Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (929-943)

ΧΟ. ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ
930 ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ᾽ ἔχουσιν.
ΚΡ. τοιγὰρ τούτων τοῖσιν ἄγουσιν
κλαύμαθ᾽ ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ.
ΑΝ. οἴμοι, θανάτου τοῦτ᾽ ἐγγυτάτω
τοὔπος ἀφῖκται.
935 ΚΡ. θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι
μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι.
ΑΝ. ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον
καὶ θεοὶ προγενεῖς,
ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλω.
940 λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι,
τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν,
οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω,
τὴν εὐσεβίαν σεβίσασα.

***
ΧΟΡ. Πάντ᾽ ακόμα το ίδιο φύσημα του ανέμου
930 την κρατά και δεν το λέει να την αφήσει.
ΚΡΕ. Μα γι᾽ αυτό θα κλάψουν που έτσι αργούνε
τούτοι εδώ, που έχω προστάξει να την πάνε.
ΑΝΤ. Αχ, αλίμονό μου, αυτός ο λόγος
την ολόστερνη την ώρα μου σημαίνει.
ΚΡΕ. Δε σου συνιστώ πολύ να ελπίζεις
πως αυτό που λες δε θ᾽ αληθέψει.
ΑΝΤ. Ω της Θήβας πατρική μου πόλη,
ω πανάρχαιοι θεοί της γενεάς μας,
πάει τέλειωσε, με παίρνουν·
940 βλέπετε, άρχοντες της Θήβας,
τη στερνή βασιλοπούλα σας,
τί παθαίνω κι από ποιούς,
γιατί φύλαξα το σέβας στους θεούς.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 3. Κλασική εποχή (508-323 π.Χ.)

3.5.Γ.iv. Το θέατρο τον 4ο π.Χ. αιώνα


Η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο και η συνακόλουθη πτωτική πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας φυσικό ήταν να επηρεάσουν αρνητικά και το θέατρο. Δεν είναι σύμπτωση ότι τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία τα χορικά μέρη, δηλαδή η συμμετοχή και η έκφραση των πολλών, χάνουν βαθμιαία τη σημασία τους και παραμερίζονται ως εμβόλιμα.

Στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες συνεχίζονταν αλλά με εξαιρετικά περιορισμένο πρόγραμμα, όπου περιλαμβάνονταν και επαναλήψεις τραγωδιών των τριών αναγνωρισμένων πια ως μεγάλων τραγικών ποιητών του 5ου π.Χ. αιώνα, κυρίως του Ευριπίδη. Οι νεότεροι ποιητές συμμετείχαν με δύο μόνο τραγωδίες ο καθένας, και το σατυρικό δράμα είχε αυτονομηθεί ως ανεξάρτητο είδος.

Προβληματισμοί και συγκρούσεις δεν είχαν στην τραγωδία του 4ου π.Χ. αιώνα το βάθος και τη συνοχή που είχαν στις προγενέστερες μορφές της. Μόνο μας δείγμα ο Ρῆσος, μια δραματοποίηση της ομηρικής Δολώνειας, όπου κυριαρχεί η ποικιλία, όπου οι δραματικές καταστάσεις διαδέχονται η μια την άλλη παρατακτικά, και όπου, αντίστοιχα, η τραγική ένταση είναι περιστασιακή και κομματιασμένη: «ανάβουν διαρκώς μικρές φωτιές, χωρίς να δημιουργείται κάπου μια πυρκαγιά» (Α. Λέσκι).

Γενικά, στην τραγωδία αυτής της εποχής, το βάρος μετατοπίζεται από τα νοήματα στη ρητορική, από το περιεχόμενο των έργων στη θεατρικότητα των παραστάσεων, από την ουσία στο θέαμα. Κυριαρχούν η εντυπωσιακή σκηνοθεσία και η μαστορική υπόκριση τόσο ώστε δίκαια ο Αριστοτέλης να παραπονιέται ότι στις μέρες του «οι υποκριτές ισχύουν περισσότερο από τους ποιητές» (Ρητορική 1403b).

Στην κωμωδία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές. Η Μέση κωμωδία αποτελούσε μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παλαιά, που τα χαρακτηριστικά της έτειναν να εξαφανιστούν, και στη Νέα κωμωδία, που τα χαρακτηριστικά της τότε άρχιζαν να σχηματίζονται. Οι αλλαγές είναι κιόλας αισθητές στα δύο έργα του Αριστοφάνη, στις Εκκλησιάζουσες και στον Πλούτο, τα μόνα που μας σώθηκαν από την τεράστια, όπως φαίνεται,[1] παραγωγή της Μέσης κωμωδίας.

Στις Εκκλησιάζουσες (392 π.Χ.), όπου οι γυναίκες συνωμοτούν, παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους και επιβάλλουν κοινοκτημοσύνη, ακόμα περισσότερο στον Πλούτο (388 π.Χ.), όπου ο θεός Πλούτος από τυφλός που ήταν ανάβλεψε και αποφάσισε να ανταμείβει τοὺς δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους, η πολιτική σάτιρα έχει αντικατασταθεί από την κοινωνική κριτική. Κανένα από τα δύο έργα δεν έχει παράβαση, τα χορικά είναι λιγοστά, και δύο φορές στις Εκκλησιάζουσες διαβάζουμε στα χειρόγραφα την ένδειξη ΧΟΡΟΥ, που σημαίνει ότι ο ποιητής, αντί να γράψει τραγούδι, πρόβλεψε μια ομάδα από χορευτές να παρουσιαστούν στο σημείο αυτό, να τραγουδήσουν κάτι εμβόλιμο, ή και μόνο να χορέψουν και να φύγουν.

Στη Μέση κωμωδία τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα χάνουν βαθμιαία τη σφοδρότητα τους, σπανίζουν και τελικά εκλείπουν, όπως και τα τολμηρά κοπρολογικά και σεξουαλικά χωρατά. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο εμφανίζονται και πρωταγωνιστούν τυποποιημένοι κωμικοί χαρακτήρες: κόλακες, εταίρες, μάγειροι, δούλοι τετραπέρατοι, σαν τον Καρίωνα του αριστοφανικού Πλούτου, κ.ά. Από θεματική άποψη, οι ποιητές της Μέσης κωμωδίας ευνοούν τη διακωμώδηση των μύθων, σατιρίζουν φιλόσοφους και λογοτέχνες, και εγκαινιάζουν τα ερωτικά θέματα που θα κυριαρχήσουν αργότερα στις υποθέσεις της Νέας κωμωδίας.

Χαρακτηριστική για τις θεατρικές εξελίξεις είναι η δράση ενός σημαντικού πολιτικού και ρήτορα, του Λυκούργου. Γύρω στα 330 π.Χ. ο Λυκούργος ολοκλήρωσε την κατασκευή του Διονυσιακού θεάτρου, που πια δεν ήταν ξύλινο αλλά πέτρινο.[2] Ο ίδιος φρόντισε και να καταγραφούν επίσημα, για να περισωθούν, τα αυθεντικά κείμενα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, που σκηνοθέτες και υποκριτές είχαν τα χρόνια εκείνα την τάση να τα παραλλάζουν προσθέτοντας ή αφαιρώντας στίχους, ή και ολόκληρες σκηνές. Ευεργετικές και οι δύο κινήσεις του Λυκούργου· όμως από μιαν άποψη το παγιωμένο θέατρο και τα κωδικοποιημένα κείμενα επισφραγίζουν το οριστικό τέλος της τραγωδίας.
-------------------------
1. Γνωστοί μάς είναι πάνω από 600 τίτλοι κωμωδιών και 49 ονόματα ποιητών, που για μερικούς παραδίδεται ότι έγραψαν περισσότερα από 200 έργα ο καθένας!

2. Έχει προηγηθεί, γύρω στα 470 π.Χ., η οικοδόμηση του θεάτρου της Μεγαλόπολης, ίσως και του θεάτρου της Επιδαύρου

Ο Zygmunt Bauman, η μεταφορά της Ρευστής Νεωτερικότητας και η σημασία της για τις κοινωνικές – ανθρωπιστικές επιστήμες

Την εποχή που οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες επιχειρούν όλο και περισσότερο να αποδείξουν την επιστημονικότητά τους, η κοινωνιολογία του Bauman παρουσιάζει ωμά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Την ώρα που στόχος των κοινωνικών-ανθρωπιστικών επιστημών είναι τόσο η έρευνα όσο και η μάχη με τους αναρίθμητους περιορισμούς της, η αξιοποίηση εργαλείων και μεθόδων, καθώς και οι ερμηνείες αποτελεσμάτων, ο Bauman στοχεύει στην κατανόηση του μοντέρνου, «ρευστού» τρόπου ζωής μας.

Στο έργο του, προκειμένου να επιτευχθεί η παραπάνω κατανόηση, τοποθετεί τα θεμέλια αξιοποιώντας τον τρόπο γραφής του. Σε αντίθεση με έναν ακαδημαϊκό, περιγραφικό, επιστημονικό λόγο, που ως επί των πλείστων ακολουθεί μία γραμμική πορεία και χαρακτηρίζεται από ουδετερότητα και «αντικειμενικότητα», η γραφή του Bauman ακολουθεί μία πορεία κυκλική. Ξεκινώντας κάθε φορά από την παγκοσμιοποίηση, εξετάζει διάφορα θέματα καταλήγοντας πάντα στο κρυμμένο αίτιο πίσω από αυτά, το οποίο είναι ακριβώς οι ίδιες οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και η αξιοποίησή τους από τις επιστήμες, τις εκάστοτε πολιτικές και τη λογική της αγοράς. Με άλλα λόγια, σε όλα τα βιβλία του ο Bauman εισέρχεται στο ίδιο δωμάτιο, ανοίγοντας κάθε φορά διαφορετική πόρτα.

Επιπλέον, ο λόγος του Bauman «παίρνει θέση», και κατ’ επέκταση κάθε άλλο παρά αντικειμενικός είναι. Εισερχόμενος κάθε φορά στο χώρο όπου βρίσκεται η αρνητική παγκοσμιοποίηση, επεξεργάζεται τις ποικίλες επιπτώσεις της όπως είναι ο διαχωρισμός εξουσίας και πολιτικής, η υπονόμευση του κράτους και των κοινοτήτων, η ανάδυση του ατομικισμού, η εξαφάνιση της αλληλεγγύης και η προώθηση της ατομικής ευθύνης. Ενώ, ανοίγοντας κάθε φορά διαφορετική πόρτα προκειμένου να εισέλθει, θίγει θέματα όπως τα μεταναστευτικά κύματα και το ξερίζωμα των ανθρώπων, την εξύμνηση του καταναλωτισμού και τον εκθειασμό της αγοράς, την καλλιέργεια του φόβου από την πολιτική και τη διάχυτη ανασφάλεια που προκύπτει εξαιτίας της προώθησης ενός τέτοιου μοντέλου διαβίωσης.

Ο τρόπος όμως με τον οποίο ο Bauman παίρνει θέση δε σταματάει εδώ. Στο έργο του, ο λόγος του κυριαρχείται από τη χρήση μεταφορών, γεγονός το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ολοένα και πιο εντατική χρήση ορολογιών που παρατηρείται στις επιστήμες. Οι μεταφορές του δεν στοχεύουν στην απλή περιγραφή μίας κατάστασης, μίας επίδρασης ή μιας ανακάλυψης. Οι μεταφορές του επιδρούν συναισθηματικά. Ωθούν τους αναγνώστες να συμπεριλάβουν το συναίσθημά τους στη διαδικασία επεξεργασίας των όσων διαβάζουν. Με άλλα λόγια, να μην αρκεστούν σε μία λογική ή ορθολογική επεξεργασία και αξιολόγηση.

Μία από τις πιο ευφυέστατες μεταφορές του Bauman, αποτελεί και η μεταφορά της «ρευστής νεωτερικότητας». Σύμφωνα και με τον Bordoni (2016), η μεταφορά της ρευστότητας προκειμένου να προσδιορίσει (o Bauman εννοείται) την μετάβαση ανάμεσα στον 20ο και 21ο αιώνα, ή με άλλα λόγια την εποχή την οποία διανύουμε, θεωρείται πως είναι από τις πιο αποτελεσματικές, καθώς αποτελεί την ουσία του κόσμου στον οποίο ζούμε. Αυτόν της ταχύτητας, της διαπερατότητας και της μεταβλητότητας. Με τη μεταφορά αυτή, ο Bauman τονίζει πως στη ρευστοποίηση δεν υπάρχει κάτι σταθερό. Η ρευστοποίηση είναι ζήτημα «επιταχυνόμενης κίνησης» και «ρυθμού παρατήρησης». Ένα «οφθαλμολογικό φαινόμενο» με σημαντική επίδραση στη συμπεριφορά μας. Στην ουσία, η συχνότητα με την οποία συμβαίνουν οι αλλαγές, μας οδηγεί στο να αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα ως ασταθή, την ώρα που ο συνδυασμός πλήθος παραγόντων συμβάλλει στο να δημιουργείται η εικόνα μιας ρευστής πραγματικότητας, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, που «γλιστράει από τα δάχτυλά μας» και που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμη. Ενώ, θα μπορούσαμε να πούμε επίσης πως η επιλογή του Bauman να επιλέξει τη συγκεκριμένη μεταφορά και να μη χρησιμοποιήσει έναν προσδιορισμό που εμπεριέχει το συνθετικό «μετά» (όπως μετανεωτερικότητα), αλλά ούτε και αυτόν της ύστερης νεωτερικότητας, τονίζει πως ο σύγχρονος κόσμος μας δεν παρουσιάζει ξεκάθαρη ρήξη με τη νεωτερικότητα αλλά ούτε και αποτελεί οριστική κατάληξή της. Η εποχή μας αποτελεί συνέχεια της νεωτερικότητας, που παρουσιάζει πλήθος ασυνεχειών εξαιτίας των συνεχώς μεταβαλλόμενων συνθηκών. Προκειμένου όμως να γίνει περαιτέρω κατανοητό το παραπάνω, ας πάρουμε τα πράματα κάπως από την αρχή.

