Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (17.626-17.699)

Οὐδ᾽ ἔλαθ᾽ Αἴαντα μεγαλήτορα καὶ Μενέλαον
Ζεύς, ὅτε δὴ Τρώεσσι δίδου ἑτεραλκέα νίκην.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε μέγας Τελαμώνιος Αἴας·
«ὢ πόποι, ἤδη μέν κε καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστι
630 γνοίη ὅτι Τρώεσσι πατὴρ Ζεὺς αὐτὸς ἀρήγει.
τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε᾽ ἅπτεται, ὅς τις ἀφήῃ,
ἢ κακὸς ἢ ἀγαθός· Ζεὺς δ᾽ ἔμπης πάντ᾽ ἰθύνει·
ἡμῖν δ᾽ αὔτως πᾶσιν ἐτώσια πίπτει ἔραζε.
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην,
635 ἠμὲν ὅπως τὸν νεκρὸν ἐρύσσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
χάρμα φίλοις ἑτάροισι γενώμεθα νοστήσαντες,
οἵ που δεῦρ᾽ ὁρόωντες ἀκηχέδατ᾽, οὐδ᾽ ἔτι φασὶν
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους
σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι.
640 εἴη δ᾽ ὅς τις ἑταῖρος ἀπαγγείλειε τάχιστα
Πηλεΐδῃ, ἐπεὶ οὔ μιν ὀΐομαι οὐδὲ πεπύσθαι
λυγρῆς ἀγγελίης, ὅτι οἱ φίλος ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.
ἀλλ᾽ οὔ πῃ δύναμαι ἰδέειν τοιοῦτον Ἀχαιῶν·
ἠέρι γὰρ κατέχονται ὁμῶς αὐτοί τε καὶ ἵπποι.
645 Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾽ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν,
ποίησον δ᾽ αἴθρην, δὸς δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·
ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον, ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως.»
Ὣς φάτο, τὸν δὲ πατὴρ ὀλοφύρατο δάκρυ χέοντα·
αὐτίκα δ᾽ ἠέρα μὲν σκέδασεν καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην,
650 ἠέλιος δ᾽ ἐπέλαμψε, μάχη δ᾽ ἐπὶ πᾶσα φαάνθη·
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ Αἴας εἶπε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
«σκέπτεο νῦν, Μενέλαε διοτρεφές, αἴ κεν ἴδηαι
ζωὸν ἔτ᾽ Ἀντίλοχον, μεγαθύμου Νέστορος υἱόν,
ὄτρυνον δ᾽ Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι θᾶσσον ἰόντα
655 εἰπεῖν ὅττι ῥά οἱ πολὺ φίλτατος ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
βῆ δ᾽ ἰέναι ὥς τίς τε λέων ἀπὸ μεσσαύλοιο,
ὅς τ᾽ ἐπεὶ ἄρ κε κάμῃσι κύνας τ᾽ ἄνδρας τ᾽ ἐρεθίζων,
οἵ τέ μιν οὐκ εἰῶσι βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι
660 πάννυχοι ἐγρήσσοντες· ὁ δὲ κρειῶν ἐρατίζων
ἰθύει, ἀλλ᾽ οὔ τι πρήσσει· θαμέες γὰρ ἄκοντες
ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν,
καιόμεναί τε δεταί, τάς τε τρεῖ ἐσσύμενός περ·
ἠῶθεν δ᾽ ἀπονόσφιν ἔβη τετιηότι θυμῷ·
665 ὣς ἀπὸ Πατρόκλοιο βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
ἤϊε πόλλ᾽ ἀέκων· περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ
ἀργαλέου πρὸ φόβοιο ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν.
πολλὰ δὲ Μηριόνῃ τε καὶ Αἰάντεσσ᾽ ἐπέτελλεν·
«Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε, Μηριόνη τε,
670 νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῖο
μνησάσθω· πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι
ζωὸς ἐών· νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη ξανθὸς Μενέλαος,
πάντοσε παπταίνων ὥς τ᾽ αἰετός, ὅν ῥά τέ φασιν
675 ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν,
ὅν τε καὶ ὑψόθ᾽ ἐόντα πόδας ταχὺς οὐκ ἔλαθε πτὼξ
θάμνῳ ὑπ᾽ ἀμφικόμῳ κατακείμενος, ἀλλά τ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἔσσυτο, καί τέ μιν ὦκα λαβὼν ἐξείλετο θυμόν.
ὣς τότε σοί, Μενέλαε διοτρεφές, ὄσσε φαεινὼ
680 πάντοσε δινείσθην πολέων κατὰ ἔθνος ἑταίρων,
εἴ που Νέστορος υἱὸν ἔτι ζώοντα ἴδοιτο.
τὸν δὲ μάλ᾽ αἶψα νόησε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ πάσης
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
685 «Ἀντίλοχ᾽, εἰ δ᾽ ἄγε δεῦρο, διοτρεφές, ὄφρα πύθηαι
λυγρῆς ἀγγελίης, ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι.
ἤδη μὲν σὲ καὶ αὐτὸν ὀΐομαι εἰσορόωντα
γιγνώσκειν ὅτι πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει,
νίκη δὲ Τρώων· πέφαται δ᾽ ὤριστος Ἀχαιῶν,
690 Πάτροκλος, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι τέτυκται.
ἀλλὰ σύ γ᾽ αἶψ᾽ Ἀχιλῆϊ θέων ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
εἰπεῖν, αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ
γυμνόν· ἀτὰρ τά γε τεύχε᾽ ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίλοχος δὲ κατέστυγε μῦθον ἀκούσας·
695 δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε, τὼ δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησε,
βῆ δὲ θέειν, τὰ δὲ τεύχε᾽ ἀμύμονι δῶκεν ἑταίρῳ,
Λαοδόκῳ, ὅς οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχας ἵππους.

***
Κι ενόησ᾽ ο Μενέλαος και ο Τελαμώνιος Αίας
τον Δία πως εχάριζε την νίκην εις τους Τρώας,
κι είπεν ο μεγαλόψυχος ο Τελαμώνιος Αίας:
«Θεοί μου, πλέον καθαρά κι ένας μωρός το βλέπει
630 το χέρι του πατρός Διός πως βοηθεί τους Τρώας.
Όλα δαγκάν τα βέλη τους, είτε κακός τα ρίχνει,
είτε καλός· πάντοτε ο Ζευς τα στρέφει στο σημάδι
και όλων μας ελεεινά πέφτουν στην γην χαμένα.
Αλλ᾽ ό,τ᾽ είναι καλύτερον ας έβρει τώρα ο νους μας
635 και τον νεκρόν να πάρομε, κι οι ίδιοι την ζωήν μας
να σώσομε, να το χαρούν οι φίλοι, οπού θλιμμένοι
εδώ μας βλέπουν και θαρρούν πως κρατημόν δεν θα ᾽χει
του ανδροφόνου Έκτορος η μανιωμένη ανδρεία,
και ότι θα πέσει ακράτητος επάνω στα καράβια.
640 Να ήταν κανείς το μήνυμα να φέρει στον Πηλείδην
ογρήγορα, ότι δεν θαρρώ να το ᾽χει μάθει ακόμη
το θλιβερό, πως έχασε τον ακριβόν του φίλον.
Αλλά να ιδώ δεν δύναμαι των Αχαιών κανέναν
ότι και αυτούς και τ᾽ άλογα σκοτάδι περιζώνει.
645 Πατέρα, απ᾽ τ᾽ Αχαιόπαιδα συ διάλυσε το σκότος,
ξαστεριά κάμε, ευδόκησε να βλέπουν οι οφθαλμοί μας,
και αφού το θέλεις, χάσε μας καν εις το φως του ηλίου».
Αυτά ᾽πε κι εσυμπόνεσε το κλάυμα του ο πατέρας,
κι ευθύς του σκότους σκόρπισεν εκείθε την μαυρίλα,
650 έλαμψ᾽ ο ήλιος κι έδειξε γύρω την μάχην όλην.
Τότε προς τον Μενέλαον εστράφη κι είπ᾽ ο Αίας:
«Ατρείδη, τώρα κοίταξε, το μάτι σου ίσως πάρει
τον Νεστορίδη Αντίλοχον, αν ζει και αυτός ακόμη,
να δράμ᾽ ειπέ του γρήγορα να φέρει του Αχιλλέως
655 το μήνυμα που απέθανεν ο φίλος της καρδιάς του».
Είπε, και τον υπάκουσεν ο ανδράγαθος Ατρείδης,
κι εβγήκεν ωσάν λέοντας μέσ᾽ απ᾽ το περιαύλι
που απόκαμ᾽ ερεθίζοντας άνδρες ομού και σκύλους,
που ολονυχτούν, τα ολόπαχα μοσχάρια τους να σώσουν·
660 κι εκείνο, από την όρεξιν σπρωγμένο των κρεάτων
ορμά, πλην ανωφέλητα· με τόσην τόλμην ρίχνουν
ακόντι᾽ επάνω του οι βοσκοί και δέματ᾽ αναμμένα,
που τα φοβείται, αν και λυσσά και άμα χαράξ᾽ η ημέρα
κατηφιασμένο αποχωρεί· ο Ατρείδης παρομοίως
665 άθελ᾽ από τον Πάτροκλον μακράν αποχωρούσε,
ότι εφοβείτο της φυγής μη το κακό σκορπίσει
τους Αχαιούς και τον νεκρόν εις τους εχθρούς αφήσουν.
Κι έλεγε προς τους Αίαντας και προς τον Μηριόνην:
«Ω πολεμάρχοι, Αίαντες και Μηριόνη, ακούτε·
670 τώρα την άδολην καρδιά του άμοιρου Πατρόκλου
μη λησμονείτε· ότι γλυκύς, όταν εζούσε, εις όλους
ήταν· και τώρα ο θάνατος και η μοίρα μάς τον πήρε».
Είπε και αναχώρησεν ο Ατρείδης και τριγύρω
ετήρα, ως ο αετός, οπού κανέν᾽ απ᾽ όσα
675 πετούμενα είναι τ᾽ ουρανού το μάτι αυτό δεν έχει·
οπού γοργό λαγόπουλο και μέσα μουλωμένο
στο φουντωτό χαμόδενδρο και από ψηλά το βλέπει,
του πέφτει επάνω και το αρπά και την ζωήν τού παίρνει·
παρόμοια συ, Μενέλαε, τα φωτερά σου μάτια
680 παντού γοργά τα εγύριζες στο πλήθος των συντρόφων,
τον Νεστορίδην ζωντανόν ίσως ιδείς ακόμη.
Δεν άργησε να τον ιδεί στ᾽ αριστερά της μάχης
που τους συντρόφους του θερμά κεντούσε στον αγώνα.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος πλησίασε και του ᾽πε:
685 «Έλα σιμά μου, Αντίλοχε, διόθρεπτε, ν᾽ ακούσεις
τα λυπηρά που γίνονται, να μ᾽ είχε φέξ᾽ η μέρα·
το βλέπεις με τα μάτια σου θαρρώ και το γνωρίζεις
που συμφορά στους Δαναούς θεόθεν ροβολάει·
νικούν οι Τρώες, έπεσε των Αχαιών ο πρώτος,
690 ο Πάτροκλος, μέγας καημός στων Δαναών το γένος·
αλλά συ τρέχε γρήγορα να ειπείς του Αχιλλέως
ίσως προφθάσει τον νεκρόν να σώσει στα καράβια
γυμνόν· κι επήρε τ᾽ άρματα ο λοφοσείστης Έκτωρ».
Και ως τ᾽ άκουσ᾽ ο Αντίλοχος μέσα του αισθάνθη φρίκην,
695 τα λόγια του ᾽πιασε αμιλιά πολληώρα κι εγεμίσαν
δάκρυα τα μάτια κι έστυψε στον λάρυγγα η φωνή του.
Αλλ᾽ όμως δεν αμέλησε να κάμει ό,τι είπ᾽ ο Ατρείδης,
κι έφυγ᾽ ευθύς και τ᾽ άρματα εδέχθη ο σύντροφός του
Λαόδοκος, που τ᾽ άλογα στο πλάγι του οδηγούσε.

Φαντάσου να σε αγαπήσει ένας άνθρωπος που θα γαληνέψει μέσα σου όλους τους φόβους

Φαντάσου να έρθει κάποια μέρα στη ζωή σου ένας άνθρωπος, που – σχεδόν με θράσος – θα επιδιώξει να σε μάθει.

Να σε ζήσει. Να απαιτεί από τον εαυτό του να σε κάνει να χαμογελάς.
Να σε βλέπει άβαφη, αχτένιστη, μ’ ένα μακό μαύρο φόρεμα και σαγιονάρες (απ’ αυτές που φοράς στη θάλασσα) και να σου λέει πόσο όμορφη είσαι. Να βλέπει την αλήθεια σου και να την θαυμάζει, όχι απλά να την αντέχει!

Φαντάσου να έρθει ένας άνθρωπος, που σε διεκδικεί. Διεκδικεί το χρόνο σου, το χώρο σου, το μυαλό σου, το κορμί σου.

Ένας άνθρωπος, που κάνει πράξεις όλα όσα λέει κι εσύ. Να του στέλνεις “μου λείπεις” και μετά από δέκα λεπτά, να διαβάζεις μήνυμά του “είμαι απ’ έξω. Βγες.”, κι ας είναι δύο τη νύχτα.

Να είναι εκείνος ο άνθρωπος, που σε αναγκάζει να πιστέψεις στη μαγεία του έρωτα. Ναι, σ’ αυτήν που μέχρι εχθές ορκιζόσουν πως δεν υπάρχει, εκείνος να καταφέρνει να τη φτιάχνει παντού! Στα πιο απίθανα μέρη. Με τις πιο απλές λέξεις.

Με τον πιο άναρχο και απρόσμενο τρόπο. Να είναι πάντα εκεί. Δίπλα σου. Ακόμη κι όταν λείπει. Να σε κάνει να γελάς, να ξεχνάς και να ελπίζεις… Να μη φοβάται το σκοτάδι σου.

