Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (13.217-13.286)

Ὣς εἰπὼν τρίποδας περικαλλέας ἠδὲ λέβητας
ἠρίθμει καὶ χρυσὸν ὑφαντά τε εἵματα καλά.
τῶν μὲν ἄρ᾽ οὔ τι πόθει· ὁ δ᾽ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν
220 ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
πόλλ᾽ ὀλοφυρόμενος. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
ἀνδρὶ δέμας ἐϊκυῖα νέῳ, ἐπιβώτορι μήλων,
παναπάλῳ, οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι,
δίπτυχον ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχουσ᾽ εὐεργέα λώπην·
225 ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾽ ἔχε, χερσὶ δ᾽ ἄκοντα
τὴν δ᾽ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ ἐναντίος ἦλθε,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ,
χαῖρέ τε καὶ μή μοί τι κακῷ νόῳ ἀντιβολήσαις,
230 ἀλλὰ σάω μὲν ταῦτα, σάω δ᾽ ἐμέ· σοὶ γὰρ ἐγώ γε
εὔχομαι ὥς τε θεῷ καί σευ φίλα γούναθ᾽ ἱκάνω.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ·
τίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν;
ἦ πού τις νήσων εὐδείελος ἦέ τις ἀκτὴ
235 κεῖθ᾽ ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο;»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾽, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι. οὐδέ τι λίην
οὕτω νώνυμός ἐστιν· ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί,
240 ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε,
ἠδ᾽ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα.
ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν,
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ᾽ εὐρεῖα τέτυκται.
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος
245 γίγνεται· αἰεὶ δ᾽ ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ᾽ ἐέρση·
αἰγίβοτος δ᾽ ἀγαθὴ καὶ βούβοτος· ἔστι μὲν ὕλη
παντοίη, ἐν δ᾽ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι.
τῷ τοι, ξεῖν᾽, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ᾽ ἵκει,
τήν περ τηλοῦ φασὶν Ἀχαιΐδος ἔμμεναι αἴης.»
250 Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωΐῃ, ὥς οἱ ἔειπε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾽ ὅ γε λάζετο μῦθον,
255 αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν·
«πυνθανόμην Ἰθάκης γε καὶ ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ,
τηλοῦ ὑπὲρ πόντου· νῦν δ᾽ εἰλήλουθα καὶ αὐτὸς
χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ᾽ ἔτι παισὶ τοσαῦτα
φεύγω, ἐπεὶ φίλον υἷα κατέκτανον Ἰδομενῆος,
260 Ὀρσίλοχον πόδας ὠκύν, ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ
ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν,
οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε πάσης
Τρωϊάδος, τῆς εἵνεκ᾽ ἐγὼ πάθον ἄλγεα θυμῷ,
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
265 οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ οὐχ ᾧ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον
δήμῳ ἔνι Τρώων, ἀλλ᾽ ἄλλων ἄρχον ἑταίρων.
τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ
ἀγρόθεν, ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος σὺν ἑταίρῳ·
νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ᾽ οὐρανόν, οὐδέ τις ἡμέας
270 ἀνθρώπων ἐνόησε, λάθον δέ ἑ θυμὸν ἀπούρας.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε κατέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
αὐτίκ᾽ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν Φοίνικας ἀγαυοὺς
ἐλλισάμην, καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα·
τούς μ᾽ ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι
275 ἢ εἰς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἀλλ᾽ ἦ τοί σφεας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο
πόλλ᾽ ἀεκαζομένους, οὐδ᾽ ἤθελον ἐξαπατῆσαι.
κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε νυκτός.
σπουδῇ δ᾽ ἐς λιμένα προερέσσαμεν, οὐδέ τις ἡμῖν
280 δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι,
ἀλλ᾽ αὔτως ἀποβάντες ἐκείμεθα νηὸς ἅπαντες.
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,
οἱ δὲ χρήματ᾽ ἐμὰ γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
κάτθεσαν, ἔνθα περ αὐτὸς ἐπὶ ψαμάθοισιν ἐκείμην.
285 οἱ δ᾽ ἐς Σιδονίην εὖ ναιομένην ἀναβάντες
οἴχοντ᾽· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.»

***
Έτσι μιλώντας, άρχισε να μετρά λεβέτια, τρίποδες πανέμορφους,
χρυσαφικά κι ωραία φαντά φορέματα.
Δεν βρήκε κάτι να του λείπει· ποθώντας όμως
κι οδυρόμενος για χώμα πατρικό, σύρθηκε
220 εκεί στο περιγιάλι της ασίγαστης θαλάσσης,
στον θρήνο του δοσμένος. Κι ήλθε κοντά του η Αθηνά,
στάθηκε πλάι του, ίδια στην όψη με παλληκάρι νιούτσικο,
βοσκόπουλο με σάρκα ακόμη τρυφερή, πες
βασιλόπουλο· είχε στους ώμους περασμένη κάπα διπλωτή,
στ᾽ άσπρα του πόδια πέδιλα, στα χέρια του κοντάρι.
Μόλις την είδε ο Οδυσσέας χάρηκε, στάθηκε αντίκρυ της,
κι όπως μιλώντας την προσφώνησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω φίλε, αφού εσένα πρώτα απάντησα
σ᾽ αυτόν τον τόπο. Αλλά μη βάλει τώρα ο νους σου τίποτε κακό
230 σε βάρος μου· σώσε κι αυτά, σώσε κι εμένα, ικέτης σου είμαι,
πέφτω στα γόνατά σου, σάμπως και να ᾽σουνα θεός.
Μόνο μολόγησέ μου τώρα την αλήθεια, να σιγουρευτώ·
ποια η χώρα, ποιος ο τόπος, ποια η φύτρα των ανθρώπων;
Είναι νησί αυτό περίβλεπτο; μήπως ακτή μιας εύφορης στεριάς
που γέρνει στο ακρογιάλι;»
Τότε αποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Μου φαίνεσαι, ξένε, κουτούτσικος. Εκτός κι αν έφτασες
από πολύ μακριά, για να ρωτάς τη σύσταση της χώρας.
Δεν είναι δα κι ανώνυμη! Πολλοί, πάρα πολλοί την ξέρουν·
240 όσοι τα μέρη κατοικούν που ανατέλλει ο ήλιος την αυγή,
αλλά κι οι άλλοι πάλι προς τη δύση, στο θολό σκοτάδι.
Κάπως τραχιά η γη αυτή, για τα άλογα ακατάλληλη,
όχι και τόσο ευρύχωρη, όμως δεν είναι και φτενό το χώμα της·
βγάζει σιτάρι αμέτρητο, έχει κι αμπέλια για κρασί,
βρέχει συχνά και στην πολλή δροσιά νοτίζουν τα χωράφια.
Καλά τα βοσκοτόπια της για γίδες και για βόδια,
μεγάλα δάση, δέντρα λογής λογής, τρέχουν πηγές
για να ποτίζονται τα ζώα.
Γι᾽ αυτά λοιπόν ακούστηκε το όνομα της Ιθάκης ακόμη
και στην Τροία, τόσο απόμακρη από των Αχαιών τη χώρα.»
250 Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
αλάφρωσε η ψυχή του, χάρηκε την πατρική του γη, όπως την είπε
η Αθηνά Παλλάδα, θυγατέρα του αιγίοχου Δία.
Πήρε λοιπόν να της μιλήσει, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά,
μόνο που την αλήθεια δεν φανέρωσε, συγκράτησε και πάλι
τα λεγόμενά του — ο νους του πάντα γύρευε το κέρδος:
«Την έχω την Ιθάκη ακουστά στην Κρήτη την απλόχωρη,
πέρα μακριά στην άλλη θάλασσα. Και να που τώρα φτάνω ο ίδιος
με τ᾽ αγαθά μου αυτά. Άφησα κι άλλα τόσα στα παιδιά μου
φεύγοντας, όταν θανάτωσα τον γιο του Ιδομενέα —
260 μιλώ για τον Ορσίλοχο, στα πόδια γρήγορο, που πάντα του νικούσε,
στο απέραντο νησί της Κρήτης, όσους μαζί του έτρωγαν ψωμί,
στο τρέξιμο άφταστος.
Κι ο λόγος· γύρεψε τα λάφυρα να μου στερήσει,
όλα που μάζεψα στην Τροία, κι ας είχα υποφέρει τόσα πάθη εγώ
για χάρη τους, με τον εχθρό μου πολεμώντας, περνώντας
τα σαράντα κύματα.
Δεν είχα, λέει, σταθεί, δεν είχα χαριστεί στον κύρη του
εκεί στης Τροίας τα μέρη· έγινα μόνος μου αρχηγός
σ᾽ άλλους συντρόφους.
Τον χτύπησα λοιπόν θανάσιμα με δόρυ χάλκινο, την ώρα
που κατέβαινε στην πόλη απ᾽ τους αγρούς· πλάι στον δρόμο
του έστησα καρτέρι μ᾽ ένα μου φίλο.
Έσκεπε η νύχτα κατασκότεινη τον ουρανό, έτσι που δεν μας πήρε είδηση κανείς —
270 του πήρα τη ζωή κρυφά.
Κι αφού τον σκότωσα με μυτερό κοντάρι χάλκινο,
έτρεξα σε φοινικικό καράβι, τίμιοι άνθρωποι,
και τους παρακαλούσα μαζί τους να με πάρουν, χαρίζοντας
γενναίο μερίδιο από τα λάφυρά μου.
Τους είπα στην Πύλο να με βγάλουν ή και στη θεία Ήλιδα
να μ᾽ ακουμπήσουν, όπου κρατούν οι Επειοί.
Αλλά τους έσυρε μακριά του ανέμου η δίνη —
σίγουρα δεν το θέλησαν, γιατί δεν σκόπευαν να μ᾽ απατήσουν.
Έτσι λοιπόν περιπλανώμενοι φτάσαμε νύχτα εδώ,
κωπηλατώντας με σπουδή μπήκαμε στο λιμάνι, κανείς μας
280 δεν θυμήθηκε την ώρα αυτή το φαγητό, μόλο που το ᾽χαμε τόση ανάγκη·
μόλις που βγήκαμε απ᾽ το καράβι, πέσαμε
όλοι μας ξεροί.
Βυθίστηκα τότε κι εγώ σ᾽ ύπνο γλυκό από την τόση κούρασή μου,
κι εκείνοι βγάζουν απ᾽ το κοίλο πλοίο τ᾽ αγαθά μου,
τα απόθεσαν εκεί πάνω στην άμμο που βαθιά κοιμόμουν.
Μετά ανεβαίνουν στο καράβι τους και τράβηξαν
για την καλοχτισμένη Σιδονία. Όσο για μένα μόνος ξέμεινα,
με την καρδιά βαριά κι ασήκωτη.»

