Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (421-455)

πῶς πέτρας τὰς συνδρομάδας, [στρ. β]
πῶς Φινεϊδᾶν ἀΰ-
πνους ἀκτὰς ἐπέρασαν
παρ᾽ ἅλιον
425 αἰγιαλὸν ἐπ᾽ Ἀμφιτρί-
τας ῥοθίῳ δραμόντες,
ὅπου πεντήκοντα κορᾶν
Νηρῄδων… χοροὶ
μέλπουσιν ἐγκύκλιοι,
430 πλησιστίοισι πνοαῖς
συριζόντων κατὰ πρύμναν
εὐναίων πηδαλίων
αὔραις ‹συν› νοτίαις
ἢ πνεύμασι Ζεφύρου,
435 τὰν πολυόρνιθον ἐπ᾽ αἶ-
αν, λευκὰν ἀκτάν, Ἀχιλῆ-
ος δρόμους καλλισταδίους,
ἄξεινον κατὰ πόντον;

εἴθ᾽ εὐχαῖσιν δεσποσύνοις [ἀντ. β]
Λήδας Ἑλένα φίλα
440 παῖς ἐλθοῦσα τύχοι τὰν
Τρῳάδα λι-
ποῦσα πόλιν, ἵν᾽ ἀμφὶ χαί-
τᾳ δρόσον αἱματηρὰν
ἑλιχθεῖσα λαιμοτόμῳ
445 δεσποίνας χειρὶ θάνοι
ποινὰς δοῦσ᾽ ἀντιπάλους.
ἁδίσταν δ᾽ ἀγγελίαν
δεξαίμεσθ᾽, Ἑλλάδος ἐκ γᾶς
πλωτήρων εἴ τις ἔβα,
450 δουλείας ἐμέθεν
δειλαίας παυσίπονος·
καὶ γὰρ ὀνείροισι συνεί-
ην δόμοις πόλει τε πατρῴ-
ᾳ, τερπνῶν ὕμνων ἀπόλαυ-
455 σιν, κοινὰν χάριν ὄλβου.

***
Πώς τους αλληλόκρουστους τους βράχους,
τάχα πώς των Φινειδών
να περάσανε τ᾽ ασίγαστ᾽ ακρογιάλια;
τρέχοντας γιαλό γιαλό
στ᾽ ανεμόδαρτα νερά της Αμφιτρίτης,
όπου
οι πενήντα θυγατέρες του Νηρέα
τραγουδούνε και χορεύουν τον κυκλόσυρτο χορό;
430 Ή στον άνεμο αμολώντας τα πανιά,
ενώ σφύριζε στην πρύμη
το τιμόνι, ο οδηγός του καραβιού,
πέρασαν με τη νοτιά,
με πνοές του Ζέφυρου ίσως,
στη λευκήν ακρογιαλιά,
αναρίθμητων πετούμενων λημέρι,
του γοργόδρομου Αχιλλέα λαμπρή απλωσιά,
μες στον άξενο τον πόντο;

Άμποτε, όπως εύχεται η κυρά μας,
απ᾽ το κάστρο το τρωικό
ξεκινώντας η ακριβή της Λήδας κόρη
440 να ᾽φτανε, η Ελένη, εδώ
κι αφού αιμάτινο τριγύρω στα μαλλιά της
κύκλο,
της θυσίας αρχή, η κυρά μας της χαράξει,
να σφαχτεί, το χρέος της έτσι να πλερώσει ταιριαστό.
Μα το μήνυμα για μας το πιο γλυκό
θα ᾽ταν, από την Ελλάδα
κατά δω ένας ταξιδιάρης να φανεί
450 κι απ᾽ τις πίκρες της σκλαβιάς
να με σώσει την καημένη·
να ᾽μουνα στο σπίτι μου, αχ,
και στον τόπο μου, έτσι καν μες στ᾽ όνειρό μου·
δώρα του ύπνου τα όνειρα είναι του γλυκού
και κοινό αγαθό του κόσμου.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Κλασικισμός (18ος-19ος αιώνας)

12.12. Ροντέν και Αρχαιότητα


«Αγαπώ την Αρχαιότητα με πάθος. Αντιπροσωπεύει για μένα την ύψιστη ομορφιά», διακηρύσσει ο Ροντέν, ένας από τους τελευταίους γλύπτες με κεντρικό θέμα τον άνθρωπο. Ο Ροντέν θα ανανεώσει τους πολυχρησιμοποιημένους και εξαντλημένους πλέον αρχαίους μύθους με μια δική του προσέγγιση: επιλέγει υπαρξιακά θέματα, που εξαίρουν τη γυναίκα, τον έρωτα, τον θάνατο, οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης. Μελετά ζωντανά κινούμενα μοντέλα και διαμορφώνει την πλαστική του γλώσσα συγκεντρώνοντας την προσοχή του στο γυμνό σώμα ως σύμβολο της αρχετυπικής ουσίας του μύθου. Η Αρχαιότητα δεν είναι γι᾽ αυτόν «ένα ορυχείο μυθικών θεμάτων, αλλά ένας κόσμος που οδήγησε την τέχνη στην πιο υψηλή της έκφραση». Γι᾽ αυτό και αναζητεί σε αυτή αισθητικές αρχές και πλαστικές λύσεις και όχι το ανέκδοτο ή έναν ανέκφραστο κλασικιστικό ιδεαλισμό. Συνομιλώντας με τον ιστορικό Πολ Γκσελ εξομολογείται ότι σε όλη του τη ζωή ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο τάσεις της πλαστικής: ανάμεσα στην αντίληψη του Φειδία, που σημαίνει ισορροπία, λόγο και χάρη, και στην αντίληψη του Μιχαήλ Αγγέλου (των Φλωρεντινών) που σημαίνει στροφή προς τα μέσα, αναδίπλωση, κίνηση της μορφής προς τον εαυτό της. «Η αρχαία τέχνη είναι τέχνη της αλήθειας και της απλότητας και δεν μπορεί να διδαχθεί. Τι πιο εξωφρενικό από τον Κένταυρο; Γνωρίζετε ωστόσο τίποτε ωραιότερο από τους Κενταύρους της Ολυμπίας και του Παρθενώνα; Αυτοί οι γλύπτες ήξεραν τόσο καλά τη φύση, ώστε τελικά γίνονται συνεργοί της, δημιουργούν πλάσματα ζωντανά». Πίστευε ότι οι Έλληνες πήραν τα σχήματα των αγγείων τους από φυσικές μορφές. Έτσι σχεδιάζει ένα γονατιστό γυναικείο γυμνό (περ. 1900) με τον τίτλο Η γέννηση του ελληνικού αγγείου. Το 1905 στο βιβλίο του για τους καθεδρικούς ναούς της Γαλλίας, Les cathedrales de France (1914, σ. 8, 88) διαβάζουμε τη γνώμη του για τον Παρθενώνα: «Ο Παρθενώνας συνοψίζει όλη την Ελλάδα υπερασπίστηκε την Ελλάδα καλύτερα και από τους σοφούς πολιτικούς της».

Το κυριακάτικο προσκύνημα του Ροντέν στο Λούβρο αρχίζει με την επίσκεψη στη Νίκη της Σαμοθράκης: «Η Νίκη των Ελλήνων ήταν η Ελευθερία τους». Το 1910 γράφει τον "ύμνο" για την Αφροδίτη της Μήλου. «Όλη η ζωή πηγάζει από ένα κέντρο και διαχέεται από μέσα προς τα έξω. Έτσι στην καλή γλυπτική μαντεύουμε μια ρωμαλέα εσωτερική ώθηση. Αυτό είναι το μυστικό της αρχαίας τέχνης. Η Αφροδίτη της Μήλου μένει στα μάτια των προσκυνητών της ακέραιη και ας είναι ακρωτηριασμένη. Ένα κομμάτι της ομορφιάς είναι η ομορφιά ολόκληρη». Ο πρώτος που παρατήρησε ότι το άγαλμα κερδίζει από τον ακρωτηριασμό του ήταν ήδη το 1874 ο Ζαν Λικάρ: «Αλήθεια αν η Αφροδίτη της Μήλου έφτανε ως εμάς ακέραιη, άμωμη, κρατώντας ακόμη το ένδοξο μήλο, δεν θα κυρίευε το σύγχρονο πνεύμα τόσο έντονα… Τι παράξενο! Χάνοντας ακριβώς το σύμβολο που την έκανε στα μάτια των αρχαίων ενσάρκωση της γυναίκας, κατόρθωσε να γίνει η έκφραση του αιώνιου θηλυκού για μας τους μοντέρνους». Ο Ροντέν λίγο μετά (1877) φτιάχνει έργα όπως ο Άνθρωπος που βαδίζει (χωρίς κεφάλι), τα οποία όμως θα παρουσιάσει στο κοινό αργότερα, μετά το 1900. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συλλογή αρχαιοτήτων του Ροντέν περιλάμβανε κυρίως ακρωτηριασμένα έργα. Την αισθητική επανεκτίμηση των ακρωτηριασμένων έργων την είχε προετοιμάσει ο ρομαντισμός με την αγάπη των ερειπίων και του non finito στην τέχνη. Η προτίμηση του Ροντέν στο θέμα του torso (κορμός χωρίς κεφάλι και άκρα), που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γαλλικό σαλόν στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν η φυσική εξέλιξη αυτής της διαδρομής.

Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του

Τι ωραία που θα ήταν αν αποκτήσουμε τη συνήθεια, τόσο στα μικρά, όσο και στα μεγάλα πράγματα, να μπορούμε να λέμε με τ’ όνομά τους γεγονότα, καταστάσεις και συναισθήματα κατευθείαν, χωρίς περιστροφές, έτσι όπως είναι.

Δεν μιλάω για ακρίβεια, αλλά για ορισμό.

Που πάει να πει: ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ τι περιλαμβάνει, από πού μέχρι πού, το περιεχόμενο του θέματος που συζητάμε.

Ίσως γι’ αυτό προσπαθώ επίσης, πάντοτε να διευκρινίζω για τι πράγμα ΔΕΝ μιλάω όταν μιλάω για αγάπη.

Δεν εννοώ το να είναι κανείς ερωτευμένος, όταν μιλάω για αγάπη.

Δεν εννοώ το σεξ, όταν μιλάω για αγάπη.

Δεν μιλάω για συναισθήματα που υπάρχουν μόνο μέσα στα βιβλία.

Δεν μιλάω για χαρές φυλαγμένες για λίγους και ξεχωριστούς.

