσημες με τις έν­νοι­ες «θρησκόληπτος και φανα­τικός».
Αν και υπάρ­χουν διάφορες διαβαθμίσεις θρησκοληψίας, καθώς και φανατισμού και ζή­λου που δη­μιουρ­γεί, μπορούμε να παραθέσομε και τα εξής στοιχεία υπέρ αυτού του ισχυ­­­­ρι­­σ­μού. Αυτό που λένε πολλοί ότι «εγώ είμαι θρήσκος αλλά όχι θρησκόλη­πτος» δεν ισχύει για τους πιστούς της οργανωμένης θρησκείας. Είναι ψευ­το­δικαιολογία της άγ­νοιάς τους και της ελλείψεως θάρρους για τη γνώμη τους. Ένας θρήσκος μιας οργα­νωμέ­νης θρη­σκείας δεν είναι ποτέ σε θέση να πα­ραδεχθεί ότι μια άλ­λη θρη­σκεία ή κοσμοθεωρία είναι επι­στημονικά σω­στό­τε­ρη ή καλύτερη (βάσει ορι­σμέ­νων κριτη­ρίων) από αυτήν που ο ίδι­ος πι­­στεύει, ακόμα και αν είναι. Επίσης δεν δέ­χεται καμία συζή­τη­ση με άλλους που έ­χουν άλ­λη γνώμη πάνω στα θέματα της πίστεώς του. Εκ προ­οι­μίου τους αποκρούει, δεν ανοί­γει συ­ζήτηση μαζί τους και τους εκδιώκει από τον πε­ρίγυρό του. Άρα εκ των πρα­γμά­των η θρη­σκευ­τική πίστη αυτού του είδους δη­μι­ουργεί στυγνή μι­σαλλο­δο­ξία, φανα­τι­σμό, πό­λεμο και εξόντωση. Επίσης δημιουργεί και άκρατο προσηλυ­τισμό. Οι πι­στοί αυ­τού του τύπου δεν ησυχάζουν, εάν δεν δούνε όλους τους κα­τοίκους του πλα­νή­τη κά­τω από την χλαίνη της πίστεώς τους. Παρ’ όλα ταύτα οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δεν ζουν σύμφωνα με τους κα­νόνες της θρη­­σκείας τους, αλλά συνεχώς τους παρα­βιά­ζουν και, συνεπώς, συνε­χώς αμαρ­τά­νουν.
Οι κανόνες αυτοί είναι τόσο αφύσι­κοι, παρά­λογοι και σχιζο­ει­δείς που δεν είναι φυσικό να τηρούνται ούτε να συμβάλλουν στην ευτυ­χία και την πνευματική α­νάπτυ­ξη των ατόμων. Επίσης οι θρή­σκοι και πι­στοί των ορ­γα­νωμένων θρη­σκειών, τις πιο πολ­λές φο­ρές, ελάχιστα πράγματα γνωρί­ζουν από όλα όσα πρε­σβεύει η θρησκεία τους και αγνοούν τα πε­ρισ­σότερα. Αυτό γίνεται διότι η οργανω­μέ­νη θρη­σκεία απαι­τεί οπα­δούς–πρόβατα που δεν επιτρέπεται να γνωρίζουν, να σκέπτονται και να αμ­φι­βάλλουν, αλ­λά μό­νο να πι­σ­τεύουν αυτά που τους υπαγορεύει. Τους γα­λουχεί από μωρά μέ­χρι τον τά­φο σύμ­φωνα με ορι­σμένα κατάλληλα δια­­­λε­γμένα δι­δάγματα και ρητά της δι­δασκαλίας της, απο­σι­ω­πώντας τα υπόλοιπα. Τους εμ­πνέει συνεχή φόβο και απειλεί με αι­ώνια τιμω­ρία εάν γί­νουν εξω­μότες ή δεν εφαρμό­ζουν την ηθική που αυτή επιβάλλει, όσο ανό­ητη ή κα­τα­­στρο­φική και αν εί­ναι, και τους υπό­σχε­ται αιώνια ευτυχία με­τα­φυ­σι­κού τύ­που, ότι και αν εί­ναι αυ­τό, μόνο μετά θάνατον κοντά στον θεό ή στους θεούς της. Για την κοι­νω­νική πρόο­δο και πο­λιτισμό δεν δείχνει κανένα ου­σιαστικό ενδια­φέρον και τις πιο πολ­λές φο­ρές δημιουρ­γεί τρομε­ρή απαξία και κατα­στρο­φι­κό μένος, διότι και επι­βλα­βή τα θεωρεί αλ­λά και διότι το μόνο σημαντικό ενδιαφέρον της εί­ναι μετα­φυ­σικό, δη­λα­δή η μετά θάνα­τον απο­­νομή δι­και­οσύ­νης και αιώνιας ευτυ­χίας ή τι­μω­ρίας κατά τη δική της αντί­ληψη και θε­σμοθέτηση. Ένα αποτέλεσμα αυτής της νοο­τρο­­πίας είναι η εγκα­τά­λει­ψη των εγκο­σμί­ων και η πλή­ρης απάθεια για τα προ­βλή­μα­τα της ζωής και την καλυ­τέ­ρευση της κοινωνίας. Η επι­στήμη δεν έχει αξία για τον θρήσκο, εκτός εάν και όταν τον συμφέ­ρει. Τα δυσεξή­γητα και ανε­ξήγητα φαινόμενα, τα οποία και ονο­­μάζει θαύ­­­ματα, εί­ναι γι’ αυτόν μια μυ­στηριώδης εμ­φάνιση ή μη λογι­κή επικοινωνία του θεού του. Εάν τα πράγματα του έρχονται κατ’ ευχήν, αυτό σημαί­νει ότι ο Θεός τον αγαπά και τον ανταμεί­βει ή και εισακούει τις προσευχές του. Εάν όχι, τότε ο Θεός δοκιμάζει αυτόν και την πίστη του. Όλα τα ερωτή­ματα βρίσκουν τέ­τοιους είδους ταυτολογικές και ανε­ξέ­λεγκτες απαντήσεις. Η πιο συνηθισμένη, άμεση, αβα­σάνιστη και απλοϊκή απάντηση που δίδεται, είναι: «Ο Θεός ήθε­­λε και τα έκαμε έτσι…!». Και η πιο πα­ράλογη αντίφαση, ακό­μα και αυτή, εί­ναι δου­λειά του Θεού. Βλέπεις ό,τι θέ­λει κάνει μιας που είναι παντοδύ­να­μος, πάνσοφος, πανάγα­θος και όλα αυτά τα «παν...». Ας μας πει λοιπόν ένας θρήσκος, τί άλ­λο ακόμα του μέ­­νει για να χαρα­κ­τηρι­στεί ως θρησκό­λη­πτος. Η οργανωμένη θρη­­σκεία παρου­σιά­ζει ακό­­μα και τα εξής χα­ρα­κτηρι­στι­κά: Βασί­ζε­ται σε μια συλλογή ιε­ρών βι­βλί­ων που περι­έ­χουν τις απαρά­βατες «αλήθειες» της και κά­νει συ­νεχή χρή­ση μό­νον αυτών, έχει κα­θορι­σμέ­­νους και απαρά­βατους τύπους και τρό­πους λατρείας, κάθε δια­φο­­ρε­τική γνώμη, αν­τί­λη­­ψη, πρό­τα­ση, εξέ­ταση εξοστρα­κί­ζεται σαν αίρε­ση και, όποτε εί­ναι δυνατόν και επι­τ­ρέ­πουν οι επο­χές, τιμω­ρείται διά θα­νά­του, προσπαθεί να καπε­λώ­σει ολό­κληρη την κοι­νω­νία, τα κράτη, τις κυβερνήσεις και κά­θε κοινω­νική δραστη­ριότητα, δημιουρ­γεί δική της έκ­­­­φραση και τέχνη κλπ.
Ανακεφαλαιώνομε με τα χτυπητά χαρακτηριστικά του πιστού και φανατικού. Πρώτα απ’ όλα η λογική δεν έχει σπουδαία ισχύ στη σκέψη ή τη συνομιλία του. Αν και επιθυμεί να δείξει ότι τη χρη­σι­μοποιεί και την εφαρμόζει, τις πιο πολλές φορές την ωθεί στα όρια της ανυπαρξίας. Η χρήση επι­χει­ρη­μά­των είναι, για τον πιστό και φανατικό, ελά­χι­στη έως μηδαμι­νή. Μόνο όταν τον βολεύουν χρησι­μο­ποι­εί και ισχυ­ρί­ζε­ται επιχειρήμα­τα. Αλλιώς η πίστη και ο φα­νατισμός τον τυφλώνει ώστε κανένα επι­χείρημα να μην τον πεί­­θει για τίποτα. Πρέπει μάλ­λον να διαστρέψει το επιχείρημα για να ταιριάσει στις εκ των προτέρων τεθείσες από­ψεις του. Το ίδιο ισχύ­ει και με τα αν­τι­κει­μενικά δεδο­μέ­να που μας παρέχουν η εμ­πει­ρία και οι διάφορες επι­στήμες. Στη ροή των λεγομένων του με­ταπίπτει συνεχώς σε αντι­φά­σεις που άλλοτε αντι­λαμ­βά­νε­ται αλλά δεν παραδέχεται και άλ­λοτε αδυνατεί να τις αν­τιληφθεί καν. Τέλος ο βίος και οι πράξεις του δεν συμβαδίζουν με αυ­τά που φανατικά ισχυ­ρί­ζεται και υπερασ­πί­ζε­ται. Ο πιστός και φανατικός συνήθως εί­ναι αυτός που άλλα λέγει και άλλα πράττει. Θέλει «και την πίτα γερή και τον σκύλο χορ­­τάτο». Έχομε βεβαίως και την αντίθετη περίπτωση πλείστων όσων παραδειγμάτων πί­στεων και φα­­να­τισμών που οδήγησαν τους πι­στούς και φανατικούς μέχρι πλήρους εξα­θλι­ώσεως και τέλος εξοντώ­σε­ως. Το παρακάτω δίστιχο εκφράζει λακωνικά αυτή την κα­τάστα­ση:

Για μια πίστη φανατική πίστη, όταν κάποιος γαντζωθεί
σ’ ένα ωραίο ψεματάκι, μέχρι θανάτου το κρατεί.