Η Αυτοεκτίμηση του Παιδιού

Το παιδί έρχεται στον κόσμο με άγραφη, καθαρή την πλάκα του και η αίσθηση της αξίας και της εκτίμησης είναι ένα υποπροϊόν της μεταχείρησής του από τους μεγάλους.

Οι ενήλικοι ίσως να μην αντιλαμβάνονται ότι ο τρόπος με τον οποίο πιάνουν ένα παιδί μπορεί να συμβάλλει στην αυτοεκτίμησή του.

Τα παιδιά μαθαίνουν να εκτιμούν τον εαυτό τους από τις φωνές που ακούνε, από τις εκφράσεις των ματιών των μεγάλων που τα κρατάνε στην αγκαλιά τους, από το μυϊκό τόνο της αγκαλιάς που τα κρατάει, από τον τρόπο που οι μεγάλοι ανταποκρίνονται στα κλάματά τους.

Αν το μωρό μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε: «Μ’ αγαπούν», «κανείς δε με προσέχει, αισθάνομαι απόρριψη, αισθάνομαι μοναξιά», «είμαι πολύ σημαντικό», «δε μου δίνουν σημασία. Είμαι φόρτωμα για τους άλλους». Όλα αυτά είναι προάγγελοι για τα κατοπινά μηνύματα, τα σχετικά με την αυτοεκτίμησή του.

Οι γονείς που τώρα ξεκινούν μ’ ένα μωρό, ας προσέξουν τις επόμενες παραγράφους, που θα τους βοηθήσουν να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες για να αναπτυχθεί η αυτοεκτίμησή του.

1. Συνειδητοποίησε τον τρόπο με τον οποίο πιάνεις το μωρό. Αν εσένα σ’ έπιαναν έτσι, πώς θα αισθανόσουνα; Όταν πιάνεις το παιδί σου, σκέψου τι μαθαίνει το παιδί σου. Είναι το πιάσιμο σκληρό, απαλό, ψυχρό, αδύνατο, γεμάτο αγάπη, φόβο, άγχος; Πες στο παιδί σου τι αισθάνεσαι.

2. Μάθε να συνειδητοποιείς τις εκφράσεις των ματιών σου. Και παραδέξου τις: «Είμαι θυμωμένος», «φοβάμαι», «είμαι ευτυχισμένος» και τα λοιπά. Το σημαντικό είναι να δοθεί στο παιδί σου άμεση συναισθηματική πληροφόρηση από σένα για σένα.

3. Τα πολύ μικρά παιδιά έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όλα γύρω τους συμβαίνουν εξαιτίας τους, τόσο τα καλά, όσο και τα άσχημα περιστατικά. Ένα σημαντικό μέρος της εκμάθησης του αυτοσεβασμού αποτελεί ο σαφής διαχωρισμός των περιστατικών που σχετίζονται με το παιδί από εκείνα που αφορούν κάποιον άλλον. Όταν μιλάς στο παιδί σου, να καθορίζεις επακριβώς σε ποιον αναφέρονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιείς.

Για παράδειγμα, μια μητέρα που έχει θυμώσει με τη συμπεριφορά ενός από τα παιδιά της, μπορεί να πει: «Εσείς τα παιδιά ποτέ δε μ’ ακούτε όταν σας μιλάω!» Αυτή τη φράση την ακούνε και την πιστεύουν όλα τα παιδιά που τυχαίνει να είναι μπροστά, παρόλο που το μηνυμά της απευθύνεται ειδικά σε ένα.

4. Υποστηρίξτε την ικανότητα και την ελευθερία των παιδιών να σχολιάζουν και να ρωτάνε, ώστε το κάθε άτομο να μπορεί να πιστοποιήσει τι συμβαίνει. Στο παράδειγμα που ανέφερα παραπάνω, το παιδί που είναι ελεύθερο να ρωτάει, θα ζητήσει να μάθει: «Για μένα το λες;»

Χρησιμοποιώ μια μεταφορά που οι οικογένειες βρίσκουν πολύ χρήσιμη. Σκεφτείτε μια στρογγυλή πηγή που έχει εκατοντάδες μικρά σιντριβάνια. Φανταστείτε καθεμιά από αυτές τις μικρές τρύπες, σαν ένα σύμβολο της προσωπικής μας ανάπτυξης. Καθώς μεγαλώνουμε, όλο και περισσότερα σιντριβάνια ανοίγουν. Άλλα τελειώνουν και κλείνουν. Το σχέδιο των νερών συνεχώς αλλάζει. Μπορεί πάντα να είναι όμορφο.

Είμαστε δυναμικά όντα, σε συνεχή κίνηση. Καθεμιά από τις πηγές μας λειτουργεί ακόμη και στη νηπιακή μας ηλικία.

Το ψυχολογικό απόθεμα από το οποίο το νήπιο αντλεί αυτεκτίμηση είναι η συνισταμένη όλων των δράσεων, αντιδράσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των προσώπων που νοιάζονται γι’ αυτό το παιδί.

Περί τρέλας

Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Τρελοί, που αναγνωρίζουν τη τρέλα τους και τρελοί, που δεν έχουν ιδέα για την ύπαρξη αυτής. Βάση αυτού του συλλογισμού, στη τελική, είμαστε όλοι τρελοί!

Σίγουρα κάποιος διαβάζοντας την πιο πάνω δήλωση εύκολα, μπορεί να προβεί στο συμπέρασμα πως αυτός που τα γράφει είναι τρελός.

Αν είναι τρελός, αυτός που ασχολείται με την τρέλα, παραμένει ένα διαχρονικό ερώτημα. Αν είναι τρελός αυτός που ασχολείται με τη τρέλα τότε ίσως αυτός δεν θα έπρεπε να ασχολείται. Αλλά ποιος τρελός θα ασχοληθεί μ’ αυτή τη δουλειά;

Η τρέλα παραμένει μια εμπειρία μέσα από την οποία ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ηθική του αλήθεια και με τους κανόνες που ιδιάζουν στη φύση.

Συνεχίζει να μπαίνει αδιάκοπα κάτω από καλύτερο φωτισμό καθώς στη σύγχρονη εποχή που ζούμε οι μελετητές της τρέλας, σε σημείο κορεσμού, έχουν πολλαπλασιαστεί.

Οι τραγικές της όψεις, σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν κοινωνικά να επισκιάζονται με στίγμα και φόβο για αποκλεισμό, με ρίζες στην ιστορία των τρελών που κατά τον μεσαίωνα διαδέχτηκαν τους λεπρούς και τους πάσχοντες από αφροδισιακά νοσήματα, έγκλειστοι σε πέτρινους πύργους ως εξόριστα μολυσμένα όντα, για εξάλειψη από προσώπου γης.

Η συγγένεια της ενοχής, της μόλυνσης, του βρώμικου, του αμαρτωλού και του κακού μαζί με τη τρέλα είναι κάτι που έχει εγκατασταθεί στο συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας και δικαίως στη σύγχρονη κοινωνία γίνονται ηράκλειες προσπάθειες για αποδέσμευση του στίγματος της ψυχικής ασθένειας.

Ο Χάινροθ, (1818) χαρακτήρισε τη τρέλα κάτι σαν ζοφερή αταξία, κινούμενο χάος, σπέρμα και θάνατο των πάντων που αντιτίθεται στην φωτεινή και ενήλικη σταθερότητα του πνεύματος.

Ο Ζαρατούστρας απ’ την άλλη έλεγε πως πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος, για να γεννήσει ένα αστέρι πού χορεύει. (Νίτσε, 1883).

Πιθανών ο Πασκάλ (1670) να είχε δίκαιο καταγράφοντας πως ¨οι άνθρωποι είναι τόσο αναγκαία τρελοί, ώστε θα ήταν τρέλα άλλης λογής να μην είσαι τρελός.¨

Τελικά πόσο απέχει η τρέλα από τη γνώση; Πόσο διαφορετικός είναι ο τρελός;

Η ανθρώπινη αντίληψη για την τρέλα ως «πνευματική ασθένεια», είναι το προϊόν της ιστορίας, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας. (Φουκώ, 1961).

Και παρόλο που παραμένει εξόριστη είναι η αιτία για τα χειρότερα αλλά και τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας επιβεβαιώνοντας έτσι τον Σ. Φρανκ (1938) σε σχέση με τη τοποθέτηση του περί αντιφάσεων, πως σε κάθε τι υπάρχουν δύο όψεις.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να εμβαθύνει κανείς στη τρελά, για να βρει την όψη της λογικής.

Δεν μπορεί να υπάρξει η μια χωρίς την άλλη καθώς οι λεπτές γραμμές που διαχωρίζουν μπορεί να οδηγήσουν δια τρόμου τους λογικούς να τα χάσουν αλλά και τους τρελούς προς ανακούφιση, να αποκτήσουν οξύνοια.

Η ενασχόληση με τη τρέλα είναι μια άβολη περιοχή. Δεν είναι όμως γη άγονη.

Μαθαίνοντας για τα μονοπάτια που βγάζουν από τα προκαθορισμένα πλαίσια κάποιας ηθικής, μπορούμε να δούμε το παράδοξο, το αντίπερα, το ανοίκειο και το άπειρο της ανθρώπινης ψυχής.

Η διαφώτιση στα σκοτεινά δωμάτια της ανθρώπινης ψυχής μπορεί να αποτελέσει πεδίο επεξήγησης της ανθρώπινης σκέψης, να τεθούν σε αμφισβήτηση οι αξίες και ηθικές άλλων εποχών και επιτέλους, ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει και να εναρμονιστεί με την πολυσύνθετη του φύση, που ολιστικά περιλαμβάνει σώμα, ψυχή και πνεύμα, σε πλανητικό και συμπαντικό επίπεδο.

