Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (19.261-19.334)

Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο μηδέ τι θυμὸν
τῆκε πόσιν γοόωσα· νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδέν·
265καὶ γάρ τίς τ᾽ ἀλλοῖον ὀδύρεται ἄνδρ᾽ ὀλέσασα
κουρίδιον, τῷ τέκνα τέκῃ φιλότητι μιγεῖσα,
ἢ Ὀδυσῆ᾽, ὅν φασι θεοῖς ἐναλίγκιον εἶναι.
ἀλλὰ γόου μὲν παῦσαι, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
νημερτέως γάρ τοι μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω
270 ὡς ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· αὐτὰρ ἄγει κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
αἰτίζων ἀνὰ δῆμον· ἀτὰρ ἐρίηρας ἑταίρους
ὤλεσε καὶ νῆα γλαφυρὴν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
275 Θρινακίης ἄπο νήσου ἰών· ὀδύσαντο γὰρ αὐτῷ
Ζεύς τε καὶ Ἠέλιος· τοῦ γὰρ βόας ἔκταν ἑταῖροι.
οἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ τρόπιος νεὸς ἔκβαλε κῦμ᾽ ἐπὶ χέρσου,
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
280 οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
καί οἱ πολλὰ δόσαν πέμπειν τέ μιν ἤθελον αὐτοὶ
οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον. καί κεν πάλαι ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεὺς
ἤην· ἀλλ᾽ ἄρα οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ,
χρήματ᾽ ἀγυρτάζειν πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἰόντι·
285 ὣς περὶ κέρδεα πολλὰ καταθνητῶν ἀνθρώπων
οἶδ᾽ Ὀδυσεύς, οὐδ᾽ ἄν τις ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος.
ὥς μοι Θεσπρωτῶν βασιλεὺς μυθήσατο Φείδων·
ὄμνυε δὲ πρὸς ἔμ᾽ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
290 οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε· τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.
καί μοι κτήματ᾽ ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ᾽ Ὀδυσσεύς·
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι,
295 ὅσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
τὸν δ᾽ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι,
ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν.
300 ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος καὶ ἐλεύσεται ἤδη
ἄγχι μάλ᾽, οὐδ᾽ ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
δηρὸν ἀπεσσεῖται· ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
305 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
310 τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.
ἀλλά μοι ὧδ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ·
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται, οὔτε σὺ πομπῆς
τεύξῃ, ἐπεὶ οὐ τοῖοι σημάντορές εἰσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
315 οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, εἴ ποτ᾽ ἔην γε,
ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι.
ἀλλά μιν, ἀμφίπολοι, ἀπονίψατε, κάτθετε δ᾽ εὐνήν,
δέμνια καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα,
ὥς κ᾽ εὖ θαλπιόων χρυσόθρονον Ἠῶ ἵκηται.
320 ἠῶθεν δὲ μάλ᾽ ἦρι λοέσσαι τε χρῖσαί τε,
ὥς κ᾽ ἔνδον παρὰ Τηλεμάχῳ δείπνοιο μέδηται
ἥμενος ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ἄλγιον ὅς κεν ἐκείνων
τοῦτον ἀνιάζῃ θυμοφθόρος· οὐδέ τι ἔργον
ἐνθάδ᾽ ἔτι πρήξει, μάλα περ κεχολωμένος αἰνῶς.
325 πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν
ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν,
εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι
δαινύῃ; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν.
ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ,
330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε᾽ ὀπίσσω
ζωῷ, ἀτὰρ τεθνεῶτί γ᾽ ἐφεψιόωνται ἅπαντες·
ὃς δ᾽ ἂν ἀμύμων αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀμύμονα εἰδῇ,
τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον.»

***
Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πάλι, μυαλό εφευρετικό:
«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
μην το χαλάς το ωραίο σου πρόσωπο, μη λιώνεις κι άλλο την καρδιά σου
θρηνώντας για τον άντρα σου.
Δεν λέω πως το βρίσκω αταίριαστο· κάθε γυναίκα οδύρεται, αν χάσει
τον πιστό της σύντροφο, που σμίγοντας μαζί του σ᾽ έρωτα
του γέννησε παιδιά, και πόσο μάλλον αν τον Οδυσσέα έχει ταίρι της,
που η φήμη του τον φέρνει ωραίο σαν θεό.
Όμως σταμάτησε το κλάμα, πρόσεξε τώρα τι θα πω,
θα σου μιλήσω αληθινά, τίποτα δεν θα κρύψω.
270 Άκουσα με τ᾽ αφτιά μου εγώ του Οδυσσέα τον νόστο,
όχι μακριά, στων Θεσπρωτών την πλούσια χώρα. Είπαν πως ζει,
και φέρνει μάλιστα μαζί του πολλά κειμήλια πολύτιμα,
όσα γυρίζοντας τον κόσμο μάζεψε· έχασε όμως τους εταίρους
και το βαθύ καράβι του, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, μόλις που άφησε
της Θρινακίας το νησί, γιατί ο Ήλιος εξοργίστηκε κι ο Δίας μαζί του —
του Ήλιου τα γελάδια έσφαξαν οι σύντροφοί του.
Έτσι, αυτοί αφανίστηκαν και πάνε, όλους τούς έπνιξε ο πόντος πολυκύμαντος.
Μόνο εκείνον το κύμα της θαλάσσης, καβάλα στην καρίνα, τον έβγαλε
σε μιαν ακτή, στη χώρα των Φαιάκων, που η φύτρα τους από θεούς κρατεί,
280 κι αυτοί εγκάρδια τον τίμησαν, λες κι ήτανε θεός,
του πρόσφεραν δώρα πολλά κι έδωσαν λόγο πίσω να τον γυρίσουν
στην πατρίδα του, δίχως να πάθει τίποτε.
Θα είχε κιόλας φτάσει ο Οδυσσέας εδώ, αλλά φαντάστηκε
πιο κερδοφόρο να κάνει γύρα στα περίχωρα, μαζεύοντας κι άλλα αγαθά.
Γιατί απ᾽ όλους τους θνητούς της γης εκείνος ξέρει πιο καλά
πώς να κερδίζει περισσότερα — σ᾽ αυτό κανείς δεν θα μπορούσε να τον παραβγεί.
Όσα σου λέω ο Φείδων, ο βασιλιάς των Θεσπρωτών, σ᾽ εμένα τα ομολόγησε,
και πήρε όρκο, κάνοντας στο παλάτι του σπονδή, πως είχαν ρίξει πια
στο κύμα το καράβι, πως τον περίμεναν τον Οδυσσέα οι ναύτες,
290 για να τον ταξιδέψουν στην πατρίδα του.
Εμένα ωστόσο ο Φείδων μ᾽ έστειλε εδώ πρωτύτερα·
έτυχε να ᾽ρχεται θεσπρωτικό καράβι σ᾽ αυτά τα μέρη,
πήγαινε στο Δουλίχιο, που βγάζει άφθονο σιτάρι. Αλλά και τα αποκτήματα,
όσα ο Οδυσσέας μάζεψε, τα ᾽δειξε ο Φείδων και σ᾽ εμένα —
δέκα γενιές μ᾽ αυτά μπορούν να ζήσουν και να περισσέψουν,
τόσα του Οδυσσέα τα πλούτη στο βασιλικό παλάτι στέκουν.
Όσο για κείνον, είπε πως πήγε στη Δωδώνη, να μάθει
τη βουλή του Δία, όπως τη φανερώνει η δρυς με τ᾽ αψηλό της φύλλωμα·
το πώς, μετά τα τόσα χρόνια που έλειψε, θα ᾽πρεπε να νοστήσει
στην πατρίδα του, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
300 Γι᾽ αυτό σου λέω, σώος εκείνος είναι και όπου να ᾽ναι φτάνει,
βρίσκεται πια κοντά σου, δεν πρόκειται να μείνει για πολύ
μακριά από δικούς κι από πατρίδα. Όρκο θα πάρω τώρα να πειστείς:
μάρτυς μου πρώτα ο Δίας, ύπατος, παντοδύναμος θεός,
μάρτυς μου ακόμη αυτή η εστία στο σπιτικό του Οδυσσέα, που βρίσκομαι,
όλα θα γίνουν ακριβώς όπως τα είπα κι όπως τ᾽ άκουσες·
προτού να κλείσει ο χρόνος, θα φτάσει ο Οδυσσέας εδώ,
μπορεί στου φεγγαριού τη χάση ή το πολύ όταν θα πιάσει
η νέα σελήνη.»
Ανταποκρίθηκε η Πηνελόπη, φρόνιμο μυαλό:
«Μακάρι, ξένε, ο λόγος σου να βγει αληθινός.
310 Τότε θα γνώριζες καλά και τη δική μου αγάπη και τη δική σου
ανταμοιβή, δώρα πολλά — θα σε μακάριζε γι᾽ αυτά
όποιος θα τύχαινε κοντά σου να βρεθεί.
Μα η δική μου η ψυχή αλλιώς φαντάζεται το μέλλον·
δεν θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, ούτε κι εσύ
κάποιον θα βρεις να σε ξεπροβοδίσει.
Γιατί σε τούτο το παλάτι πια οικοδεσπότες τέτοιοι δεν κυκλοφορούν,
ωσάν τον Οδυσσέα, που ανάμεσά μας, αν έζησε ποτέ κι αυτός,
φιλόξενος τους τίμιους ξένους τούς δεχόταν και τους προβοδούσε.
Όμως ελάτε τώρα, παρακόρες, ώρα να πλύνετε τον ξένο και να του στήσετε
μια κλίνη, με στρώμα, με προβιές και με λευκά σεντόνια που να λάμπουν,
να μην τον βρει η Αυγή χρυσόθρονη ξεπαγιασμένο.
320 Και το πρωί, μόλις θα ξημερώσει, τον οδηγείτε στον λουτρό και τον μυρώνετε·
μετά, στο πλάι του Τηλεμάχου καθισμένος, το φαγητό του
ας γευτεί, κανονικά μες στο παλάτι. Πικρά θα μετανιώσει
όποιος κακόψυχος τολμήσει κι άλλο να τον πειράξει· δεν θα προλάβει
να συντελέσει το έργο του, όσο κι αν βράζει από θυμό.
Και πώς αλλιώς, καλέ μου ξένε, εσύ θα μάθεις πως είμαι εγώ
η ανώτερη από τις άλλες τις γυναίκες και στο μυαλό και στη σωστή μου σκέψη,
αν σ᾽ άφηνα έτσι λερωμένο και ρακένδυτο σ᾽ αυτό το σπιτικό
να τρως ό,τι αυτοί μόνο σου δίνουν.
Του ανθρώπου η ζωή, το ξέρεις, είναι λειψή και λίγη,
κι όποιος από τη φύση του άσπλαχνος, άσπλαχνα φέρεται,
330 όσο που ζει, όλοι τον καταριούνται, να πέσουν πάνω του
πόνοι και βάσανα· αλλά κι όταν πεθάνει, οι πάντες πάλι τον χλευάζουν.
Όποιος αντίθετα άψογος στη ζωή του μένει, όποιος στοχάζεται άψογα,
τη φήμη του κυκλοφορούν οι ξένοι σ᾽ όλον τον κόσμο
και το καλό του όνομα πολλοί το μελετούν.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 13. Εις την οδόν Φιλελλήνων

13.2. Σας αρέσει η Ελλάδα, μις;


Πριν από μερικά χρόνια η ελληνική κυβέρνηση παράγγειλε, μέσω ξένων εταιρειών, μια σειρά από δημοσκοπήσεις με σκοπό να διαπιστωθεί ποια είναι η «εικόνα» που προβάλλει η σύγχρονη Ελλάδα στον υπόλοιπο κόσμο. Η «εικόνα» (που την ακούμε και ως «ίματζ») και η μέριμνα για την «επικοινωνιακότητα» (πόσο καλοί είμαστε στο να «περνάμε» τις απόψεις μας, πόσο πειστικός, ελκυστικός και αποδεκτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκούμε τις διαπροσωπικές και συλλογικές σχέσεις μας στην κοινωνία) είναι σχετικά σύγχρονες έννοιες, αλλά η περιέργεια για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι είναι τόσο παλιά όσο και οι πρώτες στοιχειωδώς οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες. Ο πρώτος λαός που έκρινε τους Έλληνες συστηματικά ήταν οι Ρωμαίοι - ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, οι Ρωμαίοι ήταν η πρώτη οργανωμένη κοινωνία που μας άφησε πλούσιες και λεπτομερείς μαρτυρίες για το είδος της «εικόνας» που είχε διαμορφώσει για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ξέρουμε μάλλον λίγα για το πώς έβλεπε τους Έλληνες ο Ξέρξης και οι Πέρσες, και ακόμη λιγότερα για τη σχετική γνώμη των Αιγυπτίων· μπορούμε, όμως, να ξέρουμε θαυμάσια τι έλεγαν οι ρωμαίοι ιστορικοί, ποιητές, δραματουργοί, φιλόσοφοι, στρατηγοί, ακόμη και ο απλός κόσμος. Και, βέβαια, έχουμε τη δυνατότητα να διαβάζουμε και τα προσωπικά «κουτσομπολιά» των Ρωμαίων που, σαν τον Κικέρωνα, φρόντισαν να μας αφήσουν την προσωπική τους αλληλογραφία. Να δούμε τα ευρήματα της πρώτης αυτής «δημοσκόπησης».

Το σταθερό ερώτημα της δημοσκόπησης ήταν:

«Ποια είναι η άποψή σας για την Ελλάδα και τους Έλληνες;» Η έρευνα έγινε στην ευρύτερη περιοχή της Ρώμης κατά το τελευταίο έτος της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού, και εδώ παρατίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα απαντήσεων.

Μάρκος Τρεβάτιος, νομομαθής: 

Θα σας απαντήσω πολύ γενικά. Θεωρώ πολύ σημαντική τη συμβολή των Ελλήνων στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής πνευματικής και πολιτειακής ζωής. Δεν ήμουν ποτέ λάτρης της ποίησης, και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό για να σας απαντήσω σχετικά με ζητήματα λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Φυσικά τα ελληνικά επιτεύγματα σ᾽ αυτούς τους τομείς είναι αναμφισβήτητα και, ως γνωστόν, τα μεγαλύτερα ονόματα της λατινικής λογοτεχνίας, όπως ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο Οβίδιος, αναζήτησαν τα πρότυπά τους στο πάνθεο των ελλήνων κλασικών. Τα θυμόμαστε όλοι αυτά από τα χρόνια των σπουδών μας, και ας ταλαιπωρηθήκαμε όλοι λίγο πολύ από την επιμονή των δασκάλων μας να αποστηθίζουμε ελληνικά κείμενα και να μάθουμε την ελληνική γλώσσα. Προφανώς σας λέω κοινοτυπίες, ε; [Γέλια.] Λοιπόν, να σας απαντήσω καλύτερα ως νομικός. Νομίζω ότι στο πεδίο αυτό, και παρ᾽ όλα τα ελληνικά προηγούμενα, οι Ρωμαίοι υπερέχουν σαφώς - όχι τόσο ως προς τη θεωρία όσο ως προς την κωδικοποίηση της νομικής σκέψης και τη νομική πράξη. Σκέφτομαι πάντα ότι οι Έλληνες προτιμούν την εναλλακτική ποικιλία εκεί που οι Ρωμαίοι επιμένουν στην πειθαρχημένη συναίνεση. Θυμάμαι έναν από τους μεγάλους μας δασκάλους να μας προτρέπει να μάθουμε να αναπτύσσουμε τη σκέψη μας σαν Έλληνες αλλά να την εφαρμόζουμε σαν Ρωμαίοι. Και κάτι άλλο, αφού με ρωτάτε… Έχετε ποτέ διαβάσει τα έργα του Κικέρωνα; Είναι αποκαλυπτικός για τα ελληνικά δικαστήρια της εποχής του, που τα ήξερε από πρώτο χέρι. Δεν είναι, λέει, εύκολο να βρεις στην Ελλάδα μάρτυρα που δεν είναι ψευδομάρτυρας και δεν έχει δωροδοκηθεί. Εντυπωσιακό, δεν συμφωνείτε;

Παύλος Βιτέλιος, θεατρικός επιχειρηματίας: 

Από καθαρά επιχειρηματική-θεατρική άποψη, θα έλεγα ότι στην εποχή μας οι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς δεν είναι τόσο δημοφιλείς όσο ήταν παλιότερα. Ακούω ορισμένους να λένε ότι ο Μένανδρος είναι αξεπέραστος. Μπορεί, δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι ότι οι θίασοι που δοκίμασαν να ανεβάσουν ελληνική κωμωδία στο πρόσφατο παρελθόν «μπήκαν μέσα» κατά το κοινώς λεγόμενο. Εδώ ακόμη και ο δικός μας ο Τερέντιος δεν πουλάει σήμερα. Ακούω πάλι άλλους να λένε ότι φταίει το σημερινό μορφωτικό επίπεδο του κόσμου που το κλασικό ελληνικό ρεπερτόριο δεν έχει πέραση. Ωραία, απαντώ εγώ, οι μορφωμένοι και η ελίτ ας διαβάζουν στην προσωπική τους βιβλιοθήκη τους έλληνες κλασικούς και ας αφήσουν τον κοσμάκη να διασκεδάζει κι εμάς να βγάζουμε το μεροκάματό μας με λατινικούς μίμους και παντομίμους. Τώρα, γενικά, τι πιστεύω για τους Έλληνες… Τι να σας πω… κρίνοντας από αυτούς που ξέρω εδώ στη Ρώμη (και ξέρω αρκετούς) θα έλεγα γενικά ότι είναι έξυπνη ράτσα - καλοί, πολύ καλοί στο λέγειν, αλλά λίγο απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους. Νομίζω ότι, με όλα τα στραβά του, ο Ρωμαίος έχει διδαχτεί να κρατάει τον λόγο του και να πειθαρχεί στις αρχές. Ο μέσος Έλληνας έχει μάλλον διαφορετική άποψη γι᾽ αυτά τα θέματα. Πάντως στην Ελλάδα θα ήθελα κάποτε να πάω - ίσως στη Δήλο, όπου έχω έναν εξάδελφο τραπεζίτη εγκατεστημένο μόνιμα εκεί. Μου λέει ότι είναι πολύ ωραία…

Πόπλιος Ραβίριος, φιλόσοφος, συγγραφέας: 

Να το πω εξαρχής: θαυμάζω απεριόριστα τον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό. Εξάλλου έκανα προχωρημένες φιλοσοφικές σπουδές σε Αθήνα και Ρόδο. Η φιλοσοφία είναι καθαρά ελληνική υπόθεση. Εννοώ ότι η Ρώμη δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει γνήσια παράδοση φιλοσοφικής σκέψης, και όποιος διατείνεται ότι υπάρχει γηγενής ρωμαϊκή φιλοσοφία είναι υπερβολικά αισιόδοξος ή υπερβολικά πατριώτης. Ποιοι είναι δηλαδή οι γνησίως ρωμαίοι φιλόσοφοι; Ο Κικέρων και ο Σενέκας μήπως; Μα νομίζω ότι ούτε οι ίδιοι διεκδίκησαν ποτέ πρωτοτυπία για τη γνωσιοθεωρία τους ή την ηθική τους και εξάλλου ομολογούσαν με παρρησία την απόλυτη εξάρτησή τους από τους έλληνες δασκάλους τους. Οι Ρωμαίοι είναι πολύ γειωμένοι για να αποτολμήσουν πρωτότυπες φιλοσοφικές πτήσεις. Από την άλλη μεριά, κανείς έχει συχνά την εντύπωση ότι οι Έλληνες χτίζουν μεγαλοπρεπή φιλοσοφικά μέλαθρα και ανάκτορα αλλά προτιμούν να ζουν στο διπλανό καλύβι. Οι Ρωμαίοι, αντίθετα, δεν πρωτοτυπούν, είναι όμως αρκετά ιδιοφυείς για να μετατρέψουν σε βιοτική και πολιτική πράξη ό,τι χρήσιμο και λυσιτελές προσλαμβάνουν από την ελληνική φιλοσοφία. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Η φιλοσοφία της Στοάς είναι αμιγώς κατασκευασθείσα εν Ελλάδι - θυμηθείτε τον Ζήνωνα, τον Κλεάνθη, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο κ.ά. Τι πληροφορίες έχουμε για επίδραση της στωικής διδασκαλίας έξω από τον στενό κύκλο των στοχαστών; Ουσιαστικά καμία. Ξέρουμε, ας πούμε, ότι ο Παναίτιος επιχείρησε να προσαρμόσει τη φιλοσοφία του στις πρακτικές ανάγκες του στρατιώτη και του πολιτικού εν ενεργεία - το ξέρουμε απλώς, αλλά δεν ακούμε τίποτε για την έκβαση του εγχειρήματος. Κοιτάξτε τώρα τη ρωμαϊκή πλευρά. Η στωική διδασκαλία για έναν θεϊκό νου, ένα είδος λογικής και λόγου που διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν, που φωλιάζει και στο ανθρώπινο πνεύμα και κάνει τον σοφό άνθρωπο ευτυχή, ελεύθερο και τελείως ανεξάρτητο από τις συγκυρίες και τα καπρίτσια της τύχης - αυτή η διδασκαλία έθρεψε μεγάλους ρωμαίους πολιτικούς και στρατηγούς, σαν τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και τον Βρούτο, τον τυραννοκτόνο. Αυτή η φιλοσοφία έθρεφε και στήριξε τις ευγενέστερες δημοκρατικές ευαισθησίες και καθοδήγησε την ηθική τους αντίσταση κατά της τυραννίας του Νέρωνα, για παράδειγμα. Μόνο οι Ρωμαίοι έχουν το ταλέντο να μετουσιώνουν τον φιλοσοφικό στοχασμό σε πολιτική πράξη. Αλλά για να επανέλθω στην ερώτησή σας: ως φιλόσοφος δεν «βλέπω» απλώς την Ελλάδα και τους Έλληνες - αισθάνομαι Έλληνας.

Βαλέριος Σεκούνδος, γιατρός: 

Λόγω σπουδών και ειδικότητας επισκέφθηκα πριν από κάμποσα χρόνια την Κω - ας πούμε ότι έδωσα εκεί τον ιπποκρατικό μου όρκο. Σέβομαι την ελληνική επιστήμη και ειδικά την ιατρική, αλλά έχω σοβαρές επιφυλάξεις για την πρακτική πολλών ελλήνων συναδέλφων που το παίζουν «γιατροί χωρίς σύνορα», ειδικά αυτών που εργάζονται στη Ρώμη. Γενικώς δεν «μας» καταλαβαίνω. Από τη μια μεριά κατηγορούμε τους Έλληνες ότι είναι φλύαροι, αναξιόπιστοι και κάνουν ότι τα ξέρουν όλα, από την άλλη δεν υπάρχει ευκατάστατος Ρωμαίος που να μην έχει Έλληνα για προσωπικό γιατρό, ο οποίος ουκ ολίγες φορές αποδεικνύεται κομπογιαννίτης. Αν ήταν απλώς μόδα, θα είχε περάσει μέχρι τώρα. Ασφαλώς είναι κάτι βαθύτερο. Ο μέσος Ρωμαίος είναι έτοιμος να σου διηγηθεί ένα σωρό ανέκδοτα για την πονηριά, τη φιλοχρηματία και την αναποτελεσματικότητα των Ελλήνων, αλλά την κρίσιμη στιγμή προτιμά τον έλληνα καθηγητή, δάσκαλο και φιλόσοφο από τους ντόπιους συναδέλφους του. Εν πάση περιπτώσει, εγώ προσωπικά υφίσταμαι οικονομική ζημία από αυτή την εθνική σχιζοφρένεια. Δεν ξέρω ειλικρινά τι να σας πω… Ίσως τελικά να πάσχω κι εγώ από το ίδιο σύνδρομο. Βλέπετε, στον τοίχο του ιατρείου μου έχω κρεμάσει δίπλα δίπλα δυο παπύρους: ο ένας αναγράφει τον ιπποκρατικό όρκο, ο άλλος την ιστορία του Κάτωνα του Τιμητή που δεν έπαυε να λέει στον γιο του ότι οι έλληνες γιατροί έχουν ορκιστεί να ξεκάνουν τους Ρωμαίους. Τα συμπεράσματα δικά σας…

Κορίννα, εταίρα: 

Συγνώμη, δεν λένε ότι η Ρώμη είναι ελληνική πόλη; Υπάρχει κάτι ωραίο στη Ρώμη που να μην είναι ελληνικό; Όλος ο καλός κόσμος που ξέρω γουστάρει τα ωραία ελληνικά πράματα - σου μιλάω δηλαδή για πάρτι, νυχτερινή ζωή και τέτοια. Οι Έλληνες, αγόρι μου, ήξεραν από ανέκαθεν να διασκεδάζουν τη ζωή τους και να περνούν καλά. Κοίτα λίγο γύρω σου… Βλέπεις άνθρωπο με τα μούτρα κατεβασμένα, κατσούφη και ντυμένο σαν τσομπάνη; Παλιός, πώς το λένε, παραδοσιακός Ρωμαίος με τα όλα του. Βλέπεις τον άλλον περιποιημένο, αρωματισμένο, με το κομψό πεδιλάκι του κλπ.; Ελληνικό «λάιφ στάιλ» σου λένε και φτύνουν στον κόρφο τους. Γιατί, παρακαλώ; Γιατί όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Ξέρεις πώς το λέγαν το διασκεδάζω παλιά; Το λέγαν «ελληνοφέρνω». Εγώ, που λες, θα ελληνοφέρνω μέχρι να πεθάνω… ναι, μα την Ίσιδα, μέχρι να πεθάνω. Και τρέχει και ελληνικό αίμα στις φλέβες μας. Αυτό γράψ᾽ το: η προπρογιαγιά μου είχε καταγωγή από την Άνδρο.

Αύλος Ματέρνος, ιστορικός, αυτοκρατορικός σύμβουλος, συγκλητικός: 

Καταλαβαίνετε, υποθέτω, ότι μου κάνετε μια πολύ γενική ερώτηση που δεν επιδέχεται συνοπτική απάντηση. Πρώτα πρώτα η σημερινή Ελλάδα, ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους, ελάχιστη σχέση έχει με την Ελλάδα του απώτερου ιστορικού παρελθόντος. Θα έλεγα το ίδιο και για τον χαρακτήρα των σημερινών Ελλήνων. Δεν είναι στις προθέσεις μου να δυσφημίσω μια κοινωνία και έναν λαό στον οποίο ως Ρωμαίοι πολλά οφείλουμε, αλλά η πολιτική μου πείρα από το σύγχρονο ελληνικό τοπίο δυστυχώς δεν μου επιτρέπει να είμαι κολακευτικός. Παραβρέθηκα πριν από πολλά χρόνια σε κάποια πολιτική συγκέντρωση στην Αχαΐα. Απογοήτευση… Ξέρετε τι λέει κάπου ο Κικέρων για τις πολιτικές συνεδριάσεις των Ελλήνων της Μ. Ασίας; Λέει ότι το χάος, η ασυδοσία, η διαδικαστική αταξία και η απεραντολογία -που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη- είναι αυτά που κατέστρεφαν όχι μόνο τη σύγχρονη αλλά και την παλιά μεγάλη Ελλάδα. Και ο Κικέρων είναι κάθε άλλο παρά εχθρός της Ελλάδας, όπως γνωρίζετε. Το πρόβλημα είναι ότι οι ίδιοι οι σημερινοί Έλληνες πιστεύουν, ή θέλουν να πιστεύουν, ότι το μεγάλο παρελθόν αποτελεί ικανό αντίβαρο στο ελλειμματικό παρόν - και εφησυχάζουν. Απαιτούν, μάλιστα, αυτό τον ιστορικό σεβασμό και θεωρούν αγνώμονα ή επιλήσμονα και ανθέλληνα οιονδήποτε δεν θελήσει να κολακέψει τον εθνικό τους εγωισμό. Και ξέρετε ποιο είναι το ενδιαφέρον της υπόθεσης; Αυτά δεν τα λέμε μόνο εμείς, τα λέει και ο συμπατριώτης τους, ο ιστορικός Πολύβιος, άνθρωπος με μεγάλη πολιτική πείρα και ιστορική γνώση, ο οποίος εντόπισε με οξυδέρκεια τους λόγους για τους οποίους η Ρώμη ήταν προορισμένη να εξελιχθεί σε υπερδύναμη. Να πω και κάτι άλλο. Είναι γνωστό ότι η Ρώμη, από σεβασμό, αν θέλετε, για τον ιστορικό και πολιτισμικό ρόλο της Ελλάδας, παραχώρησε σε πολλές περιπτώσεις στους Έλληνες καθεστώς ειδικής μεταχείρισης, φθάνοντας συχνά στο σημείο να παραβλέπει βαριές παρασπονδίες και προδοσίες μόνο και μόνο λόγω «ενδόξου παρελθόντος». Φοβούμαι ότι οι Έλληνες ελάχιστη εκτίμηση έδειξαν γι᾽ αυτό. Θα σας κάνει εντύπωση αν, μετά από όλα αυτά, σας πω ότι προσωπικά αισθάνομαι φίλος της Ελλάδας; Το τελευταίο μπορώ να σας το πω και στα ελληνικά…

Τίτος Τρώγος, στρατηγός σε αποστρατεία: 

Εάν ομιλούμε διά την παλαιά Ελλάδα του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών, των Σπαρτιατών του Λεωνίδου και του Μακεδόνος Αλεξάνδρου, θα σας έλεγον ότι αυτή η Ελλάς υπήρξε πάντοτε διά τους Ρωμαίους πρότυπον. Όσα ηκολούθησαν εις τον στρατιωτικόν τομέα αποδεικνύουν αναμφιβόλως μίαν παρακμήν. Διότι πού είναι εκείνο το ηρωικόν φρόνημα το οποίον εδημιούργησε αυτήν την θαυμαστήν στρατιωτικήν ιστορίαν; Δεν συμμερίζομαι τας εκτιμήσεις εκείνων που λέγουν ότι οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν μεγάλοι μαχηταί και ότι η φήμη των στρατιωτικών κατορθωμάτων τους οφείλεται εις τους μεγάλους ποιητάς που τα εξύμνησαν. Πιστεύω, όμως, ότι οι Ρωμαίοι είμεθα ανώτεροι εις αυτόν τον τομέα. Θα σας είπω μίαν λεπτομέρειαν εκ της οποίας ημπορείτε να συμπεράνετε ορισμένα πράγματα. Οι Ρωμαίοι, όταν πρόκειται να εγκαταστήσουν στρατόπεδον, επιλέγουν μεν πλεονεκτικήν και φυσικώς οχυράν θέσιν, αλλά ταυτοχρόνως επιμελούνται λεπτομερώς την διαρρύθμισιν του χώρου και συμπληρώνουν με τεχνικά έργα την οχύρωσιν· οι Έλληνες αρκούνται συνήθως εις την φυσικήν οχύρωσιν της θέσεως - παράδειγμα προς αποφυγήν εις τα στρατιωτικά εγχειρίδια. Ίσως τα πράγματα να ήσαν σήμερα διαφορετικά διά τους Έλληνας αν είχον επικρατήσει αι σπαρτιατικαί παραδόσεις.

Αν το δείγμα των ερωτηθέντων είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό, μπορούμε να κωδικοποιήσουμε ορισμένα συμπεράσματα:

Οι Έλληνες, σε σύγκριση με το μάλλον προβληματικό παρόν τους,

―έχουν ένα λαμπρό παρελθόν στο οποίο οι Ρωμαίοι γενικά αναγνωρίζουν τις οφειλές τους·

―έχουν ανεπτυγμένη θεωρητική σκέψη και «λέγειν», αλλά υστερούν στην πράξη και την πρακτική εφαρμογή·

―είναι εύστροφοι, έχουν αίσθηση της κομψότητας και ξέρουν «να ζουν τη ζωή τους», αλλά έχουν ευμετάβλητο χαρακτήρα, είναι «καταφερτζήδες» και κάνουν πως τα ξέρουν όλα· δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, τους λείπει η αυτογνωσία, η πειθαρχία και η συστηματικότητα, και είναι προγονόπληκτοι.

Καθαρή Επίγνωση

Καθαρή Επίγνωση / Η Εσωτερική Θεώρηση

Η Συνείδηση, όταν είναι στην Φυσική της Κατάσταση έχει Πλήρη Συνειδητότητα (και δεν λειτουργεί απλά σε κάποιο πεδίο συνειδητότητας), έχει Καθαρή Επίγνωση (και δεν λειτουργεί απλά σε κάποιο επίπεδο επίγνωσης). Αυτό σημαίνει ότι η Συνείδηση (σαν Συνειδητότητα και σαν Επίγνωση) είναι Τελείως Ελεύθερη και Ανεξάρτητη από το περιεχόμενό της. Μπορεί να μην υπάρχει περιεχόμενο ή να υπάρχει περιεχόμενο. Όταν υπάρχει περιεχόμενο αυτό δεν επηρεάζει την Πραγματική Κατάσταση της Συνείδησης, το Πεδίο Συνειδητότητας, το Επίπεδο της Επίγνωσης. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια Αίσθηση Ολοκλήρωσης, Πλήρης Αντίληψη και Ανεμπόδιστη Επίγνωση που Αγκαλιάζει τα Πάντα (όσα υπάρχουν, όσα εκδηλώνονται, όσα φαίνονται στο πεδίο της). Υπάρχει Ύπαρξη Ελευθερία, Αδιατάρακτη Μακαριότητα, Ειρήνη και Ήσυχη Ροή της Ζωής.