Όσον αφορά τη νεωτερικότητα, την έναρξή της θα μπορούσαμε να τη διακρίνουμε αν αναλογιζόμασταν ότι για πολλούς χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη και εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης. Στην περίοδο πριν τη νεωτερικότητα (προνεωτερικότητα) υπήρχε μία τάση να εξηγούνται τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μέσω του εκκλησιαστικού δόγματος. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη το άτομο της φεουδαρχίας ή του Μεσαίωνα δεν ήταν υπεύθυνο για τη μοίρα του, αλλά υποταγμένο στο Θεό, τη Θρησκεία και κατ’ επέκταση στον Πάπα, το Βασιλιά ή τον εκάστοτε Ηγεμόνα. Η αμφισβήτηση όμως της εκκλησιαστικής αυθεντίας κατά την Αναγέννηση και το έργο σημαντικών ανθρώπων όπως του Newton, του Bacon ή του Descartes άνοιξαν το δρόμο για αντικειμενικούς τρόπους έρευνας τονίζοντας την επεξηγηματική δύναμη της λογικής. Έτσι, στην περίοδο του Διαφωτισμού που ακολούθησε, ο άνθρωπος άρχισε όλο και περισσότερο να γίνεται πρωταγωνιστής, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση τόσο στη λογική όσο και στην εμπειρία στην προσπάθεια αναζήτησης της γνώσης (Hergenhahn, 2005/2008, σελ.729).

Όπως παρατηρεί και ο Harvey, η νεωτερικότητα ως προς τα τυπικά χαρακτηριστικά της σχετίζεται άμεσα με το παράδειγμα του Διαφωτισμού και τον εκθειασμό της γραμμικής προόδου, της απόλυτης αντικειμενικής αλήθειας και του ορθολογικού σχεδιασμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναζήτησης μιας οικουμενικής αλήθειας που αναπτύχθηκε, έγινε ιδιαίτερα έντονη η πεποίθηση, πως η επιστήμη θα επέφερε ηθική πρόοδο και δικαιοσύνη.

Αρχικά λοιπόν, το παράδειγμα του Διαφωτισμού αποτέλεσε αισιόδοξη προοπτική και επιδίωξη της νεωτερικής περιόδου. Σταδιακά όμως η νεωτερικότητα άρχισε να απομακρύνεται από την αναζήτηση μιας οικουμενικής αλήθειας, ενώ πολλές επιστημονικές θεωρίες φάνηκαν ανίκανες να εξηγήσουν και να εμποδίσουν αντιφάσεις της καθημερινής ζωής. Ενδεικτικά παρατηρούν πως με το πέρασμα του χρόνου, η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε δραστικές διακυμάνσεις στην παγκόσμια οικονομία, που άρχισαν να καθορίζουν τη μοίρα των εθνών-κρατών. Κατακλυσμιαίες αστικές μεταναστεύσεις οδήγησαν σε αιφνίδιες δημογραφικές αλλαγές, ενώ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβαλε στη συγχώνευση πληθυσμών και επιστημόνων στις ΗΠΑ και στη ανάδειξη της δυτικής κουλτούρας ως κυρίαρχη. Η αβεβαιότητα των πολιτών άρχισε να μεγαλώνει, καθώς έρχονταν αντιμέτωποι με ευέλικτες εργασιακές δομές, που οφείλονταν στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής, στην ανάδυση πολυεθνικών επιχειρήσεων και στην επικράτηση της λογικής της αγοράς. Ενώ, ενδεχομένως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, να αποτελεί, η δημιουργία «ισμών» ολοκληρωτικού τύπου εντελώς αντιφατικά με το σχέδιο του Διαφωτισμού.

Η αδυναμία του κόσμου όχι μόνο να κατανοήσει αλλά και να αποκτήσει έλεγχο μέσω της γνώσης, καθώς και η ταύτιση του ορθού λόγου με τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας, οδήγησαν σε μία υπονόμευση του παραδείγματος του Διαφωτισμού. Όπως αναφέρεται στο Hergenhahn (2005/2008, σελ. 730), από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις φιλοσοφίες του Ρομαντισμού και του Υπαρξισμού ανανέωσε ταυτόχρονα την επίθεση κατά των ιδεωδών του Διαφωτισμού. Η μετανεωτερικότητα ήρθε σε αντίθεση με την πεποίθηση της νεωτερικότητας, ότι η πραγματικότητα είναι μία Αλήθεια, που παραμένει σταθερή και περιμένει να ανακαλυφθεί μέσω της επιστήμης, της λογικής και της εμπειρίας. Στο προσκήνιο ήρθε η πίστη, ότι η πραγματικότητα διαφέρει ανάμεσα στα άτομα και στις ομάδες ανάλογα με τα προσωπικά, ιστορικά ή πολιτισμικά πλαίσια αναφοράς τους.

Σε γενικές γραμμές, για τη μετανεωτερικότητα έχουν προταθεί ποικίλες ονομασίες όπως πληροφορική ή καταναλωτική κοινωνία, μετά-μοντερνισμός, μετά-βιομηχανική κοινωνία ή μετά-καπιταλιστική κοινωνία (Giddens, 2001/2014, σελ. 29-30). Η έννοια της μετανεωτερικότητας είναι συνυφασμένη με μία πολυπλοκότητα καθώς και με ποικίλες οπτικές που αφορούν την προσέγγισή της. Κάνει έντονη την παρουσία της προς το τέλος του 20ου αιώνα, όπου συντελέστηκε ένας έκδηλος μετασχηματισμός, που εντοπίζεται τόσο σε πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές πρακτικές, όσο και σε μία νέα κουλτούρα σκέψης. Συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση και κατ΄ επέκταση με τον περιορισμό της εθνικής (ή τοπικής) κυριαρχίας, με την παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας και με ευέλικτους τρόπους συσσώρευσης του κεφαλαίου. Επιπλέον, σχετίζεται με την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας καθώς και με τις δυνατότητες παραγωγής και διάδοσης της πληροφορίας σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τα παραπάνω οδήγησαν τις «μοντέρνες» κοινωνίες, να παρουσιάζουν σημαντικές ασυνέχειες σε σχέση με παραδοσιακές κοινωνίες ή κουλτούρες. Επιπλέον, επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο τρόπο ζωής των ανθρώπων και κατ΄ επέκταση μία πολυπλοκότητα στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αναφορικά με τη μελέτη και ερμηνεία της συμπεριφοράς τους.

Η παραπάνω πρόταση φυσικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι…λογικό. Η πολυπλοκότητα αυτή όμως που προέκυψε στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες δεν αφορά μόνο τις κοινωνικές συνθήκες και τις μεταβολές που προέκυψαν κατά την περίοδο της μετανεωτερικότητας. Σχετίζεται άμεσα και με το γεγονός ότι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες επιχειρούσαν ακόμη να διατηρήσουν την αντικειμενικότητά τους. Η μάχη για τη διατήρηση αυτής όμως αναμένονταν δύσκολη και απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή. Ενώ, ένα ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί, είναι το κατά πόσο εύκολα μπορεί οι αναρίθμητοι περιορισμοί με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι στη μάχη αυτή, να αποσπάσουν την προσοχή από ηθικά ερωτήματα και αξίες, αφήνοντας σε αυτά όλο και λιγότερο χώρο.

Στις μέρες μας, δημοσιεύεται διαρκώς πλήθος ερευνών, ενώ πλήθος απαντήσεων δημιουργούνται συνεχώς και για τα πάντα και διαδίδονται ταχύτατα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην πολυπλοκότητα, την αβεβαιότητα και τη ρευστότητα που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή. Χαρακτηριστικό αποτελεί επίσης πως ενώ βασική κριτική της μετανεωτερικής – όπως συνήθως ονομάζεται – περιόδου έναντι της νεωτερικότητας ήταν το γεγονός πως δεν υπηρέτησε τη βασική επιδίωξη επίτευξης ισότητας, δικαιοσύνης και ελέγχου της μοίρας που τέθηκε, η ίδια δεν φάνηκε να κάνει κάτι το διαφορετικό.

Σύμφωνα με τον Bordoni (2016), η ρευστότητα, για την οποία μιλάει ο Bauman, δεν είναι ένα είδος απελευθερωτικού χάους, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, αλλά ένα βήμα προς τα πίσω για την ανθρωπότητα. Η ικανότητα του να δρούμε ορθολογικά, που είχε αναγνωριστεί ως εγγύηση εξέλιξης και προόδου, έχει υπονομευτεί σε έναν «διαβρωτικό χείμαρρο που μας πάει πίσω στο χρόνο». Η προώθηση ατομικών και μοναχικών λύσεων, που προωθούνται από μία ανεξέλεγκτη αγορά, πυροδοτούν την επανεμφάνιση αντανακλαστικών και συμπεριφορών, από όταν ο άνθρωπος ακολουθούσε το ένστικτό του, καθοδηγούμενος από το πνεύμα της αυτοσυντήρησης και την ανάγκη να ικανοποιεί πρώτα και κύρια τις βασικές του ανάγκες.

Βασικό αίτιο της ρευστότητας που βιώνουμε για τον Bauman, αποτελεί ένα εξέχον χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, το οποίο είναι ο διαχωρισμός μεταξύ εξουσίας και πολιτικής. Συγκεκριμένα, παρατηρεί πως μεγάλο μέρος της εξουσίας, που τα προηγούμενα χρόνια ήταν διαθέσιμή στο εθνικό κράτος, μεταβιβάζεται στο πολιτικά ανεξέλεγκτο παγκόσμιο και «υπερτοπικό» χώρο. Από την άλλη η πολιτική, και κατ’ επέκταση η ικανότητα του να παίρνονται αποφάσεις για την κατεύθυνση και το σκοπό της δράσης, παραμένει τοπική και άρα ανίκανη να λειτουργήσει σε πλανητικό επίπεδο ( Bauman, 2009/2017, σελ.16). Η αποσύνδεση όμως της εξουσίας από το τοπικό, σημαίνει ταυτόχρονα, και αποσύνδεσή της από τις όποιες υποχρεώσεις της. Τις υποχρεώσεις της δηλαδή απέναντι στους εργαζόμενους, τους νεότερους, τους ασθενέστερους, απέναντι στις αγέννητες γενεές και στην αυτό-αναπαραγωγή των συνθηκών ζωής (Bauman, 2004, σελ.22). Οι πολιτικοί θεσμοί, με άλλα λόγια, χάνουν τη σχέση τους με τα ζωτικά προβλήματα των πολιτών του κράτους, ενώ οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με μία αδυναμία, να επιλέγουν και να αποφασίζουν για σημαντικά ζητήματα της ζωής τους.

Οι ευέλικτοι, ρευστοί τόποι, δημιουργημένοι και διατηρούμενοι μέσω της αλληλεπίδρασης τοπικών με παγκόσμιες δυνάμεις, φτάνουν, να αναπαριστούν «αρένες» κοινωνικό-οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής δραστηριότητας (Ray, 1999). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ανάδυση του καταναλωτισμού, την εκρηκτική ανάπτυξη τεχνολογικών επικοινωνιών και το γεγονός ότι η καπιταλιστική παραγωγή έγινε ακόμα περισσότερο παγκόσμια, δημιουργούν μεταβολές και στην πολιτισμική μας συνθήκη. Πράγματι, σε αυτή τη ρευστή φάση της νεωτερικότητας, οι κοινωνικοί θεσμοί, όπως αυτοί που διαφυλάσσουν την επανάληψη καθημερινών πρακτικών ή πρότυπα αποδεκτής συμπεριφοράς, είναι απίθανο να διαθέτουν αρκετό χρόνο για να σταθεροποιηθούν. Λόγω του μικρού προσδόκιμου βίου τους, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πλαίσια αναφοράς για την ανθρώπινη δράση και τη διαμόρφωση μακροχρόνιων στρατηγικών στη ζωή ( Bauman, 2009/2017, σελ. 15). Η πολιτισμική μας συνθήκη, όπως αναφέρεται και στο Gergen (2012), μεταβάλλεται σε μία ραγδαία και επιταχυνόμενη αλλαγή. Τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα, στον κόσμο μας συνεχίζουν να αλλάζουν. Οι μόδες που ακολουθούμε, τα αντικείμενα της προσοχής μας, πράγματα που ονειρευόμαστε και πράγματα που φοβόμαστε, πράγματα που επιθυμούμε και απεχθανόμαστε, λόγοι να αισιοδοξούμε και λόγοι να αγχωνόμαστε. Παντού και «εν κινήσει» διαμορφώνονται νοήματα, που αλλάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε σημαντικό θέμα στη ζωή μας, όπως είναι η κυβέρνηση, η εκπαίδευση, η θρησκεία, η οικογένεια, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, η οικονομία, η αγάπη και η εμφάνιση.