Ας μην ξεχνάμε πως στη ¨διαταραγμένη¨ σκέψη κάποιων ανθρώπων οφείλουμε την επινόηση των επιστημών και των τεχνών.

Πολλοί που βρίσκονται έξω από το χορό της τέχνης, της επιστήμης, της ποίησης και της μουσικής τείνουν να αποκαλούν αυτούς τους αδιάκοπους εξερευνητές της αλήθειας ως εναλλακτικούς, ιδιότροπους, συγχυσμένους και παράφρονες.

Συνάμα τους αποκαλούν αγνούς, μεγαλοφυείς, λαμπρούς και οξυδερκείς επιβεβαιώνοντας με αυτό το τρόπο την συνύπαρξη της τρέλας με τη σοφία, της ζωής με το θάνατο, του σκότους και του φωτός, του γίν με το γιάν.

Ίσως τελικά η μεγάλη σοφία να βρίσκεται στο λαό και τις ρήσεις του όπως τη γνώστη πως ¨από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.¨

Οι γνωστικές προκαταλήψεις και η βιολογία του εγκεφάλου βοηθούν να εξηγηθεί γιατί τα γεγονότα δεν αλλάζουν τη γνώμη των ανθρώπων

Η ψυχολογία μας λέει ότι από τη στιγμή που γίνουν γνωστά κάποια γεγονότα, μπορούν να σχηματιστούν στο νου μας κάποιες απόψεις γι' αυτά. Όμως το πρόβλημα είναι ότι ότι ενώ αυτό ακούγεται λογικό, αυτός ο ο ελκυστικός ισχυρισμός είναι μια πλάνη που δεν υποστηρίζεται από την έρευνα. Μελέτες γνωστικής ψυχολογίας και νευροεπιστήμης έχουν διαπιστώσει ότι το ακριβώς αντίθετο ισχύει συχνά όταν πρόκειται για την πολιτική: Οι άνθρωποι διαμορφώνουν απόψεις βασισμένες σε συναισθήματα, όπως ο φόβος, η περιφρόνηση και ο θυμός, αντί να βασίζονται σε γεγονότα. Τα νέα δεδομένα συχνά δεν αλλάζουν τα μυαλά των ανθρώπων.

Για πολλούς ανθρώπους, μια πρόκληση στην κοσμοθεωρία τους μοιάζει με επίθεση στην προσωπική τους ταυτότητα και μπορεί να τους κάνει να σκληρύνουν τη θέση τους

Οι ψυχολόγοι βλέπουν από πρώτο χέρι πόσο δύσκολο είναι να αλλάξεις το μυαλό και τις συμπεριφορές κάποιου, όταν συναντά νέες πληροφορίες που έρχονται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του.

Η κοσμοθεωρία σας, συμπεριλαμβανομένων των πεποιθήσεων και των απόψεων, αρχίζει να διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας καθώς κοινωνικοποιείστε μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο. Ενισχύεται με την πάροδο του χρόνου από τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκεστε, τα Μέσα που διαβάζετε, ακόμη και από το πώς λειτουργεί ο εγκέφαλός σας. Επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεστε τον εαυτό σας και πώς αλληλεπιδράτε με τον κόσμο.

Για πολλούς ανθρώπους, μια πρόκληση στην κοσμοθεωρία τους μοιάζει με επίθεση στην προσωπική τους ταυτότητα και μπορεί να τους κάνει να σκληρύνουν τη θέση τους. Εδώ είναι μερικές από τις έρευνες που εξηγούν γιατί είναι φυσικό να αντιστέκεστε στην αλλαγή του τρόπου που σκέφτεστε – και πώς μπορείτε να γίνετε καλύτεροι αν κάνετε αυτές τις αλλαγές.

Απορρίπτοντας αυτό που έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις σας

Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι λογικοί άνθρωποι που συναντούν νέα στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις τους θα αξιολογήσουν τα γεγονότα και θα αλλάξουν τις απόψεις τους ανάλογα. Αλλά γενικά δεν είναι έτσι τα πράγματα στον πραγματικό κόσμο.

Εν μέρει φταίει μια γνωστική προκατάληψη που μπορεί να ξεκινήσει όταν οι άνθρωποι συναντούν στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις τους. Αντί να επανεκτιμούν αυτό που πίστευαν μέχρι τώρα, οι άνθρωποι τείνουν να απορρίπτουν τα ασυμβίβαστα αποδεικτικά στοιχεία. Οι ψυχολόγοι αποκαλούν αυτό το φαινόμενο επίμονη πεποίθηση. Ο καθένας μπορεί να πέσει θύμα αυτού του ριζωμένου τρόπου σκέψης.

Το να παρουσιάζονται γεγονότα – είτε μέσω των ειδήσεων, των κοινωνικών μέσων ή των συνομιλιών κατ’ ιδίαν – που υποδηλώνουν ότι οι τρέχουσες πεποιθήσεις τους είναι λανθασμένες κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι απειλούνται. Αυτή η αντίδραση είναι ιδιαίτερα έντονη όταν οι εν λόγω πεποιθήσεις ευθυγραμμίζονται με την πολιτική και προσωπική σας ταυτότητα. Μπορεί να αισθάνεστε σαν επίθεση εναντίον σας εάν αμφισβητηθεί μία από τις ισχυρές πεποιθήσεις σας.

Η αντιμετώπιση γεγονότων που δεν ευθυγραμμίζονται με την κοσμοθεωρία σας μπορεί να προκαλέσει ένα «φαινόμενο μπούμερανγκ», το οποίο μπορεί να καταλήξει στην ενίσχυση της αρχικής σας θέσης και πεποιθήσεων, ιδιαίτερα με πολιτικά φορτισμένα ζητήματα. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει αυτό το φαινόμενο σε μια σειρά μελετών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σχετικά με τις απόψεις για τις πολιτικές μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και τη στάση απέναντι στους παιδικούς εμβολιασμούς.

Εστιάζοντας σε αυτό που επιβεβαιώνει τις πεποιθήσεις σας

Υπάρχει μια άλλη γνωστική προκατάληψη που μπορεί να εμποδίσει την αλλαγή του μυαλού σας, που ονομάζεται προκατάληψη επιβεβαίωσης. Είναι η φυσική τάση να αναζητάτε πληροφορίες ή να ερμηνεύετε τα πράγματα με τρόπο που υποστηρίζει τις υπάρχουσες πεποιθήσεις σας. Η αλληλεπίδραση με ομοϊδεάτες και μέσα ενημέρωσης ενισχύει την προκατάληψη επιβεβαίωσης. Το πρόβλημα με την προκατάληψη επιβεβαίωσης είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε λάθη στην κρίση επειδή σας εμποδίζει να δείτε μια κατάσταση αντικειμενικά από πολλές οπτικές γωνίες.

Η σκληρή καλωδίωση του εγκεφάλου δεν βοηθά

Οι γνωστικές προκαταλήψεις είναι προβλέψιμα μοτίβα στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που μπορούν να σας εμποδίσουν να σταθμίσετε αντικειμενικά τα στοιχεία και να αλλάξετε γνώμη. Μερικοί από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους λειτουργεί ο εγκέφαλός σας μπορούν επίσης να λειτουργήσουν εναντίον σας σε αυτό το μέτωπο.

Ο εγκέφαλός σας είναι καλωδιωμένος για να σας προστατεύσει – κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην ενίσχυση των απόψεων και των πεποιθήσεών σας, ακόμη και όταν είναι λανθασμένες. Κερδίζοντας μια συζήτηση ή ένα επιχείρημα, αυτό προκαλεί μια πλημμύρα ορμονών, συμπεριλαμβανομένης της ντοπαμίνης και της αδρεναλίνης. Στον εγκέφαλό σας, συμβάλλουν στην αίσθηση της ευχαρίστησης που παίρνετε κατά τη διάρκεια του σεξ, του φαγητού, στο τρενάκι του λούνα παρκ – και ναι, κερδίζοντας ένα επιχείρημα. Αυτή η βιασύνη σε κάνει να νιώθεις καλά, ίσως και άτρωτος. Είναι ένα συναίσθημα που πολλοί άνθρωποι θέλουν να έχουν πιο συχνά.

Επιπλέον, σε καταστάσεις υψηλού στρες ή δυσπιστίας, το σώμα σας απελευθερώνει μια άλλη ορμόνη, την κορτιζόλη, η οποία μπορεί να παραβιάσει τις προηγμένες διαδικασίες σκέψης – αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν εκτελεστικές λειτουργίες του εγκεφάλου σας. Η αμυγδαλή του εγκεφάλου σας γίνεται πιο ενεργή, γεγονός που ελέγχει την έμφυτη αντίδρασή σας όταν αισθάνεστε ότι απειλείστε.

Στο πλαίσιο της επικοινωνίας, οι άνθρωποι τείνουν να υψώνουν τη φωνή τους, και να σταματούν να ακούν τους άλλους όταν αυτές οι χημικές ουσίες περνούν μέσα από το σώμα τους. Μόλις βρεθείτε σε αυτή τη νοοτροπία, είναι δύσκολο να ακούσετε μια άλλη άποψη. Η επιθυμία για δίκιο σε συνδυασμό με τους προστατευτικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου καθιστούν πολύ πιο δύσκολη την αλλαγή απόψεων και πεποιθήσεων, ακόμη και με την παρουσία νέων πληροφοριών.

Μπορείτε να εκπαιδεύσετε τον εαυτό σας για να διατηρήσετε ένα ανοιχτό μυαλό

Παρά τις γνωστικές προκαταλήψεις και τη βιολογία του εγκεφάλου που καθιστούν δύσκολη την αλλαγή του μυαλού, υπάρχουν τρόποι βραχυκυκλώματος αυτών των φυσικών λανθασμένων συνηθειών.

1. Δουλέψτε για να διατηρήσετε ένα ανοιχτό μυαλό. Επιτρέψτε στον εαυτό σας να μάθει νέα πράγματα. Αναζητήστε προοπτικές από πολλές πλευρές ενός ζητήματος. Προσπαθήστε να διαμορφώσετε και να τροποποιήσετε τις απόψεις σας με βάση στοιχεία που είναι ακριβή, αντικειμενικά και επαληθευμένα.