Αυτή η Κατάσταση, η Αίσθηση Ολοκλήρωσης, της Ύπαρξης και της Ζωής, δεν επηρεάζεται ακόμη και όταν η Συνείδηση (με Πλήρη Συνειδητότητα) περιορίζεται σε Υποκειμενικότητα και σε ατομικότητα και σε μορφή (σε κάποιο από τους κατώτερους κόσμους, νοητικό, δυναμικό υλικό). Η Συνείδηση παραμένει Ως Έχει ακόμη και όταν ενσωματώνεται στους κόσμους της μορφής.

Αυτή η Φυσική Κατάσταση Ποτέ δεν χάνεται και Παραμένει Πάντα σαν Υπόβαθρο οποιασδήποτε αλλοιωμένης κατάστασης της Συνείδησης. Η απορρόφηση στην Υποκειμενικότητα, στην ατομικότητα ή στον κατώτερο φορέα στους κόσμους της μορφής και στη δραστηριότητα μέσω του φορέα στους εξωτερικούς κόσμους δεν είναι οντολογική, αλλά μόνο γνωσιολογική. Μονάχα η Προσοχή εστιάζει στην επιφανειακή τρέχουσα δραστηριότητα (και νιώθει) και συμπεριφέρεται σαν αυτά να είναι η μοναδική (πραγματική) πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα η Συνείδηση παραμένει πάντα σαν Βάση Ύπαρξης, η Συνειδητότητα παραμένει σαν Υπόβαθρο κάθε κατάστασης (αντικειμενικής και υποκειμενικής) και η Επίγνωση, σαν Δυνατότητα, σαν Καθαρή Επίγνωση, αποτελεί πάντα το Βάθρο κάθε περιορισμένης επίγνωσης. Είναι μέσα στην Καθαρή Επίγνωση που σχηματίζονται όλες οι επιμέρους περιορισμένες επιγνώσεις. Στην πραγματικότητα είναι μια εντελώς φυσική κατάσταση και λειτουργία. Έχουμε από τη Φύση μας την δυνατότητα (να αντιλαμβανόμαστε), να βλέπουμε, αλλά και να εστιάζουμε την προσοχή μας σε επιμέρους δραστηριότητες.

Η Πραγματική Φυσική Κατάσταση είναι η Συνείδηση, στην Πλήρη Συνειδητότητά της, στην Καθαρή Επίγνωσή της, όπου είναι Ελεύθερη, Ανεξάρτητη και Ανεπηρέαστη από το περιεχόμενο της. Δηλαδή η Άδεια Επίγνωση που μπορεί να δεχθεί και να στηρίξει οποιεσδήποτε επιμέρους επιγνώσεις (χωρίς να αλλοιώνεται ή να απορροφιέται γνωσιολογικά. και -πάντα- προσωρινά στις ιδιαίτερες επιγνώσεις). Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα να γίνει αντιληπτό ή να περιγραφεί. Η Αδειοσύνη είναι η πραγματικότητα της «δημιουργίας». Και όλα όσα εμφανίζονται είναι προσωρινά φαινόμενα (σαν τα σύννεφα στον Απέραντο Καθάριο Ουρανό). Δεν υπάρχει εδώ κάτι να περιγράψουμε.

Εξ άλλου, εφόσον η Καθαρή Επίγνωση αποτελεί το Σταθερό Βάθρο κάθε δραστηριότητας της Επίγνωσης (κάθε ιδιαίτερης επίγνωσης) και είναι εξ αρχής και πάντα εδώ, ανεξάρτητα από το τι εμφανίζεται σαν περιεχόμενο στην επίγνωση, δεν υπάρχει τίποτα να πραγματοποιηθεί, τίποτα να εξελιχθεί. Δεν μπορείς να γίνεις ο Εαυτός σου. Είσαι. Απλά είσαι.

Η «αντίληψη» ότι είμαστε κάτι (πέρα από Καθαρή Επίγνωση) και ότι μέσω της δραστηριότητας μπορούμε να γίνουμε κάτι, να φτάσουμε κάπου, να πραγματοποιήσουμε οτιδήποτε, είναι απλά στον χώρο της φαντασίας. Δεν υπάρχει δραστηριότητα, δεν υπάρχει δρόμος, δεν υπάρχει πρακτική ή μέθοδος να φτάσουμε στην Φυσική Κατάσταση, στην Καθαρή Επίγνωση. Όλες οι δραστηριότητες μας κρατούν στον χώρο της φαντασίας.

Η Μόνη Ορθή Δράση (πραγματική, λογική και αντικειμενική) είναι η παραίτηση από την φαντασία. Να σταματήσουμε να το κάνουμε. Όλο το μυστικό (που δεν είναι μυστικό, αλλά φυσική λειτουργία) είναι στην Ακινησία, στην Ηρεμία, στην Ησυχία, στην Σιωπή, στην Διάλυση της ατομικότητας, στο Σβήσιμο της Υποκειμενικότητας, στην Επάνοδο στην Αρχική Κατάσταση.

Όταν κάποιος Επανέρχεται στην Κατάσταση της Σιγής, στην Φυσική Κατάσταση της Καθαρής Επίγνωσης, απελευθερώνεται, φωτίζεται, κατανοεί ότι απλά είναι, απλά αντιλαμβάνεται και απλά δρα ή δεν δρα. Είναι η Κατάσταση της Πλήρους Ύπαρξης, της Πλήρους Ελεύθερης Συνειδητότητας, της Καθαρής, Ανεμπόδιστης Επίγνωσης που αγκαλιάζει τα πάντα. Όταν κάποιος επανέρχεται στους κόσμους της μορφής δεν χάνεται αυτή η Σταθερή Κατάσταση, η Αίσθηση της Απόλυτης Ολοκλήρωσης, της Ελευθερίας, της Σιωπής, της Αδιατάρακτης Μακαριότητας, της Ησυχίας αλλά είναι πλήρως λειτουργικός στο επίπεδο της σκέψης και της υλικής ζωής. Είναι το φως που έρχεται στον κόσμο.

Όταν κάποιος είναι απορροφημένος στον χώρο της φαντασίας, εστιασμένος στην ατομικότητα ή στην εξωτερική δραστηριότητα, ενώ λειτουργεί πάντα στο Φυσικό Βάθρο της Καθαρής Επίγνωσης, συγκεντρώνεται στις ιδιαίτερες λειτουργίες και νομίζει ότι αυτή είναι η πραγματικότητα (αυτή που αντιλαμβάνεται μέσω των ιδιαίτερων λειτουργιών). Η «πληροφόρηση» για την Πραγματική Κατάσταση ακόμη και η κατανόηση ότι μόνο η Φυσική Κατάσταση είναι αληθινή και όλα αυτά που ζει δεν είναι παρά κάτι εξαρτημένο και προσωρινό, δεν οδηγεί στην απελευθέρωση. Οποιαδήποτε προσπάθεια είναι αδιέξοδη, οδηγεί πάλι στον χώρο της φαντασίας. Τι πρέπει να κάνει κάποιος; Απλά να παραιτηθεί από την δραστηριότητα. Όσο τροφοδοτεί την δραστηριότητα θα συνεχίζεται η φαντασία. Η παραίτηση οδηγεί στην έξοδο. Μετά την Επάνοδο στον Εαυτό, στην Φυσική Πραγματικότητα, μπορεί να επανέλθει στους εξωτερικούς κόσμους χωρίς να επηρεάζεται. Όλοι οι δρόμοι, όλες οι διδασκαλίες, όλες οι θρησκείες, όλες οι θρησκευτικές δραστηριότητες, ανήκουν στο χώρο της φαντασίας. Η Μόνη Αληθινή Θρησκεία είναι η κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η αντικειμενική δράση, η θρησκεία του βιώματος. Όλα τα άλλα είναι απλά διανοητικά σκουπίδια.

Ερμηνεία της Εικόνας

Στην Φυσική Κατάσταση η Συνείδηση είναι Παρούσα, η Συνειδητότητα είναι Ανοιχτή, η Επίγνωση είναι Ανεμπόδιστη και ανεξάρτητη από το περιεχόμενό της. Αυτά τα Τρία στην Φυσική Κατάσταση είναι ένα, ταυτίζονται.

Διαφέρουν όμως στην Λειτουργία τους, όταν η Συνείδηση Εισέρχεται στο περιεχόμενό της, στην δημιουργία (σαν Υποκειμενικότητα και σαν ατομικότητα). Τότε υπάρχουν Πεδία Συνειδητότητας και σε κάθε Πεδίο Συνειδητότητας υπάρχουν Επίπεδα Επίγνωσης.

Αντικειμενικές καταστάσεις και υποκειμενικές εμπειρίες είναι μόνο φαινόμενα, δραστηριότητες της Συνείδησης. Ο κόσμος της δημιουργίας, σαν περιεχόμενο της Συνείδησης, δεν έχει πραγματικό οντολογικό χαρακτήρα, αλλά μόνο γνωσιολογική προσωρινή λειτουργία. Όλη η Εμπειρία της Δημιουργίας είναι νοητικής υφής. Η διαφώτιση, η κατανόηση για αυτό που συμβαίνει, οδηγεί στην παραίτηση από το Φαινόμενο, τους κόσμους, την εξωτερική ζωή. Οδηγεί στην Επάνοδο στην Φυσική Κατάσταση, όπου η Συνείδηση είναι Παρούσα, η Συνειδητότητα Ανοιχτή και η Επίγνωση Ανεμπόδιστη και ανεξάρτητη από το περιεχόμενό της (ή το μη-περιεχόμενό της).

Στην Εικόνα, το Λευκό αντιπροσωπεύει την Παρούσα Συνείδηση, την Ανοιχτή Συνειδητότητα, την Ανεμπόδιστη Επίγνωση, σε ένα. Ο κύκλος είναι το «περιεχόμενο», η δημιουργία, που υπάρχει περιοδικά (την ημέρα της δημιουργίας) και σβήνει τη νύχτα της δημιουργίας, σύμφωνα με τον νόμο της αιώνιας επαναστροφής.

Η κουκίδα στο κέντρο αντιπροσωπεύει την εμπειρία της ατομικότητας, το αντιληπτικό κέντρο που εσφαλμένα γίνεται το κέντρο του κόσμου, το εγώ του ανθρώπου.

Καθαρή Επίγνωση / Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Η τυπική εκπαίδευση, σε ολόκληρο τον πλανήτη, ασχολείται με εξωτερικές γνώσεις και δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς, με την αντίληψη, κλπ.

Η «επιστήμη της ψυχολογίας», από την άλλη, είναι τελείως αναχρονιστική (και κατά την γνώμη μας δεν δικαιολογείται να ονομάζεται επιστήμη...): Βασίζεται όχι στα αληθινά γεγονότα αλλά σε προλήψεις και φαινόμενα...

Ακόμα κι ο Γιούγκ – που μελέτησε με πάθος την ανατολική σοφία – κάνει ένα χονδροειδές σφάλμα, μαζί με όλους τους άλλους:

Όλοι, μα όλοι, ταυτίζουν την «επίγνωση» με το «εγώ» (και συμπεραίνουν με την τυπική λογική τους, ότι αν σταματήσει να υπάρχει εγώ, δεν υπάρχει επίγνωση, ανθρώπινη επίγνωση...)...

Λάθος! Τελείως λάθος!

Η επίγνωση είναι «άμεση λειτουργία θέασης». Το εγώ όμως είναι «σύνθετη διαδικασία» κατά την οποία όλες οι πληροφορίες αναφέρονται σε ένα κέντρο, που πηγάζει από την αντίληψη της ύπαρξης, του οργανισμού, και το οποίο αντιπαρατίθεται στον εξωτερικό κόσμο.

Ο συνηθισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να διακρίνει την επίγνωση από το εγώ, να ελέγξει δηλαδή την διαδικασία εγώ, και ενδεχομένως να την παρακάμψει: τελικά ταυτίζοντάς τα αυτά τα δύο, ασυναίσθητα, έχει επίγνωση του εγώ, γίνεται μόνο εγώ...

Αν όμως το εγώ είναι διαδικασία, που κάποιοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται, ελέγχουν και παρακάμπτουν, τότε αυτοί οι «τρελοί» φτάνουν σε μία καθαρή επίγνωση, σε μία άμεση αντίληψη, χωρίς την διαδικασία εγώ, χωρίς διανοητική επεξεργασία και χωρίς επεμβάσεις στην εξωτερική αντίληψη:

Σε αυτή την κατάσταση δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην επίγνωση και τον κόσμο, συμμετέχουμε στον κόσμο, δεν τον «βλέπουμε» απέναντι....

Το ότι είναι έτσι, ότι το εγώ είναι διαδικασία, μπορεί να υποδειχθεί.

Το ότι, η ανώτερη επίγνωση χωρίς εγώ, υφίσταται, μπορεί να επαληθευθεί...

Άλλωστε η δήθεν επιστημονική θεώρηση του κόσμου έχει αναθεωρήσει πολλές φορές τις απόψεις της: ψάχνει στα τυφλά... Ο κόσμος του Νεύτωνα ήταν απλά μία διανοητική κατασκευή. Ακόμα κι ο κόσμος του Αϊνστάιν είναι μία ιδιοφυής σύλληψη ενός υποκειμένου... Αλλά υπάρχουν ακόμα πιο ιδιοφυείς συλλήψεις του κόσμου, συλλήψεις χωρίς εγώ...

Σε αυτή την κατάσταση επίγνωσης, δεν καταργείται η ανθρώπινη ατομικότητα, η αληθινή οντότητα (Κακώς την ταυτίζετε με το εγώ, την προσωπικότητα...)... Υπάρχει συμμετοχή στο όλο, όχι σύγχυση με το όλο. Βρίσκουμε τον αληθινό εαυτό μας μέσα στο όλο. Αυτό που καταργείται είναι η ψεύτικη προσωπικότητα. Κι αυτή πρέπει να καταργηθεί, αν θέλουμε να είμαστε ένα με την πραγματικότητα... κι όχι απλά να την βάζουμε απέναντί μας, κάτω από το μικροσκόπιο...

Αυτή νέα συνείδηση, η συμμετοχή στο Παγκόσμιο, Αντικειμενικό, είναι η αρχή της επαφής μας με το Παν... Κι υπάρχουν στάδια σε αυτό...

(Για κάποιον, που το «εγώ» έχει «πεθάνει», δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχουν απώλειες, δεν υπάρχουν κέρδη και ζημίες... Εμείς προσωπικά, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, τίποτα να κερδίσουμε, κι από την ζωή γενικότερα, κι από την συζήτηση εδώ... Δεν προσπαθούμε να πείσουμε κανέναν για τίποτα, η μεγαλομανία του «σωτήρα» ανήκει στο «εγώ»... Κι εμείς απλά μαρτυρούμε γι’ αυτό που κατανοούμε... επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε... τίποτα περισσότερο)...

Ο ήχος της πολύτιμης σιωπής

Η σιωπή είναι τόσο πολύτιμη!

Η ζωή έγινε ένα καθημερινό κυνήγι μιας άπιαστης ευτυχίας.
Περικυκλωμένοι είμαστε οι άνθρωποι από συνεχή ερεθίσματα και θόρυβο, πολύ θόρυβο που μπερδεύει τον νου. Κι ο νους όλο θέλει χρήματα, επιτυχία, δόξα και το κυνήγι δεν τελειώνει ποτέ, γιατί η επιθυμία δεν τελειώνει ποτέ.
Όμως, η σιωπή μπορεί να μας βγάλει απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο, καθώς μας βοηθά να καλλιεργήσουμε την εσωτερική μας όραση. Αυτήν την αλάνθαστη όραση που αντικρίζει μόνο το απαραίτητο, μόνο αυτό που χρειάζεται πραγματικά η ψυχή μας.
Η σιωπή καταργεί τον θόρυβο τον εξωτερικό, αλλά κυρίως τον εσωτερικό, αυτόν που κάνουν οι αδηφάγες σκέψεις και οι ακόρεστες επιθυμίες μας.
Σιωπή είναι η επιστροφή στο ουσιώδες.
Είναι η κατάργηση του φόβου.
Το λουλούδι που ανθίζει στο γόνιμο έδαφός της, είναι η εσωτερική γαλήνη.
Κάθε στιγμή που θα αφιερώσουμε για να παρατηρήσουμε τις σκέψεις, τις εικόνες και τα συναισθήματα που ξεπηδούν απ’ τον νου μας, χωρίς να “φλυαρούμε”, χωρίς να αναλύουμε, και χωρίς να κρίνουμε, εισερχόμαστε σ’ έναν μαγικό τόπο θεραπείας.
Διευρύνεται η αντίληψη κι ανοίγονται πύλες κατανόησης που πάντα ήταν εκεί, δίπλα μας, περιμένοντας να τις διαβούμε, αλλά εμείς δεν τις βλέπαμε, γιατί ήταν πολύς ο θόρυβος.
Η, χωρίς κριτική, σιωπή είναι δρόμος αυτοπραγμάτωσης, μα και γέφυρα αληθινής επαφής, καθώς μέσα της υπάρχει αποδοχή κι αγκαλιά για τον άλλο άνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός, ό,τι κι αν πρεσβεύει.

Χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις και δεσμευτικά προγράμματα μπορούμε να ξεκινήσουμε την εξάσκησή μας στη σιωπή, κάθε στιγμή της ημέρας και σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα.
Το πρωί πριν σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι, στο αυτοκίνητο, στην εργασία μας, στο φαγητό, στον περίπατο, στην άσκηση, το βράδυ πριν κοιμηθούμε, αφιερώνουμε λίγα λεπτά για να επικεντρωθούμε στην αναπνοή μας, αφήνοντας τις σκέψεις στην άκρη.
Οι σκέψεις βέβαια, είναι επίμονες, έρχονται και ξανάρχονται κι εμείς το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να τις αναγνωρίσουμε και να τις αφήσουμε να περάσουν από μπροστά μας, σαν ένα κύμα ή σαν ένα περαστικό συννεφάκι. Κι έπειτα να ξαναεστιάσουμε στην αναπνοή μας.
Αυτές οι μικρές παύσεις μέσα στην μέρα, μας βοηθούν να είμαστε συνειδητά παρούσες και παρόντες στη στιγμή, με όλες τις αισθήσεις μας.
Είναι μια ευεργετική άσκηση, καθώς αυξάνει την παραγωγή εγκεφαλικών κυττάρων στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου, αποτελώντας την καλύτερη πρόληψη κατά της άνοιας, απαλλάσσει το σώμα από το χρόνιο στρες και άγχος, ρυθμίζει τους χτύπους της καρδιάς, περιορίζει τη συχνότητα των παλμών, δραστηριοποιεί τον μεταβολισμό και το αμυντικό σύστημα του οργανισμού και καταπολεμά αποτελεσματικά την αϋπνία.

Έτσι απλά, με λίγα λεπτά της ημέρας εξάσκηση, όλες κι όλοι μπορούμε να μάθουμε τον θεραπευτικό δρόμο της σιωπής. Και σιγά σιγά μπορούμε να της αφιερώνουμε όλο και περισσότερο χρόνο, χωρίς πρέπει και καταναγκασμό, χωρίς συγκεκριμένες τεχνικές.

Η δική μου πρόσφατη πολυήμερη εμπειρία ξεπήδησε φυσικά κι αβίαστα, ως αποτέλεσμα μια βαθιάς ανάγκης. Έμεινα μακριά από κινητά, social και κάθε είδους οθόνες.
Το τοπίο συνέβαλε τα μέγιστα! Καθημερινή πολύωρη επαφή με την θάλασσα, φαγητό, δυο αγαπημένα βιβλία, τζιτζίκια, ήλιος, απόλυτο αφούγκρασμα των αναγκών μου και σιωπή.
Σιωπή, όχι πάντα επιτυχής, καθώς αυτές οι ώρες είναι οι πιο πρόσφορες για να αναδυθούν θέματα που σε απασχολούν και να εμφανιστούν μπροστά σου άνθρωποι με τους οποίους έχεις εκκρεμότητες να επιλύσεις.
Δυο φορές βγήκα απ’ τη σιωπή μου και τις δυο για να οριοθετηθώ, απέναντι σε δυο πολύ αγαπημένους ανθρώπους.
Στην πρώτη περίπτωση ήταν όλα εύκολα, γιατί δεν υπήρχαν ενοχές, αλλά ξεκάθαρη αίσθηση του δίκιου μου, που υπερασπίστηκα αποφασιστικά. Κι έτσι ξαναμπήκα στη σιωπή μου πιο δυνατή και πιο σίγουρος.
Για μέρες κατέγραφα με ευγνωμοσύνη, όλες τις ευλογημένες στιγμές, εμπειρίες κι ανθρώπους που με θετικό ή (φαινομενικά) αρνητικό τρόπο, συνέβαλαν στο να φτάσω εδώ που είμαι σήμερα!
Όμως η δεύτερη έξοδός μου απ’ τη σιωπή δεν ήταν εύκολη, γιατί το συναίσθημα του ανθρώπου που είχα απέναντί μου με φόβιζε και μου δημιουργούσε ενοχές. Διχάστηκα ανάμεσα στην επιθυμία να μην τον απογοητεύσω, λέγοντάς του τι συναισθήματα μου προκαλούν κάποιες επιλογές του και στην δική μου ανάγκη να είμαι ατόφια και να νιώθω όπως θέλω.
Ήταν επίπονο να νιώθω πως δεν μπορούσα να είμαι γι’ αυτόν η στοργική αγκαλιά που μέχρι τώρα ήξερε. Όμως η εργασία της σιωπής με βοήθησε να δω ξεκάθαρα πως δεν είμαι υπεύθυνος για το συναίσθημα του άλλου, όσο αγαπημένος κι αν είναι, αλλά μόνο για το δικό μου συναίσθημα.
Και τελικά η πιο στοργική αγκαλιά είναι αυτή που δίνεις στον άλλο, όταν είσαι αληθινός κι όταν του δείχνεις τον δρόμο για να αποστασιοποιηθεί κι αυτός συναισθηματικά από σένα και να πατήσει στα πόδια του.
Είμαι ευγνώμων γι’ αυτές τις σιωπηλές, αλλά γεμάτες νόημα μέρες. Ήρθα πιο κοντά στον εαυτό μου και τις πραγματικές ανάγκες μου κι “άκουσα” απαντήσεις, που το μυαλό μου δεν μπορούσε να προσεγγίσει.

Η καθεμιά κι ο καθένας μας έχει μέσα του έναν ιερό βωμό της Εστίας. Το μόνο που χρειάζεται είναι να στραφούμε με ησυχία, γαλήνη και σιωπή προς την ιερή φλόγα που σιγοκαίει μέσα μας και να της δώσουμε την ευκαιρία να γίνει πυρκαγιά που θα πυρπολήσει κάθε ψευδαίσθηση και πόνο.

Προς τους Υβριστάς της Ελλάδος

Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται

Η Ελληνική μύησις κατά την έκφρασιν και το κάλλος υπερέβη πάσαν άλλην μύησιν.

Εάν ανεγεννάτο η Ελληνική μύησις θα εφώτιζε ως πνευματικός Ήλιος και το πνεύμα της ανθρωπότητος θα είχε παύσει να αναπαύεται εις το σκότος.

Εάν αναγεννάτο η Ελληνική μύησις, η ομίχλη, η οποία κρατεί επί των διανοιών των ιθυνόντων τους σημερινούς κόσμους θα είχε διαλυθεί και πανταχού θα επεκράτει πνεύμα ειρήνης.

Η Ελληνική μύησις, η οποία ανέπτυξε τόσους σοφούς, αυτή η οποία ενέπνευσε την ανέγερσιν του Ναού της Ουρανίας Παρθένου Αθηνάς θα είχε, εάν επιζούσε, ανεγείρει άπειρα παρόμοια μνημεία κάλλους και δόξης και σύμπασα η ανθρωπίνη ψυχή θα προσήρχετο σεμνή να προσφέρει την λατρείαν της.

Τα πάθη της Δύσεως θα προσέκρουαν προ των βελών του Ουρανίου Απόλλωνος και όλον εκείνον το αίσχος του Χριστιανισμού, το οποίον εξηπλώθη επί του κόσμου και τον διέφθειρε θα διελύετο και δεν θα μετεφέρετο και εδώ εις την Ελλάδα και πανταχού η μύησις του εγκλήματος.

Τα αίσχη της νεωτέρας Ρώμης, η οποία περικλείει εις θρησκευτικά της μουσεία ιερά αγάλματα των Θεών θα εξέλιπαν και θα ίσταντο αυτά εις τας θέσεις των επιβάλλοντα σεβασμόν προς πάσαν ψυχήν και αγάπην προς την Φύσιν και το πνεύμα της.

Αίσχος υβρισταί του κάλλους και της λατρείας της Φύσεως.

Αι ιεραί προμετωπίδες του Παρθενώνος θα ήτο το προσκύνημα πάσης ψυχής και το έμβλημα πάσης σωματικής δόξης.

Λησταί και βέβηλοι Ελγίνοι δεν θα υπήρχον.

Αίσχος εις σέ Αλβιών (Αγγλία), διότι έχεις τοιαύτη ιστορία! Ίσως αυτή θα είναι η μέλλουσα καταδίκη σου!

Και θα είναι, διότι η Ελληνική μύησις θα ανατείλει!

Δεν γνωρίζω πότε αλλά θα ανατείλει και τότε η Ελλάς θα καταστεί το προσκύνημα πάσης Ψυχής!

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ

Τό πνεῦ­μα τοῦ Βρετ­τα­νι­κοῦ λα­οῦ ὑ­πῆρ­χε στήν οὐ­σί­α του πο­λύ πρίν ἀ­πό τίς πι­ό με­γά­λες του ἐ­πι­τεύ­ξεις. Οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού μᾶς ἔ­κα­μαν μι­ά δύ­να­μη πού κυ­βερ­νᾶ, ἐμ­πο­ρι­κή, ἀ­ποι­κιστι­κή, ἦ­ταν φα­νε­ρές πρίν ἀ­πο­κτή­σω­με στό­λο ἤ αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ἕ­νας σύγ­χρο­νος τοῦ Σαίξ­πηρ θά μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λύ­ση καί νά ἐ­πι­δεί­ξη τό χαρακτήρα τῆς φυ­λῆς μας σέ και­ρούς πού τή βι­ο­μη­χα­νι­κή ἐπανάσταση οὔ­τε τήν εἶχαν ὀ­νει­ρευ­τῆ, καί τίς ἀ­ποι­κι­α­κές μας κτή­σεις τίς ἀν­τι­προ­σώ­πευ­εν ἡ Βιρ­τζί­νι­α: ἀ­κόμη καί στίς ἡ­μέ­ρες μας ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας θά μπο­ροῦ­σε νά γρά­ψη βι­βλί­ο γιά τό Βρετ­τα­νι­κό πνεῦ­μα, χω­ρίς κα­μι­ά μνεί­α τῶν με­γά­λων ἐκείνων ἐ­πι­τευγ­μά­των, καί ὅμως ἴσως νά μήν πα­ρά­λει­πε τί­πο­τα πού νά ἦ­ταν ζω­τι­κό γιά τό σκο­πό του. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο ἀ­λη­θεύ­ει καί γιά τούς Ἕλ­λη­νες. Τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα ὑπῆρχε πρίν ἀ­πό τά με­γά­λα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πρίν ἀρ­χί­ση ὁ πέμ­πτος αἰώνας, πρίν γεν­νη­θῆ ὁ Πε­ρι­κλῆς ἤ ὁ Πλά­των. Ζοῦ­σε, ὅταν σύν­τα­ξαν τά Ὁ­μη­ρι­κά ποι­ή­μα­τα. Οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι Ἕλληνες δέν πρό­σθε­σαν τί­πο­τα σ’ αὐτό. Τό μό­νο πού ἔ­κα­μαν ἦ­ταν νά τό ἀ­πο­τυ­πώ­σουν μέ πλου­σι­ό­τε­ρους συν­δυ­α­σμούς καί τε­λει­ό­τε­ρες ἀ­να­πτύ­ξεις. Ἄν τό κα­τα­λά­βω­με αὐτό, θά κα­τα­λά­βω­με τούς Ἕλ­λη­νες. Ἄν κα­τα­λά­βω­με τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο, θά κα­τα­λά­βω­με τόν Εὐ­ρι­πί­δη καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη­—­θα κα­τα­λά­βω­με του­λά­χι­στο τί πι­ό ἔ­ξο­χο καί αἰ­ώ­νι­ο ἔ­χουν: ἀκρι­βῶς ὅπως, ἄν κα­τα­λά­βω­με τόν Ντραί­ϊκ καί τόν Κρόμ­βελλ, θά κα­τα­λά­βω­με τό Βρε­ταν­νι­κό κα­τόρ­θω­μα τοῦ τε­λευ­ταί­ου αἰώνα.

Αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α ἀ­κο­λου­θή­σα­με ὡς τώ­ρα.. γυ­ρεύ­ον­τας τό γε­νι­κό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα, ἕ­να πνεῦ­μα ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πό χρό­νο καί τό­πο, ἕ­να κοι­νό κτῆ­μα σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τά πρό­σω­πα πού εἶναι γνή­σι­α Ἑλ­λη­νι­κά· γυ­ρεύ­ον­τας γνω­ρί­σματα ἤ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πού βρί­σκον­ται μα­ζί στόν Ὅμηρο καί τό Λου­κι­α­νό, στόν Ἡ­ρό­δο­το καί τούς ὕ­στε­ρους ποι­η­τές ἐ­πι­γραμ­μά­των τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου. Τώ­ρα πρέ­πει νά προ­χω­ρή­σω­με πε­ρισ­σό­τε­ρο: πρέ­πει νά ρί­ξω­με τό βλέμ­μα μας πέ­ρα ἀ­πό τίς οὐ­σι­α­στι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Πρέ­πει νά προ­ση­λώ­σου­με τή μα­τιά μας πά­νω σέ μί­αν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξή του, πού εἶ­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κή, ὥ­στε γιά τό πο­λύ κοι­νό σχε­δόν πα­ρα­μέ­ρι­σε ὅ,τι ἔ­γι­νε πρίν καί ὕ­στε­ρα καί δι­εκ­δί­κη­σε γιά τόν ἑαυτό του ἀ­γέ­ρω­χα τό δι­καί­ω­μα νά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­η τήν Ἑλ­λά­δα. Κα­μι­ά ἱ­στο­ρί­α, ἀ­λή­θει­α, τοῦ Ἀγ­γλι­κοῦ πνεύ­μα­τος δέ θά ἦ­ταν τέ­λει­α, ἄν ἀ­γνο­ο­ῦ­σε τό δέ­κα­το ἔ­να­το αἰώνα: κα­μι­ά ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος δέν εἶ­ναι πλή­ρης, ἄν ξε­χά­ση τή μορ­φή πού πῆ­ρε κά­που γύ­ρω στά 500 π.Χ.