Δεν μιλάω για μεγάλα πράγματα.

Μιλάω για ένα συναίσθημα που μπορεί να βιώσει ο καθένας.

Μιλάω για απλά και γνήσια συναισθήματα.

Μιλάω για εμπειρίες σπουδαίες, που δεν υπερβαίνουν όμως την ανθρώπινη φύση ή τους περιορισμούς της.

Μιλάω για την αγάπη που σημαίνει, απλώς, να θέλεις κάποιον πολύ.

Και λέω να θέλεις όχι με την ετυμολογική έννοια της κτήσης, αλλά με την έννοια που καθημερινά δίνουν σ΄ αυτό το ρήμα οι ισπανόφωνες χώρες, όπου το θέλω σημαίνει σ΄ αγαπώ.

Εκεί, σπάνια χρησιμοποιούν το σ΄ αγαπώ. Λένε καλύτερα σε θέλω, σε θέλω πολύ, ή σε θέλω πάρα πολύ.

Όμως τι ακριβώς λένε με αυτό το “σε θέλω”;

Μπορώ να κάνω ένα σωρό πράγματα για να σου εκφράσω, να σου δείξω, να σου αποδείξω, να επιβεβαιώσω ή να υποστηρίξω ότι σ΄ αγαπώ, όμως, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω με την αγάπη μου, κι αυτό είναι να Σ΄ΑΓΑΠΩ, να ασχολούμαι μαζί σου, να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου όπως τα νιώθω. Και το πως τα αισθάνομαι είναι ο δικός μου τρόπος να σ΄ αγαπώ.

Μπορείς να το δεχτείς ή μπορείς να το απορρίψεις, μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει ή μπορείς να το αγνοήσεις παντελώς. Αυτός, όμως, είναι ο τρόπος μου να σ΄ αγαπώ, δεν έχω άλλον.

Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του. Αν κάποιος δεν σ΄ αγαπάει όπως θα ήθελες να σ΄ αγαπήσει, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σ΄ αγαπάει με όλη τη δύναμη της ψυχής του…

Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε την απογοήτευση των ανεκπλήρωτων ονείρων

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε πώς είναι να ματαιωνόμαστε όταν χάνουμε ένα όνειρο. Ίσως θέλατε να μπείτε σε μια σχολή, αλλά δεν τα καταφέρατε· ανοίξατε μια επιχείρηση, αλλά δεν πέτυχε, κάνατε μια σχέση με προσδοκίες, αλλά χωρίσατε, πήγατε για συνέντευξη στην εργασία των ονείρων σας, αλλά δεν σας προσέλαβαν και άλλα πολλά. Πώς διαχειριζόμαστε τέτοια είδη απογοήτευσης;

Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε την απογοήτευση των ανεκπλήρωτων ονείρων

Το νιώθετε επείγον; Είναι επείγον;

Όταν χάνουμε ένα όνειρο, νιώθουμε ότι ήταν επείγον και απαραίτητο, σαν κάτι χωρίς το οποίο δεν μπορείτε να συνεχίσετε ευτυχισμένοι και ήρεμοι. Είναι χρήσιμο να αναρωτηθείτε «Έχει αλλάξει τίποτα στη μέρα μου σε σύγκριση με χθες;»

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η απώλεια ενός ονείρου σχετίζεται με το τι ελπίζουμε ή φοβόμαστε ότι θα συμβεί στο μέλλον, αλλά η καθημερινή πραγματικότητά μας δεν αλλάζει αμέσως. Εκμεταλλευτείτε λοιπόν αυτό τον κενό χώρο. Κάντε σήμερα ό,τι σας άρεσε να κάνετε και χθες. Αγκαλιάστε τα παιδά σας. Βγείτε για περπάτημα. Απολαύστε τον καφέ σας μαζί με μια ταινία.

Περάστε μια μέρα με τέτοιο τρόπο που να καταφέρετε να στείλετε στον εγκέφαλό σας το σήμα ότι η κατάστασή σας δεν είναι τόσο επείγουσα όσο το να βρίσκεστε σε ένα φλεγόμενο κτήριο. Θα ηρεμήσετε, ο καρδιακός ρυθμός και η αρτηριακή σας πίεση θα πέσουν σε φυσιολογικά επίπεδα.
Όταν μια πόρτα κλείνει, μια άλλη ανοίγει

Όσοι έχουν μάθει να πολεμούν το στρες και τις αβεβαιότητες της ζωής, δεν επιβιώνουν απλώς, ευημερούν. Κι αυτό γιατί εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι η πόρτα που κλείνει, φανερώνει μια νέα ευκαιρία.

Χρησιμοποιήστε λοιπόν κι εσείς αυτή την αναγκαστική ώθηση για να κάνετε κάτι για το οποίο δεν είχατε βρει το απαραίτητο κίνητρο υπό άλλες συνθήκες. Όταν μια πόρτα κλείνει, ποιες ευκαιρίες φανερώνονται στο νου σας; Μήπως είναι ευκαιρία να μετακομίσετε σε άλλο μέρος, μήπως ανοίγονται δρόμοι για νέες γνωριμίες;

Μην παγιδεύεστε σε έναν τρόπο λύσης ή σε ένα μέσο ικανοποίησης των αναγκών σας

Ο Alexander Graham Bell είχε πει: «Όταν μια πόρτα κλείνει, μια άλλη ανοίγει, αλλά συχνά κοιτάμε τόσο επίμονα την κλειστή πόρτα που δεν βλέπουμε εκείνες που έχουν ανοίξει για εμάς». Όταν κάτι δεν πάει όπως το θέλατε, δεν γίνεται να μείνετε εμμονικά στην χαμένη ευκαιρία.

Δηλαδή γίνεται, αλλά θα σας παγιδεύσεει αυτή η πρακτική. Χρειάζεται να ανοίξετε λίγο τον τρόπο σκέψης σας ως προς το γιατί εκείνο το όνειρο ήταν τόσο πολύτιμο για εσάς. Όταν το κάνετε, θα δείτε άλλους τρόπους να ικανοποιήσετε τις ανάγκες που θέλετε.
Επιτρέψτε στον εαυτό σας αρκετό χρόνο ανάρρωσης

Μερικές φορές οι άνθρωποι σκέφτονται: «Θα απομονωθώ για μια εβδομάδα μετά την απογοήτευση, ύστερα θα ξαναμπώ στη δράση». Και είναι κάτι που ίσως ορισμένοι άνθρωποι καταφέρνουν να κάνουν, αλλά μια άλλη προσέγγιση είναι να παρατηρήσουμε πώς οι ανάγκες μας για συναισθηματική ανάρρωση διαφέρουν και κυμαίνονται.

Μπορεί να υπάρξουν στιγμές που να χρειάζεστε το κλάμα, άλλες όπου το χιούμορ επιστρέφει στη ζωή σας. Και υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις όπου κάποιος άλλος σας ζητά βοήθεια και εσείς ξεχνάτε το δικό σας πρόβλημα και αφοσιώνεστε εκεί. Είναι καλύτερο να αφουγκράζεστε αυτές τις διακυμάνσεις και να είστε ανοιχτοί.

ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ;

Στη μυθολογία της φιλοσοφίας ο Σωκράτης είναι ο απόλυτος ήρωας, η ίδια η ενσάρκωση της φιλοσοφίας. H αλήθεια όμως είναι ότι για τον πιο γνωστό φιλόσοφο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. O ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε – και δεν ξέρουμε ούτε καν γιατί αποφάσισε να μη γράψει. Oσοι γνώρισαν τον Σωκράτη και θέλησαν να γράψουν γι’ αυτόν, το έκαναν μέσω της λογοτεχνίας. O Σωκράτης που όλοι γνωρίζουμε είναι ένα θεατρικό πρόσωπο. Eίναι η κωμική καρικατούρα του σοφιστή στις Nεφέλες και η ηρωική μορφή του φιλοσόφου στους πλατωνικούς διαλόγους. O πραγματικός Σωκράτης μένει πάντοτε κρυμμένος πίσω από μια μάσκα.

Από τα ελάχιστα πράγματα που γνωρίζουμε με ασφάλεια για τον ιστορικό Σωκράτη είναι η κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον του το 399 π.Χ. και που οδήγησε στην καταδίκη του σε θάνατο. Στηριζόταν σε δύο σημεία: ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης και εισάγει «καινά δαιμόνια», και ότι διαφθείρει τη νεολαία.

Γνωρίζουμε το κατηγορητήριο, δεν γνωρίζουμε όμως το ακριβές νόημά του. Τι εννοούσαν οι κατήγοροι όταν έκαναν λόγο για «καινά δαιμόνια»; Ποιες ήταν οι νέες θεότητες, που υποτίθεται ότι εισήγαγε στην Αθήνα ο Σωκράτης; Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη -ο οποίος βεβαίως γράφει τις Νεφέλες του πολύ πριν από τη δίκη του Σωκράτη και, το κυριότερο, γράφει σάτιρα- οι νέοι θεοί του Σωκράτη είναι οι θεοί των φυσικών φιλοσόφων, οι θεοί του Αναξαγόρα και των ασεβών διαφωτιστών του 5ου αιώνα. Στην κωμωδία λοιπόν του aριστοφάνη ο «σοφιστής» Σωκράτης δέχεται στη σχολή του τον αφελή και αγράμματο Στρεψιάδη, του γνωρίζει τους νέους θεούς στους οποίους πρέπει να πιστεύει -είναι το Xάος, οι Nεφέλες και η Γλώσσα- και του υπόσχεται ότι με σκληρή εξάσκηση στη φιλοσοφία και τη ρητορική θα γίνει ικανός να μεταπείθει τους δανειστές του, να κυριαρχήσει στην Εκκλησία του Δήμου και να επιτύχει σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.

Η κωμωδία του Αριστοφάνη είναι ένδειξη ότι για πολλούς συγχρόνους του ο Σωκράτης δεν διέφερε ιδιαίτερα από τους σοφιστές. Η εικόνα ωστόσο του Αριστοφάνη δεν είναι αντικειμενική. Ο Σωκράτης δεν ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία, και θεωρείται υπεύθυνος για τη στροφή της φιλοσοφίας προς στον άνθρωπο. Απείχε άλλωστε από την ενεργό πολιτική και δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο τα «καινά δαιμόνια» του Σωκράτη να ήταν απρόσωπες θεότητες σαν το Χάος, τα Σύννεφα ή τη Γλώσσα.

Θεϊκός οιωνός;

Πιο πιθανή είναι μια άλλη εκδοχή. Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου.