Να βουτάει κι εκείνος μέσα του, και σιγά – σιγά, κρατώντας με το ένα του χέρι το δικό σου, με το άλλο να τραβάει τις κουρτίνες, για να μπει στην ψυχή σου ξανά φως.

Να σε ρίχνει στα βαθιά και να σου μαθαίνει κολύμπι απ’ την αρχή.

Φαντάσου – λέει – να είναι αυτός ο άνθρωπος, εκείνος που θα γκρεμίσει όλα τα τείχη που ο φόβος σου έχτισε, και πάνω στα χαλάσματα θα χτίσει το πιο ανθεκτικό οικοδόμημα : θα χτίσει όνειρα, χαμόγελα κι έρωτα…

Δεν υπάρχει, λες τέτοιος άνθρωπος ; Κι αν εγώ σου πω πως γνωρίζω έναν τέτοιον; Τότε, τι θα μου πεις;

Πώς η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας Επηρεάζει τις Διαπροσωπικές Σχέσεις

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι η πιο συχνή συμπεριφορική διαταραχή στα παιδιά και στους νέους (Rohde, 2008).

Συμπτώματα της ΔΕΠΥ

Σύμφωνα με το DSM-V για να δοθεί διάγνωση ΔΕΠΥ το παιδί πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον 6 από τα 9 συμπτώματα που σχετίζονται με την απροσεξία (για τους ενήλικες τουλάχιστον 5 από τα 9 συμπτώματα) ή και τουλάχιστον 6 από τα 9 συμπτώματα υπερκινητικότητας/ παρορμητικότητας (για τους ενήλικες 5 από τα 9 συμπτώματα).

Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να είναι παρόντα για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών και ταυτόχρονα να προκαλούν έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε δύο ή παραπάνω πλαίσια (κυρίως στο σπίτι και στο σχολείο).

Ενδεικτικά, στα συμπτώματα απροσεξίας συγκαταλέγονται τα εξής:
  • Αποτυχία να εστιάσει την προσοχή σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στις σχολικές εργασίες, τη δουλειά ή άλλες δραστηριότητες.
  • Δυσκολία στη διατήρηση της προσοχής σε δουλειές ή στο παιχνίδι.
  • Δημιουργία της εντύπωσης ότι δεν ακούει όταν του μιλούν.
  • Δυσκολία στο να ακολουθήσει μέχρι τέλους οδηγίες και αποτυγχάνει να διεκπεραιώσει σχολικές εργασίες, δουλειές που του ανατίθενται ή καθήκοντα στον χώρο εργασίας (χωρίς αυτό να οφείλεται σε εναντιωματική συμπεριφορά ή αποτυχία κατανόησης των οδηγιών).
  • Δυσκολία στην οργάνωση δουλειών και δραστηριοτήτων.
  • Συχνή αποστροφή και απροθυμία να εμπλακεί σε δουλειές που απαιτούν αδιάκοπη πνευματική προσπάθεια (όπως οι σχολικές εργασίες).
  • Απώλεια αντικειμένων απαραίτητων για δουλειές ή δραστηριότητες.
  • Εύκολη διάσπαση της προσοχής από εξωτερικά ερεθίσματα.
  • Συχνή λήθη καθημερινών δραστηριοτήτων.
Στα συμπτώματα υπερκινητικότητας/ παρορμητικότητας ανήκουν:
  • Η νευρική κίνηση χεριών ή ποδιών.
  • Το να αφήνει τη θέση στην τάξη ή σε άλλες περιστάσεις, στις οποίες αναμένεται ότι θα παραμείνει καθισμένος(-η).
  • Το να τρέχει εδώ κι εκεί και να σκαρφαλώνει με τρόπο υπερβολικό σε περιστάσεις οι οποίες δεν προσφέρονται για ανάλογες δραστηριότητες (στους εφήβους και ενηλίκους αυτό μπορεί να περιορίζεται σε υποκειμενικά αισθήματα ανησυχίας).
  • Η δυσκολία να παίζει ή να συμμετέχει σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου με ήσυχο τρόπο.
  • Η διαρκής κίνηση.
  • Η φλυαρία.
  • Η απερίσκεπτη απάντηση πριν την ολοκλήρωση μιας ερώτησης.
  • Η δυσκολία να περιμένει στη σειρά του/της.
  • Η διακοπή ή ενόχληση με την παρουσία του/της των άλλων (π.χ. παρεμβαίνει σε συζητήσεις ή σε παιχνίδια).
Επιπλέον, ανάλογα με τα υπάρχοντα συμπτώματα προκύπτουν τρείς υπότυποι της ΔΕΠΥ όπως είναι η ΔΕΠΥ με προεξάρχοντα τον απρόσεκτο τύπο, η ΔΕΠΥ με προεξάρχοντα τον υπερδραστήριο/παρορμητικό τύπο και η ΔΕΠΥ συνδυασμένου τύπου (American Psychological Association, 2000).
Γιατί όμως η διάγνωση ΔΕΠΥ στους ενήλικες είναι σπανιότερη;

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός πως η διάγνωση ΔΕΠΥ δεν είναι τόσο συχνή στον ενήλικο πληθυσμό, μπορεί να προκύψει σε όλη τη διάρκεια ζωής των ατόμων (Kessler et al., 2006. Ramsay & Rostain, 2006).

Τα συμπτώματα ΔΕΠΥ στους ενήλικες εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο από αυτό των παιδιών. Τα πιο κοινά εκ των οποίων είναι η αναβλητικότητα, η χαμηλή αυτοπεποίθηση, οι διακυμάνσεις της διάθεσης, το άγχος, τα μειωμένα κίνητρα και η απρόβλεπτη συμπεριφορά (Goldman et al., 1998. Wender, 1998).

Ωστόσο, όταν υφίστανται τα παραπάνω συμπτώματα, δίνεται συνήθως διάγνωση γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, κατάθλιψης ή διπολικής διαταραχής (Biederman, 2004. Murphy & Adler, 2004).

Κεντρικό ζήτημα ερευνών τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος αποτελεί το γεγονός ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ αποτελούν εμπόδιο στη σύναψη ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων.

Η εκδήλωση συμπεριφορών απροσεξίας καθώς και τα ελλείμματα στις εκτελεστικές λειτουργίες που αφορούν κυρίως την ικανότητα για ανασταλτικό έλεγχο, την αναστολή των παρορμητικών αντιδράσεων, τη μνήμη εργασίας, τη γνωστική ευελιξία, τον προγραμματισμό και την οργάνωση ενδέχεται να προκαλέσουν ρήξη των ανθρωπίνων σχέσεων.

Συγκεκριμένα, η δυσκολία στη διατήρηση της προσοχής σε ένα ερέθισμα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (π.χ. στον συνομιλητή) καθώς και η μειωμένη ικανότητα αυτό-ρύθμισης του ατόμου και κατανόησης των κοινωνικών συνθηκών από την πλευρά ενός άλλου προσώπου συμβάλλουν στο να προκύψουν παρεξηγήσεις μεταξύ των συνδιαλεγόμενων και συνάμα κοινωνική απόρριψη και απομόνωση των ατόμων με ΔΕΠΥ.
 
Φιλικές σχέσεις και ΔΕΠΥ

Με βάση τους Bramham και Young (2007), η δημιουργία ουσιωδών φιλικών σχέσεων κρίνεται δυσκολότερη στους ενήλικες συγκριτικά με τα παιδιά. Οι ενήλικες με ΔΕΠΥ παρουσιάσουν ελλείμματα αναφορικά με τις κοινωνικές τους δεξιότητες, δηλαδή εντοπίζονται προβλήματα ως προς τη διαδικασία επικοινωνίας και αποτελεσματικής αλληλεπίδρασης με τους άλλους.

Οι δυσκολίες στην αναγνώριση και στην αποκωδικοποίηση των κοινωνικών σημάτων όπως οι χειρονομίες, η στάση του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου, ο τόνος της φωνής και τα όρια οδηγούν στην υιοθέτηση αρνητικής στάσης των ανθρώπων απέναντι στους συνομηλίκους τους με ΔΕΠΥ (Riggio, 1986. Spitzberg, 1987).

Επιπροσθέτως, οι Canu et al. (2007) επισημαίνουν ότι άλλος ένας παράγοντας που ενισχύει την απορριπτική και επικριτική στάση της κοινωνίας προς τα άτομα με ΔΕΠΥ είναι το στίγμα που υφίσταται γύρω από αυτή τη διαταραχή.

Πληθώρα ατόμων είναι λανθασμένως ή και ανεπαρκώς ενημερωμένη όσον αφορά τη ΔΕΠΥ και αρκετές φορές επιδεικνύει άγνοια σχετικά με τα θέματα ψυχικής υγείας και συμπεριφορικών διαταραχών.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδονται ταμπέλες όπως «αγενείς» και «ανεύθυνοι» στα άτομα που εκφράζουν συμπτώματα απροσεξίας και υπερδραστηριότητας (Barkley, 2005). Σαφώς, όσα προαναφέρθηκαν έχουν αρνητική επίδραση στην ψυχοσύνθεση των ατόμων με ΔΕΠΥ και συντείνουν στην μείωση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησής τους.

Συντροφικές σχέσεις και ΔΕΠΥ

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ επηρεάζουν την έναρξη, τη διάρκεια και την ποιότητα των συντροφικών σχέσεων. Τα άτομα με ΔΕΠΥ τείνουν να έχουν περισσότερους ερωτικούς συντρόφους κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όμως η διάρκεια των σχέσεών τους είναι σημαντικά μικρότερη από αυτή των ατόμων που δεν έχουν ΔΕΠΥ.

Επιπλέον, η έναρξη της σεξουαλικής ζωής των νέων με συμπτωματολογία ΔΕΠΥ συμβαίνει νωρίτερα συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό (Rokeach & Wiener, 2018).

Έρευνες που εξετάζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά των ενηλίκων με ΔΕΠΥ φανερώνουν ότι τα άτομα αυτά έχουν περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, να διαγνωστούν με κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και να ενδώσουν σε περιστασιακές σεξουαλικές επαφές (Barkley et al., 2010. Flory et al., 2006. Huggins et al., 2012. White & Buehler, 2012. Winters et al., 2008).

Γενικότερα, λόγω των ελλειμμάτων σε μεταγνωστικές ικανότητες (όπως η ενσυναίσθηση και η υιοθέτηση κοινωνικής προοπτικής) τα άτομα με ΔΕΠΥ έχουν την τάση να παραβλέπουν/αγνοούν τα προβλήματα στις σχέσεις υπερεκτιμώντας τις ικανότητές τους σε ποικίλους κοινωνικούς τομείς.

Αναφορικά με τον έγγαμο βίο, συχνά βιώνουν χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης μέσα στη συζυγική σχέση γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες διαζυγίου (Biederman et al., 1993. Murphy & Barkley, 1996).

Παράλληλα, οι σύζυγοι των ατόμων με ΔΕΠΥ εκφράζουν δυσαρέσκεια εξαιτίας της ανεπαρκούς συναισθηματικής υποστήριξης και της άνισης κατανομής των οικιακών καθηκόντων (Weiss et al., 1999).
 
Οικογενειακές σχέσεις και ΔΕΠΥ

Γονείς με συμπτώματα ΔΕΠΥ εκδηλώνουν λιγότερες θετικές γονεϊκές δεξιότητες, αφιερώνουν λιγότερες ώρες στην ενασχόληση με τα παιδιά τους και μειωμένη συνέπεια στην ανατροφή αυτών (Chronis-Tuscano et al. 2008). Οι επιπτώσεις της ΔΕΠΥ γεννούν άγχος στους γονείς, οι οποίοι πολλές φορές αισθάνονται ανίκανοι, ανεπαρκείς και αναποτελεσματικοί να ανταποκριθούν κατάλληλα στις ανάγκες των παιδιών τους.

Από την άλλη μεριά, η παρουσία ΔΕΠΥ στο παιδί επηρεάζει σε εξίσου σημαντικό βαθμό τη λειτουργία της οικογένειας.

Οι γονείς παρερμηνεύουν την εκδήλωση συμπτωμάτων ως έλλειψη πειθαρχίας ή αποτυχία στον ρόλο του γονέα γεγονός που τους κατακλύζει με αρνητικά συναισθήματα, οδηγώντας τους στην υιοθέτηση αναποτελεσματικών γονεϊκών στρατηγικών, καθώς και σε αυξημένα επίπεδα γονικού στρες και κατάθλιψης (Anastopoulos, Sommer & Schatz, 2009).

H κατάθλιψη των γονιών είναι άμεσα συνυφασμένη με το μειωμένο ενδιαφέρον για ανταπόκριση στις ανάγκες των παιδιών τους. Συμπερασματικά, η φτωχή ανατροφή των παιδιών ενδέχεται να οδηγήσει σε μελλοντική συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές.

Ακόμα, οι Breen και Barkley (1988) αναφέρουν ότι η ύπαρξη ΔΕΠΥ σε ένα παιδί της οικογένειας αυξάνει τις πιθανότητες διαζυγίου, καθώς η ενοχοποίηση των γονιών αναπαράγει συνεχείς συγκρούσεις στο οικογενειακό περιβάλλον.
 
Θεραπευτικές παρεμβάσεις και ΔΕΠΥ

Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η καταλληλότερη θεραπεία των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ είναι ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και συμπεριφορικής θεραπείας, διότι τα αποτελέσματα των φαρμακευτικών παρεμβάσεων περιορίζονται στο χρονικό διάστημα που το άτομο λαμβάνει τη θεραπεία, ενώ τα αποτελέσματα των ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων μπορούν να διατηρηθούν σε βάθος χρόνου μετά τη λήξη των συνεδριών (Waschbusch & Hill, 2003).

