Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 11. Έννοιες και αρχές

11.9. Το όμορφο και το άσχημο


Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι στον Όμηρο οι σημερινοί χαρακτηρισμοί «καλός» και «κακός», όταν χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν πρόσωπα, δηλώνονται με τα επίθετα ἀγαθός και κακός. Στον Όμηρο ο χαρακτηρισμός καλός, όταν χαρακτηρίζει άντρα ή γυναίκα, σημαίνει κυρίως τον/την όμορφο/η. Έτσι στην Ιλιάδα, λίγο πριν αρχίσει η μονομαχία του Πάρη με τον Μενέλαο, ο γέροντας Πρίαμος καλεί από τα τείχη της Τροίας την Ελένη να τον βοηθήσει στην αναγνώριση της ταυτότητας των Αχαιών. Βλέποντας λοιπόν ο γέροντας βασιλιάς πρώτα τον Αγαμέμνονα, ομολογεί πως τόσο «ωραίο» (καλόν) και επιβλητικό άντρα δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια του· μοιάζει στ᾽ αλήθεια βασιλιάς (Γ 169-170). Στην Οδύσσεια ο Ήφαιστος, απατημένος από τη γυναίκα του Αφροδίτη, που έσμιξε με τον Άρη, την καταριέται, λέγοντας ότι μπορεί να είναι «όμορφη» (καλή) κόρη του Δία, αποδείχθηκε όμως «άπιστη» (θ 320). Με τον ίδιο τρόπο το κάλλος, η ομορφιά, χαρακτηρίζει τόσο τους ωραίους άντρες, παράδειγμα ο Πάρης (Γ 392), όσο και τις όμορφες γυναίκες, όπως είναι η Ναυσικά (θ 457).

Γενικότερα κάποιος χαρακτηρίζεται καλός στον Όμηρο από την εξωτερική του κυρίως μορφή· εξαιτίας της εντύπωσης που προκαλεί στους γύρω του, από το πώς φαίνεται στους άλλους. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα ζώα (λόγου χάρη για ένα κοπάδι από πρόβατα), για τα στοιχεία (το νερό, για παράδειγμα) ή τα αντικείμενα (τα τείχη ή τα όπλα). Όλα αυτά φαίνονται όμορφα (καλά), επειδή είναι ωφέλιμα και χρήσιμα· ή και αντίστροφα, επειδή είναι ωφέλιμα, φαίνονται και όμορφα (καλά). Με άλλα λόγια, η ωραία εμφάνιση είναι το «σήμα κατατεθέν» για την καλή ποιότητα ενός υποκειμένου ή και πράγματος.

Όταν επίσης κάτι φαίνεται στους άλλους ωραίο (καλόν), θεωρείται αποδεκτό, που ταιριάζει στην περίσταση, κατ᾽ επέκταση είναι πρέπον, σωστό και δίκαιο. Στην Ιλιάδα ο γέροντας Φοίνικας έχει τελειώσει την παραινετική του διήγηση στον Αχιλλέα, καλώντας τον να παρατήσει επιτέλους την οργή του, να δεχτεί τα δώρα που του προσφέρει ως αποζημίωση ο Αγαμέμνονας και να επιστρέψει στη μάχη. Ο Αχιλλέας, όμως, θεωρώντας ότι ο Φοίνικας μίλησε έτσι για να κάνει το χατίρι του βασιλιά των Αχαιών, απαντά θυμωμένος στον γέροντα (I 613-615):

Ούτε πρέπει να τον αγαπάς εκείνον καθόλου, για να μη σε μισήσω εγώ, μ᾽ όλο που σ᾽ αγαπώ. Καλό είναι μαζί με μένα να κάνεις κακό σ᾽ αυτόν που κάνει κακό σε μένα.

Εδώ ο οργισμένος Αχιλλέας, μ᾽ έναν ξένο ίσως προς τα σημερινά χριστιανικά ήθη τρόπο, εξισώνει κατά κάποιον τρόπο το «καλό» με αυτό που θεωρεί ο ίδιος ότι είναι σωστό και οφείλει να τηρεί ο γέροντας Φοίνικας: αντί δηλαδή να δείχνει ο γέροντας την εύνοιά του στον βασιλιά των Αχαιών, πρέπει να τον μισεί, επειδή είναι εχθρός του Αχιλλέα.

Όταν κάποιος παραβιάζει με τη συμπεριφορά του, ή με τα άκοσμα λόγια του, αυτό που θεωρείται καλόν, χαρακτηρίζεται από τους άλλους θρασύς και ξιπασμένος. Στην Οδύσσεια ο πανέμορφος στην όψη αλλά εριστικός στα λόγια Φαίακας Ευρύαλος αμφισβητεί τις αθλητικές ικανότητες του Οδυσσέα, για να εισπράξει από τον ήρωα την εξής απάντηση (θ 166):

Ξένε, δεν μας τα λες καλά [οὐ καλὸν ἔειπες]· φαίνεσαιμε το παραπάνω ξιπασμένος [ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας].

θα περίμενε κανείς οι αντίθετες συμπεριφορές και καταστάσεις, που δηλώνονται με το καλόν (δηλαδή η ασχήμια, η απρέπεια, το αταίριαστο), να αντιπροσωπεύονται με το κακόν. Ωστόσο, αυτό μάλλον δεν ισχύει. Το ουδέτερο κακόν (στον πληθυντικό κακά) χαρακτηρίζει στον Όμηρο κυρίως καταστάσεις, έργα και συμπεριφορές που προκαλούν ή συνοδεύουν συμφορές και βάσανα· προκαλούν ή επιτονίζουν τη δυστυχία, τη βλάβη, τον όλεθρο, το μοιραίο και τον θάνατο (συντελεσμένο ή ενδεχόμενο). Στον επίλογο της Ιλιάδας ο Αχιλλέας, δείχνοντας τη συμπόνια του για τον Πρίαμο, αναγνωρίζει ότι ο γέροντας πατέρας βάσταξε πολλές συμφορές (πολλὰ κακά, Ω 518), όπως ο θάνατος του γιου του, τον περιμένει όμως και άλλη συμφορά (κακὸν άλλο, Ω 551): προφανώς η άλωση της Τροίας. Στην Οδύσσεια, όταν ο νεαρός Τηλέμαχος συγκαλεί την πρώτη συνέλευση των κατοίκων της Ιθάκης, ομολογεί τη διπλή συμφορά (κακόν, β 45) που έπεσε στο σπιτικό του: ο πατέρας του, λέει, είναι νεκρός, ενώ οι μνηστήρες λεηλατούν ανενόχλητοι την περιουσία του οίκου και ρίχνονται στη μητέρα του.

Τελικά οι αντώνυμοι τύποι του καλός και του καλόν στον Όμηρο αντιπροσωπεύονται καταρχήν από τα επίθετα αἰσχρός και αἰσχρόν. Συγγενή, εξάλλου, είναι τα επίθετα ἀεικέλιος, -ίη, -ον και ἀεικής, -ής, -ές. Τα επίθετα αυτά χαρακτηρίζουν πρόσωπα, συμπεριφορές και καταστάσεις που ξεχωρίζουν για την ασχήμια τους και, εξ αποτελέσματος, για την ακοσμία, την ευτέλεια και την ακαταλληλότητά τους. Ειδικότερα:

Αν το καλός, όταν χρησιμοποιείται για πρόσωπα, αναφέρεται στην εξωτερική ομορφιά, το αἰσχρός -ειδικότερα ο υπερθετικός του βαθμός αἴσχιστος- αναφέρεται στην υπερβολική ασχήμια. Στην Ιλιάδα ο Θερσίτης, που τολμά να κατηγορήσει για απληστία τον βασιλιά Αγαμέμνονα και προτείνει να επιστρέψουν οι Αχαιοί στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από τον ποιητή αἴσχιστος: «ο πιο άσχημος» άνθρωπος που ήρθε στο Ίλιο (Β 216). Είναι στραβοκάνης και κουτσός, με γυρισμένους τους ώμους προς τα μέσα, με μακρουλό κεφάλι που έχει τρίχες αραιές (Β 217-219). Η άσχημη εξωτερική εμφάνιση του Θερσίτη επηρεάζει και το ήθος του. Τον συνοδεύουν έτσι αρνητικοί χαρακτηρισμοί, που αποκαλύπτουν την απρεπή και την υβριστική του συμπεριφορά και προκαλούν την απέχθεια ή τη νέμεσιν των άλλων. Είναι ἀμετροεπής (Β 210), που ξεστομίζει ἄκοσμα λόγια (Β 213), και δίχως λόγο ή αταίριαστα (οὐ κατὰ κόσμον, Β 214) τα βάζει με τους βασιλιάδες. Οι Αχαιοί τον θεωρούν φαφλατά και αχώνευτο, οργίζονται εναντίον του και τον περιγελούν, ενώ ο Οδυσσέας, ο οποίος τον ξυλοφορτώνει για τη στάση του απέναντι στον Αγαμέμνονα, τον χαρακτηρίζει υβριστή, «τον χειρότερο από τους Αχαιούς» και δειλό. Ο κακάσχημος λοιπόν Θερσίτης είναι ένας αντιήρωας, ο οποίος, επειδή απειλεί να διαλύσει την τάξη πραγμάτων του ιλιαδικού έπους, αμφισβητώντας τη βασιλική εξουσία και προτείνοντας την επιστροφή του στρατού στην Ελλάδα, τοποθετείται στην κατώτερη βαθμίδα του ηρωικού μεγαλείου.

Γενικότερα, η ασχήμια, ως εξωτερικό χαρακτηριστικό, προκαλώντας δυσάρεστη εντύπωση στους άλλους, χαρακτηρίζει τα πρόσωπα που δεν διαθέτουν κύρος, και δεν μπορούν να διεκδικήσουν κάποια τιμή. Στην ακτή της Σχερίας, εξαθλιωμένος από τις περιπλανήσεις του, ο Οδυσσέας, έπειτα από την εξωραϊστική παρέμβαση της θεάς Αθηνάς, λάμπει ξαφνικά από ομορφιά και χάρη μπροστά στη Ναυσικά· έκπληκτη η πριγκίπισσα ομολογεί στις φίλες της ότι, ενώ λίγο πριν ο ξένος τής φαινόταν άσχημος (ἀεικέλιος, ζ 242), τώρα αυτός μοιάζει ισόθεος, ονειρικός σχεδόν γαμπρός. Μόλις πάλι ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, η θεά Αθηνά, για να κρατήσει αγνώριστη την ταυτότητά του από τους μνηστήρες και τους δικούς του, τον παραμορφώνει σε γέροντα ζητιάνο, έτσι ώστε ο προστατευόμενος ήρωάς της να φαίνεται άσημος και άσχημος (ἀεικέλιος, ν 402).

Μια πράξη που, επειδή φαίνεται «άσχημη», προκαλεί την έντονη αποδοκιμασία των άλλων και δείχνει την έλλειψη αἰδοῦς από την πλευρά του δράστη θεωρείται κάτι το αἰσχρόν ή ἀεικές «ευτελές, ατιμωτικό, φριχτό και αποκρουστικό». Έτσι, αν η προτροπή αἰδώς, Ἀργεῖοι προτρέπει τους πολεμιστές να παραμείνουν στο πεδίο της μάχης, η ενδεχόμενη εγκατάλειψη του πολέμου και η επιστροφή στην Ελλάδα, γενικότερα ο φυγόμαχος νόστος, λένε οι Αγαμέμνονας και Οδυσσέας, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τις επόμενες γενιές αἰσχρόν: άσχημο, αποκρουστικό και ατιμωτικό πράγμα, επειδή θα έδειχνε τη δειλία και την ανικανότητα των Αχαιών (Β 119, 298). Γι᾽ αυτό και τα άσχημα ή ταπεινωτικά λόγια (τα αἰσχρὰ ἔπεα) χρησιμοποιούνται συχνά σε προσβολές, όπως αυτή που απευθύνει ο Έκτορας εναντίον του Αλεξάνδρου, καθώς βλέπει τον αδελφό του να το βάζει στα πόδια έντρομος, όταν του επιτίθεται ο Μενέλαος (Γ 38-45):

Ο Έκτορας τότε, άμα τον είδε, τον μάλωσε με ταπεινωτικά λόγια [αἰσχροῖς ἐπέεσσιν]: «Παλιοπάρη, πανέμορφε στην όψη, ξετρελαμένε με τις γυναίκες, απατεώνα! Μακάρι να μην είχες γεννηθεί ή να είχες χαθεί ανύπαντρος. Θα το ήθελα αυτό και θα ήταν πολύ συμφερότερο παρά να είσαι έτσι ντροπιασμένος και να σε στραβοκοιτάζουν οι άλλοι· εξάπαντος θα ξεκαρδίζονταν οι μακρομάλληδες Αχαιοί, που έλεγαν πως είσαι παλληκάρι από τα πρώτα, γιατί έχεις όμορφη όψη, ούτε δύναμη όμως ούτε κουράγιο βρίσκεται μέσα σου».

Ο Έκτορας προσβάλλει εδώ τον Πάρη, γι᾽ αυτό και τα αἰσχρά λόγια του προκαλούν στον αποδέκτη τους τον εξευτελισμό, την ταπείνωση.

Οι καταστάσεις που προκύπτουν από τις «άσχημες», τις φριχτές και αποκρουστικές πράξεις (τα ἀεικέα ἔργα) αποτελούν αἶσχος. Στην οδυσσειακή «Μεγάλη Νέκυια» ο Αγαμέμνονας, προειδοποιώντας τον Οδυσσέα για το άπιστο φύλο των γυναικών, του διηγείται πώς η Κλυταιμνήστρα, σχεδιάζοντας με τον Αίγισθο το ανόσιο έργο (ἔργον ἀεικές, λ 429) της δολοφονίας του, βυθίστηκε η ίδια στην ντροπή, στο αἶσχος (λ 433), εξευτελίζοντας παράλληλα και το γένος όλων των γυναικών. Εξάλλου, τα αίσχη των μνηστήρων (αἴσχεα, α 229) για τη θεά Αθηνά που τους βλέπει να λεηλατούν την περιουσία του Οδυσσέα, θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τη νέμεσιν ενός συνετού ανθρώπου.

Η κυριολεκτική ενέργεια της ασχήμιας, κατ᾽ επέκταση της προσβολής και της ατίμωσης, χρησιμοποιείται στην Ιλιάδα σε σκηνές όπου το σώμα του νεκρού πολεμιστή παραμορφώνεται και ατιμάζεται από την εκδικητική οργή του αντιπάλου του. Οι ενέργειες της σωματικής κακοποίησης και της ατίμωσης του νεκρού δηλώνονται με το ρήμα αἰσχύνω και το συγγενές του ἀεικίζω «ασχημίζω, ντροπιάζω, παραμορφώνω, ευτελίζω, προσβάλλω κάποιον», από όπου πήραν το όνομά τους και τα σχετικά επεισόδια ως σκηνές αικισμού. Αντιπροσωπευτικά είναι τα φριχτά έργα (ἀεικέα ἔργα, Χ 395) που ετοιμάζει και πραγματώνει ο Αχιλλέας στον εξοντωμένο Έκτορα: μαινόμενος ο Αχαιός, ντροπιάζοντας τον αντίπαλό του, τον σέρνει, δεμένο πίσω από το άρμα του, γύρω από τον τάφο του φίλου του Πατρόκλου για έντεκα μέρες. Όμως, καθώς ο Απόλλωνας προστατεύει το σώμα του νεκρού, ο Ερμής πληροφορεί τον γέροντα Πρίαμο ότι ο άσπλαχνος Αχιλλέας δεν μπόρεσε τελικά να «ασχημίσει» (αἰσχύνει, Ω 418) το σώμα του αντιπάλου του· μπορεί μάλιστα ο ίδιος ο γέροντας πατέρας να πάει να θαυμάσει πόσο δροσερό κείτεται το σώμα του γιου του και πως, προστατευμένο από τους θεούς, δεν είναι καθόλου λερωμένο (Ω 417-421).

Από την ενέργεια της σωματικής παραμόρφωσης προκύπτει μεταφορικά το δημόσιο ντρόπιασμα και η ατίμωση, που κινδυνεύει να υποστεί ο πολεμιστής, αν δείξει δειλία στη μάχη. Έτσι, περήφανος ο λύκιος Σαρπηδόνας λέει στον Διομήδη ότι ο πατέρας του Ιππόλοχος τον συμβούλεψε όχι μόνο να είναι άριστος και ανώτερος στη μάχη, αλλά και να μην ντροπιάσει τη γενιά των προγόνων του (Ζ 209). Γι᾽ αυτό κάθε ενέργεια του ἀγαθοῦ και ἀρίστου, όσο και να θεωρείται κακόν, όπως ο θάνατος, μπορεί να είναι για τον ίδιο και για τους άλλους όμορφο, έντιμο, φυσικό και κατάλληλο, εφόσον ανταποκρίνεται στην τάξη και στον κόσμο του ηρωικού ιδεώδους. Λέει λοιπόν ο ήρωας της αἰδοῦς Έκτορας παροτρύνοντας τους συμπολεμιστές του (Ο 494-497):

Πολεμάτε λοιπόν κοντά στα καράβια όλοι μαζί κι όποιος από σας χτυπημένος από μακριά ή από κοντά βρει το θάνατο και το γραφτό του, ας πεθάνει· δεν είναι άσχημο [οὐ … ἀεικές] γι᾽ αυτόν να πεθάνει υπερασπίζοντας την πατρίδα του.

Ο ευκολότερος τρόπος να αποτύχεις είναι να μην προσπαθήσεις. Η δυσκολία του εμποδίου δίνει αξία στη νίκη

Αν δεν υπήρχαν τα εμπόδια, δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Χωρίς εξέλιξη δεν θα υπήρχε πρόοδος και χωρίς πρόοδο δεν θα υπήρχε ζωή.

Ζούμε όλοι μέσα σε έναν ασφαλή κύκλο που λέγεται κύκλος βολικότητας. Εκεί μέσα όλα είναι εύκολα και απλά. Συναντάμε τους ανθρώπους που ήδη ξέρουμε, πίνουμε καφέ και μιλάμε για την κρίση, για τα γεγονότα, για τους άλλους, δουλεύουμε πάνω σε αυτό που μας είναι οικείο, βλέπουμε τηλεόραση. Δεν υπάρχει όμως τίποτα σπουδαίο που να είναι βολικό. Τα σπουδαία θέλουν κόπο και βρίσκονται έξω από τον κύκλο βολικότητάς μας. Εκεί που κρύβονται οι φόβοι, οι απογοητεύσεις, οι δυσκολίες, εκεί βρίσκονται το μεγαλείο, η ευτυχία, η ολοκλήρωση.

Οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν ένα βήμα έξω από τον κύκλο βολικότητάς τους, αντιμετωπίζουν το δύσκολο, την άρνηση, τον φόβο, κι έπειτα κάνουν δύο βήματα πίσω. Οι οραματιστές, οι καλλιτέχνες της ζωής, φεύγουν μακριά από τον κύκλο τους, εκεί όπου τα εμπόδια είναι πολλά, εκεί όπου η αποτυχία καραδοκεί, αλλά η ανταμοιβή είναι τεράστια. Πρώτα απομακρύνονται κι έπειτα σπάνε, διαλύουν, καίνε τις γέφυρες ανάμεσα στον απέραντο κύκλο του άβολου, που όμως προσφέρει απεριόριστες ευκαιρίες για ανάπτυξη και πρόοδο, και στον τόσο μικρό κύκλο του βολικού.

Τόσο μικρή έχει γίνει, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, αυτή η καθημερινή μας φυλακή, καθώς όλα είναι στάσιμα και συνεχώς επαναλαμβανόμενα. Κανένα περιθώριο ανάπτυξης. Οι σπουδαίοι, οι καλλιτέχνες, οι οραματιστές, εκπαιδεύονται καθημερινά στο να κάνουν βολικό το άβολο. Βολικό το άβολο σημαίνει ότι πιέζουν τον εαυτό τους να υπερνικούν εμπόδια. Και από ένα σημείο και έπειτα τους γίνεται συνήθεια. Η κοινωνία, το σχολείο και το οικογενειακό μας περιβάλλον έχουν επηρεάσει σε καταλυτικό βαθμό την ποιότητα της ζωής μας.

Κάποιος που έχει δεχτεί βία από τους γονείς του είναι πολύ πιο εύκολο να ασκήσει βία στα παιδιά του. Του είναι κάτι φυσικό. Αυτή είναι η μία μετάφραση. Μπορεί επίσης να μην ασκήσει ποτέ βία, γιατί δεν θέλει το παιδί του να νιώσει όπως ένιωθε εκείνος. Αυτή είναι η άλλη μετάφραση, που μετατρέπει το εμπόδιο σε ευκαιρία και πλεονέκτημα, και εξαρτάται από την ιστορία που έχει στο μυαλό του. «Η βία είναι κάτι φυσικό» ή «Η βία είναι ό,τι χειρότερο». Οι αρχές με τις οποίες γαλουχηθήκαμε έχουν δημιουργήσει στο μυαλό μας την ιστορία για το τι είναι εφικτό και τι όχι, τι είμαστε ικανοί να κάνουμε και τι όχι, τι είναι καλό και τι δεν είναι.

Σε κάθε περίπτωση, όσο δύσκολο κι αν είναι, μπορούμε να αλλάξουμε τον προγραμματισμό μας. Από την παιδική μας ηλικία, λοιπόν, μάθαμε ότι είναι λάθος να κάνουμε λάθος. Οποιοδήποτε λάθος ήταν πάντα κατακριτέο. Λάθος στην ορθογραφία, στο διαγώνισμα, χαμηλοί βαθμοί στα μαθήματα, ήταν συνώνυμα με την αποτυχία. Αμφιβάλλω αν κάποιος σου είπε όταν ήσουν μικρός τα παρακάτω λόγια: «Ευτυχώς που δεν έγραψες καλά στο διαγώνισμα γιατί τώρα ξέρεις πού χρειάζεσαι βοήθεια και είμαι σίγουρος ότι με αυτήν την εμπειρία είσαι έτοιμος στο επόμενο να γράψεις άριστα. Άλλωστε, το λάθος δεν είναι παρά μέρος του σωστού».

Αν όχι, πιθανότατα να είσαι στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι το σφάλμα πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία. Ότι είναι απαράδεκτο να αποτύχεις, πεποίθηση που ενισχύθηκε ιδιαίτερα από την κοινωνία, το σχολείο, την οικογένεια. Μας μεγάλωσαν για να μην αποτύχουμε.

Και, για να μην αποτύχουμε, προσπάθησαν να βγάλουν από τον δρόμο μας τα εμπόδια. Ξέχασαν να μας πουν ότι δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς εμπόδια.