Έχουμε πολλές ενδείξεις ότι το δαιμόνιο ενεπλάκη με κάποιον τρόπο στη δίκη του Σωκράτη. Ο Πλάτων το υπαινίσσεται στην Απολογία του, όταν ο Σωκράτης λέει «αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία» (31d). Και στον Ευθύφρονα βάζει τον φανατικό θρησκόληπτο ομώνυμο μάντη να συμπαρίσταται στον Σωκράτη, λέγοντάς του ότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του για καινοτομία στα θρησκευτικά ζητήματα θα πρέπει να οφείλεται στο πασίγνωστο δαιμόνιο. Η τάση του πλήθους, συμπληρώνει ο Ευθύφρων, είναι να περιγελούν όσους ισχυρίζονται ότι προλέγουν το μέλλον (3bc).

Ο Ξενοφών πάλι, ο οποίος δεν ήταν παρών στη δίκη του Σωκράτη, είναι σχεδόν σίγουρος ότι πίσω από τις κατηγορίες βρίσκεται το σωκρατικό δαιμόνιο. «Είχε διαδοθεί η φήμη ότι ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι το δαιμόνιο τού έδινε μαντικά σημάδια (σημαίνειν) γι’ αυτό τελικά νομίζω ότι κυρίως τον κατηγόρησαν ότι εισάγει καινά δαιμόνια» (Απομνημονεύματα Ι, 1,2). Με τη φιλοσοφική απλοϊκότητα που τον διακρίνει, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να κατηγορηθεί ως ασεβής κάποιος που προσφέρει θυσίες στα δημόσια ιερά και που «καταφεύγει φανερά στη μαντική» μέσω του δαιμονίου του. Για τον Ξενοφώντα, το σωκρατικό δαιμόνιο είναι μια μορφή θεϊκού οιωνού, η οποία δεν διαφέρει καθόλου από τα άλλα θεϊκά σημάδια που χρησιμοποιούν οι μάντεις, όπως τα πτηνά, οι φωνές των ανθρώπων και των ζώων, τα όνειρα ή τα σπλάχνα των ζώων στις θυσίες. Ο Σωκράτης μέσω του δαιμονίου προέβλεπε το μέλλον, τόσο γι’ αυτά που θα συμβούν στον ίδιο όσο και στους άλλους, και η μαντική του ικανότητα αυτομάτως σήμαινε ότι ήταν θεοσεβής. Μόνο στους θεοσεβείς οι θεοί δείχνουν τέτοια σπάνια εύνοια. Αυτή η γραμμή ερμηνείας γίνεται κυρίαρχη στη μεταγενέστερη αρχαιοελληνική γραμματεία, όπου ο Σωκράτης παρουσιάζεται να προλέγει όχι μόνο τις μελλοντικές πράξεις ατόμων, αλλά και την έκβαση πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, όπως η σικελική καταστροφή.

Ήταν λοιπόν ο Σωκράτης ένας μάντης; Και πώς μπορούσε να συμβιβάζει τη φιλοσοφική του δεινότητα, η οποία μάλιστα κατά κύριο λόγο στηριζόταν στον επίμονο έλεγχο των αστήρικτων απόψεων των άλλων, με την άκριτη πίστη στα θεϊκά σημάδια; Πώς συμβιβάζεται η διακηρυγμένη πεποίθησή του ότι ο ίδιος «δεν γνώριζε τίποτε» με την αποδοχή εκ μέρους του της δελφικής ρήσης ότι ο «δεν υπάρχει κανείς σοφότερος του Σωκράτη»; Σε τελευταία ανάλυση, μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι υπερασπιστής του φιλοσοφικού κριτικού λόγου και ταυτοχρόνως να ασκεί οποιουδήποτε είδους μαντική;

Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν πλευρές του λεγόμενου σωκρατικού προβλήματος. Πώς δηλαδή να διακρίνει κανείς τον ιστορικό Σωκράτη από τον Σωκράτη της σωκρατικής λογοτεχνίας, και κυρίως τον Σωκράτη του Πλάτωνα; Θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί, από τη στιγμή που τα τεκμήρια που διαθέτουμε για τον ιστορικό Σωκράτη και τη φιλοσοφία του είναι τόσο ιδιόμορφα και προκατειλημμένα. (Για το σωκρατικό πρόβλημα βλ. το έξοχο βιβλίο του Ολόφ Ζιγκόν, Σωκράτης, ελλ. μετάφραση, Γνώση, Αθήνα 1995).

«Mια φωνή μέσα μου…»

Είμαστε σίγουροι ότι το δαιμόνιο έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στην προσωπικότητα του Σωκράτη. Εικάζουμε ότι αυτή η προσωπική επικοινωνία του με το θείο ήταν κάτι που ενοχλούσε πολλούς από τους συγχρόνους του, ιδίως επειδή ο θεός που επικαλείται ο Σωκράτης ήταν ο Απόλλων, ο ευνοούμενος θεός της αριστοκρατικής παράταξης της Αθήνας. Και θεωρούμε πιθανό ότι το δαιμόνιο εμμέσως ή αμέσως έπαιξε ρόλο στη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη. Για το πώς όμως ο ίδιος ερμήνευε αυτό το χάρισμά του και πώς το ενέτασσε στη φιλοσοφία του, δεν έχουμε το παραμικρό αντικειμενικό στοιχείο.

Για μας όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Πλάτων αντιμετωπίζει το σωκρατικό δαιμόνιο. Το δαιμόνιο αναφέρεται αρκετά συχνά στους σωκρατικούς διαλόγους, συνήθως χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Η αίσθηση που δίνει ο Πλάτων είναι ότι αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφυλακτικότητα αυτήν την ιδιοτυπία του Σωκράτη και τις ανεκδοτολογικές διηγήσεις που σίγουρα τη συνόδευαν. Δεν την αποσιωπά, αλλά ούτε και την προβάλλει. Ίσως μάλιστα να επεμβαίνει, περιχαρακώνοντας την εμβέλεια του δαιμονίου.

Ας δούμε τι βάζει τον Σωκράτη να λέει για το δαιμόνιο στην απολογία του.

«Ίσως σας φανεί άτοπο ότι εγώ περιφέρομαι εδώ και κει και δίνω συμβουλές στον καθένα και πολυπραγμονώ, ενώ δεν τολμώ να ανέβω στο δημόσιο βήμα και να απευθυνθώ σε σας, στον δήμο, λέγοντας τη γνώμη μου για τα πράγματα της πόλης. Αιτία γι’ αυτό είναι αυτό που με ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ότι δηλαδή μου παρουσιάζεται ένα θεϊκό δαιμόνιο, αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία. Αυτό το πράγμα ξεκίνησε να μου συμβαίνει από τότε που ήμουν παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία όταν ακούγεται, με αποτρέπει να κάνω κάποιες πράξεις, αλλά δεν μου υποβάλλει ποτέ τι να κάνω. Αυτό με εμποδίζει να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, και μου φαίνεται ότι πάρα πολύ καλά κάνει. Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι αν είχα επιχειρήσει από παλιά να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, θα είχα ήδη από καιρό χαθεί και δεν είχα ωφελήσει ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου. Μη μου κρατάτε κακία επειδή λέω την αλήθεια. Γιατί κανένας άνθρωπος που εναντιώνεται με ειλικρίνεια στο πλήθος, στο δικό σας ή σε άλλο πλήθος, και που παρακωλύει την τέλεση πολλών αδικιών και παρανομιών στην πόλη, δεν θα είχε καταφέρει να διασώσει τον εαυτό του. Αυτός λοιπόν που υπερασπίζεται πραγματικά το δίκαιο, αν θέλει έστω και για λίγο να επιβιώσει, κατ’ ανάγκη θα πρέπει να ιδιωτεύει και όχι να συμμετέχει στο δημόσιο βίο» (31c-32a).

Το δαιμόνιο συνοδεύει τον Σωκράτη από τα παιδικά του χρόνια, είναι πάντοτε αποτρεπτικό και ποτέ προτρεπτικό, και εξηγεί την απόσταση του Σωκράτη από την ενεργό πολιτική στη δημοκρατική Αθήνα.

Ο Πλάτων τονίζει την αποτρεπτική λειτουργία του δαιμονίου, σε αντίθεση με τον Ξενοφώντα και τις μεταγενέστερες πηγές, θέλοντας προφανώς να περιορίσει τη μαντική του εμβέλεια. Είναι αρκετά διαφορετικό να έχει κανείς ένα είδος προαισθήματος για το επερχόμενο κακό, έστω έναν φύλακα άγγελο για τις κακοτοπιές, από το να διαθέτει έναν θεόσταλτο οδηγό συμπεριφοράς και δράσης.

Η επιφυλακτική στάση του Πλάτωνα απέναντι στις υποτιθέμενες μαντικές ικανότητες του Σωκράτη είναι κατανοητή. Ο ίδιος ανήκει σε εκείνους τους κύκλους της αθηναϊκής κοινωνίας που σέβονται την καθιερωμένη θρησκευτική πίστη και αναγνωρίζουν τον θεσμικό ρόλο της επίσημης λατρευτικής πρακτικής, ελάχιστη όμως κατανόηση έχει για τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες και τις εξαγνιστικές τελετές. Ο Πλάτων μπορεί να προτείνει σκληρές τιμωρίες, ακόμη και την ποινή του θανάτου, για τους ασεβείς (Νόμοι 907d κ.ε.), και την ίδια στιγμή να περιφρονεί «τους αγύρτες και τους μάντεις, που γυροφέρνουν τις πόρτες των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν δύναμη, δοσμένη από τους θεούς, με θυσίες και ξόρκια να κάνουν να τους συγχωρεθούν τα αδικήματά τους» (Πολιτεία 364b). Η πιο επικίνδυνη ασέβεια για τον Πλάτωνα δεν προέρχεται από τους άθεους, αλλά από τους προικισμένους με ισχυρή μνήμη και οξυδέρκεια τσαρλατάνους – τους μάντεις, τους μάγους, τους θιασώτες ιδιωτικών μυστικών τελετών (Νόμοι 908d).