Τα παραπάνω, πέρα από το γεγονός ότι αυξάνουν τις επιλογές, καθίστανται ταυτόχρονα πηγή «βαθιάς» και «ατίθασης» αβεβαιότητας. Ο διαχωρισμός εξουσίας και πολιτικής σημαίνει, πως τα κρατικά όργανα «αποκεντρώνουν» μεγάλο μέρος των λειτουργιών, που ασκούσαν παλιότερα. Αυτές οι λειτουργίες, με το που εγκαταλείπονται από το κράτος, αποτελούν έρμαια ιδιαίτερα απρόβλεπτων δυνάμεων, όπως της αγοράς, και επαφίενται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και μέριμνα των ατόμων (Bauman, 2009/2017, σελ. 16-17). Σύμφωνα με τον Bauman (όπως αναφέρεται στο Bardon, Glegg & Josserand, 2012), το μοντέρνο, δυτικό, ρευστό πλαίσιο χαρακτηρίζεται κυρίως από απουσίες. Απουσία παραδοσιακών πηγών αυθεντίας, βεβαιότητας, σιγουριάς, καθώς και απουσία στηριγμάτων, που συνήθιζαν να εφοδιάζουν τα άτομα με συλλογική αίσθηση του «ανήκειν» γύρω από κοινά θεμέλια ταυτοποίησης. Το γεγονός αυτό οδηγεί τις σχέσεις των ανθρώπων να στερούνται συλλογικής δράσης και ικανότητας διαμόρφωσης ασφάλειας. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων γίνονται όλο και πιο ασθενικές και αποτελεί κοινή παραδοχή ότι είναι προσωρινές (Bauman, 2009/2017, σελ.17). Ενώ πολιτισμικά, «μοδάτοι» τρόποι και κώδικες, όπως ομιλίας, ενδυμασίας ή παιχνιδιού, βασισμένοι κυρίως στην κατανάλωση, παρέχουν όλο και περισσότερο τις εμπειρίες του «ανήκειν» (Bardon, Glegg & Josserand, 2012).

Όπως αναφέρεται στο Bauman (2009/2017), σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ευθύνη για την επίλυση διλλημάτων, που προκύπτουν από τις ασταθείς και συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, μεταφέρεται στα άτομα, τα οποία κάτω από το χαρακτηρισμό τους ως «ελεύθεροι επιλογείς» καλούνται, να φέρουν πλήρως τις συνέπειες των επιλογών τους. Φυσικά οι κίνδυνοι, που ενυπάρχουν σε κάθε επιλογή, είναι πολύ πιθανό να δημιουργούνται από δυνάμεις, που υπερβαίνουν την ικανότητα αντίληψης και δράσης των ατόμων. Είναι όμως «καθήκον και υποχρέωση του ατόμου να πληρώσει το τίμημα». Σε ένα περιβάλλον όμως ασταθές, όπου τίποτα δεν μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για τις συνέπειες των επιλογών μας και όπου τίποτα δεν εξασφαλίζει την επίτευξη των στόχων μας, αβεβαιότητα σημαίνει παράλληλα και φόβος. Εν απουσία κανόνων ή αρετών, που υπηρετούν καλύτερα το ατομικό συμφέρον, η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μία διάχυτη ευελιξία. Χαρακτηριστικό της αποτελεί «η ετοιμότητα να αλλάζει κανείς τακτικές και ύφος ταχύτατα, να εγκαταλείπει οποιαδήποτε δέσμευση χωρίς μεταμέλεια και να προσπαθεί να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται παρά να ακολουθεί τις καθιερωμένες προτιμήσεις του» (σελ. 19-20).

Όπως παρουσιάζεται από την παραπάνω παράγραφο, η ρευστή νεωτερικότητα υπονομεύει έννοιες όπως η κοινότητα και η αλληλεγγύη, ενώ μεταβάλει ριζικά την έννοια της «προόδου». Σύμφωνα με τον Bauman (2009/2017), η πρόοδος, που αποτελούσε κάποτε μία αισιόδοξη προοπτική και υπόσχεση για διαρκή ευτυχία, έχει μετατραπεί σε μία «ζοφερή προνοητικότητα». Οποιαδήποτε απροσεξία στο διάβα της προόδου μπορεί να σημαίνει «ανεπίστρεπτη ήττα» ή «αμετάκλητο αποκλεισμό». Ο σκοπός της προόδου έχει μετακινηθεί από αυτόν της κοινής βελτίωσης, σε αυτόν της ατομικής επιβίωσης. Η πρόοδος, δεν γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να προηγηθείς, αλλά σχετίζεται, με μια απελπισμένη προσπάθεια να παραμείνεις στον αγώνα (σελ.29). Παράλληλα η πρόοδος, ως ένας αέναος μελλοντικός προσανατολισμός της βελτίωσης και της αλλαγής, έχει γίνει το νέο δόγμα. Συνεπώς η πρόοδος, υπό αυτή την έννοια, ενσαρκώνει την ανάδυση του ατομικισμού και την καταβαράθρωση της αλληλεγγύης.

Επιπλέον, όλα τα παραπάνω θέματα, που θίξαμε, τονίζουν ταυτόχρονα και μία αδυναμία πρόβλεψης αναφορικά με τις κοινωνικές επιστήμες. Όπως αναφέρεται στο Bordoni (2016), με τον ορισμό «ρευστή κοινωνία», που αναφέρεται στην τωρινή κατάσταση αστάθειας και αβεβαιότητας, αλλάζει ταυτόχρονα και η παραδοσιακή άποψη, που έχουμε για τις κοινωνικές επιστήμες, ότι μας επιτρέπουν, να προβλέψουμε και να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των ατόμων. Πράγματι, τονίζοντας την ταχύτητα των γεγονότων και την ευπάθεια στη ξαφνική αλλαγή σε συνδυασμό με τη διαπερατότητα, που επιτρέπει την πληροφορία να φτάσει ανά πάσα στιγμή σε κάθε γωνιά του πλανήτη προκαλώντας απρόβλεπτα αποτελέσματα, ο Bauman αποκλείει από τις κοινωνικές επιστήμες κάθε σκοπό ελέγχου, που θα μπορούσαν να έχουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κοινωνικές επιστήμες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να κατευθύνουν ή να επηρεάσουν, αλλά, για να φανταστούν ένα εναλλακτικό μέλλον. Ο ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα, είναι, να αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Ακόμα και αυτό το κομμάτι της, που δεν είναι άμεσα ορατό ή έχει σκόπιμα παραμείνει κρυμμένο.

Από τη νεωτερικότητα μέχρι και τις μέρες μας αιώνες έχουν περάσει και το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας, που προτάθηκε, ακόμα να φανεί. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, το υπεύθυνο της μοίρας του άτομο, δε φάνηκε επίσης. Ενώ, η νίκη ενάντια στην αμφισημία και την αβεβαιότητα προβλέπεται ανέφικτη.

Εάν κανείς θεωρεί πως έχουμε περάσει σε κάποια «μετά – εποχή», πως προοδεύουμε, πως εξελισσόμαστε, αρκεί λοιπόν να ρίξει μία ματιά σε ζητήματα που τέθηκαν ως βασική επιδίωξη της νεωτερικής περιόδου. Όπως αυτά της δυνατότητας ελέγχου της μοίρας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Στην μετά-εποχή μας, τίποτα δε δείχνει πως κάτι από αυτά έχει επιτευχθεί. Μάλιστα, βιαιότητες σφοδρότητες και παγκόσμιες αντιφάσεις ανά τον κόσμο δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Στο σημείο αυτό βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει, πως τα συνθήματα που φαίνεται κυρίως να προωθούνται στις μέρες μας, είναι περίπου όπως τα εξής: «ατομική ευθύνη», «ελευθερία επιλογής», «δυνατότητες», «ευκαιρίες». Από την άλλη, το ότι αποδεχόμαστε τη μοίρα μας, ακούγεται λιγότερο ιδανικό. Θα λέγαμε μάλιστα πως μας πηγαίνει πίσω στο χρόνο, πριν ακόμα γίνουν τόσοι αγώνες εξαιτίας καταπιεσμένων ταυτοτήτων. Όταν δηλαδή τα κορίτσια παντρεύονταν από προξενιό, όταν το σε ποια τάξη γεννιόταν κάποιος, καθόριζε τη ζωή του, ή όταν στο Ολοκαύτωμα τα θύματα συμπεριλαμβάνονταν στην κατηγορία των Εβραίων. Και πράγματι, πολλές ομοιότητες που παρουσιάζει η μετά-εποχή μας με τα παραπάνω είναι ιδιαιτέρως εμφανείς.

Η κοινωνιολογία του Bauman, επαναφέρει στο προσκήνιο ζητήματα όπως αυτά της αποδοχής της μοίρας. Και καθώς αυτό γίνεται ‘εν αγνοία μας’ από διάφορα μέσα τρομοκρατίας, αποπλάνησης ή υπνωτισμού, τονίζει με αυτό τον τρόπο το χρέος των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε μία θέση ώστε να γνωρίζουν, να καταλαβαίνουν και κατ’ επέκταση να επιλέγουν. Επιπλέον, στοχεύει στο να δοθεί χώρος σε ερωτήματα μέσα στο πλήθος απαντήσεων που δίνονται συνεχώς και για τα πάντα. Ερωτήματα όπως «γιατί ανεχόμαστε την ανισότητα;» ή «Κατά πόσο το παιχνίδι της συμπερίληψης και του αποκλεισμού αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να βιωθεί η κοινή ανθρώπινη ζωή και κατά πόσο αυτή είναι η μοναδική μορφή που μπορούμε να δώσουμε στον κόσμο που μοιραζόμαστε όλοι;» (Bauman, 2004, σελ. 216). Ενώ, παρουσιάζοντας την αβεβαιότητα ως τη μόνη μοίρα μας, τονίζει πως η μάχη των επιστημών ενάντια στην αβεβαιότητα είναι καταδικασμένη να αποτύχει αλλά όχι πριν αφήσει ζημιές ή παράπλευρες απώλειες. Πολλά από τα ευρήματα των κοινωνικών-ανθρωπιστικών επιστημών, σε συνθήκες αβεβαιότητας, μπορεί πολύ εύκολα να αξιοποιηθούν από εκάστοτε πολιτικές, να οδηγήσουν σε απρόβλεπτα – πολλές φορές και αρνητικά ακόμη – αποτελέσματα λόγω αδυναμίας ελέγχου όλων των παραμέτρων, ή μπορεί και να μην έχουν καμία απολύτως ηθική νότα και χρησιμότητα. Η αίσθηση του Bauman, είναι πως η παραπάνω συνειδητοποίηση και αποδοχή της αβεβαιότητας θα οδηγήσει τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες στο να στρέψουν την προσοχή τους εκεί όπου θα μπορούσε να είναι ενεργή και αποτελεσματική. Και οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε μία ακόμη φορά, τον όμορφο τρόπο με τον οποίο επιδιώκει να επιτύχει την παραπάνω συνειδητοποίηση, προσφέροντας αισθήματα, αισθήσεις και εικόνες, όταν χρησιμοποιεί για την αβεβαιότητα, τη μεταφορά «ρευστότητα».

Τέλος, η επιστήμη του Bauman εναντιώνεται στην αντικειμενικότητα. Για τον ίδιο, η αντικειμενικότητα σε συνθήκες ρευστότητας φαντάζει τρομακτική. Όπως αναφέρει και στο Welzer (2002), η επιστήμη μπορεί να δημιουργήσει πόλεμο και θάνατο, να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Από την πλευρά της, το πρόβλημα του να σωθεί η ανθρωπότητα, είναι εξίσου σημαντικό με το πρόβλημα της καταστροφής της ανθρωπότητας. Και τα δύο είναι αντικείμενα έρευνας. Αυτό, που μπορεί να αποτελέσει αιτία της επιτυχίας της, είναι την ίδια στιγμή αιτία κινδύνου της ηθικότητάς της. Η επιστήμη δεν μπορεί να διακρίνει. Η αμφισημία και η αβεβαιότητα της ρευστής νεωτερικότητας εμπεριέχει την «ορθολογικοποίηση του κακού» (“rationality of evil”).

Συνεπώς, καθώς σε έναν ρευστό κόσμο τα πάντα θα εξαρτηθούν από το πώς αναλύουμε τη ρευστότητα, η οπτική της επιστήμης και η στάση που κρατάει απέναντι στη ρευστότητα κρίνεται πολύ σημαντική. Η επιστήμη, όπως και η εκπαίδευση ή η τεχνολογία, κάθε άλλο παρά ουδέτερες και απαλλαγμένες από αξίες και συμφέροντα είναι. Το να κρατάει κανείς αντικειμενική στάση, σημαίνει πως αφήνει ανενόχλητο το παιχνίδι του φιλελευθερισμού και το παγκόσμιο κυνηγητό του κέρδους. Η αντικειμενική περιγραφή μίας κατάστασης ή η ανάλυση δεδομένων, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να αγνοούν συστηματικές αντιφάσεις ή παραποιήσεις της καθημερινής ζωής, οι οποίες αντανακλούν το είδος των απωθήσεων και εκλογικεύσεων που εντοπίζονται στις αναλύσεις φροϋδικών και μαρξιστών. Με άλλα λόγια, πολλές φορές αυτό που χρειάζεται, δεν είναι να βάζουμε τους ανθρώπους να πατάνε κουμπιά, την ώρα που είναι κουμπιά οι ίδιοι.

