Ακριβώς όπως είναι δυνατό να πιστεύουμε ότι κάτι —ακόμη και η “ζωή”— μπορεί να έχει κάποιο σχέδιο ή κατεύθυνση στα οποία κανείς δεν σκόπευσε, μπορούμε επίσης και να πιστεύουμε ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι άνευ νοήματος και χαοτική, αλλά και ότι αυτό είναι πραγματικά εσκεμμένο. Μπορεί να είναι το προϊόν μιας κακόβουλης Μοίρας ή Βούλησης.
Αυτή είναι, χοντρικά, η θεωρία του Γερμανού φιλοσόφου Άρθουρ Σοπενχάουερ, ενός διανοητή τόσο ανελέητα ζοφερού που το έργο του, χωρίς να το έχει επιδιώξει ο ίδιος, στέκει ως ένα από τα μεγάλα κωμικά αριστουργήματα της Δυτικής σκέψης. (Ακόμη και στο όνομά του υπάρχει κάτι το κωμικό, αφού συνδυάζει το αρχοντικό, χορταστικό “Σοπενχάουερ” με το μάλλον κοινότοπο “Άρθουρ”).
Για τον Σοπενχάουερ, ολάκερη η πραγματικότητα (και όχι μόνο η ανθρώπινη ζωή) είναι το παροδικό προϊόν αυτού που αποκαλεί Βούληση. Η Βούληση, μια αδηφάγα αδυσώπητη δύναμη, έχει κάτι το εσκεμμένο’ αν όμως παράγει ότι υπάρχει, το κάνει μόνο για να μη ξεμείνει από δουλειά, και όχι για κανένα πιο αξιοσέβαστο λόγο. Αναπαράγοντας την πραγματικότητα, η Βούληση αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό. Οπότε υπάρχει όντως μια ουσία, μια κεντρική δυναμική στη ζωή’ πρόκειται όμως για μια αλήθεια μακάβρια παρά εξυψωτική, που σπέρνει όλεθρο, χάος και αέναη δυστυχία.
Δεν είναι όλες οι μεγάλες αφηγήσεις αισιόδοξες.
Επειδή η Βούληση είναι αμιγώς αυτοκαθοριζομενη, εμπεριέχει πλήρως τον σκοπό της – σαν μια σατανική καρικατούρα του Παντοδύναμου. Κι αυτό σημαίνει ότι απλά χρησιμοποιεί εμάς και την υπόλοιπη Πλάση για τους δικούς της ανεξιχνίαστους λόγους. Εμείς μπορεί να πιστεύουμε ότι οι ζωές μας έχουν αξία και νόημα, όμως η αλήθεια είναι ότι υπάρχουμε απλώς ως εργαλεία της τυφλής και μάταιης αυτο-αναπαραγωγής της Βούλησης. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, η Βούληση πρέπει να μας εξαπατά ώστε να πιστεύουμε ότι οι ζωές μας έχουν νόημα’ και αυτό το καταφέρνει ξετυλίγοντας μέσα μας έναν αδέξιο μηχανισμό αυτοεξαπατησης γνωστό ως συνείδηση, ο οποίος μας επιτρέπει την ψευδαίσθηση ότι έχουμε δικούς μας σκοπούς και αξίες. Μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι ορέξεις της είναι δικές μας.
Μ’ αυτή την έννοια, οποιαδήποτε συνείδηση, για τον Σοπενχάουερ, είναι ψευδής συνείδηση. Όπως κάποτε ειπώθηκε για τη γλώσσα, ότι υπάρχει για να κρύβουμε τις σκέψεις μας από τους άλλους, έτσι και η συνείδηση υπάρχει για να μας αποκρύπτει την απόλυτη ματαιότητα της ύπαρξής μας. Αλλιώς, αν βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το πανόραμα σφαγής και στειρότητας που ονομάζεται ανθρώπινη ιστορία, σίγουρα θα αυτοκτονούσαμε. Ακόμη και η αυτοκτονία, όμως, είναι ένας πανούργος θρίαμβος της Βούλησης, της οποίας η αθανασία διατρανώνεται δραματικά σε αντίθεση με τη θνητότητα των ανθρώπινων μαριονετών της.
Ο Σοπενάουερ λοιπόν ανήκει σε μια γενεαλογία διανοητών για τους οποίους η ψευδής συνείδηση όχι μόνο δεν είναι μια ομίχλη την οποία πρέπει να διαλύσει το καθαρό φως της λογικής, παρά είναι απολύτως αναπόσπαστη από την ίδια μας την ύπαρξη. Ο Νίτσε, του οποίου τα πρώιμα γραπτά ήταν επηρεασμένα από τον Σοπενάουερ, ήταν κι αυτός ένας τέτοιος στοχαστής.