2. Μην αφήνετε τον εαυτό σας να παρασύρεται από ακραίες περιπτώσεις που ακούτε στο διαδίκτυο. Για παράδειγμα, δώστε μεγαλύτερη βαρύτητα στους πολυάριθμους γιατρούς και αξιωματούχους δημόσιας υγείας που περιγράφουν την υπεροχή των αποδείξεων ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά, από αυτές που δίνετε σε έναν περιθωριακό γιατρό σε ένα podcast που προτείνει το αντίθετο.

3. Να είστε προσεκτικοί με την επανάληψη ορισμένων δηλώσεων, καθώς οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις συχνά θεωρούνται πιο αληθείς από τις νέες πληροφορίες, ανεξάρτητα από το πόσο ψευδής μπορεί να είναι ο ισχυρισμός. Οι χειραγωγοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι πολιτικοί το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό.

4. Η παρουσίαση των πραγμάτων με ένα μη συμβατικό τρόπο επιτρέπει στους ανθρώπους να αξιολογούν νέες πληροφορίες χωρίς να αισθάνονται ότι δέχονται επίθεση. Η προσβολή των άλλων και η υπόδειξη ότι κάποιος είναι αδαής ή παραπληροφορημένος, ανεξάρτητα από το πόσο λανθασμένες μπορεί να είναι οι πεποιθήσεις τους, θα αναγκάσει τους άλλους ανθρώπους που προσπαθείτε να επηρεάσετε να απορρίψουν το επιχείρημά σας. Αντ ‘αυτού, δοκιμάστε να κάνετε ερωτήσεις που οδηγούν το άτομο να αμφισβητήσει τι πιστεύει. Ενώ οι απόψεις μπορεί τελικά να μην αλλάξουν, η πιθανότητα επιτυχίας είναι μεγαλύτερη.

5. Αναγνωρίστε ότι όλοι έχουμε αυτές τις τάσεις και ακούστε με σεβασμό τις άλλες απόψεις. Πάρτε μια βαθιά ανάσα και σταματήστε όταν νιώσετε το σώμα σας να αντιδρά έτοιμο για έναν λεκτικό αγώνα. Θυμηθείτε, είναι σωστό να κάνετε λάθος μερικές φορές. Η ζωή μπορεί να είναι μια διαδικασία αλλαγής και ανάπτυξης.

Εστιάζοντας στη διαχείριση, όχι στη θεραπεία: Πώς να βοηθήσουμε ένα αγχωμένο παιδί

Η Julia Harris ήταν απασχολημένη με το να τακτοποιεί το υπνοδωμάτιο της κόρης της, όταν βρήκε ένα ημερολόγιο που υποπτεύθηκε ότι είχε αφήσει επίτηδες για να το δει.

Μέσα, η 10χρονη Rosie είχε γράψει ότι συχνά σκεφτόταν την αυτοκτονία, αν και δεν πίστευε ότι θα το έκανε πραγματικά. Η Harris, λέκτορας πανεπιστημίου από το Γιορκσάιρ, γνώριζε ότι η κόρη της είχε γίνει όλο και πιο ανήσυχη, τόσο για τις φιλίες όσο και για το σχολείο, ενώ μερικές φορές αρνιόταν να φάει τα πρωινά. Αλλά δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο άσχημα είχαν γίνει τα πράγματα.

Το επόμενο σοκ, ωστόσο, ήταν ότι τα συμπτώματα της Rosie δεν ήταν αρκετά άσχημα ώστε να δικαιολογούν άμεση βοήθεια από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών. «Όταν βρήκα αυτό το ημερολόγιο, αισθάνθηκα τελείως άβολα», λέει η Harris. «Είναι φρικτό πράγμα να σκέφτεσαι ότι το παιδί σου αισθάνεται έτσι, και πήγα αμέσως εκεί που πίστευα ότι θα υπήρχε υποστήριξη. Αν δεν υπήρχε το σχολείο και οι άλλοι γονείς, θα ένιωθα εντελώς μόνη».

Σε ολόκληρη την Ευρώπη, χιλιάδες οικογένειες όπως αυτή της Harris στηρίζουν τους νέους σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως «επιδημία άγχους». Τα προειδοποιητικά σημάδια στα παιδιά κυμαίνονται από υπερβολική προσκόλληση ή συχνό κλάμα έως επίμονη ανησυχία και αρνητικές σκέψεις, αποφυγή εξόδων, θυμωμένα ξεσπάσματα και προβλήματα στο φαγητό ή στον ύπνο. Μια μελέτη από ερευνητές του University College του Λονδίνου διαπίστωσε ότι οι διαγνώσεις αγχώδους διαταραχής σε άτομα ηλικίας 18 έως 24 ετών τριπλασιάστηκαν μεταξύ 2008 και 2018 και εκτιμάται ότι έως και το 19% των παιδιών και των νέων επηρεάζονται.

Οι καραντίνες ήταν μια αγχωτική στιγμή για πολλές οικογένειες, αλλά από την άλλη, ορισμένα παιδιά δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στον πολυάσχολο εξωτερικό κόσμο μόλις τελείωσε η πανδημία. Τώρα, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τη ζήτηση, οι λίστες αναμονής σε πολλές περιπτώσεις είναι τεράστιες.

Το άγχος μπορεί να είναι υγιές σε μικρές δόσεις, διδάσκοντας στα παιδιά τις δεξιότητες να αντιμετωπίζουν τις αναποδιές, λέει η κλινικής ψυχολόγος καθηγήτρια Jane Gilmour στον Guardian. Αλλά αν ένα παιδί δείχνει επίμονα καταβεβλημένο και αγχωμένο, αυτό είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι για να το ερευνήσετε, ελέγχοντας ότι δεν έχει υπερβολικό πρόγραμμα ή ότι δεν αγωνίζεται ακαδημαϊκά. Αν το άγχος αφορά την κοινωνικοποίηση, ρωτήστε για τον εκφοβισμό ή για συγκεκριμένα περιστατικά που το απασχολούν. Αλλά αν έχετε ένα παιδί που είναι επίμονα αγχωμένο -για τα πάντα ή για κάτι συγκεκριμένο – και είναι επίμονα φοβισμένο για αρκετές εβδομάδες, είναι σίγουρα καιρός να αναζητήσετε επαγγελματική βοήθεια.

Παράλληλα, η Gilmour συμβουλεύει να βάζουμε τα παιδιά να γράφουν ή να ζωγραφίζουν τις ανησυχίες τους καθώς εμφανίζονται, αλλά στη συνέχεια να βάζουν αυτούς τους φόβους στην άκρη για να τους επανεξετάζουν με έναν γονέα σε καθορισμένη ώρα κάθε μέρα. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να δουν πώς οι ανησυχίες εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου ή να συζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης τρομακτικών καταστάσεων.

Αφήνοντας τα παιδιά να τις αποφεύγουν – ας πούμε, μένοντας εκτός σχολείου – απλώς κινδυνεύουν να ενισχύσουν την ιδέα ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να φοβούνται, λέει η ίδια. Αυτό που χρειάζεται να τους μεταδώσετε είναι ότι γνωρίζετε πως το βρίσκουν δύσκολο, αλλά είστε σίγουροι ότι μπορούν να τα καταφέρουν και ότι θα τα βοηθήσετε να βρουν μια λύση.

Η Goulding συνιστά να διδάσκονται τα παιδιά να αναγνωρίζουν τα πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια μιας κρίσης πανικού, όπως το σφίξιμο στο στήθος ή τα υγρά χέρια, και στη συνέχεια να ηρεμούν μόνα τους όταν αισθάνονται ότι πλησιάζει μια τέτοια κρίση χρησιμοποιώντας την τεχνική των «πέντε αισθήσεων».

Ορισμένοι γονείς θα βρουν ενοχλητικό το να σπρώχνουν ένα ανήσυχο παιδί πέρα από τη ζώνη άνεσής του, ίσως ειδικά αν οι ίδιοι είναι επιρρεπείς στο άγχος. Ο καθηγητής Sam Cartwright-Hatton, κλινικός παιδοψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Sussex ερευνά το άγχος μέσα στις οικογένειες. Τα παιδιά έχουν διπλάσιες πιθανότητες να υποφέρουν αν υποφέρουν οι γονείς τους, αν και τονίζει ότι αυτό δεν σημαίνει ότι φταίνε οι γονείς – η γενετική μπορεί να παίζει ρόλο μαζί με άλλους παράγοντες.

Αλλά το θέμα είναι να κάνουμε μικρά βήματα προς την αντιμετώπιση των φόβων, λέει, και όχι να πηδήξουμε στα βαθιά. «Αν έχετε ένα παιδί που φοβάται τα σκυλιά, δεν μπορούμε να το πάμε στο σπίτι του φίλου μας που έχει ένα τεράστιο ντόμπερμαν. Αν έχετε ένα παιδί που είναι πολύ ντροπαλό, ενθαρρύνετέ το αν είστε έξω σε μια καφετέρια να κάνει μόνο του την παραγγελία του. Απλά μικροσκοπικά σπρωξίματα για να κάνουν τα δύσκολα πράγματα».

Για τους εφήβους που πλησιάζουν στις εξετάσεις, συνιστά να διασφαλίζουν ότι δεν κάνουν υπερβολικά πολλές επαναλήψεις, καθώς και να τους ενθαρρύνουν να ασκούνται και να τρώνε τακτικά. ύπνος είναι το μεγάλο θέμα – γίνεται όλο και πιο σαφές ότι ο ύπνος έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ψυχική υγεία και αν δεν κοιμάστε αρκετά θα είστε πολύ πιο επιρρεπείς στο άγχος.