Μάλιστα, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες πολλές φορές φτάνουν ακόμα και να ενισχύουν το φιλελεύθερο παιχνίδι, ίσως και εν αγνοία τους. Οι συνθήκες της ρευστότητας, που έχουν μετατρέψει την πρόοδο σε μία απελπισμένη προσπάθεια να παραμείνεις στον αγώνα, δεν αφήνουν ανεπηρέαστους ούτε τους επιστήμονες, οι οποίοι καλούνται να αντιμετωπίσουν το δίλημμα «δημοσίευσε ή εξαφανίσου». Πλήθος ερευνών δημοσιεύονται χωρίς κανένα ηθικό ίχνος και χωρίς καμία χρησιμότητα. Πλήθος βιβλίων και εγχειρίδια αυτοβοήθειας και αυτοεξέλιξης γεμίζουν τα ράφια βιβλιοπωλείων, την ώρα που άρθρα τύπου 10 τρόποι να απαλλαγείς από το στρες πλημμυρίζουν τις ιστοσελίδες. Και είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο παίζουν το φιλελεύθερο παιχνίδι. Προωθούν τις ατομικές και μοναχικές λύσεις αγνοώντας το γεγονός ότι όσο πιο πολύ οι άνθρωποι προσκολλούνται στον εαυτό τους τόσο πιο ανυπεράσπιστοι γίνονται απέναντι σε παγκόσμιες δυνάμεις. Ωθούν τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν και να διορθώνουν – προσωρινά πάντα – τα λάθη στη συμπεριφορά τους, προκειμένου να μένουν πλήρως απασχολημένοι, και να μην ασχοληθούν με το γεγονός ότι πηγή της δυστυχίας τους αποτελεί η κυρίαρχη ιδεολογία. Η οποία παρεμπιπτόντως λίγα μόνο συμφέροντα αναγνωρίζει, αυτά της αγοράς και του κέρδους. Και – όπως τραγουδάει και ο Αγγελάκας στο ‘σαράβαλο’ – φαίνεται πράγματι πως « η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει».

Με ταχείς ρυθμούς, η αξιοποίηση της ρευστότητας και της αβεβαιότητας από τη λογική της αγοράς και το παιχνίδι του φιλελευθερισμού, προωθεί τις ατομικές και μοναχικές λύσεις, εξαλείφει ηθικά ερωτήματα και αξίες και αφήνει όλο και λιγότερο χώρο για την αλληλεγγύη, το ίδιο και για την κοινή δράση. Και μέσα σε αυτή τη συνθήκη οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες συνεχίζουν να είναι αντικειμενικές και να προσφέρουν απλές περιγραφές. Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί από το παραπάνω; Ίσως το να το κάνουν να φαίνεται τόσο φυσικό ότι ζούμε σε έναν κόσμο που καταναλώνει και σπαταλά ανθρώπους.

Όπως είπαμε όμως και στην αρχή, ο σύγχρονος ρευστός κόσμος μας για τον Bauman, μπορεί να αποτελεί συνέχεια της νεωτερικότητας αλλά δεν αποτελεί οριστική κατάληξή της. Φυσικά η επίτευξη της ισότητας και της δικαιοσύνης ίσως και να φαντάζει κάτι ουτοπικό. Θα λέγαμε μάλλον πως η κατάσταση φαίνεται να έχει ξεφύγει από τα χέρια μας και πως περισσότερο, θεωρούμε φυσικό το γεγονός ότι ζούμε σ έναν κόσμο με ανισότητες και αδικίες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μιλάμε για αυτά με μία ουδετερότητα. Δυστυχώς φαίνεται πως συνηθίζουμε. Συνηθίζουμε τους πνιγμούς ανθρώπων στα ανοιχτά της θάλασσα, τους βομβαρδισμούς, την αδικία, τη φτώχεια, την ανελευθερία μας. Εάν όμως θέλουμε να κάνουμε μία αλλαγή, άλλον κόσμο δεν έχουμε πέρα από αυτόν και άλλος κόσμος δεν υπάρχει για να ξεκινήσουμε. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί για τον Bauman ένα καλό εναρκτήριο σημείο. Αυτό που απαιτείται όμως είναι να ξεφύγουμε από αυτή την «ορθολογική προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής» και να δοκιμάσουμε τρόπους αδοκίμαστους. Φυσικά για να γίνει το παραπάνω, χρειάζεται πρώτα να κατανοήσουμε, να προσεγγίσουμε και να περιγράψουμε το σύγχρονο μοντέρνο κόσμο μας και τις επιδράσεις του. Όχι όμως με έναν αντικειμενικό και ουδέτερο τρόπο. Και αυτό ακριβώς έρχεται να κάνει η κοινωνιολογία του Bauman. Να υπενθυμίσει στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες πως είναι καιρός να πάρουν θέση και να βάλουν επιτέλους ένα πρόσημο στο λόγο τους. Να τσιμπάει σαν αγκαθάκι την ουδετερότητα που επικρατεί.

Θεωρίες περί επιβίωσης του ισχυρότερου

«Το πουλί αγωνίζεται για να βγει από το αυγό. Το αυγό είναι ο κόσμος του. Αυτός που θέλει να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να καταστρέψει έναν κόσμο.» (Έρμαν Έσσε)

Η γέννηση σηματοδοτεί κάτι το νέο, μια καινούρια μορφή που αναδύεται μέσα από μια άλλη, ένας οργανισμός που μπορεί και μετεξελίσσεται, μεταβάλλεται, αλλάζει και διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου από την αρχή. Γέννηση είναι μια δεύτερη ευκαιρία για τους προγόνους και μια πρώτη για τους απογόνους. Στο κεντρικό σημείο αυτού του -καθόλου μικρού– μικρόκοσμου της δημιουργίας βρίσκεται η τροχοπέδη της επιβίωσης, ο σκόπελος που καλούμαστε να προσπελάσουμε εάν θέλουμε να βρεθούμε στην αντίπερα όχθη. Ο παράδεισος που ολοένα και πιο περίτεχνα κατασκευάζουμε με πρόσχημα την ευημερία μας, ξεκίνησε σε μία μάλλον παράδοξα ζοφερή ατμόσφαιρα, εκείνη των μηχανών της εκβιομηχάνισης.

Το 1858 ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσιεύει μια νέα εξελικτική θεωρία όπου πραγματεύεται, πως στην κοινωνία μπορεί να επιβιώσει το καταλληλότερο είδος, όχι απαραίτητα εκείνο με την ιδιαίτερη ευφυΐα και πνευματική καλλιέργεια αλλά εκείνο που έχει τη δύναμη και τη θέληση της προσαρμογής. Από την πολύχρωμη πεταλούδα που για να προστατευτεί από τους εχθρούς της άλλαξε τα φωτεινά χρώματα των φτερών της σε περισσότερο μουντά, μέχρι τον εργάτη που έπαψε να δουλεύει στον αγρό αλλά σε εργοστάσιο, καταλαβαίνουμε πως όλη μας η ζωή βασίζεται στην υιοθέτηση των νέων δεδομένων.

Την ίδια περίπου εποχή, φανερά επηρεασμένη από τον προαναφερθέντα, εμφανίζεται η άποψη του κοινωνιολόγου H. Spencer, η οποία θεωρεί πως στον κοινωνικό κόσμο, μπορούν να επιβιώσουν οι ικανότεροι. Το κράτος θα ήταν συνετό να απέχει από τις φυσικές διεργασίες ώστε να αναδειχθούν οι ισχυρότεροι, εκείνοι όπου αντανακλούν τα υψηλότερα επίπεδα ιστορικής εξέλιξης. Ο άνθρωπος οφείλει να επιβιώσει με τις δικές του δυνάμεις και να μετεξελιχθεί σε μια κυρίαρχη μονάδα, η οποία δε θα συντηρείται από εξωτερικούς παράγοντες. Το «Αόρατο Χέρι» της οικονομίας του Άνταμ Σμιθ, αυτή η φαντασιακή δύναμη που ρυθμίζει το εμπόριο και την κίνηση του χρήματος δίχως την παρεμβολή κάποιου μέσου, μπορεί να μην έχει εξαπλωθεί μονάχα στην αγορά αλλά να κυριαρχεί και στο φάσμα του κοινωνικού.

Όλα αυτά αποδεικνύουν με μια πρώτη ανάγνωση μια φυσικότητα και μια κανονικότητα: στις κοινωνικό-ιστορικές αλλαγές οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε ώστε να μπορέσουμε να συμβαδίζουμε μαζί τους, να ενταχθούμε μέσα τους και να αναδειχθούμε ως ξεχωριστές οντότητες. Οπότε η ζωή μας, ενώπιον των κολοσσιαίων αλλαγών που συντελούνται στον κόσμο μας, προτάσσει μια συνεχή προσπάθεια, έναν αγώνα για να βρισκόμαστε πάντα ένα βήμα μπροστά ή δίπλα στους μεταρρυθμιστές της νεωτερικότητας. Σχηματικά, θα ελπίζαμε πως από την απλή ζωή -εάν υπάρχει κάτι το απλοϊκό σε αυτή- θα περνούσαμε στην επιβίωση μονάχα για να οδηγηθούμε στη διαβίωσή μας· το βέλος όμως αυτό της συνεπακόλουθης λογικής δεν κατάφερε να αγγίξει τον στόχο του και το μέρος όπου προσγειώθηκε, παρ’ όλο που απέχει από εκείνον μια πρόθεση, αλλάζει ριζικά την υφιστάμενη πραγματικότητα.

Ο άνθρωπος έμαθε από την αρχή της ζωής του να παλεύει, να προσπαθεί (και να καταφέρνει;) να σταθεί κυριολεκτικά σε ανώτερο επίπεδο από τους υπόλοιπους της ομάδας κι «αγέλης» κι ίσως γι’ αυτό αποφάσισε να σηκωθεί στα δύο του πόδια και να μάθει να περπατά, να αναζητά τροφή, να μάχεται ενάντια στον εχθρό και να προστατεύει τον εαυτό του. Μετενσαρκώθηκε σε ένα ον με απόλυτη κυριαρχία, μια ύπαρξη που αισθάνθηκε τη σωματική δύναμη κι ισχύ, όχι μονάχα πάνω στον ίδιο αλλά κυρίως στους άλλους και στη φύση. Ήταν ασταμάτητος κι απροσπέλαστος.

Θέσπισε νόμους και θεσμούς για να επισημοποιήσει την υπερβατικότητά του ανάλογα με την εκάστοτε εποχή και τις επικρατούσες συνθήκες. στην αρχή ο άνδρας-κυνηγός ήταν ο ικανότερος άρα κι εκείνος που επιβίωνε κι όλοι βασίζονταν σε εκείνον για να επιζήσουν. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε ο διαμεσολαβητής με τον Θεό, εκείνος όπου κατείχε ένα υπερφυσικό κύρος, ίσως γιατί οι άνθρωποι επιθυμούσαν να θεοποιήσουν έναν όμοιό τους. Ο καταλληλότερος ήταν κάποιος που κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Έπειτα, προέκυψαν οι βασιλείς, οι θρησκευτικοί αρχηγοί, οι «βάρβαροι», οι έχοντες υψηλή πολιτική θέση και οικονομική ευχέρεια· αυτοί έθεσαν τα θεμέλια για το περιεχόμενο του «ισχυρού» ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Μα εκείνο που ίσως τους κράτησε στην κορυφή, είναι πως ποτέ δεν αποκάλυψαν τις «δυσμορφίες» της ψυχής και του μυαλού τους, έμειναν αλώβητοι σε κοινωνίες όπου τα πάντα έμοιαζαν ευμετάβλητα κι αυτό ήταν που καλλιεργούσε την αίσθηση της παντοδυναμίας.

«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή

και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις

αν δεν μπορείς, με δισταγμό

και προφυλάξεις να τις ακολουθήσεις

κι όσο εμπροστά προβαίνεις,

τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.» 
(Κ. Π. Καβάφης).

Παρατηρώντας γύρω μας, θα αντικρίσουμε ανθρώπους που αδυνατούν να επιβιώσουν εξαιτίας του γεγονότος ότι δε βρίσκονται στις παραπάνω κατηγορίες, αποτελούν ορισμένα «είδη» υπό εξαφάνιση που χαρακτηρίζονται από διάφορα και αδιάφορα για εκείνους στοιχεία, όπως σεβασμό, αξιοπρέπεια, ανθρωπιά κι ηθική- τα τετραθέμελα του φαντασιακού πλέον κόσμου μας. Η ικανότητα μετριέται με χρήματα και η καταλληλότητα αφορά την εξουσία. Το κατά πόσο μπορούμε να υπερβούμε τον άλλον σε βαθμό που θα τον εξαλείψουμε σχεδόν, θα εκλείψει από το οπτικό επίπεδο των γεγονότων και στην ουσία θα χαθεί. Η δύση του ατόμου σηματοδοτείται από τη στιγμή που εξαφανίζεται ως πιθανή κι ελκυστική επιλογή κι έπειτα, είναι δύσκολο να ανατείλει ξανά.

