Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΝΕΑ ΚΩΜΩΔΙΑ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος 427-521

Αντιμέτωποι με τον μισάνθρωπο

Ο Δύσκολος, η μόνη κωμωδία του Μενάνδρου που σώζεται ακέραια, είναι ένα νεανικό αριστούργημα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Νέας Κωμωδίας που παρουσιάστηκε στη σκηνή το 316 π.Χ. Το έργο έγινε γνωστό με τη δημοσίευση ενός παπύρου το 1959. Η κωμωδία περιστρέφεται γύρω από τον τύπο -δημοφιλή τόσο στην αρχαιότητα όσο και στην νεότερη εποχή (πβ. Μολλιέρο κ.ά.)- του μισάνθρωπου (εδώ: του Κνήμωνα.) Την κόρη του γεωργού Κνήμωνα, που ζει μόνος με τη γριά υπηρέτριά του, ερωτεύεται με τη θεϊκή παρέμβαση του Πάνα ο γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, ο Σώστρατος, που βρίσκεται για κυνήγι στην περιοχή. Οι προσπάθειες του Σώστρατου να πάρει πληροφορίες για την κόρη, αλλά και να προσεγγίσει τον ίδιο τον Κνήμωνα, ακόμη και με τη βοήθεια του Γοργία, του γιου της πρώην συζύγου του "δύσκολου", αποβαίνουν άκαρπες. Η μεταστροφή στη στάση του Κνήμωνα θα επέλθει μόνον ύστερα από ένα ατύχημα που του συμβαίνει, όταν πέφτει στο πηγάδι του σπιτιού του και καταφέρνει να βγει με τη βοήθεια που του προσφέρει ο Γοργίας. Η κωμωδία έχει φυσικά αίσιο τέλος: ο Σώστρατος παντρεύεται την κόρη του Κνήμωνα και ο Γοργίας την αδελφή του Σώστρατου.

Στο έργο είναι ευδιάκριτες οι μεγάλες αλλαγές που έχει υποστεί το είδος κατά την περίοδο αυτή. Τα βασικά χαρακτηριστικά της Νέας Κωμωδίας θα μπορούσε να τα συνοψίσει κανείς στα εξής: (α) πρόκειται για κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων· (β) οι υποθεσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη τυποποίηση: συνήθως πρόκειται για τον έρωτα ενός νέου προς μια νεαρή κοπέλα, στον οποίο παρεμβάλλονται ποικίλα εμπόδια, που στο τέλος όμως με τη βοήθεια και άλλων προσώπων υπερπηδώνται· (γ) ανθρώπινοι τύποι, όπως ο μάγειρος, η εταίρα κ.ά., επανέρχονται συχνά, παράλληλα όμως αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά και πλησιάζουν περισσότερο την καθημερινή ζωή· (δ) ως προς τη μορφή, τα χορικά αποσυνδέονται από την πλοκή του έργου και δεν καταγράφονται, ενώ η παράβαση απουσιάζει εντελώς.

Στο ανθολογούμενο απόσπασμα από την αρχή της 3ης πράξης ο δούλος Γέτας και ο σπουδαιοφανής μάγειρος Σίκων επιχειρούν -ανεπιτυχώς- να δανειστούν από τον Κνήμωνα ένα μαγειρικό σκεύος για να ετοιμάσουν τη θυσία που προτίθεται να κάνει στο παρακείμενο ιερό του Πάνα η μητέρα του Σώστρατου ύστερα από ένα όνειρο που είδε. Πρώτα επιχειρεί ο Γέτας και έπεται ο Σίκων. Ο διπλασιασμός τέτοιων σκηνών αποτελεί παραδοσιακό μέσο για την επίτευξη κωμικού αποτελέσματος.

Δύσκολος 427-521

ΚΝΗΜΩΝ
γραῦ, τὴν θύραν κλείσασ᾽ ἄνοιγε μηδενί,
ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ᾽ ἐγὼ πάλιν· σκότους
ἔσται δὲ τοῦτο παντελῶς, ὡς οἴομαι.
‹ΜΗΤΗΡ›
430 Πλαγγών, πορεύου θᾶττον· ἤδη τεθυκέναι
ἡμᾶς ἔδει.
ΚΝΗΜΩΝ
τουτὶ τὸ κακὸν τί βούλεται;
ὄχλος τις. ἄπαγ᾽ ἐς κόρακας.
‹ΜΗΤΗΡ›
αὔλει, Παρθενί,
Πανός· σιωπῇ, φασί, τούτῳ τῷ θεῷ
οὐ δεῖ προσιέναι.
(ΓΕΤΑΣ)
νὴ Δί᾽ ἀπεσώθητέ γε.
‹ΚΝΗΜΩΝ›
ὦ Ἡράκλεις, ἀηδίας.
‹ΓΕΤΑΣ›
435 καθήμεθα
χρόνον τοσοῦτον περιμένοντες.
(ΜΗΤΗΡ)
εὐτρεπῆ
ἅπαντα δ᾽ ἡμῖν ἐστι;
(ΓΕΤΑΣ)
ναὶ μὰ τὸν Δία.
‹ΜΗΤΗΡ›
τὸ γοῦν πρόβατον —μικροῦ τέθνηκε γάρ, τάλαν—
οὐ περιμένει τὴν σὴν σχολήν. ἀλλ᾽ εἴσιτε·
440 κανᾶ πρόχειρα, χέρνιβας, θυλήματα
ποιεῖτε.
‹ΓΕΤΑΣ›
ποῖ κέχηνας, ἐμβρόντητε σύ;
ΚΝΗΜΩΝ
κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε. ποιοῦσίν γέ με
ἀργόν· καταλιπεῖν γὰρ μόνην τὴν οἰκίαν
οὐκ ἂν δυναίμην. αἱ δὲ Νύμφαι μοι κακὸν
445 ἀεὶ παροικοῦσ᾽, ὥστε μοι δοκῶ πάλιν
μετοικοδομήσειν καταβαλὼν τὴν οἰκίαν
ἐντεῦθεν. ὡς θύουσι δ᾽ οἱ τοιχωρύχοι·
κοίτας φέρονται, σταμνί᾽, οὐχὶ τῶν θεῶν
ἕνεκ᾽ ἀλλ᾽ ἑαυτῶν. ὁ λιβανωτὸς εὐσεβὲς
450 καὶ τὸ πόπανον· τοῦτ᾽ ἔλαβεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὸ πῦρ
ἅπαν ἐπιτεθέν. οἱ δὲ τὴν ὀσφῦν ἄκραν
καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ᾽ ἄβρωτα, τοῖς θεοῖς
ἐπιθέντες αὐτοὶ τἄλλα καταπίνουσι. γραῦ,
ἄνοιγε θᾶττον τὴν θύραν. [ποητέ]ον
455 ἐστὶν γὰρ ἡμῖν τἄνδον ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
(ΓΕΤΑΣ)
τὸ λεβήτιον, φῄς, ἐπιλέλη[σθ]ε; παντελῶς
ἀποκραιπαλᾶτε. καὶ τί νῦν ποιήσομεν;
ἐνοχλητέον τοῖς γειτνιῶσι τῷ θεῷ
ἐσθ᾽ ὡς ἔοικε. παιδίον. μὰ τοὺς θεοὺς
460 θεραπαινίδια γὰρ ἀθλιώτερ᾽ οὐδαμοῦ
οἶμαι τρέφεσθαι. παῖδες. οὐδὲν ἄλλο πλὴν
κινητιᾶν ἐπίσταται —παῖδες καλοί—
καὶ διαβαλεῖν ἐὰν ἴδῃ τις. παιδίον.
τουτὶ τὸ κακὸν ‹τί› ἐστί; παῖδες. οὐδὲ εἷς
465 ἐστ᾽ ἔνδον. ἠήν. προστρέχειν τις φαίνεται.
ΚΝΗΜΩΝ
τί τῆς θύρας ἅπτει, τρισάθλι᾽, εἰπέ μοι,
ἄνθρωπε;
‹ΓΕΤΑΣ›
μὴ δάκῃς.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ἐγώ σε νὴ Δία,
καὶ κατέδομαί γε ζῶντα.
(ΓΕΤΑΣ)
μή, πρὸς ‹τῶν› θεῶν.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ἐμοὶ γάρ ἐστι συμβόλαιον, ἀνόσιε,
καὶ σοί τι;
(ΓΕΤΑΣ)
470 συμβόλαιον οὐδέν· τοιγαροῦν
προσελήλυθ᾽ οὐ χρέος σ᾽ ἀπαιτῶν οὐδ᾽ ἔχων
κλητῆρας, ἀλλ᾽ αἰτησόμενος λεβήτιον.
(ΚΝΗΜΩΝ)
λεβήτιον;
(ΓΕΤΑΣ)
λεβήτιον.
‹ΚΝΗΜΩΝ›
μαστιγία,
θύειν με βοῦς οἴει ποεῖν τε ταὔθ᾽ ἅπερ
ὑμεῖς ποεῖτε;
(ΓΕΤΑΣ)
475 οὐδὲ κοχλίαν ἔγωγέ σε.
ἀλλ᾽ εὐτύχει, βέλτιστε. κόψαι τὴν θύραν
ἐκέλευσαν αἱ γυναῖκες αἰτῆσαί τε με.
ἐπόησα τοῦτ᾽· οὐκ ἔστι· πάλιν ἀπαγγελῶ
ἐλθὼν ἐκείναις. ὦ πολυτίμητοι θεοί,
480 ἔχις πολιὸς ἅνθρωπός ἐστιν οὑτοσί.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ἀνδροφόνα θηρί᾽· εὐθὺς ὥσπερ πρὸς φίλον
κόπτουσιν. ἂν ἡμῶν προσιόντα τῇ θύρᾳ
λάβω τιν᾽, ἂν μὴ πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ
παράδειγμα ποιήσω, νομίζεθ᾽ ἕνα τινὰ
485 ὁρᾶν με τῶν πολλῶν. ὁ νῦν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως
διευτύχηκεν οὗτος, ὅστις ἦν ποτε.
ΣΙΚΩΝ
κάκιστ᾽ ἀπόλοι᾽· ἐλοιδορεῖτό σοι; τυχὸν
ᾔτεις, σκατοφάγως· οὐκ ἐπίστανταί τινες
ποιεῖν τὸ τοιοῦθ᾽· εὕρηκ᾽ ἐγὼ τούτου τέχνην·
490 διακονῶ γὰρ μυρίοις ἐν τῇ πόλει
τούτων τ᾽ ἐνοχλῶ τοῖς γείτοσιν καὶ λαμβάνω
σκεύη παρὰ πάντων. δεῖ γὰρ εἶναι κολακικὸν
τὸν δεόμενόν του. πρεσβύτερός τις τῇ θύρᾳ
ὑπακήκο᾽· εὐθὺς πατέρα καὶ πάππα[ν λέγω.
495 γραῦς· μητέρ᾽. ἂν τῶν διὰ μέσου τ[ις ᾖ γυνή,
ἐκάλεσ᾽ ἱερέαν. ἂν θεράπων [
βέλτιστον. ὑμεῖς δὲ κρεμαν.[
ὢ τῆς ἀμαθίας. παιδίον παῖ[
ἐγώ, πρόελθε, πατρίδιον· σὲ β[ούλομαι.
ΚΝΗΜΩΝ
πάλιν αὖ σύ;
(ΣΙΚΩΝ)
π[αῖ, τί το]ῦτ᾽;
(ΚΝΗΜΩΝ)
500 ἐρεθίζεις μ᾽ ὡσπερεὶ
ἐπίτηδες. οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν
μὴ προσιέναι; τὸν ἱμάντα δός, γραῦ.
(ΣΙΚΩΝ)
μηδαμῶς,
ἀλλ᾽ ἄφες.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ἄφες;
‹ΣΙΚΩΝ›
βέλτιστε, ναὶ πρὸς ‹τῶν› θεῶν.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ἧκε πάλιν.
(ΣΙΚΩΝ)
ὁ Ποσειδῶν σε—
(ΚΝΗΜΩΝ)
λαλεῖς ἔτι;
(ΣΙΚΩΝ)
αἰτούμενος χυτρόγαυλον ἦλθον.
(ΚΝΗΜΩΝ)
505 οὐκ ἔχω
οὔτε χυτρόγαυλον οὔτε πέλεκυν οὔθ᾽ ἅλας
οὔτ᾽ ὄξος οὔτ᾽ ἄλλ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ εἴρηχ᾽ ἁπλῶς
μὴ προσιέναι μοι πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ.
(ΣΙΚΩΝ)
ἐμοὶ μὲν οὐκ εἴρηκας.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ἀλλὰ νῦν λέγω.
(ΣΙΚΩΝ)
510 νὴ σὺν κακῷ γ᾽. οὐδ᾽ ὁπόθεν ἄν τις, εἰπέ μοι,
ἐλθὼν λάβοι φράσαις ἄν;
(ΚΝΗΜΩΝ)
οὐκ ἐγὼ ᾽λεγον;
ἔτι μοι λαλήσεις;
(ΣΙΚΩΝ)
χαῖρε πολλά.
(ΚΝΗΜΩΝ)
οὐ βούλομαι
χαίρειν παρ᾽ ὑμῶν οὐδενός.
(ΣΙΚΩΝ)
μὴ χαῖρε δή.
(ΚΝΗΜΩΝ)
ὢ τῶν ἀνηκέστων κακῶν.
(ΣΙΚΩΝ)
καλῶς γέ με
515 βεβωλοκόπηκεν. οἷόν ἐστ᾽ ἐπιδεξίως
αἰτεῖν· διαφέρει νὴ Δί᾽. ἐφ᾽ ἑτέραν θύραν
ἔλθῃ τις; ἀλλ᾽ εἰ σφαιρομαχοῦσ᾽ ἐν τῷ τόπῳ
οὕτως ἑτοίμως, χαλεπόν. ἆρά γ᾽ ἐστί μοι
κράτιστον ὀπτᾶν τὰ κρέα πάντα; φαίνεται.
520 ἔστιν δέ μοι λοπάς τις. ἐρρῶσθαι λέγω
Φυλασίοις. τοῖς οὖσι τούτοις χρήσομαι.

