Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ (23 Σεπτεμβρίου 1821)

Ο ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Τριπολιτσά (Δροπολιτσά, Δροµπογλίτσα, Τριπολιτζά, Ντροµπολιτσά, Ντροπολιτσά), πόλη που δηµιουργήθηκε στα µέσα του 15ου αιώνα, αναπτύσσεται στα τέλη του 17ου και το 1768 γίνεται, επί Αχµέτ Πασά Σαλτάµπαση-Ναυπλιώτη, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο - πρωτεύουσα του πασαλικιού της Πελοποννήσου. Στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα (σύµφωνα µε πηγές το 1770 ή το 1785 ή το 1789) η Τριπολιτσά οχυρώθηκε µε περιµετρικό τείχος µήκους 3,5 χιλιοµέτρων, ύψους 4 µέτρων, µε έξι πύλες και προµαχώνες - κανονιοστάσια κατά τακτά διαστήµατα. Οι πληροφορίες για τον πληθυσµό της πόλης (Μουσουλµάνοι, Χριστιανοί και Έβραίοι) τις παραµονές της επανάστασης δεν συµφωνούν απολύτως, ωστόσο, κατά προσέγγιση, υπολογίζεται σε 20.000 (13.000 Χριστιανοί, 7.000 Μουσουλµάνοι και 400 Εβραίοι. Στην πόλη βρίσκονταν 38 πρόκριτοι και αρχιερείς από διάφορες επαρχίες της Πελοποννήσου που είχαν κληθεί από τον καϊµακάµη ο οποίος έχοντας πληροφορίες για επικείµενη εξέγερση ήθελε να αποκόψει τους επαναστάτες από τη φυσική ηγεσία τους...

Με την εκδήλωση της επανάστασης και τις επακόλουθες στρατιωτικές επιτυχίες των εξεγερµένων, η πόλη δέχτηκε µεγάλο αριθµό Μουσουλµάνων από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (κυρίως από την Καρύταινα, το Φανάρι, τα Μπαρδούνια, το Λεοντάρι και τον Μυστρά) οι οποίοι κατέφυγαν πίσω από την ασφάλεια των τειχών της. Έτσι, ο πληθυσµός της πόλης είχε αυξηθεί κατά πολύ φτάνοντας τις 25.000 (σύµφωνα µε άλλες πηγές τις 34.000) άµαχους Μουσουλµάνους, κυρίως, αλλά και Εβραίους, καθώς και µερικές χιλιάδες ενόπλων, ενώ ο Χριστιανικός πληθυσµός είχε εγκαταλείψει την πόλη πριν την έναρξη της πολιορκίας. Από τις αρχές του 1821 όλη η Πελοπόννησος βρισκόταν σε διαρκή συναγερμό, έξαψη και αναστάτωση.


Τα επεισόδια διαδέχονταν το ένα το άλλο και ουδείς πλέον συγκρατιόταν για να περιμένει την καθορισμένη ημερομηνία της 25ης Μαρτίου για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα. Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Πετρόμπεης απελευθέρωσε την Καλαμάτα. Στις 27 Μαρτίου πολιορκήθηκε η Καρύταινα, μέσα στο Αρκαδικό έδαφος, αλλά την 1η Απριλίου έφθασε ισχυρή στρατιωτική δύναμη από την Τρίπολη και διέλυσε την πολιορκία. Η επανάσταση όμως είχε αρχίσει και οι Τούρκοι εγκατέλειπαν σταδιακά τα επαρχιακά κέντρα και συγκεντρωνόντουσαν στην Τρίπολη. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποφάσισε να ιδρύσει στρατόπεδα πέριξ και ευρέως της Τριπόλεως και να καταστήσει την πόλη κύριο αντικειμενικό σκοπό της επαναστάσεως.

Την 1η Απριλίου συγκέντρωσε 300 αγωνιστές στην Πιάνα αλλά στις 6 Απριλίου του επιτέθηκαν οι Τούρκοι, διέλυσαν το στρατόπεδό του και έκαψαν την Αλωνίσταινα. Οι πρώτες απογοητεύσεις δεν αποθάρρυναν τον Κολοκοτρώνη ο οποίος ζήτησε από τους οπλαρχηγούς να «ζυγώσουν την Τριπολιτσά». Οι λόγοι του είχαν απήχηση και με αποτέλεσμα να καταληφθεί το Λεβίδι από σώματα Καλαβρυτινών και να συγκεντρωθούν 3.000 αγωνιστές στο χωριό Πάπαρη του Βαλτετσίου και στη Βλαχοκερασιά. Στα Βέρβαινα συγκεντρώθηκαν 1.500 Μιστριώτες.

Στις 10 Απριλίου οι Τούρκοι εξόρμησαν από την Τρίπολη, με 3.000 περίπου άνδρες, κατά της Βλαχοκερασιάς και έπειτα από μια αψιμαχία μισής ώρας έτρεψαν σε φυγή τους άπειρους Έλληνες αμυνόμενους και διέλυσαν το στρατόπεδο τους. Στις 14 Απριλίου οι Τούρκοι, κομπάζοντας για τις επιτυχίες τους στην Πιάνα, την Αλωνίσταινα και στη Βλαχοκερασιά, επέδραμαν κατά του Λεβιδίου. Ο αγώνας, που διεξήχθη καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ήταν επικός και αποφασιστικός. Οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να λυγίσουν την άμυνα των Καλαβρυτινών και προ του κινδύνου να αποκλεισθούν από τα υψώματα που περιέβαλαν το πεδίο της μάχης και τα οποία κατεχόντουσαν σταθερά από τους αμυνόμενους, άρχισαν να υποχωρούν.

Οι Καλαβρυτινοί τους καταδίωξαν αλλά η απροσδόκητη βροχή που επακολούθησε έσωσε τους Τούρκους οι οποίοι όμως είχαν ήδη υποστεί σοβαρές απώλειες (150-300 νεκροί και πολλοί τραυματίες). Η σημασία της νίκης στο Λεβίδι υπήρξε μεγάλη. Ο στρατευμένος λαός, μετά τις πρώτες αποτυχίες, δοκίμασε βαθιά ικανοποίηση και οι Τούρκοι μεγάλη απογοήτευση. Ο Κολοκοτρώνης κατόπιν οργάνωσε με προσοχή τα στρατόπεδα Πιάνας, Αλωνίσταινας, Βαλτετσίου και Χρυσοβιτσίου, που αποτελούσαν απειλή κατά της Τριπόλεως και των Βερβαίνων που ήταν στρατόπεδο Διοικητικής Μέριμνας (τροφών, πολεμοφοδίων και λοιπών εφοδίων).

Στα στρατόπεδα γινόταν η οργάνωση, η συγκρότηση των τμημάτων, η εκπαίδευση των ανδρών και η εμπέδωση της πειθαρχίας, ώστε οι άτακτοι, άπειροι, άοπλοι και άσιτοι εν πολλοίς αγωνιστές να εφοδιαστούν με τα κατάλληλα μέσα και από στίφη να μετασχηματισθούν σιγά-σιγά σε τακτικό στρατό. Στις 18 Απριλίου οι Έλληνες έστησαν ενέδρα στη Συλίμνα και κτύπησαν Τουρκική φάλαγγα που πήγαινε στη Δαβιά για να αλέσει στους εκεί μύλους. Η μάχη διήρκεσε δυο ώρες και κατέληξε με την αποχώρηση των Τούρκων που άφησαν πίσω τους 20 νεκρούς και πολλά εφόδια. Στις 26 Απριλίου οι Τούρκοι εξόρμησαν από την Τρίπολη κατά του στρατοπέδου του Βαλτετσίου. Η μάχη υπήρξε σκληρή.

Οι Έλληνες αμυνόμενοι αρχικά υποχώρησαν αλλά με την άφιξη ενισχύσεων σταθεροποίησαν τις θέσεις τους και ανάγκασαν στη συνέχεια τους Τούρκους να υποχωρήσουν καταδιωκόμενοι προς την Τρίπολη. Στις 28 Απριλίου ορίσθηκε ως αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Αρκαδίας ο Κολοκοτρώνης. Ο Χουρσίτ, πασάς της Πελοποννήσου, βρισκόταν από τον Ιανουάριο του 1821 στην Ήπειρο και πολεμούσε, με εντολή της Πύλης, τον Αλή πασά. Στην Τρίπολη είχε αφήσει αντικαταστάτη του τον Μεχμέτ Σαλήχ με 10.000 περίπου στρατό.

Ανήσυχος για τα συμβαίνοντα διέταξε τους στρατηγούς Κιοσσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη να κινηθούν, με 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς, προς την Πελοπόννησο δια μέσου Θεσσαλίας, Θερμοπυλών και Ισθμού. Ταυτόχρονα έστειλε τον Μουσταφάμπεη (Κεχαγιάμπεη) με 4.000 Αλβανούς να περάσει από την Αιτωλοακαρνανία και το Ρίο, στην Πελοπόννησο. Ο Κιοσέ Μεχμέτ και ο Ομέρ Βρυώνης εγκλωβίστηκαν τελικά στη Βοιωτία. Ο Κεχαγιάμπεης πέρασε χωρίς αντίσταση από την Αιτωλοακαρνανία, διαπεραιώθηκε στο Ρίο, λεηλάτησε την Πάτρα, έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), κατέστρεψε την Κόρινθο και το Άργος, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και εισήλθε θριαμβευτικά στην Τρίπολη στις 2 Μαΐου 1821.

Η άφιξή του αναπτέρωσε το ηθικό των Τούρκων και προκάλεσε απογοήτευση και ταραχή στο Ελληνικό στρατόπεδο. Ο Κεχαγιάμπεης όμως έκανε δύο βασικά σφάλματα. Πρώτον δεν έστειλε δύναμη να ασφαλίζει και να ελέγχει τα στενά των Δερβενίων που ήταν η πύλη της Πελοποννήσου και δεύτερον έμεινε άπραγος 10 ημέρες και δεν κινήθηκε αμέσως κατά των φοβισμένων Ελλήνων, με αποτέλεσμα να τους δώσει το χρόνο να αναδιοργανωθούν και να συνέλθουν. Το σχέδιο του Κεχαγιάμπεη ήταν να βγει πανστρατιά από την Τρίπολη, να καταστρέψει το στρατόπεδο του Βαλτετσίου, να μεταβεί στην Καλαμάτα, να καταπνίξει την επανάσταση στη Λακωνία, να επανέλθει στην Αρκαδία και να στρατοπεδεύσει στην περιοχή Μεγαλουπόλεως.


Στις 12 Μαΐου 1821 επέδραμε, με 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, κατά του Βαλτετσίου το οποίο υπερασπίζονταν 750 μαχητές υπό τους Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Η μάχη άρχισε τις πρώτες πρωινές ώρες και κορυφώθηκε το μεσημέρι. Ο Κολοκοτρώνης έφθασε αμέσως με 800 άνδρες και κατόπιν ο Πλαπούτας με άλλους 700. Το βράδυ η κατάσταση ήταν αβέβαιη. Οι Τούρκοι πίστευαν ότι η μόνη σωτηρία των Ελλήνων ήταν η φυγή τους και οι Έλληνες ότι οι Τούρκοι θα αποχωρούσαν τη νύχτα. Τίποτα όμως δεν συνέβη από αυτά. Η μάχη συνεχίσθηκε τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα έφθασε ο Αντώνης Μαυρομιχάλης με 300 άνδρες και ο Γιατράκος με 400 αγωνιστές.

Το πρωί οι Τούρκοι κάμφθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν προς την Τρίπολη έπειτα από την άφιξη και άλλων Ελληνικών ενισχύσεων από τα Βέρβαινα (περί τους 500). Ο απολογισμός της μάχης είναι ασαφής. Εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν περί τους 500 - 600 Τούρκοι και καμιά εικοσαριά Έλληνες. Η σημασία όμως της Ελληνικής νίκης δεν έγκειται μόνο στις απώλειες του εχθρού, ούτε στο υλικό που κυριεύθηκε, αλλά στη μέγιστη ηθική επίδραση που είχε επί των πολεμιστών. Η ήττα του Βαλτετσίου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει τους Τούρκους να ησυχάσουν. Την 18η Μαΐου επέδραμαν με 6.000 άνδρες κατά των Βερβαίνων.

Μια από τις φάλαγγές τους κατευθύνθηκε κατά των Δολιανών όπου βρήκε ισχυρή αντίσταση από τις δυνάμεις του Νικηταρά και του Μητρομάρα, που οχυρώθηκαν στα σπίτια του χωριού. Η υπόλοιπη δύναμη επιτέθηκε κατά του στρατοπέδου των Βερβαίνων, που το υπερασπίζονταν 2.500 Έλληνες υπό τους Γιατράκο, Κοντάκη και Ζαφειρόπουλο. Η μάχη υπήρξε σκληρή αλλά η ανδρεία των αμυνομένων κατίσχυσε της αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων, οι οποίοι, όταν νύχτωσε, άρχισαν να υποχωρούν. Η υποχώρηση γρήγορα μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Η καταδίωξη των Ελλήνων δυσχεράνθηκε από τη ραγδαία βροχή, που ήλθε σαν δώρο στον πανικόβλητο εχθρό, ο οποίος άφησε στο πεδίο της μάχης 300 - 400 νεκρούς.

Οι νίκες στο Βαλτέτσι και στα Βέρβαινα-Δολιανά κατέρριψαν το ηθικό των Τούρκων και τις ελπίδες που είχαν με την άφιξη του Κεχαγιάμπεη και εξύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων μαχητών. Είχε φθάσει πλέον η ώρα της Τριπολιτσάς.

Η ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η Απαρχή

H Τριπολιτσά, θεμελιωμένη στο κέντρο της Πελοποννησιακής ενδοχώρας και του Αρκαδικού λεκανοπεδίου, ανάγει την αρχή της τουλάχιστον στα ύστερα Παλαιολόγεια χρόνια, πιθανόν ως μικρός οικισμός (εμπορικός σταθμός )σε μικρή απόσταση από το κάστρο Droboniza, προφανώς παραφθορά της τοπωνυμίας Draboliza, όπως διασώζεται η πληροφορία και η τοπωνυμία σε κατάλογο Πελοποννησιακών κάστρων του έτους 1450, αλλά και σε παρόμοιους διαδοχικούς καταλόγους κάστρων, ως Draboliza (1469) και Drοboliza (1467 - 1469).

Η πολυτυπία, γραπτή και προφορική, της ονομασίας του οικισμού προέρχεται ασφαλώς από τη γλωσσική σύγχυση που προκαλεί η διατύπωση της ξενικής τοπωνυμίας και θα συνοδεύει την πόλη στην ιστορική διαδρομή της μέχρι τον 20ό αιώνα. Το κάστρο, μικρό οχυρό που επέβλεπε τη ΝΔ ευρεία περιοχή του τριπολιτσιώτικου οροπεδίου και έλεγχε τις διαβάσεις του Μαινάλου προς την ορεινή Γορτυνιακή ενδοχώρα με τα συνεχόμενα ονομαστά κάστρα της, προειδοποιούσε έγκαιρα τους πληθυσμούς από μαζικές εχθρικές εισβολές ή μεμονωμένες παρενοχλήσεις.

Σε θέση επίκαιρη με εποπτεία μεγάλης εδαφικής επίπεδης έκτασης, συμπήχθηκε με την πάροδο του χρόνου εμπορικός σταθμός για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών εφοδιασμού των στρατιωτών του κάστρου και εξελίχθηκε σε σημαίνουσα θέση στην είσοδο των Γορτυνιακών ορεινών όγκων. Είναι γνωστό ότι η αρχαία πόλη με την ονομασία «Τρίπολις» δεν υπήρξε. Η τοπωνυμία, σλαβικής προελεύσεως («μικρό δάσος»), χωρίς τούτο να είναι απόλυτα βέβαιο, δεν υποδηλώνει εξάπαντος ότι υπήρχε πόρισμα με αυτή την ονομασία από τον 7ο αιώνα μ.Χ, όταν τα Σλαβικά φύλα κατεβαίνουν νότια και κατοικούν μόνιμα στην Αρκαδία.

Δεν αποκλείεται να πρόκειται για μικροτοπωνύμιο της περιοχής, όπως διατηρούνται μέχρι σήμερα και τόσα άλλα στο εύφορο λεκανοπέδιο, χωρίς να προϋποθέτουν αντίστοιχες οικιστικές εγκαταστάσεις. Άλλωστε, η μόνη Βυζαντινή «χώρα» (πόλη), με ονομαστό κάστρο και οργανωμένη Ελληνική στρατιωτική διοίκηση, υπήρξε στην περιοχή, ήδη από τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους (9ος αιώνας), το Νίκλι (αρχαία. Τεγέα).

Ο Πληθυσμός

Λαός ομόθρησκος και σύμμαχος, κατά περιόδους, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Αρκαδικά εδάφη το 14ο αιώνα με άδεια και βοήθεια των Αυτοκρατόρων, κυρίως λόγω της οικονομικής και διοικητικής κακοδαιμονίας, του φορολογικού αδιεξόδου και της πολιτικής αβεβαιότητας που επικρατούσε στον τόπο. Η ερήμωση μεγάλων παραγωγικών εδαφικών εκτάσεων στην Αρκαδία και η μείωση του γηγενούς Ελληνικού πληθυσμού επέβαλαν ως άμεση λύση των σοβαρών αυτών προβλημάτων , για να αποφευχθεί η κατάρρευση της χώρας, τη μόνιμη εγκατάσταση Αλβανών στο Δεσποτάτο του Μυστρά, κατά την περίοδο των Αυτοκρατόρων Μανουήλ Καντακουζηνού (1380) και Θεόδωρου Α' Παλαιολόγου(1382 - 1407).

Οι επήλυδες, (αριστοκράτες που προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη διακρίνονται για την πίστη τους στο θεσμό της μοναρχίας. Πλαισιώνουν τους δεσπότες, καταλαμβάνουν υψηλά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα κι επιδιώκουν να αποκτήσουν γαίες στην Πελοπόννησο), μαζί με τους Έλληνες, αναλαμβάνουν τη φύλαξη των ονομαστών ορεινών κάστρων γύρω από το οροπέδιο της Τριπολιτσάς (Μουχλί, Τσηπιανά, Ταβία, Μπεζενίκος). Το έτος 1668 (περίοδος Α' Τουρκοκρατίας) ο αμφισβητούμενος από ορισμένους ιστορικούς και χαρακτηριζόμενος ως αφελής μυθοπλάστης Τούρκος περιηγητής και γεωγράφος Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφθηκε την Τριπολιτσά και την ευρύτερη περιοχή της, επισημαίνοντας την παρουσία Αλβανών «που μιλούν Αλβανικά»

Η Εξέλιξη της Πόλης από το 16ο Αιώνα

Με την είσοδο του 16ου αιώνα, στη σκοτεινή και μαρτυρική περίοδο της Α' Τουρκοκρατίας, στην εδαφική περιφέρεια του ερειπωμένου πλέον κάστρου Draboliza, ο μικρός ομώνυμος οικισμός ευνοήθηκε από τη θέση του και την ιστορική συγκυρία και εμφανίζεται ως σημαντικός οικιστικός πυρήνας σε σχέση με τους υπόλοιπους αγροτικούς οικισμούς(χωριά) του οροπεδίου. Μνημονεύεται στους χάρτες των J.Gasta (1445 Ντρομπολίτσα) και Morea Penisula (1574, Ιντροπολίτσα). Στο προσφάτως δημοσιευμένο Μαρτύριο του Τριπολιτσιώτη νεομάρτυρα και ιερομονάχου Λαζάρου (το χειρόγραφο των αρχών του 17ου αιώνα, πριν από το 1618), ο οικισμός προσδιορίζεται ως «κώμη» («πατρίδα δε έσχε κώμην τινά, Υδροπολιτζάν ονομαζομένην»).


Αλλά και σε γραπτές πηγές του 17ου αιώνα (1645,1651,1696) η Τριπολιτσά χαρακτηρίζεται οικιστικά ως «χώρα». Η ιστορική έρευνα έχει προ πολλού επισημάνει ότι με τον όρο «χώρα», κατά τη μακρά χρονική περίοδο του 16ου έως και των αρχών του 19ου αιώνα στη Πελοπόννησο, νοείται αρκούντως μεγάλη οικιστική εγκατάσταση με κάποια μορφή αυτοδιοίκησης, ενδιαφέρουσα οικονομική δραστηριότητα , διακίνηση γεωργικών προϊόντων και βιοτεχνικών εμπορευμάτων, την επεξεργασία πρώτων υλών σε μικρά και μεγάλα εργαστήρια με εξειδικευμένες ομάδες (συντεχνίες) τεχνιτών, εγκατεστημένων ομαδικά σε συγκεκριμένους δρόμους και συνοικίες στην πόλη.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Τριπολιτσά, η οποία ευνοείται επιπροσθέτως και από τη μεταφορά της έδρας του σουλτάνου (Μόρα Βαλεσή) με όλη τη διοικητική, στρατιωτική και θρησκευτική ηγεσία που ταλαιπωρεί και ελέγχει την πίστη των υποδούλων, αλλά και αναπτύσσεται η οικονομία, το εμπόριο, οργανώνονται βιοτεχνίες και καταστήματα. Η πόλη εξελίσσεται ραγδαία στην καρδιά του Μοριά. Είναι πλέον η διοικητική πρωτεύουσα της Πελοποννήσου μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης. Το 18ο αιώνα μαρτυρείται έντονη χρηματιστική αγορά με κύριους εκπροσώπους Τούρκους και Εβραίους, αλλά και τραπεζίτες Τούρκους και Έλληνες.

Στην οικονομική κίνηση συμβάλλει οπωσδήποτε και το ονομαστό πανηγύρι της Τριπολιτσάς, που συνήθως γινόταν στην εβδομάδα Διακαινησμού και αποτελούσε κέντρο εμπορικής έλξης για την αγορά της ορεινής ενδοχώρας με τη διαχείριση τσόχινων, μεταξωτών και διαφόρων υφασμάτων, αλλά και της μετάξης που προαγόραζαν Γάλλοι έμποροι, την παραλάμβαναν από τους παραγωγούς και τους έμπορους στο πανηγύρι του Μυστρά το Σεπτέμβριο και το διακινούσαν εκτός Πελοποννήσου. Μετά την αποτυχημένη Επανάσταση των Ορλοφικών (1770), το πανηγύρι της Τριπολιτσάς, αλλά και εκείνο του Μυστρά, διαλύθηκαν και δεν ανασυγκροτήθηκαν.

Άλλωστε και η Γαλλική εμπορική δραστηριότητα σχεδόν εξαφανίστηκε από την Πελοπόννησο στα τέλη του αιώνα. Παρέμεινε μόνον η Αγορά εντός της Τριπολιτσάς, με τη διακίνηση προϊόντων και αγαθών για την εξυπηρέτηση της τοπικής και περιφερειακής κοινωνίας.

Ορλοφικά

Στην επανάσταση του Ορλόφ (1770), ο Ρώσος λοχαγός Μπαρκόφ, βαδίζοντας εναντίον της υπόδουλης Τριπολιτσάς, βρήκε, παρά τις στρατηγικές εκτιμήσεις του, οργανωμένη ντόπια Τουρκική δύναμη και ενώ πολιορκούσε την πόλη, οι Τούρκοι , με την αναπάντεχη ενίσχυση των Αλβανών, διέλυσαν τους επιτιθέμενους επαναστάτες και την πολιορκία και προέβησαν σε ανηλεείς σφαγές των κατοίκων, λεηλασίες, εμπρησμούς, τη Μ. Δευτέρα 29 Μαρτίου (παλ. ημερ.) του 1770. Ένα από τα θύματα και ο Μητροπολίτης Άνθιμος με τους κληρικούς του. Ο αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων Αντ. Πετρίδης περιγράφει την οδυνηρή ημέρα στη δύσμοιρη Τριπολιτσά:

«Τόση άδικος σφαγή έγιναν εις αυτήν την δύστηνον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι και δρόμοι εγέμισαν αίμα…. Εκκλησίαι, μοναστήρια και σχολεία κατεσκάφησαν και ηφανίσθησαν, άπειρα πλήθη αθλίων χριστιανών, ιερωμένων τε και λαϊκών, ανδρών τε και γυναικών, νέων τε και γερόντων, παρθένων τε και απειροκάλων βρεφών, δορυάλωτοι, εις τα πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες».

Τουρκική Εγκατάσταση - Το Τείχος

Η ανοργάνωτη και αποτυχημένη Επανάσταση είχε ολέθριες συνέπειες στην εξέλιξη της πόλης, σε όλους τους τομείς του βίου της. Πρώτη συνέπεια υπήρξε η απόφαση του Σουλτάνου να την οχυρώσει και να μεταφέρει εδώ την διοίκησή της Πελοποννήσου. Σταθμό στην ιστορική πορεία της προεπαναστατικής πόλης αποτελεί η τείχισή της και η σταδιακή διαμόρφωσή της ως τυπικής οργανωμένης Τουρκόπολης. Μετά τα δραματικά για την Τριπολιτσά γεγονότα της επανάστασης του Ορλόφ, οχυρώθηκε το 1786. Το επιβλητικό τείχος, σύμβολο της Τουρκικής κυριαρχίας στο κέντρο του Μοριά, είχε περίμετρο 3.500 μ.και η πόλη εκτεινόταν σε εμβαδόν 1.320 στρεμμάτων.

Το τείχος, πλάτους περίπου 2 μ. και ύψους 5,5 μ. είχε επάλξεις με πολεμίστρες, τέσσερις μεγάλους πύργους και δεκατρείς μικρούς που το ενίσχυαν σε καίρια σημεία του. Στη ΝΔ πλευρά, σε μικρό ύψωμα, το τετράγωνο φρούριο (ακρόπολη) μικρών διαστάσεων ( Μεγάλη Τάπια, σημερινή «Δεξαμενή») επέβλεπε την πόλη και έλεγχε τις κινήσεις στην περίμετρο των τειχών. Το τετράγωνο οχύρωμα είχε τέσσερις προμαχώνες με κανόνια ενετικής προέλευσης, προφανώς κατάλοιπα της κατοχής των Ενετών (Β' Ενετοκρατία, 1687 - 1715).

Επτά πύλες στα τείχη διευκόλυναν την επικοινωνία της τειχισμένης πόλης, ονοματισμένες οι περισσότερες από τις κατευθύνσεις των δρόμων προς τα οικιστικά κέντρα των όμορων καζάδων (επαρχιών) με την Τριπολιτσά: Καλαβρύτων, Καρύταινας, Λεονταρίου, Ναυπλίου, Μυστρά, Αγ. Αθανασίου και μιας για την αποκλειστική χρήση των αναγκών του σεραγιού.

Θρησκευτικός Βίος

Παράλληλα με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του 17ου αιώνα, η Τριπολιτσά αποτελεί έδρα Πατριαρχικής Εξαρχίας. Βέβαια, λεπτομέρειες δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, λείπει το πλήθος των γραπτών μαρτυριών, όμως οι Ενετοί κατακτητές (1687 - 1715) διέκοψαν τις επαφές της Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και εγκατέστησαν στην Τριπολιτσά πρόσωπα, ιεράρχες, φιλικά προσκείμενα στην Καθολική Εκκλησία. Στη θέση του σημερινού κτιρίου του «Μαντζουνείου» υπήρχε το λεγόμενο «Καθολικό Σχολείο», κέντρο δυτικής προπαγάνδας. Τότε εγκαθίσταται, με την υποστήριξη των Ενετών, ο Αγαθάγγελος ως μητροπολίτης.