“Η αλήθεια είναι άσχημη”, γράφει στη Θέληση για Δύναμη. “Έχουμε την Τέχνη, ώστε να μη πεθάνουμε από την αλήθεια”.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ επίσης είχε επηρεαστεί βαθιά από τον πεσιμιστή γερμανό. Αυτό που ονομάζει ο Σοπενάουερ Βούληση, ο Φρόυντ το ξαναβαφτίζει Επιθυμία. Για τον Φρόυντ, η φαντασίωση, η αυταπάτη και η απώθηση του Πραγματικού είναι συνιστώσες του εαυτού, όχι τυχαία συμπτώματα. Χωρίς αυτή τη σωτήρια λήθη, δεν θα τη βγάζαμε καθαρή με τίποτα. Τι γίνεται, λοιπόν, αν όντως υπάρχει νόημα της ζωής, αλλά καλύτερα να μη το ξέρουμε; Τείνουμε να πιστεύουμε ότι η ανακάλυψη του νοήματος της ζωής αξίζει τον κόπο — αν όμως κάνουμε λάθος; Αν το Πραγματικό είναι μια τερατωδία που θα μας αποσβολώσει;
Μπορούμε πάντα να αναρωτηθούμε, στο κάτω-κάτω, για ποιό λόγο να θέλει κάποιος να ξέρει το νόημα της ζωής. Είναι σίγουρο ότι θα τον βοηθήσει αυτό να ζήσει καλύτερα; Άλλωστε, τόσοι και τόσοι άνθρωποι έχουν ζήσει εξαιρετικές ζωές, προφανώς χωρίς να κατέχουν το μυστικό αυτό. Ή ίσως να κατείχαν το μυστικό της ζωής εξ αρχής χωρίς να το γνωρίζουν. Ίσως το νόημα της ζωής να είναι κάτι που κάνουμε αυτή τη στιγμή, απλό όσο η ανάσα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε. Κι αν μας διαφεύγει, όχι γιατί είναι κρυμμένο, αλλά επειδή είναι τόσο κοντά στα μάτια μας που δεν το διακρίνουμε καθαρά;
Ίσως το νόημα της ζωής να μην είναι κάποιος στόχος που πρέπει να επιτευχθεί ή κάποια αλήθεια που πρέπει να αλιεύσουμε, αλλά κάτι συναρθρωμένο στην ίδια την πράξη της ζωής, ή ίσως σε ένα ορισμένο τρόπο ζωής. Στο κάτω-κάτω, το νόημα μιας αφήγησης δεν είναι απλώς το “τέλος” της (είτε ως σκοπός είτε ως τέρμα) αλλά η ίδια η διαδικασία της αφήγησης.
Ο Βίτγκενσταϊν το λέει καλά.
“Αν κάποιος νομίσει ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής”, γράφει, “και θελήσει να πει στον εαυτό του ότι όλα τώρα είναι εύκολα, θα μπορέσει να καταλάβει ότι κάνει λάθος, ανακαλώντας στη μνήμη του ότι υπήρξε κάποτε καιρός που αυτή η «λύση» δεν είχε ανακαλυφθεί” ωστόσο του ήταν δυνατόν να ζήσει και το τότε, και η λύση που τώρα ανακαλύφθηκε φαντάζει τυχαία σε σχέση με το πώς ήταν τότε τα πράγματα”.
Πίσω από αυτή τη διατύπωση ενεδρεύει η πεποίθηση του Βίτγκενσταϊν ότι το νόημα της ζωής, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν είναι ούτε κάποιο μυστικό ούτε κάποια «λύση» — ιδέες που θα ερευνήσουμε αργότερα. Στο μεταξύ, μπορούμε να ξαναρωτήσουμε: κι αν το νόημα της ζωής είναι κάτι που θα πρέπει, πάση θυσία, να μην ανακαλύψουμε;
Αυτού του είδους η σκέψη δεν θα προέκυπτε εύκολα στους διανοητές του Διαφωτισμού, για τους οποίους το λάθος έπρεπε θαρραλέα να αντιμετωπίζεται με την αλήθεια. Καθώς όμως ο 18ος αιώνας έδινε τη θέση του στον 19o, η έννοια του λυτρωτικού ψεύδους και της ευεργετικής μυθοπλασίας έβγαινε λίγο-λίγο στην επιφάνεια. Ίσως τα ανθρώπινα όντα να αφανίζονταν από την αλήθεια, να έσβηναν κάτω από το ανελέητο βλέμμα της. Ίσως τα ψεύδη και οι μύθοι να μην είναι απλώς λάθη που πρέπει να διαλυθούν, αλλά παραγωγικές ψευδαισθήσεις που μας επιτρέπουν να ευδοκιμούμε. Η ζωή μπορεί να είναι ένα βιολογικό ατύχημα, και μάλιστα ατύχημα που είχε ελάχιστες πιθανότητες να συμβεί, ανέπτυξε όμως μέσα μας ένα τυχαίο φαινόμενο γνωστό ως «ο νους», με το οποίο μπορούμε να προστατευτούμε από τη φοβερή επίγνωση της τυχαιότητάς μας.