***
ΚΝΗΜΩΝ1
Γριά, κλείσε την πόρτα και μην ανοίξεις σε κανένα,
ώσπου να επιστρέψω πάλι εδώ· καταπώς βλέπω,
αυτό θα γίνει όταν θα έχει νυχτώσει για καλά.
‹Η ΜΗΤΕΡΑ›
Βιάσου, Πλαγγόνα·2 έπρεπε ήδη430
να έχουμε προσφέρει τη θυσία.
ΚΝΗΜΩΝ3
Τούτο το κακό τι θέλει; Τι ανθρωπομάνι!
Πηγαίνετε στον κόρακα.
‹Η ΜΗΤΕΡΑ›
Παίξε, Παρθενίδα,4 στον αυλό τη μελωδία του Πάνα.5
Αυτόν τον θεό δεν πρέπει, λένε, να τον πλησιάζει κανείς σιωπηλός.
(ΓΕΤΑΣ)6
Επιτέλους φτάσατε σώες, μα τον Δία.
‹ΚΝΗΜΩΝ›
Μέγας είσαι Ηρακλή, για ξέρασμα είναι.435
‹ΓΕΤΑΣ›
Καθόμαστε και περιμένουμε τόση ώρα.
(Η ΜΗΤΕΡΑ)
Είναι τα πάντα έτοιμα;
(ΓΕΤΑΣ)
Πανέτοιμα.
‹Η ΜΗΤΕΡΑ›
Πάντως το πρόβατο δεν περιμένει πότε θα έχεις χρόνο εσύ
-λίγο ακόμα, κακομοίρη, και θα τα τίναζε.
Μπείτε επιτέλους μέσα. Ετοιμάστε τα κάνιστρα,440
το ιερό νερό, τις προσφορές για τη θυσία.7
‹ΓΕΤΑΣ›8
Πού χάσκεις εσύ, αεροπαρμένε;
‹ΚΝΗΜΩΝ›9
Κακήν κακώς να πάτε.
Με καταδικάζουν να μην μπορώ να κάνω τίποτα.
Γιατί πώς ν᾽ αφήσω μόνο του το σπίτι;
Και τούτες οι Νύμφες
το ιερό που έχουν δίπλα μου
για κακό δικό μου το έχουν.
Γι᾽ αυτό, καταπώς βλέπω,445
θα κατεδαφίσω το σπίτι και θα πάω να το χτίσω αλλού.
Πώς θυσιάζουν οι λωποδύτες!
Κουβαλάνε στρωσίδια, στάμνες,
όχι βέβαια για τους θεούς, για την πάρτη τους.
Η ευσέβειά τους εξαντλείται στο λιβάνι και στο πρόσφορο·
αυτά τα ρίχνουν απλόχερα στη φωτιά450
και τα παίρνει ο θεός. Από το σφάγιο όμως
προσφέρουν στους θεούς την άκρη της ουράς και τη χολή,
που -ούτως ή άλλως- δεν τρώγονται,
και τα υπόλοιπα τα καταβροχθίζουν οι ίδιοι.
Γριά, άνοιξε γρήγορα την πόρτα.
Όπως φαίνεται πρέπει να έχουμε ασχολία κατ᾽ οίκον.10455

(ΓΕΤΑΣ)
Ξεχάσατε, είπες,το καζάνι; Είστε τύφλα στο μεθύσι και κοιμάστε.
Και τώρα τι θα κάνουμε;
Απ᾽ ό ,τι βλέπω πρέπει να ενοχλήσουμε τους γείτονες του θεού.
Νεαρούλη. Μα τους θεούς, θλιβερότερα δουλικά460
δεν νομίζω να υπάρχουν πουθενά στον κόσμο.
Νεαροί. Άλλο από πήδημα δεν ξέρουν
-ε, ομορφόπαιδα- και να βγάζουν γλώσσα,
όταν πιάνονται στα πράσα. Νεαρέ.
Τι ᾽ναι τούτο το κακό; Ε, υπηρέτες.
Δεν υπάρχει ψυχή μέσα.
Έε! Βλέπω κάποιον να τρέχει καταδώ.465
ΚΝΗΜΩΝ
Γιατί αγγίζεις την πόρτα, χαμένο κορμί; Μίλα.
‹ΓΕΤΑΣ›
Μη με δαγκώσεις.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Βρε θα σε φάω ζωντανό, μα τον Δία.
(ΓΕΤΑΣ)
Για τ᾽ όνομα των θεών, μη.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Εγώ και εσύ, αλιτήριε, έχουμε μήπως κάποιο συμβόλαιο;
(ΓΕΤΑΣ)
Κανένα συμβόλαιο. Γι᾽ αυτό και εγώ470
δεν ήρθα για να ζητήσω να μου εξοφλήσεις κάποιο χρέος
ούτε κουβάλησα κλητήρες,
ήρθα να δανειστώ ένα καζάνι;
(ΚΝΗΜΩΝ)
Καζάνι;
(ΓΕΤΑΣ)
Καζάνι.
‹ΚΝΗΜΩΝ›
Τι νόμισες, κάθαρμα, ότι θυσιάζω βόδια
και κάνω αυτά που κάνετε του λόγου σας;
(ΓΕΤΑΣ)
Εσύ; Βρε ούτε σαλιγκάρι, αν θες τη γνώμη μου.11475
Να είσαι καλά, άνθρωπε μου. Μου είπαν οι γυναίκες
να χτυπήσω την πόρτα και να ζητήσω ένα καζάνι.
Το έκανα. Δεν υπάρχει. Γυρνάω πίσω και τους λέω «δεν υπάρχει».
Ω πολυτίμητοι θεοί, φίδι κολοβό είναι ο άνθρωπος.12480
(ΚΝΗΜΩΝ)
Ανθρωποκτόνα τέρατα. Δεν το ᾽χουν τίποτα
να χτυπούν την πόρτα, λες και είμαι φίλος τους.
Έτσι και πιάσω κάποιον από σας να πλησιάζει στην πόρτα,
αν δεν τον κάνω παράδειγμα για όλους στην περιοχή,
τότε θεωρήστε ότι είμαι και εγώ ένας από τον σωρό.485
Ετούτος τώρα, όποιος και αν ήταν,
υπήρξε τυχερός και τη γλίτωσε - κι εγώ δεν ξέρω πώς.13
ΣΙΚΩΝ
Κακό χρόνο να ᾽χεις. Σε έβρισε;
Ίσως το ζήτησες σαν να έτρωγες σκατά.
Κάποιοι δεν ξέρουν πώς να το κάνουν·
εγώ έχω ανακαλύψει την τέχνη.
Υπηρετώ χιλιάδες στην πόλη,490
ενοχλώ τους γείτονές τους
και δανείζομαι σκεύη από όλους.
Ένας που χρειάζεται κάτι
πρέπει να ξέρει να καλοπιάνει.
Άνοιξε την πόρτα κάποιος ηλικιωμένος,
τον προσφωνώ κατ᾽ ευθείαν πατέρα και μπαμπά.
Αν ανοίξει γριά, τη λέω μητέρα.495
Αν είναι γυναίκα μεσόκοπη, την προσφωνώ δέσποινα.
Αν είναι δούλος, καλόπαιδο.
Εσείς όμως είστε για κρέμασμα.14
Τι χαζομάρα που σας δέρνει.
«Νεαρούλη, νεαρέ·» σαχλαμάρες.15 Εγώ όμως:
«έλα έξω, πατερούκο, εσένα θέλω.»
ΚΝΗΜΩΝ16
Πάλι εσύ;500
(ΣΙΚΩΝ)
Τι ᾽ναι τούτο, νεαρέ;
ΚΝΗΜΩΝ
Με προκαλείς εξεπίτηδες.
Δεν σου είπα να μην πλησιάσεις στην πόρτα;
Φέρε το λουρί, γριά.17
(ΣΙΚΩΝ)
Μη. Άφησέ με.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Άφησέ με;
‹ΣΙΚΩΝ›
Ναι, άνθρωπέ μου,
για τ᾽ όνομα των θεών.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Ξαναέλα.
(ΣΙΚΩΝ)
Ο Ποσειδώνας να σε ...
(ΚΝΗΜΩΝ)
Μιλάς ακόμη;
(ΣΙΚΩΝ)
Ήρθα να ζητήσω χυτρολέβητα.18505
(ΚΝΗΜΩΝ)
Δεν έχω ούτε χυτρολέβητα ούτε πελέκι
ούτε αλάτι ούτε ξίδι ούτε τίποτα·
είπα ορθά κοφτά σε όλους στην περιοχή να μην πλησιάζουν.
(ΣΙΚΩΝ)
Εμένα όμως δεν μου το είπες.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Σου το λέω τώρα.
(ΣΙΚΩΝ)
Με ποιο τίμημα όμως. Και δεν θα μου πεις τελικά510
πού να πάει κανείς για νά βρει;
(ΚΝΗΜΩΝ)
Δεν σου είπα μια φορά; Θα συνεχίσεις να φλυαρείς;
(ΣΙΚΩΝ)
Χαίρε και πάλι χαίρε.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Δεν θέλω τα χαίρε σας.
(ΣΙΚΩΝ)
Τότε μη χαίρεσαι.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Βρε τι αγιάτρευτη πληγή.19
(ΣΙΚΩΝ)
Με περιποιήθηκε δεόντως με τους σβώλους.515
Τι είναι να ξέρεις να ζητάς όπως πρέπει.
Είναι άλλο πράμα, μα τον Δία.
Να πάει κανείς σε άλλη πόρτα;
Αν όμως το έχει ο τόπος
να σε αρχίζουν στις γροθιές για το τίποτα,
το βλέπω δύσκολο.
Μήπως άραγε είναι το καλύτερο
να το κάνω ψητό όλο το κρέας;
Έτσι φαίνεται. Έχω πάντως μια γάστρα.520
Χαιρετίσματα λέω στους κατοίκους της Φυλής.
Θα βολευτώ με αυτά που έχω.
-------------------
1 Στην αρχή της τρίτης ̒ πράξης ̉, αμέσως μετά την εκτέλεση του χορικού, εμφανίζεται στη σκηνή ο Κνήμων, που βγαίνει από το σπίτι του για να πάει στο χτήμα να δουλέψει. Όταν βλέπει τη μητέρα του Σώστρατου, τον Γέτα και τους υπόλοιπους ενοχλητικούς επισκέπτες, που έχουν έρθει στο ιερό του Πάνα (στη Φυλή) για να προσφέρουν θυσία, αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να μείνει στο σπίτι, επειδή δεν μπορεί να το αφήσει μόνο του, με όλο αυτό τον συρφετό τριγύρω. Τα πρώτα λόγια του απευθύνονται στη γριά δούλη Σιμίχη που βρίσκεται μέσα στο σπίτι.
2 Αδελφή του Σώστρατου.
3 Μιλάει μόνος του, χωρίς να τον ακούν.
4 Μισθωμένη αυλητρίδα.
5 Το σκηνικό παρίστανε στο κέντρο το ιερό του Πάνα και των Νυμφών στη Φυλή (πάνω στην Πάρνηθα), και από τη μια πλευρά το σπίτι του Κνήμωνα και από την άλλη το σπίτι του Γοργία.
6 Εξέρχεται από το ιερό.
7 Και τα τρία (κανᾶ,χέρνιβες, θυλήματα) είναι απαραίτητα για τη θυσία.
8 Απευθύνεται σε κάποιο από τα υπηρετικά πρόσωπα που συνοδεύουν τη μητέρα του Σώστρατου.
9 Οι άλλοι μπαίνουν στο ιερό και ο Κνήμων μένει μόνος στη σκηνή.
10 Ο Κνήμων μπαίνει στο σπίτι του. Αμέσως μετά βγαίνει από το ιερό ο Γέτας. Όταν εμφανίζεται, μιλάει στους ακόλουθους της μητέρας του Σώστρατου που βρίσκονται μέσα στο ιερό και ξέχασαν το καζάνι (λεβήτιον). Έπειτα πάει και χτυπάει την πόρτα του Κνήμωνα.
11 Χαμηλόφωνα. Στη συνέχεια δυνατά.
12 Ο Γέτας ξαναμπαίνει στο ιερό. Ο Κνήμων μένει μόνος.
13 Ο Κνήμων μπαίνει στο σπίτι του. Αμέσως μετά βγαίνει ο Σίκων από το ιερό, ενδεχομένως συνοδευόμενος από τον Γέτα, στον οποίο απευθύνεται, όταν πρωτοεμφανίζεται, είτε βρίσκεται επί σκηνής είτε μέσα στο ιερό.
14 Απευθύνεται στον Γέτα.
15 Στο τέλος του στ. 498 η μετάφραση προϋποθέτει τη συμπλήρωση φλήναφος.
16 Τη στιγμή που ο Σίκων επιδεικνύει την υποτιθέμενη τέχνη που κατέχει να πετυχαίνει αυτό που θέλει, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Κνήμων έξω φρενών.
17 Ο Κνήμων απευθύνεται στη γριά δούλη Σιμίχη, εξασφαλίζει το λουρί και δέρνει τον "καταφερτζή" Σίκωνα.
18 Στο πρωτότυπο χυτρόγαυλον (βαθύ πήλινο σκεύος). Ο Σίκων αποφεύγει τη λέξη καζάνι (λεβήτιον) που χρησιμοποίησε ο Γέτας και ως ενημερωμένος μάγειρος που είναι χρησιμοποιεί μια λέξη που ηχεί ως ειδικός όρος.
19 Φεύγει ο Κνήμων.