Mόνον αυτός που κάθεται στον ομφαλό της γης…

Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Πλάτων προσπαθεί εντέχνως να μας πείσει ότι η πασίγνωστη σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο δεν είναι μια μορφή λαϊκής μαντικής, όπως μάλλον θα την αντιλαμβανόταν ο μέσος Αθηναίος και όπως την ερμηνεύει ο Ξενοφών. Για τον Πλάτωνα, χρησμοδοτική λειτουργία στην ορθή πολιτεία μπορεί να έχει μόνο το μαντείο των Δελφών, αφού ο Απόλλων «είναι για όλους τους ανθρώπους ο πατροπαράδοτος εξηγητής, αυτός που κάθεται στον ομφαλό της γης και χρησμοδοτεί». Αντιθέτως, «κάποιος που έχει νου» θα απορρίψει κάθε άλλον μεσάζοντα ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα και τους θεούς (Πολιτεία 427bc).

Ο Σωκράτης λοιπόν του Πλάτωνα δεν είναι μάντης. Διατηρεί μια ιδιαίτερη προσωπική σχέση με το θείο, ειδικότερα με τον Απόλλωνα, αλλά η σχέση αυτή δεν του προσδίδει μαντικές ικανότητες, δεν καθορίζει τον τρόπο ζωής του ούτε τη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Ο πλατωνικός Σωκράτης δεν κρύβει ότι το δαιμόνιο επεμβαίνει συχνά στη ζωή του, ακόμη και σε ασήμαντα θέματα, για να τον αποτρέψει από άστοχες ενέργειες (Απολογία 40a). Τέτοιες αποτρεπτικές παρεμβάσεις αναφέρονται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους, χωρίς να τους δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Σε μία μόνο περίπτωση ο Πλάτων δείχνει να επιμένει στην αποτελεσματική επίδραση του δαιμονίου, και μάλιστα σε ένα σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για το χωρίο από την Απολογία που παραθέσαμε προηγουμένως, όπου ο Σωκράτης αποδίδει στο δαιμόνιο την αποχή του από την ενεργή πολιτική. Το γεγονός ότι γι’ αυτήν την επέμβαση του δαιμονίου δεν μιλά ούτε ο Ξενοφών ούτε άλλοι συγγραφείς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε μια πλατωνική επινόηση.

Πώς εξηγεί όμως ο Σωκράτης τη συγκεκριμένη επέμβαση του δαιμονίου; Την επικροτεί λέγοντας ότι είναι αδύνατο να ασκείς πολιτική και παρ’ όλα αυτά να συνεχίσεις να είσαι δίκαιος και να λες την αλήθεια. Η επιτυχία στην πολιτική σε μια δημοκρατική πολιτεία προϋποθέτει την κολακεία του πλήθους και την αποσιώπηση των παρανομιών του. «Αυτός λοιπόν που υπερασπίζεται πραγματικά το δίκαιο, αν θέλει έστω και για λίγο να επιβιώσει, θα πρέπει κατ’ ανάγκην να ιδιωτεύει και όχι να συμμετέχει στο δημόσιο βίο» (32a). Το επιχείρημα ωστόσο του Σωκράτη στη συγκεκριμένη περίσταση δεν είναι ιδιαίτερα εύστοχο, καθώς διατυπώνεται τη στιγμή που ο ίδιος έχει βρεθεί στο χείλος της καταστροφής, παρά τη συμμόρφωσή του στην εντολή του δαιμονίου για αποχή από την πολιτική. Λίγο νωρίτερα άλλωστε έχει διεκδικήσει για τον εαυτό του έναν ιδιάζοντα πολιτικό ρόλο, ισχυριζόμενος ότι έχει προσφέρει με τη δράση του τα μέγιστα αγαθά στην πόλη (30a), λειτουργώντας σαν αλογόμυγα που κεντρίζει ένα γέρικο και νωθρό άλογο (30e).

Η κριτική του Πλάτωνα στις θεμελιώδεις αρχές και στον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας εκτίθεται με σαφήνεια σε διαλόγους όπως η Πολιτεία και ο Γοργίας. Για τις πολιτικές απόψεις του ίδιου του Σωκράτη δεν έχουμε την ίδια βεβαιότητα. Είναι γνωστό ότι συνδεόταν στενά με σημαίνοντα στελέχη της αντιδημοκρατικής παράταξης (Αλκιβιάδης, Κριτίας, Χαρμίδης), δεν ενέκρινε όμως τις βίαιες μεθόδους διακυβέρνησης των Τριάκοντα. Ο Ξενοφών δεν αναλύει τις πολιτικές θέσεις του Σωκράτη, μας υποβάλλει ωστόσο την εντύπωση ότι τα κίνητρα της προσαγωγής του στο δικαστήριο ήταν πολιτικά. Μάλιστα μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης είχε κατηγορηθεί από κάποιους ότι περιφρονούσε τους υφιστάμενους νόμους και ότι απέρριπτε τη διαδικασία της κλήρωσης των αρχόντων στο Αθηναϊκό κράτος (Απομνημονεύματα Ι,2,9).

Η στρατηγική του Πλάτωνα είναι πιο εκλεπτυσμένη. Δεν μιλά ποτέ ευθέως για πολιτική δίωξη του Σωκράτη, και προτιμά να επικεντρωθεί στο γράμμα του κατηγορητηρίου, όπου κυρίαρχη είναι η κατηγορία για ασέβεια. Ο Σωκράτης της Απολογίας αρνείται την κατηγορία με το (όχι ιδιαίτερα πειστικό) επιχείρημα ότι, εφόσον δεχτούμε ότι πιστεύει σε κάποια δαιμόνια, δηλαδή σε κατώτερες θεότητες, κατ’ ανάγκην θα δεχτούμε ότι πιστεύει και σε θεούς, επομένως δεν μπορεί να είναι άθεος ούτε ασεβής. Παράλληλα όμως εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να τονίσει τη θεϊκή κλίση και αποστολή του, την προτίμηση των θεών στο πρόσωπό του, όπως εκδηλώθηκε με τον περίφημο δελφικό χρησμό για τη σοφία του, και την ειδική σχέση του με τον Απόλλωνα, που το δαιμόνιο τού εξασφαλίζει. Σ’ αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα θίγεται και η αμφιλεγόμενη σχέση του με την πολιτική και τη δημοκρατία. Ο ευσεβής Σωκράτης υπακούει στη φωνή του θεού, που τυπικά τον προφυλάσσει από τις κακοτοπιές της πολιτικής, αλλά στην ουσία του αποκαλύπτει πόσο διεφθαρμένο πολίτευμα είναι η αθηναϊκή δημοκρατία.

Με το συγγραφικό αυτό τέχνασμα ο ιδιοφυής Πλάτων καταφέρνει δύο πράγματα. Αφενός υπονομεύει τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο δάσκαλός του ασκούσε μια μορφή ατομικής μαντικής. Και αφετέρου βρίσκει έναν εύσχημο τρόπο για να υπαινιχθεί ότι τα πραγματικά αίτια της δίωξης του Σωκράτη ήταν η αντίθεσή του στον αθηναϊκό δήμο και τις πρακτικές του.

Το τι ακριβώς συνέβη στη δίκη του Σωκράτη και ποιο ρόλο έπαιξε στην καταδίκη του το περίφημο δαιμόνιο δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τα κείμενα όμως της σωκρατικής γραμματείας που αναφέρονται στη δίκη είναι πολύτιμες μαρτυρίες που αποκαλύπτουν πώς η φιλοσοφία βρίσκει βαθμιαία τον δικό της δρόμο, παραμερίζοντας παλαιότερες μορφές αποκαλυπτικής γνώσης, όπως η μαντική, και αποκαθιστώντας δημιουργικό διάλογο με την πολιτική και τα προβλήματά της.

Ωδή στο Ιερό Αρσενικό και στην Ιερότητά του

  • Πιστεύω σε ευαίσθητους και ευγενικούς άνδρες.
  • Πιστεύω στους μυστικιστές που πιστεύουν στον εαυτό τους.
  • Πιστεύω στους άνδρες που αναζητούν την ιδιοσυγκρασία και την ειρήνη μέσα τους.
  • Πιστεύω στους άνδρες ποιητές, ονειροπόλους, μάγους, συγγραφείς, αλχημιστές, καλλιτέχνες, δασκάλους και αγγέλους.
  • Πιστεύω σε άνδρες που τους αρέσει να χορεύουν και να τραγουδούν και να κάνουν τη ζωή μια γιορτή.
  • Πιστεύω στους άνδρες που αναγνωρίζουν το τραυματισμένο εσωτερικό τους παιδί, το ακούν και το αγκαλιάζουν αληθινά.
  • Πιστεύω στους άνδρες που θέλουν να θεραπεύσουν και να βοηθήσουν τους άλλους να θεραπευτούν.
  • Πιστεύω σε άνδρες που αρνούνται να είναι σκλάβοι στη δική τους πληγή και ότι, παρά τον πόνο, την καθαρίζουν και την θεραπεύουν υπομονετικά, με αγάπη και θάρρος.
  • Πιστεύω στους άνδρες που προέρχονται από τα αστέρια και θυμούνται τη δύναμη των φτερών τους, τη δύναμη των χεριών τους και τη δύναμη της καρδιάς τους.
  • Πιστεύω σε άνδρες που γνωρίζουν τη διαίσθηση και τη χρησιμοποιούν ως πυξίδα τους.
  • Πιστεύω σε άνδρες που μοιράζονται την ελευθερία επειδή είναι ελεύθεροι και δεν γνωρίζουν άλλο τρόπο ζωής.
  • Πιστεύω στους άνδρες που προστατεύουν την ενέργεια των γυναικών, που ξέρουν πώς να διαβάσουν το βλέμμα της αγαπημένης τους και που δεν σκοπεύουν να το αλλάξουν, απλώς το συνοδεύουν με σύνεση στην πτήση τους.
  • Πιστεύω σε πλήρεις άνδρες που δεν χρειάζονται τίποτα από το εξωτερικό, επειδή ήδη γνωρίζουν ότι όλα τα έχουν εσωτερικά.
  • Πιστεύω σε άνδρες που δημιουργούν φωτιά όταν κρυώνουν, που καταφεύγουν στο νερό όταν διψούν.
  • Πιστεύω στους άνδρες που βλέπουν τον εαυτό τους με ειλικρινή ματιά και γι' αυτό αγαπούν και σέβονται κάθε πλάσμα που υπάρχει στη γη.
  • Πιστεύω στους άνδρες, τους τέλεια ατελείς, γιατί σε αυτή την ατέλεια βρίσκουν επίσης την ομορφιά τους.
  • Πιστεύω σε ευαίσθητους άνδρες που ξέρουν πώς να λαμβάνουν και να δίνουν αγάπη σε ισορροπία, που ακούν και μιλούν επίσης, σε αυτούς που ζουν και τους αφήνουν να ζήσουν.
  • Πιστεύω στους άνδρες που ζουν τη σεξουαλικότητα ως ιερή, γιατί ξέρουν ότι είναι ένα υπέροχο δώρο.
  • Πιστεύω σε άνδρες με καθαρά συναισθήματα, τα οποία είναι προσβάσιμα.
  • Πιστεύω σε άνδρες που περπατούν χωρίς παπούτσια και μιλούν στα φυτά.
  • Πιστεύω στους τρυφερούς και άγριους άνδρες ταυτόχρονα.
  • Πιστεύω στο Ιερό Αρσενικό και σε όλη την Ιερότητα που έχει