Για τη βελτίωση των γνωστικών λειτουργιών οι ψυχοδιεγερτικές ουσίες (μεθυλφαινιδάτη) αποτελούν τη βασική θεραπεία εκλογής. Κάποιες από τις παρενέργειες των ψυχοδιεγερτικών είναι η αϋπνία, η ευερεθιστότητα, οι κεφαλαλγίες, τα κοιλιακά άλγη και η απώλεια βάρους και όρεξης (Barkley, 2005), ενώ σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας προκύπτουν ψυχωσικά συμπτώματα, εκδηλώσεις άγχους και σύγχυσης (Biederman & Spencer, 1999).

Εκτός των ψυχοδιεγερτικών μπορούν να χορηγηθούν α2 νοραδρενεργικοί αγωνιστές (κλονιδίνη, γουανφασίνη) και εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης νορεπινεφρίνης (ατομοξετίνη).

Συμπληρωματικά, η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία συμβάλλει στην τροποποίηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων που προκύπτουν ως συνέπεια της ΔΕΠΥ, στην εκμάθηση στρατηγικών οργάνωσης, σχεδιασμού και επίλυσης προβλημάτων, καθώς και μεταγνωστικών δεξιοτήτων (αυτό-ενημερότητα, ενσυναίσθηση, αυτό-παρακολούθηση), στοχεύοντας στη βελτίωση ορισμένων πτυχών της λειτουργικότητας των ατόμων αυτών (Daly et al., 2007).

Ποτέ δεν θα είμαστε «αρκετοί» γιατί η αξία μας δεν μετριέται με τέτοιους όρους

Ακούμε τη λέξη «αρκετός» να λέγεται τόσο συχνά στην κοινωνία μας. Και ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι γνωρίζουν όλοι τι σημαίνει. Αρκετός για τι ακριβώς; Δεν είναι καν λογικό.

Για κάποιους λόγους, συνδέουμε τη λέξη «αρκετός» με την αξία – την αγάπη, την καριέρα, την αποδοχή. Λέμε στον εαυτό μας ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέτρο στο οποίο πρέπει να φτάσουμε, αυτό το ιδανικό που πρέπει να εκπληρώσουμε και συνεχώς αξιολογούμε τον εαυτό μας, σκεπτόμενοι ότι πρέπει να είμαστε και να πράττουμε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να μας προσέχουν, να μας φροντίζουν και για να βρούμε τις σχέσεις που επιθυμούμε.

Η αλήθεια είναι (όσο κι αν αυτό μας πληγώνει αρχικά) ότι ποτέ δεν θα είμαστε αρκετοί, επειδή αποτελεί ένα μη μετρήσιμο, αόριστο πράγμα. Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα εκτιμήσουν τις ευαίσθητες ποιότητές σας και άλλοι που θα θαυμάσουν τα τραχιά σημεία του χαρακτήρα σας. Αν συνεχώς προσπαθείτε να αλλάξετε ανάλογα με το τι θέλουν οι άλλοι άνθρωποι, τότε ποτέ δεν θα νιώσετε ολόκληροι. Θα αλλάζετε συνεχώς σχήμα, τίποτε δεν θα είναι σταθερό.

Αν αρχίσουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που δεν μας εκτιμούν, ποτέ δεν θα είμαστε αρκετοί για κανέναν. Είμαστε άνθρωποι και κανείς σε αυτό τον πλανήτη δεν είναι τέλειος – σίγουρα όχι ο άνθρωπος που σας συμπεριφέρεται σύμφωνα με το μέτρο του αρκετού.

Συνεπώς, σταματήστε να προσπαθείτε να γίνετε γενικά καλύτερα για να φτάσετε το «αρκετό». Δεν βγάζει πουθενά το να μετράτε την αξία σας σύμφωνα με τους άλλους. Μην κρύβεστε. Μην αλλάζετε συνεχώς τον εαυτό, τις σκέψεις, τις αποφάσεις σας για ταιριάξετε στα στενά όρια του άλλου. Μην αλλάζετε με την ελπίδα να βρείτε την αγάπη (επειδή αυτό δεν είναι σίγουρα αγάπη).

Αν φτάσετε σε ένα σημείο όπου νιώθετε ότι δεν θα βρείτε ποτέ την αγάπη, όταν νιώθετε ότι δεν θα εκπληρώσετε εκείνο το γελοίο στάνταρ, να θυμάστε ότι δεν υπάρχει ιδανικό με το οποίο πρέπει να αναμετρηθείτε και να συγκριθείτε.

Και όταν συναντήσετε εκείνο τον άνθρωπο, δεν θα νιώθετε σαν να είστε λιγότεροι, μη αρκετοί ή ανεπαρκείς. Οι άνθρωποι που σας εκτιμούν δεν θα σας κάνουν να νιώθετε έτσι. Όσοι νοιάζονται για εσάς δεν θα θέλουν να αλλάξετε τίποτε στον εαυτό σας. Δεν θα προσπαθήσουν να σας πλάσουν σύμφωνα με την αντίληψη ενός «τέλειου», επειδή ήδη πιστεύουν ότι είστε.

Σκοτεινή ενσυναίσθηση: Πόσο «επικίνδυνοι» μπορεί να αποδειχθούν οι ναρκισσιστές με ενσυναίσθηση;

Οι άνθρωποι με «σκοτεινά χαρακτηριστικά προσωπικότητας», όπως η ψυχοπάθεια ή ο ναρκισσισμός, είναι πιο πιθανό να είναι ανάλγητοι, δυσάρεστοι και ανταγωνιστικοί στη φύση τους. Τέτοια γνωρίσματα υπάρχουν σε ένα συνεχές – όλοι έχουμε περισσότερα ή λιγότερα από αυτά, και αυτό δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με κλινική διάγνωση διαταραχής της προσωπικότητας.

Παραδοσιακά, οι άνθρωποι που έχουν υψηλά ποσοστά σκοτεινών χαρακτηριστικών θεωρούνται ότι έχουν ελλείμματα ενσυναίσθησης, γεγονός που ενδεχομένως τους καθιστά πιο επικίνδυνους και επιθετικούς από τους υπόλοιπους από εμάς. Πρόσφατα όμως ερευνητές ανακάλυψαν κάτι που αμφισβητεί αυτή την ιδέα. Μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Personality and Individual Differences, εντόπισε μια ομάδα ατόμων με σκοτεινά χαρακτηριστικά που αναφέρουν ικανότητες ενσυναίσθησης πάνω από το μέσο όρο – τους αποκαλούν «σκοτεινούς ενσυναισθητικούς».

Μετά από αυτή τη μελέτη, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί έχουν αποκτήσει τη φήμη του πιο επικίνδυνου προφίλ προσωπικότητας. Αλλά είναι αυτό πραγματικά αλήθεια; Τα σκοτεινά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας περιλαμβάνουν την ψυχοπάθεια, τον μακιαβελισμό και τον ναρκισσισμό, που συλλογικά αποκαλούνται «σκοτεινή τριάδα». Πιο πρόσφατα, έχει προταθεί να προστεθεί και ο σαδισμός, καταλήγοντας σε μια «σκοτεινή τετράδα».

Η ψυχοπάθεια χαρακτηρίζεται από επιφανειακή γοητεία και αναλγησία. Τα άτομα με υψηλά ποσοστά τέτοιων χαρακτηριστικών παρουσιάζουν συχνά έναν ακανόνιστο τρόπο ζωής και αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο μακιαβελισμός προέρχεται από τα γραπτά του Νικολό Μακιαβέλι, συγγραφέα, ιστορικού και φιλοσόφου της Αναγέννησης. Περιέγραψε παιχνίδια εξουσίας που περιλαμβάνουν εξαπάτηση, προδοσία και έγκλημα.

Έτσι, ο μακιαβελισμός αναφέρεται σε μια εκμεταλλευτική, κυνική και χειριστική φύση. Ο ναρκισσισμός χαρακτηρίζεται από μια υπερβολική αίσθηση δικαιώματος, ανωτερότητας και μεγαλοπρεπούς σκέψης, ενώ ο σαδισμός δηλώνει την τάση να προκαλεί και να απολαμβάνει τον πόνο στους άλλους. Τα σκοτεινά χαρακτηριστικά, ιδίως η ψυχοπάθεια και ο μακιαβελισμός, έχουν συνδεθεί σταθερά με επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Το παζλ της ενσυναίσθησης

Η ενσυναίσθηση μπορεί να αναφέρεται στην ικανότητα να μοιραζόμαστε συναισθήματα, δηλαδή στη «συναισθηματική ενσυναίσθηση» (αν είσαι λυπημένος, είμαι κι εγώ λυπημένος). Μπορεί όμως να είναι και η ικανότητα κατανόησης της σκέψης των άλλων ανθρώπων, που αποκαλείται «γνωστική ενσυναίσθηση» (ξέρω τι σκέφτεσαι και γιατί αισθάνεσαι θλίψη).

Για παράδειγμα, η έλλειψη (ειδικά της συναισθηματικής) ενσυναίσθησης είναι ένα καλά τεκμηριωμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κλινικής ψυχοπάθειας που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τη συχνά επίμονη, εργαλειακή βίαιη συμπεριφορά τους. Η έρευνα που έγινε υποστηρίζει την άποψη ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους τα άτομα με σκοτεινά χαρακτηριστικά βλάπτουν άλλους ανθρώπους ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις είναι η υποκείμενη έλλειψη ενσυναίσθησης.

Παραδόξως, ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές έχουν προηγουμένως αναφέρει μέτρια ή και υψηλότερα επίπεδα ορισμένων πτυχών ενσυναίσθησης σε ορισμένα άτομα με σκοτεινά χαρακτηριστικά. Αυτό είναι λογικό κατά κάποιον τρόπο, καθώς για να χειραγωγήσετε τους άλλους προς όφελός σας -ή ακόμη και για να απολαύσετε τον πόνο των άλλων- πρέπει να έχετε τουλάχιστον κάποια ικανότητα να τους καταλάβετε. Έτσι, οι ερευνητές αναρωτήθηκαν αν τα σκοτεινά χαρακτηριστικά και η ενσυναίσθηση είναι πράγματι αλληλοαποκλειόμενα φαινόμενα.

Οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί

Οι επιστήμονες ζήτησαν από σχεδόν 1.000 άτομα να συμπληρώσουν αξιολογήσεις, βάσει ερωτηματολογίων, σχετικά με τη σκοτεινή τριάδα και την ενσυναίσθηση. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν μια μέθοδο που ονομάζεται ανάλυση λανθάνοντος προφίλ και η οποία επιτρέπει να δημιουργήσουν ομάδες ανθρώπων με διαφορετικά προφίλ ορισμένων συνδυασμών χαρακτηριστικών.

Όπως αναμενόταν, εντόπισαν μια παραδοσιακή ομάδα σκοτεινής τριάδας με χαμηλές βαθμολογίες στην ενσυναίσθηση (περίπου 13% του δείγματος). Βρήκαν επίσης μια ομάδα με χαμηλότερα έως μέσα επίπεδα σε όλα τα χαρακτηριστικά (περίπου 34% ήταν “τυπικοί”) και μια ομάδα με χαμηλά σκοτεινά χαρακτηριστικά και υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης (περίπου 33% ήταν “ενσυναισθητικοί”). Ωστόσο, μια τέταρτη ομάδα ανθρώπων, οι «σκοτεινοί ενσυναισθητικοί», ήταν σαφώς εμφανής. Είχαν υψηλότερες βαθμολογίες τόσο στα σκοτεινά χαρακτηριστικά όσο και στην ενσυναίσθηση (περίπου το 20% του δείγματός τους). Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η τελευταία ομάδα σημείωσε υψηλότερες βαθμολογίες τόσο στη γνωστική όσο και στη συναισθηματική ενσυναίσθηση από ό,τι οι ομάδες των «σκοτεινών τριάδων» και των «τυπικών χαρακτηριστικών».

Στη συνέχεια χαρακτήρισαν αυτές τις ομάδες με βάση μετρήσεις της επιθετικότητας, της γενικής προσωπικότητας, της ψυχολογικής ευπάθειας και της ευημερίας. Οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί δεν ήταν τόσο επιθετικοί όσο η παραδοσιακή ομάδα της σκοτεινής τριάδας – γεγονός που υποδηλώνει ότι οι τελευταίοι είναι πιθανότατα πιο επικίνδυνοι. Παρ’ όλα αυτά, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί ήταν πιο επιθετικοί από τους τυπικούς και τους ενσυναισθητικούς, τουλάχιστον σε ένα μέτρο έμμεσης επιθετικότητας – δηλαδή, πλήττοντας ή χειραγωγώντας τους ανθρώπους μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού, του κακόβουλου χιούμορ και της ενοχοποίησης. Έτσι, παρόλο που η παρουσία της ενσυναίσθησης περιόριζε το επίπεδο της επιθετικότητάς τους, δεν το εξαλείφει εντελώς.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι ενσυναισθητικοί ήταν οι πιο «ευχάριστοι»ακολουθούμενοι από τους τυπικούς, έπειτα από τους σκοτεινούς ενσυναισθητικούς και τέλος από εκείνους της σκοτεινής τριάδας. Είναι ενδιαφέρον ότι οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί ήταν πιο εξωστρεφείς από τους υπόλοιπους, ένα χαρακτηριστικό που αντανακλά την τάση να είναι κοινωνικοί, ζωηροί και δραστήριοι. Έτσι, η παρουσία της ενσυναίσθησης φαίνεται να ενθαρρύνει την απόλαυση της ύπαρξης ή της αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους. Ενδεχομένως, όμως, μπορεί επίσης να υποκινείται από την επιθυμία να τους κυριαρχήσει.

Επιπλέον, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί είχαν λίγο υψηλότερο νευρωτισμό, ένα είδος αρνητικής σκέψης, αλλά δεν είχαν υψηλότερη βαθμολογία στην κατάθλιψη, το άγχος ή το στρες. Αντίθετα, ο νευρωτισμός τους μπορεί να αντανακλά υπο-χαρακτηριστικά όπως ο θυμός, η εχθρότητα ή η αυτοαμφισβήτηση. Πράγματι, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί ανέφεραν ότι έκριναν τον εαυτό τους πιο αυστηρά από εκείνους με χαρακτηριστικά από τη σκοτεινή τριάδα. Φαίνεται λοιπόν ότι μπορεί να έχουν συνείδηση, ίσως και να μην τους αρέσει η σκοτεινή τους πλευρά. Εναλλακτικά, τα αρνητικά συναισθήματά τους μπορεί να είναι μια απάντηση στην αυτοαποστροφή τους.