Ο Αριστοτέλης και η κατάλυση της πολιτικής


Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος αποσκοπεί στην ευτυχία και ότι η πόλη έχει τον ίδιο στόχο σε συλλογικό επίπεδο (εξάλλου, ο άνθρωπος, ως φύσει κοινωνικό ον, μπορεί να ευτυχήσει μόνο μαζί με τους άλλους ανθρώπους), το συμπέρασμα που προκύπτει είναι η ταύτιση των συμφερόντων της πόλης και του κάθε πολίτη ξεχωριστά: «Απομένει ακόμη να εξετάσουμε αν πρέπει να αποφανθούμε ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου χωριστά είναι ίδια με την ευδαιμονία της πόλης ή δεν είναι. Η απάντηση είναι καθαρή και εδώ: όλοι θα συμφωνούσαν ότι είναι η ίδια». (1324a 5 – 8).

Κατά συνέπεια, η εξυπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος θα εξασφαλίσει και το ατομικό, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Περικλής στον επιτάφιο λόγο, όταν δηλώνει ότι είναι προτιμότερο να είναι φτωχός σε πλούσια πόλη παρά πλούσιος σε φτωχή. Κι αν εμβαθύνει κανείς στο ζήτημα, θα διαπιστώσει ότι και η ατομική (πολίτης) και η συλλογική (πόλη) ευτυχία εκπληρώνεται με τα ίδια κριτήρια: «Όσοι δηλαδή ταυτίζουν το ευ ζην με τον πλούτο σε επίπεδο ατόμου, αυτοί και καλοτυχίζουν την πόλη στο σύνολό της, αν είναι πλούσια». (1324a 8 – 10).

Αναγκαστικά θα γίνει το ίδιο, αν το ενδιαφέρον στραφεί στον τρόπο του διοικητικού σχεδιασμού: «Το ίδιο, όσοι έχουν σε υπόληψη τον τυραννικό τρόπο ζωής, αυτοί θα ισχυρίζονταν κιόλας ότι η πόλη που ασκεί εξουσία στις περισσότερες κτήσεις, είναι η πλέον ευημερούσα». (1324a 10 – 12). Ομοίως: «Αν κάποιος παραδέχεται την αρετή ως προϋπόθεση της ευδαιμονίας του ανθρώπου, τότε θα ισχυριστεί ότι ευδαιμονέστερη πόλη είναι εκείνη που διακρίνεται για την υψηλή ηθική ποιότητα του βίου της». (1324a 12 – 13).

Αναπόδραστα, καταλήγουμε στη διερεύνηση των εξής δύο ζητημάτων: «Πρώτο, ποιος τρόπος ζωής είναι προτιμότερος, αυτός της πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής ή μάλλον ο αποξενωμένος και απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της πολιτικής κοινωνίας. Δεύτερο, ποιο πολίτευμα και ποιο σύστημα οργάνωσης της πόλεως πρέπει να θεωρήσουμε άριστα, είτε επιθυμούν όλοι να μετέχουν στην πολιτική ζωή της πόλης είτε παρά την επιθυμία μερικών οι περισσότεροι». (1324a 14 – 19).

Ο Αριστοτέλης, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Είναι φανερό λοιπόν ότι άριστο πολίτευμα είναι εκείνη η ευταξία στην οποία ο οποιοσδήποτε θα ζούσε ευτυχισμένα και ήρεμα». (1324a 23 – 25). Η ατομική γαλήνη, ως υπέρτατη μορφή ευδαιμονίας, ανάγεται σε ύψιστο πολιτειακό καθήκον είτε ο πολίτης θέλει να συμμετέχει στα πολιτικά τεκταινόμενα είτε όχι. Η νομοθεσία που φέρνει τους πολίτες σε απόγνωση οδηγώντας σε χαοτικές οικονομικές διαφορές και ανασφάλεια είναι η νομοθεσία που έχει αποτύχει, αφού πλέον είναι αδύνατο να μιλάμε για ηρεμία ή ισορροπία, πολύ περισσότερο για ατομική ευτυχία.

Όσο για το πρώτο ερώτημα που αφορά την συμμετοχή ή την απόσταση από το πολιτειακό γίγνεσθαι ο Αριστοτέλης το ανάγει σε τρόπο ζωής, όπου την περίπτωση της επιθυμίας για συμμετοχή την ονομάζει τρόπο ζωής «πολιτικό και πρακτικό» και την περίπτωση της αποχής «θεωρητικό, τον οποίο μερικοί τον αποδίδουν μόνο στο φιλόσοφο»: «Πράγματι αυτούς τους δύο τρόπους ζωής προτιμούν οι πλέον φιλότιμοι αγωνιστές της αρετής, παλαιότεροι και σύγχρονοι. Εννοώ βέβαια τον πολιτικό και το φιλόσοφο τρόπο ζωής». (1324a 29 – 32).

Η οριοθέτηση και η αξιολόγηση αυτών των δύο τρόπων ζωής είναι πολύ σπουδαίο ζήτημα, όχι όμως για την αποτίμηση της τελικής επιλογής, αλλά για τον καθορισμό των κινήτρων σε οτιδήποτε διαλέξει κανείς. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την – έτσι κι αλλιώς – πολιτικοποιημένη στάση που αναγκαστικά θα έχει ο φιλόσοφος, είτε συμμετέχει στις πολιτικές διαδικασίες είτε όχι, αλλά για την αίσθηση της ευθύνης που πρέπει να αναλάβει κανείς ασχέτως αν τάσσεται στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία.

Σε κάθε περίπτωση αυτό που προέχει είναι η σύνεση, που θα οδηγήσει στην εξυπηρέτηση του υψηλότερου σκοπού: «Και δεν είναι καθόλου ασήμαντο να εξακριβωθεί ποια από τις δύο απόψεις είναι αληθής, γιατί κάθε συνετός άνθρωπος, είτε ως άτομο είτε ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, έχει χρέος να συντονίζει τη ζωή του αποβλέποντας στον υψηλότερο σκοπό». (1324a 32 – 35). Κι όταν γίνεται λόγος για τον υψηλότερο σκοπό, δεν μπορεί παρά να εννοείται και πάλι η συνολική ευδαιμονία – που θα διασφαλίσει και την ατομική.

Το γεγονός ότι κάποιοι έχουν διαφορετική γνώμη δίνοντας ξεκάθαρη προτεραιότητα στην άποψη της συμμετοχής στα κοινά δεν αλλάζει την οπτική της αφοσίωσης στον «υψηλότερο σκοπό» ως πρωταρχική επιλογή: «… άλλοι υιοθετούν διαφορετικές θέσεις, ότι δηλαδή ο πολιτικός και πρακτικός βίος αρμόζει στον άνθρωπο, γιατί η εφαρμογή κάθε αρετής στην πράξη γίνεται περισσότερο από εκείνους που ενεργά συμμετέχουν στα κοινά και ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα, παρά από εκείνους που ζουν περιχαρακωμένοι στην ατομική τους ζωή». (1324a 38 – 1324b 1). (Το ότι δεν αναφέρονται οι άνθρωποι που ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες κρίνεται μάλλον αναμενόμενο, αφού ο Αριστοτέλης έχει ξεκαθαρίσει από το πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών» ότι αυτού του είδους οι δραστηριότητες αρμόζουν στους δούλους).

Από τη στιγμή που η ευτυχία σε ατομικό επίπεδο είναι αλληλένδετη με την ορθότητα της πολιτειακής οργάνωσης, αυτό που μένει ως καίριο ζήτημα κάθε πολιτικής διερεύνησης είναι το κατά πόσο θα λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση ο δεσποτικός – απολυταρχικός τρόπος της εξουσίας ή όχι: «… κάποιοι πιστεύουν ότι η άσκηση εξουσίας σε άλλους, με δεσποτικό τρόπο είναι πολύ άδικη, όταν όμως γίνεται σύμφωνα με το πολιτικό σύνταγμα, δεν είναι άδικη, αποτελεί ωστόσο εμπόδιο στην ατομική ευημερία… άλλοι όμως θεωρούν ότι μόνο ο δεσποτικός και τυραννικός τρόπος άσκησης της εξουσίας φέρει ευημερία». (1324a 35 – 38, 1324b 2 – 3).

Το ότι ο Αριστοτέλης απορρίπτει την τυραννική εξουσία ως καταπιεστική για το άτομο και ζημιογόνα για την πόλη, δηλαδή ως απόλυτα επιβλαβή σε όλα τα επίπεδα, έχει ήδη ξεκαθαριστεί με τρόπο απόλυτο. Η κατάταξη της τυραννίας στις πολιτειακές στρεβλώσεις είναι ανένδοτη. Το μόνο που μένει είναι η σύγκριση με άλλες επιστήμες (η πολιτειακή οργάνωση ανήκει στις επιστήμες) προκειμένου να καταδειχθεί όλος ο παραλογισμός της τυραννικής πολιτειακής εκδοχής: «Αλλά αυτό ούτε στις άλλες επιστήμες βλέπουμε να συμβαίνει, γιατί ούτε του γιατρού ούτε του πλοιάρχου έργο είναι να πείσει ή να πιέσει τους βρισκόμενους σε θεραπευτική αγωγή ασθενείς και τους επιβάτες αντίστοιχα». (1324b 29 – 31).

Όταν για τον Αριστοτέλη, ακόμη και η σωτηρία που μπορεί να υποσχεθεί ο γιατρός ή ο πλοίαρχος, δεν αποτελεί δικαιολογία για καταπιεστικές συμπεριφορές (ακόμη και για να σωθεί κάποιος πρέπει πρωτίστως να το θέλει ο ίδιος), γίνεται αντιληπτό ότι η βάση κάθε επιλογής δεν μπορεί να είναι καμία άλλη από την ελεύθερη βούληση. Όμως το θέμα πηγαίνει ακόμη πιο μακριά: «… οι περισσότεροι δίνουν την εντύπωση ότι κατά την άποψή τους η καταδυνάστευση των άλλων συνιστά άσκηση πολιτικής και συνεπώς αυτό που για τον εαυτό τους δε θεωρούν ούτε δίκαιο ούτε συμφέρον, αυτό δε ντρέπονται να το ασκούν σε βάρος των άλλων». (1324b 32 – 34).

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας των αδιεξόδων στην ανθρώπινη συνύπαρξη, καθώς, ενώ μπορεί όλοι να γνωρίζουν το δίκαιο, εντούτοις, είναι πρόθυμοι να το παραβλέψουν, όταν πρόκειται για τους άλλους – ιδίως αν σχετίζεται με προσωπικά οφέλη. Από την άποψη αυτή, το δίκαιο δεν ορίζεται ως συνθήκη που εξασφαλίζει την ισότιμη συνύπαρξη, αλλά ως γνώμονας οριοθέτησης των εκμεταλλευτικών όρων. Το ζήτημα είναι ποιος θα βρεθεί στη θέση του ανίσχυρου: «Με άλλα λόγια απαιτούν να ασκείται η εξουσία πάνω τους σύμφωνα με το δίκαιο, αδιαφορούν όμως απολύτως για τα δίκαια των άλλων». (1324b 35 – 36).

Πρόκειται για την πιο συμφεροντολογική εκδοχή της δικαιοσύνης, που αναγκαστικά αναπαράγει την αδικία, καθώς όλα πλέον καθορίζονται από τους συσχετισμούς της ισχύος. Σε τελική ανάλυση, η αδιαφορία για το δίκιο του άλλου, είτε η υπόθεσή του μας αφορά είτε όχι, λειτουργεί ως πραγμάτωση της αδικίας, αφού η δικαιοσύνη που κινείται σε αποκλειστικά ατομικό επίπεδο δεν είναι δικαιοσύνη. Η άποψη ότι «η καταδυνάστευση των άλλων συνιστά άσκηση πολιτικής» είναι η απαρχή της ζούγκλας που προτάσσεται ως πολιτική συμπεριφορά. Με την επικράτηση τέτοιων αντιλήψεων η συλλογική ευτυχία κρίνεται ανέφικτη.

Κι όταν γίνεται σαφές ότι το δίκιο αφορά μόνο αυτούς που μπορούν να το επιβάλλουν (κατά το δοκούν), το ζήτημα δεν μπορεί παρά να πάρει διακρατικές διαστάσεις: «Ωστόσο θα φαινόταν υπερβολικά άτοπο ίσως να εξετάζουν οι ερευνητές, αν είναι έργο του πολιτικού το εξής, να μπορεί δηλαδή να επινοεί τρόπους με τους οποίους να εξουσιάζει και να καταδυναστεύει τους γειτόνους του και με τη θέλησή τους και χωρίς αυτή». (1324b 22 – 26).

Εφόσον η διερεύνηση για το «αν είναι έργο του πολιτικού» να αναζητά τρόπους καταδυνάστευσης των γειτονικών πόλεων κρίνεται ανάξια για έναν ερευνητή, ως «υπερβολικά άτοπη», γίνεται ξεκάθαρο ότι η πολιτική που μεθοδεύει τέτοιου είδους πρακτικές, αριστοτελικά τουλάχιστον, δεν είναι πολιτική. Κι αυτό γιατί δεν χρήζει καμίας νομιμότητας: «Γιατί πώς θα ήταν πολιτικό ή νομοθετικό έργο αυτό, το οποίο δεν είναι καν νόμιμο; Μια εξουσία δεν είναι νόμιμη, όταν ασκείται όχι μόνο δίκαια αλλά και άδικα, και είναι δυνατόν να ασκείται κυριαρχία ακόμη και άδικα». (1324b 26 – 28).

Η αναφορά της επιλεκτικής δικαιοσύνης της εξουσίας («ασκείται όχι μόνο δίκαια αλλά και άδικα»), πέρα από το προφανές που έχει να κάνει με τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία (μια κυριαρχία σε φύσει δούλους είναι δίκαιη), αφορά την εξουσία του ισχυρού, που μπορεί να είναι δίκαιη ως προς τα εντός της πόλης τεκταινόμενα, αλλά απολύτως άδικη ως προς τη ρύθμιση των υποθέσεων των άλλων στους οποίους ασκεί επεκτατισμό.

