Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (463-512)

ΧΟ. τίς ὅντιν᾽ ἁ θεσπιέπει- [στρ. α]
α Δελφὶς εἶπε πέτρα
465 ἄρρητ᾽ ἀρρήτων τελέσαν-
τα φοινίαισι χερσίν;
ὥρα νιν ἀελλάδων
ἵππων σθεναρώτερον
φυγᾷ πόδα νωμᾶν.
ἔνοπλος γὰρ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει
470 πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας,
δειναὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕπονται
Κῆρες ἀναπλάκητοι.

ἔλαμψε γὰρ τοῦ νιφόεν- [ἀντ. α]
τος ἀρτίως φανεῖσα
475 φάμα Παρνασσοῦ τὸν ἄδη-
λον ἄνδρα πάντ᾽ ἰχνεύειν.
φοιτᾷ γὰρ ὑπ᾽ ἀγρίαν
ὕλαν ἀνά τ᾽ ἄντρα καὶ
πετραῖος ὁ ταῦρος,
μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων,
480 τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων
μαντεῖα· τὰ δ᾽ αἰεὶ
ζῶντα περιποτᾶται.

δεινὰ μὲν οὖν, δεινὰ ταράσ- [στρ. β]
σει σοφὸς οἰωνοθέτας,
485 οὔτε δοκοῦντ᾽ οὔτ᾽ ἀποφά-
σκονθ᾽· ὅ τι λέξω δ᾽ ἀπορῶ.
πέτομαι δ᾽ ἐλπίσιν οὔτ᾽ ἐν-
θάδ᾽ ὁρῶν οὔτ᾽ ὀπίσω.
τί γὰρ ἢ Λαβδακίδαις
490 ἢ τῷ Πολύβου νεῖ-
κος ἔκειτ᾽ οὔτε πάροιθέν
ποτ᾽ ἔγωγ᾽ οὔτε τανῦν πω
ἔμαθον, πρὸς ὅτου δὴ
βασάνῳ ‹πεῖραν ἔχων›
495 ἐπὶ τὰν ἐπίδαμον
φάτιν εἶμ᾽ Οἰδιπόδα Λαβδακίδαις
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων.

ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὖν Ζεὺς ὅ τ᾽ Ἀπόλ- [ἀντ. β]
λων ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν
εἰδότες· ἀνδρῶν δ᾽ ὅτι μάν-
500 τις πλέον ἢ ᾽γὼ φέρεται,
κρίσις οὐκ ἔστιν ἀληθής·
σοφίᾳ δ᾽ ἂν σοφίαν
παραμείψειεν ἀνήρ.
ἄλλ᾽ οὔποτ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν,
505 πρὶν ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν ἔπος, μεμ-
φομένων ἂν καταφαίην.
φανερὰ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
πτερόεσσ᾽ ἦλθε κόρα
ποτέ, καὶ σοφὸς ὤφθη
510 βασάνῳ θ᾽ ἁδύπολις· τῷ ἀπ᾽ ἐμᾶς
φρενὸς οὔποτ᾽ ὀφλήσει κακίαν.

***
ΧΟΡ. Ποιός είναι τάχα ο άγνωστος [στρ. α]
που κρύβεται μες στο χρησμό του Δελφικού
του Βράχου; αυτός που τέλεσε τ᾽ ανείπωτα,
τ᾽ ανομολόγητα με χέρι ματωμένο;
Είναι καιρός να πάρει
της εξορίας την οδό γοργά,
όπως γοργά της θύελλας τ᾽ αλόγατα καλπάζουν.
Πάνοπλος ο υιός του Διός τον διώκει
470 με του πυρός την αστραπή
κι αλάθευτες ακολουθούν σα λαγωνίκες
οι Ερινύες τρομερές.

Στην κορυφή του χιονισμένου Παρνασσού [αντ. α]
πρόβαλε λόγος λαμπερός μιας αποκάλυψης
κι όλοι ζητούν τον άγνωστο, τον άφαντο
μυρίζοντας τα χνάρια του παντού.
Σαν την άδικη λουφάζει την κατάρα στα δάση,
στα βράχια και στα σπήλαια, σαν ταύρος μοναχός,
της συμφοράς το πόδι σέρνοντας πεντάρφανο.
480 Κοιτάει να γλιτώσει το χρησμό·
χρησμό που ζωντανός αιώνια
στην κεφαλή του γύρω-γύρω θα πετάει.

Με τάραξε βαθιά, με τρόμαξεν [στρ. β]
ο σοφός μαντευτής των σημείων.
Ν᾽ αμφιβάλλω ή να πιστέψω;
Απορώ· να μιλήσω διστάζω.
Σκοτάδι μπρος και πίσω, παντού.
Με της ελπίδας τα φτερά πετώ.
Δεν άκουσα ποτέ να μιλάνε για μίσος,
πρόσφατο και παλιό,
ανάμεσα στους Λαβδακίδες
490 και στου Πολύβου τον υιό.
Πού νά ᾽βρω πειστικά τεκμήρια
τη φήμη να κλονίσω του Οιδίποδος
στην πόλη; πώς να συνδράμω να βρεθεί
ο άγνωστος φονιάς του Λαβδακίδη;

Ο Ζευς κι ο Απόλλων σοφοί, [αντ. β]
αυτοί μονάχα τη θνητή γνωρίζουν φύση.
Θνητός κι ο μάντης, γιατί να ξέρει
500 από μένα πιο πολλά; δεν είναι λογικό.
Στον άνθρωπο μόνον η φρόνιμη γνώση.
νικά τη φρόνιμη γνώση.
Αν δεν αποδειχτούν αλήθειες
οι μαντείες του, αρνούμαι τη μομφή του.
Όταν εκείνος μες στο φως αντάμωσε
τη φτερωτή παρθένα, σοφός αποκαλύφτηκε
510 κι η πόλη τον αγάπησε παράφορα.
Ο νους να το χωρέσει δεν μπορεί
πως εγκλημάτησε ποτές του.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 11. Έννοιες και αρχές

11.14. Το μέσα και το έξω


Τελικά για ποιο λόγο στα ομηρικά έπη η συμπεριφορά των θνητών αποδίδεται σε εξωτερικές δυνάμεις, όπως η μοίρα και η ἄτη, και γιατί η πηγή αυτών των μυστηριωδών δυνάμεων συνδέεται συχνά με τους θεούς; Πρόκειται για ερωτήματα που διατυπώνουν κατά καιρούς οι αναγνώστες των ομηρικών επών, δίνοντας αντίθετες μεταξύ τους απαντήσεις.

Ένας τρόπος απάντησης, ο πιο παραδοσιακός, στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο Όμηρος είναι απόμακρος, κάπως πρωτόγονος, σε σχέση με μεταγενέστερους και νεότερους ομοτέχνους του. Συγκεκριμένα, η έννοια της συγκροτημένης προσωπικότητας δεν είναι πλήρως σχηματισμένη στα χρόνια του ποιητή, ο οποίος δεν διαθέτει και τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα, για να αποδώσει την εικόνα ενός ενιαίου και συγκροτημένου εαυτού. Έτσι, η οποιαδήποτε νοητική ή συναισθηματική διεργασία συμβαίνει μέσα στον θνητό μετατοπίζεται προς τα έξω και καταλογίζεται σε δυνάμεις που τον ξεπερνούν και βρίσκονται πάνω από αυτόν. Για παράδειγμα, η εξαναγκαστική ώθηση της Ελένης από τη θεά Αφροδίτη να σμίξει καλά και σώνει με τον Πάρη, είναι ένα είδος προβολής προς τα έξω (προς τη θεά) των αντιφατικών συναισθημάτων της βασίλισσας προς τον εραστή της - τον μισεί, όμως τον βρίσκει και γοητευτικό. Κατά προέκταση, αρκετά συχνά παρορμήσεις και συναισθήματα των θνητών εμφανίζονται στα ομηρικά έπη ως προσωποποιημένες, εξωτερικές δυνάμεις, όπως η Μοίρα, η Άτη, ο Φόβος, ο πόλεμος, που ταυτίζεται στην Ιλιάδα με τον θεό του πολέμου Άρη κ.ο.κ.

Η προηγούμενη θέση αδικεί, εκτός από τον ποιητή, τους θνητούς στα ομηρικά έπη, οι οποίοι, καθώς μεταθέτουν έξω από τον εαυτό τους τις σκέψεις και τις παρορμήσεις τους, απαλλάσσονται από την οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις τους και εμφανίζονται ως όργανα των υπερφυσικών δυνάμεων. Οι πρωτοβουλίες ωστόσο των θνητών όχι μόνο στηρίζουν την ανάπτυξη πολλών αφηγηματικών επεισοδίων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αλλά και αποδεικνύονται καθοριστικές στον σχηματισμό του συνολικού σχεδίου των ομηρικών επών. Εξάλλου, συχνότερα στην Ιλιάδα και σπανιότερα στην Οδύσσεια, οι θνητοί υποκινούνται σε κάποια πράξη τους, επειδή τους το υπαγορεύει ή το λέει η ψυχή τους (θυμὸς ἀνώγει). Τέλος, οι παρεμβάσεις των θεών συμβαίνουν μόνον όταν προκαλούνται από τις ενέργειες των θνητών. Προσεύχονται, για παράδειγμα, προκαλώντας τη θετική ή αρνητική ανταπόκριση των θεών. Αν υποτεθεί ότι οι θνητοί δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους, επομένως δεν φέρουν και την ευθύνη για ό,τι τους συμβαίνει, θα ήταν παράλογο να συμπεράνει κάποιος ότι ο ποιητής και το ακροατήριό του προσλάμβανε την προσευχή των θνητών σαν να υποκινήθηκε από τους θεούς.

Ως διόρθωση της προηγούμενης ερμηνευτικής πρότασης προβάλλεται η αρχή της «διπλής υπευθυνότητας». Το κίνητρο δηλαδή μιας πράξης ορίζεται στα ομηρικά έπη διπλά: τόσο από τους θνητούς όσο και από τους θεούς. Θνητοί και αθάνατοι προκαλούν την ίδια στιγμή τις ίδιες πράξεις και υποκινούν τις ίδιες παρορμήσεις· άρα μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο εξίσου υπεύθυνοι. Έτσι, λόγου χάρη, μπορεί να δικαιολογηθεί στην Ιλιάδα η απολογητική συμπεριφορά του Αγαμέμνονα απέναντι στον Αχιλλέα. Ο βασιλιάς προσφέρει αποζημίωση στον Αχιλλέα, αποδεχόμενος έμμεσα την προσωπική του ευθύνη στην πράξη της ατίμωσης του συμπολεμιστή του, αποδίδει όμως την ίδια στιγμή την ευθύνη στον Δία, στην Άτη και στην Ερινύα.

Η ερμηνευτική αρχή της «διπλής υπευθυνότητας», ή του «διπλού κινήτρου», είναι ελκυστική, παρακάμπτει ωστόσο τις περιπτώσεις όπου αναφέρεται ότι οι θνητοί: (α) αποδίδουν το κίνητρο μιας πράξης τόσο στους θεούς όσο και στους ίδιους τους εαυτούς τους για λόγους καθαρής ευσέβειας· (β) ενεργούν παρά τη θέληση των θεών· (γ) παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις έπειτα από έντονη συλλογιστική περίσκεψη μόνοι τους, δίχως καμιά θεϊκή παρέμβαση· (δ) εναλλάσσουν με διαζευτικό τρόπο, και δεν ταυτίζουν, τη βούληση των θεών με την προσωπική παρόρμηση. Για παράδειγμα, στους Φαίακες ο Οδυσσέας λέει πως η νύμφη Καλυψώ τον άφησε να φύγει, επειδή πήρε ίσως κάποιο μήνυμα από τον Δία· μπορεί όμως να άλλαξε και η ίδια στο τέλος γνώμη (η 263). Όλες αυτές οι αγνοημένες περιπτώσεις κάθε άλλο παρά δείχνουν ότι το στοιχείο της προσωπικής πρωτοβουλίας και ευθύνης απουσιάζει από τα ομηρικά έπη.

Διατυπώνεται έτσι μια τρίτη ερμηνευτική εκδοχή που, δίχως να αγνοεί την ξεχωριστή φυσιογνωμία των ομηρικών επών, αναγνωρίζει ότι ο Όμηρος είναι κατά βάθος ένας αρχαίος σύγχρονός μας. Οι θνητοί στα ομηρικά έπη αποδίδουν σε εξωτερικές αφορμές κρίσιμες όψεις της συμπεριφοράς τους, επειδή οι άνθρωποι συνήθιζαν και συνηθίζουν να το κάνουν αυτό. Επομένως, αν η συμπεριφορά τους δεν κριθεί με βάση συγκροτημένα θεωρητικά πρότυπα, μπορεί να βρεθεί ότι δεν διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη των σημερινών. Η έμφυτη τάση των ανθρώπων κάθε εποχής είναι να εξαιρούν τον εαυτό τους από ενέργειες τις οποίες δεν μπορούν οι ίδιοι να εξηγήσουν. Στα ομηρικά έπη ειδικότερα η στάση αυτή των θνητών δικαιολογείται, επειδή, εκτός των άλλων, κανένα εξαιρετικό γεγονός δεν συμβαίνει τυχαία, αλλά πιστεύεται ότι προέρχεται από κάποιον. Όταν κάτι το αναπόφευκτο ή απρόβλεπτο δεν μπορεί να έχει συμβεί από κάποιον θνητό, θα πρέπει να αποδοθεί σε μια ανώτερη δύναμη, τη μοίρα ή την άτη, έναν θεό ή δαίμονα. Πρόκειται για αντιλήψεις που από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα είχαν και έχουν ευρεία απήχηση. Στα ομηρικά έπη βέβαια οι αντιλήψεις αυτές μεταπλάθονται από τον ποιητή σε τέχνη, ώστε να είναι και λογοτεχνικά αποτελεσματικές, αποβλέποντας στο να τέρψουν το ακροατήριο.

Η τελευταία αυτή διάσταση των ομηρικών επών, η λογοτεχνική, επιτρέπει μια διαφορετική ανάγνωσή τους, λιγότερο ορθολογιστική ή αλληγορική, και περισσότερο φυσική, που είναι έτοιμη να αποδεχθεί τις αμφισημίες, ακόμη και τις αντιφάσεις που διέπουν τη σχέση των θνητών με τον εσωτερικό τους και τον εξωτερικό τους κόσμο. Η προσπάθεια να ερμηνεύεται το υπερφυσικό στοιχείο στα ομηρικά έπη με βάση σύγχρονες θεωρίες και πεποιθήσεις (φιλοσοφικές, ηθικές, θεολογικές ή ψυχολογικές) μπορεί και να εμποδίζει την αναγνωστική απόλαυση, επειδή αναζητούνται λύσεις σε καταστάσεις και προβλήματα που ο ίδιος ο δημιουργός τους ως ποιητής δεν επεδίωξε, και δεν τον ενδιέφερε ίσως να προσφέρει. Εξάλλου, τα ερωτήματα που σχετίζονται με το μέσα και το έξω της ζωής των θνητών είναι πάνω απ᾽ όλα των αναγνωστών και όχι του ακροατηρίου του Ομήρου, που υποδεχόταν τον μηχανισμό των υπερφυσικών δυνάμεων προφανώς με φυσικό τρόπο.

Αν ο Όμηρος αποσκοπούσε με την ποίησή του να τέρψει πάνω απ᾽ όλα το ακροατήριό του, ο ρόλος του υπερφυσικού στοιχείου όφειλε να υπηρετεί και αυτόν ακριβώς τον στόχο. Για να επιτευχθεί όμως η απόλαυση ενός αφηγηματικού έργου, είναι απαραίτητο να υπάρχει ίντριγκα, πλοκή. Αυτό στην περίπτωση των ομηρικών επών σημαίνει ότι οι θεοί, οι μυστηριώδεις εξωτερικές δυνάμεις, όπως η μοίρα και η άτη, έπρεπε να συμπλακούν με τις πρωτοβουλίες των θνητών, ώστε, συνυφαίνοντας ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων, να δημιουργούνται δραματικές ή ειρωνικές καταστάσεις και το ακροατήριο να παρακολουθεί συγκινημένο την εξέλιξη των αφηγηματικών δρωμένων. Η αποδοχή λοιπόν του σύνθετου δικτύου σχέσεων ανάμεσα στο μέσα και στο έξω του κόσμου των θνητών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή του σημερινού αναγνώστη στην απόλαυση των ομηρικών επών.

Ηρεμώντας το νου μας, βρίσκουμε γαλήνη

Λέγεται ότι η καλύτερη ευχή που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να έχει ηρεμία. Γιατί αν έχει γαλήνιο πνεύμα, όλα τα άλλα έρχονται. Η υγεία μας ουσιαστικά εξαρτάται από το πόσο ήρεμοι είμαστε. Και συνεπώς η καλή μας διάθεση και η όρεξή μας για οτιδήποτε συνδέεται επίσης με αυτό.

Είναι εύκολο να θυμώνουμε και να παραπονιόμαστε για ένα σωρό προβλήματα. Όσο εύκολο είναι να τα βρίσκουμε. Πάντα υπάρχει κάποιος λόγος για να ταραζόμαστε. Το δύσκολο είναι να τα προσπερνάμε όλα αυτά. Με το να μάθουμε να αγνοούμε, κερδίζουμε την ηρεμία μας. Γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε τον κόσμο ούτε τους άλλους.

Δεν ευθυνόμαστε εμείς για το αν οι άλλοι είναι αναίσθητοι και δεν σέβονται τους συνανθρώπους τους, ούτε για το αν οι άλλοι δεν έχουν καλούς τρόπους ή τη στοιχειώδη ευγένεια. Όπως επίσης δεν ευθυνόμαστε για συμπεριφορές που ξεκάθαρα γίνονται επίτηδες, για να μας προκαλέσουν, να μας αναγκάσουν να ξεσπάσουμε. Δεν φταίμε εμείς αν οι άλλοι για να γεμίσουν το κενό τους, θέλουν συνέχεια την προσοχή στραμμένη πάνω τους, με οποιοδήποτε τρόπο, αφού ακόμα και οι επικρίσεις μας εξακολουθούν να τους δίνουν αξία από τον πολύτιμο χρόνο και την ενέργειά μας.

