Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (834-862)

ΧΟ. ἡμῖν μέν, ὦναξ, ταῦτ᾽ ὀκνήρ᾽· ἕως δ᾽ ἂν οὖν
835 πρὸς τοῦ παρόντος ἐκμάθῃς, ἔχ᾽ ἐλπίδα.
ΟΙ. καὶ μὴν τοσοῦτόν γ᾽ ἐστί μοι τῆς ἐλπίδος,
τὸν ἄνδρα τὸν βοτῆρα προσμεῖναι μόνον.
ΙΟ. πεφασμένου δὲ τίς ποθ᾽ ἡ προθυμία;
ΟΙ. ἐγὼ διδάξω σ᾽· ἢν γὰρ εὑρεθῇ λέγων
840 σοὶ ταὔτ᾽, ἔγωγ᾽ ἂν ἐκπεφευγοίην πάθος.
ΙΟ. ποῖον δέ μου περισσὸν ἤκουσας λόγον;
ΟΙ. λῃστὰς ἔφασκες αὐτὸν ἄνδρας ἐννέπειν
ὥς νιν κατακτείνειαν. εἰ μὲν οὖν ἔτι
λέξει τὸν αὐτὸν ἀριθμόν, οὐκ ἐγὼ ᾽κτανον·
845 οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν εἷς γε τοῖς πολλοῖς ἴσος·
εἰ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἕν᾽ οἰόζωνον αὐδήσει, σαφῶς
τοῦτ᾽ ἐστὶν ἤδη τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον.
ΙΟ. ἀλλ᾽ ὡς φανέν γε τοὔπος ὧδ᾽ ἐπίστασο,
κοὐκ ἔστιν αὐτῷ τοῦτό γ᾽ ἐκβαλεῖν πάλιν·
850 πόλις γὰρ ἤκουσ᾽, οὐκ ἐγὼ μόνη, τάδε.
εἰ δ᾽ οὖν τι κἀκτρέποιτο τοῦ πρόσθεν λόγου,
οὔτοι ποτ᾽, ὦναξ, τόν γε Λαΐου φόνον
φανεῖ δικαίως ὀρθόν, ὅν γε Λοξίας
διεῖπε χρῆναι παιδὸς ἐξ ἐμοῦ θανεῖν.
855 καίτοι νιν οὐ κεῖνός γ᾽ ὁ δύστηνός ποτε
κατέκταν᾽, ἀλλ᾽ αὐτὸς πάροιθεν ὤλετο.
ὥστ᾽ οὐχὶ μαντείας γ᾽ ἂν οὔτε τῇδ᾽ ἐγὼ
βλέψαιμ᾽ ἂν οὕνεκ᾽ οὔτε τῇδ᾽ ἂν ὕστερον.
ΟΙ. καλῶς νομίζεις. ἀλλ᾽ ὅμως τὸν ἐργάτην
860 πέμψον τινὰ στελοῦντα μηδὲ τοῦτ᾽ ἀφῇς.
ΙΟ. πέμψω ταχύνασ᾽· ἀλλ᾽ ἴωμεν ἐς δόμους.
οὐδὲν γὰρ ἂν πράξαιμ᾽ ἂν ὧν οὔ σοι φίλον.

***
ΧΟΡ. Με πλημμύρισες, βασιλιά μου, με τρόμο·
ώσπου να πληροφορηθείς
απ᾽ τον αυτόπτη μάρτυρα,
κράτησε την ελπίδα.
ΟΙΔ. Ελπίδα που κρεμάστηκε σ᾽ ένα βοσκό.
ΙΟΚ. Κι όταν φανεί, τί σκέφτεσαι να κάνεις;
ΟΙΔ. Θα σου πω.
Αν πει κι αυτός αυτά που λες κι εσύ
840 γλιτώνω μια για πάντα.
ΙΟΚ. Και ποιό σπουδαίο σου ᾽δωσα τεκμήριο;
ΟΙΔ. Κατέθετε, βεβαίωνες,
πως σκότωσαν τον Λάιο ληστές.
Αν επιμένει στον αριθμό,
εγώ δεν σκότωσα τον άνθρωπο.
Ο ένας κι οι πολλοί δεν είναι ίσα κι όμοια.
Αν έναν οδοιπόρο μαρτυρήσει,
τότε το φονικό ξεκάθαρα
βαραίνει την ψυχή μου.
ΙΟΚ. Πίστεψέ με, λοιπόν· αβίαστα μιλούσε
και δεν μπορεί το λόγο του ν᾽ αλλάξει.
Δεν τ᾽ άκουσα μονάχα εγώ,
850 στην αγορά της πόλης
τ᾽ αφηγήθηκε.
Μα κι αν τα στρίψει,
δεν θ᾽ αποδείξει, βασιλιά,
πως σκότωσες εσύ το Λάιο.
Ο Πυθικός Λοξίας μήνυσε
πως θα τον σκότωνε παιδί
που θα ᾽κανε μαζί μου.
Ούτε και το μωρό το δύσμοιρο
τον σκότωσε.
Χάθηκε πρώτο.
Γι᾽ αυτό δεν έχω πίστη στους χρησμούς,
παλιούς και νέους.
ΟΙΔ. Έχεις δίκιο.
Όμως μην αμελήσεις
860 να στείλεις να φωνάξουνε το δούλο.
ΙΟΚ. Στέλνω γοργά.
Ας πάμε τώρα στο παλάτι.
Ό,τι ποθείς, θα κάνω πάντα πρόθυμα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.3. Το κλέος στην Οδύσσεια

12.3.1. Ευκλεής και ακλεής θάνατος


Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στηρίζονται σε μια κοινή παράδοση όσον αφορά το κλέος. Αυτή όμως η παράδοση τροποποιείται στην Οδύσσεια, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι διαφορετικές προτεραιότητες του μεταγενέστερου έπους. Η Ιλιάδα είναι πολεμικό ποίημα, που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων και τον αγώνα που δίνουν προκειμένου να κατακτήσουν την αθάνατη δόξα. Ο γυρισμός στην πατρίδα επαινείται μόνο στην περίπτωση που είναι νεκρώσιμος (παραδείγματα Σαρπηδόνα, Έκτορα). Η Οδύσσεια είναι μεταπολεμικό ποίημα, που δοξάζει την επιβίωση, τον αγώνα που δίνει ο ήρωας, για να απεγκλωβιστεί από τον κλοιό του θανάτου που του επιφυλάσσει ο πόλεμος και να επιστρέψει ζωντανός στους δικούς του και στην πατρίδα του.

Η εξέλιξη του βασικού θέματος της Οδύσσειας, ο νόστος (εξωτερικός και εσωτερικός), ευνοεί την εμφάνιση και απόλεμων μορφών κλέους που δεν απαντούν στην Ιλιάδα. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της φιλοξενίας τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο φιλοξενούμενος μπορεί να αποκτούν κλέος, κυρίως στη μορφή της φήμης και του καλού ονόματος. Έτσι ο νεαρός Τηλέμαχος κατά τη φιλόξενη παραμονή του στον Νέστορα και στον Μενέλαο κερδίζει το κλέος του, την ηρωική του ταυτότητα, ενώ ο πατέρας του, ανώνυμος ξένος των Φαιάκων, εύχεται στον Δία να εξασφαλίσει στον Αλκίνοο ἄσβεστον κλέος (η 333), στην περίπτωση που ο ξενιστής του βασιλιάς τηρήσει τη γενναιόδωρη υπόσχεσή του και τον στείλει στην πατρίδα του. Γενικότερα, το βλέμμα του ποιητή στην Οδύσσεια εποπτεύει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, που εμπλέκονται στην επιβίωση, καθώς και στο κλέος και στον νόστο που συνεπάγεται η επιβίωση.

Παρά τις επιμέρους, εξωτερικές αντιθέσεις της προς την Ιλιάδα, η Οδύσσεια δεν αρνείται το ιλιαδικό κλέος του θανάτου, όπως το εκφράζει τουλάχιστον ο πρωταγωνιστής της Αχιλλέας. Αντίθετα, το υποδέχεται, αναγνωρίζει καταρχήν τη σημασία του και το επαινεί. Στον επίλογο της Οδύσσειας συναντώνται στον Άδη οι ψυχές των δύο εσωτερικών εχθρών της Ιλιάδας, του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα, και συνομιλούν δείχνοντας ασυνήθιστη αμοιβαία συμπάθεια για το διαφορετικό τους τέλος. Πρώτα η σκιά του Αχιλλέα με μιαν ανεκπλήρωτη ευχή συμπάσχει για τον φριχτό θάνατο που βρήκε ο Αγαμέμνονας φτάνοντας στην πατρίδα του (ω.30-34):

Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
κι ακόμη θ᾽ άφηνες μεγάλο κλέος [μέγα κλέος] κληρονομιά στον γιο σου.
Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.