Ο άνθρωπος ήταν ανέκαθεν επίθετο και ποτέ ουσιαστικό. Προσπαθεί να μας αυτοπροσδιορίζει αλλά εμείς πάντα θα το παραγκωνίζουμε, θα παλεύουμε σε μια αιώνια κυκλική ζούγκλα να κυριαρχήσουμε, να αναδειχθούμε «αρχηγοί» και να ξεφύγουμε από αυτή, χωρίς στην πραγματικότητα να το επιθυμούμε βαθιά μέσα μας. Η αίσθηση της δύναμης και του κύρους αποβάλλονται άραγε από πάνω μας, μόλις εξοικειωθούμε μαζί τους; Αυτή η πρόταση ίσως περικλείει την σπουδαιότερα αιχμηρή πρόκληση που θα ήμασταν σε θέση να διατυπώσουμε στον εαυτό μας κι ακόμα περισσότερο την εκπληκτικότερη προσπάθεια που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε.

Σε αυτό το -μέχρι στιγμής- μυστικό αίνιγμα που κινείται σιωπηλά στις σκέψεις εκείνων που επιθυμούν την αλλαγή και στους φόβους εκείνων που θέλουν να διατηρήσουν την καθεστηκυία εξουσία, συνίσταται η μεταστροφή της ύπαρξής μας από μια πάλη επιβίωσης σε μια κοινωνία ευημερίας. Κι αυτό, ίσως απαιτεί τον πιο δαιδαλώδη αγώνα από όλους, μα λησμονούμε πως εμείς πλέκουμε τον προσωπικό μας μίτο.

Οι διαλυμένοι άνθρωποι αγαπούν καχύποπτα κι αμυντικά

Πληγή με πληγή διαφέρει, το ίδιο κι οι άνθρωποι που τις φέρουν. Δεν έχουν όλοι οι οργανισμοί την ίδια αντοχή στον πόνο, η ίαση τους δεν ακολουθεί παρόμοιους ρυθμούς και το μετατραυματικό σοκ άλλους τους αφήνει με κενά μνήμης κι άλλους τους καθορίζει.

Άνθρωποι δύσκολοι, οι οποίοι ξεπετάχτηκαν από μια συναισθηματική καταστροφή που έτυχε να τους πιάσει στον ύπνο, έτσι γεννιούνται οι διαλυμένοι άνθρωποι· από καταστάσεις κι ανθρώπους που αγνοούν πως η σωματική βία δε διαφέρει τελικά και πολύ απ’ την ψυχολογική.

Ψυχολογική βία δεν ασκεί ένας οποιοσδήποτε χωρισμός, οπότε μη μασάς στον κάθε πληγωμένο που πλασάρει τον πόνο του ως κάτι πρωτάκουστο, μην τους περνάς για ρημαγμένους όσους απλά πόνεσαν και τώρα σκορπιούνται εδώ κι εκεί, ούτε να λυπάσαι εκείνους που μιλάνε με ευκολία για όσα τους βασανίζουν. Οι διαλυμένοι άνθρωποι είναι βουβοί, μουδιασμένοι, έχουν σχεδόν παραλύσει, θαρρείς πως υπάρχουν σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα, κρυμμένοι μονίμως πίσω από ένα διαρκές και βάρβαρο «καλά είμαι».

Θα τους πιστέψεις και θα το κάνεις επειδή θα σε αναγκάσουν. Θα πεις με σιγουριά πως δεν έχουν ανάγκη, πως τα καταφέρνουν μια χαρά, θα έρθουν στιγμές που θα τους θαυμάσεις κιόλας. Κάπου εκεί σταμάτα κι απομακρύνσου, μη γίνει καμιά μαλακία κι ερωτευτείς αυτό το θεατράκι που σου πλασάρουν, γιατί μετά ίσως είναι αργά. Επειδή μπορεί να τους αγαπήσεις χωρίς να ξέρεις στην ουσία τι είναι αυτό που αγαπάς, αν είναι τέρας ή άνθρωπος, αν μπορεί έστω και λίγο να σε αγαπήσει πίσω.

Επειδή κάπου εκεί, ανάμεσα σε προβληματικές συμπεριφορές κι απότομα ξεσπάσματα θα βρεθείς να αναρωτιέσαι αν μπορούν να ερωτευτούν κάποιον άλλο πέρα απ’ τη μοναξιά τους, αν αυτή η καρδιά που χτυπάει εκεί μέσα βγάζει κανονικό αίμα ή είναι μαραφέτι με μπαταρίες που απλώς απομυζά ενέργεια.

Κι αν είσαι γενναίος και θέλεις να μάθεις, κάτσε να σου πω πώς αγαπούν οι ρημαγμένοι άνθρωποι, μπας και καταλάβεις τι κακό σε περιμένει. Άνθρωποι σαν αυτούς αγαπούν καχύποπτα κι αμυντικά, με την ψυχή στο στόμα. Σε παρατηρούν όταν δεν τους βλέπεις, σε μαθαίνουν απ’ τις ασυναίσθητες συμπεριφορές σου, από πράγματα που δεν έχεις ιδέα πως κάνεις.

Κοιμούνται δίπλα σου με το ένα μάτι ανοιχτό και τα παπούτσια τους στο πλάι, μην αλλάξει κάτι στη μέση της νύχτας και δε φύγουν πριν φύγεις εσύ. Το φοβούνται το φευγιό γι’ αυτό και την κάνουν πρώτοι μόλις αλλάξει λίγο ο άνεμος, για να μη δουν ένα ακόμα τέλος που δεν επέλεξαν, για να μη καπηλευτείς και την τελευταία τους ελπίδα να βρούνε την ευτυχία, εκείνη που έκρυψαν βαθιά μέσα τους, εκείνη που στα ψέματα σου είπαν πως δεν έχουν ιδέα πού βρίσκεται όταν τους πρωτοπήρες αγκαλιά.

Κι αν είσαι καλός και τους φερθείς με αγάπη, την έβαψες. Δεν τους θέλουν τους καλούς, οι καλοί αφήνουν αμφιβολίες. Μπάζουν στη ζωή τους μόνο τους κακούς, για να επιβεβαιώνουν σαδιστικά αυτοεκπληρούμενες προφητείες και να δικαιολογούν στον κόσμο και τους εαυτούς τους την αξία της φιλόξενης μοναξιάς που οι ίδιοι επέλεξαν.

Σκέψου πόσο μπορεί να πόνεσαν για να φοβούνται τους ανθρώπους που επιχειρούν να τους δώσουν αγάπη, που τους απλώνουν το χέρι για χάδι κι εκείνοι αποτραβιούνται επειδή περιμένουν χαστούκι. Δεν μπορείς να ξέρεις σε τι βάθη κάνουν ζημιά οι κρυμμένοι πόνοι, εκτός αν έχει κρύψει και η δική σου ψυχή έναν. Τότε μόνο καταλαβαίνεις, όπως αυτοί, πως μπορεί να μην πεθαίνεις από ψυχικά τραύματα μα η αλήθεια είναι πως δε ζεις κιόλας.

Κι αν αποφασίσεις να πάρεις πάνω σου λίγο απ’ τον πόνο τους, θέλει προσπάθεια κι επιμονή επειδή πιθανότατα δε θα καταφέρεις και πολλά, επειδή αναμφίβολα θα νιώσεις ανεπαρκής. Αν προτίθεσαι να τους αγαπήσεις, μάθε όσο είναι νωρίς πως δε φτιάχνονται, πως αυτό το κουραστικό πλάσμα που έχεις στα χέρια σου, με τις παράλογες απαιτήσεις, τα άκυρα ξεσπάσματα και την καχυποψία, αυτό παίρνεις, οπότε μην ελπίζεις μάταια.

Μην επιχειρήσεις να κολλήσεις τα κομμάτια τους, δεν ωφελεί. Αν θέλεις μάζεψέ τα σε ένα όμορφο κουτί κι άσε τον καιρό να αμβλύνει τις γωνίες τους, εκείνες τις γωνίες που κόβουν· επειδή γι’ αυτές τις κοφτερές άκρες μένουν μακριά σου, καθώς ξέρουν πως είναι επικίνδυνες και η λιγοστή καρδιά που τους απέμεινε δεν τους επιτρέπει να σε τραυματίσουν.

Ούτε να περιμένεις «σ’ αγαπάω» κι όμορφα λόγια. Αν είσαι παρατηρητικός ή έστω παρών, την αγάπη τους θα σου τη μαρτυρήσει ο τρόπος που σε κοιτάζουν όταν νομίζουν πως δεν τους βλέπεις, η επιμονή με την οποία μένουν απειλώντας σε ταυτόχρονα πως θα φύγουν κι ο τρόπος που ασυναίσθητα σε τραβάνε κοντά τους στον ύπνο τους όταν πας ν’ αλλάξεις πλευρό.

Μην τους πεις λοιπόν όμορφους αν δε δεις πρώτα τα σημάδια που κρύβουν, μην τους χαρακτηρίσεις έξυπνους αν δε σου μιλήσουν για τις φορές που τα κάνανε σκατά, μην τους θεωρήσεις δυνατούς αν δεν τύχει να τους δεις να λυγίζουν. Επειδή μόνο αν σταθούν απογuμνωμένοι μπροστά σου με τα σημάδια τους, τις αλλόκοτες συμπεριφορές τους, το εγώ τους κουρελιασμένο και μείνεις, μόνο τότε μπορεί να σε πιστέψουν.

Επειδή, ξέρεις, έτσι αγαπούν οι ρημαγμένοι άνθρωποι· λες και δεν αγαπούν.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Ένας άνθρωπος δείχνει το χαρακτήρα του μέσα από τον τρόπο που χειρίζεται τα ασήμαντα θέματα

Και μια και είμαι στο θέμα, υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο αξίζει να αναφέρω και είναι το εξής: Ένας άνθρωπος δείχνει το χαρακτήρα του μέσα από τον τρόπο που χειρίζεται τα ασήμαντα θέματα – διότι τότε είναι χαλαρός. Τότε μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον αχαλίνωτο εγωισμό της φύσης ενός ανθρώπου και την παντελή του έλλειψη ενδιαφέροντος για τους άλλους. 

Και αν αυτά τα ελαττώματα φαίνονται στα μικρά πράγματα ή στη γενική συμπεριφορά του, τότε θα δεις ότι αποτελούν τη βάση κάθε σημαντικής του ενέργειας, παρόλο που μπορεί να προσπαθεί να τα κρύψει. 

Εδώ σου παρουσιάζεται μια ευκαιρία που δεν πρέπει να τη χάσεις. Αν στα μικρά, καθημερινά πράγματα – στις ασημαντότητες της ζωής… – ένας άνθρωπος είναι απερίσκεπτος και αποζητά μόνο ό,τι τον συμφέρει ή τον βολεύει και αν σφετερίζεται ό,τι ανήκει στους άλλους, να είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει ίχνος δικαιοσύνης μέσα του και ότι είναι μέγας απατεώνας και μόνο ο νόμος και κάποιος καταναγκασμός μπορούν να δέσουν τα χέρια του.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, 1788-1860

Η διαδοχή των γενεών από τη “χαμένη γενιά” έως τους alpha

Σε ποια γενιά ανήκεις; Ποιες είναι οι καθιερωμένες γενιές από τον 20ο αιώνα και μετά;

Millennials, Generation X, Generation Y, λέξεις που σίγουρα κάπου έχεις ακούσει αλλά ίσως δεν γνωρίζεις τι ακριβώς σημαίνουν και ποιους προσδιορίζουν. Πρόκειται για ονομασίες γενεών, ανθρώπων με κοντινές ηλικίες που έχουν παρόμοια βιώματα αλλά και κοινές πολιτισμικές, πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές επιρροές. Επομένως, κάθε γενιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τον δικό της κώδικα επικοινωνίας και κατ’ επέκταση τη δική της ονομασία.

Πότε όμως τελειώνει μία γενιά και ξεκινά η επόμενη;

Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη. Όταν οι εκπρόσωποι μίας γενιάς φτάσουν σε ηλικία που θεωρητικά θα μπορούσαν να αποκτήσoυν δικό τους παιδί, τότε έχουμε τη συγκεκριμένη αλλαγή. Δεδομένου όμως ότι από γενιά σε γενιά το ηλικιακό όριο στο οποίο τα ζευγάρια αποφασίζουν να γίνουν γονείς αλλάζει (για παράδειγμα οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν οικογένεια σε πολύ μικρότερη ηλικία απ’ ότι οι σημερινές γυναίκες), τα χρόνια τα οποία χρειάζονται για να περάσουμε από τη μια γενιά στην επόμενη δεν είναι πάντοτε ίδια.

Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος ηλικίας που οι περισσότεροι άνθρωποι του δυτικού κόσμου γίνονται γονείς είναι κοντά στα 30 χρόνια. Σύμφωνα με έρευνες, το 51,2% των γυναικών στην Ευρώπη γεννούν το πρώτο τους παιδί σε ηλικία 20-29, ενώ το 40,6% σε ηλικία 30-39. Για το λόγο αυτό, άτυπα καθιερώθηκε πως η κάθε γενιά πλέον θα αλλάζει κάθε 25 χρόνια.