Υπερηχητικοί άνεμοι, βροχές βράχων και ωκεανοί λάβας σε ένα εξωπλανήτη κόλαση

Μεταξύ των πιο ακραίων/αφιλόξενων εξωπλανητών που έχουν εντοπιστεί είναι οι πλανήτες λάβας: «πυρωμένοι» κόσμοι με ασύλληπτα υψηλές θερμοκρασίες, πολύ κοντά στα άστρα τους, σε βαθμό που κάποιες περιοχές τους είναι ωκεανοί λάβας. Σύμφωνα με επιστήμονες η ατμόσφαιρα και ο κύκλος του καιρού ενός τουλάχιστον τέτοιου εξωπλανήτη είναι ακόμα πιο περίεργος, καθώς περιλαμβάνει εξάτμιση και υγροποίηση βράχων, υπερηχητικούς ανέμους με ταχύτητες άνω των 5.000 χλμ/ώρα και έναν ωκεανό μάγματος βάθους 100 χλμ.

Ο πλανήτης Lava K2-141b έχει μια θάλασσα από λάβα και υπερηχητικούς ανέμους

Σε έρευνα οι επιστήμονες χρησιμοποιούν προσομοιώσεις υπολογιστή για να προβλέψουν τις συνθήκες στον K2-141b, έναν εξωπλανήτη στο μέγεθος της Γης με επιφάνεια, ωκεανό και ατμόσφαιρα που αποτελούνται από το ίδιο υλικό: Βράχους. Ο ακραίος καιρός που προβλέπει η ανάλυσή τους θα μπορούσε να αλλάξει μόνιμα την επιφάνεια και την ατμόσφαιρα του K2-141b στο πέρασμα του χρόνου.

Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που κάνει προβλέψεις για τις καιρικές συνθήκες στον K2-141b που μπορούν να εντοπιστούν από εκατοντάδες έτη φωτός μακριά, με επόμενης γενιάς τηλεσκόπια όπως το James Webb Space Telescope.

Τα 2/3 του K2-141b είναι μόνιμα στο φως της ημέρας. Ο εξωπλανήτης ανήκει σε μια υποκατηγορία των βραχωδών πλανητών που βρίσκονται πολύ κοντά στο άστρο τους. Η εγγύτητα αυτή τον κρατά βαρυτικά «κλειδωμένο» σε ένα σημείο, με αποτέλεσμα η ίδια πλευρά να βλέπει πάντα προς το άστρο.

Στην πλευρά που βρίσκεται μόνιμα στη νύχτα σημειώνονται θερμοκρασίες κάτω των -200 βαθμών Κελσίου. Στην πλευρά που είναι ημέρα οι θερμοκρασίες φτάνουν τους 3.000 βαθμούς Κελσίου- αρκετά υψηλές για να λιώνουν, ακόμα και να εξατμίζουν βράχους, δημιουργώντας μια λεπτή ατμόσφαιρα σε κάποιες περιοχές. Το εύρημα αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι η ατμόσφαιρα επεκτείνεται λίγο πέρα από τα όρια του ωκεανού μάγματος, καθιστώντας ευκολότερο τον εντοπισμό με διαστημικά τηλεσκόπια.

Οι εξατμισμένοι βράχοι υφίστανται υγροποίηση: Όπως και στον κύκλο του νερού στη Γη, όπου το νερό εξατμίζεται, ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα, συμπυκνώνεται και πέφτει ξανά κάτω σαν βροχή, το νάτριο, το μονοξείδιο του πυριτίου και το διοξείδιο του πυριτίου σχηματίζουν και αυτά βροχή. Στη Γη η βροχή καταλήγει πίσω στους ωκεανούς, όπου το νερό εξατμίζεται και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Στον Κ2-141b οι ατμοί ορυκτών που σχηματίζονται από τον εξατμισμένο βράχο μεταφέρονται στην πλευρά της νύχτας με υπερηχητικούς ανέμους και οι βράχοι καταλήγουν ως βροχή σε έναν ωκεανό μάγματος. Στη συνέχεια προκύπτουν ρεύματα που καταλήγουν πίσω στην πλευρά της ημέρας, όπου οι βράχοι εξατμίζονται ξανά.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πάντως, ο κύκλος του K2-141b δεν είναι το ίδιο σταθερός με αυτόν της Γης, καθώς η ροή της επιστροφής από τον ωκεανό μάγματος στην πλευρά της ημέρας είναι αργή, και ως εκ τούτου προβλέπεται πως η σύνθεση των ορυκτών θα αλλάξει σε βάθος χρόνου, αλλάζοντας την επιφάνεια και την ατμόσφαιρα του πλανήτη. Ως γνωστόν όλοι οι βραχώδεις πλανήτες, μεταξύ των οποίων και η Γη, άρχισαν ως τέτοιου είδους κόσμοι, μα κρύωσαν και στερεοποιήθηκαν.

Η πολιτική σκέψη στην αρχαία Ελλάδα

Το πολιτικό ιδεώδες του Σόλωνα

§1 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Είναι κοινός τόπος ότι το σύνολο σχεδόν της αρχαίας ελληνικής σκέψης –συμπεριλαμβανομένης και της ποίησης– απηχεί, μεταξύ άλλων, και αποκρυσταλλώσεις πολιτικών ιδεών. Αυτές οι ιδέες ποικίλουν κατά εποχή, αλλά και κατά συγγραφέα. Σε κάθε περίπτωση όμως διαμορφώνονται σε απαιτητική πολιτική σκέψη κάτω από την αναγκαιότητα μιας πιο ανθρώπινα οργανωμένης κοινωνικής συντροφικότητας. Συγχρόνως αρθρώνονται σε λόγο και κοινοποιούνται αντιστοίχως ως συνεκτικοί δεσμοί μιας εξελισσόμενης κατά λογική αλληλουχία ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων. Τούτο σημαίνει πιο συγκεκριμένα πως οι αρχαίοι Έλληνες συγκροτούσαν νόμους, επινοούσαν διάφορα νομοθετικά σώματα, χάρασσαν πολιτικές κατευθύνσεις κ.λπ., με γνώμονα πάντα το κοινό συμφέρον, που δεν εκπαραθύρωνε τα ενδιαφέροντα των πολιτών. Σε αντίθεση λοιπόν με το δικό μας σήμερα δεν άφηναν πολλά περιθώρια, κατά κανόνα, για δολοπλοκίες των επαγγελματιών πολιτικών ούτε ταύτιζαν την πολιτική με τη δουλική υποταγή σε οργανωμένα συμφέροντα της ολιγαρχίας. Όπου επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, δεν είχε αίσιο τέλος για τους επίδοξους πολιτικούς πρωτεργάτες του. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντίληψης, όλοι οι μεγάλοι στοχαστές του αρχαίου ελληνικού κόσμου θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση πολιτικής συνείδησης στα άτομα την ύπαρξη ηθικών θεμελίων στην κοινωνία: θεμελίων δηλαδή με βάση το κοινωνικό ήθος.

§2 Η πολιτική ως αναζήτηση του κοινού

Το πολιτικό ιδεώδες, μετά ταύτα, δεν αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των πολιτών ως ένα συνονθύλευμα φρούδων υποσχέσεων ή συνειδητών εξαπατήσεων από τα «νωθρά άλογα» (Πλάτων) της πολιτικής εξουσίας. Απεναντίας, γίνεται πράξη, αξιοσέβαστη, ως καθορισμένη πολιτική επιστήμη ή πολιτική τέχνη: δηλαδή ως επιστήμη ή τέχνη ανύψωσης του κοινωνικού ανθρώπου, μέσω της κατάλληλης πολιτικής παιδείας, σε πνευματική ουσία αυτής τούτης της κοινωνικής συμβίωσης και συνύπαρξης. Τότε συμβαίνει η εν λόγω συνύπαρξη να θεσμοθετείται ως εύρυθμη λειτουργία του νόμου. Μια τέτοια ευρυθμία δεν είναι, δεν μπορεί και δεν οφείλει να διεκδικείται ή να επιδιώκεται ως το απόλυτα ολοκληρωμένο. Δεν παύει ωστόσο, από την εποχή του Ομήρου ακόμη, να έρχεται σιγά-σιγά στο προσκήνιο ως ρεαλιστικό αίτημα ζωής. Έτσι βλέπουμε τον Ομηρικό βασιλιά να αποτελεί το αξιωματικό Εν [Εν-ότητα] της κοινότητας, η οποία υπάρχει και δύναται να υπάρχει μόνο ως το ευθέως αντίθετο μιας πολυαρχίας, που διασπά και εξολοθρεύει ανθρώπινες υποστάσεις: «ουκ αγαθόν η πολυκοιρανίη» γράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β 204). Άραγε τόσο μικρόνοες και, συνακόλουθα, μειοδοτικές είναι οι πολιτικές συντεχνίες του σήμερα, που θεωρούν την πολυκοιρανίη «αρετή» και εξ ονόματός της στέλνουν στο θάνατο, με όλη την ελαφρότητα του Είναι τους, κάθε μη-υποψιασμένο για τη δολιότητά τους πολίτη;

§3 Προς αναζήτηση του πολιτικού ήθους

Ανήκει στη φύση του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι του ιστορικού ανθρώπου, η κοινωνικοπολιτική του εξέλιξη να μην είναι μια ευθεία και αφελώς αισιόδοξη ανάβαση σε έναν αγαθό βίο, που θα προκύψει ως δια μαγείας. Ουδείς από τους αρχαίους Έλληνες στοχαστές πίστευε κάτι τέτοιο. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, όταν μιλούσε για τον κόσμο των ιδεών και το ύψιστο αγαθό, αποσαφήνιζε ρητά ότι αυτός ο κόσμος προοριζόταν να λειτουργεί ως κόσμος ενατένισης, ως οδηγός έμπνευσης, από την πλευρά των θνητών, ως ένα μέγεθος σκέψης, που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τα όρια του Είναι μας με ιερό –όχι ανίερο– τρόπο: δηλαδή με βάση το ήθος του λόγου, που απελευθερώνει μια ανώτερη ποιότητα του ωραίου, ένα αληθινά πνευματικό κάλλος και δεν εμπαίζει ούτε διαψεύδει την ανθρώπινη προσδοκία. Για να φτάσει όμως ο Πλάτων στις δικές του μεγαλόπνοες πολιτικές ιδέες, έπρεπε να προηγηθούν οι πολιτικές συλλήψεις και πραγματώσεις της αρχαϊκής Ελλάδας. Στην πολιτική σκέψη και πράξη της αρχαϊκής περιόδου καθοριστικό ρόλο έπαιξε η παρουσία του Σόλωνα στην πολιτική σκηνή (600 π.Χ. περίπου). Σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση έφτανε στο αποκορύφωμά της και οι φτωχοί αγρότες έχαναν τη γη τους από τους πλούσιους δανειστές, το χάος απειλούσε να καταβροχθίσει τους πάντες. Τότε έπρεπε να υπάρξουν νέες πολιτικές, νέοι νόμοι, νέα νοοτροπία. Προς τούτο χρειαζόταν να νομοθετήσουν ικανοί και φωτεινοί νομοθέτες. Έτσι καλείται, από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες, στο κέντρο της πολιτικής σκηνής ο Σόλων.