Στή νό­τι­α πα­ρα­λί­α τοῦ κόλ­που τοῦ Λά­τμου κοι­τά­ζον­τας στό ση­μεῖ­ο ὅπου ὁ Μαί­αν­δρος ἑ­νώ­νε­ται μέ τή θά­λασ­σα βρί­σκε­ται ἡ πό­λη Μί­λη­τος. Ἐ­δῶ, γύ­ρω στίς ἀρ­χές τοῦ ἕ­βδο­μου αἰώνα, ἕ­νας Ἕλ­λη­νας πού τόν ἔ­λε­γαν Θαλῆ εἶδε σάν αἴ­νιγ­μα τό γύ­ρω του κό­σμο καί ἀ­πο­ροῦ­σε τί πραγ­μα­τι­κά ἦ­ταν. Τί βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­πό τόν κόλ­πο καί τά βου­νά, τίς ἐ­λιές καί τά ἀμ­πέ­λια καί τίς ἄ­σπρες οἰ­κο­δο­μές τῆς πα­τρί­δας του; Σκέφ­τη­κε καί κατά­λη­ξε στήν κρί­ση ὅτι ὅλα σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση ἦ­ταν νε­ρό. Ἀ­πό τό νε­ρό γεν­νή­θη­καν ὅλα. Πα­ρά­ξε­νη ἰ­δέ­α φαί­νε­ται σέ μᾶς. Ὁ Θαλῆς ὅμως εἶ­χε ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα γι’ αὐ­τήν. Τό νε­ρό, πα­ρα­τή­ρη­σε, εἶναι παν­τοῦ καί μπαί­νει μέ­σα στό κα­θε­τί. Γα­λά­ζιο ὑ­γρό, ἔ­γλει­ψε τίς ἀ­κτές τῆς πα­τρί­δας του· ἄ­σπρο στε­ρε­ό, ἔ­πεφτε πά­νω στά βου­νά ὡς χα­λά­ζι καί χιό­νι· ἐ­φή­με­ρος ὑ­δρα­τμός, φυ­σοῦ­σε μέ­σα στά βου­νά μέ στε­φά­νι­α δι­ά­φα­νης ὁ­μί­χλης. Βρι­σκό­ταν στόν οὐ­ρα­νό, πά­νω ἀ­πό τήν κε­φα­λή του, καί τίς βρο­χε­ρές ἡ­μέ­ρες ἔ­πε­φτε καί ἔ­δι­νε τήν εὐ­φο­ρί­α στό ἔ­δα­φος τῶν ἀ­γρῶν του» Πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ξαφ­νι­κά πά­νω στό ἔ­δα­φος σά δρό­σος, ἀ­νάβλυζε ἀ­πό πη­γές, τίς ἡ­λιό­λου­στες ἡ­μέ­ρες ἀ­νέ­βαι­νε στόν οὐ­ρα­νό σέ σχῆ­μα με­γά­λων ἀ­δρα­χτιῶν. Αἷ­μα γι­νό­ταν καί ἔ­τρε­χε μέ­σα στίς ἴ­διες του τίς φλέ­βες, καί χυ­μός καί δι­ά­σχι­ζε τούς κορ­μούς τῶν ἐ­λιῶν του· μπο­ροῦ­σε νά τό ἐκ­θλί­ψη ἀ­πό τά κου­κού­τσια τους· λά­δι, ἔ­τρεφε τή φλό­γα τῆς λυ­χνί­ας του. Ἄσφαλῶς αὐ­τό τό πράγμα τό παν­τα­χοῦ πα­ρόν ἦ­ταν τό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τό ὁποῖο ἔ­γι­ναν ὅλα. Ἀ­κό­μη καί οἱ θρύ­λοι ἐ­πι­κύ­ρω­ναν τού­τη τήν πί­στη· ἡ Τη­θύς καί ὁ Ὠ­κε­α­νός δέν ὀ­νο­μά­ζον­ταν γο­νεῖς ὅ­λων τῶν πραγ­μά­των καί δέν ὁρ­κί­ζον­ταν οἱ θε­οί στά «ὕ­δα­τα τῆς Στυ­γός»; [1].

Λίγα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα ὁ συμ­πο­λί­της καί μα­θη­τής τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­να­χω­ρών­τας ἀπο τή σκέ­ψη ὅτι στόν κό­σμο ὑ­πῆρ­χαν τέσ­σε­ρα ἁ­πλά στοι­χεῖ­α, ἡ γῆ, ὁ ἀ­έ­ρας, ἡ φω­τιά, τό νε­ρό, ἔ­κρι­νε ὅτι ἦ­ταν ἄ­το­πο νά τά ἀ­νά­γη κα­νείς στό νε­ρό καί ἔ­πε­σε ἀ­πά­νω στή σκέ­ψη ὅτι ἡ πρω­ταρ­χι­κή πη­γή καί τῶν τεσ­σά­ρων ἦ­ταν κά­τι τό ἀ­κα­θό­ρι­στο (ἄ­πει­ρον), πού δέν ἦ­ταν γῆ, ούτε ἀέρας, φω­τιά, ἤ νε­ρό, ἀλ­λά πού εἶ­χε τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά γί­νε­ται ὅτι­δή­πο­τε ἀ­πό αὐ­τά· ἀπ’ αὐ­τό, σκέφ­τη­κε, σχη­μα­τί­στη­κε ὁ κό­σμος.

Ὁ ἕ­βδο­μος αἰώνας, μέ τό Θαλῆ γιά μα­μή, γέν­νη­σε ἕ­να πα­ρά­ξε­νο παι­δί. Ὡς τό­τε ἡ Συ­νή­θει­α ἦ­ταν ὁ κύ­ρι­ος του κό­σμου, χω­ρίς ἀν­τί­πα­λο. Οἱ ἄν­θρω­ποι πί­στευ­αν χω­ρίς ἀμ­φι­βο­λι­α ἤ ἐ­ρώτη­ση ὅ,τι δι­ά­τα­ζεν ἡ αὐ­θεν­τί­α. «Ὅταν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ κό­σμος, ὁ Μαρ­ντούκ, ὁ ἡ­λι­α­κός θε­ός, ἐ­νί­κη­σε τόν Τι­α­μάτ, τό Χά­ος, πού ἀ­πό τήν κοι­λιά του βγῆ­καν ὅλα τά πράγ­μα­τα, καί τόν ἔ­σκι­σε σέ δύ­ο, γιά νά κά­μη τόν οὐ­ρα­νό ἀ­πό πά­νω, τή γῆ ἀ­πό κά­τω»· αὐ­τά σκέ­φτη­καν οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Βα­βυ­λώ­νας. «Ὅταν δη­μι­ουρ­γήθη­κε ὁ κό­σμος, ὁ Σού ἀ­πό­σπα­σε τή θε­ά Νουίτ ἀ­πό τήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Κέμπ, καί τώ­ρα ἐ­κεί­νη κρέ­με­ται ἀ­πό πά­νω του καί αὐ­τός εἶναι ἡ γῆ ἀ­πο­κά­τω ἀ­πό τή Νου­ίτ»· ἔ­τσι σκέψ­τη­κε ὁ Αἰ­γύ­πτι­ος. «Τά ἱ­ε­ρά μας βι­βλί­α τό ἀ­να­γρά­φουν, οἱ ἱ­ε­ρεῖς μας τό δι­α­κη­ρύτ­τουν». Ἀλ­λά τώ­ρα ὁ Θαλῆς καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἐ­ρευνοῦν ποιά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἡ σύν­θε­ση τοῦ κό­σμου καί ἀν­τί γιά τόν Τι­α­μάτ καί τή Νου­ίτ βρί­σκουν μό­νο τό νε­ρό, ἤ κά­ποιο ἀ­κα­θοόριστο στοι­χεῖ­ο, νά ἐ­νερ­γῆ. Ἡ θε­ω­ρί­α τους, ἀ­πό­λυ­τα κοι­ταγ­μέ­νη, δέν εἶ­ναι πο­λύ κοι­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή θε­ω­ρί­α τῶν Ἀσ­συ­ρίων ἱ­ε­ραρ­χῶν. Ἀλ­λά ἡ στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τι στό ζή­τη­μα εἶ­ναι νέ­α, καί ἔ­χει μέ­σα της τά σπέρ­μα­τα ἀ­τε­λεί­ω­της με­τα­βο­λῆς, πού φτά­νουν ὡς τήν ἡ­μέ­ρα πού ὁ πνευ­μα­τι­κός τους ἀ­πό­γο­νος, ὁ Δη­μό­κρι­τος, θά ἀ­να­κα­λύ­ψη ὅτι ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ σχη­μα­τί­στη­καν ἀ­πό ἄ­το­μα μέ­σα στό κε­νό. Κι οὔ­τε θά μεί­νη ἐ­δῶ τό νέ­ο πνεῦ­μα. Μα­θαί­νον­τας τό μά­θη­μά τους σέ τοῦ­το τό σχο­λεῖ­ο, ἄλ­λοι στο­χα­στές θά στρα­φοῦν σέ πε­δί­α πι­ό σπου­δαῖ­α ἀ­πό τήν κο­σμο­λο­γί­α. Παίρ­νον­τας τίς ἁ­πλές ἀ­ρε­τές, πού ἡ γη­ραι­ή Ἑλ­λά­δα ἀ­σκοῦ­σε, χω­ρίς νά σκέ­φτε­ται τό για­τί, θά ἀ­να­λύ­σουν τή φι­λο­πα­τρί­α, τή δι­και­ο­σύ­νη, τήν ἀν­τρεί­α, τήν ἀρετή, καί πολ­λές ἄλ­λες ἀ­κό­μη, ἐ­ρευ­νών­τας τί εἶ­ναι αὐ­τές οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες καί για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ὄφει­λαν νά εἶ­ναι πα­τρι­ῶ­τες, δί­και­οι, γεν­ναῖ­οι, κα­λοί. Θά ὁ­ρίσουν στόν ἑαυτό τους ἕ­να νέ­ο κα­θῆ­κον σέ ὅλες τίς πε­ρι­ο­χές τῆς ζω­ῆς,—νά ὑ­ψω­θοῦν πά­νω ἀ­πό τό ἁ­πλό ἔν­στι­κτο καί τή συ­νή­θει­α­—­να ἀ­νοι­κο­δο­μή­σουν ὅ,τι βροῦν φρό­νι­μο καί σω­στό μέ­σα τους πά­νω στόν ἀ­σύν­τρι­φτο βρά­χο τοῦ λό­γου, γιά νά ἔ­χουν ἕ­να λό­γο καί ἕ­να ἐ­πι­χεί­ρη­μα γιά ὅ,τι κά­νουν. Ἔ­τσι οἱ ἀφε­λεῖς ἐ­κεῖ­νες θε­ω­ρί­ες τοῦ Θαλῆ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας. Κά­τι τό και­νούρ­γιο μπῆ­κε μέ­σα στόν κό­σμο, τέ­τοιο πού δέν μπο­ροῦ­με νά τό βροῦ­με στίς ἀρ­χαῖ­ες ἑ­στί­ες τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, οὔ­τε στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, οὔ­τε στή Βα­βυ­λώ­να, οὔ­τε στήν Αἴ­γυ­πτο. Ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ ἐ­θί­μου καί τῆς συ­νή­θει­ας πα­ρῆλ­θε· ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι θά βα­σί­ζουν τή ζω­ή τους στό λό­γο. Στε­κό­μα­στε δί­πλα στό λί­κνο τῆς νε­ο­γεν­νη­μένης σκέ­ψης.

Εἴ­δα­με τίς σκο­τει­νές ἀρ­χές τῆς φι­λο­σο­φί­ας· πρέ­πει τώ­ρα ν’ ἀ­φή­σω­με πί­σω μας κον­τά δυ­ό αἰ­ῶ­νες, χω­ρίς νά ξε­χνοῦ­με βέ­βαι­ος ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς μπο­ροῦ­με νά κά­νω­με πη­δή­μα­τα, ἡ φύ­ση δέν κά­νει (natura nihil facit per soltum), καί ὅτι ἡ σκέ­ψη, πού βρι­σκό­ταν σέ σπέρ­μα­τα στήν Ἑλ­λά­δα πρίν ἀ­πό τό Θαλῆ, πρίν ἀ­πό τό δεύ­τε­ρο μι­σό του πέμ­πτου αἰώνα, εἶ­ναι πιά φα­νε­ρή, ἀ­κό­μη καί στήν ποί­η­ση· ὁλο­φά­νε­ρη στόν Πίν­δα­ρο καί ὑ­ψη­λά ἀ­να­πτυγ­μέ­νη στόν Αἰ­σχύ­λο. Ὅμως τά ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό 460 π.Χ. χρό­νι­α ἀ­πο­τε­λοῦν τόν πραγ­μα­τι­κό αἰώνα τοῦ Λό­γου. Πρίν ἀ­πό τό 460 ἡ σκέ­ψη ἦ­ταν σπο­ρα­δι­κή, εὐ­και­ρι­α­κή, ἀ­βέ­βαι­η γιά τόν ἑαυτό της. Με­τά τό 460 ἔ­γι­νε κτῆ­μα τοῦ λα­ο­ῦ, κα­θο­λι­κή, συ­στη­μα­τι­κή: καί γι’ αὐ­τό, ἄν δέν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με ν’ ἀ­κο­λου­θή­σω­με τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀ­νά­πτυ­ξής της, ἀλ­λά νά δο­ῦμε τό οὐ­σι­α­στι­κό της πνεῦ­μα, θά στρα­φοῦ­με στήν ἐ­πο­χή τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, τοῦ Σω­κράτη, τοῦ Θου­κυ­δί­δη, θά ἀ­φή­σω­με τόν Ἡ­ρό­δο­το μέ τό κρά­μα του ἀ­πό σκε­πτι­κι­σμό καί εὐ­πι­στί­α, μέ τήν ἁ­γνή του ἐ­πι­θυ­μί­α νά κά­μη τήν ἱ­στο­ρί­α μί­α «ζή­τη­ση», καί τίς συ­χνές του ἀ­πο­τυχίες στήν προ­σπά­θει­ά του αὐ­τή, μέ τούς ἀ­τε­λεί­ω­τους κα­κούς οἰ­ω­νούς του, τά ὄ­νει­ρα, καί τίς θε­ϊ­κές ἐ­πεμ­βά­σεις, μέ τίς ἐμ­φανί­σεις τοῦ τοῦ Πα­νός, τῆς Ἑ­λέ­νης καί τοῦ Ἀ­στρο­βά­κου, καί ἄλ­λων, μέ τή θε­ω­ρί­α του ὅτι ἕ­να ὄνει­ρο δέν ἀ­πο­τε­λεῖ οἰ­ω­νό, δυ­ό ὅμως ὄ­νει­ρα ἀ­πο­τε­λοῦν, μέ τό ἄ­λο­γο πού γέν­νη­σε ἕ­να λα­γό, καί τό ἐ­λιό­δεν­τρο πού με­γά­λω­σε ἕ­ναν πή­χη σέ μι­ά μέ­ρα· καί θά στρα­φοῦ­με πρός τό Θου­κυ­δί­δη, πού δέ λέ­γει τί­πο­τα γιά ὄ­νει­ρα ἤ οἰ­ω­νούς, καί λί­γα πράγ­μα­τα γιά τούς θε­ούς, καί πού εἶ­ναι τό­σο ψυ­χρά ἐ­πι­στη­μο­νι­κός στήν ἀ­φή­γη­σή του γιά τό λοι­μό. Ὁ Θου­κυ­δί­δης ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος σύγ­χρο­νος τοῦ Ἡ­ρο­δό­του, δι­α­βά­ζον­τάς τον ὅμως συ­ναι­σθα­νό­μα­στε με­τα­βο­λή σά νά πέ­ρα­σαν αἰ­ῶ­νες. Τό κύ­μα τῆς σκέ­ψης πού κα­τα­βρέ­χει τόν Ἀ­θηναῖ­ο τοῦ αἰώνα τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους, ἔ­χει ὑ­γρά­νει τά πό­δια τοῦ προκα­τό­χου του· ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο. Εἶναι φα­νε­ρό, στήν Ἀ­θή­να ἔ­γι­νε ἡ πραγ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α, καί ἐ­δῶ ἔ­βγα­λαν τίς πι­ό βα­ρυ­σή­μαν­τες συ­νέ­πει­ές της. Οἱ Ἴ­ω­νες φι­λό­σο­φοι ἦ­ταν οἱ με­ταλ­λο­δί­φες· ἀλ­λά ἡ Ἀ­θή­να ἔ­φτι­α­σε τούς δρό­μους καί ἄ­νοι­ξε τό ἔ­δα­φος. Οἱ Ἴ­ωνες συ­νέ­λα­βαν τή σκέ­ψη· ἡ Ἀ­θή­να τήν ἀ­νά­πτυ­ξε. Ἡ σκέ­ψη ἄρ­χι­σε ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἀτ­τι­κή, χω­ρίς τήν Ἀτ­τι­κή ὅμως, θά ἀ­στοχο­ῦσε στό με­γα­λύ­τε­ρο ἔρ­γο της. Οἱ Ἴ­ω­νες τήν εἶ­χαν με­τα­χει ρι­στῆ στά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Εἶ­χαν δου­λέ­ψει στή φυ­σι­κή ἐ­πιστή­μη καί ἔ­κα­μαν ἀρ­χή στή με­τα­φυ­σι­κή καί τήν ἠ­θι­κή. Ἀλ­λά δέν προ­χώ­ρη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, οἱ θε­ω­ρί­ες τους ἁ­πλώ­νον­ταν μό­νο σέ μι­ά μι­κρή τά­ξη· Οἱ Ἴ­ω­νες στο­χα­στές ζοῦ­σαν στή μό­νω­ση τῆς με­λέ­της· ὁ κό­σμος περ­νοῦ­σε δί­πλα ἀ­πό τίς σπου­δές τους χω­ρίς ἐν­δι­α­φέ­ρον, χω­ρίς συγ­κί­νη­ση. Ὅταν ἡ σκέ­ψη ἦρ­θε στήν Ἀ­θή­να, ὅλα ἄλ­λα­ξαν. Ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στή­μη πῆ­γε στό βά­θος, καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον πέ­ρα­σε στά προ­βλή­μα­τα τῆς ἠ­θι­κῆς καί τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σ’ αὐ­τά ἀ­να­πτύ­χτη­κε μέ γορ­γό βῆ­μα· εἶ­χε βρῆ ἕ­να με­σά­ζον­τα μέ­σα στόν ὁ­ποῖο ἡ ζύ­μω­ση τοῦ ἔρ­γου προ­χω­ρεῖ γρή­γο­ρα. Για­τί ἡ κοι­νω­νι­κή ζω­ή καί ἡ δι­α­γω­γή τοῦ ἀτό­μου ἀ­φο­ρο­ῦν τόν κα­θέ­να, ἐνῶ ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στή­μη εἶναι πε­ρι­ο­χή τῶν λί­γων. Κά­ποια στιγ­μή ὅλη ἡ Ἀθήνα ἄ­να­ψε μέ τή νέ­α αὐ­τή καί ἐ­πα­να­στα­τι­κή καλ­λι­έρ­γει­α. Πι­ό πέ­ρα: ἀ­πό μο­νο­μα­νί­α λί­γων πού ἦ­ταν ἡ Σκέ­ψη, ἔ­γι­νε κτῆ­μα ὅ­λων, καί ἦρ­θε στή μέ­ση, αὐ­τό πού πρίν ἀ­πό τή δι­κή μας ἐ­πο­χή δέν ἔ­χει τόν ὅ­μοι­ό του στήν Ἱ­στο­ρί­α, ἕ­να Σκε­πτό­με­νο Ἔ­θνος.

Γιά νά γί­νη τού­τη ἡ πνευ­μα­τι­κή με­τα­μόρ­φω­ση, πού μέ τόν τρό­πο της δέν εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο σπου­δαί­α ἀ­πό τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση ἤ τήν ἀ­να­το­λή τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ, δυ­ό πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­α —ἡ εὐ­και­ρί­α καί οἱ ἄν­θρω­ποι. Καί τά δυ­ό αὐ­τά πα­ρου­σι­ά­στη­καν στήν Ἀθήνα τόν πέμ­πτον αἰώνα. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α. Οἱ νί­κες πρῶ­τα στούς Περ­σι­κούς πο­λέ­μους ἔ­φε­ραν μι­άν αἴ­σθη­ση ἀ­νύ­ψω­σης καί ἐ­ξά­πλω­σης στήν ἐ­θνι­κή ζω­ή. Ὅπως στήν Ἀ­να­γέν­νη­ση καί στή Γαλ­λι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, οἱ καρ­διές καί οἱ φαν­τα­σί­ες ὑ­ψώ­θη­καν πά­νω ἀ­πό τό ἐ­πί­πε­δο τῶν κοι­νῶν πραγ­μά­των. Νέ­ες φι­λο­δο­ξί­ες καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τες μπῆ­καν στή ζω­ή. Ἡ Ἀθήνα βρι­σκό­ταν σέ μι­ά ἔ­ξα­ψη, σέ εὐ­αί­σθη­τη δι­ά­θε­ση. Τόν ἴδιον και­ρό ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου ἔ­φε­ρε πλοῦ­το καί ὁ πλο­ῦτος ἔφε­ρε τή χει­ρα­φέ­τη­ση ἀ­πό τίς τα­πει­νές ἀ­νάγ­κες, καί ἡ χει­ρα­φέ­τη­ση ἔ­φε­ρε τήν ἄ­νε­ση, καί ἡ ἄ­νε­ση ἄ­φη­σε τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­λεύ­θε­ρους γιά σκέ­ψη. Μί­α δη­μο­κρα­τί­α, τέ­λος, ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α κά­θε πο­λί­της ἔ­παιρ­νε ἄ­με­σα μέ­ρος στήν κυ­βέρ­νη­ση τῆς χώ­ρας του. Ἡ πο­λι­τι­κή ἔ­γι­νε ἡ πι­ό σπου­δαί­α ὑ­πό­θε­ση τῆς ζω­ῆς. Τό τε­λευ­ταῖ­ο τοῦ­το γε­γο­νός ἦ­ταν ἡ ἄ­με­ση αἰ­τί­α γιά τόν ἐρ­χο­μό τῆς Σκέ­ψης.

Τό Ἀγ­γλι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον τρέ­χει τό­σο πο­λύ πρός τήν πρα­κτι­κή ζω­ή, πού δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά φαν­τα­στῆ κα­νείς ἕ­να ἔ­θνος πού ἀ­πό ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α ἀ­γα­ποῦ­σε τή γνώ­ση γί αὐ­τή τήν ἴ­δια, πού δέν κα­τα­φρο­νοῦ­σε τέ­τοια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὡς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κά, πού θά συ­νέρ­ρε­αν στίς δη­μό­σι­ες πλα­τεῖ­ες κά­θε μέ­ρα μό­νο καί μό­νο μέ τήν ἐλ­πί­δα νά δοῦν ἤ ν’ ἀ­κού­σουν κα­νέ­να νέ­ο πράγμα. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ὅμως μί­α τέ­τοια κα­τά­στα­ση πραγ­μά­των. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ἀ­κό­μη ὅτι αὐ­τό τό ἔ­θνος στε­ρεῖ­ται ὁ­λό­τε­λα ἀπ’ αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζο­με ἀ­νώ­τε­ρη παι­δεί­α. Ἔ­χουν με­ρι­κά στοι­χει­ώ­δη σχο­λεῖ­α, ὅπου δι­δά­σκον­ται ἀ­νά­γνω­ση, γρα­φή, ἀ­θλη­τι­κά, καί μου­σι­κή. Ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δη­μό­σι­α σχο­λεῖ­α, οὔ­τε πα­νε­πι­στή­μι­α. Με­γά­λες λαν­θά­νου­σες δι­α­νο­η­τι­κές δυ­νά­μεις: ἀλ­λά τί­πο­τα γιά νά τίς ἀ­να­πτύ­ξη ἤ νά τίς ἱ­κα­νο­ποιή­ση. Ἀ­πέ­ραν­τα καί ἀ­έ­να­α νε­ρά, μό­νο πού τό ἀν­θρώ­πι­νο ὄν δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ­νον πού θά μπο­ροῦ­σε νά τά τρυ­πή­ση νά χυ­θοῦν ἔ­ξω. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ἀ­κό­μη ὅτι γί­νε­ται μι­ά αἰφ­νί­δι­α πο­λι­τι­κή με­τα­βο­λή στό κρά­τος τους πού ἐ­ξαι­τί­ας της ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα ἡ γε­νιά καί τά πλού­τη —ἐ­κτός ἀ­πό τά τυ­χαῖ­α πλε­ο­νε­κτή­μα­τα του­ς— δέ λο­γα­ρι­ά­ζον­ταν κα­θό­λου. Ὅλοι οἱ πο­λί­τες πα­ρα­κά­θον­ται στή βου­λή· κά­θε ἀ­ξί­ω­μα ἀ­πό τόν κυ­βερ­νή­τη ὡς τόν ὑ­πάλ­λη­λο τῆς πο­λι­τι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας εἶ­ναι ἀ­νοι­χτό σέ ὅ­ποι­ον ἔ­χει τά­λαντο· ἕ­νας ἀ­ρι­στο­κρά­της, ἕ­νας παν­το­πώ­λης, ἕ­νας βι­ο­τέ­χνης τό ἴ­διο μπο­ροῦν νά γί­νουν πρῶ­τοι ἄρ­χον­τες: τό μό­νο πού ἔ­χουν νά κά­μουν εἶ­ναι νά πεί­σουν τή βου­λή νά τούς ἐ­κλέ­ξη. Σέ τέ­τοιο κρά­τος ἡ πρώ­τη ἀ­νάγ­κη εἶ­ναι τό δῶ­ρο τοῦ λό­γου: εὔ­γλωτ­τη, εὔ­λο­γη, πει­στι­κή γλώσ­σα. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἕ­νας δρό­μος γιά τήν ἐ­ξου­σί­α. Μ’ αὐ­τόν μπο­ρεῖ κα­νείς νά κα­τορ­θώ­ση ὁτι­δή­πο­τε. Ἀλ­λά ποῦ θά μά­θη τήν τέ­χνη νά μι­λᾶ, καί, ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πό τό λό­γο, τήν τέ­χνη νά ξέ­ρη τί θά πῆ; Ἄν μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βω­με μέ τό νοῦ μας ἔ­θνος σέ τού­τη τήν κα­τά­στα­ση, τό­τε θά ξέ­ρω­με πῶς ἦ­ταν ἡ Ἀθήνα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τά Μη­δι­κά. Ἡ φαν­τα­σί­α μας θά βο­η­θη­θῆ, ἄν σκεφ­τοῦ­με τό πρό­σφα­το αἴ­τη­μα γιά παι­δεί­α πού ὑ­πό­βα­λαν οἱ δι­κές μας ἐρ­γα­τι­κές τά­ξεις, τίς ὁ­ποῖες, ὅπως καί τούς Ἀ­θη­ναί­ους, ξαφ­νι­κά τούς κά­λε­σαν σ­τά πο­λι­τι­κά, καί βρῆ­καν τόν ἑ­αυ­τό τους ἀ­κα­τάρ­τι­στο γι' αὐτό τό κα­θῆ­κον. Καί ἴ­σως σέ με­ρι­κές σει­ρές φρον­τι­στη­ρι­α­κῶν μα­θη­μά­των πού τώ­ρα ὀρ­γα­νώ­νον­ται κά­τω ἀ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση τῆς Ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῶν Ἐρ­γα­τῶν, μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με, σέ ἀν­θρώ­πους ἱ­κα­νούς γιά γνώ­ση, στούς ὁ­ποί­ους ὡς τώ­ρα τήν εἶ­χαν ἀρ­νη­θῆ, κά­ποιαν εἰ­κό­να τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔρωτος φιλο­σοφίας.

Αὐτή ἦ­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α, καί αὐ­τή ἔ­φε­ρε ἄ­με­σα στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί τούς ἀν­θρώ­πους πού χρει­ά­ζον­ταν. Κά­θε σπου­δα­στής τῶν κλασ­σι­κῶν ἔ­χει σχε­τι­στῆ μέ τό ὄ­νο­μά τους· γιά τή φύ­ση τους εἶναι ἱ­κα­νός νά ἔ­χη ἀ­ό­ρι­στες ἰ­δέ­ες. Ἦ­ταν οἱ κεν­τρι­κές φυ­σι­ο­γνω­μί­ες στήν Ἑλ­λά­δα τοῦ πέμ­πτου αἰώ­να, ἐνῶ σή­με­ρα μό­λις πού ξε­χω­ρί­ζο­με τίς μορ­φές τους πά­νω στό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο του πα­νί. Τά ἔρ­γα τους χά­θη­καν, τά ὀ­νό­μα­τά τους σέ με­γά­λο βαθ­μό ξε­χά­στη­καν, καί τή γνώ­ση μας γι' αὐ­τούς τήν ἀν­τλοῦ­με προ­πάν­των ἀπό τά ἔρ­γα τοῦ ἐ­χθροῦ τους καί ἐ­πι­κρι­τῆ τους, τοῦ Πλά­τω­να. Πρό­κει­ται γιά τούς σο­φι­στές.

Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά με­τα­φρά­ση κα­νείς σέ νε­ώ­τε­ρη γλώσ­σα τή λέ­ξη σο­φι­στής. Τήν πρώ­τη στιγ­μή τό ἰ­σο­δύ­να­μο πού φαί­νε­ται πι­ό πο­λύ νά τήν πλη­σι­ά­ζη εἶ­ναι «ἐκ­παι­δευ­τι­κός ἀ­πα­τε­ώνας». Ἄν ἕ­νας ξέ­νος ἔρ­χο­ταν στό Λον­δί­νο καί ἀνάγ­γελ­νε ὅτι ἦ­ταν δά­σκα­λος τῆς ἀρετῆς καί ἔμ­πο­ρος τῶν ἀ­γα­θών τῆς ψυ­χῆς, ὅτι ἀ­σκοῦ­σε φα­νε­ρά ὅ,τι ὁ Σαίξ­πηρ, ὁ Μίλ­των καί ὁ Βύ­ρων ἀ­σκοῦ­σαν κρυ­φά, ὅτι, μέ λί­γα λό­γι­α, ἦ­ταν ἐκ­παι­δευ­τής τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, θά τόν ἀ­πό­πεμ­παν σάν ἀ­γύρ­τη καί μά­λι­στα φτω­χό ἀ­γύρ­τη. Ὅμως, σύμ­φω­να μέ τόν Πλά­τω­να, ἔ­δι­νε ἐ­παγ­γε­λί­ες ἰ­σο­δύ­να­μες μέ αὐ­τές πού εἶ­πα[2]. Καί ἄν ἀ­πό ἁ­πλή πε­ρι­έρ­γει­α πη­γαί­να­με στήν αἴ­θου­σα τῶν ὁ­μι­λι­ῶν τοῦ ξέ­νου μας καί τόν ἀ­κού­α­με νά λέ­γη: «ὅ­σο γιά τούς θε­ούς δέν μπο­ρῶ νά ξέ­ρω ὅτι ὑ­πάρ­χουν ἤ ὅτι δέν ὑ­πάρ­χουν: τό σκο­τει­νό αὐ­τῶν τῶν ζη­τη­μά­των καί ἡ βρα­χύ­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς ἐμ­πο­δί­ζουν τέ­τοια γνώ­ση·»[3] θά μπο­ρού­σα­με νά προ­χω­ρή­σω­με ἐ­μεῖς πε­ρισ­σό­τε­ρο καί νά τόν κα­τηγο­ρή­σω­με γιά κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἀ­γυρ­τεί­α.

Ὅμως, ὅταν πλη­σι­ά­σω­με πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τούς δ­οῦ­με ἀ­πό κον­τά, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά σκε­φτοῦ­με ὁ­λό­τε­λα μέ δυ­σμέ­νει­α γιά τούς σο­φι­στές. Ἀ­κά­λυ­πτη ἀ­γυρ­τεί­α μέ δυ­σκο­λί­α θά ἔ­φερ­νε στά πό­δια της τούς μορ­φω­μέ­νους Ἀ­θη­ναί­ους. Οὔ­τε εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά στη­ρι­χτοῦν οἱ κα­τη­γο­ρί­ες γιά ἀ­νη­θι­κό­τη­τα. Τί­πο­τα τό ἀ­νή­θι­κο στήν ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Πρω­τα­γό­ρα ὅτι ἕ­νας μα­θη­τής συν­δε­δε­μέ­νος μα­ζί του θά γύ­ρι­ζε κά­θε μέ­ρα στό σπί­τι του κα­λύ­τε­ρος ἄν­θρω­πος, ἤ στήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Γορ­γία ὅτι δι­δά­σκει τά ὑ­ψη­λό­τα­τα καί τά ἄ­ρι­στα ἀ­πό τά ἀν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα[4]. Ὁ Πρό­δι­κος ἦ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ γε­μά­του ἠ­θι­κή εὐ­γέ­νει­α μύ­θου γιά τήν ἐ­κλο­γή τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους, καί τόν κα­λο­δέ­χτη­καν στήν ἀν­τι­πνευ­μα­τι­κή Σπάρ­τη γιά τή γε­μά­τη ὑ­γεί­α δι­δα­σκα­λί­α του. Ἄν ὁ Πρω­ταγό­ρας δι­α­κή­ρυ­ξε τήν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τά του γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῶν θε­ῶν ὁ Γορ­γίας καί ὁ Πρό­δι­κος πα­ρι­στά­νον­ται νά προ­σεύ­χων­ται στούς θε­ούς. Ἄν με­ρι­κοί σο­φι­στές ἦ­ταν ρι­ζο­σπά­στες, ἕ­νας του­λά­χι­στο ὑ­πο­στή­ρι­ξε τόν Κί­μω­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Πε­ρι­κλέους, τούς πα­λιούς δρό­μους ἐ­ναν­τί­ον τῶν νέ­ων. Ὄ­χι, οἱ σο­φι­στές δέν ἦ­ταν ἐ­πανα­ο­τα­τι­κοί ἤ ρι­ζο­σπά­στες, ἐ­κτός σέ ὅ­σο βαθ­μό κά­θε σκέ­ψη φέρ­νει μα­ζί της ἕ­να στοι­χεῖ­ο τα­ρα­χῆς. Ἄν χρει­α­ζό­μα­στε ἕ­να σύγ­χρο­νο ἀν­τί­στοι­χό τους, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅτι ἔ­κα­μαν γιά τήν Ἑλ­λά­δα ὅ,τι οἱ σχο­λές τῶν ἀν­θρω­πι­στι­κῶν γραμ­μά­των καί ἡ νε­ώ­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α κά­νουν γιά τούς σπου­δα­στές τους τῆς Ὀξ­φόρ­δης· ἤ ὅ,τι ὀρ­γα­νώσεις τό­σο ποι­κί­λες ὅσο ἡ ἐ­πέ­κτα­ση τῶν πα­νε­πι­στη­μι­α­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, τά φρον­τι­στη­ρι­ακά μα­θή­μα­τα, ἡ βι­βλι­ο­θή­κη γιά ὅλο τόν κό­σμο, καί ἄλ­λες συλ­λο­γές κα­λῶν βι­βλί­ων, συγ­γρα­φεῖς σάν τόν Σῶ, τόν Γου­έλς καί τόν Τσέ­στερτον, προ­σπα­θοῦν νά κά­μουν γιά τήν Ἀγ­γλί­α σά σύ­νο­λο. Καί ὅμως, ἄν καί ὑ­πάρ­χη κά­τι σέ τοῦ­τες τίς ἀ­να­λο­γί­ες, μι­κρή ἰ­δέ­α δί­νουν γιά τό τί ἦ­ταν ὁ σο­φι­στής. Εἶ­χε κά­τι ἀπό ὅ­λες αὐ­τές τίς ἐ­πι­δρά­σεις, ὅμως ἦ­ταν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε ἀ­πό αὐ­τές. Ἦρ­θε ἴσως πο­λύ κον­τά στόν πα­νε­πι­στη­μι­α­κό δι­δά­σκα­λο, τόν δό­ξα­σε, τόν ἅ­πλω­σε καί τόν ἔ­φε­ρε σέ ἐ­πα­φή μέ τήν πρα­κτι­κή ζω­ή.