Εμπόλεμος θάνατος στην Τροία, που σφραγίζεται με ταφή και τιμητικό τύμβο από τους συμπολεμιστές, συνθέτουν το μέγα κλέος που ο βασιλιάς των Αχαιών τελικά δεν άφησε πίσω του με τον άδοξο νόστο του. Στερήθηκε δηλαδή ό,τι κέρδισε πεθαίνοντας νέος στον πόλεμο της Τροίας ο Αχιλλέας. Αυτό εξάλλου ομολογεί, με την επόμενη απάντησή του, η σκιά του Αγαμέμνονα μακαρίζοντας τον νεκρό Αχιλλέα (ω 36-94): θάνατος στην Τροία, μάχη των Αχαιών γύρω από το σώμα του, θρήνος και τύμβος με παρεπόμενες τιμές αναδεικνύουν τον ωκύμορο ήρωα της Ιλιάδας ὄλβιον (ω 36), που άφησε πίσω του κλέος ἐσθλόν (ω 93-94):

Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ᾽ όνομά σου,
αφού για πάντα, σ᾽ όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει [κλέος ἔσσεται ἐσθλόν].


Αντιδιαστέλλοντας τον δικό του άγριο χαλασμό, που τον βρήκε από τον Αίγισθο και την άπιστη σύζυγό του, ο νεκρός Αγαμέμνονας (ω 96-97) εγκωμιάζει έμμεσα την απόφαση του Αχιλλέα στην Ιλιάδα να πεθάνει στην Τροία στερούμενος τον νόστο του. Στη «Μεγάλη Νέκυια» πάντως, όταν η σκιά του Αχιλλέα θρηνώντας συναντά τον ζωντανό Οδυσσέα (λ 467 κ.ε.), νοσταλγεί τη ζωή.

Ο Οδυσσέας, που εξηγεί στον νεκρό συμπολεμιστή του ότι κατέβηκε στον Άδη προκειμένου να μάθει τον δρόμο του μετέωρου ακόμη νόστου του, μακαρίζει, όπως η ψυχή του Αγαμέμνονα, τον νεκρό Αχιλλέα, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα ευτυχέστερο (μακάρτατον, λ 483) των θνητών στο παρόν και στο μέλλον: όσο ζούσε ο Αχιλλέας, οι Αργείοι τον τιμούσαν σαν θεό· αλλά και στον Άδη, αν και νεκρός, ο ήρωας διατηρεί στο ακέραιο την πολεμική του δύναμη - γι᾽ αυτό, δεν θα πρέπει να θλίβεται για τον θάνατό του. Ο Αχιλλέας ωστόσο απωθεί πρώτα την παρηγοριά του Οδυσσέα να μη θλίβεται και ύστερα τον έπαινό του, απαντώντας ότι θα προτιμούσε να ζούσε ως υπηρέτης φτωχού αφέντη στη γη παρά να είναι βασιλιάς των νεκρών (λ 488-491). Όπως προκύπτει και από τη συνέχεια του διαλόγου (λ 492-540), μέσα από την αντιπαραβολή της μεταπολεμικής επιβίωσης προς τον θάνατο, τονίζεται η διαφορετική μοίρα των δύο ηρώων.

Η ανεκπλήρωτη επιθυμία του νεκρού Αχιλλέα να υπερασπιστεί τον απροστάτευτο από τις απειλές των εχθρών του γέροντα Πηλέα στη Φθία (λ 494-503, πρβ. Ω 538-542) πραγματώνεται από τον Οδυσσέα, καθώς ο ήρωας, με τον νόστο του, θα εκδικηθεί τους μνηστήρες που απειλούσαν τη ζωή του γέροντα πατέρα του Λαέρτη. Σε αντίθεση επίσης προς τον Οδυσσέα, που θα συναντηθεί με τον γιο του Τηλέμαχο και θα εκτελέσουν μαζί το σχέδιο της μνηστηροφονίας, ο νεκρός Αχιλλέας δεν θα μπορέσει να σμίξει με τον γιο του Νεοπτόλεμο, για να συμμετάσχει ζωντανός στην αριστεία του κατά την άλωση της Τροίας (λ 492-493, 505-537). Σε σχέση με τα επόμενα δρώμενα της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, γυρίζοντας στο σπίτι του, κατορθώνει ό,τι δεν κατόρθωσε με τον πρώιμο θάνατό του στον πόλεμο ο Αχιλλέας.

Από την άλλη μεριά, ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος συστήνεται από τον Οδυσσέα ως άξιος αντικαταστάτης, πρόμαχος του πατέρα του στον πόλεμο της Τροίας, βγαίνοντας σώος από τα δεινά του (λ 534-535). Κατορθώνει έτσι ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει με το ἄφθιτον κλέος του ο πατέρας του, ο οποίος, μετά το τέλος του διαλόγου του με τον Οδυσσέα, επιστρέφει, με καμάρι για τον γιο του, στο ασφοδελό λιβάδι του Άδη (λ 538-540). Η αριστεία βέβαια του Νεοπτόλεμου στην άλωση της Τροίας κατορθώνεται με τη διαρκή καθοδήγηση και προστασία που του παρέχει ο Οδυσσέας, αντικαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο στον ρόλο του πατέρα τον Αχιλλέα. Εγκωμιάζοντας έτσι ο Οδυσσέας στον νεκρό Αχιλλέα τον γιο του Νεοπτόλεμο, επαινεί έμμεσα το δικό του στρατήγημα της άλωσης της Τροίας: την ενέδρα (λόχον, λ 525) με τον δούρειο ίππο, χάρη στο οποίο κατέκτησε το αοίδιμο κλέος του στην Οδύσσεια (θ 487-531, πρβ. λ 505-537).

Μέσα λοιπόν από τη διήγηση του Οδυσσέα, το κλέος του Αχιλλέα που του υποσχέθηκε η Ιλιάδα με τον πρώιμο θάνατό του στην Τροία, υποχωρεί στο κλέος που κερδίζει ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας με την άλωση της Τροίας αλλά και έμμεσα με τον νόστο του. Ο Οδυσσέας έτσι βγαίνει διπλά κερδισμένος: κατακτά πολεμικό κλέος εκπορθώντας την Τροία και επιπρόσθετα κατορθώνει να γυρίσει στο σπίτι του. Ο τρόπος εντούτοις με τον οποίο ένας ήρωας πεθαίνει, καθορίζει το κλέος του. Έτσι, στην Ιλιάδα το τέλος του Αχιλλέα προεξαγγέλλεται ως πρώιμος και ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια αντίθετα το τέλος του πορθητή της Τροίας προφητεύεται από τον μάντη Τειρεσία (λ 134-137 = ψ 281-284) ως ήσυχος και γλυκός θάνατος στη στεριά, που θα βρει τον ηγεμόνα ήρωα σε βαθιά γεράματα και ανάμεσα σε υπηκόους που ζουν ὄλβιοι (ευτυχισμένοι και ευλογημένοι με όλα τα εγκόσμια αγαθά).

Με τον νόστο του ο Οδυσσέας ξεχωρίζει τόσο από τον Αχιλλέα όσο και από τον Αγαμέμνονα, καθώς δεν μπόρεσε πεθαίνοντας στην Τροία να κερδίσει το κλέος που πέτυχε ο Αχιλλέας. Εντούτοις, στην Οδύσσεια ο άδοξος θάνατος και η παρεπόμενη στέρηση του κλέους του Αγαμέμνονα εμφανίζονται ως απειλητικό ενδεχόμενο και για τον Οδυσσέα. Στην πρώτη ραψωδία ο Τηλέμαχος, εκμυστηρευόμενος τον κρυφό καημό του για τον χαμένο πατέρα του στην Αθηνά-Μέντη, μιμείται παραλλάσσοντας την ανεκπλήρωτη ευχή του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα (α 237-243, 237-240 ≈ ω 30-33):

Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ᾽ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών του τα χέρια·
τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θ᾽ άφηνε μεγάλη δόξα [μέγα κλέος].
Μα να που τώρα ανήκουστον [ἀκλειῶς] τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ᾽ εμένα οδυρμούς κι οδύνες
.