Για πολλές οικογένειες, το μεγάλο εμπόδιο είναι να αναγνωρίσουν ότι το άγχος δεν μπορεί πάντα να «θεραπευτεί», αλλά να αντιμετωπιστεί. Η 13χρονη κόρη του Michael Wilton, η Lily, παραπέμφθηκε για πρώτη φορά σε δομή ψυχικής υγείας για άγχος όταν ήταν 10 ετών και έκανε θεραπεία CBT. Για ένα διάστημα αυτό βοήθησε, αλλά στη συνέχεια ανέπτυξε διατροφική διαταραχή. «Είναι δύσκολο να μιλήσεις γι’ αυτό, παρόλο που υπάρχει τεράστιος αριθμός γονέων που το περνούν. Αισθάνεσαι ότι κατά κάποιο τρόπο φταις εσύ». Αλλά η συμβουλή του προς τους γονείς είναι να προλαμβάνουν, ενθαρρύνοντας τις ανοιχτές συζητήσεις με τα παιδιά. «Το να προσποιείσαι ότι δεν συμβαίνει ή το να προσπαθείς αμέσως να βρεις τι μπορεί να το διορθώσει – κανένα από αυτά δεν είναι πολύ χρήσιμο».

Το μήνυμα, ωστόσο, είναι ότι το άγχος μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως κάθε άλλη χρόνια ασθένεια – κάποιες φορές μέσω φαρμακευτικής αγωγής, θεραπείας και τρόπου ζωής. «Είναι λίγο σαν να έχω διαβήτη- είναι κάτι για το οποίο έπρεπε να είμαι σε εγρήγορση, έπρεπε να προσαρμόσω τον τρόπο ζωής μου για να το ενσωματώσω, αλλά δεν καθορίζει το ποια είμαι», αναφέρει μια θεραπευόμενη. Δεν χρειάζεται να καθορίζει ούτε το παιδί σας.

Η σοφία του να νικάς χωρίς να τσακώνεσαι

Έχετε ακούσει για τις αποτελεσματικές κινήσεις του ψυχολογικού αϊκίντο, δηλαδή των μέσων για την επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος χωρίς να τσακώνεστε.

– Το ψυχολογικό αϊκίντο μοιάζει με την εξισορρόπηση πάνω σε μια μπάλα- εξισορρόπηση πριν την επιθετικότητα. Ενδώστε για να αποδυναμώσετε την αντίσταση, διδάσκουν οι Βουδιστές.

– Μην τσακώνεστε, γιατί θα γίνετε αναπόφευκτα αυτό στο οποίο μάχεστε. Η πολλή δύναμη οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα.

– Μάθετε να ακολουθείτε για να μπορέσετε να οδηγείτε.

– Αυτός που σας φωνάζει βρίσκεται σε συναισθηματική φόρτιση πράγμα που σημαίνει, ότι η συνείδηση του δεν λειτουργεί. Είναι αστείο να προσπαθείτε να μιλήσετε σε έναν άνθρωπο που δεν λειτουργεί το μυαλό του. Είναι το ίδιο πράγμα με το να μιλάς σε κάποιον που κοιμάται. Έχετε δει ποτέ κάποιον να φωνάζει σε άλλον άνθρωπο, όταν έχει καλή διάθεση;

– Αυτός που φωνάζει σε αντάλλαγμα μοιάζει με το να χτυπάς έναν άνθρωπο που πνίγεται με ένα κουπί. Αυτός ο άνθρωπος πνίγεται στον ίδιο του τον θυμό. Οπότε, δεν χρειάζεται βοήθεια σε αυτό.

– Τι κάνουμε, όταν αισθανόμαστε άσχημα; Κατηγορούμε, φωνάζουμε, κλαίμε. Γι’ αυτό όταν κάποιος μας φωνάζει στην πραγματικότητα το κάνει, επειδή αισθάνεται άσχημα.

– Ξέρετε πως μπορείτε να βάλετε ένα τέλος στις φωνές τους; Παραμείνετε σιωπηλοί και αφήστε τους να σιγοβράζουν. Μην δίνετε σημασία στις λέξεις τους, γιατί είναι απλά ο πόνος τους. Και πως να κρατήσετε ένα καθαρό πρόσωπο; Επαινώντας ψυχικά τον εαυτό σας! “Μα τι ταλέντο είμαι. Μπορώ να παραμείνω ψύχραιμος ακόμα και με αυτόν τον άνθρωπο!” Η απλή σιωπή έχει την επίδραση του κρύου νερού. Καθώς ο αντίπαλός σας φωνάζει, κοιτάξτε τον με προσοχή και ακούστε τον. Αφήστε τον να ηρεμήσει.

– Το να παραμένετε σιωπηλοί, όταν θέλετε πολύ να υποστηρίξετε την άποψή σας είναι δύσκολο έργο, αλλά είναι σίγουρο ότι αξίζει τον κόπο. Αν το καταφέρει ο ένας από τους δυο που εμπλέκονται σε έναν τσακωμό, τότε όλοι οι παρόντες αισθάνονται πιο ψύχραιμοι.

Η αγκαλιά εκφράζει όσα δεν μπορείς να πεις

Αγκαλιά. Κάτι τόσο απλό, τόσο καθημερινό, αλλά ταυτόχρονα τόσο πηγαίο, τόσο ρομαντικό μέσα στην λιτότητά του. Δυο χέρια μπορούν να κάνουν πολλά και ίσως το να αγκαλιάσουν είναι από τα πιο σημαντικά και σπουδαία, τα πιο ουσιαστικά.

Υπάρχουν στιγμές που η κίνηση αυτή είναι απαραίτητη για να συμπληρώσει ένα αληθινό συναίσθημα. Μέσα σ’ αυτή, ανακαλύπτεις έναν κόσμο αλλιώτικο, για δευτερόλεπτα απομονώνεσαι από την πολύβουη καθημερινότητα, είσαι απλά εκεί με την ανθρώπινη υπόστασή σου να λειτουργεί στο έπακρο, μόνο και μόνο γιατί κάνεις αυτό για το οποίο είσαι εκ φύσεως προορισμένος. Νιώθεις. Με όλα σου το είναι, την καρδιά, την ψυχή.

Πόσες φόρες μια αγκαλιά δεν εξέφρασε όσα εμείς δεν μπορέσαμε; Είναι αλήθεια, μπορεί να μιλήσει πιο πολύ από εμάς, να εκφράσει όλα εκείνα τα οποία εμείς κωλώσαμε να ομολογήσουμε όταν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Όταν εμείς, σαν κλειστοί τύποι, εγωιστές, φοβητσιάριδες απέναντι στο συναίσθημά μας, σιωπήσαμε, η αγκαλιά μας μπόρεσε να πει το «σ’ αγαπάω», το «σε θέλω», το «μου έλειψες», το «μη φύγεις», το «σ΄ ευχαριστώ», το «συγγνώμη».

Οι αγκαλιές επικοινωνούν με το δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Τα σώματα πλησιάζουν σαν δυο αντίθετοι πόλοι, τα χέρια ανοίγουν, η ψυχή αφήνεται, χαλαρώνει.

Και τότε είναι που ξεκινάει ο διάλογος των δύο σωμάτων. Το ένα αφηγείται και το άλλο ακούει προσεκτικά. Και όσο πιο δυνατά μιλάει μια αγκαλιά, τόσο πιο δυνατά και γρήγορα χτυπάει και η καρδιά του ακροατή. Είναι περίεργο πώς κάτι τόσο μικρό είναι ταυτόχρονα και τόσο μεγάλο, τόσο σημαντικό.

Και δε μιλάω για εκείνες τις άδειες αγκαλιές, τις ανούσιες που περνάνε αδιάφορες. Μιλάω για εκείνες που κάνουν την καρδιά να βλέπει καθαρά. Ξέρεις, αυτές που γίνονται σε σταθμούς τραίνων, σε λιμάνια, σε αεροδρόμια, εκείνες που έγιναν μετά από καβγάδες, που έγιναν όταν αυτά που ήθελες να πεις ήταν τόσα που δεν μπορούσες διαφορετικά να τα εκφράσεις.

Όπως και να το πεις αλλιώς, η αγκαλιά είναι πράξη, γι’ αυτό μένει. Ακόμη και όταν τα σώματα φύγουν, εκείνη θα είναι ακόμη πίσω, στο ίδιο σημείο καλοφτιαγμένη και σφιχτή. Έχει κλείσει μέσα της όλα όσα ειπώθηκαν, τις μυρωδιές των δυο ατόμων, τα βλέμματά τους, τα συναισθήματά τους. Και αυτό συμβαίνει γιατί η διαδικασία της είναι πολύπλοκη. Ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις, αφήνει αναμνήσεις οι οποίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αφή, την επαφή. Είναι η επικοινωνία του ψυχισμού, που για να γίνει σωστά και ολοκληρωμένα χρειάζεται την συσπείρωση όλων των υπολοίπων αισθήσεων.

Η επικοινωνία τελικά, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την ομιλία. Δυο σώματα, μπορούν να επικοινωνήσουν, να συζητήσουν με μια δική τους και μόνο διάλεκτο, με τη σαρκική επαφή, με ό,τι μια αγκαλιά προσφέρει. Η αγκαλιά έχει τη δική της γλώσσα, μια γλώσσα που δε χρειάζεται πτυχία και διδασκαλία για να τη μάθεις. Είναι τόσο απλή, η ικανότητα να την εκφράσεις κρύβεται μέσα σου. Απλά χρειάζεται ένα ιδιαίτερο ερέθισμα, το οποίο συνήθως είναι εσωτερικό και καθαρά προσωπικό.

Είναι γεγονός πως συνηθίζουμε πια να είμαστε πιο εσωστρεφείς και να μην ανοιγόμαστε γι’ αυτά που νιώθουμε. Έλα όμως που τελικά υπάρχει κάτι που μπορεί να μαρτυρήσει ό,τι κρύβεις ή αποφεύγεις να πεις. Η αγκαλιά είναι έκφραση με ένα τεράστιο λεξιλόγιο και χιλιάδες αποχρώσεις από συναισθήματα. Καταφέρνει να προφέρει αγάπη, ειλικρίνεια, φόβο, έρωτα, πάθος μέχρι και αγωνία, ειρωνεία, στεναχώρια. Είναι φάρμακο και λύτρωση, ανακούφιση, συναίνεση, επιβεβαίωση. Είναι τα κρυφά πάθη και τα μυστικά σου, οι ανησυχίες σου και οι φόβοι σου που θωρακίζονται μέσα σ’ ένα ζευγάρι χέρια.