Εξαιρετική δραστηριότητα στον προσηλυτισμό φαίνεται να επέδειξε και ο Γάλλος πρόξενος Μπ.Αμιρά (B.Amirat), ο οποίος επηρέασε θρησκευτικά την αρμένικη κοινότητα της Τριπολιτσάς. Τα τελευταία χρόνια οι πληροφορίες μας για την Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησο, και ειδικότερα για την Τριπολιτσά, πληθαίνουν από τη δημοσίευση των Ενετικών Αρχείων. Το αρχείο της Ενετικής Διοικήσεως του Μορέως (Αρχείο Grimani), όταν διοικητής είχε αναλάβει ο Φρ. Γκριμάνι (1697 - 1700), περιέχει καταλόγους των οικισμών της χώρας. Κληρικοί, όλων των βαθμίδων, καταγράφουν με λεπτομέρειες την εκκλησιαστική περιουσία.

Η Τριπολιτσά, απαλλαγμένη από την Τουρκική παρουσία, οικισμός με Ελληνικό πληθυσμό, είναι διαιρεμένη εκκλησιαστικά σε ενορίες.  Ιδού μια ενδεικτική αναγραφή: «1696 Σεπτεμβρίου 8 εις Δρομπολητζά. Ενορία του Ταξιάρχου. Η εκκλησία του Ταξιάρχου με άρτοικους (νάρθηκες) δύο και αυλή. Στην ενορία υπάρχουν σπίτια αυθεντικά…». Επανήλθε ασφαλώς η Πατριαρχική Εξαρχία με την αποχώρηση των Ενετών και την επανάκαμψη των Τούρκων (1715), αλλά με σοβαρά οργανωτικά προβλήματα.


Όμως οι Τριπολιτσιώτες προεστοί, με αναφορά τους στο Πατριαρχείο, ζήτησαν να αποτελέσει η πόλη έδρα ξεχωριστής επαρχίας και πετυχαίνουν τον αναβιβασμό της σε Αρχιεπισκοπή, εξαρτωμένης από το Πατριαρχείο, με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον ονομαστό εθνομάρτυρα (1770) Τριπολιτσιώτη Άνθιμο, από τη γνωστή προεστή οικογένεια Βαρβογλη (Μπάρμπογλη). Η Αρχιεπισκοπή καταργήθηκε το έτος 1763. Φαινόμενο ιστορικά ανεξερεύνητο ακόμη, σε όλες τις εκδηλώσεις του, αποτελούν οι νεομάρτυρες, μορφή αντίστασης και διαμαρτυρίας των Ελλήνων Χριστιανών στον αλλόθρησκο κατακτητή.

Ενδιαφέρουσα είναι η κατηγορία των νεομαρτύρων που οικειοθελώς, σε κάποια δύσκολη φάση του βίου τους (από επηρεασμό, πείσμα και άλλα προσωπικά γεγονότα), έκριναν πως έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρική πίστη και να ασπαστούν το Μωαμεθανισμό. Μερικοί εξαπατήθηκαν από Τούρκους, άλλοι κατηγορήθηκαν αναιτίως. Αυτή η θρησκευτική μεταστροφή δήλωνε οπωσδήποτε Τουρκοποίηση. Η δημόσια ομολογία και η επανάκαμψη στο Χριστιανισμό σήμαινε τελεσίδικα και μαρτύριο. Η Τριπολιτσά, ως διοικητικό κέντρο του Μοριά, έδρα του πασά και των δικαστικών αρχών, έχει να επιδείξει πλήθος ανώνυμων και επώνυμων νεομαρτύρων, καταγόμενων από την πόλη ή που οδηγήθηκαν δέσμιοι και μαρτύρησαν σε αυτήν:

Λάζαρος ιερομόναχος, Τριπολιτσιώτης (αρχές 17ου αιώνα), Μήτρος (1794), Δημήτριος, κτίστης - κουρέας, από Λιγούδιστα Μεσσηνίας (1803), Παύλος, σανδαλοποιός, από Σοποτό Καλαβρύτων (1818) και ο Τριπολιτσιώτης Πέτρος ο οποίος μαρτύρησε στο Τεμίσι της Μ .Ασίας (1776). Για την υπόδουλη Τριπολιτσιώτικη Ελληνική κοινωνία, η οικειοθελής δημόσια θυσία τους, στην Αγορά της πόλης ή έξω από την πύλη του σεραγιού, αποτελούσε έμπρακτη διαμαρτυρία στο ανελεύθερο καθεστώς και παρηγορούσε τους Χριστιανούς.

Στη γνωστή απογραφή της Τριπολιτσάς του Ρήγα Παλαμήδη(1828) καταγράφεται και δημόσιο Τουρκικό κτίριο «Μεχκεμές» (κατοικία των κριτών) όπου μέσα σ'’ αυτό πρέπει να ομολόγησαν την ορθή πίστη οι νεομάρτυρες, αλλά και πλήθος αιχμαλώτων Ελλήνων που ήταν κάτω από τις εκάστοτε ορέξεις και διαθέσεις της Τουρκικής ηγεσίας.

Η Απογραφή

Η απογραφή του Ρήγα Παλαμήδη των επαρχιών της Τριπολιτσάς και του Αγ. Πέτρου Κυνουρίας είναι διεξοδική και εξόχως διδακτική για τη σκιαγράφηση του καθημερινού βίου της πόλης στις δύο τελευταίες προεπαναστατικές δεκαετίες. Αν και η απογραφή έγινε με εντολή του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια το 1828, επί τόπου, μας αποκαλύπτει τις εσωτερικές δομές της Τριπολιτσάς, όσον αφορά την οικονομία, το εμπόριο, την παραγωγή και τη δραστηριότητα των καταστημάτων, στοιχεία για πλησιόχωρους με την πόλη οικισμούς, κτήματα, επαγγέλματα, επώνυμα Τούρκων και Ελλήνων, ιδιωτικά και δημόσια Τουρκικά κτίρια.

Χριστιανικές εκκλησίες και άλλα λεπτομερειακά στοιχεία, τα οποία συγκροτούν θησαύρισμα ανεπανάληπτο για τη δραστηριότητα της πόλη πριν το μεγάλο επαναστατικό τόλμημα. Ιδού δείγμα απογραφής του Ρ. Παλαμήδη: «Μητρόπολις Τριπολιτσάς, το εμβαδόν της οποίας συνίσταται από στέμματα 525, έχοντα πήχεις τετραγωνικές 45 κατά πλάτος και 45 κατά μήκος».

Φαμίλιαι Τουρκικάι και ιδιοκτησίαν αυτών:

Χασάν Μπαρμπέρης, σπίτια 1, ο ίδιος μετά της φαμίλιας του εδώ (δηλαδή Τριπολιτσά) Χριστιανοί.

Εμίν Αγάς, σπίτια 1, η γυνή του και δύο θυγατέρες του εδώ, 2 αρρένες εις Τουρκίαν.

Εισοδήματα Τούρκων Τριπολιτσάς:

Αλή Κοτζής: σπίτιον 1, εργαστήρια 9 (τα 5 προς 8 γρόσια τον μήνα, το 1 προς 20, τα 2 προς 10, το 1 προς 25), χρονικόν εισόδημα εις γρόσια 1260. Οι θιοί του με τις φαμέλιαις εις Τουρκίαν.

Χριστιανοί Τριπολιτζάς: 

Φαμέλιαι 1237, Ψυχαί 2113.

Απογραφή καταστημάτων:

Θανάσης Γεωργόπουλος, φούρνος ψωμάτικος
Δημήτριος Λαγοπάτης, καβενές
Πολίτης Χρυσόχος κλεισμένον {ενν. εργαστήριο}
Αναστάσιος Παπαγιαννόπουλος καβενές και μπαρμπέρικον
Γιώργος Βυτινιώτης μπακάλης.

Από τα συναγόμενα της απογραφής Παλαμήδη εμφανίζεται μια σχετικά ευημερούσα και δραστήρια προεπαναστατική πόλη, χωρίς όμως να δίνονται πληροφορίες και για τη νοοτροπία των κρατούντων, κατά κανόνα εριστική, ύπουλη και γενικά αρνητική προς τον ελληνικό εντόπιο πληθυσμό, στην πλειονότητά του φτωχό. Αποκαλυπτική η πληροφορία του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, ο οποίος επισκέφθηκε λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση την Τριπολιτσά, όσον αφορά τις οικονομικές δυνατότητες και τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων:

«Οι κακόμοιροι Έλληνες, εξοστρακισμένοι στα σοκάκια γύρω από τα τείχη, κατοικούν σε κάτι πανάθλιες μονόχωρες τρώγλες, που έχουν απολεπισμένα κεραμίδια, ανάμεσα στα οποία βρίσκει διέξοδο ο καπνός της εστίας, τοποθετημένης στο κέντρο του χώρου».

Η πλασματική, για το σύνολο των κατοίκων, οικονομική βελτίωση της πόλης στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια θα ανακοπεί από τον άθλο των Ελλήνων επαναστατών υπό την ηγεσία και στρατιωτική οξύνοια του Θ.Κολοκοτρώνη. Η άλωση (23 Σεπτεμβρίου 1821) θα την πλήξει σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς της. Οριστικό τέλος θα δώσει ο Ιμπραήμ με τη οργανωμένη κατεδάφισή της (Φεβρουάριος 1828) και δεν θα υπάρξει επιστροφή στο θλιβερό παρελθόν. Η νέα ελεύθερη πόλη θα σχεδιαστεί εν μέρει επάνω στα ερείπια της παλαιάς και η κοινωνία της θα δραστηριοποιηθεί ανάλογα με τις δυνατότητες του νέου ελεύθερου κράτους. Τίποτε δεν θα θυμίζει πλέον το παρελθόν, παρά μόνον η φήμη μιας «αθλίας» (Δ. Σολωμός), αλλά και ένδοξης Τριπολιτσας.


Η ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ 

Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Η σημερινή πρωτεύουσα της Αρκαδίας ιδρύθηκε ως Τρίπολις περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίου και ήδη από το 1786 ήταν έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως. Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα Ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του Ελληνικού πληθυσμού.

Τα προ της Πολιορκίας

Η Τριπολιτσά προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ., ύψους περίπου 4 μ. και πάχους 2 μ. στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω. Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες, και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση. Το τείχος, που είχε επτά πύλες, δεν ήταν σε κλασικό κυκλικό σχήμα. Υπήρχε επίσης ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα, ακρόπολις τρόπον τινά. Παρά την οχύρωσή της αυτή, η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, γιατί το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.

Σύμφωνα με τον Gordon, οι κάτοικοι της πόλης πριν από την επανάσταση, ανέρχονταν σε 15.000, εκ των οποίων 7.000 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι. Σύμφωνα με άλλες πηγές, κατά το 1821 κατοικούσαν στην πόλη 13.000 Έλληνες, 7.000 Τούρκοι καθώς και 400 Εβραίοι. Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες έφυγαν και πολλοί Τούρκοι κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπως και σε άλλες οχυρές πόλεις, με συνέπεια να διπλασιαστεί ο πληθυσμός της και να φτάσει στους τριάντα χιλιάδες κατοίκους τουλάχιστον. H πόλη δεν είχε επάρκεια τροφίμων, αλλά, παρά το ότι οι Έλληνες κατέστρεψαν τα υδραγωγεία, τα νερά των πηγαδιών της ήταν άφθονα και πόσιμα.

Διοικητής της Πελοποννήσου στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς, απασχολημένος όμως τον καιρό εκείνο εναντίον του Αλή Πασά στην Ήπειρο. Όταν έμαθε για την πολιορκία, ο Χουρσίτ έστειλε στην Τριπολιτσά 3.500 στρατιώτες υπό τον Κεχαγιάμπεη. Άλλοι ηγέτες των Τούρκων ήταν ο Δεφτερντάρης, ο Σιέχ-Νετσίπ εφέντης και ο Κιαμήλμπεης της Κορίνθου, όλοι Πελοποννήσιοι. Διοικητές της πόλης ήταν ο Κεχαγιάμπεης και ο καϊμακάμης Σελίχ Μεχμέτ, αλλά μεγάλη ήταν η επιρροή της γυναίκας του Χουρσίτ. Η δύναμη των ενόπλων ήταν 10.000 άντρες, Αλβανοί, Ασιάτες και Πελοποννήσιοι Οθωμανοί.

Πριν ακόμη εκραγεί η Επανάσταση είχαν έλθει στην Τριπολιτσά αρκετοί αρχιερείς και προεστοί, ύστερα από διαταγή των Τούρκων οι οποίοι είχαν πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη εξέγερση, με κάποια πρόφαση διοικητικών ρυθμίσεων. Έμειναν εκεί ως όμηροι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, υπό μαρτυρικές συνθήκες διαβίωσης. Τη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τρίπολης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είχε κατανοήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χάρη στην επιμονή του οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς που στόχευαν στα μικρά Μεσσηνιακά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε έναν μεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο της Πελοποννήσου.

Είχαν άλλωστε προηγηθεί οι νίκες του στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου). Εντός των τειχών βρίσκονταν συγκεντρωμένοι περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άμαχοι Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και αρκετές χιλιάδες ενόπλων. Όταν η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων αλλά και από τις συνεχόμενες ήττες των Τουρκικών στρατευμάτων σε μάχες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στη Γράνα και στα Δολιανά και διαφαινόταν η κατάληψή της, ορισμένοι από αυτούς άρχισαν ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές για την ασφαλή έξοδό τους από την πολιορκημένη πόλη.

Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι πλουσιότερες οικογένειες προσέγγιζαν οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο εξαγόραζαν την προστασία τους φεύγοντας από την Τριπολιτσά, αρκετοί με τα κινητά τους υπάρχοντα. Ο Raybaud αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις "κατάπτυστες δοσοληψίες". Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη.

Την συμφωνία αυτή θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων. Όταν έπεφτε η πόλη οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή.

Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Ο Maxime Raybaud πάντως αναφέρει ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Το Σχέδιο Επιχειρήσεων του Κολοκοτρώνη

Η σύλληψη του σχεδίου και η οργάνωση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς ανήκουν κατά κύριο λόγο στην στρατιωτική ευφυΐα και οξυδέρκεια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος επέμενε στην εξαιρετική σημασία που είχε το Αρκαδικό έδαφος για την έναρξη του αγώνα. Οι άλλοι οπλαρχηγοί νόμιζαν ότι ήταν καλύτερο να πολιορκηθούν και να αλωθούν τα κάστρα της Μεσσηνίας και Λακωνίας και από εκεί να γινόταν η εξόρμηση προς βορρά. Έτσι όμως θα περιοριζόταν η επανάσταση στην περιφέρεια, δεν θα έπαιρνε τη γενικότητα που χρειαζόταν και θα ήταν εύκολο να καταπνιγεί.


Ο Κολοκοτρώνης ήθελε να κτυπήσει τον εχθρό στην κεφαλή, στο κέντρο και όχι στην άκρη της Πελοποννήσου, να γενικεύσει τον πόλεμο, να δημιουργήσει εντυπώσεις στις ξένες δυνάμεις και να προδιαθέσει ευμενώς τη διεθνή κοινή γνώμη. Τα περιφερειακά κάστρα τα θεωρούσε δευτερεύοντες αντικειμενικούς σκοπούς, πίστευε ότι απαιτούσαν μικρές δυνάμεις και ότι τελικά θα εκφυλίζονταν και θα έπεφταν από μόνα τους. Σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ιδρύθηκαν στρατόπεδα σε καίρια σημεία της Αρκαδίας, πέριξ της Τριπόλεως, με άνοιγμα ευρύ (Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βαλτέτσι, Βέρβαινα, Δολιανά).

Με την πάροδο του χρόνου, την ενίσχυση των Ελλήνων και την φθορά των Τούρκων, τα στρατόπεδα θα προωθούνταν και η Τρίπολη θα περισφιγγόταν ασφυκτικά μέχρι της πτώσεώς της. Για την υποστήριξη του σχεδίου του συγκροτήθηκαν υπηρεσίες ανεφοδιασμού, λειτούργησαν εθνικοί φούρνοι στα χωριά και οργανώθηκαν αποθήκες εφοδίων και πυρομαχικών. Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας παρείχαν μπαρούτι και φυσίγγια. Μετά το σχηματισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας συγκροτήθηκε εφορεία της επαρχίας της Τριπολιτσάς με επικεφαλής τον Κανέλλο Δεληγιάννη, για το χειρισμό των οικονομικών θεμάτων και τον εφοδιασμό των στρατοπέδων με μέσα διατροφής και διεξαγωγής του πολέμου.

Τα κτηνοτροφικά προúόντα ήταν επαρκή για τις ανάγκες των αγωνιζομένων αλλά έλλειπαν οι αναγκαίες ποσότητες μολυβιού γι’ αυτό οι επαναστάτες ήσαν σε συνεχή επαφή με τους νησιώτες, κυρίως Υδραίους, οι οποίοι κάλυπταν τις ελλείψεις τους σε μολύβι, τουφεκόπετρες, πετσιά για τα τσαρούχια και ιατρικά για την περίθαλψη αρρώστων και τραυματιών.

Περιγραφή του Εδάφους

Η Τρίπολη ήταν το νευραλγικό, συγκοινωνιακό, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Τουρκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Ήταν κτισμένη σε επίπεδη θέση μέσα σ’ ένα οροπέδιο και περιβαλλόταν από αλυσιδωτά συγκροτήματα ορέων, απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα, τα οποία της παρείχαν την απαραίτητη εδαφική προστασία. Αυτό όμως το πλεονέκτημα αποτέλεσε και το ασθενές σημείο των Τούρκων, όταν κλείσθηκαν στα τείχη της πόλεως και άφησαν τα γύρω υψώματα στη διάθεση των πολιορκητών.

Οι διακλαδώσεις του Μαινάλου, κατά την βόρειο-δυτική πλευρά της πόλεως, πρόσφεραν στους Έλληνες την ασφάλεια της πρώτης και βασικής γραμμής οχυρώσεώς τους στις δασοσκεπείς πτυχές του αγέρωχου όρους. Πλέον τούτου η ισχυρά απόφυσής του Μαινάλου, απέναντι από τη Συλίμνα, κατέληγε σε τρεις οξείες κορυφές που σχημάτιζαν τα Τρίκορφα, τα οποία αποτέλεσαν την κύρια βάση των δυνάμεων της πολιορκίας. Νότιο-ανατολικά δέσποζαν τα υψώματα του Πάρνωνα και στην βόρειο-ανατολική πλευρά η πόλη αντίκριζε το ορεινό συγκρότημα του Αρτεμισίου-Παρθενίου και των παραφυάδων του. Στα Τρίκορφα προωθήθηκαν τα στρατόπεδα Χρυσοβιτσίου και Πίανας.

Τα ταμπούρια του νέου στρατοπέδου κατόπτευαν πλέον την Τριπολιτσά. Όταν η πρώτη φορά που οι επαναστάτες είχαν φθάσει τόσο κοντά στην πόλη (μισή ώρα μακριά). Πίσω από τα Τρίκορφα οργανώθηκε η κεντρική αποθήκη που θα υποστήριζε τις δυνάμεις των πολιορκητών. Η διάταξη των Ελλήνων προωθήθηκε σταδιακά εγγύτερα της πόλεως στα υψώματα Αγίου Αθανασίου, Αγίου Νικολάου, Αγιοθόδωρα, Πηγής και Αγίου Βλάση. Από το Περιθώρι ανοιγόταν η κατεύθυνση προς την Τριπολιτσά και τα γύρω χωριά αποτέλεσαν τα σημεία υποστηρίξεως για την περίσφιξη της πολιορκίας.

Η Οχύρωση της Τριπολιτσάς

Οι Τούρκοι για την προστασία της Τριπόλεως είχαν ανεγείρει ισχυρό περίφρακτο τείχος με επτά πύλες (πόρτες), που η κάθε μία οδηγούσε σε μια κατεύθυνση, και είχε την αντίστοιχη ονομασία (Καλαβρύτων, Σεραγιού, Ναυπλίου, Σπάρτης, Λεονταρίου, Καρύταινας και Αγίου Αθανασίου). Σε κάθε πόρτα ήταν και μια τάπια με κανόνια. Μεταξύ των πυλών υπήρχαν ντάπιες και πολεμίστρες για τα τουφέκια. Το ύψος του τείχους ήταν 5,5 μέτρα κατά μέσο όρο, η περίμετρός του περί τα 3.500 μέτρα και το εμβαδόν του 1,5 περίπου τετραγωνικό χιλιόμετρο (σύμφωνα με το σχέδιο του Pouqueville η περίμετρος φαίνεται να είναι μεγαλύτερη). Το πάχος στη βάση του ήταν 2,5 μέτρα και στο άνω μέρος περί το 1,5 μέτρο.

Το τείχος ήταν πυργωτό και κατέληγε σε επάλξεις ενώ στο εσωτερικό του διαμορφωνόταν σε διπλές πολεμίστρες. Μέσα στην πόλη είχαν εγκλεισθεί 16.000 περίπου ένοπλοι και 18.000 - 20.000 άμαχος πληθυσμός (Μωαμεθανοί, Εβραίοι, Χριστιανοί κλπ), εκ των οποίων 7.000 Έλληνες (γυναικόπαιδα, γέροντες και όμηροι) που λιγόστευαν διαρκώς διαρρέοντες εκτός των τειχών.

Οι ένοπλοι αποτελούνταν από 7.000 Τούρκους στρατιώτες, 3.000 ένοπλους από το Φανάρι, την Καρύταινα, το Λεοντάρι και το Μιστρά, 1.000 Αλβανούς σεϊμένηδες, 900 σωματοφύλακες των αγάδων και αξιωματούχων της Πελοποννήσου, που είχαν βρει καταφύγιο στην πόλη, και 4.000 Αλβανούς που είχαν έλθει με τον Κεχαγιάμπεη. Οι Τούρκοι διέθεταν επίσης 30 πυροβόλα, εκ των οποίων τα 18 σε αρίστη κατάσταση.

Η Διάταξη των Ελληνικών Δυνάμεων Πολιορκίας

Οι Έλληνες μαχητές ήταν αρχικά 6.000 αλλά επληθύνοντο συνεχώς για να φθάσουν τις 10.000 στις αρχές του Αυγούστου και στις 20.000 στις παραμονές της αλώσεως, με την προσδοκία της λαφυραγωγίας. Περί τα τέλη Μαΐου άρχισε να συσφίγγεται ο κλοιός. Τα στρατεύματα του Βαλτετσίου μετακινήθηκαν στα Τρίκορφα και τα τμήματα των Βερβαίνων στο Στενό όπου έκτισαν ταμπούρια και άνοιξαν τάφρους. Οι Καλαβρυτινοί προωθήθηκαν στο Περιθώρι και στην Επάνω Χρέπα. Η διάταξη της πολιορκίας έλαβε την μορφή ημισελήνου κατά το δυτικό και βόρειο-δυτικό προς το νότιο-δυτικό τμήμα του χώρου, ώστε στηριζόμενη στο Μαίναλο και τις παραφυάδες του, να καλύπτει σταθερά περί τα δύο τρίτα την Τρίπολη.


Το πεδινό τμήμα προς ανατολάς και στα πλάγια αυτού (βόρειο-ανατολικά και νότιο-ανατολικά) επιτηρούταν από αποστάσεως (από τους πρόποδες του βουνού Παρθένη) επειδή η παρουσία του Τουρκικού ιππικού και η έλλειψη Ελληνικού καθιστούσε αδύνατη προώθηση δυνάμεων στην πεδιάδα, σε πιο κοντινές θέσεις προς την πόλη. Οι Τούρκοι αρχικά υποτίμησαν την πολιορκία με την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να εξέρχονται εύκολα με το ιππικό τους για να δράσουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι πολιορκητές πλεονεκτούσαν διότι είχαν έξοχη θέα της πόλεως, από τα γύρω βουνά και θαυμάσια παρατήρηση όλων των εχθρικών δραστηριοτήτων στη γένεσή τους με αποτέλεσμα να μπορούν να λαμβάνουν έγκαιρα τα ανάλογα αντίμετρα.

Έτσι οι Τούρκοι χωρίς να το καταλάβουν εγκλωβίστηκαν στην πόλη. Οι Έλληνες δεν βιαζόντουσαν γιατί πίστευαν ότι ο χρόνος μετρούσε έπ’ ωφελεία τους, βασιζόμενοι στην σταδιακή φθορά των πολιορκημένων από τις στερήσεις και την κάμψη του ηθικού τους. Απέφευγαν προς τούτο τις γενικευμένες επιχειρήσεις και τις εκ παρατάξεως μάχες και έσφιγγαν συνεχώς τον κλοιό. Την 20η Ιουνίου 1821 έφθασε στο Άργος από την Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος από εκεί μετέβη στα Βέρβαινα που ήταν η έδρα της Γερουσίας προκειμένου να αναλάβει επίσημα την αρχιστρατηγία.

Του έγινε πάνδημη υποδοχή, εψάλη υπαίθριος δοξολογία και εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί λόγοι. Στις 2 Ιουλίου έφθασε στα Τρίκορφα και ανέλαβε την αρχηγία της πολιορκίας χωρίς όμως να θίξει την στρατιωτική εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στις 6 Ιουλίου απέστειλε πρόσκληση στους πολιορκημένους περί συμβιβασμού και παραδόσεως στην οποία όμως δεν απάντησαν οι Τούρκοι. Ο Υψηλάντης επιδόθηκε στο έργο της βελτίωσης της συγκροτήσεως των στρατιωτικών τμημάτων, της εμπέδωσης της πειθαρχίας, της οργάνωσης δικτύου πληροφοριών, της δημιουργίας μονάδων πυροβολικού και της ενίσχυσης της Διοικητικής Μέριμνας.

Επίσης έλαβε μέτρα για τη φύλαξη των πυλών της Πελοποννήσου στα Μεγάλα Δερβένια, για να εμποδιστεί τυχόν κάθοδος ενισχύσεων προς τους πολιορκημένους. Ο Υψηλάντης, που υπήρξε αναμφίβολα η ευγενεστέρα μορφή του αγώνος, δεν ευτύχισε τελικά στις προσπάθειές του γιατί δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τον απαραίτητο σεβασμό, να καταλάβει τον χαρακτήρα των αγωνιστών και επιπλέον ήλθε σε σύγκρουση με τους προεστούς και τους προκρίτους, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει εθελουσίως στις 13 Σεπτεμβρίου, πριν από την άλωση, με το πρόσχημα της αποτροπής αποβιβάσεως Τουρκικών ενισχύσεων στην Αχαΐα και στην Κορινθία.

Η διάταξη των Ελλήνων πέριξ της Τριπόλεως είχε πάρει πλέον την τελική μορφή της. Επί των Τρικόρφων βρισκόταν εκτεταμένο στρατόπεδο υπό τη γενική ηγεσία του Κολοκοτρώνη. Η δύναμή του ήταν αρχικά 2.500 άνδρες αλλά υπέρrδιπλασιάσθηκε στην τελευταία φάση της πολιορκίας. Σ’ αυτό το στρατόπεδο ήταν επίσης πάνω από 200 Υδραίοι καλά οπλισμένοι και μερικοί Επτανήσιοι, φιλέλληνες και πρόσφυγες από άλλα μέρη της Πελοποννήσου. Το στρατόπεδο περιελάμβανε τα εξής τέσσερα σώματα:
  • Στο αριστερό το σώμα του Κολοκοτρώνη με αγωνιστές από το Φανάρι (Ολυμπία Τριφυλίας), τη Μάνη (υπό τον Τρουπάκη ή Μούρτσινο), τη Γορτυνία (καμπίσιοι Καρυτινοί) και την Αρκαδία.
  • Στο κέντρο το σώμα του Αναγνωσταρά με Μεσσήνιους και Λεονταρίτες υπό τη διοίκηση διάφορων καπεταναίων (αδελφοί Φλέσσα, Κεφάλας, Ανδρούτσος, Κυριακού και άλλοι).
  • Στο δεξιό το σώμα του Γιατράκου με Μιστριώτες, Μανιάτες, Λακεδαιμόνιους και Αρκάδες.
  • Όπισθεν του κέντρου και του δεξιού το σώμα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Ο Κολοκοτρώνης στα τέλη Ιουνίου κατέβηκε με το σώμα του (2.000 άνδρες) χαμηλότερα και έπιασε θέσεις αντίκρυ του Άγιου Βλάση (καλύβα Κολοκοτρώνη) μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο. Ο ίδιος με το επιτελείο του εγκαταστάθηκε στον Άγιο Θόδωρα, όπου έφτιαξε ταμπούρια και καλύβες. Ο Αναγνωσταράς ανέπτυξε τη δύναμή του (1.000 άνδρες) από το Μύλο του Βράχου μέχρι τις ράχες του Θάνα. Ο Γιατράκος (1.500 άνδρες) κατέβηκε από τις Καμάρες του Νερού μέχρι το Μεσιανό Μύλο (Πετροβούνι ή Πετροβουνάκι). Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης παρέμεινε στο Χονδρό βουνό με 800 Μανιάτες ως εφεδρεία.

