Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (14.360-14.417)

Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ἆ δειλὲ ξείνων, ἦ μοι μάλα θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἠδ᾽ ὅσ᾽ ἀλήθης.
ἀλλὰ τά γ᾽ οὐ κατὰ κόσμον, ὀΐομαι, οὐδέ με πείσεις
εἰπὼν ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ· τί σε χρὴ τοῖον ἐόντα
365 μαψιδίως ψεύδεσθαι; ἐγὼ δ᾽ εὖ οἶδα καὶ αὐτὸς
νόστον ἐμοῖο ἄνακτος, ὅ τ᾽ ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι
πάγχυ μάλ᾽, ὅττι μιν οὔ τι μετὰ Τρώεσσι δάμασσαν
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
370 ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾽ ὀπίσσω.
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο.
αὐτὰρ ἐγὼ παρ᾽ ὕεσσιν ἀπότροπος· οὐδὲ πόλινδε
ἔρχομαι, εἰ μή πού τι περίφρων Πηνελόπεια
ἐλθέμεν ὀτρύνῃσιν, ὅτ᾽ ἀγγελίη ποθὲν ἔλθῃ.
375 ἀλλ᾽ οἱ μὲν τὰ ἕκαστα παρήμενοι ἐξερέουσιν,
ἠμὲν οἳ ἄχνυνται δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,
ἠδ᾽ οἳ χαίρουσιν βίοτον νήποινον ἔδοντες·
ἀλλ᾽ ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,
ἐξ οὗ δή μ᾽ Αἰτωλὸς ἀνὴρ ἐξήπαφε μύθῳ,
380 ὅς ῥ᾽ ἄνδρα κτείνας, πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἀληθείς,
ἦλθεν ἐμὰ πρὸς δώματ᾽· ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον.
φῆ δέ μιν ἐν Κρήτεσσι παρ᾽ Ἰδομενῆϊ ἰδέσθαι
νῆας ἀκειόμενον, τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι·
καὶ φάτ᾽ ἐλεύσεσθαι ἢ ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην,
385 πολλὰ χρήματ᾽ ἄγοντα, σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι.
καὶ σύ, γέρον πολυπενθές, ἐπεί σέ μοι ἤγαγε δαίμων,
μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε·
οὐ γὰρ τοὔνεκ᾽ ἐγώ σ᾽ αἰδέσσομαι οὐδὲ φιλήσω,
ἀλλὰ Δία ξένιον δείσας αὐτόν τ᾽ ἐλεαίρων.»
390 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἦ μάλα τίς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἄπιστος,
οἷόν σ᾽ οὐδ᾽ ὀμόσας περ ἐπήγαγον οὐδέ σε πείθω.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ῥήτρην ποιησόμεθ᾽· αὐτὰρ ὄπισθε
μάρτυροι ἀμφοτέροισι θεοί, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
395 εἰ μέν κεν νοστήσῃ ἄναξ τεὸς ἐς τόδε δῶμα,
ἕσσας με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα πέμψαι
Δουλίχιόνδ᾽ ἰέναι, ὅθι μοι φίλον ἔπλετο θυμῷ·
εἰ δέ κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω,
δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης,
400 ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε δῖος ὑφορβός·
«ξεῖν᾽, οὕτω γάρ κέν μοι ἐϋκλείη τ᾽ ἀρετή τε
εἴη ἐπ᾽ ἀνθρώπους ἅμα τ᾽ αὐτίκα καὶ μετέπειτα,
ὅς σ᾽ ἐπεὶ ἐς κλισίην ἄγαγον καὶ ξείνια δῶκα,
405 αὖτις δὲ κτείναιμι φίλον τ᾽ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην·
πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην.
νῦν δ᾽ ὥρη δόρποιο· τάχιστά μοι ἔνδον ἑταῖροι
εἶεν, ἵν᾽ ἐν κλισίῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
410 ἀγχίμολον δὲ σύες τε καὶ ἀνέρες ἦλθον ὑφορβοί.
τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι,
κλαγγὴ δ᾽ ἄσπετος ὦρτο συῶν αὐλιζομενάων·
αὐτὰρ ὁ οἷς ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος ὑφορβός·
«ἄξεθ᾽ ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω
415 τηλεδαπῷ· πρὸς δ᾽ αὐτοὶ ὀνησόμεθ᾽, οἵ περ ὀϊζὺν
δὴν ἔχομεν πάσχοντες ὑῶν ἕνεκ᾽ ἀργιοδόντων·
ἄλλοι δ᾽ ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν.»

***
360 Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Φτωχέ μου ξένε, με συγκίνησες κι αναστατώθηκε η ψυχή μου
μ᾽ αυτά που ένα προς ένα ανιστόρησες, όσα σε βρήκαν πάθη,
πόσο περιπλανήθηκες.
Αλλά δεν βλέπω στη σωστή γραμμή κι αυτό, δεν θα με πείσεις,
μιλώντας όπως μίλησες, και για τον Οδυσσέα. Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος,
τι σ᾽ αναγκάζει το λοιπόν να μου αραδιάζεις ψεύδη;
Το ξέρω μόνος μου και το αποφάσισα που κόμπωσε ο νόστος
του κυρίου μου, αφότου τον εμίσησαν τόσο ανελέητα
όλοι οι θεοί· που δεν τον άφησαν νεκρός να πέσει εκεί
στους Τρώες ανάμεσα, μήτε ξεψύχησε στα χέρια των δικών του
τελειώνοντας τον πόλεμο.
Τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν υψώνοντας το σήμα του,
370 και θ᾽ άφηνε κληρονομιά στον γιο του μια μεγάλη δόξα.
Μα να που τώρα άφαντον τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες.
Κι εγώ αποχωρισμένος ζω με τα γουρούνια μου. Δεν κατεβαίνω
πια στην πόλη, εκτός κι αν φρόνιμη γυρέψει να με δει η Πηνελόπη,
ανίσως από κάπου φτάσει στο παλάτι η είδηση,
οπότε οι πάντες κάθονται κι αρχίζουν να ρωτούν τα πάντα·
άλλοι από θλίψη για τον βασιλιά, που χρόνια τώρα στα ξένα μαραζώνει,
άλλοι με φανερή χαρά, όσοι ατιμώρητοι μαδούν το βιος του.
Όσο για μένα, δεν έχω αλήθεια πια διάθεση για ερωτήσεις κι απαντήσεις,
αφότου ένας Αιτωλός με ενέπαιξε με μια ιστορία ψεύτικη —
380 είχε σκοτώσει κάποιον, κι αφού κοσμογυρίστηκε, έφτασε
και σ᾽ εμένα, στο μαντρί μου· κι εγώ τον δέχτηκα μ᾽ αγάπη και στοργή.
Έλεγε αυτός ότι τον Οδυσσέα τον είδε, κάτω στην Κρήτη,
στου Ιδομενέα το σπίτι,
πως καλαφάτιζε τα πλοία του, γιατί τα ρήμαξαν οι θύελλες.
Επέμενε πως όπου να ᾽ναι φτάνει, μέσα στο καλοκαίρι, το αργότερο
φθινόπωρο· πως φέρνει πίσω του πολλά αγαθά
και τους ισόθεους συντρόφους.
Γι᾽ αυτό, γέρο πολύπαθε, που ένας θεός σ᾽ έφερε στο μαντρί μου,
μη θες κι εσύ να με καλοκαρδίσεις, να με μαγέψεις με τα ψέματά σου·
με τέτοιο φέρσιμο, εγώ δεν πρόκειται να σ᾽ αγαπήσω και να σε σεβαστώ.
Τον ξένιο Δία σέβομαι και φοβάμαι, κι εσένα σε λυπάμαι.»
390 Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας εύστροφος:
«Ω, τι αμετάπειστη καρδιά κρύβεις στο στήθος σου, που μήτε με τον όρκο μου
δεν μπόρεσα τη γνώμη σου ν᾽ αλλάξω και να σε μεταπείσω.
Μα τώρα πια σε προκαλώ να κλείσουμε μια συμφωνία μεταξύ μας,
με μάρτυρες και για τους δυο τους ολυμπίους θεούς:
αν θα νοστήσει ο κύρης σου και μπει σ᾽ αυτό το σπίτι,
με ντύνεις με καινούργια ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα,
κι ακόμη αναλαμβάνεις να με ξεπροβοδίσεις στο Δουλίχιο
που το έχω μέσα στην ψυχή μου·
αν παρά ταύτα δεν γυρίσει ο κύριός σου, κι ας το ισχυρίζομαι εγώ,
βάλε τότε τους δούλους σου να με γκρεμοτσακίσουν από μεγάλο βράχο,
400 για να φοβάται του λοιπού κάθε ζητιάνος να ψευδολογεί.»
Αντιμιλώντας του όμως είπε ο θείος χοιροβοσκός:
«Ξένε, μα την αλήθεια, θα κέρδιζα όνομα καλό και φήμη ενάρετη
στον γύρω κόσμο, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον!
Αν, αφού σε δέχτηκα φιλόξενα σε τούτο το μαντρί,
την άλλην ώρα θα σε σκότωνα, κόβοντας τη γλυκιά ζωή σου —
με τι καρδιά θα προσευχόμουνα μετά στον Κρόνιο Δία.
Αλλά καιρός τώρα για δείπνο· λέω όπου να ᾽ναι θα φανούν
μέσα κι οι σύντροφοί μου, να ετοιμαστούμε στο καλύβι
για πλούσιο βραδινό.»
Όσο εκείνοι συναλλάσσονταν με τέτοια λόγια, έφτασαν οι χοιροβοσκοί
410 τους χοίρους οδηγώντας, που τους μάντρωσαν να κοιμηθούνε,
κι όπως οι χοίροι συναυλίζονταν, σηκώθηκαν ατέλειωτα γρυλίσματα.
Τότε ο θείος χοιροβοσκός δίνει εντολή φωνάζοντας στους παραγιούς του:
«Φέρετε μέσα τον καλύτερό σας χοίρο, σκοπεύω να τον σφάξω
προς τιμή του ξένου που εδώ μας ήλθε από μακριά· μαζί του
θα ᾽χουμε όφελος κι εμείς, που τόσα βάσανα σηκώνουμε
μ᾽ αυτά τα ζωντανά τα ασπρόδοντα, αλλά τον μόχθο μας
τον κατατρώγουν άλλοι, και μάλιστα ατιμώρητοι.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 11. Διακοπές στις Βάιες

11.4. Χάσαμε τη Λεβίνα. Στοπ


Γυναίκα αυστηρών αρχών και ηθικής άψογου, η Λεβίνα,
εφρόντιζε το σπίτι της, κυρίως την κουζίνα.
Πέρσι το καλοκαίρι ξαφνικά, ως άπλωνε τα ρούχα
«Φεύγω για Βάιες αύριο, θέλω λουτρά θειούχα,»
είπε στον άντρα της και έφυγε ευθύς την επομένη -
πλην πήγε Πηνελόπη εκεί και γύρισε Ελένη.

Η κυρία Λεβίνα κατοικεί σε ένα από τα επιγράμματα του ποιητή Μαρτιάλη (40-104 μ.Χ). Το επίγραμμα είναι σατιρικό, όπως τα περισσότερα, άλλωστε, από τα επιγράμματα αυτού του ποιητή. Σήμερα, το περιστατικό αυτό θα μπορούσε να αποτελεί νούμερο επιθεώρησης ή κοσμικό κουτσομπολιό στις στήλες κάποιου περιοδικού ή και ειδικό αφιέρωμα σε κάποια σκανδαλοθηρική τηλεοπτική εκπομπή. Η σατιρική ποίηση στη Ρώμη παίζει πολύ συχνά τον ρόλο που έχουν σήμερα αυτά τα μέσα. 

Η σάτιρα, στις διάφορες έντεχνες μορφές της, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ρωμαϊκής κοινωνικής και λογοτεχνικής δραστηριότητας. Ίσως να είναι και ο μοναδικός χώρος όπου οι Ρωμαίοι διέπρεψαν χωρίς να έχουν συγκεκριμένα ελληνικά πρότυπα. «Η σάτιρα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου δικό μας δημιούργημα» ήταν μια άποψη πλατιά διαδεδομένη στους λόγιους κύκλους της Ρώμης. Αυτή είναι η μισή αλήθεια· η άλλη μισή είναι ότι στην Ελλάδα, ακόμη και αν υπήρχαν «Λεβίνες», σίγουρα δεν υπήρξαν ποτέ Βάιες.

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

Ανεξάρτητα από την «Σχέση» που υιοθετεί η Συνείδηση απέναντι στο σώμα, δηλαδή ανεξάρτητα από τον τρόπο που Βιώνει η συνείδηση την «ύπαρξη» στο σώμα και την κοσμοαντίληψη που δομεί, ή αλλιώς ανεξάρτητα από την όποια εμπειρία ζωής ή πεποιθήσεις ή τρόπους ή συνήθειες έχουμε μέχρις εδώ, στην παρούσα στιγμή που ξεκινάμε να αναρωτιόμαστε πραγματικά και να ερευνούμε ειλικρινά και σοβαρά για την «πραγματικότητά» μας, όταν αποσυρόμαστε από τις εξωτερικές δραστηριότητες, περισυλλέγοντας την ενέργειά μας στον «εαυτό» ή στρεφόμενοι προς τα έσω ή αναζητώντας μέσα στην νοητική σιωπή να «αισθανθούμε» την Πηγή των Πραγμάτων, τότε Οδηγούμαστε στην ίδια Αντικειμενική Κατάσταση Ύπαρξης που Είναι Παγκόσμια Απρόσωπη Κατάσταση Ύπαρξης, Ένα Όλο που τα Συμπεριλαμβάνει Όλα χωρίς διαχωρισμούς, δυαδικότητα ή συγκρούσεις.

Η Μετάβαση από το περιορισμένο υποκείμενο που δρα και αντιλαμβάνεται περιορισμένα, διαχωριστικά, δυαδικά και διαστρεβλωμένα τα πράγματα, σε Μια Πλατύτερη Εμπειρία Ύπαρξης, σε Μια Ευρύτερη Όραση της Ζωής, σε Μια Αντίληψη Ενότητας των Πάντων χωρίς διακρίσεις δεν σημαίνει απλά μια Διαφώτιση της Συνείδησης μια Απελευθέρωση από τους περιορισμούς της «όρασης», μια Άλλη Εμπειρία Ζωής. Είναι κάτι Τελείως Διαφορετικό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα Άνοιγμα της Κατανόησης στην Πραγματικότητα, για το Άνοιγμα της Πνευματικής Όρασης ή για ένα «νέο φως» που φωτίζει τα πράγματα, που υπάρχει εξαρχής σαν δυνατότητα, από την Ίδια την Φύση μας. Βλέπουμε Αυτό που Είμαστε Πραγματικά καθώς διαλύεται η άγνοια, η λανθασμένη όραση. Αποκαλύπτεται η Ίδια η Φύση μας, Άχρονη, Πέρα από κάθε εξέλιξη ή φανταστική πορεία μέσα στην ύπαρξη. Αντιλαμβανόμαστε Αυτό που Είμαστε Πάντα, που Είμαστε Ήδη, Κάθε Στιγμή, η Αιώνια Φύση. Δεν γινόμαστε κάτι, δεν αλλάζει κάτι. Απλά διαλύεται η λανθασμένη αντίληψη που είχαμε, διαλύεται το σκοτάδι.

Πρακτικά (κι όσο είμαστε σε μια πορεία κατανόησης που σημαίνει ότι βλέπουμε περιορισμένα, δυαδικά) υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο Φως (της Κατανόησης) και το Σκοτάδι (της Άγνοιας), το Πραγματικό και το Ψεύτικο, το Ελεύθερο και το περιορισμένο. Σαν «καταστάσεις» που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά «διαφέρουν». Είναι διαφορετικό να Βλέπεις Πραγματικά, σε Πλήρη Εγρήγορση, από το να ονειρεύεσαι σε μια σχετική εγρήγορση (που «παραποιεί» την αντίληψη της πραγματικότητας). Η Μετάβαση όμως (που «φαίνεται» άχρονη ή στιγμιαία ή ξαφνική κι απόλυτη) είναι στην πραγματικότητα βαθμιαία, αποτέλεσμα υπαρξιακής ωρίμανσης κι όχι ξαφνικού ανεπάντεχου περιστατικού. Η ομίχλη της άγνοιας διαλύεται σιγά-σιγά καθώς εγκαταλείπονται σιγά-σιγά οι εξωτερικές δραστηριότητες, εξαρτήσεις ή προσκολλήσεις σε πράγματα. Στην ζωή υπάρχει πάντα συνέχεια και πάντα το λευκό γίνεται μέσα από τις γκρίζες αποχρώσεις μαύρο κι αντίστροφα. Είναι θέμα όρασης ή ερμηνείας αν θα βλέπουμε τα άκρα ή αν θα βλέπουμε και όλες τις ενδιάμεσες καταστάσεις.

Η Ανάδυση στην Πραγματικότητα γίνεται μέσα στην Ησυχία με την Εγκατάλειψη των εξωτερικών δραστηριοτήτων. Αυτό, η Εγκατάλειψη όλων των υποκειμενικών δραστηριοτήτων δεν οδηγεί (όπως το υποκείμενο «υπολογίζει») στην απομόνωση του υποκειμένου μέσα στο κενό, στο τίποτα, σε μια στείρα, ατομική κι απομονωμένη κατάσταση του υποκειμένου (που δεν έχει άλλωστε νόημα). Αντίθετα, η Εγκατάλειψη των υποκειμενικών δραστηριοτήτων (η των «παρεμβάσεων» του υποκειμένου, με την «σκέψη», τις «επιθυμίες», τις «πράξεις»), Οδηγεί στην Υπέρβαση του Υποκειμένου, σε Μια Αντικειμενική Κατάσταση της Ύπαρξης, σε Μια Φυσική κι Ανόθευτη Αντίληψη, Ροή Αντίληψης και Δράσης, στην Πραγματική Ζωή. Μέσα στην Υπαρξιακή Ησυχία, για την οποία μιλάμε, η Ύπαρξη Εκδηλώνεται Φυσικά, η Αντίληψη Λειτουργεί Ανεμπόδιστη κι η Εμπειρία της Ζωής είναι η Πραγματικότητα (κι όχι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της ζωής).