Οι κρυφοί κίνδυνοι

Αν και η επιθετικότητα που ανέφεραν οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί δεν ήταν τόσο υψηλή όσο η παραδοσιακή ομάδα της σκοτεινής τριάδας, ο κίνδυνος αυτού του προφίλ προσωπικότητας είναι ότι η ενσυναίσθηση και οι πιθανές κοινωνικές δεξιότητες που προκύπτουν από αυτήν, κάνουν το σκοτάδι τους πιο δύσκολο να εντοπιστεί. Πιστεύουμε ότι οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί έχουν την ικανότητα να είναι ανάλγητοι και αδίστακτοι, αλλά είναι σε θέση να περιορίσουν αυτή την επιθετικότητα.

Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι εκείνοι που διαγιγνώσκονται κλινικά με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας (που συχνά εμφανίζουν υπερβολικά επίπεδα σκοτεινών χαρακτηριστικών), σίγουρα στερούνται ενσυναίσθησης και είναι επικίνδυνα «αρπακτικά»- και πολλοί από αυτούς βρίσκονται στη φυλακή. Η έρευνα εξέτασε άτομα του γενικού πληθυσμού που έχουν αυξημένα επίπεδα σκοτεινών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και όχι διαταραχές προσωπικότητας. Η επιστημονική ομάδα συνεχίζει την έρευνά της για να μάθουμε περισσότερα για τα χαρακτηριστικά των σκοτεινών ενσυναισθητικών χαρακτήρων σε σχέση με άλλα ψυχολογικά αποτελέσματα.

Αν περιμένεις την κατάλληλη στιγμή μπορεί να περιμένεις για πάντα

Θα έχεις περάσει πολλά τέτοια πρωινά, γεμάτα άγχος κι αμφιβολία. Να ξυπνάς και να αναρωτιέσαι πως τα έχεις κάνει έτσι σκατά, νέος άνθρωπος. Σίγουρα σε κάποια φάση της ζωής σου θα έχει τύχει να πνίγεις το θυμό σου, να χαμογελάς ευγενικά σε αγενείς ανθρώπους, να ζεις τελματωμένες σχέσεις, να κάνεις μια δουλειά που μισείς και να ζεις περιμένοντας να νιώσεις έτοιμος, μέχρι να έρθει η ώρα που θα μπορέσεις να τα τινάξεις όλα στον αέρα.

Και ξέρεις τι άτιμο πράγμα είναι η συνήθεια, ε; Σου απομυζά μεγατόνους ενέργειας και θέλησης, υποχθόνια, χωρίς να πάρεις χαμπάρι. Γιατί δεν έχεις χρόνο να πάρεις χαμπάρι, κι από την πολλή αναμονή καταλήγεις να ζεις μια σβολιασμένη ζωή, με φτιαχτά γέλια και τυπικά βράδια. Λίγο χρόνο χρειάζεσαι, λες. Λίγο χρόνο ακόμα, για να τα βάλεις όλα σε μια σειρά.

Όμως κανένας άνθρωπος δε γεννήθηκε για να ακολουθεί πεπατημένες οδούς, ούτε για να επιβιώνει προκειμένου να πληρώνει λογαριασμούς κι αμαρτίες. Οι άνθρωποι γεννιούνται για να δημιουργήσουν, να προσφέρουν, ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν. Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, τίποτα από αυτά δε γίνεται περιμένοντας. Το ξέρεις, αλλά κάτι δε σου επιτρέπει να κουνηθείς. «Λίγο ακόμα», μονολογείς, η σωστή ευκαιρία δε θ’ αργήσει να εμφανιστεί.

Βλέπεις, είναι περίεργα όντα οι άνθρωποι· κατά βάθος τους αρέσει να περιμένουν. Περιμένουν το Σάββατο για να διασκεδάσουν, περιμένουν ένα θαύμα για να σιάξουν τα οικονομικά τους, είναι απεγνωσμένοι να αδυνατίσουν για να μπουν στο καινούριο τους παντελόνι, καρτερούν το καλοκαίρι για να ξεκουραστούν, τις γιορτές για να φάνε του σκασμού και τη σωστή στιγμή για να δράσουν. Και το τώρα;

Περιμένουν λοιπόν, αγόγγυστα, χωρίς να συνειδητοποιούν πως όλη αυτή η αναμονή τους κάνει να υπεραναλύουν την εκάστοτε κατάσταση δηλητηριάζοντας τον αυθορμητισμό τους κι όλα αυτά τα όμορφα που μπορεί να τους χαρίσει η στιγμή και τα αμέτρητα τώρα που εσωκλείει η μέρα. Ανησυχούν κι αμφιβάλλουν για εντελώς φτιαχτά σενάρια, καταστρέφοντάς τα με την τοξικότητα που οι ίδιοι τα ποτίζουν. Απλά μένουν στο ίδιο μέρος περιμένοντας να νιώσουν έτοιμοι.

Μεταξύ μας όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερος αστικός μύθος από το «είμαι έτοιμος». Λόγου χάρη, κανείς δεν είναι έτοιμος να γίνει γονιός, γιατί δε γνωρίζει τι μπορεί να τον περιμένει. Επίσης, κανείς δεν είναι έτοιμος να εκφράσει τα συναισθήματά του όταν ξέρει πως μπορεί να τον απορρίψουν. Με τον ίδιο τρόπο κανείς δεν υπήρξε έτοιμος να ορμήσει προς νέα ξεκινήματα, όταν ο φόβος της αποτυχίας του έσφιγγε το στομάχι.

Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που τολμούν να μαθαίνουν κάνοντας· νέοι γονείς που μεγαλώνουν τα παιδιά τους χωρίς βοήθεια κι αποκτούν εμπειρία από τα λάθη τους, ερωτευμένοι που εκφράζουν τα συναισθήματά τους σε κλειστές πόρτες, κι άνθρωποι που παρατάνε αντιπαραγωγικές σπουδές για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν πως η ζωή τρέχει γρηγορότερα από αυτούς κι έχουν βαλθεί να συμπορεύονται μαζί της, όχι να την κοιτάζουν με τα κιάλια. Τους ζηλεύεις; Ποιος δε θα τους ζήλευε.

Αποφάσισε, λοιπόν, πως δεν θέλεις να ξυπνήσεις μια μέρα συνειδητοποιώντας πως είναι αργά. Ανάλαβε δράση όσο κι αν τρέμει η καρδιά σου, όσο κι αν σκαλώνει το μέσα σου. Μην αφήσεις τον εαυτό σου να μετανιώσει που δεν άρπαξε ευκαιρίες, που δε φώναξε καταπιεσμένα «τράβα γαμήσου», που δεν είπε εκείνα τα «σ’ αγαπώ ακόμα» που κρατούσε μέσα του, και που περίμενε τόσο για να πάρει μια απόφαση.

Βρόντηξε κάτω ό,τι σε βαραίνει και μάθε να μη νοσταλγείς ασφυκτικές συνήθειες· δουλειές, σχέσεις, σπίτια, ζωές, δεν έχει σημασία, αν σε πνίγουν τρέχα. Μπορεί να είναι δύσκολο, να βρεθείς στο μηδέν, να αποθυμήσεις την ασφάλειά σου, μα μη κάνεις πίσω. Κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους γιατί, όπως έχει χιλιοειπωθεί, η τύχη αγαπάει τους τολμηρούς. Ακόμα κι αν τίποτα δε μοιάζει τέλειο με την κλασική έννοια του όρου, θα σε ευχαριστεί η βεβαιότητα πως η ζωή σου πηγαίνει μπροστά, δε λιμνάζει, κι αυτό είναι παραπάνω από αρκετό, καθώς δε θα ντρέπεσαι να κοιτάς τον εαυτό σου στα μάτια.

Κι αν όλα αυτά σου μοιάζει κουραστικά, δεν πειράζει, ξέρεις γιατί; Γιατί είναι ακόμα πιο κουραστικό να περιμένεις την κατάλληλη ευκαιρία, να φοβάσαι μπροστά στο φόβο σου, και γιατί πρέπει επιτέλους να χωνέψεις πως καμιά φορά, το να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή για τα πάντα, ίσως σημαίνει πως μπορεί να χρειαστεί να περιμένεις για πάντα. Προτίμησε λοιπόν να ανυπομονείς ελπίζοντας, παρά να αναμένεις φυτοζωώντας.

Κατάλαβε, επιτέλους, πως κανένα εχέγγυο δε δόθηκε ποτέ, που να εξασφαλίζει πως τα αύριο είναι καλύτερα από τα σήμερα, και χώνεψε πως ένα ζωντανό παρόν αναπόφευκτα δωρίζει ένα μέλλον με πολύχρωμο παρελθόν. Κι αν κάτι χρειάζεται η ανθρωπότητα στην παρούσα φάση, είναι μια πραγματικότητα πέρα από το άσπρο και το μαύρο.

Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ για την έκφραση της ατομικότητας: Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή

Μια γενιά μετά τον Μπένθαμ, ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ (John Stuart Mill. 1806-1873) προσπάθησε να σώσει τον ωφελιμισμό, αναδιατυπώνοντάς τον έτσι ώστε να τον καταστήσει μια πιο ανθρώπινη, λιγότερο υπολογιστική θεωρία. Ο Μιλλ ήταν γιος του Τζέημς Μιλλ ενός φίλου και οπαδού του Μπένθαμ. Ο Τζέημς Μιλλ δίδαξε ο ίδιος τον γιο του κατ’ οίκον, και ο νεαρός Μιλλ έγινε ένα παιδί-θαύμα. Άρχισε να μαθαίνει αρχαία ελληνικά στην ηλικία των τριών και λατινικά στην ηλικία των οκτώ. Στα έντεκα, έγραψε μια ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου. Όταν ήταν είκοσι, υπέστη νευρικό κλονισμό, που του προκάλεσε κατάθλιψη για αρκετά χρόνια. Λίγο μετά γνώρισε τη Χάριετ Τέηλορ (Harriet Taylor). Ήταν παντρεμένη την εποχή εκείνη, με δύο παιδιά, αλλά έγινε στενή φίλη με τον Μιλλ. Όταν πέθανε ο άντρας της μετά από είκοσι χρόνια, παντρεύτηκε τον Μιλλ. Ο Μιλλ αναγνώριζε την Τέηλορ ως τη μεγαλύτερη πνευματική του σύντροφο και συνεργάτιδα την εποχή που άρχισε να αναδιατυπώνει τη θεωρία του Μπένθαμ.

Το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας

Τα κείμενα του Μιλλ μπορούν να διαβαστούν ως μια επίπονη προσπάθεια εκ μέρους του να συμβιβάσει τα ατομικά δικαιώματα με την ωφελιμιστική φιλοσοφία που κληρονόμησε από τον πατέρα του και υιοθέτησε από τον Μπένθαμ. Το βιβλίο του On Liberty (1859) [Περί ελευθερίας] αποτελεί την κλασική υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας στον αγγλόφωνο κόσμο. Η κεντρική του αρχή είναι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, εφόσον δεν βλάπτουν τους άλλους. Η κυβέρνηση δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στην ατομική ελευθερία για να προστατεύσει ένα πρόσωπο από τον εαυτό του, ή να επιβάλλει τις απόψεις της πλειοψηφίας για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς. Κατά την άποψη του Μιλλ, οι μόνες πράξεις για τις οποίες ένα πρόσωπο είναι υπόλογο στην κοινωνία είναι εκείνες που επηρεάζουν άλλα άτομα. Εφόσον δεν βλάπτω κανέναν άλλο, η «ανεξαρτησία [μου] είναι δικαιωματικά απόλυτη. Όσον αφορά τον εαυτό του, το σώμα και τη διάνοιά του, το άτομο είναι κυρίαρχο».

Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η ασυμβίβαστη υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων χρειάζεται ένα ισχυρότερο θεμέλιο από την ωφελιμότητα. Γιατί σκεφτείτε το εξής. Ας υποθέσουμε ότι μια μεγάλη πλειονότητα απεχθάνεται μια μικρή θρησκεία και θέλει να την απαγορεύσει. Δεν είναι δυνατό, ή και πιθανό, ότι η απαγόρευση της θρησκείας θα επιφέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία του μεγαλύτερου αριθμού; Είναι αλήθεια ότι η μειονότητα που υφίσταται την απαγόρευση θα νιώσει δυστυχία και καταπίεση. Αλλά, αν η πλειονότητα είναι αρκετά μεγάλη και μισεί με αρκετό πάθος τους αιρετικούς, η συλλογική της ευτυχία θα μπορούσε εύκολα να υπερσκελίσει τη δυστυχία τους. Αν αυτό το σενάριο είναι πιθανό, τότε φαίνεται ότι η ωφελιμότητα αποτελεί ένα επισφαλές, αναξιόπιστο θεμέλιο για τη θρησκευτική ελευθερία. Η αρχή της ελευθερίας του Μιλλ θα χρειαζόταν μάλλον μια σθεναρότερη ηθική βάση από την αρχή της ωφελιμότητας του Μπένθαμ.

Ο Μιλλ διαφωνεί. Επιμένει ότι το επιχείρημα για την ατομική ελευθερία στηρίζεται εξολοκλήρου σε ωφελιμιστικά κριτήρια: «Καλό είναι να δηλώσω ότι παραιτούμαι κάθε πλεονεκτήματος, που θα μπορούσε να αντλήσει η επιχειρηματολογία μου από την αφηρημένη έννοια του ορθού ως πράγματος απαλλαγμένου ωφελιμότητας. Θεωρώ την ωφελιμότητα τελικό κριτήριο για όλα τα ηθικά ζητήματα· ωφελιμότητα, όμως, με την ευρύτερη έννοια, ωφελιμότητα η οποία βασίζεται στα σταθερά συμφέροντα του ανθρώπου ως εξελισσόμενου όντος».