Είναι σαν η Φύση, ομοιοπαθητικά, να μας έχει προμηθεύσει το αντίδοτο μαζί με το δηλητήριο- και τα δύο τα λέμε συνείδηση. Μπορούμε να στρέψουμε το νου μας σε ζοφερούς στοχασμούς γύρω από το πόση αδιαφορία εκδηλώνει η Φύση για τις ζωές των ατόμων και την άτεγκτη φροντίδα της για ολόκληρο το είδος. Ή μπορούμε για αντιπερισπασμό να στραφούμε στην κατασκευή ζωτικών μύθων —όπως η θρησκεία, ο ανθρωπισμός και τα παρόμοια— που μπορεί και να μας δώσουν μια υπόσταση και σπουδαιότητα μέσα σε αυτό το αφιλόξενο σύμπαν.
Τέτοιες μυθολογίες μπορεί να μην αληθεύουν από επιστημονική άποψη. Ίσως, όμως, να το έχουμε παρακάνει με την επιστημονική αλήθεια, και θαρρούμε πως είναι η μόνη μάρκα αλήθειας που κυκλοφορεί. Όπως και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες γενικά, έτσι μπορούμε και για τους μύθους να πούμε ότι περιέχουν το δικό τους είδος αλήθειας, που εδρεύει περισσότερο στα αποτελέσματα που παράγουν, παρά στις προτάσεις τις οποίες αρθρώνουν. Αν μας επιτρέπουν να πράττουμε έχοντας μια αίσθηση αξίας και σκοπού, τότε ίσως αληθεύουν αρκετά ώστε να συνεχίσουμε με αυτούς τις ζωές μας.
Στον εικοστό αιώνα, φτάνοντας στο έργο του μαρξιστή Λουί Αλτουσέρ, βλέπουμε αυτό τον τρόπο σκέψης να διαποτίζει ακόμη και την μαρξιστική θεωρία, παρ’ όλη τη σθεναρή αντίθεσή της στην ψευδή συνείδηση της ιδεολογίας. Κι αν η ιδεολογία, τελικά, είναι ζωτικής ανάγκης; Κι αν χρειάζεται να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε πολιτικώς δρώντα υποκείμενα ικανά να δρουν αυτόνομα; Η μαρξιστική θεωρία μπορεί να έχει επίγνωση ότι το άτομο δεν κατέχει κανέναν ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό συνοχής ή αυτονομίας, ή ακόμη και αίσθησης της πραγματικότητας- τα ίδια όμως τα άτομα πρέπει να πιστεύουν ότι τα κατέχουν όλα αυτά, αν πρόκειται να δράσουν αποτελεσματικά. Για τον Αλτουσέρ, είναι καθήκον της σοσιαλιστικής ιδεολογίας να διαφυλάξει αυτό το ζωτικό ψευδός.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, το ίδιο περίπου ισχύει και για το Εγώ, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια παραφυάδα του ασυνείδητου. Είναι όμως έτσι οργανωμένο ώστε να θεωρεί ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω του. Το Εγώ αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως μια συνεκτική ανεξάρτητη οντότητα – πράγμα το οποίο η ψυχανάλυση αναγνωρίζει ως ψευδαίσθηση- είναι όμως μια σωτήρια ψευδαίσθηση, χωρίς την οποία θα είμασταν ανίκανοι να λειτουργήσουμε.
Φαίνεται λοιπόν, πέρα από τη συζήτηση για το νόημα της ζωής, πως μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια επιλογή ανάμεσα στο νόημα και στη ζωή. Κι αν η αλήθεια είναι τελικά καταστροφική για την ανθρώπινη ύπαρξη; Κι αν είναι μια εξοντωτική διονυσιακή δύναμη, όπως προβληματιζόταν ο πρώιμος Νίτσε; Μια άπληστη Βούληση, όπως στις ζοφερές εικοτολογίες του Σοπενάουερ; Ή μια αδηφάγα, ανελέητα απρόσωπη επιθυμία, όπως θεωρούσε ο Φρόυντ;
Για τον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν, το ανθρώπινο υποκείμενο μπορεί , είτε να “σημαίνει”, είτε να “είναι”, αλλά όχι και τα δύο μαζί. Με το που εισαγόμαστε στο πεδίο της γλώσσας, και ως εκ τούτου στην ανθρώπινή μας φύση, αυτό που αποκαλείται “η αλήθεια του υποκειμένου”, η ύπαρξή του ως υποκείμενου, διαιρείται σε μια ατέρμονη αλυσίδα επιμέρους νοημάτων.
