[II] Ζητοῦμεν δέ γε τὴν ἐν μέρει ἀρετῆς δικαιοσύνην· ἔστι γάρ τις, ὡς φαμέν. ὁμοίως δὲ καὶ περὶ ἀδικίας τῆς κατὰ μέρος. σημεῖον δ᾽ ὅτι ἔστιν· κατὰ μὲν γὰρ τὰς ἄλλας μοχθηρίας ὁ ἐνεργῶν ἀδικεῖ μέν, πλεονεκτεῖ δ᾽ οὐδέν, οἷον ὁ ῥίψας τὴν ἀσπίδα διὰ δειλίαν ἢ κακῶς εἰπὼν διὰ χαλεπότητα ἢ οὐ βοηθήσας χρήμασι δι᾽ ἀνελευθερίαν· ὅταν δὲ πλεονεκτῇ, πολλάκις κατ᾽ οὐδεμίαν τῶν τοιούτων, ἀλλὰ μὴν οὐδὲ κατὰ πάσας, κατὰ πονηρίαν δέ γε τινά (ψέγομεν γάρ) καὶ κατ᾽ ἀδικίαν. ἔστιν ἄρ᾽ ἄλλη τις ἀδικία ὡς μέρος τῆς ὅλης, καὶ ἄδικόν τι ἐν μέρει τοῦ ὅλου ἀδίκου τοῦ παρὰ τὸν νόμον. ἔτι εἰ ὃ μὲν τοῦ κερδαίνειν ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνων, ὃ δὲ προστιθεὶς καὶ ζημιούμενος δι᾽ ἐπιθυμίαν, οὗτος μὲν ἀκόλαστος δόξειεν ἂν εἶναι μᾶλλον ἢ πλεονέκτης, ἐκεῖνος δ᾽ ἄδικος, ἀκόλαστος δ᾽ οὔ· δῆλον ἄρα ὅτι διὰ τὸ κερδαίνειν. ἔτι περὶ μὲν τἆλλα πάντα ἀδικήματα γίνεται ἡ ἐπαναφορὰ ἐπί τινα μοχθηρίαν ἀεί, οἷον εἰ ἐμοίχευσεν, ἐπ᾽ ἀκολασίαν, εἰ ἐγκατέλιπε τὸν παραστάτην, ἐπὶ δειλίαν, εἰ ἐπάταξεν, ἐπ᾽ ὀργήν· εἰ δ᾽ ἐκέρδανεν, ἐπ᾽ οὐδεμίαν μοχθηρίαν ἀλλ᾽ ἢ ἐπ᾽ ἀδικίαν. ὥστε φανερὸν ὅτι ἔστι τις ἀδικία παρὰ τὴν ὅλην ἄλλη ἐν μέρει, συνώνυμος, ὅτι ὁ ὁρισμὸς ἐν
[1130b] τῷ αὐτῷ γένει· ἄμφω γὰρ ἐν τῷ πρὸς ἕτερον ἔχουσι τὴν δύναμιν, ἀλλ᾽ ἣ μὲν περὶ τιμὴν ἢ χρήματα ἢ σωτηρίαν, ἢ εἴ τινι ἔχοιμεν ἑνὶ ὀνόματι περιλαβεῖν ταῦτα πάντα, καὶ δι᾽ ἡδονὴν τὴν ἀπὸ τοῦ κέρδους, ἣ δὲ περὶ ἅπαντα περὶ ὅσα ὁ σπουδαῖος.
