Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (698-725)

ΙΟ. πρὸς θεῶν δίδαξον κἄμ᾽, ἄναξ, ὅτου ποτὲ
μῆνιν τοσήνδε πράγματος στήσας ἔχεις.
700 ΟΙ. ἐρῶ· σὲ γὰρ τῶνδ᾽ ἐς πλέον, γύναι, σέβω·
Κρέοντος, οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει.
ΙΟ. λέγ᾽, εἰ σαφῶς τὸ νεῖκος ἐγκαλῶν ἐρεῖς.
ΟΙ. φονέα μέ φησι Λαΐου καθεστάναι.
ΙΟ. αὐτὸς ξυνειδώς, ἢ μαθὼν ἄλλου πάρα;
705 ΟΙ. μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον ἐσπέμψας, ἐπεὶ
τό γ᾽ εἰς ἑαυτὸν πᾶν ἐλευθεροῖ στόμα.
ΙΟ. σύ νυν ἀφεὶς σεαυτὸν ὧν λέγεις πέρι
ἐμοῦ ᾽πάκουσον καὶ μάθ᾽ οὕνεκ᾽ ἐστί σοι
βρότειον οὐδὲν μαντικῆς ἔχον τέχνης.
710 φανῶ δέ σοι σημεῖα τῶνδε σύντομα.
χρησμὸς γὰρ ἦλθε Λαΐῳ ποτ᾽, οὐκ ἐρῶ
Φοίβου γ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ, τῶν δ᾽ ὑπηρετῶν ἄπο,
ὡς αὐτὸν ἕξοι μοῖρα πρὸς παιδὸς θανεῖν,
ὅστις γένοιτ᾽ ἐμοῦ τε κἀκείνου πάρα.
715 καὶ τὸν μέν, ὥσπερ γ᾽ ἡ φάτις, ξένοι ποτὲ
λῃσταὶ φονεύουσ᾽ ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς·
παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι
τρεῖς, καί νιν ἄρθρα κεῖνος ἐνζεύξας ποδοῖν
ἔρριψεν ἄλλων χερσὶν εἰς ἄβατον ὄρος.
720 κἀνταῦθ᾽ Ἀπόλλων οὔτ᾽ ἐκεῖνον ἤνυσεν
φονέα γενέσθαι πατρὸς οὔτε Λάιον
τὸ δεινὸν οὑφοβεῖτο πρὸς παιδὸς παθεῖν.
τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν,
ὧν ἐντρέπου σὺ μηδέν· ὧν γὰρ ἂν θεὸς
725 χρείαν ἐρευνᾷ ῥᾳδίως αὐτὸς φανεῖ.

***
ΙΟΚ. Για τ᾽ όνομα του θεού, βασιλιά μου,
φανέρωσέ μου την αιτία
που θύμωσες τόσο πολύ.
700 ΟΙΔ. Απ᾽ όλα πιο πολύ
τιμώ και σέβομαι,
το πρόσωπό σου,
και θα σου πω τί μηχανεύτηκεν
ο Κρέων εναντίον μου.
ΙΟΚ. Λέγε μου για να δω
αν τον κατηγορείς σωστά
πως έφταιξεν αυτός για την φιλονικία.
ΟΙΔ. Με κατηγόρησε πως σκότωσα τον Λάιο.
ΙΟΚ. Είπε πως το γνωρίζει μόνος του
ή το ᾽μαθε και το ᾽πε;
ΟΙΔ. Έστειλε τον πανούργο μάντη να το πει·
αυτός φυλάγεται· κρατεί κλειστό το στόμα.
ΙΟΚ. Παράτα κάθε τέτοια σκέψη τώρα
κι άκου να μάθεις από μένα
πως δε γεννήθηκε θνητός κανείς
τη μαντική την τέχνη να κατέχει.
710 Με λίγα λόγια προσκομίζω τα τεκμήρια.
Δόθηκε κάποτε χρησμός στο Λάιο,
από το Φοίβο, προφανώς τον ίδιο, όχι·
από τους υπηρέτες του ναού, βεβαίως,
πως ήτανε γραφτό του να πεθάνει
απ᾽ το παιδί που θα γεννούσαμε αυτός κι εγώ.
Κι αυτόν, καθώς μου είπαν,
ξένοι ληστές τον σκότωσαν
σε τρίστρατον αμαξιτής οδού.
Τ᾽ αγόρι που γεννήθηκε
δεν πέρασαν ημέρες τρεις,
κι ο Λάιος το τύλιξε μ᾽ ένα σκοινί
σφιχτά στους αστραγάλους,
σε ξένα χέρια το ᾽δωσε
και ᾽κείνα το πετάξαν
σ᾽ απάτητη βουνού κορφή.
720 Έτσι ο Απόλλων δεν επέτρεψε
να γίνει πατροκτόνος το παιδί
κι ο Λάιος δεν έπαθε
αυτό που τον τρομοκρατούσε:
απ᾽ το παιδί να σκοτωθεί.
Αυτά καθόριζαν οι προφητείες
και μη σκοτίζεσαι γι᾽ αυτές.
Όταν η χρεία το καλεί
βρίσκει ο θεός τον τρόπο
να φανερώσει τη βουλή του.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.2.2. Πένθος, νόστος, αδοξία


Στο πολεμικό σκηνικό της Ιλιάδας η σημασία του κλέους τονίζεται μέσα από την αντίθεσή του αφενός προς το πένθος ή ἄχος (τη θλίψη και την πίκρα που εκφράζεται με την τελετουργία του θρήνου) και αφετέρου προς τη φυγή, μια μορφή φυγόμαχου νόστου.

Η αντιθετική σχέση κλέους και πένθους/ἄχους δηλώνεται από τον Αγαμέμνονα, όταν ζητάει να φωνάξουν τον Μαχάονα, για να γιατρέψει την πληγή που προκάλεσε στον Μενέλαο ο φημισμένος τοξότης Πάνδαρος (Δ 196-197):

κάποιος από τους Τρώες ή τους Λύκιους που ήξερε καλά από τόξα τον σαΐτεψε και τον πέτυχε, δόξα [κλέος] για κείνον, για μας όμως θλίψη [πένθος].

Με το «για μας» υπονοείται ότι το πένθος/ἄχος διακατέχει όσους εμπλέκονται άμεσα και προσωπικά στη θλίψη και στην πίκρα που το κλέος του άλλου προκαλεί. Με άλλα λόγια, το πένθος/ἄχος προϋποθέτει την εγγύτητα, ενώ το κλέος την απόσταση. Ο Πάνδαρος θα ιδιοποιηθεί τη δόξα του νικητή, αφού πρώτα αυτή κυκλοφορήσει στα στόματα των άλλων (θνητών, ποιητών ή και θεών), οι οποίοι, από απόσταση πλέον, θα ακούσουν και θα διαδώσουν το κατόρθωμά του (το πένθος/ἄχος που προκάλεσε στους Αχαιούς) ως κλέος.

Η αντίθεση κλέους και πένθος/ἄχος είναι κυρίως εξωτερική, καθώς, με την εξαίρεση της περίπτωσης του Αχιλλέα (βλ. παρακάτω), αφορά διαφορετικά υποκείμενα. Εσωτερική, αντίθετα, είναι η σχέση κλέους και νόστου, καθώς αφορά τα ίδια υποκείμενα: σε κρίσιμες στιγμές οι πολεμιστές στην Ιλιάδα χρειάζεται να θυμούνται τις συνέπειες που θα υποστούν, στην περίπτωση που θα ενδώσουν στον φυγόμαχο νόστο τους. Αν το κλέος ακούγεται και διαδίδεται ως επαινετικός λόγος και διαφήμιση (εὔκλεια), ο νόστος, στη μορφή της φυγής ή της υποχώρησης, μειώνει ή αποκλείει το κλέος, νομιμοποιώντας τον ψόγο και τη δυσφήμιση (δύσκλεια) του πολεμιστή από τους άλλους.

Η αντιπαθητική σχέση κλέους και φυγόμαχου νόστου λανθάνει στην προτροπή του Αγαμέμνονα προς τους Αχαιούς, την οποία επαναλαμβάνει αργότερα παραλλαγμένη και ο Αίαντας (Ε 529-532 ≈ Ο 561-564):

Φίλοι, σταθείτε άντρες και κάνετε καρδιά γενναία [ἄλκιμον]· να ντρέπεστε ο ένας τον άλλο [αἰδεῖσθε] μέσα στις δυνατές μάχες. Όταν οι άντρες έχουν ντροπή πάνω τους [αἰδομένων], πιο πολύ γλιτώνουν παρά σκοτώνονται· όταν όμως το βάζουν στα πόδια, ούτε η δόξα τους [κλέος] μεγαλώνει ούτε καμιά βοήθεια βρίσκουν ο ένας από τον άλλο [ἀλκή].

Υπάρχουν δύο εξαιρετικά σημεία που αξίζει εδώ να σχολιαστούν: το πρώτο έχει να κάνει με την παρουσία/απουσία της αλκής και το δεύτερο με την παρουσία της αἰδοῦς. Ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, προκειμένου να κρατήσει τους Αχαιούς ακλόνητους στις θέσεις τους, τονίζει όχι τόσο την -ανεξέλεγκτη συχνά- επιθετική αιχμή της αλκής όσο και τη συντηρητική της σημασία. Με τη φυγή τους οι πολεμιστές όχι μόνο δεν κερδίζουν κλέος αλλά και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους, καθώς μηδενίζεται η δυνατότητα της αλληλοϋποστήριξής τους. Από την άλλη μεριά, η παρουσία της συντηρητικής αλκής ενισχύεται με την αἰδῶ: η «ντροπή» που αισθάνονται οι πολεμιστές απέναντι στην υποχώρηση, εξαιτίας της οποίας κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν κακοί, ενισχύει το αίσθημα της έγνοιας του ενός για τον άλλον. Ωστόσο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στου Έκτορα (Ζ 441-446), η αἰδώς οδηγεί στο μέγα κλέος του θανάτου ματαιώνοντας τον νόστο, εδώ ο βασιλιάς των Αχαιών αφήνει να εννοηθεί ότι, αν διαθέτουν αἰδῶ οι πολεμιστές, μπορεί και να γυρίσουν σώοι από τη μάχη παρά νεκροί («οι άντρες που έχουν ντροπή πάνω τους πιο πολύ γλιτώνουν παρά σκοτώνονται»).

Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Αγαμέμνονας κινδυνεύει να χαρακτηριστεί δυσκλεής («δυσφημισμένος») ηγέτης, όταν, τουλάχιστον σε μια στιγμή πραγματικού πανικού, προτείνει τον νόστο των Αχαιών στην Ελλάδα (I 22 κ.ε.), κάτι που χαρακτηρίζεται αἰσχρόν («ντροπή») για τις μέλλουσες γενιές που θα τον μάθουν (Β 119). Γι᾽ αυτό, προκειμένου να αποφύγουν τη δύσκλεια με τον φυγόμαχο νόστο τους, οι αχαιοί πολεμιστές είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τον θάνατο (Ρ 415-417):

Φίλοι, βέβαια δε θα μας φέρει δόξα να γυρίσουμε [οὐ … ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι] πίσω στα βαθιά καράβια· καλύτερα για όλους μας να σκιστεί η γη και να μας καταπιεί.

Επιτονισμένη διαβάθμιση της δυσφήμισης των πολεμιστών είναι η πλήρης απώλεια του κλέους τους. Η ρητορική δήλωση της αδοξίας τους αναφέρεται στην πλήρη αδυναμία τους να αντιδράσουν στο κλέος που διεκδικεί ο αντίπαλός τους. Στην πολεμική πρόκληση που δέχονται οι Αχαιοί από τον Έκτορα (βλ. παρακάτω) μένουν άφωνοι από ντροπή και φόβο, με αποτέλεσμα να δεχθούν τις προσβολές του Μενελάου (Η 97-100), επειδή δίχως δόξα (ἀκλεές) μένουν αδρανείς και σαν ζωντανοί-νεκροί δεν έχουν πνοή μέσα τους.