Ο Νικηταράς έπιασε το δρόμο του Άργους και αλλά μικρά τμήματα τοποθετήθηκαν σε διάφορες άλλες επίκαιρες θέσεις. Ο Γιάννης Δαγρές (ή Νταγρές) με 500 άνδρες στάλθηκε στη θέση Μύτικα (κοντά στο χωριό Λουκά), για να ελέγχει την περιοχή της παλιάς Μαντινείας και να φράξει το δρόμο διαφυγής προς τα Καλάβρυτα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ελλήνων ήταν η έλλειψη πυροβολικού. Διέθεταν λίγα πυροβόλα αλλά δεν γνώριζαν να τα χειρισθούν. Οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι αυτή την αδυναμία συνέχιζαν τις εξόδους τους για ανεφοδιασμό, σε μικρή ακτίνα από την Τρίπολη, υποστηριζόμενοι από τα πυροβόλα τους που ήταν στα τείχη της πόλεως.

Από τον Αύγουστο και μετά οργανώθηκε καλύτερα η λειτουργία του Ελληνικού πυροβολικού μετά την άφιξη του Άγγλου φιλέλληνα Γκόρντον και των Γάλλων Ρεμπώ και Βουτιέ. Ο Γκόρντον έφερε μαζί του τρία καινούργια ολμοβόλα και 600 τουφέκια. Οι αγωνιστές διέθεταν ένα κανόνι 18 λιβρών, δύο κανόνια 16 λιβρών, δύο πυροβόλα 12 λιβρών, έξη ορεινά τηλεβόλα και τρία ολμοβόλα από την Μονεμβασιά από τα οποία μόνο το ένα των δέκα δακτύλων ήταν αξιόμαχο. Τα περισσότερα όμως είχαν μείνει αχρησιμοποίητα ή είχαν αχρηστευθεί από τους αδέξιους χειρισμούς των υπηρετών τους.

Τα πυροβόλα τάχθηκαν τελικά στο λόφο της Κάρτσοβας απ’ όπου ανέπτυξαν αξιόλογη δράση. Πίσω τους αναπτύχθηκαν 800 άνδρες του Γιατράκου, για να αχρηστεύσουν την μεγάλη τάπια της πόλεως. Επίσης μια κανονιοστοιχία υπό τον Μούρτσινο τάχθηκε στην περιοχή Αγίου Αθανασίου.


ΣΥΜΠΛΟΚΕΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ

Τουρκικές Έξοδοι

Κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο έλαβαν χώρα πολλές συμπλοκές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που εξερχόντουσαν των τειχών, για να συγκεντρώσουν τρόφιμα και να κτυπήσουν τα Ελληνικά φυλάκια. Εφόσον το Τουρκικό ιππικό μπορούσε ακόμη να δρα, ο κάμπος βρισκόταν στη διάθεσή των Τούρκων που ευχερώς εξερχόντουσαν, θέριζαν, αλώνιζαν και κουβαλούσαν μέσα στην πόλη τον καρπό και το άχυρο. Οι Έλληνες έστηναν ενέδρες και κτυπούσαν τους Τούρκους με απώλειες εκατέρωθεν. Στις 3 Ιουνίου οι Τούρκοι εξήλθαν για να κτυπήσουν τα φυλάκια του Αγίου Βλάση. Έγινε μάχη δυόμισι ωρών και τελικά οι Τούρκοι αποχώρησαν αφήνοντας 35 νεκρούς.

Στις 5 Ιουνίου εξήλθαν εκ νέου οι Τούρκοι και κατευθύνθηκαν προς το χωρίο Θάνα, όπου διεξήχθη πεισματώδης μάχη με το σώμα των Μανιατών του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, των Μεσσήνιων και των Γορτύνιων. Προς στιγμή οι Έλληνες κλονίστηκαν αλλά μετά πέρασαν στην αντεπίθεση και ανάγκασαν τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 25 νεκροί και τραυματίες και των Ελλήνων 8 νεκροί και 3 τραυματίες. Η μάχη αυτή επέβαλε την προώθηση της δύναμης των Λακεδαιμονίων του Γιατράκου στο χωρίο Θάνα, εγγύτατα της Τριπόλεως.

Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οπλαρχηγοί μετέβησαν για την υποδοχή του Υψηλάντη, οι Τούρκοι εξήλθαν των τειχών με σκοπό να κτυπήσουν από τα νώτα το στρατόπεδο των Τρικόρφων. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης συγκρούσθηκε μαζί τους στον κάμπο, βόρεια της πόλεως, με αποτέλεσμα να τους αποκρούσει, να τους προκαλέσει σοβαρές απώλειες και να συλλάβει μερικά άλογα. Οι Έλληνες είχαν αρχίσει να συνηθίζουν τον πόλεμο στην πεδιάδα αλλά ο Κολοκοτρώνης επέπληξε τον υιό του για το παρακινδυνευμένο του εγχειρήματος και την παρέκκλιση από την σταθερή γραμμή των συγκρούσεων επί των ασφαλών υψωμάτων.

Πολλές αψιμαχίες έγιναν μέχρι το τέλος Ιουνίου και στις αρχές Ιουλίου σε μια εκ των οποίων ο δευτερότοκος υιός του Κολοκοτρώνη, ο Ιωάννης, αιχμαλώτισε έναν πάνοπλο Άραβα αποκληθείς έκτοτε «γενναίος». Στις 18 Ιουλίου έγινε η μάχη των Λιθοβουνίων παρά τον Άγιο Σώστη κατά την οποία δύναμη Αγιοπετριτών, Λακεδαιμονίων και Τριπολιτών προσέβαλε ενεδρευτικά Τουρκική φάλαγγα, που είχε βγει για συλλογή καρπών, και σκότωσε 5 Τούρκους και συνέλαβε 2. Έκτοτε οι Τούρκοι ελάμβαναν αυξημένα προστατευτικά μέτρα και έστηναν και οι ίδιοι ενέδρες με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι απώλειες των Ελλήνων.

Στα τέλη Ιουλίου εξήλθαν 1.000 Τούρκοι και κατευθύνθηκαν προς την Τεγέα για συλλογή καρπών. Τους καταδίωξαν οι Αγιοπετρίτες. Οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στα ερείπια του χωριού Ομέρ-Τσαούση κοντά στον Άγιο Σώστη. Εναντίον τους κινήθηκε ο Ανδρέας Κοντάκης αλλά αποκρούσθηκε και καταδιώχθηκε από τον εχθρό. Στη συμπλοκή επενέβη και το σώμα του Ζαφειρόπουλου. Οι Τούρκοι προσποιήθηκαν ότι έφευγαν άτακτα και διωκόμενοι εξαφανίστηκαν. Στην πραγματικότητα όμως κρύφθηκαν στους γήλοφους και ενεδρεύοντας περίμεναν τους Έλληνες. Μόλις εμφανίσθηκαν, οι Έλληνες τους επιτέθηκαν και σκότωσαν αμέσως 17 εξ’ αυτών.

Οι άλλοι υποχώρησαν και ταμπουρώθηκαν στα ερείπια του χωριού Ομέρ-Τσαούση. Οι Τούρκοι τους περικύκλωσαν και τους απέκλεισαν. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε εικονική επίθεση κατά της πόλεως για αντιπερισπασμό και έστειλε τον Γιατράκο και τον Αναγνωσταρά προς ενίσχυση των αποκλεισμένων Ελλήνων. Οι Τούρκοι, που φοβήθηκαν τον αντιπερισπασμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στην Τρίπολη. Τον Αύγουστο όλες οι προσπάθειες των πολιορκημένων να διατηρήσουν ελεύθερη επικοινωνία με την ύπαιθρο αποτύγχαναν. Ο Κολοκοτρώνης αφηγείται ότι «καθημερινώς είχαμε πόλεμο, από το μεσημέρι έως το βράδυ και το βράδυ τους εμβάζαμε μέσα (στην πόλη)».

Η έξοδος των Τούρκων γινόταν κυρίως για συλλογή χόρτου στα πέριξ αλλά το έργο των Ελλήνων ήταν να τους εμποδίσουν και να τους αναγκάσουν να επιστρέψουν άπρακτοι στην πόλη. Το νόημα της πολιορκίας ήταν να αναγκάσουν τους πολιορκημένους να υποφέρουν από την έλλειψη τροφής, τόσο για τον πληθυσμό όσο και για τα ζώα.

Η Μάχη της Καρύταινας 28 Μαρτίου 1821

Τέλη Μαρτίου 1821, η Πελοπόννησος φλέγεται από το ξέσπασμα της Επανάστασης. Στις 26 του μήνα στη γέφυρα της Καρύταινας, οι επαναστάτες σκότωσαν έναν Τούρκο αγγελιοφόρο. Επάνω του ανακάλυψαν μια επιστολή των Φαναριτών Τούρκων προς τους Τούρκους της Καρύταινας. Τους ειδοποιούσαν ότι την επόμενη ημέρα θα περνούσαν από την Καρύταινα για να μεταβούν και να ασφαλισθούν στην Τριπολιτσά και τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους. Οι Έλληνες ειδοποίησαν αμέσως τον Κολοκοτρώνη που βρισκόταν στο Δεδέμπεη (χωριό ανάμεσα στο Λεοντάρι και την Καρύταινα). Ο Γέρος χωρίς χρονοτριβή κατέλαβε έναν στενό δρόμο που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιος Αθανάσιος έξω από την Καρύταινα.

Οι Φαναρίτες έπρεπε να εξοντωθούν με κάθε θυσία, καθώς ήταν από τους πλέον αξιόλογους ντόπιους Τούρκους πολεμιστές. Στις 28 Μαρτίου εμφανίσθηκε η μακρά φάλαγγα των Φαναριτών. Αποτελείτο από 1.700 άνδρες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και 3.000 φορτωμένα υποζύγια. Οι ένοπλοι αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή και την οπισθοφυλακή. Στη μέση βρίσκονταν τα γυναικόπαιδα. Όταν η φάλαγγα έφθασε σε απόσταση βολής άρχισε η μάχη. Οι Έλληνες που υπεράσπιζαν τα στενά μόλις που έφθαναν σε αριθμό τους 300. Μετά από έξι ώρες η νίκη άρχισε να χαμογελά προς την πλευρά των επαναστατών.

Όμως, εκείνη τη στιγμή τραυματίσθηκαν οι οπλαρχηγοί των Μανιατών, Βοϊδης Μαυρομιχάλης και Παναγιώτης Δουράκης. Οι Μανιάτες έσπευσαν να περιθάλψουν τους αρχηγούς τους και να τους μεταφέρουν εκτός πυρός. Με την αποχώρησή τους «αδυνάτισε» επικίνδυνα η ήδη ολιγάριθμη ελληνική παράταξη. Επιπλέον, είχαν εξαντληθεί τα πολεμοφόδια των επαναστατών. Οι Τούρκοι, μη συναντώντας πλέον αντίσταση, ήταν έτοιμοι να διασχίσουν τη γέφυρα. Όμως, ο Κολοκοτρώνης με 20 άνδρες τους πρόλαβε και την κατέλαβε. Η αιφνιδιαστική αυτή ενέργεια αναστάτωσε τους Φαναρίτες. Ταυτόχρονα, αφίχθησαν στην περιοχή οδηγημένοι από τον θόρυβο της μάχης, οι Πλαπουταίοι.

Λίγο αργότερα πύκνωσαν την Ελληνική παράταξη και 300 Δημητσανίτες με επικεφαλής τον Σπηλιωτόπουλο. Στα γυναικόπαιδα, που ήδη υφίσταντο επίθεση από τα πλάγια των Ολύμπων με αρχηγούς τον Τζανέτο Χριστόπουλο και τον Νικόλαο Ζαριφόπουλο, προκλήθηκε σύγχυση και ταραχή. Οι Φαναρίτες, μη επιτυγχάνοντας να καταλάβουν τη γέφυρα, υποχώρησαν προς τη θέση Χαλήλι-Αγά. Εκεί ο Αλφειός ήταν διαβατός κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Την εποχή εκείνη όμως από το λιώσιμο του χιονιού τα νερά ήταν διογκωμένα, γεγονός που καθιστούσε τη διάβαση του ποταμού ιδιαίτερα επικίνδυνη.


Αυτό το παρέβλεψαν οι Φαναρίτες και υπέστησαν πανωλεθρία. Άνδρες και γυναίκες, είτε τραυματισμένοι από τους Έλληνες που τους πυροβολούσαν, είτε παρασυρόμενοι από το ορμητικό ρεύμα, ανατρέπονταν και πνίγονταν. Οι Τούρκοι της Καρύταινας επιχείρησαν έξοδο για να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους, αλλά το πυκνό πυρ των Ελλήνων τούς υποχρέωσε να επιστρέψουν στο κάστρο. Σε 500 άτομα ανέρχονταν οι απώλειες των Φαναριτών. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την Καρύταινα. Προς αυτήν την κατεύθυνση βάδισε και ο Κολοκοτρώνης μετά τη μάχη. Έξω από την πόλη σχηματίσθηκε το πρώτο Ελληνικό στρατόπεδο του Αγώνα.

Η Μάχη του Λεβιδίου 14 Απριλίου 1821 

Η μάχη του Λεβιδίου, ήταν «Μέγας Θεμέλιος Λίθος» του κολοσσιαίου οικοδομήματος της Ελληνικής ελευθερίας. Επί του θεμελίου αυτού λίθου, οι μετά ταύτα επιζήσαντες αγωνιστές έκτισαν την ελευθερία. Περί την 13ην του μηνός Απριλίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι γενναίοι Έλληνες στο Λεβίδι.με τους αρχηγούς τους Σωτ. Χαραλάμπη, Αναγνώστη Στριφτόμπολα, Βασίλειο και Νικόλαο Πετιμεζά, Σωτ. Θεοχαρόπουλο και Νικ. Σολιώτη και προετοιμάζονταν να εισβάλλουν ξαφνικά στην καλά οχυρωμένη Τριπολιτσά και να πολιορκήσουν τους εκεί εχθρούς των.

Στο Λεβίδι είχε προηγουμένως συσταθεί στρατόπεδο από τον Π. Αρβάλη, Γ. Μπηλίδα καπεταναίους της Τριπολιτσάς, από τους Καλαβρυτινούς Ασημάκη Σκαλτσά, Κωνστ. Πετιμεζά, τον Πιτσουνά από τη Στρέζοβα, το Θεόδ. Σακελλάριο και Αναγν Ρηγόπουλο από του Φίλια, από τους ντόπιους καπεταναίους εκ των οποίων ανώτερος ήταν ο Αλέξιος Νικολάου Λεβιδιώτης, από τους καπεταναίους του χωριού Δάρα, όλοι περίπου τριακόσιοι. Αφού έφτασαν οι Καλαβρυτινοί, οι μεν Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ, Θεοχαρόπουλος κατέλαβαν και κατέλυσαν στα σπίτια τα Δημητρακαίϊκα των αδερφών Σταμάτη και Αναγνώστη.

Οι Πετιμεζαίοι έμειναν στα Ρογαραίϊκα και Οικονομαίϊκα σπίτια, ο Νικ. Σολιώτης στα Σαμαντουραίϊκα του Παναγή και Κωνσταντή Ζορμπαλά και ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας κατέλυσε στα Αργυραίϊκα. Αλλά την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί της Τριπολιτσάς άρχιζαν να εφαρμόζουν ένα καταστρεπτικό σχέδιο. Δέκα χιλιάδες ιππείς και πεζοί οι εκλεκτότεροι και εμπειρότεροι του πολέμου, διηρημένοι σε τρεις φάλαγγες ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της Πελοποννήσου. Η πρώτη φάλαγγα είχε σκοπό να πάει στην Κόρινθο να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους να καταλάβει τα παράλια και μέσω Ζαχώλης, Ακράτας και Αιγίου να φτάσει στην Πάτρα.

Η δεύτερη να διέλθει από τη Μεσόγειο Πελοπόννησο και μέσω Καλαβρύτων να ενωθεί με την πρώτη στην Πάτρα. Η δε τρίτη να διέλθει δια της Καρύταινας, Λεονταρίου, Φαναρίου, πύργου Γαστούνης και περνώντας από του Λάλα, να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους,κατευθυνόμενη στην Πάτρα για την τελική συνένωση και συγκέντρωση των δυνάμεών τους. Οι Τούρκοι με αυτό το σχέδιο ήθελαν να υποτάξουν όλη την Πελοπόννησο. Ενώ ήσαν έτοιμοι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί για την εκτέλεση του τρομερού τους σχεδίου, πληροφορήθηκαν ότι στο Λεβίδι βρίσκονται τοποθετημένοι Κλέφτες (έτσι τους καλούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές), έτοιμοι να εισβάλλουν στην Τρίπολη.

Έτσι την 14ην Απριλίου 1821, ημέρα Τετάρτη, εξελθόντες άπαντες οι Τούρκοι, την 4ην ώρα μετά το μεσονύκτιο έφτασαν στο χωριό Κάψια μια ώρα απόσταση περίπου από το Λεβίδι. Αριθμούσαν οκτώ χιλιάδες πεζοί και δυο χιλιάδες ιππείς και υπολόγιζαν να διαλύσουν το εκεί στρατόπεδο. Ακούσαντες από τους φρουρούς οι Έλληνες ότι ξαφνικά έρχονται χιλιάδες Τούρκοι από την Κάψια συναθροίστηκαν όλοι στο σπίτι που έμενε ο Σωτ. Χαραλάμπης. Αποφάσισαν να ειδοποιήσουν τους Καρυτινούς στρατιώτες που βρίσκονταν στο διάσελο της Αλωνίσταινας να έρθουν για βοήθεια.

Κατά καλή τύχη στη Βυτίνα είχε έλθει ο Δ. Πλαπούτας με λίγους στρατιώτες, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος με λίγους Μανιάτες, ο Νικ. Πετιμεζάς που πήγαινε χρήματα και γράμματα στον Π. Μαυρομιχάλη από τους προκρίτους των Καλαβρύτων και των Πατρών. Όλοι αυτοί με του Βυτινιώτες ήσαν περίπου 200. Οι Μαγουλιανίτες και άλλα χωριά έστειλαν ογδόντα. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και ο Σταύρος Δημητρακόπουλος με τους Αλωνιστιώτες. Έστειλαν και τον Παπακώστα από του Δάρα καβαλάρη με τη γνωστή φοράδα τη «Κούλα» έχοντας μαζί του τον γέρο Τουφεξή με το παιδί του,να πάνε στο Κακούρι να ειδοποιήσουν τον Ασημ. Σκαλτσά για βοήθεια.

Στο δρόμο χιλιοι πεντακόσιοι ιππείς κυνήγησαν τον Παπακώστα, αλλά δεν τον έπιασαν, τους ξέφυγε και πήγε στο Κακούρη όπου ειδοποίησε το Σκαλτσά. Ο Σωτ. Χαραλάμπης χωρίς να γνωρίζουν ότι έρχονται κι άλλοι Τούρκοι καβαλαραίοι από το κάμπο της Μηλιάς, απεφάσισαν να βγουν έξω από το χωριό να περιμένουν να πολεμήσουν τους πεζούς για να μην τους αφήσουν να μπουν στο Λεβίδι. Οι Σολιώτης, Στριφτόμπολας πήραν του Κούκου το ρέμα και ανέβηκαν κατάραχα στο διάσελο του Σταυρούλη. Αλλά οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να σταθούν στη μάχη κατά το μέρος της μεσημβρινής πλευράς του χωριού και ετράπησαν σε φυγή. Οι δε Τούρκοι μπήκαν στο χωριό.

Οι Έλληνες τρομαγμένοι έπιασαν διάφορα σπίτια και εκεί εκλείστηκαν όπου άρχισαν τον πόλεμο. Ο Β. και Ν. Πετιμεζάς δεν πρόφτασαν να κλειστούν σε κανένα σπίτι. Ο Σωτ. Χαραλάμπης, ο Σωτ. Θεοχαρόπουλος, ο Π. Αρβάλης, ο Αλ. Νικολάου όλοι κόλλησαν στο βουνό και στο δάσος. Όσοι κλείστηκαν στα σπίτια δεν γνώριζαν ότι οι σύντροφοί των έφυγαν και ενώ άρχισε η μάχη νόμισαν ότι ολόκληρο το σώμα πολεμά. Στο σπίτι του Μαντά εκεί μέσα ήσαν οι Νταβλαίοι από το χωριό Νουσά, άνθρωποι του Σωτ. Χαραλάμπη, ο Τσεπεζής και άλλοι από του Γκιόζα. Αυτοί σκότωσαν πολλούς Τούρκους και έτσι έδωσαν καιρό στους φεύγοντες να σωθούν .

Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο Λεβίδι βρήκαν τη γριά Γιαννού Παπαπαρασκευά την βασάνισαν, της έβγαλαν τη γλώσσα πίσω από τον αυχένα και έτσι πέθανε. Το γέρο Ασημάκη τον πρόφτασαν πίσω από του Κατραλή το σπίτι,τον σκότωσαν και τον κύλισαν στον γκρεμό. Στα σπίτια των Δημητρακαίων και στο ληνό που είναι σαν πύργος,κλείστηκαν ο Σωτ. Παπουτσής από το χωριό Μπετενάκι του Μουσάγα, ο Αγγελής από την Κλουκίνα με τρεις συντρόφους του,ο οποίος εφονεύθη και ο Σπύρος Καρασπύρος,καπετάνιος τότε των Νεζερών. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στο σπίτι,αλλά όταν ήλθε ο Σκαλτσάς, οι Έλληνες είχαν κατορθώσει να βγάλουν έξω τα πολεμοφόδια,τα χρήματα και τα άλλα πράγματα του Σωτ. Χαραλάμπη.


Στα σπίτια των Ρογαραίων κλείστηκαν οι αδερφοί Πετιμεζαίοι ο Γκολφίνος, Γεωργάκης, και ο Κουλός και άλλοι Καλαβρυτινοί. Στο ίδιο σπίτι κλείστηκαν και πολλοί Δαραίοι, ο Πανάγος Μονάντερος, οι αδερφοί Λαμπρόπουλοι Γεωργάκης και Αναγνώστης, ο Δημ. Τσέκος, ο Νικολέτος Ζακύνθιος και άλλοι. Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά,ο Δαριώτης Δημ. Δεληγιάννης, βαφτιστικός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με ένα σουβλί άνοιξε τρύπα και έφυγαν όλοι και πήγαν στο σπίτι του Αποστόλη Οικονόμου. Εκεί ένας Σοπωτινός ο Αντώνιος Ανδριόπουλος ονομαζόμενος γυναικάδελφος του Κωνστ. Πετιμεζά κτύπησε την πόρτα και ο Γκολφίνος νόμισε ότι κτύπησε Τούρκος τουφέκισε και τον σκότωσε.

Εκεί λαβώθηκε και ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβάρας περίφημος για την παληκαριά του. Στο Αργυραίϊκο σπίτι του Πανάγου ήταν κλεισμένος ο Αναγν. Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες. Το σπίτι κυκλώθηκε πανταχόθεν από τους Τούρκους και πολεμιόταν από τα γύρω σπίτια που είχαν κυριεύσει οι Τούρκοι. Ο Αναγν. Στριφτόμπολας άνοιξε πολεμότρυπες και αυτός μοίραζε στους συντρόφους του φυσέκια για να πολεμούν. Όταν κάθισε κάποια στιγμή πάνω σ’ ένα βαρέλι και έδωσε τη φροντίδα της μάχης στον Κατριμουστάκη,ένα βόλι πέρασε από τη πολεμίστρα τον πήρε στο λαιμό και έπεσε νεκρός.

Έτσι γίνονταν η μάχη μεταξύ των Τούρκων και των κλεισμένων Ελλήνων στα σπίτια, που δεν ήταν περισσότεροι από εβδομήντα, έως ότου ήρθαν οι βοήθειες από τα έξω μέρη και από τη ράχη Λάκκα Μαυτρίλα και τη Μακράν κορυφή. Τουφέκισαν όλοι μαζί και φώναξαν στους κλεισμένους στο χωριό. «Βαστάτε και φτάσαμε. Ο Κολοκοτρώνης έρχεται!» Έφτασαν από το Κακούρι ο Σκαλτσάς και Θανάσης Δαγρές και φάνηκαν πάνω στο βουνό Ελληνίτσα που μαζί με τους Βυτινιώτες τουφέκισαν όλοι μαζί. Οι διασκορπισμένοι Έλληνες έξω του Λεβιδίου, ακούσαντες τους τουφεκισμούς και τις φωνές των ερχομένων σε βοήθεια,έλαβαν θάρρος και τουφέκισαν. Και το δάσος όπου ήταν άναψε από τουφέκια.

Οι Τούρκοι βλέποντας ότι οι Έλληνες θα τους αποκλείσουν ολόγυρα και ενώ άρχιζε να νυχτώνει και να βρέχει, φοβηθέντες άρχισαν να φεύγουν προς τον κάμπο. Τότε οι Έλληνες έπεσαν επάνω τους, μαζί με τους κλεισμένους, που απελευθερώθηκαν και τους κατεδίωξαν. Στη μάχη του Λεβιδίου λαβώθηκαν και δυο Ντολκαίοι από το Κάνι Κλειτορίας και o γιός του Κωνστ. Πετιμεζά Γιάννης. Ο Κ. Πετιμεζάς έδωσε διαταγή στους Σουδενιώτες αδερφούς Σπύρο και Αθανάσιο Καρανικόλα να κλείσουν την κατωγόπορτα αλλά αυτοί δεν τα κατάφεραν τότε ο Γιάννης Πετιμεζάς πήρε ένα στρώμα γεμάτο με καρπούς και το έβαλε πίσω από την πόρτα.

Ενώ το έβαζε πυροβολήθηκε από Τούρκους και το βόλι τον πλήγωσε στα γεννητικά όργανα και του απέκοψε ένα εξ αυτών. Τον λαβωμένο μετά την μάχη τον μετέφεραν πάνω σε ξυλοκρέβατο στρατιώτες του πατέρα του φοβούμενοι μην τον εύρουν οι Τούρκοι, τον ανέβασαν πάνω στο όρος Χελμός στη θέση ''Καλόγερος'', τον έβαλαν σε μια σπηλιά και τον θεράπευσε ο αδελφός του Ανδρέας Πετιμεζάς. Ο δε στρατηγός Πλαπούτας εδιηγείτο ένα περίεργο θέαμα το οποίο φαίνεται απίστευτο, ότι όταν έφτασαν στο Λεβίδι βρήκε ένα σπίτι αποτεφρωμένο και μέσα σ' αυτό είδε το άλογο του Κ. Πετιμεζά το οποίο ήταν καμένο και στέκονταν ορθό.

Η Μάχη στο Βαλτέτσι 24 Απριλίου και 12 Μαΐου 1821

Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12 - 13 Μαΐου 1821) εναντίον των Τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ Πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα.

Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψει την επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη. Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά.

Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του Άργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του Άργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση. Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.

Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη.

Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί. Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ιδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής.


Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς. Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά.

Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του Ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα Τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη. Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη.

Ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια.

Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα Ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.

Τη νύχτα στις 12 Μαΐουο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου.

Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Το κυρίως Τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων. Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού.

Στους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ' αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.

Το Τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλώνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα Ελληνικά ταμπούρια.

Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα.

Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.

Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται "του Κολοκοτρώνη το βουνό") αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, "Μπάρμπα - Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ' όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ' όλα". Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.


Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες Ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις Τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν. Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν Ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης.

Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: "Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους". Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να 'χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα".

Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση. Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.

Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: "Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας".

Η Μάχη στα Βέρβενα και στα Δολιανά 18 Μαΐου 1821

Λίγες μόλις μέρες, μετά την ιστορική μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαΐου 1821) η οποία καλλιέργησε υψηλό ηθικό στις καρδιές των επαναστατημένων Ελλήνων αλλά και κλόνισε σε τεράστιο βαθμό την μέχρι τότε επικρατούσα φήμη σχετικά με το αήττητο των Τούρκων, συντελέστηκε στα Αρκαδικά χώματα , στα Βέρβενα και στα Δολιανά, μια ιδιαίτερη μάχη. Η συγκεκριμένη αναμέτρηση δεν υστερούσε σε τίποτα σε λαμπρότητα και σημασία από όσες συγκρούσεις, μεγάλες ή μικρότερες, είχαν μέχρι τότε λάβει μέρος στη σύντομη ζωή της Ελληνικής επανάστασης. Η μάχη των Δολιανών ήταν η ιστορική συγκυρία να λάμψει η μορφή του Νικήτα Σταματελόπουλου, του Νικηταρά.

Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, μια προσωπικότητα που χαρακτηρίστηκε από την ανιδιοτελή φιλοπατρία του, την ταπεινότητα και τη στωικότητα, με τις οποίες αντιμετώπισε την κατάντια και την εξαθλίωση, στην οποία τον υπέβαλε το κράτος του Κωλέττη, του Μαυροκορδάτου, του Κουντουριώτη και των υποτακτικών τους, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό. Μετά την κατατρόπωση του Κεχαγιάμπεη στο Βαλτέτσι, οι Τούρκοι προσπαθούν να αιφνιδιάσουν εκ νέου, κινούμενοι εναντίον του στρατοπέδου των Βερβένων ξεκινώντας τη νύχτα από το κάστρο της Τριπολιτσάς.

Ο απώτερος σκοπός τους ήταν η διάλυση του στρατοπέδου των Βερβένων, μέσω του οποίου θα δημιουργείτο πέρασμα στην πορεία προς τη Μεσσηνία, μιας και ο κλοιός των πολιορκητών στην Τριπολιτσά άρχιζε να σφίγγει. Όπως εκτέθηκε πρόσφατα, κατά τη στρατηγική σκέψη του Κολοκοτρώνη, οργανώθηκαν στρατόπεδα σε τέσσερα στρατηγικά σημεία στα βουνά της περιφέρειας του λεκανοπεδίου της Τριπολιτσάς, με απώτερο στόχο, αρχικά τον αποκλεισμό της από πάσης μορφής ανεφοδιασμού ώστε οι τουρκικές γραμμές να είναι αποκομμένες, στην επιχείρηση της άλωσης (Βαλτέτσι, Χρυσοβίτσι, Πιάνα, Βέρβενα), των οποίων οι θέσεις επιλέχθηκαν από τον Κολοκοτρώνη.

Οι επαναστάτες οργάνωσαν τα ορμητήρια τους στο Βαλτέτσι, στην Πιάνα, το Χρυσοβίτσι και στα Βέρβενα. Το στρατόπεδο των Βερβένων, αν και δεν πρόσφερε τη δυνατότητα της άμεσης παρατήρησης της Τριπολιτσάς, εντούτοις είχε την ιδιομορφία να προσφέρει δυνατότητα επικοινωνίας και σύνδεσης, με τα υπόλοιπα τρία. Το στρατόπεδο των Βερβένων αριθμούσε περισσότερους από 2.000 ετοιμοπόλεμους Έλληνες, από πολλά γνωστά μέρη της Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους οι Μανιάτες Μαυρομιχαλαίοι, οι Κυνούριοι Καράμπελας, Κονδάκης καθώς φατρίες από τα υπόλοιπα μέρη της Αρκαδίας. Οι Τούρκοι, κατά την κίνησή τους, χωρίστηκαν σε τρία τμήματα.

Το πρώτο κατευθύνθηκε προς τα Βέρβενα, το δεύτερο, στο οποίο ηγείτο ο ίδιος Μουσταφάμπεης και το οποίο ενισχύετο και με τα κανόνια, κατευθύνθηκε προς τα Δολιανά, ώστε να ξεκαθαρίσει το χωριό από τη μικρή δύναμη αγωνιστών που βρισκόταν εκεί, ως προφυλακή του στρατοπέδου των Βερβένων, και στη συνέχεια να ενωθεί με το πρώτο τμήμα στα Βέρβενα. Το τρίτο αφού κατευθύνθηκε προς το Δραγούνι (ανατολικά των Βερβένων και των Δολιανών) διέλυσε τη Ελληνική φρουρά, στο οποίο ηγείτο ο Κυνούριος Δ.Διγενής και κινήθηκε προς τα Βέρβενα, προς επίρρωση των άλλων δύο τμημάτων.

Η Σύγκρουση στα Βέρβενα

Το πρώτο εκ των τριών Τουρκικών τμημάτων επιτίθεται ορμητικά προς το στρατόπεδο των Βερβένων. Οι Έλληνες μαχητές όμως, οχυρωμένοι μέσα στα πετρόχτιστα σπίτια, τους πύργους του χωριού, αλλά και στα οχυρμωατικά ταμπούρια που είχαν φτιάξει, προβάλλουν σθεναρή αντίσταση με κάθε τρόπο και αναγκάζουν τους εχθρούς να αποσυρθούν στα βορειοανατολικά στο ύψωμα του Λούβρου. Αποσυρόμενοι εκεί , οι Τούρκοι επιδιώκουν μάταια να κάμψουν το ηθικό των πολιουρκουμένων, προσπαθώντας να στήσουν τις σημαίες (μπαϊράκια) τους σε εκείνο το σημείο , χωρίς να τα καταφέρουν και όσοι το αποπειράθηκαν, έπεσαν νεκροί, πράγμα που ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων και καταρράκωσε τους Τούρκους.


Με αναπτερωμένο το ηθικό, εξαπολύεται η Ελληνική αντεπίθεση, τρέποντας σε άτακτη φυγή το Τουρκικό τμήμα , το οποίο σπέρνει την Αρκαδική γη με πολλά κουφάρια.Είναι τέτοια η μανία των υπερασπιστών του στρατοπέδου των Βερβένων , ώστε κυνηγούν τους Τούρκους μέχρι τη δύση του ηλίου.Οι Τούρκοι φτάνει μέχρι τα Δολιανά, αλλά δεν ενώνεται με το δεύτερο τμήμα και συνεχίζει την άτακτη υποχώρηση προς την Τριπολιτσά.

Η Σύγκρουση στα Δολιανά

Το δεύτερο Τουρκικό τμήμα, υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη, κατευθύνθηκε προς τα Δολιανά. Για καλή τύχη των Ελλήνων, στο μέρος , έτυχε να βρίσκεται ο Νικηταράς με 200 άνδρες του, ο οποίος ετοιμαζοταν να αναχωρήσει για την Αργολίδα, για την επιχείρηση της πολιορκίας του Άργους. Η παρατήρηση της Τουρκικής κίνησης προς την περιοχή ωστόσο, τον υποχρέωσε να αναβάλει την πορεία του και να σταθεί στο χωριό, για να κρατήσει άμυνα κατά των Τούρκων. Ο Νικηταράς και τα παληκάρια του αλλά και τους κατοίκους του χωριού οχυρώθηκαν μέσα στις πέτρινες κατοικίες του οικισμού, αναμένοντας τους Τούρκους.

Η Τουρκική δύναμη πολιόρκησε τα Δολιανά από το πρωί μέχρι τη δύση, χωρίς όμως να καταφέρουν να καταστείλουν την αντίσταση των Ελλήνων. Ο Μουσταφά Μπέης, που πολιορκεί τον Νικηταρά μέσα στα Δολιανά, βλέποντας το Τουρκικό τμήμα που μετά την πανωλεθρία των Βερβένων, κινήθηκε προς τα Δολιανά , χωρίς όμως να καταφέρει να συνδεθεί μαζί του και επέστρεψε στην Τριπολιτσά, δίνει εντολή υποχώρησης. Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και φεύγουν για να σωθούν και αυτοί με τη σειρά τους προς την κατεύθυνση της Τρίπολης.

Ο Νικηταράς Μένει στην Ιστορία ως Τουρκοφάγος

Η κίνηση των μέχρι πριν λίγα λεπτά πολιορκητών Τούρκων να υποχωρήσουν, αλλάζει τις ισορροπίες της μάχης και εξυψώνει το ηθικό των μέχρι πρότεινος πολιουρκημένων Ελλήνων. Η άτακτη φυγή των Τούρκων ωθεί τον Νικηταρά και τους άνδρες του να βγουν από τα σπίτια και να καταδιώξουν με μανία τους Τούρκους, προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες. «Το ορδί των Βερβένων τους επήρε από κοντά. Αφού εζύγωσαν κοντά εις τα Δολιανά ετσάκισαν και οι Τούρκοι οπού πολιορκούσαν τον Νικήτα, και έτσι εβγήκε ο Νικήτας με τους ανθρώπους του, και τους εκατέβασαν έως τον κάμπον κυνηγώντας.. και έτσι εμούδιασαν οι Τούρκοι και δεν εβγήκαν άλλη φορά διά εκστρατείαν..». (Θ.Κολοκοτρώνης- Απομνημονεύματα)

Οι απώλειες των τούρκων είναι τεράστιες. Και θα ήταν ακόμα τρομακτικότερες , αν δεν έπεφτε ισχυρή βροχή , κατά τη διάρκεια της νύχτας που πραγματοποιήθηκε η καταδίωξη. Ο Νικηταράς έδειξε για πρώτη φορά την μεγάλη πολεμική του ικανότητα, σκοτώνοντας τόσους εχθρούς, ώστε πήρε έκτοτε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος. Η ιστορία έχει συγκρατήσει στις σελίδες τον Αρκά αγωνιστή Κατουριάρη, ο οποίος αιχμαλώτισε τα Τουρκικά κανόνια «Μετά δέ την μάχην ενύκτωσε και η βροχή ήτο πολλή, και έπειτα εγένετο σκότος ψηλαφητόν. Ήτο η κατάρα του προφήτου Δαβίδ λέγοντος ''η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα'', ο δέ Ελληνικός Άγγελος, ο φόβος, τους κατεδίωκεν. Αν είχαν οι Έλληνες μίαν ώραν ακόμη ημέραν ήθελαν τους κατασφάξει όλους». (Φωτάκος)

Παροιμιώδης έμεινε στην Ιστορία, η ιαχή του Νικηταρά προς τους ατάκτως υποχωρούντας Τούρκους, να σταθούν να πολεμήσουν. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, με περισσή μανία και αυταπάρνηση, ο γενναίος αυτός άνδρας, εξαιτίας της αμορφωσιάς του, εξακολουθώντας να πιστεύει ότι οι Τούρκοι, προερχόμενοι από τον ίδιο γεωγραφικό χώρο, όπου πριν από 2.300 χρόνια, οι Πέρσες εκστράτευσαν για να κατακτήσουν την γη των προγόνών του, τους κυνηγά με το ξεγυμνωμένο σπαθί, τους αποκαλεί Πέρσες , θεωρώντας τους, απογόνους του Ξέρξη και τους «παρακαλάει» να σταθούν να δείξουν την αντρειοσύνη τους. Η εξέλιξη αυτών των δύο μαχών εξύψωσε το ηθικό των Ελλήνων.

Θρυμμάτισε το Τουρκικό γόητρο και διέσπειρε πλέον την αίσθηση του φόβου στην πλευρά του εχθρού και αποτέλεσε την αφετηρία να επακολυθήσουν και άλλες επικές νίκες, στα Δερβενάκια, στην Τριπολιτσά κ.α. Ο Φωτάκος γράφει : «Έλαβαν οι Έλληνες τόλμην μεγάλην να μην φοβούνται πλέον τους Τούρκους και άρχισαν να ερωτούν πού είναι οι Τούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι Τούρκοι και έφευγαν». Η νικηφόρα μάχη των Δολιανών στις 18 Μαΐου 1821 υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μάχες κατά την έναρξη της Ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821.

Όπως είναι γνωστό, η Τρίπολη το 1821 ήταν για τους Τούρκους το διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο ολόκληρου του Μοριά (Πελοποννήσου) και επομένως η κατάληψή της είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για την εξέλιξη της Ελληνικής επανάστασης. Με απώτερο στόχο την άλωση της Τριπολιτσάς ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, συνέλαβε το σχέδιο του αποκλεισμού της πόλης με την οργάνωση τεσσάρων στρατοπέδων σε στρατηγικά σημεία στα βουνά γύρω από την πόλη. Το ένα από αυτά βρισκόταν στα γειτονικά των Άνω Δολιανών Βέρβενα, και αριθμούσε περισσότερους από 2.000 Έλληνες οπλαρχηγούς και στρατιώτες από διάφορα μέρη της Πελοποννήσου (μεταξύ των οποίων οι Μανιάτες Μαυρομιχαλαίοι, οι Κυνούριοι Καράμπελας, Αναγνώστης Κοντάκης κ.α.).

Μετά τη θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων και την κατατρόπωση των επιτιθέμενων Τούρκων στο Βαλτέτσι, οι Τούρκοι εξέδραμαν πάλι από την Τριπολιτσά κινούμενοι εναντίον του στρατοπέδου των Βερβένων και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: η πρώτη κατευθύνθηκε προς τα Βέρβενα και η δεύτερη (της οποίας ηγείτο ο Κεχαγιάμπεης και διέθετε δύο κανόνια) κατευθύνθηκε προς τα Δολιανά που ήταν τότε προφυλακή του στρατοπέδου των Βερβένων και όπου υπήρχε μικρός αριθμός πολεμιστών, μεταξύ των οποίων και ο προσφάτως μυημένος στη Φιλική Εταιρεία Δολιανίτης Μητρομάρας.

Σκοπός των Τούρκων ήταν να εξουδετερώσουν αυτή τη μικρή ομάδα και να επιτεθούν στη συνέχεια ανενόχλητοι στο στρατόπεδο των Βερβένων. Η τρίτη ομάδα, αφού κατευθύνθηκε προς το Δραγούνι (ανατολικά των Δολιανών) διέλυσε το μικρό ελληνικό τμήμα, του οποίου ηγείτο ο Κυνούριος Δ. Διγενής, και κινήθηκε επίσης προς τα Βέρβενα. Στα Βέρβενα όμως η σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων που ήταν οχυρωμένοι στα πετρόκτιστα σπίτια και τους πύργους του χωριού, ανάγκασε τους Τούρκους σε υποχώρηση και άτακτη φυγή μέχρι τα Δολιανά. Στην περιοχή των Δολιανών έτυχε να βρίσκεται τη μέρα εκείνη ο καπετάν Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός και ως Νικηταράς (με καταγωγή από το χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης).


Ο Νικηταράς με μία ομάδα 150 ανδρών και με τη συνοδεία του αδερφού του είχε διανυκτερεύσει στο χωριό και είχε ήδη αναχωρήσει με εντολή του θείου του Θ.Κολοκοτρώνη για το Άργος. Όμως λίγο έξω από το χωριό, στο ξωκκλήσι του Αγιάννη, τον σταμάτησαν οι κάτοικοι που μόλις είχαν αντιληφθεί τον ερχομό του Τουρκικού στρατιωτικού τμήματος και τον κάλεσαν σε βοήθεια. Πράγματι ο Νικηταράς μαζί με τους άνδρες του, με ένοπλους Δολιανίτες και άνδρες γειτονικών περιοχών, οχυρώθηκαν σε μερικά από τα πέτρινα σπίτια του οικισμού. Η πολιορκία των Τούρκων κράτησε μία ολόκληρη μέρα αλλά ήταν άκαρπη.

Ο επικεφαλής τους Μουσταφάμπεης είχε οχυρωθεί στην εκκλησία του Αγιώργη, όπου βρίσκονταν και τα κανόνια που έβαλλαν εναντίον του χωριού και των υπερασπιστών του. Ο Μουσταφάμπεης μετά την πανωλεθρία των Βερβένων και την αδυναμία του να λυγίσει την αντίσταση των αγωνιστών στα Δολιανά, έδωσε εντολή υποχώρησης και επέστρεψε στην Τριπολιτσά. Η υποχώρηση αυτή των Τούρκων μαζί με την εμφάνιση του Ελληνικού στρατιωτικού σώματος από τα Βέρβενα, ώθησε το Νικηταρά και τους άνδρες του να βγουν από τα σπίτια και να καταδιώξουν μαζί με τους Δολιανίτες (άνδρες και γυναίκες) τους Τούρκους που έτρεξαν να σωθούν προς την Τρίπολη.

Η Μάχη της Γράνας 10 Αυγούστου 1821 

Ο Κολοκοτρώνης, προκειμένου να αποτρέψει τυχόν προσπάθεια των Τούρκων να διαφύγουν προς τα Καλάβρυτα, συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής μιας μεγάλης οχυρωματικής τάφρου (γράνας) στον στενό πεδινό χώρο ανάμεσα στον Μύτικα (ορεινή προεκβολή του Μαινάλου) και στο απέναντι αμπελόφυτο ύψωμα της Καπνίστρας. Η τοποθεσία βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας περίπου από την Τρίπολη, κοντά στο χωριό Λουκά και από το στενό αυτό περνούσαν οι δρόμοι προς Τζιπιανά και Καλάβρυτα. Η τάφρος (γράνα) κατασκευάσθηκε σε 4 - 5 ημέρες από τη δύναμη του Δαγρέ και κατοίκους του Λουκά.

Είχε μήκος λιγότερο από 2 χιλιόμετρα, ήταν άτεχνη και αβαθής και άφηνε ένα άσκαφτο τμήμα, μήκους 60 περίπου μέτρων, στο ανατολικό άκρο της μέχρι τους πρόποδες της Καπνίστρας. Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1821 βγήκε ο Κεχαγιάμπεης από την πύλη του Σαραγιού, με 6.000 στρατό και βάδισε προς το Πηγάδι της Βολυμής. Αρχικά κατευθύνθηκε προς νότιοrανατολάς (προς Δολιανά) για παραπλάνηση και μετά στράφηκε βόρειοrανατολικά. Όταν έφθασε στο Ζευγολατιό, χώρισε τη δύναμή του στα δύο. Το ένα τμήμα (3.000 πεζοί) αναρριχήθηκαν στο βουνό των Βαρσών, για να βγουν πίσω από το χωριό Λουκά.

Το άλλο τμήμα (1.700 πεζοί και 1.300 ιππείς) κινήθηκε στους πρόποδες της Καπνίστρας και πέρασε από το άσκαφτο κομμάτι της τάφρου, την οποία εκτίμησε σαν ένα μικρό χαντάκι άνευ σημασίας. Ένα μέρος αυτού του τμήματος επιτέθηκε τα ξημερώματα κατά του Δαγρέ στην Καπνίστρα και αφού του σκότωσε 27 άνδρες τον ανάγκασε να καταφύγει και να κλειστεί σε μια σπηλιά (τρύπα του Μπούμπουνα), όπου συνέχισε να αμύνεται. Ο αδελφός του Δαγρέ, ο Θανάσης, δεν θέλησε να τον ακολουθήσει στην σπηλιά, θεωρώντας βέβαιη την αιχμαλωσία και είτε αυτοκτόνησε είτε σκοτώθηκε από τους Τούρκους.

Η υπόλοιπη Τουρκική δύναμη συνέχισε προς Λουκά, Τζιπιανά και Πικέρνι για να ανακαλύψει τα κρυμμένα εφόδια των χωρικών και τα αιγοπρόβατα που ήταν στις πτυχές του βουνού. Ο Κολοκοτρώνης, από τον Άγιο Βλάση, αντιλήφθηκε τη μάχη στην Καπνίστρα και κινητοποίησε αμέσως τα τμήματα του Δημ. Δεληγιάννη (Κυνουρίτες), του Τζανέτου Χριστοδούλου (Φαναρίτες), του Δημ. Πλαπούτα (Γορτύνιοι), του Κων/νου Παπαζαφειρόπουλου και ολόκληρο το σώμα των Τριπολιτών υπό τους Λαγκαδινό και Αθ. Κίτζιο. Ο ίδιος έσπευσε επίσης με το τμήμα των Επτανησίων, που αποτελούσε την σωματοφυλακή του. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αμέσως ένα τμήμα για να βοηθήσει και να ξεμπλέξει τον Δαγρέ.

Αυτό το τμήμα ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς το χωρίο Λουκά και παρέμεινε με τον Δαγρέ στην Καπνίστρα. Ο Κολοκοτρώνης στη συνέχεια εγκατέστησε μέρος της δυνάμεως των αγωνιστών στη Γράνα και τους υπόλοιπους στους φράκτες και τα αμπέλια, για να περιμένουν την επιστροφή των Τούρκων με τα φορτία από τα χωριά. Η διάταξη σχημάτιζε ένα κεφαλαίο Γ, με το γωνιώδες εσωτερικό άνοιγμα να αντικρίζει τη δίοδο των υπωρειών της Καπνίστρας και το δρόμο προς τα Τζιπιανά. Είχε φθάσει μεσημέρι και οι Τούρκοι δεν είχαν φανεί ακόμη. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τον υπασπιστή του, τον Φωτάκο, έφιππο προς τα εμπρός για αναγνώριση.

Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από τη Γράνα ο Φωτάκος είδε μια δύναμη 100 Τούρκων ιππέων που έβοσκαν τα άλογά τους. Αυτοί οι ιππείς προφανώς δεν είχαν ακολουθήσει το στράτευμα και το περίμεναν να γυρίσει. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τον Φωτάκο και τον κυνήγησαν προς τη Γράνα, όπου διαπίστωσαν την ύπαρξη Ελλήνων αγωνιστών. Γύρισαν αμέσως πίσω για να ειδοποιήσουν τον Κεχαγιάμπεη. Το Τουρκικό στράτευμα εμφανίσθηκε κοντά στη Γράνα, περί τις 2 ή 3 μετά το μεσημέρι με επικεφαλής το ιππικό. Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε ένα τμήμα πεζών στην Καπνίστρα, για να ασχοληθεί με την Ελληνική δύναμη που ήταν εκεί και 300 ιππείς για να περάσουν τη Γράνα, την οποία εκτίμησε ως ακίνδυνη για το ιππικό του.

Κράτησε τους άλλους 1.000 ιππείς, για να δει τα αποτελέσματα της πρώτης επέλασης. Από πίσω ερχόντουσαν, βραδυπορούντες οι υπόλοιποι πεζοί, οι οποίοι συνόδευαν τα φορτία εφοδίων που είχαν λαφυραγωγήσει. Οι 300 ιππείς πέρασαν καλπάζοντας τη Γράνα πυροβολούμενοι υπό των Ελλήνων με πολύ λίγες όμως απώλειες (5 νεκροί, 10 τραυματίες, 15 άλογα). Ο Κολοκοτρώνης είδε ότι η δύναμη της Γράνας δεν ήταν επαρκής, για να μπορέσει να αναχαιτίσει τον καλπασμό των ιππέων και οι ταμπουρωμένοι στους φράκτες και στ’ αμπέλια ήταν μακριά και δεν μπορούσαν να τουφεκίζουν τους ιππείς. Κατόπιν τούτου έστειλε ενισχύσεις στη Γράνα.

Ο Κεχαγάμπεης εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να εξοντώσει τη δύναμη στην τάφρο, εξαπέλυσε τους 1.000 ιππείς από βορά και τους 300 από νότο. Οι Έλληνες διαμοιράστηκαν, πλάτη με πλάτη, για να αντιμετωπίσουν τον διμέτωπο αγώνα και καλυμμένοι στη Γράνα σκόπευαν και πυροβολούσαν γονατιστοί με άνεση ενώ οι Τούρκοι, προσπαθώντας να περάσουν την τάφρο δεν μπορούσαν να πυροβολούν εύκολα ούτε είχαν καλό στόχο. Η επέλαση των ιππέων είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 50 Τούρκοι, να τραυματισθούν πολλοί και να μην μπορέσουν να περάσουν όλοι από την τάφρο (εκατέρωθεν).


Ο Κολοκοτρώνης, προ της επερχόμενης γενικεύσεως της μάχης, ζήτησε να γίνει αντιπερισπασμός κατά της Τριπόλεως, για να αποφευχθεί η αποστολή ενισχύσεων. Ο Υψηλάντης υιοθέτησε την πρότασή του και η Τριπολιτσά άρχισε να βάλλεται από δυνάμεις του Αναγνωσταρά και του Γιατράκου. Στις 4 ή 5 μετά το μεσημέρι έφθασε ο κύριος όγκος του στρατού των Τούρκων με τα φορτία των εφοδίων (περί τα 600 άλογα και μουλάρια). Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε τμήματα για να προσβάλλουν τους Έλληνες στην Καπνίστρα, στη Γράνα και στους φράκτες και επιχείρησε να περάσει τα φορτία με τη συνοδεία τους από την άσκαφτη δίοδο μεταξύ της τάφρου και της Καπνίστρας.

Το ιππικό έκανε πάλι έφοδο και από τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες της Γράνας με πυροβολισμούς και σπαθισμούς σκότωσαν άλλους 80 Τούρκους ιππείς. Η μάχη γενικεύθηκε και δημιουργήθηκε πραγματικό πανδαιμόνιο. Δεν ήταν εύκολο να περάσουν μαχόμενοι, είτε ως αμυνόμενοι είτε ως επιτιθέμενοι κατά της Ελληνικής ενέδρας, τόσοι πολλοί Τούρκοι στρατιώτες από τόσο στενό και επικίνδυνο τόπο. Αναγκάσθηκαν κατόπιν τούτου να εγκαταλείψουν τελείως την εφοδιοπομπή και να περάσουν με σπουδή είτε από την στενή δίοδο της Καπνίστρας είτε υπερπηδώντας την τάφρο. Η σύγκρουση έγινε πλέον χέρια με χέρια, άνθρωπος με άνθρωπο και όποιος μπορούσε σκότωνε τον άλλο.

Οι υπερασπιστές της Γράνας υπερίσχυσαν αυτής της πάλης και ιδιαίτερα οι κατέχοντες το δυτικό άκρο αυτής Ζακύνθιοι, οι οποίοι πολεμούσαν όρθιοι. «Όλοι οι Έλληνες έγιναν ένα πράγμα με τους Τούρκους και κυριολεκτικώς γλεντούσαν την μάχη». Οι Τούρκοι διάβαιναν την τάφρο σε πλήρη αταξία και τρεπόντουσαν σε φυγή προς την Τρίπολη ρίχνοντας τα όπλα τους και ότι άλλο πολύτιμο έφεραν μαζί τους, με αποτέλεσμα να επιδοθούν οι Έλληνες στη λαφυραγωγία και να εγκαταλείψουν την καταδίωξη παρά τις παροτρύνσεις του Κολοκοτρώνη. Έτσι σώθηκαν οι Τούρκοι χάνοντας μόνο 120 νεκρούς στην τελευταία άτακτη εφόρμηση των πεζών τους.