Ὅτι μὲν οὖν εἰσὶν αἱ δικαιοσύναι πλείους, καὶ ὅτι ἔστι τις καὶ ἑτέρα παρὰ τὴν ὅλην ἀρετήν, δῆλον· τίς δὲ καὶ ποία τις, ληπτέον. διώρισται δὴ τὸ ἄδικον τό τε παράνομον καὶ τὸ ἄνισον, τὸ δὲ δίκαιον τό τε νόμιμον καὶ τὸ ἴσον. κατὰ μὲν οὖν τὸ παράνομον ἡ πρότερον εἰρημένη ἀδικία ἐστίν. ἐπεὶ δὲ τὸ ἄνισον καὶ τὸ παράνομον οὐ ταὐτὸν ἀλλ᾽ ἕτερον ὡς μέρος πρὸς ὅλον (τὸ μὲν γὰρ ἄνισον ἅπαν παράνομον, τὸ δὲ παράνομον οὐχ ἅπαν ἄνισον), καὶ τὸ ἄδικον καὶ ἡ ἀδικία οὐ ταὐτὰ ἀλλ᾽ ἕτερα ἐκείνων, τὰ μὲν ὡς μέρη τὰ δ᾽ ὡς ὅλα· μέρος γὰρ αὕτη ἡ ἀδικία τῆς ὅλης ἀδικίας, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ δικαιοσύνη τῆς δικαιοσύνης. ὥστε καὶ περὶ τῆς ἐν μέρει δικαιοσύνης καὶ περὶ τῆς ἐν μέρει ἀδικίας λεκτέον, καὶ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου ὡσαύτως. ἡ μὲν οὖν κατὰ τὴν ὅλην ἀρετὴν τεταγμένη δικαιοσύνη καὶ ἀδικία, ἣ μὲν τῆς ὅλης ἀρετῆς οὖσα χρῆσις πρὸς ἄλλον ἣ δὲ τῆς κακίας, ἀφείσθω. καὶ τὸ δίκαιον δὲ καὶ τὸ ἄδικον τὸ κατὰ ταύτας φανερὸν ὡς διοριστέον· σχεδὸν γὰρ τὰ πολλὰ τῶν νομίμων τὰ ἀπὸ τῆς ὅλης ἀρετῆς προσταττόμενά ἐστιν· καθ᾽ ἑκάστην γὰρ ἀρετὴν προστάττει ζῆν καὶ καθ᾽ ἑκάστην μοχθηρίαν κωλύει ὁ νόμος. τὰ δὲ ποιητικὰ τῆς ὅλης ἀρετῆς ἐστὶ τῶν νομίμων ὅσα νενομοθέτηται περὶ παιδείαν τὴν πρὸς τὸ κοινόν. περὶ δὲ τῆς καθ᾽ ἕκαστον παιδείας, καθ᾽ ἣν ἁπλῶς ἀνὴρ ἀγαθός ἐστι, πότερον τῆς πολιτικῆς ἐστὶν ἢ ἑτέρας, ὕστερον διοριστέον· οὐ γὰρ ἴσως ταὐτὸν ἀνδρί τ᾽ ἀγαθῷ εἶναι καὶ πολίτῃ παντί. τῆς δὲ κατὰ μέρος δικαιοσύνης καὶ τοῦ κατ᾽ αὐτὴν δικαίου ἓν μέν ἐστιν εἶδος τὸ ἐν ταῖς διανομαῖς τιμῆς ἢ χρημάτων ἢ τῶν ἄλλων ὅσα μεριστὰ τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας (ἐν τούτοις γὰρ ἔστι καὶ ἄνισον ἔχειν καὶ ἴσον ἕτερον ἑτέρου), ἓν
[1131a] δὲ τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν. τούτου δὲ μέρη δύο· τῶν γὰρ συναλλαγμάτων τὰ μὲν ἑκούσιά ἐστι τὰ δ᾽ ἀκούσια, ἑκούσια μὲν τὰ τοιάδε οἷον πρᾶσις ὠνὴ δανεισμὸς ἐγγύη χρῆσις παρακαταθήκη μίσθωσις (ἑκούσια δὲ λέγεται, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν συναλλαγμάτων τούτων ἑκούσιος), τῶν δ᾽ ἀκουσίων τὰ μὲν λαθραῖα, οἷον κλοπὴ μοιχεία φαρμακεία προαγωγεία δουλαπατία δολοφονία ψευδομαρτυρία, τὰ δὲ βίαια, οἷον αἰκία δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις κακηγορία προπηλακισμός.