§4 Η Μεταρρύθμιση στην αρχαία Ελλάδα

Το νομοθετικό έργο του Σόλωνα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά έκφραση της αναγκαιότητας για μια νέα αρχή. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για πραγμάτωση συλλήψεων, για εγκαθίδρυση νέων νοο-τροπιών με κυρίαρχο στοιχείο την ισονομία, το μέτρο, την αισθητική του μέτρου [=μετριοπάθεια], το όριο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ο Σόλων με το έργο του συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία μιας παράδοσης του μέτρου, που εκκινούσε από το «μηδέν άγαν», συζητήθηκε και ενισχύθηκε επί το φιλοσοφικότερο με την πυθαγόρεια θεωρία του αριθμού ως ορίου και αργότερα βρήκε τη φιλοσοφική της ολοκλήρωση στην Αριστοτελική μεσότητα. Η έννοια της αρχαίας μεσότητας, σε όλες τις μορφές της, δεν έχει καμιά σχέση με τα σημερινά κηρύγματα περί κοινωνικής ειρήνης και άκριτης αποδοχής της συστημικής Λογικής. Πίσω από τέτοια κηρύγματα κρύβονται μόνο αδηφάγοι καθεστωτικοί οποιασδήποτε πολιτικής απόχρωσης. Όπως μαρτυρούν τα γραπτά του ίδιου του Σόλωνα, κύριο μέλημά του ήταν η καθίδρυση της κοινωνικής ισότητας, αρχής γενομένης από τη Σεισάχθειά του. Για να γίνει πράξη η τελευταία απαιτούσε αποφασιστική στάση: μανιασμένα κύματα πολιτικής έμπνευσης και όχι έναν ξύλινο λόγο, σαν αυτό της κωμικής καθεστωτικής «αριστεράς», που επικαλείται «Σεισάχθειες», έχοντας στο πίσω μέρος του «μυαλού» της αναδιανομή του πλούτου για ίδιον όφελος και όχι αληθινή ισότητα των πολιτών. Παρατηρούμε συναφώς στα ελεγειακά ποιήματα του Σόλωνα να υπερασπίζεται την ισονομία για όλους και να κηρύσσει τον πόλεμο στα σκανδαλώδη πολιτικά προνόμια οποιασδήποτε τάξης ή στρώματος. Ποιον πόλεμο έχει κηρύξει η καθεστωτική μας «αριστερά» ενάντια στα ανάρμοστα, τα θηριώδη προνόμια βουλευτών και υπαλλήλων του παρόντος ελλαδικού βουλευτηρίου για παράδειγμα; Κατ’ αυτή την πολιτική του αντίληψη περί ισονομίας για όλους, ο Σόλων καθιέρωσε ένα συνταγματικό πλαίσιο, με πολύ αθόρυβο τρόπο, όπου οι αξιωματούχοι της πόλεως-κράτους καθίσταντο πραγματικοί υπηρέτες του νόμου και όχι επικυρίαρχοί του. Μάλιστα τους κατέστησε υπόλογους στο λαϊκό δικαστήριο, την Ηλιαία, τη μέγιστη ριζοσπαστική καινοτομία. Γι’ αυτό και δικαίως ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία μιλάει πως επί Σόλωνος ο λαός έγινε κυρίαρχος της ετυμηγορίας, δηλαδή κυρίαρχος του πολιτεύματος.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (487e-491b)