Σε μια γιορτή στον παιδικό σταθμό του Γρηγόρη, άκουσα μια μαμά να λέει στο δυόμισι ετών παιδί της, το οποίο αγχώθηκε αρκετά και έφυγε από τη σκηνή πριν τελειώσει η παράσταση της τάξης του: «Μα είσαι άντρας εσύ;». Στο μυαλουδάκι του, αποτυχία σημαίνει πόνος, και θα κάνει ό,τι μπορεί στο μέλλον για να αποφύγει την πηγή αυτού του πόνου.

Ο ευκολότερος τρόπος να αποφύγεις το σφάλμα είναι να μην προσπαθήσεις. Ο γνωστός φόβος της αποτυχίας έρχεται και εδώ να παγώσει κάθε δημιουργικό κύτταρο. Αν η αποτυχία όμως είναι κάτι κακό, τότε το εμπόδιο είναι η μητέρα όλων των κακών. Αφού εμπόδιο που δεν ξεπερνιέται, οδηγεί στην αποτυχία. Η πλειονότητα των ανθρώπων που παρακολουθούν τα σεμινάρια του Ανθρώπου στο ΝηΣί, όταν μετά ρωτούνται τι ξεχώρισαν, αναφέρονται στη διδασκαλία υπερνίκησης εμποδίων.

Πάνω στη σκηνή παρουσιάζεται η διαδρομή ενός μέσου ανθρώπου και ενός οραματιστή, ενώ τα εμπόδια συμβολίζονται με μία ή περισσότερες καρέκλες. Η οπτική εμπειρία βοηθά τους συμμετέχοντες να ταυτίζονται με όσα βλέπουν. Έτσι το μήνυμα εντυπώνεται στη συνείδηση και είναι πιο εύκολο να ξεπεράσουν τα δικά τους εμπόδια.

Ξέρεις κάποιον που πέτυχε κάτι σπουδαίο χωρίς να συναντήσει εμπόδια; Ο μόνος τρόπος να σε νικήσει ένα εμπόδιο είναι να το αφήσεις να σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να αποτύχεις είναι να τα παρατήσεις. Ο μόνος που μπορεί να σε νικήσει είσαι εσύ. Δεν πειράζει να αποτύχεις, γιατί το να αποτύχεις είναι ο μοναδικός τρόπος για να πετύχεις. Κανένας μυς δεν μεγαλώνει χωρίς αντίσταση. Καθώς η πεταλούδα παλεύει να σπάσει το κουκούλι, προετοιμάζεται για να πετάξει. Αν κάποιος άλλος ανοίξει το κουκούλι για αυτήν, δηλαδή απομακρύνει το εμπόδιο από τον δρόμο της, δεν τη βοηθά, αλλά τη σκοτώνει καθώς δεν θα έχει δυναμώσει αρκετά ώστε να μπορέσει να πετάξει.

Αν δεν υπήρχαν τα εμπόδια, δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Χωρίς εξέλιξη δεν θα υπήρχε πρόοδος και χωρίς πρόοδο είτε δεν θα υπήρχε ζωή είτε δεν θα είχε αξία η ζωή. Η δύναμη του αντιπάλου δίνει αξία στον νικητή. Η δυσκολία του εμποδίου δίνει αξία στη νίκη. Γιατί να αγωνιστείς, αν δεν έχεις κάποιον να συναγωνιστείς; Αν δεν υπάρχει ένα εμπόδιο να ξεπεράσεις; Τι νόημα έχει να κλοτσήσεις την μπάλα σε ένα άδειο τέρμα; Χωρίς κόλαση δεν έχει νόημα ο παράδεισος. Θα ήταν εξαιρετικά βαρετός. Χωρίς δυστυχία δεν θα είχε αξία η ευτυχία. Χωρίς το κακό, κανείς δεν θα αναγνώριζε το καλό.

Χωρίς τα εμπόδια, δεν θα υπήρχαν σπουδαίες πράξεις, εκπληκτικά αποτελέσματα, αριστουργηματικά επιτεύγματα. Δεν θα υπήρχαν, γιατί κανείς δεν θα πάσχιζε να κατορθώσει το οτιδήποτε. Όλοι θα κατάφερναν ακριβώς τα ίδια. Ένα ολυμπιακό μετάλλιο έχει αξία λόγω της δυσκολίας των εμποδίων που πρέπει να ξεπεράσει κάποιος για να το κατακτήσει. Τα εμπόδια ξεχωρίζουν τους νικητές από τους μη νικητές, τους ερασιτέχνες από τους επαγγελματίες, τους καλλιτέχνες από όσους δοκιμάζουν την τύχη τους, τους πετυχημένους από εκείνους που έχουν συμβιβαστεί.

Το εμπόδιο δεν είναι αποτυχία, αλλά προετοιμασία για τη νίκη. Η αποτυχία δεν είναι εμπόδιο, αλλά προετοιμασία για τη νίκη. Οι τελευταίες δύο φράσεις μπορούν να αλλάξουν εντελώς την ιστορία στο μυαλό σου για το τι σημαίνει επιτυχία, νίκη, για το πώς φτάνεις σε αυτή, τι συναντάς στην πορεία, πώς αντιδράς στα εμπόδια, και τελικά να αλλάξει εντελώς τα αποτελέσματά σου. Όταν κάτι δεν πάει καλά, οι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν θα πηγαίνει καλά για πάντα. Όταν κάτι πάει καλά, νομίζουν ότι θα πηγαίνει καλά για πάντα. Αυτό φυσικά δεν ισχύει.

Τα πάντα κινούνται σε κύκλους. Κάνουν μια διαδρομή και επιστρέφουν. Μετά την ύφεση υπάρχει η ανάπτυξη, μετά την καταιγίδα η νηνεμία, μετά τη νύχτα η μέρα, μετά τον χειμώνα η άνοιξη.

Η λύση σε κάθε εμπόδιο είναι να συνεχίσεις. Ο ευκολότερος τρόπος να μην πετύχεις είναι να μην προσπαθήσεις. Ο πιο σίγουρος τρόπος να αποτύχεις είναι να τα παρατήσεις στην πρώτη αποτυχία ή στο πρώτο εμπόδιο. Ή στο δεύτερο ή στο τρίτο ή στο χιλιοστό.

Το απόφθεγμα που άνοιξε αυτό το κεφάλαιο είναι: Η διαφορά επιτυχημένου και αποτυχημένου είναι ότι, ενώ ο αποτυχημένος στην πρώτη αποτυχία τα παράτησε, ο επιτυχημένος στην εκατοστή αποτυχία προσπάθησε άλλη μια φορά.

Αν κάποιος κάνει πράξη το νόημα αυτής της φράσης, έχει βάλει τις βάσεις της προσωπικής του επιτυχίας. Αντί να ενοχλείσαι, να αγχώνεσαι, να αποθαρρύνεσαι όταν συναντάς ένα εμπόδιο, θα πρέπει να χαίρεσαι καθώς είναι δείγμα πρώτον ότι είσαι στον σωστό δρόμο, καθώς δρόμος προς την επιτυχία χωρίς εμπόδια δεν υπάρχει, και δεύτερον ότι διαφέρεις. Αν συνεχίσεις, τότε κάνεις κάτι διαφορετικό, άρα μπορείς να έχεις και διαφορετικό αποτέλεσμα. Για να έχεις κάτι διαφορετικό, πρέπει να κάνεις κάτι διαφορετικό, εκτός κι αν ζεις στην Παραμυθοχώρα.

Οι πολλοί έχουν τα αποτελέσματα των πολλών, γιατί κάνουν ό,τι κάνουν οι πολλοί. Τις περισσότερες φορές τίποτα σπουδαίο. Τίποτα και πολλή τηλεόραση. Φαντάσου να ζούσαμε σε έναν κόσμο στον οποίο όλοι θα χαίρονταν με τα εμπόδια, θα γελούσαν στην αποτυχία, θα συνέχαιραν ο ένας τον άλλον γνωρίζοντας ότι ήρθαν ένα βήμα πιο κοντά στον στόχο τους. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, γεμάτος σπουδαία επιτεύγματα και ευτυχισμένους ανθρώπους.

Οι περισσότεροι στα εμπόδια κάνουν πίσω και έπειτα επιθυμούν να έχουν τα αποτελέσματα των λίγων. Παρατούν το γυμναστήριο, τη σχέση τους, την κιθάρα, τη διατροφή. Θέλουν άμεσα αποτελέσματα για κάτι που χτίζεται και κερδίζεται με τον χρόνο. Ρίχνουν το φταίξιμο για τις αποτυχίες τους πάντα σε κάποιον άλλο. Φταίει η κρίση, ο πρωθυπουργός, οι γονείς, η εποχή, ο σύντροφος, η θάλασσα που έχει πολύ αλάτι, ο ουρανός που είναι πολύ μπλε.

Παίρνω τη ζωή στα χέρια μου σημαίνει αναλαμβάνω την ευθύνη της: Το πρώτο βήμα για αριστουργηματικά αποτελέσματα.

Πρόταση: Δεν είναι εύκολο να φτάσεις ψηλά γιατί τα εμπόδια καραδοκούν. Τα εμπόδια που σε σταματούν είναι όμως ταυτόχρονα συστατικά νίκης. Όλες οι δυσκολίες είναι δώρα, φτάνει να εκμεταλλευτείς την εμπειρία που σου αφήνουν. Το μάθημα αυτό είναι δωρεάν και ταυτόχρονα το ακριβότερο που θα σου δοθεί στη ζωή σου. Η φιλοσοφία σου απέναντι στο εμπόδιο ορίζει τη στάση σου. Έπειτα οι πράξεις σου ορίζουν τα αποτελέσματά σου. Λέγοντας φιλοσοφία, εννοώ αν θεωρείς ότι το εμπόδιο είναι η δικαιολογία σου για να σταματήσεις ή το κίνητρό σου για να συνεχίσεις.

Και πάλι, η ιστορία στο μυαλό σου για το εμπόδιο ευθύνεται για το αν θα το ξεπεράσεις και τελικά θα πετύχεις. Σκέψου για λίγο πριν προχωρήσεις την ανάγνωση: Ποια είναι για σένα τα σημαντικότερα εμπόδια στη ζωή σου; Υπάρχουν άνθρωποι που έχασαν τους γονείς τους, που δεν ακούν, που δεν έχουν χέρια, που έχασαν την περιουσία τους, που δεν βλέπουν, που φοβούνται, που προδόθηκαν, και για όλους αυτούς τους λόγους καταστράφηκαν. Και άνθρωποι που πέρασαν ακριβώς τα ίδια και χρησιμοποίησαν τους ίδιους λόγους για να ζήσουν μια ζωή γεμάτη νόημα.

Αυτό που διαφοροποιεί τους μεν από τους δε, είναι η στάση τους απέναντι στο εμπόδιο. Όταν δουλεύω σε προσωπικό επίπεδο με κάποιον, το πρώτο που με ενδιαφέρει είναι να ανακαλύψω τι είναι αυτό που πραγματικά επιθυμεί. Γιατί ήρθε σε εμένα; Ποιος είναι ο στόχος και το όραμά του; Έπειτα αφιερώνω όσο χρόνο χρειάζεται για να του αποδείξω ότι κάθε εμπόδιο που έρχεται στον δρόμο του είναι ευεργετικό και τον προετοιμάζει να πετύχει τους στόχους του. Σκέψου ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχασαν τους γονείς τους και αυτό τους ώθησε να δημιουργήσουν μια δεμένη οικογένεια. Άνθρωποι χωρίς χέρια ζωγραφίζουν καταπληκτικά, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.

Άλλοι κατάφεραν να γίνουν σπουδαίοι ομιλητές επειδή τους κυρίευε ο φόβος κάθε φορά που ανέβαιναν στη σκηνή. Άλλοι εξελίχθηκαν σε σπουδαίους μουσικούς γιατί δεν άκουγαν καλά ή γιατί ήταν κουφοί. Κι άλλοι έχασαν την περιουσία τους, γεγονός που αποτέλεσε το κίνητρο όχι μόνο για να την κερδίσουν πίσω, αλλά για να δημιουργήσουν ολόκληρες αυτοκρατορίες.

Τώρα ήρθε η ώρα να σκεφτείς με ποιον τρόπο τα δικά σου εμπόδια μπορούν να αποτελέσουν κίνητρα δράσης, ευκαιρίες ζωής.

Αφιέρωσε όσο χρόνο χρειάζεται, για να καταγράψεις τις ευεργετικές συνέπειες των εμποδίων στη ζωή σου αλλά και το πώς μπορείς να τα εκμεταλλευτείς στο άμεσο μέλλον. Είναι στο χέρι σου να αποφασίσεις σήμερα, τώρα, ότι δεν θα αποφεύγεις τον δρόμο της επιτυχίας για να μη συναντήσεις εμπόδια. Και πως όταν τα συναντάς, θα χαίρεσαι, σαν να συνάντησες έναν φίλο που επιθυμεί να σε δυναμώσει.

Φόβος

Αν έχει κύματα το ταξίδι;
Θα δροσιστούμε.
Αν έχει τέρατα;
Θα τα αγαπήσουμε.
Κι αν έρθει η Σειρήνα;
Θα της τραγουδήσουμε.

Αποφθέγματα:

Τα μεγάλα «θέλω» είναι φοβιστικά, γιατί κρύβουν πίσω τους οδυνηρά «όχι». Μόνο που το «όχι» είναι προϋπόθεση του «ναι». Η αποτυχία, προϋπόθεση της επιτυχίας.

Πολύς κόσμος μπερδεύει την έλλειψη προσπάθειας ή την ελάχιστη προσπάθεια με την αποτυχία. Δεν είναι παρά δικαιολογίες για να μην προσπαθήσουμε. Δικαιολογίες για να μην πετύχουμε.

Αποτυχία + Αποτυχία + Αποτυχία = 3 x Αποτυχία = Επιτυχία3 .

Το ωραίο με τα άσχημα πράγματα είναι ότι, χωρίς αυτά, δεν θα χαιρόμασταν ποτέ που επιτέλους τελείωσαν.

Τα «όχι» αποτελούν τα χνάρια στον δρόμο τού «ναι».

Όταν αυτοί που δεν μπορούν πλέον να σε αντιμετωπίσουν με επιχειρήματα, καταφεύγουν στις πέτρες, η δικαίωση είναι κοντά.

Το επόμενο στάδιο είναι να σου ζητήσουν συγγνώμη και να σε ακολουθήσουν.

Μην περιμένεις να υποχωρήσει το κύμα για να πατήσεις στην ακτή. Κολύμπα.

Όταν σου λένε πως κάτι δεν γίνεται με τίποτα, είναι ένα καλό σημάδι πως πρέπει να το κάνεις να συμβεί.

Υπάρχουν κάποιες μέρες που όλα σου φαίνονται μάταια. Και το ότι όλα είναι μάταια λοιπόν, μάταιο είναι, οπότε σήκω και κάνε τα πράγματα να αποκτήσουν λόγο ύπαρξης.

Μοναξιά ή δέσμευση;

Ο απόηχος της παράδοσης δεν έχει σβήσει. Στο παρελθόν η δέσμευση σε μία σχέση κρατούσε για πάντα υπό τα ιερά δεσμά του γάμου. Ήταν ένα συμβόλαιο με όρους που έπρεπε να τηρηθούν απαρέγκλιτα εφ’ όρου ζωής. Αυτή η αναμφισβήτητη σταθερότητα από την μία ήταν πηγή ασφάλειας, ενώ από την άλλη ισοδυναμούσε με καταναγκαστική αφοσίωση. Οι κανόνες του παιχνιδιού στο πεδίο των σχέσεων άλλαξαν χωρίς να ακυρώσουν τους παλιότερους κανόνες. Τώρα πια αναζητούμε την ασφάλεια χωρίς τους καταναγκασμούς του παρελθόντος. Καθένας μπορεί να αναρωτηθεί: «ποιο είναι το νόημα να δεσμευτώ σε μία σχέση όταν περιορίζεται η ελευθερία μου;». Σε έναν κόσμο όπου η ανεξαρτησία αποθεώνεται και η εξάρτηση είναι ταμπού, οι σχέσεις είναι ευχή και κατάρα.

Μία σχέση έχει πλέον την φιλοδοξία να υπηρετεί ταυτόχρονα δύο κώδικες: από τη μία η ασφάλεια της δέσμευσης και από την άλλη, η ελεύθερη διάθεση του εαυτού. Η βασική επιδίωξη είναι να είμαστε «ελεύθεροι μαζί». Καθώς η μοναξιά στοιχειώνει την ύπαρξη, αυξάνεται η λαχτάρα για την ασφάλεια της συνύπαρξης. Άνδρες και γυναίκες αναζητούν διακαώς την συντροφικότητα ως αντίδοτο στην μοναχική συνείδηση. Η μοναξιά γεννά ανασφάλεια και μία σχέση μοιάζει πολλά υποσχόμενη ώστε να καλύψει αυτό το κενό. Για να φέρει, όμως, η σχέση την αναμενόμενη ικανοποίηση, αρκεί να μην είναι τροχοπέδη στην ελευθερία έκαστου παρτενέρ. Θέλουμε να έρθουμε κοντά, όχι όμως ασφυκτικά κοντά. Γιατί τότε η αφοσίωση φλερτάρει επικίνδυνα με την καταπίεση. Χρειάζονται κάποιες αποστάσεις ασφαλείας για να γλιτώσει κανείς από τις παρενέργειες μία σχέσης που από καταφύγιο μεταλλάσσεται σε εγκλεισμό. Είναι σαν να παίζουμε με την φωτιά. Όσο καθόμαστε κοντά της μας ζεσταίνει. Αν όμως δεν κρατήσουμε τις ασφαλείς αποστάσεις κινδυνεύουμε να καούμε.

Ακροβατώντας, μεταξύ της ανάγκης για ασφάλεια και της επιθυμίας για ελευθερία αναζητείται μία ισορροπία ανάμεσα στο συνδέομαι και αποσυνδέομαι. Σε μία προσπάθεια να τετραγωνιστεί ο κύκλος των συγκρουόμενων επιθυμιών συνάπτονται υβριδικές σχέσεις που αντιστέκονται στην σταθερότητα του χθες. Πρόκειται για τις «σχέσεις τσέπης», του είδους εκείνου που μπορεί κανείς να βγάζει όποτε χρειάζεται, αλλά να καταχωνιάζει βαθιά όταν του είναι πλέον άχρηστες. Στις σχέσεις τσέπης συσφίγγονται οι δεσμοί και συγχρόνως κρατούνται χαλαροί, ώστε να μπορούν να λυθούν πάλι χωρίς πολλή καθυστέρηση αν χρειαστεί. Οι σχέσεις τσέπης γεφυρώνουν το χάσμα που υπάρχει στο δίλημμα «μένω ή φεύγω;». Δεν χρειάζεται να διαλέξω ή να πάρω θέση αφού μπορώ να κάνω και τα δύο ανάλογα με τις διαθέσεις της στιγμής. Όλο αυτό το πηγαινέλα μου επιτρέπει να έχω και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Εκπληρώνω την επιθυμία να έχω μία συντροφιά χωρίς τις υποχρεώσεις μίας σταθερής σχέσης που σκοντάφτουν πάνω στην ελευθερία μου. Είναι σαν να πίνω καφέ χωρίς καφεΐνη ή μπύρα χωρίς αλκοόλ.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΣΕΠΗΣ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ Ή ΜΟΝΗ.

Μου επιτρέπεται έτσι να είμαι «πάνω στον φράχτη» και δεν πατάω με τα δύο πόδια στο στέρεο έδαφος της μίας ή της άλλης πλευράς, είτε της μοναξιάς είτε της δέσμευσης. Γιατί όταν δεσμεύομαι σε μία σχέση κλείνω την πόρτα σε άλλους ευχάριστους ρομαντικούς δεσμούς ενδεχομένως πιο συναρπαστικούς από αυτόν που βιώνω στο παρόν. Περιμένω ότι ο επόμενος παρτενέρ που θα μου χτυπήσει το κουδούνι είναι πιο πολλά υποσχόμενος από αυτόν που ήδη βρίσκεται μπροστά μου. Οι σχέσεις τσέπης μου δίνουν την ευκαιρία να μην λέω όχι στην συσσώρευση πολλαπλών ανέμελων εμπειριών. Χάρη στο χαλαρό πνεύμα που τις διαπνέει μπορώ να ξεφορτωθώ ελαφρά τη καρδία τον παρτενέρ μόλις εκείνος αρχίσει να μου γίνεται βάρος, ώστε να κυνηγήσω χωρίς περισπασμούς το επόμενο ειδύλλιο.

Στις σχέσεις τσέπης δεν χρειάζεται να κοπιάσω ή να αφιερώσω τον πολύτιμο χρόνο μου. Γλιτώνω να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες που αναπόφευκτα προκύπτουν στη δημιουργία και την διατήρηση μίας κανονικής σχέσης. Σε μία σταθερή συναισθηματική δέσμευση αυξάνεται το ρίσκο να βιώσω τον πόνο αν επέλθει η διακοπή της. Στις σχέσεις τσέπης, από την άλλη, αποφεύγω να επενδύω συναισθηματικά και αυτό μου μετριάζει την οδύνη της απώλειας.

Η απώλεια μίας σχέσης είναι μία εμπειρία θανάτου «δεύτερου βαθμού», η οποία συχνά μετατρέπεται σε συχνά επαναλαμβανόμενο και απείρως επαναλήψιμο συμβάν. Όταν αντιστέκομαι σθεναρά στα μακρόπνοα σενάρια το πέρασμα στην διακοπή της σχέσης γίνεται ανεμπόδιστα και δίχως δεύτερη σκέψη. Αλώβητος – η από τις αγιάτρευτες πληγές ενός επώδυνου χωρισμού μπορώ να προχωρήσω παρακάτω στην δημιουργία μίας νέας σχέσης καταδικασμένη να έχει την ίδια κατάληξη με τις προηγούμενες. Αντί να συνάπτω μία σταθερή σχέση με έναν παρτενέρ, διατηρώ σταθερή σχέση με την εμπειρία θανάτου δευτέρου βαθμού. Μόνο που στις σχέσεις τσέπης ακόμα και αυτή γλιστράει από πάνω μου, χωρίς να την βιώνω με ιδιαίτερο συναισθηματικό κόστος.