Όπως ο Αχιλλέας εύχεται στον Αγαμέμνονα στο τέλος της Οδύσσειας, έτσι και ο Τηλέμαχος στην αρχή του έπους λέει ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινε ο πατέρας του στον πόλεμο της Τροίας· θα είχε έτσι τουλάχιστον έναν τιμημένο τύμβο, ενώ ο γιος του, όπως ο Ορέστης, θα είχε κληρονομήσει μέγα κλέος (α 240, πρβ. ω 34). Ανάμεσα ωστόσο στις δύο ανεκπλήρωτες ευχές υπάρχει μια χαρακτηριστική διαφορά. Ενώ ο βασιλιάς των Αχαιών βρήκε τρισάθλιο θάνατο επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας, κατά τον Τηλέμαχο, δεν πέθανε στα χέρια των δικών του, αλλά χάθηκε ἀκλειῶς: τον άρπαξαν στις εσχατιές του κόσμου οι Άρπυιες (προσωποποιημένες δυνάμεις των θυελλωδών ανέμων)· χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος (ἄϊστος) και χωρίς να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν (ἄπυστος).

Το απελπισμένο αδιέξοδο του νεαρού ήρωα μπορεί να είναι υπερβολικό, όχι όμως και παντελώς άστοχο. Ο πατέρας του τη στιγμή αυτή είναι εγκλωβισμένος στο απόκοσμο νησί της Ωγυγίας, όπου η Καλυψώ τον θέλγει, όπως οι Σειρήνες, να ξεχάσει την Ιθάκη (α 56-57, ε 61), με αντάλλαγμα την αθανασία και την αγηρασία (ε 136 = ψ 336). Η επικείμενη απελευθέρωση του Οδυσσέα από τα καλυπτήρια θέλγητρα της νύμφης σηματοδοτεί την άρνησή του να διαγραφεί ἄϊστος και ἄπυστος από τη σκέψη των ανθρώπων και από την παρεπόμενη μεταθανάτια φήμη που του εξασφαλίζει το έπος της Οδύσσειας.

Ο έντονα διαφοροποιημένος από του Αγαμέμνονα χαμός του Οδυσσέα από προσώπου γης, όπως τον φαντασιώνεται ο Τηλέμαχος, έχει τη σημασία του: θέτει σε εκκρεμότητα τον νόστο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας, υποκινώντας το ερώτημα αν ζει τελικά ή πέθανε. Ταυτόχρονα ευνοεί την ανάπτυξη του, συμπληρωματικού προς τον νόστο, θέματος της αναζήτησης του πατέρα από τον γιο του. Αργότερα βέβαια, όταν ο νεαρός ήρωας ψάχνει κρυφά από τη μητέρα του το κλέος του αγνοούμενου πατέρα του στην Πελοπόννησο, η Πηνελόπη φοβάται μήπως προσθέσει στον θρήνο της για την άδοξη εξαφάνιση του ένδοξου άντρα της και τον «ανήκουστο» (ἀκλέα) χαμό του γιου της (δ 727-728).

Ο ένδοξος θάνατος στην Τροία ως προτιμητέα ηρωική συνθήκη από την άδοξη εξαφάνιση, την οποία νομίζει συντελεσμένη για τον πατέρα του ο Τηλέμαχος (αργότερα για τον Οδυσσέα και ο πιστός του δούλος ο Εύμαιος, ξ 368-371), εκφράζεται και από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στο ναυάγιό του της πέμπτης ραψωδίας (ε 306-312):

Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο [κλέος ἦγον Ἀχαιοί]. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.

Το ενδεχόμενο ο Οδυσσέας να βρει «ανήκουστο» (λευγαλέον) θάνατο στο πέλαγος ανακαλεί τον φόβο του ιλιαδικού Αχιλλέα μήπως τον πνίξει ο Σκάμανδρος (ε 312, Φ 281). Οι δύο ήρωες, αν ήταν να εξαφανιστούν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, εύχονται να τους έβρισκε ένας συγκεκριμένος, ηρωικός θάνατος στη σύγκρουση με τους αντιπάλους τους στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα και στα δύο ομηρικά έπη είναι κοινή: ο πρώιμος θάνατος του πολεμιστή στο πεδίο της μάχης εξασφαλίζει το κλέος του, που διαιωνίζεται μέσω του τιμητικού τύμβου. Εξάλλου, όπως ο Πάτροκλος καλεί τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα να τον θάψει (Ψ 71-76), έτσι και ο Ελπήνορας ικετεύει τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια (λ 66-78, πρβ. ω 186-190) να μην τον ξεχάσει άκλαυτο και άταφο, αλλά να του αποδώσει το γέρας θανόντων, ώστε βλέποντας το σήμα του να τον μνημονεύουν οι μέλλουσες γενιές. Αντίθετα, ο «ανήκουστος» χαμός των ηρώων από τις δυνάμεις της φύσης εξαφανίζει το κλέος, πολεμικό και μεταπολεμικό.

Από την άλλη μεριά, ο μακαρισμός των νεκρών Αχαιών στην Τροία, σε σχέση με την απειλητική εμπειρία του άδοξου χαμού που δοκιμάζει ο Οδυσσέας στο πέλαγος, παραπέμπουν στο άθλιο τέλος του Αγαμέμνονα. Αν οι δύο ήρωες πέθαιναν στην Τροία, θα είχαν τιμητικό τύμβο και θα κέρδιζαν κλέος, που τελικά εξασφάλισε μόνο ο Αχιλλέας, το σώμα του οποίου οι δύο ήρωες, μαζί με τους άλλους Αχαιούς, υπερασπίστηκαν γενναία στην Τροία (ε 309-310, πρβ. ω 36-42).

Εκπληκτικά πράγματα συμβαίνουν όταν αρχίζουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας

1. Αποκτάμε μεγαλύτερο έλεγχο της ζωής μας

Συνειδητοποίησα ότι πάντα είχα επιλογή.

Έκανα κακές επιλογές λόγω φόβου, ενοχών και ντροπής και σωστές επιλογές όταν αφουγκραζόμουν τον εαυτό μου και δεν φοβόμουν να είμαι αυθεντική. Σταμάτησα να προσπαθώ συνεχώς να ικανοποιώ τον κόσμο γύρω μου. Όταν αρχίσετε να αγαπάτε τον εαυτό σας περισσότερο, σύντομα θα συνειδητοποιήσετε τις επιθυμίες και τις ανάγκες σας και θα τις τιμάτε.

2. Θέτουμε αυστηρότερα όρια σε σχέση με τον έρωτα και την αγάπη

Τιμώντας τις ανάγκες μου, άρχισα να νιώθω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Έτσι, σταμάτησα να σπαταλώ χρόνο σε ανθρώπους με τους οποίους δεν ταίριαζα και έκανα πιο «σίγουρες» επιλογές. Όταν ενδυναμώσεις τα όριά σου, έχοντας «κλειδώσει» την αγάπη προς τον εαυτό σου, οι επιλογές σου στην αγάπη και στον έρωτα θα διέπονται από περισσότερη σοφία.

3. Σταματάμε να αναζητάμε αποδοχή

Αυτό ήταν το πιο απελευθερωτικό. Βασιζόμουν πια στη δική μου επιβεβαίωση και όχι στην αποδοχή από τους άλλους. Κι έτσι οι πράξεις μου δεν καθοδηγούνταν από την συνεχή ανάγκη να με προσέξουν. Αυτό απελευθέρωσε χώρο στη ζωή μου για να γίνω πιο αυθεντική, λιγότερο αμυντική. Όταν η επιβεβαίωση πηγάζει από μέσα σου, αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι λιγότερο για τις απόψεις των άλλων και μένεις εναρμονισμένος με τις προσωπικές σου αξίες.

4. Παίρνουμε πιο γενναίες και συνειδητές αποφάσεις

Άφησα την εργασία που έκανα επειδή ήθελα να σεβαστώ τον εαυτό μου. Μετακόμισα για να έχω έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής. Ερωτεύθηκα ξανά. Έφερα ένα παιδί στη ζωή. Και προσπαθώ συνεχώς να είμαι σωστή μητέρα γι’ αυτό. Όλες αυτές οι αποφάσεις ήρθαν γαλήνια και ήρεμα, πάρθηκαν με αποφασιστικότητα και θάρρος. Η αγάπη προς τον εαυτό μας δίνει τη δύναμη να ξεφορτωθούμε όλα εκείνα που δεν μας εξυπηρετούν πια.