Οι Έλληνες είχαν περίπου 30 νεκρούς. Η νίκη της Γράνας εξύψωσε και άλλο το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι κατέστησαν στενότερη την πολιορκία της πόλεως, άνοιξαν νέα τάφρο στο Στενό, έγιναν ακόμη περισσότερο ενθουσιώδης και προσέβλεπαν με πλήρη αισιοδοξία το τέλος της πολιορκίας. Στις 24 Αυγούστου οι Τούρκοι επιχείρησαν και νέα έξοδο με 2.000 πεζούς και ιππείς αλλά καταδιώχθηκαν από τους Έλληνες και έσπευσαν να κλειστούν στα τείχη κατησχυμένοι. Στις 2 με 3 Σεπτεμβρίου καταλήφθηκε από τους Γορτύνιους του Δημ. Δεληγιάννη το χωριό Μαντζαγρά, το οποίο κατεχόταν από τους Τούρκους με εναλλασσόμενη ισχυρή φρουρά υποστηριζόμενη από τα πυροβόλα της Τριπόλεως.

Η πολιορκία έγινε ακόμη πιο στενή προς μεγάλη απογοήτευση των Τούρκων που υπέφεραν από την έλλειψη τροφής, νερού (οι Έλληνες είχαν κόψει το νερό από εξωτερικές πηγές) και νομής (τα άλογα άρχισαν να ψοφάνε με ταχύτητα μειώνοντας τη δύναμη του Τουρκικού ιππικού). Η πτώση της Μονεμβασιάς και του Ναυαρίνου κορύφωσαν την αποθάρρυνση των Τούρκων αλλά η ήττα της Γράνας, συνδυαζόμενη με την κατάληψη του Μαντζαγρά, τους έφερε σε απελπισία. Μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου είχαν συμπληρωθεί τέσσερις περίπου μήνες πολιορκίας των Τούρκων και Αλβανών στην Τριπολιτσά.

Οι Έλληνες είχαν ξεσηκωθεί ανοργάνωτοι και διεξήγαγαν τον αγώνα κατά άτακτο τρόπο αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να συνηθίζουν την πειθαρχία, να συντάσσονται στα καθιερωμένα και να πολεμούν συστηματικότερα.

Η ΑΛΩΣΗ – ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Συμφωνία για τα Λάφυρα και Αναχώρηση του Δημ. Υψηλάντη

Η δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι πολιορκημένοι ανάγκασε τους ηγήτορές τους να αντιμετωπίσουν ως επείγον το ζήτημα της λύσης του δράματος. Οι ιθύνοντες χωρίσθηκαν σε τρεις παρατάξεις. Η πρώτη, των εντόπιων Τούρκων, που ηγούταν ο Κιαμήλ Μπέης της Κορίνθου, ήθελε συμβιβασμό και διαπραγματεύσεις. Η δεύτερη των Ασιατών Τούρκων, με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπεη, καθώς και την Εσμά Χανούμ (πρώτη γυναίκα του Χουρσίτ) ήθελε τη στρατιωτική λύση της εξόδου προς το Ναύπλιο. Η τρίτη των Αλβανών, με κύριο κριτήριο το Αλβανικό συμφέρον, είχε ήδη έλθει σε απ’ ευθείας ξεχωριστή επαφή με τον Κολοκοτρώνη για την απρόσκοπτη αποχώρησή τους από την πόλη.

Εν όψει των συνεννοήσεων και της επικείμενης πτώσεως της Τριπολιτσάς οι Έλληνες πολιορκητές διετύπωσαν, στις 11 Σεπτεμβρίου, σε ειδική γραπτή συμφωνία τον τρόπο κατανομής των λαφύρων. Τη συμφωνία υπέγραψαν ο Δημ. Υψηλάντης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, ο Παναγιώτης Κρεββατάς και ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου. Η συμφωνία διελάμβανε τις εξής περιπτώσεις

α) Εάν η Τρίπολη παραδινόταν με συνθήκη εκ της λείας οι στρατιώτες θα ελάμβαναν τα 2/3 και το υπόλοιπο 1/3 θα δινόταν στην πατρίδα για τα έξοδα του πολέμου.

β) Αν η πόλη καταλαμβανόταν εξ εφόδου τα 3/4 των λαφύρων θα τα έπαιρναν οι στρατιώτες και το 1/4 η πατρίδα.

γ) Εάν έφευγαν οι Τούρκοι με έξοδο τότε ένας καπετάνιος με 100 στρατιώτες θα έμπαινε στην πόλη και οι υπόλοιποι θα καταδίωκαν τον εχθρό.

Τα λάφυρα της πόλεως και αυτών που θα καταδιώκονταν θα μοιράζονταν όπως στη δεύτερη περίπτωση. Τα κανόνια, το μπαρούτι και ό,τι άλλο ανήκε στην πόλη δεν θα υπολογιζόταν ως λάφυρο. Ένας καπετάνιος και οι γραμματικοί θα τα κατέγραφαν για να μη χαθεί τίποτα Οι οπλαρχηγοί βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να απομακρύνουν τον πρίγκιπα Δημ. Υψηλάντη, όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν με στρατό από τη Λαμία και στόλο στα παράλια της ΑχαÀας και της Κορινθίας να καταστείλουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο.

Ο Δημ. Υψηλάντης ήθελε να διεξαγάγει τον πόλεμο σύμφωνα με τις αρχές του πολεμικού δικαίου αλλά οι οπλαρχηγοί είχαν αποφασίσει την καταστροφή της Τριπολιτσάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπάρχει πλέον έδαφος συμβιβασμού μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων και δεν ήθελαν την παρουσία και την εμπλοκή του πρίγκιπα σ’ αυτά που θα επακολουθούσαν. Ο Υψηλάντης αναχώρησε το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου και άφησε με γραπτή εντολή τοποτηρητή του τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πολιτικό αντιπρόσωπό του τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο.


Διαπραγματεύσεις προς Παράδοση

Στις 12 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και στήθηκε μια σκηνή μπροστά από την πύλη του Αγίου Αθανασίου. Η πρώτη συνάντηση έγινε το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου και ήταν διερευνητική. Από Ελληνικής πλευράς παρευρέθηκαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εκ μέρους του κλήρου, ο Παναγιώτης Κρεββατάς και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης εκ μέρους των προκρίτων, ο Πετρόμπεης, ο Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος και ο Αναγνωσταράς εκ μέρους των στρατιωτικών και ο Αναγνωστόπουλος ως εκπρόσωπος του Υψηλάντη. Οι πολιορκημένοι απέστειλαν οκτώ επιφανείς εκπροσώπους των εντόπιων Τούρκων, των Ασιατών Τούρκων και των Αλβανών.

Οι Έλληνες ζήτησαν από τους Τούρκους να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους. Την επομένη οι Τούρκοι παρουσίασαν τις απόψεις τους σύμφωνα με τις οποίες, προκειμένου να παραδώσουν την πόλη, θα έπρεπε:
  • Να αναχωρήσουν όλοι ασφαλώς με τα όπλα και τα πράγματά τους.
  • Να τους χορηγηθούν 1.800 φορτηγά ζώα για τις οικογένειές τους και τις αποσκευές τους.
  • Να τους εξασφαλισθούν 40 Αγγλικά κατά προτίμηση πλοία, για να μετακινηθούν σε όποιο μέρος της Τουρκίας θα επιθυμούσαν.
  • Οι Έλληνες να πληρώσουν το ναύλο των πλοίων και την τροφή των ανθρώπων και των ζώων μέχρι της επιβιβάσεως.
  • Να τους δοθούν για εγγύηση 18 όμηροι.
Οι Έλληνες κατόπιν τους κοινοποίησαν τους δικούς τους όρους ως εξής:
  • Να παραδώσουν οι Τούρκοι αποχωρούντες όλα τα όπλα.
  • Να τους συνοδεύει Ελληνική φρουρά μέχρι το Ναύπλιο.
  • Να τους δοθούν τα ζητούμενα ζώα επί πληρωμή, προκειμένου να πάρουν μαζί τους μόνο την κινητή ελαφρά περιουσία τους.
  • Να πληρώσουν αποζημίωση 50 εκατομμύρια γρόσια για τα έξοδα του πολέμου και τις καταστροφές που προξένησαν στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Κόρινθο και στο Άργος.
Την 15η και την 16η Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι επανήλθαν με αντιπροτάσεις που δεν έγιναν δεκτές. Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά τις συζητήσεις. «Εμείς τους λέγαμε ν’ αφήσουν τ’ άρματα και να τους μβαρκάρουμε όπου θέλανε και εκείνοι έλεγαν όχι με τ’ άρματα» και καταλήγει απευθυνόμενος στους δικούς του για ν’ ακούσουν οι Τούρκοι. «Τι τα θέλετε αυτά. Αν τ’ άρματά μας τους υποχρεώσουν να ομολογήσουν νικημένο τον εαυτό τους, ας στοχασθούν καλά και ας παραδοθούν. Αν δεν δώσουν τ’ άρματα, τους τα παίρνομε». Οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Έλληνες είχαν φθάσει κάτω από τα τείχη ενώ η άμυνα συνεχιζόταν εντελώς άτονη, με μερικές βολές απελπισίας από τα κανόνια.

Στις 18 Σεπτεμβρίου ο επικεφαλής των Αλβανών Ελμάζ Μπέης και ο Κολοκοτρώνης συμφώνησαν να αποχωρήσουν οι Αλβανοί με τα όπλα τους για την Ήπειρο και να μην πολεμήσουν ξανά τους Έλληνες. Την επομένη οι Αλβανοί έστειλαν στον Κολοκοτρώνη 13 μεγάλα κιβώτια για φύλαξη. Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος είχε μπει στην πόλη, ως σύνδεσμός του με τους Αλβανούς. Η κατάσταση στην άθλια πλέον Τριπολιτσά είχε γίνει αφόρητη και τραγικά γεγονότα εκτυλίσσονταν στα τείχη, στις πύλες και στην πόλη. Πολλοί κάτοικοι (γέροντες, γυναίκες, παιδιά) επιχειρούσαν να εξέλθουν ομαδικά.

Οι Αλβανοί, αφού τους λήστευαν, τους άφηναν να βγουν. Οι Έλληνες τους απωθούσαν προς την πόλη και οι Αλβανοί τους πυροβολούσαν. Πολλοί κατακρημνίζονταν από τα τείχη υπό το κράτος της απελπισίας. Στις 22 Σεπτεμβρίου αποφασίσθηκε να γίνει, την επομένη, μεγάλη συνέλευση στο σεράϊ, στην οποία προσκλήθηκε και ο Φωτάκος.

Η Ορμητική Έφοδος

Εντωμεταξύ η Ελληνική διάταξη στο πεδινό ημικύκλιο είχε προωθηθεί και είχε κλείσει ασφυκτικά πλέον την πόλη. Οι Μεσσήνιοι και Πισινοχωρίτες, με αρχηγούς τον Κεφάλα και τον Παπατσώνη, είχαν αναπτυχθεί από την Παλουκόραχη μέχρι την πύλη του Μιστρά (Σπάρτης). Τα οχυρά τους ονομάζονταν «ταμπούρια του Κεφάλα». Οι Αγιοπετρίτες και οι Τσάκωνες με αρχηγούς τον Κοντάκη, τον Ζαφειρόπουλο και τον Σαράντη είχαν εγκατασταθεί στο ανατολικό και νότιοrανατολικό τμήμα του κλοιού, από το πηγάδι της Βολυμής μέχρι την πύλη του Ναυπλίου.

Μεταξύ των δύο πυλών (Ναυπλίου και Σπάρτης), στη θέση Καταβοθρίτσα (Πετροβούνι), βρισκόντουσαν οι καμπίσιοι Τριπολίτες του Ριζιώτη (χάρτης διατάξεως των Ελλήνων). Στην τάπια της πύλης του Ναυπλίου οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει ισχυρό πυροβολοστάσιο. Έμπροσθεν αυτού βρισκόταν η εκκλησία του αγίου Σωτήρα και περίπου 30 χαλάσματα του χωρίου Αρσενέúκα. Σ’ αυτά τα χαλάσματα πήγαιναν οι Έλληνες, πλησίαζαν τους Τούρκους της τάπιας, αντάλλαζαν τρόφιμα με όπλα, συνομιλούσαν και μερικές φορές ορισμένοι ανέβαιναν στην τάπια (κρεμούσαν δηλαδή οι Τούρκοι ένα σχοινί δεμένο από ένα κανόνι και από αυτό πιάνονταν και ανεβοκατέβαιναν οι Έλληνες).

Στις 23 Σεπτεμβρίου το πρωί, ημέρα Παρασκευή, ανέβηκε στην τάπια, υπό το πρόσχημα της αγοράς όπλων, ο Μανώλης Δούνιας (Τσάκωνας στρατιώτης από το Λεωνίδιο) με μερικούς άλλους. Στα χαλάσματα ενέδρευαν συνεννοημένοι 60 Αγιοπετρίτες και Τσάκωνες. Ο Δούνιας μαζί με αυτούς που ανέβηκαν, σκότωσαν τους Τούρκους της τάπιας (τους Αλβανούς δεν τους πείραξαν), ύψωσαν την Ελληνική σημαία της επαναστάσεως, έστρεψαν ένα πυροβόλο κατά τους σαραγιού και άνοιξαν την πύλη από την οποία εισήλθαν οι Έλληνες που ενέδρευαν.


Η είσοδος σιγά-σιγά γενικεύθηκε, καθώς άνοιξαν και οι πύλες του Σαραγιού και της Σπάρτης, από τις οποίες έσπευσαν να εισέλθουν ο Κεφάλας με τον Παπατσώνη (πύλη Σπάρτης) και ο Δημ. Δεληγιάννης (πύλη Σαραγιού). Το τμήμα από την Κυνουρία κατέλαβε την μεγάλη οικία του Μουσταφά Μπέη, όπου ύψωσε τη σημαία του Σταυρού και εγκατέστησε φρουρά. Οι πολιορκημένοι αιφνιδιάστηκαν και κλείσθηκαν στα σπίτια και στη Μεγάλη Τάπια απ’ όπου αμυνόντουσαν. Δεν άργησε ν’ ανοίξουν και οι υπόλοιπες πύλες από τις οποίες συνέρεαν οι πολιορκητές. Οι Τούρκοι αμύνθηκαν ισχυρά σε μερικά σημεία αλλά η ορμή της εφόδου ήταν τέτοια που τους κατέκλυσε.

Στην μεγάλη τάπια κλείσθηκε το άνθος του Τουρκικού στρατού και αμύνθηκε μέχρι το πρωί της τρίτης ημέρας οπότε, χωρίς τροφή και νερό, αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει με μοναδικό όρο να τους αφήσουν να ζήσουν. Οι στρατιώτες και οι οικογένειές τους (1.500 περίπου) οδηγήθηκαν αρχικά στην οικία Μουσταφά μπέη και κατόπιν στα Λαγκάδια. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν από τον Πλαπούτα, που έσπευσε στην πόλη και τον Φωτάκο και οδηγήθηκαν στην πύλη των Καλαβρύτων, όπου συνάντησαν τον Κολοκοτρώνη και την Μπουμπουλίνα. Στη συνέχεια τους παραδόθηκαν τα κιβώτια που είχαν δώσει για φύλαξη και διανυκτέρευσαν στον Μύτικα.

Στις 24 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν δια της οδού Λεβιδίου - Δάρα - Καλαβρύτων προς Αίγιο, απ’ όπου πέρασαν με Τούρκικα πλοιάρια στην Στερεά για να συνεχίσουν προς Ήπειρο. Από τους 4.000 Αλβανούς, που είχαν έλθει με τον Κεχαγιάμπεη και μερικούς άλλους που προϋπήρχαν στην πόλη, δεν φαίνεται να σώθηκαν πολύ περισσότεροι από τους μισούς καθόσον πολεμούσαν επί πεντάμηνο, σηκώνοντας το βάρος των επιχειρήσεων και πολλοί σκοτώθηκαν μέχρι και την τελευταία στιγμή (300 Αλβανοί είχαν αποκοπεί στο σεράι και σκοτώθηκαν ή κάηκαν μέχρι του τελευταίου κατά την πυρπόληση του παλατιού).

Επί τρεις ημέρες επικράτησε πλήρης ασυδοσία στην πόλη. Οι νικητές επιδόθηκαν μετά μανίας σε σφαγές, πυρπολήσεις και λεηλασίες. Σκοτωμοί και λαφυραγωγία απεικονίζουν ωχρά την κατάσταση. Την τέταρτη ημέρα από της εφόδου και της αλώσεως, δηλαδή την 26η Σεπτεμβρίου, κατόπιν συνεννοήσεως και εντολής των οπλαρχηγών διατάχθηκε, δια κηρύκων, να σταματήσει η αιματοχυσία και να αποκατασταθεί η τάξη στην πόλη. Προς τούτο ορίσθηκαν περίπολοι υπό τους Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και Νικηταρά. Φρικτός ο απολογισμός των σφαγών αλλά όχι απόλυτα ακριβής. Κατά μια εκδοχή φονεύθηκαν 10.000 Οθωμανοί και Εβραίοι ένοπλοι και άοπλοι.

Ο αριθμός όμως πρέπει να είναι μεγαλύτερος γιατί, από τους 35.000 εγκλείστους στην πόλη, γλίτωσαν μόνο οι Χριστιανοί (6.000 - 7.000), οι επιφανείς Τούρκοι και τα χαρέμια (1.000), οι αποκλεισθέντες στην Μεγάλη Τάπια (1.500), οι Αλβανοί (2.000) και ελάχιστοι άλλοι που είχαν κρυφτεί σε υπόγεια και εμφανίστηκαν μετά την τρίτη ημέρα, που είχε αποκατασταθεί η τάξη. Περί τους 40 ένοπλοι Τούρκοι κατόρθωσαν, μέσα στη γενική σύγχυση, ν’ ανοίξουν δίοδο την πρώτη ημέρα προς ανατολάς και να φθάσουν στο Ναύπλιο, όπου μετέφεραν την φοβερή είδηση.

Είχαν συσσωρευτεί τόσα πολλά πτώματα επί των στενών οδών της πόλεως, ώστε το άλογο του Κολοκοτρώνη όταν εισήλθε από την πύλη των Καλαβρύτων δεν πάτησε χώμα από τα τείχη μέχρι το σεράι. Οι Έλληνες είχαν 227 νεκρούς κατά την έφοδο και 146 εντός της πόλεως. Οι Τούρκοι επιφανείς και τα χαρέμια των πασάδων τέθηκαν υπό την προστασία Ελλήνων καπεταναίων και διασώθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Μετά την πυρπόληση του σαραγιού οδηγήθηκαν στην πελώρια οικία και στον κήπο του Μουσταφά μπέη των Πατρών, υπό την προστασία αποσπάσματος του Αναγνωσταρά.

H Πολιορκία της Τριπολιτσάς

Στα μέσα Μαρτίου 1821, λίγες ημέρες αφ' ότου έφτασε η είδηση της εισόδου του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Ηγεμονίες, οι κοινοτικοί άρχοντες της Πελοποννήσου, κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς, καθώς και οι Μανιάτες αρχηγοί, δραστηριοποιήθηκαν για την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Στηριγμένοι στο κύρος που διέθεταν και στον εξουσιαστικό έλεγχο που ασκούσαν στις κοινότητες, κινητοποίησαν τις επαρχίες και ανέλαβαν διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Συγκρότησαν δηλαδή σώματα ενόπλων, αποτελούμενα κατά βάση από τους κάπους που βρίσκονταν στην υπηρεσία τους, και προχώρησαν σε επιθετικές ενέργειες και κυρίως στην πολιορκία των οχυρών.

Ωστόσο, στις πρώτες σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες που έκριναν τη στερέωση της Επανάστασης, όπως ήταν οι μάχες στο Βαλτέτσι (12 - 13 Μαΐου) και τα Δολιανά και τα Βέρβαινα (18 Μαΐου), πρωταγωνίστησαν και διακρίθηκαν ως οπλαρχηγοί οι Πελοποννήσιοι ένοπλοι, παλιοί καπομπασήδες και κατά καιρούς κλέφτες. Τέτοιοι ήταν οι Πλαπουταίοι, οι Πετιμεζαίοι, ο Αναγνωσταράς, ο Σταματελόπουλος κ.ά., με προεξάρχουσα τη φυσιογνωμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η Επανάσταση παρείχε τη δυνατότητα στους ανθρώπους αυτούς, και ιδιαίτερα σε πολεμιστές του κύρους του Κολοκοτρώνη, να αναδειχθούν σε στρατιωτικούς ηγέτες με αυτόνομη πολιτική παρουσία και δύναμη και να διεκδικήσουν κυριαρχικά δικαιώματα στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, πλάι στις παραδοσιακές εξουσιαστικές αυθεντίες του τόπου.

Οι νίκες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά δημιούργησαν νέα δεδομένα για την εξάπλωση της Επανάστασης. Από τη μια, έδειξαν ότι η Επανάσταση στην Πελοπόννησο μπορούσε να έχει θετικές προοπτικές, καθώς απέτυχε η προσπάθεια των Οθωμανών να την καταστείλουν εξορμώντας από την Τριπολιτσά, όπου είχε συγκεντρωθεί το κύριο μέρος των δυνάμεών τους, προς την περιφέρεια της Πελοποννήσου. Από την άλλη, έστρεψαν το βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων των επαναστατών στην Τριπολιτσά. Έως την εποχή εκείνη η πολεμική δράση περιοριζόταν, εξαιτίας της επιμονής των κοτζαμπάσηδων, σε παράκτιες πόλεις και οχυρά, όχι όμως και στο ισχυρό διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο.

Ο Κολοκοτρώνης αντίθετα υποστήριξε τη σημασία που θα είχε η κατάληψη της Τριπολιτσάς για την ευόδωση της Επανάστασης και στις άλλες επαρχίες και οι στρατιωτικές του επιτυχίες στα μέσα Μαΐου τού επέτρεψαν να δοκιμάσει τις ιδέες του. Του έδωσαν την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως πολεμικός ηγέτης και συνομιλητής των ισχυρών εξουσιαστικών ομάδων του τόπου, να "αμφισβητήσει" δηλαδή τη μονοπώληση της διεύθυνσης του πολέμου από τους κοινοτικούς άρχοντες. Βέβαια, ο Κολοκοτρώνης δεν είχε ακόμη τότε αποκτήσει σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα, δεν είχε καν δικό του σώμα ενόπλων.


Αρχιστράτηγος των όπλων της Πελοποννήσου είχε οριστεί, περίπου την ίδια εποχή, στην συνέλευση των Καλτεζών (Μάιος), ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ενώ από τα μέσα Ιουνίου ήταν ο Υψηλάντης που διεκδικούσε αυτή τη θέση. Ο Κολοκοτρώνης όμως ήταν εκείνος που είχε συλλάβει την ιδέα δημιουργίας στρατοπέδου γύρω από την Τριπολιτσά (αρχές Απριλίου 1821) και είχε αναλάβει να πραγματώσει με κάθε τρόπο αυτήν την ιδέα, ιδίως μετά την πρώτη αποτυχημένη μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου). Η αυξανόμενη επιρροή του στις ορεινές επαρχίες της κεντρικής Πελοποννήσου ενισχύθηκε και από την αναγνώρισή του ως αρχιστράτηγου της Καρύταινας από τους κοτζαμπάσηδες της περιοχής, τους Δεληγιανναίους (28 Απριλίου).

Με τις νίκες του στα μέσα Μαΐου πέτυχε την προώθηση των ελληνικών θέσεων εγγύτερα στην Τριπολιτσά, συγκροτώντας ταυτόχρονα το πλέον οργανωμένο στρατόπεδο από όσα έως τότε είχαν συσταθεί στην Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα, ενώ πριν από τις μάχες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά τα Ελληνικά στρατόπεδα γύρω από την Τριπολιτσά βρίσκονταν στα Τρίκορφα, στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι και στα Βέρβαινα, έως το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου οι Ελληνικές θέσεις προωθήθηκαν, ύστερα από μικρές νικηφόρες συγκρούσεις, στους Αγίους Θεοδώρους, τον Άγιο Βλάση, στην Επάνω Χρεπά, στο Στενό και τις Ρίζες, ενώ δημιουργήθηκαν νέες οχυρές θέσεις στον Θάνα και την Αγία Παρασκευή.

Έκτοτε, η πολιορκία της Τριπολιτσάς έγινε περισσότερο ασφυκτική, ιδίως μετά και την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη στα Τρίκορφα στις αρχές Ιουλίου, οπότε και καταλήφθηκαν εγγύτερες θέσεις προς την πόλη και το μεγαλύτερο μέρος των ενόπλων χωρίστηκε σε τέσσερα σώματα με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Μαυρομιχάλη και Γιατράκο. Σημαντική, από επιχειρησιακής πλευράς, ήταν και η δημιουργία της περίφημης Γράνας (τάφρου) έξω από την Τριπολιτσά, ώστε να εμποδιστούν οι έξοδοι Οθωμανικών αποσπασμάτων για την προμήθεια εφοδίων, που κι αυτή ιδέα του Κολοκοτρώνη ήταν.

Η νίκη των Ελλήνων στη θέση αυτή (10 Αυγούστου 1821) ήταν αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της πολιορκίας, καθώς οι πολιορκημένοι ουσιαστικά αποκλείστηκαν μέσα στα τείχη. Από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την κυρίευση της πόλης και κλιμακώθηκαν οι διαπραγματεύσεις, τόσο ανάμεσα στους πολιορκητές και τους πολιορκημένους, για τους όρους παράδοσης, όσο και μεταξύ των πολιορκητών, για τη διανομή των λαφύρων.

Ο Κολοκοτρώνης, από το στρατόπεδό του στα Τρίκορφα, που ήταν το κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων, διηύθυνε με τους ενόπλους του ουσιαστικά αυτός την πολιορκία, παρά το γεγονός ότι ήταν απλώς ο αρχηγός ενός από τα κύρια ένοπλα σώματα γύρω από την Τριπολιτσά και τυπικά βρισκόταν κι αυτός, όπως και οι άλλοι πολεμικοί αρχηγοί, υπό τις διαταγές του Υψηλάντη. Ενδεικτικό ακόμη του κύρους που απολάμβανε ήταν οι χωριστές διαπραγματεύσεις με την Αλβανική φρουρά της πόλης, η συμφωνία στην οποία κατέληξε (18 Σεπτεμβρίου) και, ιδίως, η τήρηση της συμφωνίας, δηλαδή η ασφαλής έξοδος μερικών χιλιάδων Αλβανών ενόπλων στις 23 Σεπτεμβρίου.

Στην διάρκεια των έξι και πλέον μηνών από την έναρξη της Επανάστασης και έως την άλωση της Τριπολιτσάς, πλάι στον Κολοκοτρώνη διακρίθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις κι άλλοι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, όπως οι συγγενείς του Κολοκοτρωναίοι και Πλαπουταίοι, ο επίσης συγγενής του Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Παναγιώτης Κεφάλας, οι Γιατράκοι, οι Φλεσσαίοι, οι Πετμεζαίοι κ.ά. Οι περισσότεροι από αυτούς, που διεκδικούσαν νέους ρόλους στην Επανάσταση, ήταν άνθρωποι δικοί του, τον στήριζαν στις επιλογές του και συνέδεαν μαζί του την προσωπική τους παρουσία και δύναμη.

Ταυτόχρονα, όπως και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, αντλούσαν το κύρος τους από τη δύναμη των όπλων που διηύθυναν, από τους ένοπλους Πελοποννήσιους που τους ακολουθούσαν. Πραγματικά, για πρώτη φορά από την αρχή της Επανάστασης είχαν συγκεντρωθεί τόσο πολλοί, σχεδόν από όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου και ζούσαν πλέον κανονικά στα στρατόπεδα γύρω από την Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης και οι οπλαρχηγοί είχαν κατορθώσει να κινητοποιήσουν τις επαρχίες και να τις εντάξουν στη λογική του πολέμου. Είχαν δηλαδή κατορθώσει να κινητοποιήσουν ανθρώπους μαθημένους μέχρι τότε να μην αφήνουν εύκολα τον τόπο τους, τα χωριά και τις κοινότητες στις οποίες ζούσαν, για να πάνε να πολεμήσουν αλλού.

