Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνοντας το δέκατο (και τελευταίο) βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» καταλήγει στη διερεύνηση: «Μάλλον πρέπει να θεωρήσουμε σωστό αυτό που λέγεται, ότι στην περιοχή των πράξεων το πραγματικό τέλος δεν είναι η λεπτομερής θεωρητική ανάλυση και γνώση, αλλά πολύ περισσότερο η πραγματοποίησή τους – άρα και για την αρετή δεν είναι αρκετό το να ξέρουμε τι είναι, αλλά πρέπει να προσπαθούμε να την αποκτήσουμε και να την ασκούμε, ή, τελοσπάντων, να χρησιμοποιούμε όποιον άλλο τρόπο υπάρχει προκειμένου να γίνουμε ενάρετοι άνθρωποι» (1179b 9, 1-5).
Με άλλα λόγια, η θεωρία των φιλοσοφικών αναζητήσεων είναι οπωσδήποτε ωφέλιμη προκειμένου να γίνει κατανοητή η γνώση και η αξία της αρετής, αλλά σαφώς δεν αποτελεί εγγύηση και για την απόκτησή της: «Αν λοιπόν οι θεωρητικοί λόγοι ήταν από μόνοι τους αρκετοί για να κάνουν ενάρετους ανθρώπους, δικαιολογημένα θα κέρδιζαν πολλές και μεγάλες αμοιβές, και οι άνθρωποι θα έπρεπε οπωσδήποτε να τους εξασφαλίζουν. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι λόγοι αυτοί μπορεί να έχουν τη δύναμη να προτρέψουν και να παρακινήσουν νέους ανθρώπους που έχουν ελευθέριο πνεύμα· μπορεί να έχουν τη δύναμη να κάνουν έναν ευγενή χαρακτήρα που είναι αληθινά ερωτευμένος με την ομορφιά να αλωθεί από την αρετή, είναι, πάντως φανερό ότι δεν έχουν τη δύναμη να προτρέψουν στην ομορφιά και στην αρετή τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων» (1179b 9, 5-13).
Κι εδώ επέρχεται ο ρόλος του νόμου: «γιατί οι άνθρωποι αυτοί» (εννοείται το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων) «είναι καμωμένοι από τη φύση να υποτάσσονται όχι στην αιδώ και στην τιμή, αλλά στο φόβο, και να μένουν μακριά από τα τιποτένια πράγματα όχι γιατί αυτά φέρνουν ντροπή, αλλά γιατί επισύρουν τιμωρίες· ζώντας κατά τις επιταγές του πάθους κυνηγούν τις ηδονές που ταιριάζουν στη φύση τους και τα μέσα με τα οποία θα τις εξασφαλίσουν, και αποφεύγουν τις αντίθετες λύπες· δεν έχουν ιδέα τι είναι το ωραίο και τι το αληθινά ευχάριστο, μια και αυτά δεν τα γεύτηκαν ποτέ. Τέτοιας λογής λοιπόν ανθρώπους ποιοι θεωρητικοί λόγοι θα μπορούσαν να τους αλλάξουν και να τους διορθώσουν;» (1179b 9, 13-20).
Ο νόμος παρουσιάζεται ως το απαραίτητο συμπλήρωμα της ηθικής διδασκαλίας κι απευθύνεται πρωτίστως στους ανθρώπους που δεν την κατέχουν. Το δεδομένο της συνύπαρξης, που είναι αδύνατη χωρίς κανόνες, επιβάλλει την τήρηση της αρετής είτε οι πολίτες αισθάνονται την ανάγκη της είτε όχι. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό ως εσωτερική πληρότητα που θα τον οδηγήσει στην ευτυχία, θα αναγκαστεί να το εφαρμόσει από φόβο προς τις ποινές.
Θα έλεγε κανείς ότι μια πόλη που αποτελείται από πολίτες, οι οποίοι κατέχουν την ηθική αρετή κι αντλούν χαρά από την πραγμάτωσή της δε θα χρειαζότανε και νόμους. Η ποιότητα των ανθρώπων θα τους καθιστούσε περιττούς. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο. Τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων είναι από τη φύση τους υποταγμένα στις κατώτερες ηδονές που απαξιώνουν το πραγματικά ωραίο. Ο νόμος οφείλει να τα συγκρατήσει. Από αυτή την άποψη, η ύπαρξη των νόμων και η πρόβλεψη των ποινών για τα παραπτώματα που θα υπονομεύσουν τη συνύπαρξη είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της άγνοιας των περισσοτέρων σε σχέση με την ανείπωτη (θεϊκή) υπόσταση της ευτυχίας που έρχεται μέσα από την πραγμάτωση της αρετής και τη μακαριότητα των πνευματικών ενασχολήσεων.