Η λογική που έχουμε εμείς δεν είναι τόσο «κοινή» όσο νομίζουμε. Ο καθένας έχει τις δικές του αξίες και ιδέες. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσβαλλόμαστε απλά επειδή οι άλλοι σκέφτονται διαφορετικά και εμείς αποδοκιμάζουμε αυτό τον τρόπο σκέψης. Ο καθένας είναι ελεύθερος στην άποψή του φτάνει να μην την επιβάλλει στους άλλους και να σέβεται το γεγονός πως θα υπάρχουν διαφωνίες.

Λένε πως «η οργή είναι το τίμημα που πληρώνεις εσύ για τα λάθη κάποιου άλλου». Αλλά δυστυχώς εσύ είσαι αυτός που καίγεσαι, που ταράζεσαι και χάνεις την ηρεμία σου. Και ο άλλος έχει πετύχει τον σκοπό του και εισπράττει την ικανοποίησή του να σου έχει χαλάσει τη διάθεση. Στην τελική αξίζει όλο αυτό;

Εμείς οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι και για τη διάθεσή μας αλλά κυρίως για τις σκέψεις μας. Το μυαλό είναι ένα πανίσχυρο όπλο αν χρησιμοποιηθεί σωστά. Αλλά τις περισσότερες φορές το εμποτίζουμε με τόσες παράλογες σκέψεις που δηλητηριάζουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Το βασικότερο στην αναζήτηση της ηρεμίας μας είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι πάντοτε ταράζουμε εμείς τον εαυτό μας. Κανείς ποτέ και πουθενά δεν μπορεί να μας ενοχλήσει και να μας ταράξει με κανέναν τρόπο αν πρώτα δεν του το επιτρέψουμε εμείς. Θέλει δύναμη να μετατραπεί ο ‘παράλογος’ τρόπος σκέψης σε λογικό. Για να γίνει η αρνητική αύρα θετική. Αν καταφέρουμε να ηρεμήσουμε τις σκέψεις μας, θα βρούμε και τη γαλήνη που αναζητούμε.

Δεν είναι οι άλλοι που θα μας κάνουν ευτυχισμένους. Ούτε εξαρτάται η ευτυχία μας από αυτούς. Εξάλλου, η ζωή είναι 10% τι μας συμβαίνει και 90% πώς αντιδρούμε εμείς σε αυτό. Πάντα έχουμε επιλογές. Και όλη μας η ζωή είναι αποτέλεσμα αυτών των επιλογών. Συνεπώς, το πώς αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον μας, τις συνθήκες που μας διέπουν και τους ανθρώπους που μας περιστοιχίζουν, πηγάζει από τις σκέψεις που βάζουμε στο μυαλό μας.

Αν καταφέρουμε λοιπόν να ησυχάσουμε τις φωνές του εσωτερικού μας κόσμου, θα καταφέρουμε να ομορφύνουμε και την εξωτερική μας διάθεση. Στην τελική, τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τη δική μας ηρεμία. Και ίσως, μέσω αυτού να επηρεαστεί θετικά και το υπόλοιπό μας περιβάλλον.

Μια αγάπη που σε κρατάει, αξίζει να τη ζήσεις;

Μια άνευ όρων παράδοση σε έναν έρωτα «αξεπέραστο». Μια οικειοθελής παραχώρηση της ανεξαρτησίας του μυαλού και της σκέψης. Ένας συμβιβασμός της ξεγνοιασιάς στον βωμό «του απόλυτου συναισθήματος». Μια ανελέητη διεκδίκηση της παρουσίας του άλλου όχι μόνο στη ζωή, μα στις ώρες, στα λεπτά και στα δευτερόλεπτα. Και ταυτόχρονα η ανάληψη της ευθύνης της φροντίδας του προσώπου στην απέναντι πλευρά της ιστορίας. Αν όλο αυτό σου φαντάζει σαν μια ρομαντική και γεμάτη συναίσθημα κατάσταση, τότε μάλλον το βλέπεις από μια επίφοβη οπτική. Είναι δηλώσεις που μυρίζουν εθισμό, όπως ακριβώς μυρίζει και η χυμένη βενζίνη λίγο πριν ξεκινήσει η πυρκαγιά. Τι σημαίνει αυτό; Εθισμός είναι η εξάρτηση από μια συνήθεια που σιγά-σιγά γίνεται τρόπος ζωής. Σπάνια παραμένει στάσιμος και συνήθως απορροφά μεγάλο μέρος ζωτικής ενέργειας, σε σημείο που μπορεί να έχει καταστροφικά ή και μοιραία επακόλουθα.

Και ίσως έχουμε μάθει όταν μιλάμε για εθισμούς, να σκεφτόμαστε χρήματα και ριγμένα σε βρόμικα τραπέζια ζάρια, ή αλκοόλ και αποκρουστικές ανάσες, υπάρχει όμως άλλη μια κατηγορία, ο εθισμός στην αγάπη, ο οποίος δημιουργεί μια έντονη ανάγκη τροφοδοτούμενη από φόβο μοναξιάς ή απόρριψης. Σύμφωνα με στατιστικές, είναι μια κατάσταση αρκετά συνηθισμένη με το τρία έως το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού να έχει ζήσει κάποιο είδος παθολογικής-εθιστικής αγάπης. Ο εθισμένος κάνει σχεδόν τα πάντα για να κρατήσει το άτομο που «αγαπάει». Χρειάζεται την προσοχή όπως χρειάζεται το οξυγόνο και υπάρχει μόνιμα η ανάγκη να «βρεθεί κάποιος να αγαπήσω ή και να με αγαπήσει». Αν δεν υπάρχει αυτό, τότε αυτόματα νιώθει πως η ζωή του δίχως σχέση είναι μια ζωή δίχως νόημα.

Παρατηρώντας ζευγάρια, είτε στον κύκλο μας είτε σε τυχαίες καταστάσεις, θα προσέξουμε πολλές φορές κάποιες συμπεριφορές που δε συνάδουν με την εικόνα μιας υγιούς σχέση. Παρατηρούμε πολλές φορές σημάδια εθισμού που δεν ξέρουμε πώς να αναγνωρίσουμε. Καθώς πρόκειται για ανάγκη, βλέπουμε συχνά να αναζητούν και οι δυο την άμεση ικανοποίηση, παραλείποντας τα βήματα για την ανάπτυξη της σχέσης. Συνηθισμένο και κύριο στοιχείο είναι η έλλειψη αμοιβαιότητας, καθώς ο εθισμένος μαθαίνει να συνδέεται με όρους δύναμης και παραχωρεί στον εκάστοτε σύντροφο τον απόλυτο έλεγχο.

Ο κανόνας της σιωπής είναι άλλο ένα στοιχείο. Ο εθισμένος διαπραγματεύεται το να «τιμωρείται» με την απουσία των λέξεων όταν συμβαίνει κάτι αρνητικό. Δεν υπάρχει έκφραση συναισθημάτων, συμβιβάζεται να αποφεύγει να μοιράζεται τις επιθυμίες του, αποκλείει την ευθύτητα και όλες οι αντιδράσεις του προέρχονται και σχετίζονται με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του συντρόφου. Επακόλουθο αυτών είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Κρίνουν με βάση τα υποκειμενικά τους κριτήρια, τρέφουν την προσδοκία ότι ο ένας θα βάλει τον άλλον σε καλούπια και προσπαθούν μόνιμα να διορθώσουν ή να «σώσουν» ο ένας τον άλλον, καθώς τα προβλήματα και τα αισθήματα του συντρόφου γίνονται εμμονή. Είναι μεταξύ τους ασφυκτικά κοντά, χωρίς καθόλου χώρο για οξυγόνο.

Ο ενθουσιασμός της γνωριμίας μεταφράζεται πολύ σύντομα σε έρωτα και όταν βρίσκονται στη σχέση προσπαθούν μόνιμα να ικανοποιούν το άλλο πρόσωπο, ενώ βλέπουν την απογοήτευση σαν εχθρό που παραφυλάει πάντα στην επόμενη γωνία. Παραδόξως όμως κάθε φορά που χάνεται η ένταση της σπίθας μιας καινούριας σχέσης, βαριούνται και δεν μπορούν να συνεχίσουν. Χωρίζουν, αλλά αδυνατώντας να διαχειριστούν την προσωρινή μοναξιά, μπαίνουν στη διαδικασία να κυνηγήσουν αμέσως μια νέα σχέση. Αν προκύψει, σύντομα προσπαθούν να χειριστούν τη σωματική επαφή σαν επιβεβαίωση της δυάδας και κατά συνέπεια την επισφράγιση της απουσίας της μοναξιάς.

Σχετική μελέτη που έχει δημοσιευθεί, αναφέρει ότι υπάρχουν δυο μορφές εθισμού στην αγάπη, ο «στενός» (narrow) και ο «ευρύς» (broad). Ο στενός αναφέρεται σε άτομα που βιώνουν αβάσταχτη μοναξιά όταν δε βρίσκονται σε μια σχέση και γι’ αυτό προσπαθούν να αντικαταστήσουν τον σύντροφό τους όσο το δυνατόν πιο άμεσα μετά από έναν χωρισμό, ενώ ο ευρύς διακρίνεται από μια έντονη αλλά ελεγχόμενη λαχτάρα πριν και ευφορία μετά από τη συνάντηση, αλλά ακολουθείται από θλίψη όταν αυτός φύγει.

Ο εθισμός στην αγάπη πονάει διότι το άτομο πληγώνεται μέσα στις σχέσεις που δημιουργεί. Επιλέγει υποσυνείδητα συντρόφους που απαιτούν την ολοκληρωτική προσοχή, χωρίς όμως να θέτει σε προτεραιότητα τις δικές του ανάγκες. Συνέπεια αυτού, να μπαίνει ο ίδιος σε διαδικασίες επιβλαβείς για τη σχέση, σε μια προσπάθεια να την κρατήσει άθικτη. Τα έκδηλα σημάδια αλληλεξάρτησης, πολλές φορές δίνουν την εντύπωση πως χάνεται η επαφή με την πραγματικότητα.

Γνώριμα αυτά τα στοιχεία σε κάποιους από εμάς, ίσως και ανησυχητικό το ότι μερικές φορές μπορεί να τα μπερδέψαμε με το πάθος ενός έρωτα στο παρελθόν ή ακόμη και σε μια τωρινή μας σχέση. Δυστυχώς όμως, συνδέονται με αρνητικές συνέπειες, όμοιες με εκείνες του ατόμου που αποζητά τα ζάρια στο βρόμικο τραπέζι ή συνηθίζει στην ιδέα μιας αποκρουστικής ανάσας. Είναι σημαντικό λοιπόν να κατανοήσουμε ότι μια σχέση που δεν είναι θετική και υποστηρικτική, ίσως να μην είναι και απόλυτα υγιής. Άλλωστε, υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που δείχνουν ότι οι άνθρωποι διαθέτουμε στον εγκέφαλό μας εξειδικευμένα «δίκτυα ενάντια στον έρωτα» (anti-love networks), τα οποία μας βοηθούν να απομακρυνόμαστε συναισθηματικά από άτομα που μας ήταν ιδιαίτερα αγαπητά, ή που έστω έτσι νομίζαμε.

Τι σημαίνει ο όρος «θύμα συναισθηματικού εκβιασμού»

Συναισθηματικός εκβιασμός: μία αόρατη μορφή κακοποίησης.

Τί είναι ο συναισθηματικός εκβιασμός;

Ο όρος συναισθηματικός εκβιασμός αναφέρεται σε μία μορφή ψυχολογικής χειραγώγησης που συμβαίνει μέσα στα πλαίσια στενών προσωπικών σχέσεων: μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα σε μία μητέρα και το παιδί της, η σχέση μεταξύ συζύγων, αδελφών, ακόμη και μεταξύ πολύ στενών φίλων. Σε αυτές τις σχέσεις, το ένα μέλος χρησιμοποιεί ψυχολογική πίεση προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του, ενώ το άλλο μέλος υποχωρεί μπροστά στο φόβο των συνεπειών. Ο συναισθηματικός εκβιασμός είναι μία μορφή ψυχολογικής κακοποίησης με πολύ δυσάρεστες συνέπειες.

Πώς λειτουργεί;

Ο «συναισθηματικός εκβιαστής» προβάλλει τις απαιτήσεις του και τις ανάγκες του πάνω από οτιδήποτε άλλο: προκειμένου να βεβαιωθεί ότι θα πάρει αυτό που επιθυμεί χρησιμοποιεί ψυχολογική πίεση απειλώντας, άμεσα ή έμμεσα, ότι αν δε γίνει το δικό του θα υπάρξουν συνέπειες. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές συναισθηματικού εκβιασμού. Ο εκβιαστής μπορεί να απειλεί ότι θα κάνει κακό στον εαυτό του (όχι απαραίτητα σωματικό), ότι θα τιμωρήσει το «θύμα» του αν δεν ανταποκριθεί ή μπορεί να παριστάνει το μάρτυρα προκαλώντας συναισθήματα ενοχής και οίκτου. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που χρησιμοποιούν μία μορφή δωροδοκίας, υποσχόμενοι διάφορα ανταλλάγματα προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους.

Παραδείγματα συναισθηματικού εκβιασμού.

Οι μάρτυρες. Σκεφτείτε μία μητέρα η οποία στερεοτυπικά όταν επιθυμεί κάτι, επαναλαμβάνει στα παιδιά της ότι «έκανε τα πάντα και ξόδεψε όλη της τη ζωή» για να τα μεγαλώσει σωστά ή ένα σύζυγο ο οποίος πάντα προβάλλει το γεγονός ότι εργάζεται σκληρά για να μη λείψει τίποτα στην οικογένειά του. Αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την ενοχή και την υποχρέωση σαν μοχλό για να επιτύχουν το σκοπό τους.

Οι τιμωροί. Οι τιμωροί χρησιμοποιούν απειλές και κυρώσεις για να πιέσουν τις καταστάσεις. Μπορεί να απειλούν ότι θα τους συμβούν επώδυνα πράγματα αν δεν τους βοηθήσουμε, ότι θα είναι δυστυχείς, ότι θα κινδυνέψουν ή ακόμα ότι θα μας κάνουν να υποφέρουμε αν δεν ενδώσουμε στις πιέσεις τους.

Οι δωροδοκούντες. Προκειμένου να αποσπάσουν αυτό που θέλουν από το «θύμα» του εκβιασμού τους, δίνουν υποσχέσεις και ανταλλάγματα: «Αν κάνεις αυτό που θέλω, θα συνεχίσω να σε φροντίζω».

Πώς αισθάνονται τα «θύματα» του συναισθηματικού εκβιασμού;

Οι συνέπειες του συνεχιζόμενου συναισθηματικού εκβιασμού είναι οδυνηρές για τον ψυχισμό των θυμάτων. Αισθάνονται ανασφαλείς, ασήμαντοι και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση ενώ κάθε φορά που κάνουν κάτι για τον εαυτό τους νιώθουν εγωιστές. Τα κύρια συναισθήματα που εμπνέει ο συναισθηματικός εκβιασμός είναι φόβος, υποχρέωση και ενοχή. Το αποτέλεσμα είναι ότι το «θύμα» εμπλέκεται σε έναν ιστό από τον οποίο αισθάνεται αδύναμο ή ανίκανο να ξεφύγει.

Οι άνθρωποι που πέφτουν «θύματα» συναισθηματικού εκβιασμού είναι συνήθως άνθρωποι με έντονα αλτρουιστικά αισθήματα αλλά ταυτόχρονα φοβούνται και αποφεύγουν τη ρήξη, το θυμό και τη διαφωνία. Έχουν μεγάλη ανάγκη να τους αγαπούν, να τους αποδέχονται και να έχουν ανθρώπους γύρω τους. Γίνονται έτσι ευάλωτοι στις συναισθηματικές πιέσεις και εύκολα υπαναχωρούν με αποτέλεσμα να βάζουν πάντοτε τις ανάγκες τους σε δεύτερο πλάνο.

Είμαι «θύμα» συναισθηματικού εκβιασμού;

Παρόλο που πρόκειται για μία μορφή ψυχολογικής βίας και κακοποίησης, πολλές φορές οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ή να παραδεχτούν τι τους συμβαίνει. Οι συναισθηματικοί εκβιαστές:

– Σας απειλούν ότι θα σας εγκαταλείψουν αν δεν κάνετε αυτό που σας ζητούν.

– Όταν τους αρνηθείτε κάτι, σας κάνουν τη ζωή δύσκολη.

– Σας κατηγορούν ότι είστε εγωιστές, άπληστοι, ότι σκέφτεστε μόνο τον εαυτό σας.

– Σας δίνουν υποσχέσεις τις οποίες σπάνια τηρούν όταν τελικά πετύχουν αυτό που θέλουν.

– Αφήνουν να εννοηθεί ότι αν δεν τους βοηθήσετε θα τους συμβεί κάτι κακό.

– Επαναλαμβάνουν διαρκώς πόσο τους απογοητεύετε, πόσο δεν το περίμεναν αυτό από σας και πόσο τους πληγώνει η συμπεριφορά σας.

– Σας υπενθυμίζουν συχνά πόσα έχουν κάνει για σας και άρα, πόσο υποχρεωμένοι είστε.

– Σας λένε καλά λόγια και σας φέρονται καλά όσο τους δίνετε ό,τι σας ζητήσουν αλλά τα αναιρούν όλα και γίνονται σκληροί και επιθετικοί στο πρώτο όχι που θα πείτε.

– Χρησιμοποιούν τα χρήματα σαν απειλή ή σαν εργαλείο για να σας χειριστούν.

Πώς να το αντιμετωπίσετε.