Καθώς η Συνείδηση Απελευθερώνεται Αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα σαν Ένα Όλο, Αισθανόμαστε την Ενότητα με Όλα, την Αλληλοσύνδεση Όλων των Πραγμάτων μέσα σε Μια Ενότητα. Μέσα σε Αυτή την Αντίληψη της Όλης Πραγματικότητας Συμπεριλαμβάνεται το σώμα, ο κόσμος, όλα τα εξωτερικά φαινόμενα. Αυτό που Βιώνουμε σε Αυτή την Κατάσταση είναι Μια Αντικειμενική Παγκόσμια Απρόσωπη Ύπαρξη που Κατανοεί Ταυτόχρονα το Βάθος της Ενότητας της Ουσίας και αντιλαμβάνεται τις προσωπικές εκφράσεις μέσα στον κόσμο των φαινομένων, της εξωτερικής δραστηριότητας. Εκδηλώνεται «προσωπικά» μέσα στο σώμα. Αλλά αυτό που εκδηλώνεται είναι η Παγκόσμια Ύπαρξη μέσα στο σώμα κι όχι προσωπικές αντιλήψεις (ή περιορισμένη αντίληψη) μέσα στο σώμα. Το σώμα είναι απλά μέσο εκδήλωσης στο κόσμο των φαινομένων, της δυαδικότητας, σαν Ιερός Ναός της Παγκόσμιας Ύπαρξης, κάτι περιορισμένο και «ιστορικά» προσωρινό. Ταυτόχρονα η Παγκόσμια Ύπαρξη Κατανοεί όσα συμβαίνουν μέσα σε άλλες προσωπικές εκδηλώσεις. Συναισθάνεται και Ανταποκρίνεται σε ό,τι συμβαίνει αλλά σέβεται κάθε προσωπική εκδήλωση (που «απομονώνεται» από το Παγκόσμιο) και το θεωρεί ιερό κι απαραβίαστο «χώρο» και με καμία έννοια δεν «παρεμβαίνει» στην φυσική πορεία των πραγμάτων, αφήνοντάς τα όλα στην Θεία Πρόνοια.

Καθώς Αυτή η Αίσθηση της Παγκόσμιας Ζωής (που εκδηλώνεται σαν προσωπικές εκφράσεις στον κόσμο της δυαδικότητας, των φαινομένων, του εξωτερικού κόσμου) Βαθαίνει, Γίνεται Κατανοητό ότι το Αληθινό και το Ουσιαστικό και το Πολύτιμο είναι η Ενότητα της Ύπαρξης, η Παγκόσμια Ζωή κι όχι οι προσωπικές εκδηλώσεις στον εξωτερικό κόσμο των φαινομένων. Η Προσοχή (και Συνεπώς η Επίγνωση) Μετατοπίζεται προς την Αίσθηση της Ενότητας ενώ όλες οι προσωπικές εκδηλώσεις γίνονται «διάφανες», αμελητέες, υπαρκτές κι ανύπαρκτες ταυτόχρονα. «Εδώ» Αρχίζει η Πορεία στον Εσωτερικό Κόσμο.

Η Αίσθηση του Όλου, που τα Συμπεριλαμβάνει Όλα δεν είναι Κλειστός Χώρος αλλά είναι Ανοιχτός, Επεκτεινόμενος Απεριόριστα, Συνεχώς, Χωρίς Τελειωμό, Μη-Χώρος, Κάτι Ασύλληπτο από την Αντίληψη που όσο κι αν «Τρέχει» Βλέπει Συνεχώς τον «Ορίζοντα της Ύπαρξης» να Απομακρύνεται. Αυτό που Υπάρχει «Εδώ» είναι η Ίδια η Αντίληψη σαν Μη-Χώρος.

Σε μια «Τρίτη Φάση» της εσωτερικής Πορείας η Αντίληψη (καθώς παραιτείται από κάθε προσπάθεια, κίνηση, «σύλληψη», Παραμένει Απεριόριστη, Κενή, Ακίνητη και Βιώνει Πρακτικά μια Πιο Εσωτερική Κατάσταση, «Μετατρέπεται» σε Απλό, Τέλειο, Καθαρό, Καθρέφτη. Μόνο σε Αυτή την Κατάσταση η Αντίληψη, που δεν είναι πλέον αντίληψη, αφού δεν συλλαμβάνει πλέον τίποτα αλλά ζει μια άμεση επαφή με την Πραγματικότητα κι αντανακλά «παθητικά» την Πραγματικότητα, μπορεί να Δει, να Βιώσει, να έχει Πραγματική Επαφή με την Πραγματικότητα, να Είναι Πραγματικότητα, να Μετέχει της Θείας Πραγματικότητας.

«Εδώ» Γίνεται Δυνατή η Εμπειρία της Πλήρους Τέλειας Αφύπνισης, της Ένωσης με το Θείο Βάθος, τον Αληθινό Θεό, η Εμπειρία της Πραγματικής Υπαρξιακής Ολοκλήρωσης Όπου η Ύπαρξη Παύει να Είναι Ύπαρξη και Γίνεται «Αυτό», Αυτό που Υπάρχει Πέραν της Αντίληψης (που έχει «Ακινητοποιηθεί»). Είναι το Ζωντανό Μυστήριο της Πηγής, το «Χάος» του Ορφέα, το «Ταό» του Λάο Τσε, το «Ασαμσκρίτα» του Βούδα, το «Βράχμαν» του Σανκάρα, το «Αληθινό» του Κρισναμούρτι.

Στην πραγματικότητα ο Εσωτερικός Κόσμος του Αληθινού Είναι είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον εξωτερικό κόσμο των φαινομένων. Είναι η Εσωτερική Ζωή της Ενότητας της Αντίληψης, το Μυστήριο της Αληθινής Ουσίας και Λειτουργίας της Συνείδησης, σε αντίθεση με τον περιορισμένο κόσμο του υποκειμένου, τον δυαδικό κόσμο των φαινομένων της πολλαπλότητας. Υπάρχουν, όπως είναι φυσικό, Αναλογίες ανάμεσα στα Τρία «Επίπεδα» της Ύπαρξης, του Αληθινού, του Είναι και των Φαινομένων. Η Πραγματικότητα Αποκαλύπτεται Όλο και Πλατύτερη Όσο Προχωράμε από τον Κόσμο των Φαινομένων, προς τον Πραγματικό Κόσμο της Συνείδησης του Είναι και προς την Πηγή των Πάντων. Αλλά το Πλήρες Όραμα του Κόσμου, η Πλήρης Εμπειρία Είναι Δυνατή μόνο στο «Επίπεδο» της Πηγής. Κι όσο φαίνεται, στην δυαδική συνείδηση, διαφορετικός κι υψηλότερος και εσωτερικός ο Κόσμος της Συνείδησης του Είναι, άλλο τόσο φαίνεται στην Αντίληψη διαφορετικός και υψηλότερος κι εσωτερικός ο Κόσμος της Θείας Πραγματικότητας.

Σεπτέμβριος 1922: Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης

Η Μικρασιατική καταστροφή τον Αύγουστο του 1922 με την αποχώρηση και των τελευταίων τμημάτων του Γ΄ Σώματος Στρατού από το μικρασιατικό έδαφος στις 5 Σεπτεμβρίου στο λιμάνι της Αρτάκης, δεν ήταν δυστυχώς και η τελευταία πράξη του δράματος του Ελληνισμού.

Η απώλεια -εγκατάλειψη επί της ουσίας- της Ανατολικής Θράκης αποτέλεσε τη δεύτερη και κατά πολλούς την πλέον επώδυνη πράξη του δράματος.

Με την άφιξή του στη Σμύρνη στις 31 Αυγούστου ο ηγέτης των νεότουρκών Κεμάλ ξεκίνησε αμέσως να ασκεί έντονες πιέσεις στη Μεγάλη Βρετανία για την παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Μάλιστα ο Κεμάλ είχε θέσει το θέμα με εντελώς εκβιαστικό τρόπο λέγοντας πως μόνο η παραχώρηση της Α. Θράκης στην Τουρκία θα απέτρεπε μια σύγκρουση με τους Συμμάχους της Αντάντ.

Η Μεγάλη Βρετανία χωρίς διάθεση να συγκρουστεί με την Τουρκία και με τις έντονες πιέσεις και της Γαλλίας η οποία συμφώνησε αμέσως με την τουρκική απαίτηση αποφάσισαν να θυσιάσουν τον πιο «αδύναμο κρίκο» ο οποίος βέβαια δεν ήταν άλλος από την Ελλάδα.

Έτσι γνωστοποιήθηκε στην Ελλάδα η απόφαση των συμμάχων να παραδώσουν στην Α. Θράκη στην Τουρκία χωρίς φυσικά να περιμένουν κάποια ελληνική απάντηση.

Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία είχε ως επακόλουθο και την εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, των Στενών και της ουδέτερης ζώνης.

Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης ελήφθη από τους Συμμάχους στις 9 Σεπτεμβρίου του1922, μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών, λόρδου Κόρζον.

Ως ημερομηνία έναρξης της αποχώρησης του ελληνικού Στρατού ορίστηκε τα μεσάνυκτα της 1ης Οκτωβρίου και η ολοκλήρωσή της μέχρι το τελευταίο δεκαήμερο Οκτωβρίου. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε και η αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή ενώ στις 15 Νοεμβρίου η Ελλάδα παρέδωσε την Α. Θράκη στους Συμμάχους και αυτοί την επομένη στους Τούρκους.

Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θράκων προσφύγων όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη.

Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Μαζί και τελευταίοι αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά, μαζί με τα ελληνικά στρατεύματα πάνω από 400.000 άτομα.

Οι 25.000 Έλληνες της χερσονήσου της Καλλιπόλεως έφυγαν αργότερα (μέχρι 11 Νοεμβρίου) . Οι Έλληνες της Τσατάλτζας και ένα μεγάλο μέρος του νομού Κωνσταντινουπόλεως έφυγαν το 1924, σύμφωνα με τα μέτρα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Επρόκειτο με άλλα λόγια για ένα δεύτερο ξεριζωμό μετά από αυτόν της Μικράς Ασίας ο τελευταίος όμως με ελληνική συγκατάθεση.

Ποια ήταν η στάση της Ελλάδας;

Στο ερώτημα του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κόρζον προς την κυβέρνησή του: «Ποιος θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;» δυστυχώς την απάντηση έδωσαν οι ίδιοι οι Έλληνες με την απουσία της οποιαδήποτε ουσιαστικής αντίδρασης στα σχέδια των Άγγλων και των Γάλλων. Και αυτό παρά το γεγονός ότι εάν η Ελλάδα αρνείτο να εγκαταλείψει τα ελληνικά εδάφη η μόνη που θα ερχόταν σε δύσκολη θέση θα ήταν η Βρετανία.

Η Ελλάδα όμως θα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο οργανώνοντας την άμυνά της για την επικείμενη σύγκρουση με την Τουρκία. Βέβαια η θέση της χώρας εκείνη την περίοδο ήταν η πλέον δυσχερής.

Όχι μόνο προερχόταν από μια ανείπωτη Εθνική αλλά και στρατιωτική καταστροφή αλλά είχε και ουσιαστικά εναντίον της τους τότε διεθνείς συσχετισμούς καθώς Γαλλία και Βρετανία και παρά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό είχαν αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση. Η Στρατιά της Θράκης απαριθμούσε 70.000 άνδρες και ήταν ουσιαστικά ανέπαφη, από τις λοιπές συγκρούσεις στη Μ. Ασία.

Δεν είναι απολύτως σαφής και γνωστή η στάση και το φρόνημα του ελληνικού Στρατού και δη της Στρατιάς Θράκης.

Υπάρχουν αναφορές ότι ο νέος Έλληνας αρχιστράτηγος Νίδερ ζήτησε να παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη στην Κωνσταντινούπολη και να βαδίσει ταχύτατα προς τον Βόσπορο.

Τελικά όμως κανείς δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων ούτε ακόμη και η επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά (τυπικά πρόεδρος της πολιτικής κυβέρνησης από τις 17 Σεπτεμβρίου ήταν ο Σωτήριος Κροκιδάς) η οποία με σύνθημα «Ελλάς-Σωτηρία» και εκδήλωσε στρατιωτικό κίνημα σε Χίο και Λέσβο στις 11 Σεπτεμβρίου και στις 12 τα επαναστατικά στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό την Αττική και πιο συγκεκριμένα το Λαύριο όπου και αποβιβάστηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου.

Στις 12 Σεπτεμβρίου μάλιστα η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου είχε αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση για παράδοση της Α. Θράκης.

Τελικά το μόνο που πέτυχε η επαναστατική επιτροπή ήταν η εκδίωξη του Βασιλέα Κωνσταντίνου του Α΄ με τη θέση του να παίρνει ο γιός του και διάδοχος Γεώργιος ο Β΄. Αν και η αρχική τοποθέτηση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα – Γονατά ήταν η άρνηση της εγκατάλειψης της Α. Θράκης ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας φαίνεται να «πείστηκε» από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος τότε βρισκόταν στο Παρίσι και στον οποίο η επαναστατική επιτροπή είχε επιφορτίσει με το χειρισμό της ελληνικής διπλωματίας στο Εξωτερικό, ότι η Α. Θράκη είχε ουσιαστικά απολεστεί.

Ο ρόλος του Ελευθέριου Βενιζέλου

Ο ρόλος του Ε. Βενιζέλου στην υπόθεση της Α. Θράκης παραμένει συζητήσιμος μέχρι και σήμερα. Είναι γνωστά τα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου προς τη νέα επαναστατική κυβέρνηση: «…Επήλθον ήδη καταστροφαί ανεπανόρθωτοι… Οι τρεις μεγάλαι και πρώην σύμμαχοι ημών Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδωσιν ταύτης εις την Τουρκίαν. Ουδείς δε εχέφρων πολίτης δύναται να διανοηθεί την συνέχειαν του πολέμου προς την Τουρκίαν, με πλήρη ημών διπλωματικήν και στρατιωτικήν απομόνωσιν…», έγραφε και πρόσθετε ότι στο τέλος οι Τούρκοι θα απειλούσαν και τη Δυτική Θράκη.

Τελείωνε δε με τη δήλωση ότι, σε περίπτωση που η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να κρατήσει την Ανατολική Θράκη, τότε … «αι θερμαί ευχαί μου θα συνοδεύσουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής, όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν».

Ουσιαστικά τα λόγια αυτά του Ε. Βενιζέλου αποτέλεσαν σοκ για την επαναστατική επιτροπή.

Αυτό που όλοι περίμεναν και ήλπιζαν να ακούσουν και να διαβάσουν ήταν η διαβεβαίωση Βενιζέλου ότι ο αγώνας για την υπεράσπιση της Α. Θράκης θα έπρεπε να αποτελέσει μέγιστη αν όχι ύψιστη εθνική προτεραιότητα και παρά το δυσμενέστατο διεθνές σκηνικό προς τα ελληνικά συμφέροντα ο ίδιος θα διέθετε μέχρι και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του για να το επηρεάσει και ή το δυνατόν να το ανατρέψει προς το συμφέρον του τόπου. Τέτοια λόγια όμως ούτε ακούστηκαν ούτε και γράφηκαν σε κανένα τηλεγράφημα.

Και εάν το συγκεκριμένο ύφος των λόγων ήταν υπέρμετρο αυτό που μέσα τους ήλπιζαν Πλαστήρας και όλοι περί της επαναστατικής επιτροπής ήταν μια απλή διαβεβαίωση Βενιζέλου ότι θα εξαντλούσε κάθε περιθώριο διαπραγματεύσεων με στόχο να μην παραδοθεί η Α. Θράκη.

Η Ελλάς την εποχή εκείνη ήταν απομονωμένη στο διεθνές σκηνικό και διπλωματικά και πολιτικά και η μόνη «σωτήρια λέμβος» ήταν το «άστρο» και το διεθνές βεληνεκές του μόνου Έλληνα πολιτικού που μπορούσε να μιλήσει τη «γλώσσα» των μεγάλων δυνάμεων.

Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε εφικτό κατακρημνίζοντας ουσιαστικά το ηθικό πίσω στην Αθήνα, ότι η Α. Θράκη θα μπορούσε να σωθεί.

Το ενδιαφέρον πάντως δεδομένο είναι πως αρχικά και όπως αναφέρει ο Λόρδος Κόρζον ο Ε. Βενιζέλος ήταν απόλυτα αντίθετος έστω και με την ιδέα της παράδοσης της Α. Θράκης στους Τούρκους μέχρι του σημείου να απολέσει την ψυχραιμία του.

Κατά τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών η νύξη και μόνο της παράδοσης της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία έκανε τον Βενιζέλο να χάσει τη συνηθισμένη του ψυχραιμία δείχνοντας σφόδρα ενοχλημένος (19 Σεπτεμβρίου). Μόλις όμως μια ημέρα μετά πληροφόρησε τον Βρετανό υπουργό ότι συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση την παράδοση της Α. Θράκης.

Το τι μεσολάβησε προκαλώντας αυτή την αλλαγή στάσης του Βενιζέλου είναι άγνωστο μέχρι και τα σήμερα. Το ίδιο άγνωστο είναι και τι είπε τελικά ο Βενιζέλος στον Πλαστήρα προκειμένου να αλλάξει και ο τελευταίος τη στάση του και να αποδεχθεί το μοιραίο αυτό εθνικά τετελεσμένο.

Βέβαια όπως θα δούμε και παρακάτω η εμπλοκή του Ε. Βενιζέλου ήρθε αργά έως και απελπιστικά αργά. Η απόφαση για την παράδοση της Α. Θράκης ουσιαστικά ελήφθη από τους συμμάχους το κρίσιμο τριήμερο μεταξύ 6ης και 9ης Σεπτεμβρίου ενώ η εμπλοκή του Έλληνα πολιτικού ξεκίνησε πολύ αργότερα στις 16 Σεπτεμβρίου.

