Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (546-573)

[ΓΕ.] τί τὸ κακόν; οἴει χεῖρας ἑξήκοντά με,
ἄνθρωπ᾽, ἔχειν; τοὺς ἄνθρακάς σοι ζωπυρῶ
[. . .]μαι, φέρω πλύνω κατατέμνω σπλάγχν᾽ ἅμα
μάττω περιφέρω τὰ [κεράμια, νὴ το]υτονί,
550ὑπὸ τοῦ καπνοῦ τυφλὸς [γεγονὼ]ς τούτοις ὅλος.
ἄγειν δοκῶ μοι τὴν ἑορτήν. ΣΩ. παῖ Γέτα.
ΓΕ. ἐμὲ τίς; (ΣΩ.) ἐγώ. (ΓΕ.) σὺ δ᾽ εἶ τίς; (ΣΩ.) οὐχ ὁρᾷς; (ΓΕ.) ὁρῶ·
τρόφιμος. (ΣΩ.) τί ποιεῖτ᾽ ἐνθάδ᾽, εἰπέ μοι; (ΓΕ.) τί γάρ;
τεθύκαμεν ἄρτι καὶ παρασκευάζομεν
555ἄριστον ὑμῖν. (ΣΩ.) ἐνθάδ᾽ ἡ μήτηρ; (ΓΕ.) πάλαι.
(ΣΩ.) ὁ πατὴρ δέ; (ΓΕ.) προσδοκῶμεν. ἀλλὰ πάραγε σύ.
(ΣΩ.) μικρὸν διαδραμών ‹γ᾽›. ἐνθαδὶ τρόπον τινὰ
γέγον᾽ οὐκ ἄκαιρος ἡ θυσία· παραλήψομαι
τὸ μειράκιον τουτὶ γάρ, ἐλθὼν ὡς ἔχω,
560καὶ τὸν θεράποντ᾽ αὐτοῦ· κεκοινωνηκότες
ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ χρησιμώτεροι
ἡμῖν ἔσονται σύμμαχοι πρὸς τὸν γάμον.
(ΓΕ.) τί φῄς; ἐπ᾽ ἄριστόν τινας παραλαμβάνειν
μέλλεις πορευθείς; ἕνεκ᾽ ἐμοῦ τρισχίλιοι
565γένοισθ᾽· ἐγὼ μὲν γὰρ πάλαι τοῦτ᾽ οἶδ᾽, ὅτι
οὐ γεύσομ᾽ οὐδενός· πόθεν γάρ; συνάγετε
πάντας. καλὸν γὰρ τεθύκαθ᾽ ἱερεῖον, πάνυ
ἄξιον ἰδεῖν. ἀλλὰ ‹τὰ› γύναια ταῦτά μοι
(ἔχει γὰρ ἀστείως) μεταδοίη γ᾽ ἄν τινος;
570οὐδ᾽ ἄν, μὰ τὴν Δήμητρ᾽, ἁλὸς πικροῦ. (ΣΩ.) καλῶς
ἔσται, Γέτα, τὸ τήμερον — μαντεύσομαι
τοῦτ᾽ αὐτός, ὦ Πάν· ἀλλὰ μὴν προσεύχομαι
ἀεὶ παριών σοι — καὶ φιλανθρωπεύσομαι.

***
ΓΕΤ. Τί φρίκη! Εξήντα χέρια πρέπει να ᾽χω·
αυτό καταλαβαίνω. Εγώ για σένα
τα κάρβουνα συμπάω, μωρέ άνθρωπέ μου,
αλευρώνω, τα εντόσθια κομματιάζω,
ζυμώνω, κουβαλώ το ᾽να και τ᾽ άλλο,
550κι απ᾽ τον καπνό στραβός, παλεύω μόνος·
της γιορτής το γαϊδούρι εγώ ειμαι, λέω.
ΣΩΣ. Ε Γέτα! ΓΕΤ. Εμένα κράζουνε; Ποιός είναι;
ΣΩΣ. Εγώ. ΓΕΤ. Ποιός δηλαδή; ΣΩΣ. Δε βλέπεις;
ΓΕΤ. (τρίβοντας τα μάτια του) Βλέπω·
είσαι ο μικρός μου αφέντης. ΣΩΣ. Μα, γιά πες μου,
τί κάνετε εδώ πέρα; ΓΕΤ. Έχουμε κάμει
τώρα δα τη θυσία, και το τραπέζι
τοιμάζουμε για σας. ΣΩΣ. Η μάνα εδώ ᾽ναι;
ΓΕΤ. Από ώρα. ΣΩΣ. Κι ο πατέρας; ΓΕΤ. Όπου να ᾽ναι,
θά ᾽ρθει κι αυτός. Λοιπόν κι εσύ έλα μέσα.
ΣΩΣ. Θα κάμω πρώτα μια μικρή βολτίτσα.
Μπορεί να μού ᾽βγει σε καλό η θυσία·
θα πάω έτσι όπως είμαι να καλέσω
τ᾽ αγόρι εδώ από δίπλα στη θυσία,
560μαζί του και το δούλο του· σα λάβουν
μέρος στην τελετή, βοηθοί μου θα είναι
πιο θερμοί στο να πάρω το κορίτσι.
ΓΕΤ. Τί λες; Θα φέρεις κόσμο στο τραπέζι;
Δεν πάτε να είστε, λέω, και τρεις χιλιάδες;
Έτσι κι αλλιώς εγώ —καλά το ξέρω—
ούτε μπουκιά στο στόμα δε θα βάλω.
Πού να βρεθεί; Μαζέψτε όλο τον κόσμο·
έχετε δα προσφέρει για θυσία
ένα σφαχτό πανέμορφο στην όψη.
Αλλά οι κυράδες —τί χαριτωμένες!—
θα δώσουνε μερίδιο και σ᾽ εμένα;
570Μπα, μά τη Δήμητρα, ούτε λίγο αλάτι.
ΣΩΣ. Καλά θα πάνε σήμερα όλα, Γέτα.
Γυρίζει κατά το ιερό.
Μάντης σ᾽ αυτό θα γίνω, ω Πάνα, ο ίδιος·
σε προσκυνώ δα πάντα όταν περνάω,
και θα ᾽μαστε έτσι πάντα αγαπημένοι.
Φεύγει κατά το σπίτι του Γοργία· από του Κνήμωνα
βγαίνει η Σιμίκη, αλαλιασμένη.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής με άλλες γλώσσες

9.8 Για να συγκεφαλαιώσουμε

Ο γλωσσικός δανεισμός είναι γέννημα της ιστορίας - των επαφών δηλαδή ανάμεσα στους λαούς.

Ο δανεισμός δεν «χαλάει» τη γλώσσα. Τα δάνεια πάντα γίνονται κομμάτι της γλώσσας που τα «εισάγει».

Σε ορισμένες περιπτώσεις η γλωσσική επαφή μπορεί να σημάνει τη διαδικασία της μετακίνησης των ομιλητών από τη μητρική τους γλώσσα σε μια άλλη.

Η αρχαία Ελληνική γλώσσα δανείστηκε από άλλες γλώσσες και δάνεισε σε άλλες γλώσσες. Σε αρκετές περιπτώσεις η επαφή με την Ελληνική γλώσσα οδήγησε ομιλητές άλλων γλωσσών στην εγκατάλειψη της μητρικής τους γλώσσας - στον εξελληνισμό τους.

Η σημαντικότερη γλωσσική επαφή της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ήταν η συνάντησή της με τη λατινική. Αυτή η συνάντηση άφησε και τα περισσότερα «ίχνη».

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.4. Η απελευθέρωση των Ελλήνων

Την εποχή του Συμμαχικού Πολέμου οι Έλληνες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι η συμφωνία της Ναυπάκτου θα ήταν η τελευταία που πραγματοποιούσαν χωρίς την εμπλοκή των Ρωμαίων. Αυτό που καταλάβαιναν οι περισσότεροι ήταν ότι χρειάζονταν συμμάχους για να επιλύσουν τα χρόνια προβλήματά τους. Εφόσον οι Μακεδόνες είχαν στραφεί προς τους Καρχηδόνιους, οι εχθροί των Μακεδόνων στράφηκαν προς τη Ρώμη. Όταν μάλιστα κατέρρευσε η Καρχηδόνα, η Ρώμη παρέμεινε η μοναδική δύναμη που ήταν σε θέση να συνδράμει τους Έλληνες συμμάχους της - αλλά και να κατακτήσει τον ελληνικό κόσμο.

Ο Πολύβιος πίστεψε ότι η δύναμη της Ρώμης βρισκόταν στο πολίτευμά της. Διέκοψε έτσι τη ροή της αφήγησής του για να το αναλύσει και να το επαινέσει. Ένα ολόκληρο βιβλίο της ιστορίας του το αφιέρωσε στον σκοπό αυτό. Προφανώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που σχημάτισε αυτή τη γνώμη. Μια επιγραφή του 215 που έχει διασωθεί βεβαιώνει ότι ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' ήταν επίσης καλά ενημερωμένος και εντυπωσιασμένος από τις αρετές του ρωμαϊκού πολιτεύματος. Συμβούλευε τους Λαρισαίους να προσφέρουν χωρίς φειδώ τα πολιτικά δικαιώματα, για να δυναμώσει η πόλη τους και να μην καταντά χέρσα η γη: όπως έκαναν οι Ρωμαίοι, που απένειμαν την ιδιότητα του πολίτη ακόμη και στους δούλους τους όταν τους απελευθέρωναν.

Το ρωμαϊκό πολίτευμα ονομαζόταν res publica και μεταφράζεται στα ελληνικά Δημοκρατία (το κεφαλαίο γράμμα επιτρέπει τη διάκριση από τις ελληνικές δημοκρατίες), μολονότι ο ορθός ελληνικός όρος θα ήταν Πολιτεία. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, που το μελέτησε, δεν ήταν εξ ολοκλήρου ούτε αριστοκρατικό ούτε δημοκρατικό, ούτε μοναρχικό. Οι δύο ὕπατοι (consules) ενεργούσαν ως μονάρχες. Όταν δεν απουσίαζαν σε εκστρατεία, είχαν το δικαίωμα να προβαίνουν σε οποιαδήποτε δημόσια ενέργεια. Συγκαλούσαν τις εξαιρετικά επείγουσες συσκέψεις και φρόντιζαν για την εκτέλεση των αποφάσεων. Συγκαλούσαν επίσης την Εκκλησία του Δήμου, ζητώντας επικύρωση για όσα θέματα απαιτούνταν η συγκατάθεση του λαού. Για τις πολεμικές προετοιμασίες είχαν σχεδόν απόλυτη εξουσία. Η Σύγκλητος (την οποία ορισμένοι Έλληνες αποκαλούσαν Γερουσία), το ανώτατο πολιτικό όργανο διοίκησης, ήταν ένα σώμα αριστοκρατικό. Είχε την κυριότητα του ταμείου, ώστε καμία σημαντική δαπάνη δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συναίνεσή της. Δεχόταν τις ξένες πρεσβείες και έστελνε πρεσβείες σε άλλους λαούς, διαμεσολαβώντας ή ανακοινώνοντας την κήρυξη πολέμου. Τα δικαιώματα του λαού θύμιζαν δημοκρατία. Όλα τα αξιώματα απονέμονταν από τον λαό, και όλες οι ποινές, ιδιαιτέρως η θανατική, επιβάλλονταν από τον λαό. Ο λαός ήλεγχε τους νόμους και, το σπουδαιότερο, αποφάσιζε για τον πόλεμο ή την ειρήνη και επικύρωνε τις συμμαχίες. Ακόμη και οι ύπατοι, όταν παρέδιδαν την εξουσία, λογοδοτούσαν στον λαό για τα έργα τους.

Γύρω από τις προθέσεις και τους στόχους της Ρώμης άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση. Πολλοί έσπευσαν να ισχυριστούν ότι η Ρώμη ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ασφάλειά της και ότι χάραζε την πολιτική της στην ανατολική Μεσόγειο βήμα προς βήμα, καθώς εξελίσσονταν τα δεδομένα, χωρίς σχέδιο. Άλλοι είχαν τη βεβαιότητα ότι η Ρώμη ήταν από τη φύση της επιθετική και επεκτατική: δεν θα σταματούσε πριν κατακτήσει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο. Το σίγουρο ήταν ότι η Ρώμη είχε μάθει να ζει πολεμώντας και ότι ο πόλεμος, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές, τη συντηρούσε τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Μόλις αποδεσμεύτηκε από τον Αννίβα, στράφηκε προς την ανατολική Μεσόγειο με αποφασιστικότητα, συνέπεια και διορατικότητα.

Το 204 πέθανε ο Πτολεμαίος Δ', αφήνοντας το βασίλειό του στον πεντάχρονο γιο του, τον Πτολεμαίο Ε', που επονομάστηκε Επιφανής (204-180). Ο Αντίοχος Γ' και ο Φίλιππος Ε' αντιλήφθηκαν ότι τη διοίκηση της Αιγύπτου είχαν αναλάβει ιδιοτελείς και ανίκανοι σύμβουλοι. Σύμφωνα με μια φήμη που κυκλοφορούσε επίμονα, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και συμμάχησαν μυστικά, με βασικό στόχο να μοιραστούν μεταξύ τους το αδύναμο πτολεμαϊκό βασίλειο. Η ενδεχόμενη επιτυχία του σχεδίου τους θα ανέτρεπε ριζικά τις ισορροπίες και θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο την Αίγυπτο, αλλά επίσης τις πόλεις και τα έθνη που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Οι αντιδράσεις ήταν έτσι άμεσες και αλυσιδωτές.

Έχοντας εδραιώσει τη θέση του στις ανατολικές σατραπείες, ο Αντίοχος ξεκίνησε το 202 τον Ε' Συριακό Πόλεμο, επιτυγχάνοντας αυτή τη φορά να προσαρτήσει την Κοίλη Συρία και την Παλαιστίνη στο βασίλειό του. Επρόκειτο για μια επιτυχία με στρατηγικά και οικονομικά οφέλη, την οποία οι Σελευκίδες ανέμεναν έναν αιώνα. Ο Αντίοχος πάντως δεν φαίνεται να έδωσε μεγάλη σημασία σε μια λεπτομέρεια. Στη χώρα που είχε κατακτήσει κατοικούσαν οι Ιουδαίοι με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Είχαν απολέσει την πολιτική τους ανεξαρτησία από αιώνες, αλλά διατηρούσαν τη θρησκεία τους που τους έδινε δύναμη και συνοχή. Ζώντας ειρηνικά στο πλαίσιο του πτολεμαϊκού βασιλείου, μετακινούνταν εύκολα από την Παλαιστίνη στην Αίγυπτο και πολλοί είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, συγκροτώντας μια πολυπληθή και δυναμική εθνική ομάδα. Καθώς όμως οι Σελευκίδες πολεμούσαν με τους Πτολεμαίους για την κατοχή της Παλαιστίνης, οι Ιουδαίοι βρέθηκαν παγιδευμένοι σε μια αναμέτρηση που τους αφάνιζε χωρίς να τους αφορά: οὐδὲν ἀπέλειπον χειμαζομένης νεὼς καὶ πονουμένης ὑπὸ τοῦ κλύδωνος («έμοιαζαν σαν καράβι μέσα στην τρικυμία») γράφει ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος. Παρόμοια θα αισθάνονταν πολλοί άλλοι λαοί που δεν ανέδειξαν έναν ικανό ιστορικό να αφηγηθεί τα πάθη τους.

Μεγαλύτερη προσοχή ήταν υποχρεωμένος να δώσει ο Αντίοχος στο νέο βασίλειο των Πάρθων, που είχε ιδρυθεί εκείνη την εποχή στα υψίπεδα του Ιράν, εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν η καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η βασιλική δυναστεία των Αρσακιδών ισχυρίστηκε αργότερα ότι καταγόταν από τους Αχαιμενίδες, την εξουσία των οποίων είχε καταλύσει ο Αλέξανδρος.

Ο Φίλιππος, που πολεμούσε στο βόρειο Αιγαίο, κινήθηκε προς τον νότο. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η κατάκτηση της Σάμου. Κύριοι αντίπαλοί του στη θάλασσα αναδείχθηκαν η Ρόδος και το Πέργαμο. Το Πέργαμο ήταν ένα νέο βασίλειο που δημιουργήθηκε στη Μικρά Ασία μετά τον θάνατο του Λυσιμάχου και του Σέλευκου Α'. Ισχυροποιήθηκε από τον Άτταλο Α' (241-197), που αναγορεύτηκε το 238 βασιλιάς και διεύρυνε τα σύνορα της επικράτειάς του. Ο Άτταλος αντιμετώπισε νικηφόρα τους Γαλάτες επιδρομείς και εκμεταλλεύτηκε τις δυσκολίες των Σελευκιδών. Η αντιμακεδονική του πολιτική τον έφερε σε συνεργασία με τους Αιτωλούς. Καθώς οι συγκρούσεις με τον Φίλιππο βρίσκονταν σε εξέλιξη, κατάφερε να κερδίσει και την εύνοια των Αθηναίων προσφέροντάς τους μεγάλες ευεργεσίες.

Οι Αθηναίοι είχαν κάνει το λάθος να καταδικάσουν σε θάνατο δύο Ακαρνάνες που πήραν μέρος αμύητοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι Ακαρνάνες ήταν σύμμαχοι των Μακεδόνων, τους οποίους κανένας στην Αθήνα δεν ήθελε να προκαλέσει. Αλλά τα σοβαρά θρησκευτικά ζητήματα δεν επέτρεπαν μεγάλη πολιτική ευελιξία. Η αναμέτρηση με τον Φίλιππο άρχισε έτσι σχεδόν αμέσως. Καθώς λοιπόν οι Μακεδόνες λεηλατούσαν την Αττική, οι Αθηναίοι υποδέχονταν στην πόλη τον Άτταλο και πρέσβεις από τη Ρόδο και τη Ρώμη. Η προσχώρησή τους στο αντιμακεδονικό μέτωπο ήταν αυτονόητη. Επιφύλαξαν στους επισκέπτες εξαιρετικές τιμές, παρατάσσοντας στους δρόμους τους ιερείς και τις ιέρειες, ανοίγοντας όλους τους ναούς και σπεύδοντας όλοι να τους προϋπαντήσουν, άρχοντες, ιππείς και απλοί πολίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Για να τιμήσουν μάλιστα τον Άτταλο, κατήργησαν τις δύο φυλές που είχαν ιδρύσει στα ονόματα των Μακεδόνων βασιλέων και δημιούργησαν μια νέα με το δικό του.

Η Αίγυπτος είχε ήδη καλές διπλωματικές σχέσεις με τη Ρώμη, αλλά στις συνθήκες που βρέθηκε μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Δ' η συνεργασία μαζί της έγινε απολύτως αναγκαία. Η κεντρική διοίκηση ήταν εξαιρετικά αδύναμη, και αυτό δεν το γνώριζαν μόνο οι εξωτερικοί της εχθροί. Με τη συμμετοχή τους στον στρατό του βασιλιά και τη συμβολή τους στη νίκη της Ραφίας οι αυτόχθονες Αιγύπτιοι είχαν αναθαρρήσει. Ορισμένοι άρχισαν να διεκδικούν πολιτική αυτονομία, και σύντομα η Άνω Αίγυπτος αποσχίστηκε, αναδεικνύοντας δικό της φαραώ. Οι βασιλείς ήταν πλέον υποχρεωμένοι να σέβονται το ιερατείο και να του παραχωρούν προνόμια και εξουσία. Η περίφημη στήλη της Ροζέτας, που ανακαλύφθηκε όταν ο Ναπολέων κατέκτησε την Αίγυπτο, συντάχθηκε την εποχή εκείνη. Αποδίδει τιμή στον Πτολεμαίο Ε' για τις ευεργεσίες του στους αιγυπτιακούς ναούς.

Η Ρώμη αντιμετώπισε τη σχέση της με τον Φίλιππο ως πρώτη προτεραιότητα. Ο πολύνεκρος και πολυδάπανος πόλεμος με τον Αννίβα είχε εξαντλήσει τους πολίτες της, αλλά η Σύγκλητος τους υπενθύμισε τον κίνδυνο που είχαν διατρέξει την εποχή της εισβολής του Πύρρου στην Ιταλία και επικαλέστηκε τις εχθρικές διαθέσεις των Μακεδόνων. Την κρισιμότερη στιγμή είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους, τους πιο επικίνδυνους εχθρούς τους. Τους υπενθύμισε επίσης ότι, όπως είχε αποδειχθεί, μάχονταν καλύτερα σε ξένο έδαφος παρά στο δικό τους. Αντί να περιμένουν την αναμέτρηση στην Ιταλία ήταν προτιμότερο να την αρχίσουν στην Ελλάδα. Ο πόλεμος εναντίον του Φιλίππου, που ονομάστηκε Β' Μακεδονικός, αποφασίστηκε έτσι λίγους μόλις μήνες μετά τη συντριβή της Καρχηδόνας.