5. Απολαμβάνουμε την συντροφιά του εαυτού μας

Σταμάτησα να γεμίζω τις μέρες μου με συναντήσεις κάθε είδους, κάτι που έκανα στο παρελθόν για να μη νιώθω μόνη. Δεν έτρεχα πια μακριά από τον εαυτό μου στις αγκαλιές ανθρώπων που τελικά δεν το άξιζαν. Αντιθέτως, άρχισα να κάνω περισσότερα πράγματα μόνη μου: κολύμπι, γιόγκα, γραφή, κινηματογράφο, διαλογισμό. Αρχίζοντας να αγαπάμε τον εαυτό μας, τον βρίσκουμε πλέον πιο συμπαθητικό, συνειδητοποιούμε ότι μας αρέσει να κάνουμε περισσότερη παρέα μαζί του.

6. Χτίζουμε ισχυρότερη σχέση με τον εαυτό μας

Και καθώς περνούσα περισσότερο χρόνο με τον εαυτό μου, εμβάθυνα τη σύνδεση μαζί του. Δεν ήμουν πια απεγνωσμένη για μια σχέση επειδή άρχισα να διασκεδάζω μόνη μου. Έγινα η καλύτερη μου φίλη. Αυτή η βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό σου θα βελτιώσει και τη σύνδεση με τους άλλους.

7. Σταματάμε να αναζητάμε απεγνωσμένα την ευτυχία στις σχέσεις

Αγαπώντας τον εαυτό μου, αντιλήφθηκα ότι δεν χρειάζομαι οπωσδήποτε μια σχέση για να νιώσω ευτυχισμένη. Όλη η αγάπη που χρειαζόμουν βρισκόταν ήδη μέσα μου. Ανέλαβα τον έλεγχο της ευτυχίας μου. Ξέρω ότι μπορώ να είμαι ευτυχισμένη με τον εαυτό μου και ο σωστός άνθρωπος θα εμφανιστεί τη σωστή στιγμή.

Η Κοινωνία των ηλεκτρονίων ενός ατόμου

Όταν η κοινωνία των ηλεκτρονίων ενός ατόμου μας διδάσκει …

Όπως μας διδάσκουν στο σχολείο, μέσα στο χώρο ενός ατόμου τα ηλεκτρόνια μένουν φυλακισμένα, και αναγκάζονται να περιστρέφονται δαιμονισμένα γύρω από ένα κέντρο εξουσίας, που το κατέχει ένας πανίσχυρος ατομικός πυρήνας που ασκεί πάνω τους μια καταπιεστική αλλά και δυναμική σαγήνη.

Ο περιστροφικός δρόμος κάθε ηλεκτρονίου καθορίζεται μονοσήμαντα από τις ελκτικές δυνάμεις του πυρήνα που αόρατα το καθοδηγούν.

Παρόλα αυτά τα ηλεκτρόνια, αγνοώντας την ύπαρξη αυτών των δυνάμεων και χαμένα μέσα στην άγνοιά τους, χαίρονται την φαινομενική και ψεύτικη ελευθερία της αόρατης φυλακής τους, εφόσον πιστεύουν ότι η ελεύθερη βούλησή τους τα έκανε να κινούνται στις τροχιές τους.

Εμείς όμως ως εξωτερικοί παρατηρητές γνωρίζουμε ότι την τροχιά δεν καθορίζει το κάθε ηλεκτρόνιο αλλά ο αφέντης πυρήνας. Ακόμα γνωρίζουμε ότι κάθε ηλεκτρονίου απέχει από τον ισχυρότατο πυρήνα μια διαφορετική απόσταση. Τα πιο κοντινά στον πυρήνα ηλεκτρόνια, πιθανότατα, νιώθουν να κατέχουν μέσα στο άτομο μια κυρίαρχη θέση σε σχέση με τα άλλα που βρίσκονται μακρύτερα. Με τον τρόπο αυτό μέσα στην κοινωνία των ηλεκτρονίων ενός ατόμου δημιουργείται μια «ιδιόμορφη κοινωνική στρωμάτωση» με μοναδικό κριτήριο-προσόν κάθε ηλεκτρονίου το ποσό της δύναμης που ασκεί πάνω του κυριαρχικά ο πυρήνας αφέντης, και ως εκ τούτου το πόσο πιο κοντά του βρίσκονται.

Τα δυστυχή ηλεκτρόνια δεν μπορούν να γνωρίζουν ότι όσο πιο κοντά βρίσκονται στο κέντρο της ελκτικής δύναμής του, τόσο περισσότερο χειραγωγούμενα και δέσμια είναι από αυτόν.

Και ακόμα δεν γνωρίζουν ότι ο αφέντης πυρήνας τα κρατάει κοντά του επειδή οι ενεργειακές δυνατότητες του είναι πολύ μεγαλύτερες από τις «φτωχές» εσωτερικές ενεργειακές δυνατότητες τους.
Δεν γνωρίζουν ότι όσο πιο μακριά βρίσκεται ένα ηλεκτρόνιο από τον πυρήνα του, τόσο μικρότερη είναι η δύναμη που αυτός ασκεί πάνω του αλλά και πολύ «μεγαλύτερη» η εσωτερική ενεργειακή του κατάσταση.

Αυτό δίνει στα εξωτερικά ηλεκτρόνια μια αξιοθαύμαστη δυνατότητα, να είναι πολύ πιο εύκολο για αυτά, προσλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας στην ύπαρξη τους μικρά ποσά ενέργειας από το συμπαντικό περιβάλλον τους, να ξεφεύγουν εντελώς από τις δυνάμεις που τα φυλακίζουν, και να γίνονται «Ελεύθερα Ηλεκτρόνια».

Τελικά λοιπόν, ένα ηλεκτρόνιο γίνεται «Ελεύθερο» μόνο αν αποκτήσει εσωτερική ενέργεια τόσο μεγάλη όση χρειάζεται για να υπερνικήσει τη δύναμη που ασκεί πάνω του ο πυρήνας της δύναμης.
Όλα τα προηγούμενα μας διδάσκουν πολλά.

Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στη γειτονιά ενός εξουσιαστικού κέντρου πιστεύουμε λανθασμένα ότι είμαστε πιο προνομιούχοι και δυνατοί.

Αγνοούμε όμως τη βασική αλήθεια της φύσης. Η γειτνίαση με την πηγή μιας δύναμης δηλώνει το πόσο αδύναμοι ενεργειακά είμαστε μέσα μας, πόσο πολύ χειραγωγούμενοι και υποτελείς και πόσο μακριά από την έννοια της «Ελευθερίας».

Και κάτι σημαντικό που ξεχάσαμε να πούμε:

«Το ηλεκτρόνιο είναι «στοιχειώδες σωμάτιο», δηλαδή ένα «ρεύμα ενέργειας», ενώ ο «πυρήνας» ως προϊόν της ένωσης πρωτονίων και νετρονίων είναι «Ύλη».

Και το ρεύμα ενέργειας, το «Ηλεκτρόνιο» έχει ως «αποστολή» του, μαζεύοντας ενέργεια από το συμπαντικό περιβάλλον του, να υπερνικά την «Ύλη» και να γίνεται «Ελεύθερο».

Το δίλημμα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε το έθεσε και ο Πλάτωνας. Αλυσοδεμένοι σκλάβοι μέσα στο «σπήλαιο» ή «ελεύθεροι», έξω από αυτό;

Όμως μην ξεχνάμε…

Θέλει αρετή, πίστη, ελπίδα επιμονή, επιμονή και Τόλμη η εκτός σπηλαίου Ελευθερία.

H Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων

Βαδίζω σ’ ένα δρόμο μοναχός
ο μόνος που γνώρισα στη ζήση

Μήτε και ξέρω που θα βγω
μα είναι σαν εμένα και μόνος τον περνώ

Σεργιανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.

Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος
περπατώ μονάχος, περπατώ μονάχος

Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω

Βαδίζω πάνω στη γραμμή, στη κόψη,
του μυαλού μου που ‘χει διχαστεί
και στου γκρεμού το χείλος,
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω

Διαβάζω πίσω απ’ τις γραμμές
τί πήγε τόσο χάλια, κι όλα είναι καλά
και το σφυγμό μετρώ να δω αν ζω
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω

Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω

Σεργιανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.

Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος

Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω

Boulevard Of Broken Dreams

Michael Pritchard, Frank E., Iii Wright, Billie Joe Armstrong

Η κόλαση θα γέμιζε αμέσως από κόσμο – και είναι γεμάτη, ακριβώς εδώ, στη γη

Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Φανταστείτε έναν φυλακισμένο σε ένα κελί με βαριά κάγκελα, σε μια φυλακή με ψηλά τείχη, με οπλισμένους φρουρούς παντού.

Αλλά αυτή είναι η πιο ασυνήθιστη φυλακή.

Η πόρτα του κελιού είναι πάντα ξεκλείδωτη, όπως και η πύλη της φυλακής, και οι φρουροί είναι για να κρατούν τον κόσμο έξω, όχι μέσα.

Ο φυλακισμένος, όμως, πιστεύει ότι είναι το συνηθισμένο είδος φυλακής, και έτσι παραμένει στο κελί, το οποίο είναι στην πραγματικότητα άνετο.

Έχει αξιοπρεπή επίπλωση και αρκετές διασκεδάσεις για να περνάει η ώρα. Υπάρχουν βιβλία και cd, καλωδιακή τηλεόραση και ένας προσωπικός υπολογιστής. Υπάρχει ένα πλήρως εξοπλισμένο μπαρ, αξιοπρεπές φαγητό, τακτικές συζυγικές επισκέψεις.

Ο φυλακισμένος πρέπει να κάνει μια συγκεκριμένη ποσότητα βαρετής εργασίας, αλλά μπορεί επίσης να ικανοποιεί τα ενδιαφέροντα και τα χόμπι του.

Αρκετά καλή, για φυλακή.

Αλλά αυτός ο φυλακισμένος είναι στην πραγματικότητα δυστυχισμένος, απλά λόγω του ότι γνωρίζει ότι είναι φυλακισμένος. Θα ήθελε να αποδράσει και πιστεύει ότι αν το έκανε θα ήταν ευτυχισμένος. Αλλά επίσης πιστεύει ότι το να αποδράσει θα ήταν επικίνδυνο και πιθανώς απίθανο, έτσι μένει εκεί που είναι. Ο φυλακισμένος καταφεύγει σε ποικίλες άλλες “αποδράσεις” μέσα στο κελί – φαγητό, ποτό, ναρκωτικά, σεξ, βιβλία, τηλεόραση.

Όλες αυτές λειτουργούν, αλλά μόνο προσωρινά.

Η επιστροφή στην πραγματικότητα είναι πιο επώδυνη κάθε φορά, καθιστώντας αναγκαία μια μεγαλύτερης έντασης απασχόληση του νου για να πετύχει την επόμενη προσωρινή απόδραση. Αυτές οι απασχολήσεις επίσης οδηγούν σε φαντασιώσεις του πόσο υπέροχη μπορεί να είναι η ζωή πέρα από τους τοίχους της φυλακής και έτσι σε θλίψη για τα πόσα πολλά χάνει με το να είναι φυλακισμένος.

Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε μια φυλακή όπως αυτή. Είναι η φυλακή του να υποφέρεις. Υποφέρετε όταν σας κατηγορούν, όταν αντιμετωπίζετε το κακό, όταν σας φέρονται άδικα. Επίσης υποφέρετε όταν εσείς κατηγορείτε άλλους, όταν εσείς κάνετε κακό και όταν διαπράττετε αδικία. Έτσι εσείς, όπως και ο φυλακισμένος, προσπαθείτε να απαλύνετε τη δυσφορία με συνεχείς απασχολήσεις του νου, σκεπτόμενοι όλο τον καιρό που πρέπει να περάσετε στο κελί.

Αλλά αυτή είναι μια ψευδαίσθηση.

Στην πραγματικότητα, είστε ελεύθεροι να φύγετε όποια στιγμή θέλετε – αν μπορείτε να ξεκολλήσετε από τις γνωστές ενασχολήσεις και να συνειδητοποιήσετε ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός μπροστά σας.

Κάθε ανθρώπινο πλάσμα υποφέρει, αργά ή γρήγορα, έτσι η λειτουργική ερώτηση είναι όχι το αν θα υποφέρεις, αλλά από τι θα υποφέρεις. Με διαφορά, πολύ σημαντικότερη ερώτηση είναι το πώς θα προσπαθήσετε να ελαφρύνετε τα βάσανά σας. Η απάντηση στην οποία θα φτάσετε θα καθορίσει το αν θα αυξήσετε τα δικά σας βάσανα (και αυτών γύρω σας) ή αν θα τα μειώσετε.

Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί τρόποι να αυξήσετε τα βάσανα. Ευτυχώς, υπάρχουν συγκριτικά λίγοι τρόποι για να τα ελαφρύνετε.

Γιατί “ευτυχώς”;

Επειδή οι περιορισμένες επιλογές κάνουν το τοπίο πιο καθαρό.

Υποθέστε ότι είσαστε σε ένα δωμάτιο με χίλιες πόρτες και έπρεπε να διαλέξετε μία, και μόνο μία, για να περάσετε. Αν οι εννιακόσιες ενενήντα εννιά πόρτες οδηγούσαν στην κόλαση και μόνο μία οδηγούσε στον παράδεισο, αυτό θα ήταν καλό ή κακό;

Αυτό εξαρτάται από το αν ήταν σημαδεμένες ή όχι. Επειδή αν όλες οι πόρτες έμοιαζαν μεταξύ τους και έπρεπε να διαλέξετε την πόρτα σας στην τύχη, θα είχατε πολύ λίγες πιθανότητες να επιλέξετε τον παράδεισο: μία στις χίλιες.

Η κόλαση θα γέμιζε αμέσως από κόσμο – και είναι γεμάτη, ακριβώς εδώ, στη γη.

Αλλά αν οι πόρτες ήταν καθαρά σημαδεμένες “Παράδεισος” ή “Κόλαση”, θα ήσαστε σίγουροι ότι θα βρίσκατε τον παράδεισο αργά ή γρήγορα. Υπό τον όρο ότι θα μπορούσατε να διαβάσετε τα σημάδια.

Δεν έχει σημασία σε ποιο δωμάτιο ποιου κτιρίου βρίσκεστε, πάντα μπορείτε να βρείτε μυριάδες πόρτες για την κόλαση – και πάντα μπορείτε να βρείτε τουλάχιστον μία πόρτα για τον παράδεισο. Αν και όλοι λένε ότι θέλουν να διαβούν την πόρτα για τον παράδεισο, ένα μεγάλο ποσοστό διαβαίνει κάθε είδους πόρτα για την κόλαση. Ίσως πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια πάνω στις πόρτες και να δούμε ότι τα κελιά μας είναι ανοιχτά, έτσι ώστε να αφήσουμε τα βάσανα πίσω μας.

Στον Σωκράτη δεν άρεσε η ψιλή κουβεντούλα

Ο Σωκράτης έκανε στροφή προς μία νέα και αναπάντεχη κατεύθυνση και γι’ αυτό ήταν υπεύθυνος ένας φίλος του, ένας νεαρός άντρας ονόματι Χαιρεφώντας,

Μια μέρα ο Χαιρεφώντας επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών και ρώτησε τη μάντισσα το εξής: Υπάρχει άνθρωπος στην Αθήνα πιο σοφός από τον Σωκράτη; «Όχι», ήταν η απάντηση. «Δεν υπάρχει άλλος».

Όταν ο Χαιρεφώντας μετέφερε στον Σωκράτη τα λόγια του μαντείου, εκείνος σάστισε. Δεν υπήρχε άλλος πιο σοφός από τον ίδιο; Πώς ήταν αυτό δυνατόν; Εκείνος δεν ήταν παρά ο γιος ενός λιθοξόου και δε γνώριζε τίποτε. Ωστόσο, οι χρησμοί δεν έκαναν ποτέ λάθος, έτσι ο Σωκράτης αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα. Έπιασε κουβέντα με σεβαστούς Αθηναίους, μίλησε με τους πάντες, από ποιητές μέχρι στρατηγούς. Ο Σωκράτης σύντομα ανακάλυψε ότι αυτοί οι άντρες δεν ήταν τόσο σοφοί όσο θεωρούνταν. Ο στρατηγός δεν μπορούσε να του πει τι σημαίνει θάρρος και ο ποιητής δεν μπορούσε να δώσει έναν ορισμό της ποίησης. Όπου κι αν στρεφόταν, συναντούσε ανθρώπους που «δε γνωρίζουν τα πράγματα που δε γνωρίζουν».