Στις 19 συναντήθηκε με τον Λόρδο Κόρζον και στις 20 Σεπτεμβρίου απλά γνωστοποίησε στην Αθήνα το άκαρπο των προσπαθειών του.

Θα μπορούσε να είχε σωθεί η Ανατολική Θράκη;

Δεν ήταν όμως οι διεθνείς συσχετισμοί αρνητικοί για τα εθνικά συμφέροντα ευθύς εξαρχής. Είναι γνωστό πως μετά την απαίτηση της Τουρκίας η βρετανική κυβέρνηση του Λόιντ Τζωρτζ και πρωτοστατούντος του Ουίνστον Τσόρτσιλ ο οποίος τότε κατείχε τη θέση του υπουργού Αποικιών προετοιμαζόταν για πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, ελπίζοντας και σε υποστήριξη και της Ελλάδος η οποία διατηρούσε την Στρατιά της Θράκης.

Μάλιστα στις 2 Σεπτεμβρίου το αγγλικό υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει να αντιμετωπίσει ένοπλα κάθε απόπειρα παραβίασης της ουδέτερης ζώνης στο Τσανάκ Καλέ από τους Τούρκους, ενώ μια αργότερα η αγγλική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι θα αντιμετωπίσει με πόλεμο την παραβίαση της ουδέτερης ζώνης από την Τουρκία. Δύο ημέρες μετά τα τουρκικά στρατεύματα θα παραβιάσουν την ουδέτερη ζώνη και δε θα συμβεί απολύτως τίποτα.

Το ελληνικό δράμα παίχθηκε ουσιαστικά και κορυφώθηκε μεταξύ της 6ης και 9ης Σεπτεμβρίου όταν οι διαβουλεύσεις, οι του Λόρδου Κόρζον στο Παρίσι κατέληξαν με την ικανοποίηση της τουρκικής απαίτησης κατόπιν έντονων γαλλικών πιέσεων.

Σε εκείνο το κρίσιμο διάστημα 6ης και 9ης Σεπτεμβρίου η Ελλάδα αντί να έχει επιστρατεύσει το σύνολο των δυνάμεών της διπλωματικών και στρατιωτικών δίνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στην Βρετανία ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει την Α. Θράκη παρέχοντας έτσι στο Λονδίνο μια καλή δικαιολογία για να μην υποκύψει στις γαλλικές πιέσεις στην Αθήνα η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου έσπευδε τρεις ημέρες μετά να κάνει δεκτή την απόφαση των αγγλογάλλων. Εκεί είχε χαθεί και η μάχη, η οποία δεν δόθηκε ποτέ.

Ταυτόχρονα οι γνωστοί Γάλλοι έσπευσαν να αποσύρουν τα στρατεύματα που διατηρούσαν στο ασιατικό τμήμα της ουδέτερης ζώνης και την οποία απειλούσε να καταλάβουν οι Τούρκοι.

Έτσι και η απροθυμία των Βρετανών να έρθουν σε πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, ακόμη ένας πόλεμος μετά τον Α΄ ΠΠ σε λιγότερο από 4 χρόνια ουσιαστικά έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της ικανοποίησης της τουρκικής απαίτησης.

Είναι γεγονός πως πολλοί στη βρετανική κυβέρνηση –μεταξύ αυτών και ο υπουργός Εξωτερικών- αρχικά δεν πίστευαν πως η Ελλάδα θα αποδέχετο μια τέτοια διευθέτηση, νομίζοντας πως η Αθήνα θα αντιδρούσε δυναμικά.

Κάτι τέτοιο ουδέποτε έγινε, η αδύναμη κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου αποδέχθηκε το αίτημα των Συμμάχων και έτσι ακόμη και όταν εκδηλώθηκε το στρατιωτικό κίνημα σε Χίο Και Λέσβο ήταν ήδη αργά καθώς οι αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων ήταν ήδη ειλημμένες.

Θα μπορούσε η επαναστατική επιτροπή έστω και στις 20 Σεπτεμβρίου κατά την έναρξη της διάσκεψης στα Μουδανιά ακόμη και σε εκείνο το σημείο να αλλάξει τον ρου των γεγονότων; Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως ναι. Ακόμη και τότε υπήρχε χρόνος για να αλλάξουν οι διεθνείς συσχετισμοί και αν ακόμη αυτό δεν ήταν δυνατό τότε ο Ελληνισμός θα εκαλείτο να δώσει τον «νυν υπερ πάντων αγών» για την εθνική σωτηρία.

Βέβαια ο Ε. Βενιζέλος είχε δώσει το στίγμα του τι θα επακολουθούσε σε μια τέτοια περίπτωση: Θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και στην απώλεια της Δυτικής Θράκης, κάτι που σημαίνει πως οι αγγλο-γάλλοι θα του είχαν κάνει σαφές πως σε μια τέτοια περίπτωση θα αντιμετώπιζαν και τις δικές τους δυνάμεις μαζί με αυτές των Τούρκων.

Από την άλλη αυτό θα μπορούσε να ήταν και μια μπλόφα, αλλά προφανώς δε θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν σε μια τέτοια περίπτωση.

Αλλά και από στρατιωτικής πλευράς οι συνθήκες δεν ήταν απόλυτα αρνητικές για την Ελλάδα. Ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης.

Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική.

Γι’ αυτό οι Άγγλοι είχαν ζητήσει την έξοδο του ελληνικού Στόλου από την Προποντίδα κατά τις ημέρες της κρίσης, πριν τη διάσκεψη ανακωχής στα Μουδανιά.

Εν κατακλείδι η απώλεια της Α. Θράκης καταγράφεται από τους ιστορικούς ως ιδιαίτερα επώδυνη καθώς δεν προήλθε από στρατιωτική ήττα όπως αυτή στη Μικρά Ασία αλλά από ατολμία, φόβο, ασυνάρτητες πολιτικές και ταραγμένο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.

Επρόκειτο για μια από τις καλύτερες μπλόφες του Κεμάλ ο οποίος εκμεταλλευόμενος ορθά την ελληνική πανωλεθρία στη Μικρά Ασία, το ευμενές για αυτόν διεθνές σκηνικό και την δυναμική που είχε τότε ως νικηφόρος στρατός πήρε αυτό που ήθελε χωρίς κανένα απολύτως κόστος. Το σημαντικότερο όμως είναι πως κανείς δεν πλήρωσε για αυτή την τραγικών διαστάσεων εθνική απώλεια.

Η επαναστατική επιτροπή μπορεί να φρόντισε να δικάσει με τη δίκη των Έξι τους υπευθύνους για την μικρασιατική καταστροφή πλην όμως λησμόνησε να δικάσει την ίδια για την απώλεια εθνικού εδάφους στην Α. Θράκη.

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ, ΑΡΧΕΛΑΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

Η θεωρία του απεριόριστου, που όμως συνδέεται με έναν νου, βρίσκεται στο ε­πίκεντρο της σκέψης του Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές (500-428), και ωστό­σο νοείται διαφορετικά από την ανάλογη θεωρία που υποστήριξαν οι ατομικοί και ο Μέλισσος. Κατά τον Αναξαγόρα, το απεριόριστο σχηματίζει μια πληρό­τητα ετερογενούς ύλης μορίων (χρήματα), όπου όλα βρίσκονται μέσα σε όλα, δηλαδή κάθε μόριο ενέχει όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντα μόρια και όλες τις ιδιό­τητες, και αυτό παίρνει τη μορφή ενός απόλυτου χάους. Κατ’ αυτή την έννοια, το απεριόριστο δεν εμφανίζεται μονάχα εν είδει προέκτασης αλλά και εν είδει «πρόθεσης», τολμώ να πω, καθώς κάθε μόριο ενέχει όλα τα υπόλοιπα, ανεξάρ­τητα από την τετελεσμένη διαίρεση που τελείται χωρίς όρια. Πιο συγκεκριμέ­να, αυτά τα χρήματα ενέχουν όλα τα άλλα χρήματα και ταυτόχρονα όλες τις ι­διότητες. Η ετερογένεια των χρημάτων καθιστά αδύνατο το κενό, καθώς το Όλον παίρνει τη μορφή μιας διαρκούς ροής. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση, που αναφέρεται σε ένα άπειρο υλικό χάος όπου τα μόρια είναι αδιαίρετα εις το δι­ηνεκές, αποσκοπεί στο να ξεπεράσει τις δυσκολίες που υψώνουν οι σκέψεις περί ασυνέχειας. Έχει το θετικό ότι αναζητά παράλληλα μια λύση στη φαινο­μενική ποικιλότητα των πραγμάτων, παρεμβάλλοντας μια διαφορετική ύλη, έ­ναν άλλο τύπο χρήματος, τον «νου», που τον διακρίνει, αντιθέτως, η απόλυτη ο­μοιογένεια. Έτσι λοιπόν, η χαοτική «ύλη», τα βασικά χρήματα, ορίζεται από μια διάταξη εφικτή λόγω της διαφορετικής ύλης, που αποτελείται από ομοιογε­νή νοητικά μόρια. Αν και αυτή η διάταξη είναι εκτατή επ’ άπειρον, παραμένει πάντοτε πεπερασμένη μέσω του απεριόριστου υπόβαθρου και προοδεύει επ’ α­όριστον με κίνηση περιοδική. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, η διαδικασία ξεκί­νησε τυχαία, χάρη στα μόρια του Νου που ξεπήδησαν από ετερογενή χρήματα, δηλαδή μέσα από την ακινησία του χαοτικού Όλου. Πρόκειται γι’ αυτό που είθισται να αποκαλείται δράση του Νου - του οποίου τα καθαυτό χρήματα ξεκι­νούν μια κίνηση κυκλικής χωροποίησης (περιχώρησις), η οποία διαφοροποιεί τα χρήματα περιορίζοντας σύνθετα πράγματα. Με τη διεύρυνση αυτής της κυ­κλικής κίνησης σχηματίζεται η ποικιλότητα των πραγμάτων του Σύμπαντος.

Ο Νους, επομένως, συνδράμει στην ετερογενή ροή για να εξηγήσει την τάξη και τις ποικίλες εκφάνσεις διαφοροποιώντας τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης δια­κρίνει στον Νου, εσφαλμένα νομίζω, ένα είδος από μηχανής θεού που πασχίζει μάταια να επιλύσει το πρόβλημα της δημιουργίας των πραγμάτων. Στην πραγμα­τικότητα, ο Αριστοτέλης εισάγει αυτή τη διαφοροποιητική αρχή κατά τον συνή­θη εκείνη την εποχή τρόπο, που προϋποθέτει την προσαρμογή του στη γενική οι­κονομία της σκέψης. Την εκλαμβάνει ως ένα χρήμα ολωσδιόλου αντίθετο με τα δύο άλλα χρήματα, στο μέτρο που θεωρείται ομοιογενές και όμοιο με τον εαυτό του, άρα ολότελα διαφορετικό από τα ετερογενή χρήματα, που πάντοτε διαφέ­ρουν από τον εαυτό τους. Η ριζική αυτή αντίθεση αποκλείει τη συγχώνευση του νοητικού χρήματος με τα ετερογενή χρήματα, με αποτέλεσμα η νοητική ύλη να βρίσκεται μετέωρη λόγω της ίδιας της διαφοράς της, όπως το λάδι παραμένει α­διάλυτο μέσα στο νερό. Θα δούμε ότι υπάρχει μονάχα φαινομενική συγγένεια ανάμεσα στα χρήματα του Αναξαγόρα και τα άτομα των ατομικών, διότι τα χρή­ματα είναι αδιαίρετα επ’ άπειρον (ενώ τα άτομα είναι άτμητα μόρια) και, επι­πλέον, προΐστανται σε μια συνεχή πραγματικότητα, εκεί ακριβώς όπου τα άτομα θεμελιώνουν μια καταγωγική ασυνέχεια. Εν dipει της συγκεκριμένης φυσικής του συνεχούς, ποια είναι άραγε η σημασία της διαφοροποίησης χάρη στη δράση των ομοιογενών νοητικών χρημάτων διαμέσου των ετερογενών χρημάτων,

Η κοσμογονική διαδικασία που εισηγείται ο Αναξαγόρας υποθέτει ότι στην απαρχή του κόσμου όλα ήταν ακίνητα εξίσου όσο και αφανή. Τη στιγμή όμως που πυροδοτήθηκε τυχαία η διαδικασία της περιστροφικής χωροποίησης χάρη στα νοητικά μόρια, άρχισε να αναδύεται σταδιακά ένας διακριτός κόσμος. Η διαδικασία αυτή, που περιχαρακώνει έναν χώρο και παράγει πολλαπλούς πε­περασμένους κόσμους, σε συνεχή επέκταση ανάλογα με τις κυκλικές κινήσεις, διαφοροποιεί τα πράγματα σύμφωνα με τις εκάστοτε επικρατούσες ύλες και ι­διότητες. Με άλλα λόγια, τα ποικίλα πράγματα δημιουργούνται χάρη στις τα­χείες αρχικές κινήσεις, ανάλογα με την ανάδυση και τη συγκέντρωση όμοιων μορίων που σε κάθε πράγμα ελέγχουν όλα τα υπόλοιπα, πάντοτε παρόντα μέ­σα στο πράγμα. Χάρη στη θέση που υποστηρίζει ότι κάθε ετερογενές χρήμα ε­νέχει όλα τα ενδεχόμενα χρήματα, η συσσώρευση όμοιων χρημάτων ποσοτικά επικρατέστερων (για παράδειγμα φύλλο, πράσινο χρώμα, μαλακότητα κ.λπ.) διαφοροποιεί επ’ άπειρον τα πράγματα. Στις διαδικασίες αυτές, ακόμη και ο νους δύναται να συσσωρευτεί, δείχνοντας ότι σε ορισμένα όντα, όπως ο άν­θρωπος, η παρουσία του νου είναι σαφώς μεγαλύτερη. Έτσι λοιπόν, ο άνθρω­πος διαθέτει νοητικές ιδιότητες ικανές να διακρίνουν τους ελιγμούς του κοσμι­κού Νου που ανήκει στην ίδια φύση με τον ανθρώπινο νου, φυσικό αποτέλεσμα του πρώτου. Χάρη στον νόμο που ορίζει ότι το όμοιο ταιριάζει με το όμοιο, ο άνθρωπος διακρίνει και κατανοεί τα πράγματα σε συνάρτηση με τη διαφορο­ποίηση που επιτελούν τα νοητικά χρήματα. Κατ’ αυτή την έννοια, η νόηση δεν χρειάζεται να νοεί το Είναι ως προϋπόθεση της συνέχειας (Παρμενίδης), αφού η συνθήκη αυτή τοποθετείται εφεξής στην ομοιογενή και συνεχή αρχή που ε­γκλείει η πραγματικότητα εν τω γίγνεσθαι, δηλαδή ο κοσμικός Νους.

Βρίσκουμε λοιπόν στον Αναξαγόρα την πρώτη ουσιαστική απόπειρα κατα­νόησης των πραγμάτων μέσα από μια μορφή ομοιότητας, και μάλιστα ταυτότη­τα ανάμεσα στη νόηση και τον ορισμό των πραγμάτων. Ο νους γίνεται το μέτρο για όλα τα πράγματα, όχι πια ως ανθρώπινος νους αλλά ως κοσμικός Νους στον οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει υλικά και νοητικά. Ο τρόπος εντούτοις με τον ο­ποίο ο Αναξαγόρας εισηγείται την παρούσα προβληματική του νου, ξεκινώντας δηλαδή από μια τυχαία απαρχή, σημαίνει ότι μια χωρικά διαφορετική απαρχή γέννησε διαφορετικούς κόσμους. Καθώς τα καταγωγικά σημεία γίνονται άπει­ρα, συμπεραίνεται παρευθύς το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός άπειρου αριθμού διαφορετικών κόσμων. Τούτο συνεπάγεται επίσης ότι το σύμπαν μας είναι απο­τέλεσμα του πρωταρχικού τυχαίου, χωρίς προκαθορισμένο σκοπό. Ακόμη, η αντικειμενοποίηση του Νου μέσα στη γνώση υπόκειται αποκλειστικά και μόνο στον κόσμο που του παρείχε τη δυνατότητα να νοεί όσα ο κοσμικός Νους κατέ­στησε δυνατά. Αναφορικά με το συγκεκριμένο σημείο, οι επόμενες γενιές -και κυρίως οι μαθητές του Αναξαγόρα- θα διατυπώσουν κάποιες αποκλίνουσες α­πόψεις, εγκαινιάζοντας μια ιστορία του νου και της νόησης που θα αντηχεί μέ­χρι τα μέσα του Μεσαίωνα, κατά κύριο λόγο με την εμφάνιση της αραβικής σκέψης, που θα φέρει σε πρώτη γραμμή τις εκφάνσεις του κοσμικού και υπερ­βατικού νου. Θα ήταν, επομένως, αδύνατον να αποσιωπηθεί ο ιστοριακός χα­ρακτήρας της ανάλυσης του Αναξαγόρα, ακόμη και αν ο τρόπος με τον οποίο εισηγήθηκε τη σκέψη του φαντάζει ανοίκειος στην εποχή μας.