Βέβαια, στις απαρχές της Επανάστασης η στρατολόγηση γινόταν συχνά, ενώ οι αμαθείς στον πόλεμο και τη ζωή του στρατοπέδου αγρότες το έσκαγαν. Ωστόσο, οι νίκες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά μετέβαλαν την κατάσταση, δημιουργώντας στους ανθρώπους αυτούς νέες παραστάσεις όσον αφορά τις καινούργιες προοπτικές και τις δυνατότητες που έφερνε ο πόλεμος εναντίον των Οθωμανών τους καλλιέργησαν λογής προσδοκίες που τους κινητοποιούσαν, τους έκαναν να ανταποκρίνονται θετικά στα κελεύσματα των οπλαρχηγών, να προσέρχονται και να παραμένουν στα στρατόπεδα, να παίρνουν μέρος άφοβα στις μάχες.

Και δεν έχει τόση σημασία τι μπορεί να ήταν αυτό που αναγνώριζε ο καθένας μέσα από τη συμμετοχή του στην πολιορκία, τι ήταν δηλαδή αυτό που τον κινητοποιούσε (το επαναστατικό φρόνημα, η συμμετοχή στα λάφυρα, η εκδίκηση ή η απελπισία), όσο το γεγονός καθ` εαυτό της μαζικής κινητοποίησης και συμμετοχής στον πόλεμο. Το γεγονός ήταν ότι ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί έφτιαχναν τον καιρό εκείνο το στρατό της Επανάστασης, μετέτρεπαν τους χωρικούς σε πολεμιστές, οργάνωναν στρατιωτικά την κοινωνία της εποχής, την έκαναν να πιστεύει στον πόλεμο και να μπορεί να τον αναλάβει και τούτο ήταν σημαντικό από μόνο του.

Έτσι, από τον Απρίλιο του 1821, που άρχισε η πολιορκία της Τριπολιτσάς, μέχρι και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, που κατελήφθη η πόλη, γεννήθηκε το "στρατιωτικό" της Επανάστασης. Τότε φάνηκε, δηλαδή, ότι η Επανάσταση είχε αρχίσει να γίνεται στρατιωτική υπόθεση, υπόθεση των στρατιωτικών και τούτο σε βάρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και των προυχοντικών οικογενειών που είχαν φτιάξει αυτόν τον θεσμό, είχαν αναλάβει από την αρχή οι ίδιοι τα της Επανάστασης και πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό θα έλεγχαν την εξουσία στη νέα κατάσταση.


Στις νέες συνθήκες του πολέμου, όπου αξιοδοτούνταν τα όπλα και καταξιώνονταν οι φορείς τους, φτιαχνόταν μια νέα κοινωνικοπολιτική αυθεντία, ο Πελοποννήσιος στρατιωτικός αρχηγός, και μια νέα κοινωνικοπολιτική κατηγορία, το "στρατιωτικό" της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα να επαναπροσδιοριστούν έκτοτε οι σχέσεις δύναμης και εξουσίας στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Η Πελοπόννησος, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, δεν είχε την εμπειρία του πολέμου. Ο γενικευμένος πόλεμος ήταν έξω από τη ζωή και τη μνήμη των ανθρώπων του τόπου.

Είχε περάσει περισσότερο από αιώνας από τις επιχειρήσεις ανακατάληψης της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς (1715), ενώ ελάχιστοι είχαν ζήσει τις, μικρής άλλωστε κλίμακας, επιχειρήσεις των Ορλοφικών (1770). Οι Πελοποννήσιοι της εποχής λοιπόν δεν είχαν ποτέ τους πολεμήσει. Ακόμη περισσότερο, η πλειονότητα των ραγιάδων δεν ήξερε από όπλα, δεν κατείχε τέτοια και συνεπώς δεν γνώριζε τη χρήση τους. Μάλιστα, οι αγροτικοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν με δέος τις ένοπλες ομάδες των κάπων, οι οποίοι, στην υπηρεσία των ισχυρών κοινοτικών αρχόντων, περιφέρονταν στα χωριά για να επιβλέπουν τη διαδικασία είσπραξης των φόρων και απόδοσης των προσόδων, αλλά και για να κυνηγήσουν τους κλέφτες και τους κάθε λογής απείθαρχους.

Με δέος, επίσης, οι ραγιάδες άκουγαν και διηγούνταν ιστορίες για τους κλέφτες και με φόβο τους αντιμετώπιζαν όσα χωριά βρίσκονταν στο χώρο των δραστηριοτήτων τους. Όλα τούτα, τα κλέφτικα και τα καπιλίκια, η ζωή και η ενασχόληση με τα όπλα γενικότερα, ήταν για τους λίγους, όχι για τους πολλούς. Τούτοι οι τελευταίοι γνώριζαν καλά ότι το παιχνίδι της εξουσίας ανάμεσα στους λογής ενόπλους, τις περισσότερες φορές κατέληγε σε βάρος τους και φρόντιζαν να μένουν μακριά από αυτό. Ταυτόχρονα, στην πλειονότητά τους οι κάτοικοι ζούσαν τη ζωή τους μακριά από τις ιδεολογικές διεργασίες και τις προετοιμασίες της Φιλικής Εταιρείας και το σχέδιο που εξυφαινόταν στους κόλπους της.

Έτσι, και παρά την οπωσδήποτε επιτυχημένη προπαγάνδα των απεσταλμένων της Φιλικής Εταιρείας τον τελευταίο χρόνο πριν από την Επανάσταση, οι πολλοί όχι μόνο δεν ήταν προετοιμασμένοι να ζήσουν σε συνθήκες γενικευμένου πολέμου, αλλά και δεν είχαν καν διανοηθεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν να συμβεί στους ίδιους και στον τόπο τους. Η πραγματικότητα αυτή δέσμευε ασφαλώς το πώς και από ποιους θα ξεσπούσε η Επανάσταση. Έτσι, τους πρώτους μήνες του 1821, τους σχεδιασμούς και τις προετοιμασίες για τον πόλεμο τα είχαν αναλάβει και τα διαχειρίζονταν οι κοινοτικές ιεραρχίες. Οι προύχοντες του τόπου, με τους ενόπλους που είχαν τότε στην υπηρεσία τους, βάλθηκαν να οργανώσουν το "γενικό ξεσηκωμό".

Έφτιαξαν έτσι "Οργανισμούς", "Γερουσίες", "Κονσολάτα" και "Εφορείες", με σκοπό να συλλέξουν πολεμικό υλικό και κυρίως να στρατολογήσουν, να συστήσουν στρατόπεδα, με άλλα λόγια να φτιάξουν το στρατό της Επανάστασης. Με την πειθώ ή με τη φοβέρα και την απειλή, μοιράζοντας πραγματοποιήσιμες ή και απατηλές, τις περισσότερες φορές, υποσχέσεις, οι τοπικές αρχηγεσίες επιδόθηκαν στο δύσκολο έργο να μάθουν την κοινωνία της εποχής να ζει σε συνθήκες πολέμου. Για να το πούμε αλλιώς: ηγήθηκαν μιας κίνησης που απέβλεπε στη "στρατιωτικοποίηση" της κοινωνίας.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι ένοπλοι του τόπου, παλιοί κάποι και κατά καιρούς κλέφτες, βρίσκονταν στην υπηρεσία των μεγάλων προυχοντικών οικογενειών που είχαν, όπως προαναφέρθηκε, την ευθύνη τής κατά τόπους οργάνωσης και της διεξαγωγής του πολέμου. Αυτοί οι Πελοποννήσιοι ένοπλοι, διαφορετικά από ό,τι συνέβαινε με τους αρματολούς της Ρούμελης, δεν αποτελούσαν κυριαρχική δύναμη στην Πελοπόννησο, οι επαρχίες της οποίας ελέγχονταν από τους κοτζαμπάσηδες.

Η Πελοπόννησος ήταν "χώρα", δηλαδή ήταν ένας πολιτικά και διοικητικά αυτόνομος και ενοποιημένος κοινωνικός χώρος, καλά οργανωμένος, με ισχυρούς πολιτικούς θεσμούς και ιεραρχίες, τις μεγάλες προυχοντικές οικογένειες, που είχαν πολιτική εμπειρία και οικονομική δύναμη, ασκούσαν εξουσίες και είχαν κύρος και επιρροή στις επαρχίες. Οι προύχοντες εισέπρατταν τις προσόδους των επαρχιών και με τα έσοδα που αποκόμιζαν προσλάμβαναν οπλαρχηγούς και συγκροτούσαν στρατιωτικά σώματα τα οποία έλεγχαν και μισθοδοτούσαν οι ίδιοι.

Οι οπλαρχηγοί αυτοί, μυημένοι αρκετοί στη Φιλική Εταιρεία, άνθρωποι με πολεμικές δεξιότητες, γνώστες του χώρου και των ανθρώπων του, είχαν λοιπόν τη δυνατότητα και βάλθηκαν εξαρχής, ενεργώντας στην υπηρεσία των προυχόντων, να κινητοποιήσουν, να προετοιμάσουν και να οργανώσουν τις κοινότητες για πόλεμο. Ωστόσο, καθώς η παρουσία των οπλαρχηγών κρινόταν απαραίτητη, οι νέες συνθήκες του πολέμου, η θέση τους πολύ γρήγορα επρόκειτο να αναβαθμιστεί.
Ήδη από τις απαρχές της Επανάστασης, έξω από τα πολιορκημένα κάστρα, στα στρατόπεδα των επαναστατών και στα πεδία των μαχών.

Νέες κοινωνικές σχέσεις άρχισαν να καλλιεργούνται ανάμεσα στους ανθρώπους των όπλων και στους στρατολογημένους αγροτικούς πληθυσμούς σχέσεις που διέπονταν από τις αξίες και τις αρχές των νέων μορφών συλλογικής οργάνωσης και δράσης τις οποίες γεννούσαν οι έκτακτες συνθήκες και ανάγκες του πολέμου. Βέβαια, η σύσταση των πρώτων στρατοπέδων ακολουθεί αρχικά μορφές οργάνωσης που προσιδιάζουν σε μια κοινωνία οργανωμένη στη βάση των δεσμών συγγένειας και της τοπικότητας.

"Οι Έλληνες εις την αρχήν της επαναστάσεως αυτομάτως εσυναθροίζοντο εις τα στρατόπεδα καθ' ομάδας, οικογενείας, χωρία και κατ' επαρχίας. Κάθε χωρίον είχε ιδικόν του καπετάνιον, και δεν επαραχώρει εις κανένα άλλον την αρχηγία, ούτε οι γείτονές των ακολούθουν άλλον τινά. Τότε ως επί το πλείστον ήσαν ομάδες συγγενικαί".

Αρχικά, μόνο στους Μανιάτες φαίνεται ότι παραχωρούνταν η αρχηγία, ωστόσο σιγά σιγά άρχισαν να αναγνωρίζονται όσοι διακρίνονταν στη μάχη. Στα στρατόπεδα και τα πεδία του πολέμου οι άνθρωποι μοιράζονταν δυνατές και πρωτόγνωρες εμπειρίες, μάθαιναν να αναμετριούνται με το φόβο και δοκίμαζαν τις αντοχές τους. Στους χώρους αυτούς, λοιπόν, άρχισαν να αναπτύσσονται ισχυροί δεσμοί αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης ανάμεσά τους και οι άπειροι στον πόλεμο χωρικοί συνδέονταν με σχέσεις πίστης και αφοσίωσης προς τους εμπειροπόλεμους οπλαρχηγούς τους. Αυτοί οι τελευταίοι προσπαθούσαν, και σε ένα βαθμό το κατόρθωναν, με το καλό ή με το άγριο να μετατρέψουν τους φοβισμένους και απείθαρχους χωρικούς σε πολεμιστές:


"Ο Κολοκοτρώνης εις Χρυσοβίτσι είχε συνήθειαν κάθε δύο ημέρας να κατεβάζη τους στρατιώτας κάτω εις τον κάμπον, να βάλλη τους υπασπιστάς του να τους μετρούν, να τους ομιλή και να τους λέγη να κάμουν ανά δύο δύο διάφορα κινήματα με τα ντουφέκια των και πώς να φέρωνται, να τους εμψυχώνη, να τους κάμη να γνωρίζονται και να αγαπώνται και να πονούνται αναμεταξύ των όταν έβλεπεν ο ένας τον άλλον, μάλιστα έσταιναν όπως οι τακτικοί τα τουφέκια των όλα μαζί πυραμίδας, έπαιζαν, ωμιλούσαν, έριχναν τo λιθάρι, εχόρευαν επήδαγαν και έπειτα με μίαν φωνήν τους επανέφερε πάλιν εις τα άρματα".

Στα στρατόπεδα, και ιδίως γύρω από την Τριπολιτσά μάθαιναν να πολεμούν, να μη διαλύονται μπροστά στις πρώτες δυσκολίες και, κυρίως, να υπακούουν τους σωματάρχες τους και να εκτελούν τις διαταγές τους. Ακόμη, μάθαιναν κανόνες και αρχές κοινωνικής συνύπαρξης εντελώς διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους είχαν μάθει έως τότε να ζουν: η κατοχή και η καθημερινή χρήση των όπλων, οι νέοι αξιακοί κώδικες που συναρτώνται με αυτά, η πειθαρχία και ο καταμερισμός ρόλων και αρμοδιοτήτων μιας οιονεί στρατιωτικής ζωής, δηλαδή οι νέες ιεραρχίες που συστήνονταν και νομιμοποιούνταν πρωτίστως βάσει των πολεμικών δεξιοτήτων.

Όλα τούτα ήταν πράγματα που δεν αντλούσαν από την παράδοση των κοινοτικών θεσμών, ήταν πράγματα καινούργια, που άνοιγαν, με τη σειρά τους, νέες προοπτικές για τούς επαναστάτες και τους οπλαρχηγούς τους. Οι πολεμικές δεξιότητες, παραδείγματος χάριν, καθώς αναγνωρίζονταν ως οι μέγιστες αξίες στις νέες αυτές συνθήκες ζωής των ανθρώπων, καταξίωναν τους φορείς τους στις συνειδήσεις των υπολοίπων, και βεβαίως αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, μέσον επίδειξης και εμπέδωσης ισχύος και επιβολής ανάμεσά τους. Στις συνθήκες του πολέμου, οι κανονικότητες των αγροτικών πληθυσμών είχαν διαταραχθεί, πολλοί από τους καταναγκασμούς της προηγούμενης ζωής τους εξέλιπαν πλέον και νέες μέριμνες και υποχρεώσεις τους είχαν αντικαταστήσει.

Οι Τούρκοι ήταν κλεισμένοι στα κάστρα και οι κοινοτικοί θεσμοί και εξουσίες, τώρα πια, μέσα στην αναστάτωση, τις νέες προτεραιότητες και τις ανάγκες που γεννούσε ο πόλεμος, δεν λειτουργούσαν όπως παλιά, είχαν αποσταθεροποιηθεί. Πολλοί λοιπόν ήταν αυτοί που εγκατέλειπαν τα σπίτια και τις οικογένειες τους για τα στρατόπεδα, που άφηναν πίσω το φοροεισπράκτορα και τα χρέη τους ακολουθώντας κάποιον οπλαρχηγό. Αρχικά, το έκαναν πιθανά από φόβο, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς ή γιατί δεν είχαν και τίποτα να χάσουν και αναζητούσαν κάποιες νέες ευκαιρίες.

Εκεί πάντως, στα στρατόπεδα, ένιωθαν κατά κάποιον τρόπο ελεύθεροι, και βέβαια ήταν οπλισμένοι, στην αρχή μόνο με μαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και στη συνέχεια με τα όπλα των αντιπάλων τους, τα οποία κέρδιζαν στη μάχη, γεγονός που τους έδινε μια αίσθηση δύναμης, τους έκανε να έχουν μιαν άλλη εικόνα για τον εαυτό τους και για τον κόσμο γύρω τους. Οι φήμες πάλι, που οργίαζαν εκείνη την εποχή για τις μεγάλες περιουσίες των Τούρκων στις οχυρωμένες πόλεις και στα κάστρα, και ιδίως στην Τριπολιτσά, τους κινητοποιούσαν, όπως και η προπαγάνδα των Φιλικών για τη διανομή των χωραφιών που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι.

Η προσκόλληση σε κάποιο δυνατό οπλαρχηγό, ο οποίος θα μπορούσε να τους τα προσφέρει όλα τούτα, ήταν κίνητρο ζωής για τους ανθρώπους της εποχής, που τους έκανε να ακολουθούν πιστά τους αρχηγούς τους, να δένονται μαζί τους και να τους εμπιστεύονται τις τύχες τους. Κυρίως, όμως, οι οπλισμένοι χωρικοί, μπροστά στο φόβο του πολέμου, αναγνώριζαν στον οπλαρχηγό εκείνον που θα μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη τους, να τους προστατέψει. Από τη στιγμή μάλιστα που εντατικοποιήθηκε η διαδικασία της στρατολόγησης και πολλοί χωρικοί ζούσαν πλέον ως πολεμιστές στα στρατόπεδα, όπως συνέβη από ένα σημείο κι έπειτα στην Τριπολιτσά.

Όλο και περισσότερο συνέδεαν τη ζωή τους και τη μοίρα τους με τους οπλαρχηγούς τους, τους οποίους άρχιζαν να αναγνωρίζουν πλέον ως νέους αρχηγούς τους, νέους προστάτες και ευεργέτες τους. Από την άλλη πλευρά, οι οπλαρχηγοί, που διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη στρατολόγηση και τις πολεμικές επιχειρήσεις, ενέπνεαν εμπιστοσύνη και προκαλούσαν το σεβασμό των ανθρώπων που οδηγούσαν στις μάχες, οι οποίοι αναγνώριζαν σ' αυτούς το δεινό πολεμιστή, αυτόν που γνωρίζει να χειρίζεται τα όπλα και να δίνει λύσεις στις δύσκολες στιγμές, που δεν φοβάται τον εχθρό, μπορεί να κρατήσει τη θέση του απέναντι του και να τον αντιμετωπίσει ως ίσος προς ίσον.

Έτσι, οι οπλαρχηγοί δεν άργησαν να αποκτήσουν δύναμη, να αισθάνονται και οι ίδιοι δυνατοί στο "φυσικό" τους περιβάλλον που ήταν ο πόλεμος. Με άλλα λόγια, στους ανθρώπους αυτούς άρχισε να καλλιεργείται η αίσθηση ότι θα μπορούσαν να αποδεσμευτούν από τους παλιούς πάτρωνές τους, τους προύχοντες, και να διεκδικήσουν πλέον νέους, αυτόνομους ρόλους στην Επανάσταση. Ο πόλεμος, με τη μεγάλη κοινωνική σύγχυση και το κενό εξουσίας που είχε προκαλέσει στις επαρχίες της Πελοποννήσου, συνιστούσε μια ρευστή κατάσταση που κυοφορούσε αλλαγές στη ζωή, τις αντιλήψεις και τις σχέσεις των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι της εποχής είχαν αυτήν την αίσθηση της ανατροπής στη ζωή τούς, το παλιό και το σταθερό, ότι κι αν σήμαινε για τον καθένα, δεν υφίστατο, προς το παρόν τουλάχιστον, και αυτό τους δημιουργούσε μεγάλη ανασφάλεια. Ο κόσμος, στον οποίο είχαν μάθει να αναγνωρίζουν και να αποδίδουν ρόλους στον εαυτό τους και τον άλλο, δεν ήταν, τώρα, ο ίδιος με πριν. Ακόμη και η αίσθηση που είχαν για το χρόνο οι άνθρωποι είχε αρχίσει να αλλάζει, από το μακρό, σχεδόν ακίνητο χρόνο και την κανονικότητα της ποιμενικής και αγροτικής ζωής, ζούσαν τώρα μέσα στη δίνη του πολέμου και του επαναστατικού πυρετού, όπου τα γεγονότα διαδέχονταν γρήγορα το ένα το άλλο.

Το ίδιο και τα συναισθήματα, οι εμπειρίες και οι προκλήσεις που καθημερινά είχαν να αντιμετωπίσουν. Είχαν λοιπόν οι άνθρωποι την αίσθηση του ρευστού παρόντος και του ασχημάτιστου όσο και αβέβαιου μέλλοντος, που τους έκανε να φοβούνται, αλλά και τους έδινε, ταυτόχρονα, μια πρωτόγνωρη αίσθηση δύναμης και ελευθερίας. Στα στρατόπεδα των επαναστατών, λοιπόν, οι παλιές ιεραρχίες και οι καταναγκασμοί των κοινοτικών θεσμών έχαναν μεγάλο μέρος της ισχύος τους και νέες ξεπρόβαλλαν, οι στρατιωτικοί αρχηγοί, που πρωταγωνιστούσαν στον πόλεμο, προσεταιρίζονταν τις κοινότητες, αποκτούσαν τους "δικούς τους" ανθρώπους κι άρχισαν έτσι να διαμορφώνουν το δικό τους χώρο.


Με άλλα λόγια, τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, στα στρατόπεδα που βρίσκονταν έξω από τα πολιορκημένα κάστρα, συστήνονταν νέες σχέσεις εξουσίας, οι οποίες εγκαθιδρύονταν ως σχέσεις προστασίας ανάμεσα στον παλιό κάπο και κλέφτη, που διεκδικούσε να γίνει στρατιωτικός ηγέτης, και τις εξεγερμένες πλέον κοινότητες που μάθαιναν ένα νέο τρόπο ζωής, σχέσεις που, στις νέες αυτές συνθήκες, δεν διαμεσολαβούνταν αναγκαστικά από την παρουσία των προυχόντων, των παλιών αφεντάδων και των μεν και των δε, και εκ των πραγμάτων διαρρήγνυαν τους μακρόχρονους δεσμούς αυτών των τελευταίων με τους κοινοτικούς πληθυσμούς και έθεταν έτσι υπό αίρεση τις παραδοσιακές σχέσεις και θεσμούς εξουσίας.

Κοντολογίς, η ένταξη των ανθρώπων του 1821 στις νέες μικροκοινωνίες και ιεραρχίες των στρατοπέδων είχε αποτέλεσμα τη διατάραξη μακραίωνων πολιτικών ισορροπιών, την άρση πολλαπλών δεσμεύσεων και εξαρτήσεων, βάσει των οποίων είχαν οργανωθεί και λειτουργούσαν μέχρι τότε οι κοινοτικοί δεσμοί στην Πελοπόννησο. Oι δυναμικές αμφισβήτησης των σχέσεων εξουσίας που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται μετά τις μάχες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά και τη συστηματοποίηση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τον Θ. Κολοκοτρώνη, ενισχύθηκαν από την άφιξη στην Πελοπόννησο του Δημήτριου Υψηλάντη (21 Ιουνίου) και την απαίτησή του να αναλάβει, ως πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου της Αρχής, τη γενική διεύθυνση του Αγώνα.

Με το άκουσμα της έλευσης του πρίγκιπα από τη Ρωσία, ο ενθουσιασμός συνεπήρε τους εξεγερμένους Χριστιανούς που πήραν δυναμικά το μέρος του στις πρώτες διαφωνίες με τους κοτζαμπάσηδες στα τέλη Ιουνίου (Βέρβαινα) και στις αρχές Ιουλίου (Ζαράκοβα). Ο Υψηλάντης έκανε λοιπόν ηγεμονική εμφάνιση στην Πελοπόννησο, παρουσιάστηκε ως ο "αρχηγός" των εξεγερμένων, διεκδίκησε για τον εαυτό του το ρόλο του ισχυρού και αναγνωρισμένου ηγέτη τους στην Επανάσταση και υιοθέτησε τα στρατιωτικά σχέδια του Κολοκοτρώνη για τη σημασία της πτώσης της Τριπολιτσάς.

Οι περισσότεροι από τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου τάχθηκαν στο πλευρό του Υψηλάντη, του προσέφεραν, αρχικά τουλάχιστον, την υποστήριξη τους στις αντιδικίες του με τους προύχοντες και από την 1η Ιουλίου τον αναγνώρισαν ως αρχηγό της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και από κοινού ανέλαβαν την οργάνωση της. Έκτοτε, ο Υψηλάντης μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τους Πελοποννήσιους ενόπλους διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιορκία και την κυρίευση της πόλης, ήλεγχαν τα στρατεύματα και κατηύθυναν τις κινήσεις τους, αντιπροσώπευαν τους πολιορκητές στις συνομιλίες και διαπραγματεύσεις, με άλλα λόγια αναγνωρίζονταν πλέον ως στρατιωτικοί αρχηγοί.

Ως τέτοιοι οι οπλαρχηγοί συμμετείχαν και στην κατανομή των λαφύρων, όταν έπεσε η πόλη, γεγονός που τους επέτρεψε να ισχυροποιήσουν ακόμη περισσότερο τη θέση τους στην Επανάσταση. Τα λάφυρα τους προσέφεραν τη δυνατότητα να στρατολογούν και να διαθέτουν δικούς τους ενόπλους, αφού θα μπορούσαν πλέον να τους μισθοδοτούν οι ίδιοι. Ακόμη περισσότερο, τώρα που είχαν φύγει οι Οθωμανοί και είχαν κλειστεί στα κάστρα, οι Πελοποννήσιοι ένοπλοι θα μπορούσαν, δια των ενόπλων τους και με τα λάφυρα που είχαν αποκομίσει, να ελέγχουν τις επαρχίες ιδιοποιούμενοι τις προσόδους και εισπράττοντας τους φόρους τους.

Γι' αυτούς του ανθρώπους, όπως και για τους προύχοντες εξάλλου, το ζήτημα της εξουσίας στην Επανάσταση αφορούσε το ποιος θα ελέγχει τα όπλα και θα διαχειρίζεται τις κοινότητες ως προς την πολιτική και οικονομική οργάνωση και διεξαγωγή του πολέμου. Οι Πελοποννήσιοι ένοπλοι διαμόρφωναν έτσι, εκείνη την εποχή, τους υλικούς όρους ανάδειξης και αναπαραγωγής τους ως αυτόνομης στρατιωτική και πολιτικής δύναμης στην Επανάσταση. Ήδη στην κεντρική ορεινή Πελοπόννησο είχαν προκληθεί σημαντικές ανακατατάξεις στις σχέσεις τοπικής δύναμης και εξουσίας ανάμεσα στους ανθρώπους των όπλων και τους προύχοντες.

Ο Κολοκοτρώνης και οι συγγενείς του Πλαπουταίοι είχαν διαμορφώσει ζώνες επιρροής στην Καρύταινα και ασκούσαν τον έλεγχο σε σημαντικά τμήματα της επαρχίας, γεγονός το οποίο θα επέτρεπε στον πρώτο, λίγο μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, να στρατολογήσει και να εκστρατεύσει στην Πάτρα επικεφαλής δικού του στρατιωτικού σώματος. Ο Κολοκοτρώνης είχε ισχυρές διασυνδέσεις στην εν λόγω επαρχία από την εποχή που ήταν καπόμπασης. Το ίδιο συνέβαινε και με τους συγγενείς του Πλαπουταίους, επίσης ισχυρούς καπομπασήδες της ίδιας επαρχίας, που ήλεγχαν από παλιά τα χωριά της Λιοδώρας.