 
Ο πιστός και φανατικός προτιμά να αποθάνει (να μαρτυρήσει) για τις πίστεις και τις απόψεις του, παρά να παραδεχτεί τα λάθη και τις ανοησίες του ώστε να τις απο­κη­ρύ­ξει και να ξαναρχίσει τη ζωή του εκ νέου. Ιστορικώς έχομε και πλείστα όσα παρα­δείγματα που πί­στεις και φα­να­τι­σμοί οδήγησαν ολόκληρα έθνη στην πλήρη ή την σχε­­δόν πλήρη αφάνεια.
Εδώ ας προσθέσομε ότι υπήρχαν και υπάρχουν άτομα ή ομάδες ατόμων που απλώς θρησκεύονται. Είναι δηλαδή ως έναν ή άλλον βα­θμό θρη­σκευ­τι­κοί ή μάλλον θρη­σκευ­όμενοι άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι πιστεύουν με τον δικό τους τρόπο σε μη οργα­νω­μένες θρη­σκείες ή θρησκευτικές δοξασίες, οι οποί­ες εν αντιθέσει με τις ορ­γα­­νωμέ­νες θρη­σκείες, είναι καθαρές υποθέσεις των ατόμων και των ομάδων που τις απο­­­δέχον­ται. Οι θρη­σκευτικές τους πίστεις συνήθως δεν δη­­­­­­μιουργούν μισαλλοδοξίες, αν­τα­γω­νισμούς, φόβους, παθητικές ή κατα­στρε­πτι­κές τάσεις και είναι κατα­δε­κτι­κές προς όλες τις άλ­λες ανάλογες θρησκευτικές πεποιθήσεις, θεω­ρίες και κο­σμο­αντι­λή­ψεις. Δεν φοβούνται την αί­­ρεση, ενώ οι οργανωμένες θρησκείες την τρέμουν. Λαμ­βά­νουν επίσης υπ’ όψη τον πο­λι­­τισμό, την παράδοση και την ιδιο­συστασία διαφόρων λαών και κοι­νω­νιών, ενώ οι ορ­γα­νωμένες θρη­σκείες καταργούν και καταστρέφουν ολικώς ή μερικώς όλα αυτά τα στοι­χεία. Τις πε­ρισ­σότερες φορές είναι ρευ­στές φιλο­σο­φι­κο-επι­στημο­νι­κές στάσεις έναν­τι της ζωής και του κόσμου εν γένει χω­ρίς φα­να­τισμό ή τουλάχιστον με πολύ λιγότερο φα­νατισμό από τον φανατισμό που οι οργα­νω­μένες θρησκείες εμπνέουν. Όμως για σκο­τει­νά και αναπάν­τητα ερωτή­ματα ή μετα­φυ­σικά ψευδοερωτήματα, που πολλές φορές εκ των πρα­­γμά­των προ­κύπτουν, εισ­ά­γουν απαντή­σεις που βασί­ζονται σε θρησκευτική πίστη σύμ­­φω­να με τις αντιλήψεις και τις αρέ­­­­­σκειές των είτε επει­δή δεν διαθέτουν τις γνώ­σεις για να τα εξη­γήσουν και να τα καταλάβουν είτε επειδή είναι εξώλογα ή εξω­κο­σμι­κά. Δη­μι­ουργούν δηλαδή ένα μί­­γ­­μα επιστη­μο­­νικών γνώσεων, φιλο­σο­φι­κών τάσεων, κο­σμο­­θε­ω­ριών και αρεστών θρη­σκευ­­­τι­­κών πί­στε­ων, δοξασιών και αντιλή­ψε­ων. Δέ­χον­ται όμως τη λο­γική, τη δύ­­να­μη της κρι­­τικής και της φι­λο­σοφίας και την επιστη­μονι­κή γνώση. Έτσι είναι πάντοτε έτοι­μοι και πρόθυμοι να αλλάξουν ή να τροποποιήσουν τα πιστεύω τους, οσά­κις θεω­ρήσουν αυτό αναγ­­καίο.
Τώρα ας επανέλθομε στον σκεπτικισμό. Σκεπτικιστής μπορεί να εί­ναι ο οι­οσ­δή­πο­τε ανεξαρτήτως εθνικότητας, τάξεως, πολιτισμού κλπ.. Μπο­ρεί να είναι: Πλού­σιος ή φτω­χός, αριστερός ή δεξιός ή κάθε πολιτικής απο­χρώσεως, ηθικός ή αν­ήθικος, μορφωμέ­νος ή αμόρφωτος κλπ. Αν και μπο­ρούμε να πούμε ότι όλοι κάποια φορά στη ζωή τους ήταν έστω επί ολίγον σκεπτικιστές αυτό δεν αρκεί για να τους συμπερι­λά­βομε στο σκε­πτι­κιστικό ρεύμα. Ο καθαρά σκεπτικιστής είναι αυτός που σκέπτεται και κρίνει συνε­χώς, δια­­τυπώνει συμπεράσματα και στο τέλος καταλήγει σε ένα από τα τρία στάδια που ανα­φέ­ραμε προηγουμένως. Ας εξετάσομε λοιπόν τώρα την πρώ­τη από τις τελικές κατηγο­ρί­ες του σκεπτι­κι­σμού, δηλαδή τον θεϊσμό. Θεϊσ­τής είναι αυ­τός που πιστεύει σε κάποια απρο­σδιό­ριστη ανωτέρα, συνή­θως δημιουργό, δύναμη που την αποκαλεί Θεό, ή σε κά­ποιο αόριστο και απροσδιόριστο Θεό, συνή­θως δημι­ουργό, που τον αποκαλεί ανωτέρα δύ­­να­­μη. Έτσι πολλές φορές μπερδεύει αυ­τούς τους όρους και δεν καταλα­βαί­νομε γιατί χρειάζεται ή θέλει να δια­τηρεί και τους δύο. Αν και δεν έχει απολύτως καμιά εμπειρία αυ­τού του Θεού, δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν και οι ορισμοί που του δίνει είναι αυθαίρετοι, εν τούτοις τον δέχεται αξιω­ματικά. Έτσι βρί­σκει κάποιο τελεολογικό νόημα στον κόσμο, βοηθείται ψυχολογικά, επαναπαύεται στην κοσμοθεωρία του, σε κάτι άπιαστο, άνευ εμ­πει­ρί­ας που το αποκα­λεί «ανώτερο», και δίνει απαν­τή­σεις της αρεσκείας του σε γε­νικά και με­ταφυσικά ερωτή­ματα, αλλά και σε θεμιτά ερωτήματα που θέτει χωρίς να μπο­ρεί να τα απαν­τή­­σει ακόμα επι­στη­μο­νικώς. Υπάρχει και μικρός χώρος αιρέσεων στον θεϊ­σμό. Π.χ. ένας θεϊστής μπορεί να πιστεύει ότι ο Θεός του επεμβαίνει στις υποθέσεις και των ανθρώ­πων και του σύμ­παντος, ενώ άλλος πιστεύει ότι δεν επεμβαίνει (δεϊσμός, δεϊστής). Μέχρις εκεί φτά­νει το θρη­σκευ­­τικό του δόγμα και η θρη­σκευτική του πίστη. Έτσι η θεολογία του είναι πολύ περιο­ρισ­μέ­νη και δεν ανήκει σε καμιά οργα­νω­μένη θρη­σκεία. Δηλαδή μέ­σα στην άγνοιά του, πραγ­ματική ή φαντα­στική, εισάγει μια έννοια που τον βοηθάει μεν ψυ­­χολο­γικά, χωρίς όμως να μπορεί να την ορίσει ούτε και να την θεωρήσει ως αρ­χική έν­νοια, διότι δεν γνω­­ρί­ζει τίποτα γι’ αυτή βάσει των αρχικών γνώσεων και εν­τυ­πώ­σε­ων που δη­μι­ουρ­γεί η εμ­πειρία. Είναι ως εκ τούτου ψευδοέν­νοια. Κάνει λοιπόν ένα υπερ­βα­τι­κό άλμα και έτσι θε­ω­ρεί θεμιτό και με νόη­μα το να μι­λάει για «θεό» και να πιστεύει σ’ αυ­τόν.
Πολ­λές φορές μά­λιστα τον μπερ­δεύει με την φύση. Ισχυρίζεται δη­λα­δή: Θεός = φύ­ση, φύση = θεός. Έχει, μας λέει, εμπειρία του θεού όταν αγ­ναν­τεύ­ει ένα ω­ραίο ηλιο­βασίλεμα ή σε διάφορες άλλες φυσιολατρικές ή ερωτικές εμπειρίες. Τώρα γιατί αυτό το μπέρ­δεμα όλων αυ­τών των εννοιών και εμπειριών τον ικανοποιεί αντί να τις ξε­χω­ρίσει και να τις βάλλει στις θέσεις που ανήκουν φαίνεται να οφείλεται στην ιδιο­συ­στα­σία του αφ’ ενός και στην όλη του επίκτητη ανάπτυξη και παι­δεία αφ’ ετέρου. Ακούμε και άλ­λους τραβηγμένους συλ­λογισμούς. Π.χ. Εφ’ όσον υπάρ­χω εγώ, τότε υπάρχει και θεός. Αφού υπάρχει κόσμος, φύση, σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και θεός. Αυτοί οι συλ­λο­γισμοί μας θυμίζουν τον αρ­χαίο: «Ει εισί βωμοί, εισί καί θεοί». Σαν να λέμε, κατά το γνωστό λαϊκό, ότι, «επειδή υπάρ­­­χει ο φάντες, υπάρ­χει και το ρετσι­νόλαδο».
Τα εξώλογα και υπερ­­­βατικά άλ­ματα αυ­τών των συλλογισμών είναι τό­σο με­γά­λα και τόσο εμφανή, που δεν θα τα σχολιάσομε. Χα­ρίζομε αυτούς τους συλ­λο­γι­σ­μούς σ’ αυτούς που δεν τα βλέ­πουν. Όταν, λόγου χάρη, ο χημικός ισχυ­ρί­ζε­ται ότι, όταν ενώ­σει δύο άτο­μα υδρογό­νου και ένα άτομο οξυγόνου φτιάχνει ένα μό­ριο νε­ρού, αυτό δεν το έβγαλε από την φαν­τασία του. Δεν είπε εκ προ­οι­μίου ότι, αφού υπάρχει υδρογόνο και οξυγόνο τότε πρέπει να υ­πάρ­­χει και νερό. Αλλά, πρώτον, γνώ­ριζε καλά όλες τις έννοιες που χρησιμοποιεί σ’ αυτή τη δια­τύπωση και δεύ­τερον, αυ­τό το διατύ­πωσε ως συμπέρασμα αποτε­λεσμάτων μιας ικα­­νοποιη­τικής σειράς πειρα­μάτων. Έτσι κα­τά του θεϊσμού έχομε τις εξής αντιρ­ρή­­­σεις: 1) Τί μας χρησιμεύει το να πιστεύομε σε κάτι για το οποίο δεν γνω­ρί­ζομε απολύ­τως τί­πο­­τα και ούτε εμπει­ρι­κά μπορού­με να το προσδι­ο­ρί­ζομε αλλά το θέσαμε αξιωμα­τικά; 2) Αν δεν γνω­ρί­ζομε κάτι, τό­τε γιατί πρέπει να προ­χω­ρήσομε σε πίστη και να μην πα­ρα­μείνομε στο «δεν γνωρί­ζο­­με»; Τί χάνομε ή τί κερδίζομε; 3) Ό,τι εισά­γομε αξιωμα­τι­κά πρέ­πει καλά και σώνει να το πιστεύομε με θρησκευ­τική πίστη επει­δή απλούστατα δεν το γνω­­ρίζο­με; Αξιωματικά μπο­ρούμε να εισάγομε άπειρα πράγματα και ψευ­δο­έν­νοιες ανενόχλητα αφού δεν κιν­δυνεύομε να γελοιο­ποιηθούμε. Επομέ­νως τί είναι αυ­τό που κάνο­με ή τί πε­τυ­χαίνομε; Είναι το πιο εύκολο πρά­γμα το να βρίσκομε απάν­τηση σε κάτι που δεν ξέ­ρομε με το να εισ­ά­γομε αξιωματικά μια νέα αόριστη έν­νοια ως φταί­χτη. Μπο­ρούμε κάλλι­στα να δικαι­ολογή­σομε ή να αιτιολογήσομε τα πάν­τα με διάφορα ψευτο­όντα από το κοσμικό διάστημα. Αυτά τα ψευτοόντα προκαλούν τα πάν­τα, αλ­λά εμείς δεν τα γνωρίζομε, δεν τα βλέ­πομε, δεν τα ακούμε, δεν τα οσ­φραινόμα­στε, δεν τα αγ­γί­ζομε και όλα τα «δεν...». Σε όλα τα πράγματα μπο­ρούμε να δώ­σομε τέ­τοιου τύπου αβα­σάνιστες εξηγήσεις και άντε τώρα εσύ, αν μπο­ρείς..., από­δειξε ότι δεν ισχύουν.