Στην κυριολεκτική της δήλωση η αδοξία σημαίνει για τον πολεμιστή αφανισμό από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης, χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος, ώστε να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι αξιόλογο μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν. Ο φυσικός αυτός θάνατος αμαυρώνει την υπόληψή του ως γενναίου πολεμιστή και αντιστρατεύεται το κοινωνικό του τέλος, που συνοδεύει την πράξη ενός πολεμικού κατορθώματος, ώστε να το θυμούνται και να το διηγούνται οι μέλλουσες γενιές. Ο Αχιλλέας, στη μάχη που δίνει με τον ποταμό Σκάμανδρο, εύχεται σε μια κρίσιμη στιγμή να πέθαινε γενναίος (ἀγαθός) από τον γενναίο ή και γενναιότερό του (ἀγαθόν και ἄριστον) Έκτορα, παρά να τον βρει ο άδοξος (λευγαλέος) θάνατος (Φ 281) σαν ένα βοσκόπουλο που το παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. Τη σκέψη του Αχιλλέα συμπληρώνει αργότερα ο Έκτορας: όταν αντιλαμβάνεται ότι οι θεοί απέσυραν την υποστήριξή τους και ότι πλησιάζει η ώρα του θανάτου του από τον Αχιλλέα, επιλέγει να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του προσβλέποντας στο κλέος της υστεροφημίας του (Χ 304-305):

Τουλάχιστο να μην πεθάνω δίχως πόλεμο και δίχως δόξα [ἀκλειῶς], μόνο αφού κάνω κάτι μεγάλο, για να το μάθουν και οι κατοπινοί άνθρωποι.

Λίγο πριν το αποφασισμένο τέλος του ο τρωαδίτης ήρωας αισθάνεται ότι πρέπει να μεταμορφώσει τον θάνατό του σε αιώνια δόξα, πεθαίνοντας γενναία (ἐϋκλειῶς, Χ 110) μπροστά από την πόλη του· «κάνοντας κάτι μεγάλο», να μετατρέψει τη μοίρα του αφανισμού του σε «ευλογία», μέσω της οποίας θα συντηρούνται το όνομα και η ιστορία του στις επόμενες γενιές.

Όταν ο Φρόιντ μίλησε για τη ζήλια και τις μορφές της

Αρκετός κόσμος αναρωτιέται αν και κατά πόσο κάτι που νιώθει μπορεί αυτόματα να τον κάνει «κακό άνθρωπο». Αλλάζει το ποιόν του ανθρώπου μετά από ένα συγκεκριμένο συναίσθημα; Μπροστά σε κάποια συναισθήματα το άτομο προσπαθεί να καταλάβει αν αυτό που νιώθει είναι φυσιολογικό, ώστε στη συνέχεια να καθησυχάσει τον εαυτό του. Η ζήλια, σύμφωνα με τον Φρόιντ, είναι αρκετά περίπλοκο συναίσθημα που για να θεωρηθεί όμως επιβλαβές πρέπει να εμπίπτει σε ορισμένα πλαίσια και συμπεριφορές.

Αν και όλοι είμαστε γνώστες του συγκεκριμένου συναισθήματος, αξίζει μια ματιά στον μηχανισμό πίσω από αυτό, ώστε να το κατανοήσουμε καλύτερα. Αρχίζει να δημιουργείται άγχος στο άτομο, μια ανησυχία, ένας φόβος για επικείμενη απώλεια ή πένθος για ήδη υπαρκτή απώλεια. Πλήγεται το ναρκισσιστικό κομμάτι του εαυτού του, το Εγώ του, μιας και το μυαλό του μεταφράζει την απώλεια ως απόρριψη και εγκατάλειψη, κάτι που του προκαλεί ψυχοσυναισθηματικό πόνο. Αναπτύσσει αισθήματα θυμού τόσο απέναντι στο πρόσωπο που νιώθει ότι χάνει όσο και στο τρίτο πρόσωπο που αντιμετωπίζει ως απειλή, στο οποίο και προβάλει έντονα αισθήματα εχθρότητας κι αντιπαλότητας. Από την εξίσωση δε λείπουν και οι κατηγορίες προς τον εαυτό του, καθώς θεωρεί εν μέρη πως φέρει ευθύνη γι’ αυτα που βιώνει.

Σε ποιο βαθμό όμως η ζήλια εμπίπτει στα φυσιολογικά πλαίσια και ποια είναι τα σημάδια που υποδεικνύουν πως χρήζει ιδιαίτερης προσοχής; Απάντηση έρχεται να δώσει ο Φρόιντ, ο οποίος πρώτος προέβη στον διαχωρισμό της ζήλιας σε 3 είδη, τη φυσιολογική, την προβολική και την παθολογική.

Η φυσιολογική ζήλια έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι προκύπτει μετά από συγκεκριμένα ερεθίσματα, τα οποία προσφέρουν στο άτομο κίνητρο να διεκδικήσει περισσότερο το αντικείμενο της ζήλιας, -είτε είναι ο σύντροφός του που νιώθει ότι χάνει ερωτικά, είτε η δουλειά που αισθάνεται ότι απειλείται από νέο συνάδελφο, είτε το νεογέννητο που το μεγαλύτερο παιδί βλέπει ως απειλή. Αυτό το είδος ζήλιας θεωρείται φυσιολογικό, επειδή λειτουργεί σαν δράση και αντίδραση. Το άτομο λαμβάνει υπαρκτά ερεθίσματα που φέρνουν στην επιφάνεια το αίσθημα της ανταγωνιστικότητας και της υγιούς κτητικότητας. Το άτομο δε θέλει να χάσει το κεκτημένο του και καταλήγει να ζηλεύει κάτι που έχει. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που όλοι είναι ικανοί να νιώσουν και δεν πρέπει να θεωρείται κακό μόνο και μόνο επειδή διαπιστώσαμε πως υπάρχει.

Η προβολική ζήλια έχει να κάνει καθαρά με το μέσα μας, με το πώς σκεφτόμαστε και τι θεωρούμε πιθανό να γίνει βάσει του τι θα μπορούσαμε να κάναμε εμείς. Κατά τον Φρόιντ είναι ο φόβος της γνώσης πως εμείς θα μπορούσαμε να ενδώσουμε σε πειρασμούς, να εμπλακούμε ερωτικά με άλλα άτομα, να ξενοκοιτάξουμε. Εξού και λέγεται προβολική, διότι προβάλλει στο αντικείμενο της ζήλιας τις δικές μας σκέψεις κι ανησυχίες (άσχετα με το ότι μπορεί να μην το παραδεχτούμε ποτέ -πρωτίστως σ’ εμάς κι έπειτα σε άλλους), χωρίς όμως να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που να τις δικαιολογεί. Το μυαλό μας είναι κλειδωμένο σ’ αυτή την πιθανότητα και καταλήγει να εκλαμβάνει εσφαλμένα ως σημάδια καταστάσεις και γεγονότα που κάθε άλλο παρά πραγματικά είναι. Οδηγείται εν τέλει κανείς να παρερμηνεύει αθώες κινήσεις, θεωρώντας τες ύπουλες και υποχθόνιες, ενώ πιστεύει πως όλα έχουν απώτερο σκοπό να απομακρύνουν τον σύντροφό του από τον ίδιο. Η μορφή αυτή είναι ικανή να φέρει εντάσεις σε μια σχέση, δε θεωρείται όμως τόσο δυσλειτουργική όσο η επόμενη.

Το τρίτο και τελευταίο είδος ζήλιας μπορεί να χαρακτηριστεί και παράνοια. Η παθολογική ή αλλιώς παραληρηματική ζήλια αγγίζει τα όρια νοσηρότητας, αποτελώντας την πιο επικίνδυνη από όλες. Είναι το σημείο που η προβολική ζήλια βγαίνει εκτός ελέγχου. Δεν είναι απλώς ότι το άτομο εκλαμβάνει εσφαλμένα ορισμένα γεγονότα ως ψήγματα απιστίας, αλλά καταλήγει να μεταφράζει καθετί που κάνει ο άλλος ή κάποιος τρίτος ως σημάδι απάτης. Έτσι, το άτομο είναι πεπεισμένο πως ο σύντροφός του δεν είναι μόνο δικός του και λειτουργεί με γνώμονα αυτό το δεδομένο, στο οποίο αφού κλειδώσει ψάχνει να βρει και αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να το επαληθεύσει και να δικαιωθεί.

Η όλη κατάσταση γίνεται εμμονή, με αποτέλεσμα φευγαλέα ή μη βλέμματα, σύντομες ή εκτενείς συνομιλίες, ηθελημένα ή μη αγγίγματα να αποτελούν εύλογη και υπαρκτή απειλή. Το άτομο προβαίνει σε ακατάπαυστους συνειρμούς και συνδυάζει τα πάντα στο μυαλό του, φτιάχνοντας επί της ουσίας μια φανταστική ιστορία που για τον ίδιο είναι καθ’ όλα πραγματική. Το αξιοσημείωτο είναι πως από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπάρχει διαχωρισμός ως προς τα άτομα που αντιμετωπίζει ως αντιπάλους (μόνο αγνώστους όπως θα ανέμενε κανείς), αλλά οι κατηγορίες στρέφονται και σε δικά του κοντινά πρόσωπα που ο σύντροφός του συναναστρέφεται.

Λειτουργώντας υπό αυτό το πρίσμα, τα συναισθήματα κυμαίνονται γύρω από μόνιμη καχυποψία, τάση για παρακολούθηση, εξακρίβωση, επιφυλακτικότητα, έντονη ανάγκη για επιζήτηση επιβεβαίωσης της δικής του αξίας και του ρόλου του στη ζωή του συντρόφου του. Σαν φαύλος κύκλος, η συμπεριφορά του γίνεται πιο επιθετική, απόλυτη, κτητική. Σ’ αυτή τη συνεχή προσπάθεια διεκδίκησης καταλήγει να απομονώνεται και να απέχει από κάθε μορφή κοινωνικοποίησης. Έτσι, το άτομο είναι πλέον απόλυτα εξαρτημένο από τον άλλο και απαιτεί το ίδιο και από τον σύντροφό του, θεωρώντας το υγιές, μιας και το αντίθετο θα εκλαμβανόταν σημάδι απομάκρυνσης κι απιστίας. Γι’ αυτό και υπάρχουν έντονες και συχνές ρήξεις στη σχέση, αφού όταν δε βρίσκει την ανταπόκριση που ψάχνει ξεσπά και ρίχνει ευθύνες στον σύντροφό του.

Μια τέτοιας μορφής εμμονική ζήλια μπορεί άνετα να οδηγήσει το άτομο σε περιστατικά σωματικής και ψυχολογικής βίας, σαν μια ύστατη προσπάθεια να κερδίσει πίσω το ταίρι. Η συμπεριφορά αυτή πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο κι εύλογα κάνει τον δέκτη να απομακρύνεται περισσότερο ή να επιθυμεί να αποχωρήσει από τη σχέση, κινήσεις που θα ενισχύσουν τα σενάρια και τις υποψίες του άλλου, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτες και ακραίες συμπεριφορές, με αποκορύφωμα όλων τη διάπραξη εγκλήματος.

Ο Φρόιντ υποστηρίζει πως η ζήλια δεν μπορεί να θεωρηθεί λογικό συναίσθημα κι αυτό γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ήταν εφικτό να ελέγχεται απόλυτα από το συνειδητό κομμάτι μας, κάτι που δε γίνεται στην πράξη αφού πηγάζει κατά κύριο λόγο από το υποσυνείδητο. Αυτή η άποψη ή παραδοχή δε μεταφράζεται επουδενί ως κάποιου είδους πάσο, με το οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει τη ζήλια του στον σύντροφό του κατά το δοκούν.

Στις πρώτες δύο μορφές ζήλιας, το άτομο είναι σε θέση -και επιβάλλεται- να προβαίνει σε ειλικρινή αυτοαξιολόγηση και ενδοσκόπηση, να παρατηρεί τη συμπεριφορά του και να την αναλύει. Να αντιλαμβάνεται πότε μια αντίδραση δικαιολογείται από πράξεις του συντρόφου του -και σε ποιο βαθμό- και πότε προκύπτει από δικά του εσωτερικά άλυτα κομμάτια, όπως τραύματα από προηγούμενες σχέσεις, ανασφάλειες ή χαμηλή αυτοεκτίμηση που μπορεί να πηγάζει ακόμη και από τα παιδικά χρόνια.

Το να αποταθεί κανείς σε ειδικό είναι απαραίτητο στην περίπτωση της παθολογικής ζήλιας, αφού μια τέτοια μορφή ζήλιας υποδεικνύει βαθιά ριζωμένα προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν μονάχα μέσω της αυτοαξιολόγησης. Φυσικά η επιλογή του ειδικού υπάρχει σε κάθε περίπτωση αν το άτομο το επιθυμεί, ώστε να μπορέσει να λάβει βοήθεια και συμβουλές από κατάλληλα καταρτισμένο πρόσωπο για περισσότερο πρακτικούς και μακροχρόνιους τρόπους αντιμετώπισης.