Στη διάρκεια του πολέμου οι πρεσβείες από την Ελλάδα στη Ρώμη πήγαιναν και έρχονταν, καθώς από τη διπλωματία κρινόταν συχνά η ένταξη των διαφόρων πόλεων στα αντίπαλα στρατόπεδα. Οι προσχωρήσεις των Αχαιών και στη συνέχεια των Βοιωτών και των Αιτωλών στον αντιμακεδονικό αγώνα άφησαν τον Φίλιππο με λίγους μόνο συμμάχους. Ακόμη και η Σπάρτη, η οποία στην αρχή του πολέμου είχε συνεργαστεί μαζί του, στη συνέχεια συντάχθηκε με τους εχθρούς του. Η απαίτηση των Ρωμαίων να απομακρυνθεί ο Φίλιππος από τις πόλεις και τις περιοχές που είχε κατακτήσει γινόταν δεκτή με θέρμη από πολλούς Έλληνες. Κεντρικό σύνθημα των Ρωμαίων ήταν η απελευθέρωση των Ελλήνων.

Ο πόλεμος κρίθηκε το 197. Σε μια καθοριστική μάχη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας οι μακεδονικές φάλαγγες με 16.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, μαζί με αρκετές χιλιάδες ελαφρά οπλισμένους συμμάχους και μισθοφόρους, συντρίφθηκαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που, μαζί με τους Έλληνες συμμάχους τους (κυρίως Αιτωλούς), διέθεταν περισσότερους από 26.000 άνδρες. Υπολογίστηκε ότι σκοτώθηκαν περίπου 8.000 Μακεδόνες και ότι αιχμαλωτίστηκαν περισσότεροι από 5.000. Οι Ρωμαίοι είχαν συγκριτικά πολύ μικρές απώλειες.

Την εποχή της μάχης ο Φίλιππος ήταν πλέον ένας έμπειρος βασιλιάς. Στη διπλωματία δεν τα είχε καταφέρει καλά και αποξενώθηκε ακόμη και από Έλληνες συμμάχους του, αλλά στον πόλεμο εξακολουθούσε να παραμένει κληρονόμος μιας μεγάλης παράδοσης. Όσο διατηρούσαν τη συνοχή τους, οι μακεδονικές φάλαγγες με τις σάρισες ήταν ακατανίκητες. Οι ειδικοί της εποχής εκτιμούσαν ότι σε φυσιολογικές συνθήκες ένας ισοδύναμος ρωμαϊκός στρατός δεν είχε καμία ελπίδα να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία. Αλλά οι συνθήκες δεν ήταν πάντα φυσιολογικές. Στις Κυνός Κεφαλές οι Ρωμαίοι καθοδηγούνταν από έναν εξαιρετικά ικανό στρατηγό, τον Τίτο Κοΐντιο Φλαμινίνο. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν ότι παρέσυρε τους Μακεδόνες να πολεμήσουν σε ορεινό και δύσβατο τόπο. Επιπλέον, δεν επιτέθηκε κατά μέτωπο ούτε ταυτοχρόνως με όλες του τις δυνάμεις. Κατάφερε έτσι να διασπάσει τις φάλαγγες και να επιτεθεί κυρίως από τα πλάγια και τα νώτα. Αντιμέτωπες με ευέλικτες δυνάμεις, οι μακεδονικές φάλαγγες δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν μεταβολή για να αμυνθούν. Η ήττα τους εύκολα μετατράπηκε σε σφαγή. Όπως αποδείχθηκε στην κρίσιμη αυτή αναμέτρηση, ενώ οι φάλαγγες ήταν υπέρτερες σε πεδινές τοποθεσίες, οι ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν υπέρτερες στις δύσβατες πλαγιές, με βλάστηση, τάφρους, χαράδρες, ρυάκια και ποταμούς. Τέτοιες ήταν άλλωστε οι περισσότερες τοποθεσίες στην Ελλάδα, καθιστώντας ακόμη και τη μεταφορά της σάρισας δυσχερή. Το σοβαρότερο πάντως λάθος των Μακεδόνων ήταν ότι είχαν λησμονήσει το μεγάλο δίδαγμα του Αλεξάνδρου. Η μακεδονική φάλαγγα έπρεπε να υποστηρίζεται οργανικά και συστηματικά από ιππικό ικανό να την προστατεύει από τα πλάγια και να εξασφαλίζει με την ορμή του ακόμη και τη νίκη.

Με τον θρίαμβό τους οι Ρωμαίοι ταπείνωσαν τον Φίλιππο και τον υποχρέωσαν να αποσυρθεί από τις ελληνικές πόλεις και τη Θεσσαλία και να καταργήσει τις φρουρές που διατηρούσε στη Χαλκίδα, τον Ακροκόρινθο και τη Δημητριάδα, τις οποίες ο ίδιος αποκαλούσε πέδας ἑλληνικάς, δηλαδή «δεσμά των Ελλήνων». Επιπλέον, να καταβάλει βαρύτατο πρόστιμο, να παραδώσει όλους τους αιχμαλώτους, τα οπλισμένα πλοία του εκτός από πέντε και έναν του γιο ως όμηρο. Ο Φλαμινίνος πάντως δεν δέχτηκε το επίμονο αίτημα των Αιτωλών να συνεχίσει τον πόλεμο και να ανατρέψει τον Φίλιππο. Πίστευε ότι περισσότερο συνέφερε στους Έλληνες να διατηρηθεί το μακεδονικό βασίλειο, διότι χωρίς αυτό οι Θράκες και οι Γαλάτες θα εισέβαλλαν ασυγκράτητοι στο ελληνικό έδαφος. Εξάλλου, επειγόταν να κλείσει τον μακεδονικό πόλεμο, επειδή προέβλεπε ότι ο Αντίοχος, που είχε παραμείνει έως τότε ουδέτερος, σκόπευε να επέμβει στην Ελλάδα.

Έναν χρόνο αργότερα, μπροστά στο μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Κόρινθο από όλη σχεδόν την οικουμένη για να εορτάσει τα Ίσθμια, οι Ρωμαίοι ανακοίνωσαν επίσημα τις αποφάσεις τους για τους Έλληνες: Η Σύγκλητος των Ρωμαίων και ο Φλαμινίνος, έχοντας νικήσει τον Φίλιππο και τους Μακεδόνες, άφηναν ελεύθερους, αφρούρητους, αφορολόγητους και διοικούμενους με πάτριους νόμους τους Κορίνθιους, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς, τους Φθιώτες Αχαιούς, τους Μάγνητες, τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς. Ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε τους Έλληνες που είχαν πολεμήσει με το μέρος του Φιλίππου. Ελεύθεροι παρέμεναν, προφανώς, και όσοι Έλληνες είχαν αγωνιστεί στο πλευρό των Ρωμαίων.

Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε τέτοιο θόρυβο, ώστε άλλοι δεν μπορούσαν να την ακούσουν και άλλοι επιθυμούσαν να την ακούσουν ξανά. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν στα αφτιά τους και νόμιζαν ότι ονειρεύονται. Στη προσπάθειά τους να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Ρωμαίο στρατηγό, λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Κανένας λαός δεν είχε αναλάβει έως τότε παρόμοιο κίνδυνο και έξοδα για την ελευθερία των Ελλήνων χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Μόνο οι Αιτωλοί έμειναν δυσαρεστημένοι. Ως βασικοί σύμμαχοι των Ρωμαίων περίμεναν προνομιακή μεταχείριση. Δεν έχαναν έτσι ευκαιρία να διαμαρτύρονται ότι οι Έλληνες δεν είχαν ελευθερωθεί πραγματικά: είχαν απλώς αλλάξει δεσπότες (μεθάρμοσις δεσποτῶν).

Πέρασε ένας ακόμη χρόνος και ο Φλαμινίνος συγκέντρωσε πάλι τους Έλληνες, με τους οποίους συνομιλούσε πάντα σε άψογα ελληνικά. Ήθελε να ακούσει τη γνώμη τους για την υπόθεση της Σπάρτης.

Στη Σπάρτη βασίλευε την εποχή εκείνη μόνος του ο Νάβης (207-192), που είχε σφετεριστεί τη βασιλεία, εξοντώνοντας όλους τους άλλους διεκδικητές. Για τον τρόπο με τον οποίο πήρε την εξουσία και για τα κοινωνικά μέτρα που προώθησε οι εχθροί του τον αποκαλούσαν τύραννο. Κεντρική του επιδίωξη ήταν να καταστήσει και πάλι την πόλη του μεγάλη δύναμη, επαναφέροντας τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη και αυξάνοντας τον αριθμό των πολιτών. Την εποχή του Α' Μακεδονικού Πολέμου είχε συνταχθεί με τους Αιτωλούς και τους Ρωμαίους, μια επιλογή που του επέτρεψε να διευρύνει την εξουσία του στη Λακωνία και τη Μεσσηνία και να οχυρώσει τη Σπάρτη, οικοδομώντας για πρώτη φορά στην ιστορία της προστατευτικά τείχη. Καθώς οι Ρωμαίοι συγκρούονταν και πάλι με τους Μακεδόνες, αυτός κατέλαβε για μία ακόμη φορά το Άργος με τη συγκατάθεση του Φιλίππου. Πριν ολοκληρωθεί ο Β' Μακεδονικός Πόλεμος, είχε την προνοητικότητα να ταχθεί και πάλι με το μέρος των Ρωμαίων. Στα σχέδιά του βρήκε ωστόσο αντιμέτωπους τους Αχαιούς.

Με προτροπή των Αχαιών, οι Ρωμαίοι ισχυρίστηκαν ότι η κατοχή του Άργους παρέβαινε την αρχή της ελευθερίας και αυτονομίας που είχαν εισηγηθεί και ξεκίνησαν έτσι τον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης. Το Πέργαμο και η Ρόδος, οι Αχαιοί, ακόμη και ο ταπεινωμένος Φίλιππος, τους έστειλαν ενισχύσεις. Αντιμέτωπος με έναν στρατό που αριθμούσε περίπου 50.000 άνδρες και πολλά πλοία από τη θάλασσα, ο Νάβης ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να αποδώσει το Άργος στους Αχαιούς. Το σημαντικότερο πλήγμα ήταν ότι η Σπάρτη απώλεσε τον έλεγχο του Γυθείου, που της έδινε πρόσβαση στη θάλασσα. Η μεγάλη αυτοθυσία των Σπαρτιατών είχε πάντως κατορθώσει να κρατήσει τους εχθρούς έξω από το άστυ.

Τον Νάβη συνέχισε να πολεμά μετά την αναχώρηση των Ρωμαίων από την Ελλάδα ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, που αγωνιζόταν εναντίον των Σπαρτιατών από την εποχή που δόθηκε η μάχη της Σελλασίας. Όταν ο Νάβης δολοφονήθηκε από τους Αιτωλούς συμμάχους του, ο Φιλοποίμην μπήκε στη Σπάρτη και την υποχρέωσε να καταργήσει τη βασιλεία, το παραδοσιακό πολιτικό της σύστημα και την ἀγωγήν και να προσχωρήσει στη συμπολιτεία των Αχαιών. Επιπλέον, να κατεδαφίσει το τείχος της.

Οι Αχαιοί κυριαρχούσαν πλέον σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και, με την καθοδήγηση του Φιλοποίμενα, αναζητούσαν τα όρια ανεξαρτησίας που τους επέτρεπε η ανάμειξη της Ρώμης. Αλλά ο Φιλοποίμην σκοτώθηκε το 183, προσπαθώντας να καταστείλει μια εξέγερση των Μεσσηνίων. Ήταν πια 70 ετών και είχε διατελέσει στρατηγός των Αχαιών οκτώ φορές. Για τις ικανότητές του και για την πολιτική που ακολούθησε οι Ρωμαίοι τον είχαν αποκαλέσει «τελευταίο των Ελλήνων», επειδή ύστερα από αυτόν η Ελλάδα δεν γέννησε άλλο μεγάλο άνδρα, ούτε αντάξιο της ιστορίας της. Την τέφρα του στην τελετή της ταφής μετέφερε ο Πολύβιος, που τότε ήταν νέος και πολεμούσε στο πλευρό του.

Η Επαφική Οντολογική Μαγεία

Μια Επαφική Οντολογική Μαγεία, ουσιαστικά είναι ο καθένας μας, γιατί είμαστε όντα που έχουν ένα σώμα, που όμως το σώμα αυτό δεν είναι όλη η οντότητα μας. Αν ο «κυβερνήτης» του σώματός μας (αυτού του κυβερνοχήματος) είναι ο νους ή η ψυχή, τότε αυτός ο άγνωστος-Χ έχει κάνει Επαφική Οντολογική Μαγεία στο σώμα μας, και βρισκόμαστε σε καθημερινή Οντολογική Επαφή μ’ αυτό το αγνώστου προελεύσεως όν.

Η Επαφική Οντολογική Μαγεία, (ΕΟΜ) ουσιαστικά περιλαμβάνει άπειρες κατηγορίες, ανάμεσά τους τις περισσότερες αρχαίες τελετουργικές θρησκείες, την κατάληψη σώματος από «δαίμονες» (δαίμων σημαίνει θεός στα αρχαία ελληνικά), την χορευτική έκσταση της Σαντερία και του Βουντού, το μεγαλύτερο μέρος της Μεσαιωνικής Μαγείας με τις μαγικές σφραγίδες και τις επικλήσεις της (όπου οι Μάγοι έμπαιναν σε προστατευτικό μαγικό κύκλο για να μην τους κάνει ΕΟΜ η οντότητα που επικαλούνταν), την επικοινωνία με τα πνεύματα στις Πνευματιστικές Σεάνς, την «εξωσωμάτωση» και τα «αστρικά ταξίδια» και τις επαφές στον «αστρικό κόσμο» με «αστρικά σώματα», την επικοινωνία με οντότητες μέσα από μαγικούς καθρέφτες, κρυστάλλους, ή νερό, τις συνδιαλλαγές των «επαφικών» με τις οντότητες που είναι επιβάτες των UFO, το λεγόμενο Channeling (καναλιζάρισμα) με πνεύματα, αόρατους διδασκάλους του αστρικού πεδίου, εξωγήινους, κλπ, αλλά ακόμη και η λεγόμενη «επικοινωνία με τον ανώτερο εαυτό» κι αμέτρητα άλλα πράγματα. Ολ’ αυτά, συμπεριλαμβάνονται στις κατηγορίες του πράγματος που ονομάζονται Επαφική Οντολογική Μαγεία, ή (ΕΟΜ).

Αν κοιτάξετε μέσα από αυτό το πρίσμα, τις πρακτικές των αρχαίων θρησκειών, θα δείτε ότι τις περισσότερες φορές αφορούν επαφές με οντότητες και συνδιαλλαγές αυτών των οντοτήτων με τα ιερατεία και με τους απλούς ανθρώπους που αποκτούν πρόσβαση σ’ αυτά. Οι αρχαίοι δεν ήταν χαζούληδες που λατρεύανε τα είδωλα, ούτε αφελείς που πίστευαν σε ότι τους έλεγε ένας επιτήδειος, ούτε μυθομανείς. Επικοινωνούσαν με όντα, που τότε ήταν ελεύθερα να τριγυρίζουν στον κόσμο, αργότερα περιορίστηκαν από κάποια εξωτερική παρέμβαση και μπήκαν σε ένα είδος καραντίνας, απελευθερώθηκαν γύρω στον Μεσαίωνα για να περιοριστούν και πάλι, και τώρα έχουν πάλι απελευθερωθεί αλλά πλέον λειτουργούν με πιο εκλεπτυσμένες μορφές, συχνά και με τεχνολογίες.

Οι αρχαίοι δεν λάτρευαν τα αγάλματα.

Τα αγάλματα τα έφτιαχναν ειδικοί Μάγοι και εφάρμοζαν επάνω τους την Επαφική Οντολογική Μαγεία, δηλαδή έκαναν (ΕΟΜ) στα αγάλματα (οχήματα «αντιπροσωπευτικά» της ανθρώπινης μορφής) και τα αγάλματα μιλούσαν, ή ακόμη -αν είχε προβλεφθεί μηχανικά- ζωντάνευαν (σας θυμίζω αυτό που οι εβραίοι μυστικιστές ονόμαζαν Γκόλεμ). Κάποια οντότητα (θεός, δαίμων) έκανε ΕΟΜ στο ειδικά προετοιμασμένο άγαλμα, με τον ίδιο τρόπο που μπορούσε να κάνει ΕΟΜ στο σώμα ενός ανθρώπου. Κι έπειτα μιλούσε μέσα από το άγαλμα και επικοινωνούσε με τους ιερείς. Κι εκείνο το άγαλμα ήταν «ιερό», έπρεπε όλοι να το σέβονται, ίσως λειτουργούσε και σαν πομπός ή «ψυχοπομπός», κανείς δεν έπρεπε να το πειράξει, να το «βεβηλώσει».

Οι οντότητες αυτές τρέφονταν με αίμα, ή μάλλον με την ζωτική ενέργεια που υπάρχει στο αίμα, (γι’ αυτό όταν οι αρχαίοι ήθελαν να επικοινωνήσουν π.χ. με τους νεκρούς, έπρεπε να κάνουν σπονδή αίματος για να το πετύχουν, βλέπε στην Οδύσσεια, το αίμα ήταν ο ενεργειακός μεσολαβητής επικοινωνίας. Γι’ αυτό έκαναν θυσίες στους θεούς, σ’ αυτά τα όντα (που κατά την γνώμη μου δεν είχαν καμία σχέση με τους θεούς-δυνάμεις της Ελληνικής Φιλοσοφίας ούτε με το ιερατείο που σήμερα ξέρουμε ως δωδεκάθεο), με τον ίδιο τρόπο που ρίχνεις φαγητό για να μαζευτούν τα κοράκια ή τα σκυλιά, κι έπειτα αυτά θυμούνται τον τόπο που τράφηκαν και τον κάνουν στέκι τους.

Γι’ αυτόν το λόγο για να κατευναστούν οι θεοί έπρεπε να χυθεί αίμα. Γι’ αυτόν το λόγο οι θεοί ερχόντουσαν στους οίκους τους, όπου το αίμα χύνονταν στα θυσιαστήρια, κι έπειτα αφού έπαιρναν την προσφορά τους έκαναν ΕΟΜ στα αγάλματα ή στις ιέρειες, για να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους και να τους δώσουν ως αντάλλαγμα γνώσεις, συμβουλές ή προφητείες, γνωρίζοντας ότι αν δεν το κάνουν κάποτε θα σταματήσουν οι θυσίες σ’ αυτούς.

Ολ’ αυτά κι άλλα πολλά ήταν οι δραστηριότητες της Επαφικής Οντολογικής Μαγείας στον αρχαίο κόσμο και το θέμα είναι τόσο τεράστιο που δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ σ’ αυτό. Μιλάμε για μαγικές επαφές με όντα από «αλλού». Κι ήταν αληθινές, αυτά τα πράγματα τα έβλεπαν με τα μάτια τους, αμέτρητοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο ήξεραν με ποιους τρόπους λειτουργούσαν όλα αυτά. Και είναι αφελές να νομίζετε ότι όλοι οι πολιτισμοί της Γης, από άκρη σ’ άκρη σε όλον τον πλανήτη, για χιλιάδες χρόνια, χωρίς να έχουν επαφές μεταξύ τους, έκαναν ακριβώς τα ίδια πράγματα, αλλά ήταν αφελείς μυθομανείς. Θυσίες αίματος, είδωλα και αγάλματα, «οίκοι θεών» περίπου ίδιας νοοτροπίας, επαφές με τους «θεούς», χρησμοί, μηνύματα, καταλήψεις σωμάτων, μαντείες: Αρχαία Ελλάδα, Αίγυπτος, Περσία, Βαβυλώνα, Ασσυρία, Μέση Ανατολή, Αζτέκοι, Μάγιας, Τολτέκοι, Ινκας, Ολμέκοι, Σιβηρία, Μογγολία, Κίνα, Ινδία, Βόρεια Ευρώπη, Ινδιάνοι, ακόμη και οι ιθαγενείς της Αφρικής και της Μελανησίας, παντού τα ίδια.

Το λεγόμενο Altar της τελετουργικής Μαγείας, ο βωμός ή το δωμάτιο το οποίο ετοιμάζεται ειδικά γι’ αυτό το σκοπό για να λειτουργήσει ως «μαγικό ιερό», έχει ως τεχνική τις ρίζες της ακριβώς στις αρχαίες πρακτικές της Επαφικής Οντολογικής Μαγείας. Η τεχνική ονομάζεται «οίκος θεού» και (ή έστω το σώμα του οίκο του «δαιμονίου», του θεού) και συνδυάζει τεχνικές Ψ.Ε.Μ.Α. και τεχνικές Σκεπτομορφικής και Θρησκευτικής Μαγείας -είναι δηλαδή τεχνική ΣΥ.ΜΑ.- για την «Εξοικείωση» (σπίτωμα) της επικαλούμενης οντότητας (θεού) σε συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο που έχει τις απαιτούμενες προδιαγραφές.