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσομε την θρησκευτική από την επιστημο­νι­κή πίστη, διό­τι οι θρήσκοι πάντα προβάλλουν το επιχείρημα ότι και η επι­στή­μη βασίζεται στην πίστη. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες αλλά δυστυ­χώς και στις δύο η γλώσσα μας χρησιμοποιεί τη λέξη «πίστη» και έτσι έχει γίνει το μπέρδεμα. Με το μπέρδεμα αυτό οι θρήσκοι βρίσκουν ένα ψευ­το­επι­χεί­ρημα για να δι­και­ο­λογούν τη δογματική πίστη τους δήθεν και επι­στη­μονι­κώς ή δήθεν να εισάγουν τη δογματική πίστη στην επιστήμη. Η θρη­σκευτική πίστη δεν δέχεται κριτική. Δεν εξετάζεται στο εργα­στή­ριο ή στο ιατρείο, ού­τε υπολογίζεται μαθη­ματικώς, ούτε παρατη­ρεί­ται, ούτε αναι­ρεί­ται, ούτε επιβεβαιώ­νε­ται, ούτε αλλάζει. Κανείς δεν προσπα­θεί να απο­δεί­ξει ότι ισχύει ή δεν ισχύει και αν προ­σπα­θήσει, δεν υπάρχουν ούτε κανόνες εξέ­τασης, ού­τε κριτήρια για να την πιστοποίηση της αληθείας της ή του ψεύ­δους της. Αν κανείς στοιχηματίσει οτιδήποτε, ακόμα και το κε­­­φά­λι του, για την αλήθεια ή το ψεύδος ενός θρησκευ­τι­κού δόγματος μπορεί να το κά­νει ά­φοβα γιατί αυτό το στοίχημα δεν πρό­κει­ται να λυθεί ποτέ. «Πρέ­πει να πε­ρι­μένει άπειρο χρόνο και τρέχα γύρευε...!». Δεν φαντάζομαι όμως κανέναν που θα στοιχη­μάτιζε με νη­φαλιότητα όχι το κεφάλι, αλλά έστω όλη την πε­ριου­σία του για την ορθότητα του με­­τεω­ρολογικού δελτίου της αυρι­ανής ημέ­ρας. Όταν έλθει και περάσει η αυριανή ημέρα το στοίχημα αυτό θα έχει λυ­θεί και τότε αλ­ίμονό του αν το έχει χάσει. Θα βρεθεί στον δρό­­μο απέν­ταρος. Δεν αξί­ζει μια τέτοια ριψοκίν­δυνη κίνηση για ένα τέτοιο ζήτημα. Αν ισχυ­ρι­στώ σήμερα πως πι­στεύω ότι αύ­ριο θα βρέξει, αυτή η πίστη δεν είναι της αυτής τά­ξε­ως και επι­πέ­δου με την πίστη του Χριστιανού στο δόγμα της αγίας τριάδος. Η πρώτη υπόκειται σε κρι­τική, αν η πρόβλεψη έγι­νε ορθώς και με τα σωστά μέσα, κάτω από τις κα­τάλληλες συνθήκες, τί πι­θανότητα έχει για να επαληθευτεί και τελικά εντός ε­νός ορισμένου χρονικού διαστήματος θα έχομε την απάντηση περί της ορθό­τη­τας ή μη ορ­­θότητάς της. Η επιστη­μο­νική πίστη είναι ουσιαστικά πιθανο­λο­γι­κή πρόβλε­ψη βάσει ορισμέ­νων δεδομένων και κριτηρίων. Ορθόν θα ήταν λοιπόν ο όρος «πίστη» να αντικα­τα­σ­τα­θεί με τον όρο «πιθανολογία» ή «πιθανοφά­νεια» κλπ. Η θρησκευτική πί­σ­τη στο δόγ­μα της αγίας τριάδος όμως δεν υπόκειται σε κα­μιά κριτική. Ή τη δέχεσαι ως έχει, ή όχι. Ό,τι και να στοιχηματίσεις, δεν πρόκειται ού­τε να χάσεις ούτε να κερδίσεις. Στοι­χη­μά­τι­σε άφοβα τον κόσμο ολόκληρο! Δεν υπάρ­χουν τρό­ποι να λυθεί αυτό το στοί­χημα όσο και αν περιμένεις. (Εκτός και κατεβεί ο ίδιος ο Θεός και μας το απο­κα­λύ­ψει!). Όταν πιστεύ­εις θρησκευτικώς σ’ αυτό το δόγμα ή σε οποιο­δήποτε άλλο δόγ­μα, δεν έχει νόημα να ισχυ­ριστείς ότι το δό­­­γμα της πί­στεώς σου ισχύει με πιθανότητα 60%, αλλά με 40% μπο­­ρεί να μην ισχύει. Και αν το ισχυ­ρι­στείς (κακώς βέβαια, διότι αυτό θα ήταν μια επι­στη­μονική πιθανο­φάνεια και όχι πίστη) δεν έχεις, ούτε μπορείς ποτέ να έχεις, καμιά αι­τιο­λό­γη­ση αυτών των πιθανο­τήτων. Έτσι σου ήρθαν και τις πέ­ταξες στα κουτουρού χωρίς να μπο­­ρείς να τις δικαιολογήσεις. Εν κα­τα­κλεί­δι, η θρη­σ­κευτική πίστη δεν είναι επιστη­μο­νι­κή και τανάπαλιν. Εί­ναι δύο εν­τε­λώς δια­φο­­ρετικές έν­νοιες που κακώς συγχέ­ον­ται, λόγω των κενών και παγίδων που οι γλώσσες δη­μι­ουργούν, π.χ. χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέ­ξεις για ξένα μεταξύ τους πράγματα. Αυτά τα ολισθήματα συνωμο­τι­κώς χρησιμο­ποιούν­ται από τους διαφόρους θρήσκους προ­πα­γανδιστές για να καλύψουν την αν­επάρ­κειά τους. Πρέπει λοιπόν η κοινωνία να μάθει να ακριβο­λογεί και όχι να τουρ­λου­­­το­λο­γεί. Αλλά πότε;...
Συνεχίζομε με τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής συζητάει και εξετάζει, κα­­θώς νομίζει ή φαντάζεται με λογικό και νοηματικό τρόπο, όλα τα ερωτήματα περί θεού, αλ­­­λά όπως ο ίδιος παραδέχεται δεν είναι σε θέση να γνω­ρίζει τις απαντή­σεις τους. Ως γνω­στόν, ο όρος «αγνωστικισμός» παράγεται από το στερητικό «α» και «γνώσις». Τον όρο επινόησε πρώτος ο Sir Thomas Huxley το έτος 1869, για να χτυπήσει τον «Γνωστι­κι­σμό», που έτυχε τότε να τον μελετά και να αηδιάσει με τις ανοησίες του. Μετά όμως η λέ­­ξη διεφθά­ρη από επιτηδείους και έτσι σήμερα χρησι­μο­ποι­είται στα θέματα που ανα­πτύσσομε εδώ. Όπως εύκολα καταλαβαί­νομε, οι συζη­τήσεις αυ­τού του τύπου με αγνω­στικιστές είναι πο­λύ βραχείες. Π.χ. όταν τον ρωτάς αν υπάρχει Θεός, σου απαντάει αμέσως «δεν γνωρίζω». Όταν όμως τον ρω­τήσεις αν υπάρχει π.χ. «Ψεός­», τότε δικαίω τω λόγω σε αντε­ρω­τά αμέ­σως πριν καν σκεφτεί «τί είναι πά­λι αυτός;». Γιατί δεν έκανε το ίδιο και στην προη­γού­με­νη ερώτηση; Διότι νομίζει ότι η έννοια «θεός» για την οποία τον ρωτάς είναι καλά γνω­στή σ’ αυτόν όπως και σε όλους. Έχει συν­ηθίσει από μικρός να την ακούει ανε­νόχλητα απ’ όλους και έτσι την παίρνει σαν δεδομένη. Βλέπομε εδώ τον ρό­λο της ψυ­χολογίας και της πλύ­σεως εγκεφάλου. Πάντως εκ των πραγμάτων, ο αγνω­στικι­στής δεν μπο­ρεί να ανή­κει σε καμιά θρησκεία και είναι άπιστος. Οι αντιρρήσεις μας εναν­­­τίον των αγνωστι­κιστών είναι οι εξής:
1) Μπορούμε να δημιουρ­γούμε συνε­χώς ερω­τήματα άνευ απαν­τήσε­ων. Οπότε τί κερδίζομε;
2) Έχουν την ψευδαί­σθηση ότι είναι θε­μιτό το να εξε­τά­ζουν και να συζητάνε, με λογική όπως φαν­τάζονται, ψευδοέν­νοιες, όπως αυτή του θε­ού, τις οποίες επί πλέον θεω­ρούν και ως έννοιες με νόημα και περιε­χό­μενο, ενώ πα­ρα­δέ­χον­ται πως δεν έχουν καμιά εμπειρική γνώση γι’ αυτές και ούτε μπο­ρούν να απαν­­τήσουν κάτι γι’ αυτές.
3) Δεν βλέπουν όμως ότι, εκτός του ότι δεν γνωρίζουν τις απαν­τή­σεις, όσο και να ψάχνουν απαντήσεις δεν πρόκειται να βρούνε, όπως ακριβώς δεν βλέ­πουν ότι οι έν­νοιες τις οποίες συζητούν και εξε­τά­ζουν είναι ψευδο­έννοιες. Εί­ναι και αυτό ένας πα­ρα­πάνω λόγος που καθι­στά τα ερωτή­ματά τους ψευδο­ερω­τήμα­τα.
Τέλος ερχόμαστε στον αθεϊσμό. Ένας κοινώς παραδεκτός ορισμός του αθεϊ­σ­μού είναι η παραδοχή του ότι δεν υπάρχει καμία πειστική, επιστημονική ή εκ των πραγμάτων βάσιμη ένδειξη για την ύπαρξη θεού, θεών ή υπερφυσικών οντοτή­των. Στον εικοστό αιώνα όμως, με τις μνημειώδεις εργασίες αρχικά του Bertrand Russell και ύστερα αλλά πολύ πιο σημαντικά του Ludwig Wittgenstein στην Αναλυ­τική Φι­λοσοφία και τη Γλωσ­σανάλυση, ο ορισμός του αθεϊσμού έλαβε τη μορφή στάσης που λαμβάνει ο λογικός άν­θρωπος έναντι των εννοιών και της αναλύσεως αυτών. Η έν­νοια του «θεού» και όλες οι έννοιες που παράγονται από αυτήν είναι ψευδοέννοιες και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί αυτών είναι στερημένη νοήματος και δεν οδη­γεί σε κανένα συμπέρασμα. Άρα έχομε να κάνομε με ανόητη συζήτηση. Οι έννοιες που ήλθαν σαν κομήτες εκτός των λογι­κών μας συστημάτων είναι ακριβώς οι ψευδο­έννοιες και δεν νοείται να καταπιανόμαστε με αυτές χρησιμοποιώντας τα λογικά μας συστήματα, εφ’ όσον δεν τις εγκλείουν, και από πάνω να ελπίζομε ότι θα συνάγομε και συμπεράσματα. Π.χ. είναι αδύνατον να διαλύσεις, για να καταλάβεις πως λειτουρ­γεί, μια σύγχρονη μηχανή εις τα εξ ών συνετέ­θει, χωρίς βεβαίως να την καταστρέ­ψεις, με τα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής. Ο συγ­γραφέας αυτού του δοκιμίου ασπάζεται αυτό τον νέο ορισμό του αθεϊσμού, ως την ανωτέρω στάση που προσφέρει η Γλωσσανάλυση, και ισχυρίζεται ότι αυτή η προσέγγιση προς τον αθεϊσμό είναι η μόνη άτρωτη. Ο προηγούμενος ορισμός, που αποδέχονται πολ­λοί οι οποίοι δεν γνωρί­ζουν τις προόδους της αναλυτικής φιλοσοφίας, έχει το πρόβλημα ότι εκ των προ­τέ­ρων θεωρεί την έννοια του «θεού» κλπ, έστω και με υπονοούμενο τρό­πο, ως θεμιτή και πλήρη σημασίας, αλλά επειδή δεν έχομε επιστημονική ή εμπειρική ένδειξη περί αυτής, γι’ αυτό και μεις δεν την λαμβάνομε υπ’ όψη. Δηλαδή αφήνει να εννοηθεί πως στο μέλλον δεν αποκλείεται να αποκτήσομε τέτοια ένδειξη και τότε τα ξα­νασυ­ζη­τάμε. Είναι δηλαδή ένας ορισμός που θυμίζει και μπρερδεύεται με τον αγνωστι­κι­σ­μό. Ο Wittgenstein όμως έκανε το μνημειώδες βήμα εμπρός με το να αποδείξει, εν­τός των πλαι­σίων και των λογικών συστημάτων της γλώσσας, ότι οι έν­νοιες που ανα­φέ­ραμε είναι ψευδοέννοιες και συνεπώς είναι ανόητον να τις συζη­τάμε, καθώς και ότι είναι χί­μαιρα το να ελπίζομε ότι θα βγάλομε συμπεράσματα περί αυτών είτε τώρα είτε στο μέλλον. Γι’ αυτό και η αναζήτηση επιστημονικής ή εμ­πειρικής ένδειξης είναι καταδι­κα­σμένη εκ προ­οι­μίου και τώρα και στο μέλλον. Δεν υπάρχει ελπίδα όταν ελ­πί­ζεις σε ψευδο­έννοιες.
Εν πάση περιπτώσει, ο αθεϊσμός είναι το έσχατο στάδιο του (θρησκευ­τι­κού) σκεπτικι­σμού το ο­ποί­­ο αποτελεί την εκ θεμελίων άρνηση του θεϊσμού και κατά συν­έπειαν και του αγνω­στι­κισμού και κάθε θρησκευτικής πίστης. Η λέξη συντί­θεται από το στερητικό ή αρνη­τι­κό «α» και «θεϊσμός». Είναι δηλαδή ο «μη θεϊ­σμός» ή η απε­λευ­θέ­ρωση από κάθε θεϊσμό. Το ρήμα «πιστεύω» (δια του θρη­σκευ­τικού τρόπου) δεν βρίσκει θέση στον αθεϊσμό. Ο αθε­­ϊστής ούτε πιστεύει ούτε δεν πι­στεύ­ει. Θέλει να γνωρί­ζει. Για τα θεμιτά ερωτήματα των οποίων τις απαντήσεις δεν γνωρίζει στα­μα­­τά με το «δεν ξέρω». Δεν λέει: «Aφού δεν ξέ­ρω, τότε πιστεύω ή μου αρέσει να πι­στεύω ότι …». Το ρήμα «πι­στεύω» κατά την επι­στη­μονική πίστη αντι­κα­θίστα­ται ακρι­βέ­σ­τε­ρον από το «νομί­ζω», «θεωρώ πιο πιθανόν» κλπ. και έχει έναν, αν όχι πλή­ρη του­λάχι­στο ικα­νό, αριθμό αιτιο­λο­­γιών. Για τον αθεϊστή η έν­νοια του θεού (όπως και πολ­λές άλλες συναφείς έννοιες) εί­ναι έννοια πλαστή ή ψευδοέν­νοια και όλα τα σχετικά ερω­τή­ματα είναι ψευδο­ερω­τήματα. Κάθε συζή­τηση γύρω απ’ αυτά είναι μά­ταια, άνευ εν­νοίας και περιεχομέ­νου και δεν μπο­ρεί να γίνει βάσει κανόνων λογικής ή εμπειρίας. Επομένως η συζήτηση αυτή είναι άνευ νο­ήματος, δηλαδή ανόητη. Αυτό συμβαί­νει για τους εξής λό­γους: 1) Δεν γνω­ρίζομε κα­θό­­λου τί είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, ούτε σαν έννοια που έχει ορισθεί, ούτε σαν αρ­χι­κή έννοια αφού δεν υπάρχει καμιά συ­νυ­φα­σμένη εμπειρία. Οπότε τότε, τί να πούμε;... Μιλάμε χωρίς βά­ση, δηλαδή στο κενό. 2) Οποια­­­­δή­ποτε απάν­τηση και να υποθέσομε ή να φαντα­σ­τού­με πως δώ­­σαμε σε κά­ποιο από τα συναφή ερωτήματα, δεν υπάρχει κανέ­νας τρόπος και κανένα κριτή­ριο για να δια­πι­στώσομε την αλή­θεια ή το ψεύδος της απαν­τή­σεώς μας. Αν για κα­νέ­­ναν υπάρχει τέ­τοι­ος τρόπος ή κριτήριο, τότε να τα ανακοι­νώσει δι­ε­θ­νώς για να τα μά­θουν και οι υπό­λοι­­ποι…! Μιλά­με δη­λαδή «στον βρόν­το». Η λύση σε ό­λα αυτά τα ερωτή­μα­τα είναι απλού­­στα­τα η κατάργησή τους. Τί να πεις γι’ αυτά έστω και με σχε­τική βεβαι­ό­τη­τα...; Μό­­νον αυτό που λέει ο Σοφοκλής στον Οιδί­πο­δα (αν και σε δια­­φορετικό θέμα και για δια­­φο­ρε­­τι­κόν λόγο, πλην όμως και εδώ ταιριάζει τέλεια):