Ποιες είναι όμως οι καθιερωμένες γενιές από τον 20ο αιώνα και μετά;

Η χαμένη γενιά του 1914 – The Lost Generation
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1890 – 1915

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Φυσικά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο σχεδόν 20 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Επιπλέον η ονομασία της προσδιορίζει πως η συγκεκριμένη γενιά βρέθηκε «χαμένη» σε έναν κόσμο μεταξύ δύο παγκοσμίων πολέμων.

Η σπουδαιότερη γενιά – The Greatest Generation
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1910 – 1924

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι τα δύο συνταρακτικά γεγονότα που καθόρισαν τις ζωές της γενιάς αυτής. Επιπλέον οι άνθρωποι αυτοί γνώρισαν τις πρώτες μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες όπως το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο.

Η σιωπηρή γενιά – The Silent Generation – Builders
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1925 – 1945

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Το όνομα της προέρχεται από την αφοσίωση της γενιάς στη σκληρή δουλειά και όχι στον ακτιβισμό. Η «Σιωπηρή Γενιά» βρίσκει μπροστά της έναν κόσμο διαλυμένο από τον πόλεμο και την ύφεση και πρέπει να τον ξαναχτίσει από την αρχή.

Οι άνθρωποι αυτής της γενιάς αποτελούν πιστούς υπαλλήλους, παραδοσιακούς, που εργάστηκαν σκληρά και έχτισαν τα θεμέλια του κόσμου όπως τον γνωρίσαμε σήμερα.

Είναι η τελευταία γενιά που δεν επηρεάστηκε (εργασιακά) από την τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων χρόνων, καθώς είχαν ήδη αποσυρθεί από την αγορά εργασίας.

Οι Baby Boomers – Baby Boomer Generation
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1946 – 1964

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Το όνομα της προέρχεται από την «έκρηξη γεννήσεων» που σημειώθηκε κατά την περίοδο αυτή στον δυτικό κόσμο.

Πρόκειται για την πρώτη εξ’ ολοκλήρου μεταπολεμική γενιά. Είναι μια γενιά επαναστατική, η οποία αμφισβητεί το παραδοσιακό κατεστημένο και επιζητεί καινοτομίες και αλλαγές. Είναι η γενιά των Χίπηδων, του Μάη του 68’ του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα εκείνη που έζησε την κορύφωση του «Ψυχρού Πολέμου».

Αυτοπροσδιορίζεται ως ξεχωριστή σε σχέση με τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές, καθώς κατάφερε να ξεπεράσει τους προγόνους της και να δημιουργήσει μια νέα ισχυρή μεσαία τάξη, ενώ ακόμα και σήμερα κρατά στα χέρια της την κοινωνική, επιστημονική και καλλιτεχνική ζωή.

Η Γενιά Χ – Generation X
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1965 – 1980

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Θεωρείται η «Τυχερή Γενιά» καθώς γνώρισε μια εποχή μεγάλης οικονομικής άνθησης. Οι γονείς των ανθρώπων αυτών ήταν λιγότερο καταπιεστικοί, ενώ οι περισσότερες μητέρες τους είχαν βγει στην αγορά εργασίας.

Είναι η γενιά που από μικρή ηλικία παρακολουθεί τηλεόραση (MTV Generation), ενώ επηρεάστηκε από την κουλτούρα του χιπ χοπ και τις υπερπαραγωγές του Hollywood (Star Wars κλπ).

Θεωρείται μια γενιά που στην ηλικία της πνευματικής της ωρίμανσης κατάφερε να ζήσει μια ευτυχισμένη και ισορροπημένη ζωή ενώ τα τελευταία χρόνια επηρεάστηκε έντονα από παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008.

Millennials – Generation Y – Gen Next
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1981 – 1995 (ή 2000)

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Είναι η γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε μια τεχνολογική «έκρηξη». Από την τηλεόραση στο Ίντερνετ και από εκεί στα smartphones. Τα χαρακτηριστικά της ποικίλλουν ανά περιοχή καθώς οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν πλέον διαμορφωθεί διαφορετικά από χώρα σε χώρα. Είναι όμως κοινό χαρακτηριστικό πως η ζωή τους έχει επηρεαστεί έντονα από τα social media.

Βγήκαν – και συνεχίζουν να βγαίνουν – σε μια αγορά εργασίας πληγωμένη από την οικονομική κρίση, ενώ έχει παρατηρηθεί μια γενικότερη αδιαφορία για πράγματα που αφορούν την τέχνη, την ιστορία και την πολιτική.

Το όνομα Millennials, φυσικά προέρχεται από το γεγονός πως ξεκίνησαν να δημιουργούν και να εργάζονται στη νέα χιλιετία.

Η Γενιά Ζ – Generation Z
Όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1996 ή 2001 – 2010 (ή 2015)

Κοινά στοιχεία – βιώματα: Η γενιά που ζει εξ’ ολοκλήρου στη νέα χιλιετία. Πράγματα όπως το Διαδίκτυο, τα smartphones και τα social media θεωρούνται δεδομένα και μια ζωή χωρίς αυτά αδιανόητη.

Εδώ η αδιαφορία για πράγματα του παρελθόντος πολλές φορές μεταλλάσσεται σε μία βιντάζ νοσταλγία, όμως ακόμα δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με σιγουριά ποια θα είναι η εξέλιξη αυτών των παιδιών, που αρχίζουν σιγά σιγά να ενηλικιώνονται.

Οι ειδικοί ωστόσο θεωρούν ότι επειδή η γενιά αυτή έχει δει τους γονείς της να δυσκολεύονται από την παγκόσμια ύφεση του 2008 θα επιδιώξει την ανεξαρτησία της μέσα από σκληρή δουλειά.

Γενιά Άλφα – Gen Alpha
Όσοι είναι γεννημένοι και θα γεννηθούν μεταξύ 2011 – 2025

Ακόμα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα επηρεάσει τη ζωή αυτής της γενιάς. Ωστόσο κάποιοι ειδικοί ήδη αναφέρουν πως θα υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη έλξη προς την πολυπολιτισμικότητα ενώ οι κανόνες των φύλων θα αρχίσουν να «ξεθωριάζουν».

Το διαστρικό ταξίδι του άνθρακα έως την μπλε κουκίδα

Είμαστε φτιαγμένοι από αστρόσκονη, λέει μία φράση και ένα ζευγάρι μελετών διαπιστώνει ότι μπορεί να είναι πιο αλήθεια από ό, τι πιστεύαμε προηγουμένως. Η πρώτη μελέτη διαπιστώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του άνθρακα στη Γη πιθανότατα παραδόθηκε από το διαστρικό μέσο, ​​το υλικό που υπάρχει στο διάστημα μεταξύ των άστρων σε έναν γαλαξία. Αλλά και η δεύτερη μελέτη δείχνει το ίδιο: χάνεται μία μεγάλη ποσότητα άνθρακα η οποία περιέχεται αρχικά στον πρωτοπλανητικό δίσκο. Έτσι, υπάρχουν δύο μηχανισμοί «ρύθμισης» της ποσότητας του άνθρακα κατά τη δημιουργία των πλανητών, οι οποίοι κατέστησαν τη Γη κατοικήσιμη.

Και τελικά από πού προήλθε;

Στην πρώτη δημοσίευση οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η πλειονότητα του άνθρακα που υπάρχει στη Γη προήλθε από το διαστρικό μέσο, από την ύλη και την ακτινοβολία δηλαδή που υπάρχουν διάχυτες στον Γαλαξία. Όπως προτείνουν για την περίπτωση της Γης, η συσσώρευση του άνθρακα συνέβη μετά τον σχηματισμό του πρωτοπλανητικού δίσκου, ενός δακτυλίου σκόνης και του αερίου που περιβάλλει τους νεογέννητους πλανήτες και τους τροφοδοτεί με υλικό.

Προηγουμένως, οι ερευνητές πίστευαν ότι ο άνθρακας στη Γη προήλθε από μόρια που υπήρχαν αρχικά στο νεφελώδες αέριο, τα οποία στη συνέχεια προστέθηκαν σε έναν βραχώδη πλανήτη όταν τα αέρια ήταν αρκετά ψυχρά για να καταβυθιστούν τα μόρια. Οι ερευνητές επισημαίνουν σε αυτή τη μελέτη ότι τα μόρια αερίου που μεταφέρουν άνθρακα δεν θα ήταν διαθέσιμα για να χτίσουμε τη Γη γιατί μόλις εξατμιστεί ο άνθρακας, δεν συμπυκνώνεται ξανά σε στερεό.

Το μοντέλο συμπύκνωσης χρησιμοποιείται ευρέως εδώ και δεκαετίες. Υποθέτει ότι κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του ήλιου, όλα τα στοιχεία του πλανήτη εξατμίστηκαν και καθώς ο δίσκος ψύχθηκε, μερικά από αυτά τα αέρια συμπυκνώθηκαν και προμήθευαν χημικά συστατικά σε στερεά σώματα. Αλλά αυτό δεν λειτουργεί για τον άνθρακα.

Εξαιτίας αυτού, η Τζάκι Λι, πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης και η ομάδα της συνήγαγαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του άνθρακα της Γης πιθανότατα το κληρονόμησε απευθείας από το διαστρικό μέσο, ​​αποφεύγοντας εξ ολοκλήρου την εξάτμιση. Για να καταλάβει καλύτερα πώς η Γη απέκτησε τον άνθρακα της, η Li υπολόγισε τη μέγιστη ποσότητα άνθρακα που θα μπορούσε να περιέχει η Γη. Για να το κάνει αυτό, συνέκρινε πόσο γρήγορα ένα σεισμικό κύμα ταξιδεύει μέσω του πυρήνα με τις γνωστές ταχύτητες ήχου του πυρήνα. Αυτό είπε στους ερευνητές ότι ο άνθρακας πιθανώς αποτελεί λιγότερο από το μισό τοις εκατό της μάζας της Γης. Η κατανόηση των ανώτερων ορίων του πόσο άνθρακα μπορεί να περιέχει η Γη, λέει στους ερευνητές πληροφορίες σχετικά με το πότε ο άνθρακας μπορεί να έχει παραδοθεί εδώ.

Η ιδανική ποσότητα

Όσο για τη δεύτερη δημοσίευση, οι επιστήμονες παρουσιάζουν αποτελέσματα που υποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των πλανητών χάνεται μία μεγάλη ποσότητα άνθρακα η οποία περιέχεται αρχικά στον πρωτοπλανητικό δίσκο. Η διαδικασία αυτή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της Γης ως κατοικήσιμου πλανήτη.

Ο άνθρακας ενός πλανήτη πρέπει να υπάρχει στη σωστή αναλογία για να υποστηρίξει τη ζωή όπως τον γνωρίζουμε. Υπερβολικός άνθρακας στην ατμόσφαιρα της Γης θα μοιάζει με την Αφροδίτη, παγιδεύοντας τη θερμότητα από τον ήλιο και διατηρώντας μια θερμοκρασία περίπου 880 βαθμούς Φαρενάιτ. Πολύ λίγος άνθρακας και η Γη θα μοιάζει με τον Άρη: ένα αφιλόξενο μέρος που δεν μπορεί να στηρίξει τη ζωή με βάση το νερό, με θερμοκρασίες περίπου μείον 60. Δεν θέλετε να έχετε πολύ λίγο, αλλά δεν θέλετε να έχετε πάρα πολύ άνθρακα.”

«Ο πλανήτης χρειάζεται τον άνθρακα ώστε να ρυθμίσει το κλίμα και να επιτρέψει την ύπαρξη της ζωής», σημείωσε ο Έντγουιν Μπέργκιν, ένας εκ των συγγραφέων της δημοσίευσης, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι «πρόκειται για μια πολύ λεπτή διαδικασία: δεν πρέπει να υπάρχει υπερβολικά μικρή ποσότητα άνθρακα, αλλά ούτε πολύ μεγάλη». Όπως σημείωσε ο ίδιος, οι συγκεκριμένες έρευνες περιγράφουν δύο ξεχωριστές διαδικασίες απώλειας άνθρακα κατά τη δημιουργία των πλανητών και υποδηλώνουν ότι η απώλεια αυτή είχε καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση της ζωής στη Γη.

Μπορεί η γεωμηχανική να σώσει τις σοδειές από την κλιματική αλλαγή;

Πρόσφατη μελέτη υποδεικνύει ότι η ηλιακή γεωμηχανική μπορεί να μετριάσει τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία, σε αντίθεση με ό,τι έδειχναν προηγούμενες έρευνες. Η γεωργία είναι ένας ακόμη τομέας που επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή, και οι επιστήμονες προσπαθούν να βρουν τρόπο να σώσουν ό, τι σώζεται. Πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι τεχνικές της ηλιακής γεωμηχανικής μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των επιπτώσεων στις καλλιέργειες.

Αύξηση αντανάκλασης, μείωση θερμοκρασίας

Η ηλιακή γεωμηχανική είναι ένα σύνολο τεχνικών που θα μπορούσαν θεωρητικά να αυξήσουν την αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων από την ατμόσφαιρα προς το Διάστημα, κάτι που ενδέχεται να συμβάλλει στη μείωση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη.