Ουσιαστικά πρόκειται για ΕΟΜ Χώρου (κάτι που συχνά συμβαίνει και στην Φύση, στις περιπτώσεις του φαινομένου Genius Loci, του «στοιχειού του τόπου»), που όταν δεν γίνεται υπό ελεγχόμενες συνθήκες από κάποιους Μάγους, αλλά γίνεται από τις περιστάσεις, τότε λέμε ότι το τάδε οίκημα είναι «στοιχειωμένο» (παρουσιάζει, δηλαδή, παρενέργειες -π.χ. φαινόμενα Poltergeist που είναι επίσης Επόντομα- Περιστασιακής Επαφικής Οντολογικής Δραστηριότητας (ΠΕΡΙ.ΕΠΑΦ.Ο.ΔΡΑΣΤΗ. δηλαδή φιλοξενεί «Περιεπαφοδράστες»). Οι προεκτάσεις του θέματος είναι άπειρες και σημαντικές, αλλά δεν έχω τον απαιτούμενο χώρο για να επεκταθώ πολύ σε όλα αυτά. Στα περισσότερα μπορείτε να καταδυθείτε και μόνοι σας, με τις συντεταγμένες που σας δίνω.

Είναι ολοφάνερο ότι η έλευση του χριστιανισμού λειτούργησε καθοριστικά αν κι όχι ανασταλτικά σε όλα αυτά, και η εκμετάλλευση των τόπων παλαιότερων Εξοικειώσεων για νέα Εποντόματα Χώρου στους νέους ναούς, η «επιφοίτηση του αγίου πνεύματος», τα οράματα, η λατρεία των “αγίων” εικόνων κι άλλα παρόμοια στο λαϊκό και ιερατικό χριστιανικό μυστικισμό, είναι επίσης ΕΟΜ. 'Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι έγιναν και πολλά «παραστρατήματα» για λόγους λαϊκής προπαγάνδας: ο κόσμος είχε συνηθίσει να πηγαίνει στους μαγικούς «οίκους θεού», κι ενώ οι πρώτοι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τον όρο «εκκλησία» για την συγκέντρωσή τους.

Όπως λέμε εκκλησία του Δήμου: Συνέλευση- οι μετέπειτα χριστιανοί άρχισαν να ονομάζουν «εκκλησίες» τους «ναούς» τους που στήνονταν στις ίδιες τοποθεσίες με τους «οίκους θεού» που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν για ΕΟΜ, με τελικό αποτέλεσμα να αντιγράψουν το ίδιο πράγμα. Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν εντοπίσει αυτό το θεμελιώδες σφάλμα, αλλά αργότερα πείστηκαν ότι αυτό γινόταν για να «σφραγιστεί» ο θύλακας του παλαιότερου ΕΟΜ, ενώ ταυτόχρονα σφράγισαν και όλα τα αρχαία ιερά ΕΟΜ Σπήλαια).

Το φαινόμενο επανέρχεται στο Μεσαίωνα, με την νέα εξάπλωση της «Μαγείας», που ουσιαστικά -κατά τη γνώμη μου- δεν ήταν παρά η νέα εξάπλωση της Επαφικής Οντολογικής Μαγείας. Μελέτες σχεδόν σε όλα τα αρχεία από τις δίκες των μαγισσών και οι οκτώ στις δέκα περιπτώσεις αφορούν ανθρώπους που ερχόντουσαν σε επαφή με παράξενες οντότητες, ή μετείχαν σε προκαθορισμένες συναντήσεις για ΕΟΜ σε ερημικά μέρη, ή επικοινωνούσαν με τα «ξωτικά», την «βασίλισσα των Νεράιδων», τον «Διάβολο», κι έπειτα εφάρμοζαν τα πράγματα που τους δίδασκαν. Η λεγόμενη ιερά εξέταση και τα συναφή, στην ουσία ήταν πολεμικές επιχειρήσεις του ιερατείου εναντίον αυτών των όντων, των Εποντομάτων τους, των φορέων και των «επαφικών» τους.

Σ’ εκείνες τις χρονικές περιόδους -και από τότε- η τελετουργική Μαγεία λαμβάνει πλέον σχεδόν εξ’ ολοκλήρου το χαρακτήρα της Επαφικής Οντολογικής Μαγείας. Η κάθε οντότητα έχει την δική της μαγική σφραγίδα, την ταυτότητά της που ταυτόχρονα είναι και το αναγνωριστικό συνθηματικό για την επικοινωνία μαζί της (αλλά, όπως είπα, ο Μάγος έπρεπε πάντα να στέκει σε προστατευτικό κύκλο -και κρατώντας όπλα- που δημιουργούνταν με τεχνικές Ψ.Ε.Μ.Α., για να αποφύγει να γίνει ΕΟΜ στον ίδιο, γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα «μαγικά συμβόλαια» για να υπάρχει αντάλλαγμα στην επικοινωνία με την οντότητα, το οποίο ήταν είτε ποσότητα αίματος ή σπέρματος που προσφερόταν, είτε η υπόσχεση για Επόντομα της ψυχής και του οχήματός της, κι όλοι αυτοί οι Μάγοι νόμιζαν ότι στο τέλος θα μπορούσαν να ξεγελάσουν αυτά τα όντα, αν και κάποιοι τα κατάφερναν).

Κωδικά ονόματα, επικλήσεις ονομάτων και τίτλων, εξορκισμοί με ονόματα και τίτλους, μαγικές σφραγίδες και μαγικά σύμβολα που αναγνώριζαν οι οντότητες, αυτά ήταν πάντα τα κύρια χαρακτηριστικά της Μεσαιωνικής Μαγείας. Ηταν και είναι Επαφική Οντολογική Μαγεία: Επόντομα.

Σήμερα οι επαφές με τέτοια όντα συνεχίζονται όχι μόνο μέσα από τις παραδοσιακές τεχνικές, αλλά και με Channeling και με «επαφικές» επικοινωνίες με UFO κι «εξωγήινους».

Θεωρώ ότι η Επαφική Οντολογική Μαγεία (όπως επίσης και η Μορφωτική Μαγεία και η Κοσμολογική Μαγεία) είναι τα πιο σημαντικά πεδία μελέτης στο θέμα μας, που η εξερεύνηση τους ξεκλειδώνει πάρα πολλά μυστήρια. Τόμοι ολόκληροι -αν όχι βιβλιοθήκες- θα μπορούσαν να γραφτούν πάνω σε όλα αυτά, αν δεν ήταν αυστηρώς «απαγορευμένα» θέματα. Φανταστείτε ότι ακόμη και οι φευγαλέοι υπαινιγμοί που έχω κάνει σ’ αυτά μέχρι τώρα, σ’ αυτές τις σελίδες, αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις αυτής της απαγόρευσης, γι’ αυτό άλλωστε και θα σας τα απορρίψουν όλες οι παρατάξεις κάθε είδους, που έχουν γνώμη πάνω σ’ αυτά, αν τους τα επισημάνετε…

Οι αρχαίοι Τολτέκοι της Κεντρικής Αμερικής, χρησιμοποιούσαν μικρά αγαλματάκια που ήταν «φορτισμένα» με μια ειδική «ατμόσφαιρα», για να μεταφέρουν στον υποσυνείδητο νου του κατόχου τους μαγικές εντολές που σχετίζονταν με το “συνειδητό ονείρεμα”. Αυτά τα αγαλματίδια συνήθως απεικόνιζαν οντότητες που ήταν προσωποποιήσεις της εντολής αυτής, και ονομαζόταν Εncubriros (Ενκουμπρίρος, που σημαίνει: Αυτοί που συγκαλύπτουν). Ο υποσυνείδητος νους χρησιμοποιούσε την ανάμνηση αυτών των μορφών, για να τις χρησιμοποιήσει σαν οδηγούς στο ονειρικό του ταξίδι. Το παράδοξο είναι ότι ο δάσκαλος τις έδινε στον μαθητή, για να τις έχει πάντα μαζί του, χωρίς ο μαθητής να ξέρει τι ακριβώς είναι, αλλά παρ’ όλα αυτά ανταποκρινόταν απόλυτα στην εντολή.

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΜΑΓΕΙΑ (ή Ενέργημα)

Αυτό που ονομάζω Ενεργειακή Μαγεία, σχηματίζεται από την σύνθεση των θεωρήσεων και των τεχνικών της λεγόμενης Σεξουαλικής Μαγείας, της Τάντρα, της Γεωμορφικής Μαγείας ή Γεωμαντείας, της Μαγνητικής Μαγείας ή Μεσμερισμού και των τεχνικών «καναλαρίσματος» ή κινητικότητας της ενέργειας του ανθρώπινου σώματος (όπως ο βελονισμός, η γιόγκα, διάφορες σωματικές ασκήσεις, ακόμη και κάποιες «φυσικοθεραπείες» ή «χειροπρακτικές»).

Πρόκειται για την διαχείριση του δικτύου ενέργειας που διατρέχει το ανθρώπινο σώμα αλλά και τον ίδιο τον πλανήτη. Τις εφαρμογές που προκύπτουν από την δυναμική διαχείριση των ενεργειακών αυτών δικτύων τις ονομάζω Ενέργημα. Το Ενέργημα συνήθως είναι ζήτημα σύνδεσης, ανταλλαγής, ενίσχυσης, ή ροής. Το ανθρώπινο ενεργειακό βιοδικτύωμα μπορεί να συνδεθεί με το αντίστοιχο ενεργειακό βιοδικτύωμα ενός τόπου ή ενός άλλου ανθρώπου. Ακόμη και πολλές εφαρμογές στο Επόντομα ή στο Σκέπτομα συμπεριλαμβάνουν και κάποια μορφή Ενεργήματος, συνήθως κλοπή ενέργειας -βαμπιρισμός- από κάποιο ξένο όν ή από μια δυναμική Σκεπτομορφή, ή ακόμη και από Περιεπαφοδράστες.

Οι Ενεργημάγοι, συνήθως ασχολούνται με το να εντοπίζουν τα ενεργειακά κέντρα ενός σώματος ή ενός τόπου, και να ρυθμίζουν την ροή της ενέργειας στα κέντρα της επιλογής τους για να φέρουν το επιθυμητό ενισχυτικό αποτέλεσμα, ή κάποια ανταλλαγή ενέργειας μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία. Πίσω από αυτές τις τεχνικές κρύβονται τα μυστικά της τέχνης που μπορούμε να την ονομάσουμε Σωματογραφία (ένα είδος χαρτογραφίας της ενέργειας σ’ ένα σώμα). Τα μυστικά αυτά προσφέρουν πολλές οπτικές και τεχνικές που εφαρμόζονται σε αμέτρητους τομείς και με αμέτρητους τρόπους: στο σεξ, στην τοπογραφία, στην αρχιτεκτονική, στο τατουάζ, στην υγιεινή, στην θεραπευτική, στην ιατρική, στην γυμναστική, στην σεισμολογία, στην διαιτολογία, στα όνειρα, στην βιοτεχνολογία και σε πολλά άλλα αντιφατικά πράγματα.

Με τον ίδιο τρόπο που εντοπίζουμε τα ενεργειακά κέντρα του ανθρώπινου σώματος και ρυθμίζουμε την επιθυμητή ροή ενέργειας ανάμεσά τους π.χ. με τον βελονισμό, μπήγοντας βελόνες στα συγκεκριμένα κέντρα φανταστείτε ένα πολύπλοκο υδραυλικό δίκτυο από σωλήνες με κλειδιά στις συνδέσεις τους, όπου ανάλογα με το πως γυρνάς τα κλειδιά ρυθμίζεις την ροή του νερού στους επιθυμητούς συνδεδεμένους σωλήνες τοπικών τμημάτων του δικτύου, αποκλείοντας κάποιους από την παροχή και περικλείοντας κάποιους άλλους, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και στο γήινο σώμα, όπου οι «βελόνες» μας είναι μεγάλιθοι (όπως π.χ. τα Μενίρ ή τα Ντολμέν), κτίρια (όπως π.χ. οι ναοί, ή οι πύργοι), φυσικές ή τεχνητές Γραμμές Λέυ, κεραίες, ιστία, ή ποικίλες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις σε ένα φυσικό χώρο, εκμεταλλευόμενοι τη ροή της γήινης ενέργειας.

Ένα ανθρώπινο σώμα κατάλληλα ρυθμισμένο ενεργειακά με την διαχείριση των ενεργειακών του κέντρων, μπορεί να συνδεθεί με έναν Ενισχυτή (π.χ. να καθίσει πάνω σε ένα μεγάλιθο) και να λάβει μια ισχυρή ενεργειακή φόρτιση, και το ίδιο μπορεί να ισχύσει με ειδικά φορτισμένα κτίρια με αυτές τις μεθόδους.

Πολλοί επιστήμονες έχουν μελετήσει και χρησιμοποιήσει εφαρμογές Ενεργήματος με τελείως επιστημονικούς τρόπους, που ξεπερνούν τους «παραδοσιακούς», ενώ το ζήτημα έχει τόσες προεκτάσεις στην εξάσκηση των εφαρμογών του που θα οδηγούσε έναν συνεπή μελετητή στο πως μπορεί να επηρεάσει τα καιρικά φαινόμενα, τις καλλιέργειες, το επιθυμητό ποσοστό διέλευσης δρόμων, να φτιάξει σεισμικά όπλα, ή να κατασκευάσει βαμπιρικά κτίρια που θα απομυζούν την ενέργεια των επισκεπτών τους και θα την διοχετεύουν κάπου αλλού. Το όλο θέμα συνδέεται άμεσα επίσης με την λεγόμενη Σεξουαλική Μαγεία, αλλά και με το ιδιαίτερο ζήτημα που ονομάζεται Megapolisomancy (ο όρος είναι του Fritz Reuter Leiber Jr. (1910 – 1992) Αμερικανός συγγραφέας φαντασίας, τρόμου κι επιστημονικής φαντασίας. Ηταν επίσης ποιητής, ηθοποιός θεάτρου και ταινιών, συγγραφέας και ειδικός στο σκάκι) να αποτελεί ένα νέο ξεχωριστό πεδίο μελέτης που απομένει να ολοκληρωθεί…

Λοιπόν, σημαντική στην κατανόηση των πτυχών του θέματος είναι μια νέα οπτική που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για το σώμα και για την σεξουαλική πράξη. Με τους ίδιους όρους που κατανοούμε το σώμα μας, πρέπει να κατανοήσουμε ως σώμα την ίδια την Γη, ένα δάσος, ένα κτίριο, μία πόλη, το φεγγάρι, τον ουράνιο θόλο, μια συσκευή, κλπ. Και να δούμε ότι ένας χάρτης, το αρχιτεκτονικό σχέδιο ενός κτιρίου, ένα οδικό σύστημα, το σχέδιο μιας ηλεκτρονικής πλακέτας, ένα ανατομικό σχέδιο, κλπ, είναι Σωματογραφία, δηλαδή η «δικτυακή» χαρτογράφηση ενός σώματος. Από τη Σωματογραφία μπορεί να προκύψει μια εποπτεία στις δικτυακές δομές ενός σώματος, και συνδέσεις που μπορούν να γίνουν στο ζήτημα της επέμβασης, της σύνδεσης, ή της ανταλλαγής ενέργειας μεταξύ σωμάτων.

Προσπαθώντας να δώσω μερικά απλοϊκά αλλά διαφωτιστικά παραδείγματα για να σας βάλω στο πνεύμα του πράγματος, σκεφτείτε: υπάρχει ένα ηλεκτρικό δίκτυο της πόλης που έχει μια έξοδο στο σπίτι σας, την πρίζα, και δεν πρέπει να βάλετε το δάχτυλό σας εκεί μέσα. Αλλά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορείτε να το κάνετε, π.χ. αν φοράτε λαστιχένια γάντια και παπούτσια, ή αν κλείσετε το γενικό διακόπτη, αλλιώς παθαίνετε ηλεκτροπληξία, αλλά μπορείτε να πάθετε και ελεγχόμενη ηλεκτροπληξία: αν βάλετε το δεξί σας χέρι πάνω σε μια σύνδεση, το αποτέλεσμα δεν θα είναι μοιραίο, ενώ αν βάλετε το αριστερό χέρι (που συνδέεται με την καρδιά) μάλλον θα είναι, σκεφτείτε επίσης τα φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού πάνω στα μαλλιά του κεφαλιού, ή τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτροσόκ στην ιατρική, ενώ αν βάλετε το δάκτυλό σας πάνω σε μια μπαταρία δεν καταλαβαίνετε τίποτε, αλλά αν τη βάλετε πάνω στη γλώσσα σας αντιλαμβάνεστε κάτι.

Αν ξέρετε που είναι η έξοδος του υδραυλικού συστήματος στο σπίτι σας, η βρύση, μπορείτε να πιείτε νερό, και το νερό από το υδραυλικό δίκτυο της πόλης θα αρχίσει να κυκλοφορεί στο υδραυλικό δίκτυο του σώματός σας, και λίγο αργότερα θα αρχίσει να κυκλοφορεί στο δίκτυο αποχέτευσης του σώματός σας κι έπειτα στο δίκτυο αποχέτευσης της πόλης. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν σας ερεθίζουν σεξουαλικά και άλλοι με τους οποίους ισχύει το αντίθεο, κι αυτό μερικές φορές δεν έχει σχέση με κάτι που κάνουν ή με το παρουσιαστικό τους, υπάρχει δηλαδή μια συμβατότητα (ή ασυμβατότητα) στη «σεξουαλική» ενέργειά σας, (απ’ ότι φαίνεται, αυτό που λέμε «σεξουαλική ενέργεια» είναι χαρακτηρισμός συγκεκριμένου τρόπου διαχείρισης της ζωτικής ενέργειάς μας για την πρόκληση επιθυμητών ενεργειακών φαινομένων, ερεθισμάτων ή συμπτωμάτων).

Όταν δύο άνθρωποι κάνουν σεξ, επιχειρούν μια σωματική και ενεργειακή σύνδεση, είναι Ενέργημα. Ο εντοπισμός των ερωτογενών ζωνών του σεξουαλικού μας συντρόφου είναι Σωματογραφία. Χρησιμοποιώντας κατάλληλες ρυθμίσεις (μέσω ερεθισμών), ενισχύσεις και συνδέσεις, στην ουσία γίνεται μια ανταλλαγή ενέργειας, και αν αυτό συμβεί πολλές φορές έχουμε μια ανάμιξη ενέργειας, ένα συντονισμό, ένα ενεργειακό συγχρωτισμό. Υπό αυτούς τους όρους, μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας να κάνει «σεξ» με έναν τόπο; Με ένα κτίριο; Με μια «ξένη» οντότητα; Ολ’ αυτά είναι εφαρμογές της Ενεργειακής Μαγείας, είναι Ενέργημα.

Αλλά Ενέργημα είναι ακόμη και το αντίθετο του «σεξ»: η αποχή (ότι και αν σημαίνει αυτό). (Φανταστείτε ακόμη και ανάποδα Παβλωφιανά συστήματα, όπου χρησιμοποιείται η στέρηση αντί της ανταμοιβής). Είναι Ενέργημα, γιατί με την αποχή δεν παύει η ροή της ενέργειας. Απλά χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς και σε άλλα κέντρα. Οι μοναχοί και οι ασκητές απέχουν από τη σεξουαλική πράξη όχι για μόνο για λόγους «ηθικούς» αλλά γιατί επιχειρούν μια διαφορετική ρύθμιση της ενέργειάς τους, αποκλείοντας τη ροή της από τα σεξουαλικά κέντρα και διοχετεύοντας την για την ενίσχυση πνευματικών κέντρων. Σε κάθε περίπτωση, οι όροι-κλειδιά για την κατανόηση των τεχνικών του Ενεργήματος είναι: Σώμα, Σωματογραφία, δίκτυο, ροή, σύνδεση, ανταλλαγή, κλοπή, ενίσχυση, ρύθμιση, καναλιζάρισμα, διοχέτευση, αποκλεισμός, περικλεισμός, αποθήκευση, μέσο, όχημα, ανίχνευση, συμβατότητα, ασυμβατότητα, κ.ά.

Συνδυαστικό Ενέργημα σε μεγάλη κλίμακα

Ανίχνευση του ενεργειακού δικτύου ενός τόπου, ενός ιδιαίτερα ενισχυμένου τόπου ή τόπου δύναμης, κατασκευή ενισχυτών στον τόπο αυτό ή εντοπισμός παλαιότερων φυσικών ή τεχνητών ενισχυτών (π.χ. το Στόουνχεντζ), Σωματογραφία του τοπικού ενεργειακού δικτύου (π.χ. με ραβδοσκοπία), ανάλογη ρύθμιση της ενεργειακής ροής του ανθρώπινου σώματος ερεθίζοντας συγκεκριμένα κέντρα, σύνδεση του ανθρώπινου δικτύου με το γήινο (με την θέση ή την επαφή σε ειδικά επιλεγμένα σημεία), σε υπολογισμένη χρονική στιγμή επιθυμητής πίεσης στο δίκτυο (π.χ. πανσέληνος) και σ’ αυτές τις συνθήκες, σεξουαλική πράξη μεταξύ συμβατών ανθρώπινων σωμάτων όχι για να φτάσει στην ολοκλήρωση αλλά για να ανοίξει την «έξοδο» του σώματος, κι έπειτα σύνδεση με το κύκλωμα που έχει κατασκευαστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σ’ αυτήν την περίπτωση πολυεπίπεδου Ενεργήματος μεγάλης κλίμακας, παρατηρήστε ότι έχουμε να κάνουμε με δυναμικά «ανοίγματα». Μπορεί να γίνει και το ακριβώς ανάποδο, με δυναμικά «κλεισίματα» (σφραγίσματα στον τόπο, αποχή από το σεξ, κλπ) π.χ. για λόγους προστασίας.