Θρυλείται ότι διάδοχος του Αναξαγόρα στη Σχολή της Λαμψάκου υπήρξε ο Αρχέλαος (5ος αι.). Δύσκολα προσμετράται η βαρύτητα αυτού του συγγραφέα, που λέγεται ότι άσκησε επιρροή στον Σωκράτη. Το γεγονός ότι ο Θεόφραστος ανέλυσε τη νόησή του σε κάποιο χαμένο σύγγραμμά του μαρτυρεί τη σημασία της, όμως η αβεβαιότητα μεγαλώνει καθώς διαπιστώνουμε ότι οι αρχές που με­τέρχεται θέλοντας να εξηγήσει το γίγνεσθαι ποικίλλουν ανάλογα με τις πηγές. Πιθανολογείται ότι ήταν η γη (Επιφάνης), ο αέρας (Σέξτος Εμπειρικός), το θερ­μό και το ψυχρό (Ιππόλυτος, Ερμίας), είτε, ακόμη, ένας απεριόριστος αριθμός αρχών που σχηματίζονται από ομοιομερή (Σιμπλίκιος). Το πιθανότερο είναι να στάθηκε σε δύο αρχές: το θερμό που αποσυνδέει και το ψυχρό που συνδέει, η δράση των οποίων σε καθένα από τα στοιχεία (αέρα, φωτιά, νερό, γη) παράγει μέσω αραίωσης και συμπύκνωσης ένα άλλο στοιχείο. Η γη, που προήλθε από συμπύκνωση, δηλαδή από το ψύχος που δημιουργεί τον «σύνδεσμο», μας επι­τρέπει να εξηγήσουμε ότι η Γη παραμένει ακίνητη στο κέντρο όπου δημιουργούνται τα έμβια όντα μέσω φυσικών διαδικασιών, και ότι, αντιθέτως, ο αέρας, που προήλθε από αραίωση, υψώνεται και δεσπόζει στο Όλον, μιας και οι μετα­μορφώσεις του δημιουργούν τα άστρα, τον ήλιο κ.λπ. Όλες οι διαδικασίες είναι αποτέλεσμα αναμίξεων, έτσι ώστε ακόμη και ο νους, που αποτελείται κυρίως α­πό αέρα, σχηματίζει ένα μίγμα και εμπεριέχεται με τη σειρά του μέσα σε άλλα στοιχεία, συνενώνοντας και αποσυνδέοντας τα μόρια που τα απαρτίζουν. Έτσι, ο Αρχέλαος ανατρέπει τη σκέψη του Αναξαγόρα, καθώς ο νους προϋποθέτει κάποια ανάμιξη και, αντιστρόφως, τα στοιχεία αποτελούνται από μόρια, όχι πλέον ετερογενή αλλά παρόμοια ομοιογενή, που ονομάζονται ομοιομερή. Ό­πως και ο αέρας που τον συνθέτει, έτσι και ο νους είναι απεριόριστος, με απο­τέλεσμα να δημιουργείται ένας άπειρος αριθμός κόσμων. Ακόμη, εφόσον ο νους βρίσκεται σε όλα τα πράγματα, βρίσκεται και στα ζώα, που τον χρησιμο­ποιούν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα αν η νόησή τους είναι αργή ή ταχεία. Οι άνθρωποι, που διαθέτουν γρήγορη νοητική δραστηριότητα, κατορθώνουν να παράγουν νόμους και πολιτείες, τέχνες κ.ο.κ. Στο τελευταίο αυτό σημείο ο Αρ­χέλαος μοιάζει να πλησιάζει τον Αναξαγόρα, κατά τα άλλα όμως η σκέψη του προδίδει βαθιά απείθεια, που πασχίζει να ξεπεράσει τον ριζικό δυϊσμό που δια­πνέει τη σκέψη του δασκάλου. Η κατάληξη αυτής της αναζήτησης ενότητας οδη­γεί σε έναν άλλο μαθητή του Αναξαγόρα, τον Διογένη τον Απολλώνιο.

Τη σκέψη του Διογένη του Απολλώνιου (470-;) διακωμώδησε ο Αριστοφά­νης στις Νεφέλες, παρουσιάζοντάς την σαν μια αόριστη σκέψη που πιθανότατα επηρέασε τον Σωκράτη. Η υπόθεση αυτή φαίνεται πιο αληθοφανής από μια εν­δεχόμενη επιρροή του Αρχέλαου, καθώς συναντάμε στον Διογένη ένα στοιχείο που απουσιάζει τόσο από τη σκέψη του Αναξαγόρα όσο και από τη σκέψη του Αρχέλαου: τη θεία Πρόνοια. Απαρνούμενος τον δυϊσμό του Αναξαγόρα καθώς και τον ανάμικτο χαρακτήρα του Νου του Αρχέλαου, ο Διογένης κρατά ως θε­μελιώδες στοιχείο τον Αέρα, ανατρέχοντας έτσι εν μέρει στον Αναξιμένη, προσδίδοντας όμως στον Αέρα μια ικανότητα εσωτερικής διαφοροποίησης και μια κυκλική διαδικασία ως νοήμονα δραστηριότητα. Επομένως, ο Αέρας δεν εμφανίζεται πλέον ως νους αλλά ως νόηση. Η δράση του, που παραλληλίζεται με ένα αρδευτικό σύστημα μέσα σε ένα σύμπαν το οποίο διατρέχεται από πό­ρους και κανάλια, πραγματοποιείται σε δύο ξεχωριστές φάσεις: αρχικά, και μέσω της εσωτερικής της διαφοροποίησης, η νόηση πυροδοτεί διαδικασίες που διέπονται από τον νόμο του ιδίου, από όπου πηγάζει η περιοδικότητα των φυ­σικών φαινομένων (ημερήσιες κινήσεις, διαφορετικές εποχές κ.ά.)· στη συνέ­χεια, και μέσω της δράσης των περιοδικοτήτων, δημιουργείται απεριόριστος α­ριθμός ποικίλων πραγμάτων, τα οποία εκδηλώνονται στο παρόν.

Θέλοντας να επισημάνει αυτή τη διαφορά, ο Διογένης χρησιμοποιεί δύο ό­ρους απροσμέτρητης ιστοριακής αξίας: τα πράγματα που είναι (τα όντα) και τα πράγματα που είναι τώρα στο παρόν (τα εόντα νυν). Ενώ η δεύτερη έκ­φραση γεφυρώνει τη σκέψη του Διογένη με το παρελθόν, η πρώτη εγκαινιάζει τη νέα προβληματική του όντος που μας καθορίζει ακόμη και σήμερα. Η προ­σθήκη χρονικής έμφασης (τώρα) στην περίπτωση των «πραγμάτων που είναι στο παρόν» (εόντα) δείχνει ότι τα εφήμερα πράγματα εκδηλώνουν κάποια πα­ρουσία μονάχα στο σύγχρονο παρόν. Από την άλλη, ο όρος «όντα» αντιπαρατάσσει μια σταθερότητα προβάλλοντας το «ίδιο» - «όλα τα πράγματα που είναι (τα όντα) διαφοροποιούνται με αφετηρία το ίδιο και είναι ίδια», ανάγοντας τα «πράγματα» σε σταθερά «όντα». Με την εισαγωγή της έννοιας του «όντος» στον πυρήνα του γίγνεσθαι της νόησης ως ρυθμιστικού παράγοντα των διαδι­κασιών που προκαλούν πράγματα στο σύγχρονο παρόν, διανοίγεται μια σημα­ντική δίοδος για τη μεταγενέστερη φυσική: συναρμόζεται πιο άμεσα με τη χρονικότητα και εφεξής δίνει έμφαση σε σταθερά σημεία αναφοράς, που είναι ταυτόχρονα συνθήκες περιοδικής πραγμάτωσης των φαινομένων και νοητότητας. Η έννοια του «όντος» αντικαθιστά κατά μία έννοια την πυθαγόρεια έννοια του «αριθμού», που διαδραμάτιζε τον ίδιο διαμεσολαβητικό ρόλο, με τον κίν­δυνο όμως να περιστείλει τη νοητότητα σε ασυνεχείς δομές τις οποίες ορισμέ­νοι πυθαγόρειοι - όπως ο Αρχύτας από τον Τάραντα - θα βαλθούν να ξεπεράσουν. Την ιστορική σύνθεση των δύο ρευμάτων σκέψης θα πραγματοποιήσει ο Πλάτων, ξεπερνώντας τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα με Ιδέες, οι οποίες θεωρούνται ακόμη πιο ξεκάθαρα όντα, και μάλιστα ουσίες. Συνυπολο­γίζοντας ότι στον Διογένη η Νόηση γεννά πράγματα προνενοημένα σε σχέση με το άριστο, διακρίνουμε την έλευση μιας τελεολογικής κοσμο­γονίας στην οποία επανέρχεται ο Πλάτων μετά τον Σωκράτη και τη θεμελιώνει με βάση την ιδέα του Καλού, υπερούσιας και πρώτης αρχής.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΣΟΦΟΙ

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Σ’ ένα χαμένο σήμερα διάλογο Περί Φιλοσοφίας ο Αρι­στοτέλης μνημόνευε τους μεγάλους κατακλυσμούς που κατα­στρέφουν περιοδικά την ανθρωπότητα και διέγραψε τα στάδια από τα οποία πρέπει να περάσουν κάθε φορά οι ελάχιστοι επιζώντες και οι απόγονοί τους για να ξαναφτιάξουν τον πολιτι­σμό: έτσι εκείνοι που σώθηκαν από τον κατακλυσμό του Δευκα­λίωνα χρειάστηκε εν πρώτοις να ανακαλύψουν εκ νέου τα στοι­χειώδη μέσα επιβίωσης και εν συνεχεία να ξαναβρούν τις τέχνες που ομορφαίνουν τη ζωή. Σ’ ένα τρίτο στάδιο, συνέχιζε ο Αριστοτέλης, «έστρεψαν το βλέμμα τους προς την οργάνωση της Πόλης, επινόησαν τους νόμους και όλους τους δεσμούς που ενώνουν τα μέρη μιας πόλης και αυτή την επινόηση την ονόμασαν Σοφία. Με τη σοφία αυτή (προγενέστερη της φυσι­κής επιστήμης, της φυσικής θεωρίας και της ανώτατης Σοφίας που έχει ως αντικείμενο τα θεία πράγματα) ήσαν εφοδιασμένοι οι Επτά Σοφοί, που ακριβώς επινόησαν τις καθαυτό αρετές του πολίτη»[1].

Θα ήταν μάταιο να θελήσει κανείς να στηρίξει ένα ιστορι­κό συμπέρασμα πάνω σ’ αυτό το παραδοσιακό δεδομένο των Επτά Σοφών: ο κατάλογος των Επτά είναι ρευστός και ποικίλος, δεν τον ενδιαφέρει ούτε η χρονολογία ούτε η αληθοφάνεια. Πάντως, ο πολιτικός και κοινωνικός ρόλος που αναγνωρίστηκε στους Σοφούς και τα αποφθέγματα που τους αποδίδονται επιτρέπουν τον παραλληλισμό ανθρώπων που, κατά τα άλλα, όλα τούς χωρίζουν: ενός Θαλή, που συνδυάζει μαζί με τόσες άλλες ικανότητες και εκείνην του δημόσιου άνδρα, ενός Σάλω­να, ελεγειακού ποιητή και διαιτητή των αθηναϊκών πολιτικών αγώνων, που αρνείται την τυραννία, ενός Περιάνδρου, τυράν­νου της Κορίνθου, ενός Επιμενίδη, το χαρακτηριστικό ακριβώς είδος του εμπνευσμένου μάγου, του θείου ἀνδρός, που τρέφε­ται με μολόχες και ασφοδέλους και του οποίου η ψυχή εγκατα­λείπει το σώμα κατά βούληση. Μέσα από ένα κράμα καθαρά θρυλικών δεδομένων, από ιστορικούς υπαινιγμούς, πολιτικά γνωμικά και ηθικά στερεότυπα, η λίγο-πολύ μυθική παράδοση των Επτά Σοφών μάς επιτρέπει να γνωρίσουμε και να κατανοή­σουμε μια στιγμή κοινωνικής ιστορίας. Στιγμή κρίσης που αρχίζει στα τέλη του 7ου αιώνα και φουντώνει τον 6ο αιώνα, περίοδο ταραχών και εσωτερικών συγκρούσεων, της οποίας αντιλαμβανόμαστε μερικούς από τους οικονομικούς όρους και την οποία οι Έλληνες έζησαν, στο θρησκευτικό και ηθικό επίπεδο, ως ένα είδος αμφισβήτησης ολόκληρου του συστήμα­τος αξιών και προσβολής αυτής της ίδιας της τάξης του κόσμου και ως μια κατάσταση αμαρτίας και άγους.

Επακόλουθο αυτής της κρίσης θα είναι, στο πεδίο του δικαίου και της κοινωνικής ζωής, οι μεταρρυθμίσεις με τις οποίες συνδέονται συγκεκριμένα εξίσου καλά μάντεις-καθαρτές όπως ο Επιμενίδης και νομοθέτες όπως ο Σόλων, αἰσυμνῆτες (διαιτητές) όπως ο Πιττακός ή τύραννοι όπως ο Περίαν­δρος. Θα είναι ακόμα, στο διανοητικό πεδίο, η προσπάθεια να χαραχθεί το πλαίσιο και να εκπονηθούν οι θεμελιώδεις έννοιες της νέας ελληνικής ηθικής. Θα μπορούσε κανείς να πει, με κίνδυνο να δώσει ένα πολύ γενικό διάγραμμα, ότι η αφετηρία της κρίσης έχει οικονομικό χαρακτήρα, ότι στην αρχή εμφανίζεται με τη μορφή θρησκευτικού και ταυτόχρονα κοινωνικού αναβρασμού, αλλά, μέσα από τις ιδιάζουσες συν­θήκες της πόλης, οδηγεί τελικά στη γένεση ενός ηθικού και πολιτικού στοχασμού, κοσμικού χαρακτήρα, που αντιμετωπίζει τα προβλήματα της τάξης και της αταξίας στον ανθρώπινο κόσμο με τρόπο καθαρά θετικό.

Οι οικονομικές μεταβολές — που κατ’ ανάγκη περιοριζό­μαστε απλώς να υπενθυμίσουμε — συνδέονται μ’ ένα φαινόμε­νο, η σημασία του οποίου φαίνεται εξίσου καθοριστική και για το πνευματικό επίπεδο: την ανανέωση και ανάπτυξη των επαφών με την Ανατολή, που είχαν διακοπεί με την πτώση της μυκηναϊκής αυτοκρατορίας. Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι σχέσεις αποκαθίστανται κατά τον 8ο αιώνα με τη μεσολάβηση των Φοινίκων θαλασσοπόρων. Στις ακτές της Ιωνίας οι Έλλη­νες έρχονται σ’ επαφή με την ενδοχώρα της Ανατολίας και ιδίως με τη Λυδία. Στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα όμως, η οικονομία των πόλεων, στην Ευρώπη και στην Ασία, στρέφε­ται αποφασιστικά προς το εξωτερικό. Οι θαλάσσιες μεταφορές θα υπερβούν κατά πολύ τότε τα όρια της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, που αποκαθίσταται στο ρόλο της ως οδού επικοινωνίας. Η ζώνη των ανταλλαγών επεκτείνεται στη Δύση ώς την Αφρική και την Ισπανία, και στην Ανατολή ώς τη Μαύρη θάλασσα[2]. Η διεύρυνση αυτή του θαλάσσιου ορίζοντα ανταποκρίνεται εξάλλου σε μια πολύ επιτακτική ανάγκη: η δημογραφική ανάπτυξη θέτει το πρόβλημα των δημητριακών τόσο εντονότερα, όσο η ελληνική γεωργία τείνει στο εξής να ευνοεί τις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες, όπως το αμπέλι και την ελιά, τα προϊόντα των οποίων μπορούν ακριβώς να εξαχθούν και να ανταλλαγούν. Αναζήτηση γης, αναζήτηση τροφής, αναζήτηση επίσης μετάλλων, αυτός είναι ο τριπλός αντικειμενι­κός σκοπός που μπορεί κανείς να συνδέσει με την ελληνική εξάπλωση διαμέσου της Μεσογείου. Κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων, σε μιαν Ελλάδα απομονωμένη και στερού­μενη μετάλλων και μεταλλευτικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, ο χρυσός και ο άργυρος έγιναν σπάνιοι, όταν δεν είχαν εξαφα­νιστεί. Από τον 8ο αιώνα ανοίγουν νέες πηγές εφοδιασμού σε πολύτιμα μέταλλα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα, η ποσότητα χρυσού, αργύρου και ηλέκτρου που τέθηκε σε κυκλοφορία στον ελληνικό κόσμο αυξάνεται· η χρήση τους, υπό διάφορες μορφές, αναπτύσσεται: κοσμήματα, χρυσοχοΐα, προσωπικά αντικείμενα, αφιερώματα, συσσωρευμένος ιδιωτι­κός πλούτος ή αποθησαυρισμένος σε ναούς και, τέλος, μετά την επινόησή της στα τέλη του 7ου αιώνα από τους βασιλιάδες της Λυδίας, νομισματοκοπία.

Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν επακριβώς οι αλλαγές που επιφέρει στην κοινωνική δομή ο προσανατολισμός αυτός ενός ολοκλήρου τομέα της ελληνικής οικονομίας προς το θαλάσσιο εμπόριο. Ελλείπει άμεσων αποδείξεων, δεν μπορεί κανείς παρά να συναγάγει ορισμένα συμπεράσματα για τη φύση και την έκταση του φαινομένου αυτού από τις φιλολογι­κές μαρτυρίες που αφορούν τις νέες μορφές ευαισθησίας και σκέψης. Η λυρική ποίηση αποτελεί, ως προς το θέμα αυτό, πολύτιμη πηγή. Δείχνει ότι η επίδραση της Ανατολής δεν εκδη­λώνεται μόνο στην κεραμική, στα εικονογραφημένα θέματα και στην εξωτερική όψη της καθημερινής ζωής. Γοητευμένη από την πολυτέλεια, τη λεπτότητα και την αφθονία, η ελληνική αριστοκρατία του 7ου αιώνα εμπνέεται ως προς τις προτιμή­σεις και τα ή8η της από αυτό το μεγαλοπρεπές και εκλεπτυσμέ­νο ιδανικό της αβροσύνης που χαρακτηρίζει τον ανατολικό κόσμο[3]. Η επίδειξη του πλούτου γίνεται έκτοτε ένα από τα στοιχεία του γοήτρου των γενών, ένα μέσο που προστίθεται στην πολεμική αξία και στους θρησκευτικούς τίτλους για να σημειώσει την υπεροχή και να εξασφαλίσει την κυριαρχία επί των αντιπάλων. Δρώντας στη σφαίρα του πλούτου, όπως και σε άλλες, η αριστοκρατική Ἔρις επενέργησε στους κόλ­πους της ελληνικής κοινωνίας σαν ζιζάνιο αποσύνθεσης και διαίρεσης. Νέοι χαρακτήρες εμφανίζονται ακόμη και στους ίδιους τους κόλπους της τάξης των ευγενών: ο καλοαναθρεμμέ­νος άνθρωπος, ο καλός κἀγαθός, ο οποίος, από πνεύμα κερδο­σκοπικό ή από ανάγκη, ρίχνεται στις θαλάσσιες μεταφορές. Ένα μέρος της αριστοκρατίας μεταμορφώνεται: όπως γράφει ο Louis Gernet, περνά από το στάδιο του «φεουδάρχη» σ’ εκείνο του «ευγενούς γαιοκτήμονα» (gentleman farmer)[4]. Κά­νει τότε την εμφάνισή του ένα νέο είδος εγγείου ιδιοκτήτη, ο οποίος μεριμνά για την απόδοση της γης του, εξειδικεύει την καλλιέργειά της και ζητεί να την επεκτείνει, ενδιαφερόμε­νος για το «απόθεμα» αυτό που παραμένει ελεύθερο, κοντά στα «υποστατικά των δουλοπαροίκων» και στους κλήρους των ελεύθερων μικρών καλλιεργητών, και προσφέρεται για επιχει­ρήσεις εκχέρσωσης. Ο ευγενής — που είναι τώρα και πλούσιος — επεκτείνει την κατοχή του στην εσχατιά σε βάρος των κοινο­τήτων των χωριών. Μπορεί μάλιστα και να ιδιοποιείται τα κτή­ματα των ανθρώπων που έχουν υποχρεώσεις προς αυτόν: πελα­τών ή ενδεχομένως οφειλετών. Η συγκέντρωση της εγγείου ιδιοκτησίας στα χέρια πολύ λίγων, η υποδούλωση του μεγαλύ­τερου μέρους του δήμου, που περιήλθε στην κατάσταση του «ἑκτημόρου», κάνουν το αγροτικό ζήτημα πρόβλημα-κλειδί της αρχαϊκής αυτής περιόδου. Χωρίς αμφιβολία αναπτύσσεται ένας πληθυσμός τεχνιτών, που σε ορισμένους τομείς, όπως είναι η κεραμική και η μεταλλουργία, υπήρξε σχετικά πολυά­ριθμος (πρέπει να επισημανθεί ως προς αυτό ένα τεχνικό γεγονός μεγάλης βαρύτητας: η μεταλλουργία του σιδήρου αντι­καθιστά, στα τέλη του 8ου αιώνα, για τα αντικείμενα τρέχουσας παραγωγής, εκείνην του χαλκού). Μαζί με τους μικροκαταστηματάρχες και το σύνολο του μικρού λαού, που ζει, στην παρα­λία και στο λιμάνι, από τη θάλασσα, οι τεχνίτες σχηματίζουν, ακόμη και μέσα στην πόλη, που είναι ο τόπος διαμονής της αριστοκρατίας, μια νέα κοινωνική κατηγορία, της οποίας η σημασία θα μεγαλώνει συνεχώς. Στον 7ο όμως αιώνα, η ζωπυρούμενη αντίθεση μεταξύ «αστών» και «κατοίκων της υπαί­θρου» ορθώνει εναντίον των ευγενών, που ζουν στο αστυ, στην πόλη, όπου βρίσκονται τα δημόσια οικοδομήματα τα συνδεό­μενα με την αρχή, μια τάξη χωρικών, η οποία είναι υποχρεωμέ­νη να τους θρέφει και που αποτελείται από τον πληθυσμό των περιφερειακών χωριών, των δήμων.

Οι τεχνικές και οικονομικές μεταβολές που μνημονεύσα­με δεν περιορίζονται στον ελληνικό κόσμο. Οι φοινικικές πό­λεις, σε πλήρη εμπορική ανάπτυξη από τον 9ο αιώνα, γνώρισαν ανάλογες εξελίξεις[5]. Αυτό που ξεχωρίζει την περίπτωση της Ελλάδας είναι η αντίδραση που οι εξελίξεις αυτές προκαλούν στην ανθρώπινη ομάδα: η άρνησή της να δεχθεί μια κατάσταση που αισθάνθηκε και κατήγγειλε ως καθεστώς ανομίας, η αναχώνευση της όλης κοινωνικής ζωής για να μπορέσει αυτή να οργανωθεί στο πνεύμα των κοινοτικών και εξισωτικών φιλο­δοξιών, των οποίων η ανάγκη γινόταν πολύ περισσότερο αισθητή στην εποχή αυτή του Σιδήρου, όπου οι ισχυροί έχουν χάσει κάθε αίσθημα αιδούς, όπου η Αιδώς αναγκάστηκε να εγκαταλείπει τη γη για τον ουρανό, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στο ξέσπασμα των ατομικών παθών και στην Ὕβριν. Οι φιλοδοξίες αυτές εμφανίζονται όλο και περισσότερο ισχυρές, όσο οι κοινωνικές σχέσεις σημαδεύονται από τη βία, το δόλο, την αυθαιρεσία και την αδικία. Η ανανεωτική προσπάθεια εκδηλώνεται σε περισσότερα επίπεδα: είναι συνάμα θρησκευτική, νομική, πολιτική και οικονομική. Έχει ως μόνιμο στόχο τον περιορισμό της δύναμης των γενών, θέλει να βάλει όρια στη φιλοδοξία τους, στην πρωτοβουλία τους, στη θέλησή τους για δύναμη, υποτάσσοντάς τα σ’ έναν γενικό κανόνα, του οποίου η εξαναγκαστική δύναμη εφαρμόζεται εξίσου σε όλους... Αυτός ο υπέρτατος κανόνας είναι η Δίκη, την οποία ο Μάγος επικαλείται ως θεϊκή δύναμη, ο νομοθέτης κυρώνει με τους νόμους του, και από την οποία μπορεί κάποτε να εμπνέεται ο τύραννος, έστω κι αν την εκφυλίζει επιβάλλοντάς την με τη βία. Αυτή είναι που οφείλει να καθιερώσει μεταξύ των πολιτών μια σωστή ισορροπία που να εξασφαλίζει την ευνομία: τη δίκαιη κατανομή των βαρών, των τιμών, της εξου­σίας μεταξύ των ατόμων και των μερίδων που συνθέτουν το κοινωνικό σώμα. Έτσι η Δίκη συμφιλιώνει και εναρμονίζει αυτά τα στοιχεία για να τα κάνει μία και μοναδική κοινότητα, μια πόλη ενιαία.

Οι πρώτες μαρτυρίες του νέου πνεύματος αγγίζουν ορι­σμένα θέματα Δικαίου. Η νομοθεσία για την ανθρωποκτονία σημαδεύει τη στιγμή που ο φόνος παύει να είναι ιδιωτική υπόδεση, εκκαθάριση λογαριασμών μεταξύ γενών. Η εκδίκηση του αίματος, που περιοριζόταν σ’ ένα στενό κύκλο, αλλά που ήταν υποχρεωτική για τους συγγενείς του νεκρού και μπο­ρούσε να προκαλέσει ένα φαύλο κύκλο από εκδικήσεις και αντεκδικήσεις, υποκαθίσταται από την οργανωμένη στα πλαί­σια της πόλης καταστολή, που ελέγχεται από την ομάδα και τελεί υπό την εγγύηση της κοινότητας αυτοπροσώπως. Ο φο­νιάς δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο άγους μόνο για τους συγγενείς του αλλά για ολόκληρη την κοινότητα. Αυτή η γενί­κευση της καταδίκης του εγκλήματος, η φρίκη που εμπνέει στο εξής κάθε είδος φόνου, ο βραχνάς του μιάσματος που μπορεί να αντιπροσωπεύει για μια πόλη, για μια χώρα, το αίμα που χύθηκε, η αξίωση μιας εξιλέωσης, που να είναι ταυτόχρονα και κάθαρση του κακού, όλες αυτές οι αντιδράσεις συνδέονται με τη θρησκευτική αφύπνιση, που εκδηλώνεται στην ύπαιθρο με το φούντωμα της διονυσιακής λατρείας, η οποία και προσλαμβάνει, σε περισσότερο εξειδικευμένους κύκλους, τη μορφή κινήματος μυστικών ομοδοξιών όπως εκεί­νη των «Ορφικών». Εκτός από «διδασκαλία» για το πεπρωμένο των ψυχών, την τιμωρία τους στον Άδη, την κληρονομικότητα του αμαρτήματος, τον κύκλο των μετεμψυχώσεων και την κοινό­τητα όλων των έμψυχων όντων, αυτή η θρησκευτική ανανέωση χαρακτηρίζεται από την καθιέρωση διαδικασιών καθαρμού συναφών προς τις νέες δοξασίες. Στο ένατο βιβλίο των Νόμων, ο Πλάτων, πραγματευόμενος το θέμα της ανθρωποκτονίας, θα αισθανθεί ακόμη την ανάγκη να αναφερθεί ρητά στο δόγμα, στο λόγο, των «ιερέων που επιμελούνται τα του τελευτάν». Μεταξύ αυτών των μάγων-καθαρτών, η μορφή του Επιμενίδη ξεχωρίζει με ιδιαίτερα ανάγλυφο τρόπο. Ο Πλούταρχος τον αποκαλεί Σοφό περί τα θεία, προικισμένο με «ενθουσιαστικήν και τελεστικήν σοφίαν»[6]. Αυτός καλείται στην Αθήνα για να εξαλείφει το μίασμα που βαραίνει πάνω στην πόλη μετά το φόνο των Κυλωνιδών. Εμπνευστής καθαρτηρίων ιεροτελε­στιών, είναι επίσης εμπνευσμένος μάντης του οποίου η γνώση, μας λέγει ο Αριστοτέλης, αποκαλύπτει το παρελθόν, όχι το μέλλον: το χάρισμά του της διπλής θέασης φέρνει πράγματι στο φως τα παλαιά αμαρτήματα. Φανερώνει τα αγνοούμενα εγκλήματα, των οποίων το άγος προκαλεί, στα άτομα και στις πόλεις, μια κατάσταση ταραχής και νοσηρότητας, το εξωφρενι­κό παραλήρημα της μανίας, που συνοδεύεται από αταξίες, βιαιότητες και φόνους. Αυτός όμως ο θρησκευτικός μεταρρυθ­μιστής, ιδρυτής ναών και ιεροτελεστιών, εμφανίζεται και ως πολιτικός σύμβουλος, τον οποίον ο Σόλων προσεταιρίζεται στο νομοθετικό του έργο. Κι αυτό γιατί στο βάθος, και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για δραστηριότητα του αυτού προ­σανατολισμού, η οποία σκοπεύει, τόσο στο ένα όσο και στο άλλο επίπεδο, στο να ρυθμίσει την κοινωνική ζωή, να συμφι­λιώσει και να ενοποιήσει την πόλη. Στο έργο του «Βίος του Σόλωνος» ο Πλούταρχος, υπογραμμίζοντας το ρόλο που έπαι­ξε ο Επιμενίδης στη ρύθμιση του πένθους, με το να το κάνει περισσότερο ισορροπημένο και πράο, και στα μέτρα που αφο­ρούν στην ευπρεπή στάση των γυναικών, συμπεραίνει: «Αφού εμύησε στα οργιαστικά μυστήρια και εξάγνισε την πόλη με ιεροτελεστίες εξιλασμού, καθαρμού και ίδρυσης ναών, την κατέστησε υπάκουη στο δίκαιο και πιο ευπειθή ως προς το θέμα της ομόνοιας».

Μια παρατήρηση του Αριστοτέλη, σύντομη αλλά πλήρης νοήματος, μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε καλύτερα το πώς, σ’ αυτή την καμπή της ιστορίας της πόλης, το θρησκευτικό, το νομικό Kat το κοινωνικό στοιχείο μπορούν να συνεργήσουν σε μια κοινή προσπάθεια ανανέωσης[7]. Ο Αριστοτέλης θέλει να αποδείξει το φυσικό χαρακτήρα της Πόλης: η Πόλη μοιάζει με διευρυμένη οικογένεια, αφού σχηματίζεται από τη συγχώ­νευση χωριών τα οποία προέρχονται αυτά τα ίδια από συγχώ­νευση οικογενειακών εστιών. Σημειώνει ότι ο οικος, η οικογέ­νεια που βρίσκεται κάτω από την ίδια στέγη, είναι μια φυσική κοινότητα, μια κοινωνία, και υπενθυμίζει με την ευκαιρία αυτή τα ονόματα με τα οποία υποδεικνύονταν τα μέρη του οίκου από τον Χαρώνδα και τον Επιμενίδη. Ο παραλληλισμός είναι από μόνος του ενδιαφέρων. Ο Χαρώνδας είναι ο νομοθέτης της Κατάνης. Όπως ο Ζάλευκος των Λοκρών, που θεωρείται δάσκαλός του και με τον οποίο συνδέεται συνήθως το όνομά του, φαίνεται ότι είχε προτάξει κι αυτός στους Νόμους του ένα προοίμιο, ανάλογο εκείνου με το οποίο ο Πλάτων προλογί­ζει το κεφάλαιο I, που αναφέρεται στο ποινικό δίκαιο: πρόκει­ται για μια πραγματική έπωδή, που πρέπει να τραγουδιέται και που απευθύνεται σ’ εκείνους των οποίων το πνεύμα κατατρύχεται από τη σκέψη ανόσιων και εγκληματικών πράξεων. Οι νομοθέτες, προτού θεσπίσουν κατασταλτικές ποινές, θέ­λουν να επιδράσουν προληπτικά πάνω στους κακούς με μια καθαρτήρια μαγεία, ένα είδος γοητείας, η οποία κάνει χρήση της καταπραϋντικής ιδιότητας της μουσικής και του αδόμενου λόγου. Ο εγκληματίας παρουσιάζεται ως «δαιμονισμένος», ως μανιακός που τον τρελαίνει ένας κακός δαίμων, ενσάρκωση προγονικού άγους. Η σπονδική κάθαρση του νομοθέτη επανα­φέρει στην ταραγμένη, άρρωστη αυτή ψυχή την τάξη και την υγεία, όπως ακριβώς οι καθαρτήριες ιεροτελεστίες του Επιμε­νίδη αποκαθιστούν στην πόλη, που συγκλονίζεται από διχό­νοιες και βιαιότητες οφειλόμενες σε παλαιό εγκλήματα, την ηρεμία, τη μετριοπάθεια και την ομόνοια.

Η παρατήρηση όμως του Αριστοτέλη πηγαίνει ακόμα πιο μακριά. Ο Χαρώνδας και ο Επιμενίδης υποδεικνύουν τα μέλη του οίκου με τους όρους ὁμοσίπυοι, ὁμόκαποι, που υπογραμμίζουν τη μεταξύ τους «ομοιότητα», έκδηλη από το γεγονός ότι μοιράζονται το ίδιο ψωμί και τρώνε στο ίδιο τραπέ­ζι. Είναι το ίδιο ακριβώς πνεύμα που πρυτανεύει, όπως το είδαμε, στον σπαρτιατικό δεσμό των συσσιτίων μεταξύ ὁμοίων. Το θέμα είναι να δημιουργήσει στους πολίτες το αίσθημα ότι είναι κατά κάποιον τρόπο αδέλφια. Τίποτα δεν θα μπορού­σε να ενισχύσει περισσότερο αυτή την πεποίθηση από την κατανάλωση τροφής ψημένης στην ίδια εστία και μοιρασμένης στο ίδιο τραπέζι: το γεύμα είναι μια επικοινωνία, που δημιουρ­γεί μεταξύ συνδαιτυμόνων ταυτότητα ύπαρξης, ένα είδος συγ­γένειας αίματος. Καταλαβαίνει κανείς, ως εκ τούτου, γιατί ο φόνος ενός πολίτη μπορεί να προκαλέσει στο κοινωνικό σώμα την ίδια θρησκευτική φρίκη, το ίδιο αίσθημα ιερόσυλου άγους, σαν να επρόκειτο για έγκλημα κατά συγγενούς εξ αίματος. Το ότι η κοινωνική συνείδηση πορεύθηκε σταθερά προς αυτή την κατεύθυνση αποδεικνύεται από τη σημασιολογική εξέλιξη του όρου που χαρακτηρίζει το φονιά: αὐθέντης αρχικά είναι ο φονιάς συγγενούς· έπειτα ο ξένος προς την οικογένεια του θύματος φονιάς, που όμως αντιμετωπίζεται ως προς τη σχέση του μ’ αυτή την οικογένεια και χαρακτηρίζεται, για τους συγγε­νείς του θύματος που αισθάνονται γι’ αυτόν μίσος και θρησκευ­τική αποστροφή, με την ίδια έντονη λέξη που κατονομάζει τον φονιά ατόμου του δικού του αίματος' και τέλος, ο φονιάς ενός οποιουδήποτε ατόμου, χωρίς το στοιχείο της ειδικής σχέσης με την οικογένεια ίου θύματος. Όταν πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από την ιδιωτική εκδίκηση στη δικαστική καταστο­λή του εγκλήματος, η λέξη που απέδιδε αρχικά το φονιά συγγε­νούς και εν συνεχεία το φονιά σε σχέση με τους συγγενείς του θύματος διατηρήθηκε για να υποδεικνύει τον εγκληματία στα μάτια όλων των συμπολιτών του[8]. Εξάλλου, αυτό που ισχύει για τα εγκλήματα αίματος ισχύει επίσης για τα άλλα αδικήματα. Ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος συγκαταλέγουν μεταξύ των επιτυχεστέρων καινοτομιών της νομοθεσίας του Σάλωνα την αρχή, σύμφωνα με την οποία το κακό που γίνεται σ’ ένα συγκεκριμένο άτομο αποτελεί στην πραγματικότητα προσβολή εναντίον όλων. Έτσι ο Σόλων δίνει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη υπέρ οποιουδήποτε βλάπτεται και να καταγγέλλει την αδικία, χωρίς να είναι ο ίδιος το θύμα.