Ίσως ο χρησμός ήταν σωστός, κατέληξε ο Σωκράτης. Ίσως διέθετε κάποιο είδος σοφίας, τη σοφία να γνωρίζει όσα δε γνώριζε. Για τον Σωκράτη το χειρότερο είδος άγνοιας είναι εκείνο που παρουσιάζεται ως γνώση. Καλύτερα η πλατιά και ειλικρινής άγνοια παρά η περιορισμένη και ύποπτη γνώση.

Η εισαγωγή αυτής της αθώας άγνοιας, αυτής της «υπέροχης νέας αφέλειας», όπως το θέτει ο φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς, είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Σωκράτη στην ανθρώπινη έρευνα, η οποία εξακολουθεί να κινεί τη φιλοσοφική σκέψη ακόμα και σήμερα.

Ο Σωκράτης δεν ήταν ο πρώτος φιλόσοφος. Πολλοί άλλοι είχαν προηγηθεί: ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Δημόκριτος και ο Θαλής είναι μόνο κάποιοι από αυτούς. Οι άντρες αυτοί είχαν στρέψει τη ματιά τους προς τον ουρανό. Πάσχιζαν να εξηγήσουν το σύμπαν, να διεισδύσουν στα μυστήρια του φυσικού κόσμου. Τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα. Ο Θαλής, ένα λαμπρό μυαλό από πολλές απόψεις, ήταν πεπεισμένος ότι όλη η ύλη στο σύμπαν αποτελούνταν από νερό. Όπως και ο Σωκράτης, οι φιλόσοφοι αυτοί έθεταν ερωτήματα, αλλά αυτά ξεκινούσαν κυρίως με τις λέξεις «τι» και «γιατί». Από τι αποτελούνται τα πάντα; Γιατί τα αστέρια χάνονται κατά τη διάρκεια της μέρας; Αυτού του είδους τα ερωτήματα δεν ενδιέφεραν τον Σωκράτη. Εκείνος πίστευε ότι δεν μπορούσαν να απαντηθούν και, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν σημαντικά. Το σύμπαν ίσως είναι γοητευτικό, αλλά δεν μπορεί να συνομιλήσει κανείς μαζί του, και εκείνο που κυρίως αναζητούσε ο Σωκράτης ήταν η συζήτηση.

«Κάθε ερώτημα είναι μια κραυγή κατανόησης του κόσμου», είπε ο κοσμολόγος Καρλ Σαγκάν. Ο Σωκράτης θα συμφωνούσε μέχρι ένα σημείο. Κάθε ερώτημα είναι μια κραυγή κατανόησης του εαυτού μας. Ο Σωκράτης ενδιαφερόταν για τα ερωτήματα που ξεκινούσαν με το «πώς». Πώς μπορώ να ζήσω μια πιο ευτυχισμένη, γεμάτη νόημα ζωή; Πώς μπορώ να είμαι δίκαιος; Πώς μπορώ να γνωρίσω τον εαυτό μου;

Ο Σωκράτης δεν κατανοούσε γιατί οι Αθηναίοι συμπολίτες του δεν ενδιαφέρονταν περισσότερο γι’ αυτά τα ερωτήματα, δεδομένου του πάθους τους για βελτίωση, είτε αυτή αφορούσε την κατασκευή αγαλμάτων είτε την άσκηση της δημοκρατίας. Κατά την άποψη του Σωκράτη, οι Αθηναίοι εργάζονταν αγόγγυστα για να βελτιώσουν τα πάντα – εκτός από τους εαυτούς τους. Αυτό έπρεπε να αλλάξει, σκεφτόταν, και το έκανε σκοπό της ζωής του.

Αυτό σηματοδότησε μία σημαντική αλλαγή στη φιλοσοφία. Δεν πρόκειται πλέον για συγκεχυμένες εικασίες σχετικά με τον κόσμο. Πρόκειται για τη ζωή, τη δική σου ζωή, και το πώς να τη ζήσεις με τον καλύτερο τρόπο. Είναι κάτι πρακτικό. Κάτι απαραίτητο. Όπως είπε ο Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος Κικέρωνας, «ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό, την έφερε στις πόλεις και την εισήγαγε στα σπίτια των ανθρώπων».

Ο Σωκράτης δεν συμπεριφερόταν όπως πιστεύουμε πως πρέπει να συμπεριφέρονται οι φιλόσοφοι. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου να αποκτήσει ακολούθους. (Όταν οι μαθητές ρωτούσαν για άλλους φιλοσόφους, ο Σωκράτης με χαρά τούς κατηύθυνε σε αυτούς). Δεν κληροδότησε κάποιο σύνολο γνώσεων, θεωρίες ἡ δόγματα. Δεν δημοσίευσε πυκνογραμμένους τόμους. Για την ακρίβεια, δεν έγραψε ποτέ του τίποτε. Σήμερα γνωρίζουμε τον Σωκράτη χάρη σε λιγοστές αρχαίες πηγές και κυρίως χάρη στον μαθητή του, τον Πλάτωνα.

Δεν υπάρχει όρος «σωκρατική σκέψη», μόνο σωκρατική συλλογιστική. Ο Σωκράτης ενδιαφερόταν μόνο για τα μέσα, όχι για τον σκοπό. Σήμερα θυμόμαστε την αλογόμυγα της Αθήνας όχι για όσα γνώριζε, αλλά για τον τρόπο που έφτασε να τα γνωρίζει. Τον ένοιαζε περισσότερο η μέθοδος παρά η γνώση. Η γνώση δεν ωριμάζει καλά – σε αντίθεση με τις μεθόδους.

Οι ακαδημαϊκοί αναπτύσσουν πολλούς σύνθετους όρους για να περιγράψουν τη μέθοδο του Σωκράτη: τη διαλεκτική, τον έλεγχο, τον επαγωγικό συλλογισμό. Εγώ προτιμώ έναν πιο απλό όρο: τη συζήτηση. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν ακούγεται τόσο εκλεπτυσμένο και πως πιθανότατα δε θα μου φέρει το βραβείο Νόμπελ, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ο Σωκράτης συζητούσε με τους ανθρώπους. Ο σύγχρονος φιλόσοφος Ρ. Σ. το ονομάζει «φωτισμένη παροχή συμβουλών». Πολύ μου αρέσει αυτό. Είναι μια φράση που προσγειώνει τη φιλοσοφία ανυψώνοντάς την ταυτόχρονα.

Η εξέταση της ζωής απαιτεί απόσταση. Πρέπει να απομακρυνθούμε από τον εαυτό μας για να τον δούμε πιο καθαρά. Ο καλύτερος τρόπος για να το επιτύχουμε αυτό είναι μέσω της συζήτησης. Για τον Σωκράτη, η φιλοσοφία και η συζήτηση ήταν έννοιες πρακτικά συνώνυμες.

Ο Σωκράτης συνομιλούσε με κάθε είδος ανθρώπου: πολιτικούς, στρατηγούς, τεχνίτες, καθώς και γυναίκες, σκλάβους και παιδιά. Συζητούσε για όλα τα θέματα επίσης, ωστόσο μόνο για τα σημαντικά εξ αυτών. Στον Σωκράτη δεν άρεσε η ψιλή κουβεντούλα. Ήξερε ότι η ζωή είναι μικρή και δεν ήθελε να ξοδεύει ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον διαθέσιμο χρόνο του σε ανούσιες κουβέντες. «Εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε την καλύτερη δυνατή ζωή», είπε αγανακτισμένος στον σοφιστή Γοργία. «Ποιο ερώτημα μπορεί να είναι πιο σοβαρό από αυτό για οποιοδήποτε άτομο διαθέτει κάποια λογική;»

Όσο κι αν αγαπούσε τη συζήτηση, πιστεύω πως ο Σωκράτης την έβλεπε απλώς σαν ένα ακόμα εργαλείο στην εργαλειοθήκη του. Όλη αυτή η φωτισμένη παροχή συμβουλών είχε έναν σκοπό: να γνωρίσει τον εαυτό του. Συζητώντας με τους άλλους έμαθε πώς να συνομιλεί με τον εαυτό του.