Είναι λόγια ανείπωτα οι αγκαλιές, γι’ αυτό μην τις σπαταλάς, ούτε να τις περιφρονείς. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής, που συνήθως βλέπουν καλύτερα από τα κανονικά, σε φέρνουν σε κοινή πορεία με έναν πολύπλοκο ψυχισμό παρόμοιο με το δικό σου. Στην τελική, σε κάνουν περισσότερο άνθρωπο στο χάος που ζεις, σ’ εξευγενίζουν, σε ηρεμούν.

Η ζήλια που ο ύπουλος άνθρωπος νιώθει για τις αρετές των άλλων, γίνεται ανομολόγητος φθόνος που του «τρώει τα σωθικά»

Ο Καντ υποστηρίζει ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ύπουλο εχθρό και στον δηλωμένο εχθρό: ο πρώτος, κρυφός και κόλακας, είναι αποτρόπαιος αν συγκριθεί με τον δεύτερο, ακόμη και όταν η κακία του τελευταίου μπορεί να γίνει πολύ βίαιη. Γιατί μπορούμε να αμυνθούμε, εξηγεί ο φιλόσοφος, εναντίον της δηλωμένης εχθρότητας, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της ύπουλης συμπεριφοράς, η οποία, αν είχε γίνει καθολικός κανόνας, θα είχε εξαφανίσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήθως ήρεμος και ειρηνικός Καντ προτιμά απερίφραστα την «άγρια βία» της συμπεριφοράς του δηλωμένου εχθρού, από την ήρεμη και γλυκερή όψη του ύπουλου ανθρώπου. Στον τελευταίο, σημειώνει ο φιλόσοφος, έχει «στεγνώσει η πηγή του καλού».

Πώς όμως εξηγούνται ο ύπουλος άνθρωπος και η συμπεριφορά του; Ο Καντ υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι έχουμε δύο τρόπους για να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας: είτε να συγκριθούμε με την Ιδέα της τελειότητας είτε να συγκριθούμε με τον διπλανό μας. Το πρώτο κριτήριο, κάπως δύσκολο προφανώς στην εφαρμογή του, είναι το καλό· το δεύτερο είναι επικίνδυνο, γιατί αν διαλέξουμε έναν χειρότερο από μας είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα της σύγκρισης. Αλλά οι άνθρωποι είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε συνήθως «να φροντίζουμε να συγκρινόμαστε με τους χειρότερους παρά με τους καλύτερους, γιατί έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε εύκολα μια λαμπρή εικόνα του εαυτού μας».

Στην περίπτωση όμως που η ζωή μάς αναγκάζει να συγκριθούμε με ανθρώπους που οι αρετές τους ξεπερνούν εμφανώς τις δικές μας, έχουμε δύο τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη δυσάρεστη σύγκριση: είτε να επιχειρήσουμε να κατακτήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις τις αρετές που ζηλεύουμε στους άλλους είτε να επιχειρήσουμε να μειώσουμε τις αρετές αυτές. «Επειδή η δεύτερη μέθοδος είναι πιο βολική, οι άνθρωποι προτιμούν να μειώνουν την αξία των άλλων παρά να αυξάνουν τη δική τους». Βιρτουόζος στην άσκηση αυτής της μεθόδου είναι ακριβώς ο ύπουλος άνθρωπος, όχι όμως τόσο γιατί κρίνει τη μέθοδο βολική, αλλά γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να επιλέξει καμία άλλη. Πράγματι η ζήλια που νιώθουμε για τις αρετές των άλλων, νόμιμη σύμφωνα με τον Καντ γιατί είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, στον ύπουλο άνθρωπο, που γνωρίζει ότι δεν έχει το σθένος να αντέξει την ευθεία αναμέτρηση, γίνεται ανομολόγητος φθόνος που «τρώει τα σωθικά». Αυτός ο φθόνος ονομάζεται από τον φιλόσοφο διαβολικός, «στο μέτρο που είναι τόσο έντονα ανεπτυγμένος σε έναν άνθρωπο, ώστε να ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης φύσης».

Μόνο που η υπέρβαση, στην προκειμένη περίπτωση, γίνεται προς τα κάτω: ο διαβολικός φθόνος έχει κάτι το κτηνώδες, «κάτι που θυμίζει το αρπακτικό που κοιμάται μέσα μας και που δεν καταφέρνουμε να υποτάξουμε». Η πηγή αυτών των γνωρισμάτων μας είναι άγνωστη, ομολογεί ο Καντ, και δέχεται ότι υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης που δεν θεμελιώνονται πουθενά. Η μόνη διέξοδος είναι η αναλογία: «Ορισμένα ζώα έχουν την τάση να αρπάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους, ακόμη και όταν αυτό που άρπαξαν τους είναι εντελώς άχρηστο. Και όλα συμβαίνουν σαν να έχει διατηρηθεί στον άνθρωπο κάτι από αυτή την κτηνώδη φύση».

Ο Επίκουρος και το “μαγκανοπήγαδο της ευτυχίας”

Η κοινωνία μας είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπων που ζουν μ’ ένα τρόπο που ξεπερνά τις δυνατότητες και τα μέσα που διαθέτουν, θυσιάζουν την εσωτερική τους γαλήνη για χάρη της εικόνας που θέλουν να δώσουν προς τα έξω, προσπαθούν να αμβλύνουν την αίσθηση της επικείμενης απειλής με το να γίνονται αλκοολικοί, εργασιομανείς, μανιακοί της τηλεόρασης, ή υποκύπτουν σε κάποια άλλη μορφή εθισμού -έστω κι αν λένε πως «ξέρουν αυτοί τι κάνουν».

Τι μπορεί να ευθύνεται γι’ αυτή την ανακολουθία; Μήπως στην πραγματικότητα η ανθρώπινη φύση είναι ριζικά ελαττωματική;

Πρόσφατα, ο ψυχολόγος Donald Campbell ονόμασε το ατέρμονο κυνηγητό της ικανοποίησης «μαγκανοπήγαδο της ευτυχίας». Ο Steven Pinker επεξεργάστηκε το θέμα προσδίδοντάς του μια εξελικτική προοπτική:

Εκ πρώτης όψεως, η ευτυχία θα μπορούσε να φανεί σαν ένα δίκαιο επιδόρπιο της βιολογικής προσαρμοστικής καταλληλότητάς μας (ακριβέστερα, των καταστάσεων που οδηγούν στην προσαρμογή, μέσα στο περιβάλλον όπου εξελιχθήκαμε). Είμαστε ευτυχέστεροι όταν είμαστε υγιείς, χορτάτοι, καλοθρεμμένοι, άνετοι, ασφαλείς, γνώστες, ευυπόληπτοι, ζευγαρωμένοι, και αγαπητοί. Συγκρινόμενοι με τα αντίθετά τους, αυτοί οι επιδιωκόμενοι στόχοι συμβάλλουν στην αναπαραγωγή.

Η λειτουργία της ευτυχίας, καθώς φαίνεται, είναι να κινητοποιεί το νου, κάνοντας τον να αναζητεί τα κλειδιά της δαρβινικής προσαρμοστικής καταλληλότητας. Όταν είμαστε δυστυχείς, εργαζόμαστε για εκείνα που θα μας κάνουν ευτυχισμένους’ όταν είμαστε ευτυχείς, διατηρούμε το status quo.

Το πρόβλημα είναι: για τι βαθμό καταλληλότητας αξίζει ν’ αγωνιστούμε; Οι άνθρωποι της εποχής των παγετώνων θα έχαναν τον καιρό τους αν δυσφορούσαν επειδή τους έλειπαν οι θερμάστρες για κατασκήνωση, η πενικιλίνη και τα κυνηγετικά όπλα, ή αν πάσχιζαν ν’ αποκτήσουν αυτά, αντί για κατάλληλες σπηλιές και λόγχες. Ακόμη κι οι σύγχρονες τροφοσυλλεκτικές φυλές προσβλέπουν σε πολύ διαφορετικά πρότυπα, ανάλογα με τις εποχές και τους τόπους. Κι επειδή το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού, η επιδίωξη της ευτυχίας θα πρέπει να σταθμίζεται σύμφωνα με αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με εύλογη προσπάθεια στο συγκεκριμένο περιβάλλον.

Πώς γνωρίζουμε τι μπορεί να επιτευχθεί με εύλογη προσπάθεια; Μια καλή πηγή πληροφόρησης είναι τα επιτεύγματα των άλλων ανθρώπων. «Αν το ’χουν αυτοί, τότε μπορείς κι εσύ». Σ’ όλες τις εποχές, οι παρατηρητές της ανθρώπινης συνθήκης έχουν καταδείξει το μέγεθος της τραγωδίας: οι άνθρωποι είναι ευτυχείς όταν νιώθουν πως είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι οι γείτονές τους, και δυστυχείς όταν νιώθουν πως βρίσκονται σε χειρότερη θέση.

Η αρχή του οικονομικού σχετικισμού είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη και πανταχού παρούσα. Σήμερα λέμε πως «δεν πρέπει να υστερούμε συγκριτικά με το βιοτικό επίπεδο του γείτονα».

Μα και ο Λουκρήτιος, επίσης, είχε πολλά να πει για το φαινόμενο αυτό και το πώς εμφανίστηκε στη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων:

Αντλούσαν τις ηδονές τους ξοδεύοντας ελάχιστα, προπάντων όταν τους χαμογελούσε ο καιρός κι η εποχή κεντούσε την πράσινη χλόη με λουλούδια.