Ἕνας πει­να­σμέ­νος λα­ός φώ­να­ζε τούς σο­φι­στές καί αὐ­τοί τόν ἔ­τρε­φαν μέ κά­θε τρό­πο μέ πνευ­μα­τι­κή τρο­φή. Ἔ­γρα­ψαν γιά λο­γα­ρια­σμό του γραμ­μα­τι­κή, μου­σι­κή, ἰ­α­τρι­κή, γε­ω­με­τρί­α, ἀ­στρο­νο­μί­α, ἔρ­γα τα­κτι­κῆς: ἔ­γρα­ψαν γιά κα­θε­τί πού μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χη ἐν­δι­α­φέ­ρον ἤ νά εἶναι δι­δα­κτι­κό. Ἀλ­λά τό κύ­ρι­ο θέ­μα τους ἦ­ταν ἡ ἀ­γω­γή τῆς ζω­ῆς. Πή­γαι­νε σ’ αὐ­τούς, καί θά μπο­ρέ­σης νά μά­θης «πῶς νά κυ­βερ­νᾶς τό σπί­τι σου μέ τόν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο, καί πῶς θά εἶ­σαι ἱ­κα­νός νά λέ­γης καί νά πράττης τά ἄ­ρι­στα γιά τήν πό­λη»[5]. Γε­λοῦ­με μέ μι­ά τέ­τοιαν ἰ­δέ­α. Ὅμως ἦ­ταν ἔ­ξο­χη καί εὔ­λο­γη. Ἡ Μου­σι­κή καί ἡ Ἰ­α­τρι­κή μπο­ροῦ­σαν νά δι­δα­χτοῦν, καί ὅ­ποιος θά σπού­δα­ζε σκλη­ρά, θά μπο­ροῦ­σε νά μά­θη ἀρ­κε­τά νά τρα­γου­δᾶ ἤ νά θε­ρα­πεύ­η. Για­τί νά μήν ἐκτεί­νω­με τήν ἀρχή αὐ­τή στή ζω­ή; Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­σφα­λῶς κα­νό­νες γι’ αὐτό, κα­νό­νες νά κυ­βερ­νᾶς ἀν­θρώ­πους ἤ νά βά­ζης σέ πει­θαρ­χί­α τόν ἑαυτό σου. Γι­α­τί νά μή τούς προσ­δι­ο­ρί­ση, καί νά δι­δά­σκη πῶς νά γί­νης κα­λός ἄν­θρω­πος ἤ με­γά­λος ἀρχη­γός, ὅπως θά μπο­ροῦ­σε νά σέ μα­θαί­νη νά γί­νης ἐ­πι­τή­δει­ος για­τρός ἤ κα­λός μου­σι­κός;

Ἔ­τσι ὁ νε­α­ρός Ἀ­θη­ναῖ­ος πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά σπου­δά­ση τήν πο­λι­τι­κή, πή­γαι­νε στό Γορ­γί­α καί στόν Πρω­τα­γό­ρα: καί τόν δί­δα­σκαν ρη­το­ρι­κή­—­πῶς νά ὑπο­στη­ρί­ζη μι­ά κα­τη­γο­ρί­α καί πῶς νά το­πο­θε­τῆ μι­άν ὑ­πό­θε­ση, πῶς νά τα­κτο­ποι­ῆ τά ἐ­πι­χειρή­μα­τά του μέ τήν κα­λύ­τε­ρη τά­ξη καί τό κα­λύ­τε­ρο ὕ­φος: πῶς νά χρη­σι­μο­ποι­ῆ τίς με­τα­φο­ρές, τά σχή­μα­τα, τούς ρυθ­μούς: πῶς νά κα­τέ­χη τήν τέ­χνη γιά διή­γη­ση, ἀ­πόδειξη, πα­ραί­νε­ση, γιά ἐγ­κώ­μι­α καί γιά σά­τυ­ρα: πῶς νά δι­α­γεί­ρη ἤ νά γα­λη­νεύ­η τά ἀν­θρώ­πι­να πά­θη, πῶς νά τά φέρ­νη σέ ὄ­φε­λος τοῦ ὁ­μι­λη­τῆ. Καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό αὐτό, ἐ­πει­δή ἕ­νας ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρη καί τί νά λέ­γη, ὅσο καί πῶς νά τό λέ­γη, με­τάδι­ναν ἰ­δέ­ες, ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, τρό­πους, πα­ρα­δείγ­μα­τα, πού ἦ­ταν δυ­να­τό νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν στήν πο­λι­τι­κή. Αὐ­τό τούς ἔ­φερ­νε σέ πλα­τύ­τε­ρα πε­δί­α. Τή θε­ω­ρί­α ἁ­πλῶς τῆς πο­λι­τι­κῆς πρῶ­τα πρῶ­τα, τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ὑ­πέρ ἤ κα­τά τῆς δη­μο­κρα­τί­ας ἤ τῆς βασι­λεί­ας, τούς κοι­νούς τό­πους, πού ἦ­ταν χρή­σι­μοι σέ κά­θε πο­λι­τι­κή συ­ζή­τη­ση—-ὅλα τοῦ­τα ὁ κα­λός πο­λι­τι­κός ἄρ­χον­τας πρέ­πει νά τά ξέ­ρη. Ἔ­πει­τα πρέ­πει νά σχε­τι­στῆ τούς ἀνθρώπους, νά βρί­σκε­ται σέ ἀ­να­στρο­φή μα­ζί τους, καί μέ τίς ἀ­πό­ψεις πού τούς προ­κα­λοῦν ἐν­τύ­πω­ση. Πρέ­πει νά δι­α­τρέ­χη τό ἀ­τέ­λειω­το πε­δί­ο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης μέ ὀ­ξυ­δέρ­κει­α, καί νά εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ὑ­πο­κρί­νε­ται τά ἐ­λατ­τώ­μα­τα, τίς ἀ­ρε­τές, τά πά­θη, τίς προ­λή­ψεις τοῦ ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου του. Αὐτό ἔ­φε­ρε τό σο­φι­στή στήν ἠ­θι­κή φι­λο­σο­φί­α, ὅπου ὁ Πρω­τα­γό­ρας πα­ρου­σί­α­σε τίς πραγ­μα­τεῖ­ες του «πε­ρί ἀ­ρε­τῶν» καί «πε­ρί φι­λο­τι­μί­ας»· καί ἡ ἠθική φι­λο­σο­φί­α τόν ἔ­φε­ρε στή με­τα­φυ­σι­κή, ὅπου ὁ Πρω­τα­γό­ρας θά ἤ­θε­λε νά συ­ζη­τή­ση τή θε­ω­ρί­α γιά τή γνώ­ση καί τή φύ­ση τῆς ὕ­παρ­ξης. Κα­μι­ά γνώ­ση δέν ἦ­ταν τό­σο πο­λύ μι­κρή ἤ τό­σο ἀ­πο­μακρυ­σμέ­νη, ὥ­στε νά μή χρει­ά­ζε­ται σ’ ἐ­κεῖ­νον πού ξό­δευ­ε τή ζω­ή του στήν κυ­βέρ­νη­ση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κι­κε­ρω­ν—­ό πι­ό με­γά­λος ἀ­πό ὅλους τούς δι­κη­γό­ρου­ς—ἀ­πη­χο­ῦ­σε ἁ­πλῶς τή σο­φι­στι­κή θε­ω­ρί­α, ὅταν ἀ­παι­τοῦ­σε ἀ­πό τόν ἰ­δα­νι­κό του ρή­το­ρα νά ξέ­ρη τή δι­α­λε­κτι­κή, τήν ἠ­θι­κή, τή φυ­σι­κή, τούς νό­μους, τήν ἱ­στορί­α καί τή ρη­το­ρι­κή: πε­ρι­γρά­φει μό­νο τή σο­φι­στι­κή πρα­κτι­κή, ὅταν λέ­γη ὅτι θά ἤθελε νά ἐκ­παι­δεύ­η τό ρή­το­ρά του μέ γρα­πτή ἔκ­θε­ση ἰ­δε­ῶν, μέ ὁ­μι­λί­α ἐκ τοῦ προ­χεί­ρου, μέ πα­ρά­φρα­ση ποι­ή­μα­τος ἀ­πό μνή­μης, ἀ­νά­γνω­ση καί κρι­τι­κή λο­γο­τε­χνι­κοῦ κει­μέ­νου, συ­ζή­τη­ση θέ­σε­ων ἀ­πό δι­ά­φο­ρες πλευ­ρές, ἡ μι­ά ἀν­τί­θε­τη στήν ἄλ­λη, με­λέ­τη τῆς νο­μι­κῆς ἐ­πι­στή­μης, τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­πιστή­μης, τῆς ἱ­στο­ρί­ας[6]. Μέ τούς μα­θη­τές τους οἱ σο­φι­στές δι­α­σχί­ζαν ὅλα αὐτά τά θέ­μα­τα· ἔ­τσι πού ὅταν ἡ ἐκ­παί­δευ­ση τους τε­λεί­ω­νε, εἶ­χαν οἱ μα­θη­τές τους ρί­ξει τή μα­τιά τους σέ πά­ρα πολ­λά πράγ­μα­τα στόν οὐ­ρα­νό καί στή γῆ, καί, σέ ὅσο βαθ­μό μι­ά ἐ­πι­φα­νει­α­κή μόρ­φω­ση μπο­ρεῖ νά κά­μη τόν ἄν­θρω­πο ἔ­τσι, εἶ­χαν τά προ­σόν­τα νά «κυ­βερ­νοῦν τό σπί­τι τους καί νά μι­λοῦν καί νά πράτ­τουν τά ἄ­ρι­στα γιά τήν πό­λη». Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ πα­νε­πι­στη­μι­α­κή μόρ­φω­ση τοῦ Ἀ­θη­ναί­ου.

Ἄς κά­νω­με τή γνω­ρι­μί­α ὁ­ρι­σμέ­νου Ἕλ­λη­να πού δο­κί­μα­σε τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν σο­φι­στῶν καί μπο­ρεῖ νά μᾶς δ­είξη τί ἔ­καναν γιά ὅσους μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πορ­ρί­ψουν ὅ,τι κα­κό εἶ­χε ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους καί νά ὠ­φε­λη­θοῦν ἀ­πό ὅ,τι ἄ­ξι­ο εἶ­χε. Εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος μα­θη­τής πού εἶχαν πο­τέ, καί τό ἔρ­γο του, πού τό ἔ­χο­με, μπο­ρεῖ νά μᾶς δώ­ση μι­άν ἰ­δέ­α γιά τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα πού δη­μι­ούρ­γη­σαν στήν Ἀθήνα. Ἐν­νο­ῶ τό Θου­κυ­δί­δη.

Κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­ση τόν Ἡ­ρό­δο­το καί τό Θου­κυ­δί­δη, τόν ἕ­να δί­πλα στόν ἄλ­λον, καί νά μήν το­ῦ κά­μη με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση τό χά­σμα πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σ­τούς δυ­ό ἱ­στο­ρι­κούς. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶναι πο­λύ εὐ­χά­ρι­στος, δι­δα­κτι­κός, καί, μέ τό δι­κό του τρό­πο, φί­λος της ἀ­λή­θει­ας: εἶ­χε ἀ­νοι­κτά τά μά­τια, εἶ­δε πράγ­μα­τα πού ἄ­ξι­ζε νά τά δῆ κα­νείς, καί ξέ­ρει νά λέ­γη τί εἶ­δε. Ἀλ­λά μᾶς δι­δά­σκει πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση (πού την κα­τά­λα­βε κα­λά) πα­ρά γιά τήν ἴ­δια τήν ἱ­στο­ρί­α, Ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος, βρί­σκο­με στό Θου­κυ­δί­δη τόν πραγ­μα­τι­κά ἐ­πι­στη­μο­νι­κό ἱ­στο­ρι­κό, πού ὅλα τά ὑ­πο­βάλ­λει στή βά­σα­νο τῆς ἀ­λή­θει­ας. Δέν ἔ­χο­με πιά τήν ἄ­τα­κτη εὐ­πι­στί­α, τήν κα­λό­καρ­δη ἀ­συ­νέ­πει­α τοῦ Ἡ­ρο­δό­του. Τά γε­γο­νό­τα ζυ­γί­ζον­ται καί δι­α­λέ­γον­ται: ἀ­να­ζη­τοῦν αἰ­τί­ες γιά τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα: τό φῶς τοῦ λό­γου εἶ­ναι παν­τοῦ σέ ἐ­νέρ­γει­α. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶ­χε γεν­ναι­ό­ψυ­χο ἐν­δι­αφέ­ρον γιά τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα: ὁ Θου­κυ­δί­δης εἶ­χε καί κρι­τι­κό νο­ῦ. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἦ­ταν πνεῦ­μα: ὁ Θου­κυ­δί­δης ἦ­ταν μα­ζί καί ἕ­νας μορ­φω­μέ­νος ἄν­θρω­πος. Ποῦ μορ­φώ­θη­κε;

Τή μόρ­φω­σή του τήν πῆ­ρε ἀ­πό τους σο­φι­στές· μι­ά τυ­πι­κή συ­νή­θει­ά του δεί­χνει τό εἶ­δος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας πού τοῦ ἔ­δω­σαν. Ἀ­δι­ά­κο­πα ἔρ­χον­ται καί ξα­νάρ­χον­ται στήν ἱ­στο­ρί­α του χω­ρί­α ὅπως τό ἀ­κό­λου­θο: «Γε­νι­κά οἱ ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ροι πο­λί­τες ἀ­πό τούς πα­νούρ­γους. Για­τί τοῦ­τοι δῶ ἐ­πι­θυ­μοῦν νά φαί­νων­ται σο­φώ­τε­ροι ἀ­πό τούς νό­μους· ἐ­πι­δι­ώ­κουν πάν­τα νά νι­κοῦν στίς δη­μό­σι­ες συ­ζη­τή­σεις· σκέ­πτον­ται ὅτι σέ ἄλ­λα σπου­δαι­ό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα θά ἔ­χουν τήν εὐ­και­ρί­α νά φα­νε­ρώ­σουν τή σκέ­ψη τους καί τού­τη τους ἡ ἀ­φρο­σύ­νη γε­νι­κά δη­μι­ουρ­γεῖ κα­τα­στρο­φές στήν πα­τρί­δα τους: ἐνῶ οἱ ἄλ­λοι μέ τό νά μήν ἔ­χουν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στή δι­κή τους ἱ­κα­νό­τη­τα, δέ­χον­ται ὅτι οἱ νό­μοι εἶ­ναι σο­φώ­τε­ροι ἀ­πό αὐ­τούς τούς ἴ­διους, καί ὅτι δέν εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἐ­πι­κρί­νουν ἐ­κεί­νους πού βγά­ζουν κα­λούς λό­γους. Καί ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἀ­με­ρό­λη­πτοι κρι­τές καί ὄ­χι φι­λό­δο­ξοι ἀντί­πα­λοι, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ἐ­πι­τυ­χαί­νουν τό στό­χο»[7]. Ἤ πά­λι: «ὅταν ἐ­χω­με εἰ­ρή­νη, τό­τε καί τά πράγ­μα­τα πη­γαί­νουν κα­λά καί οἱ πό­λεις καί τά ἄ­το­μα ἔ­χουν ἀ­νώ­τε­ρες δι­α­θέ­σεις, για­τί δέ βρί­σκον­ται στήν ἐ­ξου­σί­α ἐ­πι­τα­κτι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν: ἀλ­λά ὁ πό­λε­μος πού δι­ώ­χνει μα­κρι­ά τόν ἄ­νε­το πο­ρι­σμό τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ εἶ­ναι «βί­αι­ος δι­δά­σκα­λος» καί τεί­νει νά προ­σαρ­μό­ζη τό χαρακτήρα τῶν πολ­λῶν «πρός τά πα­ρόν­τα»[8]. Ὁ­που­δή­πο­τε μι­λᾶ ἕ­νας πο­λι­τι­κός, σκέ­ψεις σάν αὐ­τές ρέ­ουν ἀ­πό τά χεί­λη του, ἐνῶ λί­γα πράγ­μα­τα θά ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο κα­τάλ­λη­λα ἤ εὔ­λο­γα ἀ­πό τά τέ­τοια ἀ­φη­ρη­μέ­να ὀ­νει­ρο­πο­λή­μα­τα. Εἶ­ναι μᾶλ­λον στο­χα­σμοί φι­λο­σό­φου. Ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ψυ­χο­λο­γί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, καί ἰ­δι­αί­τε­ρά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης στήν πο­λι­τι­κή, Ὁ Θου­κυ­δί­δης πάν­τα στο­χά­ζε­ται αὐ­τά τά θέ­μα­τα. Πάν­τα ἀ­να­λύ­ει πο­λι­τι­κές πρά­ξεις καί κα­τα­στά­σεις. Ἡ ἱ­στο­ρί­α του εἶ­ναι με­ταμ­φι­ε­σμέ­νο ἐγ­χει­ρί­δι­ο πο­λι­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας: ποιά ἡ δι­και­ο­λο­γί­α της, ποιός ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος νά τήν ἀ­πο­κτή­σης καί νά τή δι­α­τη­ρή­σης: για­τί συ­νε­πά­γε­ται ἐ­ξά­πλω­ση καί τί κιν­δύ­νους φέρ­νει ἡ ἐ­ξά­πλω­ση: ποιά θέ­ση ἔ­χει μέ­σα στό κρά­τος ἡ ἐ­πι­εί­κει­α καί ἡ με­γα­λο­ψυ­χί­α: για­τί εἶ­ναι ἀ­σφα­λέ­στε­ρο νά ἀφή­νη ἐ­λεύ­θε­ρούς τους ὑ­πη­κό­ους: τί ὁ­δη­γεῖ στήν ἀν­ταρ­σί­α· πό­τε ἡ στά­ση εἶναι δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη. Ἡ θε­ω­ρί­α γιά τήν πό­λη: τό πρό­βλη­μα τῶν δι­και­ω­μά­των τοῦ στό­μου ἀ­πέ­ναν­τι τῆς πο­λι­τεί­ας: για­τί εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἀ­νή­κη κά­νεις σέ μί­α πό­λη πα­ρά νά μέ­νη ἐ­γω­ϊ­στι­κά ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς γε­νι­κά: τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ πο­λέ­μου στήν ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α ἕ­νος λα­οῦ: ὁ κίν­δυ­νος τῆς πο­λι­τι­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας, τῶν εὐ­γλώτ­των ὀ­μι­λη­τῶν, τῆς μόρ­φω­σης, τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος: ἡ λει­τουρ­γί­α τοῦ νο­ῦ σέ μί­α πό­λη,—οἱ ἔ­ξυ­πνοι ἤ οἱ βλά­κες εἶναι οἱ κα­λύ­τε­ροι πο­λί­τες;—­ἡ θέ­ση πού ἔ­χουν στήν πο­λι­τι­κή τά θρη­σκευ­τι­κά ἐ­λα­τή­ρι­α καί οἱ ἀπόψεις «πε­ρί τι­μῆς»: τό πρό­βλη­μα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πέ­ναν­τι στή σκο­πι­μό­τη­τα κα­τά τήν ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κή­ς· σ’ αὐ­τό ὁ Θου­κυ­δί­δης, ὕ­στε­ρα ἀ­πό πολ­λή σκέ­ψη, κα­τα­λή­γει μέ σα­φή­νει­α στό ὁ­ρι­στι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι τό ἔ­σχα­το κρι­τή­ρι­ο σέ τοῦ­τα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἡ σκο­πι­μό­τη­τα καί ὄ­χι ἡ δι­και­ο­σύ­νη: ἐνῶ ὅπως ὁ Burke θά ἤθελε νά ὑ­πο­στη­ρί­ξη ὅτι «ἡ Με­γα­λο­ψυ­χί­α εἶ­ναι συ­χνά ἡ κα­λύ­τε­ρη πο­λι­τι­κή». Τέ­λος ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης: τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα γιά τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό ξαφ­νι­κές κα­τα­στρο­φές καί ξαφ­νι­κές ἐ­πι­τυ­χί­ες: ἡ ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος (πο­λύ δου­λε­μέ­νη καί δι­εισ­δυ­τι­κή με­λέ­τη): τά ὅρια τῆς ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας τῆς ποι­νῆς: ἡ ἐ­πί­δρα­ση στό χαρα­κτή­ρα ἀ­πό τήν ἐκ­δί­κη­ση καί ἀ­πό τήν ἐλ­πί­δα. Ὅ­λα αὐ­τά τά θέ­μα­τα καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα τά πραγ­μα­τεύ­ε­ται ὁ Θου­κυ­δί­δης, ἤ ρί­χνει τό βλέμ­μα του σ’ αὐ­τά. Συ­χνά οἱ σκέ­ψεις του εἰ­σά­γον­ται ὠ­μά, μέ τόν τρό­πο τῶν ἔ­ξυ­πνων νέ­ων πού ξαφ­νι­κά ἀ­να­κά­λυ­ψαν τήν ψυ­χο­λο­γί­α, καί ἔ­μα­θαν ὅτι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­νέρ­γει­α κρύ­βει ἕ­να δί­χτυ ἀ­πό προ­θέ­σεις καί σκο­πούς· καί εἶ­ναι τό­σο εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ἀ­πό τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη, πού γιά λί­γα ἄλ­λα μπο­ρεῖ νά μι­λή­ση. Ὅμως οἱ ἴ­διοι οἱ στο­χα­σμοί γε­νι­κά εἶ­ναι βα­θεῖς. Διά­βα­σε τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ἐ­κεῖ­νο χω­ρί­ο ὅπου πε­ρι­γρά­φει τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα το­ῦ κομ­μα­τι­σμοῦ στίς ἡ­μέ­ρες του, χα­ρά­ζον­τας τή ζο­φε­ρή γε­νε­α­λο­γί­α του καί τόν ἀ­πο­τρό­παι­ο γό­νο του, καί ἀ­να­ρω­τή­σου ἄν ἔ­γρα­ψε πο­τέ πέ­να πι­ό λε­πτή, πι­ό βα­θι­ά καί πι­ό τρα­γι­κή σε­λί­δα ἀ­νά­λυ­σης[9].

Ἐ­δῶ λοι­πόν εἶναι ὁ μα­θη­τής τῶν σο­φι­στῶ­ν—­αὐ­το τό εἶ­δος ἀν­θρώ­που ἐτόρ­νευ­α­ν—­αὐ­τη τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα γέν­νη­σαν. Τοῦ­τες τίς συ­ζη­τή­σεις θά ἀ­κού­αμε, ἄν εἴ­χα­με μπῆ σέ κα­μι­άν ἀ­πό τίς αἴ­θου­σες τῶν μα­θη­μά­των τους καί βρί­σκα­με μέ­σα στούς τέσ­σε­ρεις τοί­χους τόν Πρω­τα­γό­ρα, καί τούς νέ­ους πού μά­θαι­ναν «πο­λι­τι­κή» καί «ἀ­ρε­τή» πλη­ρώ­νον­τας δι­α­κό­σι­ες λί­ρες τή σει­ρά τῶν μα­θημά­των[10]. Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τίς με­θό­δους καί τίς ἀρχές τῆς πο­λι­τι­κῆς- δι­ε­ρευ­νοῦ­σαν τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ πρώ­τη ὕ­λη τῆς πο­λι­τι­κῆς. «Κά­νει κα­λά ἡ Ἀ­θή­να νά ἔ­χη ἡ­γε­μο­νί­α; Ἔ­χον­τας ἡ­γε­μο­νί­α πῶς μπο­ρεῖ νά τή δι­α­τη­ρή­ση; Ἔ­χει κά­μει ἡ εὐ­τυ­χί­α ἀ­κό­λα­στους τούς ψη­φο­φό­ρους; ὁ πό­λε­μος θ’ ἀ­να­τρέ­ψη τό ἰ­σο­ζύ­γι­ό τους; Ποιό εἶ­ναι τό μυ­στι­κό τῆς φύ­σης τους, ὥ­στε νά μπο­ροῦ­με νά τό ξε­ρω­με καί νά τούς κα­θο­δη­γοῦ­με;». Στό κά­τω κά­τω εἶναι τά ἴ­δια θέ­μα­τα πού ὁ Γκράχαμ Γου­άλ­λας κα­τά ἕ­ναν, καί ὁ Γκαλ­σγου­όρ­θυ κα­τά ἄλ­λον τρό­πο, πραγμα­τεύ­ον­ται στίς ἡ­με­ρές μας.

Ὁ Θαλῆς ἔρ­ρι­ξε ἕ­να σπό­ρο στή γῆ. Οἱ Ἴ­ω­νες καί οἱ Σικε­λιῶ­τες φι­λό­σο­φοι φρόν­τι­σαν τό φυ­τό πού φύ­τρω­σε ἀ­πό τό σπό­ρο. Οἱ Σο­φι­στές τό με­τα­φύ­τε­ψαν στήν Ἀθήνα, ὅπου τό πό­τι­σαν καί τό πολ­λα­πλα­σί­α­σαν καί τό μπό­λι­α­σαν ὥ­σπου ἁι­πλώ­θη­κε σέ με­γά­λο δά­σος. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή ἱ­στο­ρί­α τῆς σκέ­ψης στήν Ἑλ­λά­δα—καί στόν κό­σμο. Ἄς δοῦ­με τώ­ρα μέ πε­ρισ­σότέ­ρες λε­πτο­μέ­ρει­ες τά δέν­τρα τοῦ δά­σους της.

Ἔ­χο­με πρῶ­τα ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος, γιά τό ὁ­ποῖο εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ποῦ­με ἀ­κό­μη κά­τι. Ὁ Θου­κυ­δί­δης θά εἶ­ναι τό πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τοῦ τοῦ πνεύ­μα­τος, καί ὅ,τι εἴ­πα­με γιά ἐ­κεῖ­νον μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ ὅτι εἰ­πώ­θη­κε καί γι’ αὐ­τό. Νά ἀ­ναλύ­ουν τήν ψυ­χή τῶν γει­τό­νων τους καί τή δι­κή τους, νά ζυ­γί­ζουν, νά ὑ­πο­βάλ­λουν σέ βά­σα­νο, νά δυ­σπι­στοῦν, νά δι­ε­ρευ­νοῦν, νά μή λυ­ποῦν­ται τά νεῦ­ρα, ἐ­πει­δή ἦ­ταν εὐ­αί­σθη­τα, νά μήν κά­νουν οἰ­κο­νο­μί­α στίς δυ­νά­μεις, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τες, νά βά­ζουν ὅλα τά πράγ­μα­τα δί­χως ἔ­λε­ος κά­τω ἀ­πό τό μα­χαί­ρι τοῦ ἀ­να­τό­μου, καί νά ἀ­πο­φα­σί­ζουν γιά πάν­τα τί ἦ­ταν ἄρ­ρω­στο καί τί γε­ρό­—ὅλα αὐ­τά ἡ Ἀθήνα ἄρ­χι­σε νά τά κά­νη. Κά­νον­τας αὐτά, δη­μι­ούρ­γη­σε νέ­ες λο­γο­τε­χνι­κές μορ­φές. Στόν πε­ζό λό­γο­—­την πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α τήν ἄ­ξι­α τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας τοῦ ὀ­νό­μα­τος, καί τό με­γά­λο ρεῦ­μα τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς ἔ­ρευ­νας πού τρέ­χει ἀ­πό τόν Πλά­τω­να καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, περ­νᾶ στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί τή Ρώ­μη καί στό Βυ­ζάν­τι­ο καί χύ­νε­ται βα­θι­ά στό Με­σαί­ω­να. Στήν ποί­η­ση κά­τι ἀ­κό­μη πι­ό με­γάλο­—­γι­ατί τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα, ἄν καί ξέ­νο πρός τά ἔρ­γα τῆς φαν­τα­σί­ας, καί στό τέ­λος ἴσως κα­τα­στρε­πτι­κό τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν, εἶναι, ὅπως πολ­λά δη­λη­τή­ρι­α, δυ­να­τό το­νω­τι­κό σέ μι­κρές δό­σεις. Ἡ ἐ­πι­κή ποί­η­ση, πού εἶναι ἀ­φή­γη­ση ἱ­στο­ρι­ῶν, ἡ λυ­ρι­κή ποί­η­ση, πού εἶ­ναι ξέ­σπα­σμα αὐθόρ­μη­του αἰ­σθή­μα­τος, ἄ­νοι­ξαν δρό­μο γιά μι­ά σο­βα­ρό­τε­ρη καί πι­ό βα­θι­ά μορ­φή. Τή θέ­ση τους τήν πῆ­ρε τό δρά­μα. Ἡ ὑ­περο­χή τοῦ δρά­μα­τος εἶναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ποί­η­σης τοῦ πέμ­πτου αἰώνα, καί ἡ οὐ­σί­α τοῦ δρά­μα­τος εἶναι ὅτι προιγ­ματεύ­ε­ται ἠ­θι­κά καί δι­α­νο­η­τι­κά προ­βλή­μα­τα. Αὐ­τοί εἶναι οἱ κλά­δοι τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος πού ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἐ­πίδο­ση τοῦ πέμ­πτου αἰώνα,

Ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­πί­δο­ση, συγ­γε­νής πρός τήν πρώ­τη, εἶναι τό πνεῦ­μα τῆς Ἐ­πι­στή­μης. Τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα εἶναι κά­τι τό ἄ­στα­το καί τυ­χαῖ­ο, πού πε­τᾶ ἐ­δῶ κι ἐκεῖ, χω­ρίς κα­νέ­να σκο­πό ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἴ­δια τή δι­κή του ἐ­νέρ­γει­α,—ἕ­νας δι­α­νο­ού­με­νος Πάκ[11]. Δέν ὑ­πο­τάσ­σε­ται σέ τί­πο­τα καί δέ δέ­χε­ται ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ἀλ­λά μά­χε­ται σάν ἐ­λεύ­θε­ρος σκο­πευ­τής γιά τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση τῆς μά­χης, ἤ, μπο­ρεῖ κι αὐ­τό νά γί­νη, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη πλη­ρω­μή. Δέν μπο­ρεῖς νά στη­ρί­ζε­σαι ἀ­πά­νω του· τό ξί­φος πού ἦ­ταν ἄλ­λο­τε στή δι­κή σου ὑ­πη­ρε­σί­α, τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα, μπο­ρεῖ νά τό στρέ­ψη ἐ­ναν­τίον τοῦ πα­λιοῦ του κυ­ρί­ου, ἤ, ἄν ἡ δι­ά­θε­ση τό κα­λεῖ, ἐ­ναντί­ον τοῦ ἴ­διου του ἐ­αυ­τοῦ του. (Ὁ φό­βος αὐ­τῆς τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας ἔ­κα­με τούς συν­τη­ρη­τι­κούς Ἀ­θη­ναί­ους νά βλέ­πουν μέ δυ­σπι­στί­α τούς σο­φι­στές, ὅπως στήν Ἀγ­γλί­α σή­με­ρα δυ­σπι­στοῦν στό Μπέρ­ναρ Σώ). Ἀλ­λά πά­ρε αὐ­τό τό ἀ­νεύ­θυ­νο πνεῦ­μα καί ἠ­θι- κο­ποί­η­σέ το, δῶ­σε του σκο­πό καί ἰ­δε­ῶ­δες, καί δέ θά τό βλέπης πιά τυ­χαῖ­ο καί αὐ­θαί­ρε­το, ἀλ­λά ἐ­ξα­γνι­σμέ­νο ἀ­πό τό σο­βα­ρό του σκο­πό καί ἀ­φο­σι­ω­μέ­νο σέ μιάν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­πι­δί­ω­ξη. Ὁ Πάκ γί­νε­ται Ἄ­ρι­ελ, ὁ πι­ό πι­στός, φι­λό­πο­νος, καί ἔμπι­στος θε­ρά­πον­τας, φο­ρᾶ τή στο­λή τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας καί ἐ­ξα­σκεῖ τίς τέ­χνες του στόν οἶ­κο τῆς Ἀ­λή­θει­ας. Τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα ἀ­να­πτύσσε­ται καί γί­νε­ται Ἐ­πι­στή­μη.