Μια άδικη κυριαρχία δεν αποτελεί ούτε πολιτικό ούτε νομοθετικό έργο. Οι πολιτικές που προωθούν τις επεκτατικές διαθέσεις δεν είναι πολιτικές. Είναι κατ’ επίφαση πολιτικές που θέλουν να επιβάλλουν τον κυνισμό της ισχύος μέσω της υποδούλωσης των άλλων. Οι πολιτικοί που διατείνονται ότι αναζητούν λύσεις σε θέματα ξεκάθαρης κυριαρχίας είναι αυτοί που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την αδικία παριστάνοντας ότι κάνουν πολιτική: «… μία πόλη αυτή καθαυτή ενδέχεται να ευημερήσει, αν της ασκείται καλή εξουσία, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η πόλη είναι σε θέση να διοικείται η ίδια στηριζόμενη σε σπουδαίους νόμους και σε πολίτευμα του οποίου το σύνταγμα δεν αποβλέπει σε πόλεμο ούτε σε επεκτατική επικράτηση επί των εχθρών». (1324b 41 – 1325a 4).

Φυσικά, η απερίφραστη καταδίκη του επεκτατισμού ως κατάλυση δικαίου κι ως μοιραία εννοιολογική ματαίωση της πολιτικής δεν ακυρώνει τις στρατιωτικές προετοιμασίες που πρέπει πάντα να κάνει μια πόλη: «… όλες οι φροντίδες για τον πόλεμο πρέπει να θεωρηθούν καλές, όχι όμως με την έννοια ότι αποτελούν τον έσχατο σκοπό από όλους, αλλά αντίθετα ότι αυτές οι φροντίδες γίνονται για να εξυπηρετήσουν το σκοπό της πολιτικής κοινωνίας». (1325a 5 – 7).

Κι όταν γίνεται λόγος για την εξυπηρέτηση του σκοπού «της πολιτικής κοινωνίας» είναι προφανές ότι εννοείται η συνέχειά της, δηλαδή η διασφάλιση της ακεραιότητας από ενδεχόμενους εξωτερικούς κινδύνους. Με άλλα λόγια, ο στρατός υπάρχει μόνο για να προστατεύει την πόλη και σε καμία περίπτωση για να ασκεί κυριαρχία στις άλλες, που είναι λιγότερο ισχυρές στρατιωτικά.

Ο Αριστοτέλης παρακολουθώντας μια εποχή όπου ο στρατός ήταν το μόνο μέσο για την άσκηση της επιβολής δε θα μπορούσε παρά να αναφερθεί σ’ αυτό: «… σε όλα τα έθνη που είναι σε θέση να επιβάλλονται, η στρατιωτική δύναμη υπολογίζεται, όπως για παράδειγμα συμβαίνει μεταξύ των Σκυθών, των Περσών, των Θρακών και των Κελτών. Ακόμη σε μερικούς λαούς υπάρχουν και νόμοι που παρωθούν στην απόκτηση πολεμικής αρετής, όπως στην Καρχηδόνα, όπου λένε ότι οι πολίτες φορούν για κοσμήματα τόσα δαχτυλίδια όσες εκστρατείες έκαναν». (1324b 9 – 15).

Αναγνωρίζοντας ότι στο σύγχρονο κόσμο ο επεκτατισμός δε χρειάζεται να γίνεται με στρατιωτικούς όρους, αφού ο οικονομικός πόλεμος κρίνεται αποτελεσματικότερος (όχι βέβαια ότι οι στρατιωτικοί πόλεμοι έχουν εκλείψει), βρισκόμαστε και πάλι στους ίδιους «πολιτικούς» όρους του ισχυρού, που επιβάλλει τις διαθέσεις του διεκδικώντας τη νομιμότητα, όπως, βέβαια, ο ίδιος την ορίζει. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι οι «πολιτικοί» εκφραστές του νέου τύπου κυριαρχίας δεν εκπροσωπούν κατ’ ανάγκη ένα κράτος, αλλά συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα (που ενίοτε μπορεί και να υπονομεύουν την ίδια τη χώρα τους). Το ότι σε πολλές περιπτώσεις αναλαμβάνουν υπουργεία και υψηλές θέσεις πρώην τραπεζίτες καταδεικνύει τη διαπλοκή που μετατρέπει τις επιδιώξεις της οικονομικής ελίτ σε εθνική «πολιτική». Η μετατροπή των πολιτικών προσώπων σε υπαλλήλους είναι η κατάλυση κάθε έννοιας πολιτικής.

Αναλογιζόμενοι ότι ο επεκτατισμός και η επιβολή της ισχύος αποτελούν στοιχεία που δεν έλειψαν ποτέ από την ανθρώπινη ιστορία, γίνονται αντιληπτά και τα αίτια της διαστρέβλωσης του όρου πολιτική. Γιατί η πολιτική σχεδόν ποτέ δεν αποτέλεσε πεδίο αναζήτησης του δικαίου που θα ορίσει τις ανθρώπινες σχέσεις. Ούτε στράφηκε στην επιδίωξη της ηρεμίας και της ευτυχίας των πολιτών, όπως τουλάχιστον το έθεσε ο Αριστοτέλης. Αντιθέτως νοηματοδοτήθηκε περισσότερο ως διαπραγμάτευση των όρων της υποταγής του ανίσχυρου, δηλαδή ως επισφράγιση της αδικίας. Από αυτή την άποψη, ίσως θα ήταν πιο συνεπές αν εκλαμβάναμε τον όρο πολιτική σαν ουτοπία, που παρέμεινε απραγματοποίητη μέσα στους αιώνες. Το ζήτημα είναι πώς να ονομάσουμε την «πολιτική», όπως τη βλέπουμε να πραγματώνεται…

Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 4ος

Σικελική εκστρατεία: η ύβρις των Αθηναίων

Η πρώτη επέμβαση των Αθηναίων στο νησί έγινε την περίοδο 427-424. Οι παρατηρήσεις του Θουκυδίδη σχετικά με αυτή την πρώτη εκστρατεία αποδεικνύουν για ακόμα μια φορά το βάθος της σκέψης του: οι Αθηναίοι έστειλαν πλοία για να εμποδίσουν το σικελικό σιτάρι να φτάσει στην Πελοπόννησο και ταυτόχρονα για να κάνουν μια πρώτη δοκιμή, ένα τεστ (πρό πειρα) προκειμένου να δουν αν θα ήταν δυνατό να καταλάβουν τη Σικελία (Ιστορία, Γ΄, 86.4). Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε εδώ το ότι ο Θουκυδίδης γνωρίζει καλά το στοιχείο που Freud θα το αποκαλέσει υπερκαθορισμό των ανθρώπινων πράξεων. Στη φυσική μια αιτία προκαλεί ένα αποτέλεσμα, και δεν χρειάζεται να ψάξουμε περισσότερο. Ο υπερκαθορισμός των ανθρώπινων πράξεων σημαίνει ότι κάποιο πράγμα συμβαίνει για περισσότερους από ένα λόγους, όχι αναγκαστικά ορθολογικούς, όπως στο όνειρο ένα στοιχείο αντιπροσωπεύει πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Η επιθυμία τους να εκστρατεύσουν στη Σικελία περιλαμβάνει εντελώς ορθολογικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να αναχθούν σε ζητήματα στρατηγικής και είναι δικαιολογημένα – πολεμάμε τους Σπαρτιάτες, πρέπει λοιπόν να τους εμποδίσουμε να τροφοδοτηθούν με σιτάρι από τη Σικελία· σκέφτονται όμως ότι ίσως θα μπορούσαν επίσης να κατακτήσουν το νησί. Και εδώ, μπορεί μεν να μην βυθίζονται στον άκρατο ανορθολογισμό, αλλά ενταφιάζουν εν πάση περιπτώσει τη στρατηγική του Περικλή, κατά τον οποίο οι Αθηναίοι δεν έπρεπε να προσπαθήσουν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη διάρκεια του πολέμου.

Αυτοί, εντούτοις αποφασίζουν το 416 να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία, η οποία κατέληξε στη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του στόλου και του στρατού τους. Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι μόνο μια αλληλουχία απρόβλεπτων στοιχείων ανέτρεψε την όλη υπόθεση· μπορεί επίσης να σκεφτεί, όπως ο πολύ συνετός Νικίας, ότι η επιχείρηση ήταν πολύ παρακινδυνευμένη. Τα επιχειρήματά του δεν ήταν αβάσιμα: ακόμα και αν υποθέταμε ότι η εκστρατεία θα ήταν νικηφόρα, πως θα μπορούσαν να κρατηθούν σε ένα νησί τόσο εκτεταμένο και τόσο μακρινό, ποιο θα ήταν το προσδοκώμενο όφελος; (ΣΤ΄, 11.1) όμως δεν τον ακούν, και εκείνος δεν τολμά να αντικρούσει κατά μέτωπο τη γνώμη της πλειονότητας. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε σε μια καμπή. Κατά τον Finley, η αποτυχία της εκστρατείας δεν ήταν αναπόφευκτη. Πράγματι, υπεισέρχονται και εδώ τα τυχαία γεγονότα και το παρά λογον του πολέμου.

Όταν ο αθηναϊκός στόλος φτάνει στη Σικελία, βρίσκεται τουλάχιστον ένας στρατηγός, ο Λάμαχος, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρέπει να εφορμήσουν εναντίον των Συρακουσών και να επωφεληθούν από τον αιφνιδιασμό· καθώς όμως είναι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη (ΣΤ΄, 49), αυτή η στρατηγική, η οποία ήταν πιθανώς σωστή, δεν εφαρμόστηκε. Ας υποθέσουμε όμως ότι εφαρμόζονταν. Και μετά; Η κατάκτηση, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε καθόλου προοπτική, και αυτό από καθαρά στρατηγική άποψη και ανεξάρτητα από κάθε άλλη πολιτική ή ηθική θεώρηση. Εδώ ακριβώς ψηλαφούμε το κύριο τραγικό στοιχείο της υπόθεσης, την ύβριν των Αθηναίων. Πέφτουν στην παγίδα αυτού που στο σημερινό αγγλοσαξονικό στρατιωτικό ιδίωμα αποκαλείται overextension. Υπάρχουν όρια, και στην υπόθεση της Σικελίας δεν χωρά αμφιβολία ότι ξεπεράστηκαν.

Ας επανέλθουμε στον πρώτο λόγο του Νικία στην αρχή του βιβλίου ΣΤ΄ (9-14). Η Εγέστα, μια σικελική πόλη, ζητά τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον του γειτονικού της Σελινούντα. Η υπόθεση προκαλεί παθιασμένο ενδιαφέρον στην Αθήνα, όπου βασιλεύει κλίμα ευφορίας. Ό,τι κάνουν στέφεται από επιτυχία· νίκησαν στον Δεκαετή πόλεμο, το πρώτο μέρος του πολέμου το οποίο λαμβάνει τέλος το 421· η πόλη ακμάζει και οι πολίτες πιστεύουν ότι τα πάντα είναι δυνατά. Η συνέλευση ψήφισε ήδη την αποστολή εξήντα πλοίων υπό την αρχηγία του Αλκιβιάδη, του Νικία και του Λαμάχου. Στη συνέχεια, θα γίνει δεύτερη συνάθροιση. Ο πρώτος λόγος του Νικία δεν είναι ασφαλώς ισάξιος του Επιτάφιου, αλλά είναι καλά δομημένος: πρόκειται για υπενθύμιση των θεμελιωδών στοιχείων της στρατηγικής του Περικλή. Αν αποτύχουμε ή συναντήσουμε δυσκολίες στη Σικελία, οι εχθροί μας θα ξαναρχίσουν τις εχθροπραξίες. Θα έπρεπε μάλλον να ασχοληθούμε με τους Χαλκιδείς ή άλλους οι οποίοι αποστάτησαν· μια νίκη μας δεν θα εξασφαλίσει την εξουσία μας σε μακρινούς και πολυπληθείς λαούς. Ακολουθεί μια παρατήρηση, όπου γίνεται λόγος για ψυχολογία: «Για εμάς, αντιθέτως, απέναντι στους εκεί Έλληνες, το καλύτερο για να τους εντυπωσιάσουμε θα ήταν να μην εμφανιστούμε επιτόπου ή, το πολύ, να επιδείξουμε τις δυνάμεις μας και να επιστρέψουμε αμέσως (κανένας δεν αγνοεί ότι τίποτε δεν εντυπωσιάζει τόσο όσο αυτό που είναι μακριά και του οποίου η φήμη δεν έχει δοκιμαστεί πολύ)· αν όμως μας συμβεί η παραμικρή αποτυχία, αμέσως θα μας αψηφήσουν και θα μας ορμήσουν μαζί με τους εδώ Έλληνες – αυτή ακριβώς είναι η δική σας περίπτωση σήμερα, Αθηναίοι, απέναντι στους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους: έχοντας υπερισχύσει πέραν πάσης προσδοκίας απέναντί τους και παρά τους αρχικούς σας φόβους, ιδού που φτάσατε να τους περιφρονείται, ώστε να στρέφετε τις βλέψεις σας στη Σικελία» (ΣΤ΄, 11.4-5).

Και μια ιδιαίτερα επίκαιρη άποψη: για τη φήμη σας, η απουσία είναι ότι καλύτερο· προσπαθήστε να μην εμφανιστείτε, να αποχωρήσετε κ.λπ., κυρίως δεν είναι αναγκαίο να κάνετε εντυπωσιακές πράξεις. Εντούτοις, υπερισχύει ο λόγος του Αλκιβιάδη. Εξάλλου, οι Αθηναίοι ήταν ήδη πεπεισμένοι· ο καθένας είχε τους λόγους του και όλοι ήταν εξίσου ενθουσιώδεις. Η ειρωνεία και αυτήν ακόμα την ιστορία, είναι ότι ο Νικίας προσπαθεί με τον δεύτερο λόγο να κάνει τους Αθηναίους να υποχωρήσουν, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι θα χρειαστούν ακόμα πιο σημαντικά μέσα για να επιτύχει αυτή η επιχείρηση. Οι Αθηναίοι τα παραχωρούν – και το τίμημα θα είναι βαρύτερο (ΣΤ΄, 16-26).