Ο Μιλλ θεωρεί ότι πρέπει να μεγιστοποιούμε την ωφελιμότητα όχι κατά περίπτωση αλλά μακροπρόθεσμα. Και σε βάθος χρόνου, όπως υποστηρίζει, ο σεβασμός της ατομικής ελευθερίας θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη ανθρώπινη ευτυχία. Το να επιτρέψουμε στην πλειοψηφία να κλείσει το στόμα όσων διαφωνούν ή να λογοκρίνει τους ελεύθερους στοχαστές μπορεί να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια σήμερα, αλλά θα κάνει χειρότερη -λιγότερο ευτυχισμένη- την κοινωνία μακροπρόθεσμα.

Γιατί θα πρέπει να δεχθούμε ότι η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας και του δικαιώματος στη διαφωνία θα προαγάγει μακροπρόθεσμα την ευημερία της κοινωνίας; Ο Μιλλ προτείνει διάφορους λόγους: η αποκλίνουσα άποψη μπορεί να αποδειχθεί αληθής, ή εν μέρει αληθής, και να διορθώσει έτσι την κυρίαρχη γνώμη. Ακόμη κι αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η έκθεση της κυρίαρχης γνώμης σε έναν έντονο ανταγωνισμό ιδεών θα την εμποδίσει να σκληρύνει και να γίνει δόγμα και προκατάληψη. Τέλος, μια κοινωνία που αναγκάζει τα μέλη της να ασπαστούν τα έθιμα και τις συμβάσεις της είναι πιθανόν ότι θα εγκλωβιστεί σε έναν ασφυκτικό κομφορμισμό, στερώντας την ίδια από την ενέργεια και τη ζωτικότητα που επιτρέπουν την κοινωνική ανόρθωση.

Οι εικασίες του Μιλλ για τις σωτήριες κοινωνικές συνέπειες της ελευθερίας είναι αρκετά εύλογες. Αλλά δεν προσφέρουν μια πειστική ηθική βάση για τα ατομικά δικαιώματα. για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της προαγωγής της κοινωνικής προόδου αφήνει τα δικαιώματα έρμαια της συγκυρίας. Ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε μια κοινωνία που πετυχαίνει ένα είδος μακροπρόθεσμης ευτυχίας με δεσποτικά μέσα. Δεν θα έπρεπε τότε ο ωφελιμιστής να συμπεράνει ότι, σε μια τέτοια κοινωνία, τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι ηθικά αναγκαία;

Δεύτερον, η θεμελίωση των ατομικών δικαιωμάτων σε ωφελιμιστικά κίνητρα δεν συλλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο η παραβίαση των δικαιωμάτων ενός ατόμου το αδικεί, ανεξάρτητα από τη συνέπεια της για τη γενική ευημερία. Αν μια πλειοψηφία διώκει τους πιστούς μιας μη δημοφιλούς πίστης, αυτό δεν αδικεί τους ίδιους, ως άτομα, ανεξάρτητα από τις όποιες κακές συνέπειες μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα μια τέτοια αδιαλλαξία για την κοινωνία συνολικά;

Ο Μιλλ έχει μια απάντηση γι’ αυτές τις κριτικές, αλλά η απάντησή του τον οδηγεί πέρα από τα όρια της ωφελιμιστικής ηθικής. Το να αναγκάσουμε ένα πρόσωπο να ζει σύμφωνα με τα έθιμα ή τις κοινωνικές συμβάσεις ή την κυρίαρχη γνώμη είναι κακό, όπως εξηγεί ο Μιλλ, επειδή εμποδίζει το άτομο να επιτύχει τον ανώτερο σκοπό της ανθρώπινης ζωής, την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων του. Ο κομφορμισμός, σύμφωνα με την ανάλυση του Μιλλ, είναι ο εχθρός του καλύτερου τρόπου ζωής.

Οι ανθρώπινες δυνάμεις της αντίληψης, της κρίσης, της διάκρισης του ορθού, της νοητικής ενεργητικότητας, ακόμα και της ηθικής προτίμησης ασκούνται μόνο, όταν κάνουμε επιλογή. Εκείνος που κάνει τα πάντα, επειδή αυτό είναι το έθιμο, δεν κάνει καμιά επιλογή. Δεν εξασκείται να διακρίνει ή να επιθυμεί το καλύτερο. Οι διανοητικές δυνάμεις όπως και οι μυϊκές δυνάμεις, βελτιώνονται μόνο όταν χρησιμοποιούνται… Αυτός που επιτρέπει στον κόσμο, ή στο τμήμα του κόσμου, στο οποίο ανήκει, να επιλέγει για λογαριασμό του το πρόγραμμα ζωής που θα εφαρμόσει, δεν χρειάζεται καμιά διανοητική δύναμη εκτός από εκείνη την πιθηκοειδή δύναμη της μίμησης. Αυτός που επιλέγει ο ίδιος το πρόγραμμά του, χρησιμοποιεί όλες τις διανοητικές του δυνάμεις.

Ο Μιλλ παραδέχεται ότι η συμμόρφωση με τις συμβάσεις μπορεί να οδηγήσει ένα πρόσωπο σε ένα ικανοποιητικό μονοπάτι ζωής και να το κρατήσει μακριά από κακοτοπιές. «Αλλά ποια θα είναι τότε η αξία του ως ανθρώπινου όντος;» ρωτάει. «Έχει πράγματι πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά και τι είδους άνθρωποι το κάνουν».

Εντέλει, λοιπόν, σημασία δεν έχουν μόνο οι πράξεις και οι συνέπειες. Σημασία έχει και ο χαρακτήρας. Για τον Μιλλ. η ατομικότητα είναι σημαντική όχι τόσο για την ευχαρίστηση που προκαλεί όσο και για τον χαρακτήρα που εκφράζει. «Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή».

Η εύγλωττη εξύμνηση της ατομικότητας είναι η πιο χαρακτηριστική συμβολή του δοκιμίου Περί ελευθερίας. Αλλά συνιστά και ένα είδος αίρεσης. Καθώς επικαλείται ηθικά ιδεώδη πέρα από την ωφέλεια -ιδανικά του χαρακτήρα και της ανθρώπινης ευδοκίμησης- δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια επεξεργασία της αρχής του Μπένθαμ αλλά μια απάρνησή της, παρά τους ισχυρισμούς του Μιλλ περί του αντιθέτου

Με τον έρωτα μπορείς μόνο να εξελιχθείς

Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού

Έρωτας είναι η βαθιά συνείδηση, να καταλάβεις δηλαδή ότι με τον έρωτα μπορείς μόνο να εξελιχθείς. Όταν αγαπάς, όταν είσαι ερωτευμένος, όλα γίνονται από μόνα τους. Δεν χρειάζονται θυμοί, φόβοι, αλλά να σέβεσαι την ατομικότητά του. Σημαίνει να μη χάνεται ο κόσμος γύρω σου όταν απομακρύνεσαι, γιατί τότε γίνεται εξάρτηση.

Η ερωτική πράξη είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ο έρωτας είναι έρωτας όταν δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Είναι η βάση για όλα. Φυσικά είμαι υπέρ της ελεύθερης επιλογής. Αγαπάς και ερωτεύεσαι τον άνθρωπο και όχι το φύλο. Φιλία σημαίνει προπαντός σιγουριά, κι αυτό είναι που τη διαχωρίζει από τον έρωτα. Σημαίνει επίσης σεβασμός και απόλυτη παραδοχή του άλλου. Μόνο πάνω σ’ ένα θεμέλιο δυστυχίας χτίζεται μια ευτυχία. Νομίζω πως θα μπορέσω να χτίσω. Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές.

Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το αίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή.

Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. Και πώς τη φωνάζεις; τη ρωτούν. Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει. Έτσι είναι οι φίλοι. Συχνά έρχονται από τύχη.

Πολλά γίνονται τυχαία στη ζωή

Πολλά γίνονται τυχαία στη ζωή , όπως η συνάντηση του Ξενοφώντα με τον Σωκράτη σε ένα στενό δρομάκι.

Ο Ξενοφώντας υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Μάλιστα, o Διογένης ο Λαέρτιος μας εξιστορεί την συνάντηση του Σωκράτη και του Ξενοφώντα.

Λέει χαρακτηριστικά, ότι συναντήθηκαν σε ένα στενό δρομάκι όπου ο Σωκράτης εμπόδισε την πορεία του Ξενοφώντα ρωτώντας τον αν γνωρίζει «πού οι άνθρωποι γίνονται καλοί και πού αγαθοί;».

Μη μπορώντας να απαντήσει ο Ξενοφώντας, ο Σωκράτης του απάντησε «Έπου καί μάνθανε!», δηλαδή: «Ακολούθα και μάθαινε!».

Από τότε ο Ξενοφώντας θεωρούσε τον Σωκράτη ως πρότυπό του.

Το ύφασμα διαθέτει ειδικές πιεζοηλεκτρικές ίνες

Το ύφασμα διαθέτει ειδικές πιεζοηλεκτρικές ίνες

Τα πρώτα ακουστικά υφάσματα – μικρόφωνα που ακούνε, δημιούργησαν ερευνητές του Πανεπιστημίου ΜΙΤ στις ΗΠΑ τα οποία, χάρη σε ειδικές ίνες, είναι ικανά να ανιχνεύουν αποτελεσματικά τους ήχους του περιβάλλοντος, από τους δυνατούς σε ένα δρόμο με πολλή κίνηση μέχρι τους σιγανούς ήχους μέσα σε ένα αναγνωστήριο βιβλιοθήκης.

Τα συγκεκριμένα υφάσματα, θα μπορούν να ηχογραφούν τους ήχους που ακούνε και μετά να τους αναπαράγουν μέσω ακουστικών δονήσεων, τις οποίες μπορεί να ακούσει πλέον ένα δεύτερο ακουστικό ύφασμα.

Άρα δηλαδή, με τον συγκεκριμένο τρόπο, δύο τέτοια υφάσματα μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Εμπνευσμένα από το πολύπλοκο σύστημα της ακοής στο ανθρώπινο αυτί, αυτά τα υφάσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αμφίπλευρη επικοινωνία και για πολλαπλές πρακτικές εφαρμογές π.χ. στο πεδίο της ασφάλειας/κατασκοπείας και της βιοϊατρικής, όπως για την κατευθυνόμενη ακρόαση ενός «στόχου» ή για την παρακολούθηση των χτύπων της καρδιάς είτε ενός μωρού είτε ενός ενήλικα.

Οι ερευνητές, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», ανέφεραν ότι το νέο εύκαμπτο ύφασμα που (κρυφ)ακούει, λειτουργεί ως ένα ευαίσθητο μικρόφωνο.

Η τεχνολογία αντλεί έμπνευση από την πολύπλοκη δομή του αυτιού, στο οποίο τα κύματα ήχου μετατρέπονται από τη μεμβράνη του τυμπάνου σε μηχανικές δονήσεις και μετά αυτές ταξιδεύουν στον κοχλία, όπου μετατρέπονται σε ηλεκτρικά σήματα.

Με την ίδια λογική, το ύφασμα διαθέτει ειδικές πιεζοηλεκτρικές ίνες, οι οποίες μπορούν αρχικά να μετατρέψουν την πίεση των ηχητικών κυμάτων σε μηχανικές δονήσεις και στη συνέχεια τις τελευταίες σε ηλεκτρικά σήματα.

Μία και μόνο τέτοια λεπτή ίνα, που φθάνει σε μήκος τα 40 μέτρα, ενσωματωμένη στο ύφασμα είναι ικανή να δημιουργήσει δεκάδες τετραγωνικά μέτρα «υφασμάτινου» μικροφώνου ικανού να ανιχνεύσει αδύναμα ακουστικά σήματα, όπως την ανθρώπινη ομιλία.

Το ύφασμα μπορεί να πλυθεί στο πλυντήριο χωρίς πρόβλημα, κάτι που του προσδίδει έξτρα δυνατότητα για εφαρμογές στην πράξη.

Οι ερευνητές ήδη έδειξαν μέσω πειραμάτων τρεις τέτοιες εφαρμογές: τη δυνατότητα του υφάσματος-ωτακουστή να ανιχνεύει την κατεύθυνση από την οποία ακούγεται ένας ήχος όπως τα παλαμάκια ή ένας πυροβολισμός, τη διευκόλυνση της αμφίδρομης επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο άτομα με προβλήματα ακοής που φορούν το συγκεκριμένο ύφασμα, καθώς και την παρακολούθηση της καρδιάς, όταν το ύφασμα αυτό αγγίζει το δέρμα οπότε «πιάνει» τους παλμούς της.

«Φορώντας ένα τέτοιο ακουστικό ρούχο, μπορεί κανείς να μιλάει μέσω αυτού για να απαντήσει τις τηλεφωνικές κλήσεις και να επικοινωνήσει με τους άλλους. Επιπροσθέτως, το ύφασμα μπορεί να βρίσκεται σε άμεση διεπαφή με το ανθρώπινο δέρμα, επιτρέποντας σε όποιον το φοράει, να παρακολουθεί την καρδιακή και αναπνευστική κατάστασή του με άνετο και συνεχή τρόπο σε πραγματικό χρόνο», δήλωσε ο κύριος ερευνητής Γουέι Γιαν.

«Θα μπορούσε επίσης το ύφασμα να ενσωματωθεί σε κτίρια για να ανιχνεύει ρωγμές, στην εξωτερική επιφάνεια διαστημοσυσκευών για να ανιχνεύει τη διαστημική σκόνη ή σε ένα έξυπνο δίχτυ για να παρακολουθεί τα ψάρια στον ωκεανό. Το ύφασμα ανοίγει μια ευρεία γκάμα ευκαιριών», πρόσθεσε.