Ὁ Σω­κρά­της ἦ­ταν τό μέ­σο γι’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­πτυ­ξη στήν Ἀ­θή­να. Δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τούς σο­φι­στές καί ἦ­ταν καί ὁ ἴ­διος σο­φι­στής. Ἀλ­λά πρό­σθε­σε ἠ­θι­κό πνεῦ­μα στή δι­α­νο­η­τι­κή δύ­να­μη. Ἐ­κεῖ πού οἱ σο­φι­στές ἦ­ταν ἐ­πι­φα­νει­α­κοί, αὐ­τός ἦ­ταν με­στός. Ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν δά­σκα­λοι, πού δού­λευ­αν γιά χρή­μα­τα, ζη­τοῦ­σαν μα­θη­τές, καί πλη­ρώ­νον­ταν ἀ­πό τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου τους. Οἱ μα­θη­τές ἤ­θε­λαν ν’ ἀ­κο­νι­στῆ τό μυα­λό τους γιά τήν πρα­κτι­κή ζω­ή, καί πε­ρί­με­ναν ἀ­πό τή μόρ­φω­ση γρή­γο­ρη ἀν­ταπό­δο­ση. Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν ἀκ­μά­ζει κά­τω ἀ­πό τέ­τοιους ὅ­ρους, καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ σο­φι­στῆ ἔ­τει­νε νά εἶ­ναι χω­ρίς βά­θος, μη­δα­μι­νή: τούς ἔ­με­νε νά κο­λα­κεύ­ουν τήν ἀ­γο­ρά καί νά που­λοῦν σ’ ὅ­ποιον ἀ­γο­ρά­ζει. Ἀλ­λά ὁ Σω­κρά­της δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα καί δέν κο­λά­κευ­ε μα­θη­τές. Μι­λοῦ­σε μ’ ἐ­κεί­νους πού ἤ­θε­λαν νά τοῦ μι­λοῦν, ἀλ­λά μι­λοῦ­σε ὅπως καί γιά ὅ,τι ἐ­κεῖ­νος ἤθελε. Δού­λευ­ε κά­τω ἀ­πό ὅ­ρους εὐ­νο­ϊ­κούς γιά τήν Ἐ­πι­στή­μη. Ὄ­χι φυ­σι­κά ὅτι θά βροῦ­με στήν Ἀθήνα τί­πο­τα σάν τή σύγ­χρο­νη Ἐ­πι­στή­μη. Δέν ὑ­πάρ­χουν ἐκεῖ δου­λε­μέ­να συ­στή­μα­τα γιά πει­ρα­μα­τι­σμό καί τα­ξι­νό­μη­ση: οὔ­τε ἐρ­γα­στή­ρι­α καί δο­κι­μα­στι­κοί σω­λῆ­νες: κα­νέ­να ἀ­πό τά μη­χα­νή­μα­τα τῆς γνώ­σης. Οὔ­τε ὑ­πάρ­χουν τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού κα­τορ­θώ­θη­καν μ’ αὐ­τά, οἱ μά­ζες τῶν ἀ­πο­θη­κευμέ­νων καί ἀ­πο­δελ­τι­ω­μέ­νων γε­γο­νό­των, οἱ τε­ρά­στι­ες ἀ­πο­θῆ­κες ὅπου κα­θη­με­ρι­νῶς συσ­σω­ρεύ­ε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποία μπο­ροῦν νά τρέ­φων­ται τά ἔ­θνη. Τέ­τοια πράγ­μα­τα ἀρ­χί­ζουν μέ τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, καί μά­λι­στα καί τό­τε μό­νο ἀρχή γί­νε­ται. Ἀλ­λά ὁ Σω­κρά­της ἔ­χει κά­τι πι­ό ση­μαν­τι­κό, ἄν καί λι­γό­τε­ρο ἐν­τυ­πω­σι­α­κό ἀ­πό αὐ­τά­—­το πνεῦ­μα τῆς Ἐ­πι­στή­μης.

Ἐ­ξέ­τα­σε γιά λί­γο τόν ἄν­θρω­πο καί τούς τρό­πους του. Ἔ­χει τήν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα, τήν ὑ­πο­μο­νή τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να. «Θά σᾶς δι­η­γη­θῶ μι­ά ἱ­στο­ρί­α γιά τό Σω­κρά­τη τόν και­ρό πού ἦ­ταν στήν ἐκ­στρα­τεί­α» (λέ­γει ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης στό Συμ­πό­σι­ο)· «ἕ­να πρω­ι­νό ἔ­βα­λε κά­τι στό νο­ῦ του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά βρῆ λύ­ση. Δέν τό ἔ­βα­λε κά­τω, ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά σκέ­πτε­ται ἀ­πό τήν αὐ­γή ὡς τό με­ση­μέ­ρι­—­στά­θη­κε ἐ­κεῖ, καρ­φω­μέ­νος στό ἴ­διο μέ­ρος, καί σκε­φτό­ταν. Καί ὅταν πιά ἦρ­θε τό με­ση­μέ­ρι, τόν πῆ­ρε εἴ­δη­ση ὁ στρα­τός καί πα­ρα­ξε­νε­μέ­νοι ἔ­λε­γαν ἕ­νας στόν ἄλ­λον ὅτι ὁ Σω­κρά­της στε­κό­ταν καί ἐ­ρευ­νο­ῦ­σε κά­τι ἀ­φό­του ἔ­σκα­σε ἡ μέ­ρα. Τέ­λος τό βρά­δυ, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό δεῖ­πνο, κά­ποιοι ἀπ’ αὐ­τούς πού τόν εἶ­δαν (ἦ­ταν καί κα­λο­καί­ρι τό­τε) πῆ­ραν τά στρω­σί­δια τους καί κοι­μή­θη­καν στό ὕ­παι­θρο μέ­σα στό νυ­κτε­ρι­νό ψύ­χος γιά νά μπο­ρέ­σουν νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν ἄν θά στε­κό­ταν καί ὅλη τή νύ­κτα ὄρ­θι­ος. Καί κεῖ­νος στά­θη­κε ἐκεῖ ὥ­σπου ξη­μέ­ρω­σε καί βγῆ­κεν ὁ ἥ­λι­ος· κι ὕ­στε­ρα προ­σευ­χή­θη­κε στόν ἥ­λι­ο καί κί­νη­σε κι ἔ­φυ­γε»[12]

Αὐ­τό ἔ­γι­νε κα­τά τήν ἐκ­στρα­τεί­α στήν Πο­τεί­δαι­α. Ἀ­κοῦ­στε τον τώ­ρα στό σπί­τι ἑ­νός φί­λου του στήν Ἄ­θή­να[13]. Συ­ζη­τοῦν γιά τή δι­και­ο­σύ­νη. «Τί εἶ­ναι τό δίκαι­ο»; ἐ­ρω­τᾶ ὁ Σω­κρά­της, «νά ἀ­πο­δί­δη κα­νείς στόν ἄλ­λον ἐκεῖ­νο πού τοῦ ἀ­νή­κει», ἀ­παν­τᾶ κά­ποιος. «Καί θά ἔ­δι­νες πί­σω σέ μαι­νό­με­νον ἄν­θρω­πο ἕ­να σπα­θί, ἐ­πει­δή εἶ­ναι δι­κό του, ὅταν τόν βλέ­πης ἕ­τοι­μο νά κά­μη φό­νο;» «Ὄ­χι». «Τό­τε πρέ­πει νά ζη­τή­σω­με κά­ποιον ἄλ­λον ὁ­ρι­σμό». «Ἡ δι­και­ο­σύ­νη εἶ­ναι νά κά­νη κα­νείς κα­κό στούς ἐ­χθρούς του καί κα­λό στούς φί­λους του». «Ἄν ὅμως ὁ ἐ­χθρός μας εἶ­ναι κα­λός ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι δί­και­ο νά τόν βλά­ψω­με; Δέν εἶ­ναι βέ­βαι­ο, ὅτι δέν εἶ­ναι δί­και­ο; Θά πρέ­πει καί τοῦ­το τόν ὁ­ρι­σμό νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­ψης». Καί προ­χω­ροῦν ἔ­τσι· ὕ­στε­ρα ἀ­πό κά­θε ὁ­ρι­σμό, ὑ­ψώ­νε­ται ἄλ­λος πού κι αὐτόν τόν βρί­σκουν ἐλ­λι­πῆ, καί στό τέ­λος, μπο­ρεῖ νά βρι­σκό­μα­στε μέ­σα σέ μι­άν ὁ­μί­χλη. Αὐ­τό γί­νε­ται σέ κά­θε δι­ά­λο­γο. Οἱ συ­ζη­τή­σεις τοῦ Σω­κρά­τη λί­γο ὁ­δη­γοῦν στό δρό­μο τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος· εἶ­ναι «σκε­πτι­κοί»· πο­τέ δέ φτά­νουν τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μι­άν προ­σω­ρι­νή ἀ­λή­θει­α· εἶναι πάν­τα ἕ­τοι­μοι νά πε­τά­ξουν μα­κρι­ά τά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα, νά θυ­σι­ά­σουν μι­ά θέ­ση πού θά μπο­ροῦ­σε νά φα­νῆ ὅτι τήν κέρ­δι­σαν. Ὁ Σω­κρά­της εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος νά προ­χω­ρῆ μέ ἀρ­γό ρυθ­μό. Βρί­σκει ὅτι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­ζη­τᾶς πα­ρά νά βρί­σκης, κα­λύ­τε­ρα νά μή φτά­νης πο­τέ στό τέρ­μα πα­ρά νά φτά­νης σέ ὄ­χι σω­στό τέρ­μα.

Τοῦ­το ἦ­ταν τό πνεῦ­μα του σέ ὅλη του τή ζω­ή, κι οὔ­τε τό ἐγ­κα­τά­λει­ψε τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του του. Κα­τά τήν τε­λευ­ταί­α συ­νο­μι­λί­α τοῦ Σω­κρά­τη καί τῶν φί­λων του, ἐνῶ πε­ρί­με­ναν τόν ἄν­θρω­πο πού θά ἔ­φερ­νε τό κύ­πελ­λο μέ τό κώ­νει­ο, ἡ συ­ζή­τη­σή τους στρά­φη­κε γύ­ρω στήν ἀ­θα­να­σί­α. Τού­τη τήν ὥ­ρα ἡ ἀν­θρώπι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μπο­ροῦ­σε πο­λύ κα­λά νά ἀ­παι­τή­ση ὅ,τι τῆς ὀ­φείλουν, καί ὁ δά­σκα­λος καί οἱ μα­θη­τές του, πού ἡ συν­τρο­φιά τους ἐ­πρό­κει­το γρή­γο­ρα νά δι­α­λυ­θῆ, ξό­δε­ψαν τίς τε­λευ­ταῖ­ες αὐ­τές στιγ­μές στήν ἐ­πι­εί­κει­α μιᾶς ἐλ­πί­δας πού γα­λη­νεύ­ει. Με­ρι­κοί ἀ­πό τή συν­τρο­φιά ἤ­θε­λαν νά γί­νη αὐ­το· ὁ Σω­κρά­της ὄ­χι πο­λύ. Νά τά λό­γι­α του: «Αἰ­σθά­νο­μαι τού­τη τή στιγ­μή ὅτι δέν ἔ­χω τή δι­ά­θε­ση τοῦ φι­λο­σό­φου· ὅπως ἀ­κρι­βῶς οἱ ἀ­παί­δευ­τοι, αἰ­σθά­νο­μαι ὅτι εἶ­μαι «φι­λό­νι­κος». Αὐ­τοί, ὅταν πέ­σουν σέ συ­ζή­τη­ση γιά κά­τι, δέ φρον­τί­ζουν κα­θό­λου γιά τά δι­και­ώ­μα­τα τοῦ λό­γου· ἡ μό­νη τους προ­θυ­μί­α εἶ­ναι νά πεί­σουν τούς ἀ­κρο­α­τές τους γιά ὅ,τι αὐ­τοί βε­βαι­ώ­νουν. Ἡ μό­νη δι­α­φο­ρά πού ἔ­χω ἀ­πό αὐ­τούς τώ­ρα εἶναι τού­τη-νά, ἐ­γώ δέν κοι­τά­ζω πῶς νά πεί­σω τούς παρόν­τες, ὅπως ἐκεῖ­νοι, γι’ αὐ­τά πού νο­μί­ζω ὅτι εἶναι σω­στά, κοι­τά­ζω μᾶλ­λον πῶς νά πεί­σω τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό μου. Γι­α­τί σκέ­πτο­μαι, ἀ­γα­πη­τέ μου φί­λε (δές μέ πό­ση πλε­ο­νε­ξί­α) ὅτι, ἄν εἶναι ἀ­λή­θει­α ὅσα λέ­γω, κα­λό εἶναι νά πει­στῶ σ’ αὐ­τά (εἶ­χε ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὁ Σω­κρά­της τήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς)· ἄν ὅμως δέν ὑ­πάρ­χη τί­πο­τα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό θά­να­το, πά­λι, σέ τοῦ­το τό λί­γο χρό­νο πού μου μέ­νει, δέ θά τα­λαι­πω­ρή­σω τούς φί­λους μου μέ ὀ­δυρ­μούς, κι οὔ­τε θά εἶ­χα πο­λύ και­ρό νά σκε­φτῶ ἀ­πά­νω στήν ἄ­γνοι­ά μου (θά ἦ­ταν κα­κό ἀλ­λι­ῶς), μό­νο θά χα­θῆ κι αὐ­τή σέ λί­γο μα­ζί μου. Ἔ­τσι ἑ­τοι­μα­σμέ­νος, Σιμ­μί­α καί Κέ­βη, ἔρ­χο­μαι στό ἐ­πι­χεί­ρη­μά μας. Καί σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νά μή νοι­ά­ζε­στε γιά τό Σω­κρά­τη, νά ἐν­δι­α­φερ­θῆ­τε μᾶλ­λον γιά τήν ἀ­λή­θει­α· συμ­φω­νῆ­στε μα­ζί μου, ἄν σᾶς φαί­νω­μαι ὅτι λέ­γω τήν ἀ­λή­θει­α· ἄν ὄ­χι, νά προ­βά­λε­τε ἐ­ναν­τίον μου ὅλα σᾶς τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα· προ­σέ­ξε­τε μήν ἀ­πα­τή­σω μέ τό ζῆ­λο μου καί σας καί τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό μου καί, χώ­νον­τας σάν τή μέ­λισ­σα τό κεν­τρί μου, σᾶς ἀ­φή­σω καί φύ­γω. Καί τώ­ρα ἄς προ­χω­ρή­σω­με»[14].

Ὁ Μπάρ­νετ γρά­φει γιά τόν Σέρ Χάρ­ρυ Βαί­ϊν ὅτι ἀ­νῆ­κε «στήν αἵ­ρε­ση πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν «Ζη­τη­τές», για­τί κα­μι­ά μορ­φή γνώ­μης ἀ­πό ὅσες ὑ­πάρ­χουν δέν τούς ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε· πέρί­με­ναν πάν­τα ἄλ­λες πα­ρα­πέ­ρα ἀ­πο­κα­λύ­ψεις»[15]. Κι ὁ Σω­κρά­της ἀ­νῆ­κε σ' αὐ­τή τήν αἵ­ρε­ση. Αὐ­τό τόν κά­νει ἐ­ξορ­γι­στι­κό στό διά­βα­σμα· οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό μᾶς προ­τι­μοῦν ὁ­ρι­στι­κές ἀ­πο­φάν­σεις, καί βρί­σκουν ἐ­ξορ­γι­στι­κή τήν ἀ­ο­ρι­στί­α τοῦ Ἕλ­λη­να φι­λο­σό­φου. Γι­α­τί ἡ μέ­θο­δος τοῦ Σω­κρά­τη πη­γαί­νει ἀν­τίθε­τα πρός τό ἀν­θρώ­πι­νο ἔν­στι­κτο, πού ζη­τᾶ ὁ­ρι­στι­κά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα, πού προ­σκολ­λᾶ­ται στίς κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες ἰ­δέ­ες του καί δέ θέ­λει νά τίς θυ­σι­ά­ση γιά τέ­τοια προ­βλη­μα­τι­κά κέρ­δη. Ὅμως αὐ­τός ὁ σκε­πτι­κι­σμός, αὐ­τή ἡ προ­θυ­μί­α νά ἐ­ξε­τά­ζης καί πά­λι νά ἐ­ξε­τά­ζης ὡς ὅτου φτά­σης τήν ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα, εἶ­ναι τό προ­οί­μι­ο τῆς πραγ­μα­τι­κῆς γνώ­σης. Γι­α­τί ση­μαί­νει τέ­λει­α ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά ὁτι­δή­πο­τε ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἐ­πει­δή ὁ Σω­κρά­της ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τό κα­τά­λα­βε καί τό ἐ­φάρ­μο­σε, ση­μει­ώ­νει ἐ­πο­χή στόν κό­σμο. Ἄν ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­χε να­ούς σάν τίς «κα­θε­δρά­λες» μέ πο­λύ­χρω­μες ὑ­α­λο­γρα­φί­ες, μπο­ροῦ­με νά φαν­τα­στοῦ­με ἕ­ναν καλ­λι­τέ­χνη νά πα­ρα­δί­νη στή μνή­μη μας τή γε­νε­α­λο­γί­α της μέ σχέ­δι­ο ἀ­νά­λο­γο πρός ὑ­α­λο­πί­να­κα πού ἀ­πει­κο­νί­ζει τή γε­νε­α­λο­γί­α τοῦ Ἰ­εσ­σαί. Στό κά­τω κά­τω μέ­ρος, ἐ­κεῖ ὅπου ἡ θρη­σκεί­α ἐν­θρο­νί­ζει τόν Ἑ­βραῖ­ο γαι­ο­κτή­μο­να, πού ἀ­πό τά νε­φρά του φύ­τρω­σε τό δέν­τρο τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης, ἡ Ἐ­πι­στή­μη θά μπο­ροῦ­σε πο­λύ σω­στά νά το­πο­θε­τή­ση τόν Ἀ­θη­ναῖ­ο, πού εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας τῶν πι­ό με­γά­λων γιῶν της. Κι οὔ­τε, ἄν χρει­ά­ζον­ταν ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κές φρά­σεις καί κεί­με­να, θά ἦ­ταν εὔ­κο­λο νά πα­ρα­βλέ­ψω­με λό­γι­α πού, ἄν δέν εἶ­ναι δι­κά του, ἦ­ταν ἐμ­πνευ­σμέ­να ἀ­π’ αὐ­τόν. «Εἶ­μαι ἀ­πό ἐ­κείνους πού μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση θά δέ­χον­ταν τόν ἔ­λεγ­χο, ἄν λέ­γω κά­τι πού δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, καί πού μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση πά­λι θά ἔ­λεγ­χαν τόν ἄλ­λον, ὅταν λέ­γη κά­τι πού δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, καί πού δέ θά δέ­χον­ταν μέ λι­γό­τε­ρη εὐ­χα­ρί­στη­ση τόν ἔ­λεγ­χο, για­τί τοῦ­το δῶ νο­μί­ζω ὅτι εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­γα­θό, ὅσο πι­ό με­γά­λο ἀ­γα­θό εἶ­ναι νά ἀ­παλ­λα­γῆς ὁ ἴ­διος ἀ­πό τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό πα­ρά νά ἀ­παλ­λά­ξης ἄλ­λον»[16]. Ἤ πά­λι: «Πα­ρα­κα­λῶ τό θε­ό νά κά­μη νά δι­α­σω­θοῦν τά λό­γι­ά μου, ὅσα εἰ­πώ­θη­καν σω­στά· κι ἄν κά­τι εἶ­πα, χω­ρίς νά τό θέ­λω, ὄ­χι σω­στό, νά μοῦ βά­λη τήν πρέ­που­σα τι­μω­ρί­α σέ ὅ­ποιον πλα­νι­έ­ται. Καί ἡ σω­στή τι­μω­ρί­α εἶ­ναι νά μέ δι­ορ­θώ­ση»[17]. Ἄν ὁ Σω­κρά­της δέν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ἐ­πι­στήμονας, ἤ­ξε­ρε τό πνεῦ­μα μέ τό ὁ­ποῖο ζῆ ἡ ἐ­πι­στή­μη.

Αὐ­τή τό­τε ἦ­ταν ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­πί­δο­ση τόν πέμ­πτο αἰώνα στήν Ἀθήνα.

Εἶ­ναι δυ­σκο­λο­τε­ρο νά πε­ρι­γρά­ψω­με τήν τρί­τη ἐ­πί­δο­ση. Θά ἦ­ταν πα­ρα­πλα­νη­τι­κό νά τήν ὀ­νο­μά­σω­με ἠ­θι­κή ἐ­πί­δο­ση. Θά μπο­ρού­σα­με ἴ­σως νά τήν πού­με ζω­ο­γό­νη­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τήν ἠ­θι­κή. Ὑ­πῆρ­χε στήν Ἀθήνα μί­α κί­νη­ση πού πο­λύ ἔ­μοι­α­ζε μέ τήν κί­νη­ση πού εἴ­χα­με στίς ἡ­μέ­ρες μας. Στή σύγ­χρο­νη Εὐ­ρώ­πη οἱ ἐ­πι­θέ­σεις πού ἔ­γι­ναν ἀ­πό τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα ἐ­ναν­τί­ον τῶν γιά πο­λύ και­ρό ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­των πα­ρα­δό­σε­ων τῆς θρη­σκεί­ας καί τῆς δι­α­γω­γῆς γέ­μι­σαν τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα μέ συ­ζη­τή­σεις γι’ αὐ­τά τά πράγ­μα­τα. Ἡ ἠ­θι­κή πέ­ρα­σε ἔ­ξω ἀ­πό τή με­λέ­τη τοῦ φι­λο­σό­φου, τή θρη­σκεί­α τήν κή­ρυτ­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν. Οἱ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φοι καί οἱ δρα­μα­τουρ­γοί ἔ­γι­ναν κή­ρυ­κες· Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες μᾶς προ­μη­θεύ­ουν κα­θη­με­ρι­νῶς νέ­ες πί­στεις. Οἱ δη­μο­σι­ο­γρά­φοι τίς ἀν­τι­γρά­φουν οἱ ἐκ­δό­τες τίς ἐκ­δί­δουν σέ ἀ­κρι­βά ἐγ­χει­ρί­δι­α. Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἔ­γι­νε τόν πέμ­πτο αἰώνα πρό Χρι­στοῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­φέ­ρον­ταν βα­θι­ά γιά τήν ἠθική, ὅπως ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά κά­μουν μέ τίς τό­τε συν­θῆ­κες. Για­τί στήν Ἀθήνα τό κα­θε­τί τό­τε τό ἔ­λεγ­χαν καί ἡ ἠθική ἡ ἴ­δια δέν ξέ­φυ­γε τόν ἔ­λεγ­χο. Ὅπως ὁ Σῶ καί ὁ Γου­έλ­λς προ­σβάλ­λουν τούς νό­μους μας γιά τό γά­μο, ἔ­τσι κι οἱ σο­φι­στές ἄ­νοι­γαν τρύ­πες στά ἰ­δε­ώ­δη τῆς παλι­ᾶς ἐ­πο­χῆς τῶν «Μαραθω­νομάχων» καί τά συ­νέ­θλιβ­σν γιά νά βρο­ῦν ἔ­δα­φος γιά τίς ἀ­ρε­τές τους. Ἔ­τσι τά προ­βλή­μα­τα τῆς δι­α­γω­γῆς τά ἔ­φε­ραν μέ δύ­να­μη στό νο­ῦ τῶν ἀν­θρώ­πων.

Αὐ­τό δέ σή­μαι­νε ἀ­ναγ­κα­στι­κά ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­γι­ναν κα­λύ­τε­ροι. Ἡ σκέ­ψη γύ­ρω στήν ἠθική συ­χνά ὑ­πο­κα­θι­στᾶ τήν πρά­ξη τῆς ἠ­θι­κῆς, καί φαί­νε­ται κα­τά κά­ποιο νό­μο τῆς φύ­σης μας νά ἐ­πι­τε­λῆ, ὅπως θά μπο­ροῦ­σε νά πῆ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, μι­ά κά­θαρ­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη καί ἡ ὑ­πό­θε­ση, ὅτι, ὅταν οἱ ἄν­θρω­ποι μι­λοῦν πο­λύ γιά τό σω­στό, θά τό ἐ­φαρ­μό­ζουν λί­γο καί στήν πρά­ξη, καί εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅτι με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι στήν Ἀθήνα προ­σπα­θοῦ­σαν νά κά­νουν ὅ,τι ἐ­κή­ρυτ­ταν, καί νά πεί­θουν καί τούς ἄλ­λους νά κά­νουν τό ἴ­διο. Πρῶ­τος πρῶ­τος σ' αὐ­τό ἦ­ταν ὁ Σω­κρά­της. Μέ τόν ξη­ρό του τρό­πο μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ Ξε­νο­φῶν πῶς ὁ Σω­κρά­της «συ­ζη­τοῦ­σε πάν­τα γιά ὅσα ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν ἄν­θρω­πο ἐ­ξε­τά­ζον­τας «τί εὐ­σε­βές, τί ἄ­σε­βες, τί κα­λόν, τί αἰ­σχρόν, τί δί­και­ον, τί ἄ­δι­κον, τί σω­φρο­σύ­νη, τί μα­νί­α, τί ἀνδρεί­α, τί δει­λί­α, τί πό­λις, τί πο­λι­τι­κός, τί ἀρχή ἀνθρώπων, τί ἀρ­χι­κός ἀνθρώπων» καί ὅσα ἄλ­λα ἐ­νό­μι­ζε ὅτι ὅσους τά ξέ­ρουν τούς κά­νουν καλούς κ άγαθούς, κι ὅσους δέν τά ξέ­ρουν ὅτι σω­στό εἶ­ναι νά τούς ὀ­νο­μά­ζουν ἀν­δρά­πο­δα»[18]. Ὁ Πλά­των, μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη γρα­φι­κό­τη­τα, βά­ζει τό δά­σκα­λό του νά δι­α­κη­ρύσ­ση ὁ ἴ­διος τήν ἀ­πο­στο­λή του. «Ὅ­σο ἀ­να­πνέ­ω, ἄν­τρες Ἀ­θη­ναῖ­οι, καί ἔ­χω δύ­να­μη, πο­τέ δέ θά πά­ψω νά φι­λο­σο­φῶ πα­ρο­τρύ­νον­τας καί συμ­βου­λεύ­ον­τας ὅ­ποιον βρί­σκω μπρο­στά μου, καί λέ­γον­τάς του κα­τά τή συ­νή­θει­ά μου: ἄ­κου­σε, ἄ­ρι­στε ἄν­θρω­πε· εἶ­σαι Ἀ­θη­ναῖ­ος, πο­λί­της τῆς πι­ό με­γά­λης πο­λι­τεί­ας, αὐ­τῆς πού ἔ­χει τή με­γα­λύ­τε­ρη φή­μη γιά τή δύ­να­μη καί τή σοφί­α της· δέ ντρέ­πε­σαι λοι­πόν νά φρον­τί­ζης πῶς θά μα­ζέ­ψης τά πι­ό πολ­λά πλού­τη καί δό­ξα καί τι­μές, καί νά μήν νοι­ά­ζε­σαι οὔ­τε νά φρον­τί­ζης γιά τή σο­φί­α καί τήν ἀ­λή­θει­α καί γιά τήν ψυ­χή σου, πῶς θά τήν κά­νης ὅλο καί πι­ό κα­λή;.... Αὐ­τά θά τά ἐ­πα­ναλά­βω σέ ὅ­ποιον συ­ναν­τή­σω, καί νέ­ο καί γέ­ρο, καί συμ­πο­λί­τη καί ξέ­νο, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς συμ­πο­λί­τες, για­τί μου εἴσα­στε πι­ό δι­κοί μου. Για­τί, νά ξέ­ρε­τε κα­λά, αὐ­τά μέ προ­στά­ζει ὁ θε­ός. Καί πι­στεύ­ω ἐ­γώ ὅτι πο­τέ δέν ἔ­γι­νε με­γα­λύ­τε­ρο κα­λό στήν πό­λη μας ἀ­πό τή δι­κή μου ὑ­πη­ρε­σί­α πρός τό θε­ό. Για­τί ἐγώ δέν κά­νω ἄλ­λο ἀ­πό τό νά τρι­γυ­ρί­ζω τήν πό­λη καί νά προ­σπα­θῶ νά σᾶς πεί­σω καί νέ­ους καί γέ­ρους νά μή φρον­τί­ζε­τε γιά τό σῶ­μα σας μή­τε γιά τήν πε­ρι­ου­σί­α σας πρῶ­τα, οὔ­τε τό­σο πο­λύ, ἄλ­λα νά φρον­τί­ζε­τε πρῶ­τα γιά τήν ψυ­χή σας, πῶς θά γί­νη ὅσο τό δυ­να­τό ἄ­ρι­στη. Ἐ­γώ εἶ­μαι σάν ἀ­λο­γό­μυ­γα προ­σκολλη­μέ­νος ἀ­πό τό θε­ό στήν πό­λη, πού ἀ­πό τό πρω­ί ὡς τό βρά­δυ σέ ὅλα τά μέ­ρη δέν παύ­ω νά σᾶς προ­τρέ­πω, νά σᾶς πεί­θω, ν­ά σᾶς μαλ­λώ­νω»[19].

Ἡ ἀ­πο­στο­λή του εἶναι ἡ ἀ­πο­στο­λή τοῦ προ­φή­τη: ὁ Σω­κρά­της θέ­λει νά πεί­ση τό λα­ό του γιά τήν ἁ­μαρ­τί­α του. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει κά­τι στή μέ­θο­δό του πού δέν τό βρί­σκο­με στόν Ἠ­σα­ΐα καί τούς ὁ­μο­τί­μους του. Ὁ Σω­κρά­της δέ γε­μί­ζει τήν Ἀθήνα μέ κα­ταγ­γε­λί­ες τοῦ κα­κοῦ, οὔ­τε βρον­τᾶ ἐ­ναν­τί­ον ἑ­νός ἔ­νο­χου λα­ο­ῦ, οὔ­τε ἀ­γω­νί­ζε­ται, οὔ­τε φω­νά­ζει, οὔτε γε­μί­ζει τούς δρό­μους τῆς πα­τρί­δας του μέ τή λα­κω­νι­κή προ­ει­δο­ποί­η­ση ὅτι σέ σα­ράν­τα μέ­ρες θά κα­τα­τρο­πω­θῆ ἡ Ἀθήνα. Ἀ­πει­λές καί τρό­μος δέν ὑ­πῆρ­χαν στή δι­κή του τή μέ­θο­δο. Συ­νι­στο­ῦ­σε ἀν­τί­θε­τα ἥ­συ­χα στούς ἀ­κρο­α­τές του ἕ­να πα­λιό Ἑλ­λη­νι­κό γνω­μι­κό: γνῶ­θι σαυ­τόν. Νά γνω­ρί­ση κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του, τίς δυ­νά­μεις του καί τά ὅρι­ά του, νά γνω­ρί­ζη σέ πό­σο βαθ­μό αὐ­τός ὁ ἴδι­ος ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται πραγ­μα­τι­κά μέ χρή­μα­τα, ἤ δό­ξα, ἤ δύ­να­μη, νά ξέ­ρη τά πράγ­μα­τα πού ἀ­νή­κουν στήν ἡ­συ­χί­α τοῦ ἑ­αυ­το­ῦ του­—­αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­δι­ά­κο­πη συμ­βου­λή του. Λό­γος, κοι­νός νοῦς, κοί­ταγ­μα τῶν πραγ­μά­των κα­τά προ­σω­πο­—­μέ αὐ­τό (σκε­φτό­ταν) μπο­ροῦ­σε νά σω­θῆ ὁ κό­σμος. Ἔ­τσι κά­θε μέ­ρα «πρω­ί πρω­ί[20] τόν ἔ­βρι­σκες στούς «πε­ρι­πά­τους καί τά γυ­μνά­σι­α» καί τήν ἀ­γο­ρά «νά ἐ­ρω­τᾶ καί νά ἀ­παν­τᾶ σέ ἐ­ρώ­τη­σεις», μέ τήν ἁ­πλή πί­στη ὅτι τε­λι­κά τό «ἄ­λο­γον» εἶναι πι­ό ἀ­δύ­να­το ἀ­πό «τόν λό­γον», ἡ πρό­λη­ψη ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἐ­δῶ λοι­πόν ἔ­χο­με τό γά­μο τῆς σκέ­ψης μέ τήν ἠθική, τῆς σο­φί­ας μέ τήν ἀρετή, πού τό­σο χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν Ἑλ­λά­δα καί πού, ἀ­πό ὅλα της μά­λι­στα τά φαι­νό­με­να, εἶ­ναι ἴσως τό πι­ό πα­ρά­ξε­νο γιά μᾶς. Αἰ­σθά­νε­ται ὁ Ἀγ­γλος λο­γι­κή ἀ­γά­πη γιά τήν κα­λο­σύ­νη, δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀγάπη πού γι' αὐ­τήν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἔ­γρα­φε:

τᾷ Σο­φίᾳ πα­ρέ­δρους πέμ­πειν Ἔ­ρω­τας,
παν­τοί­ας ἀ­ρε­τάς ξυ­νερ­γούς[21]

(Νά στέλ­νη στή Σο­φί­α συμ­πα­ρα­στά­τες
Ἔ­ρω­τες, βο­η­θούς σέ κά­θε ἀρετή).