Το ιδεολογικό θεμέλιο της δημοκρατίας

Στον «Πρωταγόρα» (321e-324a) εκθέτει ο Πλάτων, οιωνοί μυθικά μια φιλοσοφία της ιστορίας, διαποτισμένη από ριζική δυσπιστία προς την πολιτική ορθοφροσύνη της ανθρωπότητας. Και είναι παράδοξο πως ο φιλόσοφος ενός λαού και μιας εποχής με ανεπτυγμένη την πολιτική ευθυκρισία και υποανάπτυκτη μάλλον την τεχνική, συγκριτικά προπάντων προς τις αντίστοιχες επιδόσεις της σύγχρονης μας ανθρωπότητας, διακηρύττει, έστω διαμέσου του Πρωταγόρα, πως ήδη από την πρωτοϊστορία το ανθρώπινο γένος είχε αποκτήσει τεχνική, πρόσφορη για το βιοπορισμό του, όχι όμως πολιτική.  Αντίθετα, η πολιτική έμεινε απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα, καθώς ήταν φυλαγμένη αυστηρά σε υψηλή, απρόσβατη θέση (321d6-8). Η στέρηση της πολιτικής, απαραίτητη για την ορθοπόδηση της κοινωνίας, εμφανίζεται να έχει μοιραία συνέπεια την έμμονη κακοδαιμονία της ανθρωπότητας. 

Ύστερα λοιπόν από μιαν άθλια περίοδο ακοινωνησίας των ανθρώπων και αγριότητος και αδυναμίας για ζωή κοινωνική – αφού δεν είχαν την πολιτική -, άρα και υποβολής στον κίνδυνο, τον έσχατο, να εξοντωθούν από τα θηρία, δόθηκαν θεόθεν στο ανθρώπινο γένος, βλάστησαν δηλαδή στις ανθρώπινες ψυχές, δύο ριζικά ηθικά συναισθήματα: η «αιδώς» και η «δίκη» (322c). Τα δύο αυτά ηθικά συναισθήματα εμφανίζονται σαν υποκατάστατα έτσι κάπως της πολιτικής, όπως ήταν πρόσφορα να δημιουργήσουν βαθμιαία τον ηθικό πολιτισμό, ανύπαρκτο ακόμη στην πρωτοϊστορία, και με αυτόν να δυνατοποιήσουν τη σύμπηξη και την συντήρηση των ανθρώπινων κοινωνιών.

Σύμφωνα με το μύθο, ενώ οι άνθρωποι από στέρηση της πολιτικής εκινδύνευαν να εξοντωθούν, ο Ζευς, αν και ο ίδιος ήταν κάτοχος της πολιτικής, δεν εδώρησε στους ανθρώπους αυτήν, αλλά την «αιδώ» και την «δίκην», ώστε να εξοικονομηθούν με αυτές. Εξάλλου ο Πρωταγόρας, στο λόγο του που ακολουθεί το μύθο, μετονομάζοντας ήδη σιωπηρά την αιδώ σωφροσύνη και την δίκη δικαιοσύνη, τις αναφέρει σαν υπηρετικές της πολιτικής αρετής (323a-b).

Τη βάση άρα, σύμφωνα με τον φιλοσοφικό αυτό μύθο, της δυνατότητας για ζωή κοινωνική αποτέλεσαν η «αιδώς» και η «δίκη», που έγκαιρα παρουσιάστηκαν στην ιστορία, και σύμφυτες σχεδόν με την ύπαρξη του κάπως διαπλασμένου ανθρώπου. Πραγματικά, ιδίωμα τους, κρίσιμο για την έξοχη αυτή λειτουργία τους, εμφανίζεται η αδιαφόριστη διανομή τους σε όλους τους ανθρώπους - αντίθετα με ότι συμβαίνει στις τέχνες – ή τουλάχιστον η ευχέρεια και η εντολή για όλους τους ανθρώπους να μετέχουν σ’ αυτές (322c-d). 

Έξοχα είναι διατυπωμένη, στο μύθο (322c), η κοινωνιοπλαστική αποστολή που έχουν να επιτελέσουν η αιδώς και η δίκη. Η αιδώς πρέπει να αποτελεί ότι ονομάζεται «πόλεων κόσμοι» δηλαδή με την εμπνοή της να αυτό-υποβάλλονται οι πολίτες (αυτονομία) σε κόσμια συμπεριφορά, ώστε και να υπάρχει αυτόδοτη αρμονία της πολιτείας· η δίκη πρέπει ν’ αποτελεί ότι χαρακτηρίζεται «πόλεων… δεσμοί», δηλαδή με τις υπαγορεύσεις τους να υποβάλλονται οι πολίτες σε δεσμεύσεις της συμπεριφοράς τους (ετερονομία), ώστε και να υπάρχει επιβλητή συνοχή της πολιτείας· η σύνδρομη αυτή λειτουργία τους θα συνεπάγεται «φιλίαν», δηλαδή ενότητα ηθική της πολιτείας, άρα σύμπνοια και ομόνοια των πολιτών, ώστε να ζουν στο χώρο της, χωρίς έχθρα τουλάχιστον μεταξύ τους.

Κήρυγμα ανθρωπισμού, το θεώρημα για συμμετοχή όλων των ανθρώπων στα ριζικά ηθικά συναισθήματα, όπως και το θεώρημα για την κοινωνιοπλαστική αποστολή των ηθικών αυτών συναισθημάτων, είναι κατεξοχήν πρόσφορα για ν’ αποτελέσουν ιδεολογικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Και αναμφίβολα ήταν αρμόδιος ο Πρωταγόρας να τα εξαγγείλει. Αξίζει όμως να τονισθεί πως τα δύο αυτά θεωρήματα, συμπληρωμένα είτε διορθωμένα, δεν είναι ξένα προς την πολιτειολογία του Πλάτωνος, ακριβέστερα πως η αιδώς και η δίκη αποτελούν καίρια στοιχεία της, με τις μετατροπίες τους προπάντων: σωφροσύνη και δικαιοσύνη.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.19.1-6.20.1)