Οι σχέσεις τσέπης έχουν παρόμοια δράση με ένα παυσίπονο. Ανακουφίζουν τις παρενέργειες μίας σταθερής συναισθηματικής δέσμευσης. Η ανακούφιση που προσφέρουν είναι μάλιστα διπλή: τόσο όσο βρίσκομαι εντός σχέσης, όσο βρίσκομαι και εκτός της. Όσο είμαι μέσα σε μία σχέση τσέπης και για όσο αυτή διαρκεί, έχω μία διέξοδο στην ταλάντευση που με ταλανίζει μεταξύ της ανάγκης μου για ασφάλεια και τον διακαή μου πόθο για την προσωπική μου ελευθερία. Όταν πάλι είμαι εκτός της σχέσης το συναισθηματικό κόστος υπολογίζεται από μηδαμινό έως αμελητέο. Η ζημιά δεν είναι δα και τόσο μεγάλη. Στο παρελθόν η δέσμευση σε μία σχέση διαρκούσε «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Στην ρευστή μοντέρνα ζωή τηρούνται αντίστοιχα με ευλάβεια οι απειράριθμοι κύκλοι «θανάτου – αναγέννησης – θανάτου». Αυτή η αέναη επανάληψη ενισχύει την ανθεκτικότητα στον βαθύ πόνο. Το πιτσίλισμα γίνεται πιο ασφαλές από ό,τι το κολύμπι στα βαθιά νερά. Οι σχέσεις τσέπης λειτουργούν επιπλέον και σαν συμπλήρωμα διατροφής. Ενισχύουν μεν τις ελλείψεις του οργανισμού, λειτουργούν δε ως υποκατάστατα. Από την άλλη, έχουμε τους καλούς σεφ οι οποίοι επιμένουν, ότι για να γίνει νόστιμο ένα φαγητό είναι απαραίτητη η ποιότητα των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν κατά την ετοιμασία του. Γιατί τα πράγματα να μην είναι ίδια και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων;

Αγάπησε τους άλλους, αφού αγαπήσεις εσένα

Συχνά μπερδευόμαστε . . .

Συχνά θεωρούμε ότι αν αγαπάμε κάποιον, πρέπει να μένουμε στη σχέση, ακόμα και αν νιώθουμε ότι δεν είμαστε καλά. . .

Συχνά ταυτίζουμε την αγάπη με την αυτοθυσία, με την παροχή μόνιμης βοήθειας στους άλλους, με την ανοχή που αγγίζει τα όρια των δικών μας αντοχών. . .

Συχνά μπερδευόμαστε και θεωρούμε ότι αν αγαπάμε κάποιον, θα πρέπει να κάνουμε αυτό που μας λέει ή αυτό που μας συμβουλεύει, ακόμα και αν η πρότασή του μας προκαλεί άγχος ή ταραχή.

Συχνά θεωρούμε ότι αν αγαπάμε κάποιον, πρέπει να τον αγαπάμε με τον τρόπο που μας λέει ότι μας αγαπάει αυτός, που μας το δείχνει αυτός , ακόμα και αν εμείς δεν έχουμε μάθει να δείχνουμε την αγάπη μας με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και αν η δική του εκδήλωση αγάπης μπορεί να μας προκαλεί εγκλωβισμό ή αίσθημα καταπίεσης.

Συχνά μπερδευόμαστε και θεωρούμε ότι αν αγαπάμε κάποιον, πρέπει να υπομένουμε και να δεχόμαστε τις επιλογές του.

Συχνά μπερδευόμαστε και θεωρούμε ότι αν αγαπάμε κάποιον, πρέπει να δουλεύουμε λιγότερο, να δεχόμαστε τα θέλω του, να βάζουμε τα δικά μας όνειρα και τα δικά μας θέλω σε δεύτερη μοίρα, σε δεύτερη κατηγορία. . .

Συχνά μπερδευόμαστε και θεωρούμε ότι αν αγαπάμε κάποιον, δεν θα πρέπει να πούμε όχι και δεν θα πρέπει να βάλουμε όρια διεκδικώντας και πράγματα για εμάς. . .

Όμως . . .

Τι συμβαίνει αν αυτή η αγάπη περισσότερο μας εγκλωβίζει, παρά μας απελευθερώνει;

Τι συμβαίνει αν αυτή η αγάπη μας προκαλεί σωματοποίηση και στρες;

Τι συμβαίνει αν νιώθουμε ότι κρινόμαστε καθημερινά και βολευόμαστε σε ρόλους , που δεν θεωρούμε ότι θέλουμε και ότι μας αξίζουν;

Τι συμβαίνει αν αυτή η αγάπη μας αποδυναμώνει και τρέφει τους φόβους και τις ανασφάλειες μας, παρά τα όνειρα και την ελπίδα μας;

Αγάπη δεν σημαίνει να μένω με κάποιον προκαλώντας κακό σε εμένα. . .

Αγάπη δεν σημαίνει να με υποβιβάζω και να νιώθω τα όρια των ανοχών να ξεπερνάνε τα όρια των αντοχών μου.

Μπορείς να εξακολουθήσεις να αγαπάς κάποιον, αν φροντίσεις εσένα.

Μπορείς να εξακολουθήσεις να αγαπάς κάποιον, αν προστατεύσεις εσένα.

Μπορείς να εξακολουθήσεις να αγαπάς κάποιον, αν επιλέξεις μία υγιή σχέση.

Μπορείς να εξακολουθήσεις να αγαπάς κάποιον, ακόμα και αν φύγεις από αυτή τη σχέση. Μπορείς να εξακολουθήσεις να αγαπάς κάποιον, αν πρώτα μάθεις να αγαπάς εσένα...

Η αποδοχή ως τέλος της άρνησης

Μια από τις θεμελιώδεις ικανότητες στο δρόμο προς την αυτοπραγμάτωση είναι η αποδοχή.

Πόσες όμως φορές δεν αρνούμαστε να υπερβούμε τις προσλαμβάνουσες που μας καθηλώνουν με αποτέλεσμα να απομακρυνόμαστε από το στόχο μας και τους άλλους;

Για να γεφυρώσουμε τις αποστάσεις που δημιουργούνται από τις αντιστάσεις μας και να δεχτούμε ότι ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και αντιλαμβάνεται τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο, χρειάζεται να ενισχύσουμε τις εσωτερικές διεργασίες που μας οδηγούν στην αυτογνωσία.

Στις σχέσεις μας βιώνουμε τις περισσότερες φορές πολύπλοκα και αντιφατικά ερεθίσματα.

Μέσα από την αλληλεπίδραση όμως αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας και ταυτόχρονα εξερευνούμε το κοινό πεδίο των χαρακτηριστικών και αξιών μας.

Εξερευνούμε ότι χαρακτηριστικά μεταφέρουμε από το οικογενειακό μας σύστημα, όπως τους κανόνες, τις αξίες, τους ρόλους και τα συγκρίνουμε με αυτά των ανθρώπων που σχετιζόμαστε, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τόσο τρόπους να επικοινωνούμε, όσο και τρόπους να επιλύουμε τις συγκρούσεις, που ο καθένας από εμάς μεταβιβάζει στη σχέση.

Μπορούμε να πούμε ότι με αυτόν τον τρόπο εκπαιδευόμαστε στο να σχετιζόμαστε συνθέτοντας τα αντιφατικά μας στοιχεία.

Μαθαίνουμε να ικανοποιούμε τις προσωπικές, μοναδικές μας ανάγκες, συνυπάρχοντας με τους ανθρώπους που επιλέγουμε ή συναντάμε, απολαμβάνοντας την εγγύτητα στις σχέσεις μας.

Στη σύνδεση μας μαζί τους, δοκιμάζουμε τις αντοχές και τις συναισθηματικές μας διακυμάνσεις, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να μην είμαστε άκαμπτοι και αποκομμένοι.

Καθώς οι σχέσεις βασίζονται στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση μερικές φορές νιώθουμε να ακροβατούμε ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει τα δικά μας και των άλλων. Για να διαχειριστούμε αυτή την πολυπλοκότητα, χρειάζεται να αυτοπροσδιοριζόμαστε συνεχώς.

Δημιουργούμε ισορροπία βασιζόμενοι στην αρχή ότι κάθε ζωντανό σύστημα έχει σαν στόχο να αυτοοργανώνεται και να αυτοκατευθύνεται, αλλάζοντας , όταν και όπου χρειάζεται, τα στοιχεία της αυτοαναφοράς του (ρόλους, αξίες, σκοπούς, τρόπους επικοινωνίας και συμπεριφοράς).

Αφού λοιπόν μέσα από τις σχέσεις μας αλληλεπιδρούμε και αυτοπροσδιοριζόμαστε, τι κερδίζουμε με το να εγκλωβίζουμε την αντίληψη μας σε πεποιθήσεις για το πως θα «έπρεπε» να είναι;

Τι μπορεί να σημαίνει για εμάς αν ο άλλος δε συμπεριφέρεται με τον τρόπο που εμείς επιθυμούμε και με ποιο τρόπο μας επηρεάζει η δική του άποψη για τη δική μας συμπεριφορά;

Ασυνείδητα ή συνειδητά, όλη μας τη ζωή, μαθητεύουμε στην καλλιέργεια της αποδοχής, με το να δεχόμαστε τους ανθρώπους όπως είναι και να παίρνουμε τα πράγματα όπως έρχονται.

Τα κύρια συστατικά της αποδοχής είναι η συγχώρεση, η συμφιλίωση και η αρμονία και η βασική προϋπόθεση είναι η διαχείριση της άρνησης και του θυμού.

Όταν όμως κάποιος ή κάτι μας έχει πληγώσει, η πίκρα και ο θυμός αποκρυσταλλώνονται μέσα μας και γεμίζουμε τοξικότητα αρνούμενοι να απελευθερώσουμε τα άσχημα του παρελθόντος.

Ο άνθρωπος που κρατάει αρνητικές σκέψεις απέναντι σε κάποιον ή κάτι άλλο μνησικακεί πάνω από όλα και τον εαυτό του. Αυτό δημιουργεί ένταση στο σώμα και το σώμα δεν γνωρίζει ή δεν καταλαβαίνει την πηγή αυτής της έντασης.

Το σώμα μας συγκρατεί εσωτερικά την ένταση του θυμού και της πικρίας έχοντας την αίσθηση ενός μεγάλου κινδύνου. Το σώμα μας προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τη μεγάλη απειλή και αυτό εξηγεί τις άυπνες νύχτες, την έλλειψη όρεξης, τη διαταραχή της αναπνοής, το δυνατό καρδιοχτύπι, τη γενικευμένη αίσθηση του ανικανοποίητου.

Το σώμα δε γνωρίζει ότι αυτό που μας κυνηγάει δεν είναι το άγριο θηρίο αλλά η δυσκολία μας να πάρουμε τα πράγματα όπως έρχονται και να τα αποδεχτούμε.

Για το λόγο αυτό χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι, η άρνηση να συγχωρέσουμε δε δείχνει δύναμη αλλά αδυναμία και η άρνηση να αφεθούμε στη ροή, δείχνει προσκόλληση σε ανθρώπους και καταστάσεις που μας κρατούν πίσω.

Εξάλλου, η επιλογή να προχωρήσουμε αποφεύγοντας τις επικρίσεις και εμπεριέχοντας ότι και όποιον μας πλήγωσε, είναι μια φυσική αποτοξίνωση.

Με τη συγχώρεση απελευθερώνουμε το εγκλωβισμένο δυναμικό μας και αλλάζουμε τα μοτίβα σκέψης που δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα. Κάνουμε ειρήνη με τον εαυτό μας και τους άλλους ώστε να συνεχίσουμε να ζούμε χωρίς άγχος και θυμό, αμνησίκακοι.

Μόνο όταν απαλλαγούμε από υπεκφυγές και αρνήσεις, κάνουμε χώρο μέσα μας και παίρνουμε πίσω τη δύναμη μας. Κάνουμε χώρο στη χαρά και στην αγάπη.

Η αποδοχή είναι αρετή, είναι η επίκτητη ικανότητα επιλογής και με την εξάσκησή της γίνεται σταθερή ψυχική ιδιότητα ώστε προοδευτικά να οδηγηθούμε στη διεύρυνση της συνειδητότητας μας.

Αν είχαμε μεγαλύτερη επίγνωση ότι μπορούμε να χάσουμε τα πάντα σε ένα δευτερόλεπτο… θα ήταν όλα αλλιώς

Σε μια καθημερινότητα σχεδόν χαοτική όπου η “ζωή στον αυτόματο” μας έχει γίνει συνήθεια, ελλιπής από συναισθηματισμούς, συνειδητοποιήσεις και σκέψεις για το όσα συμβαίνουν γύρω μας, οι μέρες μας περνάνε ανεπιστρεπτί χωρίς σχεδόν να το καταλαβαίνουμε.

Ζούμε περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, τον καλό καιρό, το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές, την άδεια, κάτι άλλο εκτός από το σήμερα. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως αυτό το αύριο μπορεί και να μην έρθει ποτέ. Σκληρό; Μακάβριο; Μπορεί. Αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Η ρεαλιστική πραγματικότητα. Και όπως για πολλά πράγματα που αρνούμαστε να αποδεχτούμε: όσο κι αν τσακωνόμαστε με την πραγματικότητα, αυτή θα κερδίζει πάντα.

Δεν σκέφτεται κανείς πως θα πάει για ύπνο το βράδυ και δε θα ξυπνήσει το επόμενο πρωί. Ή ότι θα φύγει από το σπίτι του και δε θα επιστρέψει. Είναι πράγματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, όσο κι αν έχουμε την αντίθετη ψευδαίσθηση.

Δεν είναι στον έλεγχό μας πότε θα γίνει ένας φονικός σεισμός που θα καταστρέψει πολυκατοικίες ολόκληρες και χιλιάδες ζωές θα γκρεμιστούν στα χαλάσματα και θα θαφτούν κάτω από αυτές.

Κι όμως: «Αν είχαμε μεγαλύτερη επίγνωση ότι μπορούμε να χάσουμε τα πάντα σε ένα δευτερόλεπτο, θα υπήρχε πολύ λιγότερο κακό γύρω μας» (S. Luzi).

Θα άλλαζε η όλη οπτική μας. Θα χαμογελούσαμε περισσότερο, ακόμα και σε αγνώστους, θα γεμίζαμε καλοσύνη τη μέρα μας γιατί το καλό που κάνουμε βρίσκει τρόπο να γυρίσει πίσω σε εμάς. Θα κατανοούσαμε περισσότερο τους άλλους, θα ακούγαμε για να συμπονέσουμε και όχι για να κρίνουμε, θα βοηθούσαμε αν είχαμε τη δυνατότητα γιατί θα θέλαμε και οι άλλοι να σπεύσουν για μας αν είχαμε ανάγκη. Θα είχαμε μεγαλύτερη ενσυναίσθηση πως όλοι κάτι περνάνε – όσο ήρεμοι κι αν φαίνονται, μπορεί να αναβλύζει μια φουρτούνα μέσα τους. Η εκδίκηση θα έδινε τη θέση της στη συγχώρεση, γιατί δεν αξίζει να μην είμαστε καλά.

Αν είχαμε μια συναίσθηση του πόσο γρήγορα μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα μιας ολόκληρης ζωής θα καταλαβαίναμε πως η αξία της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μετριέται με υλικά αγαθά – με πλούτο, πράγματα και το φαίνεσθαι – αλλά με την ποιότητα του χαρακτήρα που δείχνουμε – με τη συμπεριφορά και τις πράξεις μας. Το πόσο μπορούμε να μπούμε πραγματικά στη θέση του άλλου, να εισχωρήσουμε στη δική του κοσμοθεωρία, όχι για να την αλλάξουμε, αλλά για να του δείξουμε ένα δρόμο καλύτερο, και να βελτιώσουμε τις συνθήκες για όλους. Να τείνουμε ένα χέρι βοήθειας χωρίς να κοιτάμε όλο αυτά που μας χωρίζουν, για να ενώσουμε όλα αυτά που μπορούμε και να σωθούμε και οι δυο.

Όταν τελικά συνειδητοποιήσουμε πως δε μας έχει υποσχεθεί κανείς το αύριο – και δεν υπάρχει καμία εγγύηση για αυτό – θα καταλάβουμε και πόσο εύκολο είναι να πούμε “συγγνώμη”, “σ’αγαπώ” και “μου λείπεις’” και να κάνουμε επιτέλους όλα αυτά που συνεχώς αναβάλλουμε για μια πιθανή καλύτερη στιγμή.

Γιατί, αν όχι τώρα, πότε;

Mονομαχία με το φόβο

Ήταν κάποτε μια νεαρή πολεμίστρια. Ο δάσκαλός της είπε ότι έπρεπε να μονομαχήσει με το φόβο. Η ίδια δεν ήθελε να το κάνει. Φαινόταν πολύ επιθετικό. Ήταν τρομακτικό και έμοιαζε εχθρικό. Αλλά ο δάσκαλος είπε ότι έπρεπε να το κάνει και της έδωσε οδηγίες για τη μάχη. Η μέρα έφτασε. Η μαθήτρια πολεμίστρια στάθηκε από τη μια πλευρά και ο φόβος από την άλλη. Η νεαρή γυναίκα ένιωθε πολύ μικρή και ο φόβος φαινόταν τεράστιος και άγριος. Ο καθένας είχε τα όπλα του.

Η νεαρή σηκώθηκε και πήγε προς το φόβο, έκανε τρεις βαθιές υποκλίσεις και ρώτησε: «Μπορώ να έχω την άδεια να πολεμήσω με σένα;»

Ο φόβος είπε: «Σ’ ευχαριστώ που μου δείχνεις τόσο σεβασμό και ζητάς την άδεια».

Τότε η νεαρή είπε: «Πώς μπορώ να σε νικήσω;»

Ο φόβος απάντησε: «Τα όπλα μου είναι ότι μιλάω γρήγορα και έρχομαι πολύ κοντά στα μούτρα σου. Τότε παραλύεις και κάνεις ό,τι κι αν σου πω. Αν δεν κάνεις ό, τι σου λέω, δεν έχω δύναμη. Μπορείς να με ακούσεις, να με σεβαστείς, ακόμη και να σε πείσω, αλλά αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω, δεν θα έχω καμιά δύναμη».

Με αυτόν τον τρόπο η νεαρή πολεμίστρια έμαθε πώς να νικάει το φόβο.

Άνθρωποι φυγόπονοι όπως εμείς χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε

Αυτό που επιθυμούμε να γίνει πραγματικότητα είναι η αύξηση της σχόλης, μιας κατηγορίας η οποία – ορθά νοούμενη – όχι μόνο δε συμπίπτει με την αδράνεια αλλά βρίσκεται σχεδόν στους αντίποδές της. Η σχόλη, με την πραγματική, λησμονημένη σχεδόν έννοια του όρου, συνιστά δραστηριότητα δίχως εξωτερική επιδίωξη, “σκοπιμότητα χωρίς σκοπό” κατά τον Kant. Ο γλύπτης που είναι απορροφημένος στην κοπή του μαρμάρου, ο δάσκαλος που επιδιώκει να μεταδώσει μια δύσκολη έννοια στους μαθητές του, ο μουσικός που παλεύει με μια παρτιτούρα, ο επιστήμονας που εξερευνά τα μυστήρια του χώρου και του χρόνου είναι άνθρωποι που επιδιώκουν κάτι άλλο πέραν του να κάνουν αυτό που γνωρίζουν να κάνουν καλά. Μπορεί οι προσπάθειές τους να τους αποφέρουν κάποιο εισόδημα, αλλά αυτό δεν αποτελεί το κίνητρό τους.

Σύμφωνα με τη δική μας θεώρηση, αυτοί μετέχουν της σχόλης και όχι του μόχθου. Πρόκειται, φυσικά, για εξιδανίκευση. Στον πραγματικό κόσμο, οι εξωτερικές ανταμοιβές, μεταξύ των οποίων και τα οικονομικά οφέλη, δεν μπορούν να εξαλειφθούν ποτέ εντελώς από το μυαλό των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον η δράση προχωρά όχι από ανάγκη αλλά από κλίση, εφόσον είναι αυθόρμητη και όχι επιβεβλημένη και μηχανική, επιφέρει το τέλος του μόχθου και την έναρξη της σχόλης. Αυτό – και όχι η αδράνεια – είναι το ιδανικό μας. Ο πολιτισμός μας, με τη φαντασιωτική ένδεια που τον διακρίνει, πιστεύει ότι σε κάθε έκφανση δημιουργικότητας και καινοτομίας – σε αντιδιαστολή με το είδος εκείνο που στοχεύει στη βελτίωση των οικονομικών διαδικασιών – οφείλει να έχει ως γνώμονα το χρήμα.

“Ωραία όλα αυτά” θα μπορούσε να αντιτείνει ένας επικριτής μας, “αλλά μάλλον μοιάζει εντελώς απίθανο η μείωση της εξωγενώς παρακινούμενης δραστηριότητας να οδηγήσει σε αύξηση της σχόλης, με τη μεγαλόπνοη έννοια που αποδίδετε στον όρο. Άνθρωποι φυγόπονοι όπως εμείς χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε. Χωρίς το χρήμα, η τεμπελιά – που μας χαρακτηρίζει εκ φύσεως – έρχεται στην επιφάνεια, οδηγώντας μας όχι στο ευ ζην, αλλά στην πλήξη , τη νεύρωση και τον αλκοολισμό. Διαβάστε μερικά ρωσικά μυθιστορήματα και θα δείτε τι εννοώ.”

Σε μια τέτοια ένσταση δεν μπορούμε παρά να αντιπαραθέσουμε μια δήλωση πίστης. Καθώς ποτέ δεν έχει επιχειρηθεί η μείωση της εργασίας σε τόσο ευρεία βάση, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις πιθανές συνέπειες. Δεν μπορούμε όμως να πιστέψουμε ότι αυτές θα ήταν τόσο ολέθριες όσο υποστηρίζει ο επικριτής μας, ειδάλλως το κύριο εγχείρημα του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού να βελτιώσει την ευημερία των ανθρώπων θα ήταν ανούσιο και μάταιο. Αν ο τελικός σκοπός της εργατικότητας είναι η οκνηρία, αν εργαζόμαστε και δημιουργούμε απλώς και μόνο για να μπορούν οι απόγονοί μας να παρακολουθούν ολημερίς τηλεόραση, τότε η πρόοδος στην ολότητά της δεν είναι, κατά τον Orwell, παρά “ένας ξέφρενος αγώνας για μια επιδίωξη που ευελπιστούμε και προσευχόμαστε να μην επιτευχθεί ποτέ”. Βρισκόμαστε στην παράδοξη κατάσταση να ωθούμε τον εαυτό μας συνεχώς σε νέα εγχειρήματα, όχι επειδή πιστεύουμε ότι αυτά αξίζουν τον κόπο, αλλά επειδή κάθε δραστηριότητα, όσο άσκοπη κι αν είναι, είναι καλύτερη από το τίποτα. Πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα της πραγματικής σχόλης – ειδάλλως θα βρεθούμε πράγματι σε απελπιστική κατάσταση.