Η αντίληψη ότι οι πολλοί καθηλώνονται στις τιποτένιες πράξεις αδυνατώντας να συλλάβουν το μεγαλείο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης λόγω της φύσης τους, που προφανώς είναι κατώτερη, δεν αποτελεί έκπληξη. Ο Αριστοτέλης αποδέχεται τη φύση ως καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που στα «Πολιτικά» υποστηρίζει ότι οι δούλοι είναι από τη φύση τους πλασμένοι έτσι. Γι’ αυτό και η άποψη ότι οι θεωρητικοί λόγοι της ηθικής φιλοσοφίας αφορούν τους «νέους ανθρώπους που έχουν ελευθέριο πνεύμα» (1179b 9, 8-9).
Όμως, δεν είναι μόνο η φύση που καθορίζει τον άνθρωπο: «Αυτό που μας κάνει να γίνουμε ενάρετοι άνθρωποι κάποιοι νομίζουν ότι είναι η φύση, κάποιοι άλλοι ότι είναι ο εθισμός και κάποιοι τρίτοι ότι είναι η διδαχή. Το στοιχείο “φύση” είναι φανερό ότι είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας, αλλά υπάρχει στους αληθινά ευνοημένους από την τύχη ανθρώπους. Ο θεωρητικός, πάλι, διδακτικός λόγος φοβούμαι ότι δεν έχει τη δύναμη να επιδρά σε όλους, αλλά ότι η ψυχή του “μαθητή” πρέπει πρώτα να καλλιεργηθεί μέσω του εθισμού ώστε να αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη με τον τρόπο που πρέπει – ακριβώς όπως το χωράφι που θα θρέψει το σπόρο. Γιατί δεν πρόκειται, θαρρώ, να ακούσει τον αποτρεπτικό λόγο, ούτε και να τον καταλάβει, ο άνθρωπος που ζει κατά τις επιταγές του πάθους. Τον άνθρωπο που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση πώς να τον πείσεις να αλλάξει;» (1179b 9, 25-34).
Το ότι η φύση δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο δε σημαίνει και την απαλλαγή των ευθυνών του, αν παραβαίνει τους κανόνες της αρετής και (πολύ περισσότερο) του νόμου. Έχει ήδη ξεκαθαριστεί (από το πρώτο βιβλίο) ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά σύμφυτη, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να την αποκτήσει με τον εθισμό και τη σωστή παιδεία. Οι αληθινά ευνοούμενοι από τη φύση είναι εκείνοι που μπορούν να απολαύσουν τις πνευματικές ηδονές και να φτάσουν στο (αξεπέραστο) ύψος της μακαριότητας, που πηγάζει από την πνευματικότητα που συνδυάζεται με την ηθική αρετή. Οι υπόλοιποι οφείλουν να γνωρίζουν τις επιταγές του νόμου και να τις ακολουθούν, αφού αλλιώς θα βρεθούν υπόλογοι αντιμετωπίζοντας ποινές.
Αυτός είναι και ο λόγος που στη διαμόρφωση του ανθρώπου (πέρα από τη φύση) προστίθενται ο εθισμός και η διδασκαλία. Από αυτά όμως, ο εθισμός φαίνεται ότι έχει τον πρώτο λόγο. Οι συνήθειες που αποκτά κανείς από την πιο παιδική ηλικία είναι το θεμέλιο της προσωπικότητάς του και λειτουργεί τόσο καθοριστικά που τείνει στο αξεπέραστο. Η διδασκαλία εμφανίζεται απολύτως εξαρτημένη από την ποιότητα του εθισμού, ή, για να ειπωθεί διαφορετικά, χωρίς την προϋπόθεση του ποιοτικού εθισμού η διδασκαλία ματαιώνεται.