Οι λόγοι για τους οποίους ζηλεύει καθένας μας είναι διαφορετικοί, αναλόγως και του εσωτερικού του κόσμου, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η ειλικρινής κουβέντα με τον εαυτό μας. Αν δε βρούμε τα επί μέρους κομμάτια και τις αιτίες δημιουργίας της ζήλιας, αν δεν είμαστε πρόθυμοι να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να αντικρίσουμε κατάματα τι είναι αυτό που μας προβληματίζει και αφήνει χώρο για δημιουργία της, αν δε θέλουμε να το δουλέψουμε και να το ξεπεράσουμε, θα είμαστε έρμαια σ’ ένα ακόμη εν δυνάμει αρνητικό και ψυχοφθόρο συναίσθημα που μόνο θέματα θα δημιουργεί στη σχέση. Σκοπός δεν είναι να αφαιρέσουμε τη ζήλια από τη ζωή μας, αλλά να φροντίσουμε να βρισκόμαστε εμείς στο τιμόνι κι αυτή να ‘ναι απλώς συνοδηγός.

Deja Vu και Jamais Vu: παιχνίδια του μυαλού ή αληθινές εμπειρίες;

Πόσες φορές έχουμε δει κάτι και σκεφτόμαστε πως σίγουρα κάπου το έχουμε ξαναδεί; Και πόσες άλλες δεν έχουμε κοιτάξει έναν δικό μας άνθρωπο, τη στιγμή που το μυαλό κόλλησε και αναρωτήθηκε ποιος να ‘ναι; Πριν οδηγηθούμε στην εκδοχή του σαλεμένου νου, ας δούμε τι έχει να πει η επιστήμη της Ψυχολογίας, η οποία έχει ονομάσει τα συγκεκριμένα φαινόμενα «Déjà Vu» (= ήδη ιδωμένο) και «Jamais Vu» (= ποτέ ιδωμένο).

Το πιο γνωστό είναι το «Déjà Vu» και αναφέρεται στην αίσθηση που έχει κάποιος πως έχει ξαναβιώσει μια κατάσταση στο παρελθόν, κάτι που συχνά τον ξαφνιάζει και τον παραξενεύει. Η πρώτη σκέψη που κάνει το άτομο είναι «κάπου το έχω ξαναδεί, κάπου το έχω ξανασυναντήσει», αλλά δεν μπορεί να φέρει στη μνήμη του πότε συνέβη και αρχίζει να αμφιβάλλει θεωρώντας πως μπορεί να μη συνέβη καν. Αν και πολλοί άνθρωποι έχουν συνδέσει το «Déjà Vu» με κάτι που πιθανολογούν πως είδαν σε όνειρο, το φαινόμενο εξηγήθηκε πολλά χρόνια πριν και η ερμηνεία του αφορά την καταγραφή των αναμνήσεων και την αντίστοιχη ενεργοποίηση μέρους του εγκέφαλου που σχετίζεται με τη μνήμη.

Ο Freud εξήγησε και κατέγραψε το συγκεκριμένο παιχνίδι του μυαλού. Τόνισε ότι αυτό που νομίζει κάποιος πως έχει ξαναδεί, όντως το έχει ξαναδεί και ο εγκέφαλός του το κατέγραψε στο ασυνείδητο, γιατί εκείνη τη στιγμή είχε επικεντρωθεί σε κάτι άλλο. Η πληροφορία παρέμεινε ανάμνηση και όταν βγήκε στην επιφάνεια η μνήμη δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ώστε να υποδείξει στο άτομο πότε το είχε ξαναδεί. Για παράδειγμα, όταν στεκόμαστε μπροστά στα ράφια του σούπερ-μάρκετ ο εγκέφαλος μπορεί να καταγράψει πολλές πληροφορίες αλλά να επικεντρωθεί μόνο στην αναζήτηση σαπουνιού. Οι πληροφορίες για τα άλλα προϊόντα καταγράφονται ως ασήμαντες και αδιάφορες, ενώ κάποια άλλη χρονική στιγμή το μυαλό τις επαναφέρει και συνειδητοποιεί πως όντως έχουμε ξαναδεί τα άλλα προϊόντα, απλώς δεν μπορούμε να θυμηθούμε πότε.

Ο Carl Jung αναφέρεται στο «Déjà Vu» σαν να πρόκειται για λειτουργία του εγκεφάλου που ανασύρει αναμνήσεις και σκέψεις από το ασυνείδητο στο συνειδητό. Απλούστερα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος απλώς αποθηκεύει τις πληροφορίες που λαμβάνει το μάτι και τις «τοποθετεί» σε μια μακρινή αποθήκη, κρατώντας αυτές που χρειάζεται το άτομο εκείνη τη στιγμή. Ανάλογα με τις ανάγκες «ανοίγει» τις πόρτες της αποθήκης και επαναφέρει μνήμες που μπορεί να χρειάζονται σε κάθε περίσταση.

Στην αντίπερα όχθη, το «Jamais Vu» μοιάζει να ‘ναι πιο ανατριχιαστικό. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην κατάσταση που ένα άτομο για μια στιγμή δεν αναγνωρίζει μία λέξη, έναν άνθρωπο ή ένα μέρος που γνώριζε. Αν αναλογιστεί κανείς ότι για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να μην αναγνωρίσει τον σύντροφό του ή τον κολλητό του, αυτό όντως μπορεί να τρομάξει τον ίδιο και τους γύρω του. Για τον λόγο αυτό το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει συνδεθεί με την επιληψία, την αμνησία και την αφασία. Όταν η κατάσταση γίνεται χρόνια, ειδικοί αναφέρονται πως πρόκειται για δύσκολες παθήσεις, όπως η σχιζοφρένεια και η νόσος Alzheimer.

Τα δύο ψυχολογικά φαινόμενα έχουν ομοιότητες και διαφορές. Στα κοινά τους σημεία συμπεριλαμβάνεται το ξάφνιασμα, η αίσθηση πως κάτι είναι παράξενο και ίσως ένας φόβος που σχετίζεται κυρίως με το άγνωστο. Η αίσθηση του παράξενου έχει κάνει το «Déjà Vu» και το «Jamais Vu» ιδιαίτερα γνωστά στους κόλπους της Παραψυχολογίας, όπου και συνδέονται άτυπα με αναφορές σε αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές, προφητείες και μαντικές ικανότητες. Μέχρι σήμερα όμως καμία έρευνα δεν έχει αποδείξει κάτι τέτοιο.

Το σημείο που τα δύο φαινόμενα παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση είναι η συχνότητα που εμφανίζονται. Σχεδόν 8 στους 10 ανθρώπους έχουν βιώσει το «Déjà Vu» και αυτός είναι ένας λόγος που οι ψυχολόγοι δεν το συσχετίζουν με κάποια πάθηση και μιλάνε για διαταραχή του εγκέφαλου που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Στην περίπτωση του «Jamais Vu» τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, γιατί το άτομο αντιλαμβάνεται ότι γνωρίζει κάτι και εκείνη τη στιγμή δεν το αναγνωρίζει. Επειδή αυτό είναι κάτι που παρουσιάζουν συχνά ασθενείς με επιληψία, μιλάμε για μια διαταραχή λίγο πιο πολύπλοκη σε σχέση με το «Déjà Vu».

Όπως και να ‘χει, γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πολυσύνθετος και πολύπλοκος και μπορεί να μας τρομάξει και να μας ξαφνιάσει ανά πάσα στιγμή. Όπως κάθε μηχανισμός, έτσι και αυτός, κάποια στιγμή μπορεί να φρακάρει, να πάθει overdose και για μια στιγμή να πει «στοπ». Ουσιαστικά αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να πάρει μια ανάσα για να συνεχίσει δυναμικά. Εμείς απλώς πρέπει να τον αφήσουμε να λειτουργήσει όσο το δυνατόν καλύτερα.

Νόμος: Ο πληγωμένος υπηρέτης των κοινωνιών μας

Αναμφίβολα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα για τα οποία δύναται να κομπάζεται ο άνθρωπος είναι το γεγονός ότι δημιούργησε νόμους και απέκτησε μία επαφή ουσίας με την δικαιοσύνη, μία επαφή που έμελε να τον καταστήσει σοφότερο και σαφώς πιο ποιοτικό.

Με την σπουδαία συμβολή του δικαίου οργανώθηκε σε κοινωνίες, εξελίχθηκε, εξευγενίστηκε και συνειδητοποίησε πως μόνο με την ελευθερία δύναται να συνυπάρξει με τους όμοιούς του και να χτίσει ένα μέλλον ευοίωνο και ελπιδοφόρο.

Εξετάζοντας, ωστόσο, πιο προσεκτικά την διαμορφωθείσα κατάσταση, συναντάμε ένα εξόχως αποκρουστικό και δυσειδές συμπέρασμα, το οποίο είναι ότι στον κόσμο του δικαίου και της σύνεσης, ο άνθρωπος παρεκτράπηκε και γεύτηκε στο “απαίδευτο χείλος” του, τους ποταπούς καρπούς της αδικίας, της ανομίας και της διαφθοράς.

Λησμόνησε τις αξίες και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας που επιτεύχθηκαν σε κοινωνίες δικαίου και εχεφροσύνης και έστρεψε το βλέμμα του μετά περισσής αλαζονείας και υπεροψίας στην ικανοποίηση του νοσηρού «εγώ» και των ευτελών ιδιοτελών επιθυμιών του, δίνοντας ένα ισχυρό πλήγμα στην ανυπέρβλητη και αξιοθαύμαστη φλόγα του δικαίου.

Ο αδέκαστος και ο μονίμως επάγρυπνος αυτός φρουρός της κοινωνίας και των ηθικών αξιών που καλείται Δίκαιο πολλάκις αιχμαλωτίζεται, παγιδεύεται και τυραννιέται από εμάς τους ίδιους, καθώς παραβλέπουμε τον σκοπό του νόμου, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να μας απομακρύνει απ’ την φθαρτότητα της αδικίας, να προασπίζει τα δικαιώματά μας, να μας προστατεύει απ’ τον κόσμο των αυθαιρεσιών και κυρίως να εμπνέει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τις ψυχές μας για την πρυτανεία της δικαιοσύνης.

Κάποτε, ο εμπνευσμένος Σταγειρίτης είχε αναφέρει ότι «Ώσπερ σώμα στερηθέν ψυχής πίπτει, ούτω και πόλις, μη όντων νόμων, καταλύεται». Κι’ όμως η ρηθείσα αυτή αποτύπωση του Αριστοτέλη παραμένει σήμερα πιο ζωντανή και επίκαιρη από ποτέ, καθώς οι νόμοι συνιστούν τον θεμέλιο λίθο μιας κοινωνίας εκ των άνωθεν του οποίου οικοδομείται η ευημερία και η ευνομούμενη πολιτεία. Η λεηλασία και ο παραγκωνισμός του νόμου λαμβάνουν χώρα εξαιτίας της απέραντης λήθης και με αυτό εννοούμε ότι ο άνθρωπος κατέστη ανδράποδο των παρωπίδων και της πνευματικής μυωπίας του. Παρέβλεψε το γεγονός ότι ο νόμος γεννήθηκε για να τον προστατεύει, να τον περιθάλπει και να τον απομακρύνει από καταστάσεις που συντελούν στην προαγωγή της αδικίας και της καταπάτησης της ορθότητας, με αποτέλεσμα τη δεδομένη στιγμή να καθίσταται έρμαιο του σκοταδισμού και της αδικίας καθώς έφθειρε τον σκοπό που επιτελεί ο νόμος.