Ο φόβος της μοναξιάς όταν είμαστε σε σχέση ή όταν χωρίζουμε

Το τέλος μιας σχέσης

Δεν εξελίσσονται ούτε επιβιώνουν όλες οι σχέσεις, γιατί η καθεμιά είναι μοναδική και υπόκειται στη δική της μοίρα. Πολλές φορές συνιστά τιμή οτη ζωή και στη σχέση να χωρίζουν οι σύντροφοι.


Κατά την πορεία της σχέσης, οι δύο σύντροφοι λαμβάνουν διαφορετικές θέσεις: τη μια, διατηρούν και σέβονται τα όριά της, την άλλη, αντιθέτως, προσπαθούν να τα ξεπεράσουν και να τα επεκτείνουν. Όταν παρατηρείται σύγκρουση μεταξύ των δύο, τότε το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με δύσκολες επιλογές.

Όταν δουλεύουμε με ζευγάρια που βρίσκονται σε σοβαρή κρίση, καθιστούμε σαφές ότι συχνά οι σχέσεις προκαλούν μεγάλο πόνο και φέρνουν στην επιφάνεια σκοτεινές πλευρές του εαυτού μας, που δεν φανταζόμαστε ότι μπορεί να υπάρχουν. "Ισως πρόκειται για σημάδια ότι η σχέση πρέπει να αλλάξει. Σεβόμαστε το θάρρος που δείχνουν, φανερώνοντας τις δυσκολίες τους, αλλά παράλληλα ξέρουμε πως κάθε άνθρωπος έχει τα όριά του. Το ίδιο το ζευγάρι πρέπει να ερμηνεύσει αν τα σημάδια αυτά στη σχέση τους υπονοούν ένα δύσκολο στάδιο αλλαγής ή το οριστικό τέλος. Αυτό θα πρέπει να το αποφασίσουν μόνοι οι δύο σύντροφοι. Μόνον αυτοί θα δώσουν τέλος στη σχέση τους.

Εδώ, το δίλημμα είναι μεταξύ της ευθύνης προς τη μοίρα της ψυχής μας και προς αυτή της σχέσης μας. Αυτή την ιδιαίτερη στιγμή της ζωής μας, οφείλουμε να απαντήσουμε στο κρίσιμο ερώτημα «πού πάω, και ποιος θέλει να έλθει μαζί μου...» και να προσπαθήσουμε να θέσουμε στη σειρά τις προτεραιότητές μας. Αυτό δεν είναι εύκολο. Αλλά όταν μάθουμε να ακούμε την εσωτερική μας φωνή, να εκφράζουμε τα αληθινά μας αισθήματα και να εμπιστευόμαστε τον κΰκλο ζωή-θάνατος-ζωή της σχέσης, τότε θα έχουμε το κουράγιο να ακούσουμε το καμπανάκι του τέλους.

Αυτό το μήνυμα το αντιλαμβάνονται όμως και οι δυο σύντροφοι;

Πιθανότατα, αν ο ένας από τους δυο είναι ανικανοποίητος, τότε δύσκολα ο άλλος μπορεί να αισθάνεται ολοκληρωμένος. "Ισως ο φόβος της μοναξιάς να κάνει τους δΰο συντρόφους να προσκολλώνται σε μια αμοιβαία δυστυχία ή να ελπίζουν μάταια ότι τα πράγματα θα αλλάξουν από μόνα τους μια ωραία πρωία. Αυτού του είδους η παθητικότητα δεν φέρνει τίποτε καλό. Η αλλαγή μπορεί να σημαίνει ότι ο ένας σύντροφος εγκαταλείπει τη σχέση και παρότι αυτό είναι κατανοητό, ο σύντροφος που μένει μόνος συνήθως κατηγορεί αυτόν που φεύγει, και εντέλει κανείς τους δεν μπαίνει στον κόπο να απαντήσει στο οδυνηρό ερώτημα γιατί δεν έκαναν τίποτε για να αποφυγουν το χωρισμό.. .

Αν δεν καταλάβετε και δεν αναλάβετε τις ευθύνες σας, τότε το τέλος της σχέσης θα είναι άγονο. Ο μόνος τρόπος για να ξε-φύγετε από το παιχνίδι της ενοχής/κατηγόριας είναι να αναλάβετε την ευθύνη για τη ζωή σας, να συνειδητοποιήσετε τη συμπεριφορά σας κι έτσι να εκτιμήσετε μόνοι τις αξίες σας. Όταν διεκδικήσετε την ευθύνη για τη ζωή σας, κανείς δεν μπορεί να σας κάνει να νιώσετε ένοχοι, ούτε να σας κατηγορήσει ή να σας κρίνει, αν εσείς δεν θέλετε.

Αν οι δυο σύντροφοι τα συνειδητοποιήσουν όλα αυτά, τότε ο χωρισμός τους μπορεί να είναι χρήσιμος και να μετατραπεί σε μήτρα μιας νέας ζωής.

Και μαζί και μόνοι είτε χωρίσουμε είτε είμαστε μαζί

Είτε χωρίσουμε, είτε μείνουμε μαζί με το ταίρι μας, το θέμα είναι να έχουμε την ικανότητα να αντέχουμε τη μοναξιά μας. Οι διαφωνίες που ξεπεράστηκαν μπορούν να δράσουν και ως καθαρτήριο για τα άτομα, που θα γνωρίσουν έτσι καλύτερα τον βαθύτερο εαυτό τους και τις αξίες τους. Η σχέση, έτσι όπως ήταν, πρέπει να τελειώσει.

Μερικές φορές, η εμπειρία της αγάπης μπορεί να επιφέρει το θάνατο των παλιών τρόπων αλληλεξάρτησης. Και ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει μια νέα αυτοπεποίθηση στον έρωτα, που θα του δώσει την απαραίτητη ενέργεια για να επενδύσει σε ένα νέο τρόπο ζωής. Μπορεί να ξαναγίνει «εγωιστής» και να προκαλέσει τον σύντροφό του. Τώρα, και οι δυο μπορεί να αποκτήσουν την ευκαιρία για ένα νέο κοινό ξεκίνημα, χωρίς ασυνείδητους συμβιβασμούς με ανταλλάγματα. Μην ξεχνάτε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ αδιαφορίας και αποδέσμευσης μέσα σε μια σχέση. Η αδιαφορία σηματοδοτεί το τέλος της σχέσης, αλλά είναι πιθανόν το ζευγάρι να συνεχίσει να είναι μαζί, αν το επιλέξει. Η αποδέσμευση είναι η ικανότητα να αναγνωρίσει ο καθένας τον εαυτό του και να διαχωριστεί από τον άλλον, παραμένοντας σε μια κοινή πορεία στη σχέση, που περιλαμβάνει και τους αγκαλιάζει και τους δύο. "Οταν η αποδέσμευση βιώνεται για πρώτη φορά, μπορεί να προκαλέσει φόβο στους συντρόφους, που ίσως νομίσουν ότι τελείωσε ο έρωτάς τους. Όταν όμως αρχίσει να γίνεται αισθητή η εσωτερική τους ολοκλήρωση και πάψει η προβολή, τότε αρχίζει η δυνατότητα της αληθινής αγάπης και της βαθύτερης σχέσης.

Όταν αυτό συμβεί και στους δύο συντρόφους, μια νέα αγάπη γεννιέται, που έχει ρίζες και στηρίζεται στην αγάπη για τον εαυτό μας, όχι εγωιστική, αλλά μια βαθύτερη αγάπη της ψυχής μας. Δεν αναζητούμε την ολοκλήρωση μέσω του συντρόφου μας, αλλά αναλαμβάνουμε την ευθύνη του εαυτού μας και τιμούμε διαφορετικά τον άνθρωπό

Ο γερμανός ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε αναφέρει πολύ εύστοχα ότι το ύψιστο καθήκον των δύο εραστών είναι να γίνουν οι φύλακες της μοναξιάς τους. Είναι η ώριμη κατάληξη δύο ανθρώπων χωρίς προκαταλήψεις, που έμαθαν από τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, επιστρέφοντας και διεκδικώντας την «αθωότητά» τους.

Χρειάζεται να υπάρχει ένα ισχυρό «εμείς» για να είμαστε μόνοι, μαζί

Ο εαυτός σε μια καταναλωτική κοινωνία.

Οι οικονομικές μηχανές της μετανεωτερικής κοινωνίας, έχουν πανίσχυρες διαστρωματοποιητικές επιδράσεις στην κοινωνική ζωή, δημιουργώντας διαιρέσεις που, στα άκρα, οδηγούν σε σχεδόν διαμετρικά αντίθετες ατομικές εμπειρίες του χρόνου, της απόστασης και του τόπου. «Είμαστε όλοι εν κινήσει», αλλά στο πλούσιο και ευκατάστατο άκρο της ιεραρχίας, τα άτομα βιώνουν τους εαυτούς τους συμμετέχοντας και πανηγυρίζοντας στην κίνηση που είναι χαρακτηριστική της σύγχρονης ζωής, ενώ εκείνοι στο άλλο, εξαθλιωμένο άκρο καθοδηγούνται ανεξέλεγκτα από αυτήν. Εκείνοι στο ένα άκρο βιώνουν το χώρο ως ελευθερία· εκείνοι στο άλλο άκρο το βιώνουν ως δουλεία.
 
Η μετανεωτερική κοινωνία μας είναι μια κοινωνία καταναλωτική. Όταν την αποκαλούμε καταναλωτική, έχουμε κατά νου κάτι περισσότερο από την τετριμμένη και συγκροτημένη περίσταση κατά την οποία όλα τα μέλη της είναι καταναλωτές – όχι απλώς ορισμένα ανθρώπινα όντα, αλλά όλα τα ανθρώπινα όντα, υπήρξαν καταναλωτές προ αμνημονεύτων χρόνων.

Αυτό που πραγματικά έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι η δική μας κοινωνία είναι «καταναλωτική» με την εξίσου βαθειά και θεμελιώδη σημασία με την οποία εκείνη των προκατόχων μας, η νεωτερική κοινωνία κατά τη βιομηχανική της φάση, ήταν μια «κοινωνία των παραγωγών». Αυτός ο παλαιότερος τύπος της νεωτερικής κοινωνίας απασχολούσε κάποτε τα μέλη της πρωτίστως ως παραγωγούς και στρατιώτες· διαμόρφωσε τα μέλη της υπαγορεύοντας την ανάγκη να αναλάβουν αυτούς τους δύο ρόλους, και το πρότυπο που τους πρόσφερε εκείνη η κοινωνία ήταν η ικανότητα και η προθυμία τους να διαδραματίσουν αυτούς τους δύο ρόλους. Στο τωρινό στάδιο της ύστερης νεωτερικότητας (Giddens) ή δεύτερης νεωτερικότητας (Beck) ή μετανεωτερικότητας, η νεωτερική κοινωνία έχει ελάχιστη ανάγκη από τη μαζική βιομηχανική εργασία και τους στρατούς κληρωτών, έχει όμως ανάγκη –και απασχολεί– τα μέλη της για την ικανότητα τους ως καταναλωτές.

Ο ρόλος που η σημερινή κοινωνία μας προσδοκεί από τα μέλη της είναι αυτός του καταναλωτή, και τα μέλη της κρίνονται παρομοίως από την ικανότητά και την προθυμία τους να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο. Η διαφορά μεταξύ της σημερινής κοινωνίας και της άμεσης προκατόχου της δεν είναι τόσο ριζική ώστε να εγκαταλείψει τον ένα ρόλο και να επιλέξει αντιθέτως κάποιον άλλο. Σε κανένα από τα δυο τους στάδια δεν μπορούν οι νεωτερικές κοινωνίες να τα καταφέρουν χωρίς τα μέλη τους να παράγουν αντικείμενα για κατανάλωση· τα μέλη και των δύο κοινωνιών, βεβαίως, καταναλώνουν. Ο καταναλωτής, ωστόσο, σε μια καταναλωτική κοινωνία είναι ένα εκ διαμέτρου διαφορετικό πλάσμα από τον καταναλωτή οποιασδήποτε άλλης κοινωνίας ως τώρα.

Η διαφορά έγκειται στην έμφαση και στις προτεραιότητες – μια μετατόπιση της έμφασης που δημιουργεί μια τεράστια διαφορά σχεδόν σε κάθε όψη της κοινωνίας, της κουλτούρας και του ατομικού βίου. Οι διαφορές είναι τόσο βαθιές και πολύμορφες που δικαιολογούν εξολοκλήρου να μιλούμε γι’ αυτήν ως μια κοινωνία ενός ξεχωριστού και διακριτού είδους – μια καταναλωτική κοινωνία.

Στην ιδανική περίπτωση, όλες οι αποκτηθείσες συνήθειες θα πρέπει «να στηρίζονται στους ώμους» αυτού του νέου τύπου καταναλωτή όπως ακριβώς τα ηθικής εμπνεύσεως επαγγελματικά και πλεονεκτικά πάθη συνήθιζαν να στηρίζονται, όπως επανέλαβε ο Max Weber μετά τον Richard Baxter, «στους ώμους του αγίου όπως ο ελαφρύς μανδύας, που μπορεί να ριχτεί στο πλάι οποιαδήποτε στιγμή» [1]. Και πράγματι, οι συνήθειες ρίχνονται διαρκώς, καθημερινά, και με την πρώτη ευκαιρία στο πλάι, και ποτέ δεν τους δίνεται η ευκαιρία να δυναμώσουν σαν τα σιδερένια κάγκελα ενός κελιού (εκτός από μια μετα-συνήθεια: τη «συνήθεια να αλλάζουμε συνήθειες»). Στην ιδανική περίπτωση, τίποτα δεν θα πρέπει να υιοθετείται με σιγουριά από έναν καταναλωτή, τίποτα δεν θα πρέπει να επιβάλλει μια δέσμευση για πάντα, καμία ανάγκη δεν θα πρέπει να θεωρείται ως πλήρως ικανοποιημένη, καμία επιθυμία να μη θεωρείται απόλυτη. Θα πρέπει να υπάρχει ο όρος «μέχρι νεοτέρας» προσαρτημένος σε κάθε όρκο πίστης και σε κάθε δέσμευση. Αυτό που μετράει είναι η μεταβλητότητα, η εγγενής προσωρινότητα όλων των υποσχέσεων· μετράει περισσότερο από την ίδια την δέσμευση, που ούτως ή άλλως δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από τον χρόνο που είναι αναγκαίος για την κατανάλωση του αντικειμένου της επιθυμίας (ή της επιθυμητότητας αυτού του αντικειμένου).