«Αλλά ταύτ’ ότω παρ’ ουδέν έστι ράστα τόν βίον φέρει»!
(Αλλά αυ­τά σε όποιον δεν έχουν καμιά ση­μασία, αυτός περνά ευκολότατα τη ζωή.)!
Πολλές φορές, διάφοροι που πιστεύουν σε θεό με το ένα ή τον άλλο τρόπο προ­καλούν τους αθέους να τους αποδείξουν ότι δεν υπάρχει θεός. Δεν καταλαβαίνουν ή εθε­λο­τυ­φλούν στο να δουν ότι, εφόσον αυτοί ευθύς εξαρχής εισάγουν την έννοια θεός και την πι­στεύ­­ουν ακράδαντα, τότε η αγγαρεία της απόδειξης του ότι «υπάρχει θεός» εναπό­κει­ται σ’ αυ­τούς και όχι στους αθεϊστές να αποδείξουν το αντίθετο. Είναι επιεικώς γε­λοίο, όταν κά­­ποιος εφευρίσκει διάφορες άγνωστες έννοιες ή λέξεις και μετά να έχει την αξίωση οι άλλοι να του αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ή δεν υπάρ­χουν...!
Έχομε ακούσει και άλλα ψευτοεπιχειρήματα κατά των αθεϊστών. Εδώ ας ανα­φέ­ρομε δύο που ακούμε πολύ συχνά. 1) Ακούμε από πολλούς να προβάλλουν ως αναντίρ­ρητη αλήθεια τον ισχυρισμό: «Άθε­οι δεν υπάρχουν, πάει και τελείωσε!». Απαντάμε λοι­πόν: «Ρωτήσατε όλους τους αν­θρώπους του πλανήτη και δεν βρήκατε ούτε έ­ναν άθεο ανά­με­σά τους ή η έν­νοια «άθεος» είναι λογική αδυνατότητα;». Και στις δύο εκδοχές δεν μπορούν να απαν­τήσουν ειλικρινώς. Όταν πάλι τους πούμε: «Mα εμείς π.χ., είμαστε άθε­οι!», αυτοί ισχυρί­ζονται επιτακτικά: «Όχι δεν είστε!». Γνωρίζουν ετσιθελικά δηλαδή τους εαυτούς μας καλλίτερα από εμάς τους ιδίους!… Για να τους βοηθήσομε να σκε­φτούν τους παρέχομε και ένα απλό παρά­δει­γμα λο­γικής αδυ­νατότη­τας. «Ο κόκορας γεννάει αυγά!». Αυτό είναι λογική αδυνατό­τητα, δι­ό­τι αλλιώς, εξ ορι­σμού, ο κόκορας θα ήταν κότα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με την έν­νοια «άθεος». 2) Ακούμε το εξής παράξενο: «Η ρήση ‘δεν πιστεύω σε καμιά θρησκεία’ είναι αφ’ εαυτής θρη­σκεία!». «Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι άθε­οι σε θρη­σ­κεία πιστεύουν!». Δεν υπάρχει πιο παράδοξο και αντιφατικό ψευτοεπι­χεί­ρημα. Αν θε­ωρηθεί θρησκεία αυτό που καταργεί τις θρη­σκεί­ες τότε καταργείται η λογική δι­α­κ­ρι­ση ανάμεσα στο «καταστρέφω» και στο «είμαι ακέ­ραι­ος». Ακόμα η ρήση «δεν πι­σ­τεύω σε καμιά θρησκεία» δεν αποτελεί θρη­­σκεία βά­σει του εξής απλού λογικού συλ­λογισμού. Αν υποθέσομε προ­σω­ρινώς ότι είναι θρη­σκεία (δική μας όπως μας προ­σ­ά­πτουν) όπως όλες οι θρη­σκείες που δεν πιστεύ­ου­με, τότε θα οδηγη­θού­με σε αν­τί­φα­ση ως εξής. Χάριν ευκολίας ας ονο­μά­σομε αυτήν τη ρήση Θ. Εφ’ όσον η Θ είναι θρησκεία μας, βά­σει της προσωρινής υπόθεσης, έχομε ότι η Θ είναι θρη­σκεία που δεν ανήκει στο σύνολο των θρησκειών τις οποίες απορ­ρίψαμε, αφού με την αρ­χική μας ρή­ση δηλώσαμε καθαρά ότι δεν τις πι­στεύ­ου­με. Πρόκειται λοιπόν για μια έν­νοια θρη­σκεί­ας που ανήκει σε διαφο­ρε­τικό εννοιολογικό σύνο­λο (ή επίπεδο), αφού αυ­τήν τη δε­χόμαστε ενώ τις άλ­λες τις έχομε ήδη απορρίψει. Επομένως πρό­κειται για εντε­λώς άλ­λη έν­νοια και συνεπώς έχομε το απλού­στατο συμπέρασμα: Θ  θρησκεία. Αυτό αντι­φά­σκει με την προσωρινή μας υπόθεση. Άρα η προσωρινή μας υπόθεση δεν ισχύει που ση­μαίνει ακρι­βώς ότι η αρχική μας ρήση (Θ) δεν αποτελεί θρησκεία.
Πολλοί συγχέουν τον αθεϊσμό με την πίστη πολλών ότι δεν υπάρχει θεός. Αυ­τό εί­ναι μεγάλο λάθος. Αυτή η πίστη αποτελεί τον αντιθεϊσμό. Οι οπα­δοί της μπο­ρούν κάλ­λιστα να ονομαστούν αντιθεϊστές. Αυτοί κάνουν το σφάλμα ότι η έννοια θεός είναι ορθή και ξεκαθαρισμένη και είναι σίγουροι πως δεν υπάρχει όπως «δεν υπάρχει τυρί στο ψυ­γείο...» ή «όπως δεν υπάρχουν μαύρες αρκού­δες στον νότιο πό­λο». Έπειτα, μεταπί­πτουν σε θρη­σκευτική πί­στη, αφού αυ­τή η πίστη τους δεν δέχεται καμιά κριτική ή λογική εξέ­ταση, είναι αυθαί­ρε­τη και δεν υπάρχουν κριτήρια επαλη­θευ­σιμό­τητας ή απόρρι­ψής της και αφού βασίζεται σε ψευδοέννοια. Έτσι προ­σπα­θούν να χτυπούν μια θρησκευ­τική πί­στη με το να χρησι­μο­ποιούν μια άλλη. Στον αθε­ϊ­σμό το κρίσιμο σημείο είναι η ανα­γνώ­ρι­­ση των σχετικών ψευδοεννοιών και ψευ­δοε­ρωτημάτων, ώστε απλούστατα να τις / τα απορρίψομε και αγνοήσομε για τους λό­γους που αναφέραμε παραπάνω.
Οι διάφοροι θρήσκοι που συγχέουν τον αντι­θεϊσμό με τον αθεϊσμό, είτε από άγνοια, είτε επίτηδες, επιτίθενται κατά του κακού τους δαίμονα του αθεϊ­σμού, διατει­νό­μενοι ότι και ο αθεϊ­σμός βα­σίζεται σε πίστη και μάλιστα θρη­σκευ­τική σαν την δική τους. Αυτό εί­ναι μέγα σφάλμα διότι όπως είδαμε και αναπτύξαμε, ο αθεϊ­σμός είναι η εκ θεμελίων άρ­νη­ση κάθε θρησκευ­τι­κής πί­στεως, του θεϊ­σμού που με την σειρά του βα­σίζεται σε κά­ποια θρη­σκευτική πίστη και του αγνωστι­κι­σμού που θεωρεί λογική και θεμιτή την εξέ­τα­ση και τη συζή­τηση ψευ­δοεννοιών και ψευ­δο­ε­ρωτημάτων. Όπως προηγουμένως είπα­με το ρή­μα «πιστεύω» δεν έχει θέση στον αθεϊσμό. Τα διάφορα διαστρεβλωτικά επιχειρή­ματα των θρήσκων, δυ­στυχώς και θεϊστών μερι­κές φορές, έχουν και άλ­λες αιτιολογήσεις. Επει­δή οι ίδιοι είναι πιστοί, πρέπει όλοι, ουδε­νός εξαι­ρου­μέ­νου, να είναι ωσάν και αυ­τοί, πιστοί. Εί­­­ναι ένα σύμ­πλε­γ­μα κατωτερό­τητας που τους ωθεί να κάνουν πραξικοπηματικά ομοίους τους όλους τους άλλους, λόγω της ελλεί­ψεως του θάρρους της γνώμης τους, της διχο­γνω­μίας τους, του ασαφούς, επι­σ­φα­λούς, αν­τιφα­τικό­τη­τας κλπ. της πίστεώς τους, αλλά ακό­μα και λόγω της αδυναμίας τους να ξε­καθαρίσουν τις έννοιες, λόγω της απόρ­ρι­ψης της ψυχολογίας και του επι­σ­τη­μο­νικού διαλογίζεσθαι εκ μέρους τους, καθώς και της αδυ­να­μίας τους να αντισ­τρα­τευτούν ορι­σμένα κατεστημένα και την πλύση εγκεφά­λου που έχουν υποστεί από μω­ρά παιδιά. Έτσι όλα αυτά τους βγαί­νουν σαν ένα inferiority complex που απαιτεί όλοι να είναι σαν κι’ αυτούς...
Η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, ακόμα και αυτών που κρα­τούν δι­π­λώ­μα­τα, δεν έχει ξεκαθαρίσει αυτά τα θέματα και ούτε την απα­σχο­λεί το ξεκα­θά­ρι­σ­μά τους. Βρίσκεται σε ένα τέλ­μα αγνοίας, συγχύσεως, μη πα­ρα­γω­γικής σκέψεως, ελ­λείψεως κρί­σεως, αν­τιφιλοσοφίας, απροθυμίας για μάθηση, θρησκοληπτικής πίστε­ως, υποκρι­σί­ας, βο­­λέματος, πολλών αντιφα­τικών θεωριών και ηθι­κών κλπ. Αυτή η «ηθι­κή» πλειονότητα ως επί το πλεί­στον, αναλώ­νε­ται, εκτός από την εξα­σφάλιση του επι­ούσι­ου, με αλλό­τρια άνευ ουσίας πράγματα. Δυστυχώς αυτόν τον συρμό ζωής, τον προωθεί και τον συν­τη­­ρεί το σημερινό, υπάρχον, καταπιεστικό, αποτυχημένο, παγκό­σμιο, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Σή­­­­­με­ρα με την μέθοδο της γλωσ­σανάλυσης, όπως την ανέπτυξε και μας την παρέ­δω­σε ο μέ­γας διανοητής φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein, μπορούμε να πετύ­χομε την διαλεύ­καν­­­ση των εννοι­ών και να αποφεύγομε τις παγίδες που στή­νει συνεχώς η γλώσσα. Αρ­κεί μό­νο να το επιθυ­μούμε. Δυστυ­χώς όμως οι διάδοχοι του Wittgenstein, εκτός ολίγων εξαι­­­­ρέσεων (π. χ. ο φιλόσοφος Κωστής Μ. Κωβαίος) αντί να συγ­κεντρω­θούν στο να θέ­σουν σε εφαρ­μο­γή αυτή τη μέθοδο για την κα­λυ­τέ­ρευση της κοινωνίας και την πνευμα­τι­κή ανά­ταση των ατόμων, αναλώνονται ακό­μα και σήμερα στο να αναμα­σούν αυτά που είπε ο μεγά­λος διανοητής. Όσοι όμως έχουν την έφεση να σκέ­πτονται για να απο­φασί­ζουν σο­βαρά περί της στάσεώς των εφ’ όλων αυ­τών των σοβα­ρο­τάτων ζητημά­των, της ζω­ής της ίδιας, της κοσμοθεωρίας των, και θε­ω­ρούν καθή­κον τους την κα­­λυτέρευση της κοι­­νωνίας και την πρόοδο του πο­λιτι­σμού, οφείλουν να σκέ­πτονται και να διατυπώ­νουν ξε­­­­κά­θαρα. Οι έννοιες πρέ­πει να είναι απο­σα­φηνισμένες, και οι όροι και οι κανό­νες καθα­ρά και λογικά δια­­τυ­πω­μέ­νοι. Πρέ­πει επί τέ­λους να ξέρομε για τί πράγμα μι­λάμε και με ποιους κανόνες συζητάμε... (Δεν μπορείς να παίζεις σκάκι με έναν που παίζει τάβλι. Ού­τε παίζεις πο­δό­σφαιρο σε κολυμβητήριο.). Επί δε του πα­ρόντος θέ­μα­τος, που αναπτύ­ξα­με εδώ και πολύ συχνά βγαίνει στο προσκή­νιο, ας δια­λέξουν με επί­γνω­ση και ευθύνη με­τα­­­ξύ των ομάδων που παρουσιάσαμε και εξετάσαμε: Θρήσ­κων–θρησκο­λή­πτων, θρη­σκευ­­ο­μέ­­νων, θεϊσ­τών, αγνω­στικι­στών, αντι­θε­ϊστών και τέ­λος αθεϊστών. Με την ευ­χή: «Επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.»