Τί θαυ­μά­σι­α φρά­ση, ἀλ­λά καί πό­σο ξέ­νη ἀ­πό τους δι­κούς μας τρό­πους αἰ­σθή­μα­τος! Ση­μεί­ω­σε τά τρί­α στοι­χεῖ­α τά ἀ­ξεδι­ά­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­να­—­σο­φί­α, ἀ­ρε­τή, ἔ­ρω­ς—­τήν ἀ­ρε­τή νά πηγά­ζη ἀ­πό τή σο­φί­α καί νά δι­ε­γεί­ρη τή γε­μά­τη πά­θος ἐ­πι­θυ­μί­α μέ τήν ὀ­μορ­φιά της. Ἡ ἀ­ρε­τή μας δέν εἶ­ναι τέ­τοιου εἴ­δους. Πη­γά­ζει μέ ποι­κί­λους τρό­πους ἀ­πό τήν εὐ­συ­νει­δη­σί­α, ἀ­πό τό σε­βα­σμό, ἀ­πό Που­ρι­τα­νι­κό ἔν­στι­κτο νά νε­κρώ­σουν τή σάρ­κα. Ἀλ­λά δέν εἶναι «κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στή σο­φί­α»· ἤ ὅπου εἶ­ναι κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στή σο­φί­α, ὅπως σέ ἀν­θρώ­πους σάν τόν Τζών Στού­αρτ Μίλλ, τό­τε μα­ζί της βρί­σκε­ται κά­τι τό ἄ­χα­ρο, πού δέ δι­ε­γεί­ρει κα­θό­λου τόν γε­μά­το πά­θος ἔ­ρω­τα γιά τόν ὁ­ποῖο ἔ­γρα­ψεν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης: Εἶ­ναι μό­νο «νε­κρό σῶ­μα τῆς εὐ­σέ­βει­ας μέ λί­γο ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λά μέ τήν πε­ρισ­σό­τε­ρη οὐ­σί­α της»[22]. Μᾶς κι­νεῖ πρός τή φι­λί­α, ὄχι πρός τόν ἔ­ρω­τα. Ἴσως μό­νο κα­τά τήν ἐ­πο­χή πού ἡ Ἀγ­γλι­κή σκέ­ψη ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε ἀ­πό τή Ρώ­μη καί ξα­νά­χτι­ζε τή θε­ο­λο­γί­α, καί χαι­ρό­ταν τή δύ­να­μη τῆς νέ­ας ἀ­λή­θει­ας πού βρῆ­καν, ἴ­σως μό­νο τό­τε βρί­σκο­με ὅτι ὁ λό­γος ἦ­ταν ἀ­ξι­α­γά­πη­τος, ἐ­πει­δή ὁ­δη­γοῦ­σε στήν ἀ­ρε­τή, καί ὅτι ἡ ἀρετή ἦ­ταν σω­στή, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἔλ­λο­γη, καί ὡ­ραί­α καί γιά τή λο­γι­κό­τη­τά της καί γιά τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό της. «Ὁ σκο­πός, λοι­πόν, τῆς μά­θη­σης εἶναι νά ἐ­πισκευ­ά­σω­με τά ἐ­ρεί­πι­α τῶν πρώ­των μας γο­νέ­ων ξα­να­κερ­δί­ζον­τας σω­στά τή γνώ­ση γιά τό θε­ό, κι ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τή τή γνώ­ση νά τόν ἀ­γα­ποῦ­με, νά τόν μι­μού­μα­στε, νά τοῦ μοιά­ζωμε, ὅσο μπο­ροῦ­με ἀ­πό πι­ό κον­τά, νά κα­τα­κτοῦ­με τίς ψυ­χές μας μέ ἀ­λη­θι­νή ἀρετή». Καί πά­λι:

Πό­σο γο­η­τευ­τι­κή εἶν’ ἡ θεί­α φι­λο­σο­φί­α!
Τρα­χιά, στυ­φή, οἱ τρε­λοί, οἱ ἠ­λί­θι­οι τή νο­μί­ζουν.
Αὐ­τή εἶναι μου­σι­κή σάν ἀ­πολ­λώ­νι­α λύ­ρα,
συμ­πό­σι­ο ἀ­δι­ά­κο­πο ἀ­πό γλύ­κες ὅλο νέ­κταρ [23].

Σ’ αὐ­τά τά χω­ρί­α βρί­σκε­ται τό ἀ­λη­θι­νό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα. Ἀλλά τό ἔ­σβη­σε καί ἡ παι­δεί­α μας καί ἡ φι­λο­σο­φί­α μας: καί ὥ­σπου νά ξα­να­γυ­ρί­ση, οὔ­τε ἡ παι­δεί­α μας οὔ­τε ἡ φι­λο­σο­φί­α μας θά φτά­σουν τά ὕ­ψη ὅπου εἶναι ἡ θέ­ση πού τούς ται­ριά­ζει νά κά­νουν τόν πε­ρί­πα­τό τους.

Ἄς στα­μα­τή­σω­με ἐ­δῶ γιά λί­γο, νά ρί­ξω­με τό βλέμ­μα μας σέ ἕ­να δεῖγ­μα τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ πέμ­πτου αἰώνα, σέ ἕ­να «σύγ­χρο­νο» ἄν­θρω­πο. Τό πα­ρά­δειγ­μά μας δέν εἶ­ναι ὁ Σω­κρά­της, πού εἶ­ναι μο­να­δι­κός σχε­δόν γιά τήν ἐκ­κεν­τρι­κό­τη­τά του. Εἶ­ναι ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῶν στί­χων πού μό­λις πρίν πα­ρα­θέ­σα­με.

Με­λέ­τη­σε τίς ὀ­νο­μα­στι­κές πε­ποι­θή­σεις τῆς κοι­νω­νί­ας μέ­σα στήν ὁ­ποία γεν­νή­θη­κε, τίς πε­ποι­θή­σεις πού κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τή γέν­νη­σή του ὡς δι­και­ώ­μα­τα. Με­λέ­τη­σε τή Βί­βλο του, τήν πα­ρα­δο­μέ­νη μυ­θο­λο­γί­α. Τοῦ δί­δα­ξε ὅτι ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί θε­οί, ἀρ­σε­νι­κοί καί θη­λυ­κοί, καί ὅτι μό­νο ἕ­νας ἀπ’ αὐ­τούς (μι­ά θε­ά) δέν εἶχε νό­θα παι­διά· ἡ θε­ά αὐτή εἶ­χε ἕ­να βω­μό πά­νω στόν ὁ­ποῖο θυ­σί­α­ζαν ἀν­θρω­πι­νά ὄν­τα. Ὁ Δί­ας πλά­νευ­ε τίς γυ­ναῖ­κες καί τίς θυ­γα­τέ­ρες ἀν­θρώ­πων, κι ἡ δι­κή του γυ­ναί­κα πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν βα­σα­νί­ζον­τας αὐ­τές τίς γυ­ναῖ­κες καί τά παι­διά τους· ἡ Ἀ­φρο­δί­τη τι­μω­ροῦ­σε τήν ὑ­περ­βο­λι­κή ἁ­γνό­τη­τα, ἡ Ἀρ­τέ­μι­δα τήν ἐ­πλή- ρω­νε κα­τα­δι­ώ­κον­τας τίς εὐ­νο­ού­με­νές της. Οἱ ἀν­θρώ­πι­νοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς Βί­βλου μό­λις πού ἦταν λι­γό­τε­ρο ἀ­κη­λί­δω­τοι κι ἄς ἔ­φερ­ναν ὀ­νό­μα­τα σάν τοῦ­τα ἐ­δῶ: Ἀ­γα­μέ­μνο­νας, Ἑ­λέ­νη, Με­νέ­λα­ος, Ὀ­δυσ­σέ­ας, κι ἄς τούς εἶ­χαν ὑ­μνή­σει οἱ ποι­η­τές τῆς χώ­ρας του. Ἡ Ἑ­λέ­νη, ἀφοῦ ἄ­φη­σε τόν ἄν­τρα της κι ἔ­φυ­γε μα­κρι­ά μέ ἕ­ναν ξέ­νο, δέ­χτη­κε νά σκο­τώ­νων­ται γι’ αὐ­τήν χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι μέ­σα στήν κα­τα­στρε­πτι­κή ἀ­θλι­ό­τη­τα τοῦ δε­κά­χρο­νου πο­λέ­μου. Ὁ Ἀ­γα­μέ­μνο­νας, γιά νά εὐ­ο­δω­θῆ ἡ ἐκ­στρα­τεί­α του γιά τήν ἐ­πα­να­φο­ρά αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας, τῆς ἀ­κό­λα­στης συ­ζύ­γου τοῦ ἀ­δελ­φο­ῦ του, πῆ­ρε μέ δό­λο τήν κό­ρη του, ὅταν ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό σπί­τι του, δι­α­κη­ρύσ­σον­τας ὅτι ἐ­πι­θυ­μεῖ νά τήν παντρέ­ψη μέ τόν Ἀ­χιλ­λέ­α, καί ὕ­στε­ρα τή θυ­σί­α­σε σέ μι­ά θε­ά· ἅρ­πα­ξε ἀ­πό τόν κα­λύ­τε­ρο σύμ­μα­χό του μι­ά σκλά­βα κό­ρη πού τήν ἐ­ποφθαλ­μι­οῦ­σε γιά παλ­λα­κί­δα του, καί μέ τήν προ­σβο­λή πού τοῦ ἔ­κα­με πα­ρά λί­γο νά κα­τα­στρέ­ψη τό στρα­τό του· στό τέ­λος πρό­σβα­λε βα­ρι­ά τά αἰ­σθή­μα­τα τῆς γυ­ναί­κας του μέ τό νά φέρ­νη μα­ζί του στό σπί­τι του, μέ­σα στό ἅρ­μα του, δεύ­τε­ρη σύ­νευ­νο[24].

Ὁ Ὅμηρος ὅμως δέν ἔ­βλε­πε ἀ­δυ­να­μί­α σ’ αὐ­τούς τούς θε­ούς καί τούς ἀν­θρώ­πους, μό­νο λά­τρευ­ε τούς πρώ­τους καί ὑ­μνοῦ­σε τούς ἄλ­λους, μέ ὅ­λη τήν κα­λή πί­στη, τι­μών­τας τό Δί­α σάν «ἀ­νώ­τα­το κυ­βερ­νή­τη» καί τόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να σάν «ἄ­να­κτα ἄν­δρων» Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης τό βρῆ­κε δύ­σκο­λο νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση.

Ὅ­μοι­α δύ­σκο­λο βρῆ­κε, μέ τό ὀ­ξύ, τό κρι­τι­κό μυα­λό του, νά ἀ­κο­λου­θή­ση ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες πού οἱ προ­γε­νέ­στε­ροί του τίς δέ­χτη­καν. Ὅταν ὁ Ὀ­ρέ­στης σκό­τω­σε τή μη­τέ­ρα του, ὁ Αἰ­σχύ­λος πί­στευ­ε ὅτι ὁ τό­πος γέ­μι­σε μέ γυ­ναῖ­κες, φι­δο­πλό­κα­μες, πού κυ­νη­γοῦ­σαν τό φο­νιά, φω­νά­ζον­τας, ὅταν μυ­ρί­ζον­ταν αἷ­μα· καί ὅτι τίς γυ­ναῖ­κες αὐ­τές τίς ἔ­βλε­παν καί ὅσοι ἦ­ταν ἐκεῖ. Μπρο­στά στό κρι­τι­κό μά­τι τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή ἔ­γι­νε κομ­μά­τια.

Εἶναι ἀ­λή­θει­α ὅτι στήν Ἰ­φι­γέ­νει­α ὁ Ὀ­ρέ­στης ὑ­πο­θέ­τει ὅτι τόν κυ­νη­γοῦν αὐ­τά τά πλά­σμα­τα. Ἀλ­λά τά πλά­σμα­τα αὐτά δέν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στή σκη­νή καί κα­νείς ἄλ­λος δέν τά β­λέπει οὔ­τε μι­λᾶ γι’ αὐ­τά. Ἕνας χω­ρι­κός πε­ρι­γρά­φει πῶς πα­ρα­κο­λού­θη­σε τόν Ὀρέστη νά πα­λεύ­η μέ κά­τι πού ἐ­κεῖ­νος τό ὀ­νό­μα­ζε Ἐ­ρινύ­ες. Ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­γρό­της δέν εἶ­δε τέ­τοια πράγ­μα­τα, εἶ­δε μό­νο τόν Ὀ­ρέ­στη νά σκο­τώ­νη κά­τι ἀ­γε­λά­δες καί νά κα­λῆ τόν κό­σμο γιά μάρ­τυ­ρα ὅτι θα­να­τώ­νει τούς ἐ­χθρούς του[25]. Δί­χως ἀμ­φιβο­λί­α, σάν τόν Αἴ­αν­τα σέ προ­γε­νέ­στε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ὁ Ὀ­ρέ­στης ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή ἦ­ταν ἔ­ξω φρε­νῶν.

Ἤ­ξε­ρε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ὅτι τά παι­διά πού σκό­τω­σαν τή μη­τέ­ρα τους δέν τά ἐ­πι­σκέ­πτον­ται γυ­ναῖ­κες μέ φί­δια στήν κό­μη τους, ἀλ­λά ἤ­ξε­ρε καί τοῦ­το: ὅτι ἡ μη­τρο­κτο­νί­α τι­μω­ρι­έ­ται. Μᾶς δεί­χνει στόν Ὀ­ρέ­στη μέ τί τι­μω­ρί­α. Ὅταν ἀρ­χί­ζη τό ἔρ­γο, ὁ Ὀ­ρέ­στης πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι, χλω­μός καί ἀ­δύ­να­τος, μέ ἀ­φρούς στά χεί­λη, μέ τή μα­κρι­ά του κό­μη σέ ἀ­κατα­στα­σί­α· ἡ ἀ­δελ­φή του τόν προ­σέ­χει. Δέ θέ­λει νά φά­γη: δέ θέ­λει νά πλυ­θῆ: σφίγ­γε­ται ἄ­τα­κτα μέ τά σκε­πά­σμα­τά του καί βα­ρι­α­να­στε­νά­ζει. Ἀ­πό ὥ­ρα σέ ὥ­ρα βλέ­πει στόν ἀ­έ­ρα σκυ­λό­μορ­φα ὄν­τα νά τόν ἀ­πει­λοῦν, τι­νά­ζε­ται, φαν­τά­ζε­ται πώς θά τά σκο­τώ­ση, καί κά­νει κι­νή­σεις ὅτι τεν­τώ­νει τή σφεν­δό­νη καί τι­νά­ζει τό βέ­λος. Αὐ­τοί πού τόν προ­σέ­χουν τόν κρα­τοῦν γε­ρά στό κρεβ­βά­τι, ὥ­σπου νά πε­ρά­ση ὁ πα­ρο­ξυ­σμός. Τό­τε συ­νέρ­χε­ται καί ξα­πλω­μέ­νος ἐ­κεῖ φω­νά­ζει ἀ­πελ­πι­σμέ­να καί «ἔμφρων δακρύ­ει»—σέ κα­τά­στα­ση πι­ό κου­ρα­στι­κή γιά τήν τρο­φό του ἀ­πό τή μα­νί­α του. Σκέ­ψου τή φρί­κη αὐ­τῆς τῆς σκη­νῆς. Καί βά­στα­ξε αὐ­τό πέν­τε μέ­ρες[26]. Ἔ­τσι τό παι­δί τοῦ αἰώνα τοῦ Λό­γου με­λέ­τη­σε τήν ποι­νή τοῦ μη­τρο­κτό­νου. Ἦταν μι­ά νευ­ρι­κή δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­να­τα­ρα­χή. Ἦ­ταν, σέ χει­ρό­τε­ρη μορ­φή, ἡ τι­μω­ρί­α τῆς Λαί­δης Μάκ­βεθ.

Πά­ρε ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα. Ἡ μυ­θι­κή πα­ρά­δο­ση ἔ­λε­γε πώς ἡ Ἑ­λέ­νη πα­ρά­τη­σε τόν Ἕλ­λη­να σύ­ζυ­γό της, γιά νά γί­νη γυ­ναί­κα τοῦ Πά­ρη, καί πώς οἱ Ἕλληνες τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν στην Τροί­α, καί τήν κυ­ρί­ε­ψαν, καί πώς ἔ­γι­νε πά­λι ἡ Ἑ­λέ­νη γυ­ναί­κα τοῦ Με­νέ­λα­ου. Ἱ­στο­ρί­α πού φέρ­νει σέ ἀ­μη­χα­νί­α, ἄν θέ­λο­υ­με νά τήν ἐ­λέγ­ξω­με, καί νά ρω­τή­σω­με ἀ­πό κον­τά τί λο­γῆς γυ­ναί­κα θά ἔ­τρε­πε νά εἶ­ναι γιά νά ἐ­νερ­γή­ση ἔ­τσι. Ὁ ἴ­διος ὁ Ὅμηρος ἔ­νι­ω­σε τή δυ­σκο­λί­α, καί ἡ Ἑ­λέ­νη του δέ­χε­ται τό σφάλ­μα της. Εἶναι «κυ­νῶ­πις», ἀ­ναί­σχυν­τη σά σκύ­λα. Γε­νι­κά ὅμως γιά τόν Ὅμηρο εἶ­ναι ἡ δῖα γυναικῶν, ἡ ἐ­ξαί­ρε­τη γυναίκα, μέ τούς ἄ­σπρους βρα­χί­ο­νες καί τό κυ­μα­τι­στό ἱ­μά­τι­ο, πού ἡ ὀ­μορ­φιά της κά­νει ἀ­κό­μη καί τούς Τρω­α­δί­τες νά σκέ­φτων­ται ὅτι ἄ­ξι­ζε τό δε­κά­χρο­νο πό­λε­μο. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶναι πι­ό δι­ε­ρευ­νη­τι­κός στήν ἀ­νά­λυ­σή του γιά τή φύ­ση αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας πού ἐγ­κατά­λει­ψε σπί­τι καί κό­ρη γιά ἕ­να ξέ­νο. Γι’ αὐ­τόν ἡ Ἑ­λέ­νη εἶναι οὐ­σι­α­στι­κά ἡ μα­ται­ό­δο­ξη, ἡ γε­μά­τη ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, ἡ γυναίκα πού τῆς ἀ­ρέ­σει ἡ πο­λυ­τέ­λει­α, καί δέ λυ­πᾶ­ται κό­πους νά κά­μη φανε­ρή τή σκέ­ψη του.

Ὁ ὄ­μορ­φος Πά­ρης τήν γο­ή­τε­ψε, καί τό πλού­σι­ο ἀ­να­το­λί­τι­κο ντύ­σι­μό του· ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν καρ­διά της τήν κέρ­δι­σαν ἀ­σή­μαν­τες μα­ται­ο­δο­ξί­ες·—τό χρυ­σό πε­ρι­λαί­μι­ο τοῦ Πάρη, οἱ πλα­τιές ἀ­να­το­λί­τι­κες πε­ρι­σκε­λί­δες του. Ἡ φαν­τα­σί­α της μα­γεύ­τη­κε. Καί τό­τε το Ἄρ­γος τῆς φά­νη­κε μι­ά φτω­χή Ἑλ­λη­νι­κή πό­λη. Ἡ Τροί­α τῆς πρό­σφε­ρε τά μυ­θι­κά πλού­τη καί τίς πο­λυ­δά­πα­νες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς Ἀ­να­το­λῆς:

Σπάρ­της δ’ ἁ­παλ­λα­χθεῖ­σα τήν Φρυ­γῶν πό­λιν
χρυ­σῷ ρέ­ου­σαν ἤλ­πι­σας κα­τα­κλύ­σειν
δα­πά­ναι­σιν οὐδ’ ἦν ἱ­κα­νά σοι τά Με­νέ­λε­ω
μέ­λα­θρα ταῖς σα­ῖς ἐγ­κα­θυ­βρί­ζειν τρυ­φαῖς[27].

Ἔ­τσι πα­ρά­τη­σε τήν πα­τρί­δα της. Κι ὅταν ἔ­φτα­σε στήν Τροί­α, ἔ­δει­ξε ὅτι ἦ­ταν ἡ τέ­λει­α φι­λά­ρε­σκη, πού ἐ­χλεύ­α­ζε τόν Πά­ρη κά­θε φο­ρά πού οἱ Ἕλληνες κέρ­δι­ζαν στή μά­χη, καί ἔ­τσι ἐ­ξε­ρέ­θι­ζε τήν ἀ­γά­πη του. Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν πε­ρί­τε­χνη ἁ­βρο­φρο­σύ­νη, τίς γο­νυ­κλι­σί­ες καί τόν ἀ­να­το­λί­τι­κο χαι­ρε­τι­σμό, πού τό­σο προ­σβλη­τι­κά καί τό­σο γε­λοῖ­α ἦ­ταν γιά τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα. Καί ὅταν ἦρ­θε τό τέ­λος καί ἔ­πε­σε ἡ Τροί­α καί σκο­τώ­θη­κε ὁ Πά­ρης, ντύ­θη­κε μέ λαμ­πρό­τη­τα­—­δέν της ἔ­λει­ψε πο­τέ ἡ μαται­ο­δο­ξί­α—καί βγῆ­κε νά προϋ­παν­τή­ση τούς Ἕλ­λη­νες[28].

Γυ­ρί­ζον­τας σι­ό Ἄρ­γος, με­σό­κο­πη πιά, ἡ ἴ­δια ἦ­ταν: ἔστι δ’ ἡ πά­λαιγυ­νή. Τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά της εἶναι τά ἐν­δύ­μα­τα, Οἱ κα­θρέ­φτες, καί τά ρι­πί­δια: ἔ­φε­ρεν ἕ­ναν Φρύ­γα εὐ­νο­ῦ­χο ἀ­πό τήν Τροί­α νά τήν ὑ­πη­ρέ­τη, καί οἱ ἀ­κό­λου­θές της ἔ­χουν εἰ­δι­κό­τη­τα στά ἀ­ρώ­μα­τα καί στά κα­θρε­φτί­σμα­τα. Ἀ­κό­μη καί ὅταν ἡ εὐ­πρέ­πει­α τοῦ πέν­θους ἐ­πι­βάλ­λει νά κό­ψη τήν κό­μη της, δέ θά χα­λά­ση τήν κα­λή της ἐμ­φά­νι­ση· μό­νο τίς ἄ­κρες τῶν μαλ­λιῶν της θά ψα­λι­δί­ση. Ἔ­τσι εἶ­δε τήν Ἑ­λέ­νη ὁ αἰώνας τοῦ Λό­γου.

Τό ἴ­διο καί γιά τόν πό­λε­μο πού αἰ­τί­α του στά­θη­κε ἡ Ἑ­λέ­νη. Γιά τόν Ὅμηρο ὁ πό­λε­μος ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χος. Οἱ ἥ­ρω­ές του βρῆ­καν σ’ αὐ­τόν τήν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή τους κλί­ση καί τά κα­κά του τά ξε­περ­νο­ῦσε ἡ με­γα­λό­πρε­πη ἀν­τρεία τους καί ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἦ­ταν ἱ­κα­νοί νά σκο­τώ­σουν. Ἀλ­λι­ῶς τά σκέ­φτη­κε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης, ὅπως δεί­χνει ἡ ὑ­πό­θε­ση μί­ας τρα­γῳ­δί­ας του.

Μι­ά πό­λη κυ­ρι­εύ­τη­κε: Οἱ ἄν­τρες πού ἦ­ταν μέ­σα σκο­τώ­θη­καν, καί οἱ γυ­ναῖ­κες πού πε­ρι­μέ­νουν νά τίς βά­λουν στά πλοῖ­α γιά τή δου­λεί­α λέ­νε ὅ,τι αἰ­σθά­νον­ται, καί συ­ζη­τοῦν γιά τό μέλ­λον τους. Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πού μι­λοῦν εἶναι προ­σε­κτι­κά δι­α­λεγ­μέ­νοι γιά τήν ἀ­νο­μοι­ό­τη­τα πού ἔ­χουν, κι ἔ­τσι θά μπορέ­σω­με νά δοῦ­με τή σκη­νή μέ λογῆς μά­τια καί μέ ποι­κί­λο φω­τι­σμό. Εἶναι οἱ ἁ­πλές γυ­ναῖ­κες, πού τό πα­ρά­πο­νό τους εἶναι ἕ­νας μι­σο-ζω­ώ­δι­κος πό­νος για­τί χά­θη­καν οἱ ἀ­νέ­σεις καί για­τί δι­α­λύ­θη­καν οἱ εὐ­τυ­χι­σμέ­νες ἑ­στίες τους. Εἶ­ναι ἡ γυναίκα τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς Τροί­ας. Εἶναι γρι­ά, τά θερ­μά της αἰ­σθή­μα­τα ἔ­χουν σβή­σει, καί οἱ βα­θύ­τε­ρες ἀν­θρώ­πι­νες συμ­πά­θει­ές της ἔ­χουν πε­θά­νει, ὡς ἕ­να μέ­ρος ἐ­πει­δή εἶναι γρι­ά, ὡς ἕ­να μέ­ρος ἀ­πό τήν πομ­πι­κή καί τε­λε­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς βα­σι­λεί­ας, σέ ση­μεῖ­ο πού ὅ,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο αἰ­σθά­νε­ται εἶναι ἡ πί­κρα, για­τί χά­θη­κε τό βα­σί­λει­ο, καί ἡ κα­τα­στρο­φή τῆς δυ­να­στεί­ας. Εἶ­ναι ἡ νύ­φη της, πού ἡ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη συ­ζυ­γι­κή της ζω­ή ἔ­σπα­σε μέ τό θά­να­το τοῦ ἀν­τρός της, καί πρέ­πει τώ­ρα νά τήν δι­α­δε­χτῆ μι­ά ζω­ή σκλά­βας, παλ­λα­κί­δας τοῦ γιοῦ ἐ­κεί­νου πού σκό­τω­σε τόν ἄν­τρα της. Εἶ­ναι μι­ά προ­φή­τισ­σα πού βλέ­πει τήν κα­τα­στρο­φή μέ πλα­τύ­τε­ρο μά­τι, ὅπως ται­ριά­ζει στόν ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τό στρα­τό τῶν νι­κη­τῶν, πού λυ­πᾶ­ται τούς νι­κη­μέ­νους, ἀλ­λά κά­νει στό τέ­λος ὅ,τι οἱ ἀ­νώ­τε­ροί του προ­στά­ζουν, καί αἰ­σθά­νε­ται τήν αὐ­τα­ρέ­σκει­α τοῦ νι­κη­τοῦ καί κοι­τά­ζει μπρο­στά του, πῶς θά εἶ­ναι, ὅταν θά δῆ πά­λι τό σπί­τι του. Τέ­τοιο εἶ­ναι τό σχέ­δι­ο στίς Τρω­ά­δες. Ὅ­λο τό ἔρ­γο παί­ζε­ται στήν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά, ὅπου οἱ σκλά­βες γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι στρι­μωγ­μέ­νες σέ μί­α γω­νί­α κον­τά στή σκη­νή τήν ὁ­ρι­σμέ­νη γι’ αὐ­τές. Σέ ἀ­πό­στα­ση βλέ­πο­με τούς νι­κη­τές νά τρα­βοῦν κλή­ρους γιά τούς αἰχ­μα­λώ­τους πού θά πά­ρουν, νά με­τα­φέ­ρουν τή λεί­α στά κα­ρά­βια καί νά ἑ­τοι­μά­ζων­ται γιά τήν ἀν­αχώ­ρη­ση. Ὅπως τό ἔρ­γο ἀρ­χί­ζει μέ τούς θρή­νους τῶν σκλα­βω­μέ­νων γυ­ναι­κῶν, ἔ­τσι τε­λει­ώ­νει μέ τή σάλ­πιγ­γα πού μέ τό σάλ­πι­σμά της τίς κα­λεῖ στά Ἑλ­λη­νι­κά κα­ρά­βια: ἡ πο­λι­τεί­α βυ­θί­ζε­ται μέ­σα στίς φλό­γες, ἡ Τροί­α χά­νε­ται μέ­σα στή στά­χτη καί τόν κα­πνό.

Πέ­ρα ὡς πέ­ρα κα­μι­ά λάμ­ψη ἀ­πό φῶς: ὡς τό τέ­λος τό ἔρ­γο εἶ­ναι γε­μά­το ἀ­πελ­πι­σμό. Οἱ αἰχ­μά­λω­τες ἔ­χα­σαν τούς ἄν­τρες καί τά παι­δι­ά τούς, σέ λί­γο θά τίς σύ­ρουν στή δου­λεία καί θά τίς χω­ρί­σουν κα­τά τόν κλῆρο πού πέ­φτει, ἡ πα­λιά τους ζω­ή τε­λεί­ω­σε καί δέν ἔ­χουν κα­μι­άν ἐλ­πί­δα γιά τή νέ­α ζω­ή τους. Ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ση­μεῖ­α ὑ­περ­βο­λι­κῆς χα­ρᾶς στό ἔρ­γο, μό­νο δυ­ό, καί εἶναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τό πρῶ­το εἶ­ναι ἡ χα­ρά τῆς Κασ­σάν­δρας ὅτι φέρ­νει μα­ζί της στήν Ἑλ­λά­δα τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ ἀ­φέν­τη της, τοῦ Ἀ­γα­μέ­μνο­να. Τό δεύ­τε­ρο εἶ­ναι ἡ χα­ρά τοῦ Με­νε­λά­ου ὅτι ἐ­πί τέ­λους μπο­ρεῖ νά τι­μω­ρή­ση τήν ἄ­πι­στη γυναίκα του. Για­τί, ἀ­κό­μη καί στούς νι­κη­τές, ἡ νί­κη δέ φέρ­νει εὐ­τυ­χί­α. Μέ τό στό­μα τῆς Κασ­σάν­δρας ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δη­λώ­νει ἐν­δει­κτι­κά ὅτι ἀ­πό τους δυ­ό, λι­γό­τε­ρο ἀ­ξί­ζει κα­νείς νά ζηλέ­ψη τούς κα­τα­κτη­τές ἀ­πό τους κα­τα­κτη­μέ­νους. Μι­ά στιγ­μι­αί­α ἐκ­δί­κη­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­μοι­βή του Με­νε­λά­ου γιά μά­χες δέ­κα χρο­νῶν: κι ἐ­κεῖ­νοι πού σ’ αὐ­τά τά δέ­κα χρό­νι­α ἀ­πο­ξε­νώ­θη­καν ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ σπι­τιοῦ τους, γυ­ρί­ζον­τας θά βροῦν νά τούς πε­ρι­μέ­νη στήν Ἑλ­λά­δα, ἄλ­λον ὁ θά­να­τος, ἄλ­λον ἡ ἀ­πι­στί­α καί ὅλους ἡ ἀλ­λα­γή. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἀ­να­ρω­τή­θη­κε τί εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος, ὅταν τόν κοι­τά­ζης ὅπως εἶναι: καί αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ[29].

«Νά βλέπη κα­θα­ρά ἐκεῖ­νο πού εἶναι»: ἔ­τσι ὅ­ρι­σε ὁ Σταντάλ τό χρέ­ος τοῦ συγ­γρα­φέ­α, καί θά μπο­ροῦ­σε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης νά πά­ρη αὐτά τά λό­γι­α γιά μότ­το του, για­τί, ἄν καί ὑ­πάρ­χουν πολ­λές τά­σεις σ­τά ἔρ­γα του, στήν οὐ­σί­α του ὅλο του τό ἔρ­γο εἶ­ναι μί­α ἀ­πό­πει­ρα νά δῆ τά πράγ­μα­τα ὅπως εἶναι.