Το ότι κάθε κατανάλωση απαιτεί χρόνο είναι στην πραγματικότητα η κατάρα της καταναλωτικής κοινωνίας και μια μεγάλη ανησυχία για τους εμπόρους καταναλωτικών αγαθών. Η ικανοποίηση του καταναλωτή πρέπει να είναι στιγμιαία και αυτό μάλιστα με μια διπλή σημασία. Τα καταναλωτικά αγαθά πρέπει να φέρνουν ικανοποίηση άμεσα, να μην απαιτούν καθόλου την απόκτηση δεξιοτήτων και μακρά προπαρασκευή, αλλά η ικανοποίηση πρέπει να λήγει τη στιγμή που ο χρόνος που απαιτείται για κατανάλωση έχει τελειώσει, και αυτός ο χρόνος πρέπει να ελαττωθεί στο απολύτως ελάχιστο. Η αναγκαία μείωση κατορθώνεται καλύτερα αν οι καταναλωτές δεν μπορούν να κρατήσουν την προσοχή τους ούτε να εστιάσουν την επιθυμία τους σε οποιοδήποτε αντικείμενο για μεγάλη διάρκεια· αν είναι ανυπόμονοι, παρορμητικοί και ανήσυχοι· και προπαντός αν ενθουσιάζονται εύκολα και έχουν την προδιάθεση να χάνουν γρήγορα το ενδιαφέρον τους. Στην πραγματικότητα, όταν η αναμονή αφαιρείται από την επιθυμία και η επιθυμία από την αναμονή, η καταναλωτική ικανότητα των καταναλωτών είναι πιθανό να προεκταθεί πολύ πέρα από τα όρια που έχουν τεθεί από οποιεσδήποτε φυσικές ή αποκτηθείσες ανάγκες ή έχουν σχεδιασθεί από την φυσική ανθεκτικότητα των αντικειμένων της επιθυμίας. Τότε, η παραδοσιακή σχέση μεταξύ αναγκών και της ικανοποίησής τους αντιστρέφεται: η υπόσχεση και η ελπίδα της ικανοποίησης προηγείται της ανάγκης που υπόσχεται να ικανοποιηθεί και θα είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την υπάρχουσα ανάγκη – ωστόσο όχι τόσο μεγάλη ώστε να αποκλείσει την επιθυμία για τα αγαθά που φέρουν αυτή την υπόσχεση.

Για την ακρίβεια, η υπόσχεση είναι όλο και πιο ελκυστική όσο η εν λόγω ανάγκη είναι λιγότερο οικεία· είναι αρκετά διασκεδαστικό να βιώνει κανείς μια εμπειρία που δεν γνώριζε ότι υπήρχε. Η συγκίνηση μιας νέας και πρωτοφανούς αίσθησης – όχι η απληστία της απόκτησης και κατοχής ούτε ο πλούτος στην υλική, χειροπιαστή του σημασία – είναι το όνομα του καταναλωτικού παιχνιδιού. Οι καταναλωτές είναι πρωτίστως συλλέκτες αισθήσεων· συλλέκτες πραγμάτων είναι μόνο υπό μια δευτερεύουσα και παράγωγη σημασία. Όπως το έθεσαν ο Mark C. Taylor και ο Esa Saarinen, «η επιθυμία δεν επιθυμεί ικανοποίηση. Αντιθέτως, η επιθυμία επιθυμεί επιθυμία». [2] Τέτοια είναι τουλάχιστον η περίπτωση με τον ιδανικό καταναλωτή. Η προοπτική της εξασθένισης της επιθυμίας, του διασκορπισμού της, και η απουσία κάθε δυνατότητας να την επαναφέρουμε, ή η προοπτική ενός κόσμου στον οποίο δεν έχει απομείνει τίποτα που να είναι επιθυμητό, πρέπει να είναι ο πιο δυσοίωνος τρόμος του ιδανικού καταναλωτή (και, φυσικά, του εμπόρου καταναλωτικών αγαθών).

Για να αυξηθεί η ικανότητά τους για κατανάλωση, οι καταναλωτές δεν πρέπει ποτέ να αφήνονται σε ηρεμία. Είναι αναγκαίο να εκτίθενται διαρκώς σε νέους πειρασμούς για να τους κρατούν στην κατάσταση της αδιάκοπης υποψίας και της σταθερής δυσαρέσκειας. Το δόλωμα που τους υπαγορεύει να μετατοπίσουν την προσοχή τους χρειάζεται να επιβεβαιώνει την υποψία τους καθώς προσφέρει μια διέξοδο από τη δυσαρέσκεια: «Νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα; Δεν έχεις δει ακόμη τίποτα!» Λέγεται συχνά ότι η καταναλωτική κοινωνία αποπλανεί τους πελάτες της. Όμως για να το κάνει αυτό, χρειάζεται πελάτες που θέλουν να αποπλανηθούν (όπως για να διατάζει τους εργάτες του, το αφεντικό του εργοστασίου χρειαζόταν ένα συνεργείο με σταθερά παγιωμένη εξάρτηση στην πειθαρχία και την υποταγή στις εντολές). Σε μια καταναλωτική κοινωνία που λειτουργεί σωστά, οι καταναλωτές αναζητούν δραστήρια να αποπλανηθούν. Ζουν από θέλγητρο σε θέλγητρο, από πειρασμό σε πειρασμό – κάθε θέλγητρο και κάθε πειρασμός είναι κάπως διαφορετικός και ίσως δυνατότερος από τον προκάτοχό του. Κατά πολλούς τρόπους είναι ακριβώς όπως οι πατέρες τους, οι παραγωγοί, που ζούσαν από τη μια στροφή της ταινίας μεταφοράς σε μια επόμενη πανομοιότυπη.

Αυτός ο κύκλος της επιθυμίας είναι ένας καταναγκασμός, μια υποχρέωση, για τον πλήρως αναπτυγμένο, ώριμο καταναλωτή· ωστόσο αυτή η υποχρέωση, αυτή η εξωτερικευμένη πίεση, αυτή η απιθανότητα να ζεις τη ζωή σου με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, θεωρείται η ελεύθερη άσκηση της βούλησής σου. Η αγορά ίσως να τους έχει ήδη επιλέξει ως καταναλωτές και έτσι τους στέρησε την ελευθερία να αδιαφορούν για τις κολακείες της, αλλά με κάθε διαδοχική επίσκεψη στην αγορά, οι καταναλωτές έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ότι είναι αυτοί οι ίδιοι που διατηρούν τον έλεγχο. Είναι οι δικαστές, οι κριτές, και οι επιλογείς. Μπορούν, άλλωστε, να αρνηθούν την αφοσίωσή τους σε οποιαδήποτε από τις απεριόριστες επιλογές που προσφέρονται – εκτός από την επιλογή να επιλέγουν ανάμεσα τους.

Είναι ο συνδυασμός του καταναλωτή, διαρκώς άπληστου για νέα θέλγητρα και γρήγορα βαριεστημένου με θέλγητρα που ήδη είχε, και του κόσμου σε όλες του τις διαστάσεις – οικονομική, πολιτική, προσωπική – μεταμορφωμένη σύμφωνα με το πρότυπο της καταναλωτικής αγοράς και, όμοια με αυτή την αγορά, έτοιμου να εξυπηρετήσει και να αλλάξει τα θέλγητρά του με ολοένα και μεγαλύτερη επιτάχυνση, που εξαλείφει όλους τους σταθερούς οδοδείκτες από έναν ατομικό χάρτη του κόσμου ή από τα σχέδια για ένα δρομολόγιο της ζωής. Στην πραγματικότητα, το να ταξιδεύεις με ελπίδα είναι σε αυτή την περίπτωση πολύ καλύτερο από το να φθάνεις. Η άφιξη έχει αυτή τη μουχλιασμένη μυρωδιά στο τέλος του δρόμου, αυτή την πικρή γεύση της μονοτονίας και της στασιμότητας που σηματοδοτεί το τέλος για οτιδήποτε για το οποίο ο ιδανικός καταναλωτής ζει και θεωρεί νόημα της ζωής. Για να απολαύσεις το καλύτερο που έχει να προσφέρει αυτός ο κόσμος, ίσως κάνεις όλων των ειδών τα πράγματα εκτός από ένα: να δηλώσεις, όπως ο Φάουστ του Goethe, «Ω, στιγμή, είσαι όμορφη, κράτησε για πάντα!»

Κι έτσι όλοι ταξιδεύουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν ρωτηθήκαμε εξάλλου για τα συναισθήματά μας. Ριγμένοι μέσα σε μια αχανή και ανοικτή θάλασσα χωρίς σημάδια και με ορόσημα που βυθίζονται γρήγορα, μπορούμε να αγαλλιάσουμε με την υπέροχη θέα των νέων ανακαλύψεων ή να ριγήσουμε από τον φόβο του πνιγμού. Πώς κάνει κάποιος ένα θαλάσσιο ταξίδι σε αυτές τις ταραγμένες θάλασσες – θάλασσες που σίγουρα απαιτούν γερές βάρκες και ικανούς θαλασσοπόρους; Αυτό είναι το ερώτημα. Ακόμη περισσότερο όταν κατανοεί κανείς ότι όσο πιο απέραντη η έκταση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, τόσο περισσότερο τείνει η μοίρα του ναυτικού να πολώνεται και να γίνεται βαθύτερο το χάσμα μεταξύ των πόλων.

Όμως υπάρχει μια παγίδα. Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στον τρόπο ζωής του καταναλωτή· ο καθένας μπορεί να ευχηθεί να είναι καταναλωτής και να ενδώσει στις ευκαιρίες που προσφέρει αυτός ο τρόπος ζωής. Αλλά δεν μπορεί ο καθένας να είναι καταναλωτής. Η επιθυμία δεν είναι αρκετή· για να στραγγίξει κανείς την απόλαυση μέσα από την επιθυμία, πρέπει να έχει μια λογική ελπίδα απόκτησης του επιθυμητού αντικειμένου, και ενώ αυτή η ελπίδα είναι λογική για μερικούς, είναι μάταιη για άλλους. Όλοι μας είμαστε καταδικασμένοι στη ζωή των επιλογών, αλλά δεν έχουμε όλοι μας τα μέσα να κάνουμε επιλογές.

Αλλά μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το ένα είδος κοινωνίας από το άλλο από τις διαστάσεις σύμφωνα με τις οποίες διαστρωματώνει τα μέλη της, και, όπως όλες οι άλλες κοινωνίες, η μετανεωτερική, καταναλωτική κοινωνία είναι μια διαστρωματωμένη κοινωνία. Εκείνοι «εκεί ψηλά» και εκείνοι «εκεί κάτω χαμηλά» τοποθετούνται σε μια κοινωνία καταναλωτών στο πνεύμα της κινητικότητας – την ελευθερία να επιλέγουν που θα βρίσκονται. Εκείνοι «εκεί ψηλά» ταξιδεύουν στη ζωή σύμφωνα με ό,τι ποθήσει η καρδιά τους και επιλέγουν τους προορισμούς τους από τις χαρές που αυτοί έχουν να προσφέρουν. Εκείνοι «εκεί κάτω χαμηλά» διώκονται από τον τόπο που θα προτιμούσαν να παραμείνουν, και εάν δεν μετακινηθούν, είναι ο τόπος που τραβιέται κάτω από τα πόδια τους. Όταν ταξιδεύουν, ο προορισμός τους, τις περισσότερες φορές, είναι η επιλογή κάποιου άλλου και σπάνια είναι ευχάριστος· και όταν φτάνουν, καταλαμβάνουν έναν εξαιρετικά άχρωμο τόπο που με ευχαρίστηση θα άφηναν πίσω τους αν είχαν κάπου αλλού να πάνε. Όμως δεν έχουν. Δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε· δεν υπάρχει πουθενά τόπος που είναι πιθανό να είναι ευπρόσδεκτοι.
--------------
Σημειώσεις: [1] Max Weber, The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, trans. Talcott Parsons (London: George Allen and Unwin, 1976) 181.

[2] Mark C. Taylor and Esa Saarinen, “Telerotics,” Imagologies: Media Philosophy (London: Routledge, 1994) 11.

Θυσία ή συναισθηματικό μοίρασμα

Οι άνθρωποι, οι οποίοι θυσιάζουν τις επιθυμίες τους για τις ανάγκες των άλλων, προσφέρουν αλόγιστα ελπίζοντας κατά βάθος πως μέσω της προσφοράς τους θα λυτρωθούν από το βάρος της ανάγκης να σκορπίζονται.

Επειδή δεν έχουν μια καθάρια εικόνα για τον εαυτό τους για να εκτιμήσουν την αξία τους, προσφέρονται στους άλλους ενώ αντλούν ικανοποίηση από τη θυσία τους. Μέσω της προσφοράς, το εγώ τους διογκώνεται και δεν υποκύπτει στην ανορεκτική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.

Η κάθε σχέση αποτελεί μια εναγώνια αναζήτηση της ανταπόκρισης που πάντα παρέμενε μακρινή, μια σισύφεια προσπάθεια να αποκατασταθούν τα συναισθηματικά ελλείμματα μέσα τους, όπου ο φόβος μήπως χάσουν το ήδη απολεσθέν τρέφει την απαξίωση που διατρυπά τον πυρήνα του εαυτού τους.

Εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο δεν μπορούν να απελευθερωθούν, γιατί εξαιτίας των επώδυνων συναισθημάτων η λογική τους αδρανεί. Παρόλο που έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα και την αναγνωρίζουν, την απωθούν και αναλώνονται με υπερβολή σε πράγματα μηδαμινά, σε παροδικές ικανοποιήσεις όπου διαψεύδονται και σε αυτές, γιατί κανένα υποκατάστατο δεν μπορεί να προσφέρει πληρότητα. Αυτό που επιθυμούν βρίσκεται μέσα τους, εκείνοι όμως δεν εμπιστεύονται την ύπαρξη του δώρου μέσα τους, ώστε να το εκτιμήσουν και να το αγαπήσουν, αλλά το μεταθέτουν σε άλλους, υπερεκτιμώντας τους και μειώνουν τη δική τους ουσία.

Αποκαλούν τη συναισθηματική σπατάλη αγάπη, ενώ στην πραγματικότητα είναι προσπάθεια να αναπληρωθούν όλα εκείνα που έσβησαν στον χρόνο και δεν τους παραδόθηκαν, προσδοκώντας έτσι να τα χαρούν ετεροχρονισμένα μέσα από άλλα πρόσωπα. Γυρεύουν από τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζονται ένα σφουγγάρι να σβήσουν το παρελθόν τους και να τους βοηθήσουν να γεννήσουν ένα νέο παρόν. Παραχωρούν τμήματα του εαυτού τους ελπίζοντας να τους δοθεί ο χαμένος Παράδεισος της ευτυχίας, να αποποιηθούν την κληρονομιά της Ιφιγένειας και να πάψουν να εκχωρούν τον εαυτό τους για να υπηρετούν τους άλλους.

Μόνο ένας ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει αληθινά και εκείνοι δεν έχουν κατακτήσει την ελευθερία να αγαπούν τον εαυτό τους, να τον αναγνωρίζουν και να τον εκτιμούν. Δεν αισθάνονται ανεξάρτητοι για να αγαπούν τους άλλους με αυτόνομο τρόπο, αξιολογώντας την ικανότητά τους να αγαπάνε και όχι την άμεση ανταπόκρισή τους στα παιδικά τους αιτήματα.

Αυτό που τους λυτρώνει είναι να έρθουν σε επαφή με την αλήθεια τους και να αντιμετωπίσουν όλα τα συναισθήματα που θα αναδυθούν όταν τολμήσουν στις αλλαγές τους. Επειδή όμως αυτό είναι μια διεργασία που απαιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια, διαφοροποιήσεις και τόλμη για αποχωρισμούς, προσπαθούν να ελέγξουν το κενό που νιώθουν, ελέγχοντας τον εαυτό τους και τους άλλους μέσα από την προσφορά τους. Δίνουν, προσφέρουν, αλλά δεν ανοίγονται συναισθηματικά, δεν μοιράζονται ουσιαστικά. Επειδή στο παρελθόν η διάθεση για συναισθηματική προσέγγιση τους άφησε σε μια μοναξιά, προσπαθώντας να κυριαρχήσουν στα καταιγιστικά συναισθήματα που τους διακινεί η προοπτική της σχέσης, κατασκευάζουν μια πανοπλία που οτιδήποτε συναισθηματικό προσπαθήσει να τη διαπεράσει το απομακρύνουν. Αυτή η πανοπλία ανοίγει μόνο για να δώσουν από το συναισθηματικό τους υστέρημα και να πάρουν μόνο αυτό που δεν είναι ξένο στο σχήμα στο οποίο έχουν συνηθίσει και όπου μοιάζει με τη μοναξιά που βίωσαν.

Παραμένουν σε σχέσεις που τους δίνουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας για να καθησυχάσουν το αίσθημα ανασφάλειας μέσα τους, συμβιβάζονται υπομένοντας τις εκπτώσεις που κάνουν για να μην έρθουν σε επαφή με τα βάθη του εαυτού τους και ανακαλύψουν την ουσία της ελευθερίας τους, που θα τους επιτρέψει να αισθανθούν πλήρεις με τον εαυτό τους.

Η επαφή με την αλήθεια προϋποθέτει να αντέξουμε την προσωπική μας ιστορία και να μη φοβηθούμε να ακολουθήσουμε τις μνήμες μας χωρίς να τις απαξιώσουμε. Όσο αποδεχόμαστε ολάκερο τον εαυτό μας, χωρίς να απωθούμε ό,τι δεν μας αρέσει σε αυτόν, αλλά εκτιμώντας κάθε πτυχή του εαυτού μας ως μοναδική, γεμίζουμε με σεβασμό και εκτίμηση για τον εαυτό μας. Εάν αγαπήσουμε τον εαυτό μας, θα αισθανθούμε ελεύθεροι να αναγνωρίσουμε στους άλλους τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα υποστηρίζουν την αγάπη μεταξύ μας. Αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας αυτό το ταξίδι ζωής, τα αιτήματα που θα απευθύνουμε στους ανθρώπους μας θα είναι αιτήματα επιθυμίας προκειμένου να μοιραστούμε μαζί τους και δεν θα είναι απόρροια μιας στερεμένης ανάγκης. Ελεύθεροι μοιραζόμαστε συναισθηματικά με ανθρώπους που είναι φιλόξενοι και καταδεκτικοί στην αγάπη και όπου η σχέση μας διακρίνεται από αμοιβαίο σεβασμό και εκτίμηση.

Να βιώνεις τον χωρισμό όπως σου βγαίνει

Έχουμε ακούσει και διαβάσει για χωρισμούς ουκ ολίγα. Η άλλη σου λέει «10 βήματα για να ξεπεράσεις το χωρισμό», λες και είναι μαθηματική εξίσωση, έχει συντεταγμένες, γωνίες και δε ξέρω και τι άλλο.

Επίσης, είναι «της μοδός» να μιλάμε για «τοξικές σχέσεις». Γενικά, γίναμε όλοι, λίγο πολύ, ψυχολόγοι, ψυχοθεραπευτές και σύγχρονοι Jung. Δεν βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, πολλάκις ξεπήδησε από μέσα μου ο ένας μικρός Freud και επιδόθηκα και εγώ σε συμβουλές, οι οποίες ενίοτε λειτούργησαν και εφ’ όσον ο πληγείσας ήταν έτοιμος για το συγκεκριμένο βήμα ή απόφαση. Και άλλοτε κατρακύλησαν στον Ζάλογγο ανεπιστρεπτί.

Αυτό, τελικά, ξεχνάμε. Ότι, παρ’ όλα τα πρότυπα, η μοναδικότητα του καθενός είναι ικανή να τα συντρίψει.

Σε μια κουβέντα που είχα τελευταία με φίλους, σχετικά με επώδυνους χωρισμούς και, ενθυμούμενη κάτι παρελθοντικά μου, κατάλαβα αυτό ακριβώς: ό,τι και ν’ ακούσεις, ό,τι και να πράξεις, οφείλεις στον εαυτό σου, απλά, να βιώσεις τα συναισθήματα που αναπόφευκτα θα γεννηθούν, σε μία κατάσταση, ας πούμε, μη υγιή. Θα μου πεις, τώρα, «τι θεωρείς υγιές σε μία σχέση» και δίκιο θα έχεις. Και πάλι, τα πρότυπα και ψυχολογικά μοτίβα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, ως εξαιρετικής μηχανής να αυτοκαταστρέφεται και με μαγικό τρόπο να αυτοσυντηρείται την ίδια στιγμή, μας θυμίζουν ότι το ένστικτο της επιβίωσης είναι ισχυρότερο πάντων. Μπορεί να βγεις τσακισμένος, ένα πόδι, ένα χέρι, μια καρδιά, ένα μυαλό, αλλά σιγά-σιγά θα ανακτήσεις το είναι σου και, ενδεχομένως, να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου, που ούτε καν φανταζόσουν.

Μία φίλη μου είπε για την τακτική «μαϊμού». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και μου εξήγησε παραστατικά κιόλας, το δεν μου κάνει αυτό το κλαδί, πάω σε άλλο. Και όχι απαραίτητα για να βρω μία άλλη μαϊμού. Βρε, είναι σπασμένο το κλαδί, τι θα κάνεις; Θα κάτσεις μέχρι να γκρεμοτσακιστείς; Θα σηκωθείς ξανά θα μου πεις. Το έχω πει πολλές φορές, ότι δεν πιστεύω στη θεωρία του «ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό». Και για να μη παρεξηγούμαστε δε μιλάω για καταστάσεις αιφνίδιας απώλειας αγαπημένων κτλ. Μιλάω για αυτό το κλαδί, που λυγίζει, αρχίζει να κάνει κρακ κρακ κρακ και ξέρεις ότι λίγο ακόμα και θα βρεθείς φαρδύς πλατύς, μπαμ και κάτω! Μπορεί η τακτική της μαϊμούς να δουλεύει για κάποιους. Why not? Eξαρτάται από την εμπειρία και την ψυχοσύνθεσή του. Και με το λύγισμα και το κρακ κρακ, όμως, κάτι θα πονέσει, ας αφήσουμε χρόνο σε αυτόν τον πόνο και ας γίνει και θυμός. Συναίσθημα είναι και αυτό, τι διάολο, πόσο θα το καταπιέζουμε;

Ένας άλλος φίλος μίλησε για την απομόνωση και το να βιώνεις το χωρισμό μοναχικά. Όχι πολλά μπλα μπλα, όχι πολύς κόσμος, περισσότερη ησυχία. Και, ναι, μπορεί κάποιος, να χρειάζεται «άδειασμα κραδασμών», λιγότερο θόρυβο και περισσότερη ενδοσκόπηση. Αρκεί και να μην υφίσταται καταπίεση και εγκλεισμό. Η μοναχικότητα είναι τόσο απαραίτητη στον άνθρωπο, όσο και το μοίρασμα. Νομίζω και τα δύο θέλουν το χρόνο τους και ο καθένας μας τα βιώνει σε διαφορετικό μήκος και πλάτος του. Άλλοι τα βιώνουν διαγωνίως, ας πούμε.

Μιλάω λιγότερο όσο μεγαλώνω και προσπαθώ να ακούω περισσότερο. Αυτό μου έμαθε ότι, ίσως έτσι θα μάθω και κάτι παραπάνω. Άκουσα τα παιδιά, μπήκαν όλα αυτά στον επεξεργαστή μου και αποφασίσαμε να τελειώσουμε την κουβέντα με το πόσο τελικά στη ζωή, η επιλογή είναι αυτή που καθορίζει τα πάντα. Επιλέγω αυτό που νιώθω ότι είναι καλό για μένα στην παρούσα φάση. Δεν με αναγκάζει κανείς και δεν «πρέπει» να κάνω copy paste κανένα συμπεριφοριακό μοτίβο. Ακόμα και όταν όλα μοιάζουν χαοτικά και θολωμένα, αυτή η ενστικτώδης σύσπαση κάποιων δευτερολέπτων, ίσως να είναι ικανή να μας ελευθερώσει. Για αρχή.

Η δύναμη της απλότητας

 Γιατί οι άνθρωποι τείνουν να περιπλέκουν τις ζωές τους; Είναι επειδή τους έχει πλακώσει η πλήξη; Ή μήπως επειδή δεν έχουν να ασχοληθούν με σημαντικότερα πράγματα; Ως γνωστόν ο κάθε ένας απο εμάς αποδίδει διαφορετικά νοήματα σε διάφορα γεγονότα ανάλογα με την προσωπική εκτίμησή μας.

Είναι αυτό αρκετό για να δικαιολογίσει την επιδεινούμενη τάση των ανθρώπων να μπερδεύουν πρόσωπα, καταστάσεις και δεδομένα κάνοντας έτσι δυσκολότερη την εξαγωγή συμπερασμάτων και κατ? επέκταση λύσεων στα διάφορα ζητήματα;
Φαντάζομαι πως όλοι έχουμε φτάσει σ΄ένα σημείο στο οποίο αναρωτιόμαστε γιάτι δεν κάνουμε απλά αυτό που νιώθουμε και πιστεύουμε, γιατί υποβάλουμε τον εαυτό μας να σκέφτεται περισσότερο απ΄ όσο θα έπρεπε, γιατί πάντα νομίζουμε ότι υπάρχει κάτι ακόμα...

Ακριβώς εκεί πρέπει να σταθούμε και να αναθεωρήσουμε. Το μυαλό παίζει παιχνίδια και η φαντασία οργιαζεί, μα όταν συμβαίνει αυτό αποπροσανατολιζόμαστε και ξεχνάμε ποια είναι η ερώτηση, ποιο είναι το ΄΄πρόβλημα΄΄. Όταν όμως η προσοχή και το ενδιαφέρον είναι εστιασμένα εκεί που πραγματικά θέλουμε να είναι, αυτόματα γίνεται πιο δύσκολο να παρεκτραπούμε.

Επομένως η αφετηρία όλων είναι η καθημερινότητα, τα ενδιαφέροντα, τα αγαπημένα πρόσωπα σε συνδυασμό με τον τρόπο που τα βιώνουμε και τα αντιλαμβανόμαστε. Ένας άνθρωπος ο οποίος πασχίζει να μάθει ποιός είναι, τι θέλει να γίνει - θέτοντας στόχους και κάνοντας όνειρα , είναι λογικό να αμφισβητεί, να παρατηρεί, να αναλύει και να επεξεργάζεται κάθει στοιχείο που έχει στη διάθεση του. Η σύγχυση προκύπτει από την έλλειψη μέτρου.

Είτε την ανυπαρξία είτε την υπερβολή. Είναι όντως δυσεπίτευκτη η μη υπερφόρτωση του εγκεφάλου σύμφωνα με τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής και τις ραγδαίες και ασταμάτητες εξελίξεις σε τομείς που επηρεάζουν άμμεσα την συμπεριφορά του ατόμου. Ακριβώς γι αυτούς τους λόγους όμως οφείλουμε να κάνουμε την καθημερινότητά μας πιο όμορφη, πιο διασκεδατική και ΄΄υποφερτή΄΄.