***
[2] Αυτό, ωστόσο, που εμείς διερευνούμε είναι η δικαιοσύνη που είναι μέρος της αρετής· γιατί, όπως υποστηρίζουμε, μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει. Με τον ίδιο τρόπο αντικείμενο της έρευνάς μας είναι και η αδικία ως μέρος της κακίας. Ότι κάτι τέτοιο υπάρχει ιδού η απόδειξη: ο άνθρωπος που διαπράττει τις άλλες μορφές κακίας και βέβαια αδικεί, με κανέναν όμως τρόπο δεν διεκδικεί για τον εαυτό του «το πιο μεγάλο μέρος». Τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, οι περιπτώσεις του ανθρώπου που πέταξε από δειλία την ασπίδα του, ή αυτού που λόγω κακού χαρακτήρα μίλησε άσχημα, ή αυτού που από τσιγκουνιά δεν πρόσφερε χρηματική βοήθεια. Όταν, αντίθετα, ενεργεί διεκδικώντας για τον εαυτό του «το πιο μεγάλο μέρος», συχνά δεν ωθείται από καμιά από αυτές τις κακίες, ούτε φυσικά και από όλες μαζί, σίγουρα όμως ωθείται από κάποια κακία (αφού τον ψέγουμε) και από διάθεση αδικίας. Υπάρχει, επομένως, ένα άλλο είδος αδικίας ως μέρος της ολικής αδικίας, και ένα «άδικο» ως μέρος του ολικού «αδίκου», δηλαδή του «αντίθετου προς τον νόμο».
Επίσης: Ας πούμε ότι κάποιος διαπράττει μοιχεία για να εξασφαλίσει κάποιο κέρδος και πράγματι το εξασφαλίζει, ενώ ένας άλλος κάνει το ίδιο αυτό πράγμα από έντονη επιθυμία, έστω και αν η πράξη του συνεπάγεται γι᾽ αυτόν ζημία και τιμωρία. Με τους όρους αυτούς ο δεύτερος θα θεωρούνταν μάλλον ακόλαστος παρά πλεονέκτης, ενώ ο πρώτος θα λογαριαζόταν άδικος, ακόλαστος όμως όχι — προφανώς γιατί την πράξη του την έκανε με στόχο να κερδίσει χρήματα.
Επίσης: Οι υπόλοιπες άδικες πράξεις (όλες τους, δίχως εξαίρεση) ανάγονται, η καθεμιά τους, σε κάποια κακία. Παραδείγματα: αν κάποιος διέπραξε μοιχεία, η πράξη του ανάγεται στην ακολασία, αν εγκατέλειψε τον σύντροφό του στη μάχη, τότε στη δειλία, αν χτύπησε κάποιον, τότε στην οργή· αν όμως ενήργησε όπως ενήργησε με μοναδικό του στόχο να κερδίσει, η πράξη του δεν ανάγεται σε καμιά κακία παρά μόνο στην αδικία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι δίπλα στην ολική αδικία υπάρχει και μια άλλη, «μερική», αδικία, που λέγεται με την ίδια λέξη, αφού από την άποψη του ορισμού της
[1130b] ανήκει στο ίδιο γένος· και των δύο, πράγματι, η ουσία βρίσκεται στη σχέση «προς τον άλλον», μόνο που η μία έχει να κάνει με την τιμή, με τα χρήματα, με την προσωπική ασφάλεια ή με ό,τι θα δήλωνε —αν υπήρχε— μια λέξη κοινή για όλα αυτά τα αγαθά (γενεσιουργός αιτία της η ευχαρίστηση που προέρχεται από το κέρδος), ενώ η άλλη έχει να κάνει με όλα τα πράγματα που αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος και ενασχόλησης του ενάρετου ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη δικαιοσύνης, και ακόμη ότι υπάρχει και κάποια άλλη δικαιοσύνη δίπλα στην ολική αρετή. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τί είναι αυτή η δικαιοσύνη και ποιά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Ήδη έχουμε ορίσει το άδικο ως παράβαση του νόμου και ως παράβαση της ισότητας, και το δίκαιο ως σεβασμό του νόμου και ως σεβασμό της ισότητας. Η αδικία λοιπόν για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω αντιστοιχεί στην παράβαση του νόμου. Δεδομένου όμως ότι η παράβαση της ισότητας και η παράβαση του νόμου δεν είναι το ίδιο πράγμα, αλλά διαφέρουν, καθώς βρίσκονται μεταξύ τους στη σχέση του μέρους προς το όλο (κάθε παράβαση της ισότητας είναι, πράγματι, παράβαση του νόμου, κάθε όμως παράβαση του νόμου δεν είναι παράβαση της ισότητας), έτσι και το άδικο και η αδικία δεν είναι ίδια με το άδικο και την αδικία του άλλου τύπου, αλλά διαφορετικά από εκείνα: ως μέρος και όλον, γιατί η με αυτό το νόημα αδικία είναι μέρος της ολικής αδικίας — το ίδιο και η με αυτό το νόημα δικαιοσύνη είναι μέρος τής με το άλλο νόημα δικαιοσύνης. Πρέπει, κατά συνέπεια, να μιλήσουμε και για τη μερική δικαιοσύνη και τη μερική αδικία, και επίσης για το αντίστοιχο δίκαιο και άδικο.