Η τυραννία και η ελευθερία των πλαισίων

Καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, τα πλαίσια έρχονται και παρέρχονται. Αναλογιστείτε τα εργασιακά πλαίσια. Θεωρούμε δεδομένη την εργάσιμη μέρα με τη σημερινή της μορφή: το οκτάωρο στο γραφείο ή στο εργοστάσιο είναι μια καθιερωμένη σύμβαση. Υπάρχουν κάποιες ελάσσονες παραλλαγές – ας πούμε το ελαστικό ωράριο, η εβδομάδα των τεσσάρων ημερών, η δουλειά που γίνεται στο σπίτι μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή – αλλά όλα αυτά δεν αποτελούν παρά παρεκκλίσεις από ένα απαράβατο, καθιερωμένο πρότυπο. Αυτό το πρότυπο είναι από μόνο του ένα κοινωνικό χάλκευμα, ένα υποπροϊόν της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι ώρες δουλειάς και ξεκούρασης είναι ενοποιημένες. Προτού αρχίσουν το παζάρεμα, ο έμπορος και ο πελάτης θα βραδυπορήσουν πάνω από τον καφέ τους κι όταν περνούν από το μαγαζί οι φίλοι, τότε η δουλειά μετατρέπεται σε κοινωνική συναναστροφή. ‘Οπως ξέρουμε, το εργασιακό πλαίσιο είναι μια ιδιαιτερότητα της μοντέρνας κοινωνίας. Τον 17ο και 18ο αιώνα, οι επιχειρηματίες που είχαν τα εργοστάσια επεξεργασίας πρώτων υλών στη Βρετανία ήταν αυτοί που γενικά επινόησαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται σήμερα η εργάσιμη ημέρα μας. Στη Βρετανία ακόμα και στις αρχές του 18ου αιώνα, η εργασία πρόσφερε μεγάλο βαθμό ευελιξίας και ανεξαρτησίας: είτε ήταν αγρότες είτε έμποροι, οι άνθρωποι δούλευαν στο χώρο του σπιτιού τους. Γενικά, οι ρυθμοί της δουλειάς προχωρούσαν με κύκλους σκληρής εργασίας που διακόπτονταν από ελεύθερες, αργόσχολες ώρες.

Ο 18ος αιώνας έμελλε να δει μια ζωτική αλλαγή στη Βρετανική οικονομία: ενώ παλιά οι έμποροι απλώς αγόραζαν και διέθεταν προϊόντα, όπως τα χειροποίητα υφάσματα, άρχισαν τώρα να διευθύνουν το καθολικό σύστημα παραγωγής. Και ενώ παλιά η μαζική παραγωγή προϊόντων γινόταν από τις αγροτικές οικογένειες που έγνεθαν και ύφαιναν στα σπίτια τους, το σύστημα που όριζε την παραγωγική διαδικασία άρχισε να γίνεται πιο συγκεντρωτικό. Γεννήθηκε τότε το εργοστάσιο επεξεργασίας πρώτων υλών – που υπήρξε το πρότυπο του σύγχρονου εργοστασίου.

Ένας θεωρητικός της ιστορίας της εργασίας σχολιάζει αυτή την αλλαγή ως εξής:

«Ο ατομικός παραγωγός (αγρότης ή ελεύθερος βιοτέχνης) ήταν κατά κάποιο τρόπο και αφεντικό του εαυτού του. Οι δυνάμεις που κυβερνούσαν τη μοίρα του ήταν από μια άποψη έξω από την καθημερινή του ζωή. Ούτε πολιορκούσαν ούτε δέσποζαν στο σπιτικό του, στην οικογένειά του, στις δραστηριότητες και στις συνήθειές του, στις ώρες που θα δούλευε ή θα έτρωγε. Στον σύγχρονο κόσμο οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να προσαρμοστούν σε κάποιο είδος πειθαρχίας και να συμμορφώνονται με τις εντολές των άλλων, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτός ο πληθυσμός που εξακοντίστηκε μέσα στους βάρβαρους ρυθμούς δουλειάς του εργοστασίου, κέρδιζε μέχρι τότε “τα προς το ζειν” με σχετική ελευθερία και ότι η πειθαρχία που επιβαλλόταν στα πρώτα εκείνα εργοστάσια ήταν ιδιαίτερα σκληρή».

Το εργοστάσιο ήταν το σκηνικό μέσα στο οποίο έγινε μια εκτεταμένη επαναπλαισίωση της εργασίας. ‘Οπως παρατηρεί η Shoshana Zuboff, η δουλειά ορίστηκε εκ νέου με όρους «που επεξεργάζονταν αυστηρές οδηγίες για το τι θα έπρεπε νομίμως να αποτελεί την καθημερινή εμπειρία της εργασίας και επέβαλαν δια της βίας αυτή την πραγματικότητα σε μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων. Οι νέες απαιτήσεις για ταχύτητα και ακρίβεια δεν μπορούσαν να ανεχθούν τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής».

Οι εργοδότες απέκτησαν το δικαίωμα να ελέγχουν τις κινήσεις των εργαζομένων και το χρόνο τους κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας. ‘Οπως παρατηρεί η Zuboff, πιο καταπιεστικοί ίσως απέναντι στους εργάτες της εποχής, οι εργοδότες ήθελαν να υπαγορεύουν ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες «οργάνωναν και διέθεταν την προσοχή τους στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Για παράδειγμα, ένας παρατηρητής γράφει ότι” «Αν ένας εργάτης δει ένα φίλο του δεν μπορεί να τον πιάσει από τον ώμο και να τον τραβήξει στην κοντινότερη μπυραρία Το βιομηχανικό σύστημα και τα μηχανήματα έφεραν την ευλογία της ελαφρύτερης εργασίας αλλά και την κατάρα της μεγαλύτερης συμμόρφωσης σε καθορισμένα χρονικά όρια. Όταν ο ρυθμός άρχισε να καθορίζεται από τις μηχανές, η εργασία άρχισε να απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση»

Ο εργοδότης ορίστηκε πλέον ως ο αφέντης της ώρας και της προσοχής των εργατών στη διάρκεια του ωραρίου εργασίας τους. Αυτός αποφάσιζε για το περιεχόμενο και το ρυθμό των δραστηριοτήτων τους. Το πλαίσιο της εργάσιμης ημέρας εκσυγχρονιζόταν και ο προϊστάμενος ήταν αυτός που δημιουργούσε την καινούρια δομή του.

Τα καινούρια πλαίσια χρόνου και δραστηριοτήτων μορφοποιήθηκαν σταδιακά. Διαβάστε, για παράδειγμα, μια από τις πρώτες εκθέσεις που γράφτηκαν γύρω στο 1831 σχετικά με τις ώρες που σήμερα θεωρούνται ώρες κολατσιού και φαγητού του εργαζομένου:

«Η συρρίκνωση των διαλειμμάτων ήταν μια βαθμιαία καταπάτηση του δικαιώματος των εργαζομένων. Παλιότερα είχαν μια ώρα ελεύθερη για φαγητό, αλλά κάποιος μεγάλος εργοστασιάρχης, πιεσμένος από τις υποχρεώσεις του, ήθελε τους εργαζόμενους να επιστρέφουν πέντε λεπτά νωρίτερα. Αυτή η ρύθμιση υιοθετήθηκε τάχιστα και από άλλα εργοστάσια. Τα πέντε λεπτά έγιναν δέκα. Επίσης ανακαλύφθηκε πως το διάλειμμα για το απογευματινό τους μπορούσε να γίνεται στο χώρο εργασίας. Έτσι γινόταν εξοικονόμηση ώρας και έβγαινε περισσότερη δουλειά, με αποτέλεσμα τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα να πουλιούνται φθηνότερα. Στην αρχή αυτό ήταν μερικό και προσωρινό, αλλά σύντομα έγινε γενικό και μόνιμο».

Η ρύθμιση του ωραρίου εργασίας, όπως αποδεικνύει η Ζuboff, ήταν μια κατακλυσμιαία αλλαγή σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες. Στον 16ο αιώνα, το ωράριο ήταν ασαφές και εποχιακό: η καταμέτρηση του χρόνου θεωρείτο πράγμα βάρβαρο. Ένας από τους ήρωες του Ραμπελέ λέει, «Δεν θα υποτάξω ποτέ τον εαυτό μου σε ώρες τακτικές. Οι ώρες φτιάχτηκαν για το χατίρι του ανθρώπου κι όχι ο άνθρωπος για το χατίρι των ωρών» Παρόλο που υπήρχαν ρολόγια σε δημόσιους χώρους, κανείς δε θεωρούσε απαραίτητο να έχουν και λεπτοδείκτη.

Στο τέλος όμως του 18ου αιώνα, το εργασιακό πλαίσιο οριοθετήθηκε από τους λεπτοδείκτες: η αγορά ρολογιών τοίχου και τσέπης παρουσίασε μεγάλη άνθηση, καθώς η ανάγκη για συγχρονισμένο εργατικό δυναμικό μεγάλωνε. Υπολογίζοντας πια την αξία της εργατοώρας, οι εργοδότες άρχισαν να ελέγχουν και την προσοχή του εργαζομένου. Η επιθυμητή κατάσταση ήταν η φιλόπονη, απερίσπαστη από συζητήσεις προσήλωση στην τρέχουσα εργασία – γεγονός που αποτελούσε μια πλήρη μεταστροφή από τις καθημερινές συνήθειες που είχαν μέχρι τότε οι εργάτες.

Γι’ αυτό το λόγο, δεν ήταν εύκολο να στρατολογήσει και να διατηρήσει κανείς το εργατικό προσωπικό. Για παράδειγμα, η Zuboff περιγράφει πως το 1830 χτίστηκε στο Νεντάκερ ένα εργοστάσιο στο οποίο, στην αρχή, συνέρρευσαν για να δουλέψουν γυναίκες και παιδιά (οι άντρες της πόλης ήταν φαλαινοθηρες). Ωστόσο, ύστερα από ένα μήνα είχαν φύγει τόσοι πολλοί που η εγκατάσταση έκλεισε. Τριάντα χρόνια μετά, ένα εργοστάσιο στο Λόουελ έθεσε κανόνες που έλεγαν πως οι πόρτες θα παρέμεναν κλειστές στη διάρκεια της ημέρας. Οι μηχανοδηγοί εξαγριώθηκαν από την ιδέα πως δεν θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα την ώρα της δουλειάς και κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας.

Ο μεγάλος καινοτόμος του χώρου εργασίας, Χένρι Φορντ, χρησιμοποίησε τη γραμμή συναρμολόγησης για να αυξήσει τον έλεγχο του ρυθμού εργασίας των εργατών. Αυτή η εφεύρεση έκανε τη δουλειά πολύ ευκολότερη, επειδή την καταμέριζε σε μια σειρά από μεμονωμένες και επαναλαμβανόμενες διαδικασίες που γίνονταν με ένα ρυθμό που τον καθόριζαν οι ανάγκες του εργοστασίου για αύξηση της παραγωγής. Αυτό το καινούριο εργασιακό πλαίσιο βρήκε απέναντί του ένα κύμα “αντίστασης. Αν και ο Φορντ πλήρωνε τους καλύτερους μισθούς της πιάτσας, η φθορά που υπέστη το εργοστάσιό του από αυτή την αντίσταση ήταν τόσο μεγάλη που το 1913 για κάθε 100 επιπλέον εργάτες που χρειαζόταν, η επιχείρηση έπρεπε να προσλάβει 963.

Το εργασιακό πλαίσιο του αιώνα έχει υποστεί δύο σημαντικές μεταβολές: υπάρχει μεγαλύτερη πειθαρχία ως προς την ιεράρχηση και τον συγχρονισμό των καθηκόντων, καθώς και ένα πιο καταμερισμένο και άκαμπτο πρόγραμμα εργασίας. Όπως γράφει ο κοινωνιολόγος Harold Wilensky:

«Το χτύπημα της κάρτας εργασίας, οι κανόνες του εργοστασίου και το πλήθος επιστατών και άλλων ειδικών εποπτών, η στενή παρακολούθηση της ποιότητας και της ποσότητας των προϊόντων – όλα αυτά συναθροίζονται σε μια απαίτηση για πειθαρχία στη δουλειά. Σχεδόν ξεχνάμε πόση ακρίβεια επιδεικνύουμε στο γραφείο, στο εμπορικό κατάστημα ή στο εργοστάσιο – γιατί είμαστε πια συνηθισμένοι στο φαινόμενο»

Η στάση μας απέναντι στο εργασιακό πλαίσιο, στο μεγαλύτερο μέρος της, δεν χρειάζεται πια να μας επιβληθεί με απολύσεις ή απροκάλυπτη επιβολή πειθαρχίας. Όπως παρατηρεί η Zuboff, «Διδασκόμαστε αυτή τη στάση και μόνο από το γεγονός ότι βιώνουμε την ύπαρξη αδιόρατων δυνάμεων που κατευθύνουν την προσοχή, και οι οποίες διαμορφώνουν την εμπειρία μας μέσα σ’ αυτή την οργάνωση. Ή προσαρμοζόμαστε ή προσαρμόζονται οι άλλοι ή φεύγουμε. Δεν γίνεται καμία αιματηρή προσπάθεια για την επίτευξη αυτής της πειθαρχίας. Πρόκειται για μια πολιτισμένη διαδικασία».

Όπως το εργασιακό πλαίσιο, έτσι και ο κοινωνικός ρόλος είναι ένα υποτιθέμενο πλαίσιο που αδιόρατα καθοδηγεί και οριοθετεί το πώς – και το πόσο – θα προσέξουμε το άτομο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό. Το περίγραμμα του πλαισίου του ρόλου φαίνεται στα όρια της προσοχής που κρίνονται κατάλληλα, προκειμένου να παρατηρήσουμε το άτομο που βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο: το μονοδιάστατο των ανθρώπων που υποδύονται ένα ρόλο απαιτεί να ξεχάσουμε το “υπόλοιπο” της ύπαρξής τους.