Νά δῆ τόν Ἀ­πόλ­λω­να ὅπως ἦ­ταν, θε­ό πού δι­ά­τα­ξε τόν Ὁ ρέ­στη νά σκο­τώ­ση τή μη­τέ­ρα του, ἐ­πει­δή σκό­τω­σε αὐτή τόν πα­τέ­ρα του τόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να: πού πλά­νε­ψε μι­ά κό­ρη καί φαρ­μά­κω­σε ὅ­λη της τή ζω­ή[30].

Νά δῆ τό φό­νο τῆς Κλυ­ται­μνή­στρας, ὅπως ἦ­ταν· μι­ά πρά­ξη πού δέν ἔ­κα­με κα­λό στόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να καί πού θά ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού θά τήν ἀ­πό­τρε­πε: ὠ­μή ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ νό­μου τῆς βεν­τέ­τας σέ ἐ­πο­χή ὅπου ὁ νό­μος εἶ­χε πα­ρα­με­ρί­σει πιά τό πρω­τό­γο­νο αὐτό ἔθιμο[31].

Νά δῆ τή μα­νί­α τοῦ Ὀρέστη, ὅπως ἦ­ταν: ὄ­χι ὁ­ρα­τά στοι­χειά μέ φί­δια καί μέ μα­στί­γι­α, Ἐ­ρι­νύ­ες πού τόν κα­τα­δι­ώ­κουν, ἀλ­λά ἕ­να κα­θό­λου λι­γό­τε­ρο φρι­χτό πράγμα, μι­ά φυ­σι­κή ἀρ­ρώ­στει­α, ἕ­να προ­ϊ­όν τῆς συ­νεί­δη­σης πού φθεί­ρει τό σῶ­μα καί τα­ρά­ζει τό νο­ῦ: συ­νο­δευ­μέ­νο ἀ­πό νο­ση­ρές ὑ­πο­ψί­ες πού ἔρ­χον­ται καί φεύ­γουν μέ τούς πα­ρο­ξυ­σμούς τῆς μα­νί­ας: πού τρέ­φε­ται καί τρέ­φει τόν ἔν­το­νο αὐτο-συγ­κεν­τρω­μέ­νο ἐ­γω­ι­σμό, τό ἀ­με­τά­βλη­το αὐτό γνώ­ρι­σμα τέ­τοιων κα­τα­στά­σε­ων.

Νά βλέ­πη τίς με­γά­λες μορ­φές τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ὅπως εἶ­ναι: τό Με­νέ­λα­ο, ὄ­χι ὅπως τόν δεί­χνει ὁ Ὅμηρος ἕ­να με­γά­λο κα­τα­κτη­τή καί βα­σι­λιά, ἀλ­λά ἕ­ναν ἐ­γω­ι­στή, φρό­νι­μο καί δει­λό ἄν­τρα[32]. Τήν Ἑ­λέ­νη, ὄ­χι μό­νο θε­ϊ­κά ὄ­μορ­φη, ὅπως τή δεί­χνει ὁ Ὅμηρος, ἄλ­λα μα­ται­ό­δο­ξη, ἐ­γω­ί­στρι­α καί ἄ­πι­στη γυναίκα.

Νά δῆ τόν Τρω­ι­κό πό­λε­μο καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του, ὅπως εἶναι: φρι­χτή, γε­μά­τη αἶ­μα λε­η­λα­σί­α μί­ας με­γά­λης πόλη­ς—­σε με­ρι­κά ἔρ­γα τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη ἔ­χει σχε­δόν τήν ἴ­δια θέ­ση πού ἔ­χει στό Αἰ­σχύ­λει­ο δρά­μα ἡ οἰ­κο­γε­νει­α­κή κα­τά­ρα-—πού οἱ συ­νέ­πει­ές της κολ­λοῦν σέ ὅλους ὅσοι πῆ­ραν μέ­ρος σ’ αὐ­τό τόν πό­λε­μο, καί, παίρ­νον­τας ποι­κί­λες μορ­φές, στοι­χει­ώ­νουν τά σπίτια τους, φέρ­νον­τας δυ­στυ­χί­α ἀ­κό­μη ὡς καί στήν τρί­τη καί τήν τέ­ταρ­τη γε­νε­ά.

Ἀλ­λά πρό­σε­ξε ὅτι ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶ­ναι ἠ­θι­κο­λό­γος ὅσο καί κρι­τι­κός. Καί σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο συν­δέ­ε­ται μέ τό Σω­κρά­τη καί χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τόν Ὅμηρο. Ὁ Ὅμηρος ἔ­χει ἠθικό κα­νό­να, ἀλ­λά ἡ κρί­ση του εἶ­ναι μα­κρό­θυ­μη καί ἐ­λαφ­ρές οἱ ἐ­πι­κρί­σεις του. Εἶ­ναι τό­σο γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό τήν πλη­ρό­τη­τα καί τήν ὀ­μορ­φιά τῆς ζω­ῆς πού συ­χνά ξε­χνᾶ νά κα­τα­δι­κά­ζη. Δέν εἶ­ναι ἔ­τσι ὁ Εὐ­ρι­πί­δης. Φέρ­νει τόν ἔ­νο­χο χω­ρίς οἶ­κτο στό δι­κα­στή­ρι­ό του καί ἐ­ξε­τά­ζει τήν πα­λιά πα­ρα­δο­μέ­νη φή­μη του μέ­σα στό γυ­μνό ἄ­το­μό του: τό Με­νέ­λα­ο, τόν Ὀ­δυσ­σέ­α, τόν Ἰάσω­να, τόν Ὀρέστη, τήν Ἑ­λέ­νη, τήν Ἐρ­μι­ό­νη, τόν Ἀ­πόλ­λω­να, τήν Ἀ­φρο­δί­τη, τήν Ἥ­ρα, τήν Ἄρ­τε­μη: βλέ­πο­με τήν ψυ­χή τους «ση­μα­δε­μέ­νη ἀ­πό τό μα­στί­γι­ο, γε­μά­τη ση­μά­δια καί πλη­γές ἀ­πό ἐ­πι­ορ­κί­ες καί ἐγ­κλή­μα­τα, κυρ­τω­μέ­νη ἀ­πό ψευ­τιά καί ἀ­γυρ­τεί­α». Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δέ ρω­τᾶ ἄν αὐ­τοί οἱ ἥ­ρω­ες καί οἱ θε­ό­τη­τες ἦ­ταν πλού­σι­οι ἤ ἔν­δο­ξοι· ἄλ­λα μό­νο ἄν συμ­μορ­φώ­νον­ταν μέ τόν ὕ­ψι­στο κα­νό­να τοῦ ἀ­γα­θοῦ, πού αὐ­τός καί ἡ Ἀ­θή­να ἤ­ξε­ραν. Ἦ­ταν δί­και­οι, γεν­ναῖ­οι, εὐ­σπλα­χνι­κοί, φί­λοι τῆς ἀ­λή­θει­ας; Ἄν ὄ­χι, ὅ­λες οἱ πα­νη­γυ­ρι­κές ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ες τῆς μυ­θι­κῆς πα­ρά­δο­σης δέ θά τούς ἔ­σῳ­ζαν. Θά τούς πε­ρί­με­νε ἀ­τιμω­τι­κή τι­μω­ρί­α.

Ἔ­χο­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα συγ­γε­νι­κό μ’ αὐ­τά πού πα­ρα­θέ­σα­με, πού φα­νε­ρώ­νει κα­θα­ρά τήν ἠθική ρο­πή τοῦ νέ­ου δρά­μα­τος. Εἶ­ναι τό με­τα­χεί­ρι­σμα πού κά­νει ὁ Εὐ­ρι­πί­δης σέ μι­άν ἀπ’ αὐ­τές τίς τό­σο κοι­νές ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ μύ­θου. Πολ­λές ἀ­πό τίς ἔν­δο­ξες οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς μυ­θι­κῆς πα­ρά­δο­σης ὄ­φειλαν τήν ἀρ­χή τους σέ κά­ποιο θε­ό. Ὁ Ἀ­πόλ­λων ἡ ὁ Δί­ας ἐ­ρωτεύ­τη­καν κά­ποια ὄ­μορ­φη θυ­γα­τέ­ρα ἀνθρώπων: στήν πρώ­ι­μη ἐ­κεί­νη ἐ­πο­χή οἱ θε­οί «συμ­με­ρι­ζό­ταν τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν θνη­τῶν, καί οἱ θνη­τοί τίς χα­ρές τῶν θε­ῶν». Καί τί­πο­τα ἄλ­λο δέν ἦρ­θε στόν κό­σμο, ἀ­πό τόν ἐ­φή­με­ρο τοῦ­το δε­σμό πα­ρά ἡ γέν­νη­ση ἑ­νός ἥ­ρω­α. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γί­α εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό τέ­τοιες ἀ­φη­γή­σεις: ὁ ἔ­νατος Πυ­θι­ο­νί­κης τοῦ Πιν­δά­ρου δεί­χνει μέ πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νη ὀ­μορ­φιά ἕ­νας ποι­η­τή­ς—­μό­λις θά ἔ­λε­γα ἕ­νας στο­χα­στή­ς—μ­πό­ρε­σε νά ντύ­ση μι­άν ἀ­πό αὐ­τές τίς συγ­γνω­στές ἀ­τα­ξί­ες οὔ­τε μι­σό αἰώ­να πρίν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἀ­νε­βά­ση ἔρ­γο στό θέ­α­τρο.

Ἄλ­λά ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶ­δε ἀλ­λι­ῶς αὐ­τά τά θέ­μα­τα, καί, κα­τά τίς δι­κές μας ἰ­δέ­ες, πι­ό κον­τά ὅπως εἶναι. Μί­α νέ­α κό­ρη τῆς Ἀ­θή­νας μά­ζευ­ε κά­πο­τε τά κί­τρι­να λου­λού­δια πού φυ­τρώ­νουν στούς με­γά­λους βρά­χους στά βό­ρει­ά της Ἀ­κρό­πο­λης. Ἐ­κεῖ τή βρῆ­κε ὁ Ἀ­πόλ­λων, τήν ἔ­πι­α­σε καί τήν ἔ­συ­ρε, κι ἄς φώ­να­ζε αὐ­τή, μέ­σα σέ μι­ά σπη­λιά,—ἀρ­κε­τά με­γά­λη, ὅπως εἶ­ναι τώ­ρα, μπο­ρεῖ νά θυ­μᾶ­ται τά λευ­κά χέ­ρια πού τήν ἅρ­παξαν καί τή λάμ­ψη ἀ­πό χρυ­σό φῶς πού σκόρ­πι­ζε γύ­ρω του ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα[33]. Ἐ­γέν­νη­σε ἕ­να παι­δί καί γιά νά τό κρύ­ψη ἀ­πό τή μη­τέ­ρα της, νύ­χτα τό ἔ­φε­ρε στή σπη­λιά: ἐ­κεῖ τό ἄ­φη­σε, ἐλ­πί­ζον­τας ὅτι κά­πως θά τή βο­η­θοῦ­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων. Μά ἐκεῖ­νος, ἀ­φοῦ χά­ρη­κε τήν ἡ­δο­νή του, τήν ἄ­φη­σε μό­νη νά βα­στά­ξη τούς πό­νους τῆς γέν­νας, καί τό μαρ­τύ­ρι­ο τῆς ἀ­πόκρυ­ψης. Ἄς ἀ­κού­σω­με τήν ἱ­στο­ρί­α καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ὅπως ἡ ἴ­δια ἡ κό­ρη, ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νι­α τό δι­η­γή­θη­κε σέ ἕ­να πα­λιό ὑ­πη­ρέ­τη της:

ΚΡΕΟΥΣΑ. Ξέ­ρεις τούς βρά­χους τοῦ Κέ­κρο­πα πού τούς λέ­με Μα­κρούς βρά­χους—καί μι­ά σπη­λιά μέ­σα σ’ αὐ­τούς πού βλέ­πει τό βο­ριά; Ἐ­κεῖ ἀ­γω­νί­στη­κα φο­βε­ρόν ἀ­γώ­να· ἐ­κεῖ ἀ­ναγ­κά­στη­κα νά συ­νά­ψω «δύ­στη­νον γά­μον» μέ τόν Ἀ­πόλ­λω­να.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ. Καί πῶς ἔ­κρυ­ψες τούς γά­μους σου μέ τόν
Ἀ­πόλ­λω­να;

ΚΡ. Γέν­νη­σα παι­δί· (ὁ ὑ­πη­ρέ­της τρο­μά­ζει)· κρα­τή­σου γέ­ρο
νά τ’ ἀ­κού­σης ἀ­πό μέ­να.

ΠΡ. Πο­ῦ; Ποιός σου πα­ρα­στέ­κε­ται; ἤ ἤ­σουν μό­νη σ’ αὐ-
τούς τούς πό­νους;

ΚΡ. Μό­νη, στή σπη­λιά, ἐ­κεῖ πού ἑ­νώ­θη­κα μέ γά­μους.

ΠΡ. Καί ποῦ εἶ­ναι τό παι­δί σου; δέ θά ’σαι πιά χω-
ρίς παι­δί.

ΚΡ. Πέ­θα­νε, γέ­ρον­τά μου, ἀ­φη­σμέ­νο στά ἄ­γρι­α ζῷ­α
νά τό φά­νε.

ΠΡ. Πέ­θα­νε; Κα­μι­ά βο­ή­θει­α δέν ἔ­δω­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων ὁ
«κα­κός»;

ΚΡ. Κα­μι­ά· καί τό παι­δί μου τώ­ρα ἀ­να­τρέ­φε­ται στά
πα­λά­τια τοῦ Ἅ­δη.

ΠΡ. Καί ποιός τό ἄ­φη­σε στά θε­ριά; ὄ­χι βέ­βαι­α ἐ­σύ.

ΚΡ. Ἐ­γώ ἡ ἴ­δια, μι­ά σκο­τει­νή νύ­χτα, σπαρ­γα­νω­μέ­νο
μέ πέ­πλους.

ΠΡ. Κι ἄλ­λος κα­νείς δέν ἤ­ξε­ρε μα­ζί σου τήν ἔκ­θε­ση
τοῦ παι­διοῦ;

ΚΡ. Ὄχι ἄλ­λος ἀ­πό τή συμ­φο­ρά κι ἀ­πό τό κλει­δω-
μέ­νο στό­μα.

ΠΡ. Καί πῶς βά­στα­ξες νά ἀ­φή­σης μέ­σα στή σπη­λιά
τό δι­κό σου τό παι­δί;

ΚΡ. Πῶς ἀ­λή­θει­α; Πολ­λά πρίν ἔ­βγα­λα ἀ­πό τό στό­μα
μου λό­γι­α, πι­κρά.

ΠΡ. Ὦ ἐ­σύ δυ­στυ­χι­σμέ­νη γιά τήν τόλ­μη σου· μά πι­ό-
τε­ρο ἀ­πό σέ­να ὁ θε­ός.

ΚΡ. Ναι· κι ἄν εἶ­χες δε­ϊ τό παι­δί νά ἁ­πλώ­νη σέ μέ­να
τά χέ­ρια του![34]

Τί­πο­τα δέν ἀ­κού­στη­κε γιά τό παι­δί, καί ἡ Κρέ­ου­σα, ἡ μη­τέ­ρα του, παν­τρεύ­τη­κε τό βα­σι­λιά τῶν Ἀ­θη­νῶν. Στό ἔρ­γο εἶναι τώ­ρα μι­ά με­σό­κο­πη Βα­σί­λισ­σα τῶν Ἀ­θη­νῶν: ἀλ­λά δέ μᾶς ἀ­φήνουν νά ξε­χά­σω­με αὐ­τό τό πα­λιό πε­ρι­στα­τι­κό στούς βρά­χους τῆς πα­τρί­δας της. Ἀ­ρέ­σει στόν Εὐ­ρι­πί­δη νά χα­ρά­ζη τά κα­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῶν πό­νων πά­νω στό χαρακτήρα τῆς γυ­ναί­κας, καί ἡ Κρέ­ου­σα εἶ­ναι ἡ ἄ­τε­κνη γυναίκα. Δέ γέν­νη­σε παι­δί ἀ­πό τό­τε πού ἔ­χα­σε τό πρῶ­το ἐκεῖ­νο· καί ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή εὐ­τυ­χί­α δέν μπο­ρεῖ νά γε­μί­ση αὐ­τό τό κε­νό της ζω­ῆς της. Ὁ νε­α­ρός ὑ­πη­ρέ­της τοῦ να­οῦ στούς Δελ­φούς θαυ­μά­ζει καί ζη­λεύ­ει τήν πα­τρί­δα της καί τή γε­νιά της. « Ἴ­σαμ’ ἐ­κεῖ πά­ει ἡ εὐ­τυ­χί­α μου, ὄ­χι πι­ό πέ­ρα», εἶ­ναι ἡ πι­κρή της ἀ­πάν­τη­ση[35]. Ἔ­πα­θον ἄ­χος ἄβιον, λέ­γει γιά τόν ἑαυτό της. «Ἡ λύ­πη μου εἶ­ναι ἀ­βά­σταχτή γιά τή ζω­ή». Καί ὅταν στό τέ­λος τοῦ ἔρ­γου, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ζη­λοφθο­νί­ες, βλα­στή­μιες, σα­τα­νι­κές πρά­ξεις, καί ἀ­πό­πει­ρα φό­νου, ὁ Ἀ­πόλ­λων, πού βά­ζει σέ κί­νη­ση ὅλη αὐ­τή τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς δυ­στυ­χί­ας καί ἐ­νε­δρεύ­ει στό βά­θος γιά νά προ­α­σπί­ση τή φή­μη του ἀ­πό τήν ντρο­πή τοῦ ἔκ­θε­του παι­διοῦ, πε­ρι­βάλ­λε­ται τέ­λος μέ ἄλ­λη θε­ό­τη­τα γιά νά ἀ­πο­κα­τα­στή­ση τό χα­μέ­νο παι­δί (τώ­ρα με­γα­λω­μέ­νο ἄν­τρα), βλέ­πο­με ὅτι ἡ ἐ­πα­νόρ­θω­ση τοῦ θε­οῦ δέν εἶναι τέ­λει­α, καί ὅτι ἡ εὐ­τυ­χί­α ἔρ­χε­ται πο­λύ ἀρ­γά στήν Κρέ­ου­σα γιά νά τήν ἀ­πο­ζη­μιώ­ση γιά μι­ά ἐ­ρει­πω­μέ­νη καί τραγι­κή νε­ό­τη­τα. Ἔ­τσι εἶ­δε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἕ­να θε­ϊ­κό ἔ­ρω­τα μέ ἔ­λα- φρή καρ­διά, πού ὁ Πίν­δα­ρος θά τόν ἔν­τυ­νε μέ τή λαμ­πρό­τη­τα τῆς ποί­η­σης. Γιά τόν Εὐ­ρι­πί­δη ἦ­ταν ἡ κτη­νώδι­κη ἁρ­πα­γή μιᾶς ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στης κό­ρης. Εἶχε τίς συ­νέ­πει­ες πού τέ­τοιες πρά­ξεις ἔ­χουν. Ἐ­πρό­σθε­σε ἕ­να πο­σο­στό στό πο­σό τῆς ἀνθρώ­πι­νης δυ­στυ­χί­ας πά­νω στή γῆ[36].

Μπο­ροῦ­με τώ­ρα νά ἀ­πο­χαι­ρε­τί­σωμε τόν Αἰώνα τοῦ Λό­γου. Για­τί, ἄν καί μό­λις δι­α­σχί­σα­με τό κα­τώ­φλι, εἴ­δα­με ἀρ­κε­τά ὥ­στε νά κρί­νω­με τή ση­μα­σί­α του. Κα­τά τόν αἰώνα αὐ­τόν τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα μπαί­νει ἀ­πο­φα­σι­στι­κά σέ νέ­α πο­ρεί­α. Ἡ νε­α­νι­κή ἡ­λι­κί­α ἔ­κλει­σε καί ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τά σύν­το­να χρέ­η καί τίς γε­μά­τες μό­χθο ἀ­ρε­τές τῆς ἀν­τρι­κῆς ἡ­λι­κί­ας. Με­λε­τᾶ πῶς νά ζῆ καί πῶς νά γνω­ρί­ζη. Οἱ Στω­ι­κοί, οἱ Ἐ­πι­κού­ρει­οι, οἱ Κυνι­κοί ὑ­ψώ­νον­ται πνευ­μα­τι­κοί δα­σκά­λοι τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πού πλα­νι­έ­ται. Τήν παι­δεύ­ουν, τή δυ­να­μώ­νουν καί τῆς δεί­χνουν ἕ­να νέ­ο δρό­μο ζω­ῆς καί σώ­ζουν τήν ψυ­χή της. Στό με­τα­ξύ ἄλ­λοι δου­λεύ­ουν στήν ἐ­πι­στή­μη καί ἀ­φι­ε­ρώ­νουν τή ζω­ή τους στή συγ­κέν­τρω­ση γνώ­σε­ων. Στήν Ἀ­θή­να ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης καί οἱ συ­νε­χι­στές του κα­ταρ­τί­ζουν πε­λώ­ρι­ες συλ­λο­γές ἀ­πό γε­γο­νό­τα, ἀ­πό τόν πλή­ρη κα­τά­λο­γο τῶν ἔρ­γων πού παί­χτη­καν στήν Ἀθήνα, μέ τά ὀ­νό­μα­τα τῶν συγ­γρα­φέ­ων, τῶν ἠ­θο­ποι­ῶν καί τῶν χο­ρη­γῶν, ὡς τήν πε­ρί­φη­μη ἀ­νά­λυ­ση τῶν 158 πο­λι­τει­ῶν, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖες μι­ά μό­νο, ἡ Ἀ­θη­ναί­ων πο­λι­τεί­α μᾶς δι­α­σῴ­ζε­ται σή­με­ρα. Ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρει­α ἔ­χει τό «Μου­σεῖ­ον», τή Βι­βλι­ο­θή­κη καί τούς Βο­τα­νι­κούς Κή­πους της. Ἡ Πέρ­γα­μος, ἡ Ἀν­τι­ό­χει­α, ἡ Ταρ­σός ἔ­χουν τίς σχο­λές τῶν λο­γίων τους. Στή γραμ­μα­το­λο­γι­κή ἱ­στο­ρί­α ὁ Ἡ­ρα­κλεί­δης, στήν κρι­τι­κή φι­λο­λο­γί­α ὁ Ζη­νό­δο­τος καί ὁ Ἄ­ρίσταρ­χος, στή Γραμ­μα­τι­κή ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος ἀ­πό τή Θρά­κη, στή μου­σι­κή ὁ Ἀ­ρι­στό­ξε­νος, στήν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κή ἱστο­ρί­α ὁ Δι­καί­αρ­χος, στήν Ἀ­στρο­νο­μί­α ὁ Ἵπ­παρ­χος, στή γε­ω­με­τρί­α ὁ Ἀρ­χι­μή­δης καί ὁ Εὐ­κλεί­δης, στή μη­χα­νι­κή ὁ Ἥ­ρων, στή φυ­σι­κή γε­ω­γρα­φί­α καί τή χαρ­το­γρα­φί­α ὁ Ἐ­ρα­το­σθέ­νης, ἔ­κα­μαν πε­λώ­ρι­ες συλ­λο­γές ἀ­πό δε­δο­μέ­να, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τίς με­θό­δους τῆς κρι­τι­κῆς ἔ­ρευ­νας, καί ἔ­βα­λαν τά θε­μέ­λι­α τῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Καί αὐ­τά εἶ­ναι λί­γα μό­νο ὀ­νό­μα­τα. Γιά τή γε­ωρ­γί­α μό­νο, ὁ Ρω­μα­ῖος Οὐάρ­ρω­ν ἤ­ξε­ρε πε­νήν­τα Ἑλ­λη­νι­κές πραγ­μα­τεῖ­ες. Τό ἴ­διο βα­θι­ά καί πλα­τιά ἦ­ταν καί ἡ ἐρ­γα­σί­α πού ἔ­γι­νε στή φι­λο­σο­φί­α. Ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κά μο­νο­πά­τια, Στω­ι­κοί, Ἐ­πι­κού­ρει­οι, Κυ­νι­κοί, οἱ συ­νε­χι­στές τοῦ Πλά­τω­να, οἱ συ­νε­χι­στές τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἐ­ρεύ­νη­σαν τήν ἀρετή καί τήν εὐ­τυ­χί­α, καί δι­ά­νοι­ξαν τά πε­δί­α τῆς φυ­σι­κῆς, τῆς με­τα­φυ­σι­κῆς, τῆς λο­γι­κῆς, τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας, τῆς ἠ­θι­κῆς.

Καί ἔ­τσι, ὅταν ἔρ­χε­ται ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, βρί­σκει κα­τά κά­ποιον τρό­πο τόν κό­σμο πα­ρα­σκευ­α­σμέ­νο γι’ αὐ­τόν. Ὑ­πάρ­χουν πα­λιές φι­ά­λες πού θά δε­χτοῦν τό νέ­ο κρα­σί καί δέ θά σπά­σουν. Ὑ­πάρ­χει ἕ­τοι­μη γι’ αὐ­τόν μί­α με­τα­φυ­σι­κή καί μί­α ἠθική φι­λο­σο­φί­α καί ἕ­να λε­ξι­λό­γι­ο. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος θά βρῆ τήν ἀν­τί­θε­ση τῆς «σάρ­κας» καί τοῦ «πνεύ­μα­τος» πο­λύ κον­τά στά χέ­ρια του: ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης θά ἔ­χη τόν «Λό­γον», μέ τόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρά­ση τό Πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ: ὁ Ἅ­γι­ος Θω­μάς[37], θά ἔ­χη τό σύ­στη­μα τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη μέ τό ὁ­ποῖο θά προ­βά­λη τά μυ­στή­ρι­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Οἱ Ἀ­πο­λο­γη­τές θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τήν Ἑλ­λη­νι­κή ἀλ­λη­γο­ρι­κή μέ­θο­δο γιά τίς δυ­σκο­λί­ες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης: θά ἀν­τλή­σουν ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον τῶν θε­ῶν τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τους Ἕλληνες φι­λο­σό­φους, καί θά μνη­μο­νεύ­ουν τόν Πλά­τω­να καί τόν Εὐ­ή­με­ρο ὡς μάρ­τυ­ρες ἐ­ναν­τίον του Δί­α. Ἡ Κό­λα­ση, ὁ Πα­ρά­δει­σος, τό Κα­θαρ­τή­ρι­ο τῆς Χρι­στι­α­νο­σύ­νης θά δα­νει­στῆ τι­μω­ρί­ες καί ἀ­μοι­βές ἀ­πό τίς εἰ­κό­νες πού ὁ Ὀρ­φι­σμός εἶ­χε χα­ρά­ξει γιά τή μέλ­λου­σα ζω­ή. Ἔ­τσι μέ τό Σω­κρά­τη καί μέ τόν Εὐ­ρι­πί­δη βρι­σκό­μα­στε στό κε­φα­λά­ρι ἀπ’ ὅπου κα­τε­βαί­νουν τά ρεύ­μα­τα τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Μι­ά προ­οπτι­κή χω­ρίς τέ­λος ἀ­νοί­γει μπρο­στά μας.

Tanta patet rerum series atque omne
futurum Nititur in lucem[38].

Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ση­μα­σί­α τοῦ πέμ­πτου αἰώνα. Ὅρισε τίς γραμ­μές πά­νω στίς ὁ­ποῖες ἀ­πό δῶ καί μπρός θά ἔπρε­πεν οἱ ἄν­θρω­ποι νά ἐρ­γα­στοῦν. Ἔφερε σέ λο­γι­κή τε­λει­ό­τη­τα τά ἐρ­γα­λεῖ­α πού θά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν. Χω­ρίς αὐ­τόν οἱ ὑ­πη­ρε­σί­ες τῆς Ἑλ­λά­δας πρός τόν κό­σμο θά ἦ­ταν ἀ­τε­λεῖς. Ἄν χω­ρί­σου­με σέ δύ­ο τόν Ἑλ­λη­νι­σμό κα­τά τά τέ­λη τοῦ ἕ­κτου αἰώνα, ἡ γραμ­μή πού θά σύ­ρω­με θά μᾶς ἔ­δι­νε μέ­ρος ἀπό τήν πι­ό με­γά­λη ποί­η­ση τῆς Ἑλ­λά­δας. Ἀλ­λά κά­τω ἀ­πό τή γραμ­μή θά βρι­σκό­ταν ἡ κί­νη­ση πού ἔ­δω­σεν ἕ­να πο­λι­τι­σμό στή Ρω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, καί τό πνεῦ­μα τῆς γνώ­σης σέ μᾶς. Χω­ρίς τόν πέμ­πτον αἰώνα καί τίς συ­νέ­πει­ές του ἡ Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πί­δρα­ση μό­λις πού θά ἄγ­γι­ζε τόν κό­σμο.