Ας αφήσουμε λοιπόν καταμέρος τη δικαιοσύνη που αντιστοιχεί στην ολική αρετή· ας αφήσουμε επίσης καταμέρος και την αντίστοιχη αδικία (η πρώτη αποτελεί πραγμάτωση της ολικής αρετής, η δεύτερη της κακίας, ενσχέσει με τον άλλον). Είναι, επίσης, φανερό πώς πρέπει να ορισθούν οι έννοιες «δίκαιο» και «άδικο» που αντιστοιχούν στην με αυτό το νόημα δικαιοσύνη και στην με αυτό το νόημα αδικία, αφού στην πραγματικότητα οι πιο πολλές από τις σύμφωνες με τους νόμους πράξεις συμπίπτουν με αυτά που προστάζει η ολική αρετή· πραγματικά, ο νόμος μάς προστάζει να ζούμε σύμφωνα με την κάθε επιμέρους αρετή και μας κρατάει μακριά από την κάθε επιμέρους κακία. Αλλά και οι πράξεις που πραγματώνουν την ολική αρετή συμπίπτουν με όσα προνοούν οι νόμοι που έχουν νομοθετηθεί για την παιδεία που μας προετοιμάζει για τη ζωή στην κοινωνία. Όσο για την παιδεία του καθενός ατόμου χωριστά, αυτήν που απλώς κάνει το άτομο καλόν άνθρωπο, ας αφήσουμε να μας απασχολήσει αργότερα το ερώτημα αν αυτή είναι έργο της πολιτικής τέχνης ή κάποιας άλλης τέχνης· γιατί δεν είναι ίσως το ίδιο πράγμα να είναι κανείς καλός άνθρωπος και καλός πολίτης.
Της μερικής δικαιοσύνης και του αντίστοιχου σ᾽ αυτήν μερικού δικαίου ένα είδος είναι αυτό που έχει σχέση με τις διανομές τιμητικών διακρίσεων, χρημάτων ή γενικά αγαθών που μοιράζονται σε όσους ζουν σε ένα συγκεκριμένο πολιτειακό καθεστώς — από όλα αυτά μπορεί, πράγματι, κανείς να λάβει άνισο ή ίσο μερτικό ενσχέσει προς το μερτικό κάποιου άλλου.
[1131a] Ένα δεύτερο είδος είναι αυτό που παίζει έναν διορθωτικό ρόλο στις μεταξύ των ατόμων σχέσεις. Το δεύτερο αυτό είδος περιλαμβάνει δύο μέρη, δεδομένου ότι άλλες από τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις αναπτύσσονται με τη θέληση των ανθρώπων και άλλες χωρίς τη θέλησή τους. Σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων με τη θέλησή τους είναι π.χ. η πώληση, η αγορά, ο δανεισμός, η εγγύηση, η παραχώρηση για χρήση, η παρακαταθήκη, η μίσθωση (μιλούμε στην περίπτωση αυτή για «εκούσιες σχέσεις», επειδή όλες τους έχουν την αρχή τους στη θέληση των ανθρώπων). Από τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους άλλες ενεργούνται κρυφά (π.χ. η κλοπή, η μοιχεία, η δηλητηρίαση, η μαστροπεία, η εξαπάτηση και παραπλάνηση δούλων, η δολοφονία, η ψευδομαρτυρία) και άλλες με τη χρήση βίας (π.χ. οι επιθέσεις και τα χτυπήματα, η φυλάκιση, η θανάτωση, η ληστεία, η πρόκληση αναπηρίας, η δυσφήμηση, ο προπηλακισμός).