Οι σχέσεις που βασίζονται σε μηχανισμούς συναισθηματικού εκβιασμού είναι συνήθως βαθειά ριζωμένες και αντιστέκονται σθεναρά στην αλλαγή.

Αναγνωρίστε τη μορφή του εκβιασμού. Παρόλο που ο συναισθηματικός εκβιασμός, ειδικά όταν συμβαίνει χρόνια, μας δημιουργεί σύγχυση και θολώνει τη σκέψη μας, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε τα κίνητρα της συμπεριφοράς μας. Νιώθετε ενοχή, φόβο και υποχρέωση;

Βάλτε όρια. Σπάστε το φαύλο κύκλο του εκβιασμού βάζοντας όρια και κρατήστε τα. Αυτό θα δώσει το μήνυμα ότι έχετε τη δύναμη να πείτε όχι σε κάτι που θεωρείτε παράλογο.

Φροντίστε τον εαυτό σας. Εξετάστε τις προσωπικές σας ανάγκες και επιθυμίες χωρίς να επηρεάζεστε από το φόβο της απειλής. Τι θα κάνατε για τον εαυτό σας αν είχατε απόλυτη ελευθερία;

Δείτε τον εαυτό σας από απόσταση. Πώς θα κρίνατε εσείς τον εαυτό σας; Τι ρόλο έχετε παίξει σε αυτή τη σχέση; Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν άνθρωπο που βρίσκετε στη θέση σας;

Ξεκινήστε με μικρές αλλαγές. Κάνοντας μικρές προσωπικές επιλογές σε καθημερινή βάση και υποστηρίζοντας τον εαυτό σας, θα σας βοηθήσει όχι μόνο να βάλετε όρια αλλά και να θυμηθείτε σταδιακά πώς είστε δυνατοί, αξιόλογοι και πως η αγάπη και η συντροφιά σας αξίζει, χωρίς να χρειάζεται να την «εξαγοράζετε» υποχωρώντας πάντα σε αυτό που σας ζητούν.

Ποια αναγέννηση;

ΕΓΩ ΜΙΛΩ ΔΙΑ ΤΟ ΠΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΓΥΡΕΒΟΥΜΕ. Δε ζητούμε την αναγέννησή μας: Και τι η αναγέννηση μιας κοινωνίας, αν δεν είναι η ριζική ηθική καλητέρεψη των ατόμων οπού την συστένουνε;

Αν λοιπόν επιθυμούμε την αναγέννηση της κοινωνίας μας, τέστι την ηθικήν μας καλητέρεψη, δεν είναι τάχα στο χέρι μας ναν την κάμωμ’ εμείς εις τον εαυτό μας, χωρίς να ζητούμε από την Κυβέρνηση να μας κάμη καλήτερους; Αλλέως, αν δεν είναι τούτο που γυρέβουμε, τι λοιπόν εννοούμε με την λέξην Αναγέννηση;

Μήπως ζητούμε της Κυβέρνησής μας να μας στείλη ένα σακκί τάλαρα καθενός εις το σπίτι μας, και να εξακολουθάη να μας τα στέλνη πάντα κάθε φορά που μας χρειάζεται v’ αναγεννηθούμε;

Όχι, όχι˙ δεν ημπορούμε βέβαια να γεληόμαστε τόσο˙ η παιδιαροσύνη μας δεν ημπορεί δα να φτάνη έως εκεί. Άλλο πράμμα εννοούμε και μόνον δεν εκφρασθήκαμε ποτέ παστρικά.

Εμείς βασανίζουμάστε από την διαφθοράν των ηθών μας˙ το αίσθημα του πάθους μας είναι πραγματικό˙ η αιτία είναι ολοφάνερη στα μάτια μας, εμάς των ίδιωνε, όντις καθένας μας εξαιρόντας μόνον τον εαυτόν του, κατηγορεί όλους τους άλλους. Ενστιγματικώς επιθυμούμε την ιατρεία μας, συμφωνούμε διά τη χρεία τού να ηθικευθή η κοινωνία, αλλά καθένας μας αρνείται ηθικέψη τον εαυτό του!…

Εκείνο που εννοούμε με την λέξην Αναγέννηση, αν εξετάσωμε βαθιά μέσα το αίσθημά μας, δεν είναι μήτε τα σακιά με τα τάλαρα, μήτε κανένα τέτοιο˙ είναι η ηθίκεψη της κοινωνίας, και τούτη είναι η ιατρεία εκείνη την οποία ενστιγματικώς γυρέβουμε, μα καθενός μας ζητάει να ηθικεύθούν όλοι οι άλλοι έξω από τον εαυτό του!…

Ιδού εκείνο που καταστένειο αδύνατην την ιατρεία, αδύνατη την αναγέννησην επειδή, «Δεν είναι δυνατόν να γένη καμμία κονωνική καλητέρεψη, εκεί όπου ο καθένας δεν την αρχίζει στον εαυτό του».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811-1901), ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΠΛΑΝΟΙ

Εφηβεία και ψυχική υγεία: Ο ρόλος της ψυχικής ανθεκτικότητας

Η ψυχική υγεία αποτελεί βασικό παράγοντα για την ατομική προσαρμοστικότητα και ανάπτυξη. Είθισται να περιγράφεται και να γίνεται κατανοητή με βάση το μοντέλο ασθένειας και την απουσία πόνου, αρρώστιας ή κάποιας διαταραχής. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια η ψυχική υγεία δεν αφορά μόνο την απουσία αρρώστιας/διαταραχής, αλλά συνυπολογίζει τη παρουσία θετικών στοιχείων, με αποτέλεσμα να απαρτίζεται, εν τέλει, από ένα σύνολο τόσο αρνητικών, όσο και θετικών παραγόντων.

Ψυχική ανθεκτικότητα

Μεγάλο κομμάτι της ψυχικής υγείας σχετίζεται με την ανθεκτικότητα (resilience), την ικανότητα αποτελεσματικής προσαρμογής και εύκολης επαναφοράς μετά από μια δύσκολη κατάσταση ή ασθένεια.

Οι εμπειρίες ζωής τείνουν είτε να ενισχύουν, είτε να αποδυναμώνουν την ψυχική ανθεκτικότητα, και αυτό σχετίζεται τόσο με την ύπαρξη ενός κοινωνικού δικτύου στήριξης, όσο και με προσωπικά χαρακτηριστικά των ατόμων.

Ερευνητικά έχει βρεθεί ότι η ανθεκτικότητα ενισχύει την ψυχική υγεία και την ικανοποίηση που έχουν τα άτομα από τη ζωή τους, την αυτοεκτίμηση, την αισιοδοξία και παράλληλα περιορίζει τα συμπτώματα γενικευμένου άγχους και κατάθλιψης.

Εφηβεία

Η περίοδος της εφηβείας είναι μια μοναδική περίοδος στη ζωή του ανθρώπου, κατά την οποία λαμβάνουν χώρα σωματικές και ψυχικές αλλαγές. Η μεταβατική αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από νευροβιολογικές και ψυχοκοινωνικές αλλαγές που επιδρούν στο κοινωνικό, συναισθηματικό και γνωστικό κομμάτι ζωής των εφήβων, καθώς οι τελευταίοι, ταυτόχρονα με τη σωματική τους ωρίμανση προσπαθούν να εδραιώσουν την προσωπικότητά τους.

Οι προκλήσεις της περιόδου αυτής είναι πολλαπλές και πολύπλοκες και είναι σε θέση να οδηγήσουν τους νέους σε μια μετέπειτα θετική ή αρνητική πορεία ζωής. Kατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι πιθανό να υιοθετηθούν συμπεριφορές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη μετέπειτα ψυχική τους υγεία σαν ενήλικες.

Κατά την εφηβεία οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην εμφάνιση διαταραχών όπως η κατάθλιψη, ο αυτοκτονικός ιδεασμός, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, η χρήση ουσιών και οι εξαρτήσεις.

Ως εκ τούτου, η ποιότητα της ανάπτυξης των εφήβων εξαρτάται από το ρίσκο στο οποίο είναι εκτεθειμένοι αλλά και από τους προστατευτικούς παράγοντες για την αντιμετώπιση των όποιων κινδύνων. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οι δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι έφηβοι είναι αυξημένες καθώς η παρέα συνομηλίκων διαδραματίζει πλέον το βασικότερο ρόλο στη ζωή τους.

Το κοινωνικό δίκτυο των εφήβων αυξάνει πλέον, ενώ οι πόροι άντλησης μηχανισμών αντιμετώπισης των δυσκολιών που προκύπτουν μειώνονται (η σχέση με τους γονείς τίθεται υπό αμφισβήτηση).

Προαγωγή της ψυχικής υγείας των εφήβων

Η έρευνα γύρω από την προαγωγή της ψυχικής υγείας των εφήβων και την αποφυγή επικίνδυνων συμπεριφορών κατά την εφηβεία, κάνει λόγο για παράγοντες πoυ την ενθαρρύνουν (promotive factors) και παράγοντες που την προστατεύουν (protective factors).

Στην πρώτη κατηγορία έχουμε δύο τύπους που επιδρούν στην ψυχική υγεία των εφήβων.

Ο πρώτος τύπος (assets) αφορά στοιχεία εσωτερικά του εφήβου όπως για παράδειγμα η αποτελεσματικότητα, η ταυτότητα, οι μηχανισμοί αντιμετώπισης δυσκολιών και ο προσανατολισμός στο μέλλον, ενώ ο δεύτερος τύπος (resources) αφορά εξωτερικούς παράγοντες, όπως ενήλικες που δρουν ως μέντορες των εφήβων καθώς και οι ευκαιρίες που έχουν οι έφηβοι.

Οι δύο αυτοί τύποι και η ενοποίηση τους συμβάλλουν στην προαγωγή της ψυχικής υγείας των εφήβων και βοηθούν την αντιμετώπιση των αρνητικών στοιχείων που μπορεί να ενέχει η έκθεση στο ρίσκο κατά την εφηβική περίοδο.

Όσον αφορά τους προστατευτικούς παράγοντες, εδώ συγκαταλέγεται η υποστήριξη από το σχολικό περιβάλλον, η αποτελεσματική επικοινωνία με τους γονείς και οι ουσιαστικές εξωσχολικές δραστηριότητες.

Πιο συγκεκριμένα, η υποστηρικτική σχέση εφήβου-δασκάλου έχει συσχετιστεί με την καλή σχολική επίδοση και την καλύτερη ποιότητα ψυχικής υγείας των εφήβων, ενώ η καλή σχέση με άλλους ενηλίκους εντός του σχολείου προσφέρει κοινωνική στήριξη και συναισθηματική ασφάλεια στους εφήβους.

Αυτοί οι παράγοντες βοηθούν επίσης και στην καλλιέργεια του αισθήματος σύνδεσης των εφήβων με τους υπόλοιπους συνομηλίκους και την υιοθέτηση και προσαρμογή στις κοινωνικές νόρμες.

Επικοινωνία γονέων με εφήβους

Επιπρόσθετα, αυτή την περίοδο είναι πολύ βασική η αποτελεσματική επικοινωνία με τους γονείς. Αυτή είναι αποτελεσματική όταν υπάρχει έλεγχος, επιτήρηση, επικοινωνία και όταν μεταδίδεται ένα θετικό μοντέλο στους εφήβους.

Οι επικοινωνιακές δεξιότητες των γονέων διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο και πρέπει να προϋπάρχουν από την παιδική ηλικία προκειμένου οι γονείς να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις στρεσογόνες και τραυματικές εμπειρίες που βιώνουν οι έφηβοι.

Εφηβεία και ταυτότητα

Παράλληλα, θετική είναι η επίδραση δημιουργικών εξωσχολικών δραστηριοτήτων καθώς μέσω αυτών οι έφηβοι μυούνται στους κοινωνικούς ρόλους και τις ψυχοκοινωνικές ικανότητες.

Οργανωμένες και ουσιώδεις δραστηριότητες συμβάλλουν στην καλλιέργεια της αυτονομίας, της λήψης αποφάσεων, της ομαδικής συνεργασίας και της διαχείρισης μιας ομάδας. Με αυτές τις διεργασίες οι έφηβοι σταδιακά εξερευνούν την ταυτότητά τους και εδραιώνουν την προσωπικότητά τους.

Κλείνοντας, η πρόκληση που ενέχει η περίοδος της εφηβείας με όλες τις αλλαγές που αυτή συνεπάγεται, αποτελεί μια περίοδο όπου και το σχολείο αλλά κυρίως οι γονείς καλούνται να στηρίξουν και να ενισχύσουν τους εφήβους για να τους βοηθήσουν να αναπτύξουν στρατηγικές αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων που βιώνουν λόγω ηλικίας, αλλά και των δυσκολιών που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στην ενήλικη ζωή.

Η ενίσχυση και η ενδυνάμωση της ψυχικής ανθεκτικότητας μειώνουν την εκδήλωση αρνητικών συμπεριφορών και δίνουν το εφόδιο προαγωγής μιας υγιούς και ψυχικά ισορροπημένης μετέπειτα ενήλικης ζωής.

Ζούμε περισσότερο άθλια ζωή λόγω της τύχης ή του ίδιου του εαυτού μας

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΤΕΡΟΝ ΤΑ ΨΥΧΗΣ
Ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΑΘΗ ΧΕΙΡΟΝΑ

Ο Όμηρος, αφού παρατήρησε τα θνητά γένη των ζωντανών πλασμάτων και τα συνέκρινε μεταξύ τους ως προς τη ζωή και τις συνήθειές τους, διακήρυξε πως τίποτα δεν είναι το πιο αξιολύπητο από τον άνθρωπο απ’ όλα όσα ανασαίνουν και κινούνται πάνω στη γη, αποδίδοντας στον άνθρωπο το ατυχές πρωτείο στην υπεροχή των κακών.

Εμείς όμως, σαν ν’ αναγνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι ο νικητής ως προς την κακοδαιμονία και έχει αναγορευτεί το πιο αξιολύπητο απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, ας τον συγκρίνουμε με τον εαυτό του, χωρίζοντας το σώμα και την ψυχή, στον αγώνα των ξεχωριστών τους κακοδαιμονιών, έργο όχι ανώφελο αλλά κατ’ εξοχήν αναγκαίο, για να μάθουμε αν ζούμε περισσότερο άθλια ζωή λόγω της τύχης ή του ίδιου του εαυτού μας.

Ενώ, δηλαδή, η αρρώστια αναπτύσσεται στο σώμα από τύχη, η κακία και η φαυλότητα στην ψυχή είναι πρώτα έργο της ίδιας της ψυχής και μετά πάθος της. Δεν έχουμε μικρό όφελος όσο αφορά την ψυχική ηρεμία, αν το χειρότερο είναι ιάσιμο, όντας και ελαφρότερο και λιγότερο έντονο.

Η αλεπού του Αισώπου, όταν μαζί με τη λεοπάρδαλη κρινόταν δικαστικά σχετικά με το ποια από τις δύο ήταν περισσότερο πολύχρωμη, αφού η λεοπάρδαλη είχε δείξει το σώμα της με τη γυαλιστερή επιφάνεια γεμάτη βούλες και ενώ το ξανθό χρώμα της αλεπούς ήταν τραχύ και όχι ευχάριστο στην όψη, “Αν κοιτάξεις μέσα μου δικαστή”, είπε, “θα δεις πως είμαι πιο πολύχρωμη από αυτήν”, δηλώνοντας το ποικιλόμορφο του χαρακτήρα της που αλλάζει πολλές όψεις ανάλογα με την ανάγκη. Ας πούμε λοιπόν και στη δική μας περίπτωση ότι πολλά από τα νοσήματά σου και τα πάθη σου, άνθρωπε, δημιουργεί κατά φυσικό τρόπο το σώμα σου μόνο του, ενώ άλλα προκαλούνται σ’ αυτό απ’ έξω. Αν ανοίξεις τον εαυτό σου από μέσα, θα βρεις, όπως λέει ο Δημόκριτος, “αποθήκευση και συγκέντρωση κάθε λογής και μορφής κακών”, τα οποία δεν εισρέουν απ’ έξω αλλά είναι σαν να έχουν υπόγειες τις πηγές τους και σαν να βγαίνουν από τη γη, τις οποίες κάνει να ξεπηδούν η κακία, που βρίθει και αφθονεί σε πάθη. Αν, ωστόσο, οι αρρώστιες στη σάρκα γίνονται αντιληπτές με το σφυγμό και την ωχρότητα και η παρουσία τους επιβεβαιώνεται με πυρετούς και ξαφνικούς πόνους ενώ τα κακά στην ψυχή ξεφεύγουν από την προσοχή των περισσότερων ανθρώπων, για το λόγο τούτο ακριβώς είναι χειρότερα κακά, αφού στερούν την αντίληψη του πάσχοντος.

Παρ’ ότι ο λογισμός, αν είναι υγιής, αντιλαμβάνεται τις ασθένειες που προσβάλλουν το σώμα, ωστόσο, πάσχοντας και ο ίδιος από αυτά που πάσχει η ψυχή, δεν μπορεί να διαμορφώσει κρίση για τις δικές του παθήσεις, γιατί πάσχει στο μέρος με το οποίο κρίνει· από τις αρρώστιες της ψυχής, επίσης, πρέπει κάποιος να λογαριάζει πρώτη και μεγαλύτερη την άγνοια, που κάνει την ανίατη κακία να συγκατοικεί με τους περισσότερους ανθρώπους, να παραμένει μαζί τους για όλη τους τη ζωή και να πεθαίνει μαζί τους.

Αρχή της απαλλαγής από την αρρώστια είναι η συναίσθηση που οδηγεί το πάσχον μέρος στη χρήση αυτού που θα το βοηθήσει· ο άνθρωπος όμως που, επειδή δεν πιστεύει ότι πάσχει, δεν ξέρει τι χρειάζεται, αρνείται το φάρμακο που θα τον θεραπεύσει, ακόμα κι αν το έχει μαζί του.