[487e] Πῶς οὖν, ἔφη, εὖ ἔχει λέγειν ὅτι οὐ πρότερον κακῶν παύσονται αἱ πόλεις, πρὶν ἂν ἐν αὐταῖς οἱ φιλόσοφοι ἄρξωσιν, οὓς ἀχρήστους ὁμολογοῦμεν αὐταῖς εἶναι;Ἐρωτᾷς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐρώτημα δεόμενον ἀποκρίσεως δι᾽ εἰκόνος λεγομένης.
Σὺ δέ γε, ἔφη, οἶμαι οὐκ εἴωθας δι᾽ εἰκόνων λέγειν.
Εἶεν, εἶπον· σκώπτεις ἐμβεβληκώς με εἰς λόγον οὕτω [488a] δυσαπόδεικτον; ἄκουε δ᾽ οὖν τῆς εἰκόνος, ἵν᾽ ἔτι μᾶλλον ἴδῃς ὡς γλίσχρως εἰκάζω. οὕτω γὰρ χαλεπὸν τὸ πάθος τῶν ἐπιεικεστάτων, ὃ πρὸς τὰς πόλεις πεπόνθασιν, ὥστε οὐδ᾽ ἔστιν ἓν οὐδὲν ἄλλο τοιοῦτον πεπονθός, ἀλλὰ δεῖ ἐκ πολλῶν αὐτὸ συναγαγεῖν εἰκάζοντα καὶ ἀπολογούμενον ὑπὲρ αὐτῶν, οἷον οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν. νόησον γὰρ τοιουτονὶ γενόμενον εἴτε πολλῶν νεῶν πέρι εἴτε μιᾶς· ναύκληρον μεγέθει μὲν καὶ [488b] ῥώμῃ ὑπὲρ τοὺς ἐν τῇ νηὶ πάντας, ὑπόκωφον δὲ καὶ ὁρῶντα ὡσαύτως βραχύ τι καὶ γιγνώσκοντα περὶ ναυτικῶν ἕτερα τοιαῦτα, τοὺς δὲ ναύτας στασιάζοντας πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς κυβερνήσεως, ἕκαστον οἰόμενον δεῖν κυβερνᾶν, μήτε μαθόντα πώποτε τὴν τέχνην μέτε ἔχοντα ἀποδεῖξαι διδάσκαλον ἑαυτοῦ μηδὲ χρόνον ἐν ᾧ ἐμάνθανεν, πρὸς δὲ τούτοις φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν, αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ [488c] ναυκλήρῳ περικεχύσθαι δεομένους καὶ πάντα ποιοῦντας ὅπως ἂν σφίσι τὸ πηδάλιον ἐπιτρέψῃ, ἐνίοτε δ᾽ ἂν μὴ πείθωσιν ἀλλὰ ἄλλοι μᾶλλον, τοὺς μὲν ἄλλους ἢ ἀποκτεινύντας ἢ ἐκβάλλοντας ἐκ τῆς νεώς, τὸν δὲ γενναῖον ναύκληρον μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ἤ τινι ἄλλῳ συμποδίσαντας τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι, καὶ πίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους πλεῖν ὡς τὸ εἰκὸς τοὺς τοιούτους, πρὸς δὲ τούτοις [488d] ἐπαινοῦντας ναυτικὸν μὲν καλοῦντας καὶ κυβερνητικὸν καὶ ἐπιστάμενον τὰ κατὰ ναῦν, ὃς ἂν συλλαμβάνειν δεινὸς ᾖ ὅπως ἄρξουσιν ἢ πείθοντες ἢ βιαζόμενοι τὸν ναύκληρον, τὸν δὲ μὴ τοιοῦτον ψέγοντας ὡς ἄχρηστον, τοῦ δὲ ἀληθινοῦ κυβερνήτου πέρι μηδ᾽ ἐπαΐοντες, ὅτι ἀνάγκη αὐτῷ τὴν ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι ἐνιαυτοῦ καὶ ὡρῶν καὶ οὐρανοῦ καὶ ἄστρων καὶ πνευμάτων καὶ πάντων τῶν τῇ τέχνῃ προσηκόντων, εἰ μέλλει τῷ ὄντι νεὼς ἀρχικὸς ἔσεσθαι, ὅπως δὲ κυβερνήσει [488e] ἐάντε τινες βούλωνται ἐάντε μή, μήτε τέχνην τούτου μήτε μελέτην οἰόμενοι δυνατὸν εἶναι λαβεῖν ἅμα καὶ τὴν κυβερνητικήν. τοιούτων δὴ περὶ τὰς ναῦς γιγνομένων τὸν ὡς ἀληθῶς κυβερνητικὸν οὐχ ἡγῇ ἂν τῷ ὄντι μετεωροσκόπον [489a] τε καὶ ἀδολέσχην καὶ ἄχρηστόν σφισι καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἐν ταῖς οὕτω κατεσκευασμέναις ναυσὶ πλωτήρων;
Καὶ μάλα, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος.
Οὐ δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἶμαι δεῖσθαί σε ἐξεταζομένην τὴν εἰκόνα ἰδεῖν, ὅτι ταῖς πόλεσι πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους τὴν διάθεσιν ἔοικεν, ἀλλὰ μανθάνειν ὃ λέγω.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Πρῶτον μὲν τοίνυν ἐκεῖνον τὸν θαυμάζοντα ὅτι οἱ φιλόσοφοι οὐ τιμῶνται ἐν ταῖς πόλεσι δίδασκέ τε τὴν εἰκόνα καὶ πειρῶ πείθειν ὅτι πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν [489b] εἰ ἐτιμῶντο.
Ἀλλὰ διδάξω, ἔφη.
Καὶ ὅτι τοίνυν τἀληθῆ λέγεις, ὡς ἄχρηστοι τοῖς πολλοῖς οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ· τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι, ἀλλὰ μὴ τοὺς ἐπιεικεῖς. οὐ γὰρ ἔχει φύσιν κυβερνήτην ναυτῶν δεῖσθαι ἄρχεσθαι ὑφ᾽ αὑτοῦ οὐδὲ τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς τῶν πλουσίων θύρας ἰέναι, ἀλλ᾽ ὁ τοῦτο κομψευσάμενος ἐψεύσατο, τὸ δὲ ἀληθὲς πέφυκεν, ἐάντε πλούσιος ἐάντε πένης κάμνῃ, ἀναγκαῖον [489c] εἶναι ἐπὶ ἰατρῶν θύρας ἰέναι καὶ πάντα τὸν ἄρχεσθαι δεόμενον ἐπὶ τὰς τοῦ ἄρχειν δυναμένου, οὐ τὸν ἄρχοντα δεῖσθαι τῶν ἀρχομένων ἄρχεσθαι, οὗ ἂν τῇ ἀληθείᾳ τι ὄφελος ᾖ. ἀλλὰ τοὺς νῦν πολιτικοὺς ἄρχοντας ἀπεικάζων οἷς ἄρτι ἐλέγομεν ναύταις οὐχ ἁμαρτήσῃ, καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῖς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Ἔκ τε τοίνυν τούτων καὶ ἐν τούτοις οὐ ῥᾴδιον εὐδοκιμεῖν τὸ βέλτιστον ἐπιτήδευμα ὑπὸ τῶν τἀναντία ἐπιτηδευόντων· [489d] πολὺ δὲ μεγίστη καὶ ἰσχυροτάτη διαβολὴ γίγνεται φιλοσοφίᾳ διὰ τοὺς τὰ τοιαῦτα φάσκοντας ἐπιτηδεύειν, οὓς δὴ σὺ φῂς τὸν ἐγκαλοῦντα τῇ φιλοσοφίᾳ λέγειν ὡς παμπόνηροι οἱ πλεῖστοι τῶν ἰόντων ἐπ᾽ αὐτήν, οἱ δὲ ἐπιεικέστατοι ἄχρηστοι, καὶ ἐγὼ συνεχώρησα ἀληθῆ σε λέγειν. ἦ γάρ;
Ναί.
Οὐκοῦν τῆς μὲν τῶν ἐπιεικῶν ἀχρηστίας τὴν αἰτίαν διεληλύθαμεν;
Καὶ μάλα.
Τῆς δὲ τῶν πολλῶν πονηρίας τὴν ἀνάγκην βούλει τὸ μετὰ τοῦτο διέλθωμεν, καὶ ὅτι οὐδὲ τούτου φιλοσοφία αἰτία, [489e] ἂν δυνώμεθα, πειραθῶμεν δεῖξαι;
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἀκούωμεν δὴ καὶ λέγωμεν ἐκεῖθεν ἀναμνησθέντες, ὅθεν διῇμεν τὴν φύσιν οἷον ἀνάγκη φῦναι τὸν καλόν τε κἀγαθὸν [490a] ἐσόμενον. ἡγεῖτο δ᾽ αὐτῷ, εἰ νῷ ἔχεις, πρῶτον μὲν ἀλήθεια, ἣν διώκειν αὐτὸν πάντως καὶ πάντῃ ἔδει ἢ ἀλαζόνι ὄντι μηδαμῇ μετεῖναι φιλοσοφίας ἀληθινῆς.
Ἦν γὰρ οὕτω λεγόμενον.
Οὐκοῦν ἓν μὲν τοῦτο σφόδρα οὕτω παρὰ δόξαν τοῖς νῦν δοκουμένοις περὶ αὐτοῦ;
Καὶ μάλα, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν δὴ οὐ μετρίως ἀπολογησόμεθα ὅτι πρὸς τὸ ὂν πεφυκὼς εἴη ἁμιλλᾶσθαι ὅ γε ὄντως φιλομαθής, καὶ οὐκ [490b] ἐπιμένοι ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις εἶναι πολλοῖς ἑκάστοις, ἀλλ᾽ ἴοι καὶ οὐκ ἀμβλύνοιτο οὐδ᾽ ἀπολήγοι τοῦ ἔρωτος, πρὶν αὐτοῦ ὃ ἔστιν ἑκάστου τῆς φύσεως ἅψασθαι ᾧ προσήκει ψυχῆς ἐφάπτεσθαι τοῦ τοιούτου —προσήκει δὲ συγγενεῖ— ᾧ πλησιάσας καὶ μιγεὶς τῷ ὄντι ὄντως, γεννήσας νοῦν καὶ ἀλήθειαν, γνοίη τε καὶ ἀληθῶς ζῴη καὶ τρέφοιτο καὶ οὕτω λήγοι ὠδῖνος, πρὶν δ᾽ οὔ;
Ὡς οἷόν τ᾽, ἔφη, μετριώτατα.
Τί οὖν; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν ἢ πᾶν τοὐναντίον μισεῖν;
[490c] Μισεῖν, ἔφη.
Ἡγουμένης δὴ ἀληθείας οὐκ ἄν ποτε οἶμαι φαμὲν αὐτῇ χορὸν κακῶν ἀκολουθῆσαι.
Πῶς γάρ;
Ἀλλ᾽ ὑγιές τε καὶ δίκαιον ἦθος, ᾧ καὶ σωφροσύνην ἕπεσθαι.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Καὶ δὴ τὸν ἄλλον τῆς φιλοσόφου φύσεως χορὸν τί δεῖ πάλιν ἐξ ἀρχῆς ἀναγκάζοντα τάττειν; μέμνησαι γάρ που ὅτι συνέβη προσῆκον τούτοις ἀνδρεία, μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη· καὶ σοῦ ἐπιλαβομένου ὅτι πᾶς μὲν [490d] ἀναγκασθήσεται ὁμολογεῖν οἷς λέγομεν, ἐάσας δὲ τοὺς λόγους, εἰς αὐτοὺς ἀποβλέψας περὶ ὧν ὁ λόγος, φαίη ὁρᾶν αὐτῶν τοὺς μὲν ἀχρήστους, τοὺς δὲ πολλοὺς κακοὺς πᾶσαν κακίαν, τῆς διαβολῆς τὴν αἰτίαν ἐπισκοποῦντες ἐπὶ τούτῳ νῦν γεγόναμεν, τί ποθ᾽ οἱ πολλοὶ κακοί, καὶ τούτου δὴ ἕνεκα πάλιν ἀνειλήφαμεν τὴν τῶν ἀληθῶς φιλοσόφων φύσιν καὶ ἐξ ἀνάγκης ὡρισάμεθα.
[490e] Ἔστιν, ἔφη, ταῦτα.
Ταύτης δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῆς φύσεως δεῖ θεάσασθαι τὰς φθοράς, ὡς διόλλυται ἐν πολλοῖς, σμικρὸν δέ τι ἐκφεύγει, οὓς δὴ καὶ οὐ πονηρούς, ἀχρήστους δὲ καλοῦσι· καὶ μετὰ [491a] τοῦτο αὖ τὰς μιμουμένας ταύτην καὶ εἰς τὸ ἐπιτήδευμα καθισταμένας αὐτῆς, οἷαι οὖσαι φύσεις ψυχῶν εἰς ἀνάξιον καὶ μεῖζον ἑαυτῶν ἀφικνούμεναι ἐπιτήδευμα, πολλαχῇ πλημμελοῦσαι, πανταχῇ καὶ ἐπὶ πάντας δόξαν οἵαν λέγεις φιλοσοφίᾳ προσῆψαν.
Τίνας δέ, ἔφη, τὰς διαφθορὰς λέγεις;
Ἐγώ σοι, εἶπον, ἂν οἷός τε γένωμαι, πειράσομαι διελθεῖν. τόδε μὲν οὖν οἶμαι πᾶς ἡμῖν ὁμολογήσει, τοιαύτην φύσιν καὶ πάντα ἔχουσαν ὅσα προσετάξαμεν νυνδή, εἰ τελέως [491b] μέλλοι φιλόσοφος γενέσθαι, ὀλιγάκις ἐν ἀνθρώποις φύεσθαι καὶ ὀλίγας. ἢ οὐκ οἴει;
Σφόδρα γε.
Τούτων δὴ τῶν ὀλίγων σκόπει ὡς πολλοὶ ὄλεθροι καὶ μεγάλοι.
Τίνες δή;
Ὃ μὲν πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι ἓν ἕκαστον ὧν ἐπῃνέσαμεν τῆς φύσεως ἀπόλλυσι τὴν ἔχουσαν ψυχὴν καὶ ἀποσπᾷ φιλοσοφίας. λέγω δὲ ἀνδρείαν, σωφροσύνην καὶ πάντα ἃ διήλθομεν.
Ἄτοπον, ἔφη, ἀκοῦσαι.