Ο Σαρτρ περιγράφει την υποχρέωση των εμπόρων να περιορίζουν τη συμπεριφορά τους και το εύρος της προσοχής τους κατά πώς αρμόζει στο ρόλο τους.

«’Ολη η κατάσταση έχει κάτι το τελετουργικό. Το κοινό απαιτεί από εκείνους να αντιληφθούν ότι παίρνουν μέρος σε μια τελετή: και έρχεται ο χορός του μπακάλη, του ράφτη, του δημοπράτη, σε μια προσπάθεια να πείσουν την πελατεία τους πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μπακάλη δες, δημοπράτες, ράφτες. “Ενας μπακάλης που έχει όνειρα είναι προσβολή για τον αγοραστή γιατί τότε δεν είναι καθ’ ολοκληρία μπακάλης. Η κοινωνία απαιτεί να περιορίσει τον εαυτό του στη λειτουργία του μπακάλη, ακριβώς όπως η προσοχή του στρατιώτη τον μετατρέπει σε “στρατιωτικό-αντικείμενο” που το βλέμμα του ατενίζει ίσια μπροστά, που δεν νοείται πλέον το να βλέπει, αφού ο κανόνας και όχι το ενδιαφέρον του είναι αυτό που καθορίζει το σημείο όπου θα καρφώσει το μάτι του (η ματιά του στα “δέκα βήματα”). Παίρνουμε στ’ αλήθεια πολλά προληπτικά μέτρα όταν πρόκειται να φυλακίσουμε έναν άνθρωπο μέσα σ’ αυτό που είναι, λες και ζούμε μέσα στον διαρκή φόβο πως θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό, πως θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα και απρόσμενα να διαφύγει από την κατάστασή του».

Η τήρηση ενός ρόλου απαιτεί τον αμοιβαίο περιορισμό της προσοχής, τόσο από τον “ηθοποιό” όσο και από το κοινό του. Για να στηρίξουμε την παραδοχή πως κάποιος είναι απλά και μόνο γκαρσόνι ή μπακάλης ή υπάλληλος σε βενζινάδικο, αποφεύγουμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε πιο προσωπικές πλευρές της ύπαρξής του: ότι σήμερα δείχνει νευρικός, ότι φαίνεται να πάχυνε ή ότι είναι επιθετικός. Όπως το “στρατιωτικό αντικείμενο” του Σαρτρ, έτσι και εκείνος αποστρέφει το βλέμμα ώστε να παραβλέψει τις αντίστοιχες δικές μας πλευρές – ή οτιδήποτε άλλο θα βρισκόταν πέρα από τα όρια του ρόλου του. Όταν η κουβέντα είναι επιφανειακή δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αρκεί να παραμείνει επιφανειακή: αν ξεπεράσει τα όρια του ρόλου, θα γίνει ανάρμοστη συμπεριφορά, αν όχι ενόχληση.

Ο Σαρτρ αποδεικνύει πως το μονοδιάστατο των ανθρώπων μέσα στους κοινωνικούς ρόλους είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στη σύγχρονη κοινωνική του θέση. Μπορεί σ’ αυτή την άποψη να υπάρχει κάποιο ποσοστό αλήθειας, ο Σαρτρ όμως δεν αναγνωρίζει τα οφέλη που προκύπτουν από τη μονοδιάστατη φύση του πλαισίου.

Ένα κέρδος που προκύπτει από αυτή την επιπόλαιη θεώρηση είναι η εσωτερική αυτονομία. Αυτή η ιδιότητα του μονοδιάστατου παρέχει τη χίμαιρα του ιδιωτικού χώρου, που σημαίνει πως το άτομο είναι ελεύθερο να φαντασιώσει, να συλλογιστεί, να ονειροπολήσει – με λίγα λόγια, να στρέψει το υπόλοιπο της προσοχής του σε προσωπικές αναζητήσεις και χαρές, ακόμα και όταν βρίσκεται μέσα στον κύκλο της δημόσιας ζωής. Ενώ ο δεδομένος ρόλος έχει κάποιες απαιτήσεις, αυτές καλύπτονται πια μηχανικά αφήνοντας μεγάλο εύρος κινητικής ελευθερίας. Είναι πιθανότερο να βιώσει κανείς την εσωτερική ελευθερία μέσα από μια γήινη καθημερινότητα που είναι καλά μονωμένη ως προς το αντικείμενο της προσοχής του. Ο μπακάλης λοιπόν είναι ελεύθερος να κάνει όνειρα, ακριβώς γιατί αυτά τα όνειρα δεν χρειάζεται να τα μοιραστεί.

Αυτή η ελευθερία θα εξαφανιζόταν, αν η απόδοση του ρόλου απαιτούσε μια πιο ολοκληρωμένη και πιο “γνήσια” ανταλλαγή με κάθε άτομο που θα συναντούσαμε μέσα από τη διαδικασία πλήρωσης ενός πλαισίου. Η ευγενική απόσταση του σερβιτόρου τον γλυτώνει από την παρείσφρηση του πελάτη στην προσωπική του σφαίρα, και με τον ίδιο τρόπο παρέχει στους πελάτες την ψευδαίσθηση ότι έχουν το δικό τους προσωπικό χώρο αν και βρίσκονται μέσα σε ένα δημόσιο. Τα σχήματα αυτά κάνουν την προσοχή να παρεκκλίνει με τρόπο που, ακόμα και μέσα από τους περιορισμούς ενός ρόλου, να υπάρχει ένα είδος ελευθερίας.

Από την άλλη μεριά, φορώντας τη μάσκα του ρόλου μας διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας κρύψει ολότελα _ ή να κρυφτούμε πίσω της εμείς. Αυτή η παγίδα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα πρότυπα της προσοχής που αρμόζουν σε κάθε περίσταση. Αν ο σερβιτόρος σχολιάσει τα προβλήματα που έχει το ζευγάρι που σερβίρει, έχει περάσει τη διαχωριστική γραμμή, ακόμα κι αν, άθελά του, το αυτί του έχει πάρει πολλά από αυτά που έλεγαν. Ο θεραπευτής τορπιλίζει το πλαίσιό του αν εξομολογηθεί τα προβλήματά του στο θεραπευόμενο, ακόμα κι αν αυτά τον απασχολούν στο έπακρο.

Ένα πλαίσιο για το τι μπορεί κανείς να ονομάσει προσοχή και τι όχι συνιστά επίσης ένα φραγμό. Οι ρόλοι εξασκούν την τυραννία τους όταν αυτοί οι φραγμοί στην προσοχή κρύβουν τα επιτακτικά συναισθήματα και τις έντονες ανησυχίες όσων σχετίζονται μ’ αυτούς τους ρόλους. Η τυραννία είναι το κρυμμένο νόημα στην ταινία “Το δείπνο με τον Αντρέ”. Ο Αντρέ Γκρέγκορι περιγράφει ένα παρόμοιο φραγμό:

«… Θυμάμαι μια νύχτα – θα ήταν δύο βδομάδες μετά το θάνατο της μητέρας μου και ήμουν σε κακή φόρμα ­ που βγήκα για φαγητό με τρεις σχετικά στενούς φίλους ­ οι δυο από αυτούς ήξεραν αρκετά καλά τη μητέρα μου και μένα με ήξεραν και οι τρεις τους από χρόνια. Περάσαμε λοιπόν όλο εκείνο το βράδυ δίχως να μπορέσω ούτε μια στιγμή να καταπιαστώ με το θέμα – προς Θεού, μη νομίσετε τώρα πως ήθελα να καθίσω και να περάσω ένα φριχτό βράδυ μιλώντας για τον πόνο που περνούσα και τα σχετικά – ούτε να το σκεφτώ κάτι τέτοιο. Αλλά το γεγονός ότι κανένας μα κανένας τους δεν μου είπε: “Για τον Θεό, τι κρίμα για τη μητέρα σου” ή “Πώς νιώθεις;” … Όλα ήταν σα να μη συνέβη τίποτα».

Η τυραννία του ρόλου που αναφέρει ο Σαρτρ αρχίζει όταν το πλαίσιο κρύβει τις αληθινές ανθρώπινες ανησυχίες σχετικά με κάποιο ζήτημα. Σε αυτό το σημείο, οι παρωπίδες που παρέχει ο ρόλος κάνουν το άτομο που βρίσκεται μέσα στο ρόλο μάλλον να χάσει το ανθρώπινό του στοιχείο παρά να απελευθερωθεί – παίρνοντας μ’ αυτό τον τρόπο λιγότερα από όσα του αξίζει να πάρει.

Στον παρακάτω διάλογο, οι Γουόλι Σον και Αντρέ Γκρέγκορι συμμερίζονται ο ένας τον άλλον:

«ΑΝΤΡΕ: … αν αφήναμε τους εαυτούς μας να δουν τι κάνουμε καθημερινά, θα ανακαλύπταμε πως είναι μια διαδικασία εμετική. Θέλω να πω, ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στους άλλους ανθρώπους – ας πούμε, κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα, μπαίνω στην πολυκατοικία μου. Ο θυρωρός με αποκαλεί κ. Γκρέγκορι και εγώ τον αποκαλώ Τζίμι. Την ίδια δοσοληψία, αλλά με άλλον τρόπο, πιθανόν να έχεις και εσύ με το μανάβη σου που τον συναντάς κάθε μέρα … Λοιπόν, νομίζω πως εκείνη τη « … Θυμάμαι μια νύχτα – θα ήταν δυο βδομάδες μετά στιγμή, τη στιγμή που μπαίνω στην πολυκατοικία μου, γίνεται μια εγκληματική πράξη. Γιατί εκεί στην πόρτα στέκεται ένας αξιοπρεπής, έξυπνος άντρας, συνομήλικός μου, και οταν εγώ τον αποκαλώ Τζίμι, τότε τον μετατρέπω σε παιδί και εγώ είμαι ο ενήλικος …

ΓΟΥΟΛΙ: Έχεις δίκιο. Θέλω να πω, Θεέ μου, όταν ήμουν καθηγητής Λατινικών, οι άνθρωποι μου φερόντουσαν – πώς να στο πω – αν πήγαινα σε μια συγκέντρωση όπου βρισκόντουσαν επαγγελματίες ή τίποτα γραμματιζούμενοι, μου φερόντουσαν – πφ! – στην καλύτερη περίπτωση σαν να ήμουν κανένα σκυλί. Μ’ άλλα λόγια, δεν έμπαινε θέμα αν εγώ μπορούσα να συμμετέχω σε ισότιμη βάση στη συζήτηση με τους άλλους. Ας πούμε, περιστασιακά είχα κουβέντες με τους άλλους, αλλά όταν με ρωτούσαν τι κάνω, πράγμα που κατά κανόνα θα γινόταν μετά από πέντε λεπτά – Θεούλη μου, ύφος που έπαιρναν – ακόμα κι αν είχαν ευχαριστηθεί την κουβέντα ή με φλέρταραν ή οτιδήποτε τέλος πάντων, έπαιρναν ένα ύφος, πώς να το πω, σαν την καστρόπορτα που κατεβαίνει με πάταγο – ξέρεις τι σου λέω, εκείνη την πόρτα που είχαν τα μεσαιωνικά κάστρα».

Η “καστρόπορτα που κατεβαίνει με πάταγο” δεν είναι τίποτα άλλο από την απόσυρση της προσοχής. Κάποιες ταπεινώσεις έχουν ως αποτέλεσμα να χάσει αυτός που τις εισπράττει την ανθρωπινή του υπόσταση , λόγω του ότι οι άλλοι εστιάζουν την προσοχή τους όχι στο ίδιο το άτομό του , αλλά στην κοινωνική του θέση. Αυτό κάνει τα πράγματα να μένουν επιφανειακά: δεν διαπερνά το πετσί του ρόλου για να δει το πρόσωπο που βρίσκεται από κάτω. Αυτή η αποτυχία να διαπεράσει κανείς το ρόλο του άλλου, να προσέξει το άτομο που τον παίζει, μπορεί να εξυπηρετήσει μια κατώτερης τάξης αντιστάθμιση άγχους και προσοχής. Όταν διαλέγουμε να μη δούμε – προτιμώντας να αγνοήσουμε παρά να αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο ένα άτομο – και δίνουμε προσοχή μόνο στο ρόλο που παίζει, αυτό μας προσφέρει μια εύκολη, άμεση και, γιατί όχι, πλήρη παρηγοριά. Όπως λέει η Zuboff, πρόκειται για μια πολιτισμένη διαδικασία.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

7.5. Η μεγάλη ζωγραφική


Στο προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήσαμε ότι η μεγάλη ζωγραφική γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και άνοιξε καινούργιους δρόμους ήδη από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Η αλήθεια είναι όμως ότι κανένα από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων ζωγράφων της πρώιμης κλασικής περιόδου δεν μας έχει σωθεί είτε στο πρωτότυπο είτε σε αντίγραφο. Το μόνο που έχουμε είναι περιγραφές ορισμένων τοιχογραφιών και πινάκων από συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων, όπως ο Λουκιανός και ο Παυσανίας, ενώ ορισμένες αγγειογραφίες μάς επιτρέπουν, όπως είδαμε, να σχηματίσουμε μιαν ατελή έστω εικόνα των χαμένων έργων. Εξίσου δύσκολο ήταν ως πρόσφατα να προσεγγίσουμε αντίστοιχα έργα του 4ου αιώνα π.Χ. που, όπως συμπεραίνουμε από τις γραπτές μαρτυρίες, ήταν η πιο λαμπρή εποχή για την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Οι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν τα ονόματα διάσημων ζωγράφων, όπως ο Ζεύξις, ο Παρράσιος και ο Απελλής, και μιλούν με θαυμασμό για την τέχνη τους. Αλλά η μεγάλη ζωγραφική της εποχής αυτής παρέμενε ουσιαστικά άγνωστη· την προσεγγίζαμε έμμεσα, είτε μέσα από μεμονωμένες μορφές ή συνθέσεις της αγγειογραφίας και εγχάρακτες παραστάσεις σε χάλκινα σκεύη, οι οποίες φαίνεται να έχουν ζωγραφικά πρότυπα, είτε από τοιχογραφίες και ψηφιδωτά των ρωμαϊκών χρόνων που επαναλαμβάνουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, έργα του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα έργα αυτά ιδιαίτερη θέση έχει το ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Πομπηία.