Το ’ριχναν τότε σε παιγνίδια και σε κουβέντες και σε γέλια φιλικά, γιατί τότε ήταν που η μούσα της υπαίθρου βρισκόταν σε μεγάλες δόξες’ όλο χαρά, στεφάνωναν τα κεφάλια και τους ώμους με άνθη και με φύλλα, και παρακινιόνταν έτσι σε λογής-λογής διασκεδάσεις και σ’ αδέξιους χορούς δίχως ρυθμό, καθώς βροντοχτυπούσαν τη γης με βαριά πόδια’ κι αυτό τους έδινε αφορμή για χαμόγελα και γέλια ασυγκράτητα — γιατί καινούργια ήσαν όλα τότε και θαυμαστά… Κι όταν ξαγρυπνούσαν, αυτή ήταν η παρηγοριά τους για το ξενύχτι, το να τραγουδούν μελωδίες με μεγάλη ποικιλία και παιχνίδισμα της φωνής, και να φυσούν στις άκρες των καλαμιών…

Ως και σήμερα ακόμα, σαν πέφτει η νύχτα, οι ξενύχτηδες κρατάνε τις παραδόσεις’ έχουνε μάθει καλύτερα να κρατούν όλους τους ρυθμούς, μα τούτο δεν τους δίνει πιο μεγάλη ευχαρίστηση από τη χαρά που ένιωθαν οι άξεστες εκείνες γενιές των δασών, τα τέκνα της γης.

Γιατί αυτό που κατέχουμε τώρα, αν προηγουμένως δεν έχουμε γνωρίσει κάτι άλλο πιο αγαπητό, το βλέπουμε σαν το καλύτερο δυνατό —ως τη στιγμή που θα βρεθεί κάτι καλύτερο, που αμέσως κάνει το παλιό να χάνει την αξία του, κι ό,τι νιώθαμε γι’ αυτό αλλάζει. Έτσι άρχισε η σιχαμάρα για τα βελανίδια, κι έτσι εγκαταλείφθηκαν τα στρώματα από χόρτα και φυλλωσιές’ κι έτσι έπεσε στην καταφρόνια το ντύσιμο με προβιές -αν και σκέφτομαι πως, όταν ανακαλύφθηκε η προβιά, θα προκάλεσε τέτοιο φθόνο εκείνος που την πρωτοφόρεσε, που σίγουρα θα βρήκε το θάνατο σε ενέδρα’ κι όμως, άγρια ξεσκισμένο και καταματωμένο απ’ τους φονιάδες, το ρούχο που κλέψαν μπορεί να ’χε γίνει πια άχρηστο γι’ αυτούς.

Τότε οι προβιές, τώρα το χρυσάφι κι οι πορφύρες τυραννούν με έγνοιες τη ζωή των ανθρώπων. Όμως και σ’ αυτό ακόμα, εμείς οι σημερινοί σφάλουμε περισσότερο: γιατί χωρίς τις προβιές, τα παιδιά της γης βασανίζονταν απ’ το κρύο’ ενώ εμάς διόλου δεν μας ενοχλεί το κρύο, αν μας λείπει ρούχο από πορφύρα δουλεμένο με χρυσάφι και πλούσια κεντήματα, αφού μπορεί να μας προστατέψει κι ένας ταπεινός μανδύας.

Έτσι λοιπόν το ανθρώπινο γένος μοχθεί πάντα μάταια και άσκοπα, και ξοδεύει τα χρόνια του σε μάταιες έγνοιες. Γιατί οι άνθρωποι δεν κατάλαβαν πως η ιδιοκτησία έχει το όριό της κι οτι η απόλαυσή της φτάνει μέχρις ενός σημείου. Κι η άγνοια αυτή μας παρέσυρε στ’ ανοιχτά και ξεσήκωσε απ’ το βυθό τα μεγάλα κύματα του πολέμου.

Έχουμε, λοιπόν, την τάση να ικανοποιούμαστε μ’ αυτό που διαθέτουμε – μέχρι τη στιγμή που θα παρουσιαστεί κάτι φαινομενικά καλύτερο. Γιατί, όπως ακριβώς τα νευρικά κύτταρα εύκολα προσαρμόζονται σ’ ένα σταθερό επίπεδο θερμότητας, οσμής, πίεσης, κλπ., σε σημείο που να μην αντιλαμβανόμαστε πια πως δεχόμαστε ερεθίσματα, έτσι και ο νους γενικά προσαρμόζεται σ’ ένα τρόπο ζωής, τόσο που η καθημερινή μας εμπειρία να φαίνεται «φυσιολογική».

Όταν συμβαίνει να παρουσιαστεί η βελτιωμένη ή πιο γοητευτική έκδοση κάποιου πράγματος, τότε διεγείρεται το ενδιαφέρον κι η επιθυμία μας για τούτο το απρόσμενο καινούριο φρούτο που μας συναρπάζει. Κι όταν δεν επαρκούν τα μέσα που διαθέτουμε ώστε να το αποκτήσουμε, τότε γεννιέται ο φθόνος.

Γιατί η μοίρα που έχει δοθεί στον καθένα συναρμόζεται και συναρμόζε

Να προσπαθείς ν’ αποφεύγεις το άσκοπο και το μάταιο στον ειρμό των παραστάσεων που γεννά ο νους, και πολύ περισσότερο την κακοήθεια και την περιέργεια. Να συνηθίσεις να συλλογιέσαι εκείνα μόνο, για τα οποία αν κάποιος σε ρωτούσε, «Τι σκέφτεσαι τώρα;», εσύ θ’ απαντούσες αμέσως και με ειλικρίνεια, «Το και το» – έτσι που να φανερώνεται ευθύς ότι οι σκέψεις σου όλες ήταν απλές και καλοπροαίρετες, σκέψεις που χαρακτηρίζουν ένα κοινωνικό ον που αδιαφορεί για τις ηδονικές και για όλο το φάσμα των απολαυστικών παραστάσεων, τον ανταγωνισμό, το φθόνο και την καχυποψία, και καθετί άλλο που θα σ’ έκανε να κοκκινίσεις από ντροπή αν το περιέγραφες.

Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, αποφασισμένος εδώ και τώρα να καταλέγεται μεταξύ των άριστων, είναι κάτι σαν ιερέας και βοηθός των θεών καθώς χρησιμοποιεί τη δύναμη εντός του που τον καθιστά αγνό από ηδονές, άτρωτο από κάθε πόνο, ανέγγιχτο από κάθε ύβριν, ανεπηρέαστο από κάθε μοχθηρία, αθλητή του μέγιστου αγωνίσματος: να μη νικηθεί από κανένα πάθος, να ‘ναι κατάβαθα διαποτισμένος από τη δικαιοσύνη, να ασπάζεται ολόψυχα ό, τι συμβαίνει και ό, τι του είναι γραμμένο, και να μη βάζει με το νου του συχνά και δίχως να τον υποχρεώνει το κοινωνικό συμφέρον, τι λέει ο άλλος και τι κάνει και τι σκέφτεται. Γιατί καταγίνεται μόνο με ό, τι αφορά στα δικά του καθήκοντα, και από το σύνολο των πραγμάτων συλλογιέται όσα είναι συνυφασμένα με τον ίδιο` και στην πρώτη περίπτωση η προσφορά του είναι άξια, ενώ για τα δεύτερα πιστεύει ότι είναι καλά. Γιατί η μοίρα που έχει δοθεί στον καθένα συναρμόζεται και συναρμόζει.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Ναι, γεννήθηκα από εσένα, αλλά σίγουρα δεν ανήκω σε εσένα

Όταν ο Βούδας επέστρεψε στο χωριό του, όλο το χωριό πήγε να τον καλωσορίσει. Πήγε και ο πατέρας του, καθώς ο γιος του γύρισε μετά από δώδεκα χρόνια. Όλο το χωριό είχε πάει να καλωσορίσει τον Βούδα, αλλά ο πατέρας του είχε πάει για να εκφράσει την οργή του. Ο πατέρας του είχε την αυταπάτη ότι ο Βούδας ήταν γιος του, είχε γεννηθεί μέσα από εκείνον, αλλά το έσκασε χωρίς να τον ενημερώσει.

Όταν έφτασε εκεί, το πρώτο πράγμα που είπε στον Βούδα ήταν: «Οι πόρτες μου είναι ακόμα ανοιχτές. Αν είσαι έτοιμος να ζητήσεις συγγνώμη και να γυρίσεις σπίτι, μπορώ να σε συγχωρέσω αμέσως τώρα. Και η καρδιά μου ματώνει που σε βλέπω να ζητιανεύεις. Στην κοινότητά μας, στην οικογένειά μας, κανείς δεν έχει ζητιανέψει ποτέ για φαγητό. Όταν βλέπω ένα σκεύος επαιτείας στα χέρια σου, όλο μου το είναι σφαδάζει από πόνο. Είσαι πρίγκιπας και δεν χρειάζεται να ζητιανεύεις. Δεν έχει συμβεί ποτέ στην οικογένειά μας».

Ξέρετε τι είπε ο Βούδας; Ο Βούδας είπε: «Κάνεις λάθος. Σίγουρα έχω έρθει μέσα από εσένα, αλλά δεν ανήκω στη οικογένειά σου. Ήσουν σαν ένα σταυροδρόμι από το οποίο πέρασα. Αλλά, εδώ και καιρό, το ταξίδι μου βρίσκεται σε διαφορετική πορεία. Παρόλο που γεννήθηκα μέσα από εσένα, δεν ανήκω σε εσένα. Κανείς δεν έχει ζητιανέψει ποτέ για φαγητό στη δική σου οικογένεια από όσο ξέρω, αλλά στη δική μου οικογένεια ένα άτομο πάντα ζητιάνευε για φαγητό. Από όσο μπορώ να θυμηθώ, εγώ πάντα ζητιάνευα για φαγητό. Ναι, γεννήθηκα από εσένα, αλλά σίγουρα δεν ανήκω σε εσένα».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΩΝ

ΔΗΜ 16.27–32

(ΔΗΜ 16. Πίστις §6–31) Αξιώσεις των Αθηναίων απέναντι στους Αρκάδες και τους Λακεδαιμονίους – Ἐπίλογος (§32): Το συμφέρον επιβάλλει τη βοήθεια προς τους Μεγαλοπολίτες