Εκείνος που έχει συνηθίσει να απολαμβάνει τις ευτελείς πράξεις είναι δύσκολο (έως αδύνατο) να αλλάξει προσανατολισμό. Αυτό που μένει είναι η επιβολή του νόμου, ώστε να μην προβαίνει σε άδικες πράξεις. Η ευτέλεια των επιλογών του πρέπει να περιοριστεί στη διαμόρφωση της προσωπικής του ευτυχίας – που επίσης είναι καταδικασμένη στο ευτελές. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμποδίζει την ευτυχία των άλλων. Ο νόμος λειτουργεί περισσότερο ως διαπαιδαγώγηση που αφορά τη συμβίωση κι όχι την αναζήτηση της βαθύτερης ευτυχίας. Αυτό είναι θέμα προσωπικό και (προφανώς) αφορά τις καλύτερες φύσεις.
Από την άλλη, ο εθισμός παρουσιάζεται αλληλένδετος με το νόμο, αφού (εν τέλει) ο νόμος θα επιφέρει τον εθισμό: «… είναι δύσκολο να πάρει κανείς από τα πρώτα νεανικά του χρόνια σωστή αγωγή προς την κατεύθυνση της αρετής, αν δεν ανατραφεί κάτω από ανάλογους νόμους· γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως όταν είναι νέοι, δεν είναι ευχάριστο να ζουν τη ζωή τους με σωφροσύνη και καρτερία. Γι’ αυτό και πρέπει να ορίζονται με νόμους η ανατροφή και οι ασχολίες των νέων: στην πραγματικότητα, τα πράγματα αυτά δε θα τους είναι πια δυσάρεστα, όταν θα τους έχουν γίνει μια καθημερινή συνήθεια. Όμως δεν είναι ασφαλώς αρκετό να έχουν μια σωστή ανατροφή και φροντίδα μόνο όταν είναι νέοι· τα πράγματα αυτά πρέπει να τα κάνουν –και να αποκτούν τις σχετικές συνήθειες– και όταν ανδρωθούν· χρειαζόμαστε γι’ αυτό νόμους και γι’ αυτά, και γενικά για ολόκληρη τη ζωή» (1179b 9, 37-41 και 1180a 9, 1-5).
Η παρουσία του νόμου δρα καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολιτών σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής. Η αποδοχή του νόμου ισοδυναμεί με εξασφάλιση της συνύπαρξης, αφού συνύπαρξη χωρίς κανόνες είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Γι’ αυτό ο νόμος πρέπει να επιδρά στην προσωπικότητα από την πιο μικρή ηλικία και μάλιστα με τρόπο καθοριστικό κι αμετάκλητο. Γιατί διαφορετικά κινδυνεύει η αρμονία της πόλης.
Το δεδομένο ότι οι καλύτερες φύσεις είναι λίγες κι ότι η συντριπτική πλειοψηφία αδυνατεί να κατανοήσει τις διδασκαλίες της ηθικής φιλοσοφίας προκειμένου να φτάσει στην ύψιστη ευτυχία καθιστά την παρουσία του νόμου ακόμη πιο επιτακτική, αφού πρέπει να δράσει αποτρεπτικά για τους περισσότερους. Η απειλή της ποινής παρουσιάζεται ως θεμέλιο της συνοχής, καθώς το πλήθος των ανθρώπων είναι αδύνατο να κατανοήσει τα αυτονόητα: «Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι υποτάσσονται πιο πολύ στην πίεση και στον εξαναγκασμό παρά στο λόγο, πιο πολύ στις τιμωρίες παρά στο ωραίο και το καλό» (1180a 9, 5-6).
Κι όχι μόνο αυτό: «πρέπει να ορίζουν ποινές και τιμωρίες για τους ανυπάκουους και για τους κατώτερης φύσης ανθρώπους· γι’ αυτούς, τέλος, που δε διορθώνονται με τίποτε πρέπει να προβλέπουν παντοτινή εξορία» (1180a 9, 9-12).
Για να συμπληρώσει: «… ο σωστός και ενάρετος άνθρωπος, αυτός που ζει προσηλωμένος στο ωραίο και στο καλό, θα πειθαρχήσει στο λόγο, ενώ το κατώτερης ποιότητας άτομο, αυτός που κυνηγάει μόνο την ηδονή, διορθώνεται με τιμωρία που προκαλεί λύπη – όπως ακριβώς τα υποζύγια» (1180a 9, 12-14).