Οι γνώσεις μας για τη ζωγραφική της όψιμης κλασικής περιόδου αυξήθηκαν απρόσμενα τα τελευταία χρόνια, καθώς η ανακάλυψη στη Μακεδονία μνημειακών τάφων διακοσμημένων με τοιχογραφίες μάς έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε από κοντά αξιόλογα δείγματα της μεγάλης ζωγραφικής του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα νέα ευρήματα ξεχωρίζουν για την ποιότητα και τη σημασία τους οι τοιχογραφίες των τάφων της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας. Οι τάφοι αυτοί βρίσκονται στο νεκροταφείο μιας σημαντικής αρχαίας μακεδονικής πόλης, η οποία ταυτίζεται πλέον χωρίς αμφιβολία με τις αρχαίες Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, θάβονταν οι Μακεδόνες βασιλείς. Μπορούμε επομένως να δεχτούμε ότι οι μνημειακοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας που ανακάλυψε το 1977 ο Μανόλης Ανδρόνικος και χρονολογούνται όλοι στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. ανήκουν σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, αν και δεν είναι προς το παρόν δυνατόν να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα την ταυτότητά τους.

Οι τάφοι της Μεγάλης Τούμπας ανήκουν, με μία μόνο εξαίρεση, στην κατηγορία των μακεδονικών τάφων, είναι δηλαδή ευρύχωρα υπόγεια κτίσματα με ορθογώνια κάτοψη και δύο εσωτερικούς χώρους, προθάλαμο και θάλαμο, στεγασμένα με ημικυλινδρική καμάρα από πελεκητές πέτρες. Οι μακεδονικοί τάφοι έχουν ακόμη μνημειακή πρόσοψη όμοια με πρόσοψη ναού, με θριγκό και επίστεψη ψηλή ζωφόρο (όπως στον τάφο Β της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας) ή αέτωμα, αλλά με ημικίονες στη θέση των κιόνων. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του τάφου γίνεται από μια μαρμάρινη συνήθως θύρα, η οποία μιμείται ξύλινα πρότυπα και σφραγιζόταν μετά την ταφή του νεκρού. Οι μακεδονικοί τάφοι καλύπτονταν πάντοτε από τύμβο (έναν τεχνητό λόφο από χώμα) και δεν ήταν επομένως ορατοί παρά μόνο πριν από την ταφή· σε ορισμένες περιπτώσεις όμως είναι σαφές ότι ανοίχτηκαν ξανά για να ταφούν μέσα άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας. Τέτοιοι μνημειακοί τάφοι κατασκευάζονταν αποκλειστικά για τους υψηλότερους αξιωματούχους του μακεδονικού βασιλείου και τις οικογένειές τους, οι οποίοι διατηρούσαν περισσότερο ή λιγότερο στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Το γεγονός ότι οι μακεδονικοί τάφοι παρέμειναν θαμμένοι κάτω από τη γη συνετέλεσε ώστε να διατηρηθεί συχνά σε σχετικά καλή κατάσταση ο ζωγραφικός τους διάκοσμος.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

16.2. Χριστιανισμός και ελληνισμός: συγκατοίκηση χωρίς διαχειριστή;

Στη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού δεν πρέπει να φανταστούμε ότι οι δύο πλευρές προσήλθαν δεδομένες και εξαρχής διαμορφωμένες. Αυτό το ξεχνούμε για τον χριστιανισμό, που τότε πρωτοεμφανιζόταν και διαμόρφωνε σταδιακά το δόγμα του (ενώ παράλληλα εξαπλωνόταν και οργανωνόταν ως εκκλησία). Και συχνά το αγνοούμε για τον ελληνισμό, τον οποίο αντιμετωπίζουμε σαν κάτι που είχε ήδη παγιωθεί εκείνη την εποχή. Ωστόσο, οι δύο πλευρές άρχισαν να συγκροτούν, να διευκρινίζουν ή να τροποποιούν την ταυτότητά τους μέσα από τη διαμάχη τους - μέσα από τη διαφορά και τη σύγκρουση.

Αν ο ελληνισμός ήταν ολόκληρος ο πολιτισμός της εποχής, οι χριστιανοί καλούνταν να δώσουν το δικό τους στίγμα - μέσα ή έξω από τον πολιτισμό. Από επιλογή ή και από ανάγκη, δέχθηκαν κάποια μέρη του, απέρριψαν άλλα, και δημιούργησαν καινούργια. Η στάση που κράτησαν καθόρισε την πορεία του πολιτισμού στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή για πολλούς αιώνες (και ίσως ακόμη η σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού παραμένει ανοικτό ιστορικοφιλοσοφικό και ιδεολογικό ζήτημα).

Έτσι συνέβη και με τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, το λεξιλόγιό της, τα θεωρητικά της προβλήματα και οι λύσεις τους, ήταν μέρος του κόσμου στον οποίο ζούσαν οι χριστιανοί, όπως ήταν και η ελληνική (ή η λατινική) γλώσσα και παιδεία, η λογοτεχνία, η τέχνη, οι θεσμοί της δημόσιας ζωής, οι μορφές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Όσο κι αν απαρνήθηκαν με πολλούς τρόπους τον κόσμο, δεν έπαυαν να ζουν μέσα του, να τον συντηρούν και να τον αλλάζουν. Οι χριστιανοί στοχαστές, για να στοχαστούν και για να γίνουν κατανοητοί, όφειλαν να μιλήσουν τη φιλοσοφική γλώσσα του καιρού τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μέσα στο πολεμικό κλίμα της εποχής ο χώρος της φιλοσοφίας αποτέλεσε εξαίρεση. Οι χριστιανοί επιτέθηκαν ανοιχτά στην εθνική φιλοσοφία, και οι πολλές κατηγορίες τους συμπληρώνουν τον κατάλογο της χριστιανικής πολεμικής κατά της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας (ειδωλολατρία, αιματηρές θυσίες κ.ά.) και των αρχαίων πρακτικών στην καθημερινή ζωή (ανηθικότητα κ.ά.):

(α) Η φιλοσοφία με την τεχνική ορολογία και τις λεπτολόγες αναλύσεις της είχε απομακρυνθεί από τη ζωή και την πράξη και είχε καταντήσει προνόμιο των λίγων και ακατανόητη για τους πολλούς.

(β) Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές δεν ομονοούσαν αλλά συχνά τόνιζαν τις ανυπέρβλητες μεταξύ τους αντιθέσεις.

(γ) Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν την τέχνη τους για βιοποριστικούς σκοπούς (τέχνη τοῦ πορίζειν) και με κερδοσκοπική διάθεση, διευρύνοντας έτσι την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Έτσι, η ζωή τους δεν στηριζόταν στις αρχές της ηθικής που οι ίδιοι επικαλούνταν.

(δ) Στο εσωτερικό της φιλοσοφίας είχαν υποστηριχθεί αρκετές απόψεις αντίθετες προς τις χριστιανικές, όπως ο πανθεϊσμός Στωικών, ο αδιάφορος θεός του Αριστοτέλη, ο αθεϊσμός του Επίκουρου, η μετεμψύχωση των πλατωνικών, ο ηδονισμός.

(ε) Η φιλοσοφία αποτελούσε την πηγή, τη «μητέρα των αιρέσεων».

Τι σπουδαίο και θαυμαστό κάνουν οι φιλόσοφοί σας; Αφήνουν γυμνό τον έναν ώμο, μακρύ το μαλλί και το μούσι, τριγυρνούν με τα θηριώδη νύχια τους και ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανάγκη από κανέναν. Ακολουθείς τις διδασκαλίες του Πλάτωνα και σε αντικρούει αυτός που φιλοσοφεί κατά τον Επίκουρο. Θέλεις να είσαι με τον Αριστοτέλη και σε λοιδορεί ο οπαδός του Δημόκριτου.
Τατιανός, Προς Έλληνας 25

Ό,τι κι αν έγραφαν ρητά εναντίον της φιλοσοφίας (που έγραψαν πολλά και διάφορα), όσο σκληροί ή άδικοι υπήρξαν συχνά στην κριτική τους, οι χριστιανοί την υπολόγιζαν, τη γνώριζαν (λιγότερο ή περισσότερο) και πάντως τη χρησιμοποίησαν - την πλατωνική και τη στωική παράδοση και λιγότερο (τους πρώτους αιώνες) την αριστοτελική. Εξάλλου, υπήρχαν αρκετοί και σημαντικοί χριστιανοί που κρατούσαν πιο μετριοπαθή στάση (όπως ο Μέγας Βασίλειος) ή που υποστήριζαν την αξία της φιλοσοφίας (όπως ο Ιουστίνος και ο Κλήμης).

«Και τι μπορείς να ωφεληθείς εσύ τόσο πολύ από τη φιλοσοφία όσο από τον νομοθέτη σου και τους προφήτες σου;»

«Γιατί όχι; Μήπως οι φιλόσοφοι με κάθε τους λόγο δεν μιλούν για τον Θεό, και οι συζητήσεις τους δεν περιστρέφονται γύρω από την μοναρχία (τη μοναδικότητα του Θεού) και τη θεία πρόνοια; Ή, μήπως, δεν είναι έργο της φιλοσοφίας αυτό, το να εξετάσει το πρόβλημα περί του θείου;»
Ιουστίνος, Διάλογος προς Τρύφωνα 1.3

Μπορούσαν να δεχθούν πολλές από τις θέσεις των φιλοσόφων: τον θεό-δημιουργό του κόσμου, την ανωτερότητα του νοητού κόσμου, την αθανασία της ψυχής, την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει τον θεό ή να μιλήσει γι᾽ αυτόν κ.ά. Όχι όμως την αιωνιότητα του κόσμου, τον αθεϊσμό, την ανυπαρξία σκοπού στον κόσμο κ.ά. Μπορούσαν να υιοθετήσουν π.χ. την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας των κειμένων ή την αριστοτελική λογική γενικά, όχι όμως την εφαρμογή όλων των αριστοτελικών κατηγοριών στον θεό. Οι χριστιανοί φιλόσοφοι ακολούθησαν ένα είδος εκλεκτικισμού: έπαιρναν ό,τι έκριναν πως τους χρειαζόταν για να φτιάξουν τη δική τους φιλοσοφία ή για να καταπολεμήσουν την εθνική, και άφηναν τα υπόλοιπα.

Με πρώτο τον Ωριγένη, συγκροτήθηκε η «χριστιανική φιλοσοφία», αυτή που θα κυριαρχήσει υπό διάφορες μορφές έως τους νεότερους χρόνους. Είχε σκοπούς εσωτερικούς (να διαμορφώσει, να συστηματοποιήσει και να διδάξει το δόγμα) και εξωτερικούς (αμυντικούς: να αντικρούσει τους εθνικούς και τους αιρετικούς· και επιθετικούς: να μεταστρέψει εθνικούς στον χριστιανισμό). Στον διάλογο με τους εθνικούς οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να επικαλούνται χωρία της Αγίας Γραφής αλλά φιλοσοφικά επιχειρήματα, τα οποία απευθύνονται στο λογικό και θα πρέπει να πείσουν ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πίστη του συνομιλητή. Ακόμη και ερωτήματα που είναι θεολογικά, π.χ. για τη θεϊκή φύση του Ιησού, παρουσίαζαν φιλοσοφικό ενδιαφέρον, γιατί εξαρτώνται από τις αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη σχέση ψυχής και σώματος.

Η συγκατοίκηση ελληνισμού και χριστιανισμού, όπως κάθε συγκατοίκηση, είχε τα προβλήματά της. Αν δεν κατέληξε σε διαζύγιο ίσως ήταν γιατί δεν υπήρχε άλλος τόπος: καταδικασμένοι να ζουν στο ίδιο σπίτι, έπαιξαν διαδοχικά το παιχνίδι της επιβολής (με την πειθώ ή με τη βία). Σε μια μεγάλη κλίμακα, μπορεί να εντοπιστούν τα αίτια και τα αποτελέσματα αυτής της διαμάχης στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα σε φυλές, τάξεις και ομάδες, στη φιλοσοφία ή στη θεολογία. Αν όμως στραφούμε στο ίδιο το άτομο, αποκαλυπτικό είναι να διαβάσει κάποιος ορισμένες πραγματείες ενός χριστιανού φιλοσόφου σαν τον Γρηγόριο Νύσσης, για να κατανοήσει αυτή την ένταση όπως εσωτερικεύεται σε μια ευαίσθητη προσωπικότητα. Και πολύ περισσότερο να διαβάσει κάποια ποιήματα του άλλου Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, για να νιώσει τον δραματικό χαρακτήρα αυτής της έντασης, όταν η βεβαιότητα του θεολόγου δεν εξαφανίζει τον μετεωρισμό του ποιητή και την απαισιοδοξία του φιλοσόφου για την αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων:

Μια ρόδα άστατα καρφωμένη
αυτή η μικρή πολύτροπη ζωή μας.
Μια πάει προς τα ψηλά, μια πέφτει χαμηλά,
δεν μένει σταθερή κι ας δείχνει καρφωμένη.
Φεύγοντας μένει στάσιμη, και όταν στέκει τρέχει.
Αναπηδά συχνά εδώ και κει, μα δεν μπορεί να ξεφύγει.
Γυρνά και κινούμενη παρασέρνει τη στασιμότητα.
Οι γύροι της γράφουν ένα μηδενικό, τη ζωή μας,
καπνό, όνειρο κι άνθος εφήμερο.

Έπη ηθικά 19

Όπως κι αν κρίνει κάποιος σήμερα εκείνη τη συγκατοίκηση, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι δεν ήταν γόνιμη και ότι οι καρποί της, νόμιμοι ή νόθοι, ἔφεραν κι ἄλλο κακό.