Θα ήταν ελπιδοφόρο να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική συλλογιστική γραμμή. Η αντίληψη του ανθρώπου ως εκ γενετής τεμπέλη που ωθείται να δράσει μονάχα από την προοπτική του κέρδους χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους νεότερους χρόνους. Οι οικονομολόγοι, ειδικότερα, βλέπουν τους ανθρώπους σαν υποζύγια τα οποία, για να κάνουν το παραμικρό, χρειάζονται το κίνητρο του καρότου ή του μαστιγίου. Ο William Stanley Jevons, πρωτοπόρος της νεότερης οικονομικής θεωρίας, ορίζει το ανθρώπινο πρόβλημα ως το “να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας στο έπακρο με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια”. Στην αρχαιότητα η αντίληψη των πραγμάτων ήταν διαφορετική. Οι πολίτες της Αθήνας και της Ρώμης, αν και οικονομικά αντιπαραγωγικοί, ήταν ενεργοί στον υπέρτατο βαθμό – στην πολιτική, τον πόλεμο, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.

Γιατί να μην παραδειγματιστούμε από αυτούς και γιατί πρέπει να δουλεύουμε σαν γαϊδούρια; Φυσικά, οι Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι πολίτες, είχαν εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία στη συνετή χρήση της σχόλης. Το εγχείρημα που έχουμε κατά νου συνεπάγεται ανάλογη εκπαιδευτική προσπάθεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μια κοινωνία που έχει εκπαιδευτεί σε επιβεβλημένες και μηχανικές χρήσεις του χρόνου να γίνει εν μια νυκτί κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Δεν πρέπει όμως να έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το έργο αυτό είναι θεωρητικά εφικτό. Ο Bertrand Russell, σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε δύο μόλις χρόνια μετά τις “Οικονομικές δυνατότητες”, προβαίνει σε μια πιο διεξοδική εικονογράφηση των προωθητικών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης και θέτει το ζήτημα με τη σαφήνεια που τον χαρακτηρίζει συνήθως:

Θα ισχυριστούν κάποιοι ότι, ενώ ο λιγοστός ελεύθερος χρόνος είναι ευχάριστος, οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να γεμίσουν τις μέρες τους, αν εργάζονταν μονάχα τέσσερις από τις είκοσι τέσσερις ώρες. Στον όποιο βαθμό αυτό ισχύει στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μομφή προς τον πολιτισμό μας, και δεν θα μπορούσε να ισχύει σε καμιά προγενέστερη περίοδο. Κατά το παρελθόν οι άνθρωποι διέθεταν ακόμη την ικανότητα για ξεγνοιασιά και παιχνίδι, αυτή όμως έχει σε κάποιο βαθμό ανασταλεί από τη λατρεία της αποδοτικότητας… Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών έχουν γίνει κατά βάση παθητικές: βλέπουν κινηματογραφικές ταινίες, παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακούνε ραδιόφωνο και ούτω καθεξής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενεργητικότητά τους διοχετεύεται πλήρως στην εργασία, αν διέθεταν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα ξανάβρισκαν ικανοποίηση σε δραστηριότητες στις οποίες θα λάμβαναν ενεργό μέρος.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως ο βασικός λόγος για τον οποίο πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά – ως το μη χείρον βέλτιστον – είναι ακριβώς επειδή η σχόλη έχει χάσει το αληθινό νόημά της, της αυθόρμητης δραστηριότητας, και έχει εκφυλιστεί σε παθητική κατανάλωση. “ Πρέπει να δουλεύει κανείς” γράφει ο Baudelaire στο έργο του Journaux Intimes, “αν όχι από επιθυμία, τουλάχιστον από απελπισία. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια, η εργασία είναι λιγότερο βαρετή από τη διασκέδαση”.

Εμπεδοκλής - Κανείς τους δεν είχε θεαματικότερο τέλος

Εμπεδοκλής: (490-430 π.Χ.)

Πρόκειται μάλλον για την πιο παράξενη αλλά και για την ελκυστικότερη από τις μορφές που αναφέρονται ως προσωκρατικοί. Και σίγουρα κανείς τους δεν είχε θεαματικότερο τέλος. Όπως επισημαίνει ο Πλούταρχος, με την αποχώρηση του Εμπεδοκλή η φιλοσοφία βρέθηκε σε αναταραχή, κυκλοφορούν δε άφθονες ιστορίες για τη μεταμόρφωσή του σε θεό.

Ο Εμπεδοκλής έγραψε δύο έμμετρα έργα, εκτενή κάποτε μα όχι πια, τα Περί φύσεως και Καθαρμοί. Έλεγε πως ήταν «άφθαρτος θεός, όχι πια θνητός». Ο Διογένης τον περιγράφει να φοράει πανάκριβη πορφύρα με χρυσαφένιο ζωνάρι, μπρούντζινα σανδάλια και δάφνινο «στέμμα δελφικό». Είχε πυκνά μαλλιά, κρατούσε πάντοτε μπαστούνι και διέθετε ακολουθία ολόκληρη από νεαρούς που τον φρόντιζαν. Μας φέρνει στο νου κάτι από μάγο, από ιερέα, μα και από τσαρλατάνο. Πάντως δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται ριζοσπάστης στις πολιτικές του θέσεις και ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Λέγεται, μάλιστα, ότι έπεισε τους συμπολίτες του στον Ακράγαντα της Σικελίας να καταργήσουν τους διαχωρισμούς και να καλλιεργήσουν την πολιτειακή ισότητα.

Σ’ ένα από τα εκτενέστερα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του ο θάνατος αναφέρεται ως «μέγας εκδικητής». Σύμφωνα με το.θρύλο, κάποτε κράτησε ζωντανή επί τριάντα μέρες μια γυναίκα που δεν ανάσαινε ούτε είχε σφυγμό. Ο Αέτιος του αποδίδει την άποψη ότι ο ύπνος ήταν απόρροια της ψύξης του αίματος και ότι ο θάνατος επέρχεται όταν αυτό χάσει εντελώς τη θερμότητα του. Αφού λοιπόν η ζέστη είναι ο φορέας της ζωής, το καλύτερο μέρος για να τερματίσει ο Εμπεδοκλής την αναζήτηση της αθανασίας ήταν η φωτιά ενός ηφαιστείου. Κι όπως ιστορούν, φόρεσε τα καλά του και ρίχτηκε εκούσια στην Αίτνα, επιβεβαιώνοντας τις φήμες ότι είχε θεϊκή υπόσταση. Η αλήθεια όμως διαπιστώθηκε αργότερα, όταν στην πλαγιά του ηφαιστείου βρέθηκε το ένα από τα μπρούντζινα σανδάλια του που είχαν φτύσει έξω οι φλόγες.

Υπάρχουν και άλλες ιστορίες για το θάνατο του Εμπεδοκλή, όχι τόσο συναρπαστικές: λένε πως έφυγε από τη Σικελία για την Ελλάδα και δε γύρισε ποτέ, ότι έσπασε το γοφό του πηγαίνοντας σε μια γιορτή και πέθανε από κάποια επακόλουθη αρρώστια, ότι γλίστρησε στη θάλασσα και πνίγηκε λόγω γηρατειών.

Το ότι στο πρόσωπό του συνδυάζονταν η μυστικιστική ύβρις και ο πολιτικός ριζοσπαστισμός ώθησε περίπου είκοσι δύο αιώνες αργότερα -στον απόηχό του ενθουσιασμού αλλά και της απογοήτευσης που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση- το σπουδαίο Γερμανό φιλόσοφο και ποιητή Φρίντριχ Χαίλντερλιν να γράψει το έμμετρο δράμα Ο θάνατος του Εμπεδοκλή. Η εξαιρετική αυτή σύγχρονη τραγωδία γράφτηκε σε τρεις διαφορετικές εκδοχές στα τέλη της δεκαετίας του 1790, έμεινε όμως ημιτελής και δεν εκτιμήθηκε όσο της άρμοζε. Ο Χαίλντερλιν αποκαλεί «μεθυσμένο με θεό» τον Εμπεδοκλή και του αναγνωρίζει σαφώς ότι ήταν θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και πολιτικός επαναστάτης. Ο θάνατος «στην ύψιστη πυρά», όπως την αποκαλεί ο Χαίλντερλιν, γίνεται αντιληπτός ως θυσία στη φύση και ως παραδοχή ότι υπάρχει μια δύναμη ανώτερη από την ανθρώπινη ελευθερία: η ειμαρμένη.

Ο Εμπεδοκλής περιγράφεται πάντοτε ως φυσιογνωμία σοβαρή και αρχοντική, πράγμα που αρκούσε στο Λουκιανό για να τον κάνει ρεζίλι στους Νεκρικούς Διαλόγους, όπου τον δείχνει να κατεβαίνει στον Άδη «μισοκαμένος από την Αίτνα». Όταν ο κυνικός Μένιππος τον ρωτάει τι τον ώθησε να βουτήξει στον κρατήρα, εκείνος αποκρίνεται: «Μια μελαγχολία». Πράγμα που προκαλεί την έκρηξη του Μένιππου:

Όχι! Ματαιοδοξία ήταν- κι έπαρση· και μπόλικη ανοησία- αυτά σ’ έκαψαν ολόκληρο, απ’ την κορφή ως τα νύχια – και καλά σου έκαναν!

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Θα τη ζω τη ζωή, θα την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι

Η ζωή είναι προσφορά, η ζωή είναι απόλαυση, η ζωή είναι ευφροσύνη, ευλογία. Αλλά, σιγά-σιγά και καθώς περνούν τα χρόνια, να το έχουμε υπόψη μας αυτό το πράγμα, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο είμαστε κι εμείς και θα έρθει μια μέρα που θα πεθάνουμε. Εκείνη η ώρα να μας βρει να έχουμε εξισωθεί με την αναγκαιότητα της σκληρής τιμής. Τότε κάπως αν δεν συμφιλιωθούμε, θα έρθουμε σε μια κατανόηση όμως. Να πεθάνουμε αξιοπρεπώς, που λέει ο Καβάφης, καταλάβατε;

Αυτό το πράγμα όμως είναι ένα αγώνισμα ολυμπιακό δια βίου. Είναι εκείνο που λέει ο Χρηστός, «μην κοιμηθείτε παρθένες θα σας πω μωρές». Μη κοιμηθείτε. Τι θα πει αυτό; Είναι φοβερή αυτή η εντολή, η παραβολή των 10 παρθένων, οι μωρές. Μιλάμε για υπαρκτικό ύπνο.

Σε παρέσυρε η ζωή και ξεχνάς ποια είναι η ουσία; Να σαι πάντα άγρυπνος, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», λέει ο Σολωμός. Νά ’τοι οι στίχοι του Σολωμού που σας λέω ότι καθένας αξίζει για δέκα τόμους. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα. Να τη ζω, να την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι. Όσο μπορώ πιο έντιμα, πιο ηθικά, πιο ενάρετα, πιο όμορφα, υπάρχει ομορφιά μέσα στην ηθική.

Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη. Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα.

Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα. Λέει: «Οι σύντροφοι στον Άδη». Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σαν να μην ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης:

«αφού μας μέναν παξιμάδια,
τι κακοκεφαλιά να φάμε στην ακρογιαλιά του θεού (Ήλιου) τ´αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους
να πας να γίνεις ήρωας κι άστρο.

Πεινάσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».

Τι σημαίνει εδώ «φάγανε τα γελάδια του ήλιου»; Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365. Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας. Την κάθε μέρα να τη βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα, μην την αφήσεις και περνάει γιατί την έχασες. Και δεν θα ξανάρθει. Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη κι η άλλη…

Τα σβηστά κεριά του Καβάφη. Και στο τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά. Λοιπόν, αυτό είναι. Να την χαιρόμαστε τη ζωή, είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή, ας πούμε ελληνική, ενός ελληνικού Δεκαλόγου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή, μέσα σε μέτρα όμως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρη. Αυτό είναι το νόημα, που σημαίνει κατάφαση.

Λοιπόν, και όσο δεν έχουμε αυτή την αγρυπνία και αφήνουμε και περνάει η μέρα και περνάει και αύριο και αύριο και έχεις καιρό και έχεις καιρό, κάποτε θα πάθουμε εκείνο που έπαθε ο Θαλής (αυτός το έπαθε συνειδητά βέβαια). Ο Θαλής, πολύ μεγάλος, τρομακτικό πνευματικό μέγεθος στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος. Του έλεγε λοιπόν η μάνα του, είχε αφιερωθεί εκεί στις έρευνες του, « Παντρέψου γιε μου». Της έλεγε έχω καιρό μάνα, ουκέτι καιρός, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να παντρευτώ».«Παντρέψου γιε μου και παντρέψου, παντρέψου». Οπότε μια μέρα του λέει «Παντρέψου γιε μου!» και εκείνος λέει εκείνο το περίφημο «Ούπω καιρός», δεν είναι πια καιρός. Αυτό είναι το νόημα, να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά μέσα σε μέτρα. Δεν είναι όλα κοιλιά και στομάχι και μήτρα, με την χλωρίδα της, του ευλογημένου θηλυκού…

Οι τρεις αιτίες που κίνησαν την ιστορία λέει κι ο Ουγκώ είναι το μυαλό, η καρδιά (λέγοντας “η καρδιά” εδώ είναι και τα συναισθήματα) και η κοιλιά, κυρίως η κοιλιά του θηλικού, με την έννοια όχι του φαγητού αλλά της γενετήσιας βουλιμίας.

Λοιπόν, όταν είμαστε άγρυπνοι και χαιρόμαστε σωστά τη μέρα μας, θα πει χαίρομαι, είμαι άγρυπνος και ξέρω ποια είναι η πραγματική μου κατάσταση και περνάω και δεν πάνε χαμένες οι μέρες μου, σιγά-σιγά καθώς πλησιάζω στο τέλος, με βρίσκει σύμμετρο…

Όταν επικρατεί μέσα σου αβεβαιότητα για τις δικές σου αξίες, πώς μπορείς να διδάξεις κάτι σίγουρο στο παιδί σου;

Το άγγιγμα ενός ανθρώπινου χεριού, ο ήχος μιας ανθρώπινης φωνής και οι σπιτικές μυρωδιές είναι οι εμπειρίες με τις οποίες ένα μωρό αρχίζει να μαθαίνει τι είναι αυτός ο νέος κόσμος γύρω του. Ο τρόπος με τον οποίο ο γονιός αγγίζει το παιδί κι ο ήχος της φωνής του αποτελούν τη βάση γι’ αυτό που θα μάθει το παιδί. Το μωρό πρέπει να ξεδιαλύνει όλα τ’ αγγίγματα, τα πρόσωπα, τις φωνές και τις μυρωδιές των μεγάλων γύρω του και να βγάζει νόημα απ’ όλα αυτά. Μεγάλη σύγχυση κυριαρχεί στον κόσμο του νεογέννητου.

Στον πρώτο χρόνο της ζωής, ένα παιδί πρέπει να μάθει περισσότερα βασικά και διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ποτέ άλλοτε το παιδί δεν πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπο με τόση μάθηση και γνώση, σε τόσα επίπεδα και σε τόσο λίγο διάστημα.

Η επίδραση απ όλη αυτή τη μάθηση είναι πολύ πιο βαθιά απ’ όσο φαντάζονται οι περισσότεροι γονείς. Αν οι γονείς το καταλάβαιναν, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν καλύτερα, τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σ’ ό,τι κάνουν και στην τρομακτική δουλειά που έχει να κάνει το παιδί τους. Δώσαμε όλη μας την προσοχή σε μεθόδους πειθαρχίας και πολλή λίγη στην κατανόηση, στην αγάπη, στο χιούμορ και στην ανάπτυξη της πανέμορφης εκδήλωσης της ζωής που υπάρχει μέσα σε κάθε παιδί.

Υπάρχουν ακόμα τρία θέματα που δυσκολεύουν την εκτέλεση του οικογενειακού προσχέδιου. Βρίσκονται στο παγόβουνο, κάτω από την επιφάνεια του νερού, κάτω από την αντιληπτή λειτουργία της οικογένειας. Το πρώτο είναι η άγνοια. Απλά δεν ξέρεις κάτι.

Κι ακόμη, ίσως να μην ξέρεις ότι δεν ξέρεις, έτσι ώστε να μη συνειδητοποιήσεις την ανάγκη να μάθεις. Τα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν πολύ σ’ αυτό, αν ο γονιός τούς επιτρέπει τα σχόλια. Να επαγρυπνάς συνέχεια για να αντλείς πληροφορίες από τις νύξεις που κάνουν τα παιδιά.

Το δεύτερο είναι πως ο τρόπος επικοινωνίας σου μπορεί να μην είναι αποτελεσματικός. Οπότε στέλνεις μηνύματα που δεν ξέρεις ότι τα στέλνεις ή νομίζεις ότι στέλνεις μηνύματα, ενώ δεν στέλνεις τίποτε. Έτσι τα αγαθά που έχεις να προσφέρεις στα παιδιά σου δε φτάνουν στον αποδέκτη. Για να το αντιληφθείς αυτό, πρόσεχε τις τυχόν απρόσμενες αντιδράσεις των άλλων.

Πολλοί γονείς ακούνε με κατάπληξη τι νόημα βγάζουν τα παιδιά τους από φαινομενικά αθώες παρατηρήσεις τους. Για παράδειγμα, ξέρω ένα ζευγάρι λευκών που ήθελε να διδάξει στο παιδί του φυλετική ανοχή. Μια μέρα, μαζί με κάποια άλλα παιδιά κάλεσαν στο σπίτι τους κι ένα μικρό μαύρο. Αργότερα ο πατέρας ρώτησε το παιδί του: «Πώς σου φάνηκαν τα πολύ κατσαρά του μαλλιά;» Αλλά το είπε μ’ ένα ύφος που υπογράμμιζε τη διαφορά, σχηματίζοντας έτσι τον πρώτο διαχωριστικό κύκλο ανάμεσα στα δυο παιδιά. Όσοι γονείς ανησυχούν μήπως συμβαίνει κάτι παρόμοιο, ας ελέγχουν πότε πότε τι κατάλαβαν απ’ τα λόγια τους τα παιδιά τους.

Θυμάμαι μιαν άλλη ιστορία. Μια νεαρή μητέρα εξήγησε με αρκετές λεπτομέρειες τα αληθινά περιστατικά της ζωής στον εξάχρονο γιο της, τον Άλεξ. Αρκετές μέρες μετά παρατήρησε πως ο Άλεξ την κοίταζε περίεργα. Τον ρώτησε γιατί, κι εκείνος απάντησε. “Μαμά, δεν κουράζεσαι φοβερά, όταν στέκεσαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω;” Ολότελα σαστισμένη η μάνα του ζήτησε να της εξηγήσει τι εννοούσε. “Ε,να” είπε ο μικρός, “ξέρεις… όταν ο μπαμπάς βάζει το σπόρο του μέσα”. Η μητέρα του παρέλειψε να εξωραΐσει τη διαδικασία της συνουσίας κι έτσι ο Άλεξ έφτιαξε τη δική του εικόνα.

Το τρίτο κομμάτι στο παγόβουνο αναφέρεται στις αξίες σου. Δεν είναι καθόλου απλό, όταν επικρατεί μέσα σου αβεβαιότητα για τις δικές σου αξίες, να διδάξεις σχετικά κάτι σίγουρο στο παιδί σου. Τι θα πρέπει να το διδάξεις, αφού κι εσύ δεν ξέρεις τίποτα; Και αν νιώθεις ότι δεν μπορείς να είσαι ειλικρινής για το πρόβλημά σου, τότε η κατάσταση μπορεί πολύ εύκολα να καταλήξει σε διατυπώσεις όπως «κάνε ό,τι σου λέω, όχι ό,τι κάνω» ή «δεν έχει καθόλου σημασία» ή «γιατί με ρωτάς;» ή «κρίνε μόνος σου κι απόφασε». Οποιαδήποτε απ’ αυτές τις απαντήσεις θα μπορούσε ν’ αφήσει στο παιδί μια αίσθηση αδικίας ή ψευτιάς.

Όπως είπα και πριν, οι βασικές πληροφορίες, που μπαίνουν μέσα στο οικογενειακό προσχέδιο, προέρχονται από τις εμπειρίες που είχαμε στη δική μας οικογένεια, μα και στις άλλες, με τις οποίες είμαστε σε στενή επαφή. Όλα τα άτομα που φωνάζουμε με κάποιο γονικό όνομα ή που είμαστε υποχρεωμένοι να τους φερόμαστε σαν να ήταν γονείς μας, μας προμηθεύουν την πείρα την οποία χρησιμοποιούμε έτσι ή αλλιώς, όταν γινόμαστε εμείς γονείς. Ένα μέρος απ’ αυτήν μπορεί να μας βοηθήσει, άλλα ίσως ν’ υποδειχθούν ανώφελα. Όλα όμως άσκησαν την επίδρασή τους.

Όσοι από μας είμαστε αρκετά ελεύθεροι, ώστε να ερχόμαστε σ’επαφή με την Εσωτερική Σοφία μας, κατέχουμε μιαν άλλη θαυμάσια πηγή. Χρειάζεται κουράγιο για να εμπιστευτείς αυτή τη Σοφία. Σημαίνει ότι έχουμε απελευθερωθεί από κριτική, μομφή και συμβιβασμό. Είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να φερθούμε με ευθύτητα αλλά και να διακινδυνεύσουμε.

ΞΕΝΟΦΩΝ: Πώς είναι δυνατόν κάποιοι να μην μπορούν να ευδοκιμήσουν, ενώ διαθέτουν και γνώσεις και κεφάλαια;

Με τον πρώτο συνομιλητή του, ο μεγάλος φιλόσοφος, επιχειρεί να συνεξετάσει τι αποτελεί περιουσία και τι όχι.

Ο Κριτόβουλος φαίνεται να αναρωτιέται, λοιπόν, πώς είναι δυνατόν κάποιοι να μην μπορούν να ευδοκιμήσουν, ενώ διαθέτουν και γνώσεις και κεφάλαια. Ο Σωκράτης, τότε επισημαίνει ότι ο Κριτόβουλος αναφέρεται σε δούλους. Παρόλα αυτά ο συνομιλητής του επιμένει ότι μιλά για ελεύθερους ανθρώπους. Ο τρόπος που του απαντά ο φιλόσοφος έχει όπως φαίνεται διαχρονικό χαρακτήρα.

«Ξέρεις δα, ότι είναι πολύ κακά αφεντικά η κακία, η τεμπελιά, η μαλθακότητα της ψυχής και η αμέλεια. Υπάρχουν και μερικές δέσποινες, που προσποιούνται ότι είναι ηδονές. Οι κυβείες και οι ανώφελες συναναστροφές με ανθρώπους, που καθώς περνάει ο καιρός, γίνεται φανερό ακόμη και στους εξαπατημένους ότι είναι ουσία λύπες που φορούν το προκάλυμμα της ηδονής, τους εμποδίζουν να κάνουν έργα ωφέλιμα και τους εξουσιάζουν. Αυτοί που επινοούν τρόπους να κερδίσουν εύκολα χρήματα είναι δούλοι πολύ σκληρών αφεντικών: της λαιμαργίας, της ασέλγειας της μέθης, δούλοι ανόητων και δαπανηρών φιλοδοξιών. Όλα αυτά τα κακά τους κυριεύουν, κι όσο τους βλέπουν να εργάζονται ακμαίοι και δυνατοί, τους παρασύρουν και τους κάνουν να ξοδεύουν όσα βγάζουν από την εργασία τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους».