Ελληνική πόλη τα Ιεροσόλυμα!

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΟΛΥΜΟΥΣ ΕΚ ΚΡΗΤΗΣ

Το γεγονός πως τα Ιεροσόλυμα, πριν από την κατάληψή τους από τον βασιλιά των Εβραίων Δαυίδ, ήταν ελληνική πόλη, μας το μαρτυρούν πλείστοι αρχαίοι συγγραφείς. Ακόμα και ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος αποκαλεί την πόλη με το πραγματικό της όνομα, “Σόλυμα”. Όμως ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι Σόλυμοι ήσαν απόγονοι των Κρητών.

“Απ’αυτούς οι Κάρες ήλθαν στην Ήπειρο από τα νησιά, γιατί παλαιότερα ήσαν υπήκοοι του Μίνωα, με το όνομα Λέλεγες και κατοικούσαν στα νησιά.. Όσο για τους Λυκίους, η παλιά τους καταγωγή είναι κρητική. Φιλονείκησαν όμως για την βασιλεία της Κρήτης με τα παιδιά της Ευρώπης, ο Σαρπηδών και ο Μίνως. Στην διαμάχη επεκράτησε ο Μίνως και έδιωξε τον Σαρπηδόνα μαζί με τους οπαδούς του. Εκείνοι, όταν τους έδιωξε, πήγαν στην Ασία, στην περιοχή της Μιλυάδος. Γιατί η χώρα που σήμερα κατοικούν οι Λύκιοι, παλιά λεγόταν Μιλυάς και οι Μιλύες ονομάζονταν τότε Σόλυμοι”.

Αργότερα οι Σόλυμοι εποίκησαν την χώρα της Παλαιστίνης, όπου ίδρυσαν την πόλη στους πρόποδες του όρους Σιών. Το όνομα Σιών προέρχεται κι αυτό από την δωρική λέξη “σιός”, που σημαίνει Θεός. Στην κορυφή του όρους εκείνου, έκτισαν και τον ναό του πολιούχου θεού της πόλεος, του μεγίστου θεού των ελλήνων. Ο ναός ονομάσθηκε “Διός Σολυμέως”.

Αργότερα μετά την κατάληψη της πόλεως το 1026π.χ. από τον Δαυίδ, γκρέμισαν το ναό του Διός, στα ερείπια του οποίου έκτισε ο Σολομών τον περιώνυμο ναό του, όπου και μετέφερε την “κιβωτό της διαθήκης”. Τα Σόλυμα οι εβραίοι στην Π.Δ. τα αποκαλούν Σαλήμ ή Γιερούσαλαημ, εξ ου και Ιεροσόλυμα. Γράφει ο Ιώσηπος στην “Ιουδαϊκή αρχαιολογία” του:

“Επειδή επί της εποχής του Αβραάμ του προγόνου μας, η πόλη λεγόταν Σόλυμα. Πολλοί λένε ότι και ο Όμηρος τα αποκαλεί Σόλυμα. Την δε προσωνυμία “Ιερό” οι Εβραίοι έβαλαν αργότερα. Ήταν κατά την εποχή που με την στρατιά του Ιησού κατά των Χαναναίων και του πολέμου, κατά τον οποίο οι Χαναναίοι κράτησαν (την πόλη), που (ο Ιησούς) κατένειμε στους Εβραίους, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν να διώξουν (τους Χαναναίους), από τα Ιεροσόλυμα, μέχρι που την πολιόρκησε ο Δαυίδ..”.

Πολύ αργότερα, κατά την ελληνιστική εποχή, η πόλη ήταν αμιγώς εβραιοκατοικούμενη, όμως “πόλις” με βάση τα ελληνικά κριτήρια δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, επειδή δεν είχε ούτε δήμο, ούτε βουλή, ούτε τις κύριες προϋποθέσεις για να έχει τα δικαιώματα της πόλεως. Δεν είχε ούτε γυμναστήριο, ούτε εφηβείο, ούτε σχολείο, ούτε αγορά. Μόνο όταν ο ελληνοτραφής αρχιερέας της πόλεως Ιάσων δημιούργησε αργότερα εκείνες τις προϋποθέσεις, της απένειμε ο Αντίοχος Γ’ το δικαίωμα να αποκαλείται “πόλις”.
Αυτή όμως η επαναστροφή της παλαιάς πρωτεύουσαν των εβραίων σε ελληνική πόλη, εξαγρίωσε τους Μακκαβαίους, που ξεσηκώθηκαν κατά των ελληνικών πόλεων, με τις γνωστές από την ιστορία βιαιοπραγίες, που κράτησαν πάνω από έναν αιώνα.

Ιστορία προέλευση και εξέλιξη των Κλεφτών


Η αληθινή ιστορία των Κλεφτών έχει νοθευθεί, έχει διαστρεβλωθεί τραγικά, τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας. Παράλληλα είναι σαφές ότι γίνεται προσπάθεια από τους γνωστούς ανθελληνικούς "επιστημονικούς" κύκλους να αποδομηθούν και να εκθεμελιωθούν τα προαιώνια ηρωικά πρότυπα της ελληνικής φυλής μας.