Τα διάφορα χαρακτηριστικά που συνένωσαν οι Έλληνες για να συνθέσουν τη μορφή ενός Επιμενίδη δεν αποτελούν μεμονωμένη μαρτυρία. Ένας άνθρωπος όπως ο Άβαρης — που εγγράφεται μαζί με άλλους μάγους, όπως ο Αριστέας και ο Ερμότιμος, στη θρυλική παράδοση των Πυθαγορείων

— δεν είναι μόνο ένας Σαμάνος (μάγος ιερέας) που διασχίζει τους αιθέρες με το χρυσό του βέλος, ζώντας χωρίς τροφή Kat στέλνοντας την ψυχή του να περιπλανάται μακριά από το σώμα του, είναι, εκτός από χρησμολόγος, θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και καθαρτής· εισάγει, στο πλαίσιο της δημό­σιας θρησκείας, νέες τελετές: στην Αθήνα τα Προηρόσια. Εγ­καινιάζει ιερά για την προστασία της κοινότητας: στη Σπάρτη, τον ναό της σώτειρας Κόρης. Θεσμοθετεί καθαρτήριες διαδι­κασίες, που επιτρέπουν στις πόλεις να εμποδίσουν το ξέσπα­σμα λοιμού. Ένα ιστορικό πρόσωπο όπως ο Ονομάκριτος, που συνδέεται με τον Μουσαίο του οποίου λογοκλοπεί, και στην ανάγκη παραποιεί, τους χρησμούς, διαδραματίζει ρόλο μάντη, υπό τους Πεισιστρατίδες, συλλέγοντας προς χρήση των κυρίων του απανθίσματα μυστικών χρησμών προσαρμοσμέ­νων στις περιστάσεις. Είναι όμως επίσης πολιτικός σύμβουλος, και μάλιστα πρέσβης, και ο Αριστοτέλης μάς υποδεικνύει ότι ορισμένοι τον συνδέουν με τον Λυκούργο, με τον Χαρώνδα και τον Ζάλευκο, για να τον κάνουν έναν από τους πρώτους ειδήμονες σε δέματα νομοθεσίας.

Δεν Θα μπορούσε λοιπόν ν’ αντιληφθεί κανείς τα πρώτα βήματα του δικαίου έξω από ένα ορισμένο Θρησκευτικό κλίμα: το μυστηριακό κίνημα ανταποκρίνεται σε μια πιο απαιτητική κοινοτική συνείδηση. Διερμηνεύει μια νέα ευαισθησία της ομάδας εν σχέσει με το φόνο, το άγχος της εν σχέσει των βιαιοτή­των και του μίσους που προκαλεί η ιδιωτική εκδίκηση, το αίσθημα ότι δεσμεύεται και απειλείται συλλογικά κάθε φορά που χύνεται αίμα, τη θέληση να ρυθμίσει τις σχέσεις των γενών και να συντρίβει το αυτονομιστικό τους καθεστώς. Ωστόσο, αυτός ο μυστηριακός αναβρασμός δεν θα διατηρηθεί παρά μόνο σε πολύ στενούς κύκλους ομοδόξων. Δεν θα δώσει ζωή σ’ ένα τεράστιο θρησκευτικό ανανεωτικό κίνημα που θα απορ­ροφούσε τελικά την πολιτική. Το αντίστροφο συμβαίνει. Οι κοινοτικές και ενωτικές φιλοδοξίες θα ενταχθούν αμεσότερα στην κοινωνική πραγματικότητα και θα προσανατολίσουν μια προσπάθεια νομοθετικής και μεταρρυθμιστικής δραστηριότη­τας. Αναδομώντας, όμως, έτσι τη δημόσια ζωή, θα μεταμορφω­θούν κι αυτές οι ίδιες, θα κοσμικευθούν. Ενσαρκούμενες στο δικαστικό θεσμό και στην πολιτική οργάνωση, 8α καταστούν αντικείμενο εννοιολογικής επεξεργασίας και 9α μεταταχθούν στο επίπεδο της θετικής σκέψης.

Ο Louis Gemet έδειξε θαυμάσια την πνευματική ιδιαίτε­ρα άνοδο που σημειώνεται με την έλευση αυτού καθεαυτού του δικαίου[9]. Στην αρχαϊκή δίκη τα γένη συγκρούονταν έχον­τας ως όπλα τις τελετουργικές στερεότυπες φράσεις και τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονταν από το έθιμο: τον όρκο, τη συνωμοσία (ομαδικό όρκο), τη μαρτυρία. Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είχαν αξία αποφασιστική, διέθεταν θρησκευτική δύναμη και εξασφάλιζαν αυτομάτως την επιτυχία κατά το δικα­στικό αγώνα, αν χρησιμοποιούνταν άψογα, χωρίς να χρειάζεται ο δικαστής, που περιοριζόταν από το ρόλο του ως καθαρού διαιτητή στη διαπίστωση και ανακοίνωση της νίκης στο τέλος της δυναμικής αναμέτρησης, να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση, να αναπαραστήσει το αντικείμενο της διαφοράς και να γνωρίσει τα γεγονότα αυτά καθεαυτά. Όταν, όμως, στο πλαίσιο πλέον της πόλης, ο δικαστής αντιπροσωπεύει το σώμα των πολιτών, την κοινότητα στο σύνολό της, και μπορεί, ενσαρ­κώνοντας αυτό το ανώτερο από τα μέρη απρόσωπο ον, ν’ αποφασίζει αυτός ο ίδιος, να επιλύει τις διαφορές κατά τη συνείδησή του και βασιζόμενος στο νόμο, ακριβώς οι έννοιες αυτές του αποδεικτικού μέσου, της μαρτυρίας Kat της δικαστι­κής απόφασης είναι που μεταμορφώνονται ριζικά. Ο δικαστής οφείλει πράγματι να φέρει στο φως μιαν αλήθεια, σε συνάρτη­ση με την οποία θα πρέπει στο εξής να αποφαίνεται. Ζητεί από τους μάρτυρες, όχι πλέον να είναι οι συνωμότες που εκδηλώνουν την αλληλεγγύη τους προς το ένα από τα δύο αντίδικα μέρη, αλλά να καταθέσουν για τα γεγονότα. Με την ολότελα νέα αυτή αντίληψη του αποδεικτικού μέσου και της μαρτυρίας, η δίκη 8α θέσει σε ενέργεια μιαν ολόκληρη τεχνική της απόδειξης, της αναπαράστασης του ευλογοφανούς και του πιθανού, και της συναγωγής συμπερασμάτων 6άσει ενδεί­ξεων ή σημείων — και η δικαστική δραστηριότητα 8α συμβάλει στην επεξεργασία της έννοιας μιας αντικειμενικής αλήθειας την οποία αγνοούσε, στο πλαίσιο του «προδικαίου», η αρχαία δίκη.
---------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Για το Περί φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, βλέπε A.-J. Festugiere, La revelation d’Hermes Trismegiste, II, Le dieu cosmique (Η αποκάλυψη του Ερμή του Τρισμέγιστου, II, Ο κοσμικός θεός), Paris 1949, σελ. 219 επ. και Αρρ. 1.

[2] Για την εξάπλωση των Ελλήνων στη Μεσόγειο και την ανανέωση των επαφών με την Ανατολή, βλέπε Jean Berard, La colonisation grecque de l’ltalie meridionale et de la Sicile dans l’Antiquite (Ο ελληνι­κός εποικισμός της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας στην Αρχαιότητα), Paris 1957- La migration eolienne (Ο αιολικός εποικισμός), Revue archeologique, 1959, σελ. 1-28- Thomas J. Dunbabin, The Greeks and their eastern neighbours. Studies in the relation between Greece and the countries of the Near East in the eighth and seventh centuries (Οι Έλληνες και οι ανατολικοί γείτονές τους. Μελέτες για τις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και των χωρών της Εγγύς Ανατολής στον όγδοο και έβδομο αιώνα), London 1957· Carl Roebuck, Ionian trade and coloni­zation (Ιωνικό εμπόριο και εποικισμός), New York 1959' Michel B. Sakellariou, La migration grecque en Ionie (Ο ελληνικός εποικισμός στην Ιωνία), Athenes 1958.

[3] Βλέπε Santo Mazzarino, Fra oriente e occidente. Ricerche di storia greca arcaica (Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Έρευνες στην αρχαία ελληνική ιστορία), Firenze 1947.

[4] L. Gernet, “Horoi”, Studi in onore di U.E. Paoli, σελ. 348.

[5] Για τις αναλογίες και διαφορές στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο μεταξύ του φοινικικού και του ελληνικού κόσμου, βλέπε τις παρατηρή­σεις του G. Thomson, Studies in ancient greek society, II, The first philosophers (Μελέτες για την αρχαία ελληνική κοινωνία, II, Οι πρώτοι φιλόσοφοι), London 1955.

[6] Πλούταρχος, Ο βίος του Σόλωνος, 12, 7-12.

[7] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1252 6 15.

[8] Βλέπε L. Gernet, Droit et societe dans la Grece ancienne (Δίκαιο και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα), Paris 1955, σελ. 29-50. Βλέπε ωστόσο, αντίθετα, P. Chantraine, Encore «Αὐθέντης», Hommage a Μα­νόλη Τριανταφυλλίδη, Athenes 1960, σελ. 89-93.

[9] lb., σελ. 61-81.

Ντενί Ντιντερό: Ελευθερία σημαίνει το τέλος του ιερέα και του βασιλιά

Ο πολυμαθής φιλόσοφος επηρεασμένος, όπως όλοι οι υλιστές του 18ου αιώνα από τον Βάκωνα, πίστευε πως η γνώση -εμπειρική στην προέλευσή της- δεν έχει σκοπό να φτάσει στην αφηρημένη αλήθεια, αλλά να τελειοποιήσει και να αυξήσει τη δύναμη του ανθρώπου.

«Προκλητικά» προοδευτικός μιλούσε για την ομορφιά του κακού, τις χαρές του κοινωνικού παρασιτισμού και το δικαίωμα να αναζητεί κανείς τον εαυτό του όπως επιθυμεί. Το έργο του, λίγο μετά τον θάνατό του θεωρήθηκε αιρετικό. Σήμερα τιμάται για τον σημαίνοντα φιλοσοφικό του ρόλο στη διανοητική χειραφέτηση από τις δεδομένες αυθεντίες, είτε θρησκευτικές είτε κοινωνικές.

Ο Ντιντερό* ήταν, από κοινού με τον Ζαν Νταλεμπέρ, ένα από τα κυριότερη μέλη των Εγκυκλοπαιδιστών στη Γαλλία, ονομασία που τους αποδόθηκε λόγω της συμβολής τους στη συγγραφή της Εγκυκλοπαίδειας, η οποία αποσκοπούσε να αποτελέσει μια πλήρη επιτομή της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης της εποχής.

Ο φιλόσοφος δεν σκότωσε ποτέ κανέναν ιερέα, όμως ο ιερέας έχει σκοτώσει πάρα πολλούς φιλοσόφους.

Συμφωνούσε με τον ρασιοναλισμό και τον φιλελευθερισμό του Βολταίρου. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά «οι άνθρωποι δεν πρόκειται να ελευθερωθούν προτού ο τελευταίος βασιλιάς στραγγαλιστεί με τα έντερα του τελευταίου παπά».

-Τα συγκρατημένα πάθη κάνουν συνηθισμένους ανθρώπους.

-Τα πάθη ανυψώνουν τον άνθρωπο σε ανώτερα επίπεδα.

Ο διάσημος εκπρόσωπος του γαλλικού υλισμού, ξεκίνησε από τον ηθικό ιδεαλισμό και τον ντεϊσμό για να φτάσει πανηγυρικά στον υλισμό και τον αθεϊσμό. Τα φιλοσοφικά του έργα που γράφτηκαν από το 1740 ως το 1750 αντικατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς την εξελικτική πορεία της σκέψης του. Στα κατοπινά του έργα (Ο ανεψιός του Ραμό, Συνομιλία του ντ’ Αλαμπέρ και του Ντιντερό, Το όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ) ιστορεί τη θεωρία του υλισμού.

Ο Θεός των χριστιανών είναι ένας πατέρας που δημιουργεί μεγάλο θέμα για τα μήλα του και δεν προσπαθεί πολύ για να βοηθήσει τον γιο του, θυσιάζοντάς τον για να εξευμενίσει τον εαυτό του.

Παράλληλα, ανέπτυξε ένα εκτενές έργο σχετικά με ζητήματα που αφορούν στην τέχνη, την αισθητική και την τεχνοκριτική. Στα Salons του, στην αλληλογραφία του με το Φαλκόν, στα «Παράδοξα του ηθοποιού», ανέπτυξε τη νέα αισθητική του ρεαλισμού και την όρθωσε αντιμέτωπη στις θεωρίες των επιγόνων του κλασικισμού και στη νατουραλιστική αντίληψη για την αλήθεια. Αυτές τις θεωρητικές αρχές της αισθητικής ο Ντιντερό προσπάθησε να τις εφαρμόσει στα λογοτεχνικά του δημιουργήματα, στα μυθιστορήματα και τα δράματα.

Τον φανατισμό από τη βαρβαρότητα τον χωρίζει μόνο ένα βήμα.

Όπως και οι άλλοι εκπρόσωποι του γαλλικού υλισμού, ο Ντιντερό ξεκινάει από τη θέση πως η φύση είναι αιώνια και άπειρη. Η φύση δεν δημιουργήθηκε από κανέναν εκτός από τη φύση. Έξω από τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα. Στην υλιστική διδασκαλία για τη φύση προσέφερε μερικά στοιχεία διαλεκτικής. Τις απόψεις του, δε, για την οργανική φύση τις χαρακτηρίζει η αντίληψη πως όλα βρίσκονται σε εξελικτική πορεία, πως οι φυσικοί τύποι μεταβάλλονται αιώνια και οι διάφορες λειτουργίες στη φύση αλληλοδένονται η μία με την άλλη.

Καταπίνουμε με απληστία κάθε ψέμα που μας κολακεύει, αλλά την αλήθεια που μας φαίνεται πικρή την παίρνουμε με μικρές γουλιές.

Ένα ιδιαιτέρως σημαντικό στοιχείο, που συνδέεται με τον αθεϊσμό του Ντιντερό, είναι το γεγονός πως έσπασε τα στενά πλαίσια της μεταφυσικής: Όλα αλλάζουν, όλα χάνονται και το μόνο που μένει είναι το σύνολο. Ο κόσμος γεννιέται και πεθαίνει ασταμάτητα, την κάθε στιγμή βρίσκεται σε κατάσταση γένεσης και φθοράς. Αλλά ο κόσμος ούτε υπήρξε ποτέ ούτε θα υπάρξει.

Τι είναι ο κόσμος μας; Μια σύνθετη οντότητα που υπόκειται σε ξαφνικές αλλαγές, οι οποίες αναδεικνύουν μια τάση προς την καταστροφή. Μια γρήγορη διαδοχή όντων που ακολουθούν το ένα μετά το άλλο, στηρίζουν τους εαυτούς τους και εξαφανίζονται. Μία φευγαλέα συμμετρία, μια στιγμιαία τάξη.

Ασχολήθηκε, ακόμη, επισταμένα, με το ζήτημα της υλιστικής ερμηνείας των αισθημάτων. Με ποιο τρόπο η μηχανική κίνηση των υλικών μορίων μπορεί να γεννήσει το ειδολογικό περιεχόμενο των αισθημάτων; Για τον Ντιντερό, στο ερώτημα αυτό μπορούν να δοθούν δύο απαντήσεις: Ή το αίσθημα εμφανίζεται σε ορισμένο στάδιο εξέλιξης της ύλης σαν κάτι ποιοτικά νέο ή πάλι πρέπει να παραδεχτούμε πως κάποια δυνατότητα, ανάλογη με την ικανότητα των αισθημάτων, είναι ιδιότητα της κάθε ύλης ανεξάρτητα από τη μορφή του υλικού σώματος και από το στάδιο όπου έχει φτάσει στην εξελικτική του πορεία η οργάνωσή του. Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η οργάνωση της ύλης καθορίζει μόνο το είδος της αίσθησης, όχι όμως και την ίδια την ποιότητα της αίσθησης. Η ποιότητα ανήκει στην ύλη, αφού είναι ιδιότητα της ύλης.

Προσέξτε αυτόν που λέει ότι τα πράγματα πρέπει να μπουν σε τάξη! Το να βάζεις πράγματα σε τάξη σημαίνει επίσης να θέτεις άλλους ανθρώπους υπό τον έλεγχό σου.

Για τον Ντιντερό, ανάμεσα στα περισσότερα αισθήματα και τις αιτίες τους υπάρχουν λιγότερες ομοιότητες από ό, τι ανάμεσα στις παραστάσεις που έχουμε από τα αισθήματα και τις ονομασίες τους. Μαζί με τον Λοκ και όλους τους μηχανιστές υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα, διέκρινε στα αντικείμενα ποιότητες πρωταρχικές, που υπάρχουν ήδη στα ίδια τα αντικείμενα και δεν εξαρτώνται από τις σχέσεις της συνείδησής μας προς αυτά, και ποιοτικά «δευτερότερες» που υπάρχουν μόνο στις σχέσεις του αντικειμένου με τα άλλα αντικείμενα ή με τον ίδιο τον εαυτό του. Στη δεύτερη περίπτωση οι ποιότητες ονομάζονται αισθητηριακές.

Η απλότητα είναι μία από τις βασικές ιδιότητες της ομορφιάς, είναι αναπόσπαστη ένδειξη της υψηλοφροσύνης.

Οι αισθητηριακές ποιότητες, κατά τον Ντιντερό, δεν μοιάζουν με τις παραστάσεις που δημιουργούνται γι’ αυτές. Αντίθετα ωστόσο από τον Λοκ, υπογραμμίζει πως οι «δευτερότερες» ποιότητες έχουν χαρακτήρα αντικειμενικό, είναι δηλαδή σύμφυτες στα ίδια τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου και υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση του υποκειμένου που τις δέχεται.

Δεν υπάρχει κανένα είδος παρενόχλησης, που ένας άντρας δεν μπορεί να κάνει σε μία γυναίκα χωρίς να παραμείνει ατιμώρητος σε πολιτισμένες κοινωνίες.

Όμως, η κληρονομιά που άφησε ο Ντιντερό στον σύγχρονο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό έγκειται κυρίως στο ότι δίδασκε, στο πνεύμα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα του ατόμου να καθορίζει την πορεία της ζωής του. Βέβαια, το είδος της ελευθερίας που περιέγραψε διαφέρει σημαντικά από τη σημερινή κατανόηση της ελευθερίας. Το μήνυμά του αφορούσε στην διανοητική χειραφέτηση από τις δεδομένες αυθεντίες (θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές) και κυρίως υπέρ του γενικότερου συμφέροντος της κοινωνίας.