Φτάνουν λοιπόν, οι δύο συνομιλητές, ο Σωκράτης και ο Κριτόβουλος, να συμφωνούν ότι κάτι γίνεται περιουσία μας, μόνο αν γνωρίζουμε πώς να το χρησιμοποιούμε.

Περικλής: Η Ευτυχία πηγάζει από την Ελευθερία

«Το Εύδαιμον το ελεύθερον, το δ΄ ελεύθερον το εύψυχον» (ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι). Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές φράσεις του Περικλή, που περιέχεται στον λόγο που εκφώνησε το 430 π.Χ. στην Αθήνα προς τιμή των πρώτων νεκρών του Πελοποννησιακού Πολέμου και διασώζεται στο αθάνατο έργο του ιστορικού Θουκυδίδη.

Η λέξη Ευδαίμων (ευ + δαίμων) δηλώνει την ευδαιμονία που αναζητά να κατακτήσει το άτομο κατά την διάρκεια της ζωής του. Είναι αυτή η εσωτερική γαλήνη, η εσωτερική πληρότητα που νιώθει κάποιος όταν ικανοποιεί τους στόχους του και όλα στην ζωή του κυλούν με απόλυτη αρμονία. Η ευδαιμονία δεν πρέπει να ταυτίζεται την εύνοια της καλής τύχης, καθώς δεν είναι αποτέλεσμα μόνο τυχαίων εξωτερικών γεγονότων. Ο Αρχύτας ο Ταραντίνος την όρισε ως εξής: «Ευδαιμονία δεν είναι η κτήση της αρετής αλλά η χρήση της». Πρόκειται δηλαδή για μια κατάσταση εσωτερικής πληρότητας που γίνεται πράξη στην καθημερινή ζωή. Σίγουρα η Ευδαιμονία δεν ταυτίζεται, όπως πιστεύουμε λανθασμένα, με τα υλικά αγαθά. Αγοράζουμε υλικά αγαθά σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να καλύψουμε τις βαθύτερες εσωτερικές μας ανάγκες. Μετά από λίγο αγοράζουμε περισσότερα γιατί νιώθουμε ένα αίσθημα κενότητας και έτσι περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας με το να κυνηγάμε καταναλωτικά αγαθά. Ακόμη και στα παιδιά μας, τους αγοράζουμε συνεχώς υλικά αγαθά για να καλύψουμε τις συναισθηματικές τους ανάγκες και θεωρούμε ότι τα κάνουμε ευτυχισμένα. Όπως εύστοχα το περιέγραψε ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά»: Ο κόσμος πιστεύει ότι αιτία της ευδαιμονίας είναι τα εξωτερικά αγαθά, σαν να πιστεύει ότι το ωραίο παίξιμο της κιθάρας οφείλεται στο μουσικό όργανο και όχι στην επιδεξιότητα του κιθαρωδού.

Η λέξη ελευθερία είναι σύνθετη από το ρήμα ελεύθω (πορεύομαι) και το ρήμα ερώ (αγαπώ). Ελεύθερος συνεπώς με βάση την ετυμολογία της λέξης δεν είναι μόνο εκείνος που δεν είναι δούλος ή σκλάβος αλλά εκείνος που βαδίζει σύμφωνα με όσα θέλει η ψυχή του. Εκείνος, για παράδειγμα, που ζει μια ζωή ρουτίνας ή που ζει επιδιώκοντας μόνο υλικά αγαθά, δεν είναι ελεύθερος. Πρόκειται για μια έννοια που είναι πολύ δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια και γι΄ αυτό εξάλλου ανά τους αιώνες έχουν χυθεί τόνοι από μελάνι, ενώ αναρίθμητοι πόλεμοι έχουν γίνει στο όνομά της. Όσες φορές και να θέσουμε το ερώτημα: Σήμερα ο άνθρωπος είναι ελεύθερος; η απάντηση τις περισσότερες φορές θα είναι όχι. Ο Πυθαγόρας την όρισε ως την ικανότητα του ανθρώπου να επιβάλλεται στον εαυτό του. Να επιβάλλεται και να ελέγχει τους εγωισμούς του, τα πάθη του, τους φόβους του. Κάτι όμως πολύ δύσκολο σήμερα με τους ρυθμούς ζωής, με τους πολλαπλούς ρόλους που έχει ο καθένας από εμάς και γενικά τη σύνθετη ζωή μας.

Σύμφωνα με τη φράση του Περικλή (ελεύθερο το εύψυχον), για να είναι κανείς ελεύθερος πρέπει να είναι γενναίος. Γενναίος είναι εκείνος που ξεπερνά τους φόβους του, που δείχνει θάρρος και ταυτόχρονα έχει και υψηλό ήθος. Κατά τον Αριστοτέλη η ανδρεία είναι μεσότητα μεταξύ δύο άκρων, της υπερβολής και της έλλειψης. Η υπερβολή είναι η θρασύτητα (να μην φοβάσαι ούτε όσα πρέπει, ούτε όταν πρέπει, ούτε όπως πρέπει) και η έλλειψη είναι η δειλία (να φοβάσαι όσα δεν πρέπει και όταν δεν πρέπει και όπως δεν πρέπει). Άρα για να είναι κανείς γενναίος δεν πρέπει να είναι ούτε δειλός αλλά ούτε και υπερβολικά θρασύς, αλλά να κινείται στη μεσότητα ανάμεσα στο υπερβολικό θάρρος και στην έλλειψη θάρρους.

Τι μας δίδαξε συνεπώς ο Περικλής με τα λόγια του εκείνο τον χειμώνα του 430 π. Χ.; Ό,τι η Ευτυχία πηγάζει από την Ελευθερία (το Εύδαιμον το Ελεύθερον). Δεν εννοεί μόνο την εθνική ελευθερία αλλά κυρίως την εσωτερική, την ατομική. Εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει αυτάρκης και ικανός να πετύχει τους στόχους του και να βιώσει μια εσωτερική πληρότητα. Η Ελευθερία όμως για να κατακτηθεί χρειάζεται από το άτομο Γενναιότητα (το δε Ελεύθερον το Εύψυχον). Να ξεπερνά τους φόβους του και να μην συμπεριφέρεται στην καθημερινότητά του με θρασύτητα, αδιαφορία, κυνισμό. Ούτε φυσικά να επιδεικνύει δειλία στα προβλήματα της ζωής του αλλά θάρρος και αποφασιστικότητα.

ΠΛΑΤΩΝ: Διότι όλη η διάρκεια της ζωής του ανθρώπου δε φαίνεται μεγαλύτερη από μια νύχτα

Ας σκεφτούμε όμως με την ακόλουθη συλλογιστική, ότι δηλαδή υπάρχουν πολλές πιθανότητες ο θάνατος να είναι αγαθό- ο θάνατος εντέλει είναι ένα από τα δυο: ή οδηγεί στην ανυπαρξία και στην παντελή έλλειψη αίσθησης εκ μέρους του νεκρού, ή σύμφωνα με τα λεγόμενα κατά το θάνατο επέρχεται μια μεταβολή και μια μετεγκατάσταση της ψυχής από τον εδώ τόπο στον επέκεινα. Κι αν ο θάνατος συνεπάγεται την έλλειψη αίσθησης, κάτι δηλαδή σαν ύπνος, στον οποίο όποιος παραδίδεται κανένα όνειρο δε βλέπει, τότε θα ήταν κέρδος μεγάλο. Γιατί εγώ νομίζω ότι, αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει μια νύχτα, όπου κοιμήθηκε χωρίς να δει κανένα όνειρο, και αν προς αυτή τη νύχτα αντιπαραβάλει όλες τις άλλες μέρες και νύχτες της ζωής του, να σκεφτεί και να πει πόσες μέρες και νύχτες πέρασε στη ζωή του καλύτερες και πιο ευχάριστες από αυτή νομίζω ότι όχι μόνο απλός πολίτης αλλά και ο Μεγάλος Βασιλιάς θα τις έβρισκε ελάχιστες σε σύγκριση προς τις άλλες. Αν επομένως τέτοιος είναι ο θάνατος, εγώ βεβαίως τον θεωρώ κέρδος διότι όλη η διάρκεια της ζωής του ανθρώπου δε φαίνεται μεγαλύτερη από μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι μια κάποια αποδημία από τη γη σε άλλο τόπο, και αν είναι αληθινά όσα λέγονται ότι εκεί τάχα βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, ποιο αγαθό μεγαλύτερο θα μπορούσε να υπάρξει από αυτό, άνδρες δικαστές;

Γιατί, αν κάποιος απαλλαγεί από αυτούς εδώ που παριστάνουν τους δικαστές και φτάσει στον Άδη, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που κατά την παράδοση δικάζουν εκεί: τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο, και τους άλλους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι στη ζωή τους- άραγε θα ήταν άσχημη μια τέτοια εκδημία; Άραγε πόσα θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει κανείς, προκειμένου να κάνει παρέα με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο;

Τώρα, όσο με αφορά, πολλές φορές επιθυμώ να πεθάνω, αν αυτά είναι αληθινά. Για μένα άλλωστε η εκεί διαμονή θα ήταν ξεχωριστή, ιδιαίτερα όσες φορές τύχαινε να συναντήσω τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, τον γιο του Τελαμώνα και οποιονδήποτε άλλον από τους παλιούς ήρωες που έπεσαν θύματα άδικης κρίσης. Και θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο για μένα να αντιπαραβάλω τα δικά μου παθήματα προς τα δικά τους. Και το πιο ενδιαφέρον να περνώ τη ζωή μου εξετάζοντας και ελέγχοντας τους εκεί, όπως τους εδώ, ποιος δηλαδή από αυτούς είναι σοφός και ποιος, ενώ δεν είναι, φαντάζεται πως είναι. Τα πάντα θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, να εξετάσει εκείνον που ηγήθηκε της μεγάλης στρατιάς εναντίον της Τροίας, τον Αγαμέμνονα, ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο ή μύριους άλλους, που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες και γυναίκες.

Η υπέρτατη ευδαιμονία για κάποιον θα ήταν να συναναστραφεί μαζί τους, να συζητήσει και να τους ρωτήσει. Οπωσδήποτε οι ένοικοι του Άδη δεν καταδικάζουν σε θάνατο κάποιον που έχει ως αποστολή τον ηθικό έλεγχο των ανθρώπων αλλά και ως προς τα άλλα οι του κάτω κόσμου είναι ευτυχέστεροι από τους εδώ ανθρώπους, και τον υπόλοιπο χρόνο παραμένουν αθάνατοι, αν βέβαια όσα λέγονται αληθεύουν.

Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους

Malthusianism & η Επιστήμη των Ορίων

Ποιες είναι οι ρίζες των τεχνοκρατικών και διανθρωπιστικών πολιτικών που προωθούνται επί του παρόντος στην κοινωνία;

Παρακάτω εντοπίζονται δύο αιώνες βρετανικών αυτοκρατορικών μεγάλων στρατηγιστών που προσάρμοσαν το σύστημα επιστημονικής διακυβέρνησης των “άχρηστων φαγάδων” του Thomas Malthus σε αντίθεση με τις βαθύτερες δημιουργικές παρορμήσεις του ανθρώπινου είδους.

Ο σημερινός κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο πιθανά μελλοντικά συστήματα. Από την μία πλευρά, υπάρχει μια πολυπολική προσέγγιση για την υπεράσπιση των κυρίαρχων εθνικών κρατών που βασίζεται στην μακροπρόθεσμη σκέψη, την επιστημονική αισιοδοξία και την συνεργασία που θα ωφεληθεί από όλους ως ένα πιθανό αποτέλεσμα. Από την άλλη, υπάρχει ένα μονοπολικό παράδειγμα παγκόσμιας διακυβέρνησης, ερήμωσης και σκέψης μηδενικού αθροίσματος.

Η απόκτηση γνώσης αυτών των δύο αντίθετων παραδειγμάτων είναι πιο σημαντική τώρα από ποτέ και ένα σημαντικό μέρος για να ξεκινήσετε είναι η γένεση των ιδεολογιών που παρακινούν τους «Great Reset Architects» να ωθούν την κοινωνία σε μια «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση». Μια «επανάσταση όπου πιστεύεται ότι η αυτοματοποίηση και η Τεχνητή Νοημοσύνη θα καταστήσουν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας ξεπερασμένο.

Μας λένε ότι αυτή η εποχή μετά την επαναφορά θα δει επίσης μια συγχώνευση της ανθρωπότητας με τις μηχανές, ένα μελλοντικό σενάριο που προαναγγέλλεται από πρόσωπα όπως ο Elon Musk, η Google και ο Ray Kurzweil προκειμένου να «παραμείνουμε σχετικοί» στην επόμενη φάση της εξέλιξής μας. Ο άνθρωπος του Νταβός, Yuval Harari, επανέλαβε αυτά τα συναισθήματα, υποστηρίζοντας ότι οι μοχλοί της εξέλιξης θα μετακινηθούν πλέον από την τυχαιότητα της φύσης στους νέους θεούς που διοικούν την Google, το Facebook και το WEF.

Σε ένα κήρυγμα του WEF το 2018, ο Harari ενήργησε ως νεοδαρβινικός προφήτης μιας νέας υπερανθρωπιστικής εποχής, λέγοντας:

«Είμαστε πιθανώς από τις τελευταίες γενιές των homo sapiens. Μέσα σε έναν ή δύο αιώνες, η Γη θα κυριαρχείται από οντότητες που διαφέρουν περισσότερο από εμάς, παρά εμείς από τους Νεάντερταλ ή τους χιμπατζήδες. Γιατί στις επόμενες γενιές, θα μάθουμε πώς να κατασκευάζουμε σώματα, εγκεφάλους και μυαλά. Αυτά θα είναι τα κύρια προϊόντα της οικονομίας του 21ου αιώνα».

Αυτή η ντετερμινιστική πίστη που μοιάζει με Μποργκ στην σύνθεση ανθρώπου-μηχανής που διαπερνά την σκέψη όλων των σύγχρονων διανθρωπιστών είναι λατρευτική, ανατριχιαστική και απλά λανθασμένη. Ωστόσο, χωρίς σωστή αξιολόγηση των ιστορικών ριζών αυτών των ιδεών, που απειλούν να ωθήσουν τον παγκόσμιο πολιτισμό σε έναν δυστοπικό εφιάλτη, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τίποτα θεμελιώδες για τα τελευταία 250 χρόνια ανθρώπινης εμπειρίας, πόσο μάλλον να δούμε πού βρίσκονται τα μοιραία ελαττώματα μέσα στο λειτουργικό σύστημα της Μεγάλης Επαναφοράς/Τρανσουμανιστών.

Αυτό το σύστημα, φυσικά, είναι απλώς ένα επανασυσκευασμένο σύστημα ευγονικής με νέο όνομα, το οποίο αναπτύχθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο κορυφαίος διανθρωπιστής νονός και πρόεδρος της British Eugenics Society, Sir Julian Huxley εξήγγειλε ρητά αυτόν τον στόχο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο ιδρυτικό του μανιφέστο της UNESCO το 1946 λέγοντας:

«Αν και είναι αλήθεια ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστική ευγονική πολιτική θα είναι για πολλά χρόνια πολιτικά και ψυχολογικά αδύνατη, θα είναι σημαντικό για την UNESCO να δει ότι το ευγονικό πρόβλημα να εξεταστεί με την μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για τα ζητήματα που διακυβεύονται, έτσι ώστε πολλά από αυτά που σήμερα είναι αδιανόητα να γίνουν τουλάχιστον εφικτά.»

Υπάρχουν μερικά θεμελιώδη πράγματα που πρέπει να γίνουν κατανοητά σχετικά με την ψευδοεπιστήμη της ευγονικής, ή αλλιώς γνωστή ως «η επιστήμη του καθαρισμού της ανθρώπινης γονιδιακής δεξαμενής από ανεπιθύμητη ρύπανση», η οποία εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Φανταζόμενη μια μελλοντική εποχή όπου η επιστήμη της ευγονικής θα αντικαθιστούσε την θρησκεία, ο ιδρυτής του σχολείου Sir Francis Galton (ξάδερφος του Charles Darwin) σκέφτηκε το 1905:

«Είναι εύκολο ν’ αφήσουμε την φαντασία να οργιάσει με την υπόθεση μιας ολόψυχης αποδοχής της ευγονικής ως εθνικής θρησκείας».

Closed vs Open Systems Clash τον 19ο αιώνα.

Ολόκληρο το σύστημα ευγονικής που υποστήριξαν οι Galton, Huxley et al ήταν απλώς μια επανασυσκευασία των υποκείμενων υποθέσεων των θεωριών του πληθυσμού που διαδόθηκαν από τον οικονομολόγο-σταρ της British East Company, Thomas Malthus (1766-1834). Ο Malthus προώθησε την μαθηματική θέση ότι τα επίπεδα του πληθυσμού θα τείνουν πάντα προς την γεωμετρική αύξηση, ενώ οι γεωργικοί πόροι θα τείνουν σε αριθμητική αύξηση με αποτέλεσμα σχετικά προβλέψιμα «σημεία κρίσης».

Ο Μάλθους και οι μαθητές του, γνωστοί ως «Μαλθουσιανοί», πίστευαν ότι οι κοινωνικοί μηχανικοί που εκπροσωπούν την Βρετανική Αυτοκρατορία πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτά τα «σημεία κρίσης» για να διαχειριστούν επιστημονικά το «ανθρώπινο κοπάδι».

Ο μαλθουσιανισμός είναι η ιδέα ότι η αύξηση του πληθυσμού είναι δυνητικά εκθετική, ενώ η αύξηση της προσφοράς τροφίμων ή άλλων πόρων είναι γραμμική, γεγονός που μειώνει τελικά το βιοτικό επίπεδο σε σημείο να πυροδοτήσει τον θάνατο του πληθυσμού. Αυτό το συμβάν, που ονομάζεται Malthusian catastrofe (γνωστό και ως Malthusian trap, πληθυσμιακή παγίδα, Malthusian check, Malthusian κρίση, Malthusian spectre ή Malthusian crunch) συμβαίνει όταν η πληθυσμιακή αύξηση ξεπερνά την αγροτική παραγωγή, προκαλώντας λιμό ή πόλεμο, με αποτέλεσμα φτώχεια και ερήμωση.

Μια τέτοια καταστροφή έχει αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα να αναγκάζει τον πληθυσμό να «διορθώσει» πίσω σε ένα χαμηλότερο, πιο εύκολα βιώσιμο επίπεδο (αρκετά γρήγορα, λόγω της πιθανής σοβαρότητας και των απρόβλεπτων αποτελεσμάτων των ελαφρυντικών παραγόντων που εμπλέκονται, σε σύγκριση με τις σχετικά αργές χρονικές κλίμακες και καλά κατανοητές διαδικασίες που διέπουν την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη ή ανάπτυξη που επηρεάζεται από προληπτικούς ελέγχους). Ο μαλθουσιανισμός έχει συνδεθεί με μια ποικιλία πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων, αλλά σχεδόν πάντα αναφέρεται σε υποστηρικτές του ελέγχου των ανθρωπομαζών.

Αυτές οι έννοιες προέρχονται από την πολιτική και οικονομική σκέψη του αιδεσιμότατου Thomas Robert Malthus, όπως διατυπώθηκε στα γραπτά του το 1798, An Essay on the Principle of Population. Ο Malthus πρότεινε ότι ενώ η τεχνολογική πρόοδος θα μπορούσε να αυξήσει την προσφορά μιας κοινωνίας σε πόρους, όπως τρόφιμα, και ως εκ τούτου να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο, η αφθονία των πόρων θα επέτρεπε την αύξηση του πληθυσμού, η οποία τελικά θα επαναφέρει την κατά κεφαλήν προσφορά πόρων στο αρχικό της επίπεδο.

Μερικοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι από την βιομηχανική επανάσταση, η ανθρωπότητα έχει ξεφύγει από την παγίδα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η συνέχιση της ακραίας φτώχειας δείχνει ότι η Μαλθουσιανή παγίδα συνεχίζει να λειτουργεί. Άλλοι υποστηρίζουν περαιτέρω ότι λόγω της έλλειψης διαθεσιμότητας τροφίμων σε συνδυασμό με την υπερβολική ρύπανση, οι αναπτυσσόμενες χώρες δείχνουν περισσότερα στοιχεία για την παγίδα. Μια παρόμοια, πιο σύγχρονη έννοια, είναι η συνομωσία του υπερπληθυσμού του ανθρώπου.

Ο νεομαλθουσιανισμός είναι η υπεράσπιση του σχεδιασμού του ανθρώπινου πληθυσμού για την διασφάλιση πόρων και περιβαλλοντικής ακεραιότητας για τους σημερινούς και μελλοντικούς ανθρώπινους πληθυσμούς καθώς και για άλλα είδη. Στην Βρετανία, ο όρος «Malthusian» μπορεί επίσης να αναφέρεται πιο συγκεκριμένα σε επιχειρήματα που διατυπώνονται υπέρ του προληπτικού ελέγχου των γεννήσεων, εξ ου και οργανώσεις όπως η Malthusian League.

Οι Νεο-Μαλθουσιανοί διαφέρουν από τις θεωρίες του Μάλθους κυρίως ως προς την υποστήριξή τους για την χρήση αντισύλληψης. Ο Μάλθους, ένας πιστός χριστιανός, (αλίμονο) πίστευε ότι ο «αυτοέλεγχος» (δηλαδή η αποχή) ήταν προτιμότερος από τον τεχνητό έλεγχο των γεννήσεων. Ανησυχούσε επίσης ότι η επίδραση της χρήσης αντισυλληπτικών θα ήταν πολύ ισχυρή για τον περιορισμό της ανάπτυξης, σε αντίθεση με την κοινή προοπτική του 18ου αιώνα (στην οποία ο ίδιος ο Μάλθους υιοθέτησε) ότι ένας σταθερά αυξανόμενος πληθυσμός παρέμενε απαραίτητος παράγοντας για την συνεχιζόμενη «πρόοδο της κοινωνίας», γενικά. Οι σύγχρονοι νεομαλθουσιανοί ανησυχούν γενικά περισσότερο από τον Μάλθους για την περιβαλλοντική υποβάθμιση και τον καταστροφικό λιμό παρά για την φτώχεια.