Ακόμη, κι εμείς ουκ ολίγες φορές κρίναμε περιττό να ακολουθήσουμε τα χνάρια και την σπουδαία διαδρομή που χαράζει ο νόμος και επιλέξαμε να προβούμε σε κινήσεις που τον καθυποτάσσουν και τον ευτελίζουν, καθώς οι «επιλογές» μας κρίθηκαν ως πιο προτιμητέες από τον ίδιο το νόμο. Κι όμως, κάθε φορά που ανυποτακτούμε, υποτάσσουμε βάναυσα την αξία του νόμου, καθυποτάσσοντας ταυτοχρόνως τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Η σημερινή εποχή συντροφεύει την αδικοκρατία και ο βούρκος της ανομίας και της λαβωμένης δικαιοσύνης θριαμβεύει. Το ηθικό καθήκον επιτάσσει την επαναφορά του νόμου και του δικαίου στην κορωνίδα της κοινωνίας για να λυτρωθεί τόσο η ίδια όσο και τα μέρη αυτής, δηλαδή εμείς. Το Δίκαιο πεθαίνει πριν προλάβει να γεράσει και οι παθογένειες των κοινωνιών μας κρούουν τον κώδωνα του ηχηρού κινδύνου ο οποίος προμηνύει το πέρασμα σε μια κοινωνία που θα χλευάζει τη νομιμότητα και τη διαφάνεια. «Συ άνθρωπε έθρεψες με την ένδεια σου τούτο το τέρας που μας απειλεί σήμερα, συ καλείσαι λοιπόν να επιδείξεις σθένος και τόλμη για να απελευθερωθείς».

Fomo: ο φόβος της μη συμμετοχής

Fear of missing out

Scrolling down. Αδιάφορο, ίσως αμυδρά μελαγχολικό βλέμμα. Ακούσιες, μηχανικές κινήσεις, φευγαλέες σκέψεις.

Εικόνες, πρόσωπα, λέξεις εναλλάσσονται αστραπιαία και εσύ παγωμένος, με τον χρόνο να κυλά απελπιστικά γρήγορα σε αντίθεση με την συνειδητή αδράνειά σου. Αντιφατικές στιγμές και πραγματικότητες, ρόλος και θέση του σώματος, του μυαλού, των δαχτύλων σου, της σκέψης σου.

Ναι, σου είναι γνωστή η κατάσταση αυτή. Την ξέρεις καλά και την επαναλαμβάνεις δεκάδες φορές κατά τη διάρκεια της μέρας σου.

Σε μια προσπάθεια αντίδρασης και συμμετοχής σου στον εικονικά πλασμένο κόσμο των social media, αφήνεις το στίγμα σου με ένα emoticon (που σπάνια αντικατοπτρίζει τη διάθεσή σου, την έκφραση του προσώπου σου εκείνη τη στιγμή) ή με μια δημοσίευση που στοχεύει στην προβολή και επιδοκιμασία του νάρκισσου Εγώ σου (μια δημοσίευση που φαλκιδεύει την προσωπικότητά, καπηλεύεται την ιδιωτικότητά σου, παραπλανά καλύπτοντας την αλήθεια σου με ψέμα).

Σε αναγνωρίζεις; Είσαι ο άνθρωπος των social media. Είμαστε η γενιά των social media.

Αυτή είναι η νέα σου ταυτότητα και πραγματικότητα.

Με τη ματαίωση της αφύπνισης, τα δακτυλικά σου αποτυπώματα απλώνονται ενοχικά στην οθόνη με φόντο το app που προστάζει η σύγχρονη ζωή. Δεν έχουν ακόμα τεθεί σε λειτουργία όλα σου τα κύτταρα και οι λειτουργίες και με μισόκλειστα μάτια το φως του κινητού σου γίνεται το φως του ήλιου που σηματοδοτεί την έναρξη της μέρας σου. Status, ειδήσεις, φωτογραφίες που σε δευτερόλεπτα θα έχουν προσπελαστεί και σβηστεί από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη σου.

Κι όμως είναι η ρουτίνα σου.

Παρασύρεσαι ηδονικά και η κίνηση του αντίχειρα σου φαντάζει να συνεχίζεται επ' άπειρον.

Κάθε τόσο κάνεις ανούσιες παύσεις για να περιεργαστείς δημοσιεύσεις που σου τράβηξαν την προσοχή, ίσως γνωστών σου, δικών σου προσώπων ή αγαπημένων σου προορισμών.

Συχνά πιάνεις τον εαυτό σου, χαζεύοντας τις περίτεχνα επεξεργασμένες με φίλτρα ευτυχίας αναρτήσεις των φίλων σου, να ζηλεύει. Να αναρωτιέσαι γιατί έκατσες μέσα και δεν πήγες σε εκείνο το πάρτι, να μετανιώνεις που δεν επέλεξες κι εσύ αυτή τη δραστηριότητα, που δε συμμετείχες, δεν αποτελούσες μέρος των μοναδικών στιγμών, του κυκεώνα δημοσιεύσεων ανθρώπων γύρω σου που προσπαθούν απεγνωσμένα να αποδείξουν ότι είναι μέσα σε όλα, που μοιράζονται το καθετί. Και αυτό σε πνίγει, γίνεται ασφυκτική θηλιά γύρω από το λαιμό σου, σε πιέζει συνεχώς να ακολουθήσεις το ίδιο μοτίβο, να μην απομακρυνθείς από την ομάδα και φοβάσαι. Φοβάσαι ότι μένεις έξω από ό,τι συντελείται γύρω σου, ότι δεν έκανες σωστές επιλογές, ότι έχασες κάτι.

Και αυτό που νιώθεις, αυτό που βιώνεις, σαρκώνεται φραστικά -ως έλλογα όντα ο προβληματισμός και η οριοθέτηση επέρχονται εντυπωσιακά γρήγορα.

Για να ξέρεις, πάσχεις από fomo. Μη φοβάσαι και μη βιάζεσαι να γκουγκλάρεις τα συμπτώματα.

Fear of missing out, ελληνιστή «φόβος της μη συμμετοχής – φόβος να μη χάσεις το τι συμβαίνει». Ίσως ακούγεται χαζό, αστείο. Άδικα ανησύχησες. Κι όμως οι διαστάσεις που έχει πάρει, οι αιτίες που το προκαλούν και οι συνέπειες που επιφέρει το καθιστούν αρκετά σημαντικό ώστε να το μάθεις και να το μετατρέψεις στο εκ διαμέτρου αίσθημα του jomo.

Για να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, πρόκειται για ένα ψυχολογικό σύνδρομο που έχει αναδυθεί τα τελευταία χρόνια και είναι άρρηκτα συνδεμένο με την προσκόλλησή μας στα social media καθώς και στην επίδραση που ασκούν σε μας.

Χαρακτηρίζει μια διάχυτη συνήθεια ότι οι άλλοι μπορεί να ζουν μια ικανοποιητική εμπειρία από την οποία το άτομο είναι απών. Πρόκειται για ένα είδος κοινωνικού άγχους, που χαρακτηρίζεται από την επιθυμία του ατόμου να παραμένει συνεχώς συνδεδεμένο με το τι κάνουν οι άλλοι. Το fomo ορίζεται, επίσης, ως ο φόβος της λύπης, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε μια ψυχαναγκαστική ανησυχία ότι θα μπορούσε το άτομο να χάσει την ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή, μια αξιοσημείωτη εμπειρία, μια κερδοφόρα επενδυτική επιλογή ή κάποια άλλη ικανοποιητική εκδήλωση. Με άλλα λόγια, διαιωνίζει τον φόβο του να έχει κάνει κάποιος τη λάθος απόφαση για το πώς θα περνά το χρόνο του, φανταζόμενος πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.

Από τη σκοπιά των ψυχολογικών αναγκών, το fomo προκύπτει από τα χαμηλά επίπεδα ψυχολογικής ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών. Η θεωρία της αυτοδιάθεσης υποστηρίζει ότι η σχετικότητα ή η συνεκτικότητα με τους άλλους ανθρώπους γύρω μας είναι μια ισχυρή ψυχολογική ανάγκη που επηρεάζει την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Μέσα από αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, το fomo μπορεί να εκληφθεί ως μια κατάσταση αυτορρύθμισης που προκύπτει από την περιστασιακή ή μακροχρόνια έλλειψη ικανοποίησης των βασικών ψυχολογικών αναγκών. Από μια μελέτη από τον Andrew Przybylski διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση fomo ήταν πιο συχνή σε όσους είχαν ανικανοποίητες ψυχολογικές ανάγκες, όπως το να θέλουν να είναι αρεστοί και να γίνονται σεβαστοί.

Ο καθηγητής Ψυχολογίας, Dan Ariely, περιγράφει τον όρο, πολύ εύστοχα, στους New York Times: “Νιώθουμε συχνά σαν όλοι οι υπόλοιποι να είναι κάπου και να περνούν τέλεια και εμείς να είμαστε με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, κλεισμένοι απ' έξω. Στους ανασφαλείς ανθρώπους αυτό εντείνει περισσότερο την ανασφάλεια- είναι αρκετά ενδιαφέροντες, αρκετά cool, αρκετά δημοφιλείς;”.

Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα, το 56% των ενεργών χρηστών των κοινωνικών δικτύων πλήττεται από τον φόβο μην χάσει στιγμές δημοσιότητας. “Καθώς χαζεύουμε φωτογραφίες ή ενημερώσεις κατάστασης, γεννιέται μία ανησυχία ότι θα μετανιώσουμε γι' αυτό που κάνουμε τώρα, γεννιέται ο φόβος ότι ίσως, έχουμε κάνει τη λάθος επιλογή για το πώς να περάσουμε τον χρόνο μας”, επισημαίνει ο Dan Ariely.

Το νέο τρεντ έχει προβάλει όμως πλέον εκδικητικά. Και ίσως θα έπρεπε να το ασπαστούμε.

Joy of Missing Out – jomo: Να δίνεις στον εαυτό σου την ευκαιρία να επιλέγεις και να βιώνεις όσα θέλεις χωρίς να τρομοκρατείσαι με την ιδέα ενός εναλλακτικού πιθανώς καλύτερου σεναρίου. Πρόκειται για μια κίνηση επαναπροσδιορισμού της έννοιας της ευτυχίας, ευημερίας και συνειδητότητας που προωθεί τη δημιουργικότητα και τις προσωπικές επιλογές. Όπως αναφέρει ο Danny Penman, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να καταλάβουν τη ζωή μας, ειδικά τώρα που έχουν μετατραπεί σε ένα υποσυνείδητο εργαλείο marketing. Γι αυτό αποτελεί μάλλον χαρά το να χάσουμε τι συμβαίνει γύρω μας, γιατί έτσι θα πάρουμε πίσω τη ζωή μας και τότε... δε θα έχουμε χάσει τίποτα.

Κυριαρχικοί σύντροφοι

Η ελεγκτική συμπεριφορά δεν εκδηλώνεται πάντα με σωματική επιθετικότητα και ευθείες απαιτήσεις. Στην πραγματικότητα, αν κάποιος δεν ξέρει τι να προσέξει, είναι πιθανό να μην αντιληφθεί καν ότι ελέγχεται.

Η συμπεριφορά αυτή μαρτυρά ότι το άτομο προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο, την εξουσία και/ή τη δύναμη λήψης αποφάσεων σε άλλους ανθρώπους και καταστάσεις. Η ελεγκτική συμπεριφορά μπορεί να περιλαμβάνει τα πάντα, από το να λέει άμεσα σε κάποιον τι μπορεί ή τι δεν μπορεί να κάνει μέχρι πιο διακριτικές μεθόδους, όπως η ενοχοποίηση, το gaslighting, η κτητικότητα. Συχνά οι επιθυμίες και οι ανάγκες του ατόμου που ελέγχεται απορρίπτονται εντελώς και δεν γίνονται σεβαστές.

Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει τάσεις και συμπεριφορές ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων φίλων, μελών της οικογένειας, συναδέλφων και ερωτικών συντρόφων. Ένα άτομο δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι «κακός» άνθρωπος για να έχει τάσεις ελέγχου.

Από πού προέρχεται αυτή η συμπεριφορά

Συνήθως, ο έλεγχος ενός άλλου ατόμου προέρχεται από το γεγονός ότι δεν αισθανόμαστε αρκετά ασφαλείς με τον εαυτό μας, οπότε πρέπει να ασκούμε τον έλεγχο σε κάποιον άλλο. Η ελεγκτική συμπεριφορά είναι προϊόν άγχους και φόβου για το άγνωστο.

Συνεπώς, κάποιος που έχει «προβλήματα ελέγχου» ή φόβο για το άγνωστο, συχνά δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του ή δεν αισθάνεται αρκετά ασφαλής για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση ή να ανεχτεί μια άγνωστη κατάσταση. Έτσι, προκειμένου να ανακτήσει κάποια αίσθηση ασφάλειας, ασκεί εξουσία με όποιον τρόπο μπορεί.