Σε γενικές γραμμές και σε πολλά λειτουργικά συμπεράσματα παρατηρώντας τις κάθε είδους «ενεργειακές σχέσεις» που διαγράφονται παντού γύρω μας, σε όλων των ειδών τα Σώματα και τα Δίκτυα, φυσικά ή τεχνητά, αλλά και σε όλες τις σχέσεις συναλλαγής μεταξύ ανθρώπων, τόπων, συσκευών, ροών (και στην ροή πληροφορίας), κατασκευών, συνθηκών, κλπ. Ο ίδιος ο κόσμος μας και ο εαυτός μας, περιβάλλονται από ένα τεραστίων διαστάσεων Ενέργημα, φυσικό και τεχνητό, αλλά ο Ενεργημάγος που ευθύνεται γι’ αυτό μας είναι ακόμη άγνωστος…

Και τέλος, εδώ έχουμε δύο από τις κατηγορίες της Μαγείας, που αποτελούν αχανή θέματα. Η Κοσμολογική Μαγεία ή Κόσμομα, έχει να κάνει με την κατασκευή κόσμων. Η Θρησκευτική Μαγεία ή Θρήμα, έχει να κάνει με την κατασκευή θεοτήτων, μαζικών δογμάτων και προκαταλήψεων, μαζικών μεταφυσικών φοβιών, ακόμη και με την κατασκευή του πεδίου Επιστήμη του Θανάτου ή Νεκρομαντεία (που ασχολείται με το Μόρφωμα αντιλήψεων σχετικά με το θάνατο και τη μετα-θάνατον ζωή ή την νεκρική κατεύθυνσή και με την διαχείριση της εικόνας των νεκρών), ενώ έχει να κάνει και με την κατασκευή ιερατείων και την λειτουργία τους, με την Θαυματουργία, την Ηθολογία, την τέχνη της αγιογραφίας και την δυναμική μαγική ερμηνεία ιερών κειμένων.

Αυτές οι δυο κατηγορίες, η Κοσμολογική Μαγεία και η Θρησκευτική Μαγεία, αποτελούνται από «υψηλές γνώσεις». Κι αυτό ισχύει σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθιστά τα επιχειρήματα ανάλυσής τους εξαιρετικά αμφιλεγόμενα για την μέση αντίληψη του μέσου ανθρώπου, αυτή άλλωστε είναι και η «ασφαλιστική δικλείδα» των συστημάτων που τις χαρακτηρίζουν. Η ισχύς της «ασφαλιστικής δικλείδας» είναι αποτέλεσμα Μορφωτικής Μαγείας.

Ό,τι θρέφουμε στην ψυχή μας, αυτό θα μεγαλώσει στη ζωή μας

Οι καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά, η πίεση, το άγχος σίγουρα δε μας βοηθάνε στην ευτυχία. Στην ευτυχία που τόσο πολύ λέμε πως ποθούμε και δεν κάνουμε τίποτα γι’ αυτή.

Δεν προσπαθούμε καν να τη βρούμε.
Απλώς στεκόμαστε σε μία γωνία και κοιτάμε τα λάθη τα δικά μας και των άλλων, τις παραξενιές, τα άσχημα συμβάντα και τα αφήνουμε να μας πνίγουν και να γίνονται θηλιά στο λαιμό μας.

Δεν τα βλέπουμε σαν εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουμε.
Κάνουμε πως ξεχνάμε ότι στη ζωή όλα είναι όπως τα βλέπουμε και τα διαχειριζόμαστε και ότι η δική μας διαχείριση θα τα καθορίσει και όχι αυτά τη δική μας ψυχολογία.

Για αυτό λοιπόν ας μάθουμε επιτέλους να τα βλέπουμε λίγο πιο θετικά όλα.
Να βρίσκουμε το σωστό στο λάθος, τη χαρά στη λύπη, την ηλιαχτίδα μέσα στα σύννεφα.
Δύσκολο, ναι. Όχι όμως και ακατόρθωτο.

Ας εστιάσουμε όλοι σε αυτά που μας προκαλούν την ηρεμία στη ψυχή μας και τη χαρά στα μάτια μας και όχι σε αυτά που μας τις στερούν.
Ας αγαπήσουμε τη ζωή μας και τον κόσμο γύρω μας.
Δεν κρύβουν όλοι κακία, ούτε κινούνται βάσει συμφέροντος.

Υπάρχουν και καλοπροαίρετοι άνθρωποι.

Άνθρωποι που αγαπούν βαθιά και σέβονται τα θέλω μας και να είμαστε σίγουροι πως θα γνωρίσουμε και εμείς τέτοιους ανθρώπους μέσα στην πορεία της ζωής μας.

Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι όλοι έχουν κάτι να μας προσφέρουν και ότι όλα θα πάνε καλά μόνο αν εμείς έχουμε την καρδιά μας ανοιχτή προς το καλό και το αφήσουμε να τρυπώσει μέσα μας.

Να θυμόμαστε πως όλα θα πάνε καλά μόνο αν εμείς είμαστε καλά μέσα μας.
Εμείς μας καθορίζουμε. Εμείς καθορίζουμε τη ζωή μας.
Όλοι και όλα τα άλλα είναι απλώς μαθήματα και δρόμοι.

Εμείς αποφασίζουμε τι θα κρατήσουμε και τι θα πετάξουμε από τη ζωή μας.
Εμείς αποφασίζουμε ποιόν δρόμο θα βαδίσουμε.
Μην μας ξεχνάμε. Εμείς είμαστε κυρίαρχοι του εαυτού μας, του μυαλού και της καρδιάς μας. Ό,τι θρέφουμε, αυτό θα μεγαλώσει.

Και στο τέλος δική μας θα είναι η επιλογή στο τι αποφασίσαμε να θρέψουμε.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Το Πρόβλημα της σκέψης

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος προσωκρατικοιΌποια αντίληψη κι αν έχουμε για την προέλευση και την ανάπτυξη του ανθρώπου, το μόνο βεβαιωμένο γεγονός από την ιστορία, και τις επιστήμες που την υποστηρίζουν, είναι ότι ο άνθρωπος βγήκε από το προσυνειδητό χάος εδώ και 500000 χρόνια. Αλλά μόνο τα τελευταία 50000 χρόνια έκανε πραγματική πρόοδο. Μάλιστα καθώς πλησιάζουμε προς την σύγχρονη εποχή τόσο αυξάνονται οι ρυθμοί της ανάπτυξης της ανθρώπινης νοημοσύνης. Παρόλα αυτά, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, ακόμα μπουσουλάει μέσα στην ιστορία. Ο πολιτισμός που έχει αναπτύξει μέχρι σήμερα δεν είναι παρά μια αρχή, αν σκεφτούμε το «άπειρο» μέλλον μπροστά μας.

Ο άνθρωπος παρόλο που έχει μια καταγραμμένη ιστορία πολιτισμού αρκετών χιλιάδων χρόνων, δεν μπορεί να περηφανευθεί για τον πολιτισμό του. Ίσως μπορεί μόνο για την τεχνολογική ανάπτυξη. Και δεν εξετάζουμε το θέμα από μεταφυσική άποψη αλλά από καθαρά ανθρώπινη ιστορική πλευρά. Δέκα χιλιετηρίδες ιστορία κι ο άνθρωπος έχει τα ίδια πολιτικά, κοινωνικά, και οικονομικά προβλήματα που είχε και πριν 10000 χρόνια που άρχισε ουσιαστικά ο αστικός πολιτισμός με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμες περιοχές, πόλεις και χωριά.

Κι αν αναρωτηθεί κάποιος σήμερα για την Οργάνωση της κοινωνίας, έτσι όπως έχει οργανωθεί, για την Δικαιοσύνη, την Θρησκεία, τον Πνευματικό πολιτισμό, τα πράγματα είναι απογοητευτικά. Η Οργάνωση της κοινωνίας είναι τελείως άδικη, Δικαιοσύνη δεν υπάρχει, η Θρησκεία έχει ξεφτίσει σε μεταφυσική απάτη κι ο πνευματικός πολιτισμός έχει ξεπέσει σε διανοητική φλυαρία.

Κι όλα αυτά τα ανθρώπινα προβλήματα είναι φυσικά γιατί είπαμε ότι ο άνθρωπος βρίσκεται ιστορικά ακόμα στο ξεκίνημά του. Ίσως σε δύο, τρεις χιλιάδες χρόνια ο ανθρώπινος πολιτισμός να είναι διαφορετικός. Σήμερα όμως υπάρχει πρόβλημα.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το ότι είμαστε σε αυτή την κατάσταση. Είπαμε, είμαστε ακόμα σαν είδος στο ξεκίνημα της ιστορίας μας. Το πρόβλημα είναι γιατί έχουμε «κολλήσει» εδώ, γιατί δεν προχωράμε πνευματικά, γιατί δεν προοδεύουμε πολιτισμικά; Γιατί δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια πιο δίκαια κοινωνία, γιατί δεν μπορούμε να λύσουμε βασικά κοινωνικά προβλήματα, γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται καθημερινά, σε ολόκληρο τον πλανήτη; Γιατί υπάρχει τέτοια κοινωνική πολιτική οικονομική ανισότητα, γιατί είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα κοινωνικό σύστημα που δεν έχει διεξόδους; Γιατί υπάρχει τόση αγριότητα, τόση αδιαφορία και τόση δυστυχία στον κόσμο;

Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, ο τρόπος που ενεργούμε. Η Ανάδυση της Αυτοσυνείδησης στον Άνθρωπο, του έδωσε την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την Αντίληψη, την σκέψη, για να κατευθύνει τις δραστηριότητές του και να προχωρήσει μέσα στην ιστορία. Όμως η χρήση της σκέψης που ήταν πριν χιλιάδες χρόνια κοσμοϊστορική ανακάλυψη, έγινε με τις χιλιετηρίδες παγίδα που φυλάκισε τον άνθρωπο σε ένα πλαστό πολιτισμό που σήμερα αποδεικνύεται ανεπαρκής γιατί δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα του σημερινού ανθρώπου.

Τι συνέβη ακριβώς; Αυτό πρέπει να δούμε. Κι ίσως έτσι όχι μόνο να βρουν απάντηση όλα τα ερωτήματά μας για τον άνθρωπο και την κοινωνία, ίσως έτσι προσανατολιστούμε και διακρίνουμε τον Δρόμο που πρέπει να πάρουμε σαν ανθρωπότητα.

Η Ανάδυση της Αυτογνωσίας άνοιξε απέραντους ορίζοντες στην χρήση της Νοημοσύνης και απεριόριστες επιλογές στην χρήση της σκέψης. Από τα πολύ παλιά χρόνια ο άνθρωπος έμαθε να αυτοματοποιεί την αντίληψή του, να κατασκευάζει σταθερές εικόνες για την πραγματικότητα. Αυτό έγινε κατά βάση για λόγους επιβίωσης. Η «αυτοματοποίηση της αντίληψης» κι η χρήση της σκέψης για την κατασκευή πρότυπων της πραγματικότητας απελευθέρωσε τον άνθρωπο για να μπορεί να συγκεντρώνεται, να δίνει προσοχή σε επιμέρους συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο άμεσο παρόν. Αυτό όμως ταυτόχρονα τον απέσπασε από την Άμεση Παρατήρηση του όλου περιβάλλοντος και τον κατηύθυνε στα τρέχοντα προβλήματα. Έτσι η γνώση του περιβάλλοντος αφού δεν ήταν πιά αυθόρμητη ζωντανή σε πραγματικό χρόνο έπρεπε να βασιστεί στην μνήμη, στην μάθηση, στην γνώση και στις γνώσεις.

Έτσι σιγά-σιγά οι άνθρωποι έχτισαν τις κοσμοθεωρίες τους, τον πολιτισμό τους, την γνώση τους. Η κοινωνικοποίηση, δηλαδή η ένταξη νέων ατόμων που γεννιόνταν μέσα στην κάθε κοινωνία, ήταν κι είναι ακόμα «μύηση» στις αντιλήψεις της κοινωνίας, στην γλώσσα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την πραγματικότητα και στις δραστηριότητές της. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι «ξέχασαν» να έχουν μια άμεση ζωντανή φρέσκια αντίληψη αυτού που συμβαίνει γύρω τους, υιοθετούσαν την έτοιμη αντίληψη της κοινωνίας και ασχολούνταν μόνο με τα τρέχοντα μερικά ζητήματά τους. Έπαψαν να είναι ζωντανοί δημιουργικοί άνθρωποι και να ζουν στο Παρόν και έμαθαν να είναι προγραμματισμένοι από την κοινωνία, με αυτοματοποιημένες αντιλήψεις και στερεότυπες δραστηριότητες. Αντί να χρησιμοποιούν την Άμεση Αντίληψη και να έχουν την σκέψη σαν εργαλείο βοηθητικό, βασίστηκαν στην μνήμη, στην πληροφορία, στο παρελθόν.

Με αυτόν τον τρόπο οι κοινωνίες απολιθώθηκαν. Κι ενώ η ζωή τρέχει κι εμφανίζει νέες απαιτήσεις, δηλαδή καινούργια αντίληψη, αναθεώρηση των σταθερών κοινωνικών απόψεων, οι κοινωνίες αλλάζουν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς.

Θέλουμε να πούμε ότι η «αυτοματοποίηση της αντίληψης» κι η χρήση της σκέψης και της μνήμης, και της μύησης στην κοινωνική γνώση, ενώ στην αρχή, πριν χιλιετηρίδες, εξυπηρέτησε τον άνθρωπο στην επιβίωσή του σιγά σιγά έγινε τροχοπέδη στην εξέλιξή του.

Όλα τα θρησκευτικά κινήματα, αν κάνουμε μια σοβαρή ιστορική μελέτη, υπήρξαν επαναστατικά κοινωνικά κινήματα, πραγματικά επαναστατικά κοινωνικά κινήματα. Στην πραγματικότητα τι δίδαξαν όλοι οι Μεγάλοι Σοφοί της Ανθρωπότητας; Ο Ορφέας, ο Λάο Τσε, ο Βούδας, οι Δάσκαλοι των Ουπανισάδ. Έδειξαν στους ανθρώπους τον Δρόμο να απελευθερωθούν από την αυτοματοποιημένη αντίληψη και τα κοινωνικά στερεότυπα, να Αφυπνισθούν στην Άμεση Αντίληψη της Πραγματικότητας, αυτού που συμβαίνει εδώ, τώρα, στην στιγμή που ρέει, σε απόλυτα πραγματικό χρόνο. Να Δουν, με προσωπική εμπειρία την Ροή της Ζωής, την Συνεχή Αλλαγή, να συνειδητοποιήσουν ότι η Ζωή είναι Διαδικασίες κι όχι σταθερά πράγματα όπως τα παρουσιάζει η απολιθωμένη σκέψη, να Συντονιστούν και να Πορευτούν με το Ρεύμα της Ζωής που τώρα τους έφερε εδώ κι αύριο θα τους πάει σε άλλους κόσμους. Γιατί το Βαθύτερο Μήνυμα όλων των θρησκευτικών κινημάτων ήταν να ανοίξει τα μάτια των ανθρώπων να δουν ότι υπάρχει μόνο Αλλαγή κι όχι Απώλεια της Ενέργειας… ότι ο Άνθρωπος είναι Αιώνιος, και είναι κάτι πιο Ουσιαστικό από το σώμα, τις αισθήσεις, τις σκέψεις, τις αντιλήψεις, την προσωπική ύπαρξη… Ο Άνθρωπος Έχει Θεϊκή Ουσία, είναι ο Θεός που μπήκε μέσα στους περιορισμούς, το όνειρο, τις αυταπάτες… Αλλά αργά ή γρήγορα θα αναδυθεί από το σκοτάδι της ύπαρξης στο Ερεβοκτόνο Φως της Αιώνιας Ζωής.

Όλοι οι Μεγάλοι Σοφοί της Ανθρωπότητας Έδειξαν τον Πλατύ Ανοιχτό Δρόμο της Εξέλιξης του Ανθρώπου στο Μέλλον που τον Οδηγεί Πίσω στην Πατρίδα του, στον Ουρανό, στους Κόλπους του Ακατάληπτου Αγνώστου που τα Στηρίζει όλα αυτά που βλέπουμε ή αντιλαμβανόμαστε.

Κι ενώ όλοι οι Σοφοί της Ανθρωπότητας Δίδαξαν την Αφύπνιση του Ανθρώπου στην Πραγματικότητα… οι οπαδοί τους έφτιαξαν από το Αρχικό Μήνυμα ξανά θεωρίες, θρησκείες, διδασκαλίες, παραδόσεις. Δηλαδή τι έκαναν; Ερμήνευσαν το Ζωντανό Μήνυμα των Διδασκάλων με την σκέψη, το ενέταξαν μέσα στην σκέψη, σαν πληροφορία, γνώση, μνήμη, παράδοση, και τελικά το έφεραν πάλι στα μέτρα τους, στον αυτοματοποιημένο κόσμο τους, το έκαναν κι αυτό «γνώση» τους.

Όμως το Αιώνιο Μήνυμα των Διδασκάλων είναι ότι πρέπει ακριβώς να Αφυπνιστούμε από την Αυτοματοποιημένη Δράση, την σκέψη, την μνήμη, την παράδοση, την γνώση, να Αναδυθούμε στην Άμεση Ζωντανή Αντίληψη της Πραγματικότητας, στην Ζωντανή Φρέσκια Αντίληψη αυτού που συμβαίνει αυτή την στιγμή μέσα μας, γύρω μας, να ξαναγίνουμε Ζωντανοί Άνθρωποι, και να πάψουμε να είμαστε κοινωνικά αυτόματα.

Αυτό, η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, είναι κάτι που πρέπει να κάνει ο καθένας προσωπικά, μέσα του, μόνος του. Να Ανοίξει τα μάτια του και να Δει. Πρέπει να απαλλαχτεί από όλο το διανοητικό σκουπιδαριό που του έχει φορτώσει η κοινωνία, και να δει τελείως ελεύθερος, το τι συμβαίνει πραγματικά. Με άλλα λόγια πρέπει, για να Δούμε, να ξεκινήσουμε από μηδενική βάση, χωρίς θεωρίες, γνώσεις, μνήμες. Τότε ίσως να μπορέσουμε να απαντήσουμε στα αιώνια ερωτήματα του ανθρώπου:

Ποιος Είμαι;

Τι Είμαι;

Τι κάνω;

Που Πάω;

Χρειάζεται να Αφήσουμε την Ίδια την Ζωή, Εδώ, Τώρα, να μας Απαντήσει, να Εμπιστευτούμε την Ζωή να μας Οδηγήσει, Εδώ, Τώρα… κι όχι να βασιζόμαστε σε γνώσεις, βιβλία, δασκάλους… γιατί όλα αυτά είναι σκέψη, κι η σκέψη, η γνώση, η πληροφορία δεν θα μας δώσει ποτέ απάντηση

Επιτέλους! Η Ζωή Τρέχει, είναι βιώματα, διαδικασίες. Δεν μπορούμε να την ακινητοποιούμε σε θεωρίες, δεν μπορούμε να την κλείνουμε σε λέξεις.

Την Ζωή Πρέπει να την Ζούμε! Όχι να την σκεφτόμαστε, ή να λειτουργούμε μέσα από την αυτοματοποιημένη σκέψη.

Το Αιώνιο Μήνυμα των Διδασκάλων, η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα είναι πάντα εδώ. Το φέρνει η Ζωή μπροστά μας. Η μόνη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε στο «Ποιος Είμαι;» είναι μέσα μας. Είναι η προσωπική επιλογή μας. Κι η απάντηση που θα δώσουμε είτε θα μας βγάλει έξω στο Φως ή θα μας αφήσει να περιπλανιόμαστε ακόμα στους λαβύρινθους της σκέψης. Τελικά ο καθένας είναι απόλυτα υπεύθυνος του εαυτού του και της πορείας του.

Bertrand Russell: Η φιλοσοφία της Φύσης

Η θρησκεία, μιας και πηγάζει από τον φόβο, έχει εξάρει ορισμένους φόβους και έκανε τούς ανθρώπους να μην τους θεωρούν μισητούς. Σ’ αυτό έβλαψε πολύ τήν ανθρωπότητα, γιατί κάθε φόβος είναι κακός.

Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει. Δεν είμαι νέος και αγαπώ τή ζωή, δεν καταδέχομαι όμως να τρέμω από φόβο στή σκέψη της εκμηδένισης μου.

Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο γνήσια επειδή κάποτε τελειώνει, ούτε ο στοχασμός και η αγάπη χάνουν τήν άξια τους γιατί δεν διαρκούν αιώνια.

Πολλοί άνθρωποι φέρθηκαν περήφανα στο ικρίωμα, και η ίδια αυτή περηφάνια πρέπει να μας διδάξει να σκεφτόμαστε σωστά για τή θέση του ανθρώπου στον κόσμο.

Ακόμα κι όταν τ’ ανοιχτά παράθυρα της επιστήμης μας κάνουν να αναρριγούμε όσο κι από τή βολική κλεισούρα τών, παραδοσιακών, ενανθρωπιστικών μύθων, στο τέλος, δροσερός αέρας θα μας δυναμώσει και οι ανοιχτοί χώροι θα έχουν ένα δικό τους μεγαλείο,

Η φιλοσοφία της φύσης είναι ένα πράγμα, και η φιλοσοφία αξιών ένα άλλο. Η σύγχυσή τους, μονάχα βλάβη μπορεί να προκαλέσει. Αυτό πού θεωρούμε καλό, αυτό πού αρέσει, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό πού είναι, μέ το πρόβλημα δηλαδή πού απασχολεί τή φιλοσοφία της φύσης.

Από τήν άλλη μεριά, κανένας δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να εκτιμούμε ετούτο ή εκείνο, μέ το πρόσχημα πώς ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν το εκτιμά, ούτε είναι δυνατό να μας υποχρεώσουν να θαυμάζουμε οτιδήποτε, γιατί είναι «νόμος της φύσης». δεν υπάρχει αμφιβολία πώς είμαστε μέρος της Φύσης, πού δημιούργησε τούς πόθους μας, τις ελπίδες και τούς φόβους μας» σύμφωνα μέ νόμους πού οι φυσικοί αρχίζουν ν’ ανακαλύπτουν.

Με τήν έννοια τούτη, είμαστε ένα μέρος της Φύσης, δηλαδή είμαστε υποταγμένοι σ’ αυτήν και στους νόμους της, και, τελικά, τα θύματά της.

Η φιλοσοφία της Φύσης δεν πρέπει να είναι υπερβολικά γήινη. Γιατί η Γή είναι ένας μονάχα από τούς πιο μικρούς πλανήτες, πού ανήκουν σ’ έναν από τούς μικρότερους αστέρες τού Γαλαξία.

Θα ήταν γελοίο να εξωθούμε τή φιλοσοφία της Φύσης σέ τρόπο πού τ’ αποτελέσματα της να είναι ευχάριστα. στά απειροελάχιστα παράσιτα του ασήμαντου αυτού πλανήτη.

Ο βιταλισμός σα φιλοσοφία και η θεωρία της εξέλιξης δείχνουν, από τήν άποψη αύτη, έλλειψη αίσθησης αναλογιών και λογικής σημασίας. Ατενίζουν τα γεγονότα της ζωής, πού μας ενδιαφέρουν προσωπικά, σα να έχουν συμπαντική σημασία, και όχι μιά σημασία πού περιορίζεται στήν επιφάνεια της Γής.

Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, σαν συμπαντικές φιλοσοφίες, δείχνουν τον ίδιο αφελή ανθρωπομορφισμό.

Το μεγάλο Σύμπαν, στο μέτρο πού το γνωρίζουμε, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό και δεν ενδιαφέρεται να μας κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους. Όλες οι τέτοιες φιλοσοφίες προκύπτουν από τήν έπαρση μας και διορθώνονται κατά τον καλύτερο τρόπο μέ λίγη αστρονομία.

Στή φιλοσοφία άξιων όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η Φύση είναι ένα μέρος μονάχα αυτών πού μπορούμε να φαντασθούμε. το κάθε τί, πραγματικό ή φανταστικό·, μπορεί να εκτιμηθεί από μας και δεν υπάρχουν εξωτερικά σταθμά πού να αποδείχνουν πώς η αξιολόγησή μας αύτη είναι λαθεμένη.

Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι τελεσίδικοι κριτές των αξιών και στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ένα μόνο μέρος του. Έτσι, σέ τούτον τον κόσμο είμαστε μεγαλύτεροι από τή Φύση.

Στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ουδέτερη, ούτε καλή είναι ούτε κακή, ούτε άξια θαυμασμού, ούτε άξια καταδίκης. Εμείς είμαστε εκείνοι πού δημιουργούμε τις αξίες και οι πόθοι μας είναι εκείνοι πού αξιολογούν.

Στο βασίλειο αυτό είμαστε βασιλιάδες και εξευτελίζουμε σίγουρα την ηγεμονία μας, αν σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στή Φύση. Σέ μας εναπόκειται να καθορίσουμε τί είναι, καλή ζωή, όχι στή Φύση — ούτε καν αν τήν προσωποποιήσουμε σα θεό.

Bertrand Russell, Μετά τη γνώση

ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ: Ο ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

«Οι βάρβαροι κληρονόμησαν τον πλούτο της Αρχαίας Ελληνικής σοφίας που δεν τους ανήκει, ενώ οι νόμιμοι κληρονόμοι της φιλοσοφίας θα έπρεπε να είναι οι διάδοχοι. Υπήρξε μία αντιστροφή των ρόλων, ώστε Έλληνες να είναι τώρα οι Βάρβαροι και οι Βάρβαροι Έλληνες». -Μιχαήλ Ψελλός

Ο Μιχαήλ Ψελλός έζησε τον 11ο αιώνα (1018 - 1095), μια εποχή σταδιακής παρακμής για την πάλαι ποτέ ισχυρή Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Το κατά κόσμον όνομα του ήταν Κων/νος (το όνομα Μιχαήλ το «έλαβε» όταν έγινε μοναχός το 1054), ενώ το επίθετο Ψελλός προέρχεται από ένα το γλωσσικό ελάττωμα του «ψελλίζειν». Οι γονείς του κατάγονταν από την Νικομήδεια, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Μαυρόποδος, του Ιωάννη Ξιφιλίνου, σπούδασε στην Αθήνα, όπου μελέτησε Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Δημοσθένη, και αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους.

Το «καθολικό του πνεύμα» σημάδεψε ανεξίτηλα τη Βυζαντινή διανόηση της ύστερης περιόδου, καθώς υπήρξε καθηγητής ρητορικής, Φιλόσοφος, μαθηματικός, αλχημιστής, αστρονόμος, φυσικός, νομικός, ιστορικός, ιατρός, θεολόγος αλλά και αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής.

Τα συγγράμματα του κατά τα πρότυπα των αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων, μαρτυρούν την πολυμάθεια του, εφόσον καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα επιστημών: τη φιλοσοφία, τη ρητορική, τη θεολογία, την αστρονομία, τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, τη μετεωρολογία, τη φυσική, την Αλχημεία (χυμευτική), το δίκαιο, την ιστορία, τη μουσική, αλλά και την λαογραφία.

Ταυτόχρονα όμως υπήρξε πολύ καλός γνώστης της «Μεταφυσικής» και των λεγόμενων «Απόκρυφων επιστημών», της «Αλχημείας», του «Μυστικισμού», και του «Αποκρυφισμού».

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, χάρη στην πολυμάθεια του και στην επιβλητική του προσωπικότητα κατέλαβε διάφορους τίτλους και αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη.

Υπήρξε πρύτανης του Πανδιδακτηρίου, (του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης) φέροντας τον τίτλο «Ύπατος των Φιλοσόφων», Αρχιγραμματέας, και Πρωθυπουργός. Υπήρξε επίσης επικεφαλής της αντιπροσωπείας που πρόσφερε το στέμμα της αυτοκρατορίας στον Ισαάκιο Α Κομνηνό, ιδρυτή της δυναστείας των Κομνηνών.

Διατήρησε την πολιτική επιρροή του επί Κωνσταντίνου Ι' (Δούκα, 1059-1067), ενώ επί του Μιχαήλ Ζ' (1071) έγινε παραδυναστεύων, δηλαδή πρώτος υπουργός του κράτους.

Η συμβολή του στην αναβίωση των αρχαίων Ελληνικών Σπουδών στο Χριστιανικό Βυζάντιο υπήρξε σημαντική, καθώς αναβίωσε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς των οποίων η ύπαρξη είχε από πολλού ξεχαστεί, διασώζοντας ταυτόχρονα αρκετά αρχαίο Ελληνικά χαμένα κείμενα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Και εσείς που διαβάζετε σήμερα την ιστορία μου θα συμφωνήσετε πως βρήκα την Φιλοσοφία χωρίς πνοή, τουλάχιστον όσον αφορά τους θεράποντες της, και την αναζωπύρωσα με μόνες τις δικές μου δυνάμεις. Γιατί ούτε δασκάλους αξιόλογους είχα, ούτε σπέρμα σοφίας βρήκα στην Ελλάδα ή και στους Βάρβαρους και ας έψαξα σε όλο τον κόσμο. Επειδή όμως είχα ακούσει ότι οι Έλληνες είχαν δημιουργήσει άλλοτε κάτι μεγάλο στην φιλοσoφία, το οποίο διατύπωσαν με απλούς όρους και απλές προτάσεις που είχαν καταστεί σαν στύλοι και σαν όρια για τη μετέπειτα σκέψη, απέρριψα όλες τις σχετικές μικρολογίες και ζήτησα να βρω κάτι παραπάνω.

Διάβασα λοιπόν μερικούς από τους Φιλοσόφους εκείνους και διδάχτηκα από αυτούς τον δρόμο για την γνώση. Ο ένας με παρέπεμπε στον άλλο, ο χειρότερος στον καλύτερο και εκείνος πάλι στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα. Είναι βέβαιο ότι και όλοι οι προηγούμενοι θα έμεναν ικανοποιημένοι αν κατατάσσονταν στην δεύτερη θέση, αμέσως μετά από αυτούς τους δύο. Από εκεί λοιπόν, σαν αν διέγραφα ένα κύκλο, κατέβηκα πάλι στον Πλωτίνο και Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο. Μετά από αυτούς συνάντησα στον δρόμο μου τον θαυμάσιο Πρόκλο και σταματώντας σε αυτόν σαν σε ευρύτατο λιμάνι, άντλησα την επιστήμη της γνώσης εμβαθύνοντας στην λειτουργία της νόησης. (1)

Η αναγέννηση των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο και η αναβίωση του Ελληνισμού – προσπάθεια που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Πλήθωνα τον Γεμιστό, - ήταν αποτέλεσμα των προσπαθειών του Ψελλού, κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαίως θεωρείται πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης.

Ο Ψελλός έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στον Νεοπλατωνισμό και ιδιαίτερα στον Πρόκλο. Και αυτό σε μία εποχή που ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ανατρέξει κανείς σε Βυζαντινές πηγές για τους αρχαίους Κλασσικούς, πόσο μάλλον σε κείμενα όπως αυτά του Ερμή του Τρισμέγιστου, το «Περί της Ιερατικής Τέχνης» του Πρόκλου και των Χαλδαϊκών Χρησμών (2), συγγράμματα δηλαδή που κινούνταν όχι απλά στην Φιλοσοφία, αλλά στο χώρο του «Μυστικισμού», της «Αλχημείας» και της «Θεουργίας».

Κύριος εκπρόσωπος της Θεουργίας ήταν ο Ιάμβλιχος που πίστευε στην αποτελεσματικότητα της μαγείας και της θεουργίας, θέση την οποία υποστήριζε ο Πρόκλος τον οποίο θαύμαζε ο Ψελλός. (Θέση η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τον ιδρυτή του Νεοπλατωνισμού, Πλωτίνο ο οποίος πίστευε πως η εξαιρετικά σπάνια επίτευξη μυστικιστικών εκστατικών καταστάσεων δια μέσου της «εις εαυτόν διείσδυσης», αποτελούν την κορύφωση, ενός φιλοσοφικού στοχασμού, που προϋποθέτουν την ηθική τελείωση, και την σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια).

Σε μια αρκετά μεγάλη αναφορά στη «Χρονογραφία» του, ο Ψελλός κάνει μια λεπτομερή αναφορά στη διανοητική και φιλοσοφική του πρόοδο, στο δρόμο που τον οδήγησε μέσα από διακριτά στάδια και καθορισμένες φάσεις, στην «πρώτη» Φιλοσοφία.

Το Φιλοσοφικό του ταξίδι του ξεκίνησε με τη μελέτη της λογικής και ορισμένων σχολιαστών που του έδειξαν το δρόμο προς τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Στην επόμενη φάση επικεντρώθηκε στους μεγαλύτερους των Νεοπλατωνικών, τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο, τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο. Τέλος, αφιερώθηκε στον τετραπλό δρόμο των μαθηματικών, ο οποίος, σύμφωνα με τα λόγια του, «βρίσκεται ανάμεσα στην επιστήμη της υλικής φύσης και τα αποστάγματα της καθαρής σκέψης».

Στην προσπάθειά του να κατανοήσει πράγματα απαγορευμένα από την Εκκλησιαστική ιεραρχία είναι προφανές πως ασχολήθηκε όπως προαναφέρθηκε, εκτενώς με τις απόκρυφες επιστήμες την Θεουργία, και στον Ερμητισμό, παρότι υποστήριζε πως ποτέ δεν έκανε ακατάλληλη χρήση τους. Σε αναφορά προς τους μαθητές του, αναφέρεται στην κατασκευή αποτροπαϊκών ειδωλίων από τους Χαλδαίους για θεραπευτικούς σκοπούς. Όμως αρνείται να αναφέρει τον τρόπο και τις ουσίες με τις οποίες κατασκευάζονται. Αναφέρει πως θα μπορούσε κάποιος να τα χρησιμοποιήσει ανεύθυνα, και φυσικά δεν επιθυμούσε να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη. To ίδιο ενδιαφέρον για τον κίνδυνο παρανοήσεων από τους μαθητές εκφράζεται σε πολλά από τα γραπτά του Ψελλού. Είναι προφανές λοιπόν πως επιλεκτικά και εν κρυπτό δίδασκε σε μαθητές του Ερμητισμό, και τις απόκρυφες επιστήμες και τέχνες, ενώ παράλληλα αναβίωνε τα Ελληνικά μυητικά μυστήρια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Και επειδή είχα ακούσει από διαπρεπείς φιλοσόφους ότι υπάρχει κάποια σοφία ανώτερη από κάθε απόδειξη, τα οποία μπορεί να γνωρίσει ο νους μόνο όταν βρίσκεται σε κατάσταση συνειδητής έκστασης, ούτε και γι' αυτήν α­διαφόρησα, αλλά διαβάζοντας μερικά «μυστικιστικά βιβλί­α», όσο ήταν το σωστό και όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, μυήθηκα και σ' αυτήν».

Δεν είναι συνεπώς παράδοξο να φημολογείται πως ο Μιχαήλ Ψελλός διατέλεσε αρχηγός του εσωτερικού Τάγματος «Τάγμα της Ανατολής». Σύμφωνα με τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία, μυημένοι σε αυτό το τάγμα ήταν εκτός του ιδίου και ο πατριάρχης Φώτιος. Το τάγμα αυτό υπήρξε το πρότυπο των θρυλικών Ναιτικών Ταγμάτων (Ναίτες ιππότες), και αργότερα των Ροδόσταυρων. Σύμφωνα με έρευνες του Γάλλου Παρτείκ Ριβιέρ δύο από τους μεγαλύτερους ιδρυτές του τάγματος των Ναιτών ο Μάγιστρος Ούγκο ντε Πεγιέν και ο Ούγκο ντε Καμπέιν, μετά την πρώτη σταυροφορία το 1095 και την ίδρυση του τάγματος των Ναιτών ιπποτών, ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινα τρία χρόνια (3)

Όπως ήταν φυσικό, η προσπάθεια αναβίωσης του Ελληνικού πνεύματος σε μια εποχή σκοταδισμού (4), τον οδήγησε σε αντίθεση με την ιεραρχία του κλήρου, αφού κατηγορήθηκε πως προσπαθούσε να αναβιώσει τον Ελληνισμό* και ότι εξασκούσε την μαγεία.

[*Ο Πρόκλος αναφέρει ότι στην εποχή του, δηλαδή τον +5ον αιώνα τα Μυστήρια ετελούντο κανονικά αλλά µε προφυλάξεις. Ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει ότι τον 11ον αιώνα, γινόταν τελετουργίες των Μυστηρίων από έναν χριστιανό αρχιεπίσκοπο ο οποίος από οικογενειακή παράδοση είχε γίνει µύστης των Ελευσίνιων Μυστηρίων και έτσι διασώθηκαν µέχρι σήµερα.]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο κινδύνεψε από το Εκκλησιαστικό κατεστημένο του Βυζαντινού κράτους (τον έσωσε η ρητορική του και η διπλωματική του δεινότητα) και αναγκάστηκε σε ομολογία πίστεως, ενώ αργότερα θέλοντας να αποφύγει δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις έγινε μοναχός, στην μονή του Ολύμπου Βιθυνίας, όπου πήρε και το όνομα Μιχαήλ.

Για τον Ψελλό όμως η Φιλοσοφία και η θεολογία δεν ήταν δύο διαφορετικές επιστήμες. Η φιλοσοφία έβαζε τις βάσεις πάνω στις οποίες η θεολογία «έχτιζε» τις πνευματικές της ενοράσεις. Ο Ψελλός ήταν πεπεισμένος πως η φιλοσοφία και η θεολογία ενωμένες μπορούσαν να δώσουν απάντηση στα αιώνια προβλήματα της ανθρωπότητας.

Η εναντίωση του Εκκλησιαστικού κατεστημένου του Βυζαντινού κράτους στην προσπάθεια του Ψελλού, συνεχίστηκε και με τον μαθητή και διάδοχο του στο βαθμό του «ύπατου φιλοσόφου» Ιωάννη Ιταλό (γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία). Ο Ιταλός χαρακτηρίστηκε «Ελληνόπληκτος» και «δαιμονόπληκτος στασιαστής» κατά της «Νέας Ρώμης» απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, μετά από δύο δικαστικές διώξεις το 1076/7 και το 1085. Προηγουμένως, είχε σωθεί, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. Ο Ψελλός αναφέρει για τον μαθητή του: «Αφού το έκανε σκοπό του να επαινέσει την σοφία των Ελλήνων, λυπάται, έχοντας καλούς λόγους, που οι αλλοδαποί και οι βάρβαροι κληρονόμησαν τον πλούτο αυτής της σοφίας που δεν τους ανήκει, ενώ οι νόμιμοι κληρονόμοι της φιλοσοφίας θα έπρεπε να είναι οι διάδοχοι. Σχεδόν ολόκληρη η Ελλάδα και οι αποικίες της στην Ιωνία έχουν εντελώς αποκοπεί από την οικογενειακή περιουσία, η κληρονομιά έχει περάσει στους Ασσύριους, στους Μήδους και στους Αιγυπτίους.

Υπήρξε μία αντιστροφή των ρόλων, ώστε Έλληνες να είναι τώρα οι Βάρβαροι και οι Βάρβαροι Έλληνες. Υπέθεσε ότι ένας Έλληνας πηγαίνεις τα Σούσα ή στα Εκβάτανα, στο αρχαίο ανάκτορο του Δαρείου, ή μιλά στους κατοίκους της Βαβυλώνας. Εκεί θα ακούσει για πράγματα που παρά την Ελληνική του παιδεία δεν έχει ακούσει ποτέ, θα θαυμάσει οποίων συναντά και ίσως τότε θα ακούσει για πρώτη φορά ότι η σοφία κατηύθυνε τις υποθέσεις τους. Αλλά αν ένας επηρμένος Βάρβαρος μας επισκεπτόταν και μιλούσε στους Έλληνες συγγραφείς κυρίως Πέρσες, όλοι τους σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Φυσικός Ραζί (865-925), ο φυσικός και φιλόσοφος Αβικέννας (980- 1037), ο φυσικός αστρονόμος μαθηματικός, χημικός, γεωγράφος και ιστορικός Αλ Μπιρουνί (973- 1048)., διανοητές όπως ο Αλ Κιντί (+850), ο Αλ Φραμοπί (+950), ο Ιμπν Σινά (+1037), και ο Ιμπν Ρούσντ ή Αβερρόης (+1198).