Ο μαλθουσιανισμός έχει προσελκύσει κριτική από διάφορες σχολές σκέψης, συμπεριλαμβανομένων γεωργιστών, μαρξιστών και σοσιαλιστών, ελευθεριακών και λάτρεις της ελεύθερης αγοράς, φεμινίστριες και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χαρακτηρίζοντάς τον ως υπερβολικά απαισιόδοξο, μισάνθρωπο ή απάνθρωπο. Πολλοί επικριτές πιστεύουν ότι ο Μαλθουσιανισμός έχει απαξιωθεί από την δημοσίευση της Αρχής του Πληθυσμού, αναφέροντας συχνά τις προόδους στις γεωργικές τεχνικές και τις σύγχρονες μειώσεις της ανθρώπινης γονιμότητας.

Ορισμένοι σύγχρονοι υποστηρικτές πιστεύουν ότι η βασική ιδέα της αύξησης του πληθυσμού που τελικά ξεπερνά τους πόρους εξακολουθεί να ισχύει θεμελιωδώς και ότι είναι πιθανό να υπάρξουν θετικοί έλεγχοι στο μέλλον της ανθρωπότητας εάν δεν ληφθούν μέτρα για να περιοριστεί σκόπιμα η πληθυσμιακή αύξηση. Παρά την ποικιλία των επικρίσεων εναντίον του, το επιχείρημα των Μαλθουσιανών παραμένει ένας σημαντικός λόγος βάσει του οποίου προωθούνται εθνικοί και διεθνείς περιβαλλοντικοί κανονισμοί.

Το θεωρητικό επιχείρημα του Μάλθους.

Το 1798, ο Thomas Malthus πρότεινε την υπόθεσή του στο An Essay on the Principle of Population. Υποστήριξε ότι αν και οι ανθρώπινοι πληθυσμοί τείνουν να αυξάνονται, η ευτυχία ενός έθνους απαιτεί παρόμοια αύξηση στην παραγωγή τροφίμων.

«Η ευτυχία μιας χώρας δεν εξαρτάται, απολύτως, από την φτώχεια της, ή τα πλούτη της, από την νιότη της ή την ηλικία της, από το ότι είναι αραιή ή πλήρως κατοικημένη, αλλά από την ταχύτητα με την οποία αυξάνεται, από τον βαθμό στην οποία η ετήσια αύξηση των τροφίμων προσεγγίζει την ετήσια αύξηση ενός απεριόριστου πληθυσμού.

Ωστόσο, η τάση για αύξηση του πληθυσμού οδηγεί επίσης σε έναν φυσικό κύκλο αφθονίας και ελλείψεων: Θα υποθέσουμε ότι τα μέσα επιβίωσης σε οποιαδήποτε χώρα είναι ίσα με την εύκολη υποστήριξη των κατοίκων της. Η συνεχής προσπάθεια προς τον πληθυσμό…αυξάνει τον αριθμό των ανθρώπων πριν αυξηθούν τα μέσα διαβίωσης. Επομένως, τα τρόφιμα που προηγουμένως υποστήριζαν επτά εκατομμύρια, πρέπει τώρα να μοιραστούν σε επτά και μισό ή οκτώ εκατομμύρια. Κατά συνέπεια, οι φτωχοί πρέπει να ζήσουν πολύ χειρότερα, και πολλοί από αυτούς υποφέρουν σε σοβαρή αγωνία.

Ο αριθμός των εργαζομένων είναι επίσης μεγαλύτερος από το ποσοστό της εργασίας στην αγορά, η τιμή της εργασίας πρέπει να τείνει προς την μείωση. ενώ η τιμή των προβλέψεων θα έτεινε ταυτόχρονα να ανέβει. Επομένως, ο εργάτης πρέπει να δουλέψει σκληρότερα για να κερδίσει τα ίδια που έβγαζε πριν. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου στενοχώριας, οι αποθαρρύνσεις για το γάμο και η δυσκολία της ανατροφής μιας οικογένειας είναι τόσο μεγάλες, που ο πληθυσμός βρίσκεται σε στάση.

Στο μεταξύ, η φθηνή εργασία, η αφθονία των εργαζομένων και η αναγκαιότητα μιας αυξημένης βιομηχανίας μεταξύ τους, ενθαρρύνουν τους καλλιεργητές να απασχολούν περισσότερη εργασία στην γη τους. να αναζωογονηθεί το φρέσκο έδαφος, να κοπριαστεί και να βελτιωθεί πληρέστερα αυτό που είναι ήδη στο όργωμα. μέχρις ότου τελικά τα μέσα διαβίωσης γίνουν στην ίδια αναλογία με τον πληθυσμό με την περίοδο από την οποία ξεκινήσαμε. Η κατάσταση του εργάτη είναι και πάλι ανεκτά άνετη, οι περιορισμοί στον πληθυσμό έχουν χαλαρώσει σε κάποιο βαθμό. και επαναλαμβάνονται οι ίδιες ανάδρομες και προοδευτικές κινήσεις ως προς την ευτυχία». -Thomas Malthus, 1798. An Essay on the Principle of Population, Κεφάλαιο II.

«Ο λιμός φαίνεται να είναι ο τελευταίος, ο πιο τρομερός πόρος της φύσης. Η δύναμη του πληθυσμού είναι τόσο ανώτερη από τη δύναμη της γης να παράγει επιβίωση για τον άνθρωπο, που ο πρόωρος θάνατος πρέπει με κάποιο τρόπο ή άλλο να επισκεφτεί την ανθρώπινη φυλή. Οι κακίες της ανθρωπότητας είναι ενεργοί και ικανοί υπουργοί ερήμωσης του πληθυσμού. Είναι οι πρόδρομοι στον μεγάλο στρατό της καταστροφής και συχνά τελειώνουν οι ίδιοι το τρομερό έργο. Αλλά αν αποτύχουν σε αυτόν τον πόλεμο εξόντωσης, οι άρρωστες εποχές, οι επιδημίες, η επιδημία και η πανούκλα προχωρούν σε τρομερή σειρά και σαρώνουν τις χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες τους. Αν η επιτυχία είναι ακόμα ημιτελής, ο γιγαντιαίος αναπόφευκτος λιμός κυλά στο πίσω μέρος και με ένα δυνατό χτύπημα ισοπεδώνει τον πληθυσμό με το φαγητό του κόσμου.» -Thomas Malthus, 1798. An Essay on the Principle of Population.

Ο Μάλθους αντιμετώπισε την αντίθεση των οικονομολόγων τόσο κατά την διάρκεια της ζωής του όσο κι από τότε. Ένας φωνητικός κριτικός αρκετές δεκαετίες αργότερα ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς.

Ο Μάλθους πίστευε ότι η φύση παρείχε στην άρχουσα τάξη ορισμένα εργαλεία που θα της επέτρεπαν να ολοκληρώσουν αυτό το σημαντικό έργο (δηλαδή τον πόλεμο, την πείνα και τις ασθένειες). Ο Μάλθους δήλωσε ψυχρά τα εξής στο Δοκίμιό του για τον Πληθυσμό του 1799:

«Θα πρέπει να διευκολύνουμε, αντί να προσπαθούμε ανόητα και μάταια να εμποδίσουμε, τις λειτουργίες της φύσης για την παραγωγή αυτής της θνητότητας. Και αν φοβόμαστε την πολύ συχνή επίσκεψη της φρικτής μορφής της πείνας, θα πρέπει να ενθαρρύνουμε σιωπηλά τις άλλες μορφές καταστροφής, τις οποίες αναγκάζουμε την φύση να χρησιμοποιήσει. Στις πόλεις μας θα πρέπει να κάνουμε τους δρόμους πιο στενούς, να συνωστίσουμε περισσότερο κόσμο στα σπίτια και να προσκαλέσουμε την επιστροφή της πανώλης».

Φέρνοντας αυτή την ψυχρή λογική στα άκρα, ο «σεβασμιότατος» Μάλθους επέκτεινε την λογική του στην «πρακτική» εξάλειψη ακατάλληλων παιδιών των οποίων η αξία είναι «συγκριτικά» χαμηλή για την κοινωνία:

«Θα πρότεινα να γίνει ένας κανονισμός που να δηλώνει ότι κανένα παιδί που γεννήθηκε από γάμο που τελείται μετά την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία του νόμου και κανένα νόθο παιδί που γεννήθηκε δύο χρόνια από την ίδια ημερομηνία, δεν θα πρέπει ποτέ να δικαιούται ενοριακή βοήθεια… Το βρέφος, συγκριτικά, έχει μικρή αξία για την κοινωνία, καθώς άλλοι θα καλύψουν αμέσως την θέση του».

Η εφαρμογή από την Βρετανία της «επιστήμης» του Malthus για την διαχείριση του πληθυσμού ήταν μοχθηρή. Στην Αγγλία, οι νόμοι για τους φτωχούς του 1838 εξασφάλιζαν ότι δεν θα παρείχε κρατική βοήθεια πέρα ​​από τα σπίτια εργασίας για τις μάζες των εξαθλιωμένων υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ 1845-1851, η κατάργηση των νόμων για το καλαμπόκι και ο Ιρλανδικός λιμός της πατάτας είχαν ως αποτέλεσμα να πεθάνουν από την πείνα ένα εκατομμύριο Ιρλανδοί σε μια χώρα με άφθονες σοδειές.

Εκείνη την εποχή, οι συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου απαιτούσαν να διατηρηθούν οι εξαγωγικές ποσοστώσεις ακόμη και στο σημείο των όπλων, παρά την μαζική πείνα. Μόνο το 1877, πάνω από δέκα εκατομμύρια Ινδοί πέθαναν από λιμούς που κατευθύνθηκαν από την Βρετανία καθώς το σύστημα του Μάλθους εφαρμόστηκε σε πλήρη ισχύ και σε ολόκληρη την Βρετανική αυτοκρατορία.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτό το κλειστό μονοπολικό σύστημα αντιπροσώπευε μια κεντρική δομή διοίκησης που προσπαθούσε να κρατήσει όλους τους παγκόσμιους πολιτισμούς και τα έθνη υποταγμένα στις απαιτήσεις των «πιο ικανών». Ωστόσο, η κυριαρχία του ήταν αδύνατη. Σε αντίθεση με την θλιβερή επιστήμη των Βρετανών κοινωνικών μηχανικών, ένα αντίθετο παράδειγμα εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά, που έβλεπε το ανθρώπινο μυαλό και τις ικανότητές του να ανακαλύπτει νόμους της δημιουργίας ως πρωταρχικό όλων των κανόνων που οι ολιγάρχες απαιτούσαν να τηρούνται.

Η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν καεί άσχημα από τους βρετανικούς γεωπολιτικούς χειρισμούς κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Οι Ινδικές εξεγέρσεις είχαν διαμορφώσει ολόκληρη την περίοδο 1859-1861 και η θηριωδία των Κινέζων στον απόηχο του δαπανηρού 2ου Πολέμου του Οπίου προκάλεσε κρουστικά κύματα αγανάκτησης στους συμπαθούντες σε όλο τον κόσμο.

Η ικανότητα της ένωσης να επιβιώσει από έναν τετραετή εμφύλιο πόλεμο που χειραγωγήθηκε από την Βρετανία (κυρίως λόγω της παρέμβασης της Ρωσίας το 1863) άλλαξε το παιχνίδι.

Ενώ το υπερβολικά εκτεταμένο (και υπερβολικά φουσκωμένο) σύστημα αυτοκρατορίας της Βρετανίας έτρεμε κάτω από την δική του ακαμψία, ένα νέο σύστημα συνεργασίας, προστατευτισμού, σιδηροδρομικής ανάπτυξης, βιομηχανικής ανάπτυξης, εθνικής τραπεζικής και τεχνολογικής προόδου άρχισε να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, απειλώντας να αναιρέσει το κλειστό σύστημα κληρονομικής εξουσίας που είχε διατηρήσει τον έλεγχο για αιώνες.

Η προοπτική ενός συνασπισμού εθνών που θα ανέπτυσσαν τους πόρους τους ως χερσαίες δυνάμεις, με σιδηρόδρομο, βιομηχανική ανάπτυξη, προστατευτισμό και εθνικές τραπεζικές διαδικασίες ήταν ανάθεμα στην βάση της παγκόσμιας λεηλασίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας: ελεύθερο εμπόριο με ιδιωτική χρηματοδότηση, καλλιέργεια μετρητών και γενική εξάρτηση από την Βρετανική θαλάσσια κυριαρχία.

The Rise of Thomas Huxley’s X Club

Οι αυτοκρατορίες δεν εξαφανίζονται ποτέ χωρίς μάχη και η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν αποτελούσε εξαίρεση. Πριν ολοκληρωθεί ο Εμφύλιος Πόλεμος στις ΗΠΑ, μια νέα αυτοκρατορική μεγάλη στρατηγική αναδιατυπώθηκε στο Κέιμπριτζ και στα κεντρικά γραφεία της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας στο Λονδίνο.

Από αυτά τα δίκτυα προέκυψε μια νέα φυλή αυτοκρατορικής διαχείρισης με την μορφή του Huxley’s X Club (περίπου 1865), του οποίου ηγήθηκε ένας νεαρός, ταλαντούχος μισάνθρωπος ονόματι Thomas Huxley (γνωστός και ως «Darwin’s Bull Dog»). Ο Χάξλεϋ είχε επιφορτιστεί με την διαμόρφωση μιας νέας μεγάλης στρατηγικής για την διατήρηση της αυτοκρατορίας.

Αναλογιζόμενος την ανάπτυξη της Γερμανικής, της Ρωσικής και της Αμερικανικής εκβιομηχάνισης και συνεργασίας, ο Χάξλεϋ έγραψε το 1887 ότι «η Βρετανία έμπαινε στον πιο σοβαρό αγώνα ύπαρξης στον οποίο είχε ποτέ δεσμευτεί αυτή η χώρα. Τα τελευταία χρόνια του αιώνα υπόσχονται να μας δουν σε έναν βιομηχανικό πόλεμο πολύ πιο σοβαρής σημασίας από τους στρατιωτικούς πολέμους των χρόνων έναρξης του».

Γνωρίζοντας ότι το πιο σημαντικό επίπεδο του πολέμου βρίσκεται στις επιστημονικές αντιλήψεις που έχει η κοινωνία (καθώς το πρότυπό μας για πολιτική αυτορρύθμιση βασίζεται τελικά και ενημερώνεται από τα πρότυπα και τους νόμους που υπάρχουν στην φύση), το Huxley’s X Club είχε στόχο να ενώσει όλους τους μεγάλους κλάδους της φυσικής, της βιολογίας, της οικονομίας και της κοινωνιολογίας κάτω από μια μοναδική συνεκτική ερμηνεία που βασίζεται στην σταδιακή, περιγραφική, αναγωγική επιστήμη.

Αυτή θα ήταν μια νέα ενοποιημένη, εσωτερικά συνεπής επιστήμη που θα εξαφάνιζε τα στοιχεία όλων των δημιουργικών αλμάτων που διαμορφώνουν όλη την ζωντανή και μη ζωντανή φύση. Αυτή η ομάδα συνειδητοποίησε ότι εάν η φύση μπορούσε να μοντελοποιηθεί ως μια κλειστή, παρακμάζουσα και τυχαία διαδικασία, τότε θα στερούνταν επίσης από οποιαδήποτε πραγματική έννοια αρχής, δικαιοσύνης ή ηθικής.

Αυτή θα ήταν μια αντίληψη της φύσης που οι αυτοκρατορίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν για πάντα την εκμετάλλευση των θυμάτων τους.

Περιγράφοντας το X Club, ο ιστορικός Jules Evans έγραψε:

«Όπως μια ρωμαϊκή φάλαγγα, το X-Club υπερασπίστηκε την υπόθεση του Δαρβινισμού και του επιστημονικού νατουραλισμού (δηλαδή την πεποίθηση ότι κανένας Θεός και άλλες υπερφυσικές οντότητες δεν υπήρχαν ή τουλάχιστον δεν παρενέβησαν στον φυσικό κόσμο). Τα μέλη χρησιμοποίησαν επίσης την επιρροή τους για να υποστηρίξουν ο ένας το έργο του άλλου και να κερδίσουν τις κορυφαίες θέσεις για τον εαυτό τους και τους συμμάχους τους. Ήταν μια νέα συντεχνία, ένα νέο ιερατείο.»

Το «μετασύστημα» που ενώνει όλους αυτούς τους διάφορους κλάδους της περιγραφικής «επιστήμης» θα βασιζόταν στις θεωρίες του Κάρολου Δαρβίνου για την φυσική επιλογή και την «επιβίωση του ισχυρότερου». Η υποτιθέμενη ανάγκη της ανθρώπινης κοινωνίας να εξαλείψει τα ακατάλληλα βασιζόταν σε ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν:

1) ότι η ανθρωπότητα είναι ένα σύστημα εξ ολοκλήρου διαμορφωμένο από υλικές δυνάμεις περιβαλλοντικών περιορισμών και γενετικής,

2) ότι αυτό το σύστημα ήταν θεμελιωδώς κλειστό και ως εκ τούτου εντροπικό (υπόκειται σε αμετάβλητους νόμους φθίνουσας απόδοσης που καθοδηγείται από έναν αναπόφευκτο θερμικό θάνατο),

3) ότι η δημιουργική δύναμη των γενετικών μεταλλάξεων που καθοδηγούσε την εμφάνιση ενός νέου βιολογικού μηχανισμού ήταν θεμελιωδώς τυχαία,

4) ότι αυτή η τυχαιότητα μπορούσε μόνο να ξεπεραστεί με την άνοδο μιας νέας εποχής κοινωνικών μηχανικών που διαχειρίζονται την ανθρωπότητα σε όλα τα επίπεδα-οικονομικό, ψυχολογικό, πολιτιστικό και ακόμη και γενετικό.

Ένα από τα εργαλεία προπαγάνδας που δημιουργήθηκαν από το X Club ήταν ένα περιοδικό που ονομαζόταν «Nature Magazine», το οποίο το 1869, παρουσίαζε άρθρα του Huxley και πολλών μελών του X Club. Ο βαθύτερος σκοπός του X Club και του περιοδικού του, όπως περιγράφεται σε μια έκθεση του 2013 με τίτλο «Hideous Revolution: The X Club’s Malthusian Revolution in Science», ήταν προσανατολισμένος προς τον επαναπροσδιορισμό όλων των κλάδων της επιστήμης γύρω από μια στατιστική-εμπειρική ερμηνεία του σύμπαντος που αρνούνταν την ύπαρξη δημιουργικού λόγου στην ανθρωπότητα ή την φύση. Η επιστήμη μετατράπηκε από την απεριόριστη μελέτη και τελειότητα της αλήθειας σε μια μαθηματικά σφραγισμένη «επιστήμη των ορίων».

Ο Δαρβινισμός επανασυσκευάζει τον Μάλθους.

Η υποστήριξη του Δαρβινισμού από το X Club ήταν λιγότερο επιστημονική απόφαση από αυτή την άποψη και περισσότερο πολιτική. Όπως παραδέχτηκε αργότερα ο Δαρβίνος στην αυτοβιογραφία του, η δική του θεωρία προέκυψε απευθείας από την μελέτη του για τον Μάλθους:

“Τον Οκτώβριο του 1838, δεκαπέντε μήνες αφότου άρχισα την συστηματική μου έρευνα, έτυχε να διαβάσω για διασκέδαση τον Μάλθους για τον πληθυσμό και να είμαι έτοιμος να εκτιμήσω τον αγώνα για ύπαρξη που συνεχίζεται παντού, από την μακροχρόνια παρατήρηση των συνηθειών των ζώων και των φυτών, μου έκανε αμέσως εντύπωση ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες οι ευνοϊκές παραλλαγές θα έτειναν να διατηρηθούν και οι δυσμενείς να καταστραφούν.

Το αποτέλεσμα θα ήταν ο σχηματισμός ενός νέου είδους. Εδώ, λοιπόν, είχα επιτέλους μια θεωρία βάσει της οποίας να δουλέψω». Καθολικοποιώντας τον Μάλθους σε όλη την ζωντανή δημιουργία, το X Club απέκρυψε την ποιοτική διαφορά μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων που ήταν πλεονεκτική για μια αυτοκρατορία που μπορεί να ελέγξει τους ανθρώπους μόνο όταν υιοθετούν τον νόμο της ζούγκλας ως πρότυπα ηθικής πρακτικής και διαμόρφωσης ταυτότητας και όχι οτιδήποτε πραγματικά ηθικό.”

Αν και οι σύγχρονοι υπερασπιστές του Δαρβίνου διακηρύσσουν ότι ο βιολόγος ήταν αθώος για οποιεσδήποτε κατηγορίες για την προώθηση του κοινωνικού δαρβινισμού που καινοτόμησε ο συνεργάτης του X Club, Χέρμπερτ Σπένσερ, το γεγονός των λόγων του ίδιου του Δαρβίνου δείχνει ότι όχι μόνο γνώριζε αλλά υποστήριξε την κοινωνική εφαρμογή της ιδεολογίας του για την επιβίωση του ισχυρότερου στα ανθρώπινα συστήματα. Στο έργο του “Η κάθοδος του ανθρώπου” του 1871, ο Δαρβίνος σημείωσε:

«Τα αδύναμα μέλη των πολιτισμένων κοινωνιών προπαγανδίζουν το είδος τους. Κανείς που ασχολήθηκε με την εκτροφή οικόσιτων ζώων δεν θα αμφιβάλλει ότι αυτό πρέπει να είναι πολύ επιβλαβές για την φυλή του ανθρώπου. Είναι εκπληκτικό το πόσο σύντομα μια έλλειψη φροντίδας ή η λανθασμένα κατευθυνόμενη φροντίδα οδηγεί στον εκφυλισμό μιας εγχώριας φυλής αλλά εκτός από την περίπτωση του ίδιου του ανθρώπου, σχεδόν κανένας δεν είναι τόσο αδαής ώστε να επιτρέψει στα χειρότερα ζώα του να αναπαραχθούν».

Σε μια επιστολή του 1869 προς τον Γκάλτον, ο Δαρβίνος έγραψε:

«Αγαπητέ μου Γκάλτον, έχω διαβάσει μόνο περίπου 50 σελίδες του βιβλίου σου, αλλά πρέπει να εκτονωθώ, διαφορετικά κάτι θα πάει στραβά μέσα μου. Δεν νομίζω ότι σε όλη μου την ζωή να διάβασα κάτι πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο και πόσο καλά και ξεκάθαρα έθεσες κάθε σημείο… Έχεις κάνει έναν αντίπαλο να προσηλυτιστεί.»

Απλώς για να γίνει σαφές για όσους μπορεί ακόμα να μπερδεύονται: η θεωρία του Μάλθους χρησίμευσε ως βάση της ερμηνείας του Δαρβίνου για την φυσική επιλογή. Αυτό, με την σειρά του, χρησίμευσε ως βάση της θεωρίας της ευγονικής του Galton και της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού του Herbert Spencer (τελικά μια πιο «απομακρυσμένη» προσέγγιση για την εξάλειψη των ακατάλληλων σε έναν αγώνα για φθίνουσες αποδόσεις).