Τοξικοί άνθρωποι που επηρεάζουν την διάθεση μας και προκαλούν αρνητικά συναισθήματα δεν έχουν θέση στη ζωή μας. Μισο-τελειωμένες φιλικές ή ερωτικές σχέσεις που μας εξαντλούν, μας ταλαιπωρούν και δεν οδηγούν πουθενά ας λάβουν τέλος. Ό,τι αξίζει θα μείνει όχι επειδή θα το κρατήσουμε εμείς με το ζόρι αλλά επειδή αξίζει.

Καβγάδες, σκληρά λόγια, ανούσια πράγματα που μας τρώνε χρόνο ας αντικατασταθούν από μια υποχώρηση, μια συγγνώμη, από μια καλή κουβέντα, από δραστηριότητες που μας πληρούν. Αυτό που λες εδώ και μια εμδομάδα ότι θα κάνεις αύριο κάντο τώρα. Μην αφήνεις εκρεμμότητες που σου καταναλώνουν ενέργεια και σκέψη. Χρειάζεσαι καθαρό μυαλό κάθε μέρα που ξημερώνει για να δίνεις το εκατό τις εκατό του εαυτού σου.

Όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Μην καταριέσαι το παρελθόν σου και ό,τι πέρασες γιατί αν δεν είχε γίνει ότι έγινε δεν θα ήσουν αυτό που είσαι σήμερα, μην μετανιώνεις για τα σφάλματά σου γιατί αυτά σου έμαθαν πως να συμπεριφέρεσαι. Ακόμα και οι πιο επώδυνες καταστάσεις έχουν να σου διδάξουν κάτι αφού απελευθερωθεί η συναισθηματική φόρτιση που σου προκάλεσαν. Να είσαι ευγνώμων για κάθε φίλο\φίλη, γκόμενο\γκόμενα που πέρασε από την ζωή σου. Να μην κρατάς κακία σε κανέναν.

Το μίσος είναι για το Σατανά, όχι για τον άνθρωπο.

Όλοι γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει η ύπαρξή μας. Κανείς δεν είναι άτρωτος μήτε τέλειος μήτε άφθαρτος στο παιχνίδι της ζωής. Τα σφάλματα, οι αδυναμίες, τα ελλατώματα... Όλα για τον άνθρωπο είναι. Όπως και η μεγαλοψυχία, η καλοσύνη, η συμπόνια, η αλλελεγγύη. Γιατί λοιπόν να περιπλέκουμε την ζωή μας εμμένοντας στα άσχημα και απλά να μην την κάνουμε πιο ευχάριστη, διασκεδαστική, δημιουργική, γεμάτη με νοήμα και με ανθρώπους που μας αγαπούν και αγαπάμε;

Η σεξουαλική επαφή, μία ιδιαίτερη συνάντηση

Η σεξουαλική δραστηριότητα όλων μας ξεκίνησε με την ερωτική και αισθησιακή επαφή με το ίδιο μας το σώμα. Ο αυνανισμός δεν είναι καθόλου κακός, είναι υπέροχος, είναι μία πηγή ανεξάρτητης ηδονής με ένα μόνο πρόβλημα… δεν είναι αρκετός. Αν θέλει κανείς κάτι παραπάνω θα πρέπει να ψάξει να βρει ένα σύντροφο. Η διαδικασία αναζήτησης συντρόφου προϋποθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία ότι γνωρίζουμε ορισμένες ανάγκες και επιθυμίες μας και επιδιώκουμε να τις ικανοποιήσουμε μέσω της συνάντησης με τον/την άλλον/ην.

Η επαφή τόσο με το ίδιο φύλο όσο και με το άλλο από μόνη της δημιουργεί και προκαλεί μία εμπλοκή, εννοώντας το σωματικό, συναισθηματικό και νοητικό μπλέξιμο. Ένα μπλέξιμο που χάρη σε αυτό μπορούμε να απολαύσουμε την ηδονή. Η ηδονή είναι ένα ιδιαίτερο καύσιμο που έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου. Χάρη σε αυτό το πολύτιμο καύσιμο έχει τη δυνατότητα να αισθανθεί πλήρης, χαρά, ικανοποίηση, αυτοπεποίθηση, απόλαυση, να διευρύνει τις αισθήσεις του, να γνωρίσει περισσότερο τον εαυτό του.

Ένας ανασταλτικός παράγοντας για τη συνάντηση αυτή είναι η ενοχή και η ντροπή. Συνήθως αυτές οι δύο «κυρίες» ταξιδεύουν παρέα, πιασμένες χέρι - χέρι έτσι ώστε να νοιώθουν ασφάλεια, είναι γαντζωμένη η μία με την άλλη. Η ενοχή υποδηλώνει τη νοητική διάκριση (κριτική δηλαδή)μεταξύ του «καλού – κακού, ηθικό ανήθικο αποδεχτό μη αποδεχτό, σωστό λάθος, πρέπει δεν πρέπει» τις πολικότητες με άλλα λόγια οι οποίες είναι σε συνάρτηση με τα ήθη, τα έθιμα, την κουλτούρα και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της κοινωνίας. Όσο πιο συντηρητική είναι μία κοινωνία τόσο περισσότερες είναι και οι ενοχές. Όλα τα παραπάνω το μόνο που αποφέρουν είναι την αποστασιοποίηση από τη χαρά της ηδονής ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούν και διαιωνίζουν τα κατασκευασμένα ταμπού γύρω από την ηδονή της σεξουαλικής επαφής. Σε αυτό το φαύλο κύκλο συμβάλλει και η ντροπή η οποία υπογραμμίζει τόσο το φόβο να εκθέσει τον εαυτό του κανείς όσο και τη σχέση που έχει ο καθένας με το σώμα του. Το σώμα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μέσο το οποίο εκτελεί τις εντολές του εγκεφάλου. Για παράδειγμα αν δώσει εντολή να σηκωθεί να πάει μέχρι «απέναντι, θα πάει» αν του δώσει εντολή να συνεχίσει να κάθεται στον καναπέ θα το κάνει. Είναι υπάκουο στις εντολές του εγκεφάλου. Ακριβώς το ίδιο κάνει και σε μία σεξουαλική συνάντηση, υπακούει στην εντολή του εγκεφάλου σου.

Ο εγκέφαλος είναι ένα απαραίτητο και θαυμάσιο εργαλείο, είναι ένας σύμμαχος. Μέσα στον εγκέφαλο κατοικεί ο νους, η σκέψη δηλαδή που πολλές φορές έχει την τάση να αποπροσανατολίζει τον εγκέφαλο και να θέλει να πάρει τα ηνία. Κάνει σαν ένα μικρό παιδί που αναζητά την προσοχή. Την σκέψη χρειάζεται να την παρατηρούμε δίχως να ταυτιζόμαστε.

Η σωματικής μας διάπλασης είναι αυτή που είναι και δεν αλλάζει παρά μόνο διαμορφώνεται είτε με τη γυμναστική είτε με το φαγητό είτε με την αρμονία του συναισθηματικού και νοητικού κόσμου.

Θεωρώ ότι με κάθε ουσιαστική σεξουαλική επαφή πλησιάζουμε μία βαθύτερη ανάγκη ή επιθυμία, την επιθυμία για απελευθέρωση και απενεχοποίηση από τα κοινωνικά πρότυπα και ιδεώδη. Επιτρέπουμε με την επαφή αυτή να γνωρίσουμε τον εαυτό μας ακόμη καλύτερα και να συναντηθούμε με την ύπαρξη μέσα μας, να συνδεθούμε με αυτό που όλοι μας έχουμε ανάγκη, την αγάπη.

Μαθήματα από εξειδικευμένο Σεξοθεραπευτή (sex coach) είναι το πρώτο βήμα για την τέλεια απόλαυση!

Η αντιύλη άλλαξε τη φυσική και η ανακάλυψη της αντιμνήμης θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στην νευροεπιστήμη

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις του περασμένου αιώνα ήταν η ύπαρξη της αντιύλης, που υπάρχει ως κατοπτρικό είδωλο υποατομικών σωματίων ύλης, όπως ηλεκτρόνια, πρωτόνια και κουάρκ, αλλά με αντίθετο φορτίο. Η αντιύλη εμβαθύνει την κατανόησή μας για το σύμπαν και τους νόμους της φυσικής και τώρα η ίδια ιδέα προτείνεται για να εξηγήσει κάτι εξίσου μυστήριο: τη μνήμη.

Όταν δημιουργούνται και ανακαλούνται μνήμες, δημιουργούνται νέες και ισχυρές ηλεκτρικές συνδέσεις μεταξύ νευρώνων στον εγκέφαλο. Η μνήμη αναπαριστάνεται από αυτές τις νέες συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων. Όμως, μια νέα θεωρία που βασίζεται στην έρευνα σε ζώα και σε μαθηματικά μοντέλα, υποστηρίζει ότι την ίδια περίοδο που δημιουργείται η μνήμη, μια «αντιμνήμη» γεννιέται επίσης, που είναι η διαμόρφωση συνδέσεων μεταξύ νευρώνων που παρέχουν το ακριβώς αντίθετο πρότυπο ηλεκτρικής δραστηριότητας από αυτό που σχηματοποιεί την κανονική μνήμη. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι αυτό βοηθάει στη διατήρηση της ισορροπίας της ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο.

Η ανάπτυξη ισχυρότερων συνάψεων μεταξύ των νευρώνων είναι μέρος της κανονικής διαδικασίας της μάθησης. Η διέγερση που οδηγεί σε αυτή την ισχυροποίηση όταν είναι υπερβολικά μεγάλη μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Τα επίπεδα της ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο είναι λεπτεπίλεπτα και με ακρίβεια ισορροπημένα. Οποιαδήποτε υπερβολική διέγερση στον εγκέφαλο καταστρέφει αυτή την ισορροπία. Στην πραγματικότητα η ηλεκτρική ανισορροπία θεωρείται ότι βρίσκεται πίσω από ορισμένα γνωστικά προβλήματα που συνδέονται με ψυχιατρικές και ψυχολογικές καταστάσεις, όπως ο αυτισμός και η σχιζοφρένεια.

Προσπαθώντας να κατανοήσουν τις επιδράσεις της ανισορροπίας, οι επιστήμονες έφθασαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχει μια δεύτερη διαδικασία μάθησης, που δρα για να εξισορροπήσει τη διέγερση που προκλήθηκε από τη νέα μνήμη για να κρατήσει το όλο σύστημα υπό έλεγχο. Η υπόθεση είναι ότι, όπως έχουμε ύλη και αντιύλη, έτσι θα πρέπει να υπάρχει μια αντιμνήμη για κάθε μνήμη. Αυτή το ακριβές κατοπτρικό είδωλο της διέγερσης της νέας μνήμης με την ανασταλτική της αντιμνήμη, εμποδίζει μια ανεξέλεγκτη θύελλα εγκεφαλικής δραστηριότητας, διασφαλίζοντας ότι το σύστημα παραμένει σε ισορροπία. Ενώ η μνήμη είναι ακόμη παρούσα, η δραστηριότητα που προκαλείται είναι υποτονική. Με αυτό τον τρόπο, οι αντιμνήμες λειτουργούν για να σιγάζουν την κανονική μνήμη χωρίς να τη σβήνουν.

Τα στοιχεία για τις αντιμνήμες, μέχρι τώρα, προέρχονται μόνο από πειραματικές εργασίες σε τρωκτικά και στοιχεία από μαθηματικά μοντέλα. Τα πειράματα αυτά απαιτούν την απευθείας καταγραφή από το εσωτερικό του εγκεφάλου, με τη χρήση ηλεκτροδίων και επειδή, όπως είναι εύκολο να εννοηθεί, για να γίνει κάτι τέτοιο στον άνθρωπο είναι παρακινδυνευμένο, οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σε θέση απευθείας να υποστηρίξουν την παρουσία των αντιμνημών στον άνθρωπο. Σε μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Neuron, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το UCL (University College London) έχουν επινοήσει μια έξυπνη μέθοδο να προσδιορίσουν αν η μνήμη του ανθρώπου λειτουργεί στις ίδιες γραμμές με αυτές των ζωικών εξαδέλφων του.

Όπως η μαθηματική θεωρία της αντιύλης και η μετέπειτα ανακάλυψή της στη φύση, καθώς και η δημιουργία της στο εργαστήριο ήταν τεράστιας σημασίας για τη φυσική του 20ου αιώνα, φαίνεται ότι η διερεύνηση αυτής της αινιγματικής υπόθεσης της αντιμνήμης θα είναι δυνητικά επαναστατική για την κατανόηση του εγκεφάλου και μια σημαντική εστίαση της ερευνητικής προσπάθειας για τον ερχόμενο αιώνα.

Δείτε πως ο ήχος κρατάει τη σταγόνα στον αέρα

Αποτέλεσμα εικόνας για water dropΘα μπορούσε άραγε ο ήχος να καταργήσει – υπό συγκεκριμένες συνθήκες – το νόμο της βαρύτητας; Και όμως, γίνεται!

 Επιστήμονες του πανεπιστημίου Κλέμσον στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν ένα υπερηχητικό κύμα και κατόρθωσαν να κρατήσουν στον αέρα μια σταγόνα υγρού. Το ακουστικό περιβάλλον ισιώνει το σφαιρικό σχήμα της σταγόνας αλλά η επιφανειακή τάση του σταγονιδίου παραμένει ανέπαφη.

Κι εδώ ξεκινούν τα ωραία: οι ερευνητές κατάλαβαν πως μπορούν να μεταβάλουν το σχήμα της σταγόνας αυξάνοντας την ισχύ του ακουστικού πεδίου. Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερη είναι η συχνότητα και το εύρος των ακουστικών κυμάτων, τόσο περισσότερο η σταγόνα γίνεται πιο «ευέξαπτη».

Ωστόσο, εάν η συχνότητα των ακουστικών κυμάτων αυξηθεί υπερβολικά, τότε η σταγόνα χάνει την επιφανειακή τάση της και στο τέλος διαλύεται.