Συνήθη παραδείγματα ελεγκτικής συμπεριφοράς

1. Το να παίρνει όλες τις αποφάσεις

Με απλά λόγια, η ελεγκτική συμπεριφορά μπορεί να μοιάζει πολύ με τον έλεγχο όλων των αποφάσεων στη σχέση (ερωτική ή μη). Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τα πάντα, από το να προσπαθεί να αποφασίσει το άλλο άτομο πού μπορεί να ταξιδέψει, πού θα βγουν για φαγητό, τι θα παραγγείλει ή ποιοι είναι οι φίλοι του.

2. Μη σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και των ορίων

Είτε πρόκειται για γονέα, είτε για φίλο, είτε για σύντροφο, το να μη σεβόμαστε τα όρια και την ιδιωτική ζωή κάποιου άλλου είναι ελεγκτική συμπεριφορά. Όπως όταν γονείς βγάζουν τις πόρτες από το δωμάτιο του παιδιού τους, για παράδειγμα, ή σε έναν σύντροφο που αρνείται επανειλημμένα την ανάγκη για χώρο και χρόνο.

3. Συνεχής έλεγχος

Δεν είναι κακό να επικοινωνούμε με κάποιον ενώ είναι έξω από το σπίτι του από καιρό σε καιρό, αλλά αν αυτό συμβαίνει αδιάκοπα, τότε τα πράγματα είναι ανησυχητικά. Για παράδειγμα, αν είστε έξω για δείπνο με τους φίλους σας και ο σύντροφός σας στέλνει συνεχώς μηνύματα «Πού είσαι; Με ποιον είσαι; Στείλε μου μια φωτογραφία για να δω πού βρίσκεσαι», αυτό είναι σίγουρα ελεγκτικό.

4. Ξεκινούν περιττούς καβγάδες

Το να ξεκινούν καυγάδες – φαινομενικά από το πουθενά – μπορεί επίσης να είναι μια τακτική ελέγχου, επειδή για ένα άτομο που ασκεί έλεγχο, η αρνητική προσοχή είναι καλύτερη από τη μηδενική προσοχή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν ξεκινούν καυγάδες ενώ είστε έξω χωρίς αυτούς.

5. Έλεγχος των δαπανών

Ο οικονομικός έλεγχος είναι πολύ πραγματικός και ένας από τους πιο γρήγορους τρόπους με τους οποίους ένα άτομο που ασκεί έλεγχο μπορεί να κάνει κάποιον εξαρτημένο από αυτόν.

6. Απομονώνοντας μας

Αν κάποιος επιδιώκει ενεργά να μας απομονώσει από τους φίλους και την οικογένεια, αυτό είναι ένα σίγουρο σημάδι ότι θέλει να μας ελέγξει. Με αυτό τον τρόπο δεν περιορίζει μόνο το σύστημα υποστήριξής μας, αλλά ενισχύει την εξάρτησή μας από το άτομο που ελέγχει, παρόμοια με όταν ελέγχει τις δαπάνες. Καταλήγει στον περιορισμό των πόρων που έχουμε, ώστε να πρέπει να βασιζόμαστε σε αυτούς.

7. Προκαλούν ενοχές

Το guilt-tripping μπορεί να εφαρμοστεί με πολλούς τρόπους, όπως το να μας κάνει να αισθανόμαστε ένοχοι επειδή δεν κάνουμε σεξ, επειδή δεν περνάμε αρκετό χρόνο μαζί τους ή επειδή θέλουμε περισσότερο χρόνο μόνοι μας.

8. Κάνουν «χάρες» ζητώντας αντάλλαγμα

Μια άλλη τακτική ελέγχου που χρησιμοποιούν κάποιοι άνθρωποι είναι να κάνουν ωραία πράγματα για τους άλλους, αλλά μόνο για να τους χρωστούν αυτοί μετά. Αυτό είναι συνηθισμένο στις μονόπλευρες φιλίες, όπου ο φίλος κάνει πράγματα μόνο για το δικό του όφελος, αλλά σίγουρα μπορεί να συμβεί και στις ερωτικές σχέσεις. Αφού γίνει η καλή πράξη, το άτομο αυτό μπορεί να την αναδεικνύει επανειλημμένα και να μας υπενθυμίζει ότι «του χρωστάμε».

9. Ζήλια

Η συμπεριφορά ζήλιας μπορεί να κυμαίνεται από ακίνδυνη έως ακραία. Ίσως ο σύντροφός σας δεν θέλει να κάνετε παρέα με φίλους συγκεκριμένου φύλου ή να δημοσιεύετε φωτογραφίες σας στο διαδίκτυο. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης πυροδοτεί τις ανασφάλειές του και κάνει την ανάγκη του να σας ελέγξει ακόμα μεγαλύτερη. Έρευνες έχουν επίσης δείξει ότι η υπερβολική ζήλια συνδέεται συχνά με τον ναρκισσισμό – πράγμα που μας φέρνει στο επόμενο σημάδι.

10. Ναρκισσισμός

Οι ναρκισσιστές απογοητεύονται συνεχώς από τον ατελή τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η ζωή, προσπαθούν να την ελέγχουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Θέλουν και απαιτούν να έχουν την εξουσία, και τους φαίνεται λογικό ότι πρέπει να έχουν τον έλεγχο των πάντων.

11. Αγάπη υπό όρους

Η αγάπη υπό όρους είναι μια συμπεριφορά ελέγχου. Για παράδειγμα, ένας γονέας που ασκεί έλεγχο μπορεί να στερήσει την αγάπη ως τακτική ελέγχου. Η «παρακράτηση» της αγάπης, της στοργής ή της έγκρισης όταν το παιδί δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπά του είναι σημάδι ενός γονέα που ασκεί έλεγχο – αλλά η ίδια αρχή ισχύει και στις ερωτικές σχέσεις.

Πώς να απαντήσουμε σε ένα άτομο που ασκεί έλεγχο

1. Ένας ερωτικός σύντροφος

Σε μια σχέση ελέγχου, το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα μείνετε ή θα φύγετε. Αν έχετε συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεστε σε μια σχέση ελέγχου που είναι καταχρηστική, ζητήστε αμέσως βοήθεια. Αν δεν υπάρχει κακοποίηση και πιστεύετε ότι ο/η σύντροφός σας είναι ανοιχτός/ή στο να αλλάξει τη συμπεριφορά του, το πρώτο βήμα είναι να ανοίξετε μια συζήτηση για το τι συμβαίνει. Αρχικά, θα πρέπει να ορίσετε μια στιγμή που θα μπορείτε και οι δύο να καθίσετε και να μιλήσετε για όσα σας ενοχλούν.

Για παράδειγμα, θα μπορούσατε να πείτε: «Όταν μου στέλνεις συνεχώς μηνύματα ενώ είμαι έξω με τους φίλους μου, νιώθω ότι δεν με εμπιστεύεσαι. Όταν δεν αισθάνομαι ότι με εμπιστεύεσαι, αισθάνομαι μειωμένη και σα να πιστεύεις ότι δεν μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Αυτό με κάνει πραγματικά να νιώθω σαν αουτσάιντερ σε αυτή τη σχέση και σαν να έχεις περισσότερη δύναμη -και δεν μου αρέσει να νιώθω ανίσχυρη».

Από εκεί και πέρα, το πώς θα ανταποκριθεί η άλλη πλευρά, θα υποδείξει την πορεία της σχέσης. Αναλαμβάνει την ευθύνη και αλλάζει τη συμπεριφορά του/της; Αν όχι, τότε ο χωρισμός είναι η μόνη λύση.

2. Ένας φίλος

Στην περίπτωση ενός φίλου που ασκεί έλεγχο ισχύουν πολλές από τις προαναφερθείσες αρχές: να βρείτε χρόνο για να μιλήσετε και να εκφράσετε τις ειλικρινείς ανησυχίες σας. Αν ανταποκριθούν καλά και όντως αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, αυτό είναι ένα σημάδι ότι η σχέση μπορεί να διασωθεί. Αν όχι, μπορείτε να δημιουργήσετε κάποια απόσταση ασφαλείας ή να επιλέξετε να τερματίσετε εντελώς τη φιλία.

3. Ένας γονέας

Αν γνωρίζετε ότι έχετε να κάνετε με έναν γονέα που ασκεί έλεγχο, ο καλύτερος τρόπος για να τον αντιμετωπίσετε είναι μέσω της καθιέρωσης ισχυρών, σταθερών και συνεπών ορίων. Είναι ο μόνος τρόπος να σπάσει το μοτίβο ελέγχου. Και φυσικά, αν ο καθορισμός αυτών των ορίων δεν λειτουργεί, τότε είναι σημαντικό να δημιουργήσουμε συναισθηματικό χώρο και απόσταση με άλλο τρόπο.

SENECA: Οι αντιξοότητες “χτυπούν” περισσότερο εκείνους που δεν τις περιμένουν

Για τους Ρωμαίους Στωικούς, η ζωή είναι γεμάτη αντιξοότητες, και ένα από τα βασικά καθήκοντα της φιλοσοφίας είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τα πάνω και τα κάτω της ζωής.

Κανείς δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από τον Σενέκα, που η ζωή του απείχε πολύ από το ιδανικό της γαλήνης που υποστήριζε. Στη διάρκεια του ταραχώδους 1ου αιώνα μ.Χ., ο Σενέκας έπρεπε να αντιμετωπίσει τον θάνατο του γιου του, την εξορία του στην Κορσική για μια δεκαετία περίπου, τη διάσωσή του από την εξορία (αλλά μόνο με τον όρο να αναλάβει τον ρόλο του δασκάλου του νεαρού Νέρωνα), την καριέρα ως συμβούλου του Νέρωνα, την οποία δεν μπορούσε εύκολα να αφήσει, τον θάνατο ενός στενού φίλου και, πάνω απ’ όλα, τη δική του αναγκαστική αυτοκτονία. Όταν ο Σενέκας θεωρήθηκε ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα, ο Νέρωνας απαίτησε τον θάνατο του παλιού του δασκάλου. Η γυναίκα του Σενέκα επέμεινε να ακολουθήσει τη μοίρα του, κι έτσι και οι δύο έκοψαν τις φλέβες τους. Κανείς δεν πέθανε γρήγορα. Η γυναίκα του Παυλίνα επέζησε, ενώ στον Σενέκα έδωσαν τελικά κώνειο και τον αποτέλειωσαν με ένα ατμόλουτρο. Αυτό σίγουρα δεν ήταν μια ήσυχη «φιλοσοφική ζωή».

Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν επιζητεί τις αντιξοότητες, ακόμα κι αν μπορούν να μας δώσουν κάποια χρήσιμα μαθήματα. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων, όμως, για να τις αντιμετωπίσουμε όταν προκύψουν –γιατί θα προκύψουν-, μπορεί μόνο να μας ωφελήσει.

Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, λέει ο Σενέκας σε μια επιστολή στη μητέρα του, για όσους δεν τις περιμένουν, αλλά οι αντιξοότητες αντιμετωπίζονται πολύ πιο εύκολα όταν είσαι προετοιμασμένος. Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται και σε μια άλλη επιστολή, παρηγορητική αυτή τη φορά, προς τη Μαρκία, μια φίλη του που πάλευε με τη θλίψη. Είχε χάσει έναν από τους γιους της τρία χρόνια νωρίτερα, ωστόσο ο πόνος της δεν είχε υποχωρήσει. Η φυσική περίοδος του πένθους είχε τελειώσει και τώρα ο πόνος της είχε γίνει μια εξουθενωτική πνευματική κατάσταση. Είχε έρθει η ώρα να παρέμβει κάποιος.

Το πιο ενδιαφέρον σημείο της απάντησης του Σενέκα για αυτή την κατάσταση είναι αυτό που συχνά ονομάζουμε πρόβλεψη των μελλοντικών κακών. Είναι κάτι που είχε αναφερθεί νωρίτερα από προγενέστερους Στωικούς, όπως ο Χρύσιππος. Η ιδέα ότι κάποιος πρέπει να σκέφτεται τα άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένος γι’ αυτά αν τελικά συμβούν. Μέρος του προβλήματος της Μαρκίας, σύμφωνα με τον Σενέκα, είναι ότι δεν αναλογίστηκε ποτέ την πιθανότητα θανάτου του γιου της. Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι από τη στιγμή που γεννιέται κάποιος είναι προορισμένος να πεθάνει. Αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, είναι κάτι που θα συμβεί απαραιτήτως.