Το 1932 ο ανώνυμος σχολιαστής ενός Ελληνικού χειρογράφου συνέκρινε τον Πτολεμαίο με σύγχρονους Άραβες αστρονόμους, ενώ ένας άλλος ανώνυμος αστρονόμος χρησιμοποίησε το 1070 το έργο κάποιου Άραβα Αμπάς Αλ Χασίμπ και εφάρμοσε για πρώτη φορά στο βυζάντιο τριγωνομετρικές μεθόδους υπολογισμού». (5)

Λέγεται πως επί Μιχαήλ Ζ' Μιχαήλ Ψελλός εγκατέλειψε τη Βασιλεύουσα και πήγε στην Νικομήδεια, όπου έζησε μέσα στη φτώχεια. Πέθανε ξεχασμένος το 1095, την χρονιά που η πρώτη σταυροφορία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.
----------------------
Παραπομπές:
1. Το Λυκόφως των Θεών Κοργανίτης Δ. σελ 369, εκδόσεις Αρχέτυπο.
2. Οι Χαλδαϊκοί χρησμοί αποδίδονται στον Ιουλιανό γιο «Χαλδαίου φιλοσόφου, ο οποίος έζησε την εποχή του Μ. Αυρήλιου (όχι τον αποστάτη Αυτοκράτορα που προσπάθησε να αναβιώσει την «Εθνική θρησκεία» ) είναι συνυφασμένοι με την θεουργία. Στους χρησμούς αυτούς εκτός από περιγραφές για την λατρεία προς τους Θεούς, υπάρχουν συνταγές μαγείας για την επίκληση των Θεών και άλλα. Ο Ιουλιανός υποστήριζε πως του παραδόθηκαν από τους Θεούς.
Η θεουργία σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο βοήθαγε στην επίτευξη των στόχων και του έδινε την δυνατότητα να ξεφύγει από την ειμαρμένη. Ακόμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ένα σύστημα μαντικής. Όλα αυτά επιτυγχάνονταν χάρη στην παρουσία των Θεών μέσα σε γήινα όντα, τα οποία διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
(α) η μία σε όντα που ανήκουν στο φυτικό, ζωικό βασίλειο και στο κόσμο των μετάλλων. Από εδώ βγαίνουν και οι διάφορες απεικονίσεις διαφόρων Θεών με συγκεκριμένα ζώα, φυτά και μέταλλα.
(β) Η άλλη κατηγορία σε ανθρώπινα όντα.
Η πρώτη ονομάζεται τελεστική διαδικασία και όπου συμπεριλαμβάνονται και ανθρώπινα κατασκευάσματα. Ενώ η δεύτερη πνευματική θεουργία.γλ
ώσσα της Β
3. Ανατολική αυτοκρατορία Χειλαδάκης Ν. σελ 197, εκδόσεις Αρχέτυπο.
4. Λυκόφος των Θεών Κοργανίτης Δ. σελ 370 , εκδόσεις Αρχέτυπο
5. Χαρακτηριστικά του εχθρικού κλίματος για οτιδήποτε είχε σχέση με την αρχαία Ελλάδα είναι τα κάτωθι αποσπάσματα από τον «Ιουστινιάνειο Κώδικα», (Ιουστινιανός Α' Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus, 483- 565 μ.χ).:
«Επιθυμούμε να σφραγισθούν όλοι οι ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οικουμένης, καθώς και ν’ απαγορευθεί η είσοδος σε αυτούς για να μη διαπραχθεί το κακούργημα της ειδωλολατρίας. Διατάσσουμε επίσης την πλήρη αποχή από τις θυσίες. Και αν κάποιος με κάποια δύναμη παραβεί αυτόν τον νόμο, θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό, ομοίως δε, καθώς και με κατάσχεση της περιουσίας τους, θα τιμωρηθούν όλοι οι διοικητές των επαρχιών που θ’ αμελήσουν να τιμωρήσουν αυτά τα αδικήματα».(Ιουστινιάνειος Κώδικας, 11.5)
«Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη (περιουσίες) ή να χαρίζει με δωρεά οτιδήποτε σε πρόσωπα ή τόπους, που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού. Όσα δίδονται ή κληροδοτούνται μ’ αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τιμωρίες, με τις οποίες οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την ελληνική πλάνη, με τις οποίες προσπαθούσαν (οι προγενέστεροι χριστιανοί βασιλείς) να διασφαλίσουν την ορθόδοξη πίστη».(Ιουστινιάνειος Κώδικας 11.9)
«Επειδή μερικοί συνελήφθησαν (αν και αξιώθηκαν το χριστιανικό βάφτισμα) διακατεχόμενοι την πλάνη των ανόσιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο Θεό μας, αυτοί θα υποβληθούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιείκειας. Αν επιμείνουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην εσχάτη των ποινών». (Ιουστινιάνειος κώδικας 1.11.10)

Γιατί οι άνθρωποι παραμένουν σε προβληματικές σχέσεις

Πολλοί άνθρωποι παραμένουν σε κακές σχέσεις και αισθάνονται ότι δε μπορούν να αλλάξουν κάτι προς το καλύτερο. Δε γνωρίζουν τι είναι αυτό που τους κρατάει δέσμιους της κακής σχέσης, οπότε δε ξέρουν και πώς ακριβώς να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση. Όταν όμως αντιληφθεί κανείς τον βασικό λόγο ή τους βασικούς λόγους για τους οποίους παραμένει σε μια άσχημη σχέση, μπορεί κανείς να σχεδιάσει την έξοδό του από αυτή και την έναρξη μιας όμορφης ζωής, όπως του αξίζει.

1. Ελπίδα

Για τους για περισσότερους ανθρώπους όμως, ο λόγος που παραμένουν σε μια άσχημη σχέση είναι η ΕΛΠΙΔΑ ότι ο άλλος θα αλλάξει, θα τηρήσει τις υποσχέσεις του ότι θα σταματήσει την όποια άσχημη συμπεριφορά του προς τον/τη σύντροφό του. Επειδή λοιπόν το άτομο που είναι στόχος της κακής συμπεριφοράς του άλλου (στ' αλήθεια, δε θέλω να το αποκαλέσω θύμα) αγαπάει τον άλλον, είναι καλόπιστο και αισιόδοξο, ΠΑΝΤΑ ΕΛΠΙΖΕΙ ότι ο άλλος θα αλλάξει, ο άλλος φυσικά δεν αλλάζει, ξαναφέρεται άσχημα, υπόσχεται ότι αυτή τη φορά στα σίγουρα θα αλλάξει, η σχέση παίρνει παράταση και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται...

2. Σιγουριά και Ασφάλεια

Ίσως ο πιο συνηθισμένος λόγος που οι άνθρωποι παραμένουν σε κακές σχέσεις είναι η σιγουριά και η ασφάλεια που αποκομίζουν. Υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν τη σιγουριά τους, την ψυχολογική, κοινωνική και, κυρίως, οικονομική τους ασφάλεια, οπότε δεν τολμούν να φύγουν από μια άσχημη σχέση. Αυτοί οι άνθρωποι ζυγίζουν τα πράγματα και βρίσκουν ότι το ξεβόλεμά τους αν χωρίσουν δεν αξίζει τον κόπο, οπότε παραμένουν. Έτσι, το να χωρίσουν και να χάσουν κάποιους φίλους, να πρέπει να δώσουν εξηγήσεις στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, να συγκρουστούν με τα παιδιά και τους γονείς τους, κλπ, κλπ, το θεωρούν τεράστια απώλεια ασφάλειας και σιγουριάς. Στο βωμό της θυσιάζουν την προσωπική τους ευτυχία και εσωτερική ηρεμία και παραμένουν στη σιγουριά τους.

3. Φόβος

Πολλοί άνθρωποι παραμένουν σε μια άσχημη σχέση επειδή φοβούνται: φοβούνται το ξεβόλεμα, το ότι θα χάσουν τη σειρά και τη ρουτίνα τους, τη μοναξιά, το ότι δε θα βρουν κάποιον άλλο/κάποια άλλη σύντροφο, ότι θα έχουν μειωμένο εισόδημα, ότι θα χάσουν τους φίλους τους, ότι οι άλλοι θα τους κρίνουν και θα τους κατακρίνουν... Αυτοί είναι μόνο μερικοί ενδεικτικοί φόβοι. Για τον κάθε άνθρωπο υπάρχουν διαφορετικοί φόβοι που τον κρατάνε μέσα σε μια άσχημη σχέση.

4. Για Χάρη των Παιδιών

Άλλος πολύ συνηθισμένος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι παραμένουν σε μια κακή σχέση είναι για χάρη των παιδιών. Δυστυχώς, όμως, αυτό είναι περισσότερο δικαιολογία προς τον ίδιο τους τον εαυτό και όχι πραγματικός λόγος. Τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα σε ένα ήρεμο, υγιές περιβάλλον με αγάπη, συναισθηματική σιγουριά και χωρίς καβγάδες, που σημαίνει ότι αυτό το περιβάλλον συχνά δημιουργείται όταν οι γονείς χωρίσουν. Το να μείνουν μαζί για χάρη των παιδιών αλλά να έχουν δημιουργήσει εμπόλεμη ζώνη στο σπίτι δεν προσφέρει καμία χάρη και τίποτα θετικό σε κανέναν.

5. Για Κοινωνικούς Λόγους

Άλλη μια δικαιολογία που κρατά τους ανθρώπους δέσμιους κακών σχέσεων είναι οι κοινωνικοί λόγοι: τι θα πουν οι γονείς, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συνάδελφοι... Για άλλους πάλι ανθρώπους ο γάμος είναι ένα είδος κοινωνικών μετοχών που τους κάνει να αισθάνονται 'πλούσιοι', ενώ για άλλους ο γάμος είναι θέμα πρεστίζ και στάτους, ενώ το να είναι χωρισμένοι θεωρούν ότι δεν είναι αποδεκτό στον κοινωνικό και επαγγελματικό κύκλο τους.

6. Δε γνωρίζουν τι είναι πραγματική αγάπη

Επειδή δεν έχουν βιώσει οι ίδιοι την αληθινή αγάπη και επειδή δεν έχουν δει μέσα στις πρώτες βασικές σχέσεις της ζωής τους την αληθινή αγάπη του ζευγαριού (πχ γονείς που τσακώνονταν, προβλήματα σχέσης, απόμακροι γονείς, κλπ) δεν ξέρουν τι ακριβώς είναι. Έτσι, δέχονται τα όποια ψίχουλα μοιάζουν με αγάπη επειδή δε γνωρίζουν να διεκδικήσουν ολόκληρο το καρβέλι.

7. Έχουν λανθασμένες αντιλήψεις για την αγάπη και τις σχέσεις

Για πολλούς ανθρώπους πάλι, η έννοια της αγάπης είναι συνώνυμη με την τέλεια σχέση. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως σωστό, με την έννοια ότι ακόμα και αν δυο άνθρωποι αγαπιούνται πραγματικά, θα πρέπει να 'δουλέψουν' καθένας από τη μεριά του και συνεργατικά για να έχουν μια πολύ όμορφη σχέση. Και πάλι όμως, οι άνθρωποι που έχουν λανθασμένες αντιλήψεις για την αγάπη και τον έρωτα ενδεχομένως θεωρούν ότι η έννοια της δουλειάς είναι συνώνυμη με την έννοια της δουλείας, της σκλαβιάς, ή ότι χρειάζεται τόσο σκληρή δουλειά και παραχωρήσεις, που δεν αξίζει τον κόπο. Όλα αυτά είναι λανθασμένες πεποιθήσεις που μπλοκάρουν τους ανθρώπους και τους κάνουν να μένουν παγιδευμένοι σε άσχημες σχέσεις.

8. Χαμηλή αυτοεκτίμηση

Όταν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει στην προσωπική του αξία και στον εαυτό του, όταν δεν έχει βρει τον τρόπο να αγαπάει τον εαυτό του, να τον αποδέχεται, να γνωρίζει τα ελαττώματά του και να προσπαθεί να τα διαχειριστεί ενώ παράλληλα νιώθει περήφανος για τα προτερήματά του, όταν δεν σέβεται και δεν τιμά τον ίδιο του τον εαυτό, μπαίνει και μένει σε λάθος σχέσεις... Ο λόγος; Επειδή λανθασμένα πιστεύει ότι δεν αξίζει μια καλύτερη σχέση.

9. Εξάρτηση από το άλλο άτομο

Δυστυχώς, όπως έχω γράψει και σε προηγούμενα άρθρα μου, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν συναισθηματική εξάρτηση από τον/τη σύντροφό τους. Έτσι, παρά το ότι βρίσκονται σε σχέσεις με αρνητισμό, τοξικότητα, συναισθηματική ή φυσική βία, οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται συναισθηματικά δεμένοι και εξαρτημένοι από τον/τη σύντροφό τους και δε φεύγουν. Θεωρούν ότι δε μπορούν να ζήσουν χωρίς το άλλο άτομο που τους προκαλεί πόνο, το συγχωρούν, δίνουν και δεύτερη, και τρίτη και χιλιοστή ευκαιρία, και κατηγορούν τον εαυτό τους για τα λάθη του άλλου.

10. Ο πόνος γίνεται συνήθεια και τρόπος ζωής

Για άλλους πάλι, το να πονάνε ψυχικά και να υποφέρουν είναι τρόπος ζωής και δε μπορούν να φανταστούν πώς είναι να ζουν χωρίς τον ψυχικό πόνο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι εθισμένοι στον ίδιο τους τον πόνο και την αρνητική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζουν. Ο πόνος καθορίζει την προσωπική τους ταυτότητα και τη ζωή τους, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν να βγουν από την αρνητική τους κατάσταση, αφού αν έβγαιναν δε θα ένιωθαν ότι είναι οι ίδιοι, θα ήταν σαν το ψάρι έξω από το νερό.

11. Αίσθηση του ανθρώπου ότι είναι παγιδευμένος

Μερικές φορές, όταν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, το άτομο θέλει να φύγει από τη σχέση και να κάνει μια νέα αρχή. Όμως, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, τα συναισθήματά του είναι αρνητικά, αισθάνεται θλίψη, απαισιοδοξία, δεν έχει ελπίδα για κάτι καλύτερο, έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και φοβάται να στηριχτεί στις δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να βλέπει μόνο προβλήματα και εμπόδια και να μην τολμάει να κάνει το μεγάλο βήμα προς την ελευθερία του. Αν μάλιστα σε αυτό προσθέσουμε και πρακτικούς λόγους, έλλειψη εισοδήματος, σπιτιού, εργασίας, υποστηρικτικού περιβάλλοντος, κλπ, τότε θα καταλάβουμε ότι ο παγιδευμένος άνθρωπος δε μπορεί να δει από την άλλη πλευρά της παγίδας, πόσο μάλλον να επιλέξει την ελευθερία του.

12. Για χάρη των χρόνων που επένδυσαν στη σχέση

Πολλοί άνθρωποι δε φεύγουν από μια κακή σχέση επειδή έχουν ήδη επενδύσει πολλά χρόνια σε αυτή, με αποτέλεσμα να μη θέλουν να πάνε στράφι ή επειδή θεωρούν ότι έχουν ξεχάσει πώς είναι να είσαι με ένα άλλο άτομο.

13. Δε θέλουν να απογοητεύσουν τους σημαντικούς άλλους

Κάποιοι άνθρωποι δε φεύγουν από μια άσχημη σχέση επειδή δε θέλουν να απογοητεύσουν τους σημαντικούς άλλους στη ζωή τους. Δυστυχώς όμως, το μόνο που καταφέρνουν είναι να απογοητεύσουν το σημαντικότερο άτομο: τον ίδιο τους τον εαυτό. Απ' ότι φαίνεται, θεωρούν την ευτυχία των άλλων σημαντικότερη από τη δική τους.

14. Συνήθεια και απώλεια ελπίδας

Τέλος, για πολλούς ανθρώπους η τοξικότητα και η μιζέρια της κακής σχέση τους έχει διαποτίσει σε τέτοιο βαθμό, που έχει επηρεαστεί το μυαλό, η ψυχή, η συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τελματώσει στη συνήθεια της κακής σχέσης και δεν έχουν πια πίστη σε κάτι καλό και όμορφο, δε πιστεύουν ότι υπάρχει αγάπη και έχουν χάσει κάθε ελπίδα ότι αξίζουν και μπορούν να βρουν κάτι καλύτερο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν εγκαταλείψει τα όνειρά τους, τον εαυτό τους, την ίδια τους τη ζωή.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Ο Πλά­των, πε­ρι­γρά­φον­τας στόν Τί­μαι­ο τή δη­μι­ουρ­γί­α καί τή δο­μή τοῦ χρό­νου, στο­χεύ­ει νά το­νί­σει τήν ἑ­νό­τη­τα (καί τήν πα­ράλ­λη­λη ὕπαρξη) τοῦ κό­σμου τῶν Ἰδεῶν μέ τόν αἰ­σθη­τό κό­σμο. Κοι­νά στοι­χεῖ­α, ἀ­γω­γά: αἰ­ώ­νι­ον καί ἕν.

1. Ὁ κό­σμος τῶν Ἰδεῶν καί ὁ Χρό­νος.

Ὁταν ὁ Τί­μαι­ος, ἡ persona τοῦ Πλά­τω­νος στόν ὁ­μώ­νυ­μο δι­ά­λο­γο, ἀρ­χί­ζει τήν πε­ρι­γρα­φή τῆς γέ­νε­σης τοῦ κό­σμου,[2] χα­ρα­κτη­ρί­ζει τόν κό­σμο τῶν Ἰδεῶν, τό Πα­ρά­δειγ­μα, ὄν ἀ­εί, γέ­νε­σιν δέ οὐκ ἔ­χον νο­ή­σει με­τά λό­γον πε­ριλη­πτόν, ἀ­εί κα­τά ταῦ­τα ὄν. Δη­λα­δή, ἐ­κεῖ­νο πού πάν­το­τε ὑ­πάρ­χει δέν ἔ­χει γέ­νε­ση, γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτό ἀ­πό τή νό­η­ση μέ συλ­λο­γι­σμό, δι­ό­τι εἶ­ναι καί ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε κα­τά τόν ἴ­διο τρό­πο.[3]

Ἀ­εί, λοι­πόν, παν­το­τι­νό τό Πα­ρά­δειγ­μα· τοῦ ἀ­πο­νέ­μει δη­λα­δή, πρω­θύ­στε­ρα, μι­ά ἔν­νοι­α πού σχε­τί­ζε­ται μέ τόν Χρό­νο, ὁ ὁ­ποῖος πρό­κει­ται νά δημι­ουρ­γη­θεῖ. Οἱ αἰ­ώ­νι­ες μορ­φές, Οἱ Ἰ­δέ­ες, δι­αρ­κοῦν «πάν­το­τε», ἀ­ναλ­λοί­ω­τες. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅμως, ἄν καί τό «πάν­το­τε» ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πό τά λε­ξι­κά ὡς χρο­νι­κός προσ­δι­ο­ρι­σμός, ἡ με­γά­λη πο­σό­τη­τα τοῦ χρό­νου πού προσ­δί­δει, ἡ ἄ­πει­ρη πο­σό­τη­τα, αἴ­ρει τήν προσ­δι­ο­ρι­στι­κή ἰ­δι­ό­τη­τά του: τό πάν­το­τε εἶ­ναι αὐτό πού ἀ­κυ­ρώ­νει τό «πο­λύ». Ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα δέν δη­λώ­νει συγ­κε­κρι­μέ­νη πο­σό­τη­τα χρό­νου, ἀλ­λά εἶ­ναι αὐτό πού προ­ϋ­πάρ­χει καί πε­ρι­κλεί­ει τόν Χρό­νο· ἡ ἔν­νοι­α τοῦ γη­ρά­σκειν, πού ση­μαί­νει ὅτι προ­στί­θεν­ται δι­αρ­κῶς χρό­νι­α, δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στά ἀ­εί ὄντα πού μέ­νουν κα­τά τ­αυ­τά.[4] Ἄ­ρα τό ἀ­εί εἶ­ναι χρό­νος πού πε­ρι­λαμ­βά­νει ὅ­λον τόν Χρό­νο. Δέν εἶ­ναι προσ­δι­ο­ρι­σμός πέ­ρα ἀ­πό τό «πο­λύ», ἀλ­λά δι­α­φο­ρε­τι­κός, σέ ἄλ­λο ἐ­πί­πε­δο. Ὁ,­τι ὑ­πάρ­χει ἀ­εί δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χει «ἐ­πί πο­λύ», δέν μπο­ρεῖ δη­λα­δή νά με­τρι­έ­ται, καί δέν χω­ρί­ζε­ται.