Σε συνδυασμό με ένα κατεστραμμένο "Ελληνικό" εκπαιδευτικό σύστημα, υπάρχει ορατός κίνδυνος τόσο οι νέες γενιές Ελλήνων να μη γνωρίσουν τις απλές και βασικές αλήθειες της εθνικής μας ιστορίας, όσο και οι μεγαλύτεροι να ξεχάσουν - αφού η επανάληψη εστί η μήτηρ της μαθήσεως, ενώ το αντίθετο οδηγεί την αμνησία και τη λήθη...
Αυτά λοιπόν τα αυθεντικά, ελληνικά, ηρωικά πρότυπα που σήμερα αφενός κινδυνεύουν να ξεχαστούν και ταυτόχρονα έχουμε άμεση και ζωτική ανάγκη να θυμηθούμε και να μιμηθούμε, προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε, ανατρέχοντας σε μια από τις παλιές ιστορικές πηγές: την "Ελληνική Επανάσταση" του Διονυσίου Κόκκινου, εκδόσεις «Μέλισσα», 1956.
Αποδίδουμε στη δημοτική από το πρωτότυπο κείμενο, την ιστορία, την προέλευση και εξέλιξη των Κλεφτών.
Σελ. 44
«Ενώ αναπτύσσονταν οι ηθικές και υλικές δυνάμεις με τόσο πυρετό, το έθνος αποκτούσε τα όπλα του. Αυτή η ίδια η τουρκική διοίκηση το ανάγκασε να τα αναζητήσει ευθύς εξ αρχής.  Το φοβερό παιδομάζωμα, που έκανε ολόκληρη την Ελλάδα επί δυο αιώνες  να υψώνει σπαρακτικούς θρήνους, άφηνε αλησμόνητα πένθη. (…)
Οι δικαστές που απένειμαν πραγματική δικαιοσύνη ήταν σπανιότατοι. Το μπαξίς ήταν απαραίτητο. Αλλά και αν έβρισκε κανείς ειλικρινή δικαστή, έπρεπε να περιμένει να υποστεί, μετά την ευμενή δικαστική απόφαση, την επίθεση του Τούρκου αντιδίκου του.
Οι περισσότερο περήφανοι και οι τολμηρότεροι πήραν ένα όπλο και τράβηξαν προς τα βουνά, και από εκεί έστηναν πόλεμο με τους Τούρκους που διαρκούσε όσο και η ζωή τους.
Αυτή η εμφάνιση των πρώτων Ελλήνων ενόπλων εις τα βουνά, που αρχίζει από τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση, είναι η πρώτη αποφασιστική διαμαρτυρία κατά της αυθαιρεσίας του κράτους που ίδρυσε ο κατακτητής, εναντίον ενός ολόκληρου πολιτισμένου λαού.
Οι Τούρκοι τους ονόμασαν κλέφτες για να τους δυσφημίσουν. Ο Κολοκοτρώνης το λέει, με μία από τις ωραιότερες φράσεις του: «Το κλέφτες εβγήκε από την εξουσία» (σ.σ. το «σύστημα» της εποχής εκείνης).
Ένας ξένος, ο περιηγητής Τουρνεφόρ, που γνώρισε τους χαΐνηδες, τους κλέφτες της Κρήτης, και τους είδε από κοντά, ελάχιστα χρόνια μετά την άλωση της νήσου και που γνώριζε ότι χαΐνηδες στα τούρκικα σημαίνει κακοποιοί, το καθορίζει ακριβώς: «Ονομάζουν με αυτό το όνομα τους επαναστάτες Έλληνες».
Και ο αγώνας τους υπήρξε τόσο θαυμαστός, ώστε έκαναν μια υβριστική λέξη να σημαίνει τον ήρωα.
Τα δημοτικά τραγούδια μας έδωσαν περί αυτών πολύτιμες πληροφορίες.
(...)
Σιγά-σιγά σχηματίσθηκαν και οργανώθηκαν ολόκληρα σώματα. Δημιουργήθηκαν τάξεις κλεφτών, πρώτοι, δεύτεροι και τρίτοι, αρχηγοί, ολόκληρη υπηρεσία. Ήταν η μόνιμη επανάσταση πάνω στα βουνά.
Οι συμπλοκές τους με τα στρατιωτικά σώματα που στέλνονταν εναντίον τους ήταν πραγματικές μάχες. Φρόντιζαν μόνο να σκοτώνουν και να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι. Γνώριζαν τι μαρτύριο τους περίμενε, αν τους έπιαναν. Για τη ζωή τους δεν τους ένοιαζε. Όταν αποχαιρετίζονταν, έλεγαν ο ένας στον άλλον¨
-Καλό μολύβι!
Ήθελαν θάνατο ανώδυνο (σ.σ. «μια κι έξω»). Μεγάλο μέρος των δημοτικών τραγουδιών είναι τραγούδια του θανάτου.
(…)
Ήταν επόμενο, άνθρωποι όπως εκείνοι, όταν πληροφορούνταν ότι κάποιος από τους Έλληνες άρχοντες αδικούσε τους φτωχούς ομογενείς του ή συνεννοούταν με τις τουρκικές αρχές για την καταδίωξη των κλεφτών, να τον ξεγράφουν.
Γι’ αυτούς ο σκληρός κοτζάμπασης ήταν «τουρκολάτρης», θεωρούμενος εχθρός όπως ο κατέχων δημόσιο αξίωμα ή τσιφλίκια Οθωμανός.
Η έννοια της γι’ αυτούς ήταν ταυτόσημη με τον διαρκή ένοπλο αγώνα, τον οποίο δεν θα διέκοπτε παρά μόνο ο θάνατος κατά τη μάχη, ή η θανατική εκτέλεση αν συλλαμβάνονταν.
Δημιουργήθηκε, ως εκ τούτου, στρατιά εξαγριωμένων ανδρών, ικανών για κάθε είδους ηρωισμό και σκληρότητα και οι οποίοι, αφού είχαν κηρυχθεί από την κρατούσα εξουσία εκτός νόμου, όπως άλλωστε και οι ίδιοι διακήρυτταν τους εαυτούς τους, θεωρούσαν εχθρούς τους με οποιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενους με το κράτος.
Ήταν φυσικό να μην αισθάνονται συμπάθεια προς τους Έλληνες προκρίτους, που κατόρθωναν να σχηματίσουν περιουσία και συνεργάζονταν ενίοτε με τους Μωαμεθανούς, ενώ εκείνοι ζούσαν στα βουνά, χωρίς να βρίσκουν ησυχία ποτέ και στερούνταν τα στοιχειώδη αγαθά της ζωής. Οι ίδιοι περιέγραφαν την σκληρή αυτή ζωή στα τραγούδια τους.
Ιστορική προέλευση και εξέλιξη
Τα σώματα των κλεφτών ήταν οργανωμένα κατά τον τρόπο που επέβαλλε η πολεμική ανάγκη, αλλά και η παλιά στρατιωτική παράδοση που συνέχιζαν. Οι παλαιότεροι κλέφτες προέρχονταν από τους διαλυθέντες και καταστραφέντες, κατά την τουρκική κατάκτηση της Ελλάδας, στρατούς.
Στις από του Ολύμπου μέχρι του Ταινάρου περιοχές, κατά τη φραγκοκρατία, πλείστοι Έλληνες υπηρετούσαν στις φρουρές και τους στρατούς των ξένων. Πολλοί από αυτούς προσήλθαν στην υπηρεσία της Βενετίας και μάχονταν κατά των Τούρκων, όταν η δημοκρατία του Αγίου Μάρκου βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία.
Και όταν τα δυο αντίπαλα κράτη ειρήνευσαν, αρκετοί από τους Έλληνες στρατιωτικούς εξακολουθούσαν να πολεμούν τους Τούρκους από τα βουνά. Οι οικογένειες των κλεφτών, της Πελοποννήσου κυρίως, προήλθαν από τους στρατιωτικούς εκείνους.
Η πολεμική ιστορία των ατίθασων Κολοκοτρωναίων αρχίζει από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα. Εκείνοι λοιπόν που σχημάτισαν τα πρώτα σώματα των κλεφτών είχαν γνώσεις στρατιωτικές και πλήρη την εθνική συνείδηση του προορισμού τους.
Τα σώματα αυτά ήταν ολόκληρα καπετανάτα, μικροί επαναστατημένοι στρατοί αποτελούμενοι από αδιάλλακτους πολεμιστές  με αρχηγό, υπαρχηγό (πρωτοπαλλήκαρο) και με κληρονομικά τα δικαιώματα των αρχηγών.
Αλλά στη διαδοχή επικρατούσε επιλογή. Δεν γινόταν πάντοτε αρχηγός ο πρωτότοκος του αποθανόντα αρχηγού, αλλά ο καλύτερος από τους γιούς του, ο επιβληθείς ήδη με την αξία του στα άλλα παλληκάρια.
Η, μέσω του τρόπου της όλης ζωής τους, πολεμική άσκηση, η διαρκής αντιμετώπιση των κινδύνων, η ζωή των βουνών, ήταν γι’ αυτούς γυμναστική τραγική, από την οποία δημιουργούνταν άνδρες με θαυμαστές φυσικές ιδιότητες και δυνάμεις.
Κατά την ανάπαυση τους ασκούνταν στην σκοποβολή, στο λιθάρι, στο άλμα. Οι ατελείωτες πολεμικές περιπέτειες, τους έκαναν να ασκούνται και στον δρόμο. Για την ταχυποδία τους αναφέρουν πράγματα που φαντάζουν ως θρύλοι.
Ο Ζαχαριάς και ο Νικηταράς μπορούσαν να τρέχουν όσο τα καλπάζοντα άλογα. Κατά τις μάχες ήταν φοβεροί.
Στηριζόμενοι συνήθως σε ορεινά σημεία, γνωρίζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο όπου κινούνταν, ικανοί να χρησιμοποιούν το έδαφος και τις ανωμαλίες του, εκμηδένιζαν την υπεροχή του πολυαριθμότερου, πάντοτε, από αυτούς τακτικού στρατού, που στέλλονταν εναντίον τους, λεοντόκαρδοι και φλεγόμενοι από το ακοίμητο πάθος κατά του τυράννου.
Οι κλέφτες έγιναν πολλοί. Ο Όλυμπος, το Πήλιο, η Πίνδος, τα Άγραφα και οι κορυφές της Στερεάς, έγιναν ορμητήρια μεγάλων καπετανάτων και τα βουνά της Πελοποννήσου βρέθηκαν υπό την εξουσία τους.
Από εκεί με τις εκστρατείες τους κυριαρχούσαν σε ολόκληρες περιφέρειες, όπου οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να εμφανισθούν.  Όντας κύριοι των βουνών, χρησιμοποιούν και τη θάλασσα.
Οι ελληνικοί βράχοι φθάνουν μέχρι τις ακτές. Και οι κλέφτες γίνονται κουρσάροι. Φθάνουν με τα μαύρα πλοία τους στα λιμάνια. Φέρνουν τον τρόμο στους Οθωμανούς, αρπάζουν, τιμωρούν.
Οι κυριότεροι από αυτούς είναι ο Κροκόνδυλος Κλαδάς, ο Θεόδωρος Μπούας, ο Πούλιος Δράκος, ο Μαλάμος, ο Αγγελής Σουμίλας, ο Πάνος Μεϊντάνης, ο Λιβίνης, ο Σπαθογιάννης, ο Κούρμας, ο Μόσχος, ο Χρίστος Βαλαώρας, ο Ζακυνθινός κουρσάρος Μανέττας.
Αλλά οι κλέφτες δεν αρκούνταν στην εξασφάλιση της δικής τους ελευθερίας. Γίνονταν υπερασπιστές των τυραννημένων ομογενών τους χωριών και πόλεων. Μέτρα τυραννικά των πασάδων, αδικίες, πράξεις σκληρής βίας κατά των φτωχών ραγιάδων, διέγειραν την οργή τους.
Κινούνταν τότε ως τιμωροί κατά των Οθωμανών και ο τρόμος που προκαλούσαν οι επιδρομές τους, έκανε τους τυράννους να γίνονται ηπιότεροι.  Η συνείδηση της εθνικής τους αποστολής είναι φανερή από αυτό. Αποτελούσαν τον εντός του ίδιου του τουρκικού κράτους ανυπότακτο Στρατό του υπόδουλου Έθνους.
Γνωστά δημοτικά-κλέφτικα τραγούδια:
"Στις  χώρες (=πόλεις) σκλάβοι κάθονται, τους Τούρκους εργατεύουν,
Και στα βουνά κλεφτόπουλα με το σπαθί στο χέρι.
Πασσά τους έχουν το σπαθί, βεζύρι το τουφέκι,
Κάλλιο να ζω με τα θεριά, παρά να ζω με Τούρκους."
"Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης,
Και ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδια,
Κάμπους κι αμπελοχώραφα, κοπέλλια να δουλεύουν.
Μάνα μ’ εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
Και να μια σκλάβος των Τουρκών, κοπέλλι των Αγάδων,
Φέρε μου το βαρύ σπαθί και το μακρύ ντουφέκι,
Να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια.
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται."
Και ένα κλέφτικο τραγούδι του θανάτου:
"Παιδιά μου μη σκανιάζεστε και μη παραπονιέστε,
Εγώ δεν έχω τίποτις, λίγο ‘μαι λαβωμένος,
Πικρό είναι το λάβωμα, γλυκό ‘ναι το μολύβι,
Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Πάρτε με, παλληκάρια μου, λίγα κι αντρειωμένα,
Για πάρτε με και βγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα,
Και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω,
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από τους παπαδάδες,
Να πλύνω τη λαβωματιά, όπου ‘μια λαβωμένος,
Και πάρτε το μαχαίρι μου τα’ ασημοχάντζαρό μου,
Και φτειάστε μου το μνήμα μου, και φτειάστε το κιβούρι
Νάναι πλατύ, νάναι μακρύ, να παίρνει δυο νομάτους,
Να στέκ’ ορθός να πολεμώ, να πέφτω, να γιομίζω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
Να  μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια."

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ - Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Λιαντίνης Δημήτριος - Γκέμμα σελ. 206 έγραψε:

Η Ελένη που πλάσανε οι έλληνες καθρεφτίζει την εμορφιά του θεού. Είναι ο νους και ο νόμος της φύσης. Σαρκώνει το δαχτυλικό αποτύπωμα της προέλασης των ωρών.

Τι μπορεί να συμβολίζει η πολυπόθητη Ελένη του Ομήρου;

Άλλωστε όπως μας αναφέρει ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ελένη» στο Ίλιον της Τρωάδας δεν πήγε ποτέ η Ελένη του Τυνδάρεω αλλά ένα είδωλό της. Ένα είδωλο ποιημένο από αιθέρα πανομοιότυπο με την Ελένη, που του έδωσε πνοή η θεϊκή δύναμη της Ήρας. Ενώ η πραγματική – ζώσα Ελένη μεταφέρθηκε μέσα σε μια αιθερόπτυχη νεφέλη από τον Θεό Ερμή στην Αίγυπτο, στο νησάκι Φάρος, όπου έμεινε υπό την προστασία του βασιλιά Πρωτέα. Μας λέγει δια την ακρίβεια των λόγων μας :

…………………Ελένη : Όσο για εμένα, η πατρίδα μου είναι ξακουστή Σπάρτη και πατέρας μου ο Τυνδάρεως. Υπάρχει κάποια φήμη ότι ο Ζευς, αφού μεταμορφώθηκε σε κύκνο, αποφεύγοντας την καταδίωξη κάποιου αετού, πέταξε στην αγκαλιά της μητέρας μου και κατόρθωσε με δόλια μέσα να έρθει σε επαφή μαζί της, αν η διάδοση αυτή είναι αληθινή. Και μένα με ονόμασε Ελένη. Μα θα διηγηθώ τα κακά που έχω πάθει : Τρεις θεές, η Ήρα, η Κυπρίς και η παρθένα κόρη του Δία πήγαν στην σπηλιά της Ίδης στον Αλέξανδρο επειδή ήθελαν να κρίνει την ομορφιά τους. Η Κυπρίς όμως, επειδή πρόσφερε στον Αλέξανδρο την ομορφιά μου, αν είναι όμορφο αυτό που φέρνει δυστυχία, και του πρότεινε να με κάνη γυναίκα του, νίκησε. Κι ο Πάρης, που έμενε στην Ίδη, άφησε τους στάβλους με τα βόδια κι έφτασε στην Σπάρτη για να με πάρη γυναίκα του. Μα η Ήρα επειδή θεωρούσε τον Αλέξανδρο αιτία που δε νίκησε, ματαίωσε τον γάμο (μαζί του) και δεν έδωσε εμένα στο γιο του βασιλιά Πριάμου, αλλά ένα ζωντανό ομοίωμα μου που έφτιαξε από τον αιθέρα. Και (εκείνος) ενώ δε με έχει, πιστεύει ότι έχει εμένα – ψεύτικη πίστη. Από την άλλη μεριά τα σχέδια του Δια σε αυτές τις συμφορές πρόσθεσαν κι άλλες. Γιατί ξεσήκωσαν πόλεμο ανάμεσα στην χώρα των Ελλήνων και στους δυστυχισμένους Φρύγες, για να ανακουφίση τη μητέρα Χθόνα από την ενόχληση και το πλήθος των ανθρώπων και για να κάνη γνωστό τον πιο ισχυρό άνθρωποι της Ελλάδας. Μα δεν ορίστηκα εγώ σα βραβείο για το θάρρος των Φρυγών και την γενναιότητα των Ελλήνων, αλλά το όνομά μου. Κι ο Ερμής, αφού με πήρε μες στις πτυχές του αιθέρα, με σκέπασε με ένα σύννεφο – φρόντισε βέβαια για μένα ο Δίας – και με έφερε να μείνω σε αυτό εδώ το σπίτι του Πρωτέα, αφού διάλεξε τον πιο γνωστικό από όλους τους θνητούς, για να διατηρήσω καθαρό τον γάμο μου με το Μενέλαο. ………..……

(Βλ. Ευριπίδης “Ελένη”, 31 - 48 .



Ενώ πιο κάτω στην ίδια πάντα τραγωδία του ο Ευριπίδης θα μας αναφέρει :

………..Ελένη : Εγώ που βλέπεις δεν είμαι νυκτερινή ακόλουθος της Ενοδίας.

Μενέλαος : Ασφαλώς, όμως δε είναι δυνατόν ένας εγώ να έχω δυο γυναίκες.

Ελ. : Ποιας άλλης γυναίκας είσαι αφέντης ;;

Με. : Αυτής που κρύβεται στην σπηλιά και από την έφερα από τους Φρύγες.

Ελ. : Δεν έχει άλλη γυναίκα παρά μονάχα εμένα.

Με. : Ίσως δεν είμαι στα λογικά μου ή μπορεί τα μάτια μου να μην βλέπουν καλά.

Ελ. : Κοιτώντας με δε νομίζεις ότι βλέπεις την γυναίκα σου ;;

Με. : Μοιάζετε, δεν είμαι όμως βέβαιος.

Ελ. : Για σκέψου. Τι άλλο περισσότερο σου χρειάζεται ;; Κανείς δεν έχει μεγαλύτερες ικανότητες από εσένα.

Με. : Μοιάζεις. Αυτό βέβαια δε τα το αρνηθώ.

Ελ. : Ποιος άλλος λοιπόν θα σε πείσει παρά τα όμματα σου ;;

Με. : Το άσχημο είναι ότι έχω κι άλλη γυναίκα.

Ελ. : Δεν πήγα εγώ στην Τρωάδα, αλλά το είδωλό μου.

Με. : Μα ποιος φτιάχνει ζωντανά ομοιώματα ;;;

Ελ. : Ο Αιθέρας από όπου οι θεοί έφτιαξαν την γυναίκα σου.

Με. : Ποιος από τους θεούς το έκανε ;; Λες πράματα ανέλπιστα.

Ελ. : Η Ήρα για να αντικαταστήσει εμένα και να μη με πάρει ο Πάρης.

Με. :

Ελ. : Το όνομα μπορεί να βρίσκεται σε πολλά μέρη, το σώμα όμως όχι……

(Βλ. Ευριπίδης “Ελένη”, 570 - 588 ).

Και στην συνέχει θα αναφέρει τα εξής :

………Μενέλαος : Γέροντα, έλα να κουβεντιάσεις κι εσύ μαζί μας.

Άγγελος : Τούτη εδώ δεν είναι η αιτία που ταλαιπωρηθήκαμε στην Τροία;;

Με. : Όχι !! δεν είναι αυτή. Οι Θεοί μας εξαπάτησαν κι είχαμε στα χέρια μας ένα άγαλμα από νεφέλη που έφερε τόσα κακά.

Άγγ. : Τι λες;; Αγωνιστήκαμε, λοιπόν μάταια για ένα ομοίωμα από νεφέλη ;;

Με. : Όλα αυτά είναι δουλειά της Ήρας και της έριδας των τριών θεών. ……

(Βλ. Ευριπίδης “Ελένη”, 702 - 708 ).



Για το αυτό είδωλο κάνει λόγο ο μεγάλος μας τραγικός ποιητής και στην τραγωδία του «Ηλέκτρα» όπου αναφέρεται :…

……Διόσκουροι : …………….Αυτά είχα να σου πω. Κι όσο για του Αίγισθου το πτώμα, θα το θάψουν οι Αργείοι. Και την μάνα σου θα την θάψει ο Μενέλαος, που μόλις ήρθε στην Ναυπλία ύστερα από τόσα χρόνια από τότε που κούρσεψε την Τρωική την Χθόνα, και θα τον βοηθήσει κι η Ελένη. Από του Πρωτέα τα παλάτια, από την Αίγυπτο, έρχεται η Ελένη, δεν πήγε στην Φρυγία. Το είδωλο της ο Δίας είχε στείλει στο Ίλιον, για να γίνει πόλεμος και να σκοτωθούν θνητοί. ………(Βλ. Ευριπίδης “Ηλέκτρα”, 1276 - 1283).

Απόσπασμα από τους "γάμους του Κάδμου και της Αρμονίας" σελ 144

"Την Ελένη συνάντησε ο Θησέας ο οποίος την ερωτεύτηκε και την πείρε μαζί του, ύστερα την έκλεισε στο οχυρό της Αφίδνας. Εκεί βρισκόταν η Αίθρα, η μητέρα του Θησέως, και σε αυτή αναθέτει την φύλαξη της Ελένης, όσο αυτός θα κατέβαινε στον Άδη. Εξοργισμένα τα δίδυμα αδέλφια της Ελένης, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, ακολουθούνε τα ίχνη της Αδελφής τους και έφτασαν στην Αφίδνα όταν ο Θησέας είχε κιόλας φύγει. Πολιορκούνε το οχυρό και παίρνουν πίσω την Ελένη όπως και την Αίθρα σκλάβα, μιας και ήτο μαζί με την Ελένη.

Στην Σπάρτη, η μητέρα του ήρωα έγινε θεραπαινίδα της Ελένης. Στην συνέχεια, και αφού την Ελένη την έχουνε ζητήσει σε γάμο 38 υποψήφιοι μνηστήρες, διαλέγει και παντρεύεται τον Μενέλαο που γεννά μαζί της την Ερμιόνη.

Στην συνέχεια του μύθου, βλέπουμε το παλάτι του Μενελάου να επισκέπτεται ο Πάρις – Αλέξανδρος, ο νεαρός πρίγκιπας της Τρωάδας με πρωτεύουσα το Ίλιον και ακρόπολη αυτής την σημερινή Πέργαμο. Σε κάποιο χρονικό σημείο που ο Μενέλαος είχε επισκεφτεί την Κρήτη λόγο του θανάτου του παππού του Ατρέα στις άδειες αίθουσες του παλατιού η Αφροδίτη κάλεσε σε συγκέντρωση τους άρχοντες της ερωτικής επιθυμίας, τον Ίμερο, τον Πόθο και τις Χάριτες. Το αποτέλεσμα είναι εις πάση γνωστό : Ο Πάρις ερωτεύεται την Ελένη και η Αίθρα τον βοηθά να φύγουνε για την Τρωάδα.