[27] Λέγουσι τοίνυν οἱ μάλιστα δοκοῦντες δίκαια λέγειν ὡς
δεῖ τὰς στήλας καθελεῖν αὐτοὺς τὰς πρὸς Θηβαίους, εἴπερ
ἡμέτεροι βεβαίως ἔσονται σύμμαχοι. οἱ δέ φασι μὲν αὑτοῖς
οὐ[κ εἶναι] στήλας, ἀλλὰ τὸ συμφέρον εἶναι τὸ ποιοῦν τὴν
φιλίαν, τοὺς δὲ βοηθοῦντας ἑαυτοῖς, τούτους νομίζειν εἶναι
συμμάχους. ἐγὼ δ’, εἰ τὰ μάλιστ’ εἰσὶ τοιοῦτοι, ὡδί πως
ἔχω. φημὶ δεῖν ἅμα τούτους ἀξιοῦν καθαιρεῖν τὰς στήλας
καὶ Λακεδαιμονίους ἄγειν εἰρήνην, ἐὰν δὲ μὴ ’θέλωσι ποιεῖν
ὁπότεροι ταῦτα, τότ’ ἤδη μετὰ τῶν ἐθελόντων ἡμᾶς γίγνεσθαι.
[28] εἴτε γὰρ εἰρήνης γιγνομένης αὐτοῖς οἱ Μεγαλοπολῖται τῆς
Θηβαίων συμμαχίας ἕξονται, φανεροὶ πᾶσιν ἔσονται τὴν
πλεονεξίαν τὴν Θηβαίων, οὐ τὸ δίκαιον αἱρούμενοι· εἴτε
συμμάχους ἡμᾶς ἀδόλως τῶν Μεγαλοπολιτῶν ποιουμένων μὴ
’θελήσουσιν ἄγειν εἰρήνην οἱ Λακεδαιμόνιοι, δῆλοι δήπου
πᾶσιν ἔσονται, οὐχ ἵνα Θεσπιαὶ κατοικισθῶσι ποιούμενοι τὴν
σπουδήν, ἀλλ’ ἵνα τοῦ πολέμου περιεστηκότος Θηβαίοις τὴν
Πελοπόννησον ὑφ’ αὑτοῖς ποιήσωνται. [29] θαυμάζω δ’ ἐνίων,
εἰ τὸ μὲν Θηβαίων συμμάχους εἶναι τοὺς Λακεδαιμονίων
ἐχθροὺς φοβοῦνται, εἰ δὲ καταστρέψονται Λακεδαιμόνιοι
τούτους, μηδὲν ἡγοῦνται φοβερόν, καὶ ταῦτ’ ἔργῳ πεῖραν
ἡμῖν δεδωκότος τοῦ χρόνου ὅτι Θηβαῖοι μὲν τούτοις συμ-
μάχοις ἐπὶ Λακεδαιμονίους ἀεὶ χρῶνται, Λακεδαιμόνιοι δ’ ὅτ’
εἶχον αὐτούς, ἐφ’ ἡμᾶς ἐχρῶντο.

[30] Οἶμαι τοίνυν ἔγωγε κἀκεῖν’ ἐνθυμεῖσθαι δεῖν, ὅτι μὴ
προσδεξαμένων μὲν ὑμῶν τοὺς Μεγαλοπολίτας, ἐὰν μὲν
ἀναιρεθῶσι καὶ διοικισθῶσιν, ἰσχυροῖς Λακεδαιμονίοις ἔστιν
εὐθὺς εἶναι, ἐὰν δὲ σωθῶσιν ἄρα, ὡς ἤδη τι καὶ παρ’ ἐλπίδας
ἐξέβη, βέβαιοι σύμμαχοι Θηβαίων δικαίως ἔσονται· ἂν δὲ
προσδέξησθε, τούτοις μὲν ὑπάρξει ἤδη σωθῆναι δι’ ὑμᾶς, τὸ
δὲ συμβησόμενον, τὸν τοῦ κινδύνου λογισμὸν μετενεγκόντες,
σκοπῶμεν ἐπὶ Θηβαίων καὶ Λακεδαιμονίων. [31] ἂν μὲν τοίνυν
καταπολεμηθῶσιν οἱ Θηβαῖοι, ὥσπερ αὐτοὺς δεῖ, οὐκ ἔσον-
ται μείζους τοῦ δέοντος οἱ Λακεδαιμόνιοι, τούτους ἔχοντες
ἀντιπάλους τοὺς Ἀρκάδας ἐγγὺς οἰκοῦντας· ἂν δ’ ἀνενέγκω-
σιν ἄρ’ οἱ Θηβαῖοι καὶ σωθῶσιν, ἀλλ’ οὖν ἀσθενέστεροί γ’
ἔσονται, ἡμῖν συμμάχων γεγενημένων τῶνδε καὶ δι’ ἡμᾶς
σεσωμένων. ὥστε πανταχῇ συμφέρει μήτε προέσθαι τοὺς
Ἀρκάδας μήτε δι’ αὑτούς, ἂν ἄρα σωθῶσι, περιγεγονέναι
δοκεῖν, μηδὲ δι’ ἄλλους τινάς, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς.

[32] Ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὰ τοὺς θεοὺς οὔτε
φιλῶν οὐδετέρους οὔτε μισῶν ἰδίᾳ εἴρηκα, ἀλλ’ ἃ νομίζω
συμφέρειν ὑμῖν· καὶ παραινῶ μὴ προέσθαι Μεγαλοπολίτας,
μηδ’ ἄλλον ἁπλῶς μηδένα τῶν ἐλαττόνων τῷ μείζονι.

***
[27] Λέγουν λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι φαίνονται ότι κατ' εξοχήν λέγουν δίκαια, ότι πρέπει να καταστρέψουν οι Μεγαλοπολίται τας στήλας, εις τας οποίας έχει γραφή η συμμαχία των με τους Θηβαίους, αφού βέβαια θα γίνουν σύμμαχοί μας. Ούτοι δε διισχυρίζονται, ότι στήλας μεν δεν έχουν, αλλ' ότι το συμφέρον είναι εκείνο που κάμνει την φιλίαν, νομίζουν δε ότι είναι σύμμαχοί των όσοι τους βοηθούν. Εγώ δε, αν αυτή είναι κατ' εξοχήν η γνώμη των, ιδού τι φρονώ. Λέγω ότι πρέπει συγχρόνως ούτοι να αξιούν να καταστραφούν αι στήλαι και οι Λακεδαιμόνιοι να διάγουν εν ειρήνη, εάν δε δεν θέλουν ή ο είς ή ο άλλος να κάμνουν ταύτα, τότε πλέον να ταχθώμεν με το μέρος εκείνων οι οποίοι δέχονται ταύτα. [28] Διότι, εάν οι Μεγαλοπολίται μείνουν σταθεροί εις την συμμαχίαν των Θηβαίων, αφού θα είναι εξησφαλισμένοι δια της ειρήνης, θα είναι φανερόν ότι προτιμούν να υποστηρίξουν τας διεκδικήσεις των Θηβαίων και όχι το δίκαιον· εάν πάλιν, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θελήσουν να διάγουν εν ειρήνη αφού ημείς θα κάμωμεν νομίμως τους Μεγαλοπολίτας συμμάχους, τότε θα γίνουν βέβαια εις όλους ολοφάνεροι, ότι δεν φροντίζουν μόνον δια να οικισθούν αι Θεσπιαί, αλλά διά να υποταξουν υπό την αρχήν των όλην την Πελοπόννησον, αφού ο πόλεμος περικυκλώση ολόγυρα τους Θηβαίους. [29] Παραξενεύομαι δε με μερικούς, διότι φοβούνται μεν το να γίνουν οι εχθροί των Λακεδαιμονίων σύμμαχοι των Θηβαίων, ουδόλως δε φοβούνται, εάν υποτάξουν τούτους οι Λακεδαιμόνιοι και ταύτα αφού η πείρα του παρελθόντος μάς εδίδαξεν, ότι οι Θηβαίοι τούτους μεν πάντοτε μεταχειρίζονται ως συμμάχους εναντίον των Λακεδαιμονίων, οι Λακεδαιμόνιοι δε, ότε είχον αυτούς, εναντίον μας τους μετεχειρίζοντο.

[30] Νομίζω λοιπόν εγώ βέβαια, ότι ταύτα πρέπει να έχωμεν εις τον νουν μας, ότι αν μεν σεις δεν δεχθήτε ως συμμάχους τους Μεγαλοπολίτας, εάν μεν καταστραφούν και διασκορπισθούν, τούτο θα σημάνη την άμεσον επανόρθωσιν της δυνάμεως των Λακεδαιμονίων, εάν δε κατά τύχην οι ίδιοι οι Μεγαλοπολίται σωθούν, διότι μέχρι τούδε πολλά έχουν συμβή παρά τας ελπίδας των ανθρώπων, ασφαλείς σύμμαχοι των Θηβαίων δικαίως θα είναι· αν δε τους δεχθήτε ως συμμάχους, θα δυνηθούν μεν να σωθούν εξ αιτίας σας, το αποτέλεσμα δε ας εξετάσωμεν εν σχέσει με τους Θηβαίους και Λακεδαιμονίους, μεταβαλόντες άποψιν εξετάσεως του ζητήματος. [31] Αν μεν λοιπόν καταπολεμηθούν οι Θηβαίοι, όπως πρέπει, δεν θα γίνουν μεγαλύτεροι από ό,τι πρέπει οι Λακεδαιμόνιοι, έχοντες ως αντιπάλους τούτους τους Αρκάδας κατοικούντας πλησίον· αν δε κατά τύχην οι Θηβαίοι αναλάβουν τας δυνάμεις των και σωθούν, πάντως όμως θα είναι ασθενέστεροι, αφού θα έχουν γίνει σύμμαχοί μας οι Αρκάδες ούτοι και θα έχουν σωθή εξ αιτίας μας· ώστε κατά πάντα τρόπον συμφέρει μήτε να εγκαταλείψωμεν τους Αρκάδας, μήτε να νομίζουν, αν σωθούν, ότι εσώθησαν εξ αιτίας των ούτε εξ αιτίας άλλων τινών, αλλ' εξ αιτίας σάς των ιδίων.

[32] Εγώ μεν λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, μά τους θεούς, μη αγαπών μήτε τον ένα μήτε τον άλλον μήτε ορμώμενος από προσωπικόν μίσος έχω ομιλήσει, αλλ' έχω είπει όσα νομίζω συμφέροντα εις σας· και σας προτρέπω να μη εγκαταλείψετε τους Μεγαλοπολίτας μηδέ άλλον κανένα γενικώς των ασθενεστέρων εις την διάκρισιν του ισχυροτέρου.