Η λίστα των τεχνικών αυτών περιλαμβάνει την «ένεση» αερολυμάτων στη στρατόσφαιρα για αύξηση της αντανάκλασης, την επέμβαση στους θυσάνους (σύννεφα που απορροφούν θερμότητα και συμβάλλουν στην αύξηση της θερμοκρασίας) και την λεγόμενη λεύκανση των νεφών, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της ανακλαστικότητας με ψεκασμό θαλασσινού νερού.
Θετική συμβολή στη γεωργία

Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι αυτού του είδους οι τεχνικές δεν έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στη γεωργία, αφού η μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στο έδαφος ενδέχεται να μειώνει την παραγωγικότητας των καλλιεργειών.

Πρόσφατη έρευνα ωστόσο υποδεικνύει ότι η ηλιακή γεωμηχανική θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στις σοδειές. Οι ερευνητές στηρίχθηκαν σε μαθηματικά μοντέλα για να εκτιμήσουν τις πιθανές επιπτώσεις της ηλιακής γεωμηχανικής σε καλλιέργειες καλαμποκιού, ζαχαροκάλαμου, σιταριού, ρυζιού, σόγιας και βαμβακιού.

Τα μοντέλα έδειξαν ότι οι εν λόγω τεχνικές μπορούν να ρίξουν τη θερμοκρασία χωρίς να διαταράσσουν την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, της πρώτης ύλης που χρησιμοποιούν τα φυτά για την ανάπτυξή τους.

Χρειάζεται συνδυασμός στρατηγικών

Όπως σημείωσαν οι ερευνητές, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί έναν συνδυασμό διαφορετικών προσεγγίσεων και όχι μία μονοδιάστατη στρατηγική. «Το ρίσκο λόγω της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να εξαλειφθεί χρησιμοποιώντας ένα μόνο εργαλείο» υποστήριξε ο Δρ. Ντέιβιντ Κέιθ, επικεφαλής της δημοσίευσης και καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Τμήμα Μηχανικής και Εφαρμοσμένων Επιστημών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, συμπληρώνοντας ότι «ακόμη κι εάν οι εκπομπές εξαφανίζονταν αύριο, οι πιο ευάλωτες περιοχές της Γης θα εξακολουθήσουν να υποφέρουν από την κλιματική αλλαγή».

Όπως σημείωσε ο ίδιος, οι ιθύνοντες θα πρέπει να σκεφτούν με ποιον τρόπο η μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου θα συνδυαστεί με τεχνικές οι οποίες θα μετριάσουν τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής σε τοπική κλίμακα.

Karl Jaspers: Προϋποθέσεις για μια φιλοσοφική κατανόηση του Nietzsche (7)

Εξάρτηση της κατανοήσεως από την φύση του νοούντος (β)

Κίνδυνοι και δισταγμοί στην μετάδοση ουσιαστικής αλήθειας.— Ο Nietzsche βλέπει τον κίνδυνο, που είναι αναπότρεπτος στη ζωή της αλήθειας: «Υπάρχουν βιβλία, που η αξία τους για την ψυχή και την υγεία αντιστρέφεται αν, αντί να τα χρησιμοποιεί μια ψυχή υψηλή, τα χρησιμοποιεί μια κατώτερη ψυχή: στην περίπτωση της κατώτερης ψυχής είναι τα βιβλία αυτά επικίνδυνα, συντριπτικά, διαλυτικά˙ στην άλλη περίπτωση είναι σαν κηρύγματα που προκαλούν τους τολμηρούς να δείξουν την τόλμη τους» (7, 50). Εφ’ όσον είναι ανάγκη να εμφανίζεται η αλήθεια στη μετάδοσή της, διφορούμενη, μπορεί ο Nietzsche να διατυπώσει την απαίτηση: «Οι πιο υψηλές μας αλήθειες ηχούν κατ’ ανάγκην -και πρέπει να ηχούν- σαν ανοησίες, κατά τις περιστάσεις μάλιστα και σαν εγκλήματα, όταν με τρόπο αθέμιτο φθάνουν στ’ αυτιά εκείνων, που δεν είναι καμωμένοι και προορισμένοι γι’ αυτές» (7, 49). Όταν εχαρακτήρισε ο Widmann στην ένωση της Βέρνης τα βιβλία του Nietzsche ως επικίνδυνα και τα παρομοίασε με δυναμίτιδα, ο Nietzsche άφησε αδιάφορος να ισχύση ο χαρακτηρισμός αυτός.

Ο κίνδυνος πρέπει να υπάρχει και κανείς δεν πρέπει να αποτρέψει τον άλλον από το να τον αντιμετωπίσει, γιατί κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων για ποιον είναι καταστρεπτικός και για ποιον δημιουργικός. Το ζήτημα δεν είναι ν’ αποσιωπήσει κανείς την αλήθεια, αλλά κάτι πολύ δύσκολο: νάχει το θάρρος να διανοηθή πραγματικά και να πει καθαρά εκείνο, που γνωρίζει.

Η διφορούμενη όψη της αλήθειας δεν έχει καμιά συγγένεια με την ανειλικρίνεια που κρύβει ή που διατηρεί επίτηδες ό,τι εμείς oι ίδιοι νοιώθουμε ως διφορούμενο. Η διφορούμενη όψη της αλήθειας είναι η αθέλητη, που ενυπάρχει στη μετάδοση του αληθινού, γιατί oι φύσεις εκείνων, που αποδέχονται είναι ανόμοιες. Το να αποτολμούμε το διφορούμενο κι όχι το να το θέλουμε αυτό είναι που συνιστά το θάρρος της αλήθειας.

Ευνόητοι είναι βέβαια, και oι δισταγμοί: αυτός που διανοείται, μπορεί και να επιφυλαχθή, όταν αντιληφθή την καταστροφή, που μπορεί να προκληθή από τις σκέψεις του, όταν του γίνουν συνειδητές oι διαστροφές και καταχρήσεις, που μπορεί να γίνουν εις βάρος τους. Όταν λοιπόν ο Nietzsche αναρωτιόταν σχετικά με τους μεγάλους του παρελθόντος, αν «είχαν τόσο βάθος, όσο χρειαζόταν για να μη γράψουν ό,τι εγνώριζαν» (14, 229), όταν, νέος ακόμα, έγραφε: «οι ρίζες της σκέψεως και βουλήσεώς μας... δεν πρέπει να βγουν έξω στο φως το όξύ» κι ότι γι’ αυτό «είναι μια τέχνη ευγενική το να σωπαίνει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις την κατάλληλη στιγμή. Η λέξη είναι ένα επικίνδυνο πράγμα... Πόσα είναι, που δεν επιτρέπεται να εκφράσει κανείς! Οι θρησκευτικές μάλιστα και φιλοσοφικές θεμελιώδεις αντιλήψεις είναι ακριβώς εκείνες, που ανήκουν στα pudendis» (προς τον von Gersdorff, 18, 9, 71), όταν κι αργότερα ένοιωθε μέσα του όλο κι από την αρχή αυτούς τους δισταγμούς απαιτούσε πάντως από τον εαυτό του μ’ όλα ταύτα τη διανοητική εκείνη σύλληψη και έκφραση της αλήθειας, που τίποτε δεν την τρομάζει˙ γιατί αντίθετα προς κάθε σκόπιμη αποσιώπιση χάριν του υποτιθέμενου αγαθού των ανθρώπων, η δύναμη η πραγματική υπάρχει μόνο στην αποκαλυπτική διάθεση, που δεν έχει βέβαια τίποτε το κοινό με το απειθάρχητο κι ασύδωτο κουβεντολόι που κάνει τάχα πως εκφράζει αλήθειες. Για τον Ζαρατούστρα μας λέει ο Nietzsche: «Η παραμικρότερη αποσιώπιση παραλύει ολόκληρη τη δύναμη του: νοιώθει, ότι ως τα τώρα ξέφυγε από το να εκφράσει και σκέψη-... Η τελευταία επιφύλαξη, η πιο λεπτή αποσιώπιση εμποδίζει κάθε μεγάλη επιτυχία» (14, 293).

Ο Nietzsche δεν θέλει πιστούς.— Εφ’ όσον δεν επιτρέπεται να εκληφθούν oι σκέψεις του Nietzsche ούτε ως εξουσιαστικά επικυρωμένες, ούτε ως γενικώς ισχύουσες αλήθειες, είναι κάπως ανάποδο να γίνη κανείς «οπαδός» του. Με την ουσία της αλήθειας αυτής είναι συνυφασμένο το ότι δεν μπορεί να μεταδοθεί παρά μόνον αν πηγάζει μέσ’ από τον ίδιο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό είναι ο Nietzsche από την αρχή ως το τέλος ο προφήτης εκείνος, που, αντίθετα με όλους τους προφήτες, παραπέμπει τον καθένα στον ίδιο τον εαυτό του:

«Ακολούθησε μόνο πιστά τον εαυτό σου: -έτσι ακολουθάς εμένα» (5, 16). «Μόνον αυτός, που όλο κι ανεβαίνει στο δικό του δρόμο παίρνει μαζί του ψηλά σε πιο καθάριο φώς και την εικόνα μου» (5,20). «Αυτός λοιπόν είναι ο δρόμος μου -ποιος είναι ο δικός σας;- έτσι απαντούσα σε όσους μου είπαν να τους δείξω το δρόμο. Ο δρόμος, ο ένας δεν υπάρχει!» (6, 286). Ο Nietzsche ποθεί τον αυτοτελή έτερον: «Θέλω να συναναστρέφομαι τέτοιους μονάχα ανθρώπους, που αποτελούν δείγμα μόνο για τον εαυτό τους και δεν χρησιμοποιούν εμένα για δείγμα. Γιατί αυτό το τελευταίο θα μ’ έκανε εμένα υπεύθυνο γι’ αυτούς, θα μ’ έκανε δούλο τους» (11, 391).

Έτσι εξηγείται και η διαρκής απόκρουσις του Nietzsche: «Θέλω να προκαλέσω την πιο μεγάλη δυσπιστία εναντίον μου» (4, 304) «Ο ανθρωπισμός του διδασκάλου απαιτεί να προφυλάσση τους μαθητές του από τον εαυτό του» (4, 304). Ο Ζαρατούστρας εγκαταλείπει τους μαθητές του: «φύγετε από μπροστά μου και αμυνθήτε κατά του Ζαρατούστρα» (6, 114). Οι λέξεις αυτές τονίζονται ξανά στο Ecce homo με την προσθήκη: «εδώ δεν έχει τον λόγο ένας φανατικός, εδώ δεν γίνεται κατήχηση, εδώ δεν ζητείται πίστη» (15, 4).

Και το ότι προβάλλει ο Nietzsche κάτω από το σχήμα ενός νομοθέτη, κι αυτό είναι μοναχά μια φάση του έμμεσου χαρακτήρα του. Το ότι προβάλλει έτσι, αυτό έχει βέβαια και το νόημα, που εκφράζει η ρήση: «Είμαι ένας νόμος μοναχά για τους δικούς μου, δεν είμαι νόμος για όλους» (6, 415), έχει όμως και το νόημα της αντιστάσεως, μέσω της οποίας ο άλλος, που του ανήκει, θα πάει να βρη τον εαυτό του: «Το δικαιώμα, που κατέκτησα, δεν θα το δώσω στον άλλον: ας τ’ αρπάξει κι’ αυτός, όπως εγώ... Ένας νόμος, βγαλμένος από μένα σα να ήθελε να τους φτιάξη όλους κατ’ εικόνα και ομοίωσίν μου, πρέπει να υπάρχει μόνο για τον εξής λόγο: για ν’ ανακαλύπτει ο καθένας τον εαυτό του σε αντιδιαστολή προς την εικόνα αυτή και να δυναμώνει» (12, 365).

Απόλυτα συνεπής με τη στάση του αυτή, δεν θέλει ο Nietzsche ούτε να κυριαρχήσει, ούτε να αναγορευθή άγιος: «Να κυριαρχήσω; Να επιβάλλω τον τύπο μου σε άλλους; φρίκη! Δεν έγκειται τάχα η ευτυχία μου στο ότι βλέπω ακριβώς πολλούς άλλους;» (12, 365). Και τέλος: «...τίποτε δεν υπάρχει μέσα μου κοινό μ’ έναν ιδρυτή θρησκείας- Δεν θέλω «πιστούς», σκέπτομαι, ότι παραείμαι κακεντρεχής για να πιστέψω στον ίδιο τον εαυτό μου, δεν μιλώ ποτέ στα πλήθη... Έχω έναν τρομακτικό φόβο, ότι θα με αναγορεύσουν μια μέρα άγιο... Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για ν’ αποσοβήσει κάθε ρεζίλεμά μου» (15, 116).