Το πένθος χτυπά δυνατά τους ανθρώπους, λέει ο Σενέκας, γιατί δεν το περιμένουν από πριν. Βλέπουμε και ακούμε συνεχώς τον θάνατο και τις κακοτυχίες να χτυπούν τους άλλους, ειδικά στην εποχή της τόσο γρήγορης μετάδοσης των ειδήσεων, αλλά σπάνια αναλογιζόμαστε πώς θα αντιδρούσαμε εμείς σε ανάλογη περίσταση. Ο Σενέκας λέει στη Μαρκία -και σε εμάς μια σειρά από πράγματα που θα προτιμούσαμε να μην ακούσουμε: είμαστε όλοι ευάλωτοι. Οι αγαπημένοι μας θα πεθάνουν αναπόφευκτα, και αυτό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όποια ευημερία και ασφάλεια κι αν απολαμβάνουμε μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή από δυνάμεις που δεν είναι υπό τον έλεγχό μας. Ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, πάντα είναι πιθανόν να γίνουν ακόμα χειρότερα. Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα αν η τύχη στραφεί εναντίον μας; Θα αντιδράσουμε ήρεμα και αδιάφορα, όπως όταν ακούμε στις ειδήσεις να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε ξένους κάπου μακριά μας; Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως βλέπουμε τον πόνο αυτό ως κομμάτι της ζωής, κάτι δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο. Είναι εύκολο να «φιλοσοφείς» όταν δεν συμβαίνει σ’ εσένα ή στους αγαπημένους σου, αλλά τι γίνεται όταν έρθει η δική σου σειρά;

Είναι απλώς παράλογο, λέει ο Σενέκας, να σκέφτεται κάποιος ότι «δεν περίμενα να συμβεί σ’ εμένα» κάποια κακοτυχία, ειδικά όταν ξέρει ότι θα μπορούσε να του συμβεί και έχει δει να συμβαίνει σε πολλούς άλλους. Γιατί όχι και σ’ εσάς; Στην περίπτωση του πένθους, ακόμα περισσότερο, δεδομένης της αναπόφευκτης φύσης του θανάτου κάθε ζωντανού πλάσματος στη γη. Θα συμβεί κάποια στιγμή, οπότε γιατί όχι τώρα; Είναι παράλογο να περιμένει κάποιος ότι η τύχη του θα κρατήσει για πάντα. Ο Σενέκας πιστεύει ότι, αν σκεφτόμαστε τις αντιξοότητες που μπορεί να συμβούν μαζί με όσες πρέπει να συμβούν κάποια στιγμή, θα βοηθήσουμε να μειωθεί το χτύπημα όταν τελικά προκύψουν. Θα μειωθεί το σοκ και θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να τις αντιμετωπίσουμε.

Michel de Montaigne: Οι δυνάμεις μου δεν ήταν ικανές για μεγάλα πράγματα

Έχω ψυχή που ανήκει ολότελα στον εαυτό της, συνηθισμένη να συμπεριφέρεται κατά τον τρόπο της. Μη έχοντας ως ετούτη τη στιγμή κανέναν να μου δίνει διαταγές ούτε αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου, προχώρησα τόσο μακριά και με το βηματισμό που μου άρεσε. Αυτό ακριβώς με έκαμε νωθρό και άχρηστο να υπηρετήσω άλλους· με έκαμε καλό για τον εαυτό μου και μόνο. Και για να υπηρετήσω τον εαυτό μου, δεν υπήρξε ανάγκη να βιάσω αυτό το βαρύ, τεμπέλικο και νωθρό φυσικό μου. Γιατί, καθώς βρέθηκα από γεννησιμιού μου σε τέτοιο βαθμό τύχης, ώστε είχα κάθε λόγο να είμαι ικανοποιημένος με αυτά που έχω, και με τόσο μυαλό όσο χρειαζόταν για να εκτιμήσω αυτό το γεγονός, δεν ζήτησα τίποτα και ούτε πήρα τίποτα.

Το μόνο τάλαντο που μου χρειάστηκε ήταν να είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, πράγμα που αν το κατανοήσει κανείς σωστά, σημαίνει τη ρύθμιση της ψυχής, κάτι εξίσου δύσκολο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και που στην πράξη βλέπουμε να βρίσκεται ευκολότερα εκεί όπου υπάρχει ανέχεια παρά όπου υπάρχει αφθονία, ίσως επειδή, όπως συμβαίνει επίσης με όλα τα άλλα πάθη μας, η πείνα του πλούτου οξύνεται περισσότερο από τη χρήση του παρά από την έλλειψή του και η αρετή της μετριοπάθειας είναι σπανιότερη από την αρετή της αντοχής. Ό,τι χρειάστηκα δεν ήταν άλλο παρά να απολαμβάνω ήρεμα τα καλά που ο Θεός με την απλοχεριά του μου έχει βάλει στα χέρια. Δεν δοκίμασα ποτέ κανενός είδους βασανιστική εργασία. Δεν είχα να διαχειριστώ παρά πολύ λίγα πράγματα εκτός από τα δικά μου ζητήματα· ή αν είχα να κάνω οτιδήποτε άλλο, αυτό γινόταν υπό συνθήκες που μου επέτρεπαν να διαχειρίζομαι τα πράγματα στην ώρα μου και με τον τρόπο μου, διορισμένος από ανθρώπους που μου είχαν εμπιστοσύνη και που δεν με πίεζαν και με γνώριζαν. Γιατί οι έμπειροι άνθρωποι ξέρουν να αντλούν κάποια εξυπηρέτηση ακόμα και από άλογο δύστροπο και ασθματικό.

Επειδή δεν έχω αρκετή αποφασιστικότητα, ώστε να ανέχομαι την όχληση των ανάποδων περιστάσεων στις οποίες όλοι υποκείμεθα και επειδή δεν μπορώ να αντέξω την ένταση που δημιουργεί η ρύθμιση και τακτοποίηση των υποθέσεών μου, εγκαταλείποντας ολοκληρωτικά τον εαυτό μου στην τύχη, καλλιεργώ μέσα μου όσο μπορώ τη γνώμη που βλέπει τα πράγματα από τη χειρότερη πλευρά τους. Και τότε παίρνω την απόφαση να φορτωθώ το χειρότερο ήρεμα και υπομονετικά. Σε αυτό και μόνο καταγίνομαι και αυτός είναι ο σκοπός όπου κατευθύνω όλους τους λογισμούς μου.

Αντιμέτωπος με κάποιον κίνδυνο, δεν σκέφτομαι τόσο πώς θα ξεφύγω αλλά πόσο λίγο έχει σημασία να ξεφύγω. Αν παρέμενα σε κίνδυνο, τι θα πείραζε; Μια και δεν μπορώ να ελέγξω τα γεγονότα, ελέγχω τον εαυτό μου: προσαρμόζομαι στα γεγονότα, αν τα γεγονότα δεν προσαρμόζονται σε εμένα. Δεν κατέχω καμία από τις τέχνες να γνωρίζω πώς να κοροϊδεύω την τύχη και πώς να της ξεφεύγω ούτε πώς να της επιβάλλομαι και να τακτοποιώ και να κατευθύνω τα πράγματα προς τον σκοπό που έχω θέσει με σωφροσύνη.

Έχω μάλιστα ακόμα λιγότερες δυνάμεις υπομονής, ώστε να αντέξω τη δύσκολη και επίμοχθη φροντίδα που χρειάζεται γι’ αυτό. Και η πιο δυσάρεστη κατάσταση για μένα είναι να βρίσκομαι μετέωρος ανάμεσα σε πράγματα που επείγουν και να κλυδωνίζομαι μεταξύ φόβου και προσδοκίας.

Στα γεγονότα φέρομαι αντρίκια· στο χειρισμό τους, παιδιάστικα. Η φρίκη να στραβοπατήσω μου φέρνει δυνατότερο πυρετό παρά να πέσω κατάχαμα. Το πράγμα δεν αξίζει τόση κουβέντα: ο σφιχτοχέρης υποφέρει χειρότερα από το πάθος του παρά ο φτωχός και ο ζηλιάρης σύζυγος χειρότερα από τον κερατωμένο.

Και συχνά, μικρότερο κακό είναι να χάσεις το αμπέλι σου παρά να πας για δαύτο στο δικαστήριο. Το χαμηλότερο σκαλί είναι το στερεότερο.

Είναι η έδρα της σταθερότητας. Εκεί, δεν έχεις ανάγκη παρά τον εαυτό σου.

Η σταθερότητα εκεί εδράζεται και ακουμπάει ολάκερη στον εαυτό της.

Όσο για την φιλοδοξία, που είναι γειτόνισσα της αλαζονείας ή μάλλον αδερφή της, θα είχε χρειαστεί, για να με προωθήσει η Τύχη, να έρθει να με πάρει από το χέρι. Γιατί το να μπω στον κόπο για μιαν αβέβαιη προσδοκία και να υποταχθώ σε όλες τις δυσκολίες που συνοδεύουν όσους αποζητούν να σπρώξουν τον εαυτό τους στην εύνοια στην αρχή της σταδιοδρομίας τους, δεν θα είχα ποτέ καταφέρει να το κάμω.

Δεν πληρώνω μετρητοίς κάποια μελλοντική ελπίδα. (ΤΕΡΕΝΤΙΟΣ)

Και ύστερα, σπανίως φτάνει κανείς σε τέτοια προαγωγή [με τη βοήθεια της Τύχης], εκτός αν πρώτα διακινδυνέψει ό,τι έχει. Και είμαι της γνώμης πως αν, αυτό που έχει κανείς, αρκεί να διατηρήσει τον τρόπο ζωής στον οποίο γεννήθηκε και ανατράφηκε, είναι παραφροσύνη να το παρατήσει από τα χέρια του με την αβεβαιότητα να το αυγατίσει. Εκείνος που υ Τύχη τού αρνείται να στηρίξει το πόδι του κάπου και να τακτοποιήσει μια ήσυχη και αναπαυμένη ζωή, δικαιολογείται αν ποντάρει στη μοίρα ό,τι έχει, αφού έτσι και αλλιώς η ανάγκη τον στέλνει να αναζητήσει [μέσα επιβίωσης]:

στην κακοτυχία επικίνδυνο δρόμο πρέπει να πάρεις. (ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΝΑΙΟΣ ΣΕΝΕΚΑΣ)

Βρήκα πράγματι τον συντομότερο και ευκολότερο δρόμο, χάρη στη συμβουλή καλών μου φίλων του παρελθόντος, απαλλάσσοντας τον εαυτό μου από το βάρος τέτοιων επιθυμιών και μένοντας ήρεμος.

Όπως εκείνος που κερδίζει τον γλυκό κότινο δίχως τη σκόνη του αγώνα (ΟΡΑΤΙΟΣ),

κρίνοντας επίσης με πολλή ευθυκρισία πως οι δυνάμεις μου δεν ήταν ικανές για μεγάλα πράγματα,
Ντροπή να φορτώνεσαι στο κεφάλι βάρος που δεν σηκώνεις

και σε λίγο να λυγίζεις τα γόνατα και να το βάζεις στα πόδια. (ΠΡΟΠΕΡΤΙΟΣ)

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ

Βρίσκω τη σιωπή

Η λέξη σιωπή, –τόσο “κενή”, που μόνο ως απουσία κάποιου πράγματος (του ήχου) μπορούμε να την ορίσουμε, είναι, ασφαλώς, ένας όρος γεμάτος περιεχόμενο, που ξεχειλίζει από νοήματα– ορισμένα, μέχρι και αντιφατικά. Όταν λέμε πως ένας άνθρωπος είναι καταδικασμένος στη σιωπή, εννοούμε πως έχει δεχτεί καρτερικά την απουσία επικοινωνίας, την απομόνωση, το να μην έχει πρόσβαση στον κόσμο της επαφής με τους άλλους. Βέβαια, το να βρει κανείς τη σιωπή που αναζητά, μπορεί και να είναι έκφραση μιας πολύ διαφορετικής πραγματικότητας: της πραγματικότητας ενός ανθρώπου που μέσα στη σιωπή του (εσωτερική ή εξωτερική) διακρίνει πολύ καλύτερα αυτό που συμβαίνει γύρω του και είναι σε θέση να αντιληφθεί ό,τι δεν μπορούσε να δει μέσα στο πολύβουο κόσμο της καθημερινότητας.