[6.19.1] Ἐνταῦθα ὁρμισάντων τὸ πάθημα ἐπιγίγνεται τῆς μεγάλης θαλάσσης ἡ ἄμπωτις, ὥστε ἐπὶ ξηροῦ ἀπελήφθησαν αὐτοῖς αἱ νῆες. καὶ τοῦτο οὔπω πρότερον ἐγνωκόσι τοῖς ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον ἔκπληξιν μὲν καὶ αὐτὸ οὐ σμικρὰν παρέσχε, πολὺ δὲ δὴ ἔτι μείζονα, ὁπότε διελθούσης τῆς ὥρας προσῄει τε τὸ ὕδωρ καὶ τὰ σκάφη ‹ἐ›μετεωρίζοντο. [6.19.2] ὅσας μὲν δὴ τῶν νεῶν ἐν τῷ πηλῷ ἑδραίας κατέλαβεν, αὗται δὲ ἀβλαβῶς τε ἐμετεωρίσθησαν καὶ οὐδὲν χαλεπὸν παθοῦσαι ἔπλεον αὖθις· ὅσαι δὲ ἐν ξηροτέρᾳ τε τῇ γῇ καὶ οὐ βεβαίως τὴν στάσιν ἔχουσαι ὑπελείφθησαν, αὗται δὲ ἀθρόου ἐπελθόντος τοῦ κύματος αἱ μὲν αὐτῶν ἐμπεσοῦσαι ἐς ἀλλήλας, αἱ δὲ πρὸς τῇ γῇ ἀρ[ρ]αχθεῖσαι συνετρίβησαν. [6.19.3] ταύτας τε οὖν ἐπεσκεύασεν Ἀλέξανδρος ἐκ τῶν παρόντων καὶ ἐν κερκούροιν δυοῖν προπέμπει κατὰ τὸν ποταμὸν τοὺς κατασκεψομένους τὴν νῆσον, ἐς ἥντινα οἱ ἐπιχώριοι ἔφασκον ὁρμιστέα εἶναι αὐτῷ κατὰ τὸν πλοῦν τὸν ἐς τὴν θάλασσαν· Κίλλουτα δὲ τῇ νήσῳ τὸ ὄνομα ἔλεγον. ὡς δὲ ἐξηγγέλθη ὅτι ὅρμοι τε ἐν τῇ νήσῳ εἰσὶ καὶ αὐτὴ μεγάλη καὶ ὕδωρ ἔχουσα, ὁ μὲν ἄλλος αὐτῷ στόλος ἐς τὴν νῆσον κατέσχεν, αὐτὸς δὲ ταῖς ἄριστα πλεούσαις τῶν νεῶν ἐπέκεινα προὐχώρει, ὡς ἀπιδεῖν τοῦ ποταμοῦ τὴν ἐκβολὴν τὴν ἐς τὴν θάλασσαν, εἰ παρέχει τὸν ἔκπλουν εὔπορον. [6.19.4] προελθόντες δὲ ἀπὸ τῆς νήσου σταδίους ὅσον διακοσίους ἀφορῶσιν ἄλλην νῆσον, ταύτην ἤδη ἐν τῇ θαλάσσῃ. τότε μὲν δὴ ἐπανῆλθον ἐς τὴν ἐν τῷ ποταμῷ νῆσον, καὶ πρὸς τοῖς ἄκροις αὐτῆς καθορμισθεὶς θύει τοῖς θεοῖς Ἀλέξανδρος ὅσοις ἔφασκεν ὅτι παρὰ τοῦ Ἄμμωνος ἐπηγγελμένον ἦν θῦσαι αὐτῷ. ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν κατέπλει ὡς ἐπὶ τὴν ἄλλην τὴν ἐν τῷ πόντῳ νῆσον, καὶ προσχὼν καὶ ταύτῃ ἔθυε καὶ ἐνταῦθα ἄλλας αὖ θυσίας ἄλλοις τε θεοῖς καὶ ἄλλῳ τρόπῳ· καὶ ταύτας δὲ κατ᾽ ἐπιθεσπισμὸν θύειν ‹ἔφασκε› τοῦ Ἄμμωνος. [6.19.5] αὐτὸς δὲ ὑπερβαλὼν τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ τὰς ἐκβολὰς ἐς τὸ πέλαγος ἀνέπλει, ὡς μὲν ἔλεγεν, ἀπιδεῖν εἴ πού τις χώρα πλησίον ἀνίσχει ἐν τῷ πόντῳ, ἐμοὶ δὲ δοκεῖ, οὐχ ἥκιστα ὡς πεπλευκέναι τὴν μεγάλην τὴν ἔξω Ἰνδῶν θάλασσαν. ἐνταῦθα ταύρους τε σφάξας τῷ Ποσειδῶνι ἀφῆκεν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ σπείσας ἐπὶ τῇ θυσίᾳ τήν τε φιάλην χρυσῆν οὖσαν καὶ κρατῆρας χρυσοῦς ἐνέβαλεν ἐς τὸν πόντον χαριστήρια, εὐχόμενος σῶόν οἱ παραπέμψαι τὸν στρατὸν τὸν ναυτικόν, ὅντινα ξὺν Νεάρχῳ ἐπενόει στέλλειν ὡς ἐπὶ τὸν κόλπον τὸν Περσικὸν καὶ τὰς ἐκβολὰς τοῦ τε Εὐφράτου καὶ τοῦ Τίγρητος.
[6.20.1] Ἐπανελθὼν δὲ ὀπίσω ἐς τὰ Πάταλα τήν τε ἄκραν τετειχισμένην καταλαμβάνει καὶ Πείθωνα ξὺν τῇ στρατιᾷ ἀφιγμένον καὶ τούτῳ ξύμπαντα καταπεπραγμένα ἐφ᾽ οἷσπερ ἐστάλη. Ἡφαιστίων μὲν δὴ ἐτάχθη παρασκευάζειν τὰ πρὸς τὸν ἐκτειχισμόν τε τοῦ ναυστάθμου καὶ τῶν νεωσοίκων τὴν κατασκευήν· καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα ἐπενόει στόλον ὑπολείπεσθαι νεῶν οὐκ ὀλίγων πρὸς τῇ πόλει τοῖς Πατάλοις, ἵναπερ ἐσχίζετο ὁ ποταμὸς ὁ Ἰνδός.

***
[6.19.1] Αφού αγκυροβόλησαν, άρχισε το φαινόμενο της μεγάλης θάλασσας, η άμπωτις, με αποτέλεσμα τα πλοία του να μείνουν στην ξηρά. Επειδή οι άνδρες του Αλεξάνδρου δεν είχαν γνωρίσει ποτέ πριν το φαινόμενο τούτο, τους προξένησε μεγάλη κατάπληξη, που έγινε μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη, όταν με την πάροδο της ώρας το νερό ξαναγύρισε και τα πλοία σηκώθηκαν ψηλά. [6.19.2] Όσα, λοιπόν, πλοία βρήκε η άμπωτις ακίνητα στη λάσπη ανυψώθηκαν χωρίς βλάβη και έπλεαν πάλι, επειδή δεν έπαθαν κανένα κακό. Όσα όμως κάθισαν σε πιο στεγνή κοίτη και δεν είχαν ασφαλή στάση, όταν έπεσε επάνω τους το ορμητικό κύμα, τσακίσθηκαν, επειδή άλλα συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και άλλα χτύπησαν στην κοίτη. [6.19.3] Τα πλοία, λοιπόν, αυτά επισκεύασε ο Αλέξανδρος, όπως του επέτρεπαν οι παρούσες συνθήκες, και έστειλε μπροστά δύο κερκούρους με ανθρώπους προς την κατεύθυνση του ποταμού για να εξερευνήσουν το νησί, στο οποίο του έλεγαν οι ντόπιοι ότι πρέπει να αγκυροβολήσει κατά το ταξίδι του προς τη θάλασσα. Έλεγαν επίσης ότι το νησί ονομαζόταν Κίλλουτα.
Όταν του ανήγγειλαν ότι το νησί είχε όρμους, ήταν μεγάλο και διέθετε νερό, ο υπόλοιπος στόλος του κατέπλευσε στο νησί, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τα πιο καλοτάξιδα πλοία προχώρησε παραπέρα, ώστε να παρατηρήσει αν η εκβολή του ποταμού στη θάλασσα παρέχει ασφαλή έξοδο στα πλοία. [6.19.4] Και αφού προχώρησαν διακόσιους περίπου σταδίους από το νησί, παρατήρησαν ένα άλλο νησί, που ήταν πλέον μέσα στη θάλασσα. Τότε, λοιπόν, επέστρεψαν στο νησί που ήταν μέσα στον ποταμό. Ο Αλέξανδρος αγκυροβόλησε κοντά σε ένα ακρωτήριο του νησιού και θυσίασε σε όσους θεούς έλεγε ότι του είχε παραγγείλει ο Άμμων να θυσιάσει. Την επόμενη μέρα κατέπλευσε στο άλλο νησί που ήταν στη θάλασσα και αφού προσορμίστηκε, θυσίαζε πάλι και εδώ άλλες θυσίες σε άλλους θεούς και με διαφορετικό τρόπο λέγοντας ότι και αυτές τις έκανε κατά παραγγελία του Άμμωνα. [6.19.5] Έπειτα προσπέρασε τις εκβολές του Ινδού ποταμού και άρχισε να πλέει ο ίδιος στο ανοιχτό πέλαγος για να παρατηρήσει, όπως έλεγε, αν υψώνεται κάπου κοντά καμιά στεριά μέσα στη θάλασσα, εγώ όμως νομίζω ότι το έκανε κυρίως για να έχει πλεύσει και στη μεγάλη θάλασσα που είναι έξω από την Ινδία. Εκεί θυσίασε ταύρους προς τιμήν του Ποσειδώνα και τους έριξε στη θάλασσα· μετά τη θυσία έκαμε σπονδή και έριξε στον πόντο το κύπελλο που ήταν χρυσό και τους χρυσούς κρατήρες ως ευχαριστήρια προσφορά ευχόμενος στον θεό να συνοδεύσει με ασφάλεια τη ναυτική του δύναμη, την οποία σκεφτόταν να στείλει με τον Νέαρχο στον Περσικό κόλπο και στις εκβολές του Ευφράτη και του Τίγρητα.
[6.20.1] Όταν επέστρεψε πίσω στα Πάταλα, βρήκε την ακρόπολη να έχει οχυρωθεί με τείχος και τον Πείθωνα να έχει φθάσει με τον στρατό του και να έχει εκτελέσει όλα εκείνα για τα οποία είχε σταλεί. Ο Ηφαιστίων, λοιπόν, διατάχθηκε να ετοιμάσει τα απαραίτητα για την οχύρωση του ναυστάθμου με τείχος και για την κατασκευή των υποστέγων. Γιατί σκεφτόταν να αφήσει στόλο πολλών πλοίων και εκεί, κοντά στην πόλη των Πατάλων, όπου ακριβώς χωριζόταν σε δύο ο Ινδός ποταμός.