Η εμμονή του Αριστοτέλη στο νόμο που λειτουργεί εκφοβιστικά και ο υποτιμητικός τρόπος που παρουσιάζονται οι περισσότεροι ως ανίκανοι να καταλάβουν το βάθος της ηθικής αρετής φαίνεται να υπονομεύει τις αρχές της ελευθερίας, αφού δίνεται η εντύπωση ότι, αν οι άνθρωποι αφεθούν (πλήρως) ελεύθεροι, θα καταπατήσουν κάθε έννοια αρετής καθοδηγούμενοι από το ζωώδες των κατώτερων ηδονών. Όμως, μια τέτοια συμπεριφορά θα λειτουργούσε διασπαστικά για την πόλη, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες δε νοείται συνύπαρξη.
Μια τέτοια προοπτική έρχεται σε αντίθεση με την πάγια θέση του Αριστοτέλη ότι η πόλη ήρθε εκ φύσεως, αφού ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως δέσμιος των αντιφατικών επιταγών της φύσης, που από τη μια τον κάνει κατώτερο των ηθικών αρετών κι από την άλλη του επιβάλλει την υιοθέτησή τους προκειμένου να συνυπάρξει. Αν οι περισσότεροι κρίνονται ανάξιοι της αρετής και χρειάζονται την απειλή του νόμου για να υποταχθούν, τότε και η πόλη παρουσιάζεται σαν κάτι επίπλαστο, κάτι που αντιβαίνει τις ανθρώπινες ορμές που πρέπει να καταπιεστούν για την επίτευξή της. Από αυτή την άποψη, ο νόμος δε λειτουργεί απελευθερωτικά, αλλά μάλλον υποδουλώνει στο όνομα ενός υψηλότερου στόχου, ο οποίος τίθεται ως κάτι απαρέγκλιτο.
Θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο δικαιώνονται οι σοφιστές που υποστήριζαν ότι η πόλη γεννήθηκε από ανάγκη (αλλιώς ο άνθρωπος θα κατασπαρασσόταν από τα θηρία) και λειτουργεί σε αντίθεση με την ανθρώπινη φύση, η οποία πρέπει να υποταχθεί στους νόμους παρά τη θέλησή της – άποψη την οποία ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» αντιπαρήλθε υποστηρίζοντας την εκ φύσεως δημιουργία της πόλης. Η υποτίμηση των πολλών ως κάτι ανάξιο προς την ηθική αρετή παραπέμπει σ’ ένα δεσποτικό κράτος που οφείλει διαρκώς να τους εκφοβίζει.
Η εικόνα του πλήθους που δίνεται στα «Πολιτικά» ως ανώτατης αρχής της πόλης, η οποία είναι σε θέση να πάρει τις καλύτερες αποφάσεις ξεπερνώντας ακόμη και τους άριστους (άριστες φύσεις), δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που δίνεται στο σημείο αυτό. Η αρχή της πλειοψηφίας που τέθηκε αδιαπραγμάτευτα στα «Πολιτικά» φαίνεται να υπονομεύεται δίνοντας χώρο σε μια απολυταρχική αντίληψη που επιβάλλει τον νομοθέτη-φόβητρο, όπως αρμόζει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ως πρότυπο ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την ολιγαρχική Σπάρτη: «Φαίνεται, ωστόσο, ότι μόνο στην πόλη των Λακεδαιμονίων και σε κάτι λίγες ακόμη πόλεις ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια για τα θέματα της ανατροφής και των ασχολιών των ανθρώπων· στις περισσότερες πόλεις τα θέματα αυτά είναι τελείως παραμελημένα, και ο καθένας ζει όπως του αρέσει» (1180a 9, 29-33).
Το ότι «ο καθένας ζει όπως του αρέσει» φαίνεται να τον ενοχλεί. Κι όχι μόνο αυτό: «Το καλύτερο λοιπόν είναι να υπάρχει μια δημόσια και ορθολογική για τα θέματα αυτά φροντίδα· αφού όμως η δημόσια φροντίδα έχει τελείως παραμεληθεί, θα φαινόταν σωστό να βοηθήσει ξεχωριστά ο καθένας τα παιδιά του και τους φίλους του να αποκτήσουν την αρετή: να έχει τη δύναμη, ή τουλάχιστο τη θέληση, να το κάνει. Από όσα όμως έχουμε πει προηγουμένως φαίνεται ότι αυτό θα μπορούσε να το κάνει, αν αποκτούσε τη γνώση και την ικανότητα να νομοθετεί» (1180a 9, 34-40).