Μόνον η απόλυτη σιωπή μάς αφήνει ν’ αφουγκραστούμε εκείνους τους μικρούς ήχους που χαϊδεύουν τ’ αφτιά: το τιτίβισμα των πουλιών, την μουσική αρμονία ή το τραγούδι του ανέμου.

Αν ο θόρυβος αποσπά την προσοχή, η σιωπή βοηθάει την αυτοσυγκέντρωση.
Αν ο θόρυβος μας τρομάζει, η σιωπή μας παρακινεί να συγκεντρωθούμε.
Αν, όπως διδάσκει η ιατρική, ο θόρυβος μπορεί να γίνει αιτία διαφόρων ασθενειών, η σιωπή – σε αντίθεση με την θεραπευτική αγωγή – συμβάλλει στη χαλάρωση και στην αποστασιοποίηση.

Θα ήταν υπερβολικά απλουστευτικό και κάπως παραπλανητικό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο θόρυβος που μουδιάζει το πνεύμα μας, προέρχεται από τις κόρνες των αυτοκινήτων, από το χτύπο των γραφομηχανών ή από τον διαπεραστικό ήχο των μεγαφώνων που παίζουν μουσική στη διαπασών. Ο χειρότερος θόρυβος, αυτός που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφεύγουμε, ο πιο αρρωστημένος και μόνος υπαίτιος για την εσωτερική μας αναστάτωση, είναι αυτός που κάνουμε εμείς οι ίδιοι, όταν ανοίγουμε το στόμα μας κι αρχίζουμε να μιλάμε χωρίς σταματημό.

Ο άνθρωπος που έχει μάθει να μιλάει υπερβολικά, πιστεύει πως το ν’ ακούς είναι δευτερεύον – κι όποιος δεν ακούει δε μαθαίνει· το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο. Χωρίς χώρο για ν’ ακούσει, χωρίς τη σιωπή και το άνοιγμα που αφήνει η απουσία των δικών του λέξεων, ο άνθρωπος αδειάζει τάχιστα και δεν αφήνει τίποτε το εξωτερικό να βρει μια δίοδο προς το εσωτερικό του.

Και αν αυτό ισχύει παντού, στο πνευματικό επίπεδο γίνεται απολύτως ουσιώδες: εμείς οι ίδιοι είμαστε που εμποδίζουμε την ανάπτυξη του πνεύματός μας.

Δεν θα ήθελα να πιστέψει κάποιος πως του προτείνω να δραπετεύσει στην εξοχή για να κατακτήσει τη σιωπή.

Υπάρχουν χιλιάδες ήρεμες περιοχές και στιγμές γαλήνης μέσα στο περιβάλλον μας, αν θελήσουμε να τις αναζητήσουμε και να τις εκμεταλλευτούμε.

Υπάρχει μια σιωπή που δεν εξαρτάται απ’ το κατά πόσο μπορούμε να βρούμε ένα αθόρυβο περιβάλλον· μια σιωπή που απολαμβάνει όποιος μπορεί να εξαλείψει πρώτα το θόρυβο, κι ύστερα ν’ αναζητήσει, ν’ ανακαλύψει και να χτίσει τις σιωπές του. Κι όταν πια θα τις έχει βρει, όχι μόνο θα μπορεί να τις “ακούει”, αλλά θα μπορεί ν’ ακούει καλύτερα κι ό,τι στ’ αλήθεια ακούγεται.

Όταν συναντιέσαι με τη σιωπή, αρχίζει για σένα η περίοδος της ευαισθησίας και της ικανότητάς σου ν’ ακούς. Αν δεν πιστεύεις στην εσωτερική δύναμη της σιωπής, δοκίμασε να εμπιστευτείς κάτι σημαντικό σε κάποιο πολύ δικό σου πρόσωπο, όταν θα είστε μόνοι οι δυο σας κάτω από μια γέφυρα, τη στιγμή που πάνω απ’ τα κεφάλια σας περνάει μια εμπορική αμαξοστοιχία…

Όσο προχωράς στην εξωτερική και την εσωτερική σιωπή, ανακαλύπτεις πράγματα που βρίσκονταν πάντα σε απόσταση αναπνοής, κι άλλα για τα οποία δεν είχες ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος, ή αποκτάς πρόσβαση σ’ έναν νέο τρόπο κατανόησης ενός οικείου πράγματος, ακούγοντας όμως τώρα τους διαφορετικούς τόνους του κάθε ήχου.

Το σύνολο αυτών των καινούργιων ικανοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας ευαισθησίας που ανοίγει την πόρτα σε μια – όλο και μεγαλύτερη και όλο και καλύτερη – συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, τόσο της εξωτερικής όσο και εσωτερικής.

PETER OUSPENSKY: Ο άνθρωπος δεν έχει ατομικό «Εγώ»

Ο άνθρωπος δεν έχει μόνιμο και αμετάβλητο Εγώ. Κάθε σκέψη, κάθε διάθεση, κάθε επιθυμία, κάθε αίσθηση, λέει «εγώ». Και κάθε φορά, φαίνεται να θεωρούμε σαν δεδομένο ότι αυτό το «εγώ» ανήκει στο Σύνολο, σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο και ότι μια σκέψη, μια επιθυμία, μια αντιπάθεια, την εκφράζει αυτό το Σύνολο. Στην πραγματικότητα, αυτή η υπόθεση είναι τελείως αβάσιμη. Η κάθε σκέψη και η κάθε επιθυμία του ανθρώπου, εμφανίζεται και ζει τελείως ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το Σύνολο. Και το Σύνολο ποτέ δεν εκφράζεται, για τον απλούστατο λόγο ότι, υπό την ιδιότητά του αυτή, έχει μόνο υλική υπόσταση, σαν ένα πράγμα, και υπάρχει αφηρημένα, σαν μία ιδέα. 

Ο άνθρωπος δεν έχει ατομικό Εγώ. Στη θέση του, υπάρχουν εκατοντάδες και χιλιάδες ξεχωριστά, μικρά εγώ, που τις περισσότερες φορές, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, που ποτέ δεν έρχονται σε επαφή ή που αντίθετα, είναι εχθρικά μεταξύ τους, αποκλείουν το ένα το άλλο και είναι ασυμβίβαστα. Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, ο άνθρωπος λέει ή σκέφτεται «εγώ». Και κάθε φορά, το εγώ του είναι διαφορετικό. Μόλις τώρα ήταν μία σκέψη, λίγο μετά είναι μια επιθυμία, ύστερα μια αίσθηση, σε λίγο μια άλλη σκέψη, κι αυτό συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.

Η αλληλοδιαδοχή των εγώ, η αδιάκοπη και ολοφάνερη προσπάθειά τους για να επικρατήσουν, ρυθμίζεται από τυχαίες εξωτερικές επιδράσεις. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στον άνθρωπο ικανό να ελέγξει αυτή την αλλαγή των «εγώ», κυρίως γιατί ο άνθρωπος δεν την προσέχει, δεν την γνωρίζει. Ζει πάντοτε στο τελευταίο του εγώ.

Και κάθε ξεχωριστό, μικρό «εγώ» είναι σε θέση να ιδιοποιείται το όνομα του Συνόλου, να ενεργεί στο όνομα του Συνόλου, να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να δίνει υποσχέσεις, να παίρνει αποφάσεις, που ένα άλλο εγώ ή το Σύνολο θα είναι υποχρεωμένο να εκτελέσει. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι άνθρωποι παίρνουν τόσο συχνά αποφάσεις και τις εκτελούν τόσο σπάνια.

Αποτελεί τραγωδία του ανθρώπινου όντος, το ότι οποιοδήποτε ασήμαντο εγώ έχει το δικαίωμα να υπογράφει επιταγές και γραμμάτια, και ο άνθρωπος, δηλαδή το Σύνολο, είναι υποχρεωμένο να τα εξοφλεί. Έτσι, περνάμε ολόκληρη ζωή, εξοφλώντας τα γραμμάτια των μικρών, τυχαίων εγώ.

Π. Ν. Ουσπένσκι, Αναζητώντας τον κόσμο του Θαυμαστού

Ο Rousseau και η αρχαία δημοκρατία

Ο Rousseau αναφέρεται διαρκώς στην αρχαιότητα. Κατ’ αυτόν η Αρχαιότητα δεν αποτελεί πάντοτε «πρότυπον» ή, εν πάση περιπτώσει, όχι το μόνο πρότυπο. Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για τον πρώτο συγγραφέα που τονίζει – στο Κοινωνικό Συμβόλαιο – το ρόλο της άμεσης δημοκρατίας στον αρχαίο κόσμο και επιμένει στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Γνωρίζετε την περίφημη παρατήρησή του για τους Άγγλους που νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή εκλέγουν περιοδικά εκπροσώπους, ενώ είναι ελεύθεροι μόνο για μια φευγαλέα στιγμή, όσο διαρκεί δηλαδή η εκλογική διαδικασία.

Στην καρδιά της πολιτικής φιλοσοφίας του Rousseau θα βρούμε την ιδέα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει ενδιάμεσος μεταξύ του ατόμου και του εαυτού του, ότι ο κυρίαρχος (με την έννοια που δίνει ο Rousseau σε αυτό τον όρο) δεν μπορεί να ασκήσει την κυριαρχία του παρά μόνο όταν ο λαός συνέρχεται και αποφασίζει.

Υπάρχει εδώ ένα είδος ταλάντευσης και μια τραγική πλευρά στη σκέψη του Rousseau, διότι έχει συναίσθηση του αποφασιστικού χαρακτήρα της ποσοτικής διάστασης για την ίδια την άμεση δημοκρατία, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται: ως συνέλευση στον ίδιο χώρο, την ίδια στιγμή του συνόλου των ατόμων που συγκροτούν τον κυρίαρχο· αναφέρει εξάλλου εντελώς ρητά ότι μια τέτοια δημοκρατία θα μπορούσε να πραγματωθεί στο σύγχρονο κόσμο μόνο σε ολιγάριθμες κοινότητες. Εξ ου και το ενδιαφέρον για χώρες όπως η Ελβετία ή η Κορσική, για την οποία και ετοίμαζε σχέδιο συντάγματος.

Το ενδιαφέρον όμως που έχει για μας ο Rousseau στο πλαίσιο της συζήτησής αυτής είναι ότι επιμένει όχι μόνο στη νομική και συνταγματική πλευρά των πολιτικών θεσμών, αλλά και στο γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί ο πολιτικός θεσμός υπό τη στενή έννοια από αυτό που θα αποκαλούσαμε καθολικό θεσμό της κοινωνίας, στον οποίο αναφέρεται με την ορολογία της εποχής του μιλώντας για «ήθη». Ως προς αυτό, ο Rousseau παραμένει κλασικός· είναι ίσως ο τελευταίος από τους κλασικούς στην πολιτική φιλοσοφία, απόγονος του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, αλλά επίσης του Machiavelli και του Montesquieu.

Αυτός που αναλαμβάνει να δώσει νόμους ή θεσμούς σε ένα λαό, γράφει ο Rousseau, πρέπει «να αισθανθεί ικανός να αλλάξει, κατά το λεγόμενο, την ανθρώπινη φύση», και αυτό που εννοεί εδώ είναι: πρέπει να αρχίσει από τη μεταρρύθμιση των ηθών τους, διότι αυτό που «συντηρεί το πνεύμα των θεσμών στον λαό» είναι τα ήθη. (Πρέπει να γίνει σαφώς κατανοητό ότι ο όρος «ήθη» δεν παραπέμπει σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «ηθική» δεν παραπέμπει σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «ηθική» με την στενή έννοια· πρόκειται για τρόπους του είναι και τρόπους του ζην – η Sittlichkeit του Hegel, και περίπου το ήθος του Ηράκλειτου -, η στάση απέναντι στη ζωή και στον κόσμο, η συμπεριφορά με την καθολική έννοια – και τελικά, στη δική μας γλώσσα, η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας). Μετά τον Hegel, οι πτυχές αυτές εξαφανίζονται από το οπτικό πεδίο μιας πολιτικής φιλοσοφίας απίστευτα κοντόφθαλμης.