Τα ήδη δημιουργημένα αυτά δίκτυα σχέσεων ενεργοποιήθηκαν και ενδυναμώθηκαν στις νέες συνθήκες του πολέμου, με αποτέλεσμα να ανατραπούν παραδοσιακές ισορροπίες και να αρχίσουν να μεταστρέφονται οι τοπικοί συσχετισμοί δύναμης υπέρ των στρατιωτικών και σε βάρος της μεγάλης προυχοντικής οικογένειας των Δεληγιανναίων. Όταν έπεσε η Τριπολιτσά (23 Σεπτεμβρίου), ο Κολοκοτρώνης μαζί με τους Πελοποννήσιους ενόπλους "πάτησε το πόδι του" στην πόλη ως θριαμβευτής και νέος κατακτητής. Και το γεγονός τούτο συμβόλιζε τη μεγάλη δύναμη που άρχιζαν πλέον να αποκτούν στην Επανάσταση οι παλιοί κάποι και κλέφτες της Πελοποννήσου.

Η Επανάσταση και ο πόλεμος έφτιαχναν τότε ένα νέο τύπο ηγέτη: τον Πελοποννήσιο ένοπλο, στον οποίο προσφερόταν η δυνατότητα να αποδεσμευτεί από την επιρροή των παλιών πατρώνων του, να καταξιωθεί μέσα από τη συμμετοχή και την προσφορά του στον πόλεμο, να αποκτήσει ιδιαίτερη κοινωνική παρουσία και πολιτικό βάρος και να διεκδικήσει έτσι ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση ως στρατιωτικός αρχηγός.

Οι Τούρκοι σε Απόγνωση

Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον Καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη. Κατά τον Τρικούπη, η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα. Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού έμαθαν ότι ηττήθηκε στα Βασιλικά η βοήθεια που ερχόταν από ξηράς.


Αλλά οι μεν, περί τον Κεχαγιάμπεη, Οθωμανοί της Ασίας πρότειναν έξοδο και διαφυγή προς το Ναύπλιο, οι Αλβανοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν κατά την έξοδο (ξέροντας μάλιστα ότι αν έφευγαν οι υπόλοιποι θα έρχονταν εύκολα σε συμφωνία με τους Έλληνες), οι δε εντόπιοι Τούρκοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια των οικογενειών τους και ήταν συνεπώς υπέρ ενός συμβιβασμού, βασιζόμενοι και στις σχέσεις τους με τους Έλληνες προκρίτους. Οι Ασιάτες και οι Αλβανοί δεν είχαν οικογένειες να φροντίσουν. Εν τω μεταξύ οι Αλβανοί έκαναν μαύρη αγορά τροφίμων και νερού και πήραν τους καθυστερούμενους μισθούς τους, αφού απέκλεισαν τον Κεχαγιάμπεη στο σαράι του.

Οι δε Έλληνες πολιορκητές είχαν φτάσει «επ’ ελπίδι λαφυραγωγίας» τις 15.000 και κάποιοι απ’ αυτούς πουλούσαν τη νύχτα εφόδια στους πολιορκημένους. Οι Έλληνες έδιναν στους πολιορκούμενους τρόφιμα και έπαιρναν όπλα. Οι οπλαρχηγοί έβλεπαν αυτές τις συναλλαγές αλλά έκαναν τα στραβά μάτια γιατί οι περισσότεροι Έλληνες ήταν άοπλοι. Όπως λέει ο Φωτάκος, μερικοί πολεμούσαν "με τη βουκέντρα του βοδιού τους". Οι υπέρ του συμβιβασμού Τούρκοι υποκίνησαν τις γυναίκες, κάτι που συνηθιζόταν στους Οθωμανούς σε περιόδους κρίσεως, κι έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου συγκεντρώθηκαν αυτές κάτω από το σαράι και απαιτούσαν έντονα συμβιβασμό γιατί πέθαιναν από την πείνα και την δίψα.

Σε σύσκεψη που έγινε αμέσως μετά, ο Κεχαγιάμπεης αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι αποφασίστηκε να γίνουν προς τους Έλληνες προτάσεις συμβιβασμού μέσω των αρχιερέων και προεστών που κρατούνταν ως όμηροι στην Τρίπολη.

Οι Όμηροι

Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι ήταν στην αρχή απλώς σε περιορισμό μέσα στην πόλη. Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι αφόπλισαν και φυλάκισαν δεκαοκτώ σωματοφύλακες των ομήρων που είχαν μπει μαζί τους στην πόλη και στις 16 Απριλίου αποκεφάλισαν τον ανιψιό ενός προεστού και έναν από τους ανθρώπους τους ως συνεννοούμενους με τους πολιορκητές. Αμέσως μετά το πλήθος των Τούρκων όρμησε κατά των ομήρων αλλά αποκρούστηκε από την φρουρά. Στις 17 οι όμηροι φυλακίστηκαν «εις καθησύχασιν του όχλου» αλλά την επομένη δολοφονήθηκαν οι δεκαοκτώ σωματοφύλακες προκειμένου να ελευθερωθεί η αλυσίδα στην οποία ήταν δεμένοι ώστε στη συνέχεια να δεθούν σ' αυτήν οι ιερωμένοι.

Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν τους αποφυλάκισαν οι Τούρκοι για να τους χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις, είχε πεθάνει ήδη ένας μητροπολίτης και ένας διάκονος. Έξι ακόμη πέθαναν αμέσως μετά την αποφυλάκιση σε μια μόνο μέρα και δύο ύστερα από λίγο. Οι Τούρκοι δικαιολογήθηκαν ότι τους είχαν φυλακίσει για να τους προστατεύσουν από τον όχλο και τους υπαγόρευσαν επιστολές προς τους πολιορκητές. Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πλησιάζει η κατάληψη της πόλης, έδειξαν μεταμέλεια για τη μεταχείριση των ομήρων και άρχισαν να περνούν έξω από τη φυλακή, να τους χαιρετούν και να τους επισκέπτονται.

Ζήταγαν απ' τους φυλακισμένους να μη δείξουν μνησικακία γιατί ό,τι συνέβη ήταν "ταξιράτι" (πεπρωμένο) και ζήταγαν να πουν καλά λόγια γι' αυτούς.

Οι Επίσημες Διαπραγματεύσεις

Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν με επιστολές, αλλά αυτές ήταν απειλητικές περισσότερο παρά συμβιβαστικές. Οι Τούρκοι καλούσαν τους Έλληνες να καταθέσουν τα όπλα και να επικαλεστούν το έλεος του Σουλτάνου, διαφορετικά θα πωλούνταν όπως άλλοτε πουλήθηκαν οι Σέρβοι προς τρία γρόσια ο άνθρωπος. Ρωτούσαν τέλος τι ζητούσαν. Οι Έλληνες απάντησαν ότι διασφαλίζουν τη ζωή και την τιμή των Τούρκων και ότι τους επιτρέπουν να μεταβούν αλλού. Οι Τούρκοι ζήτησαν συνάντηση πληρεξουσίων, οι πολιορκητές συμφώνησαν και έγινε ανακωχή. Αμέσως ξεχύθηκε πλήθος πεινασμένων γυναικών και παιδιών από την πόλη. Οι Αλβανοί που στέκονταν στις πύλες τους απογύμνωναν από ό,τι είχαν.

Οι Έλληνες δέχτηκαν τους πρώτους που βγήκαν, αλλά τουφέκιζαν και απωθούσαν το δεύτερο κύμα εξερχομένων. Ταυτόχρονα όμως τους απωθούσαν και οι Τούρκοι πυροβολώντας από τα τείχη. Τελικά αφέθηκαν όσοι είχαν βγει από τα τείχη να μένουν στα μετόπισθεν του στρατοπέδου, στον δρόμο προς Καλάβρυτα και να διατρέφονται όπως μπορούσαν. Στις 15 Σεπτεμβρίου στήθηκε σκηνή στην πεδιάδα έξω από την πόλη, κατά τον Άγιο Αθανάσιο, όπου προσήλθαν οι πληρεξούσιοι των τριών φατριών για διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Η Ελληνική πλευρά επανέλαβε τις προηγούμενες απαιτήσεις της και οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη για συνεννοήσεις.

Έγινε και δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία οι Τούρκοι ζήτησαν να τους δοθούν 1800 ζώα για να μεταφερθούν ένοπλοι στους Μύλους του Ναυπλίου και 40 Ευρωπαϊκά πλοία για να τους περάσουν σε ασφαλή τόπο. Οι Έλληνες δέχτηκαν την μεταφορά των Τούρκων με τα πλοία, αλλά αόπλων. Δήλωσαν ότι τους άφηναν την (κινητή) περιουσία τους, αλλά ζητούσαν πενήντα εκατομμύρια γρόσια για την καταστροφή της Πελοποννήσου και ως πολεμική αποζημίωση. Σε τρίτη συνάντηση δεν επήλθε συμφωνία και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.

Οι Ιδιωτικές Συμφωνίες

Δεδομένου ότι οι Αλβανοί εν γένει θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, Σουλιώτες απεσταλμένοι -σύμμαχοι πλέον του Αλή- πρότειναν να συναφθεί χωριστή συμφωνία με τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Έτσι και η άμυνα της πόλης θα αποδυναμωνόταν και ο Αλής θα ενισχυόταν απ’ αυτούς στον αγώνα του κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, προς όφελος της Επανάστασης. Οι Έλληνες δέχθηκαν ευχαρίστως το σχέδιο και οι Αλβανοί επίσης. Ο Ελμάσμπεης ήλθε σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη, οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και όλη τους την αποσκευή, τα χαρέμια των πασάδων και τους επισημότερους Τούρκους, τον Κεχαγιάμπεη δηλαδή, τον καϊμακάμη, τον καδή καθώς και με μερικούς άλλους που δεν ήταν Πελοποννήσιοι.

Υπόσχονταν δε να πολεμήσουν κατά του σουλτάνου μόλις επέστρεφαν ασφαλείς στην Ήπειρο. Δόθηκαν όμηροι από πλευράς Κολοκοτρώνη και Κανέλλου Δεληγιάννη. Όταν έμαθαν οι εντόπιοι Τούρκοι την συμφωνία των Αλβανών, πανικοβλήθηκαν. Οι Αλβανοί και οι Ασιάτες θα έφευγαν και θα έμεναν μόνοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, απέναντι στους επαναστάτες. Άγριες φιλονικίες με αλληλοπυροβολισμούς ξέσπασαν μεταξύ Αλβανών και Τούρκων, κι άρχισαν οι τελευταίοι να έρχονται σε συμφωνία με τους Έλληνες είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες, να βγαίνουν από την πόλη και να δηλώνουν ότι παραδίνονται στους γνωρίμους τους, με τις οικογένειες και τα αγαθά τους.

Αλλά και από πλευράς Ελλήνων υπήρχαν έντονα παράπονα. Έβλεπαν ότι τα αναμενόμενα λάφυρα, και πρωτίστως οι θησαυροί των Αλβανών, έφευγαν από τα χέρια τους. Ο Raybaud αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις "κατάπτυστες δοσοληψίες". Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη.


Αυτή η φήμη για τον Κολοκοτρώνη διαψεύδεται από αυτούς που επιμελήθηκαν τα απομνημονεύματά του, δημοσιεύοντας επιστολή του Κολοκοτρώνη που τον Δεκέμβριο του 1821, στην οποία παρακαλεί να του στείλουν λίγο ύφασμα για να φιάξει εσώρουχα "ότι δεν έχει διόλου" και χαρτί για γράψιμο. Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα με τους ξένους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών». Τη συμφωνία για την αποχώρηση των Αλβανών θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων. Όταν έπεφτε η πόλη οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη, η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες).

Ο Maxime Raybaud πάντως αναφέρει ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα. Ως μέρα αναχώρησης των Αλβανών ορίστηκε η 23 Σεπτεμβρίου. Τα πράγματά τους τα έστειλαν προς φύλαξιν στην σκηνή του Κολοκοτρώνη.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Κατά την έναρξη της Επανάστασης η Τριπολιτσά αποτελούσε σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου και γενικότερα της νότιας Ελλάδας. Η πόλη είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, αφού η θέση της επέτρεπε τον έλεγχο των οδών για τις μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Ήδη από το 1786 η Τρίπολη αποτελούσε έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον "Πασά του Μορέως", τον λεγόμενο Μόρα Βαλέση. Κατά την κήρυξη της επανάστασης Μόρα Βαλέσης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς. Το 1820 η πόλη αριθμούσε πληθυσμό μεγαλύτερο των 20.000 κατοίκων, από τους οποίους 13.000 ήταν Έλληνες, 7.000 Τούρκοι, και 400 Εβραίοι.

Η πόλη διέθετε ισχυρή οχύρωση για την εποχή. Το τείχος της είχε ύψος 5 - 6 μέτρων, πάχος 2 μέτρων και ολικό μήκος 3.500 μέτρων. Συνολικά υπήρχαν 7 πύλες με διπλές πολεμίστρες και τάπιες (πύργοι) εξοπλισμένες με μεγάλα κανόνια και τηλεβόλα. Στο βόρειο άκρο των τειχών, πάνω σε ύψωμα (στη θέση της σημερινής Δεξαμενής) υπήρχε ένας μεγάλος προμαχώνας, η μεγάλη Τάπια. Λίγο πριν την έκρηξη της επανάστασης, οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει διωγμό κατά του ελληνικού στοιχείου, φοβούμενοι για έναρξη των ελληνικών επιχειρήσεων κατά της πόλης.

Ηρωϊκή υπήρξε η στάση πολλών προκρίτων και αρχιερέων που πρόσφεραν τους εαυτούς τους σαν ομήρους στις Τουρκικές αρχές, για να μη γίνει η πόλη αντικείμενο επίθεσης εκ μέρους των επαναστατών. Στη συνέχεια συνελήφθηκαν με δόλο από τον Χουρσίτ Πασά, κλείστηκαν στις φυλακές της πόλης, και πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν. Αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης, ο Γέρος του Μοριά, σε αντίθεση με τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ετάσσοντο υπέρ της πολιορκίας και της εκπόρθησης πρώτα των μικρών Μεσσηνιακών κάστρων, είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς θα ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση.

Αφού θα επέτρεπε στις Ελληνικές δυνάμεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε σθεναρά ότι δεν έπρεπε αυτές να πολυδιασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός μεγάλου στόχου, της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο Τουρκικός στρατός θα μπορούσε, με ορμητήριο την Τρίπολη, να διαλύσει τις πολιορκίες άλλων κάστρων και να καταπνίξει τον Αγώνα. Τελικά η γνώμη του επικράτησε και έτσι η κατάληψη της Τρίπολης αποτέλεσε τον πρώτο στόχο των επαναστατών. Πριν την κήρυξη της επανάστασης ο διοικητής του Μοριά Χουρσίτ Πασάς είχε εκστρατεύσει με διαταγή της Πύλης στην Ήπειρο για να καταστείλει την εξέγερση του Αλή Πασά.

Στη θέση του ο Χουρσίτ άφησε το Μεχμέτ Σαλίχ Πασά. Με την κήρυξη της επανάστασης, ο Χουρσίτ Πασάς έστειλε στο Μοριά δύναμη από 4000 Τουρκαλβανούς υπό τον Μουσταφά πΠσά (Μουσταφάμπεη) για να ενισχύσει την πολιορκούμενη πόλη. Ο Μουσταφάμπεης κατά την κάθοδό του προς την Τρίπολη σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα (Αίγιο), έλυσε την πολιορκία του Άργους και της Ακροκορίνθου και τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης πάντως επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη, γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.

Έτσι την πόλη υπεράσπιζαν συνολικά 10.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Μουσταφάμπεη. Για την αποτελεσματική πολιορκία της πόλης ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς εγκατέστησε γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα, (στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στα Βέρβαινα, στην Πιάνα κλπ.), συγκεντρώνοντας δυνάμεις, οργανώνοντας τους αγωνιστές καθώς και τον ανεφοδιασμό τους και συντονίζοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την πόλη. Συνεχείς προσπάθειες των πολιορκούμενων να διασπάσουν τον κλοιό αποτύγχαναν αφού αποκρούοντο από τους επαναστάτες που είχαν καλά οργανωθεί και οχυρωθεί στις γύρω ορεινές περιοχές του Μαινάλου και είχαν αποκλείσει τα κρίσιμα περάσματα.

Οι Ελληνικές δυνάμεις που λάβαιναν μέρος στην πολιορκία περιελάμβαναν 10.000 άνδρες περίπου. Μετά τις 20 Ιουλίου του 1821 οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είχαν φθάσει τις 15.000. Στον παραπάνω πληθυσμό προστέθηκαν στο μεταξύ και αρκετοί Τούρκοι κάτοικοι που κατέφθαναν από διάφορες περιοχές (Ζούρτσα, Ανδρίτσαινα, Καρύταινα κ.λ.π.) για να βρούν προστασία. Έτσι μαζί με τους 4.000 άνδρες του Μουσταφάμπεη, ο αριθμός των πολιορκούμενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους και κατ' άλλους 35.000. Για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν από την πόλη τις Ελληνικές οικογένειες.

Αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς στάθηκε η νίκη στο Βαλτέτσι (12 - 13 Μαΐου 1821) εναντίον ισχυρής τουρκικής δύναμης με αρχηγό το Μουσταφάμπεη. Ο Μουσταφά, επικεφαλής ισχυρού σώματος 4.000 ανδρών, επεχείρησε να αιφνιδιάσει τους στρατοπεδευμένους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Στη συνέχεια κατέφθασαν προς ενίσχυση και άλλα Ελληνικά σώματα και οι Έλληνες με τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Αναγνωσταρά και άλλους αντεπετέθηκαν και κατατρόπωσαν τους Τούρκους που υπέστησαν μεγάλη πανωλεθρία και σημαντικές απώλειες.


Μετά τη σημαντική νίκη αυτή, καθώς και τις νίκες στα Δολιανά (18 Μαΐου 1821), στα Βέρβαινα, στη Γράνα και στο Καπαρέλι, ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Τα επαναστατικά σώματα με αρχηγούς το Θ. Κολοκοτρώνη, Δ. Υψηλάντη, Δ. Πλαπούτα, Αναγνωσταρά, Γιατράκο και άλλους προωθήθηκαν και κατέλαβαν θέσεις γύρω από την Τριπολιτσά, πιάνοντας όλα τα υψώματα και αποκλείοντας όλες τις διαβάσεις. Η θέση των πολιορκούμενων είχε γίνει πια δραματική αφού η πόλη υπέφερε από αρρώστιες και από έλλειψη τροφίμων και νερού. Τότε οι Αλβανοί ήλθαν σε διαπραγμάτευση με τον Κολοκοτρώνη και μετά από συμφωνία έφυγαν υπό την προστασία του Δημ. Πλαπούτα και πέρασαν στη Ρούμελη.

Και ενώ άρχιζε να διαφαίνεται η πτώση της πόλης, με τους πολιορκούμενους να έχουν αρχίσει να διαπραγματεύονται την παράδοσή της, τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, μετά από πεντάμηνη πολιορκία, ένα τυχαίο περιστατικό ήλθε να επιταχύνει την τελική της έκβαση. Την μέρα εκείνη μάλιστα οι Τούρκοι έκαναν σύσκεψη στο σεράϊ για να αποφασίσουν για την παράδοση της πόλης. Ένας Τσάκωνας αγωνιστής από τον Πραστό, ο Μανώλης Δούνιας, που είχε φιλία με ένα Τούρκο τηλεβολιστή και τον επισκεπτόταν κρυφά στην τάπια του Ναυπλίου ανταλλάσσοντας τρόφιμα με τουρκικά όπλα, κατάφερε μαζί με δύο άλλους Τσάκωνες να εξουδετερώσει τους φρουρούς και να καταλάβει το τηλεβολείο.

Αμέσως το έστρεψε κατά της πόλης και έβαλε κατά του σαραγιού. Ο ιστορικός Νικόλαος Σπηλιάδης, από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους του Αγώνα, που έζησε τα γεγονότα γράφει στα "Απομνημονεύματά" του για το περιστατικό αυτό: "O Μανώλης Δούνιας από τον Πραστόν. 'Ήταν ημέρα Παρασκευή, εικοστή τρίτη του Σεπτεμβρίου 1821 και ο Δούνιας ανεβαίνει το τείχος επί σκοπώ να εξαγάγει τον Τούρκον. Κατόπιν τούτου έδραμον άλλοι και ανεβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δε τούτων και άλλοι, ό,τε αδελφός του Κεφάλα και ο Διονύσιος Βασιλείου, και όρμησαν τινές εν ριπή οφθαλμού εις το επί της πύλης (του Ναυπλίου) πυροβολοστάσιον, στρέφωσι τα πυροβόλα προς την πόλιν".

Τότε και άλλοι Έλληνες που ήταν εκεί κοντά σκαρφάλωσαν με σχοινί στα τείχη και άνοιξαν τις πύλες του Ναυπλίου και του Μυστρά. Από αυτές ξεχύθηκαν τα σώματα από τα κοντινά υψώματα της Βολιμής και του Αγίου Σώστη υπό τους Κεφάλα, Ζαφειρόπουλο, Παπαπαναστάση και άλλους που σύντομα άνοιξαν όλες τις καστρόπορτες από όπου εφόρμησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρόβαλαν λυσσασμένη αντίσταση και έγινε φοβερή μάχη σώμα με σώμα στους δρόμους της πόλης. Οι επαναστάτες όμως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι και παθιασμένοι και κατάφεραν γρήγορα να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση.

Πολλοί Τούρκοι οχυρώθηκαν στα σπίτια από όπου απεγνωσμένα αμύνοντο, αλλά οι επαναστάτες έβαζαν φωτιά και τους έκαιγαν ή τους ανάγκαζαν να βγούν. Στο τέλος έπεσε και η μεγάλη Τάπια, τελευταίο σημείο αντίστασης των Τούρκων. Επακολούθησε ανηλεής σφαγή των Τούρκων, στρατιωτών και αμάχων, από τους διψασμένους για εκδίκηση Έλληνες -παρά τις προσπάθειες αρκετών οπλαρχηγών να διασώσουν τους αιχμαλώτους-, και η Τριπολιτσά παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Κολοκοτρώνης πάντως τήρησε την υπόσχεσή του στον αρχηγό των Αλβανών Αχμέτ Μπέη να μην πειράξει όσους Αλβανούς απέμειναν στην πόλη, τους οποίους και άφησε να φύγουν για την Ήπειρο.

Από την εκδικητική μανία των Ελλήνων πέρασαν και ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι που είχαν αντιταχθεί στην Επανάσταση, καθώς και οι Εβραίοι της πόλης, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν ξεχάσει τη συμμετοχή των Εβραίων στη πρόσφατη διαπόμπευση στην Πόλη του πτώματος του Γρηγορίου του Ε'. Ο Γενναίος, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει στα "Υπομνήματα" (1821 - 1827) για άλωση της Τριπολιτσάς:

"Οι Έλληνες εν διαστήματι τριών ημερών εφόνευσαν υπέρ τους 5.000 μαχητάς και ηχμαλώτισαν υπέρ τους 7300 παντός γένους και ηλικίας και εκ των 13.000 εντοπίων και ξένων οίτινες ήτον εις Τρίπολιν, μόλις 1.500 Αλβανοί κατ' έλεος του Κολοκοτρώνη, εσώθησαν, οίτινες συνοδευθέντες υπό τον Πλαπούτα μέχρι της Βοστίτσας, ασφαλώς απεβιβάσθησαν εις την Ρούμελην. Έλληνες εις την περίστασιν ταύτην εφονεύθησαν περί τους 150".

Η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ τόνωσε σημαντικά το ηθικό των εξεγερμένων Ελλήνων. Η πιο σημαντική εστία Τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε πλέον εξαλειφθεί, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον να στραφούν προς άλλα Τουρκοκρατούμενα οχυρά και πόλεις. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν χιλιάδες όπλα και μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που θα τα χρησιμοποιούσαν για ενίσχυση του αγώνα σε άλλες επιχειρήσεις, όπως στις πολιορκίες της Μεθώνης, της Πάτρας και του Ναυπλίου. Ιδικά στην Πελοπόννησο, οι Οθωμανοί είχαν πραγματοποιήσει μεγάλες σφαγές:
  • Στα 1715, όταν έδιωξαν τους Βενετούς. Σημειωτέον ότι ο Δήμος Κολοκοτρώνης, της πέμπτης γενιάς των Κολοκοτρώνηδων, προπάππος του Θοδωράκη, ήταν ο τελευταίος που αντιστάθηκε στην οθωμανική κατάκτηση. Όταν ήρθε η ώρα της σφαγής των ντόπιων, πολλοί Μωραΐτες έγιναν «μουρτάτες», δηλαδή αλλαξοπίστησαν, για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Η συστηματική εκκαθάριση σταμάτησε μονάχα όταν οι Οθωμανοί συνειδητοποίησαν πως έπρεπε ν’ αφήσουν κάποιους ραγιάδες ζωντανούς, για να δουλεύουν.
  • Στα 1770, στα Ορλωφικά, μεγάλη σφαγή των Χριστιανών της Τρίπολης, μετά την αποτυχία της πολιορκίας της, από τον Μπάρκωφ. Ακολούθησε ανελέητο κυνηγητό των επαναστατημένων Μωραϊτών - κυνηγημένος γεννήθηκε τότε ο ίδιος ο Γέρος. Οι Αρβανίτες που κατέφθασαν για βοήθεια στους Οθωμανούς δεν άφησαν λίθον επί λίθου, από την Αιγιαλεία ως τα σύνορα της Μάνης.
Η συμφωνία του Κολοκοτρώνη ήταν, όντως, για τους 1500. Όταν εισέβαλαν οι πολιορκητές, ο αρχηγός πάσχισε να την τιμήσει - και να τους φυγαδεύσει, διακινδυνεύοντας δυο φορές την ίδια του τη ζωή, καθώς οι στρατιώτες του Αναγνώστη Δεληγιάννη την πρώτη και του Αναγνωσταρά τη δεύτερη φορά, ήθελαν να τους ξεπαστρέψουν (σκότωσαν κιόλας μερικούς). Από την πόλη βγήκαν σώοι (ενώ η σφαγή είχε αρχίσει - όπως και οι μεγάλες μάχες μέσα στην πόλη) μονάχα οι 1000, περίπου. 300 από αυτούς που έμειναν πίσω, πολιορκήθηκαν στα κονάκια μπροστά στο σαράι- και μετά από πεισματική μάχη εξοντώθηκαν μέχρις ενός, με τη βοήθεια της φωτιάς.


Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Κολοκοτρώνη να τους σώσει, άλλοι 200 είχαν απομείνει μέσα στο κάστρο - και τους σκότωσαν με τα μαχαίρια οι Υδραίοι. Ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να σώσει την οικογένεια και τους ανθρώπους του ντόπιου ουλεμά Σιέχ Νετζίπ - τα παιδιά του οποίου έκαναν αργότερα καριέρα κοντά στον Μωχάμετ Άλη, της Αιγύπτου. Οι Αρβανίτες που έφυγαν, με τη συνοδεία του Πλαπούτα, κινδύνεψαν πολύ, ώσπου να βγουν στη Ρούμελη, ιδιαίτερα από τον Ανδρέα Λόντο, στα Καλάβρυτα. Οι ντόπιοι είχαν απομακρύνει όλα τα πλεούμενα, για να τους εμποδίσουν, ώσπου οι Υδραίοι που τους συνόδευαν αναγκάστηκαν να κάνουν πειρατεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα καράβι, για τη μεταφορά τους απέναντι, στη Ρούμελη.