Το γεγονός ότι ο γονιός πρέπει να είναι νομοθέτης για τα παιδιά του (ο Αριστοτέλης θεωρεί αυτονόητο ότι αυτή είναι δουλειά του πατέρα), θέτοντας τα όρια της ορθής συμπεριφοράς, αποτελεί και σημερινή πεποίθηση. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το παιδί χρειάζεται κανόνες για να κατευθυνθεί προς την αρετή. Το ζήτημα είναι ότι για τον Αριστοτέλη ο νομοθέτης πρέπει να είναι άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία, αφού αλλιώς δε θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στο έργο του. Όπως ο γιατρός πρέπει να είναι κάποιος ειδικός με βαθειά πείρα στις ασθένειες, έτσι και ο νομοθέτης πρέπει να προέρχεται από το χώρο της πολιτικής, ώστε να γνωρίζει καλά τις ανάγκες της πόλης και τον τρόπο που θα καλυφθούν.
Η προτροπή κάθε γονιού να γίνει νομοθέτης σε συνδυασμό με την απαξιωτική εικόνα του μέσου ανθρώπου, ο οποίος θέλει φόβο για να πειθαρχήσει, καθιστά σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται για προτροπή προς τους γονείς, αλλά για καταγγελία της κρατικής ανεπάρκειας, που δε θεσπίζει συγκεκριμένους νόμους για την ανατροφή των παιδιών (όπως στη Σπάρτη) αφήνοντας ελεύθερο κάθε ανάξιο να παριστάνει το νομοθέτη για το παιδί του. Οι γονείς κρίνονται προφανώς ακατάλληλοι να ορίσουν τις αξίες που πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους, καθιστώντας απαραίτητη την κρατική παρέμβαση.
Η αριστοτελική αντίληψη της υπευθυνότητας και του κύρους των πολιτών, που τους καθιστά ικανούς κριτές των δραματικών αγώνων χωρίς τη βοήθεια των ειδικών επαϊόντων (άποψη που εξόργιζε τον Πλάτωνα), όπως χαράζεται στα «Πολιτικά», φαίνεται να υπονομεύεται πλήρως παρουσιάζοντας ανθρώπους που δεν είναι ικανοί ούτε να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Η αντιφατικότητα αυτή έχει επιφέρει και τη διχογνωμία των μελετητών, καθώς άλλοι τον παρουσιάζουν με δημοκρατικές κι άλλοι με ολιγαρχικές αντιλήψεις. Για πολλούς η παρέμβαση του νομοθέτη στο πώς θα αναθρέψει κανείς τα παιδιά του δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί το ανελεύθερο.
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει προτείνει και στα «Πολιτικά» τη Σπάρτη ως παράδειγμα προς μίμηση σε σχέση με την οργάνωση και το δημόσιο–ενιαίο χαρακτήρα της παιδείας. Από τη στιγμή που η παιδεία τίθεται ως κύριος μηχανισμός στη διάπλαση των νέων δεν μπορεί παρά να είναι θέμα πολιτικό, δηλαδή να άπτεται νομοθετικής ρύθμισης για τη λειτουργία της απευθυνόμενη σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες – άποψη που εν πολλοίς κυριαρχεί και σήμερα.
Ο Αριστοτέλης είχε προτείνει το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης όχι για το στρατοκρατικό χαρακτήρα του, αλλά για τον τρόπο που λειτουργούσε. Η πρότασή του στους Αθηναίους δεν αφορούσε την προτροπή προς τις στρατιωτικές ασχολίες, αλλά τη λογική της καθιέρωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα είναι ίδιο για όλους και που (φυσικά) το περιεχόμενό του θα διαμορφωνόταν από εκείνα τα μαθήματα που θα έκριναν οι Αθηναίοι ως κατάλληλα για τα παιδιά τους. Εξάλλου, η εμμονή προς τη στρατιωτική εκπαίδευση (όπως και κάθε εμμονή) δε θα μπορούσε να βρει σύμφωνο το μεγάλο δάσκαλο της μεσότητας.
Το ενιαίο της εκπαίδευσης σηματοδοτεί το πλαίσιο της λειτουργίας της πόλης ως συνθήκη συμβιωτική, η οποία οριοθετείται από τα κοινά ιδανικά που θα διαπλάσουν τους νέους. Η ίδια οπτική φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στο ζήτημα της ανατροφής των παιδιών, αφού η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση είναι έννοιες σχεδόν αξεδιάλυτα συνυφασμένες. Η παρέμβαση του νομοθέτη, με τη σημασία του πεπειραμένου ειδικού, δεν αφορά το ανελεύθερο του γονιού να μεγαλώσει το παιδί του, αλλά την ύψιστη σημασία της ανατροφής που παίρνει πολιτικές διαστάσεις.
Αν μεταφέρουμε το πλαίσιο της ανατροφής στα σύγχρονα δεδομένα, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί η τεράστια σημασία που δίνεται στο θέμα (απολύτως δικαιολογημένα) με την ολοένα μεγαλύτερη επίδραση των ειδικών (παιδαγωγών, παιδοψυχολόγων κλπ) για τη σωστή προσέγγιση του παιδιού. Οι γονείς καταφεύγουν σε ειδικούς όλο και περισσότερο, προκειμένου να ανταποκριθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ρόλο τους. Υπάρχουν συμβουλευτικές παιδαγωγικού περιεχομένου που αφορούν ακόμη και την περίοδο της εγκυμοσύνης. Από αυτή την άποψη, η παρέμβαση των πεπειραμένων ειδικών γίνεται όλο κι εντονότερη και είναι σαφές ότι στο μέλλον θα γίνει ακόμη πιο καθοριστική.
Ο Αριστοτέλης μην μπορώντας να αποδώσει τις σύγχρονες διαστάσεις στο ζήτημα (μια τέτοια απαίτηση θα ήταν απολύτως παράλογη) αντιλαμβάνεται τη σημασία του ειδικού και προτείνει το νομοθέτη, καθώς δε γνωρίζει κάποιον άλλο που θα μπορούσε να του αποδοθεί ο ρόλος. Με άλλα λόγια, αφού το ζήτημα κρίνεται υψίστης σημασίας κι αφού δεν υπάρχει κάποια επιστήμη για να το αναλάβει, η παρέμβαση της πολιτείας κρίνεται ως καταλληλότερη.
Από αυτή την άποψη, ο νόμος δεν έχει να κάνει με το ανελεύθερο της επιβολής για το πώς θα μεγαλώσει κανείς τα παιδιά του (αν και εν τέλει αυτό συμβαίνει), αλλά με την έλλειψη πρότασης για κάτι καλύτερο. Όσο καταπιέζεται ο γονιός από τον ειδικό που θα τον συμβουλέψει για τα παιδιά του, με τον ίδιο τρόπο γίνεται αντιληπτή και η καταπίεση του νομοθέτη για το ίδιο θέμα.
Η ουσιώδης διαφορά της επιλογής (ο νόμος δεν αφήνει περιθώρια επιλογής, ενώ σήμερα απευθύνεται κάποιος στον ειδικό αν θέλει) έχει να κάνει και με την ουσιώδη αλλαγή των καιρών, καθώς σήμερα η ενημέρωση που υπάρχει κάνει το γονιό όλο και περισσότερο δεκτικό στο να αποταθεί στον ειδικό για το καλό του παιδιού του. Η εξέλιξη καθιστά με σαφήνεια την αναγκαιότητα πραγμάτων που στο παρελθόν ήταν άγνωστα. Η επιλογή σχετίζεται άμεσα με τις επιταγές των καιρών, αφού επιλέγει κανείς με τη θέλησή του σύμφωνα με τις δυνατότητες που του δίνει το περιβάλλον του.
Κι αυτή είναι η έννοια της προόδου: η ποιοτική αναβάθμιση της ζωής των πολιτών που θα τους κάνει να επιλέγουν το καλύτερο καθιστώντας την παρέμβαση του νομοθέτη περιττή. Εξάλλου, και σήμερα, αν υπάρξουν γονείς που αποδεδειγμένα έχουν κριθεί ακατάλληλοι για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ο νομοθέτης παρεμβαίνει και τους τα παίρνει αναθέτοντας την ανατροφή τους στο κράτος.
Κι εδώ, βέβαια, δεν υποδεικνύεται ότι οι Αθηναίοι ήταν ανάξιοι να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, αλλά ότι ακόμη και σήμερα η παρέμβαση του νομοθέτη σε θέματα ανατροφής παιδιών δε θεωρείται κάτι κατακριτέο. Το ότι δεν είναι τόσο έντονη, όσο την επιζητά ο Αριστοτέλης, δεν έχει να κάνει με το ανελεύθερο της ασύδοτης κρατικής παρέμβασης, αλλά με την απόσταση των εποχών. Προφανώς, αν ο Αριστοτέλης ζούσε σήμερα, δε θα επικαλούταν το νομοθέτη για την ανατροφή των παιδιών, αλλά τη βοήθεια των ειδικών επιστημόνων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων και η απόδοση χαρακτηρισμών (απολυταρχικός, ολοκληρωτικός κλπ) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χαοτική χρονική απόσταση που δρα και σκέφτεται ο Αριστοτέλης αποτελεί αναχρονισμό και προχειρότητα.
Όσο για το ζήτημα της απαξίωσης των πολιτών που παρουσιάζονται ως κατώτεροι των περιστάσεων και χρειάζονται τον εκφοβισμό του νόμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης ζει στην Αθήνα της παρακμής, του πολιτικού καιροσκοπισμού, του λαϊκισμού και της ασυδοσίας. Αυτός είναι και ο λόγος που (και) στα «Πολιτικά» κατατάσσει τη δημοκρατία στα στρεβλά πολιτεύματα.
Η απογοήτευσή του δεν είναι αδικαιολόγητη. Μπροστά σε τέτοιες περιστάσεις το πρόταγμα του νόμου είναι λογικό να τεθεί με τον πιο έντονο τρόπο. Ο υπερβολικός κι άκομψος τρόπος που τον επικαλείται δεν αφορά την προτροπή προς ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά τη σφοδρότητα της αναγγελίας του αδιεξόδου. Μην ξεχνάμε ότι και η δημοκρατία χρειάζεται νόμους. Και η δημοκρατία προβλέπει ποινές. Και η δημοκρατία επιδιώκει τη διατήρηση της τάξης.
Και σ’ αυτό αποβλέπει ο Αριστοτέλης, όταν υψώνει τους τόνους. Μια διαφορετική εκδοχή θα τον έφερνε σε τέτοια αντίθεση με τις απόψεις του στα «Πολιτικά», που θα τον καθιστούσε ακατανόητο. Εξάλλου, η εκδοχή της πλήρους υποτίμησης των πολιτών, ώστε να πρέπει να καταπιεστούν προκειμένου να μη διαλυθεί η πόλη, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ανυποχώρητη θέση του ότι η πόλη είναι από τη φύση. Είναι παράλογο να ερμηνεύεται ο Αριστοτέλης σαν να επρόκειτο να δικαιώσει τους σοφιστές. Είναι παράλογο να αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του απολυταρχικού στο φιλόσοφο που δίδαξε το μέτρο. Γιατί η απολυταρχία είναι η υπερβολή που οδηγεί στο ανελεύθερο, όπως και η ασυδοσία της δημοκρατίας την οποία βιώνει είναι εξίσου υπερβολή (τυραννία του όχλου) που οδηγεί επίσης στο ανελεύθερο, όπως έχει καταδείξει με σαφήνεια στα «Πολιτικά».
Την αναζήτηση του μέτρου επιδιώκει για άλλη μια φορά ο Αριστοτέλης κι αυτήν επικαλείται, όταν θέλει το νόμο αυστηρό, προκειμένου να φέρει τις ισορροπίες στο ασύδοτο που βλέπει. Η αστοχία κάποιων εκφράσεων ή το ότι ενδεχομένως παρασύρθηκε από τη ροή του ίδιου του λόγου (ή των συναισθημάτων του) σε ένα έργο που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελεί ολοκληρωμένη-επιμελημένη προσπάθεια, ώστε να εκδοθεί, αλλά αφορά τις προσωπικές του σημειώσεις (συνθήκες που καθιστούν κάποιον λιγότερο προσεκτικό) είναι φανερό ότι δεν πρέπει να οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα υπονομεύοντας την κατεύθυνση της πολιτικής του σκέψης, που (έτσι κι αλλιώς) είναι ξεκάθαρη. Είναι σαν να βλέπει κανείς το δέντρο και να χάνει το δάσος…