Για τον Rousseau, υπάρχει ένας απαρασάλευτος παράγοντας: το ήθος των ατόμων που ζουν στη κοινωνία. Από αυτή ακριβώς την άποψη θαυμάζει τον αρχαίο κόσμο και αυτό ακριβώς τον κάνει ιδιαίτερα απαισιόδοξο σε ότι αφορά τις πραγματικές πιθανότητες για την εγκαθίδρυση μιας αληθινής δημοκρατίας στην Ευρώπη του 18ου αιώνα: που να βρίσκονται άραγε τα ήθη τα οποία θα επέτρεπαν τη θεμελίωση μιας τέτοιας δημοκρατίας;

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.15.1-6.15.7)

[6.15.1] Ἐνταῦθα ἐπὶ ταῖς ξυμβολαῖς τοῦ Ἀκεσίνου καὶ Ἰνδοῦ προσέμενεν ἔστε ἀφίκετο αὐτῷ ξὺν τῇ στρατιᾷ Περδίκκας καταστρεψάμενος ἐν παρόδῳ τὸ Ἀβαστανῶν ἔθνος αὐτόνομον. ἐν τούτῳ δὲ ἄλλαι τε προσγίγνονται Ἀλεξάνδρῳ τριακόντοροι καὶ πλοῖα στρογγύλα ἄλλα, ἃ δὴ ἐν Ξάθροις ἐναυπηγήθη αὐτῷ, καὶ ‹Σόγδοι› ἄλλο ἔθνος Ἰνδῶν αὐτόνομον προσεχώρησαν. καὶ παρὰ Ὀσσαδίων, καὶ τούτου γένους αὐτονόμου Ἰνδικοῦ, πρέσβεις ἧκον, ἐνδιδόντες καὶ οὗτοι τοὺς Ὀσσαδίους. [6.15.2] Φιλίππῳ μὲν δὴ τῆς σατραπείας ὅρους ἔταξε τὰς συμβολὰς τοῦ τε Ἀκεσίνου καὶ Ἰνδοῦ καὶ ἀπολείπει ξὺν αὐτῷ τούς τε Θρᾷκας πάντας καὶ ἐκ τῶν τάξεων ὅσοι ἐς φυλακὴν τῆς χώρας ἱκανοὶ ἐφαίνοντο, πόλιν τε ἐνταῦθα κτίσαι ἐκέλευσεν ἐπ᾽ αὐτῇ τῇ ξυμβολῇ τοῖν ποταμοῖν, ἐλπίσας μεγάλην τε ἔσεσθαι καὶ ἐπιφανῆ ἐς ἀνθρώπους, καὶ νεωσοίκους ποιηθῆναι. [6.15.3] ἐν τούτῳ δὲ καὶ Ὀξυάρτης ὁ Βάκτριος, ὁ Ῥωξάνης τῆς γυναικὸς τῆς Ἀλεξάνδρου πατήρ, ἧκε παρ᾽ Ἀλέξανδρον· καὶ προστίθησιν αὐτῷ Παραπαμισαδῶν σατραπεύειν, ἀπαλλάξας Τυρίεσπιν τὸν πρόσθεν σατράπην, ὅτι οὐκ ἐν κόσμῳ ἐξηγεῖσθαι αὐτῷ ὁ Τυρίεσπις ἐξήγγελτο.
[6.15.4] Ἔνθα δὴ διαβιβάσας Κρατερόν τε καὶ τῆς στρατιᾶς τὴν πολλὴν καὶ τοὺς ἐλέφαντας ἐπ᾽ ἀριστερὰ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ, ὅτι εὐπορώτερά τε ταύτῃ τὰ παρὰ τὸν ποταμὸν στρατιᾷ βαρείᾳ ἐφαίνετο καὶ τὰ ἔθνη τὰ προσοικοῦντα οὐ πάντῃ φίλια ἦν, αὐτὸς κατέπλει ἐς τῶν Σόγδων τὸ βασίλειον. καὶ ἐνταῦθα πόλιν τε ἐτείχιζεν ἄλλην καὶ νεωσοίκους ἐποίει ἄλλους καὶ τὰ πλοῖα αὐτῷ τὰ πεπονηκότα ἐπεσκευάσθη. τῆς δὲ ἀπὸ τῶν ξυμβολῶν τοῦ τε Ἰνδοῦ καὶ Ἀκεσίνου χώρας ἔστε ἐπὶ θάλασσαν σατράπην ἀπέδειξε[ν Ὀξυάρτην καὶ] Πείθωνα ξὺν τῇ παραλίᾳ πάσῃ τῆς Ἰνδῶν γῆς.
[6.15.5] Καὶ Κρατερὸν μὲν ἐκπέμπει αὖθις ξὺν τῇ στρατιᾷ [διὰ τῆς Ἀραχωτῶν καὶ Δραγγῶν γῆς], αὐτὸς δὲ κατέπλει ἐς τὴν Μουσικανοῦ ἐπικράτειαν, ἥντινα εὐδαιμονεστάτην τῆς Ἰνδῶν γῆς εἶναι ἐξηγγέλλετο, ὅτι οὔπω οὔτε ἀπηντήκει αὐτῷ Μουσικανὸς ἐνδιδοὺς αὑτόν τε καὶ τὴν χώραν οὔτε πρέσβεις ἐπὶ φιλίᾳ ἐκπέμπει, οὐδέ τι οὔτε αὐτὸς ἐπεπόμφει ἃ δὴ μεγάλῳ βασιλεῖ εἰκός, οὔτε τι ᾐτήκει ἐξ Ἀλεξάνδρου. [6.15.6] καὶ γίγνεται αὐτῷ ὁ πλοῦς κατὰ τὸν ποταμὸν ἐς τοσόνδε ἐσπουδασμένος ὥστε ἔφθη ἐπὶ τοῖς ὁρίοις γενέσθαι τῆς Μουσικανοῦ χώρας, πρὶν πυθέσθαι Μουσικανὸν ὅτι ὥρμηται ὡς ἐπ᾽ αὐτὸν Ἀλέξανδρος. οὕτω δὴ ἐκπλαγεὶς κατὰ τάχος ἀπήντα Ἀλεξάνδρῳ, δῶρά τε τὰ πλείστου ἄξια παρ᾽ Ἰνδοῖς κομίζων καὶ τοὺς ἐλέφαντας ξύμπαντας ἄγων καὶ τὸ ἔθνος τε καὶ αὑτὸν ἐνδιδοὺς καὶ ὁμολογῶν ἀδικεῖν, ὅπερ μέγιστον παρ᾽ Ἀλεξάνδρῳ ἦν ἐς τὸ τυχεῖν ὧν τις δέοιτο. [6.15.7] καὶ οὖν καὶ Μουσικανῷ ἐπὶ τοῖσδε ἄδεια ἐδόθη ἐξ Ἀλεξάνδρου, καὶ τὴν πόλιν ἐθαύμασεν Ἀλέξανδρος καὶ τὴν χώραν, καὶ ἄρχειν αὐτῆς Μουσικανῷ ἔδωκεν· Κρατερὸς δὲ ἐν τῇ πόλει ἐτάχθη τὴν ἄκραν ἐκτειχίσαι· καὶ παρόντος ἔτι ἐτειχίσθη Ἀλεξάνδρου καὶ φυλακὴ κατεστάθη, ὅτι ἐπιτήδειον αὐτῷ ἐφάνη τὸ χωρίον ἐς τὸ κατέχεσθαι τὰ κύκλῳ ἔθνη φυλαττόμενα.

***
[6.15.1] Στη συμβολή του Ακεσίνη και του Ινδού, ο Αλέξανδρος περίμενε, ώσπου έφθασε ο Περδίκκας με τον στρατό του, αφού στο πέρασμά του υπέταξε τον ανεξάρτητο λαό των Αβαστανών. Στο μεταξύ προστέθηκαν στον στόλο του Αλεξάνδρου και άλλες τριακόντοροι, καθώς και άλλα εμπορικά πλοία που είχαν ναυπηγηθεί για αυτόν στη χώρα των Ξάθρων, και προσχώρησαν ‹οι Σόγδοι›, ένας άλλος ανεξάρτητος ινδικός λαός. Έφθασαν πρέσβεις και από τους Οσσαδίους, που ήταν επίσης μια ανεξάρτητη ινδική φυλή, προσφέροντας και αυτοί την υποταγή των Οσσαδίων. [6.15.2] Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, καθόρισε ως όρια της σατραπείας του Φιλίππου τη συμβολή του Ακεσίνη και του Ινδού και άφησε μαζί του όλους τους Θράκες και όσους άνδρες από τα τάγματα φαίνονταν αρκετοί για τη διαφύλαξη της περιοχής. Τον διέταξε να ιδρύσει πόλη στη συμβολή ακριβώς των δύο ποταμών, με την ελπίδα ότι θα παραμείνει αυτή μεγάλη και ονομαστή ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον διέταξε επίσης να κατασκευάσει ναύσταθμο. [6.15.3] Στο μεταξύ ήρθε στον Αλέξανδρο και ο Οξυάρτης ο Βακτριανός, ο πατέρας της Ρωξάνης, της γυναίκας του Αλεξάνδρου. Και ο Αλέξανδρος προσάρτησε στη σατραπεία του τη σατραπεία των Παραπαμισαδών, αφού απέλυσε τον Τυρίεσπη, τον προηγούμενο σατράπη της, επειδή τον είχαν πληροφορήσει ότι ο Τυρίεσπης δεν διοικούσε καλά. 
[6.15.4] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος διέταξε να περάσει ο Κρατερός και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και οι ελέφαντες στην αριστερή όχθη του Ινδού ποταμού, επειδή ο δρόμος αυτός που ήταν κοντά στον ποταμό φαινόταν πιο ευκολοδιάβατος για έναν βαριά οπλισμένο στρατό και επειδή οι γειτονικοί λαοί δεν ήταν τελείως φιλικοί· ο ίδιος κατέπλευσε στο βασίλειο των Σόγδων. Οχύρωσε και εδώ με τείχος μια άλλη πόλη και κατασκεύασε άλλο ναύσταθμο και επισκεύασε τα πλοία του, που είχαν υποστεί ζημιές. Διόρισε [τον Οξυάρτη και] τον Πείθωνα σατράπη της περιοχής που εκτεινόταν από τη συμβολή του Ινδού και του Ακεσίνη ως τη θάλασσα μαζί με όλη την παραλία της ινδικής γης.
[6.15.5] Απέστειλε ξανά τον Κρατερό με τον στρατό [μέσα από τη χώρα των Αραχωσίων και των Δραγγών], ενώ ο ίδιος κατέπλευσε προς την περιοχή που εξουσίαζε ο Μουσικανός, για την οποία τον πληροφόρησαν ότι ήταν η πλουσιότερη περιοχή της Ινδίας. Ούτε τον είχε συναντήσει ακόμη ο Μουσικανός, για να παραδώσει τον εαυτό του και τη χώρα του, ούτε πρέσβεις του είχε στείλει για να συνάψει μαζί του φιλία ούτε κάτι από αυτά που ταιριάζει βέβαια να προσφέρονται σε έναν μεγάλο βασιλιά, ούτε είχε ζητήσει τίποτε από τον Αλέξανδρο. [6.15.6] Έγινε με τόση ταχύτητα το ταξίδι του μέσα στον ποταμό, ώστε πρόλαβε να φθάσει στα σύνορα της χώρας του Μουσικανού πριν πληροφορηθεί ο Μουσικανός ότι είχε ξεκινήσει εναντίον του ο Αλέξανδρος. Τόσο, λοιπόν, φοβήθηκε ο Μουσικανός, ώστε πήγε γρήγορα να συναντήσει τον Αλέξανδρο φέρνοντάς του και δώρα από εκείνα που οι Ινδοί θεωρούσαν ως τα πιο πολύτιμα και οδηγώντας όλους τους ελέφαντές του και προσφέροντας την υποταγή του λαού του και τη δική του και ομολογώντας ότι έσφαλε, πράγμα που ήταν ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχει κανείς από τον Αλέξανδρο ό,τι θα του ζητούσε. [6.15.7] Για τους λόγους, λοιπόν, αυτούς ο Αλέξανδρος συγχώρεσε τον Μουσικανό, θαύμασε την πόλη και τη χώρα του, την παραχώρησε στον Μουσικανό, για να την κυβερνά, και διέταξε τον Κρατερό να οχυρώσει με τείχος την ακρόπολη της πόλης. Και ενώ ήταν ακόμη παρών ο Αλέξανδρος, η ακρόπολη οχυρώθηκε με τείχος και τοποθετήθηκε φρουρά, επειδή η θέση του φάνηκε πολύ κατάλληλη για να κρατά σε υποταγή και να ελέγχει τους γύρω λαούς.