'Ο Cherniss[5] ὑ­πο­στή­ρι­ξε ὅτι ἡ λέ­ξη ἀ­εί στόν Πλά­τω­να, ὅταν ἀ­να­φέ­ρεται σέ αἰ­ώ­νι­ες μορ­φές, στε­ρεῖ­ται δι­άρ­κει­ας. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὡς ἐ­πι­χεί­ρη­μα τό σχό­λι­ο τοῦ Πρόκλου (Εἰς Τίμ. 239, 2-6 ἔκ­δο­ση Diehl): ἄλ­λο γάρ τό ἀ­εί τό χρο­νι­κόν καί ἄλ­λο τό αἰ­ώ­νι­ον τό μέν ἀ­θρό­ως πᾶν ὄν, τό δέ τῇ ὅλῃ συ­νε­χείᾳ τοῦ χρό­νου συνε­κτει­νό­με­νον καί ἄ­πει­ρον, τό μέν ἐν τῷ νῦν, τό δέ ἐν δι­α­στά­σει, τῆς δι­α­στά­σε­ως ἀ­κα­τά­λη­κτου τυγ­χα­νού­σης καί ἀ­εί γι­γνο­μένης. 'Ο Whittaker[6] ὅμως, μέ ἐ­παρ­κῆ κα­τά τή γνώ­μη μου ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, ἀ­πέ­δει­ξε ὅτι σέ ὅλο τό Πλα­τω­νι­κό corpus ἡ λέ­ξη ἀ­εί δη­λώ­νει δι­άρ­κει­α.[7] Που­θε­νά δέν ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἔ­χει ἕ­να «ἔ­ξω­χρο­νι­κο» νό­η­μα.[8]

Ἐκτός ὅμως ἀ­πό τό «παν­το­τι­νό» Πα­ρά­δειγ­μα, καί ὁ κό­σμος ποι­εῖ­ται ὡς μέ­νον­τος αἰῶ­νος αἰ­ώ­νι­ον εἰ­κό­να, ὅν χρό­νον ὠ­νο­μά­κα­μεν.[9] Ό Robinson[10] ἔ­χει κα­τα­λή­ξει, με­τά τήν ἀ­νά­λυ­ση τῶν λέ­ξε­ων ἀΐ­δι­ος, αἰ­ώ­νι­ος, δι­αι­ώ­νι­ος, νά θε­ω­ρεῖ ὅτι τό αἰ­ώ­νι­ος εἶ­ναι μᾶλ­λον Πλα­τω­νι­κός ὅρος, ὁ ὁποῖος χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τή δι­άρ­κει­α τό­σο τῶν Ἰδεῶν ὅσο καί τοῦ δη­μι­ουρ­γη­μέ­νου κό­σμου. Πι­στεύ­ει ὅτι ὁ Πλά­των δέν εἶ­χε στή δι­ά­θε­σή του κα­θι­ε­ρω­μέ­νη φι­λο­σο­φι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α ὅταν ἀ­νέ­πτυσ­σε τή θε­ω­ρί­α του πε­ρί χρό­νου. 'Ο Taran[11] ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅμως ὅτι εἶναι ἄ­γο­νη ἡ προ­σκόλ­λη­ση στήν ἀ­νά­λυ­ση τῆς πλα­τω­νι­κῆς ὁ­ρο­λο­γί­ας, δε­δο­μέ­νου ὅτι καί ὁ Πλά­των τήν ἀρνεῖ­ται,[12] καί εἶναι προ­φα­νές ὅτι στή φρά­ση αἰ­ώ­νι­ος εἰ­κό­να τῆς αἰ­ω­νί­ου φύσε­ως τό αἰ­ώ­νι­ος δέν μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει καί τίς δύ­ο φο­ρές τό ἴ­διο πράγμα, ἀφοῦ ὁ κό­σμος δέν μπο­ρεῖ νά ἔ­χει τήν ἴ­δια αἰ­ω­νι­ό­τη­τα πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τό πρό­τυ­πό του, ἄ­ρα μέ τόν ἴδι­ο ὅρο ση­μαί­νον­ται δύ­ο κα­τα­στά­σεις. Νο­μί­ζω ὅτι, ὅπως πρε­σβεύ­ει ὁ Robinson, ὄν­τως τό αἰ­ώ­νι­ος εἶ­ναι πλα­τω­νι­κός ὅρος·[13] ὄ­χι ὅμως ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε ὁ Πλά­των στή δι­ά­θε­σή του ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α πού θά ἔκα­νε εὐ­κρι­νέ­στε­ρη τή δι­ά­κρι­σή του: δέν πρό­κει­ται πε­ρί ἀ­τα­ξί­ας στήν ὁ­ρο­λο­γί­α· ὁ κοι­νός χρο­νι­κός προσ­δι­ο­ρι­σμός αἰ­ώ­νι­ος χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιά νά πε­ρι­γρά­φει, ὡς σύ­νο­λο, τήν κοι­νή ὕ­παρ­ξη τοῦ κό­σμου τῶν Ἰδεῶν καί τοῦ Δη­μι­ουρ­γη­μέ­νου Κό­σμου, πού δι­έ­πον­ται ἀ­πό τή σχέ­ση πρό­τυ­πο-ὁ­μοί­ωμα. Ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­δί­δει στόν δη­μι­ουρ­γη­μέ­νο κό­σμο ὁ Τί­μαι­ος-Πλά­των, εἶναι ἀ­κρι­βῶς ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, ἡ ἀ­φθαρ­σί­α τοῦ κό­σμου τῶν ἰ­δε­ῶν ὅπως ἀν­τι­στοι­χεῖ στή μορ­φή τοῦ αἰ­σθη­τοῦ κό­σμου. Τό ἀΐ­δι­ον, πού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γιά νά χα­ρα­κτη­ρί­σει τό πρό­τυ­πο, εἰ­κο­νί­στη­κε καί δι­α­σώ­θη­κε στό γεν­νη­τόν. Θά πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με πῶς.

2. Ἡ Δη­μι­ουρ­γί­α καί ἡ ὕ­λη τοῦ Κό­σμου.

Στήν ἀρ­χή τοῦ δι­α­λό­γου ὑ­πάρ­χει ἡ βα­σι­κή ἐ­πι­φύ­λα­ξη καί προ­ει­δο­ποί­η­ση: Ἡ συ­ζή­τη­ση ἀφορᾶ τή γέν­νη­ση τοῦ κό­σμου καί ὄ­χι τῶν θε­ῶν, δι­ό­τι:

«Τόν μέν οὖν ποι­η­τήν καί πα­τέ­ρα τοῦδ­ε τοῦ παν­τός εὑ­ρεῖν ἔρ­γον καί
εὑ­ρόν­τα εἰς πάν­τας ἀ­δύ­να­τον λέ­γειν
».[14]

Γιά τόν Κό­σμο λοι­πόν, στό ἐ­δά­φι­ο 29e-30a πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε:

«Ἐ­πει­δή ὁ Θε­ός θέ­λη­σε ὅλα νά εἶ­ναι ἀ­γα­θά καί τί­πο­τε ἀ­τε­λές, κα­τά τό δυ­να­τόν, ἔ­τσι ἀφοῦ πα­ρέ­λα­βε ὅλο ὅ,τι ἦ­ταν ὁ­ρα­τό, πού δέν βρι­σκό­ταν σέ ἡ­συ­χί­α ἀλ­λά κι­νοῦν­ταν πλημ­με­λῶς καί μέ ἀ­τα­ξί­α, σέ τά­ξη τό ὁ­δή­γη­σε ἀ­πό τήν ἀ­τα­ξί­α, ἐ­πει­δή θε­ώ­ρη­σε ὁ­πωσ­δή­πο­τε κα­λύ­τε­ρη αὐ­τή ἀ­πό τήν ἄλ­λη κα­τά­στα­ση».

Ὁ Θε­ός θέ­λη­σε νά δη­μι­ουρ­γή­σει τόν κό­σμο, ἀλλά εἶ­χε τά ὑ­λι­κά ἕ­τοι­μα! Καί μά­λι­στα τέ­τοιου εἴ­δους πού μό­νον κα­τά δύ­να­μιν μπο­ροῦ­σε νά τά δι­α­μορ­φώ­σει. Ὁ­μως τό κα­τά δύ­να­μιν δέν πρέ­πει νά ἐρ­μη­νευ­θεῖ ὡς προσ­δι­ο­ρι­σμός τῶν δυ­να­το­τή­των τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ, δέν ση­μαί­νει πο­σόν δύ­να­μης τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ, δέν ἔ­κα­νε ὁ δη­μι­ουρ­γός ὅ,τι μπο­ροῦ­σε· εἶ­ναι προσ­δι­ο­ρι­σμός τοῦ τρό­που δρά­σης, ἔ­κα­νε ὁ δη­μι­ουρ­γός ὅπως μπο­ροῦ­σε, ἀ­νά­λο­γα μέ τό ὑ­λι­κό του. Τό ὁποῖο, ὅπως πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε στό 37d2 θέ­λη­σε, πά­λι εἰς δύ­ναμιν, νά τό κά­νει ἴδιο μέ τό αἰ­ώ­νι­ο πα­ρά­δειγ­μα. Ἄ­φοῦ ὅμως αὐτό ἦ­ταν γεννη­τό δέν μπο­ροῦ­σε νά εἶναι αἰ­ώ­νι­ο. Τό κα­τά δύ­να­μιν, λοι­πόν, ὅπως καί τό εἰς δύ­να­μιν ἀ­να­φέ­ρον­ται στίς δυ­να­τό­τη­τες πού πα­ρέ­χει τό ἴδιο τό διαμορ­φού­με­νο. Ἡ πρό­θε­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ εἶ­ναι ἡ ὁ­μοι­ό­τη­τα.[15] Ἀ­πό­λυ­τη ἐ­ξο­μοί­ω­ση δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­τύ­χει, δη­μι­ουρ­γεῖ ὅμως τήν «αἰ­ώ­νι­α», μέ τόν δι­κό της τρό­πο, ἀ­νά­λο­γα μέ τίς δι­κές της δυ­να­τό­τη­τες, «εἰ­κό­να».

Ὁ δη­μι­ουρ­γός, λοι­πόν, ἀ­πό τό πα­ρα­πά­νω κι­νού­με­νον, δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να οὐ­ρα­νο. Δι­ό­τι, δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος σύμ­φω­να μέ τό πα­ρά­δειγ­μα (31a-b), καί γιά νά εἶ­ναι ὅμοι­ος μέ αὐτό (κα­τά τήν μό­νω­σιν ὅμοι­ον ᾗ τῷ παν­τε­λεῖ ζῴῳ­[16]) ἔ­πρε­πε νά εἶ­ναι ἕ­νας. Πα­ρα­κά­τω, στό ἐ­δά­φι­ο 32d-33a, ὅπου πε­ρι­γρά­φε­ται ὅτι ὁ κό­σμος ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρα στοι­χεῖ­α τά ὁ­ποῖα προϋ­πῆρ­χαν τοῦ προ­κο­σμι­κοῦ χά­ους, το­νί­ζε­ται ὅτι στόν δη­μι­ουρ­γη­μέ­νο κό­σμο ἔ­χει πε­ρι­λη­φθεῖ ὅλη ἡ φω­τιά, ὅλο τό νε­ρό, οὕ­τως ὥ­στε νά μήν μπο­ρεῖ νά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἄλ­λος κό­σμος ἀφοῦ δέν ἔ­χουν μεί­νει ἀλλά ὑ­λι­κά.

Τό ἕ ­ν α Πα­ρά­δειγ­μα ἦ­ταν τό αἴ­τι­ο γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ ­ν ό ς κό­σμου. Αὐτόν τόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας, ἀλλά καί τῆς ἑ­νό­τη­τας, πρέ­πει νά τόν συ­νε­ξε­τά­σου­με μέ τό ἀ­εί. Καί τό Ἕ­να εἶ­ναι ἀ­ριθ­μός, ἡ ἀρ­χή τῆς ἀ­ρίθ­μη­σης, ἀλλά ἀν­τι­δι­α­στέλ­λε­ται πρός ὅλους τούς ἄλ­λους μα­ζί, δη­λώ­νει ἑ­νό­τη­τα ἐ­νῷ οἱ ἄλ­λοι κα­τά­τμη­ση καί ἐ­πι­με­ρι­σμό. Τό Πα­ρά­δειγ­μα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται πλῆ­ρες, ἕν καί ἀ­εί, ἐμ­πε­ρι­έ­χει τόν χρό­νο καί προϋ­πο­θέ­τει τήν ἀ­ρίθ­μη­ση, ἀλλά εἶ­ναι πέ­ρα ἀ­πό αὐ­τά, ἔ­ξω ἀ­πό τά φυ­σι­κά με­γέ­θη καί ὑ­πό­βα­θρό τους.

3. Ἡ δο­μή τοῦ χρό­νου καί ἡ σχέ­ση του μέ τόν κό­σμο.

Ὁ Δη­μι­ουρ­γός λοι­πόν: ποι­εῖ μέ­νον­τος αἰ­ῶ­νος ἐν ἐ­νί κατ’ ἀ­ριθ­μόν ἰ­οῦ­σαν αἰ­ώ­νι­ον εἰ­κό­να, τοῦ­τον ὅν δή χρό­νον ὠ­νο­μά­κα­μεν.[17] Δη­μι­ουρ­γεῖ, ἑ­πο­μέ­νως, τήν αἰ­ώ­νι­α εἰ­κό­να τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος, ἡ ὁ­ποί­α κι­νεῖ­ται σύμ­φω­να μέ τόν νό­μο τῶν ἀ­ριθ­μῶν, τήν ὁ­ποί­α ἔχου­με ὀ­νο­μά­σει χρό­νο. Οἱ ἀ­ριθ­μοί καί ἡ κί­νη­ση εἶ­ναι τά συ­στα­τι­κά καί τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ὕ­παρ­ξης τοῦ χρό­νου.

Μα­ζί, πα­ράλ­λη­λα, δη­μι­ουρ­γεῖ τόν οὐ­ρα­νό. Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στό 38c-d ὁ χρό­νος, πα­ρου­σι­ά­ζε­ται συν­δε­δε­μέ­νος μέ τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν πε­ρι­φο­ρά τῶν πλα­νη­τῶν-θε­ῶν. Ὁ χρό­νος ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό κα­θο­ρι­σμέ­να, δι­αρ­κῶς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να, ἰ­σό­πο­σα δι­α­στή­μα­τα, μέ ἀ­το­μι­κή ὑ­πό­στα­ση τό κα­θέ­να: ἡ­μέ­ρας, νύ­κτας, μῆ­νας, ἐ­νι­αυ­τούς. Εἶ­ναι δη­λα­δή μέ­σα στή φύ­ση του, ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α του, τό κατ’ ἀ­ριθ­μόν, ἡ ὕ­παρ­ξη κα­νο­νι­κῶν δι­α­στη­μά­των τοῦ εἴ­δους μέ­ρα-νύ­κτα. Μι­ά «με­τρι­κή»[18] ἄ­πο­ψη τοῦ χρό­νου θά λέ­γα­με σή­με­ρα. (Ὁ χρό­νος ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό δι­αρ­κῶς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, π.χ. ἔ­τη. Τό κά­θε ἔ­τος πε­ρι­λαμ­βά­νει τά γε­γο­νό­τα, τίς κι­νή­σεις πού συμ­βαί­νουν στή δι­άρ­κει­ά του, εἶ­ναι ἴ­διο ὅμως μέ ὁ­ποιο­δή­πο­τε ἄλ­λο στή δι­άρ­κει­ά του). Συν­δέ­ον­τας ὁ Πλά­των τή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ χρό­νου μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α τῶν πλα­νη­τῶν-θε­ῶν ἀ­πο­δί­δει στόν χρό­νο μι­ά «ὡ­ρο­λο­γι­α­κή» δι­α­δι­κα­σί­α: τόν θε­ω­ρεῖ ἀ­πο­τε­λού­με­νο, καί ἄ­ρα χω­ρι­ζό­με­νο, ἀ­πό τα­κτι­κά, ἰ­σό­πο­σα δι­α­στή­μα­τα, δι­αρ­κῶς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να, ἄ­ρα καί με­τρή­σι­μα, ὄχι χά­ρη σέ ἀ­πό­φα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλά ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α του, κατ’ ἀ­ριθ­μόν ἰ­οῦ­σαν. Πρίν ἀ­πό τή γέ­νε­ση τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δέν ὑ­πῆρ­χαν ἡ­μέ­ρες καί νύ­κτες καί μῆ­νες καί ἐ­νι­αυ­τοί, προ­φα­νῶς οὔ­τε στόν «αἰ­ώ­να» πού ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρό­τυ­πό του, ἀλλά ἅ­μα ἐ­κεί­νῳ ξυνι­στα­μέ­νῳ τήν γέ­νε­σιν αὐ­τῶν μη­χα­νᾶ­ται.[19] Δη­λα­δή, ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν πλα­νη­τῶν συ­νυ­φαί­νε­ται καί συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τόν κα­θο­ρι­σμό τῆς ἡ­μέ­ρας, τῆς νύ­χτας κτλ., τή δη­μι­ουρ­γί­α, τήν ὕ­παρ­ξη, δη­λα­δή, τοῦ χρό­νου. Στό ἐ­δά­φι­ο 38e2-3 δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται ἐ­πει­δή δέ οὖν εἰς τήν ἑ­αυ­τῷ πρέ­που­σαν ἕ­κα­στον ἀ­φί­κε­το φο­ράν τῶν ὅσα ἔδειξυν α­περ­γα ­ζε­σθαι χρό­νον. Τό ἔ­δει ξυνα­περ­γά­ζε­σθαι ση­μαί­νει ὅτι ὁ στό­χος τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ εἶ­ναι ὁ χρό­νος καί οἱ πλα­νῆ­τες τοῦ οὐ­ρα­νοῦ τόν «συνα­περ­γά­ζον­ται», μπαί­νουν σέ κα­θο­ρι­σμέ­νες φο­ρές καί τόν συν­δη­μι­ουρ­γο­ῦν.[20]

Ἐ­κεῖ­νο τό στοι­χεῖ­ο πού δέν με­λε­τᾶ­ται στό Πλα­τω­νι­κό ἔρ­γο εἶναι ἡ δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στό με­τρού­με­νο καί αὐτό πού με­τρᾶ. Που­θε­νά δέν ἐ­ξε­τά­ζε­ται τό φυ­σι­κό μέ­γε­θος τοῦ χρό­νου χω­ρι­στά ἀ­πό τους πλα­νῆ­τες. Ἁ­πλῶς ἔ­χου­με ἀ­να­φο­ρές γιά δι­α­δι­κα­σί­ες κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ κό­σμου πρίν νά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ οὐ­ρα­νός.[21] Οἱ χρο­νι­κοί σύν­δε­σμοι «πρίν», «μέ­χρι», «πρό» πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἐκεῖ ὑ­πο­δη­λώ­νουν ἐκ­φρά­σεις τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς γιά τή χρο­νι­κή δι­άρ­κει­α. Δέν ἀ­να­λύ­ε­ται ὅμως τό χρο­νι­κό status πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε πρίν ἀ­πό τή γέ­νε­ση τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ὁ Βλα­στό­ς[22] θε­ω­ρεῖ ὅτι τό προϋ­πάρ­χον χά­ος, ὅπως πε­ρι­γρά­φε­ται, ἐ­πι­τρέ­πει νά ὁ­ρι­σθεῖ ἐν­τός του κά­ποια δι­ά­τα­ξη, δη­λα­δή ποιό προ­η­γεῖ­ται καί ποιό ἕ­πε­ται ἀ­πό δύ­ο δο­θέν­τα γε­γο­νό­τα. Πα­ρό­μοι­α ἄ­πο­ψη δι­α­τυ­πώ­νει καί ὁ Mohr,[23] ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅτι ὁ Δη­μι­ουρ­γός δέν ἀλλά­ζει τό χρο­νι­κό status δη­μι­ουρ­γών­τας τόν «χρό­νο». Τά γε­γο­νό­τα ὑ­πάρ­χουν, τό «πρότε­ρον - ὕ­στε­ρον» με­τα­ξύ τους ὑ­πάρ­χει· ἁ­πλῶς κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται τά μέ­τρα γιά νά με­τρη­θεῖ τό «πρό­τε­ρον - ὕ­στε­ρον» καί ἡ δι­άρ­κει­α τῶν γε­γο­νό­των. 'Ἡ ἄ­πο­ψή μου πάν­τως εἶ­ναι ὅτι δέν ἔ­χου­με ἐν­δεί­ξεις ἀ­πό τό κεί­με­νο τοῦ Τι­μαί­ου πού θά μᾶς ἐ­πέ­τρε­παν νά ἀ­πο­φαν­θο­ΰ­με γιά τό ἄν ὑ­πῆρ­χε τά­ξη γε­γο­νό­των στό προ­κο­σμι­κό χά­ος. Ἀ­να­φο­ρά γιά τό προ­κο­σμι­κό χρο­νι­κό status (ἄν καί ση­μαν­τι­κό θέ­μα) δέν ἔ­χου­με, δι­ό­τι προ­φα­νῶς ὁ σκο­πός τοῦ Πλά­τω­νος ἦ­ταν ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου καί ἡ σχέ­ση του μέ τόν κό­σμο τῶν Ἰδεῶν καί ὄχι ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ ὄν­τος πρίν ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α αὐ­τή.