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.25.3-1.26.3)

[1.25.3] Δαρεῖος, ἐπειδὴ Ἀμύντας αὐτομολήσας παρ᾽ αὐτὸν λόγους τέ τινας καὶ γράμματα παρὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου τούτου ἐκόμισε, καταπέμπει ἐπὶ θάλασσαν Σισίνην, ἄνδρα Πέρσην τῶν ἀμφ᾽ αὑτὸν πιστῶν, πρόφασιν μὲν παρὰ Ἀτιζύην τὸν Φρυγίας σατράπην, τῇ δὲ ἀληθείᾳ τῷ Ἀλεξάνδρῳ τούτῳ συνεσόμενον καὶ πίστεις δώσοντα, εἰ ἀποκτείνει‹ε› βασιλέα Ἀλέξανδρον, αὐτὸν βασιλέα καταστήσειν Μακεδονίας καὶ χρυσίου τάλαντα πρὸς τῇ βασιλείᾳ ἐπιδώσειν χίλια. [1.25.4] ὁ δὲ Σισίνης ἁλοὺς πρὸς Παρμενίωνος λέγει πρὸς Παρμενίωνα ὧν ἕνεκα ἀπεστάλη· καὶ τοῦτον ἐν φυλακῇ πέμπει Παρμενίων παρ᾽ Ἀλέξανδρον, καὶ πυνθάνεται ταὐτὰ παρ᾽ αὐτοῦ Ἀλέξανδρος. ξυναγαγὼν δὲ τοὺς φίλους βουλὴν προὐτίθει, ὅ τι χρὴ ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου γνῶναι. [1.25.5] καὶ ἐδόκει τοῖς ἑταίροις μήτε πάλαι εὖ βεβουλεῦσθαι τὸ κράτιστον τοῦ ἱππικοῦ ἀνδρὶ οὐ πιστῷ ἐπιτρέψας, νῦν τε χρῆναι αὐτὸν κατὰ τάχος ἐκποδὼν ποιεῖσθαι, πρὶν καὶ ἐπιτηδειότερον γενόμενον τοῖς Θετταλοῖς ξὺν αὐτοῖς τι νεωτερίσαι. [1.25.6] καί τι καὶ θεῖον ἐφόβει αὐτούς. ἔτι γὰρ πολιορκοῦντος αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου Ἁλικαρνασσὸν ἀναπαύεσθαι μὲν ἐν μεσημβρίᾳ, χελιδόνα δὲ περιπέτεσθαι ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς τρύζουσαν μεγάλα καὶ τῆς εὐνῆς ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐπικαθίζειν, θορυβωδέστερον ἢ κατὰ τὸ εἰωθὸς ᾄδουσαν· [1.25.7] τὸν δὲ ὑπὸ καμάτου ἐγερθῆναι μὲν ἀδυνάτως ἔχειν ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐνοχλούμενον δὲ πρὸς τῆς φωνῆς τῇ χειρὶ οὐ βαρέως ἀποσοβῆσαι τὴν χελιδόνα· τὴν δὲ τοσούτου ἄρα δεῆσαι ἀποφυγεῖν πληγεῖσαν, ὥστε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου καθημένην μὴ πρόσθεν ἀνεῖναι πρὶν παντελῶς ἐξεγερθῆναι Ἀλέξανδρον. [1.25.8] καὶ Ἀλέξανδρος οὐ φαῦλον ποιησάμενος τὸ τῆς χελιδόνος ἀνεκοίνωσεν Ἀριστάνδρῳ τῷ Τελμισσεῖ, μάντει· Ἀρίστανδρον δὲ ἐπιβουλὴν μὲν ἔκ του τῶν φίλων σημαίνεσθαι αὐτῷ εἰπεῖν, σημαίνεσθαι δὲ καί, ὅτι καταφανὴς ἔσται. τὴν γὰρ χελιδόνα σύντροφόν τε εἶναι ὄρνιθα καὶ εὔνουν ἀνθρώποις καὶ λάλον μᾶλλον ἢ ἄλλην ὄρνιθα.
[1.25.9] Ταῦτά τε οὖν καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ Πέρσου ξυνθεὶς πέμπει ὡς Παρμενίωνα Ἀμφοτερὸν τὸν Ἀλεξάνδρου μὲν παῖδα, ἀδελφὸν δὲ Κρατεροῦ. καὶ ξυμπέμπει αὐτῷ τῶν Περγαίων τινὰς τὴν ὁδὸν ἡγησομένους. καὶ ὁ Ἀμφοτερὸς στολὴν ἐνδὺς ἐπιχώριον, [καὶ] ὡς μὴ γνώριμος εἶναι κατὰ τὴν ὁδόν, λανθάνει ἀφικόμενος παρὰ Παρμενίωνα· [1.25.10] καὶ γράμματα μὲν οὐ κομίζει παρὰ Ἀλεξάνδρου· οὐ γὰρ ἔδοξε γράφειν ὑπὲρ οὐδενὸς τοιούτου ἐς τὸ ἐμφανές· τὰ δὲ ἀπὸ γλώσσης οἱ ἐντεταλμένα ἐξήγγειλεν, καὶ οὕτω ξυλλαμβάνεται ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος καὶ ἐν φυλακῇ ἦν.
[1.26.1] Ἀλέξανδρος δὲ ἄρας ἐκ Φασηλίδος μέρος μέν τι τῆς στρατιᾶς διὰ τῶν ὀρῶν πέμπει ἐπὶ Πέργης, ᾗ ὡδοποιήκεσαν αὐτῷ οἱ Θρᾷκες χαλεπὴν ἄλλως καὶ μακρὰν οὖσαν τὴν πάροδον· αὐτὸς δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν διὰ τοῦ αἰγιαλοῦ ἦγε τοὺς ἀμφ᾽ αὑτόν. ἔστι δὲ ταύτῃ ἡ ὁδὸς οὐκ ἄλλως ὅτι μὴ τῶν ἀπ᾽ ἄρκτου ἀνέμων πνεόντων· εἰ δὲ νότοι κατέχοιεν, ἀπόρως ἔχει διὰ τοῦ αἰγιαλοῦ ὁδοιπορεῖν. [1.26.2] τῷ δὲ ἐκ νότων σκληροὶ βορραῖ ἐπιπνεύσαντες, οὐκ ἄνευ τοῦ θείου, ὡς αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἐξηγοῦντο, εὐμαρῆ καὶ ταχεῖαν τὴν πάροδον παρέσχον. ἐκ Πέργης δὲ ὡς προῄει, ἐντυγχάνουσιν αὐτῷ κατὰ τὴν ὁδὸν πρέσβεις Ἀσπενδίων αὐτοκράτορες, τὴν μὲν πόλιν ἐνδιδόντες, φρουρὰν δὲ μὴ εἰσάγειν δεόμενοι. [1.26.3] καὶ περὶ μὲν τῆς φρουρᾶς πράξαντες ἀπῆλθον, ὅσα ἠξίουν· πεντήκοντα δὲ τάλαντα κελεύει τῇ στρατιᾷ δοῦναι αὐτοῖς ἐς μισθὸν καὶ τοὺς ἵππους, οὓς δασμὸν βασιλεῖ ἔτρεφον. οἱ δὲ ὑπέρ τε τοῦ ἀργυρίου καὶ τοὺς ἵππους παραδώσειν ξυνθέμενοι ἀπῆλθον.

***
[1.25.3] Ο Δαρείος, όταν ο Αμύντας αυτομόλησε προς αυτόν και μετέφερε προφορικές υποσχέσεις και επιστολή αυτού του Αλεξάνδρου, έστειλε στα παράλια της Μ. Ασίας τον Σισίνη, έναν έμπιστο Πέρση του περιβάλλοντός του. Προφασίστηκε ότι τον έστελνε να συναντήσει τον Ατιζύη, τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας, στην πραγματικότητα όμως για να συναντήσει αυτόν τον Αλέξανδρο, τον γιο του Αερόπου, και να τον διαβεβαιώσει ότι αν δολοφονούσε τον βασιλιά Αλέξανδρο, ο Δαρείος θα τον εγκαταστήσει στον βασιλικό θρόνο της Μακεδονίας και θα του δώσει επιπλέον χίλια τάλαντα χρυσάφι. [1.25.4] Ο Σισίνης όμως έπεσε στα χέρια του Παρμενίωνα, στον οποίο ομολόγησε τον σκοπό της αποστολής του. Ο Παρμενίων τον έστειλε με στρατιωτική συνοδεία στον Αλέξανδρο, ο οποίος πληροφορήθηκε από τον Σισίνη τα ίδια πράγματα. Τότε ο βασιλιάς συγκέντρωσε τους φίλους του σε συμβούλιο και ζήτησε τη γνώμη τους σχετικά με το τί πρέπει να αποφασίσουν για την τύχη του Αλεξάνδρου. [1.25.5] Η γνώμη των εταίρων ήταν ότι ούτε στο παρελθόν ήταν σωστή η απόφασή του να αναθέσει τη διοίκηση του πιο επίλεκτου ιππικού του σε έναν αναξιόπιστο άνδρα και ότι τώρα έπρεπε να απαλλαγεί το γρηγορότερο από αυτόν, πριν δηλαδή συνδεθεί στενότερα με τους Θεσσαλούς και επιχειρήσει μαζί τους κανένα επαναστατικό κίνημα. [1.25.6] Τους φόβιζε, είπαν, και κάποιο θεϊκό σημάδι: Ενώ δηλαδή ο ίδιος ο Αλέξανδρος πολιορκούσε ακόμη την Αλικαρνασσό και αναπαυόταν το μεσημέρι, ένα χελιδόνι πετούσε πάνω και γύρω από το κεφάλι του· τιτίβιζε δυνατά, καθόταν πότε στο ένα μέρος του κρεβατιού του και πότε στο άλλο και έκανε κελαηδώντας μεγαλύτερο θόρυβο από τον συνηθισμένο. [1.25.7] Ο Αλέξανδρος από τη μεγάλη κούραση δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον ύπνο του, αλλ᾽ επειδή η φωνή του χελιδονιού τον ενοχλούσε, το απομάκρυνε με απαλή κίνηση του χεριού του· όμως αν και χτυπήθηκε, κάθε άλλο παρά απομακρύνθηκε το χελιδόνι· κάθισε πάνω στο κεφάλι του και δεν σταμάτησε να κελαηδεί παρά μόνο αφού πια τον ξύπνησε ολότελα. [1.25.8] Το περιστατικό του χελιδονιού δεν το θεώρησε ο Αλέξανδρος ασήμαντο και το ανακοίνωσε στον μάντη Αρίστανδρο τον Τελμισσέα, ο οποίος του είπε ότι σήμαινε επιβουλή κατά της ζωής του από κάποιον από τους φίλους του· σήμαινε όμως και ότι η επιβουλή θα φανερωθεί, γιατί το χελιδόνι είναι ένα πουλί που συντροφεύει και αγαπά τους ανθρώπους και είναι από όλα τα άλλα πουλιά το πιο φλύαρο.
[1.25.9] Συσχετίζοντας λοιπόν αυτά με τις πληροφορίες του Πέρση έστειλε τον Αμφοτερό, τον γιο του Αλεξάνδρου και αδελφό του Κρατερού, στον Παρμενίωνα. Έστειλε επίσης μαζί του και μερικούς Περγαίους, για να του δείξουν τον δρόμο. Ο Αμφοτερός ντύθηκε την τοπική στολή, για να μην αναγνωριστεί στον δρόμο, και έτσι έφθασε στον Παρμενίωνα χωρίς να γίνει αντιληπτός· [1.25.10] δεν έφερε όμως επιστολή του Αλεξάνδρου, γιατί ο βασιλιάς έκρινε ότι δεν έπρεπε να γράψει φανερά για ένα τέτοιο ζήτημα· ανακοίνωσε λοιπόν προφορικά στον Παρμενίωνα τις εντολές που είχε λάβει. Έτσι συνέλαβαν και φυλάκισαν αυτόν τον Αλέξανδρο.
[1.26.1] Ξεκινώντας από τη Φάσηλη ο Αλέξανδρος απέστειλε ένα τμήμα του στρατού του στην Πέργη μέσα από τα βουνά, όπου οι Θράκες του είχαν ανοίξει τον δρόμο, επειδή διαφορετικά η διάβαση θα ήταν και δύσκολη και μακρά. Ο ίδιος οδηγούσε τους δικούς του κατά μήκος της παραλίας, από τον γιαλό. Σ᾽ αυτό το μέρος η διάβαση δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν φυσούν βόρειοι άνεμοι· αν όμως επικρατούν οι νότιοι άνεμοι, είναι αδύνατο να περάσει κανείς από τον γιαλό. [1.26.2] Και τότε, όχι χωρίς θεϊκή επέμβαση, όπως το εξήγησε και ο ίδιος και οι δικοί του, ύστερα από νοτιάδες, φύσησαν δυνατοί βόρειοι άνεμοι που έκαναν εύκολη και γρήγορη τη διέλευση του Αλεξάνδρου. Καθώς προχωρούσε από την Πέργη, τον συνάντησαν στον δρόμο πρέσβεις των Ασπενδίων εξουσιοδοτημένοι να του παραδώσουν την πόλη, με την παράκληση όμως να μην τοποθετήσει στρατιωτική φρουρά σε αυτήν. [1.26.3] Οι πρέσβεις αναχώρησαν, αφού πέτυχαν για τη φρουρά αυτό που ζήτησαν· τους διέταξε όμως ο Αλέξανδρος να δώσουν πενήντα τάλαντα για μισθοδοσία των στρατιωτών του και τα άλογα που έτρεφαν για να τα προσφέρουν ως φόρο στον βασιλιά των Περσών. Οι πρέσβεις συμφώνησαν να του παραδώσουν και τα χρήματα και τα άλογα και αναχώρησαν.