Αντιδαρβινικές προσεγγίσεις στην εξέλιξη.

Παρόλο που μας λένε πολύ συχνά σήμερα ότι δεν υπήρξε ποτέ εναλλακτικό σύστημα εκτός της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου, μια πιο προσεκτική εξέταση της ιστορίας της επιστήμης κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα αποδεικνύει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, μια αντιδαρβινική επιστημονική επανάσταση άνθιζε στις βιοεπιστήμες υπό την ηγεσία μορφών όπως ο James Dwight Dana, ο Jean-Baptiste Lamarck, ο Alexander von Humboldt, ο Georges Cuvier, ο Karl-Ernst von Baer και ο Benjamin Silliman.

Αυτοί οι επιστήμονες όχι μόνο άρχισαν να αμφισβητούν την στατική θεωρία της φύσης όπως προέρχεται από μια κυριολεκτική ανάγνωση της Βίβλου, αλλά έκαναν τεράστια βήματα στην πραγματοποίηση των ανώτερων αιτιακών μηχανισμών που καθορίζουν την ροή της εξέλιξης.

Σε αντίθεση με πολλούς από τους σύγχρονους επιστήμονές μας, αυτές οι φιγούρες δεν είδαν ποτέ μια διχοτόμηση που να χωρίζει την επιστήμη από την θρησκεία, καθώς η «επιστήμη» κατανοήθηκε ως τίποτα λιγότερο από την διερεύνηση και την συμμετοχή στην “Δημιουργία του Θεού” και ως εκ τούτου η βιόσφαιρα και όλες οι «μονάδες» μέσα σε αυτήν καθορίστηκαν σιωπηρά ως κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών της και όλες οι θεωρίες εξέλιξης που πλησίαζαν γρήγορα και καθοδηγούνταν από την πρόθεση, την αρμονία και την κατευθυντικότητα.

Αυτή η προοπτική παρουσιάστηκε έξοχα από τον μεγάλο φυσιοδίφη και εμβρυολόγο Karl Ernst von Baer, ​​ο οποίος έγραψε στο έργο του On the Purpose of Nature (1876):

«Οι αμοιβαίες διασυνδέσεις των οργανισμών μεταξύ τους και η σχέση τους με τα συμπαντικά υλικά που τους προσφέρουν τα μέσα για την διατήρηση της ζωής, είναι αυτό που ονομάστηκε αρμονία της φύσης, δηλαδή μια σχέση αμοιβαίας ρύθμισης. Ακριβώς όπως οι τονική αρμονία που δημιουργείται μόνο όταν συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, έτσι και οι επιμέρους διαδικασίες στην ολότητα της φύσης μπορούν να υπάρχουν και να διαρκέσουν μόνο εάν βρίσκονται σε ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους. Η πιθανότητα δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει κάτι διαρκές, μάλλον είναι ικανή μόνο για καταστροφή».

Η αυτοκρατορική σχολή του Huxley’s X Club αρνήθηκε όχι μόνο την ύπαρξη της δημιουργικότητας από αυτή την ανώτερη μεταφυσική σκοπιά, αλλά αρνήθηκε επίσης το γεγονός ότι η ανθρωπότητα μπορεί να μεταφράσει μοναδικά τους καρπούς αυτών των δημιουργικών ανακαλύψεων σε νέες μορφές επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του είδους μας την ικανότητά μας να υπερβούμε τα «όρια ανάπτυξης» μας (ή όπως το έχουν ονομάσει οι σύγχρονοι νεο-Μαλθουσιανοί, «φορητική ικανότητα» μας).

Ο χορός των μαθηματικών και της φυσικής στον 20ο αιώνα: Ποιος ηγείται και ποιος ακολουθεί;

Τους πρώτους μήνες του νέου αιώνα, έλαβε χώρα ένα σημαντικό γεγονός που πήγε πολύ στην εφαρμογή της αποστολής του Χάξλεϋ. Το Συνέδριο Future of Mathematics του Αυγούστου 1900 ήταν ένα παγκόσμιο γεγονός που προσέλκυσε περισσότερους από 160 από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς που ήθελαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα αιχμής στην επιστήμη και να ασχοληθούν με την σχέση φυσικής και μαθηματικών. Προφανώς, αυτά τα δύο γήπεδα χόρευαν μαζί, αλλά το ερώτημα παρέμενε: ποιο θα οδηγούσε και ποιο θα ακολουθούσε;

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός εξακολουθούσε να ήταν πολύ κάτω από τα δύο δισεκατομμύρια εκείνη την εποχή, η πυκνότητα των επιστημονικών ανακαλύψεων σε όλους τους τομείς εμφανιζόταν με ρυθμό αόρατο στην ανθρώπινη ιστορία.

Από τις νέες ανακαλύψεις στην βιολογία, την εμβρυολογία, την ατομική φυσική, τον ηλεκτρομαγνητισμό, την αεροδυναμική και την χημεία, η απάντηση στο ερώτημα μαθηματικών εναντίον φυσικής γινόταν όλο και πιο προφανής. Το γεγονός ήταν ότι η ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης ξεπερνούσε γρήγορα τα όρια της μαθηματικής γλώσσας που χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες.

Με τον καιρό, νέα μαθηματικά συστήματα θα αναπτυχθούν για να περιγράψουν τις νέες δημιουργικές ανακαλύψεις που έγιναν, αλλά κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η δημιουργική σκέψη πρωτοστατούσε σε αυτόν τον χορό. Αυτό που ήταν επίσης αναμφισβήτητο ήταν πώς αυτές οι νέες ιδέες βελτίωναν δραματικά τις συνθήκες αμέτρητων ανθρώπων μέσα από αυτά τα μεγάλα άλματα στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο.

Ο Χίλμπερτ και ο Ράσελ διαμορφώνουν ένα νέο παράδειγμα.

Δύο ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην δολιοφθορά της επιστήμης κατά την Διάσκεψη του Παρισιού το 1900 και των οποίων οι ιδέες συνδέονται άρρηκτα με την μετέπειτα εξέλιξη της ευγονικής, της κυβερνητικής και του διανθρωπισμού, ήταν ο Λόρδος Μπέρτραντ Ράσελ του Κέμπριτζ και ο μαθηματικός του Γκότινγκεν, Ντέιβιντ Χίλμπερτ.

Το δίδυμο δεν στόχευε σε τίποτα λιγότερο από την αναγωγή ολόκληρου του σύμπαντος σε μια σειρά από πεπερασμένες, εσωτερικά συνεπείς μαθηματικές προτάσεις και αξιώματα. Ο Χίλμπερτ ανακοίνωσε τα 23 προβλήματά του για τα μαθηματικά που θα έπρεπε να λυθούν από μαθηματικούς του 20ου αιώνα, κατά την διάρκεια του συνεδρίου του το 1900. Ενώ πολλά από αυτά τα προβλήματα ήταν πραγματικά σημαντικά, το πιο καταστροφικό για τους σκοπούς αυτού του άρθρου επικεντρώθηκε στην ανάγκη «να αποδειχθεί ότι όλα τα αξιώματα της αριθμητικής είναι συνεπή» [πρόβλημα 2] και να «αξιωματοποιηθούν εκείνες οι φυσικές επιστήμες στις οποίες τα μαθηματικά παίζουν σημαντικό ρόλο» [πρόβλημα 6].

Χρειάστηκαν 13 χρόνια για να επιτύχει αυτόν τον στόχο ο Ράσελ με την μορφή του Principia Mathematica, το οποίο συνέγραψε με τον πρώην εκπαιδευτή και συνάδελφό του, τον Απόστολο του Κέιμπριτζ, Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ.

Το όνομα «Principia Mathematica» επιλέχθηκε ρητά ως φόρος τιμής στο «Principia Mathematica» του Νεύτωνα, το οποίο είχε δημοσιευτεί 200 χρόνια νωρίτερα. Την εποχή της έναρξης του έργου Russell-Hilbert το 1900, οι επίπεδες ερμηνείες του φυσικού χωροχρόνου τόσο του Ευκλείδη όσο και του Νεύτωνα κατέρρευσαν γρήγορα με την έλευση των νέων ανακαλύψεων από τους Riemann, Curie, Weber, Planck και Einstein που όλοι έδειχναν ότι σχήμα του φυσικού χωροχρόνου είχε ζωντανό, δημιουργικό χαρακτήρα.

Με κάθε δημιουργική ανακάλυψη, μια αμοιβαία διασύνδεση μεταξύ του «υποκειμενικού» εσωτερικού χώρου της ανθρώπινης γνώσης και του «αντικειμενικού» εξωτερικού χώρου του ανακαλύψιμου σύμπαντος καθιερωνόταν όλο και πιο σταθερά.

Αποδεικνύοντας αυτήν την όμορφη διορατικότητα και το πάθος για αναζήτηση του άγνωστου, που ήταν κοινό μεταξύ μεγάλων επιστημόνων κατά την διάρκεια αυτής της γόνιμης επαναστατικής περιόδου, ο Αϊνστάιν δήλωσε: «Θέλω να μάθω πώς δημιούργησε ο Θεός αυτόν τον κόσμο. Δεν με ενδιαφέρει αυτό ή εκείνο το φαινόμενο, το φάσμα αυτού ή εκείνου του στοιχείου. Θέλω να μάθω τις σκέψεις Του, τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες».

Αντικατοπτρίζοντας την ίδια άποψη με τον δικό του τρόπο, ο Max Planck δήλωσε:

«Η επιστήμη ενισχύει την ηθική αξία της ζωής, επειδή προωθεί την αγάπη για την αλήθεια και τον σεβασμό – η αγάπη για την αλήθεια εμφανίζεται στην συνεχή προσπάθεια να φτάσει σε μια πιο ακριβή γνώση του κόσμου του μυαλού και της ύλης γύρω μας και της ευλάβειας, γιατί κάθε πρόοδος στην γνώση, μας φέρνει αντιμέτωπους με το μυστήριο της ίδιας της ύπαρξής μας».

Η εντροπία του κλειστού συστήματος πρέπει να ορίζει το σύμπαν!

Τα εντροπικά μαθηματικά του κλειστού συστήματος του Russell ήταν μια άμεση αντανάκλαση της μισανθρωπικής του άποψης για μια ανθρωπότητα που προορίζεται για την εντροπία, η οποία μπορεί να φανεί ρητά στην δήλωσή του το 1903:

«Αυτός ο άνθρωπος είναι προϊόν αιτιών που δεν είχαν καμία πρόβλεψη για το τέλος που θα πετύχαιναν, ότι η καταγωγή του, η ανάπτυξή του, οι ελπίδες και οι φόβοι του, οι έρωτές του και οι πεποιθήσεις του, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα τυχαίας συνεγκατάστασης ατόμων. Καμία φωτιά, κανένας ηρωισμός, καμία ένταση σκέψης και συναισθήματος, δεν μπορεί να διατηρήσει την ατομική ζωή πέρα ​​από τον τάφο. Όλοι οι κόποι των αιώνων, όλη η αφοσίωση, όλη η έμπνευση, όλη η μεσημεριανή λάμψη της ανθρώπινης ιδιοφυΐας, προορίζονται να εξαφανιστούν στον απέραντο θάνατο του ηλιακού συστήματος και ότι ολόκληρος ο ναός των επιτευγμάτων του ανθρώπου πρέπει αναπόφευκτα να θαφτεί από κάτω από τα συντρίμμια ενός σύμπαντος σε ερείπια – όλα αυτά τα πράγματα, αν όχι εντελώς αδιαμφισβήτητα, είναι σχεδόν βέβαια που καμία φιλοσοφία που τα απορρίπτει δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα σταθεί… Μόνο μέσα στην σκαλωσιά αυτών των αληθειών, μόνο στην σταθερή βάση της ανυποχώρητης απόγνωσης, μπορεί στο εξής να χτιστεί με ασφάλεια η κατοικία της ψυχής».

Όταν αναλογιστούμε ποιο σύνολο μεταφυσικών απόψεων έχει μεγαλύτερη αξίωση για την αλήθεια που παρουσιάζεται παραπάνω, αξίζει να τεθεί το ερώτημα: Ποιος έκανε στην πραγματικότητα αποδείξιμες ανακαλύψεις στην δημιουργία και ποιος απλώς διατύπωσε μοντέλα πύργων από ελεφαντόδοντο χωρίς κανένα πραγματικό στοιχείο ανακάλυψης;

Μέρος της φόρμουλας για την επιτυχία στο μυαλό του Ράσελ εξαρτιόταν από την εμμονή του με την μαθηματική ισορροπία σε όλα τα πράγματα. Όταν εφαρμόστηκε στην κοινωνία, δεν ήταν περίεργο ότι ο Ράσελ ήταν ένας πιστός Μαλθουσιανός και υποστηρικτής της ευγονικής και του ελέγχου του πληθυσμού για μια ζωή.

Μία από τις πολλές επιδείξεις τέτοιων απόψεών του έγινε στις Προοπτικές του Βιομηχανικού Πολιτισμού του 1923, όπου δήλωσε:

«Ο σοσιαλισμός, ειδικά ο διεθνής, είναι εφικτός ως σταθερό σύστημα μόνο εάν ο πληθυσμός είναι στάσιμος ή σχεδόν στάσιμος. Μια αργή αύξηση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με βελτιώσεις στις γεωργικές μεθόδους, αλλά μια ταχεία αύξηση πρέπει στο τέλος να οδηγήσει ολόκληρο τον πληθυσμό σε ανέχεια… ο λευκός πληθυσμός του κόσμου σύντομα θα πάψει να αυξάνεται. Οι ασιατικές φυλές θα είναι μεγαλύτερες και οι νέγροι ακόμα περισσότεροι, προτού ο ρυθμός γεννήσεώς τους πέσει αρκετά ώστε να σταθεροποιηθεί ο αριθμός τους χωρίς την βοήθεια του πολέμου και της επιδημίας… Μέχρι να συμβεί αυτό, τα οφέλη που στοχεύει ο σοσιαλισμός μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο εν μέρει και οι λιγότερο παραγωγικές φυλές θα πρέπει να αμυνθούν ενάντια στους πιο παραγωγικούς με μεθόδους που είναι αηδιαστικές ακόμα κι αν είναι απαραίτητες».

Τα μεταγενέστερα γραπτά του Russell στο The Scientific Outlook (1930) επεκτείνουν τις απόψεις του για μια σταθερή παγκόσμια κοινωνία στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπου ορίζει την ανάγκη να υπάρχει όχι ένας, αλλά δύο ξεχωριστοί τρόποι εκπαίδευσης: ένας για την ελίτ της κύριας τάξης, που θα γίνει κυρίαρχος και ένας για την κατώτερη τάξη των σκλάβων.

Ο Russell περιγράφει τις δύο κάστες με τους ακόλουθους όρους:

«Οι επιστημονικοί άρχοντες θα παρέχουν ένα είδος εκπαίδευσης για τους απλούς άντρες και τις γυναίκες και άλλο για εκείνους που πρόκειται να γίνουν κάτοχοι επιστημονικής δύναμης. Οι απλοί άνδρες και γυναίκες αναμένεται να είναι υπάκουοι, εργατικοί, ακριβείς, αλόγιστοι και ικανοποιημένοι. Από αυτές τις ιδιότητες πιθανώς η ικανοποίηση θα θεωρείται η πιο σημαντική. Για την παραγωγή του, θα έρθουν στο παιχνίδι όλοι οι ερευνητές της ψυχανάλυσης, του συμπεριφορισμού και της βιοχημείας. Όλα τα αγόρια και τα κορίτσια θα μάθουν από νεαρή ηλικία να είναι αυτό που ονομάζεται «συνεταιρισμός», δηλαδή να κάνουν ακριβώς αυτό που κάνουν όλοι. Η πρωτοβουλία θα αποθαρρύνεται σε αυτά τα παιδιά και η ανυπακοή, χωρίς να τιμωρείται, θα εκπαιδεύεται επιστημονικά από αυτά».

Για την άρχουσα τάξη: «Εκτός από το ένα θέμα της πίστης στο παγκόσμιο κράτος και στην δική τους τάξη, τα μέλη της κυρίαρχης τάξης θα ενθαρρύνονται να είναι περιπετειώδη και γεμάτα πρωτοβουλία. Θα αναγνωριστεί ότι είναι δουλειά τους να βελτιώνουν την επιστημονική τεχνική και να κρατούν τους χειρώνακτες εργάτες ικανοποιημένους με συνεχείς νέες διασκεδάσεις.» εξήγησε ο Ράσελ. Όλα τα μεταγενέστερα γραπτά του Russell προωθούν πολιτικές όπως: ο προληπτικός πυρηνικός βομβαρδισμός της Ρωσίας, μια Παγκόσμια Κυβέρνηση που διοικείται από μια επιστημονική δικτατορία και μαθαίνει στα παιδιά να πιστεύουν ότι «το χιόνι είναι μαύρο» πρέπει να διαβαστεί έχοντας κατά νου την ρατσιστική φιλοσοφική κοσμοθεωρία του.

Norbert Wiener και η άνοδος της κυβερνητικής

Το 1913, καθώς εκτυπωνόταν ο τρίτος και τελευταίος τόμος του Ράσελ της Principia Mathematica, ένας νεαρός προστατευόμενος των μαθηματικών έφτασε στο Κέιμπριτζ από τις ΗΠΑ με υποτροφία. Το όνομά του ήταν Norbert Wiener και σύντομα βρέθηκε ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα αγοριών που είχαν στενή καθοδήγηση από τον Bertrand Russell και τον David Hilbert. Υπό τον Russell, ο Wiener διδάχθηκε λογική και φιλοσοφία, ενώ ο Hilbert του δίδαξε διαφορικές εξισώσεις. Μιλώντας για τον Russell, ο Wiener είπε: «Όταν ήρθα να σπουδάσω κοντά στον Bertrand Russell στην Αγγλία, έμαθα ότι είχα χάσει σχεδόν κάθε θέμα αληθινής φιλοσοφικής σημασίας». Ονόμασε τον Χίλμπερτ «ως μια πραγματικά καθολική ιδιοφυΐα των μαθηματικών».

Σε όλη του την ζωή, ο Wiener διακατέχονταν από την εμμονή να εκφράσει το λογικό, κλειστό σύστημα του Russell με πρακτικούς τρόπους. Παρά το γεγονός ότι μια νεαρή ιδιοφυΐα Leibnizian ονόματι Kurt Gödel έριξε ένα σημαντικό κλειδί στο πρόγραμμα Principia του Russell μέσω της λαμπρής επίδειξης του 1931 ότι κανένα λογικό σύστημα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πραγματικά συνεπές με τον εαυτό του λόγω της αυτοανακλαστικής φύσης όλων των υπαρχόντων συστημάτων, ο Russell ώθησε προς τα εμπρός με το έργο του σε πλήρη ισχύ και ο Wiener ήταν ο κορυφαίος απόστολος του Russell.

Οπαδοί του Ράσελ που προώθησαν τις θεωρίες του για την μηχανική μάθηση περιελάμβαναν ονόματα όπως ο Άλαν Τούρινγκ, ο Όσκαρ Μόργκενστερν, ο Κλοντ Σάνον και ο Τζον φον Νόιμαν. Ενώ κάθε μαθηματικός είχε την δική του ιδιαίτερη καινοτομία να προσφέρει, όλους τους ένωνε η ​​ακλόνητη πίστη ότι το ανθρώπινο μυαλό ήταν ένα μείγμα κτηνωδών παρορμήσεων που καθοδηγούνται από την λογική μηχανής κλειστού συστήματος και τίποτα περισσότερο.

Σε έναν υπολογιστή, το σύνολο δεν είναι παρά το άθροισμα των μερών και πρέπει να είναι τέτοιο σε όλα τα συστήματα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων εγκεφάλων, των οικοσυστημάτων και του σύμπαντος στο σύνολό του. «Μεταφυσικές» αρχές όπως η ψυχή, ο σκοπός, ο Θεός, η δικαιοσύνη και η ελεύθερη βούληση δεν είχαν θέση στο μυαλό αυτών των ανθρώπινων αριθμομηχανών.

Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εργασία του Wiener για τους βρόχους ανάδρασης στην αεροναυπηγική και το ραντάρ οδήγησε τον μαθηματικό να επινοήσει μια νέα γλώσσα για την διαχείριση πολύπλοκων ανθρώπινων συστημάτων, τα οποία σύντομα ανακάλυψε ότι είχαν εφαρμογές σε επιχειρήσεις, στρατιωτικές υποθέσεις και ολόκληρα έθνη. Ο όρος που έδωσε σε αυτό το νέο εργαλείο ελέγχου ήταν «κυβερνητική». Περιγράφοντας την εφεύρεσή του, ο Weiner δήλωσε:

«Cybernetics, που άντλησα από την ελληνική λέξη Kubernetes, ή steersman, την ίδια ελληνική λέξη από την οποία τελικά αντλούμε την λέξη κυβερνήτης».

Βασιζόμενος σε μηχανές υπολογιστών δυαδικού, κλειστού συστήματος ως το μοντέλο του για το ανθρώπινο μυαλό, ο Weiner απαίτησε να θεωρηθεί ότι οι μεταφυσικές έννοιες δεν υπάρχουν πέρα ​​από τα απλά φυσικά χαρακτηριστικά των μετρήσιμων ηλεκτροχημικών ιδιοτήτων του εγκεφάλου. Περιγράφοντας αυτό το ανάλογο του νου υπολογιστή, ο Weiner δήλωσε:

«Μας κατέστη σαφές ότι η εξαιρετικά γρήγορη υπολογιστική μηχανή, ανάλογα με τις διαδοχικές συσκευές μεταγωγής πρέπει να αντιπροσωπεύει σχεδόν ένα ιδανικό μοντέλο των προβλημάτων που προκύπτουν στο νευρικό σύστημα και το ότι πρόβλημα της ερμηνείας της φύσης και των ποικιλιών της μνήμης στο ζώο έχει το παράλληλό του στο πρόβλημα της κατασκευής τεχνητών αναμνήσεων για την μηχανή».

Κυβερνητική για την Παγκόσμια Διακυβέρνηση.

Προβλέποντας το αναπόφευκτο των συστημάτων παγκόσμιου ελέγχου της πληροφορίας (και συνεπώς του πλήρους πολιτικού ελέγχου από μια θεϊκή κυβερνητική τάξη) καθώς και της τεχνητής νοημοσύνης, ο Weiner έγραψε:

«Όπου πηγαίνει ο λόγος ενός ανθρώπου και όπου πηγαίνει η δύναμη της αντίληψής του, σε εκείνο το σημείο επεκτείνεται ο έλεγχός του και κατά μία έννοια η φυσική του ύπαρξη. Το να βλέπεις και να δίνεις εντολές σε ολόκληρο τον κόσμο είναι σχεδόν το ίδιο με το να είσαι παντού».