Στό 37e4 δη­λώ­νε­ται ὅτι ὑ­πάρ­χει ἡ δι­ά­κρι­ση πα­ρόν­τος - πα­ρελ­θόν­τος - μέλ­λον­τος, τό τ’ ἦν τό τ’ ἔ­σται χρό­νου γε­γο­νό­τα εἴ­δη στόν χρό­νο πού ἕ­πεται τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ οὔ­ρα­νοῦ. Το­νί­ζε­ται ὅμως ὅτι τό «πα­ρελ­θόν» καί τό «μέλ­λον» εἶ­ναι κα­τα­στά­σεις, εἴ­δη, πού δέν μπο­ροῦν νά ἀ­πο­δο­θοῦν στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, τό ἀΐ­δι­ον, τήν ὁ­ποί­α μό­νον τό «εἶ­ναι» δύ­να­ται νά ἀ­πο­δώ­σει. Δι­ό­τι τό πα­ρελ­θόν καί τό μέλ­λον εἶ­ναι εἴδη τοῦ χρό­νου πού ἀ­φο­ροῦν μό­νο τήν «εἰ­κό­να», τόν οὐ­ρα­νό, ἀφοῦ πε­ρι­γρά­φουν τήν κί­νη­σή του, δη­λώ­νον­τας τό «νε­ώ­τε­ρον» ἤ τό «πρε­σβύ­τε­ρον».

Ἄ­ρα, ἡ κί­νη­ση τοῦ Χρό­νου, πού ὁ­ρί­ζει τή φύ­ση του, ἀ­πο­τε­λεῖ τή βα­σι­κή δι­α­φο­ρά τοῦ προ­τύ­που καί τῆς εἰ­κό­νας. Τό πρό­τυ­πο, τό Πα­ρά­δειγ­μα, τό ἕν καί ἀεί γί­νε­ται εἰ­κό­να, Κό­σμος, εἷς καί κι­νού­με­νος μέ τήν προ­σθή­κη τοῦ χρό­νου. Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α πα­ρή­γα­γε τό κι­νού­με­νον, αὐτό πού με­τα­βάλ­λε­ται μέ πρό­τυ­πο τό στα­θε­ρό. Τό­τε ὅμως πο­ῦ ἐ­πέ­δρα­σε τό πρό­τυ­πο; Πῶς μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ κί­νη­ση τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα;

Πα­ρα­κά­τω, ἀφοῦ ὁ­ρί­σει στό 39c τίς μο­νά­δες τοῦ χρό­νου - τό ἔ­τος, τον μή­να, τή μέ­ρα - ἀ­πό τίς κι­νή­σεις τῶν πλα­νη­τῶν, ὁ Πλά­των-Τί­μαι­ος ὁ­ρί­ζει ὡς κα­λύ­τε­ρη μο­νά­δα με­τρή­σε­ως τοῦ χρό­νου τόν τέ­λε­ον ἐ­νι­αυ­τόν (τόν μέ­γαν Ἐ­νι­αυ­τόν τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων ἀ­στρο­νό­μων). Τόν χρό­νο δη­λα­δή πού ἀ­παιτεῖ­ται ὥ­στε ὅλοι οἱ πλα­νῆ­τες νά ἐ­πα­νέλ­θουν στό ἴ­διο ση­μεῖ­ο ἀ­πό τό ὁποῖο ξε­κί­νη­σαν μα­ζί:

«ὅ γέ τέ­λε­ος ἀ­ριθ­μός χρό­νου τόν τέ­λε­ον ἐ­νι­αυ­τόν πλη­ροῖ τό­τε, ὅταν ἁ­πα- σῶν τῶν ὀ­κτώ πε­ρι­ό­δων τά πρός ἄλ­λη­λα ξυμ­πε­ραν­θέν­τα τά­χη σχῇ κε­φα­λήν τῷ τοῦ ταὐ­τοῦ καί ὁ­μοί­ως ἀ­να­με­τρη­θέν­τα κύ­κλῳ».[24]

«Ὁ τέ­λει­ος ἀ­ριθ­μός τοῦ χρό­νου συμ­πλη­ρώ­νει τόν τέ­λει­ο ἐ­νι­αυ­τό τό­τε, ὅταν οἱ τα­χύ­τη­τες ἀ­πό τίς ὀ­κτώ πε­ρι­φο­ρές ὁ­λο­κλη­ρω­θοῦν ταυ­τό­χρο­να με­τα­ξύ τους καί, ἀφοῦ ἐ­πα­νέλ­θουν στό ἴ­διο ση­μεῖ­ο, ξα­να­βρε­θο­ΰν νά κα­τέ­χουν τήν ἀρ­χή τοῦ ταυ­τοῦ».[25] (Ὁ κύ­κλος τοῦ Ταυ­τοῦ εἶναι ὁ κύ­κλος τῶν ἀ­πλα­νῶν ὅπως πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε στό 36c καί στό 40b).

Στή συ­νέ­χει­α, προ­φα­νῶς, ἀφοῦ δέν δη­λώ­νε­ται τό τέ­λος τῆς εἰ­κό­νας, ἀφοῦ ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­α,[26] ξα­ναρ­χί­ζει ὁ ἴ­διος κύ­κλος, γιά νά συμ­πλη­ρω­θεῖ καί ὁ ἑ­πό­με­νος μέ­γας ἐ­νι­αυ­τός, μέ πλή­ρη ἐ­πα­να­φο­ρά τῆς κα­τά­στα­σης τοῦ οὐ­ρά­νι­ου κό­σμου (πλα­νη­τῶν καί ἀ­πλα­νῶν) στήν ἀρ­χή ἀπ’ ὅπου ξε­κί­νη­σε! Ἔ­τσι ὁ γεν­νη­τός οὐ­ρά­νι­ος κό­σμος μέ­σῳ τῆς κυ­κλι­κῆς καί δι­αρ­κῶς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νης κι­νή­σε­ως ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἀ­πο­κτᾶ μι­ά συγ­κε­κρι­μέ­νη τάξη-δο­μή. Ὑ­πάρ­χει αἰ­ω­νί­ως καί, ὅπως ὁ κό­σμος τῶν Ἰδεῶν, πάν­το­τε μέ τόν ἴ­διο τρό­πο (ἀ­εί κα­τά ταὐ­τά ὄν). Ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῆς εἰ­κό­νας ὑ­φί­στα­ται μέ­σα ἀ­πό τήν τα­κτι­κή κί­νη­σή της στόν ἀ­έ­να­ο κύ­κλο τῶν πλα­νη­τῶν, στόν κύ­κλο τοῦ Χρό­νου. Κι­νού­με­νη δι­αρ­κῶς με­τα­ποι­εῖ τήν κα­τά­στα­σή της γιά νά ἐ­πανέλ­θει μέ ἀ­πα­ρέγ­κλι­τη πο­ρεί­α στήν ἴ­δια. Τό γεν­νη­τόν ἀ­πο­βαί­νει ὅ­μοι­ον πρός τό Πα­ρά­δειγ­μα μέ­σῳ ἀ­κρι­βῶς της δι­α­φο­ρᾶς του, τῆς κί­νη­σης, ἡ ὁ­ποί­α τό ἀλλά­ζει, ἀλλά καί τό ἐ­πα­να­φέ­ρει στήν κα­τά­στα­ση τῆς ἀρ­χι­κῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας, κα­τά δύ­να­μιν τοῦ ἀ­τε­λοῦς καί πλημ­με­λῶς κι­νου­μέ­νου ὑ­λι­κοῦ!

Ὅ­λα κι­νο­ΰν­ται κυ­κλι­κά καί ὅλα ἐ­πα­νέρ­χον­ται στό ἴ­διο ση­μεῖ­ο μέ μι­ά κα­θο­ρι­σμέ­νη τρο­χιά·[27] ἡ αἰ­ώ­νι­α ἐ­πα­να­φο­ρά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τή στα­θε­ρό­τη­τα μέ­σα ἀ­πό τήν κί­νη­ση, ἄ­ρα ἡ εἰ­κό­να, ἡ κα­τά μί­μη­σιν τοῦ μέ­νον­τος αἰ­ῶ­νος, ἀ­πο­κτᾶ τό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­ϊ­δι­ό­τη­τος, τό ἀ­εί κα­τά ταῦ­τα ὄν, ὅπως καί τό ἕν τοῦ προ­τύ­που. Αὐτ­ός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος πού ὁ Πλά­των δέν ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τόν χρό­νο ὡς ἕ­να μέ­γε­θος πού ρέ­ει δι­αρ­κῶς, οὔ­τε ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται νά ἐ­ξε­τά­σει τίς ἰδιότη­τές του (π.χ. τή συ­νέ­χει­α) ὡς φυ­σι­κοῦ με­γέ­θους.

Μέ­σῳ τῆς κί­νη­σης τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ὁ Πλά­των δι­και­ο­λο­γεῖ τή ρο­ή τοῦ χρό­νου πού ἐ­πι­ση­μαί­νει ἡ ἐμ­πει­ρί­α ἀλλά, πα­ράλ­λη­λα, συμ­βι­βά­ζει τήν ἐμ­πει­ρι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση μέ τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, τήν ἀ­κι­νη­σί­α, τήν ἀ­θα­να­σί­α: ἐν τέ­λει ὅλα ἐ­πι­στρέ­φουν γιά νά ξα­να­κά­νουν τό ἴδιο ἀπ’ τήν ἀρ­χή τα­ξί­δι, ἀ­ναλ­λοί­ω­τα. Τό στοι­χεῖ­ο αὐτό συμ­φω­νεῖ καί μέ τό ἄλ­λο θέ­μα τοῦ ἔρ­γου, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαι­ο, στόν λό­γο τοῦ Αἰ­γύ­πτι­ου ἱ­ε­ρέ­α (22d): τίς κα­τα­στρο­φές καί τίς ἀ­να­γεν­νή­σεις τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, πού ὡ­στό­σο δι­α­σῴ­ζε­ται, πα­ρα­μέ­νει, ὄ­χι ἀ­κί­νη­τη, ἀλλά ἐν τέ­λει ἀ­θά­να­τη, ἀ­εί καί μί­α. Ὁ δη­μι­ουρ­γός ἔ­δω­σε στόν κό­σμο τήν κί­νη­ση γιά νά ἐ­πα­νέρ­χε­ται στά ἴ­δια, τοῦ πα­ρέ­σχε ἕ­ναν τρό­πο αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Ἄν λοιπ­όν ἡ ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς, πού ἀ­πα­σχο­λεῖ τόν φι­λό­σο­φο στή συ­νέ­χει­α τοῦ δι­α­λό­γου, ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, ἕ­να ἀ­κό­μη ἐ­πι­χεί­ρη­μα γιά τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν ἀ­θα­να­σί­α τοῦ κό­σμου, μέ­σῳ τῆς κί­νη­σης τοῦ χρό­νου, εἶ­ναι ἡ κοι­νή χρή­ση τοῦ προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ ἀ­εί γιά τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος καί τῆς εἰ­κό­νας.
-------------------------------
[2] Πλά­των, Τί­μαι­ος 27d-28a.

[3] Ἐ­πί­σης, τό 29a3, τό πα­ρά­δειγ­μα, τό ὁ­ποῖο ἔ­βλε­πε ὁ Δη­μι­ουρ­γός γιά νά φτιά­ξει τόν κό­σμο, ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­ΐ­δι­ον. Δήλ. αὐ­όο πού δέν ἀλ­λά­ζει μορ­φή, τό στα­θε­ρό στόν χρό­νο. Πα­ρα­κά­τω, στό 29b6, τό χα­ρα­κτη­ρί­ζει «μό­νι­μο καί βέ­βαι­ο». Στό 51al-5 διακρί­νον­ται τά ἀ­εί ὄν­τα ἀ­πό αὐ­τά πού ἔ­χουν γέν­νη­ση: Αὐ­τό πού γεν­νι­έ­ται εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τά ἀ­εί ὄν­τα. Εἶ­ναι ἀν­τι­λη­πτό ἀ­πό τήν βρά­ση καί τίς ἄλ­λες αἰ­σθή­σεις, ἐ­νῷ τά ἀ­εί ὄν­τα δέν εἶ­ναι. Ταῦ­τον οὖν καί τῷ τά τῶν πάν­των ἀ­εί τέ ὄντων κα­τά πᾶν ἑ­αυ­τόν πολ­λά­κις ἀ­φο­μοιώω­μα­τα κα­λῶς μέλ­λον­τι δέ­χε­σθαι πάν­των ἐ­κτός αὐτῷ προ­σή­κει πε­φυκέ­ναι τῶν εἰ­δῶν. Δι­ά δή τήν το­ΰ γε­γο­νό­τος ὁ­ρα­τοῦϋ καί πάν­τως αἰ­σθη­τοῦ.

[4] Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εἶ­ναι τό ἐ­δά­φι­ο 38a3-38a5 ὅπου ἀ­να­φέ­ρει: τό δέ ἀ­εί κα­τά τα­ῦ­τα ἔ­χον ἀ­κι­νή­τως οὔτε πο­ε­σβύτ­ε­ρον οὔτε νε­ώ­τε­ρον προ­σή­κει γί­γνε­σθαι δι­ά χρό­νου οὐ­δέ γε­νέ­σθαι πο­τέ οὐ­δέ γε­γο­νέ­ναι νῦν οὐδ’ εἰ­σαῦ­θις ἔ­σε­σθαι. Δη­λα­δή οἱ αἰ­ώ­νι­ες μορ­φές φαί­νε­ται νά μή γη­ρά­σκουν μέ τήν προ­σθή­κη τῶν ἐ­τῶν, νά μήν ἔ­χουν μι­ά συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μή πού γεν­νι­οῦν­ται οὔ­τε στό μέλ­λον οὔτε στό πα­ρελ­θόν οὔτε στό πα­ρόν, δη­λα­δή νά εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πό «χρο­νι­κές» δι­α­δι­κα­σί­ες.

[5] Η. Cherniss, Aristotle’s Criticism of Plato and the Academy, J. Hopkins Press, Rep. N. York 1962, σ. 420.

[6] J. Whittaker, «The eternity of the platonic Forms», Phronesis 13 (1968), 132-3.

[7] Στόν Τί­μαι­ο, ὅταν δη­λώ­νε­ται τί τό ὄν ἀ­εί, γέ­νε­σιν δέ οὐκ ἔ­χον καί τί τό γι­γνόμε­νον ἀ­εί, τό δεύ­τε­ρο ἀεί ὁ­πωσ­δή­πο­τε δεί­χνει δι­άρ­κει­α, δέν μπο­ρεῖ ἑ­πο­μέ­νως στήν ἴ­δι­α φρά­ση τό πρῶ­το νά μή δεί­χνει. Ἐ­πί­σης πα­ρα­θέ­τει καί χω­ρί­α ἀ­πό ἄλ­λα Πλα­τω­νι­κά ἔρ­γα, ὅπως τό 79a6-ll ἀ­πό τόν Φαί­δω­να καί τό 611e2-3 τῆς Πο­λι­τεί­ας, ὅπου σα­φῶς πι­στο­ποι­εῖ­ται ὅτι τό ἀ­εί, ἄν καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς Ἰ­δέ­ες, δέν εἶ­ναι ἄ­χρο­νο.

[8] Εἶ­ναι ὁμως πι­θα­νόν στήν Ἑλ­λη­νι­στι­κή ἐ­πο­χή νά προ­σέ­λα­βε καί ἄλ­λο νό­η­μα.

[9] Πλά­των, Τί­μαι­ος 37d6-7.

[10] Τ. Robinson, «The Timaeus on types of duration», Illinois Classical Studies 11 (1986), 143-4.

[11] L. Taran, «Perpetual duration and atemporal eternity in Parmenides and Plato», Monist 62 (1979), 44-45.

[12] Πλά­των, Πο­λι­τεί­α 533d-e· Θε­αί­τη­τος 184b-c, κτλ.

[13] Μο­να­δι­κή χρή­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του αἰ­ώ­νι­ος γιά πρό-πλα­τω­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη μαρ­τυρεῖ­ται ἀ­πό τόν Ἰ­άμ­βλι­χο (D.K. fr. Β 23, I 418, 7). Ἀ­πο­δί­δει στόν Φι­λό­λα­ο τήν ἔκ­φρα­ση αἰ­ώ­νι­ας δι­α­μο­νῆς. Εἶ­ναι πι­θα­νόν ὡ­στό­σο νά μή με­τα­φέ­ρε­ται αὐ­τού­σι­α ἡ ρή­ση τοῦ Πυ­θα­γο­ρεί­ου, νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται δη­λα­δή ἀ­πό τόν νε­ο­πλα­τω­νι­κό στο­χα­στή ἕ­νας ὅ­ρος πού εἶ­χε πλέ­ον ἐ­πι­βλη­θεῖ ἀ­πό τόν Πλά­τω­να.

[14] Ὅ.π., 28c.

[15] μᾶλ­λον ὅ­μοι­ον πρός τό πα­ρά­δειγ­μα ἀ­να­φέ­ρει στό 37c7. Στό δέ 29e3-4 ἀ­ναφέ­ρει ὅτι: πάν­τα ὅτι μά­λι­στα ἐ­βου­λή­θη γε­νέ­σθαι πα­ρα­πλή­σι­α ἑ­αυτῷ. Δη­λα­δή, θέ­λη­σε τά πάν­τα νά γί­νουν ὅσον τό δυ­να­τον ὅμοι­α μέ τόν ἑ­αυ­τό του.

[16] Ὅ.π., 31bl.

[17] Ὅ.π., 37d6-7.

[18] Μ. J. White, The Continuous and the discrete, Clarendon Press Oxford, 1992, σ. 80.

[19] Πλά­των, Τί­μαι­ος 37e2-3.

[20] Ἀ­πό τό ἐ­δά­φι­ο αὐ­τό κα­θώς καί ἀ­πό τό 38b6: Χρό­νος δ’ οὖν μετ’ οὐ­ρα­νοῦ γέγο­νεν, γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅτι ὁ χρό­νος δέν μπο­ρε­ϊ νά ταυ­τι­σθεῖ μέ τόν οὐ­ρα­νό, ὅπως ὑ­ποστή­ρι­ξε ὁ von Leyden στό ἄρ­θρο τοῦ «Time, Number, and Eternity in Plato and Aristotle» στό Philosophical Quarterly 14 (1964), 35-52.

[21] Στό 52d4, ὅπου γί­νε­ται λό­γος γιά τήν Τι­θή­νη, ἀ­να­φέ­ρει ὅτι ὑ­πῆρ­χε τό ἀ­πόλυ­τό ὄν καί ὁ χῶ­ρος πρίν γεν­νη­θεῖ ὁ οὐ­ρα­νός.Ὁ­μοί­ως καί στά 48b2-5, 69b2-c2.

[22] Βλα­στός, «Creation in Timaeus: is it a fiction?», Studies in Plato Metaphysics, R. E. Allen (ed.), London 1965, σ. 410.

[23] R. Mohr, The Platonic cosmology, E. J. Brill, Leiden 1985, σ. 67.

[24] Ὅ.π., 39d2-6.

[25] Ὁ μέ­γας Ἐ­νι­αυ­τός, ὅπως ὁ­ρί­ζε­ται, εἶ­ναι τό ἐ­λά­χι­στο κοινό πολ­λα­πλά­σι­ο τῶν χρό­νων τῶν πε­ρι­φο­ρῶν τῶν πλα­νη­τῶν. Ἔ­τσι ὅλες οἱ μο­νά­δες χρό­νου πού ἔ­χει ἀ­να­φέ­ρει πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι συμ­βα­τές με­τα­ξύ τους, ὑ­πάρ­χει ἁρ­μο­νί­α, πού εἶ­ναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος. Ἡ ἁρ­μο­νί­α εἶ­ναι κι αὐτή ἕ­να εἶ­δος πλη­ρό­τη­τας, «ἀ­κι­νη­σί­ας».

[26] Στό 38C2-3 μᾶς ἔ­χει δη­λω­θεῖ ὅτι ὁ οὐ­ραν­ός θά δι­αρ­κε­ΐ παν­το­τι­νά δι­ά τέ­λους τόν ἅ­παν­τα χρό­νον γε­γο­νώς τέ καί ὤν καί ἐ­σό­με­νος.

[27] Γε­νι­κά ὁ χρό­νος στή φι­λο­σο­φί­α, πρίν ἀπό τόν Πλά­τω­να, συλ­λαμ­βά­νε­ται ὡς κυ­κλι­κή κί­νη­ση. Ὑπάρ­χουν ὅμως καί δι­α­φο­ρε­τι­κές ἀν­τι­λή­ψεις: Ὁ Κρι­τί­ας, θεῖ­ος τοῦ Πλά­τω­νος, τόν θε­ω­ρεῖ ὡς «συ­νε­χή ρο­ή» (βλ. W. Κ. Guthrie, Οἵ Σο­φι­στές, μτφ. Δάμ. Τσε­κου­ρά­κης, ΜΙΕΤ, Ἀ­θή­να 1991, σ. 367). Ἄ­ρα, εἶ­ναι ἡ πί­στη τοῦ φι­λο­σό­φου στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει τήν κυ­κλι­κό­τη­τα τοῦ χρό­νου καί ὄχι ἡ ἀ­νυ­παρ­ξί­α ἄλ­λης, δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης.