Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (10.422-10.495)

Ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐγὼ προσέφην μαλακοῖς ἐπέεσσι·
«νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε,
κτήματα δ᾽ ἐν σπήεσσι πελάσσομεν ὅπλα τε πάντα·
425 αὐτοὶ δ᾽ ὀτρύνεσθε ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι,
ὄφρα ἴδηθ᾽ ἑτάρους ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
πίνοντας καὶ ἔδοντας· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχουσιν.»
Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο·
Εὐρύλοχος δέ μοι οἶος ἐρύκανε πάντας ἑταίρους·
430 καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἆ δειλοί, πόσ᾽ ἴμεν; τί κακῶν ἱμείρετε τούτων;
Κίρκης ἐς μέγαρον καταβήμεναι, ἥ κεν ἅπαντας
ἢ σῦς ἠὲ λύκους ποιήσεται ἠὲ λέοντας,
οἵ κέν οἱ μέγα δῶμα φυλάσσοιμεν καὶ ἀνάγκῃ,
435 ὥς περ Κύκλωψ ἔρξ᾽, ὅτε οἱ μέσσαυλον ἵκοντο
ἡμέτεροι ἕταροι, σὺν δ᾽ ὁ θρασὺς εἵπετ᾽ Ὀδυσσεύς·
τούτου γὰρ καὶ κεῖνοι ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα,
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ,
440 τῷ οἱ ἀποτμήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι,
καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν· ἀλλά μ᾽ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος·
«Διογενές, τοῦτον μὲν ἐάσομεν, εἰ σὺ κελεύεις,
αὐτοῦ πὰρ νηΐ τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι·
445 ἡμῖν δ᾽ ἡγεμόνευ᾽ ἱερὰ πρὸς δώματα Κίρκης.»
Ὣς φάμενοι παρὰ νηὸς ἀνήϊον ἠδὲ θαλάσσης.
οὐδὲ μὲν Εὐρύλοχος κοίλῃ παρὰ νηῒ λέλειπτο,
ἀλλ᾽ ἕπετ᾽· ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπήν.
Τόφρα δὲ τοὺς ἄλλους ἑτάρους ἐν δώμασι Κίρκη
450 ἐνδυκέως λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾽ ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλεν ἠδὲ χιτῶνας·
δαινυμένους δ᾽ εὖ πάντας ἐφεύρομεν ἐν μεγάροισιν.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον φράσσαντό τ᾽ ἐσάντα,
κλαῖον ὀδυρόμενοι, περὶ δὲ στεναχίζετο δῶμα.
455 ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν θαλερὸν γόον ὄρνυτε· οἶδα καὶ αὐτή,
ἠμὲν ὅσ᾽ ἐν πόντῳ πάθετ᾽ ἄλγεα ἰχθυόεντι,
ἠδ᾽ ὅσ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου.
460 ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον,
εἰς ὅ κεν αὖτις θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι λάβητε,
οἷον ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν
τρηχείης Ἰθάκης· νῦν δ᾽ ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι,
αἰὲν ἄλης χαλεπῆς μεμνημένοι· οὐδέ ποθ᾽ ὑμῖν
465 θυμὸς ἐν εὐφροσύνῃ, ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ πέπασθε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ὧραι,
470 μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα μακρὰ τελέσθη,
καὶ τότε μ᾽ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι·
«Δαιμόνι᾽, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,
εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
475 Ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ.
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,
οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
480 Αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς
γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μοι ἔκλυεν αὐδῆς·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Ὦ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέστης,
οἴκαδε πεμψέμεναι· θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,
485 ἠδ᾽ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ
ἀμφ᾽ ἔμ᾽ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.»
Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ·
490 ἀλλ᾽ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,
μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι·
τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια
495 οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν.»

***
Στον λόγο τους εγώ αποκρίθηκα, με λόγια τώρα μαλακά:
«Πρώτο και κύριο, να τραβήξουμε το πλοίο στη στεριά· ύστερα,
όσα αγαθά μάς έμειναν, όλα τα σύνεργά μας, να τα ασφαλίσουμε
σε κοντινές σπηλιές.
Εσάς τους ίδιους συμβουλεύω να βιαστείτε, ελάτε πίσω μου,
κανείς μη λείψει, για να αντικρίσετε τους άλλους μας συντρόφους,
πώς τρων και πίνουν στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης,
αφού τους περισσεύουν τα αγαθά κι ως ένα χρόνο.»
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι αμέσως με τα λόγια μου συμφώνησαν·
μόνο ο Ευρύλοχος ήθελε να τους συγκρατήσει τους συντρόφους όλους,
430 γι᾽ αυτό τους μίλησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Ταλαίπωροι, πού πάμε; ποιο το κακό που σας τραβά,
και θέλετε να μπείτε μέσα στις κάμαρες της Κίρκης;
όπου, σας λέω, θα μας κάνει όλους γουρούνια ή λύκους ή λιοντάρια,
θα γίνουμε με το στανιό οι φύλακες του αρχοντικού της.
Όπως το έπραξε κι ο Κύκλωπας, τότε που οι σύντροφοί μας
μπήκανε στο μαντρί του, και πίσω τους απόκοτος ο Οδυσσεύς·
γιατί δικό του λάθος ήταν, που αφανίστηκαν εκείνοι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, μέσα μου τότε ταλαντεύθηκα
αν έπρεπε να σύρω το μακρύ σπαθί μου από το στιβαρό μερί μου,
440 και κόβοντας το κεφάλι του, να το άφηνα να κυλιστεί στο χώμα,
κι ας ήταν άνθρωπος πολύ δικός· οι σύντροφοί μου όμως
με συγκρατούσαν με μειλίχια λόγια, καθένας από μόνος του κι όλοι μαζί:
«Διογέννητε, ας τον αφήσουμε λοιπόν, αν συμφωνεί κι η θέλησή σου,
εδώ να μείνει στο καράβι, να ᾽χει του καραβιού τη φύλαξη·
όσο για μας, εσύ μπροστά, κι εμείς πηγαίνουμε
στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης.»
Μιλώντας, πήραν κιόλας να ανεβαίνουν, πίσω αφήνοντας
πλοίο και θάλασσα· αλλά κι ο Ευρύλοχος δεν ξέμεινε
μόνος του στην κοιλιά του καραβιού· μας ακολούθησε, γιατί
τον φόβισε η τρομερή απειλή μου.
Την ίδια ώρα στο παλάτι της η Κίρκη καλά τους έλουζε
450 τους άλλους μου συντρόφους, τους άλειψε με πλούσιο λάδι,
τους φόρεσε χλαίνες σγουρές, τους έβαλε χιτώνες,
κι έτσι καλά τους βρήκαμε όλους στο τραπέζι, μέσα στην αίθουσα.
Μόλις μας είδαν, ανταμώθηκαν και μεταξύ τους αντικρίστηκαν,
ξεσπούν σε θρήνο κι οδυρμό, κι όλο το σπίτι στέναζε.
Εκείνη τότε πλάι μου στάθηκε, πολύ κοντά, κι έτσι μου μίλησε
η μεγαλόπρεπη θεά:
«Διογέννητε, γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτροπε,
το θαλερό σας κλάμα άλλο πια μην παροξύνετε· ω ναι, ξέρω καλά
και μόνη μου τα πάθη και τα άλγη σας στο απέραντο ψαρίσιο πέλαγο,
και στη στεριά το πόσο σας τυράννησαν οι εχθροί σας.
460 Και μολοντούτο, λέω τώρα να χαρείτε· φάτε ψωμί, πιείτε κρασί,
ώσπου να στυλωθείτε πάλι και το θάρρος σας να βρείτε.
Όπως και τότε που θα αφήνατε πρώτη φορά το πατρικό σας χώμα
της τραχιάς Ιθάκης· όχι όπως τώρα, που βαρύθυμοι, στον πόνο σας
δοσμένοι, θυμάστε μόνο τους παραδαρμούς της θάλασσας·
καν δεν αφήνετε να ευφρανθεί η ψυχή σας, με τόσα αλήθεια
βάσανα που σας βαραίνουν.»
Έτσι μας μίλησε, κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.
Εκεί λοιπόν μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, αλλάζοντας κι οι εποχές,
470 λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν, γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν
οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν
οι τίμιοι σύντροφοί μου:
«Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·
αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις
στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.
Έτσι, τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,
οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες
κάμαρες του παλατιού.
480 Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,
κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου,
τη φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας
τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:
«Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,
πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα· μέσα μου πια η ψυχή μου
πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου, που μου σπαράζουν
την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου για λίγο απομακρύνεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι.
490 Όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να τη φέρετε σε πέρας·
γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,
εκεί που ανήμερη η Περσεφόνη κατοικεί·
να πάρετε χρησμό απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,
του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·
γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη τού άφησε τον νου του ανέπαφο,
μόνος αυτός να ᾽ναι στα σύγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως
περιφέρονται άδειες σκιές.»

Η Καθοριστική επίδραση της παιδικής ηλικίας στην διαμόρφωση της προσωπικότητας

Γιατί είναι τόσο σημαντική η βρεφική και παιδική ηλικία στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε ατόμου; Πως διαμορφώνονται τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης των παιδιών και ποιος είναι ο ρόλος των γονιών στη σύγχρονη κοινωνία; Η ανάγκη να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον γύρω μας είναι αυτή που μας ωθεί να αναζητάμε απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Επιπλέον, η γνώση και η πρόληψη σώζουν ζωές.

Η ψυχική ανάπτυξη των ατόμων στα πρώτα πέντε-έξι χρόνια της ζωής, τα οποία θεωρούνται ως τα πιο καθοριστικά για την μετέπειτα πορεία μας.

Η Ψυχανάλυση είναι μια τεράστια επανάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς – και υπάρχουν λόγοι κι αντιστάσεις που η ψυχαναλυτική διερεύνηση ερμηνεύει ικανοποιητικά. Η Ψυχανάλυση δεν είναι θρησκεία, δεν εξηγεί τα πάντα, έχει πολλά σκοτεινά κι αντιφατικά στοιχεία, αλλά είναι η μόνη θεωρία κι επιστήμη που εξηγεί τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που έχουν τα αίτια τους στον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο του βρέφους, του παιδιού, του ενήλικα.

Χωρίς την ψυχαναλυτική γνώση είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβουμε την ουσία και τα αίτια των συναισθηματικών δυσκολιών των παιδιών.

Η ζωή του παιδιού και η μελλοντική του πορεία προς την ενηλικίωση καθορίζεται από τη φύση, την κληρονομικότητα, τα γονίδια δηλαδή, ή είναι αποτέλεσμα της αντιμετώπισης του από τους γονείς; Είναι ένα πολύ παλιό ερώτημα (natura versus nurture – φύση ή ανατροφή), που σήμερα νομίζω έχει απαντηθεί. Η απάντηση είναι απλή: και τα δύο. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα γονίδια παίζουν σημαντικότερο ρόλο και σ’ άλλες η γονεϊκή συμπεριφορά.

Σήμερα έχουμε σημαντικές γνώσεις για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού. Τα τελευταία 5-10 χρόνια έχουμε αποκτήσει ουσιαστικές επιστημονικές πληροφορίες για την ψυχοσωματική και νευρολογική του εξέλιξη, ιδιαίτερα στο στάδιο της εμβρυικής ζωής.

Επειδή, λοιπόν, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα γονίδια μας, προσπαθούμε να αλλάξουμε λίγο την επίδραση του περιβάλλοντος.

Σήμερα ξέρουμε ότι το άγχος αρχίζει από την εμβρυική ζωή και εξαρτάται από την ψυχική ζωή της μητέρας. Και η δική της ψυχική ζωή εξαρτάται από πολλά πράγματα, αλλά κυρίως από τον σύζυγο. Σκοπός, λοιπόν του συζύγου, και όταν το παιδί είναι έμβρυο και όταν γεννηθεί, είναι να στέκεται στη γυναίκα του, να γίνεται μητέρα της μητέρας. Στην Ελλάδα μέχρι τώρα αυτό βολευόταν, γιατί αυτό τον ρόλο τον έπαιζε η μητέρα της μητέρας, ή και η πεθερά καμιά φορά. Αλλά, αν η γυναίκα ήταν προβληματική, το ότι ερχόταν η μάνα της να βοηθήσει με το παιδί έκανε χειρότερα τα πράγματα, γιατί αν είσαι προβληματική είσαι από τη μάνα σου.

Αν, όμως, ο άντρας είναι κι αυτός λίγο προβληματικός, αδύναμος, στερημένος από τη δική του μάνα, βλέπει την κύηση σαν απειλή για την δική του θέση δίπλα στη γυναίκα του, φοβάται ότι η γυναίκα του πια δεν τον λογαριάζει· αυτή είναι και η αλήθεια… Η γυναίκα, η μητέρα πια, ήδη από τον 4ο-5ο μήνα μπαίνει σε μια περίοδο κυρίαρχης ενασχόλησης με το βρέφος, όπως λέει και ένας μεγάλος ψυχαναλυτής, ο D. Winnicott. Όλη της η ζωή, όλη της η σκέψη περιστρέφεται γύρω από αυτό, γιατί αλλιώς το παιδί δεν θα μπορούσε να ζήσει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε όλα τα κακά, τους σεισμούς, τους καταποντισμούς… Αλλά όταν ξέρουμε λίγο περισσότερο, προφυλαγόμαστε λίγο καλύτερα, όσο μπορούμε. Δεν υπάρχει κανείς απόλυτα ομαλός άνθρωπος, ούτε απόλυτα καλή μητέρα. Υπάρχει αρκετά καλή μητέρα. Μερικά πράγματα έτσι κι αλλιώς δεν αποφεύγονται. .. Κοιτάμε να περιορίσουμε, να μην γίνει το παιδί ψυχωσικό, άρρωστο, να μην πληρώνουμε μετά μια ζωή.

Ο πρώτος χρόνος θεωρείται ο σημαντικότερος στην ζωή του ανθρώπου, που καθορίζει την προσωπικότητα και τις πιθανότητες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, να είναι κάπως ευτυχισμένος σ’ αυτήν την ζωή.

Τα πρώτα στοιχεία που το βρέφος προσπαθεί να βρει, είναι τα όρια του, τα σύνορα του δηλαδή, που αρχίζει το ίδιο και που τελειώνει – ποιός δηλαδή είναι ο κόσμος ο μικρός και ποιός ο μέγας.
 
Χωρίς το βρέφος να το καταλαβαίνει, η μητέρα το βοηθάει να καταλάβει που αρχίζει και που τελειώνει· και όριο για να δημιουργήσει το παιδί την πρώτη έκφανση προσωπικότητας είναι το δέρμα, που είναι πολύ σημαντικό, γιατί το μαθαίνει ότι περικλείεται σε κάποια όρια. Αυτό το κάνει η μητέρα: αυτή ορίζει τα όρια. Πως; Με τα χάδια. …Τώρα, με την αίσθηση των ορίων, το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο.

Άρα το βρέφος χρειάζεται χάδια, την οσμή της μητέρας, την φωνή της μητέρας που παίρνει τη μορφή κουβέντας, νανουρίσματος. Μια σωστή μητέρα τα κάνει αυτόματα, δεν χρειάζεται να της τα πω εγώ. Αλλά σήμερα πολλές μητέρες ρωτάνε: “Γιατί να του μιλάω αφού δεν καταλαβαίνει;”. Πρέπει να τους εξηγήσω ότι το παιδί χρειάζεται την φωνή τους, και μάλιστα κατ’ επανάληψιν. Έτσι γίνεται και η πρώτη γνωσιακή κατανόηση του κόσμου.

Όταν έχει πολλές “μητέρες”, το βρέφος νιώθει ανασφάλεια, έλλειψη αυτοεκτίμησης, δυσκολία να καταλάβει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, ένα άγχος αφανισμού, που είναι η βάση για το άγχος που έχουμε αργότερα. Έρχονται μετά στον ψυχίατρο με άγχος, φοβίες, πανικούς. Η βάση όλων των ψυχιατρικών συμπτωμάτων είναι το άγχος θανάτου. Αυτό δημιουργείται τον πρώτο χρόνο. Εάν τότε δεν δημιουργηθεί έντονο άγχος, αργότερα δεν παθαίνετε τίποτε.

Ακόμη κι αν με το παιδί είναι η ίδια η μητέρα, υπάρχουν κάποια προβλήματα. Δεν σημαίνει πως αν έχεις την ίδια μητέρα σώζεσαι. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν τον βαθμό εμπαθητικότητας της μητέρας, πόσο μπορεί να μπει στο μυαλό του παιδιού, στις ανάγκες του, κι αυτό είναι το βασικό.

Μετά από πέντε-έξι χρόνια ότι προβλήματα έχει το παιδί πάνε στο ασυνείδητο και δημιουργούν συμπτώματα, δηλαδή διαταραχές συμπεριφοράς, ψυχαναγκαστικά στοιχεία. Τότε μπορεί να χρειαστεί η οικογενειακή θεραπεία ή καμμιά φορά και θεραπεία του παιδιού ατομική. Αλλά είναι δύσκολο να αλλάξουν όλ’ αυτά. Κοιτάμε να αλλάξουν τα πράγματα πριν γίνει η διαταραχή. Άρα σημασία έχει η πρόληψη.

Η ωριμότητα κατακτάται κυρίως τον πρώτο χρόνο, αλλά και στα επόμενα τρία-τέσσερα. Αν δεν ωριμάσετε τότε, είναι δύσκολο μετά. Η ψυχοθεραπεία, ορισμένες σχέσεις ή συνθήκες αργότερα βοηθούν.

Όσο πιο υποανάπτυκτη είναι μια χώρα, τόσο πιο ανώριμοι είναι οι άνθρωποι της. Εδώ είμαστε ανώριμοι από πλευράς σχέσεων – έξω έχω δει πολλά ζευγάρια να αγαπιούνται πραγματικά, εδώ πολύ λιγότερα. Εδώ όλοι μιλάμε για αγάπη, όλα τα τραγούδια είναι γι’ αγάπη και κανένας δεν αγαπάει τον άλλον. Είμαστε εγωκεντρικός λαός, ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του, δεν μπορούμε να δουλέψουμε ομαδικά. Αυτό δεν το λέω εγώ, το λένε όλοι.

Προβλήματα, όμως, του πρώτου χρόνου δύσκολα διορθώνονται, γιατί εκεί έχει δημιουργηθεί πραγματική στέρηση. Προβλήματα του δεύτερου-τρίτου έτους διορθώνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Κάποιοι βελτιώνονται πάρα πολύ και αλλάζει η ζωή τους – πάντως όχι όσο θα ήθελαν.

Τα παιδιά είναι επιδεκτικά ματαιώσεων, όπως και οι ενήλικοι: η μαμά πάει στην κουζίνα, η μαμά κοιμάται, η μαμά βαριέται. Είναι επίσης ελαστικά και δεν θέλουν την ιδανική μητέρα, γιατί αυτή δεν υπάρχει. Θέλουν μια αρκετά καλή μαμά· μαθαίνουν να την δέχονται όπως είναι. Το ίδιο συμβαίνει κι αργότερα, όταν παντρευτούν: όταν το έχουν φθάσει αυτό μέσα τους με τη μητέρα τους, βρίσκουν πάλι μια σχετικά καλή σύζυγο και δέχονται ότι κάποιες φορές θα τους ματαιώνει. Υπάρχει γάμος όπου να μην ματαιώνει ο ένας τον άλλον; Όταν έρχονται ζευγάρια και μου λένε ότι μαλώνουν, τους μαθαίνω να μαλώνουν δημιουργικά.

H ωριμότητα είναι το πως μεγαλώνει ένα παιδί… Δεν πρόκειται για την κοινή έννοια της ωριμότητας. Είναι να έχει περάσει ψυχολογικά τα πρώτα στάδια ικανοποιητικά.

Σήμερα είπα πως περνάει το βρέφος από την μητέρα και αρχίζει και ωριμάζει ήδη από τον πρώτο χρόνο. Την ανωριμότητα δεν την παθαίνεις στα είκοσι. Αν την έχεις από τότε, βελτιώνεσαι – ή χειροτερεύεις – με τις εμπειρίες του δεύτερου ή του τρίτου χρόνου. Αν, όμως, είσαι πολύ διαταραγμένος, πολύ ανώριμος, δύσκολα βελτιώνεσαι, μάλλον γίνεσαι χειρότερα. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα.

Αν είσαι αρκετά ώριμος, τότε ωριμάζεις ακόμη περισσότερο με τις επόμενες φάσεις: με το σχολείο, με μια καλή σχέση…

Δεν λέμε, για παράδειγμα, “δεν σ’ αγαπάω, γιατί έκανες αυτό”- λέμε “αυτό που έκανες είναι κακό”. Το μήνυμα είναι ότι “εγώ σ’ αγαπάω, αλλά θα τιμωρηθείς· δεν θα φας γλυκό, θα κάτσεις στη γωνιά, δεν θα πάμε βόλτα, δεν θα δεις το πρόγραμμα που θέλεις στην τηλεόραση”. Η αίσθηση που πρέπει να έχει είναι ότι το αγαπάμε, αλλά έκανε κάτι που δεν είναι αποδεκτό στο σπίτι μας και θα έχει συνέπειες, όπως όλοι μας. Όταν μεγαλώνουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Ένα παιδί που δεν το έμαθε αυτό τότε, δεν δέχεται τίποτε. Στο σχολείο, στην κοινωνία, θα είναι αναρχικό, θα λέει όχι σε όλα, δεν θα δέχεται τίποτε. Το παιδί δέχεται τις υποδείξεις της μητέρας όταν νιώθει ότι το αγαπάει.

Από την άλλη, οι καλοί πολίτες υποφέρουν οι ίδιοι, γιατί καταπνίγουν αυτό που θέλουν και δημιουργούν νευρώσεις, γίνονται δε οι καλύτεροι πελάτες των ψυχοθεραπευτών. Έχουν μαζέψει μέσα πράγματα: θυμό, κατάθλιψη, άγχος. Ο άλλος, ο αναρχικός, έχει οργή. Η κοινωνία υποφέρει απ’ αυτόν, γίνεται εγκληματίας, επαναστάτης, όχι για κοινωνικούς λόγους, αλλά γιατί δεν μπορεί να δεχθεί αναστολές από την κοινωνία. Καμιά φορά γίνεται και σεξουαλικά επιθετικός.

Είναι δύσκολο· κάθε μητέρα αναπτύσσει τη δική της τέχνη. Δεν υπάρχουν αυτόματες απαντήσεις. Κυρίως το παίρνεις από το πως συμπεριφέρθηκαν οι δικοί σου γονείς. Ο τρόπος που μεγαλώνουμε εγγράφεται σε μια κασέτα στο μυαλό μας.

Από την στιγμή που γινόμαστε γονείς, αυτόματα αρχίζει να παίζει αυτή η κασέτα, όσον αφορά το πως θα συμπεριφερθούμε στο παιδί μας. Όσο πιο ανώριμος είναι κανείς, τόσο πιο πολύ επαναλαμβάνει την κασέτα, μέχρι 100%.

Γι’ αυτό η νεύρωση κανονικά δεν είναι κληρονομική, γίνεται όμως κληρονομική με τον τρόπο αυτό. Αν οι γονείς είναι πολύ ανώριμοι, δεν έχουν ξεπεράσει τα στάδια κάπως ικανοποιητικά και είναι πολύ έντονοι, τότε το παιδί δέχεται αντιφατικά μηνύματα.

Όταν αυτά τα αντιφατικά μηνύματα επαναληφθούν για δυο-τρεις γενιές δημιουργούν ψύχωση, που είναι η σχιζοφρένεια, η τρέλα. Αυτό εκτός από τις δυο-τρεις γενιές θέλει και μια πιθανή προδιάθεση.

Αυτά δημιουργούν προβλήματα, γιατί οι νέοι γονείς μπερδεύονται με την ανώτερη σοφία των γονιών τους, με την οποία έχουν μεγαλώσει. Ακόμη κι αν δεν την βλέπουν σωστή, δεν μπορούν να την αλλάξουν εύκολα, την έχουν ενδοβάλει ήδη σχεδόν αναγκαστικά. Κι έτσι το παιδί έχει προβλήματα· πολλά αντιδρούν εντονότατα.

Έχουμε, λοιπόν, μια μάχη ανάμεσα στην υποταγή και την αναρχία και σε μια, ας την πούμε, δημοκρατική τάση, όπου το παιδί έχει μερικά δικαιώματα. Το αφήνουμε να επιλέγει κάποια πράγματα, αλλά και επιβάλλουμε τους νόμους της οικογένειας.

Ο καλύτερος, βέβαια, τρόπος για να αλλάξει κανείς είναι να διαλέξει μια καλή μαμά. Δυστυχώς δεν έχουμε αυτή την δυνατότητα. Δεύτερον, να διαλέξει καλή γυναίκα ή άντρα. Αυτοί παίζουν λίγο τον ρόλο της μαμάς και, επειδή η σχέση είναι έντονη, μπορούν να μας αλλάξουν περισσότερο και από τους θεραπευτές – ιδιαίτερα αν αυτοί δεν είναι ικανοποιητικοί. Επειδή είμαστε όλοι μέρα μαζί, ξαναπαίρνουμε ικανοποιήσεις παρόμοιες με αυτές που πήραμε τότε. Το κακό, όμως, είναι ότι, αν είσαι λίγο μπερδεμένος, διαλέγεις και μπερδεμένο άνθρωπο. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν είχα μια μητέρα που δεν με αγαπούσε πολύ, παίρνω μια γυναίκα που επίσης δεν με αγαπάει πολύ και που δεν είναι εκφραστική. Δεν μπορώ να βρω μια γυναίκα που να είναι αλλιώς, δεν ταιριάζω, δεν ξέρω πως να την αντιμετωπίσω, μου είναι άγνωστο πεδίο. Οπότε, διαλέγω “παπούτσι από τον τόπο μου”, δηλαδή που να μοιάζει στη μάνα μου. Και επαναλαμβάνεται το ίδιο δράμα. Γι’ αυτό 90% των ανθρώπων έχουν προβλήματα και 50% χωρίζουν σε όλο τον κόσμο.

Οι δυσκολίες, λοιπόν, του γάμου είναι επανάληψη της παιδικής ηλικίας. Αν έχεις καλή παιδική ηλικία, είναι σίγουρο πως και ο γάμος σου θα είναι καλός.

Η ανάγκη για χάδια, η ανάγκη δεσμού επαφής και κατανόησης από την μητέρα είναι βασικές ανάγκες της βρεφικής και παιδικής ηλικίας.

Ο φόβος απώλειας της μητέρας και ο φόβος απώλειας της ζωής μας είναι οι βασικοί φόβοι του παιδιού.

Ανάλογα με τις εμπειρίες μας τότε, όταν ξαναζούμε παρόμοιες καταστάσεις στην ενήλικη ζωή, μπορεί να αντιδράσουμε πολύ έντονα, νευρωτικά, γιατί αναζωπυρώνονται οι αντίστοιχες ασυνείδητες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας.

Γι’ αυτό είπε ο Φρόυντ “το παιδί είναι ο πατέρας του ενηλίκου”. Ο ενήλικος εαυτός μας είναι αποτέλεσμα του παιδιού που ήμασταν κάποτε.

Στον πρώτο χρόνο, τον πιο σημαντικό της ζωής μας, εγγράφεται ο χαρακτήρας και προδιαγράφεται το είδος του ανθρώπου που θα γίνουμε- και μάλιστα σε μια εποχή που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό, καθώς είμαστε έρμαια του περιβάλλοντος και της μητέρας.

Αν οι ανάγκες του βρέφους ικανοποιούνται σχετικά επαρκώς, τότε τίθενται στον χαρακτήρα μας οι βάσεις της αυτοεκτίμησης, πόσο δηλαδή αγαπάμε τον εαυτό μας, πόσο μπορούμε να αγαπήσουμε και να κάνουμε σχέσεις με άλλους. Τότε δημιουργείται η αισιοδοξία για την ζωή, αν θα βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο.

Βάση, λοιπόν, για την ικανοποιητική πορεία της ζωής μας είναι ο χρόνος εκείνος.

Η συνηθισμένη Ελληνίδα μητέρα, ιδίως παλαιότερα, κολλούσε στον γιο της, γιατί οι σχέσεις με τους άντρες ήταν δύσκολες, η γυναίκα ήταν κατώτερη, ο σύζυγος μπορεί και να την έδερνε· οπότε ο μόνος που της έδινε σημασία, που την αγαπούσε, ο μόνος προστάτης της ήταν ο γιος της. Και τον έκανε του χεριού της. Αυτό ήταν έλλειψη αγάπης: σημαίνει ότι κάνεις υποχείριο αυτόν που σ’ αγαπάει, γιατί μεγαλώνεις· και ποιος θα σε κοιτάξει; Οι άντρες πιο παλιά δεν έδιναν τίποτε ή στρέφονταν σε νεότερες. Οι γυναίκες της επαρχίας, οι αγρότισσες ιδίως, στα τριάντα ήταν ουσιαστικά γριές κι οι άντρες έκαναν παρέα μεταξύ τους.

Οι πατεράδες πάλι, ιδιαίτερα οι πιο κομπλεξικοί ή που δεν τους αγαπάει η γυναίκα τους ή οι λίγο μαζεμένοι ή που δεν πέτυχαν οι σχέσεις τους με τις γυναίκες, στράφηκαν στην κόρη τους, που είναι η μόνη γυναίκα που μπορείς να χειραγωγήσεις, και έκαναν πολύ στένη σχέση μαζί της.

Άλλα πράγματα που μας βοηθούν να αλλάξουμε είναι τα ταλέντα που έχουμε, ο καθένας μας, που μας βοηθούν να αναπτύξουμε την αυτοεκτίμηση μας.

Η δουλειά μας γενικότερα, άμα είναι δημιουργική, μπορεί να αντιμετωπίσει πολλά και να αναπληρώσει κενά, να αναπτύξει την αυτοεκτίμηση που δεν πήραμε από την μητέρα μας. Το να γίνεις ένας καλός γιατρός, δικηγόρος, ράφτης, παπουτσής, μια καλή μητέρα που μεγάλωσε δύο καλά παιδιά, βοηθάει πολύ στην αυτοεκτίμηση.

Το άλλο είναι η ψυχοθεραπεία, που είναι δύσκολη, γιατί είναι σπάνιο να βρει κανείς καλό θεραπευτή, αλλά έστω και λίγα πράγματα μπορούν να βοηθήσουν πάρα πολλούς. Και το λέω χρόνια τώρα, θα βοηθούσε πάρα πολύ να γίνουν μαθήματα ζωής στα σχολεία. Να υπάρχουν ομάδες για έγκυες και μετά για μητέρες τους πρώτους έξι μήνες.

Γι’ αυτό εγώ προτείνω μαθήματα ζωής στο σχολείο για τα παιδιά και σχολές για γονείς.

Θα ήταν πάρα πολύ γόνιμο αν αυτό συνεχιζόταν με μαθήματα ζωής στο σχολείο, από το νηπιαγωγείο. Γιατί εκεί μαθαίνουμε ένα σωρό άχρηστα πράγματα, αλλά δεν μαθαίνουμε πως να ζούμε, πως να κάνουμε σχέσεις, πως να παντρευόμαστε, πως να επιλέγουμε σωστά επάγγελμα, σύζυγο, φίλους. Αν γινόταν αυτό, θα βλέπαμε τεράστιο όφελος μετά το τέλος του λυκείου, τουλάχιστον στην επόμενη γενιά.

Ένα κομμάτι της ωρίμανσης είναι να δεχτείς ότι έτσι είσαι. Προσπαθώ μεν να αλλάξω, αλλά δεν κατηγορώ συνέχεια τον εαυτό μου για το πως είμαι. Καλά θα ήταν να ήμουν αλλιώς, αλλά είμαι έτσι. Κάποιοι γίνονται φθονεροί βλέποντας τους άλλους ότι είναι αλλιώς.

Μεγαλώνοντας ένα ευγενικό παιδί σ’ ένα κόσμο που δεν λέει «ευχαριστώ»

Μεγαλώνοντας ένα παιδί, κάθε μέρα περνάει από το μυαλό μας η βασανιστική ερώτηση «το κάνω σωστά;». Είναι αυτή η διαρκής αμφιβολία που άλλους τους κάνει να ψάχνουν και να διερωτώνται και να πηγαίνουν παρακάτω, και άλλους φορτίζει με ένα άγχος επάρκειας ως προς το γονεϊκό τους ρόλο.

Η δική μου προσπάθεια, της μέχρι σήμερα μητρικής μου καριέρας, είναι το μεγάλωμα παιδιών με συναισθηματική νοημοσύνη. Στόχος μου είναι να εμμένω στο συναίσθημα κάθε περίστασης και να παρακάμπτω το περιβάλλον σκηνικό. Προσπαθώ να ενθαρρύνω την έκφραση και αποδοχή του συναισθήματος και να ενισχύσω την ενσυναίσθηση. Τη δεξιότητα που σου επιτρέπει να μπεις στη θέση του άλλου να αντιληφθείς τι νιώθει και να αντιδράσεις ανάλογα.

Δυστυχώς πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι σωστό αυτό που κάνω. Αναρωτιέμαι αν η έμφασή που δίνω στο κομμάτι της συναισθηματικής ανάπτυξης, είναι αυτό που πραγματικά θα βοηθήσει το δικό μου παιδί να είναι ευτυχισμένο και ολοκληρωμένο σαν προσωπικότητα.

Και έρχονται όλες εκείνες οι στιγμές που νιώθω σα να δημιουργώ έναν αριστοκράτη σε μια κοινωνία που βρίθει από μαγκιά, αγένεια και θράσος. Είναι όλες εκείνες οι φορές που αντιλαμβάνεσαι ότι δίνεις εφόδια που δυστυχώς δεν συμμερίζονται όλοι. Έτσι βρέθηκα να έχω ένα παιδί με υψηλή –κατά τη γνώμη της κουκουβάγιας μάνας- συναισθηματική νοημοσύνη, ευάλωτο όμως από τα βλήματα των υπολοίπων που η ανατροφή τους επικεντρώνεται στην προσωπική ανάδειξη, τη μαγκιά και τον εξευτελισμό κάθε συναισθήματος που νοείται ως αδυναμία.

Ωραία όλα αυτά, θα μπορούσε να μου πει κάποιος, αλλά θα έπρεπε θωρακίζεις ένα παιδί απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις. Η συναισθηματική νοημοσύνη, με ό,τι αυτή εμπεριέχει, βοηθάει στη δημιουργία ψυχικά ανθεκτικών ανθρώπων. Δεν παύει όμως όλο το σκηνικό να σε κάνει κάποιες στιγμές να νιώθεις σα να είσαι ο μόνος που φροντίζει το περιβάλλον, και γύρω τριγύρω οι υπόλοιποι να το μολύνουν, όπως μπορούν και με όσα μέσα έχουν. Η μάχη είναι άνιση. Και έρχεται πάλι η ίδια βασανιστική ερώτηση «κάνω το σωστό;».

Είναι η στιγμή που καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη διαρκούς παρουσίας μας απέναντι στις συναισθηματικές ανάγκες ενός παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με άτομα που δεν διαθέτουν τις δικές τους συναισθηματικές δεξιότητες. Είναι η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι θωρακίζεις και προστατεύεις ένα παιδί από τα βέλη του συναισθηματικού υποκόσμου μιλώντας του. Μιλώντας του και εξηγώντας του τι είναι αυτό που συμβαίνει ακριβώς, για ποιο λόγο συμβαίνει και τι μπορεί να κάνει. Εμπλουτίζεις με αυτό τον τρόπο τις μπαταρίες της ανθεκτικότητάς του.

Ομολογώ ότι είναι φορές που πραγματικά μετανιώνω για όλη αυτή την έμφαση στη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών μου. Γιατί τα βλέπω, αρκετές φορές να πληγώνονται και να μην βρίσκει αντίκρισμα η προσπάθεια που έχει γίνει. Άλλες φορές πάλι είμαι πραγματικά υπερήφανη για τον τρόπο που διαχειρίζονται καταστάσεις, και ιδιαίτερα καταστάσεις φορτισμένες με έντονο συναίσθημα. Τότε είναι που αποφασίζω να συνεχίσω να διαπαιδαγωγώ τον «αριστοκράτη» που θα κληθεί να αντιμετωπίσει όλες τις προβολές καταπιεσμένων γονιών στα παιδιά τους, γιατί στο τέλος ο κερδισμένος είναι εκείνος που νιώθει, εκφράζεται, μοιράζεται και συναισθάνεται.

Θέλει αρετή και τόλμη η ευαισθησία απέναντι στις ερινύες μιας κοινωνίας που καλλιεργεί τον τσαμπουκά, την υπεροψία και την αναλγησία. Θα είμαι εκεί για να στηρίζω όλο αυτό που με κόπο οικοδόμησα για να το δω να στέκεται στα πόδια του. Θα είμαι εκεί για να εξηγώ και να δικαιολογώ γιατί αυτό είναι το λειτουργικό και γιατί το άλλο είναι το δυσλειτουργικό, σε πείσμα των καιρών που αποζητούν ανθρώπους κενούς και άβουλους. Γιατί ένας υψηλός δείκτης συναισθηματικής νοημοσύνης μπορεί να μη σου εξασφαλίζει μια θέση στο Harvard, είναι όμως βέβαιο ότι σε προετοιμάζει για το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο όλων των εποχών… την ζωή.

Έχεις χάσει τον εαυτό σου;

Πολλοί άνθρωποι κάνουν σχέσεις χωρίς να είναι έτοιμοι να τις διαχειριστούν, ή ψάχνουν έναν σύντροφο ελπίζοντας να λυθούν με μαγικό τρόπο τα προβλήματά τους. Και νομίζουν ότι το καταφέρνουν, μάλιστα. Το κόστος, όμως, είναι τεράστιο: Χάνουν τον εαυτό τους και ολόκληρη την προσωπικότητά τους.

Αυτά είναι τα σημάδια ότι κι εσύ έχεις αρχίσει να χάνεις τον εαυτό σου μέσα στην σχέση σου.

Οι φίλοι σου σε έχουν χάσει

Έχεις να τους δεις πολύ καιρό, οι συναντήσεις σας όλο και μειώνονται, επειδή έχεις επιλέξει να περνάς όλο τον χρόνο σου με τον σύντροφό σου. Στις αρχές μιας σχέσης, στα σιρόπια, αυτό είναι λογικό. Αλλά δεν γίνεται να αρχίσεις να ακυρώνεις τους δικούς σου ανθρώπους

Κάνετε πράγματα που επιλέγει ο σύντροφός σου…

…και μόνο. Τι ταινίες βλέπετε, σε τι μπαράκια βγαίνετε, όλη η σχέση είναι λες και ορίζεται από τις προτιμήσεις του συντρόφου σου. Πού είναι η δική σου προσωπικότητα σε αυτή την σχέση; Αν είσαι άτομο που δεν του αρέσουν οι συγκρούσεις, αυτό δεν είναι κακό, αλλά δεν γίνεται να είσαι σε μια σχέση που δεν έχεις καμία επίδραση πάνω της.

Έχεις βάλει στην άκρη τους στόχους σου

Ίσως επειδή ο σύντροφός σου σε είχε ανάγκη, αλλά αυτή δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Επειδή, προτού το καταλάβεις, θα έχεις μεγαλώσει (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και θα νιώθεις ότι χαράμισες την ζωή σου, ακόμα κι αν η σχέση πηγαίνει καλά. Η χαρά που μας προσφέρει ένας άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να συγκριθεί με την ολοκλήρωση που νιώθουμε όταν πετυχαίνουμε τους στόχους μας.

Είσαι όλη μέρα στην τσίτα

Μήπως επειδή φοβάσαι συνεχώς ότι θα κάνεις κάτι που θα αναστατώσει τον σύντροφό σου; Δύο είναι οι πιθανότητες εδώ. Είτε ο σύντροφός σου έχει δείξει πως όταν δεν περνάει το δικό του, τα πράγματα σκοτεινιάζουν πολύ γρήγορα, είτε όλο αυτό έχει να κάνει με τις δικές σου ανασφάλειες. Στην πρώτη περίπτωση, φύγε τρέχοντας. Στην δεύτερη, έχεις πολλή δουλειά να κάνεις με τον εαυτό σου.

Παραμερίζεις τις ανάγκες σου

Ξανά, όταν τα πράγματα είναι δύσκολα και ο σύντροφός σου χρειάζεται όλη την στήριξη που μπορεί να λάβει, είναι δικαιολογημένο. Αυτό όμως δεν είναι βάση για σχέση. Δεν γίνεται μόνο ο ένας να είναι ο συναισθηματικός πάροχος και ο άλλος απλώς να παίρνει. Πρέπει να βρείτε καλύτερες ισορροπίες στο δούναι και λαβείν σας.

Ορίζεις την αξία σου από αυτά που σου λέει ο σύντροφός σου

Δεν θα το αναλύσουμε αυτό. Το πρώτο βήμα είναι να καταλάβεις ότι το κάνεις και ότι είναι τεράστιο λάθος. Το δεύτερο βήμα είναι να μιλήσεις με έναν ειδικό, επειδή φοβόμαστε πως τέτοια ζητήματα χρειάζονται πιο βαθιά βοήθεια απ’ όση μπορεί να σου προσφέρει ένα κείμενο στο ίντερνετ.

Λουκρήτιος: Πες πως η ίδια η φύση ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας

Και τέλος, πες πως η ίδια η φύση ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας:

«Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ’ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος;

Τι κλαίγεσαι κι αναστενάζεις για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα;

Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ’ ευχαριστήσει.

Όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί απ’ τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.»

Τι θ’ απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που απαγγέλλει; Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω απ’ το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα ‘χει δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά;

«Σκούπισε τα δάκρυά σου, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής. Μα επειδή πάντα ποθείς αυτό που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλο σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα, ν’ αποσυρθείς.

Όμως τώρα παράτα τα όλα τούτα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο και σε άλλους- έτσι πρέπει»

Λουκρήτιος

Δεν κάνω τίποτα

Θα ήταν απολύτως εύλογο, τώρα, να προβάλει κάποιος την ακόλουθη ένσταση: εάν στην προσπάθειά μου να εντοπίσω έναν πρόσφορο παράγοντα, έστω σε εμβρυώδη μορφή, δεν βρω τίποτα, τότε τι κάνω; Τι κάνω όταν δεν έχω να πιαστώ από πουθενά, όταν δεν υπάρχει ούτε ένας ελάχιστος ευνοϊκός παράγοντας στον οποίο να αφεθώ; 

Απάντηση: δεν κάνω τίποτα. Διότι, προφανώς, εάν κάνω κάτι, όχι μόνο μπαίνω σε κίνδυνο, αλλά οδεύω κατευθείαν προς τον χαμό μου. Ο χαμός αυτός μπορεί να ’ναι όμορφος, τραγικός, ηρωικός δεν θα είναι, όμως, αποτελεσματικός.

Εάν, καθώς προβαίνετε σε μια αξιολόγηση του δυναμικού της κατάστασης, δεν εντοπίζετε κανένα ευνοϊκό στοιχείο που να μπορούσατε να το αξιοποιήσετε, τότε περιμένετε. Διότι γνωρίζετε πως ο κόσμος δεν σταματά να ανανεώνεται, ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεστε θα μεταμορφωθεί και αναπόφευκτα θ’ αναδείξει νέα ενδεχόμενα στα οποία θα μπορέσετε αργότερα να στηριχτείτε. Περιμένοντας, αποσύρομαι, προστατεύομαι, αφήνω την κακή συγκυρία να περάσει.

Στο αρχαιότερο κείμενο της κινεζικής γραμματείας, το Βιβλίο των Ωδών, σύγχρονο της Ιλιάδας, λέγεται: «Εάν ο κόσμος είναι σε τάξη, μπορούμε να συμμετάσχουμε σε αυτόν· εάν είναι σε αταξία, πρέπει να γίνουμε ανεκτοί».

Όταν γράφεται σε μια κινεζική εφημερίδα πως ο τάδε πολιτικός αποσύρθηκε στην εξοχή ή ότι δήλωσε ασθενής, τότε ναι μεν ενδέχεται να είναι όντως άρρωστος ή να πήγε διακοπές, αλλά το πιο σύνηθες είναι ότι αποσύρθηκε επειδή αισθάνθηκε ότι πλέον τίποτα δεν τον ευνοεί: κάνει στην άκρη και περιμένει τα πράγματα «να περάσουν», γιατί γνωρίζει ότι η κατάσταση θα αλλάξει — γιατί κάθε κατάσταση αλλάζει. Και τότε θα ξαναεμφανιστεί κάποια δυναμική που θα τον ευνοεί.

BERTRAND RUSSELL: ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ή ΕΠΙΛΟΓΟΣ;

Επιτρέπω στον εαυτό μου να ελπίζει ότι ο κόσμος θα βγει από τα σημερινά του δεινά, ότι μια μέρα θα μάθει να δίνει τη διεύθυνση των υποθέσεών του, όχι σε σκληρούς απατεώνες και δειλούς απατεωνίσκους, αλλά σε ανθρώπους με σοφία και θάρρος. 

Βλέπω μπροστά μου ένα λαμπερό όραμα: έναν κόσμο όπου κανείς δεν πεινά, όπου λίγοι είναι άρρωστοι, όπου η δουλειά είναι ευχάριστη και όχι υπερβολική, όπου το αίσθημα της ευγένειας και της καλοσύνης είναι κοινό και όπου τα μυαλά απελευθερωμένα από τον φόβο, δημιουργούν ευχαρίστηση για τα μάτια, τα αυτιά και την καρδιά. 

Μην πείτε ότι αυτό είναι αδύνατο. Δεν είναι αδύνατο. Δεν λέω ότι μπορεί να γίνει αύριο, αλλά λέω ότι θα μπορούσε να γίνει μέσα σε χίλια χρόνια, μόνο αν οι άνθρωποι έστρεφαν το μυαλό τους στην προσπάθεια να επιτύχουν το είδος της ευτυχίας που θα έπρεπε να είναι ξεχωριστό για τον καθένα.

Bertrand Russell, Human Society in Ethics and Politics (1954)

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Η Αρετή και η Κακία

Η Αρετή και η Κακία στο: «Περί Ισίδος και Οσίριδος»

Συνάθροιζε χρυσάφι, συμμάζευε άργυρο, οικοδόμησε χώρους περιπάτων, γέμιζε την οικία σου με δούλους, και την πόλη με οφειλέτες σου. Αν δεν κατανικήσεις τα πάθη τής ψυχής και αν δεν παύσεις την απληστία σου και αν δεν απαλλάξεις τον εαυτό σου από φόβους και φροντίδες, τότε προσφέρεις οίνο σε κάποιον που έχει πυρετό, και μέλι σε κάποιον που πάσχει στην χολή, κ’ ετοιμάζεις φαγητά κ’ εδέσματα σε κάποιους που πάσχουν στην κοιλιά και που έχουν δυσεντερία και που δεν τα συγκρατούν ούτε δυναμώνουν, αλλά περισσότερο φθείρονται από αυτά. 

Δεν βλέπεις όσους νοσούν, πώς δυσαρεστούνται και αποπτύουν και αρνούνται τα καθαρότερα και πολυτελέστερα φαγητά, όταν τους τα προσφέρουν ακόμη και με την βία, ενώ μετά, όταν η κράση τους μεταβληθεί κ’ επανέλθει η σωστή αναπνοή και το γλυκό αίμα και η οικεία θερμότητα, ξανασηκώνονται και χαίρονται και τούς αρέσει να τρώνε λιτό άρτο και τυρί και κάρδαμο; Τέτοιου είδους διάθεση κατασκευάζει στην ψυχή η λογική.

Θα είσαι αυτάρκης, αν μάθεις τι είναι το ωραίο και αγαθό. Θα ζεις πλούσια μέσα στην πενία σου και θα βασιλέψεις και δεν θ’ αγαπήσεις τον αμέριμνο και ιδιωτικό βίο λιγότερο από εκείνον τού στρατηγού και τού ηγεμόνα. Φιλοσοφώντας δεν θα ζήσεις με αηδία, αλλά θα μάθεις παντού και με τα πάντα να ζεις ευχάριστα. Θα σε ευφράνει ο πλούτος σου, πού πολλούς θα ευεργετεί, και η πενία σου, αφού δεν θα μεριμνάς για πολλά, και η δόξα σου, όταν θα σε τιμούν, και η ασημότητά σου, όταν δεν θα σε φθονούν.

Πλούταρχος – Βιογραφικά στοιχεία

Ο «θείος» και «ιερός» Πλούταρχος υπήρξε διακεκριμένος θεολόγος, καταξιωμένος βιογράφος και σημαντικός ακαδημαϊκός φιλόσοφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Γεννήθηκε στην Χαιρώνεια τής Βοιωτίας, γύρω στο 46 μ.Χ., μέσα σε αριστοκρατική και καλλιεργημένη οικογένεια. Σπούδασε στην Αθήνα, κοντά στον φιλόσοφο Αμμώνιο, που ήταν αιγυπτιακής καταγωγής κ’ εκείνη την εποχή διηύθυνε την πλατωνική Ακαδημία.

Μετά το πέρας των σπουδών του ταξίδεψε στην Ασία, στην Αίγυπτο και στην Ιταλία, μελετώντας τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό και την θρησκεία διαφόρων λαών. Κατά την διαμονή του στην Ρώμη ήρθε σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες εκείνης τής εποχής – πιθανόν και με τους ίδιους τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό – δημιούργησε αξιόλογες φιλίες και απέκτησε το αξίωμα τού Ρωμαίου Πολίτη.

Παρά τον έντονο κοσμοπολιτισμό τής εποχής του, ο οποίος επηρέαζε γρήγορα, εύκολα και βαθύτατα τους ανθρώπους τής κοινωνικής τάξης του, ο Πλούταρχος προτιμούσε πάντοτε την διαμονή στην πατρική γη, στην οποία επέστρεφε με ιδιαίτερη χαρά και παρέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μέχρι τον θάνατό του, ο οποίος συνέβη γύρω στο 120 μ.Χ. Στην αγαπημένη του Χαιρώνεια νυμφεύτηκε και την Τιμοξένα, η οποία τού χάρισε πέντε παιδιά.

Τι πρέπει να είναι η επιστήμη

1. H αλλαγή θεωριών.

Οι οπαδοί του επαγωγισμού, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι οι θεωρίες ή οι φυσικοί νόμοι μπορούν να επαληθευτούν, στηρίζονται σε δυο παραδοχές: πρώτον, ότι η επιστήμη ξεκινά από την παρατήρηση και, δεύτερον, ότι η παρατήρηση μας δίνει την ασφαλή βάση από την οποία προκύπτει η γνώση.

Ήδη από πολύ παλιά οι φιλόσοφοι (π.χ. ο Ηράκλειτος) είχαν παρατηρήσει ότι οι αισθήσεις μας συχνά μας παραπλανούν. Είναι δυνατόν δυο παρατηρητές να κοιτάζουν το ίδιο πράγμα, υπό τις ίδιες συνθήκες, και να έχουν διαφορετικές οπτικές εμπειρίες. Αυτό που “βλέπουμε” είναι συχνά κάτι περισσότερο από αυτό που μας δίνει το μάτι, επειδή αυτό που βλέπουμε το έχει “επεξεργαστεί” ο εγκέφαλος.

Όταν κοιτάξουμε μια ακτινογραφία, τα μάτια μας βλέπουν τα ίδια πράγματα με αυτά που θα δουν τα μάτια του γιατρού, αλλά εμείς δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε όσα θα παρατηρήσει ο γιατρός και να βγάλουμε ανάλογα συμπεράσματα. O γιατρός μπορεί να παρατηρεί αυτά που παρατηρεί και να βγάζει συμπεράσματα για την υγεία μας, όχι γιατί έχει οξύτερη όραση από μας, αλλά γιατί έχει μάθει τι να παρατηρεί στην ακτινογραφία και πώς να το συσχετίζει με τον οργανισμό. O γιατρός δηλαδή μπορεί να παρατηρεί αυτά που παρατηρεί, γιατί η παρατήρηση του γίνεται με γνώμονα μια προϋπάρχουσα γνώση και θεωρία.

Αν περάσουμε από τις απλές παρατηρήσεις στο πείραμα, τότε εύκολα κατανοούμε ότι το “στήσιμο” του πειράματος και οι ελεγχόμενες διαδικασίες του δεν γίνονται στα τυφλά. Οδηγός για τις πειραματικές διαδικασίες είναι πάντοτε μια επιστημονική θεωρία, η οποία μας λέει τι πρέπει να κάνουμε και πώς να το κάνουμε, για να λειτουργήσει σωστά το πείραμα.

Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι φαίνεται τελικά να μην υπάρχουν “αντικειμενικές”, ανεξάρτητες από θεωρία παρατηρήσεις και πειράματα, όπως αξίωναν οι λογικοί θετικιστές. Παρατήρηση και πείραμα είναι πάντα φορτισμένα με θεωρία. Επομένως θεωρία και πείραμα είναι αλληλένδετα, το ένα φωτίζει το άλλο και μαζί συνεισφέρουν στην επιστημονική ανακάλυψη. Αν η θεωρία συγκρούεται με μια παρατήρηση ή ένα πείραμα, δεν υπάρχει καμιά λογική αναγκαιότητα που να επιβάλλει την απόρριψη της θεωρίας και όχι της παρατήρησης.

O τρόπος με τον οποίο βλέπουμε και κατανοούμε τον κόσμο έχει πολλές φορές αλλάξει στην ιστορία της ανθρωπότητας, και σημαντικό ρόλο σ’ αυτές τις αλλαγές έχει παίξει η επιστήμη. Av τελικά οι επιστημονικές θεωρίες χρησιμεύουν απλώς στο να αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε με κάποιον τρόπο τον κόσμο γύρω μας, οφείλουμε να ρωτήσουμε: πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε έναν σωστό από έναν λανθασμένο τρόπο; Ή έστω: με τι κριτήρια θα άλλαζε ένας “τρόπος” κατανόησης του κόσμου μας ή η “οπτική” από την οποία τον κατανοούμε; H μέθοδος της διάψευσης, την οποία, σύμφωνα με τον Πόπερ, μόνο οι πραγματικά επιστημονικές θεωρίες την αντέχουν, δεν μπορεί εύκολα να γενικευτεί, προκειμένου να διαψεύσουμε μια τέτοια οπτική.

Πώς είναι δυνατόν να διαψευστεί ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο;

Μια οπτική, ένας τρόπος αντίληψης, όσο ζωτικής σημασίας και αν είναι, δεν έχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, ώστε να ελεγχθεί με πειράματα, δεν είναι μετρήσιμος, δεν είναι ούτε επαληθεύσιμος ούτε διαψεύσιμος.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ο Τόμας Κουν, στο βιβλίο του “H δομή των επιστημονικών επαναστάσεων”, υποστήριξε ότι η πραγματική επιστήμη χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ιστορικά. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι η εξέλιξη αυτή εμφανίζεται ως διαδοχή περιόδων, στην καθεμιά από τις οποίες κυριαρχεί μία συγκεκριμένη οπτική, ένα επιστημονικό παράδειγμα.

H θεώρηση του Κουν για την φύση της επιστήμης διαφέρει ριζικά από αυτήν των εμπειριστών του κύκλου της Βιέννης. O Κουν δεν αντικαθιστά απλώς το κριτήριο της επαλήθευσης ή της διάψευσης με κάποιο άλλο, αλλά υποβαθμίζει τελείως την κανονιστική σημασία των κριτηρίων γενικότερα και της ανάλογης στάσης μας απέναντι στην επιστήμη: τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν την φύση της επιστήμης δεν μπορεί να προκύπτουν μόνο από την κρίση μας για το ποια πρέπει αυτά να είναι. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πώς πραγματικά ασκείται η επιστήμη σήμερα, αλλά και στο παρελθόν. Τότε αναγνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος, ο σωστός, για να ασκείται η επιστήμη.

H διάγνωση του Κουν για την φύση της επιστήμης, του ιδιαίτερου δηλαδή χαρακτήρα της, που την κάνει να ξεχωρίζει από άλλες θεωρήσεις του ανθρώπου, είναι βασικά περιγραφική και προκύπτει από την ιστορική παρατήρηση. O Κουν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την ιστορία της επιστήμης χαρακτηρίζει μια εναλλαγή επιστημονικών προτύπων, των “παραδειγμάτων” (paradigms).

Τα παραδείγματα αυτά, δεν είναι πραγματικά συγκρίσιμα, γι’ αυτό και τα ονομάζει “ασύμμετρα”. H κυρίαρχη θεωρία-πρότυπο (στηριζόμενη από μια ευρύτερη, αποδεκτή από τους επιστήμονες οπτική) κάποτε εξαντλεί, μέσα από μια διαδικασία συνεχούς εφαρμογής της, τον όγκο της πληροφορίας που είναι σε θέση αβίαστα να μας παρέχει για τον φυσικό μας κόσμο.

Το σημείο της “εξάντλησης” των δυνατών εφαρμογών της κυρίαρχης θεωρίας δεν είναι προβλέψιμο, απλώς αρχίζει να διαγράφεται στον ορίζοντα όταν κάποιο “νέο φαινόμενο” αντιστέκεται επίμονα στις ερμηνείες που, όπως είπαμε, “αβίαστα” μπορεί να παραγάγει. Αν, λόγου χάριν, το φως κινούνταν στο απόλυτο κενό του χώρου, τότε η ταχύτητα του φωτός θα ήταν μάλλον διαφορετική, προς την κατεύθυνση της τροχιάς της Γης, παρά το αντίθετο (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την δική μας ταχύτητα όταν περπατάμε προς ή αντίθετα με το τρένο στο οποίο ταξιδεύουμε).

Όλες όμως οι μετρήσεις αντιστάθηκαν επίμονα στο να καταδείξουν μια τέτοια διαφορά. H “εξάντληση” της κυρίαρχης νευτώνειας φυσικής άρχισε τότε να διαγράφεται στον ορίζοντα. Ωστόσο, η αντικατάσταση της δεν ήταν θέμα κάποιας απλής τυπικής διάψευσης, όπως θα επιθυμούσε ο Πόπερ.

Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Κουν, η αντίσταση ενός φαινομένου να υποκύψει στις ερμηνείες ρουτίνας που παρέχει η κυρίαρχη θεωρία προκαλεί κρίση στον χώρο της επιστήμης. H παράταση της κρίσης οδηγεί στην σύλληψη νέων ιδεών, δηλαδή στην επανάσταση, και μόνο η τυχόν επικράτηση της επανάστασης σφραγίζει τελικά την αντικατάσταση της παλαιάς με μια νέα κυρίαρχη θεωρία-οπτική (ή “παράδειγμα”). Στην πραγματικότητα, η αντικατάσταση της μίας θεωρίας από την άλλη ολοκληρώνεται με την αποθάρρυνση των ερευνητών να συνεχίσουν να ερευνούν προς την κατεύθυνση του παλαιού σχήματος ή της παλαιάς θεωρίας.

Κατά τον Κουν, όταν μετά από μια επιστημονική επανάσταση ένα παλαιό “παράδειγμα” αντικαθίσταται από ένα νέο, το νέο “παράδειγμα” δεν έχει κοινό μέτρο με το παλαιό, γι’ αυτό η σύγκριση μεταξύ τους γίνεται προβληματική. Όλα έχουν αλλάξει: θεωρίες, νοήματα, κατανόηση του κόσμου. Έτσι, η επιστήμη εξελίσσεται μη συσσωρευτικά, αλλά με ριζικές αλλαγές.

2. Επιστημονικά προγράμματα και συμβατότητα θεωριών.

Οι αντιδράσεις στο σχήμα του Κουν ήταν ποικίλες. H νέα θεώρηση αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από πολλούς, οι οποίοι άρχισαν να “αναγνωρίζουν” με σχετική ευκολία την διαδοχή των φάσεων κρίση –επανάσταση – αντικατάσταση και εκτός φυσικής. Αντιμετωπίστηκε όμως με μεγάλη επιφύλαξη και δυσφορία από όσους έβλεπαν να υπονομεύονται, μέσω αυτής της ιστορικοκοινωνικής προσέγγισης, η ορθολογικότητα και η αντικειμενικότητα της επιστήμης και τα συμφέροντά τους.

H “υπονόμευση” αυτή οφειλόταν κυρίως στην απουσία κριτηρίων σύγκρισης των κατά περιόδους κυρίαρχων θεωριών (των “παραδειγμάτων”). Γιατί η φυσική του Νεύτωνα να είναι “καλύτερη” από την φυσική του Αριστοτέλη; Το κριτήριο της σύγκρισης όσον αφορά την ακρίβεια με την οποία η εκάστοτε κυρίαρχη θεωρία-οπτική περιέγραφε τον κόσμο δεν ήταν ένα απλό ζήτημα, εφόσον, συμφωνά με τον Κουν, όροι όπως “ύλη”, “κίνηση”, “μάζα”, “ενέργεια”, “χρόνος” κτλ. άλλαζαν νόημα μαζί με την αλλαγή της κυρίαρχης οπτικής.

Αξίζει να αναφέρουμε δύο ακόμη από τους πρωταγωνιστές της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των φιλοσόφων της επιστήμης εκείνη την περίοδο, τον Ίμρε Λάκατος και τον Πολ Φεγεράμπεντ. O πρώτος, στην μονογραφία του “H μεθοδολογία των επιστημονικών προγραμμάτων έρευνας”, υποστήριξε στην ουσία μια “μέση οδό” μεταξύ Πόπερ και Κουν.

Για τον Λάκατος ένα επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας έχει διάρκεια, κρίνεται σε έκταση χρόνου – και όχι με την στιγμιαία αυστηρότητα του Πόπερ – είναι το αντίστοιχο της “οπτικής” (ή του “παραδείγματος”) του Κουν. Σε αντίθεση όμως με την “κοινωνική φύση” της οπτικής (ή του “παραδείγματος”) του Κουν, το επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας έχει μια αυστηρή ορθολογική συνοχή, που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε επαρκώς την ποπερική διάψευση, αλλά και να μπορούμε να συγκρίνουμε διάφορα προγράμματα ή θεωρίες.

Αμφιλεγόμενες αντιδράσεις προκάλεσε και το βιβλίο του Φεγεράμπεντ “Ενάντια στη μέθοδο”, κυρίως λόγω τίτλου και ύφους. Το έργο του Φεγεράμπεντ όμως, ανεξάρτητα από τις επιφανειακές ερμηνείες που προκάλεσε ως προς τον μεθοδολογικό αναρχισμό που διακήρυξε, έθιξε σε μεγαλύτερο βάθος από το έργο του Κουν το σοβαρό πρόβλημα της σύγκρισης των επιστημονικών θεωριών.

Το πρόβλημα αυτό οφείλεται στις πραγματικές, αλλά και ταυτόχρονα απαρατήρητες μετατοπίσεις του νοήματος των όρων με τους οποίους διατυπώνονται οι διάφορες οπτικές μας για τον κόσμο, ακόμη και μέσα στην ίδια την κυρίαρχη θεωρία σε διαφορετικές φάσεις και σε διαφορετικά επίπεδα εφαρμογών της. Λόγω αυτής της ασυμβατότητας (ή ασυμμετρίας) του νοήματος των επιστημονικών όρων γενικώς – και όχι μόνο όσων εμφανίζονται σε διαφορετικές οπτικές (ή σε επιστημονικά μοντέλα) τύπου Κουν.

Ο Φεγεράμπεντ προτείνει ουσιαστικά την αντικατάσταση αποστεωμένων μεθόδων με τον άμεσο διάλογο εντός της ευρύτερης επιστημονικής κοινότητας. Για τον Φεγεράμπεντ ο διάλογος ανασυγκροτεί το νόημα των επιστημονικών όρων προς μια κατεύθυνση ομογενοποίησής τους. Έτσι, μέσω αυτού του διαλόγου, θεωρεί ότι επιλύεται βασικά το πρόβλημα της ασυμβατότητας του νοήματος και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις πραγματικής σύγκρισης των θεωριών. Μόνο μετά από πραγματικές συγκρίσεις θα μπορούσαμε εξάλλου να κατανοήσουμε διαψεύσεις τύπου Πόπερ, αλλά και την έννοια της επιστημονικής προόδου.

Η ζωή του Επίκουρου

Γεννήθηκε στη Σάμο στις 4 Φεβρουάριου* του 341 π.Χ., δευτερότοκος ανάμεσα σε τέσσερα αδέρφια. Οι γονείς του ήταν κληρούχοι: φτωχοί Αθηναίοι πολίτες που εγκαθίσταντο σε εδάφη των υποτελών κρατών, τα οποία σφετεριζόταν η αθηναϊκή δημοκρατία.

Οι κληρούχοι είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα υποτιμητικά βλέμματα των δημοτών της Αθήνας αλλά και την καταφρόνια των εντόπιων που τους έβλεπαν ως ξένους εισβολείς’ η θέση τους ήταν πολύ επισφαλής, πράγμα που φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της οικογένειας του Επίκουρου: υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Σάμο το 322, ακριβώς ένα χρόνο αφ’ ότου ο Επίκουρος κατατάχτηκε στον αθηναϊκό στρατό. Ο πατέρας του, ο φτωχοδάσκαλος Νεοκλής, και η μάνα του Χαιρεστράτη μετακόμισαν στην κοντινή παραλιακή πόλη Κολοφώνα.

Η παιδική ηλικία του Επίκουρου συνέπεσε με μια σημαντική φάση της ελληνικής ιστορίας: οι Έλληνες ήσαν από αιώνες διαιρεμένοι σε πολλές πόλεις-κράτη, διασκορπισμένες στις ακτές του Αιγαίου και στη Νότια Ιταλία και Σικελία. Όταν ο Επίκουρος ήταν παιδί, ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτούσε την Ελλάδα, την Περσική Αυτοκρατορία και την Αίγυπτο. Ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε ανατολικά, φθάνοντας μέχρι το σημερινό Αφγανιστάν.

Και ενώ η ίδια η αυτοκρατορία του Αλέξανδρου δεν επέζησε μετά το 323 π.Χ. οπότε πέθανε ο Αλέξανδρος, τα κράτη που τη διαδέχθηκαν -κράτη που σχηματίστηκαν ύστερα από πολέμους μεταξύ των στρατηγών του Αλέξανδρου-, διατήρησαν ισχυρό το στοιχείο της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, ιδιαίτερα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τα κράτη αυτά, και κυρίως το Σελευκιδικό που καταλάμβανε τα εδάφη τής πάλαι ποτέ Περσικής αυτοκρατορίας, το Πτολεμαϊκό που καταλάμβανε την Αίγυπτο, και το κράτος των Αντιγονιδών που είχε εδραιωθεί στη μακεδονική μητρόπολη και καταλάμβανε τον Ελλαδικό χώρο, ήσαν αχανή για τα ελληνικά μέτρα της εποχής, υπερπολλαπλασίως μεγαλύτερα και με εξουσίες πιο συγκεντρωμένες από τις παλιές πόλεις-κράτη. Συνέπεια αυτού ήταν η δραματική αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στον μέσο Έλληνα πολίτη και στο κράτος όπου ζούσε.

Τη χρονιά που πέθανε ο Αλέξανδρος, ο Επίκουρος υπηρετούσε τη θητεία του στον αθηναϊκό στρατό. Ο θάνατος του βασιλέα προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην Ελλάδα, όπου αρκετοί -Αθηναίοι, κυρίως-πολιτικοί αργά ή γρήγορα έβρισκαν κακό τέλος. Αν όμως η σκοτεινή φύση της πολιτικής εκδηλωνόταν με ιδιαίτερη δριμύτητα τα χρόνια εκείνα, άλλο τόσο πρόβαλλε με όλη της τη λαμπρότητα η γοητεία της ελληνικής φιλοσοφίας. Την πολιτική αστάθεια συνόδευε ένας μεγάλος αναβρασμός στο χώρο της διανόησης, καθώς οι διάφοροι φιλόσοφοι και οι σχολές τους επιδίωκαν να κερδίσουν τις καρδιές και τις συνειδήσεις των αρχουσών τάξεων και των πολιτών.

Πριν πάει στην Αθήνα, ο Επίκουρος είχε μαθητεύσει πλάι στον Πάμφιλο που του δίδαξε πλατωνική φιλοσοφία. Δεν είναι γνωστές οι εμπειρίες του στην Αθήνα, είναι όμως πολύ πιθανό να γνώρισε δασκάλους του Λυκείου που είχε ιδρύσει ο Αριστοτέλης (και που την εποχή εκείνη διηύθυνε ο διάδοχός του Θεόφραστος) όσο και της Ακαδημίας που είχε ιδρύσει ο Πλάτων, Ύστερα από μια σύντομη επιστροφή στην οικογένεια του στην Κολοφώνα, ο Επίκουρος επιδόθηκε στη σοβαρή μελέτη της φιλοσοφίας, και ταξίδεψε στη Ρόδο για να δεχτεί τη διδασκαλία του ευυπόληπτου αριστοτελικού Πραξιφάνη.

Οι διδασκαλίες του Λυκείου δεν φάνηκε να πείθουν τον Επίκουρο, που γρήγορα το παράτησε για να στραφεί στη μελέτη της ατομικής θεωρίας του Δημόκριτου, με δάσκαλο το Ναυσιφάνη από την Τέω. Η σχέση του με το Ναυσιφάνη κράτησε πολύ περισσότερο, τελικά όμως ο Επίκουρος ήρθε σε ρήξη και μ’ αυτόν. Η φιλονικία του με το Ναυσιφάνη είχε εμφανή προσωπικά στοιχεία, μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως η ικανότητα του Επίκουρου να εκφράζει πρωτότυπες και αυθεντικές ιδέες άρχιζε να εξοργίζει τους δασκάλους του.

Το 311 π.Χ., ο Επίκουρος ήταν πια έτοιμος για το μεγάλο εγχείρημα: τη διδασκαλία της δικής του, μοναδικής παραλλαγής της δημοκρίτειας φυσικής και, ίσως, μιας πρώιμης εκδοχής του ηθικού του συστήματος. Μετακόμισε στη Λέσβο για να διδάξει στο Γυμνάσιον της Μυτιλήνης. Ως εκπαιδευτικό ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στο οποίο κυριαρχούσαν οι θιασώτες της αριστοτελικής σχολής, το Γυμνάσιου δεν ήταν ασφαλής τόπος για να υποστηρίξει δημόσια ο Επίκουρος μια νέα φιλοσοφία. Πλατωνικοί και αριστοτελικοί έτρεφαν φαντασιώσεις για το ρόλο του φιλοσόφου-βασιλέα (ή τουλάχιστον για το ρόλο του ευνοούμενου συμβούλου του βασιλέα, όπως υπήρξε ο Αριστοτέλης για τον Αλέξανδρο), και δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα φιλοσόφους αντιπάλων σχολών που έμπαιναν στα χωράφια τους.

Το κατεστημένο της Μυτιλήνης κινήθηκε ενάντια στον Επίκουρο απειλώντας τον με την κατηγορία της ασέβειας, πράγμα που έθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. Προκειμένου να παραμείνει στο έλεος ενός εχθρικού γυμνασίαρχου, ο Επίκουρος επέλεξε να εγκαταλείψει τη Μυτιλήνη, κάνοντας ένα επικίνδυνο χειμωνιάτικο ταξίδι με προορισμό τη Λάμψακο, στα στενά του Ελλησπόντου. (Εικάζεται ότι το ναυάγιο που περιγράφει ο Διογένης Οινοανδέας στην Επιγραφή του, απόσπ. 72, έγινε στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού).

Δραπετεύοντας από τη Μυτιλήνη, ο Επίκουρος συγχρόνως εγκατέλειπε και την επικράτεια του Αντίγονου του Μονόφθαλμου για να εγκατασταθεί στη σχετικά πιο ανεκτική Λάμψακο. Εκεί σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος αφοσιωμένων φίλων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας του σχολής. Ο Έρμαρχος, Μυτιληνιός, εγκατέλειψε το νησί του για να πάει κι αυτός στη Λάμψακο. Μαζί τους δεν άργησαν να σμίξουν αρκετοί εξέχοντες Λαμψακηνοί, όπως ο Ιδομενέας, που ενίσχυε οικονομικά τη σχολή, ο Λεοντεύς και η γυναίκα του Θεμίστα, ο σατιρικός Κολώτης, ο μαθηματικός Πολυαινος, και ο Μητρόδωρος, ο πιο φημισμένος εκλαϊκευτής του επικουρισμού. Αναγνωρισμένος ηγεμών της σχολής παρέμενε ο Επίκουρος, ενώ οι Έρμαρχος, Μητρόδωρος και Πολύαινος, ως εταίροι του ονομάζονταν Καθηγεμόνες.

Οι συνεχείς πολιτικές αναταραχές στην Αθήνα του 306 π.Χ. υπονόμευσαν το κύρος των φιλόδοξων Περιπατητικών και Πλατωνικών’ η πολιτικοποίηση της φιλοσοφίας κι η αδιαλλαξία και δυσανεξία που τη συνοδεύουν, θεωρούνταν πια ξεπερασμένες. Τώρα που η ανεκτικότητα επέστρεφε στην Αθήνα, άνοιγε και ο δρόμος της επιστροφής του Επίκουρου και της ίδρυσης της σχολής του εκεί. Ο Επίκουρος αγόρασε ένα σπιτάκι μ’ έναν κήπο, για να στεγάσει τους φίλους του. Κι έτσι η σχολή έγινε γνωστή με το όνομα «Κήπος», μιας και οι συνεδρίες γίνονταν έξω στην αυλή. Η κυριώτερη δουλειά όμως γινόταν μες στο σπίτι του Επίκουρου: εκεί γινόταν η παραγωγή των χειρογράφων έργων και επιστολών που στέλνονταν στον ολοένα διευρυνόμενο κύκλο οπαδών σ’ ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο.

Η Αθήνα ήταν ο τόπος όπου η φιλοσοφία του έφτασε στην ωρίμανσή της, κι από κει άρχισε να διαδίδεται στον καινούριο ελληνιστικό κόσμο. Μέσα από αυτή του τη δραστηριότητα, αλλά κι από τις προηγούμενες προστριβές του με την εξουσία, ο Επίκουρος πείστηκε ότι το καλύτερο θα ήταν να μείνει έξω από την πολιτική και ν’ αποφύγει ένα παιχνίδι για χάρη του οποίου θα έπρεπε να συμβιβάζεται με τις λαϊκές προκαταλήψεις.

Αντί να προσπαθήσει – όπως οι προηγούμενοι φιλόσοφοι – να κερδίσει πόλεις ολόκληρες και έθνη, ο Επίκουρος έβαλε στόχο την προσέλκυση ατόμων σε μια ομάδα με δικό της ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα, που ωστόσο τηρούσε τους νομικούς και θρησκευτικούς τύπους της κοινωνίας (λογικό τίμημα, σε μια εποχή που οι φιλόσοφοι εξορίζονταν για ασέβεια), και έδειχνε ανεκτικότητα σε όσους αρνούνταν τον επικουρισμό.

Ο Κήπος είχε προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης αλλά και δημόσιας προβολής του για την προσέλκυση μαθητών. Όσοι αποδέχονταν την επικούρεια διδασκαλία ενθαρρύνονταν να δηλώνουν δημόσια την ταυτότητά τους ως επικούρειων, να χτίζουν φιλίες μεταξύ τους, να τιμούν και να έχουν ως πρότυπα τους ιδρυτές του Κήπου, και να παίρνουν μέρος στις ιδιαίτερες γιορτές του.

Άλλη μία μοναδικότητα του Κήπου ήταν το ότι απέφυγε κάθε συνεταιριστική ή κοινοβιακή μορφή οργάνωσης. Νομικά μιλώντας, ο Κήπος ήταν ένας σύνδεσμος δασκάλων και αντιγραφέων χειρογράφων που δούλευαν μες στο σπίτι του Επίκουρου, και ενισχυόταν οικονομικά από τη διδασκαλία, τις πωλήσεις βιβλίων και τις εθελοντικές συνεισφορές. Δεν υπήρχε κοινοκτημοσύνη μεταξύ των επικούρειων ούτε και υποχρεωτική καταβολή χρημάτων στους «καθηγεμόνες» του Κήπου από μέρους των μαθητών, πράγμα που είχε ως ευχάριστο αποτέλεσμα, από τη μια να αποκτούν αυθεντικό κύρος οι δάσκαλοι, κι από την άλλη να μην υπάρχουν φατριασμοί και προστριβές εξ αιτίας των χρημάτων. Η μακραίωνη διάρκεια και σταθερότητα του επικούρειου κινήματος χρωστά πολλά στο οργανωτικό ταλέντο του Επίκουρου, που ευθύς εξ αρχής απομάκρυνε τα γενεσιουργά αίτια της αυταρχικότητας και των εσωτερικών συγκρούσεων στις επικούρειες κοινότητες, και καθιέρωσε ένα αποτελεσματικό modus vivendi στις σχέσεις του Κήπου με τους μη επικούρειους.

Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Επίκουρος έγινε πασίγνωστος για τις αδερφικές φιλίες του και τη συνήθως φιλελεύθερη στάση του, που επέτρεπε ακόμα και σε γυναίκες (μεταξύ των οποίων και η εταίρα Λεόντων, που έγραψε μια διατριβή κατά του αριστοτελικού Θεόφραστου) και σε δούλους να συμμετέχουν στο στενό του κύκλο -σε τρανταχτή αντίθεση με την ελιτίστικη κατεύθυνση της πλατωνικής Ακαδημίας και του αριστοτελικού Λυκείου.

Κατοπινά, διάφοροι δυσφημιστές προσπάθησαν να ενσπείρουν την προκατάληψη ή να ξεσηκώσουν αντίδραση κατά των επικούρειων, συκοφαντώντας τους ως ακόλαστους και τρυφηλούς’ όμως μαρτυρίες από πρώτο χέρι παρουσιάζουν έναν Επίκουρο που «η καλωσύνη του προς όλους ήταν ανυπέρβλητη», έναν Επίκουρο που διατηρούσε θερμότατες σχέσεις με την οικογένεια και τους αφοσιωμένους οπαδούς του. Ένας -εχθρικός- βιογράφος παραδέχεται ότι ο Επίκουρες μοίραζε τρόφιμα στους μαθητές του τις μέρες που η Αθήνα βρισκόταν υπό πολιορκία, κάνοντας πράξη τις θεωρίες του περί φιλίας.

Το αληθινό πνεύμα του Κήπου διαφαίνεται σε μία επιγραφή που υπήρχε στην είσοδό του, για να καλωσορίζει όσους έρχονταν:

Ω ΞΕΝΕ, ΕΔΩ ΚΑΛΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΡΟΝΟΤΡΙΒΗΣΕΙΣ‘ ΕΔΩ ΤΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΑΓΑΘΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΗΔΟΝΗ.

Η λογοτεχνική παραγωγή του Επίκουρου και των στενών συνεργατών του ήταν τεράστια’ 42 έργα του Επίκουρου κυκλοφορούσαν ευρύτατα (μεταξύ τους το μνημειώδες ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ, σε 37 τόμους, απ’ το οποίο δεν έχουν σωθεί παρά λίγα αποσπάσματα), καθώς και 12 βιβλία του Μητρόδωρου και 4 του Πολύαινου. Τα έργα του Επίκουρου έπιαναν 300 τόμους (κυλίνδρους), αριθμός που δεν ξεπεράστηκε από κανένα φιλόσοφο της εποχής του (πάντας υπερβαλλόμενος πλήθει βιβλίων – Διογ. Λαέρτιος).

Ο Επίκουρος πέθανε το 270, από πέτρα στα νεφρά που του προκάλεσε επώδυνη επίσχεση ούρων και δυσεντερία. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του, έγραψε ένα συγκινητικό γράμμα στον παλιό μαθητή του Ιδομενέα:

«Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι στην κύστη και στην κοιλιά έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Όμως όλα αυτά τ’ αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που κάναμε μαζί. Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός τήρησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις τα παιδιά του Μητρόδωρου.»

Τον βρήκε ο θάνατος μέσα σε μια χάλκινη μπανιέρα με χλιαρό νερό’ λίγο πριν ξεψυχήσει, ζήτησε να πιει λίγο ανέρωτο κρασί, και με την τελευταία του πνοή παράγγειλε στους μαθητές του να θυμούνται τα δόγματά του: Χαίρετε και μέμνησθε τα δόγματα’ τουτ’ Επίκουρος ύστατον είπε φίλοις το έπος αποφθίμενος (Δ.Λ. 16).
-----------------------------
* Σύμφωνα με τον βιογράφο Διογένη Λάερτιο, ο φιλόσοφος Επίκουρος γεννήθηκε κατά το τρίτο έτος της εκατοστής ενάτης ολυμπιάδος, στις επτά του μηνός Γαμηλιώνος

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΟΙΜΙΑ

ΔΗΜ πρ 2.1–3

Μια αντίφαση της αθηναϊκής πολιτικής ζωής

[1] Οὐχὶ ταὐτὰ γιγνώσκειν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρίσταταί
μοι, ὅταν τε τὸ τῆς πολιτείας ὄνομ’ ὑμῶν ἀκούσω, καὶ ὅταν
τὸν τρόπον ὃν προσφέρονταί τινες ὑμῶν τοῖς ὑπὲρ ταύτης
λέγουσιν ἴδω. τὴν μὲν γὰρ πολιτείαν δημοκρατίαν, ὥσπερ
ἅπαντες ἴστε, ὀνομάζετε, τῶν δὲ τἀναντία ταύτῃ λεγόντων
ἐνίους ἥδιον ἀκούοντας ὁρῶ. [2] ὃ καὶ θαυμάζω τίς ποθ’ ἡ
πρόφασις. πότερον προῖκα λέγειν ταῦτ’ αὐτοὺς οἴεσθε;
ἀλλ’ οἱ τῶν ὀλιγαρχιῶν, ὑπὲρ ὧν οὗτοι λέγουσιν, κύριοι καὶ
πλείω σιωπῆς μᾶλλον ἂν δοῖεν. ἀλλὰ βελτίω ταῦτ’ εἶναι
τῶν ἑτέρων ὑπειλήφατε; βελτίων ἄρ’ ὑμῖν ὀλιγαρχία δημο-
κρατίας φαίνεται. ἀλλ’ αὐτοὺς εἶναι βελτίους ἡγεῖσθε; καὶ
τίς ἂν ὑφ’ ὑμῶν χρηστὸς νομίζοιτ’ εἰκότως, ἐναντία τῇ
καθεστώσῃ πολιτείᾳ δημηγορῶν; οὐκοῦν λοιπὸν ἁμαρτάνειν
ὑμᾶς, ὅταν οὕτως ἔχητε τὴν γνώμην. τοῦτο τοίνυν φυλάτ-
τεσθε μὴ πάσχειν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅπως μή ποτε τοῖς
ἐπιβουλεύουσιν λαβὴν δώσετε, εἶτα τότ’ αἰσθήσεσθ’ ἡμαρτη-
κότες, ἡνίκ’ οὐδ’ ὁτιοῦν ὑμῖν πλέον ἔσται.

[3] Τὸ μὲν [οὖν], ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ πάνθ’ ὡς ἂν ἡμεῖς
βουλοίμεθ’ ἔχειν μήτε παρ’ αὐτοῖς ἡμῖν μήτε παρὰ τοῖς
συμμάχοις, ἴσως οὐδέν ἐστι θαυμαστόν· πολλῶν γὰρ τὸ τῆς
τύχης αὐτόματον κρατεῖ, καὶ πολλαὶ προφάσεις τοῦ μὴ πάντα
κατὰ γνώμην συμβαίνειν ἀνθρώποις οὖσιν. τὸ δὲ μηδ’
ὁτιοῦν μεταλαμβάνειν τὸν δῆμον, ἀλλὰ τοὺς ἀντιπράττοντας
περιεῖναι, τοῦτο καὶ θαυμαστόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ
φοβερὸν τοῖς εὖ φρονοῦσιν, ὡς ἐγὼ κρίνω. ἡ μὲν οὖν
ἀρχὴ παντός ἐστιν αὕτη μοι τοῦ λόγου.

***
[1] Δεν σχηματίζω εις τον νουν μου την ιδίαν γνώμην, όταν ακούσω το όνομα του πολιτεύματός σας και όταν αποβλέψω εις τον τρόπον, κατά τον οποίον συμπεριφέρονται μερικοί προς εκείνους, οι οποίοι ομιλούν περί του πολιτεύματος τούτου. Διότι το μεν πολίτευμα, καθώς βεβαίως όλοι γνωρίζετε, ονομάζεται δημοκρατία, βλέπω όμως ότι μερικοί ακούουν με μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν εκείνους, οι οποίοι ομιλούν εναντίον του πολιτεύματος τούτου. [2] Διά τούτο και θαυμάζω ποία τέλος πάντων είναι η αφορμή του. Ποίον εκ των δύο, νομίζετε ότι ούτοι λέγουν ταύτα δωρεάν; Αλλά οι κύριοι των ολιγαρχιών, υπέρ των οποίων αυτοί ομιλούν, και πολύ περισσότερα δύνανται να δώσουν σιωπηλώς υπέρ τούτων. Αλλά νομίζετε, ότι οι λόγοι ούτοι είναι καλύτεροι από τους άλλους; Λοιπόν η ολιγαρχία φαίνεται εις σας καλυτέρα από την δημοκρατίαν. Αλλά νομίζετε, ότι αυτοί είναι καλύτεροι από τους άλλους; Και ποίος ήθελε θεωρηθή από σας ευλόγως χρηστός, όταν ομιλή εναντίον του υπάρχοντος πολιτεύματος; Λοιπόν υπολείπεται να σφάλλετε, όταν έχετε τοιαύτην γνώμην. Αυτό λοιπόν πρέπει να προφυλάττεσθε να μη πάθετε, πώς δηλαδή δεν θα δώσετε ποτέ λαβήν εις τους επιβουλεύοντας το πολίτευμά σας και πώς δεν θα αντιληφθήτε έπειτα, ότι διεπράξατε σφάλμα, οπότε δεν θα δύνασθε πλέον να πράξετε τίποτε. [3] Το να μη έχουν λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, όλα όπως ημείς θα ηθέλομεν, ούτε εις ημάς τους ιδίους, ούτε εις τους συμμάχους μας, ίσως δεν είναι καθόλου παράδοξον· διότι πολλά καθορίζονται από την δύναμιν της τύχης και υπάρχουν πολλαί αιτίαι, ώστε πολλά να μη συμβαίνουν εις τους ανθρώπους κατά την γνώμην των· όμως το να μη μετέχη ο λαός ουδενός αξιώματος, αλλά να κυριαρχούν οι αντίπαλοί του, τούτο και θαυμαστόν είναι, άνδρες Αθηναίοι, και φοβερόν, κατά την κρίσιν μου, θεωρείται υπό των υγιώς σκεπτομένων. Αυτή λοιπόν είναι η αρχή όλου του λόγου μου.