Το κλειδί για την κατανόηση της έλξης της κυβερνητικής σε μια επιστημονική δικτατορία που επιθυμεί απόλυτη παντογνωσία και παντοδυναμία είναι το εξής: Στο πλαίσιο ενός μεγάλου πλοίου, μόνο ο τιμονιέρης χρειάζεται να έχει μια ιδέα για το σύνολο. Όλοι οι άλλοι χρειάζεται μόνο να κατανοήσουν τον τοπικό, κατακερματισμένο ρόλο τους. Με την εφαρμογή της κυβερνητικής στην οργάνωση των οικονομικών συστημάτων, αναδύθηκαν τεράστιες πολύπλοκες γραφειοκρατίες με μικρούς μόνο κόμβους «τιμονιέρηδες» ενσωματωμένους στο νεοαναδυόμενο σύμπλεγμα «βαθιάς πολιτείας» που είχαν πρόσβαση σε ένα όραμα του συνόλου.

Αυτή η ιδέα προωθήθηκε από τον Sir Alexander King του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο οποίος ίδρυσε την Λέσχη της Ρώμης και βοήθησε στην εφαρμογή αυτών των ιδεών σε όλες τις κυβερνήσεις της υπερατλαντικής κοινότητας κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Αυτό το σύστημα θεωρήθηκε από τους υποστηρικτές του ως το τέλειο λειτουργικό σύστημα για μια υπερεθνική τεχνοκρατία για τον έλεγχο των μοχλών της Νέας Παγκόσμιας Τάξης.

Ένας από τους πιο ενθουσιώδεις εφαρμοστές αυτού του νέου συστήματος κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου μετασχηματισμού ήταν ο Pierre Elliot Trudeau (ο τότε πρόσφατα επιβεβλημένος Πρωθυπουργός του Καναδά) που διαμόρφωσε μια τεράστια κυβερνητική επανάσταση της Καναδικής κυβέρνησης μεταξύ 1968-1972 μέσω του Γραφείου του Συμβουλίου Ιδιωτών του Καναδά. Κατά την διάρκεια ενός συνεδρίου τον Νοέμβριο του 1969 με θέμα “Η κυβερνοδυναμική στην κυβέρνηση”, ο Trudeau δήλωσε:

«Γνωρίζουμε ότι οι πολλές τεχνικές της κυβερνητικής, μεταμορφώνοντας την λειτουργία ελέγχου και την χειραγώγηση των πληροφοριών, θα μεταμορφώσουν ολόκληρη την κοινωνία μας. Με αυτή την γνώση, είμαστε πολύ ξύπνιοι, σε εγρήγορση και ικανοί να δράσουμε, δεν είμαστε πλέον τυφλές, αδρανείς δυνάμεις της μοίρας».

Εδώ, την λατρεία του Τριντό για την Κυβερνητική είχε μοιραστεί ο Ρώσος Νικήτα Χρουστσόφ, ο οποίος αποκατέστησε την απαγορευμένη «αστική ψευδοεπιστήμη» μετά τον θάνατο του Στάλιν. Τον Οκτώβριο του 1961 στο 22ο Συνέδριο του Κόμματος, ο Χρουστσόφ δήλωσε:

«Είναι επιτακτική ανάγκη να οργανωθεί ευρύτερη εφαρμογή της κυβερνητικής, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των εγκαταστάσεων ελέγχου στην παραγωγή, την έρευνα, την σύνταξη και το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, την λογιστική, την στατιστική και την διαχείριση».

Ο Τριντό συνεργάστηκε στενά με τον Sir Alexander King και τον Aurelio Peccei στο σχηματισμό του νέου τους οργανισμού, του Club of Rome, ο οποίος είχε βαθύ αντίκτυπο στην παγκόσμια διακυβέρνηση από το 1968 έως σήμερα. Ο Τριντό ήταν πιστός υποστηρικτής αυτής της νέας οργάνωσης, η οποία σύντομα έγινε κέντρο της νεομαλθουσιανής αναβίωσης κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Ο Τριντό μάλιστα προήδρευσε του καναδικού παραρτήματος της Λέσχης της Ρώμης και διέθεσε χρήματα για την χρηματοδότηση της μελέτης MIT Club of Rome «Limits to Growth», η οποία έγινε ιερό βιβλίο για την σύγχρονη περιβαλλοντική οργάνωση.

Ο Alexander King και το μοντέλο υπολογιστή που έγινε διάσημο το 1972 στο βιβλίο Limits to Growth επέβαλαν ένα νέο σχίσμα μεταξύ της επιθυμίας της ανθρωπότητας να αναπτυχθεί και της υποτιθέμενης επιθυμίας της φύσης να αναπαυθεί σε μαθηματική ισορροπία.

Αυτό το νεομαλθουσιανό μοντέλο υπολογιστή χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την σφαγή των ακατάλληλων και υπερπληθυσμιακών “άχρηστων φαγάδων” και στην συνέχεια ενσωματώθηκε στην τρίτη επίσημη συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) στο Νταβός, όπου ο Aurelio Peccei παρουσιάστηκε από τον Klaus Schwab και παρουσίασε την μαγεία των Ορίων της Ανάπτυξης σε χιλιάδες υποστηρικτικούς παρευρισκόμενους.

Αυτή η συγκεκριμένη συνάντηση χρηματοδοτήθηκε από τον Πρίγκιπα Bernhardt της Ολλανδίας, έναν άνθρωπο που είχε ήδη διακριθεί μεταξύ των ανώτερων στελεχών της αυτοκρατορίας ιδρύοντας τις περίφημες συναντήσεις Bilderberg το 1954 και, αργότερα, το World Wildlife Fund for Nature το 1961 (μαζί με τον Julian Huxley και τον πρίγκιπα Φίλιππο Μάουντμπάτεν).

Εκτός από την ενσωμάτωση μοντέλων πληθυσμού της Λέσχης της Ρώμης στον προγραμματισμό που βασίζεται στην κυβερνητική, αυτή η σύνοδος παρουσίασε επίσης την επίσημη αποκάλυψη του «Μανιφέστου του Νταβός», ενός εγγράφου που επισημοποίησε την έννοια του «Καπιταλισμού των Ενδιαφερομένων» και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης στο κυβερνητικό μανιφέστο του σ’ αυτή την ετήσια σύνοδο κορυφής «Junior Bilderberger».

Σε αντίθεση με τον Russell, ο οποίος αρνήθηκε όλες τις περιπτώσεις αντιεντροπίας, ο Weiner επέτρεψε την ύπαρξη απομονωμένων νησιών περιορισμένης αντιεντροπίας στην περίπτωση της βιολογίας και των ανθρώπινων συστημάτων που έτειναν να λειτουργούν με τρόπους που έβλεπαν την εντροπία (γνωστή και ως: τάση των συστημάτων να καταρρέουν σε ισορροπία) να μειώνεται.

Ωστόσο, όπως ακριβώς ο Russell, ο Wiener πίστευε ότι η κυβερνητική και η θεωρία της πληροφορίας διαμορφώθηκαν εξ ολοκλήρου από την εντροπία, λέγοντας:

«Η έννοια της ποσότητας των πληροφοριών συνδέεται πολύ φυσικά με μια κλασική έννοια της στατιστικής μηχανικής: αυτή της εντροπίας». [γνωστός κι ως: ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής].

Στο μυαλό του Wiener, το σύμπαν ήταν ένα αποσυντιθέμενο πεπερασμένο μέρος που διαμορφώθηκε από τον θάνατο που θα κατέστρεφε αναπόφευκτα τις περιορισμένες καταστάσεις της αντιεντροπικής ζωής, ζωής που εμφανίστηκε καθαρά τυχαία σε τυχαία μέρη του «χώρου» και του «χρόνου». Ο Wiener δήλωσε τα εξής το 1954:

«…είναι πολύ πιθανό ότι ολόκληρο το σύμπαν γύρω μας θα πεθάνει από τον θερμικό θάνατο, κατά τον οποίο ο κόσμος θα μετατραπεί σε μια απέραντη θερμοκρασιακή ισορροπία, στην οποία δεν θα συμβαίνει ποτέ τίποτα πραγματικά καινούργιο. Δεν θα μείνει τίποτα άλλο παρά μια μονότονη ομοιομορφία».

The Macy Conference on Cybernetics.

Από το 1943 έως το 1953, η κυβερνητική του Wiener και η απόρροια της θεωρίας πληροφοριών του έγιναν το σημείο συγκέντρωσης για ένα νέο επιστημονικό ιερατείο. Αυτό το ιερατείο θα συγκέντρωνε κορυφαίους στοχαστές κάθε κλάδου της γνώσης, μια προσπάθεια παρόμοια με αυτή που είχε κάνει προηγουμένως ο Thomas Huxley και το Royal Society X Club του.

Αυτά τα συνέδρια χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Josiah Macy, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον Ταξίαρχο Marlborough Churchill (ξάδερφο του Winston Churchill) το 1930 με πρωταρχικό στόχο την μεταφορά κεφαλαίων στην ευγονική έρευνα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Γερμανία, μαζί με την αδελφική του οργάνωση “The Rockefeller Foundation”.

Το Ίδρυμα Ροκφέλερ θα χρηματοδοτούσε τον κορυφαίο Ναζί ευγονιστή Ερνστ Ρούντιν από το 1928 καθ’ όλη την δεκαετία του 1930, ενώ θα χρηματοδοτούσε επίσης έρευνα με επικεφαλής τις Βρετανικές και Αμερικανικές ευγονικές εταιρείες.

Όπως επισημαίνει ο Anton Chaitkin στο British Psychiatry from Eugenics to Assassination, ο ιδρυτής και ελεγκτής του Ιδρύματος Macy, στρατηγός Marlborough, ήταν προηγουμένως επικεφαλής του Black Chamber της στρατιωτικής υπηρεσίας από το 1919 μέχρι την διάλυσή του το 1929.

Το Black Chamber διασυνδέθηκε στενά με την Βρετανική υπηρεσία πληροφοριών και υπηρετούσε ως ένα μοντέλο για την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA). Στις 5 Μαρτίου 1946, η NSA ενσωματώθηκε στην υποδομή πληροφοριών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας με την υπογραφή της Συμφωνίας Πληροφοριών Σημάτων Ηνωμένου Βασιλείου-ΗΠΑ που γέννησε την συμμαχία «Five Eyes». Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συνέβη την ίδια μέρα που ο Ουίνστον Τσόρτσιλ εκφώνησε την διαβόητη ομιλία του «Σιδηρούν Παραπέτασμα» στο Φούλτον του Μιζούρι, η οποία επισημοποίησε τον Ψυχρό Πόλεμο.

Ξεκινώντας το 1945 και έχοντας απεγνωσμένη ανάγκη να αποτραπεί η εξάπλωση του Αμερικανικού Συστήματος Πολιτικής Οικονομίας και ενός διεθνούς New Deal που είχε τεθεί σε κίνηση από τον Πρόεδρο Franklin D. Roosevelt, τα Συνέδρια Macy για την Κυβερνοδυναμική άρχισαν να συνεδριάζουν κάθε έξι μήνες.

Αυτά τα συνέδρια συγκέντρωσαν ψυχιάτρους, βιολόγους, νευρολόγους, μηχανικούς υπολογιστών, κοινωνιολόγους, οικονομολόγους, μαθηματικούς, ακόμη και θεολόγους, συνδεδεμένους με το Tavistock. Ο Wiener περιέγραψε αυτά τα συνέδρια, τα οποία διαμόρφωσαν την πορεία της δυτικής πολιτικής κατά τα επόμενα 75 χρόνια, λέγοντας ότι

“Για την ανθρώπινη οργάνωση, ζητήσαμε την βοήθεια των ανθρωπολόγων γιατρών Gregory Bateson και Margaret Mead, ενώ ο Dr. Oskar Morgenstern του Institute of Advanced Study ήταν ο σύμβουλός μας στο σημαντικό πεδίο της κοινωνικής οργάνωσης που ανήκει στην οικονομική θεωρία… Ο Δρ Kurt Lewin εκπροσώπησε το νεότερο έργο σχετικά με την μελέτη της δειγματοληψίας γνώμης και την πρακτική της διατύπωσης γνώμης”.

Η Κοινωνική Μηχανική οδηγεί την μεταπολεμική τάξη.

Για όσους ίσως δεν γνωρίζουν, ο Δρ. Bateson ήταν ο κορυφαίος ελεγκτής του προγράμματος MK-Ultra της CIA, το οποίο διεξήχθη από το 1952 έως το 1973 ως μια μυστική επιχείρηση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που σχεδιάστηκε για την μελέτη των επιπτώσεων της «αποδιαμορφώσεως» τόσο σε άτομα όσο και σε ομάδες που χρησιμοποιούν μείγματα θεραπείας ηλεκτροσόκ, βασανιστηρίων και ναρκωτικών. Ο Oskar Morgenstern ήταν ο καινοτόμος της «Θεωρίας Παιγνίων», η οποία έπαιξε κυρίαρχο ρόλο τόσο στον στρατιωτικό σχεδιασμό του πολέμου του Βιετνάμ όσο και στα οικονομικά συστήματα για τα επόμενα 70 χρόνια.

Ο Δρ. Kurt Lewin ήταν κορυφαίος ψυχίατρος από την Κλινική Tavistock του Λονδίνου και μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης που οργάνωσε ένα συντονισμένο πρόγραμμα για την εξάλειψη της ασθένειας του εθνικού πατριωτισμού, της πίστης στην αλήθεια και της οικογενειακής αγάπης σε όλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ένα εξέχον μέλος του συνεδρίου και σχεδιαστής αυτής της επιχείρησης ήταν ο Sir Julian Huxley. Ο Χάξλεϋ ήταν κορυφαίος ευγονιστής και αυτοκρατορικός μεγάλος στρατηγός που συνεργάστηκε στενά με τον άλλο ηγέτη της Fabian Society Bertrand Russell.

Ο Χάξλεϋ συμμεριζόταν την προσηλωμένη πίστη των Ράσελ και Βίνερ στην καθολική εντροπία λέγοντας το 1953:

«Πουθενά σε όλο το απέραντο σωζόμενο ίχνος του δεν υπάρχει κανένα ίχνος σκοπού, ή ακόμη και προοπτικής σημασίας, ωθείται από πίσω από τυφλές φυσικές δυνάμεις, ένας γιγάντιος χορός τζαζ από σωματίδια και ακτινοβολίες στον οποίο η μόνη γενική τάση που είχαμε μέχρι στιγμής καταφέρει να ανιχνεύσουμε είναι αυτή που συνοψίζεται στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής – την τάση να εξαντλείται».

Καθώς άρχιζε να διατυπώνει την αντίληψή του για τον «μεταανθρωπισμό» και ενώ διοργάνωνε τα συνέδρια Macy Cybernetics, ο Τζούλιαν βρήκε επίσης τον χρόνο να δημιουργήσει τον Οργανισμό Επιστημών και Πολιτισμού της Εκπαίδευσης των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) το 1946, συντάσσοντας το ιδρυτικό του μανιφέστο. Η εντροπική του άποψη για την βιολογία και την φυσική εκφράστηκε ξεκάθαρα στις ανατριχιαστικές πολιτικές του απόψεις όπου γράφει:

«Το ηθικό δίδαγμα για την UNESCO είναι ξεκάθαρο. Το καθήκον που της έχει ανατεθεί για την προώθηση της ειρήνης και της ασφάλειας δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί πλήρως με τα μέσα που του ανατίθενται – εκπαίδευση, επιστήμη και πολιτισμός. Πρέπει να οραματιστεί κάποια μορφή παγκόσμιας πολιτικής ενότητας, είτε μέσω μιας ενιαίας παγκόσμιας κυβέρνησης είτε με άλλο τρόπο, ως το μόνο βέβαιο μέσο αποφυγής του πολέμου… στο εκπαιδευτικό της πρόγραμμα μπορεί να τονίσει την απόλυτη ανάγκη για μια παγκόσμια πολιτική ενότητα και να εξοικειώσει όλους τους λαούς με τις επιπτώσεις της μεταβίβασης της πλήρους κυριαρχίας από ξεχωριστά έθνη σε έναν παγκόσμιο οργανισμό».

Δουλεύοντας παράλληλα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας – που δημιουργήθηκε από έναν ψυχίατρο Tavistock ονόματι G. Brock Chisholm και χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από το Macy Foundation – ο Huxley οργάνωσε την δημιουργία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας (WFMH).

Το WFMH εποπτευόταν από τον Montagu Norman της Τράπεζας της Αγγλίας και διευθυνόταν από τον επικεφαλή της κλινικής Tavistock του Λονδίνου, στρατηγό John Rawlings Rees, τον οποίο διόρισε απευθείας ο Montagu. Ο Chaitkin επισημαίνει ότι μεταξύ των πρώτων έργων που οργάνωσαν από κοινού το WFMH και το Ίδρυμα Macy ήταν τα «Συνέδρια για τα προβλήματα της υγείας και ανθρωπίνων σχέσεων στην Γερμανία» το 1949-1950, τα οποία εξασφάλισαν ότι η θέση της Αυταρχικής Προσωπικότητας της Σχολής της Φρανκφούρτης είχε σφηνωθεί στο μυαλό όλων των παιδιών της Γερμανίας.

Ο στόχος ήταν να πειστεί ο γερμανικός λαός ότι το όλο λάθος της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία δεν βρισκόταν στην αναζήτηση διεθνών συνωμοσιών ή στην χειραγώγηση της πόλης του Λονδίνου/Γουόλ Στριτ … αλλά μάλλον στην «αυταρχική ψυχολογική-γενετική» διάθεση των Γερμανών δηλαδή στους ίδιους τους ανθρώπους.

Αυτό το πρόγραμμα εποπτεύτηκε από τον διευθυντή της Tavistock, Kurt Lewin, ο οποίος τότε έγινε ηγετική φυσιογνωμία της Σχολής της Φρανκφούρτης και καινοτόμος μιας νέας τεχνικής πλύσης εγκεφάλου που ονομάζεται «εκπαίδευση ευαισθησίας», η οποία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην χρήση συμπλεγμάτων ενοχής και ομαδικής πίεσης για να σπάσει την θέληση μιας ομάδας στόχου είτε σε μια τάξη είτε στο χώρο εργασίας και απορροφώντας τυχόν πρωτότυπους στοχαστές σε καταστάσεις ομαδικής σκέψης.

Η δουλειά του Lewin με το WFMH και το Tavistock έγινε επίσης το θεμέλιο για τα σημερινά δόγματα της Κριτικής Θεωρίας που απειλούν να υπονομεύσουν ολόκληρο το πεδίο του δυτικού πολιτισμού.

“Στον βαθμό που τα άτομα σκέφτονται μόνα τους και κατευθύνονται εσωτερικά από παράγοντες 1) δημιουργικής λογικής και 2) συνείδησης, τα συστήματα ομαδικής σκέψης δεν συμπεριφέρονται πλέον σύμφωνα με το είδος των στατιστικά προβλέψιμων κανόνων εντροπίας και ισορροπίας, τους οποίους απαιτούν οι διψασμένοι για έλεγχο ολιγάρχες και τεχνοκράτες”.

Διαγράφοντας αυτόν τον παράγοντα της «απρόβλεψης» προβάλλοντας το επιχείρημα ότι όλοι οι ηγέτες που ομολογούν την αλήθεια είναι απλώς «αυταρχικές προσωπικότητες» και «νέοι χιτλερικοί τύποι», η αρετή των όχλων υψώθηκε πάνω από την αρετή της ατομικής ιδιοφυΐας και πρωτοβουλίας που συνεχίζει να μαστίζει την κόσμο μέχρι σήμερα.

Τα Συνέδρια Κυβερνητικής εξελίχθηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960-1970, βρίσκοντας τους εαυτούς τους όλο και περισσότερο ενσωματωμένους με διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το ΝΑΤΟ και τον ΟΟΣΑ.

Καθώς συνέβη αυτή η ενοποίηση, οι νέοι τεχνοκράτες άρχισαν να ασκούν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή στον καθορισμό των προτύπων του νέου παγκόσμιου λειτουργικού συστήματος. Εν τω μεταξύ, οι εθνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν όλο και πιο καθαρές από εθνικιστές ηθικούς ηγέτες όπως ο John F. Kennedy, ο Charles DeGaulle, ο Enrico Mattei και ο John Diefenbaker. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την βαθύτερη ενσωμάτωση τόσο της ανάλυσης συστημάτων όσο και της κυβερνητικής στο κυβερνητικό πλαίσιο μιας νέας διεθνικής δομής εξουσίας.

Αφού ο Julian Huxley επινόησε τον όρο «μεταανθρωπισμός» το 1957, η λατρεία της Τεχνητής Νοημοσύνης –καθοδηγούμενη από την πίστη στην αναπόφευκτη συγχώνευση ανθρώπου και μηχανής– γιγαντώθηκε ολοένα και περισσότερο με σημαντικά γεγονότα όπως η διατριβή συμβίωσης ανθρώπου-υπολογιστή του JCR Licklider το 1960 και την εφαρμογή αυτών των συστημάτων σε προγράμματα του Υπουργείου Άμυνας όπως τα συστήματα εντολών wargames, το SAGE (Semi Automatic Ground Environment) και τα αμυντικά δίκτυα μη επανδρωμένων αεροπλάνων της DARPA.

Οι δυάδες Augmented Cognition Computer-Soldier ήταν μια ακόμη έκφραση αυτής της διεστραμμένης ιδέας με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για την δημιουργία ενισχυμένων στρατιωτών cyborg. Με τα χρόνια, οι οπαδοί αυτής της νέας λατρείας βρέθηκαν σύντομα να λειτουργούν ως τιμονιέρηδες στο νέο παγκόσμιο πλοίο της γης, δημιουργώντας μια νέα παγκόσμια τάξη ελίτ τεχνοκρατών και ολιγαρχών που είναι πιστοί μόνο στην κάστα και την ιδεολογία τους.

Προσπαθούν να διαμορφώσουν το μυαλό τους όλο και πιο κοντά στο μοντέλο των μηχανών υπολογιστών ιδεών ικανών για λογική, αλλά όχι αγάπη ή δημιουργικότητα. Όσο περισσότερο αυτοί οι λατρευτικοί τεχνοκράτες –όπως ο Yuval Harari, ο Ray Kurzweil, ο Bill Gates ή ο Klaus Schwab– θα μπορούσαν να σκέφτονται σαν ψυχροί υπολογιστές, ενώ παράλληλα θα έκαναν τις μάζες της γης να κάνουν το ίδιο, τόσο περισσότερο θα μπορούσαν να διατηρήσουν την παρανοϊκή θέση τους ότι “οι υπολογιστές πρέπει να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη σκέψη”.