Ακόμη περισσότερο από τον Ζαν Ζακ Ρουσό και τον Βολταίρο, ο Ντιντερό ενσάρκωνε την πιο προοδευτική πτέρυγα της σκέψης του Διαφωτισμού, μια θέση που προερχόταν από την πεποίθησή του ότι ο σκεπτικισμός για όλα τα θέμα «είναι το πρώτο βήμα προς την αλήθεια.»

Καταδίκαζε απερίφραστα την υποδούλωση Αφρικανών, προκαλούσε τις αντιλήψεις της εποχής περί θρησκευτικής αγαμίας και επιβεβλημένης αφιέρωσης στον Θεό, ενώ διασκέδαζε με την πιθανότητα ο υλισμός να αρνούταν τελικά την ελεύθερη βούληση.

Εξάλλου, ως ένθερμος εμπειριστής, αμφέβαλε και για τις δικές του πεποιθήσεις. Ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους εκκεντρικούς ολόκληρης της λογοτεχνίας, μιλούσε προκλητικά για την ομορφιά του κακού, τις χαρές του κοινωνικού παρασιστισμού και το δικαίωμα να αναζητεί κανείς τον εαυτό του όπως επιθυμεί.

Εν ζωή ο Ντιντερό φυλακίστηκε για ορισμένα βιβλία του ενώ αμέσως μετά τον θάνατό του το μεγαλύτερο μέρος του έργου καλύφθηκε από σκοτάδι καθώς χαρακτηρίστηκε ως αιρετικό και προκλητικό.

Η αμφιβολία είναι το πρώτο βήμα στον δρόμο της φιλοσοφίας.
--------------------------
*Ο Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot, 5 Οκτωβρίου 1713 – 31 Ιουλίου 1784) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας.

O Νόμος και το νόημα της ζωής

Διηγείται ο Κάφκα:

Μπροστά στον Νόμο στέκεται ένας φρουρός. Σ’ αυτόν τον φρουρό έρχεται ένας άνθρωπος από την επαρχία και ζητά να τον αφήσει να μπει στον Νόμο. Ο φρουρός όμως του λέει ότι δεν μπορεί να του επιτρέψει τώρα την είσοδο. Ο επαρχιώτης σκέφτεται λίγο και ρωτά αν θα του επιτραπεί η είσοδος αργότερα.

«Είναι πιθανό», λέει ο φρουρός, «τώρα όμως δεν γίνεται».

Μιας και η πύλη προς τον Νόμο είναι όμως πάντα ανοιχτή και ο φρουρός κάνει στο πλάι, ο επαρχιώτης βάζει το κεφάλι του μέσα για να δει πώς είναι ο Νόμος. Το βλέπει αυτό ο φρουρός και του λέει γελώντας:

«Αφού σε καίει τόσο πολύ, προσπάθησε να μπεις παρά την απαγόρευσή μου. Όμως πρόσεχε! Είμαι πολύ δυνατός. Και είμαι μόνο ο κατώτερος φρουρός. Κάθε αίθουσα που ακολουθεί φυλάσσεται από έναν φρουρό, κι ο κάθε ένας απ’ αυτούς είναι πολύ πιο δυνατός από τον άλλον. Εγώ ο ίδιος δεν μπορώ ν’ αντέξω το βλέμμα του τρίτου».

Ο επαρχιώτης δεν περίμενε τέτοιες δυσκολίες. Ο Νόμος θα έπρεπε να είναι πάντα προσβάσιμος σε όλους σκέφτεται, αλλά κοιτώντας τώρα τον φρουρό με την γούνινη κάπα του πιο προσεκτικά, τη μεγάλη γαμψή μύτη του, το λεπτό τατάρικο μουστάκι του, σκέφτεται πως θα ήταν καλύτερα να περιμένει. Ο φρουρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον βάζει να κάτσει πλάι στην πύλη.

Κάθεται εκεί μέρες και χρόνια. Κάθε τόσο παρακαλάει να μπει και γίνεται κουραστικός στον φρουρό με τα παρακαλετά του. Συχνά ο φρουρός τον υποβάλει σε μικρές ανακρίσεις, τον ρωτά για την πατρίδα του και για πολλά άλλα, είναι όμως αδιάφορες ερωτήσεις, όπως αυτές που κάνουν μεγάλοι άρχοντες, όμως πάντα στο τέλος τού λέει ότι δεν μπορεί ακόμα να του επιτρέψει την είσοδο. Ο επαρχιώτης, που έχει εφοδιαστεί αρκετά καλά για το ταξίδι, χρησιμοποιεί τα πάντα, ακόμα και τα πιο πολύτιμα πράγματά του, για να εξαγοράσει τον φρουρό. Αυτός πάλι δέχεται κάθε δώρο, αλλά του λέει:

«Το παίρνω για να μη νομίζεις ότι παρέλειψες να κάνεις κάτι».

Στα χρόνια που περνάνε ο επαρχιώτης παρατηρεί αδιάκοπα τον φρουρό. Δεν σκέφτεται πια τους άλλους φρουρούς, και αυτός ο πρώτος τού φαντάζει σαν το μόνο εμπόδιο στην είσοδό του στον Νόμο. Τα πρώτα χρόνια καταριέται την κακή του τύχη φωνάζοντας δυνατά και χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες, αργότερα, στα γεράματα, μουρμουρίζει μιλώντας στον εαυτό του. Αρχίζει να ξεμωραίνεται και, μιας κι έχει δει όλα αυτά τα χρόνια τους ψύλλους στον γούνινο γιακά του φρουρού, τους παρακαλάει κι αυτούς να τον βοηθήσουν και να πείσουν τον φρουρό να αλλάξει γνώμη. Στο τέλος αδυνατίζει και η όρασή του, και δεν ξέρει πια αν τον απατούν τα μάτια του ή αν πραγματικά σκοτεινιάζει. Όμως τώρα στο σκοτάδι βλέπει μια λάμψη που αχνοφέγγει χωρίς να σβήνει από την πύλη που οδηγεί στον Νόμο. Όμως οι μέρες του είναι πια μετρημένες.

Λίγο πριν πεθάνει συγκεντρώνονται στον νου του οι εμπειρίες όλου αυτού του καιρού της αναμονής σε μια ερώτηση που ακόμα δεν έχει κάνει στον φρουρό. Του γνέφει να ’ρθει κοντά γιατί δεν μπορεί πια να σταθεί. Ο φρουρός πρέπει να σκύψει βαθιά γιατί η διαφορά στο μπόι έχει αλλάξει πολύ εις βάρος του επαρχιώτη.

«Τι άλλο θες να μάθεις;» τον ρωτά, «είσαι αχόρταγος».

«Όλοι θέλουν να πάνε στον Νόμο», λέει ο επαρχιώτης, «γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν ζήτησε κανείς άλλος εκτός από εμένα να μπει;»

Ο φρουρός καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος είναι στα τελευταία του και, για να μπορέσει να γίνει κατανοητός από τη φθίνουσα ακοή του, του λέει με δυνατή φωνή:

«Εδώ δεν μπορούσε κανείς άλλος να εισέλθει, γιατί αυτή η είσοδος ήταν προορισμένη μόνο για σένα. Τώρα θα πάω και θα την κλείσω».

Franz Kafka, Μπροστά στον Νόμο («Vor dem Gesetz»).

Ανάλυση

Ποιο ήταν το λάθος του ανθρώπου από την επαρχία; Γιατί δεν του επετράπη μια ζωή να εισέλθει στον Νόμο, αφού ο Νόμος είναι ανοιχτός σε όλους και όλοι είναι ίσοι μπροστά του; Γιατί πρέπει να φυλάει την είσοδο ένας φρουρός και γιατί αυτή η είσοδος ήταν προορισμένη μόνο γι’ αυτόν τον αφελή επαρχιώτη που πλήρωσε με τη ζωή του την υπομονή και την επιμονή του;

Είναι άραγε ο Νόμος μοχθηρός, ένας deus malignus, που θέλει να βασανίζει τους ανθρώπους σαγηνεύοντάς τους με τη δικαιοσύνη και τη δύναμη που υποτίθεται απορρέει από αυτόν; Μήπως λοιπόν είναι μάταιο να ζητάμε από τον Νόμο να μας βοηθήσει και να μας πάρει υπό την προστασία του και θα ’πρεπε αντίθετα να τον αποφύγουμε, να τον πολεμήσουμε ή καλύτερα να τον πάρουμε στα χέρια μας; Να γίνουμε εμείς ο Νόμος για να φτιάξουμε τον κόσμο ξανά σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις για δικαιοσύνη; Ή μήπως ο Νόμος θα μας προστατέψει αν δεν ζητήσουμε την προστασία του; Μήπως η είσοδος στον Νόμο δεν είναι ο σωστός δρόμος για να μπούμε σ’ αυτόν; Μήπως ήδη η επιθυμία του τραγικού επαρχιώτη να ζητήσει την ακρόαση του Νόμου ήταν το πρώτο βήμα που οδήγησε στην καταστροφή του; Μήπως θα έπρεπε να είχε υποψιαστεί ότι το γεγονός ότι είναι ο μόνος μπροστά σε αυτή την πύλη ήταν ένα μήνυμα του Νόμου προς αυτόν; Και αντί να αναλώσει τις δυνάμεις και τη ζωή του για να υπερβεί την αντίσταση του φρουρού θα έπρεπε να αναζητήσει τους άλλους ικέτες του Νόμου και να ζήσει μαζί τους; Να ζήσει μαζί τους σύμφωνα με τις επιταγές του Νόμου, μπροστά από τα τείχη και τις πύλες που οδηγούν σ’ αυτόν χωρίς να απαιτεί να είναι ο Νόμος μόνο γι’ αυτόν;…

Ίσως αυτό να είναι το μήνυμα που θέλει να μας δώσει ο Κάφκα:

Ο Νόμος δεν είναι για να ικανοποιεί τα αιτήματά μας αλλά για να δίνει στη ζωή μας το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει αυτή να ανθήσει υπό την προστασία του. Ζητώντας να εισέλθει στον Νόμο, ο επιπόλαιος επαρχιώτης απέδειξε στον εαυτό του και σε μας που διαβάζουμε το τραγικό αλλά και ηλίθιο τέλος του ότι απλά δεν κατάλαβε το νόημα της Ζωής.

Η ανάβαση στην αποδοχή

Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους.

Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.

Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;

Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;

Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...

Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...

Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.

Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.

Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;

Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.

Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.

Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.

Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.

Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...

Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.

Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.

Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.

Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.

Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...

Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.

Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.

Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.

Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.

Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.

Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...

Γιατί Αποδεχόμαστε Όσα θα Θέλαμε να Αρνηθούμε;

Αναμφισβήτητα, όλοι μας έχουμε βρεθεί στη δυσμενή θέση να εκφράσουμε την άρνησή μας απέναντι σε μία κατάσταση ή ένα πρόσωπο και αντί αυτού καταλήγουμε να θυματοποιούμε τα θέλω και τις ανάγκες μας εξαιτίας απρεπών πρεπισμών και καταναγκαστικών συνηθειών που μουδιάζουν τη δύναμη της άρνησης.

Πόσες φορές θέλουμε να φωνάξουμε όχι στην καθημερινότητα μας και δειλιάζουμε;

Σε μία δουλειά, που δεν μας ικανοποιεί; Σε μία σχέση τοξική, που αναβάλλει και καθυστερεί τη ζωή μας; Σε μία φιλία που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μία κοινή εξελικτική πορεία; Σε έναν εαυτό που δε μας γεμίζει και δε μας ικανοποιεί;

Είναι πολύ εύκολο να ακολουθήσεις μια “Ρουτίνα Λαβυρίνθου” και να διυλίζεις τη ζωή σου στο ίδιο μοτίβο παράλυσης ενός αυτοματοποιημένου “Ναι” και μιας ανούσιας (απο)δεκτικότητας, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παρασκεύασμα απώλειας αυτοελέγχου και αυτοεκτίμησης.

Όταν αδυνατείς να αρνηθείς, αρνείσαι τον αυτοσεβασμό σου και γίνεσαι ανδρείκελο τρίτων παραγόντων, μέτρων και σταθμών. Αναβάλλεις να τραβήξεις διαχωριστικές γραμμές και να θέσεις τα όρια σου, τα οποία, από ένα σημείο και έπειτα, γίνονται δυσδιάκριτα, αν όχι ανύπαρκτα.

Οι υποχρεώσεις που αποδέχεσαι πρέπει να είναι προϊόν επιλογής σου και όχι να γίνεσαι εσύ του προϊόν τους.

Επιτρέποντας στον εαυτό μας να θεωρήσει δεδομένη την ύπαρξή του, μεγαλώνουμε χωρίς να ωριμάζουμε. Η δύναμη που κρύβει ένα “Όχι” είναι η πρώτη απόδειξη κατανόησης των θέλω μας και μια ένδειξη συνειδητοποίησης της ατομικής ελευθερίας μας.

Όσες φορές συρρικνώσαμε την αξιοπρέπειά μας με την αποδοχή καταστάσεων που δεν αντιπροσωπεύουν το Είναι μας, είναι εκείνες που φοβηθήκαμε την αντίδραση του κόσμου και την εν δυνάμει απόρριψή του.

Στην έννοια του κόσμου συγκαταλέγεται ο φίλος μας, ο δεσμός μας, ο πατέρας μας, ο εργοδότης μας, και ούτω καθεξής. Στην προσπάθεια μας να φανούμε καλοί στα μάτια του κόσμου ξεχάσαμε ότι σε αυτόν τον κόσμο ζούμε και εμείς.

Καλύπτουμε επιφανειακά κενά και αφήνουμε εκτεθειμένο τον ψυχισμό μας και τις ανάγκες μας.

Η κοινή γνώμη λανθασμένα συσχετίζει το “Όχι” με τον αρνητισμό, ενώ μεταφράζει -ξανά λανθασμένα-, την αποδοχή των πάντων σε θετική σκέψη και τόλμη.

Άραγε μία άρνηση δηλώνει πάντα ενοχή και φόβο ή τις περισσότερες φορές (θα έπρεπε) να συμβαίνει το αντίθετο;

Δεν προσπαθώ να περάσω κάποιο μήνυμα αδιάλλακτης άρνησης, όμως, ολοφάνερα θέλω να καταστήσω σαφή την έκδηλη διαφορά της από την τυφλή αποδοχή.

Λέμε “Ναι” στο μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, γιατί ενδόμυχα θέλουμε να αρέσουμε στους άλλους. Όταν, όμως, συνειδητοποιήσουμε πως με ένα ειλικρινές “Όχι” γινόμαστε αρεστοί στον αυστηρότερο κριτή όλων, τον εαυτό μας, θα αρχίσουμε να αναθεωρούμε για τον πρότερο/πρωτόγονο εαυτό μας.

Στην προσπάθεια μας να μη λερώσουμε την αυτοεικόνα μας, μολύνουμε την ανεκτίμητη αξία της ειλικρίνειας απέναντι στους άλλους, αλλά και σε εμάς.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να επαναρρυθμίσουμε βασικές λειτουργίες του εγκεφάλου μας, ο οποίος, επιστημονικά αποδεδειγμένα, αντιδρά δέκα φορές πιο έντονα σε ένα αρνητικό πάρα σε ένα θετικό σήμα.

Ένα “Όχι” μπορεί να καταγραφεί ανεξίτηλα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ενώ ένα “Ναι” να μην καταφέρει να αγγίξει καν τη βραχεία μνήμη.

Η αρχή των πάντων μπορεί να συντελείται με ένα ναι, όμως η συντήρησή τους εμπεριέχει αναπόδραστα πολλά ηχηρά “Όχι”.

ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ: Οδυσσέας

Οδυσσεύς και Ιθάκη.

Οδυσσέας, ο πολυμήχανος ήρωας που χάρη στο ποιητικό ταλέντο του Ομήρου, ταξίδεψε στον χρόνο και στον κόσμο (κοινό) ως σύμβολο του περιπλανώμενου ανθρώπου.

Ο Όμηρος, εναρμονίζει τον Οδυσσέα με την ισχυρή ομάδα των Ελλήνων βασιλέων, που στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής ασκούν στρατιωτικές δράσεις στην Μικρά Ασία (Τροία) οι οποίοι συνδέθηκαν με την εκπόρθηση της Τροίας και με τα γεγονότα που την ακολούθησαν, τις περιπλανήσεις των ηρώων, κατά την επιστροφή τους πίσω στην πατρίδα.

Η μορφή του Οδυσσέα, «ιδιαίτερη» για την εποχή της και τους ήρωές της, ταυτίστηκε με τον εύστροφο, πολυμήχανο, περιπετειώδη άνθρωπο που μπορεί ν’ αμφισβητεί, αναζητώντας την γνώση.

Η σχέση του με την ελληνική μυθολογική παράδοση της μυκηναϊκής εποχής, είναι ολοφάνερη και δεδομένη, η οποία προκύπτει τόσο από τις ομηρικές αναφορές όσο και από τους μεταγενέστερους συγγραφείς.

Με βάση τις πληροφορίες της Ελληνικής φιλολογικής παράδοσης ο Οδυσσέας ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, κόρης του βασιλιά Αυτόλυκου (βασίλευε στον Παρνασσό).

Ο πατέρας του, ο Λαέρτης, ήταν γιος του Αρκείσιου και της Χαλκομεδούσας και ο παππούς του, που ονομαζόταν Κέφαλος, καταγόταν από την Αττική.

Στον Κέφαλο, παρέδωσε ο Αμφιτρίωνας (ο πατέρας του Ηρακλή) τα νησιά των Ταφίων, όταν τους νίκησε στην εκστρατεία που έκανε εναντίον τους (νίκησε τον βασιλιά Πτερέλαο).