Και για τις αρρώστιες του σώματος, δηλαδή, ισχύει ότι χειρότερες είναι κείνες που συνοδεύονται από ανικανότητα ν’ αντιληφθούμε την κατάσταση του σώματος, όπως οι λήθαργοι, οι κεφαλαλγίες, οι επιληψίες και κείνοι ακριβώς οι πυρετοί που, ανεβάζοντας τη φλεγμονή μέχρι παραληρήματος και διαταράσσοντας την αίσθηση, σαν σε μουσικό όργανο, κινούν τις ίσαμε τότε ακίνητες χορδές της καρδιάς.

Για τούτο οι γιατροί επιθυμούν, κατ’ αρχάς, να μην αρρωσταίνει ο άνθρωπος και στη συνέχεια, αν αρρωστήσει, να μην αγνοεί ότι νοσεί, πράγμα που συμβαίνει με όλα τα ψυχικά πάθη. Όταν οι άνθρωποι ενεργούν ανόητα ή ασελγούν ή αδικοπραγούν, δεν πιστεύουν πως σφάλλουν και μερικοί μάλιστα πιστεύουν πως ενεργούν σωστά.

Παρ’ ότι, δηλαδή, κανείς δεν έχει ονομάσει ποτέ τον πυρετό υγεία ούτε τη φθίση ευεξία ούτε την ποδάγρα ταχυποδία ούτε την ωχρότητα κοκκινάδα, ωστόσο πολλοί ονομάζουν την οξυθυμία ανδρεία και τον έρωτα φιλία και τον φθόνο άμιλλα και τη δειλία ασφάλεια.

Ακόμα, ενώ οι άρρωστοι στο σώμα φωνάζουν γιατρό (αφού αντιλαμβάνονται ποιον χρειάζονται για τις παθήσεις τους), ωστόσο, εκείνοι που είναι άρρωστοι στην ψυχή αποφεύγουν τους φιλοσόφους, γιατί πιστεύουν πως πράττουν σωστά σε κείνα ακριβώς τα ζητήματα που σφάλλουν.

Γεγονός είναι πως, αν ακολουθήσουμε την παραπάνω συλλογιστική, υποστηρίζουμε πως η ελαττωματική όραση είναι ελαφρότερη από τη μανία και η ποδάγρα από τη φρενίτιδα.

Ο άνθρωπος, δηλαδή, που είναι άρρωστος στο σώμα το καταλαβαίνει και φωνάζει να του φέρουν το γιατρό, και, όταν έρθει, τον αφήνει να του αλείψει τα μάτια ή να του ανοίξει τις φλέβες.

Πράγματι, αυτός που είναι άρρωστος στο σώμα υποχωρεί αμέσως και πηγαίνει στο κρεβάτι και μένει ήσυχος όσο κρατάει η θεραπεία του, ενώ, αν τύχει, όταν του ανεβαίνει ο πυρετός, να τινάζεται λίγο και να κουνιέται εδώ κι εκεί, κάποιος από αυτούς που κάθονται κοντά του του λέει μαλακά:

Μείνε, δύστυχε, ακίνητος στο στρώμα σου, (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ)

κι έτσι τον σταματάει και τον εμποδίζει· εκείνοι όμως που πάσχουν από αρρώστιες της ψυχής τότε είναι πιο δραστήριοι, τότε ησυχάζουν λιγότερο.

Οι παρορμήσεις, δηλαδή, είναι η αρχή των πράξεων, και οι ανώμαλες καταστάσεις της ψυχής είναι σφοδρές παρορμήσεις. Για τούτο δεν αφήνουν την ψυχή να ησυχάσει, αλλά ακριβώς την ώρα που ο άνθρωπος χρειάζεται περισσότερο από ποτέ ανάπαυση, σιωπή και χαλάρωση, τότε οι κρίσεις του θυμού, της φιλονικίας, του έρωτα και της λύπης τον τραβούν στο ύπαιθρο και τον γυμνώνουν, και εξαναγκάζεται να κάνει πολλές ανομίες και να λέει πράγματα ανάρμοστα για την περίσταση.

Όπως, λοιπόν, η καταιγίδα που εμποδίζει τον ναυτικό να μπει στο λιμάνι είναι πιο επικίνδυνη από κείνη που δεν του επιτρέπει να αποπλεύσει, έτσι πιο επικίνδυνες είναι οι καταιγίδες της ψυχής που δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να καταστείλει ή να γαληνέψει τον ταραγμένο του λογισμό· αντίθετα, ακυβέρνητος και ανερμάτιστος, σε ταραχή και άσκοπη περιπλάνηση, λοξοδρομώντας και χάνοντας την πορεία του μέσα στη παραφορά του, πέφτει σε φοβερό ναυάγιο και καταστρέφει τη ζωή του. Επομένως, και για τον λόγο τούτο επίσης είναι χειρότερο να νοσούν οι άνθρωποι στην ψυχή παρά στο σώμα· οι δεύτεροι μόνο πάσχουν, ενώ οι πρώτοι και πάσχουν και κάνουν κακό.

Τι χρειάζεται όμως να μιλάω για το πλήθος των παθών της ψυχής; Η παρούσα κατάσταση το θυμίζει από μόνη της.

Βλέπετε το τεράστιο αυτό και ανόμοιο πλήθος που σπρώχνεται και πάει και έρχεται μέσα σε σύγχυση γύρω από το βήμα και την αγορά;

Οι άνθρωποι αυτοί συγκεντρώθηκαν όχι για να θυσιάσουν στους θεούς της πατρίδας τους ούτε για να πάρουν μέρος ο ένας στις οικογενειακές τελετές του άλλου ούτε να φέρουν στον Ασκραίο Δία τους πρώτους καρπούς από τις Λυδικές σοδειές ούτε να τελέσουν προς τιμήν του Διόνυσου τη μυστική γιορτή του σε ιερές νύχτες με κοινά όργια, αλλά είναι σαν να καταλαμβάνεται η Ασία από ετήσια επιδημία που τους κάνει να συγκεντρώνονται εδώ σε καθορισμένους χρόνους για μηνύσεις και δίκες, ενώ το πλήθος, σαν ποτάμια που συρρέουν, κατακλύζει αυτήν εδώ την αγορά και κοχλάζει από μανία και φτιάχνει την αγριεμένη δίνη “εκείνων που παθαίνουν και κείνων που σκοτώνουν”.

Ποιοι πυρετοί ή ποιες θέρμες προκάλεσαν τούτο;

Ποιες αποφράξεις ή βίαιες εισβολές αίματος ή δυσκρασία θερμότητας ή ξεχείλισμα υγρών;

Αν εξετάσεις κάθε δικαστική υπόθεση σαν να ήταν άνθρωπος, για ν’ ανακαλύψεις τι τη γέννησε και από που προήλθε, θα βρεις πως πεισματική οργή γέννησε τη μια, έξαλλη φιλοδοξία την άλλη, την τρίτη άδικη επιθυμία…

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή

Αδιάκοπος χορός.

Από αγκαλιά σε αγκαλιά, τα σώματα παραδίδονται απελπισμένα σε περιπτήξεις που διαρκούν ελάχιστα.

Σε αγκαλιές που παρέχουν ευχαρίστηση, ανακούφιση και ζεστασιά, αλλά που δεν υπάρχουν.

Προσομοίωση ερωτικής σχέσης δίχως έρωτα.

Χάπια που ανακουφίζουν προσωρινά τη στέρηση, αυτές οι απελπισμένες προσμίξεις σωμάτων.

Εξαφανίζεται ο έρωτας μέσα στην εικονική πραγματικότητα των απρόσωπων ερωτικών σχέσεων.

Καταβροχθίζεται ο έρωτας από την βουλιμική κατανάλωση.

Μια πείνα που δεν ησυχάζει, γιατί άλλο επιζητεί.

Αδιάκοπος χορός ερωτικών επαφών, δίχως έρωτα.

Ένας αδιάκοπος χορός σχέσεων, που αντιστοιχεί σε αφόρητη μοναξιά που δεν συνειδητοποιείται, γιατί η συγκάλυψή της είναι το ζητούμενο.

Παράλληλες μοναξιές. Τα σώματα σπαρταρούν ηδονικά και τα βλέμματα είναι άδεια και σκοτεινά.

Ο άλλος είναι κάτι που δεν με αφορά.

Όπως δεν τον αφορώ και εγώ.

Η φαντασίωση είναι ότι υπήρξαμε μαζί. Όμως η συνεύρεση δεν έγινε ποτέ.

Η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή.

Τίποτα: Το κενό. Το άδειο. Η απουσία. Η εγκατάλειψη. Η ανυπαρξία. Ο θάνατος.

Η εμπειρία των αδιέξοδων σεξουαλικών επαφών δίχως έρωτα γίνεται η αφορμή για την αναζήτηση του έρωτα που θα αφορά όλη την ύπαρξη.

«Έρωτας ή τίποτα για εκείνους που δεν αποδέχονται τον συμβιβασμό της μετριότητας και ζουν στις ερωτικές σχέσεις που διαρκούν τουλάχιστον μια ζωή, το θαύμα της συντροφικής σχέσης.»

Ερωτικοί ως τον θάνατο. Και τότε καταργείται ο θάνατος.

Γιατί το θαύμα της ζωής, που υπερβαίνει το τυχαίο και το δοσμένο, δεν σβήνει ποτέ. Συντελείται σε μια σκυταλοδρομία ζωής που υπερβαίνει τις φθαρτές ατομικότητες.

Και ο έρωτας είναι η πρόσκληση για να υπερβούμε την ατομική ανεπάρκεια για να συναντήσουμε τον πυρήνα της ζωής, που θα παραμένει άφατος, ακατανόητος, απερίφραστος, πάντα υπάρχων, ανέφικτος μέσα από τις γνώσεις και τις πληροφορίες, αλλά πάντα διαθέσιμος στο να αγγιχθεί από εκείνους που δεν κλείνονται στην ατομική τους αυτάρκεια και δεν παραιτούνται από το να τον αναζητούν.

Ο έρωτας ως συνειδητοποίηση των απεριόριστων δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν ξεπερνά την επιβίωση και τις καταναλωτικές επιταγές της.

Ο έρωτας όχι ως καρδούλα-καρτούν που είναι ματωμένη από τα βέλη του αλλά ως ψυχικά φτερά, διαρκώς ανανεούμενα!

DANIEL GOLEMAN: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Ο Γκάρι εξόργιζε την αρραβωνιαστικιά του, την Έλεν, επειδή, παρόλο που ήταν ένας έξυπνος, ευγενικός και επιτυχημένος χειρουργός, ήταν συναισθηματικά «επίπεδος», εντελώς απαθής σε οποιαδήποτε εκδήλωση συναισθήματος. Ενώ ο Γκάρι ήταν σε θέση να μιλάει εντυπωσιακά περί επιστήμης ή τέχνης, σιωπούσε όταν επρόκειτο για τα συναισθήματά του, ακόμα και απέναντι στην Έλεν. Όσο κι αν εκείνη προσπάθησε να αποσπάσει λίγο πάθος από την πλευρά του, ο Γκάρι έμενε απαθής και αδιάφορος. «Δεν εκφράζω φυσιολογικά τα συναισθήματά μου», είπε ο Γκάρι στον ψυχοθεραπευτή που επισκέφθηκε μετά την επιμονή της Έλεν. Όταν έφθασαν στη σφαίρα των συγκινήσεων, προσέθεσε: «Δεν ξέρω τι να πω. Δε νιώθω έντονα αισθήματα, ούτε θετικά ούτε αρνητικά».

Η Έλεν δεν ήταν η μόνη αποθαρρημένη από τη συναισθηματική απομόνωση του Γκάρι. Όπως εκμυστηρεύθηκε στον ψυχοθεραπευτή, ήταν ανίκανος να μιλήσει ανοιχτά για τα συναισθήματά του σε οποιονδήποτε στη ζωή του. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, δεν είχε νιώσει ούτε θυμό ούτε θλίψη ούτε χαρά.

Όπως παρατηρεί ο αναλυτής του, αυτή η συγκινησιακή απάθεια κάνει τον Γκάρι και άλλους σαν τον Γκάρι άχρωμους και μονότονους. «Πλήττουν όλοι μαζί τους. Γι’ αυτό και οι γυναίκες τους τους στέλνουν για θεραπεία». Η συναισθηματικά επίπεδη συμπεριφορά του Γκάρι συγκεκριμενοποιεί αυτό που οι ψυχίατροι αποκαλούν αλεξιθυμία (στερητικό α + λέξις + θυμός: με άλλα λόγια, την πλήρη απουσία συγκίνησης). Οι άνθρωποι αυτοί στερούνται λέξεων για τα συναισθήματά τους. Πράγματι, μοιάζουν να στερούνται παντελώς και συναισθημάτων, αν και αυτό μπορεί να οφείλεται στην ανικανότητά τους να εκφράσουν το συναίσθημα, παρά στην ανυπαρξία συναισθήματος. Τέτοια άτομα αρχικά εντοπίστηκαν από ψυχαναλυτές: οι θεραπευτές αυτοί είχαν απορήσει με κάποιους ασθενείς οι οποίοι δεν μπορούσαν να θεραπευτούν με τη συνήθη μέθοδο, αφού δεν ανέφεραν συναισθήματα ή φαντασιώσεις αλλά μόνο άχρωμα όνειρα – με λίγα λόγια, δεν είχαν να αφηγηθούν καμιά εσώτερη συγκινησιακή ζωή”. Τα κλινικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τους αλεξιθυμικούς περιλαμβάνουν τη δυσκολία τους να εκφράζουν συναισθήματα δικά τους ή και οποιουδήποτε άλλου- και ένα ιδιαίτερα περιορισμένο συναισθηματικό λεξιλόγιο”. Τα άτομα αυτά, επιπλέον, δυσκολεύονται να διακρίνουν τις συγκινήσεις μεταξύ τους ή να τις διαχωρίσουν από τις σωματικές αισθήσεις: έτσι, μπορούν να πουν ότι έχουν πεταλούδες στο στομάχι, ότι έχουν ταχυκαρδία, ιδρώνουν ή ζαλίζονται, αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι νιώθουν άγχος. «Δίνουν την εντύπωση ότι είναι διαφορετικοί, εξωγήινοι, σαν να ήρθαν από έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, και ζουν τώρα μέσα σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τα συναισθήματα». Έτσι τους περιγράφει ο Δόκτωρ Πέτρος Σιφναίος, ψυχίατρος του Χάρβαρντ, ο οποίος το 1972 επινόησε τον όρο αλεξιθυμία”. 

Οι αλεξιθυμικοί, για παράδειγμα, κλαίνε σπάνια αν όμως το κάνουν, το κλάμα τους είναι πληθωρικό. Παρ’ όλα αυτά, τα χάνουν αν ερωτηθούν προς τι τα δάκρυα. Μια ασθενής με αλεξιθυμία ήταν τόσο στενοχωρημένη μετά από μια κινηματογραφική ταινία που παρακολούθησε με θέμα μια γυναίκα με οκτώ παιδιά, η οποία πέθαινε από καρκίνο, που έφθασε να αποκοιμιέται κλαίγοντας. Όταν ο θεραπευτής της υπέθεσε ότι ίσως ήταν στενοχωρημένη επειδή το έργο της θύμισε τη δική της μητέρα, η οποία στην πραγματικότητα είχε πεθάνει από καρκίνο, η γυναίκα κάθισε ακίνητη, συγχυσμένη και σιωπηλή. Όταν κατόπιν ο θεραπευτής τη ρώτησε πώς ένιωθε εκείνη τη στιγμή, απάντησε ότι ένιωθε «απαίσια», αλλά από εκεί και πέρα δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά της. Και προσέθεσε ότι από καιρό σε καιρό έπιανε τον εαυτό της να κλαίει, αλλά ποτέ δεν ήξερε ακριβώς ποιος ήταν ο λόγος. Κι εδώ βρίσκεται η ουσία του προβλήματος: οι αλεξιθυμικοί δεν είναι ανίκανοι να νιώσουν, είναι όμως ανίκανοι να αναγνωρίσουν –και ιδιαίτερα ανίκανοι να περιγράψουν με λέξεις- ποια ακριβώς είναι τα συναισθήματά τους. Στερούνται ολοκληρωτικά τη βασική δεξιότητα της νοημοσύνης της καρδιάς, την αυτοεπίγνωση, τη γνώση τού τι νιώθουμε τη στιγμή που μας αναστατώνουν τα συναισθήματά μας. Οι αλεξιθυμικοί διαψεύδουν την κοινή λογική ότι είναι αυτονόητο το τι νιώθουμε, και πραγματικά δεν έχουν ιδέα. Όταν κάτι ή μάλλον κάποιος τους ωθεί προς το συναίσθημα, βρίσκουν ότι η εμπειρία τούς συγχύζει και τους συντρίβει, κι αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να το αποφύγουν. Τα συναισθήματα γεννιούνται μέσα τους, όταν και αν γεννηθούν, σαν ένα μπλεγμένο κουβάρι δυστυχίας. Όπως το έθεσε η ασθενής που έκλαιγε με αφορμή την ταινία, νιώθουν «απαίσια», αλλά δεν ξέρουν να εξηγήσουν ακριβώς πώς είναι αυτό το «απαίσια» που νιώθουν.

Ενώ κανένας δεν μπορεί ακόμα να πει με βεβαιότητα τι προκαλεί την αλεξιθυμία, ο Δόκτωρ Σιφναίος προτείνει μια αποσύνδεση του μεταιχμιακού συστήματος από το νεοφλοιό, ιδιαίτερα από τα λεκτικά του κέντρα, πράγμα που ταιριάζει καλά με όσα μαθαίνουμε για το συγκινησιακό εγκέφαλο. Ασθενείς με σοβαρές βλάβες, στους οποίους διακόπηκε χειρουργικά αυτή η σύνδεση για να ανακουφιστούν από τα συμπτώματά τους, σημειώνει ο Σιφναίος, έγιναν συναισθηματικά επίπεδοι, όπως τα άτομα με αλεξιθυμία, ανίκανοι να περιγράψουν με λέξεις τα συναισθήματά τους και ξαφνικά κενοί από κάθε φαντασία. Με λίγα λόγια, ενώ τα κυκλώματα του συγκινησιακού εγκεφάλου μπορεί να αντιδρούν με συναισθήματα, ο νεοφλοιός δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει αυτά τα συναισθήματα και να προσθέσει τη χροιά του λόγου σε αυτά. Όπως παρατήρησε ο Χένρι Ροθ, στο μυθιστόρημά του Call It Sleep (Ονόμασέ το Ύπνο), σχετικά με αυτή τη δύναμη του λόγου: «Αν μπορούσες να εκφράσεις με λόγια αυτό που ένιωθες, το έκανες κτήμα σου». Το επιστέγασμα φυσικά είναι το δίλημμα του αλεξιθυμικού: καθώς δε βρίσκει λέξεις για τα συναισθήματά του, δεν μπορεί να τα κάνει κτήμα του.

DANIEL GOLEMAN, Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

Παθητική Επιθετικότητα. Ή αλλιώς, «Το Θυμωμένο Χαμόγελο...»

Η παθητική επιθετικότητα είναι ένα μοτίβο συμπεριφοράς κατά το οποίο τα αρνητικά συναισθήματα εκφράζονται έμμεσα, και όχι ανοιχτά και ευθέως. Με άλλα λόγια, άλλα νιώθει και άλλα εκφράζει το άτομο που επιλέγει τον δρόμο της παθητικής επιθετικότητας. Οι πράξεις και οι λέξεις δεν φαίνεται να ταυτίζονται ως προς το νόημά τους.

Για παράδειγμα, μπορεί να λέει, και μάλιστα με ενθουσιώδη τρόπο, ότι συμφωνεί με την εκπόνηση ενός έργου, με τις πράξεις του όμως δείχνει ότι διαφωνεί, κι έτσι καθυστερεί στις ημερομηνίες παράδοσης, εφευρίσκει δικαιολογίες για να μην εργαστεί, αργεί στα ραντεβού, κλπ.

Σημάδια και ενδείξεις παθητικής επιθετικότητας:

• Δυσαρέσκεια και αντιρρήσεις προς τις απαιτήσεις των άλλων

• Παράπονα ότι οι άλλους τους υποτιμούν ή τους κοροϊδεύουν

• Αναβλητικότητα

• Πείσμα

• Αναποτελεσματικότητα

• Κενά μνήμης

• Κυνισμός

• Φόβος ανταγωνισμού

• Θυματοποίηση

• Δημιουργία χαοτικών καταστάσεων

• Φόβος εξάρτησης

• Δικαιολογίες

• Κωλυσιεργία

Το πρόβλημα

Η διεκδικητικότητα είναι η μέση λύση ανάμεσα στα άκρα της παθητικότητας και της επιθετικότητας και αυτό είναι κάτι που είναι μέσα στη φύση μας. Από μωρά και πριν ακόμα μιλήσουμε, κατακτήσαμε την ικανότητα να επικοινωνούμε. μάθαμε πώς και πότε να χαμογελάμε, να χασμουριόμαστε, να δείχνουμε έκπληκτοι, να θυμώνουμε, και γενικά να δείχνουμε τα συναισθήματά μας χωρίς περιορισμό.

Αν όμως μεγαλώσαμε σε μία οικογένεια η οποία δεν έδινε πολλή σημασία στις βασικές μας ανάγκες και τις επιθυμίες μας, η φυσική μας αυτή ικανότητα να εκφραζόμαστε και να διεκδικούμε καταπιέστηκε. Αν κάθε φορά που εκφράζαμε μία επιθυμία, μας αντιμετώπιζαν ως εγωιστές ή ακόμα χειρότερα ως ένα βάρος που συνεχώς απαιτεί πράγματα που δεν του αξίζουν, τότε αυτές οι φωνές και οι κατηγορίες μας γέμισαν με άγχος και τύψεις. Και ακόμα κι αν εκφράζαμε το θυμό μας απέναντί σε μία άδικη μεταχείριση, και τότε η αντίδραση των άλλων γινόταν ακόμα πιο τιμωρητική και αυστηρή, τότε είναι πολύ πιθανό να νιώσαμε ότι μας απαγορεύεται να εκφράσουμε και το θυμό μας.

Όταν όμως ως παιδιά πασχίζουμε να δημιουργήσουμε έναν ασφαλή δεσμό με τους γονείς μας, τότε είναι φυσικό να υιοθετούμε μία πιο παθητική συμπεριφορά σε καταστάσεις σαν αυτές που περιγράφηκαν παραπάνω, προκειμένου να μη χά(λα)σουμε αυτό τον δεσμό. Έτσι μαθαίνουμε να αποσιωπούμε τις πραγματικές μας επιθυμίες και να μην διεκδικούμε τα θέλω μας, όταν κάθε φορά που εκφραζόμαστε αντιμετωπίζουμε μία αρνητική συμπεριφορά. Όμως, οι βασικές μας ανάγκες και τα θέλω μας, ακόμα κι αν αποσιωπούνται ή καταπιέζονται, ποτέ δεν εξαφανίζονται. Απλά παραμένουν κρυμμένα. Και η οποιαδήποτε προσπάθεια έκφρασής τους θα πρέπει κάθε φορά να περνάει από λογοκρισία.

Η παθητικότητα είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Και οι ανάγκες μας να επιμένουν. Και κάπου μέσα μας υπάρχει ο θυμός που έχουμε για τους γονείς μας, οι οποίοι δεν μας αγαπούσαν αρκετά ώστε να μας αποδεκτούν και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες μας.

Η «λύση»

Έχουμε αποκλείσει την κατά πρόσωπο έκφραση του θυμού, καθώς θα μας αποκαλούσαν εγωιστές, κακούς και παράλογους. Ίσως και να μας τιμωρούσαν ή να μας περιγελούσαν. Καταστάσεις που δημιουργούν μεγάλη ένταση και πολύ άγχος. Και μέσα σε όλο αυτό, βρισκόμαστε σε μία συναισθηματική απόγνωση να ικανοποιήσουμε τη δική μας επιθυμία και ταυτόχρονα τον καταπιεσμένο μας θυμό. Γιατί είναι αδύνατο να ακυρώσεις το θυμό και την ανάγκη να εκφράσεις κάτι που όσο πιο πολύ το καταπιέζεις, τόσο μεγαλώνει. Σταδιακά, αρχίζουμε και βρίσκουμε/ εφευρίσκουμε τρόπους για να ανακουφίσουμε όλο αυτό το μένος χωρίς να προκαλούμε ιδιαίτερα σημαντική φθορά σε μία σχέση που ήδη θεωρείται επισφαλής.

Εδώ είναι που καταλήγουμε στην απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας. Και αρχίζουμε να λέμε ψέμματα στους άλλους και φυσικά στον εαυτό μας. Σαμποτάρουμε, υποβιβάζουμε, εξαπατούμε, προδίδουμε. Κατά κάποιο τρόπο, εκδικούμαστε τους δικούς μας ανθρώπους με το να τους επιστρέφουμε αυτό ακριβώς που μας έκαναν κι αυτοί. Τους απογοητεύουμε, αποσυρόμαστε από τις επιθυμίες τους, απαντάμε με δικαιολογίες και τους κατηγορούμε για τα δικά μας λάθη και συμπεριφορές. Αρνούμαστε αυτό που εκείνοι μας ζητούν, αλλά πάντα με μία εξήγηση που μας απαλλάσσει: "Το ξέχασα", "Δεν το ήθελα", "Δεν κατάλαβα ότι το εννοούσες", "Ήταν ένα ατύχημα", "Δεν φταίω εγώ" και άλλες πολλές δικαιολογίες.

Πέρα από το κομμάτι των δικαιολογιών, όλο αυτό μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε χειριστική συμπεριφορά. Ναι, χειριζόμαστε τους άλλους μέσω της παθητικής επιθετικότητας. Ψάχνουμε να βρούμε τρόπους να απευθύνουμε στους άλλους τις επιθυμίες μας, χωρίς να τις διατυπώνουμε ευθέως. Σε κάποιο σημείο ίσως χρειαστεί να πληρώσουμε το τίμημα γι΄αυτά τα "κατά λάθος" λάθη μας, αλλά αν έχουμε "εξασκηθεί" καλά στην τέχνη της παθητικής επιθετικότητας και έχουμε καλύψει τα ίχνη μας με καλές δικαιολογίες, ίσως οι άλλοι να μην μπορέσουν να καταλάβουν τα πραγματικά μας κίνητρα. Κι έτσι οποιαδήποτε τιμωρία δεχτούμε, είμαστε σίγουροι ότι θα είναι μικρότερη απ' ότι αν ήμασταν ευθείς και ειλικρινείς από την αρχή.

Tarkovsky: Η ευκαμψία και η αδυναμία είναι εκφράσεις της φρεσκάδας της ύπαρξης

Ας αφήσουμε όλα όσα έχουν προγραμματιστεί να γίνουν πραγματικότητα.

Ας τους αφήσουμε να πιστεύουν.

Και ας τους αφήσουμε να γελάσουν με τα πάθη τους.

Διότι αυτό που αποκαλούν πάθος στην πραγματικότητα δεν είναι κάποια συναισθηματική ενέργεια, αλλά μόνο η τριβή ανάμεσα στις ψυχές τους και τον εξωτερικό κόσμο.

Και το πιο σημαντικό, ας τους αφήσουμε να πιστέψουν στον εαυτό τους.

Ας τους αφήσουμε να είναι αβοήθητοι όπως τα παιδιά, επειδή η αδυναμία είναι σπουδαίο πράγμα, και η δύναμη δεν είναι τίποτα.

Όταν ένας άνθρωπος έχει μόλις γεννηθεί, είναι αδύναμος και ευλύγιστος.

Όταν πεθαίνει, είναι σκληρός και αναίσθητος.

Όταν ένα δέντρο μεγαλώνει, είναι τρυφερό και εύκαμπτο.

Αλλά όταν είναι ξερό και σκληρό, πεθαίνει.

Η σκληρότητα και η δύναμη είναι σύντροφοι του θανάτου.

Η ευκαμψία και η αδυναμία είναι εκφράσεις της φρεσκάδας της ύπαρξης.

Γιατί αυτό που έχει εκτραχυνθεί δεν θα κερδίσει ποτέ.

Andrei Tarkovsky, Stalker

Τι είναι ο Χαρακτήρας

Η Ανάλυση του Χαρακτήρα.

Η λειτουργία της διαμόρφωσης του χαρακτήρα.

Το ζήτημα αφορά τους παράγοντες, που οδηγούν τον χαρακτήρα στην απόκτηση της καθορισμένης μορφής με την οποία είναι λειτουργικός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε μερικά χαρακτηριστι­κά κάθε χαρακτηρολογικής αντίδρασης. Ο χαρακτήρας συνίσταται σε μια χρόνια μεταβολή του εγώ, που θα μπορούσε να περιγράφει σαν σκλήρυνση. Αυτή η σκλήρυνση είναι η πραγμα­τική βάση, που μετατρέπει σε χρόνιο τον χαρακτηριστικό τρόπο αντίδρασης — κι ο σκοπός της είναι η προστασία του εγώ από τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους.

Σαν προστατευτικός σχηματισμός, που έχει γίνει χρόνιος, θα μπο­ρούσε ν’ αποκληθεί «θωράκιση», μια και ολοφάνερα συνιστά έναν περιορισμό της ψυχικής κινητικότητας της προσωπικότη­τας στο σύνολό της. Αυτός ο περιορισμός μετριάζεται από τις μη χαρακτηρολογικές, δηλαδή άτυπες σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο, που φαίνεται ότι αποτελούν ανοιχτές οδούς επικοινωνίας σ’ ένα κατά τα αλλά κλειστό σύστημα. Αποτελούν «ρωγμές» στην «θωράκιση» μέσα από τις οποίες, ανάλογα με την κατάστα­ση, λιμπιντικά και αλλά ενδιαφέροντα διοχετεύονται έξω και ξανατραβιούνται μέσα σαν ψευδοπόδια.

Κι η ίδια η θωράκιση, όμως, πρέπει να νοηθεί σαν εύκαμπτη. Ο τρόπος αντίδρασής της κινείται πάντοτε σύμφωνα με την αρχή της ηδονής-δυσαρέσκειας. Σε δυσάρεστες καταστάσεις η θωράκιση συστέλλεται — σε ευχάριστες καταστάσεις διαστέλλεται. Ο βαθμός χαρακτηρολογικής ευλυγισίας, η ικανότητα ν’ ανοίγεται κανείς στον εξωτερικό κόσμο ή να κλείνεται απέναντί του, ανάλογα με την κατάσταση, αποτελεί την διαφορά ανάμεσα σε μια προσανατολισμένη-στην-πραγματικότητα και σε μια νευρωσική χαρακτηροδομή. Ακραία πρό­τυπα παθολογικά άκαμπτης θωράκισης είναι οι συναισθηματικά μπλοκαρισμένοι ψυχαναγκαστικοί χαρακτήρες κι ο σχιζοφρενικός αυτισμός, που τείνουν κι οι δυο στην κατατονική ακαμψία.

Η χαρακτηροθωράκιση διαμορφώνεται σαν χρόνιο αποτέλε­σμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις ενστικτικές απαιτήσεις και σ’ ένα εξωτερικό κόσμο που τις ματαιώνει. Η ισχύς της κι ο μόνιμος λόγος ύπαρξής της πηγάζουν απ’ τις τρέχουσες συγ­κρούσεις ανάμεσα στο ένστικτο και τον εξωτερικό κόσμο. Η έκφραση και το σύνολο αυτών των χτυπημάτων του εξωτερικού κόσμου πάνω στην ενστικτική ζωή, με την συσσώρευση και την ποιοτική της ομοιογενοποίηση, αποτελούν ένα ιστορικό όλο. Αυτό γίνεται αμέσως ξεκάθαρο, αρκεί να σκεφτούμε γνωστούς χαρακτηρολογικούς τύπους, όπως «ο αστός», «ο υπάλληλος», «ο προλετάριος», «ο χασάπης», κλπ. Αυτή η θωράκιση διαμορ­φώνεται γύρω από το εγώ, γύρω απ’ αυτό ακριβώς το τμήμα της προσωπικότητας που βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα στη βιοφυσιολογική ενστικτική ζωή και τον εξωτερικό κόσμο. Γι’ αυτό την επονομάζουμε χαρακτήρα του εγώ.

Στον πυρήνα της οριστικής διαμόρφωσης της θωράκισης βρίσκουμε κατά κανόνα, στην διάρκεια της ανάλυσης, την σύγ­κρουση ανάμεσα στις γενετήσιες αιμομικτικές επιθυμίες και την πραγματική ματαίωση της ικανοποίησης τους. Η διαμόρ­φωση του χαρακτήρα αρχίζει σαν καθορισμένη μορφή ξεπεράσματος του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Οι συνθήκες που οδηγούν σ’ αυτό ακριβώς το είδος επίλυσης είναι ειδικές, δηλαδή σχετίζονται ειδοποιά με τον χαρακτήρα. (Αυτές οι συνθήκες αντιστοιχούν στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες, στις οποίες υπόκειται η παιδική σεξουαλικότητα. Αν αυτές οι συνθήκες αλλάξουν, τότε τόσο οι συνθήκες διαμόρφωσης του χαρακτήρα, όσο και οι δομές του χαρακτήρα θ’ αλλάξουν.)

Γιατί υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίλυσης της σύγκρουσης, φυσικά όχι τόσο σημαντικοί ή τόσο καθοριστικοί σε σχέση με την μελλοντική ανάπτυξη της όλης προσωπικότητας, π.χ. η απλή απώθηση ή η διαμόρφωση μιας παιδικής νεύρωσης. Αν κοιτάξουμε να δούμε τι το κοινό υπάρχει σ’ αυτές τις συνθήκες, βρίσκουμε από την μια εξαιρετικά έντονες γενετήσιες επιθυμίες και, από την άλλη, ένα σχετικά αδύναμο εγώ, το οποίο από τον φόβο μήπως τιμωρηθεί καταφεύ­γει για την προστασία του σε απωθήσεις.

Η απώθηση οδηγεί σε κατάπνιξη των παρορμήσεων, που με την σειρά της απειλεί την απλή αυτή απώθηση με κάποιο ξέσπασμα των απωθημένων παρορμήσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένας μετασχηματισμός του εγώ π.χ., η ανάπτυξη στάσεων με προορισμό την αναχαίτιση του φόβου, στάσεις που συνοψίζονται στον όρο «δειλία». Αν κι αυτό αποτελεί την πρώτη μόνο καταβολή ενός χαρακτήρα, οι συνέπειες για την διαμόρφωσή του είναι αποφασιστικές. Η δειλία ή κάποια σχετική στάση του εγώ συνιστά έναν περιορι­σμό του εγώ. Όμως, αναχαιτίζοντας επικίνδυνες καταστάσεις, που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν πρόκληση σ’ ό,τι είναι απωθημένο, μια τέτοια στάση αποτελεί και ενίσχυση του εγώ.

Τελικά, όμως, αυτός ο πρώτος μετασχηματισμός του εγώ, δηλαδή η δειλία, δεν επαρκεί για την κυριάρχηση του ενστί­κτου. Αντίθετα, οδηγεί εύκολα στην ανάπτυξη άγχους και γίνεται πάντοτε η συμπεριφορική βάση της παιδικής φοβίας. Για να διατηρηθεί η απώθηση, γίνεται αναγκαίος ένας πρόσθε­τος μετασχηματισμός του εγώ: οι απωθήσεις πρέπει να τσιμενταριστούν μεταξύ τους, το εγώ πρέπει να σκληρυνθεί, η άμυνα πρέπει ν’ αποκτήσει ένα χρόνια λειτουργικό, αυτοματικό χαρακτήρα.

Η Θωράκιση του εγώ

Κι εφόσον το ταυτόχρονα αναπτυσσόμενο παιδικό άγχος αποτε­λεί συνεχή απειλή για τις απωθήσεις· εφόσον το απωθημένο υλικό εκφράζεται στο άγχος· εφόσον, επιπρόσθετα, το ίδιο το άγχος απειλεί με αποδυνάμωση το εγώ, χρειάζεται να δημιουργηθεί κι ένας προστατευτικός σχηματισμός ενάντια στο άγχος. Η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ όλα αυτά τα μέτρα που παίρνει το εγώ είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο συνειδητός ή ασυνείδητος φόβος της τιμωρίας, που τροφοδοτείται από την προεξάρχουσα συμπεριφορά των γονέων και των δασκάλων. Έτσι, βρισκόμαστε μπρος στο φαινομενικό παράδοξο, ότι δηλαδή ο φόβος οδηγεί το παιδί στο να θέλει να ξεπεράσει τον φόβο του.

Ουσιαστικά, η λιμπιντοοικονομικά αναγκαία σκλήρυνση του εγώ πραγματοποιείται στην βάση τριών διαδικασιών:

*Ταυτίζεται με την ματαιώνουσα πραγματικότητα, όπως προσωποποιείται στην μορφή του κύριου καταπιεστικού προσώ­που.

*Στρέφει ενάντια στον εαυτό την επιθετικότητα, που κινητο­ποιείται ενάντια στο καταπιεστικό πρόσωπο και που παρήγαγε το άγχος.

*Αναπτύσσει αντιδραστικές στάσεις απέναντι στις σεξουα­λικές ενορμήσεις, δηλαδή χρησιμοποιεί την ενέργεια αυτών των ενορμήσεων για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς και συγκεκριμένα, για να τις αναχαιτίζει.

>Η πρώτη διαδικασία δίνει στην θωράκιση τα σημαντικά της περιεχόμενα. Το συναισθηματικό μπλοκάρισμα ενός ψυχαναγ­καστικού ασθενή έχει την σημασία: «Πρέπει να ελέγχω τον εαυτό μου, όπως μου ’λεγε πάντοτε ο πατέρας μου ότι πρέπει να κάνω» έχει όμως και την σημασία: «Πρέπει να διασώσω την ευχαρίστησή μου και να γίνω αδιάφορος απέναντι στις απαγορεύσεις του πατέρα μου».

>Η δεύτερη διαδικασία δεσμεύει το ουσιαστικότερο στοιχείο της επιθετικής ενέργειας, αποκλείει ένα μέρος του τρόπου κίνησης κι έτσι δημιουργεί έναν ανασταλτικό παράγον­τα του χαρακτήρα.

>Η τρίτη διαδικασία αποσύρει μια ορισμένη ποσότητα λίμπιντο από τις απωθημένες λιμπιντικές ενορμήσεις, έτσι που η πίεσή τους μειώνεται. Αργότερα αυτός ο μετασχηματισμός όχι μόνο εξαλείφεται, αλλά και γίνεται περιττός εξαιτίας της ενίσχυσης της παραμένουσας ενεργειακής κάθεξης, που είναι αποτέλεσμα του περιορισμού του τρόπου κίνησης, ικανοποίη­σης και γενικής παραγωγικότητας.

Έτσι, η θωράκιση του εγώ πραγματοποιείται σαν αποτέλε­σμα του φόβου της τιμωρίας, σε βάρος της ενέργειας του id και περιέχει τις απαγορεύσεις και τις προδιαγραφές των γονέων και των δασκάλων. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί η χαρακτηρο­λογική διαμόρφωση να εκπληρώσει την οικονομική της λει­τουργία, που είναι η χαλάρωση της πίεσης της απώθησης και, πάνω απ’ όλα, η ενίσχυση του εγώ. Το πράγμα, όμως, δεν σταματά εδώ. Αν, από την μια, αυτή η θωράκιση είναι έστω και παροδικά ικανή ν’ αναχαιτίσει τις παρορμήσεις από τα μέσα, συνιστά, από την άλλη, ένα μακροπρόθεσμο μπλοκάρισμα όχι μόνο ενάντια στα ερεθίσματα από τα έξω, αλλά κι ενάντια σε κάθε παραπέρα παιδαγωγική επιρροή.

Εκτός απ’ τις περιπτώ­σεις όπου υπάρχει ανάπτυξη ισχυρού πείσματος, αυτό το μπλοκάρισμα δεν είναι υποχρεωτικό ν’ αποκλείει μια εξωτερική ευπείθεια. Πρέπει ακόμη να ’χουμε στο νου μας ότι η εξωτερική ευπείθεια, όπως π.χ. στους παθητικούς θηλυκούς χαρακτήρες, μπορεί να συνδυάζεται με την πιο μανιασμένη εσωτερική αντίσταση. Στο σημείο αυτό πρέπει ακόμη να τονίσουμε ότι στο ένα άτομο η θωράκιση πραγματοποιείται στην επιφάνεια της προσωπικότητας, ενώ σ’ ένα άλλο άτομο στα βάθη της προσωπικότητας. Στην δεύτερη περίπτωση, η εξωτερική και έκδηλη εμφάνιση της προσωπικότητας δεν είναι η πραγματική, αλλά η φαινομενική της έκφραση. Ο συναισθη­ματικά μπλοκαρισμένος ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας κι ο παρανοϊκός-επιθετικός χαρακτήρας είναι παραδείγματα θωράκισης στην επιφάνεια, ο υστερικός χαρακτήρας είναι παράδει­γμα θωράκισης στα βάθη της προσωπικότητας. Το βάθος της θωράκισης εξαρτάται από τις συνθήκες παλινδρόμησης και καθήλωσης και αποτελεί ελάσσονα πλευρά του προβλήματος της χαρακτηρολογικής διαφοροποίησης.

Αν, από μια άποψη, η χαρακτηροθωράκιση είναι το αποτέλεσμα της σεξουαλικής σύγκρουσης της παιδικής ηλικίας και ο καθοριστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτή η σύγκρουση, γίνεται, στις συνθήκες στις οποίες υπόκειται η διαμόρφωση του χαρακτήρα στους δικούς μας πολιτιστικούς κύκλους, η βάση των κατοπινών νευρωσικών συγκρούσεων και των συμπτωματικών νευρώσεων στην πλειοψηφία των περιπτώ­σεων, γίνεται η αντιδραστική βάση του νευρωτικού χαρακτήρα.

Στο σημείο αυτό περιορίζομαι σε μια σύντομη σύνοψη.

Μια προσωπικότητα, που η χαρακτηροδομή της αποκλείει την εγκαθίδρυση μιας σεξοικονομικής ρύθμισης της ενέργειας, είναι η προϋπόθεση κάθε κατοπινής νευρωσικής ασθένειας. Έτσι, οι βασικές συνθήκες της ασθένειας δεν είναι η παιδική σεξουαλική σύγκρουση και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα σαν τέτοια, αλλά ο τρόπος χειρισμού τους. Εφόσον, όμως, ο τρόπος χειρισμού αυτών των συγκρούσεων καθορίστηκε κατά μεγάλο μέρος από την φύση της ίδιας της οικογενειακής σύγκρουσης (ένταση του φόβου της τιμωρίας, μέγεθος της ενστικτικής ικανοποίησης, χαρακτήρας των γονέων, κλπ.) η εξέλιξη του εγώ του μικρού παιδιού μέχρι και την οιδιπόδεια φάση καθορί­ζει, τελικά, το αν ένα άτομο θα γίνει νευρωσικό ή αν θα πετύχει μια ρυθμισμένη σεξουαλική οικονομία σαν βάση της κοινωνικής και σεξουαλικής του ικανότητας.

Η αντιδραστική βάση του νευρωσικού χαρακτήρα σημαίνει ότι τράβηξε πολύ μακριά και επέτρεψε στο εγώ να γίνει άκαμπτο, με τρόπο που απέκλεισε την επίτευξη ρυθμισμένης σεξουαλικής ζωής και σεξουαλικής εμπειρίας. Οι ασυνείδητες ενστικτικές δυνάμεις αποστερούνται έτσι από κάθε ενεργειακή διέξοδο και η σεξουαλική λίμναση όχι μόνο γίνεται μόνιμη, αλλά και συνεχώς αυξάνει. Στην συνέχεια, διαπιστώνουμε μια σταθερή ανάπτυξη των χαρακτηρολογικών από αντίδραση σχηματισμών (π.χ. ασκητική ιδεολογία, κλπ.) ενάντια στις σεξουαλικές απαιτήσεις, που προχωρά παράλληλα και σε σχέση με συγκαι­ρινές συγκρούσεις σε σημαντικές καταστάσεις της ζωής κι έτσι διαμορφώνεται ένας φαύλος κύκλος. Η λίμναση αυξάνεται και οδηγεί σε νέους από αντίδραση σχηματισμούς, με τον ίδιο τρόπο όπως και οι φοβικοί προκάτοχοί τους. Όμως, η λίμναση αυξάνει πάντοτε πιο γρήγορα από την θωράκιση, μέχρι πού, τελικά, ο από αντίδραση σχηματισμός δεν επαρκεί πιά για την αναχαίτιση της ψυχικής έντασης. Σ’ αυτό το σημείο είναι που οι απωθημένες σεξουαλικές επιθυμίες αναδύονται και αναχαιτίζονται αμέσως με τον σχηματισμό συμπτωμάτων όπως, διαμόρφωση μιας φοβίας η κάποιου ισοδυνάμου της.

Σ’ αυτή την νευρωσική διαδικασία, οι διάφορες αμυντικές θέσεις του εγώ αλληλεπικαλύπτονται και συγχωνεύονται. Έτσι, σε μια κάτοψη της προσωπικότητας, βρίσκουμε πλάι-πλάι χαρακτηρολογικές αντιδράσεις οι οποίες, από την άποψη της ανάπτυξης και του χρόνου, ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους. Στην φάση της τελικής κατάρρευσης του εγώ, η κάτοψη της προσωπικότητας μοιάζει με τόπο ύστερα από έκρηξη ηφαιστείου, που εκσφενδονίζει ανάμικτα σωρούς πετρωμάτων που ανή­κουν σε διάφορα γεωλογικά στρώματα. Όμως, δεν είναι ιδιαίτε­ρα δύσκολο να ξεδιακρίνουμε μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα την κύρια σημασία και τον κύριο μηχανισμό όλων των χαρακτηρο­λογικών αντιδράσεων, με το ξεχώρισμα και την κατανόησή τους οδηγούμαστε κατευθείαν την κεντρική παιδική σύγκρου­ση.

Συνθήκες διαφοροποίησης του χαρακτήρα.

Ποιες συνθήκες, άμεσα αναγνωρίσιμες, μας δίνουν τη δυνατό­τητα να καταλαβαίνουμε τι συνιστά την διαφορά ανάμεσα σε μια υγιή και σε μια παθολογική θωράκιση; Η διερεύνηση της διαμόρφωσης του χαρακτήρα παραμένει στείρα θεωρητικολογία όσο δεν απαντούμε σ’ αυτή την ερώτηση με αρκετά συγκεκριμέ­νο τρόπο, προσφέροντας έτσι κατευθυντήριες γραμμές στο πεδίο της διαπαιδαγώγησης. Στα πλαίσια, όμως, της κυρίαρχης σεξουαλικής ηθικής, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ερευνά μας θα φέρουν τον παιδαγωγό, που θέλει ν’ αναθρέψει υγιείς άντρες και γυναίκες, σε πολύ δύσκολη θέση.

Και πρώτα-πρώτα, πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι η διαμόρ­φωση του χαρακτήρα εξαρτάται όχι μόνο από το γεγονός ότι το ένστικτο και η ματαίωση συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά κι από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτό, από την φάση ανάπτυξης κατά την οποία επισυμβαίνουν αυτές οι διαμορφωτικές του χαρακτήρα συγκρούσεις κι από το ποια ένστικτα συμμετέχουν σ’ αυτές. Για μια καλύτερη κατανόηση της κατάστασης, ας διαμορφώσουμε ένα μοντέλο απ’ την αφθονία των συνθηκών που επιδρούν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ένα τέτοιο μοντέλο αποκαλύπτει τις ακόλουθες θεμελιακές δυνατό­τητες.

Το αποτέλεσμα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα εξαρτάται από:

*Την φάση κατά την οποία ματαιώνεται η παρόρμηση.
*Την συχνότητα κι ένταση των ματαιώσεων-απογοητεύσεων.
*Τις παρορμήσεις ενάντια στις οποίες κατευθύνεται κύρια η ματαίωση.
*Την σχέση ανάμεσα στην απόλαυση και τη ματαίωση.
*Το φύλο του προσώπου που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις-απογοητεύσεις.
*Τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ίδιες τις ματαιώσεις.

Όλες αυτές οι συνθήκες καθορίζονται από την κυρίαρχη κοινωνική τάξη σε σχέση με την εκπαίδευση, την ηθική και την ικανοποίηση των αναγκών -σε τελευταία ανάλυση, από την κυρίαρχη οικονομική δομή της κοινωνίας.

Ο σκοπός μιας μελλοντικής πρόληψης των νευρώσεων είναι η διαμόρφωση χαρακτήρων, που όχι μόνο να παρέχουν στο εγώ επαρκή υποστήριξη ενάντια στον εσωτερικό κι εξωτερικό κόσμο, αλλά και να επιτρέπουν την σεξουαλική και κοινωνική ελευθερία κίνησης, που είναι αναγκαία στην ψυχική οικονομία. Έτσι, πρέπει ν’ αρχίσουμε από την κατανόηση των βασικών συνεπειών κάθε ματαίωσης της ικανοποίησης των ενστίκτων του παιδιού.

Κάθε τέτοια ματαίωση, που προκύπτει από τις σημερινές μεθόδους διαπαιδαγώγησης, προκαλεί απόσυρση της λίμπιντο μέσα στο εγώ και, κατά συνέπεια, ενίσχυση του δευτερογενούς ναρκισσισμού. Αυτό αποτελεί ήδη έναν μετασχηματισμό του[1] εγώ, στο μέτρο που παρουσιάζεται αύξηση της ευαισθησίας του εγώ, που εκφράζεται σαν δειλία και σαν ανεπτυγμένο αίσθημα άγχους. Αν, όπως συμβαίνει συνήθως, το πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την ματαίωση, είναι αγαπημένο, τότε αναπτύσσεται μια αμφιθυμική στάση κι αργότερα ταύτιση μ’ αυτό το πρόσω­πο. Πέρα από την καταστολή, το παιδί εσωτερικεύει ορισμένα γνωρίσματα του χαρακτήρα αυτού του προσώπου και φυσικά, αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα, που στρέφονται ενάντια στο ένστικτό του. Αυτό που συμβαίνει τότε είναι ουσιαστικά η απώθηση του ενστίκτου ή η αντιμετώπισή του με κάποιον άλλο τρόπο.

Όμως, το αποτέλεσμα της ματαίωσης πάνω στον χαρακτήρα εξαρτάται σε μεγάλο μέρος από το πότε ματαιώνεται η παρόρμηση. Αν ματαιωθεί στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής της, η απώθηση πετυχαίνει υπερβολικά καλά αν και η νίκη είναι πλήρης, η παρόρμηση δεν μπορεί μήτε να μετουσιωθεί-εξιδανικευθεί, μήτε να ικανοποιηθεί συνειδητά. Π.χ. η πρώτη απώθηση του πρωκτικού ερωτισμού εμποδίζει την ανάπτυξη των πρωκτι­κών εξιδανικεύσεων και προετοιμάζει το έδαφος για βαριούς πρωκτικούς από αντίδραση σχηματισμούς και το σημαντικότε­ρο, από την άποψη του χαρακτήρα, είναι ότι αυτός ο αποκλει­σμός των παρορμήσεων από την δομή της προσωπικότητας διαταράσσει την δραστηριότητά της σαν σύνολο. Αυτό φαίνεται, π. χ. σε παιδιά που η επιθετικότητά τους και η κινητική τους ευχαρίστηση έχουν πρόωρα ανασταλεί, η κατοπινή τους ικανότητα για εργασία θα είναι κατά συνέπεια μειωμένη.

Στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της, μια παρόρμηση δεν μπορεί ν’ απωθηθεί ολοκληρωτικά, μια ματαίωση σ’ αυτό το σημείο είναι πολύ πιθανότερο να δημιουργήσει μιαν άλυτη σύγκρουση ανάμεσα στην απαγόρευση και την παρόρμηση. Αν η πλήρως ανεπτυγμένη παρόρμηση συναντήσει κάποια αιφνί­δια, απρόβλεπτη ματαίωση, τότε διαμορφώνεται το έδαφος για την ανάπτυξη μιας παρορμητικής προσωπικότητας.[2] Στην περί­πτωση αυτή, το παιδί δεν αποδέχεται πλήρως την απαγόρευση. Παρόλα αυτά, αναπτύσσει αισθήματα ενοχής, που με την σειρά τους εντείνουν τις παρορμητικές ενέργειες, μέχρι που τελικά γίνονται ψυχαναγκαστικές παρορμήσεις. Έτσι, βρίσκουμε στους παρορμητικούς ψυχοπαθείς μια αδιαμόρφωτη χαρακτηροδομή, που είναι το αντίθετο της χρείας για επαρκή θωράκιση ενάντια στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο.

Είναι χαρακτηριστι­κό στον παρορμητικό τύπο ότι ο από αντίδραση σχηματισμός δεν χρησιμοποιείται ενάντια στις παρορμήσεις, αλλά οι ίδιες οι παρορμήσεις (κύρια σαδιστικές) χρησιμοποιούνται σαν άμυνα ενάντια σε φαντασιακές καταστάσεις κινδύνου, όπως κι ενάντια στον κίνδυνο που πηγάζει από τις παρορμήσεις. Έτσι, σαν αποτέλεσμα της άτακτης γενετήσιας δομής, η λιμπιντική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση, η σεξουαλική λίμναση μερικές φορές αυξάνει το άγχος και, μαζί μ’ αυτό, τις χαρακτηρολογικές αντιδράσεις, οδηγώντας συχνά σε κάθε εί­δους υπερβασίες.

Το αντίθετο του παρορμητικού είναι ο ενστικτικά ανεσταλμένος χαρακτήρας. Ενώ ο παρορμητικός τύπος χαρακτηρίζεται από την σύγκρουση ανάμεσα στο πλήρως ανεπτυγμένο ένστικτο και την αιφνίδια ματαίωση, ο ενστικτικά ανεσταλμένος τύπος χαρακτηρίζεται από την συσσώρευση ματαιώσεων-απογοητεύσεων και άλλων ανασταλτικών του ενστίκτου παιδαγωγικών μέτρων, από την αρχή μέχρι το τέλος της ενστικτικής του ανάπτυξης. Η χαρακτηροθωράκιση, που αντιστοιχεί σ’ αυτόν, τείνει να είναι άκαμπτη, συμπιέζοντας σημαντικά την ψυχική ευλυγισία του ατόμου, και διαμορφώνει την αντιδραστική βάση για καταθλιπτικές καταστάσεις και ψυχαναγκαστικά συμπτώμα­τα (ανεσταλμένη επιθετικότητα). Όμως, μετατρέπει επίσης τ’ ανθρώπινα όντα σε πειθήνιους, υποτακτικούς πολίτες. Σ’ αυτό έγκειται η κοινωνιολογική της σημασία.

Ο κύρια υπεύθυνος για την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.

Το φύλο κι ο χαρακτήρας του προσώπου που είναι το κύρια υπεύθυνο για την ανατροφή ενός ατόμου, έχουν μέγιστη σημασία για την φύση της κατοπινής σεξουαλικής ζωής αυτού του ατόμου.

Θα αναγάγουμε την πολύ περίπλοκη επιρροή, που εξασκεί πάνω στο παιδί μια αυταρχική κοινωνία, στο γεγονός ότι, σ’ ένα σύστημα διαπαιδαγώγησης στηριγμένο στις οικογενειακές μονάδες, οι γονείς λειτουργούν σαν οι κύριοι εκτελεστές της κοινωνικής επιρροής. Εξαιτίας της συνήθως ασυνείδητης σε­ξουαλικής στάσης των γονέων απέναντι στα παιδιά τους, ο πατέρας έχει μεγαλύτερη προτίμηση και μικρότερη ροπή για περιορισμό και διαπαιδαγώγηση της κόρης, ενώ η μητέρα έχει ισχυρότερη προτίμηση και λιγότερη ροπή για περιορισμό και διαπαιδαγώγηση του γιού.

Έτσι, η σεξουαλική σχέση καθορί­ζει στις περισσότερες περιπτώσεις το ότι ο γονιός του ίδιου φύλου γίνεται ο πιο υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού, με την επιφύλαξη ότι, στον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού και στην μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού, η μητέρα αναλαμβάνει την ανατροφή των παιδιών, μπορεί να ειπωθεί ότι η ταύτιση με τον γονιό του ίδιου φύλου κυριαρχεί, δηλαδή η κόρη αναπτύσσει ένα μητρικό κι ο γιός ένα πατρικό εγώ και υπερεγώ. Ομως, εξαιτίας της ειδικής διάρθρωσης μερικών οικογενειών ή του χαρακτήρα μερικών γονιών, υπάρχουν συχνές παρεκκλίσεις, θα αναφέρουμε μερικά απ’ τα τυπικά υποστρώματα αυτών των άτυπων ταυτίσεων.

Ας αρχίσουμε μελετώντας τις σχέσεις στην περίπτωση των αγοριών. Σε συνηθισμένες συνθήκες, όταν δηλαδή το αγόρι έχει αναπτύξει το απλό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, όταν η μητέρα έχει μεγαλύτερη προτίμηση σ’ αυτό και το απογοητεύσει λιγότερο απ’ όσο ο πατέρας, θα ταυτιστεί με τον πατέρα κι αν ο πατέρας έχει ενεργητική κι ανδροπρεπή φύση, θα συνεχίσει ν’ αναπτύσσεται με ανδρικό τρόπο. Αν, από την άλλη, η μητέρα έχει αυστηρή, «ανδρική» προσωπικότητα, αν οι ουσια­στικές απογοητεύσεις πηγάζουν απ’ αυτήν, το αγόρι θα ταυτι­στεί κύρια μ’ αυτήν και, σε συνάρτηση με το ερωτογενές στάδιο, κατά το οποίο του επιβάλλονται οι κύριοι μητρικοί περιορισμοί, θ’ αναπτύξει μια μητρική ταύτιση σε φαλλική η πρωκτική βάση.

Πάνω στο έδαφος μιας φαλλικής μητρικής ταύτισης αναπτύσσεται συνήθως ένας φαλλικός-ναρκισσιστικός χαρακτήρας, του οποίου ο ναρκισσισμός κι ο σαδισμός στρέ­φονται κύρια ενάντια στις γυναίκες (Εκδίκηση ενάντια στην αυστηρή μητέρα). Αυτή η στάση είναι η χαρακτηρολογική άμυνα ενάντια στην βαθιά απωθημένη αρχική αγάπη για την μητέρα -αγάπη που δεν μπόρεσε να συνεχίσει να υπάρχει δίπλα στην ματαιωτική της επιρροή και στην ταύτιση μ’ αυτήν, αλλά κατέληξε σ’ απογοήτευση. Ειδικότερα: αυτή η αγάπη μετατράπηκε στην ίδια την χαρακτηρολογική στάση από την οποία μπορεί ν’ απελευθερωθεί με την ανάλυση.

Στην μητρική ταύτιση σε πρωκτική βάση, ο χαρακτήρας έχει γίνει παθητικός και θηλυκός -απέναντι στις γυναίκες, αλλά όχι απέναντι στους άντρες. Τέτοιες ταυτίσεις αποτελούν συχνά την βάση μιας μαζοχιστικής διαστροφής με την φαντασίωση μιας αυστηρής γυναίκας. Αυτή η χαρακτηρολογική διαμόρφωση χρησιμεύει συνήθως σαν άμυνα ενάντια στις φαλλικές επιθυμίες οι οποίες, για ένα μικρό διάστημα, στρέφονταν έντονα προς την μητέρα κατά την παιδική ηλικία. Ο φόβος του ευνουχισμού από την μητέρα προσφέρει στήριγμα στην πρωκτική ταύτιση μ’ αυτήν. Η πρωκτικότητα είναι η ειδοποιός ερωτογενής βάση αυτής της χαρακτηρολογικής διαμόρφωσης. Ο παθητικός-θηλυκός χαρακτήρας σ’ έναν άντρα βασίζεται πάντα σε μια ταύτιση με την μητέρα. Μια και στην περίπτωση αυτή ο γονιός που ματαιώνει είναι η μητέρα, αυτή είναι και το αντικείμενο του φόβου, που γεννά αυτή την στάση.

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τύπος παθητικού-θηλυκού χαρακτήρα, που προκύπτει από την υπερβολική αυστηρότητα από την μεριά του πατέρα. Αυτό γίνεται με τον εξής τρόπο: φοβούμενο την πραγμάτωση των γενετήσιων επιθυμιών του, το αγόρι οπισθοδρομεί από την αρσενική-φαλλική θέση στην θηλυκή-πρωκτική θέση, ταυτίζεται εκεί με την μητέρα και υιοθετεί μια παθητική- θηλυκή στάση απέναντι στον πατέρα του και αργότερα απέναν­τι σ’ όλα τα πρόσωπα με κύρος κι εξουσία. Η υπερβολική ευγένεια και υποχωρητικότητα, η μαλθακότητα και μια τάση για ύπουλη συμπεριφορά είναι χαρακτηριστικές σ’ αυτό τον τύπο. Χρησιμοποιεί την στάση του για ν’ αποκρούει τις ενεργητικές αρσενικές παρορμήσεις και πάνω απ’ όλα το απωθημένο μίσος του για τον πατέρα.

Πλάι-πλάι με την de facto παθητική-θηλυκή του φύση (μητρική ταύτιση στο επίπεδο του εγώ), έχει ταυτιστεί με τον πατέρα του στο ιδανικό του εγώ του (πατρική ταύτιση στο επίπεδο του υπερεγώ και του ιδανικού του εγώ). Όμως, δεν είναι ικανό να πραγματώσει αυτή την ταύτιση, γιατί του λείπει μια φαλλική θέση. Θα είναι πάντοτε θηλυκό και θα θέλει να ’ναι αρσενικό. ένα έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας, αποτέλεσμα της έντασης ανάμεσα στο θηλυκό εγώ και στο αρσενικό ιδανικό του εγώ, θα βάζει πάντα την σφραγίδα της καταπίεσης (μερικές φορές της ταπεινότητας) στην προσωπικό­τητά του. Αυτή η βαριά διαταραχή της ικανότητας, που πάντοτε υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις, δίνει στην όλη κατάσταση μια λογική δικαιολογία.

Αν συγκρίνουμε τον τύπο αυτό μ’ εκείνον που ταυτίζεται με την μητέρα σε φαλλική βάση, βλέπουμε ότι ο φαλλικός ναρκισ­σιστικός χαρακτήρας κατορθώνει ν’ αποκρούει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, που προδίδεται μόνο στο μάτι του ειδικού. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας του παθητικού-θηλυκού χαρακτήρα, από την άλλη, είναι διάφανο. Η διαφορά έγκειται στην βασική ερωτογενή δομή. Η φαλλική λίμπιντο επιτρέπει μια πλήρη αναπλήρωση όλων των στάσεων που δεν συμφωνούν με το αρσενικό ιδανικό του εγώ, ενώ η πρωκτική λίμπιντο, όταν κατέχει την κεντρική θέση στην σεξουαλική δομή του άντρα, αποκλείει μια τέτοια αναπλήρωση.

Το αντίστροφο ισχύει στο κορίτσι: ένας υποχωρητικός, ενδοτικός πατέρας είναι πιο πιθανό να συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός θηλυκού χαρακτήρα, παρά ένας πατέρας αυστηρός η βίαιος. Πολυάριθμες κλινικές συγκρίσεις δείχνουν ότι ένα κορίτσι συνήθως αντιδρά σ’ ένα βίαιο πατέρα με τον σχηματι­σμό ενός έντονα αρσενικού χαρακτήρα. Ο πανταχού παρών φθόνος του πέους ενεργοποιείται και μορφοποιείται σ’ ένα σύμπλεγμα αρρενωπότητας μέσα από χαρακτηρολογικές μετα­βολές του εγώ. Στην περίπτωση αυτή η αρσενική-επιθετική φύση χρησιμεύει σαν θωράκιση ενάντια στην παιδική θηλυκή στάση απέναντι στον πατέρα, που χρειάστηκε ν’ απωθηθεί εξαιτίας της ψυχρότητας και της τραχύτητάς του.

Αν, απ’ την άλλη, ο πατέρας δείχνει ευγένεια και αγάπη, το κοριτσάκι μπορεί να διατηρήσει και, μ’ εξαίρεση τις αισθησιακές συνι­στώσες, ακόμη και ν’ αναπτύξει την αντικειμενοτρόπο αγάπη του σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι απαραίτητο να ταυτιστεί με τον πατέρα. Βέβαια, κι αυτή θ’ αναπτύξει συνήθως φθόνο του πέους, όμως, μια και οι ματαιώσεις-απογοητεύσεις στην ετεροφυλοφιλική σφαίρα είναι σχετικά αδύναμες, ο φθόνος του πέους δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Έτσι, βλέπουμε ότι το αν η τάδε ή η δείνα γυναίκα έχει φθόνο του πέους δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Το σημαντικό είναι το πώς αυτό επιδρά στον χαρακτήρα και το αν παράγει συμπτώμα­τα, το αποφασιστικό στοιχείο σ’ αυτόν τον τύπο είναι η παρουσία μιας μητρικής ταύτισης -πράγμα που εκφράζεται σε γνωρίσματα του χαρακτήρα που τ’ αποκαλούμε «θηλυκά».

Η διατήρηση αυτής της χαρακτηροδομής εξαρτάται απ’ την προϋπόθεση ότι ο κολπικός ερωτισμός γίνεται μόνιμο τμήμα της θηλυκότητας στην εφηβεία. Στην ηλικία αυτή, σοβαρές απογοητεύσεις από τον πατέρα ή πατρικά πρότυπα μπορούν να προκαλέσουν την πατρική ταύτιση, που δεν πραγματοποιήθηκε κατά την παιδική ηλικία, να ενεργοποιήσουν τον λανθάνοντα φθόνο του πέους και, σ’ αυτό το ύστερο στάδιο, να οδηγήσουν σ’ έναν μετασχηματισμό του χαρακτήρα σε αρσενική κατεύθυν­ση. Πολύ συχνά παρατηρούμε κάτι τέτοιο σε κορίτσια, που απωθούν τις ετεροφυλοφιλικές τους επιθυμίες για ηθικούς λόγους (ταύτιση με την αυταρχική, ηθικολόγο μητέρα) κι έτσι επιφέρουν την απογοήτευσή τους από τούς άντρες.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, αυτές οι κατά τα αλλά θηλυκές γυναίκες τείνουν ν’ αναπτύξουν μια υστερική φύση. Υπάρχει μια συνεχής γενετήσια παρόρμηση προς το αντικείμενο (φιλαρέσκεια) και μια οπισθοχώρηση, που συνοδεύεται από την ανάπτυξη γενετήσιου άγχους, όταν η κατάσταση απειλεί να γίνει σοβαρή (υστερικό γενετήσιο άγχος). Ο υστερικός χαρα­κτήρας στην γυναίκα λειτουργεί σαν προστασία ενάντια στις ίδιες της τις γενετήσιες επιθυμίες κι ενάντια στην αρσενική επιθετικότητα προς το αντικείμενο.

Μερικές φορές στην πρακτική μας, συναντάμε μια ειδική περίπτωση, δηλαδή μια αυστηρή και τραχιά μητέρα, που ανατρέφει μια κόρη, της οποίας ο χαρακτήρας δεν είναι μήτε αρσενικός μήτε θηλυκός, αλλά παραμένει παιδικός ή υποστρέφει αργότερα στην παιδικότητα. Μια τέτοια μητέρα δεν πρόσφερε στο παιδί της αγάπη. Η αμφιθυμική σύγκρουση σε σχέση με την μητέρα είναι σημαντικά ισχυρότερη στην πλευρά του μίσους από τον φόβο του οποίου το παιδί αποσύρεται στην στοματική φάση της σεξουαλικής ανάπτυξης. το κορίτσι θα μισήσει την μητέρα στο γενετήσιο επίπεδο, θ’ απωθήσει το μίσος του, και, αφού υιοθετήσει μια στοματική στάση, θα το μετατρέψει σε αντιδραστική αγάπη και σε παραλυτική εξάρτηση από την μητέρα.

Τέτοιες γυναίκες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερα προσκολλητική στάση απέναντι στις πιο ηλικιωμένες ή παντρε­μένες γυναίκες, προσκολλώνται σ’ αυτές με μαζοχιστικό τρόπο, έχουν την τάση να γίνουν παθητικές ομοφυλόφιλες (αιδοιολειξία στην περίπτωση σχηματισμού διαστροφών) επιζητούν την φροντίδα από πιο ηλικιωμένες γυναίκες, αναπτύσσουν πολύ μικρό ενδιαφέρον για τους άντρες και σ’ όλες τους τις ενέργειες εμφανίζουν «παιδιάστικη συμπεριφορά». Αυτή η στάση, όπως και κάθε άλλη χαρακτηρολογική στάση, είναι μια θωράκιση ενάντια στις απωθημένες επιθυμίες και μια άμυνα ενάντια στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. Εδώ ο χαρακτήρας χρησι­μεύει σαν στοματική άμυνα ενάντια στις έντονες τάσεις μίσους που στρέφονται ενάντια στην μητέρα, πίσω από τις οποίες μόλις και μετά βίας διακρίνεται η εξίσου αναχαιτιζόμενη ομαλή θηλυκή στάση απέναντι στο αρσενικό.

Μέχρι τα τώρα εστιάσαμε την προσοχή μας μόνο στο γεγονός ότι το φύλο του προσώπου, που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις των σεξουαλικών επιθυμιών του παιδιού, παίζει ουσιαστικό ρόλο στην διάπλαση του χαρακτήρα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, θίξαμε τον χαρακτήρα του ενηλίκου μόνο στο μέτρο που μιλούσαμε για «αυστηρή» ή «ήπια» επιρροή. Όμως, η διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, από μια άλλη αποφασιστική άποψη, εξαρτάται από την φύση των γονιών, που με την σειρά της καθορίστηκε από γενικές και ειδικές κοινωνι­κές επιδράσεις. Μεγάλο μέρος απ’ αυτό που η επίσημη ψυχια­τρική θεωρεί σαν κληρονομούμενο (και το οποίο δεν μπορεί να εξηγήσει) αποδείχνεται μετά από αρκετά βαθιά ανάλυση ότι είναι αποτέλεσμα πρώιμων συγκρουόμενων ταυτίσεων.

Δεν αρνούμαστε τον ρόλο που παίζει η κληρονομικότητα στον καθορισμό των τρόπων αντίδρασης. Το νεογέννητο παιδί έχει τον «χαρακτήρα» του, αυτό είναι ξεκάθαρο. Λέμε, όμως, ότι το περιβάλλον είναι αυτό που ασκεί την αποφασιστική επίδραση και καθορίζει αν μια υπάρχουσα κλίση θ’ αναπτυχθεί και θα ενισχυθεί η δεν θα της επιτραπεί να εκδηλωθεί καθόλου. Το ισχυρότερο επιχείρημα ενάντια στην άποψη ότι ο χαρακτήρας είναι έμφυτος το παρέχουν οι ασθενείς, των οποίων η ανάλυση αποδείχνει ότι μέχρι μια ορισμένη ηλικία υπήρχε ένας ορισμένος τρόπος αντίδρασης και στην συνέχεια αναπτύχθηκε ένας ολότελα διαφορετικός χαρακτήρας. Π.χ. στην αρχή μπορεί να ήταν κάποιος ευερέθιστος κι ενθουσιώδης κι αργότερα να έγινε καταθλιπτικός, ή πεισματικά δραστήριος και στην συνέχεια ήσυχος κι ανεσταλμένος. Αν και φαίνεται πολύ πιθανό ότι μια ορισμένη βασική προσωπικότητα είναι έμφυτη και δύσκολα μεταβάλλεται, ο υπερτονισμός του κληρονομικού παράγοντα πηγάζει αναμφίβολα από τον ασυνείδητο φόβο των συνεπειών μιας ορθής εκτίμησης της επίδρασης που ασκεί η διαπαιδαγώ­γηση.

Αυτή η αντιδικία δεν πρόκειται να βρει λύση προτού κάποιο σημαντικό ινστιτούτο αποφασίσει να διεξαγάγει ευρύτατα πει­ράματα π.χ. ν’ απομονώσει καμιά εκατοστή παιδιά ψυχοπα­θών γονέων αμέσως μετά την γέννησή τους, να τα τοποθετήσει σ’ ομοιόμορφο παιδαγωγικό περιβάλλον και να συγκρίνει αργότε­ρα τ’ αποτελέσματα με τ’ αντίστοιχα μιας άλλης εκατοντάδας παιδιών, που να έχουν ανατραφεί σε ψυχοπαθές περιβάλλον.

Αν ανασκοπήσουμε και πάλι σύντομα τις βασικές χαρακτη­ροδομές που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, βλέπουμε ότι όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο: όλες υποκινούνται από την σύγκρου­ση που προκύπτει από την σχέση γονιού-παιδιού. Αποτελούν μια προσπάθεια επίλυσης αυτής της σύγκρουσης με ειδικό τρόπο και διαιώνισης αυτής της λύσης. Κάποτε ο Φρόυντ είπε ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα καταβυθίζεται από το άγχος του ευνουχισμού. Μπορούμε τώρα να προσθέσουμε ότι πράγματι καταβυθίζεται, αλλά αναδύεται ξανά με διαφορετική μορφή. το οιδιπόδειο σύμπλεγμα μετασχηματίζεται σε χαρακτηρολογικές αντιφάσεις οι οποίες, από τη μια, προεκτείνουν τα κύρια χαρακτηριστικά του με διαστρεβλωμένο τρόπο και, από την άλλη, συνιστούν από αντίδραση σχηματισμούς ενάντια στα βασικά του στοιχεία.

Συνοψίζοντας, μπορούμε επίσης να πούμε ότι ο νευρωσικός χαρακτήρας, τόσο στα περιεχόμενα όσο και στην μορφή του, διαμορφώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη με συμβιβασμούς, όπως ακριβώς και το σύμπτωμα. Περιέχει την παιδική ενστικτική απαίτηση και την άμυνα, η οποία ανήκει στο ίδιο ή σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης. Η βασική παιδική σύγκρουση εξακολουθεί να υπάρχει, μετασχηματισμένη σε στάσεις που εμφανίζονται με οριστική μορφή, σαν αυτοματικοί τρόποι αντίδρασης, που έχουν γίνει χρόνιοι και από τούς οποίους αργότερα θα πρέπει να λαγαριστεί με την ανάλυση.

Με βάση αυτή την γνώση μιας φάσης της ανθρώπινης ανάπτυξης, είμαστε σε θέση ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ερώτημα που έθεσε ο Φρόυντ: υπάρχουν απωθημένα στοιχεία που διατη­ρούνται σαν διπλότυπα, σαν μνημονικά ίχνη, η κάπως αλλιώς; Μπορούμε τώρα να καταλήξουμε προσεχτικά στο συμπέρασμα ότι αυτά τα στοιχεία της παιδικής εμπειρίας, τα οποία δεν ενσωματώνονται στο χαρακτήρα, διατηρούνται σαν συγκινησι­ακά φορτισμένα μνημονικά ίχνη -ενώ τα στοιχεία εκείνα, που απορροφώνται κι αποτελούν τμήμα του χαρακτήρα, διατηρούν­ται σαν τωρινός τρόπος αντίδρασης. όσο σκοτεινή κι αν είναι αυτή η διαδικασία, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το «λειτουργικό συνεχές» γιατί στην αναλυτική θεραπεία κατορ­θώνουμε να αναγάγουμε αυτές τις χαρακτηρολογικές διαμορφώ­σεις στα πρωταρχικά τους συστατικά.

Το ζήτημα δεν είναι τόσο να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια αυτό που έχει βυθιστεί, όπως π.χ. στην περίπτωση της υστερικής αμνησίας. Η διαδικασία μοιάζει περισσότερο με την απομόνωση ενός στοιχείου από μια χημική ένωση. Τώρα είμαστε επίσης σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί, σ’ ορισμένες οξυμένες περιπτώσεις χαρακτηρο­νευρώσεων, δεν μπορούμε να εξαλείψουμε την οιδιπόδεια σύγ­κρουση όταν αναλύουμε μόνο το περιεχόμενο. Ο λόγος είναι ότι η οιδιπόδεια σύγκρουση δεν υπάρχει πιά στο παρόν, αλλά σ’ αυτήν μπορούμε να φτάσουμε μόνο μέσα από την αναλυτική κατάλυση των μορφικών τρόπων αντίδρασης.

Η ακόλουθη κατάταξη των κύριων τύπων, βασισμένη στην απομόνωση των ειδοποιά παθογόνων από τα ειδοποιά προσανα­τολισμένα στην πραγματικότητα ψυχικά δυναμικά, κάθε άλλο παρά είναι θεωρητικό χασομέρι. Χρησιμοποιώντας αυτές τις διαφοροποιήσεις σαν αφετηρία μας, θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε σε μια θεωρία της ψυχικής οικονομίας, που θα μπορού­σε να έχει πρακτική χρησιμότητα στον τομέα της διαπαιδαγώ­γησης. Φυσικά, η κοινωνία πρέπει να κάνει εφικτή και να ενθαρρύνει (ή ν’ απορρίψει) την πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας θεωρίας.

Η σημερινή κοινωνία, με την αρνητική απέναντι στο σεξ ηθική της και την ανικανότητά της να εξασφαλίσει στις μάζες των μελών της μια έστω και περιορι­σμένη οικονομική κατάσταση ύπαρξης, είναι ανίσχυρη τόσο ν’ αναγνωρίσει αυτές τις δυνατότητες, όσο και να τις εφαρμόσει στην πράξη. Αυτό γίνεται αμέσως ολοφάνερο όταν, κάπως πρωτύτερα, λέμε ότι ο γονικός δεσμός, η καταστολή του αυνανισμού στην πρώιμη παιδική ηλικία, η απαίτηση για εγκράτεια στην εφηβεία και ο εξαναγκαστικός εγκλεισμός των σεξουαλικών ενδιαφερόντων στον (σήμερα κοινωνιολογικά δι­καιολογημένο) θεσμό του γάμου αντιπροσωπεύουν το άκρο αντίθετο των συνθηκών, που είναι απαραίτητες για την εγκαθί­δρυση και την ολοκλήρωση της σεξοικονομικής ψυχικής οικονομίας. Η κυρίαρχη σεξουαλική ηθική δεν μπορεί παρά να διαμορφώνει το έδαφος για τις νευρώσεις στον χαρακτήρα. Η σεξουαλική και ψυχική οικονομία είναι αδύνατη με την ηθική που τόσο μανιασμένα υποστηρίζεται σήμερα. Αυτή είναι μια από τις αδυσώπητες κοινωνικές συνέπειες της ψυχαναλυτικής διερεύνησης των νευρώσεων.

Wilhelm Reich, Ανάλυση του χαρακτήρα 
----------------------------
[1] Σημείωση του 1945. Στην γλώσσα της οργονικής βιοφυσικής: η συνεχής ματαίωση των πρωταρχικών φυσικών αναγκών οδηγεί στην χρόνια σύσπαση του βιοσυστήματος (μυϊκή θωράκιση, συμπαθητικοτονία κλπ.). Η σύγκρουση ανάμεσα στις ανεσταλμένες πρωταρχικές ενορμήσεις και την θωράκιση οδηγεί στην ανάπτυξη δευτερογενών, αντικοινωνικών ενορμήσεων (σαδισμός, μαζοχισμός, ασκητισμός κ.λπ.). Στην διαδικασία ανάδυσης μέσα από την θωράκιση, οι πρωταρχικές βιολογικές παρορμήσεις μετατρέπονται σε καταστροφικές σαδιστικές παρορμήσεις.

[2] Βλέπε: Ράιχ, Die Triebhafte Charakter, Διεθνείς Ψυχαναλυτικές εκδόσεις, 1925.

Αριστοτέλης: Πώς να αναγνωρίσετε και να ξεσκεπάσετε έναν δημαγωγό

Ο έπαινος, οι φιλοφρονήσεις, οι υποσχέσεις, τα δώρα, είναι τα όπλα με τα οποία μπορεί ένας πονηρός άνθρωπος να σας εξαπατήσει και να σας οδηγήσει εκεί που δεν θέλετε πραγματικά να πάτε. Όλοι έχουμε συναντήσει τέτοιους ανθρώπους, ειδικά πολιτικούς, που αγωνίζονται να μας πείσουν πως είναι φίλοι μας και θα εργαστούν για το καλό μας, αρκεί να τους εμπιστευτούμε. Στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς, θέλουν απλώς να αρπάξουν την εξουσία για δικό τους όφελος. Σήμερα τους λέμε λαϊκιστές, στην αρχαία Ελλάδα τους έλεγαν κόλακες και δημαγωγούς.

Οι συμβουλές του Αριστοτέλη

Η τέχνη της πειθούς είναι αρχαιότατη και οι πολιτικοί την γνωρίζουν πολύ καλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους απλούς πολίτες. Οι οποίοι είτε δεν γνωρίζουν αυτές τις τεχνικές είτε δεν είναι σε θέση να αντισταθούν στη γοητεία τους. Αν δώσουμε όμως προσοχή στις βασικές αρχές αυτής της τέχνης, που παραμένει ίδια εδώ και χιλιετίες, τότε θα ισχυροποιήσουμε τη θέση μας και δεν θα πέφτουμε τόσο εύκολα στην παγίδα τους.

Στο έργο του «Ρητορική», ο Αριστοτέλης δίνει συμβουλές στους ρήτορες, σε εκείνους που προσπαθούν να πείσουν το κοινό τους να πράξει ή να μην πράξει κάτι. Αν και προειδοποιεί με σαφήνεια πως το κίνητρο του ρήτορα θα πρέπει να είναι η καθοδήγηση του ακροατηρίου σε αποφάσεις που θα το ωφελήσουν, οι συμβουλές αυτές χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ως τεχνικές εξαπάτησης. Εμείς μπορούμε να τις δούμε από τη δική μας θέση, να τις διασκευάσουμε, εργαλεία για τη δική μας προστασία.

Αντιμετωπίστε τις τεχνικές εξαπάτησης

Για να μπορέσετε να το κάνετε αυτό, θα πρέπει να γνωρίζετε καλά αυτές τις τεχνικές. Κι επειδή η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, μην επιτρέπετε σε κανέναν να διαμορφώνει την προδιάθεσή σας όπως τον βολεύει. Ο Αριστοτέλης αναφέρει πέντε τεχνικές που χρησιμοποιούν οι ρήτορες για να μας προδιαθέσουν θετικά πριν μπουν στο κυρίως θέμα, κι εμείς θα αναπτύξουμε πέντε αντίστοιχες αμυντικές αντιδράσεις:

1. Ο ρήτορας αποφεύγει την παράθεση επιστημονικών επιχειρημάτων και περιορίζεται σε γενικούς προβληματισμούς που συνδυάζουν την λογική με την ψυχολογία.

Γενικός προβληματισμός είναι, ας πούμε, η δήλωση «θα ενισχύσουμε τη δημοκρατία». Ωραίο ακούγεται (ποιος δεν αγαπά τη δημοκρατία!), αλλά πριν χειροκροτήσετε τον αγαπημένο σας πολιτικό σκεφτείτε: Τι στην ευχή σημαίνει αυτό; Ενίσχυση της δημοκρατίας είχε υποσχεθεί και ο Τζον Κένεντι, ο οποίος αγωνίστηκε για την διεύρυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ και δολοφονήθηκε γι’ αυτό, αλλά και ο Μάο Τσε Τουνγκ, που οδήγησε με την πολιτική του δεκάδες εκατομμύρια Κινέζους στον θάνατο. Ρωτήστε πώς ακριβώς, με ποια συγκεκριμένα μέτρα, σκοπεύει να ενισχύσει τη δημοκρατία. Αν αρνηθεί να απαντήσει, το πιθανότερο είναι πως έχει στον νου του μία «δημοκρατία» που δεν θα σας αρέσει καθόλου.

2. Ο ρήτορας κερδίζει τη συμπάθεια των ακροατών του προβάλλοντας μία εντυπωσιακή προσωπικότητα και αξιολογώντας ηθικά τις ανθρώπινες καταστάσεις, για να δείξει πως γνωρίζει καλά τι σας απασχολεί και τι σας βασανίζει.

Οι γοητευτικές προσωπικότητες μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς, αλλά μπορεί να αποδειχθούν πολύ επικίνδυνες. Όσο ο πολιτικός που υποστηρίζετε διαφημίζει τα ταλέντα του, και αγανακτεί με τις «άθλιες πρακτικές» εκείνων που έπληξαν τα συμφέροντά σας, εσείς ρίξτε μια ματιά στη ζωή του. Τι έχει κάνει ως τώρα; Ποιες κοινωνικές ομάδες υποστήριζε και πώς; Σεβόταν τον νόμο και τους συνανθρώπους του; Αν οι απαντήσεις που θα λάβετε δεν σας αρέσουν, να είστε σίγουροι πως δεν του ήρθε η επιφοίτηση του αγίου πνεύματος τώρα που επιδιώκει να τον ψηφίσετε. Οι δικές του πρακτικές θα είναι αθλιότερες από εκείνες των προκατόχων του, που σας ενοχλούσαν ως τώρα.

3. Ο ρήτορας δεν αναζητά την αλήθεια, αλλά βρίσκει επιχειρήματα για το αληθοφανές που θα εντυπωσιάσει το κοινό του.

Εδώ χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την τάση να μένουμε προσκολλημένοι στις απόψεις που έχουμε ήδη σχηματίσει. Έτσι, είναι πολύ εύκολο να συμπαθήσουμε εκείνον που διατυπώνει τις ίδιες απόψεις και να αντιπαθήσουμε εκείνον που έχει την αντίθετη άποψη. Έχετε όμως βεβαιωθεί πως η άποψη που έχετε για ένα θέμα είναι όντως ορθή, ή μήπως την έχετε υιοθετήσει επιπόλαια, επειδή την εξέφρασε κάποιος που θαυμάζετε ή επειδή αυτή ήταν η άποψη των γονιών σας; Πριν αποφασίσετε αν αυτό που σας παρουσιάζει ο επίδοξος κυβερνήτης σας είναι αλήθεια ή ένα ψέμα που μοιάζει με αλήθεια, πρώτα πρέπει να μάθετε να αναγνωρίζετε την αλήθεια και να προσαρμόζετε τη σκέψη σας όταν τα δεδομένα διαψεύδουν εκείνο που πιστεύατε.

4. Ο ρήτορας γνωρίζει πολύ καλά τι θεωρεί το ακροατήριό του ευτυχία και προσπαθεί να πείσει πως αυτός θα τους εξασφαλίσει αυτή την ευτυχία.

Η ευτυχία είναι το ζητούμενο στη ζωή του καθενός μας, αλλά δεν έχουμε όλοι την ίδια γνώμη για το τι είναι ευτυχία. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλες οι κοινωνίες συμπεριλαμβάνουν στις προϋποθέσεις της ευτυχίας την οικονομική ευημερία, αλλά για το πώς αυτή επιτυγχάνεται δεν έχουν όλες οι κοινωνίες την ίδια άποψη. Πάντως, ο καλός ρήτορας θα γνωρίζει πολύ καλά τι πιστεύει η κοινωνία στην οποία απευθύνεται και δική σας ευθύνη είναι να εξετάσετε αν έχει αυτός ο άνθρωπος τα προσόντα να υποστηρίξει το μοντέλο της δικής σας ευτυχίας. Αν έχετε ανταποκριθεί με επιτυχία στα τρία προηγούμενα σημεία, δεν θα δυσκολευτείτε να καταλήξετε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα.

5. Ο ρήτορας πρέπει να γνωρίζει ποιες αρετές εκτιμά το κοινό του, ώστε να το επαινέσει κατάλληλα.

Ο Σωκράτης έλεγε πως «Οι κυνηγοί θηρεύουν τους λαγούς με σκυλιά και οι κόλακες τους ανόητους με επαίνους». Σε μία χώρα με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο επίδοξος ηγέτης θα επαινέσει τους κατοίκους για την ευσέβειά τους και την εκκλησία τους για το έργο που προσφέρει. Συμμερίζεται όμως ο ίδιος τις αξίες που επαινεί; Αν ανήκετε σε έναν λαό που φημίζεται για την φιλοπατρία του κι εκείνος σας επαινεί γι’ αυτό, πριν φουσκώσετε από υπερηφάνεια, ερευνήστε αν ο πολιτικός αυτός έχει επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά και αν το πρόγραμμά που σκοπεύει να εφαρμόσει περιλαμβάνει μέτρα που προστατεύουν πράγματι την πατρίδα σας ή ενώ μοιάζουν πατριωτικά στην πραγματικότητα την καταστρέφουν.

Αν καταφέρετε να διαχειριστείτε με ψυχραιμία τα πέντε αυτά σημεία, τότε θα έχετε χτίσει ένα ισχυρό τείχος προστασίας απέναντι σε έναν επίδοξο απατεώνα.