Η Ελένη είναι η εξουσία του ειδώλου – και το είδωλο είναι ο χώρος όπου η απουσία υποδουλώνει. Από τους πέντε συζύγους της, η Ελένη αγάπησε περισσότερο τον Πάρι και τον Αχιλλέα. Και για τους δυο, η Ελένη πριν από γυναίκα ήταν είδωλο. Από τότε που η Αφροδίτη υποσχέθηκε στον πρίγκιπα της Ίδης ότι θα έκανε δική του την Ελένη της Σπάρτης, εκείνο το απλό όνομα εκμηδένισε τις αρετές και τα βασίλεια που του πρόσφεραν η Αθηνά και η Ήρα. Συνοδευόμενος από σκοτεινά προμηνύματα ο Πάρις της Ίδης, τώρα αναγνωρισμένος πλέον πρίγκιπας της Τρωάδας, ξεκίνησε με το πλοίο του γεμάτου θησαυρούς προς εκείνο το όνομα.

Όσο για τον Αχιλλέα, ήταν ο μοναδικός από τους Αχαιούς, αρχηγός των Μυρμιδόνων, που δεν είχε πάει στην Σπάρτη ως υποψήφιος μνηστήρας. Ξεκίνησε για έναν πόλεμο που ήξερε πως θα του ήταν μοιραίο, για μία γυναίκα που μόνο το όνομα της είχε ακούσει. Στα εννέα έτη της πολιορκίας ο Αχιλλέας θα μπορούσε να πει για την Ελένη ότι έλεγε ο Πάρις πριν ξεκινήσει από την Τρωάδα : “Te vigilans oculis, animo te nocte videban”, με τα άγρυπνα όμματα της ψυχής, την νύχτα εσένα έβλεπα. Τόσο πιο μακρόχρονη, ατελείωτη, θα είναι η κοινή ζωή τους ως είδωλα στην Λευκή, στην νήσο με την λευκή λάμψη.

Το έπος είναι μια συμπαγής επιφάνεια, αντανακλαστική, όπου καταδιώκονται οι ψηφίδες των διατυπωμένων εκφράσεων – εννοιών – ιδεών.

Ο Όμηρος δεν θέλησε να κοινοποιήσει το μυστικό της Ελένης, δηλαδή την φύση της του ειδώλου, γιατί στην επιφάνεια του στίχου θα δημιουργούταν ένα κενό. Το όνομα της Ελένης πρέπει να προσδιορίζει ένα πλάσμα στέρεο όσο και ο επιβλητικός Διομήδης. Και ακριβώς τότε το είδωλο είναι κυρίαρχο, όταν είναι κρυμμένο και σκάβει τα σώματα από μέσα."

Συμπερασματικά, η Ελένη του Ομήρου συμβολίζει την Ομορφιά του Κόσμου. Στην Τροία (στον κόσμο των Αισθητών) δεν βρέθηκε ποτέ η ίδια αλλά το είδωλό της, μια που όλα γύρω μας είναι είδωλα. Η πραγματική ομορφιά βρίσκεται κρυμμένη πίσω από τα είδωλα, στον κόσμο τον Νοητό...

Πόσο καλή γυμναστική είναι το σεξ;

Από τη δεκαετία του ‘50 διάφορες ερευνητικές ομάδες ζητούσαν από ζευγάρια εθελοντών να συνδέονται με μόνιτορ, πιεσόμετρα, μάσκες οξυγόνου και άλλους μετρητές και να κάνουν σεξ με στόχο να καταγραφούν από επιστημονικής πλευράς οι επιδράσεις της ερωτικής επαφής στον οργανισμό.

Στόχος ήταν συχνά να εξακριβωθεί εάν το σεξ τον επηρεάζει τόσο πολύ ώστε να επιταχύνει την εμφάνιση εμφράγματος. Ευτυχώς, η μία μελέτη μετά την άλλη γενικώς έδειχναν ότι ο καρδιακός παλμός αυξάνεται μεν στη διάρκειά του αλλά σε ανεκτό βαθμό.

Μία από αυτές τις μελέτες που δημοσιεύθηκε το 2008 έδειξε ότι την ώρα του οργασμού ο καρδιακός ρυθμός αυξάνεται κατά 21 παλμούς το λεπτό στους μεσήλικους άνδρες και κατά 19 στις γυναίκες - μία αύξηση εφάμιλλη με αυτήν που παρατηρείται όταν κάνει κάποιος μερικές επιτόπιες αναπηδήσεις.

Αυτές και πολλές άλλες στατιστικές δείχνουν ότι ο κίνδυνος να σταματήσει η καρδιά την ώρα του σεξ είναι πολύ χαμηλός, αν και αυξάνεται κάπως όταν η ερωτική σχέση είναι εξωσυζυγική.

Αν εξαιρέσουμε τις επιδράσεις του στην καρδιολογική υγεία, το σεξ ως άσκηση παραμένει έως και τώρα σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο. Μοιραία το περιέβαλλαν διάφοροι μύθοι, όπως ότι στη διάρκειά του καίμε τουλάχιστον 100 θερμίδες, κατά τον ελληνικής καταγωγής δρα Αντονι Καρέλη, καθηγητή Επιστήμης της Ασκησης στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, στο Μόντρεαλ του Καναδά.

Ο δρ Καρέλης και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν τον Οκτώβριο στην επιθεώρηση «PLoS One» μελέτη που διερεύνησε πόση ενέργεια καίμε στ’ αλήθεια στη διάρκεια του σεξ. Συμμετείχαν 21 νεαρά, ετεροφυλόφιλα ζευγάρια τα οποία στην αρχή έκαναν τζόγκινγκ επί 30 λεπτά σε κυλιόμενο διάδρομο.

Οση ώρα έτρεχαν οι ερευνητές κατέγραφαν την καύση θερμίδων και άλλους δείκτες για τις απαιτούμενες συγκρίσεις στο επόμενο στάδιο της μελέτης. Εφοδίασαν μάλιστα τα ζευγάρια με φορητά, διακριτικά μόνιτορ στο μπράτσο που καταγράφουν τη σωματική καταπόνηση με τη μορφή θερμίδων και ΜΕΤs.

Μεταβολικά ισοδύναμα δραστηριοτήτων

Τα METs είναι η συντομογραφία του όρου Μεταβολικά Ισοδύναμα Δραστηριοτήτων και χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της έντασης μιας δραστηριότητας.

Υπολογίζονται όταν διαιρεθεί η ενέργεια (θερμίδες) που καταναλώνει ο οργανισμός στη διάρκεια μιας φυσικής δραστηριότητας με τον μεταβολικό ρυθμό σε κατάσταση ηρεμίας (και αυτός μετριέται σε θερμίδες).

Μία φυσική δραστηριότητα θεωρείται πολύ χαμηλής έντασης όταν έχει κάτω από 4 METs (λ.χ. πλύσιμο πιάτων), ενώ από 10 ή περισσότερα πολύ υψηλής έντασης (λ.χ. αγωνιστικό τρέξιμο, αγώνας ποδοσφαίρου κ.τ.λ.). Η απόλυτη ακινησία στην καρέκλα έχει 1 ΜΕΤ.

Οι ερευνητές του Κεμπέκ έστειλαν τα ζευγάρια σπίτι τους ζητώντας τους να κάνουν σεξ τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα επί έναν μήνα φροντίζοντας να φοράνε το μόνιτορ. Υστερα από κάθε συνουσία έπρεπε να συμπληρώνουν ερωτηματολόγια για το πώς ένιωθαν σωματικά και ψυχικά, ιδίως σε σύγκριση με το τζόγκινγκ που είχαν κάνει στον κυλιόμενο διάδρομο.

Οταν οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία, διαπίστωσαν ότι το σεξ είναι μια «μέτριας έντασης άσκηση», για τους μεν άνδρες είχε 6 METs, για τις δε γυναίκες 5,6 METs - όσα περίπου έχει το διπλό τένις ή η ανάβαση ανηφόρας. Το τζόγκινγκ, αντιστοίχως, ήταν πολύ πιο κοπιώδες: 8,5 METs για τους άντρες και 8,4 για τις γυναίκες.

Οι θερμίδες

Επιπλέον, με το σεξ οι εθελοντές έκαιγαν κατά μέσον όρο το λεπτό 4 θερμίδες και οι εθελόντριες 3, ενώ η διάρκειά του κυμαινόταν από 10 έως 57 λεπτά (μέση διάρκεια 25 λεπτά), των προκαταρκτικών συμπεριλαμβανομένων. Αντίστοιχα, οι άντρες έκαιγαν σχεδόν 9 θερμίδες το λεπτό με το τζόγκινγκ και οι γυναίκες σχεδόν 7.

Συνολικά «το σεξ μπορεί να θεωρείται άσκηση» αλλά όχι και τόσο έντονη όσο το τζόγκινγκ υποστηρίζει ο δρ Καρέλης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι ό,τι πρέπει για όσους δεν γυμνάζονται καθόλου και σίγουρα είναι πιο απολαυστικό απ’ ό,τι το τζόγκινγκ σύμφωνα με το 98% των εθελοντών της μελέτης

Αυτοκίνητο Lego κινείται με αέρα!

Ένα αυτοκίνητο κατασκευασμένο από τουβλάκια Lego, το οποίο λειτουργεί με αέρα, εμφανίστηκε στους δρόμους της Μελβούρνης.

Οι κατασκευαστές του, Στιβ Σαμαρτίνο από την Αυστραλία και Ράουλ Οάιντα από τη Ρουμανία, χρησιμοποίησαν 500.000 τουβλάκια για τη δημιουργία του. Όλα ξεκίνησαν από ένα tweet, με το οποίο ζητούσαν τη βοήθεια του κοινού μέσω crowdfunding.

«Όποιος ενδιαφέρεται να επενδύσει 500-1000 δολάρια σε ένα project που είναι φανταστικό και παγκόσμια πρωτιά, ας μου στείλει tweet. Χρειαζόμαστε περίπου 20 συμμετέχοντες» είχε γράψει ο Σαμαρτίνο στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2012.

Το όχημα κινείται χάρη σε τέσσερις κινητήρες πεπιεσμένου αέρα (είναι αποθηκευμένος σε δύο μικρές δεξαμενές) και 256 πιστόνια – σε όλες τις περιπτώσεις κατασκευασμένα από Lego.

Η ταχύτητά του φτάνει γύρω στα 30 χλμ την ώρα – ενδεχομένως να μπορούσε να πάει και πιο γρήγορα, αλλά οι δημιουργοί του φοβούνται μία «έκρηξη» από τουβλάκια.

Όπως είπε στο BBC ο Σαμαρτίνο, δεν ήταν φανατικός με τα αυτοκίνητα ή τα Lego. «Είμαι φανατικός με την τεχνολογία, και ήθελα να δείξω τι είναι δυνατόν όταν το κοινό χρηματοδοτεί μια ιδέα και χρησιμοποιείς νέους, ταλαντούχους ανθρώπους».

«Συνάντησα αυτόν τον τρελό ρουμάνο έφηβο στο web και μας ήρθε η ιδέα, αλλά ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να αντέξω οικονομικά τη χρηματοδότησή της» λέει, εξηγώντας τους λόγους που οδήγησαν στο προαναφερθέν tweet. Σαράντα Αυστραλοί έδωσαν χρήματα και το «Super Awesome Micro Project» ξεκίνησε.

Το αυτοκίνητο κατασκευάστηκε στη Ρουμανία και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αυστραλία, όπου έκανε την βόλτα του σε προάστιο της Μελβούρνης.

Όπως επισημαίνει ο Σαμαρτίνο, προς το παρόν δεν σχεδιάζει να επεκτείνει τον «στόλο»: «ήμουν για τέσσερις εβδομάδες χωμένος στα Lego ως τον λαιμό, και τα δάκτυλά μου πονάνε ακόμα, οπότε δεν βιάζομαι να φτιάξω άλλο ένα αυτή τη στιγμή».

Όσον αφορά στο συνολικό κόστος, ο ίδιος εκτιμά στο Mashable ότι ξεπερνά τα 60.000 δολάρια – εκ των οποίων τα 20.000 προήλθαν από επενδυτές και επιχειρηματίες, με τον ίδιο να βάζει τα υπόλοιπα. «Φοβάμαι να τα προσθέσω. Δεν θα κοιμηθώ απόψε αν το κάνω» αναφέρει σχετικά.