***
[487e] Πώς λοιπόν είναι σωστό να υποστηρίζεις πως δε θ᾽ απαλλαχτούν πριν από την κακή κατάντια τους οι πολιτείες, παρ᾽ αφού πάρουν στα χέρια τους την εξουσία οι φιλόσοφοι, που παραδεχόμαστε πως είναι ολότελα άχρηστοι γι᾽ αυτές;
Μου κάνεις μια ερώτηση που έχει ανάγκη να σου απαντήσω με μια παραβολή.
Μα εσύ, νομίζω, δε συνηθίζεις να μιλάς με παραβολές.
Πολύ καλά· με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού μ᾽ έριξες μες σ᾽ ένα τόσο [488a] δυσκολοαπόδεικτο ζήτημα· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωσή μου, για να δεις ακόμα καλύτερα πόσο λίγο επιδέξιος είμαι σ᾽ αυτό το είδος. Αυτό, λέγω, που παθαίνουν οι ξεχωριστοί εκείνοι άνθρωποι από τις πόλεις των είναι τόσο βαρύ, που δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνεις και για να δώσει την εικόνα του ένας που θα αναλάβει και την απολογία τους πρέπει να την συνθέσει από πολλά πράγματα, όπως κάνουν οι ζωγράφοι που ζωγραφίζουν τους τραγελάφους και τα παρόμοια. Φαντάσου λοιπόν το ίδιο να γίνεται με ένα ή με περισσότερα πλοία: ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και [488b] πιο δυνατός απ᾽ όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπει και πολύ καλά και να μην καταλαβαίνει και πάρα πολλά πράγματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχει ο καθένας την αξίωση να την πάρει αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχει μάθει την τέχνη κι ούτε να μπορεί να πει μήτε με ποιό δάσκαλο μήτε ποιόν καιρό την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζει πως αυτό δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέει το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμουνται όλοι τους [488c] απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώσει στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώνουν και να τους ρίχτουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό μας τον καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο και τότε πια να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειές του και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνει όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνει· κι εκτός απ᾽ αυτά, [488d] να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ᾽ όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήσει να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος τον κατηγορούν γι᾽ άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το᾽ χει δουλειά του να ξέρει τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ᾽ άστρα, τους ανέμους και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ᾽ αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πώς όμως θα το κυβερνήσει, [488e] είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορεί να την αποκτήσει κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σ᾽ ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ᾽ αυτά και βρίσκονται σ᾽ αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιάν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; [489a] δε θα τον ονόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι᾽ αυτούς;
Βεβαιότατα, είπε ο Αδείμαντος.
Δεν πιστεύω λοιπόν πως είναι ανάγκη να επιμείνω περισσότερο στην παρομοίωσή μου, για να δεις πως μοιάζει απαράλλαχτα με τη διάθεση που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους, γιατί και μόνος σου καταλαβαίνεις βέβαια αυτό που θέλω να πω.
Και πολύ μάλιστα.
Εξήγησε λοιπόν πρώτα αυτή την παρομοίωση σε κείνον που παραξενεύεται γιατί δεν έχουν καμιά υπόληψη οι φιλόσοφοι μέσα στις πολιτείες και προσπάθησε να τον πείσεις πως θα ήταν πολύ πιο παράξενο [489b] αν τους είχαν σε τιμή.
Μάλιστα, θα το κάμω.
Και πως έχει λοιπόν δίκιο να λέει πως είναι άχρηστοι για τους πολλούς αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν ανάμεσα στους φιλοσόφους· μπάσε τους όμως και μες στο κεφάλι τους πως υπεύθυνοι για την αχρηστία τους δεν είναι οι ξεχωριστοί αυτοί φιλόσοφοι, αλλά εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν. Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλεί ο κυβερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων και να τους παρακαλούν· είναι γελασμένος εκείνος που το είπε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι, είτε πλούσιος είτε φτωχός αρρωστήσει, [489c] αυτός να πηγαίνει στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν να πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνήσουν και όχι ο άρχοντας που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα να παρακαλεί τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήσει. Όπως όμως είναι τώρα τα πράματα, δε θα γελαστείς αν παρομοιάσεις τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντες με τους ναύτες που λέγαμε κι αυτούς που τους έλεγαν φλύαρους, μετεωροσκόπους και άχρηστους, με αληθινούς κυβερνήτες.
Πολύ σωστά.
Μέσα λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση και μέσα σε τέτοιους ανθρώπους καθόλου εύκολο δεν είναι να έχει καμιά πέραση το καλύτερο επάγγελμα από μέρους εκείνων που ακολουθούν ολωσδιόλου αντίθετο δρόμο· [489d] κι οι μεγαλύτερες και χειρότερες συκοφαντίες που ακούει η φιλοσοφία τις χρωστά σε κείνους που λένε πως έχουν τάχα επάγγελμά τους τη φιλοσοφία και που δίνουν αφορμή σε κείνον τον κατήγορό της να λέει πως οι περισσότεροι που καταγίνονται μ᾽ αυτήν είναι πανάθλιοι, και οι καλύτεροι μεταξύ τους άχρηστοι, πράγμα που κι εγώ συμφώνησα μαζί σου να το παραδεχτώ. Ή όχι;
Μάλιστα.
Δεν αναπτύξαμε λοιπόν την αιτία της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων;
Και πολύ αρκετά.
Θέλεις λοιπόν τώρα να εξετάσομε και γιατί αναγκαστικά οι περισσότεροί τους είναι πανάθλιοι και ν᾽ αποδείξουμε, [489e] αν μπορέσουμε, πως ούτε γι᾽ αυτό δεν είναι υπεύθυνη η φιλοσοφία;
Και βέβαια θέλω.
Ας γυρίσουμε λοιπόν εκεί που εκάναμε λόγο για τα φυσικά προτερήματα, κι ας ξαναθυμηθούμε να πούμε και ν᾽ ακούσομε πώς λέγαμε ότι πρέπει να είναι προικισμένος από τη φύση ο πραγματικά [490a] τέλειος άνθρωπος. Μπροστά μπροστά απ᾽ όλα πήγαινε γι᾽ αυτόν, αν το θυμάσαι, η αλήθεια, που παντού και πάντα έπρεπε να την κυνηγά καταπόδι, γιατί αλλιώς θα ήταν ένας μωρόσοφος και ψευτοπερήφανος που δε θα είχε καμιά σχέση με την αληθινή φιλοσοφία.
Ναι, αυτό είναι που λέγαμε.
Σ᾽ αυτό όμως ίσα ίσα επάνω, δεν υπάρχει σήμερα η πιο μεγάλη και παράδοξη διαφορά με τη δική μας αντίληψη;
Χωρίς αμφιβολία.
Δε θα ήταν όμως με το μέτρο ικανοποιητική η δική μας απολογία, αν λέγαμε πως ο πραγματικός φίλος της σοφίας είναι πλασμένος από τη φύση να βάζει όλα τα δυνατά του για να φτάσει το καθαυτό ον και δε [490b] σταματά στα πράματα που τα παίρνει για πολλά η δοξασία, αλλά τραβά πάντα ίσα στο σκοπό του, χωρίς τίποτα να μπορεί να στομώσει το ζήλο του ούτε να μαράνει τον έρωτά του, πριν να ενωθεί με τη φύση τού κάθε καθαυτό όντος μ᾽ κείνο το μέρος της ψυχής του που, επειδή συγγενεύουν μαζί, τού ταιριάζει αυτή η ένωση κι αφού το πλησιάσει και σμίξει πραγματικά με το πραγματικό το ον, και γεννήσει νου και αλήθεια, τότε πια αποκτά την αληθινή γνώση, τότε πια αρχίζει αληθινά να ζει και να τρέφεται κι έτσι τελειώνουν γι᾽ αυτόν οι πόνοι της γέννας, όχι όμως πριν;
Δε θα μπορούσαμε πραγματικώς να τους απολογηθούμε καλύτερα.
Τί λοιπόν; θα μπορεί ποτέ ένας τέτοιος ν᾽ αγαπά το ψέμα ή ολωσδιόλου το εναντίον θα το μισεί;
[490c] Θα το μισεί.
Κι αφού έτσι σύρει πρώτη το χορό η αλήθεια, δεν μπορεί ποτέ, υποθέτω, να πούμε πως θ᾽ ακολουθούν πίσω της σωρός οι κακίες.
Πώς είναι δυνατό;
Μα απεναντίας, άκακο και δίκαιο ήθος, που θα τ᾽ ακολουθά και η σωφροσύνη.
Σωστά.
Αλλά τίς η ανάγκη να πιάνουμε πάλι εξαρχής να παρατάξουμε στο χορό τις αρετές της φιλοσοφικής φύσης; Γιατί θυμάσαι βέβαια πως μείναμε σύμφωνοι να παραδεχτούμε σαν απαραίτητες ιδιότητές της την αντρεία, τη μεγαλοπρέπεια, την ευμάθεια, τη μνήμη· και σ᾽ αυτά απάνω μάς διέκοψες εσύ, Αδείμαντε, λέγοντας πως ο καθένας βέβαια [490d] θ᾽ αναγκαζόταν να συμφωνήσει σ᾽ αυτά μαζί μας, αν άφηνε όμως τα λόγια κι εγύριζε τα μάτια σ᾽ αυτούς που κάναμε λόγο, θα μπορούσε να πει πως βλέπει άλλους απ᾽ αυτούς άχρηστους και τους περισσότερούς των γεμάτους από κάθε κακία και πονηρία· κι εμείς εξετάζοντας την αφορμή της κατηγορίας, εφτάσαμε τώρα σ᾽ αυτό: να δούμε για ποιό τάχα λόγο οι περισσότεροι φιλόσοφοι είναι κακοί, και γι᾽ αυτό είναι που αναγκαστήκαμε πάλι να ξαναγυρίσουμε στη φύση των αληθινών φιλοσόφων και να την ορίσουμε.
[490e] Πραγματικώς, αυτό έγινε.
Αυτή λοιπόν τη φύση πρέπει να δούμε τώρα πώς διαφθείρεται μέσα στους περισσότερους και μονάχα γλιτώνει από τη διαφθορά ένα μικρό της μέρος, αυτοί δα που τους λένε όχι πονηρούς, αλλά άχρηστους· κι ύστερ᾽ [491a] απ᾽ αυτό να εξετάσομε και τη φύση εκείνων που μιμούνται τους πραγματικούς φιλοσόφους, τί λογής είναι η ψυχή των και σφετερίζονται ένα επάγγελμα ανώτερο από τις δυνάμεις των και που δεν τους αξίζει, κι έτσι πέφτοντας σε μύρια ατοπήματα γίνονται αφορμή να δυσφημίζεται γενικώς και απ᾽ όλους, καθώς λες, η φιλοσοφία.
Και ποιές είναι οι αφορμές αυτής της διαφθοράς;
Εγώ θα προσπαθήσω, αν σταθώ ικανός, να σου τις αναπτύξω. Σ᾽ αυτό όμως θα μείνει, υποθέτω, σύμφωνος ο καθένας μαζί μας, πως μια τέτοια φύση που θα έχει όλ᾽ αυτά τα προσόντα που της ορίσαμε τώρα δα, αν πρόκειται [491b] να γίνει τέλειος φιλόσοφος, πολύ σπάνια παρουσιάζεται ανάμεσα στους ανθρώπους και σε πολύ μικρό αριθμό· ή δεν το παραδέχεσαι;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αυτές πάλι οι λίγες πρόσεξε σε τί πολλούς και μεγάλους κινδύνους καταστροφής είναι εκτεθειμένες.
Σε ποιούς;
Εκείνο που θα σου φανεί το πιο παράξενο ν᾽ ακούσεις είναι πως καθεμιά από τις ιδιότητες της φιλοσοφικής φύσης που επαινέσαμε διαφθείρει την ψυχή που τις έχει και την αποσπά από τη φιλοσοφία· η αντρεία λέγω και η σωφροσύνη και όλα τ᾽ άλλα που αναφέραμε.
Πολύ παράξενο, αλήθεια, να τ᾽ ακούσει κανείς.