Η γενιά του Οδυσσέα αποτελεί κομμάτι της παλαιότερης ελληνικής παράδοσης, μια διακλάδωση στο δένδρο των βασιλικών οίκων της μυκηναϊκής εποχής, αφού οι πρόγονοί του συμμετέχουν στις κοινές πολεμικές δράσεις των Ελλήνων, π.χ. ο πατέρας του, νεαρός πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία (που διοργάνωσε ο Ιάσωνας), αλλά και ο ίδιος ο Οδυσσέας συμμετέχει με τους απογόνους των στον τρωικό πόλεμο.

Ο Λαέρτης, όταν γίνεται η στρατολόγηση για τον τρωικό πόλεμο έχει αποχωρήσει από την εξουσία (του παρέχει ως σύμβουλο τον Μυίσκο, όμως ο Όμηρος δεν κάνει καμία αναφορά σ’ αυτόν), ενώ κατά την απουσία του Οδυσσέα, γέρος πια, δεν ασκεί καθήκοντα βασιλιά, αλλά ζει στα κτήματα του στην Ιθάκη, ασχολούμενος με γεωργικές δραστηριότητες.

Η δράση του Οδυσσέα αρχίζει από πολύ νωρίς και έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κατατάσσουν «δικαιωματικά» ανάμεσα στους πιο σημαντικούς Έλληνες ήρωες.

Σύμφωνα με κάποια παράδοση, που ο Όμηρος δεν την αναφέρει καν, ο Οδυσσέας ήταν ένας από τους μαθητές του κενταύρου Χείρωνα (όπως και ο Αχιλλέας) όπου ασκήθηκε πνευματικά και σωματικά, ενώ ακόμη έφηβος άρχισε την δράση του, συμμετέχοντας σε κυνήγι στον Παρνασσό, όπου τραυματίστηκε, διεκδίκησε επίσης τα κοπάδια του στην Ήλιδα, όπου γνωρίστηκε με τον Ίφιτο και τον Ηρακλή, ενώ υπήρξε μνηστήρας της Ελένης (έστειλε δώρο), ένδειξη ότι ήταν από διακεκριμένη γενιά, και συμβούλεψε τον Τυνδάρεω να «δέσει» όλους τους μνηστήρες με κοινό όρκο, σ’ αντάλλαγμα πήρε ως γυναίκα του την Πηνελόπη από τον Ικάριο τον αδελφό του Τυνδάρεω (κατά άλλους την κέρδισε σε αγώνα δρόμου).

Όμως και η πολεμική δράση του Οδυσσέα υπήρξε σημαντική:
 
Κατά την τρωική εκστρατεία, ήταν ο πρώτος που αποβιβάστηκε στο τρωικό έδαφος, αψηφώντας τον χρησμό που έλεγε ότι όποιος αποβιβαστεί πρώτος θα πεθάνει (πάτησε πάνω στην ασπίδα του), συνόδευσε αρχικά τον Μενέλαο μέσα στην Τροία, (πριν την έναρξη της πολιορκίας), για να ζητήσουν πίσω την Ελένη, ξαναμπήκε κρυφά στην πόλη για κατασκοπία μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, (τον αναγνώρισε η Ελένη), συγκράτησε από την φυγή τον ελληνικό στρατό κατά την δοκιμασία του Αγαμέμνονα, ανέλαβε νυκτερινή δράση μαζί με τον Διομήδη κατά την οποία συνέλαβαν τον κατάσκοπο των Τρώων Δόλωνα, σκότωσαν τον βασιλιά Ρήσο, και τέλος εμπνεύστηκε το σχέδιο κατάληψης της Τροίας με τον Δούρειο Ίππο, συμμετέχοντας και ο ίδιος προσωπικά κρυμμένος μέσα στο άλογο.

Η πολεμική του δράση τιμήθηκε από τους Έλληνες όταν μετά τον θάνατο του Αχιλλέα έδωσαν τα όπλα του στον Οδυσσέα.

Πιο συναρπαστική είναι όμως η επιστροφή του από την Τροία, αφού καταλαμβάνει την πόλη Ίσμαρο στην Θράκη, διασχίζει το Αιγαίο μέχρι τον κάβο Μαλέα, όπου, λόγω τρικυμίας, χάνει τον δρόμο του και περιπλανείται στην δυτική Μεσόγειο για 10 χρόνια, έτσι το 10ο έτος βρέθηκε στην Σχερία, απ’ όπου επιστρέφει στο νησί του (στο 20ο έτος της απουσίας του από την Ιθάκη).

Επιστρέφοντας στην Ιθάκη συγκρούεται με τους σφετεριστές της εξουσίας του, τους οποίους εξοντώνει αποκαθιστώντας την κυριαρχία του.
 
Όμως ο θάνατος των μνηστήρων προκάλεσε νέες τριβές στο βασίλειό του και ζήτησε να κριθεί από τον Νεοπτόλεμο (Πλούταρχος), ο οποίος βασίλευε στην Ήπειρο, εκείνος όμως τον καταδίκασε σε εξορία, εποφθαλμιώντας την Κεφαλονιά.

Έτσι βρέθηκε απέναντι, στην Αιτωλία, όπου τον δέχτηκε ο βασιλιάς Θόας, παλιός συμπολεμιστής του από την Τροία.

Εκεί, ο Οδυσσέας παντρεύεται την κόρη του Θόαντα και μαζί της αποκτά ένα γιο, τον Λεοντόφονο, ενώ πεθαίνει στην Αιτωλία σε μεγάλη ηλικία: «Οδυσσέα δέ εις Αιτωλίαν πρός Θόαντα Ανδραίμονος παραγενόμενον τήν τούτου θυγατέρα γημαι καταλιπόντα παιδα Λεοντόφονον εκ ταύτης γηραιόν τελευτησαι» 
(Απολλόδωρος Επιτομή ΙΙΙ).

Την παρουσία του Οδυσσέα στην Αιτωλοακαρναία και την λατρεία του καταγράφει μια αναφορά του Αριστοτέλη για το μαντείο του Οδυσσέα:

"Αριστοτέλης φησίν εν Ιθακησίων Πολιτεία Ευρυτάνας έθνος είναι της Αιτωλίας ονομασθέν από Ευρύτονος Ευρύτου παρ' οις είναι μαντείον Οδυσσέως" 
Tzetz. ad Lyc. p. 790 Mu+ller.

Άλλες παραδόσεις σχετίζουν τον Οδυσσέα με την Ιταλία, μάλιστα αναφέρουν ότι είχε συναντηθεί στις περιπλανήσεις του με τον Τρώα Αινεία:

"εκάστην πραχθέντα συναγαγών Αινείαν φησίν εκ Μολοττών εις Ιταλίαν ελθόντα μετ' Οδυσσέα οικιστήν γενέσθαι της πόλεως, ονομάσαι δ' αυτήν από μιας των Ιλιάδων Ρώμης..."
Διονύσιος Αλικαρνασσεύς Antiq Rom 1.72.2.2 1. to 72.3.1

Οι απόγονοι του Οδυσσέα θεωρήθηκαν οι οικιστές νέων πόλεων στην Δύση:
"Ξεναγόρας δε ο συγγραφεύς Οδυσσέως και Κίρκης υιούς γενέσθαι τρεις, Ρώμον, Άντειαν,
Άρδειαν οικίσαντας δε τρεις πόλεις αφ' εαυτών θέσθαι τοις κτίσμασι τας ονομασίας"
Διονύσιος Αλικαρνασεύς Antiq Rom 1.72.5.7 1. to 72.6.1

Οι πληροφορίες για την Δύση παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία π.χ ο πατριάρχης Φώτιος στην «Βιβλιοθήκη» του αναφέρει:
 
"Ως Οδυσσεύς εν Τυρρηνία ηγωνίσατο αυλητικήν και ενίκησε, ηύλισε δε Ιλίου άλωσιν, Δημοδόκου ποίημα"
Φώτιος Bibl 190.152b.34 19 to 0.152b.36

Η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε κατά τις μαρτυρίες ήταν η Τυρρηνία (Ετρούσκοι). Εκεί, κατά άλλους, ίδρυσε τριάντα πόλεις, ονομάστηκε «Νάνος» που σημαίνει «πλανώμενος» και πέθανε στην ετρουσκική πόλη Γορτυνία (στον Κόρτωνα).

Ενδιαφέρον έχει να πούμε ότι ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, κατά παράξενο τρόπο, μνημονεύονται στον χώρο της Αρκαδίας, κάποιοι μάλιστα εικάζουν ότι ήταν αρκαδικές «θεότητες».

Έτσι, είναι εντυπωσιακή μια πληροφορία του Παυσανία για το αφιέρωμα του Οδυσσέα στον ναό του Ποσειδώνα. Βέβαια ο θεός Ποσειδώνας λατρεύτηκε ιδιαίτερα στην Αρκαδία με την ονομασία «Ίππιος Ποσειδών» (επειδή κατά την παράδοση ανατράφηκε κοντά στην πηγή Άρνη).

Ο Παυσανίας μνημονεύει λοιπόν πολλά ιερά του, μάλιστα στο «Μεθύδριο» λέγει ότι είδε άγαλμα του «Ίππιου Ποσειδώνα» αφιερωμένο από τον Οδυσσέα.

Η αναφορά του, ακολουθεί μια παράδοση που ήθελε τον Οδυσσέας να κατάγεται από την Αρκαδία, ότι γεννήθηκε στις Αλαλκομενές κοντά στον αρκαδικό Ορχομενό και ο παππούς του λεγόταν Ακρείσιος, άλλοι όμως υποστήριζαν ότι όταν διατάχτηκε από τον Τειρεσία να περιπλανηθεί με το κουπί στην πλάτη κατέληξε στην Αρκαδία.

Υπήρχε επίσης κάποια αναφορά, ότι κοντά στην Μαντινεία υπήρχε (έδειχναν) τον τάφο της Πηνελόπης, η οποία και κατά ένα τοπικό μύθο είχε γεννήσει τον αρκαδικό θεό Πάνα.

Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι ο παππούς του Οδυσσέα, ο Αρκείσιος, θυμίζει ετυμολογικά τον μυθικό «Αρκά» (αρκαδικό ήρωα), την ονομασία «Αρκαδία», την «Άρκτο», και διατηρεί κάτι από τον γνωστό αρκαδικό μύθο με την Καλλιστώ και την μεταμόρφωσή της σε αρκούδα (αφού και εκείνος συνευρέθη με αρκούδα).

Άλλοι μύθοι απομακρύνουν πολύ τον Οδυσσέα από την Ελλάδα ειδικά κατά το τέλος της ζωής του, αναφέροντας ότι πέθανε στην Ιταλία:

"επί Οδυσσέως κειμένου εν Τυρρηνία άνερα τον πολυμήτιν επί χθονί τήδε θανόντα κλεινότατον θνητών τύμβος επεσκίασεν, έτερον, ούτος Οδυσσήος κείνου τάφος, ον δια πολλά Έλληνες πολέμω τρωικώ ευτύχεσαν" 
Work §051 8.50.640n.8 8. to 50.640n.8 cf. Ausonius p. 189™ Work §051 8.50.640.39 8. to 50.640.44.

Επίσης κατά τον Θεόπομπο:

"εν Γορτύναιαι Θεόπομπος φησίν ότι παραγενόμενος ο Οδυσσεύς και τα περί την Πηνελόπην εγνωκώς απήρεν εις Τυρσηνίαν και ελθών ώικησε την Γορτυναίαν, ένθα και τελευτά υπ' αυτών μεγάλως τιμώμενος"

Work §002 2b,115,F.354.1 2b to ,115,F.354.4 2b,115,F.354 SCHOL. LYKOPHR. 806

Οδυσσέας και η προελληνική παράδοση.

Είναι αξιοσημείωτο να παρατηρήσουμε ότι ο μεγάλος ομηρικός ήρωας δεν εμφανίζεται παντού ως «Οδυσσεύς», αλλά έξω από τα έπη, συναντάται ως «Ολυττεύς» ή «Ολυξεύς», ή «Ουλίξης» (κατά τους Κρήτες), κυρίως στις γραφές των αγγείων, κάτι που, όπως πολλοί επεσήμαναν, θυμίζει το λατινικό «Ulixes» (το όνομά του στην λατινική)...

Οι ομηρικές ονομασίες, του ήρωα αλλά και του νησιού («Οδυσσέας» και «Ιθάκη»), αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη επιφύλαξη και δημιούργησαν πολλές αμφισβητήσεις για την προέλευσή τους και την σχέση τους με την ελληνική γλώσσα, το νόημά τους…

Η «Ιθάκη», κατά έμμεση μνεία του Ομήρου, πήρε το όνομά της από τον ήρωα «Ίθακο», και η ετυμολόγηση προς την ελληνική των δύο λέξεων, Ίθακου και Ιθάκης, οδηγεί στην λέξη «ιθύ» που σημαίνει «ευθύς», ή κατ’ άλλους στη λέξη «Ίδαξ» (που ήταν ονομασία του Προμηθέα), όμως κατά την γνώμη άλλων η λέξη «Ιθάκη» δεν είναι Ελληνική αλλά προέρχεται από το «Utica» που στα φοινικικά σημαίνει αποικία, ή το «Ατάκ» που στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «τραχύς»…

Αρκετές είναι βέβαια και οι δυσκολίες που παρουσιάζει η ετυμολόγηση του ονόματος «Οδυσσεύς», όσο και η μορφή του ήρωα Οδυσσέα, αφού και τα δύο (όνομα και ήρωας ) θεωρήθηκαν από κάποιους προελληνικές επιβιώσεις, τις οποίες ενσωμάτωσαν στην παράδοσή τους Έλληνες, παρ’ ότι ο Kretschmer ισχυριζόταν ότι τα κύρια ονόματα που στην Ελληνική λήγουν σε – ευς π.χ. Οινεύς, Πηλεύς, Ατρεύς… δηλώνουν ιδιότητα (όπως π.χ. κεραμεύς, αλιεύς…), τα οποία ανήκουν σε μια παλιότερη εποχή σε σχέση με τα σύνθετα (και πιο νοηματικά) που είναι νεότερα π.χ. Τηλέμαχος, Αριστόδημος, Κλεόβουλος…

Βέβαια η αμφισβήτηση γύρω από την μορφή του Οδυσσέα στηρίχτηκε και στις διαφορετικές διατυπώσεις (επιβιώσεις) του ονόματός του (π.χ. Ουλίξης) οι οποίες είναι ικανές να μας παρασύρουν σε λάθος εκτιμήσεις.
 
Όμως το «Οδυσσεύς», παρότι δημιουργεί κάποια δυσκολία στην κατανόησή του, δεν δείχνει ξένο προς την Ελληνική, αφού κι ο ίδιος ο ποιητής Όμηρος, στην Τ ­ 407, το «ετυμολογεί» λέγοντας ότι το έδωσε ο παππούς του ήρωα, ο Αυτόλυκος, με την έννοια: «αυτός που θα μισηθεί από πολλούς ανθρώπους» συνδέοντάς το με το ρήμα «οδύσσομαι».

Βέβαια η ομηρική ερμηνεία δεν έπεισε τους ερευνητές, κι ίσως και ο ίδιος ο Όμηρος για τα «Ελληνικά» του…

«Παρετυμολογεί ο Όμηρος» παρατήρησαν πολλοί, προβάλλοντας την άποψη, πως πιθανόν εξελληνίζει το όνομα και «Ελληνοποιεί» τον Οδυσσέα, αφού όχι μόνο το όνομα, αλλά και ολόκληρος ο μύθος του είναι προελληνικός…

Την ετυμολόγηση του ονόματος επιχείρησαν κι άλλοι κατά την αρχαιότητα συνδέοντάς το με τη μυθολογική παράδοση που ήθελε την Αντίκλεια να γεννά το γιό της στο όρος Νήριτο μια μέρα που λόγω της ξαφνικής βροχής αποκλείστηκε εκεί και συνεπώς «κατά τήν οδόν υσεν Ζεύς» δηλαδή «ο Δίας έβρεξε πάνω στον δρόμο», μάλιστα πριν κατά τον Φώτιο ονομαζόταν «Ούτις» διότι «είχε μεγάλα αφτιά»:

"ότι Οδυσσεύς, διότι ώτα μεγάλα είχεν, Ούτις πρότερον εκαλείτο, υετού δε φησίν γενομένου μη αντισχούσαν την μητέρα έγκυον ούσαν κατά την οδόν τεκείν, και τον Οδυσσέα δια τούτο ούτως ονομασθήναι"
Bibl 190.147a.10 19 to 0.147a.13

Οι ετυμολογήσεις απ’ τους αρχαίους συγγραφείς, ακόμη και αυτή του Ομήρου, δεν έπεισαν, όπως ήδη αναφέραμε, τους μελετητές που αμφισβήτησαν την ακρίβειά τους και διατύπωσαν σοβαρές επιφυλάξεις:
 
«Η ετυμολόγηση… προδίνει με την σημασία που δίνει η επική αλλοίωση, προσέγγιση προς την Ελληνική γλώσσα. Έτσι όλα φανερώνουν ότι ο Οδυσσέας έχει τις ρίζες του στα προελληνικά» παρατηρεί και ο Lesky.

Κι όμως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι άλλο ζήτημα η ετυμολόγηση ενός κύριου ονόματος στην ελληνική γλώσσα και η ορθότητά της (όπως την επιχειρούν οι σύγχρονοι μελετητές) και άλλο η παρουσία της μορφής ενός ήρωα μέσα στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων.

Ο Οδυσσέας μνημονεύεται σε με μια συγκεκριμένη εποχή και σε σχέση μ’ ένα σύνολο Ελληνικών (προγονικών) μορφών που έχουν αναμεταξύ τους πολλά κοινά στοιχεία (άθλοι, γεωγραφική περιπλάνηση, στρατιωτική δράση) και σύνδεση περιοχές – βασίλεια και γεγονότα της μυκηναϊκής παράδοσης.

Άλλο ζήτημα επίσης είναι η ηρωολατρεία, που εμφανίζεται μετά τους μυκηναϊκούς χρόνους και αφορά πολλούς ομηρικούς ήρωες π.χ. τον Μενέλαο, την Ελένη, τον Οδυσσέα, τον Αίαντα, κι άλλους και δεν έχει σαφή σχέση με προελληνικές επιβιώσεις θεοτήτων, ή ήρωες που Ελληνοποιήθηκαν.