Ο ίδιος ο Γέρος είχε στις διαταγές του μονάχα 2.500 ένοπλους (κι αυτό, χάρη στην υψηλοφροσύνη του άρχοντα Κανέλου Δεληγιάννη, που του παραχώρησε την αρχηγία στα άρματα της Καρύταινας, αναγνωρίζοντας πως αυτός ήταν ο καταλληλότερος να ηγηθεί της επαρχίας), εκ των οποίων αρκετοί είχαν σταλθεί σε άλλες αποστολές και δεν βρισκόντουσαν επιτόπου, όταν έπεσε η Τρίπολη. Αλλά και όσοι ήταν παρόντες, ήταν παντελώς αδύνατο να συγκρατηθούν από τον ηγέτη τους, να μην κάνουν δηλαδή αυτό που έκαναν αυτό που έκαναν όλοι οι άλλοι: εξόντωση των εστιών άμυνας, σφαγή των αμάχων και πλιάτσικο.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι τη δεύτερη μέρα (και ενώ η αντίσταση συνεχιζόταν από τους υπερασπιστές του Ισλαμικού ιεροδιδασκαλείου, τέσσερα κονάκια ντόπιων Τούρκων και τη Μεγάλη Ντάπια του κάστρου) οι αρχηγοί (και ο αντιπρόσωπος του Υψηλάντη Αναγνωστόπουλος) τοιχοκόλλησαν ένα έγγραφο αμνηστίας για τους νικημένους - έβαλαν και τελάλη να το φωνάξει στην πλατεία. Όταν είδαν ότι αυτά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, διαλάλησαν ότι πρέπει να σφάζουν τους Τούρκους έξω από τα τείχη - για το φόβο των ασθενειών που θα επακολουθούσαν. Και πάλι, χωρίς αποτέλεσμα: δεν τους άκουγε κανείς.

Ωστόσο, δύο από τα τέσσερα σπίτια που αντιστέκονταν παραδόθηκαν στους Δεληγιαναίους και σώθηκαν οι υπερασπιστές και οι δικοί τους. Το ιεροδιδασκαλείο αντιστάθηκε πεισματικά, ώσπου κάηκε. Την τρίτη μέρα παραδόθηκαν οι υπερασπιστές της Μεγάλης Ντάπιας στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος τους ασφάλισε. Μέσα στην Τρίπολη ήταν μαζεμένοι οι γερλίκηδες, οι ντόπιοι Οθωμανοί - και οι ντόπιοι Αρβανίτες, μπέηδες και αγάδες και ένοπλοι μπράβοι τους από όλα τα χωριά της Κεντρικής Πελοποννήσου. Απέξω ήταν οι χωριανοί τους: αυτοί που ήθελαν να τους διώξουν από το Μωριά.

Η Επανάσταση σήμαινε, με απλά λόγια, πως οι πρώην κυρίαρχοι δεν θα επέστρεφαν στα χωριά και στις περιουσίες τους, με κανένα τρόπο: αυτός, ακριβώς, ήταν ο πρώτος και κύριος σκοπός της Επανάστασης - απόλυτη προϋπόθεση για όλους τους επόμενους. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι πολιορκημένοι έχασαν κατά κράτος σε στρατιωτικό επίπεδο να διαχειριστούν τη μοίρα τους. Γιατί ήξεραν πολύ καλά τι τους περίμενε: ήταν ακριβώς αυτό το ίδιο που επιφύλασσαν οι ίδιοι στους πολιορκητές, αν έσπαγε η πολιορκία, έσβηνε η Επανάσταση των Ελλήνων και ξεχυνόντουσαν στα χωριά.

Πρόκειται για υπόθεση, βέβαια, αλλά μια υπόθεση τόσο ισχυρή, που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, αν λάβουμε υπόψη όσα είχαν προηγηθεί, αλλά και όσα έγιναν στη συνέχεια, σε άλλες επαναστατημένες περιοχές. Μικρό δείγμα, η άθλια μεταχείριση που επεφύλαξαν στους δεκάδες προκρίτους, που είχαν οι πολιορκημένοι στα χέρια τους, ως ομήρους. Φυσικά, οι πανάρχαιες συνήθειες των πολιορκιών δεν άλλαξαν στην περίπτωση της Τρίπολης, δεν σφάχτηκαν όλοι οι Οθωμανοί, ούτε όλοι οι άμαχοι, οι επίσημοι (για την απελευθέρωση των οποίων αναμένονταν πλούσια λύτρα) καθώς και τα χαρέμια του Χουρσίτ ασφαλίστηκαν από τους οπλαρχηγούς.

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΦΑΓΩΝ 

Μετά πεντάμηνη πολιορκία η πρωτεύουσα του Μοριά, η άθλια Τριπολιτσά, βουτηγμένη μέσα στην αθλιότητα ως οικτρή πόλη των οργίων της Τουρκικής διοικήσεως, έπεσε στα χέρια των Ελλήνων έπειτα από έφοδο. Οι επαναστατημένοι Έλληνες, γενόμενοι κύριοι της Τριπολιτσάς, με τη θέα της αμαρτωλής πόλεως χωρίς υπεράσπιση πλέον, μέθυσαν από αγανάκτηση, ικανοποίηση και πάθος και ξέσπασαν ακράτητα εναντίον της. Τα γεγονότα του τριημέρου οργίου αποτελούν ωχρή μικρογραφία εκείνων που συνέβησαν κατά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Το ξέσπασμα των πορθητών ήταν το ακράτητο ξέσπασμα του ίδιου του μαρτυρικού έθνους, που στέναζε επί τέσσαρες αιώνες κάτω από τον βάρβαρο ζυγό των Ασιατών.

Ο έρως προς την πατρίδα μεταβλήθηκε, μέσα στη θέρμη των γεγονότων, σε πάθος ακράτητο και παρέσυρε τους Έλληνες στις τραγικότερες πράξεις. Κατηγορήθηκαν οι Έλληνες γι’ αυτές τις ωμότητες αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Προκειμένου να απελευθερωθούν ή να χαθούν, η σωτηρία τους υπαγόρευε να βάψουν όλοι τα χέρια τους με το αίμα των τυράννων τους, για να συνηθίσουν να σκοτώνουν τον εχθρό και ταυτόχρονα να αποκλείσουν κάθε προοπτική συναλλαγής με τους Τούρκους.

Οι οπλαρχηγοί θέλησαν προφανώς τις σφαγές καθόσον, αφ’ ενός απομάκρυναν τον Υψηλάντη που επιθυμούσε υπογραφή συνθήκης και είσοδο των Ελλήνων πολεμιστών στην πόλη με τάξη και αφ’ ετέρου ουδέν έπραξαν για να περιορισθεί η επίθεση μόνο κατά των Τουρκικών στρατιωτικών μονάδων και των προμαχώνων. Βέβαια τις πρώτες ώρες της εφόδου είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους η διοίκηση των σωμάτων αλλά όταν νύχτωσε ήταν δυνατόν να σχηματίσουν περιπόλους και να περιορίσουν το κακό. Το μόνο που φρόντισαν ήταν η διάσωση, η αιχμαλωσία και η ασφάλεια των συγκεντρωμένων στο σεράϊ Τούρκων επισήμων και των χαρεμιών, λόγω της χρησιμότητάς των.

Ο Κολοκοτρώνης έδειξε ενδιαφέρον μόνο για τους Αλβανούς, όχι μόνο για να τηρήσει την υπόσχεσή του αλλά και για να στερήσει από τους Τούρκους αυτή την υπολογίσιμη δύναμη υπερασπιστών της πόλεως. Τόσο όμως αυτός όσο και οι άλλοι οπλαρχηγοί θεώρησαν τις σφαγές ως αναγκαιότητα για την επανάσταση. Έπρεπε να ανοιχτεί, μεταξύ των επαναστατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα αγεφύρωτο χάσμα. Έπρεπε να αποκλεισθεί ο δρόμος μια πιθανής αμνηστίας ή συνθηκολόγησης (συνήθης κατάληξη σε προηγούμενες εξεγέρσεις). Το μέσο ήταν φρικτό αλλά μοναδικό. Τα γεγονότα της Τριπολιτσάς βρήκαν την ιστορική τους δικαίωση.


Η επανάσταση εμφανίστηκε βαμμένη με άφθονο Τουρκικό αίμα, ασυγχώρητη μεν αλλά φοβερή. Οι επιλογές για τους επαναστάτες ήταν πλέον μόνο δύο: Ελευθερία ή θάνατος. Στις κατηγορίες των ξένων, για τις ωμότητες στην Τρίπολη, οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν τη σφαγή των αιχμαλωτισθέντων μετά την άλωση της Ιόππης, κατόπιν διαταγής του Ναπολέοντα, τις απερίγραπτες φρικαλεότητες της Γαλλικής επαναστάσεως και τις σφαγές των Τούρκων στη Μικρά Ασία και την Ηπειρωτική Ελλάδα.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ 

Στρατιωτικά η άλωση της Τριπολιτσάς έδωσε σηµαντικό πλεονέκτηµα στους επαναστατηµένους Έλληνες. Η κατάληψη του κυριότερου στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου των Οθωµανών ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των ραγιάδων, και επιδείνωσε την κατάσταση στο στρατόπεδο των Οθωµανών επηρεάζοντας αρνητικά για αυτούς τη γενικότερη εξέλιξη των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, τα λάφυρα έδωσαν τη δυνατότητα εξοπλισµού µεγάλου αριθµού Χριστιανών, ενώ τα χρηµατικά ποσά και τα τιµαλφή που συγκέντρωσαν οι διάφοροι οπλαρχηγοί τους έδωσαν τη δυνατότητα συγκρότησης στρατιωτικών σωµάτων.

Ωστόσο, ο αντίκτυπος των ακροτήτων που έλαβαν χώρα µετά την άλωση της πόλης υπήρξε αρνητικός στην Ευρώπη και αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήµατος και στη δηµιουργία θετικού πολιτικού- διπλωµατικού κλίµατος για την προώθηση του Ελληνικού Προβλήµατος. Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι και κατακτητές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλοι η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες. Ο Gordon μιλά για τον «ενθουσιασμό που η κατάληψη της Τριπολιτσάς ενέπνευσε στους Έλληνες».

Κατά τον Απόστολο Βακαλόπουλο «Η άλωση της Τριπολιτσάς τονώνει πολύ το ηθικό των Πελοποννησίων.από τη στιγμή εκείνη η επανάσταση όχι μόνο εξυψώνεται στη συνείδηση όλων των Ελλήνων, αλλά και προχωρεί ουσιαστικά και παίρνει πια καθολικότερο χαρακτήρα». Σταθμό «για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βασίλης Σφυρόερας.

Κατά τον Περικλή Θεοχάρη «η πτώσις της Τριπολιτσάς, μετά από έξάμηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος. Δημιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα μπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριότερα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, μπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί» ώστε η επανάσταση να πάρει πλέον διαστάσεις.

Η άποψη του Κωστή Παπαγιώργη απηχεί αυτές του Σπηλιάδη και Σιμόπουλου ως προς τις συνέπειες -και την αναγκαιότητα- της σφαγής : «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση - έστω και ανόσια. Μόνο με την άλωση της Τριπολιτσάς οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βαθύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία και στο λύθρο οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα.

Και βέβαια δεν χρειάζεται να δικαιολογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθησαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρούσαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάσταση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν την φυλετική τους αυτοπεποίθεση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωϊκών θυσιών γι'αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενω η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».

Ως προς τα υλικά οφέλη της Επανάστασης, ο Φωτάκος ομολογεί ότι υπήρξαν μηδαμινά (πλην του οπλισμού που πέρασε όμως στα χέρια των ατάκτων, όχι του Δημοσίου δηλαδή) -και το δικαιολογεί. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «πάσα η λεία διηρπάγη μηδαμώς χρησιμεύσασα εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας». Ο Υψηλάντης, όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά, ζήτησε να καταθέσουν όλοι «μέρος των λαφύρων διά τον σχηματισμόν δημοσίου ταμείου» μάταια βέβαια. Ήδη «οι μαργαρίται επωλήθησαν διά της οκάδος ως άλλοι φάσηλοι».

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ 

Η επαναστατημένη Ελλάδα πέτυχε, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, μια περιφανή νίκη κατά των εχθρών της. Οι αγωνιστές βαπτίσθηκαν στο πυρ, δεν φοβόντουσαν πλέον τον πόλεμο και δεν ασκήθηκαν μόνο στη χρήση των όπλων αλλά απέκτησαν παράλληλα την ψυχική αντοχή να σκοτώνουν χωρίς να λυπούνται, έγιναν σκληροί, έβαψαν τόσο πολύ τα χέρια τους στο αίμα ώστε ζυμώθηκαν με την αγωνία και το θάνατο. Έβλεπαν πλέον να έρχεται η ελευθερία, μέσα από τη δίνη φρικτού πολέμου με μέσα ανελέητα που δεν είχαν μέχρι τότε φανταστεί. Η σημασία της αλώσεως είναι ηθική και στρατιωτική.

Από ηθικής απόψεως η επανάσταση στερεώθηκε, γενικεύθηκε και επιβλήθηκε. Οι στρατιώτες απέκτησαν συναίσθηση της δυνάμεώς τους και της αποστολής τους. Η επανάσταση εξυψώθηκε στη συνείδηση όλων των Πελοποννήσιων. Στα χέρια της επαναστάσεως περιήλθε, έπειτα από αγώνα, η πρωτεύουσα του Μοριά αφού καταλύθηκε η εξουσία του πασά, ξεφτιλίσθηκαν οι αρχηγοί των δυναστών και φονεύθηκε πλήθος εχθρών. Μετά τη μεγαλειώδη νίκη της Τριπολιτσάς υπήρχαν όλες οι προοπτικές για τη συνέχιση του αγώνα με νέες νίκες, για να κυριευθούν και άλλα φρούρια, για να απελευθερωθούν και άλλες πόλεις και για να σταλούν ενισχύσεις και πέραν του Ισθμού για να ελευθερωθούν και άλλοι Έλληνες.


Από στρατιωτικής απόψεως ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Ελλήνων εναντίον των τακτικών πολεμικών δυνάμεων των Οθωμανών. Η ενδοχώρα της Πελοποννήσου περιήλθε στον αποκλειστικό έλεγχο των επαναστατών και θα ήταν πλέον ευχερής η κατάληψη των πολιορκούμενων υπολοίπων φρουρίων, εντός των οποίων είχαν αποκλεισθεί οι Τούρκοι (Πατρών, Ρίου, Μεθώνης, Κορώνης, Ναυπλίου και Ακροκορίνθου). Ο Τουρκικός στρατός στη Βοιωτία είχε παραλύσει και ο στόλος του σουλτάνου αναγκάσθηκε να αποχωρήσει άπρακτος. Ο ταπεινωμένος Χουρσίτ εκλιπαρούσε για τη σωτηρία των γυναικών του χαρεμιού του. Η Πύλη δεν μπορούσε πλέον να θεωρεί την επανάσταση ως ένα απλό επεισόδιο.

Η λεία της Τριπόλεως ήταν πλούσια. Ο τόπος γέμισε από όπλα. Τα τουφέκια υπολογίσθηκαν σε 25.000 και μ’ αυτά αρματώθηκαν όλοι οι Έλληνες αγωνιστές. Καταλήφθηκαν ακόμη 30 τηλεβόλα φρουρίων και τειχών, 13 ορειχάλκινα πυροβόλα (δύο μόνο από αυτά των 6 λιβρών ήταν χρησιμοποιήσιμα), 17 σιδηρά πυροβόλα (τρία των 9 λιβρών χρησιμοποιήσιμα) και πολλά πολεμοφόδια. Επίσης άφθονος ήταν και ο ρουχισμός με τον οποίο εφοδιάσθηκαν οι αγωνιστές και «φόρεσαν χρυσά και καλά φορέματα και λαμπρά άλογα εκαβάλληκαν».

Η άλωση της Τριπολιτσάς δεν απασχόλησε μόνο την ιστορία και τους συγγραφείς του αγώνα αλλά συγκίνησε βαθύτατα και την ψυχή του αγωνιζόμενου λαού. Η ικανοποίηση της λαϊκής ψυχής εκφράσθηκε με τη δημοτική ποίηση και πλήθος δημοτικών τραγουδιών. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αυτοσχέδιου στιχουργού Παναγιώτη Κάλα, γνωστού ως τσοπανάκου:

Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξει,
έβαλαν οι Γραικοί βουλή, το κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί πηδήσανε κ’ εμπήκαν σαν πετρίτες.
κι άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία
 
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αγιωργιού (εννοεί αγίου Αθανασίου) την πόρτα
-αφήστε τα τουφέκια σας και σύρτε τα σπαθιά σας,
βάλετε την Τουρκιά μπροστά, σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήγαν και τους έκλεισαν στην Τάπια τη Μεγάλη.
Απολογιέτ’ ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνη
 
Κάμε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε, μον’ άφσε κιόλας.
Τι τσαμπουνάς, βρομότουρκε, τι λες παλιομουρτάτη;
νισάφι έκαμες εσύ στην έρημη Βοστίτσα
απόσφαξες τ’ αδέλφια μας κι’ όλους τους ιδικούς μας;

Ο Διονύσιος Σολωμός στον μακρύ και ανεπανάληπτο Ύμνο του στην Ελευθερία διέθεσε τις στροφές 35-74, για να ζωντανέψει τη δράση της ελευθερίας στην Τριπολιτσά με χωριστή εντελώς ενότητα του ποιητικού του μεγαλουργήματος, υποδιηρημένη σε πέντε επί μέρους τμήματα. Στο πρώτο (35-38) μας δίδει τα προκαταρτικά της μάχης, στο δεύτερο (39-45) περιγράφει την πρώτη φάση της μάχης, στο τρίτο (46-47) μας εμφανίζει τις σκιές των θυμάτων της Τουρκικής θηριωδίας που ζητούν εκδίκηση, στο τέταρτο (58-72) εξιστορεί τη δεύτερη φάση της μάχης και τις σφαγές και στο πέμπτο (73-74) κλείνει την όλη ενότητα με τον θρίαμβο της νίκης και τον ενθουσιώδη χαιρετισμό της Ελευθερίας.

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίξεις πιθυμάς.

Η ΕΙΔΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ 

Η είδηση της άλωσης της Τριπολιτσάς απασχόλησε τις Ευρωπαϊκές εφημερίδες από το τέλος Νοεμβρίου 1821 έως και τον Ιανουάριο του 1822. Διάφορες εφημερίδες έδιναν διαφορετικές εκτιμήσεις και κρίσεις των γεγονότων ανάλογα με τις πολιτικές τους τοποθετήσεις. Γενικά οι Βρετανικές εφημερίδες είχαν την τάση να υπερβάλουν τον αριθμό των Τούρκων θυμάτων και να ασκούν πολεμική εναντίον της Επανάστασης. Για παράδειγμα, η Courier μιλάει για "οπαδούς των Ελλήνων" (στη Βρετανία) οι οποίοι είναι "ακούραστοι συνήγοροι της καταστροφής" και "αρχιερείς της αναρχίας". Αναφέρει ότι σκοπός τους είναι να υπονομεύσουν τη μοναρχία και να δημιουργούν δυσαρέσκεια στο λαό εναντίον των κυβερνώντων.

Η Γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel αντικρούει τις φήμες που διασπείρονται από τους Άγγλους με άρθρο της που αναδημοσιεύεται στην Αυστριακή Allgemeine Zeitung. Αναφέρει ότι οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει τον Χριστιανικό πληθυσμό της πόλης πριν την Άλωση και γι' αυτό, φοβούμενοι την εκδίκηση, προέβαλαν πεισματική αντίσταση και δεν παραδόθηκαν. Προσθέτει ότι οι περισσότερες Τουρκάλες επέλεξαν να πεθάνουν στο πλευρό των ανδρών τους μέσα στα καιγόμενα σπίτια διότι σύμφωνα με τον Μουσουλμανικό νόμο δεν θα μπορούσαν να ζήσουν και πάλι με Μουσουλμάνο, αν γίνονταν αιχμάλωτες. Αναφέρει ότι οι γυναίκες των χαρεμιών είχαν καλή μεταχείριση αφού τέθηκαν υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη.


Αυτή η είδηση της Constitutionnel είναι σύμφωνη με μια πρώιμη Ελληνική πηγή που γράφηκε πριν αρχίσει η συζήτηση περί την άλωση. Στις Γερμανόφωνες εφημερίδες συναντώνται διάφορες ασυνήθιστες εκδοχές των γεγονότων, όπως ότι την αρχηγεία στην έφοδο είχε ο Π. Πατρών Γερμανός, ότι πριν την επίθεση όλος ο Ελληνικός στρατός έλαβε μέρος σε μια εορταστική λειτουργία και γεύμα παρόμοιο με αυτά που περιγράφονται στην Ιλιάδα, ακόμα και ότι ο Γερμανός πέρασε τα τείχη με θαυματουργό τρόπο. Παρουσίαση των γεγονότων έγινε από την Oesterreichischer Beobachter ("Αυστρ. Παρατηρητής", Βιέννη) της οποίας εμπνευστής ήταν ο Metternich.

Η εφημερίδα γενικά χαίρεται για τις νίκες των Τούρκων και εύχεται ήττα των Ελλήνων. Ανάμικτη είναι η κάλυψη από την Allgemeine Zeitung που δημοσιεύει ειδήσεις με διαφορετικές οπτικές. Γενικά, η κάλυψη των γεγονότων δείχνει ότι οι Ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελληνική Επανάσταση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτζάς ανήκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο οποίος φαίνεται να είχε συλλάβει τη στρατηγική σηµασία της πόλης και τα οφέλη που θα προέκυπταν από την κατάληψή τους. Με µεγάλη προσπάθεια έπεισε, τους άλλους οπλαρχηγούς -και κυρίως τον ισχυρό µπέη της Μάνης Πέτρο Μαυροµιχάλη- να µην περιορίσουν τη δράση τους εναντίον φρουρίων και παράλιων πόλεων. Άλλωστε ο Μαυροµιχάλης ήταν, µε απόφαση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ο επίσηµος αρχιστράτηγος των όπλων της Πελοποννήσου, ενώ στις αρχές της εξέγερσης ο Κολοκοτρώνης δεν διέθετε δικό του σώµα.

Πολύ γρήγορα όµως, αµέσως µετά την κατάληψη της Καλαµάτας, ο Κολοκοτρώνης επέτυχε να διοριστεί µε την υποστήριξη των Δεληγιανναίων "αρχηγός των όπλων" της Καρύταινας και να αποκτήσει κύρος στις; ορεινές κοινότητες της Αρκαδίας και στους ντόπιους µικροκαπετάνιους της περιοχής. Η πολιορκία της πόλης από τα σωµάτα του Κολοκοτρώνη, του Πέτρου Μαυροµιχαλη, του Παναγιώτη Γιατράκου και άλλων οπλαρχηγών ξεκίνησε από τα τέλη Μαϊου 1821, και µετά τις νίκες των επαναστατών στα Δολιανά και το Βαλτέτσι (Μάιος) και στη Γράνα (Αύγουστος) τα διάφορα "στρατόπεδα" των επαναστατών κινήθηκαν όλο και πιο κοντά στην πόλη καθιστώντας ασφυκτική την πολιορκία.

Από τον Αύγουστο οι ελλείψεις σε τρόφιµα και άλλα εφόδια είχαν δηµιουργήσει µία εφιαλτική κατάσταση στην πόλη. Οι ισχυρές και πλούσιες οικογένειες των µπέηδων και των αγάδων που βρίσκονταν σε αυτήν, διαβλέποντας το αναπόφευκτο τέλος, είχαν να έρχονται σε συνεννοήσεις µε διάφορους γνωστούς τους οπλαρχηγούς (ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυροµιχαλαίοι και η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα διακρίθηκαν σε αυτές τις συµφωνίες) µε στόχο την έναντι χρηµάτων διάσωσή τους, και αρκετοί εγκατέλειψαν την πόλη µε την κινητή περιουσία τους. Ξεχωριστή συµφωνία είχε συνάψει ο Κολοκοτρώνης µε την Αλβανική φρουρά (1.500 άνδρες), η οποία εγκατέλειψε µε ασφάλεια την πόλη υπό την προστασία σωµάτων του Δηµήτρη Πλαπουτα.

Η επικείµενη κατάληψη της πόλης είχε προσελκύσει χιλιάδες χωρικούς οι οποίοι συνέρρεαν µε την προσδοκία λαφύρων, ενώ σκληρές διαπραγµατεύσεις γίνονταν µεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών σχετικά µε τη διανόµή των λαφυρών. Τελικώς κατέληξαν σε συµφωνία που πρόβλεπε ότι τα τρία τέταρτα των λαφύρων θα έπαιρναν οι στρατιώτες και το ένα τέταρτο το δηµόσιο θησαυροφυλάκιο, ενώ υπήρχε πρόβλεψη για επιπρόσθετη αµοιβή για τις οικογένειες των νεκρών πολεµιστών και για κάθε αιχµάλωτο ή κοµµένο κεφάλι εχθρού. Οι τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου βρήκαν την Τριπολιτσά σε κάποια ηρεμία και ύφεση. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι της Πελοποννησιακής Γερουσίας.

Ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε τον αιχμάλωτο Κεχαγιάμπεη και του υπενθύμισε την επιστολή που του είχε στείλει στην οποία του έγραφε «καλές αντάμωσες εις το σεράγι σου μέσα». Ο Πάνος Κολοκοτρώνης διορίσθηκε πολιτάρχης, δηλαδή φρούραρχος της πόλεως και ασχολήθηκε σε πρώτη προτεραιότητα με την ταφή των νεκρών. Ο τύφος, που είχε αρχίσει να εμφανίζεται από τις ημέρες της πολιορκίας, παρουσίασε έξαρση από τις ακαθαρσίες και τις μολύνσεις του ύδατος και του αέρα από τα άταφα πτώματα και τελικά «εδραπάνησε όσων εφείσθη ο Άρης». Υπολογίζεται ότι πέθαναν 5.000 - 6.000 άνθρωποι από τη δεινή μάστιγα, την οποία μετέφεραν στα χωριά τους οι στρατιώτες κατά την επιστροφή τους.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφθασε στην Τρίπολη στις 6 Οκτωβρίου και έγινε δεκτός με κανονιοβολισμούς και ζητωκραυγές. Εγκαταστάθηκε στην οικία του Μουσταφά Μπέη και άρχισε τις ενέργειες του για την ομαλοποίηση της καταστάσεως στην πόλη, την οργάνωση στρατιωτικής δυνάμεως, την εγκαθίδρυση σταθερότερου συστήματος επιμελητείας και τη συγκρότηση πολεμικού συμβουλίου. Αλλά ενώ ο Υψηλάντης προετοίμαζε τη συνέχιση του αγώνα άρχισαν να εμφανίζονται οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών που θα είχαν μεταγενέστερα δυσάρεστα αποτελέσματα.

Ένα μήνα μετά την άλωση η πόλη είχε αρχίσει να βρίσκει και πάλι το ρυθμό της με τη συνδρομή των εντοπίων και λοιπών παραγόντων καθώς και του χρόνου. Ανασυγκροτήθηκε η οικονομική ζωή, η αγορά εφοδιάσθηκε με εμπορεύσιμα είδη και η παρουσία του Υψηλάντη και των στρατιωτικών προσέδιδε στην πόλη όψη ηρεμίας και σταθερότητας. Ο χειμώνας άρχισε να εμφανίζεται με τα πρώτα χιόνια στο Μαίναλο και διευκόλυνε κατά πολύ τον περιορισμό της επιδημίας του τύφου. Στις 26 Οκτωβρίου εόρτασε με λαμπρότητα ο Δημ. Υψηλάντης την ονομαστική του εορτή, με την παρουσία των επισήμων Ελλήνων του αγώνα, των ξένων που ήταν στην Τρίπολη καθώς και μερικών Τούρκων υψηλών αιχμαλώτων που είχαν προσκληθεί.

Η συγκέντρωση υπήρξε πολυπληθής, δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας, έρευσε άφθονος οίνος εκ Κύπρου, Σαντορίνης και Σάμου, έγιναν προπόσεις, λησμονήθηκαν προς στιγμή οι αθλιότητες του πολέμου και διατυπώθηκαν ευχές υπέρ της ομόνοιας και της ενότητας. Το έτος 1821 τελείωνε με τις καλύτερες προοπτικές για την επανάσταση των Ελλήνων.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)