Ἄν εἶ­ναι ἔ­τσι, για­τί τό­τε ὁ ὑ­στε­ρώ­τε­ρος Ἕλ­λη­νας νά μήν εἶ­ναι πι­ό ἑλ­κυ­στι­κός ἀ­πό τούς προ­γό­νους του; Για­τί τό ἐν­δι­αφέ­ρον μας νά μή με­γα­λώ­νη προ­ο­δευ­τι­κά, ὅταν περ­νοῦ­με ἀ­πό τό Σω­κρά­τη στόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, καί ἀ­πό τόν Ἀ­ριστο­τέ­λη στό Θε­όφ­ρα­στο, καί ἀ­πό κεῖ σέ ἐποχές πού τό αἴ­σθη­μά τους με­γα­λώ­νει ὅλο καί πι­ό ὅ­μοι­ο μέ τό δι­κό μας καί ἡ σκέ­ψη τους προ­σαρ­μό­ζε­ται ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο πρός τίς σύγ­χρο­νες ἀ­νάγ­κες; Μή­πως ἔ­χο­με κι ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα σχο­λα­στι­κῆς σο­φο­λο­γι­ό­τη­τας πού καρ­φώ­νε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ό­δους, τίς ὁ­ποῖες ὀ­νο­μά­ζει κλασ­σι­κές, καί πε­ρι­ο­ρί­ζει σ’ αὐ­τές τόν ἑαυτό της μέ τό­ση ἀ­πό- κλει­στι­κό­τη­τα, ὥ­στε οἱ μι­σοί ἀ­πό τους μα­θη­τές πού μορ­φώ­νει δέν κα­τα­λα­βαί­νουν ὅτι ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά ζῆ καί με­τά τή μά­χη τῆς Χαι­ρώ­νει­ας, καί σπά­νι­α γνω­ρί­ζουν τά ὀ­νόμα­τα τῶν ὑ­στε­ρώ­τε­ρων φι­λο­σό­φων; Ἤ μή­πως ἁ­πλώ­θη­κε στήν Ἑλ­λά­δα μι­ά ἀλ­λα­γή πα­ρακ­μῆς; Καί εἶ­χε δί­κιο ὁ Νί­τσε νά κατα­λή­γη μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα στή σκέ­ψη ὅτι ὁ Σω­κρά­της καί ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι της πα­ρακ­μῆς τῆς Ἑλ­λά­δας; Τέ­τοια ζη­τή­μα­τα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λα στή ρύθ­μι­σή τους. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὅμως ἀ­πό μᾶς ἔ­χο­με σι­ω­πη­ρά δώ­σει τήν ἀ­πάν­τη­ση μέ­σα στή σκέ­ψη μας. Ἡ Ἑλ­λά­δα μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν πτώ­ση τῆς Ἀ­θή­νας, ἀλ­λά δέ μᾶς ἐνθου­σι­ά­ζει. Πό­σοι, ἄν ἡ μοί­ρα τούς πρό­σφερ­νε τή ζω­ή ἑ­νός κλασ­σι­κοῦ Ἕλ­λη­να, θά δέ­χον­ταν τήν προ­σφο­ρά μέ τόν ὅρο νά ζή­σουν στόν τέ­ταρ­το ἤ τούς κα­τό­πιν αἰ­ῶ­νες πρίν Χρι­στοῦ; Οἱ ἴ­διοι οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῆς κα­τά­πτω­σης. Σέ ἕ­να χω­ρί­ο ὅπου, ἄν καί τά λό­γι­α εἶ­ναι βαλ­μέ­να στά χεί­λη τοῦ Πε­ρι­κλῆ, οἱ σκέ­ψεις εἶ­ναι κα­θα­ρά σκέ­ψεις τοῦ Ξενο­φών­τα, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος θρη­νεῖ γιά τήν πα­ρακ­μή τῆς Ἀ­θή­νας. «Πῶς θά φέ­ρω­με τούς ἀν­θρώ­πους πί­σω πά­λι στόν ἔ­ρω­τα τῆς ἀρ­χαί­ας «ἀρετῆς τέ καί εὐ­κλεί­ας καί εὐ­δαι­μο­νί­ας». Ἡ πό­λη ἔ­χει ξε­πέ­σει. «Οἱ πα­λαι­οί, λέ­γει ὁ κό­σμος, ἦ­ταν πο­λύ ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πό τους ση­με­ρι­νούς»[39]. Δύ­ο γε­νιές ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Αἰ­σχί­νης μι­λᾶ μέ τόν ἴ­διο τό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου τῶν Ἀ­θη­ναί­ων. «Ἄν σᾶς ρω­τοῦ­σε κά­ποιος, ἄν νο­μί­ζε­τε ὅτι ἡ πό­λη σας εἶναι πι­ό ἔν­δο­ξη σή­με­ρα ἀ­πό ὅ,τι ἦ­ταν τόν και­ρό τῶν προ­γό­νων σας, ὅλοι θά συμ­φω­νού­σα­τε ὅτι δέν εἶναι. Ἦ­ταν λοι­πόν τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι κα­λύ­τε­ροι ἀ­πό τώ­ρα; Ναί, ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ροι: Ἐ­με­ῖς εἴ­μα­στε πο­λύ κα­τώ­τε­ροί τους»[40]. Κι ἄν ἀ­κό­μη λά­βω­με ὑ­πό­ψη μας τόν πό­θο τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐ­το­δι­α­συρ­μό, πά­λι μέ­νει κά­ποια ἀ­λή­θει­α σ’ αὐ­τές τίς δι­α­πι­στώ­σεις. Τούς Ἀ­θη­ναί­ους τούς ἔ­πια­σε μι­ά χα­λα­ρό­τη­τα, μι­ά μα­λα­κό­τη­τα. Ἄν ὁ Δη­μο­σθέ­νης εἶ­χε δί­κιο, τό βλέ­πο­με στήν ἀ­προ­θυ­μί­α τους, νά βροῦν ἄν­τρες καί χρή­μα­τα γιά τόν πό­λε­μο κα­τά τοῦ Φι­λίπ­που. Ἡ ἴ­δι­α ἡ γλώσ­σα τοῦ τε­τάρ­του αἰώνα προ­σφέ­ρει μι­ά πε­ρί­ερ­γη καί ἔμ­με­ση μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐτό. Πρό­σε­ξε τά ἐ­πί­θε­τα πού συ­ναν­τοῦ­με στούς λό­γους τῶν ρη­τό­ρων, καί κοί­τα­ξε πού ἀ­πο­βλέ­πουν. Ὅταν ὁ Δη­μο­σθέ­νης ἐ­πιθυ­μῆ νά ἐγ­κω­μι­ά­ση ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, τόν ὀ­νο­μά­ζει «μέτριον, φι­λάν­θρω­πον, πρᾷον». Αὐ­τές τίς ἰ­δι­ό­τη­τες ἐ­πι­κρο­τοῦ­σε ἡ ἐ­πο­χή του· αὐ­τές ἦ­ταν οἱ ἀ­ρε­τές τῆς ἐ­κλογῆς της. Ἐ­ξαί­ρε­τες ἰ­δι­ό­τη­τες κα­θαυ­τές, ἀλ­λά μέ τήν ἀ­δι­ά­κο­πή τους ἐ­πά­νο­δο, εἶ­ναι συμ­πτώ­μα­τα γιά κά­ποια ἐκ­θή­λυν­ση καί γιά κά­ποιο ἡ­συ­χα­σμό. Πράγ­μα­τα πο­λύ ξέ­να στήν πρώ­ι­μη Ἀθήνα. Οἱ ἀ­ρε­τές της τό­τε ἦ­ταν πι­ό ἐ­νερ­γη­τι­κές. Ὁ Θου­κυ­δί­δης δέν ὀ­νο­μά­ζει τούς συμ­πο­λί­τες του «με­τρί­ους»: ἄ­ο­κνοι, τολ­μη­ροί, νεωτερο­ποιοί (και­νο­τό­μοι), εὐέλπιδες, εἶναι τά ἐ­πί­θε­τα πού χρησι­μο­ποι­εῖ γί αὐ­τούς. Φύ­σε­ως δύ­να­μις καί γρή­γο­ρη κρί­ση εἶναι οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού ἐγ­κω­μι­ά­ζει στό Θε­μι­στο­κλῆ καί τόν Πε­ρι­κλῆ, ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α καί τι­μι­ό­τη­τα.

Μπο­ρεῖ νά φαί­νε­ται ἄ­σχη­μο νά ψέ­γη κα­νείς ἕ­να ἔ­θνος γιά ἀ­ρε­τές μέ ἀν­θρω­πι­σμό πού ὅλοι μας θά ἤ­μα­σταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι ἄν τίς εἴ­χα­με. Μά κι ἔ­τσι ἀ­κό­μη κά­τι τό στρα­βό ὑ­πάρ­χει στόν τέ­ταρ­τον αἰώνα. Ἡ πι­ό με­γά­λη γο­η­τεί­α τοῦ προ­κα­τό­χου του εἶναι κά­τι πού δέν τι­θασ­σεύ­ε­ται ἀ­πό τή γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἡ πλη­ρό­τη­τα καί ἡ ὀ­μορ­φιά της Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό 400 π.Χ. αὐτό χά­θη­κε. Ξε­θω­ριά­ζει καί χά­νε­ται ἀ­πό τήν Ἀθήνα, ἀ­φή­νον­τας την τά­χα ἀ­με­τά­βλη­τη, ἀ­κρι­βῶς ὅπως σβή­νει καί φεύ­γει ἡ ἔκ­φρα­ση πού ἔ­δι­νε ὅλη τή χά­ρη σέ ἕ­να πρό­σω­πο, χω­ρίς κα­μι­άν ὁ­ρι­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν του. Ἀ­πό δῶ κι ἐμ­πρός εἶ­ναι μί­α πό­λη μέ ζω­η­ρή δη­μαρ­χι­α­κή ζω­ή, μέ δυ­να­τή πνευ­μα­τι­κή κί­νη­ση, καί πο­λι­τι­κά ἐν­δι­α­φέροσντα πού δι­ε­γεί­ρουν πο­λύ θό­ρυ­βο, ἀλ­λά εἶ­ναι παι­δια­κί­σια ὅταν τά συγ­κρί­νω­με μέ τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα τῆς Ρώ­μης. Ἴ­σως στό βά­θος νά ἦ­ταν τό ἴ­δι­ο καί πρίν. Ἴ­σως ὁ αἰώνας τοῦ Πε­ρι­κλῆ νά ἦ­ταν μι­ά φου­σκω­μέ­νη ἀ­ε­ρό­φου­σκα. Ἴ­σως ὁ Θου­κυ­δί­δης νά μᾶς ἐ­πι­βλή­θη­κε, καί νά μᾶς ἔ­κα­νε νά κρα­τοῦ­με τήν ἀ­να­πνο­ή μας γιά συ­ζη­τή­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­σή­μαν­τες καί λι­γό­τε­ρο σπου­δαῖ­ες ἀ­πό αὐ­τές τῶν ἐ­παρ­χι­α­κῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βου­λί­ων μας. Ὅμως, ὅπως κι ἄν ἔ­χη, ἐ­πι­βλή­θη­κε. Τώ­ρα δέν ἀ­πα­τι­ό­μα­στε πιά.

Κι ἄν αὐ­τό ἀ­λη­θεύ­ει γιά τόν τέ­ταρ­το, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­λη­θεύ­ει γιά τούς αἰ­ῶ­νες πού ἀ­κο­λου­θο­ῦν. Ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­να­λαβαί­νει νέ­ο ρό­λο καί ἀρ­χί­ζει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α του γιά τόν προ­ση­λυ­τι­σμό τῆς γῆς. Εἶναι γιά τόν πνευ­μα­τι­κό κό­σμο, ὅ,τι ἦ­ταν οἱ μι­σθο­φό­ροι τοῦ Ξε­νο­φών­τα καί τοῦ Κλε­άρ­χου γιά τό στρα­τι­ω­τι­κό κό­σμο. Βρί­σκε­ται στήν ἀ­κο­λου­θί­α κά­θε κα­τα­κτη­τι­κῆς φυ­λῆς, γιά νά τή δι­α­παιδσα­γω­γῆ καί νά τήν ἐ­πη­ρε­ά­ζη, νά τέρ­πη καί νά χει­ρα­γω­γῆ τίς ὧ­ρες τῆς σχο­λῆς της. Τόν συ­ναν­τοῦ­με σέ κά­θε πρω­τεύ­ου­σα μι­κρή καί με­γά­λη, ἀ­πό τήν Παρθί­α καί τή Βα­βυ­λώ­να ὡς τήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί τή Ρώ­μη, πρό­θυ­μο νά που­λῆ τά μυ­στι­κά τῆς ἀρετῆς καί τῆς τέ­χνης καί τῆς γνώ­σης σέ ὅλους ὅσοι μπο­ροῦν νά τά ἐκ­μι­σθώ­νουν· παί­ζει τίς Βάκ­χες στήν αὐ­λή τοῦ Ὀ­ρώ­δη, δι­ορ­θώ­νει τούς στί­χους τοῦ Κορνή­λι­ου Γάλ­λου, με­τα­φρά­ζει τόν Ὅμηρο γιά τά παι­διά τοῦ Λι­βί­ου Σα­λι­νά­το­ρα, εἶ­ναι ὁ ἥ­με­ρος ποι­η­τής τοῦ Μα­ρί­ου καί ὁ ἐ­κλε­κτός συ­νο­δός τοῦ Σκι­πί­ω­να τοῦ Ἀ­φρι­κα­νοῦ καί τοῦ Νέ­ρω­να. Ἔ­χει πολ­λές ὄ­ψεις: εἶ­ναι ὁ οἰ­κο­νο­μι­κός σύμ­βου­λος τῶν Ρω­μαί­ων αὐ­το­κρα­τό­ρων, ὁ φι­λό­σο­φος καί ἐ­ξο­μο­λο­γη­τής τῶν ἀ­ρι­στο­κρατῶν τῆς Ρώ­μης, τό κοι­νω­νι­κό πα­ρά­σι­το, ὁ «πει­να­σμέ­νος Γραι- κύ­λος» τῶν δυ­σα­ρε­στημέ­νων Ρω­μαί­ων «πε­λα­τῶν». Εἶ­ναι ὁ για­τρός, ὁ ἠ­θο­ποι­ός, ὁ ζω­γρά­φος, ὁ σχοι­νο­βά­της, ὁ χει­ρο­μάν­της καί ὁ χει­ρο­μα­λά­κτης τῆς φυ­λῆς πού κυ­βερ­νᾶ. Ἕνα πράγμα ὅμως δέν θά εἶ­ναι πο­τέ πιά ὁ ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­να­ς—ἐ­λεύ­θε­ρος πο­λί­της σέ ἀ­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος.

Ἡ προ­ο­δευ­τι­κή αὐ­τή πο­λι­τι­κή πα­ρακ­μή πῆ­ρε τό χρῶ­μα της ἀ­πό τήν ὑ­στε­ρώ­τε­ρη Ἑλ­λη­νι­κή ζω­ή, καί εἶ­ναι ἡ πρώ­τη αἰ­τί­α για­τί ἡ ἐ­πο­χή αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἑλ­κυ­στι­κή. Ἀλ­λά στό πλευ­ρό της βρί­σκε­ται μιά λε­πτή πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­κμ­ή. Τήν προ­βλέ­πο­με, ὅταν δι­α­βά­ζω­με τόν Εὐ­ρι­πί­δη. Προ­βάλ­λει τά τρο­μα­κτι­κά του προ­βλή­μα­τα καί λύ­ση δέ βρί­σκει. Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πα­ρά­δο­ση, ἔ­θι­μα,, ὅλα πέ­φτουν σέ ἐ­ρεί­πι­α γύ­ρω του. Κρι­τι­κός χω­ρίς ἔ­λε­ος, ἀ­πο­τυ­χαί­νει στήν οἰ­κο­δο­μή. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν μπο­ροῦν νά προ­χω­ροῦν κά­νον­τας αὐτή τή δου­λειά γιά πάν­τα. Δύ­ο πράγ­μα­τα, λέ­γει ὁ Λά Ρο­σε­φου­κώ, δέν μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά ἔ­χη μπρο­στά στά μά­τια του γιά πο­λύ, τόν ἥ­λι­ο καί τό θά­να­το. Μπο­ροῦ­με σ’ αὐτά νά προ­σθέ­σω­με ἄλ­λο ἔ­να­—­τον κό­σμο ὅπως τόν εἶδεν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης. Ἄν ὁ κό­σμος πραγ­μα­τι­κά εἶναι ὅπως μᾶς τόν δεί­χνει στήν Ἑ­κά­βη, στίς Τρω­ά­δες, τόν Ἴ­ω­να, τήν Ἠ­λέ­κτρα, τόν Ἱπ­πό­λυ­το, τό­τε εἶναι κα­λύ­τε­ρο νά κλεί­σω­με τά μά­τια μας ἤ νά βά­λω­με γυα­λιά, πού νά χρω­μα­τί­ζουν τά πράγ­μα­τα πι­ό εὐ­χά­ρι­στα.

Αὐ­τό ἔ­νι­ω­σε ὁ τέ­ταρ­τος αἰώνας. Ὑ­πό­φε­ρε ἀ­πό τίς κοι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ κρι­τι­κοῦ ἀ­γνω­στι­κι­σμοῦ. Ὄ­χι ἀ­πό ἰ­δι­αί­τε­ρη κακο­ή­θει­α, (ὁ σκε­πτι­κι­σμός καί τό ἔγ­κλη­μα δέν κρα­τι­οῦν­ται ἀ­ναγκα­στι­κά ἀ­πό τό χέ­ρι, οὔ­τε ἕ­νας ἄ­θε­ος κό­σμος εἶ­ναι πάν­τα ἀ­νἠθι­κος κό­σμος), ἀλ­λά ἀ­πό ἀ­πο­νάρ­κω­ση. Κου­ρά­στη­καν οἱ ἄν­θρωποι κυ­νη­γών­τας μί­α ἀ­λή­θει­α πού πο­τέ δέν τήν ἔ­βρι­σκαν, ἐ­πιδι­ώ­κον­τας κά­τι πού τό­σο πολ­λή προ­σπά­θει­α ζη­τᾶ καί τό­σο πο­λύ μό­χθο φέρ­νει καί ὅμως προ­σφέρ­νει τό­σο μι­κρά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Σι­γά σι­γά τούς ἔ­πια­σε τρό­μος γιά τό χρέ­ος πού εἶ­χαν ἀ­ναλά­βει· ὅταν σκέ­φτων­ται αὐτά τά πράγ­μα­τα, τούς πιά­νει με­γά­λη ὀ­δύ­νη καί λο­ξο­δρο­μοῦν σέ εὐ­κο­λώ­τε­ρα μο­νο­πά­τια. Ἡ ἀ­νώ­τε­ρη λο­γο­τε­χνί­α κα­τα­πιά­νε­ται μέ τή σπου­δή χα­ρα­κτή­ρων ἀν­τί νά δί­νη τό πρό­σω­πο τῆς δρά­σης, ἤ ἐ­πι­δι­ώ­κει αἰ­σθη­τι­κά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα μι­λών­τας πο­λύ γιά τέ­χνη γιά τήν τέ­χνη· μι­ά ἀν­τί­στοι­χη με­τα­βο­λή ἔρ­χε­ται στή στά­ση τῶν μορ­φω­μέ­νων ἀνθρώπων ἀ­πέναν­τι τῆς ζω­ῆς. Με­γα­λώ­νει μι­ά γε­νε­ά πού παίρ­νει ἀ­πά­νω της λί­γους κιν­δύ­νους καί κά­νει λί­γες προ­ό­δους, πού εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη μέ «μέ­τρι­α ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα» σέ ζη­τή­μα­τα δι­α­νό­η­σης ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά σέ οἰ­κο­νο­μι­κά. Τό σφρί­γος τό ἀν­τι­κα­θι­στᾶ ἡ δε­ξι­ο­τε­χνί­α καί τή ζω­ή ὁ λε­πτε­πί­λε­πτος ἔ­λεγ­χός της. Οἱ ἰ­δέ­ες μιᾶς τέ­τοιας κοι­νω­νί­ας εἶναι γε­νι­κά καλ­λι­ερ­γη­μέ­νες, ἀλ­λά τό ἐ­πί­θε­το αὐ­τό δέ δεί­χνει ὑ­ψη­λό ἐ­πί­πε­δο ἀν­θρω­πό­τη­τας. Γιά τέ­τοιο εἶ­δος κοι­νω­νί­ας γρά­φτη­κε ἡ κω­μῳ­δί­α, ἄν ἐν­νο­οῦ­με μέ τή­υ κω­μῳ­δί­α, ὄχι τήν τρα­χιά ζω­η­ρό­τη­τα τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, ἀλ­λά τό λε­πτό πνεῦ­μα τοῦ Μέ­ναν­δρου ἤ τοῦ Μο­λι­έ­ρου ἤ τοῦ Κον­γκρήβ ἤ τή σύγ­χρο­νη Γαλ­λι­κή κω­μω­δί­α.

Αὐ­τός ὁ λό­γος κά­νει τή Νέ­α Κω­μω­δί­α τό­σο ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κή του τέ­ταρ­του αἰώνα, πού εἶναι τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό προ­ϊ­όν του. Ὁ Μέ­ναν­δρος εἶναι ὁ νέ­ος Εὐ­ρι­πί­δης. Δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τό με­γά­λο προ­κά­το­χό του τήν ἐξιδανίκεψη τοῦ χαρακτήρα τῆς γυ­ναί­κας, τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν κοι­νή ζω­ή, καί ἕ­να ἐ­κλε­κτό ὕ­φος. Ἀλ­λά ἄ­φη­σε νά τοῦ πέ­ση ἡ βα­θι­ά σο­βα­ρό­τη­τα τοῦ δα­σκά­λου του. Ἡ τρα­γω­δί­α ξέ­πε­σε σέ κω­μω­δί­α, ἡ γε­μά­τη πά­θος ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας σέ μι­ά φαι­δρή κρι­τι­κή τοῦ κοι­νοῦ νοῦ. Οἱ ἥ­ρω­ες καί οἱ ἡ­ρω­ί­δες δί­νουν τή θέ­ση τους σέ ἑ­ταῖρες καί γε­λω­το­ποι­ούς, σέ μα­γεί­ρους καί δού­λους· καί τά τρα­γι­κά πά­θη, ὁ Ἱπ­πό­λυ­τος πού πε­θαί­νει καί ὁ τυ­φλός Οἰ­δί­πο­δας δί­νουν τή θέ­ση τους στά δά­κρυ­α τῶν ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νων ἐ­ρα­στῶν καί τό στο­μα­χό­πο­νο πει­να­σμέ­νων πα­ρα­σί­των. Τό ἰ­δε­ῶ­δες του Μέ­ναν­δρου εἶ­ναι ἡ ἄ­νε­τη ἡ ἀν-ἡ­ρω­ι­κή ζω­ή—τό ἰ­δεῶ­δες του ἀ­στοῦ, γιά ἀ­κό­λα­στη ζω­ή στά νιά­τα καί ἐν­τι­μό­τη­τα μέ πο­λύ­φερ­νη γυναίκα ὅταν θά εἶ­ναι με­σό­κο­πος.

Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­ναμ­φί­βο­λα στήν Ἀθήνα ἐ­ξο­χώ­τε­ρα καί πι­ό δρα­στή­ρι­α πνεύ­μα­τα ἀ­πό τό Μέ­ναν­δρο: ἀλ­λά καί αὐ­τά πα­θαί­νουν μι­ά με­τα­βο­λή πα­ρακ­μῆς Ἡ δρά­ση ἀρ­χί­ζει νά χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή σκέ­ψη, καί ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό­τε μι­ά τά­ξη στο­χα­στῶν πού θέ­λουν νά εἶ­ναι μό­νο θε­α­τές τῆς ζω­ῆς· οἱ κα­λύ­τε­ροι ἀπ’ αὐ­τούς πι­στεύ­ουν στή σο­φί­α τῶν θε­ω­ρι­ῶν, ἀλ­λά μό­νο ἀ­δύ­να­τη προ­σπά­θει­α κα­τα­βάλ­λουν γιά νά τίς ἐ­πι­βάλ­λουν στόν κό­σμο, Οἱ χει­ρό­τε­ροι πά­λι εἶναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι νά ἀ­να­με­τρο­ῦν καί νά ἀ­πο­τιμο­ῦν πλῆ­θος θε­ω­ρί­ες χω­ρίς νά πι­στεύ­ουν κα­μι­ά καί χω­ρίς, ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο, νά ἐ­φαρ­μό­ζουν κα­μι­ά. Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά μήν αἰ­σθαν­θῆ κα­νείς, δι­α­βά­ζον­τας τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὅτι, ἐνῶ οἱ πο­λι­τι­κές του θε­ω­ρί­ες ξε­κί­νη­σαν γιά νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη, ἐν τού­τοις μέ­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος μέ τό ὅτι δη­μι­ούρ­γη­σε τήν ἰ­δα­νι­κή πο­λι­τεί­α του, καί σχε­δόν ἀ­δι­ά­φο­ρος γιά τή με­τα­τρο­πή της σέ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πά­νω στή γῆ. Ζῆ μᾶλ­λον γιά νά γνω­ρί­ζη πα­ρά γιά νά κά­νη τή γνώ­ση του ἀ­πο­τε­λε­σματική. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μη, πού βα­θι­ά ἄγ­γι­ξαν τήν ψυ­χή του οἱ ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς του, δέ­χε­ται καρ­τε­ρι­κά τήν ἄ­πο­ψη ὅτι ἡ ἰ­δα­νι­κή πο­λι­τεί­α του πρέ­πει νά μέ­νη στά σύν­νε­φα. Βλέ­πει, πο­λύ κα­θα­ρά, μα­ται­ό­τη­τα στήν ἀν­θρώ­πι­νη προ­σπά­θει­α, ἀ­κό­μη καί ὅταν πο­λύ ἔ­χη ἐ­πιτύ­χει, καί εἶναι ἀ­νυ­πό­μο­νος καί ἀ­η­δι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ἀρ­γήν ὁ­δοι­πο­ρί­α καί ἀ­πό τους ἀ­κα­τέρ­γα­στους καί λα­σπω­μέ­νους δρό­μους. Γι’ αὐ­τό ἀ­φή­νει τή γῆ καί ἐ­πι­τρέ­πει στόν ἑαυτό του νά πλα­νι­έ­ται στόν κα­θα­ρό καί ἀ­νεμ­πό­δι­στο αἰ­θέ­ρα τοῦ νο­ῦ,

ἀ­ε­ρο­βα­τῶν καί πε­ρι­φρο­νῶν τόν ἥ­λι­ον,

ὅπως ὁ Ἀ­ρι­στο­φά­νης[41], πρίν ἀ­πό μί­α γε­νε­ά, εἶ­πε γε­μά­τος κα­τα­φρό­νη­ση γιά τούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τοῦ του εἴ­δους, καί χτί­ζει τά ἀ­έ­ρινα πα­λά­τια του ἐκεῖ ὅπου κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἐμ­πο­δί­ση ἤ νά μο­λύ­νη, ἤ νά κα­τα­στρέ­ψη.

Ὁ κα­τό­πιν αἰώνας ἔ­φε­ρε μι­ά ἀ­να­γέν­νη­ση, καί ἡ φι­λο­σο­φί­α ἀ­κό­μη μι­ά φο­ρά ἔ­γι­νε ἠθική: κι οὔ­τε ἔ­χει ἡ ἱ­στο­ρί­α πολ­λά πε­ρι­στα­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­ξι­α θαυ­μα­σμοῦ ἀ­πό τή Στω­ι­κή καί Κυ­νι­κή προ­σπά­θει­α γιά τή σω­τη­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας μέ τήν ἀ­ρε­τή. Ἴ­σως σή­με­ρα ὀ­φεί­λο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα σ’ αὐ­τές τίς ἐποχές πα­ρά στήν πρώ­ι­μη Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λά ὁ νέ­ος κό­σμος δέν ἦ­ταν πο­τέ ἐν­τε­λῶς ὅπως ὁ πα­λαι­ός. Ἡ ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα εἶ­χε γιά πάν­τα χά­σει δυ­ό πράγ­μα­τα­—­την ἐ­λευ­θε­ρί­α καί τή δό­ξα τῆς πρώ­της της λο­γο­τε­χνί­ας.
------------------------
[1] Burnet, Early Greek Philosophy, p. 49. Ἀριστοτέλης Μεταφυσ. A. 3. 983b. 30

[2] Πλάτων, Πρωταγόρας, 313, 316, 317.

[3] Ἕνα ἀπό τά λίγα ἀποσπάσματα τοῦ Πρωταγόρα πού σώζονται

[4] Πλάτων, Πρωταγόρας 318, Γοργίας 451.

[5] Πλάτων, Πρωταγ. 318.

[6] De orotore I, 148 — 59. Orator, 11 — 19.

[7] Θουκ. 3. 37, 3 — 5.

[8] 3. 82,2;

[9] 3. 82 κ. ε. Τά θέ­μα­τα πού ἀ­νάφε­ρα πά­ρα πά­νω τά πῆ­ρα ἀ­πό τό λό­γο τῶν Μυ­τι­λη­ναί­ων στή Σπάρ­τη (3. 9 κ. ε.), τό λό­γο τοῦ Κλέω­να γιά τήν ἠ­θι­κή τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας (3. 37 κ. ε.), τήν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Δι­ο­δό­του (σ­τό ἴ­διο μέ­ρος), τούς λό­γους τοῦ Πε­ρι­κλῆ (2. 60 κ. ε.) καί τοῦ Ἀλ­κι­βι­ά­δη (6. 16 κ. ἑ.).

[10] Ἡ ἀ­μοι­βή τοῦ Εὐή­νου ἦ­ταν 5 μναί (Πλά­των, Ἀ­πολ. 20). Ὑπολογίζω τήν ἀ­ξί­α τοῦ νο­μί­σμα­τος τοῦ πέμ­πτου αἰώ­να δέ­κα φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή.

[11] Πρόσωπο τῆς Ἀγγλικῆς λαϊκῆς φαντασίας. Αρχηγός πονηρῶν πνευμάτων, σάν αὐτά πού παρουσιάζει ὁ Σαίξπηρ στό Ὄνειρο τῆς καλοκαιρινῆς νύχτας.

[12] Πλάτων, Συμπόσιο, 220. Τό ἑπόμενο χωρίο εἶναι ἀπό το πρῶτο βιβλίο τῆς Πολιτείας (331C κ.ἑ.).

[13] Ἡ συζήτηση τῆς «Πολιτείας» δέν ἔγινε στην Ἀθήνα ἀλλά στό σπίτι τοῦ Κεφάλου, τοῦ πατέρα τοῦ Λυσία, στόν Πειραιᾶ.

[14] Πλά­των, Φαί­δων 9l ad.

[15] Burnet's History of his Own Times.

[16] Πλάτων, Γοργίας, 458 α.

[17] Πλάτων, Κριτίας 106

[18] Ξενοφ. Ἀπομνημ. I, 1, 16.

[19] Πλάτων, Ἀπολογία, 29d — 31.

[20] Ξε­νοφ. Ἀ­πο­μνημ. I, 1, 10.

[21] Μή­δει­α 844. Τά λό­γι­α αὐ­τά θά ἦ­ταν θαυ­μά­σι­ο μότ­το γιά Πα­νε­πι­στή­μι­ο.

[22] Στή­βεν­σον, γιά τόν Ἐρ­μπερτ Σπέν­σερ, στό ἔρ­γο του: Ἡ ἐ­πί­δρα­ση τῶν βι­βλί­ων.

[23] Μίλ­των, Ἐ­πι­στο­λή γιά τήν Παι­δεί­α, καί Comus. Ἤ ἀ­πόδο­ση τῶν στί­χων τοῦ Μίλ­τω­να ἀ­πό τό Θράς. Σταύ­ρου.

[24] Βλέ­πε Εὐρ­ιπίδ. Ἠ­λε­κτρα 101 1—50, ὅπου ἤ Κλυ­ται­μνή­στρα δι­α­τυ­πώ­νει αὐ­τές τίς κα­τη­γο­ρί­ες ἐ­ναν­τίον τοῦ Ἀ­γα­μέ­μνο­να καί ἔ­τσι δι­και­ο­λο­γεῖ τή δι­κή της δι­α­γω­γή.

[25] Ἰ­φι­γέ­νει­α ἐν Ταύ­ροις 285 κ.ε. Ἡ μα­νί­α τοῦ Ὀ­ρε­στη εἶ­ναι κα­θα­ρά φυ­σι­κό πράγ­μα καί στά τρί­α ἔρ­γα τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, στά ὁ­ποῖ­α τήν πα­ρου­σιά­ζει, τήν Ἠ­λε­κτρα, τόν Ὀ­ρέ­στη καί τήν Ἰ­φι­γέ­νει­α ἐν Ταύροις. Εἶναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το, ὅτι στίς «Χο­η­φό­ρους» οἱ πα­ρι­στά­με­νοι δέ βλέ­πουν τίς Ἐ­ρι­νύ­ες (στ. 1061).

[26] Ὀ­ρέ­στης, 34 κ. ἑ. 255 κ. ἑ.

[27] Τρω­ά­δες, 994—97: βλέ­πε τούς στί­χους 969—1032.

[28] Ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες γιά τήν Ἑ­λέ­νη τίς πῆ­ρα ἀπό τόν Ὀ­ρέ­ο­τη, 128, 1112, 1430 καί τόν Κύ­κλω­πα 182—5. Εἶ­ναι ἀ­ξι­οση­μεί­ω­το, ὅ­τι ἡ Ἑ­λέ­νη κλη­ρο­νο­μεῖ τή μα­ται­ο­δο­ξί­α της ἀ­πό τήν Κλυ­ται­μνή­στρα (Ἠ­λέ­κτρα, 1071) καί τήν κλη­ρο­δο­τεῖ στήν κό­ρη της Ἐρμι­ό­νη (Ἀν­δρο­μά­χη, 147 κ. ε.). Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης θε­ω­ρεῖ τήν «ἁβροφροσύνην» σάν κλη­ρο­νο­μι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της οἰ­κο­γέ­νει­ας, (Ὀ­ρε­στης, 349)

[29] 'Ὁ κα­θη­γη­τής Μάρ­ρε­ϋ στή με­τά­φρα­ση τῶν «Τρω­ά­δων» το­νί­ζει, ὅτι αὐ­τή εἶ­ναι ἤ ση­μα­σί­α του.

[30] Στήν Ἠ­λε­κτρα καί τόν Ἴ­ω­να.

[31] Βλέ­πε τήν πραγ­μα­τεί­α τοῦ Βέρ­ραλ γιά τόν Ὀ­ρέ­στη στο ἔρ­γο του «Τέσ­σε­ρεις τρα­γῳ­δί­ες τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη». . .

[32] Στήν «Ἀν­δρο­μά­χη» καί τόν «Ὀ­ρε­στη».

[33] Ἴων, 887 — 91.

[34] Ἴ­ων, 936 — 7, 939 941, 946 — 961

[35] Ἴ­ων, 264

[36] Ὅ­σα προ­η­γοῦν­ται δέν εἶ­ναι, φυ­σι­κά, οὔ­τε ἀ­πό­πει­ρα γιά ἕ­να πλή­ρη ἀ­πο­λο­γι­σμό τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, πού εἶ­χε καί ἄλ­λες ἰ­δι­ό­τη­τες ἐ­κτός ἀ­πό τόν κρι­τι­κό νο­ῦ. Ὅ­πως μέ τόν Πίν­δα­ρο καί τόν Ἡ­ρό­δο­το στό πέμ­πτο κε­φά­λαι­ο καί μέ τόν Πλά­τω­να στό ἕ­βδο­μο, ἀ­σχο­λή­θη­κα μό­νο μ’ ἐ­κεῖ­νες τίς πλευ­ρές του πού ἐ­ξει­κο­νίζουν τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἄ­πο­ψή μου.

[37] Πρό­κει­ται γιά τό Θω­μᾶ τόν Ἀ­κι­νά­το, τό με­γά­λο ἀ­ρι­στο­τε­λι­κό φι­λό­σο­φο καί θε­ο­λό­γο τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

[38] Τό­σο με­γά­λη σει­ρά πραγ­μά­των ἀ­νοί­γε­ται καί ὅ­λο τό μέλ­λον σπεύ­δει πρός τό φῶς.

[39] Ξ­ε­νοφ Ἀπο­μνημ. 3. 5. 7 κ. ἑ.

[40] Αἰ­σχίν. Κα­τά Κτησιφ. 178

[41] Νε­φέ­λαι 225.