Με τον μυθιστοριογράφο Τζόζεφ Κόνραντ, που δέχτηκε την επιρροή τόσο του Νίτσε όσο και του Σοπενχάουερ, πρωτοεμφανίστηκε αυτό το ρεύμα σκέψης στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Όντας καθαρόαιμος σκεπτικιστής, ο Κόνραντ δεν πίστευε ότι οι έννοιες, οι αξίες και τα ιδανικά μας έχουν κάποια βάση σε ένα κόσμο που έχει τόσο νόημα όσο και τα κύματα της θάλασσας.
Έστω κι έτσι, υπάρχουν σημαντικοί ηθικοί και πολιτικοί λόγοι για να φερόμαστε σαν να είχαν στέρεη βάση. Αν δεν το κάνουμε, μια δυσάρεστη συνέπεια θα είναι η κοινωνική αναρχία. Μάλιστα, κατά μια έννοια, το τι πιστεύουμε είναι λιγότερο σημαντικό από το γεγονός της πίστης μας. Αυτό το είδος φορμαλισμού πέρασε κατόπιν στον υπαρξισμό, για τον οποίο το κλειδί για μια αυθεντική ύπαρξη είναι το γεγονός της δέσμευσης μας σε κάτι, και όχι τόσο το ακριβές περιεχόμενό της.
Οι πρωταγωνιστές των θεατρικών έργων του Άρθουρ Μίλερ είναι ξεκάθαρα παραδείγματα. Χαρακτήρες όπως ο Ουίλι Λόμαν στο Θάνατο του εμποράκου, ή ο Έντι Καρμπόν στο Θέα από τη γέφυρα, είναι αφοσιωμένοι σε μια εκδοχή των ταυτοτήτων τους και του κόσμου που τους περιβάλλει, η οποία εκδοχή, αντικειμενικά, είναι εσφαλμένη. Ο Ουίλι, ας πούμε, πιστεύει ότι αυτό που μετράει στη ζωή είναι να είσαι κοινωνικά σεβαστός και οικονομικά επιτυχημένος.
Κι όμως, αυτό που έχει σημασία στην περίπτωση αυτών των αυταπατώμενων χαρακτήρων, όπως και σε κάποιους τραγικούς πρωταγωνιστές του Ίψεν, είναι το πάθος που επενδύουν στη δέσμευση τους. Αυτό που μετράει τελικά είναι η ηρωική επίμονη με την οποία μένουν πιστοί στα παραμορφωμένα κοσμοείδωλα τους, ακόμα κι όταν αυτό τους οδηγεί στην πλάνη και στον θάνατο. Το να ζεις με πίστη —με την οποιαδήποτε πίστη, ίσως— δίνει νόημα στη ζωή. Από αυτή την άποψη, το νόημα της ζωής είναι θέμα στυλ με το οποίο την ζεις, και όχι περιεχομένου.
Αυτή είναι, χοντρικά, η θεωρία του Γερμανού φιλοσόφου Άρθουρ Σοπενχάουερ, ενός διανοητή τόσο ανελέητα ζοφερού που το έργο του, χωρίς να το έχει επιδιώξει ο ίδιος, στέκει ως ένα από τα μεγάλα κωμικά αριστουργήματα της Δυτικής σκέψης. (Ακόμη και στο όνομά του υπάρχει κάτι το κωμικό, αφού συνδυάζει το αρχοντικό, χορταστικό “Σοπενχάουερ” με το μάλλον κοινότοπο “Άρθουρ”).
Για τον Σοπενχάουερ, ολάκερη η πραγματικότητα (και όχι μόνο η ανθρώπινη ζωή) είναι το παροδικό προϊόν αυτού που αποκαλεί Βούληση. Η Βούληση, μια αδηφάγα αδυσώπητη δύναμη, έχει κάτι το εσκεμμένο’ αν όμως παράγει ότι υπάρχει, το κάνει μόνο για να μη ξεμείνει από δουλειά, και όχι για κανένα πιο αξιοσέβαστο λόγο. Αναπαράγοντας την πραγματικότητα, η Βούληση αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό. Οπότε υπάρχει όντως μια ουσία, μια κεντρική δυναμική στη ζωή’ πρόκειται όμως για μια αλήθεια μακάβρια παρά εξυψωτική, που σπέρνει όλεθρο, χάος και αέναη δυστυχία.
Δεν είναι όλες οι μεγάλες αφηγήσεις αισιόδοξες.
Επειδή η Βούληση είναι αμιγώς αυτοκαθοριζομενη, εμπεριέχει πλήρως τον σκοπό της – σαν μια σατανική καρικατούρα του Παντοδύναμου. Κι αυτό σημαίνει ότι απλά χρησιμοποιεί εμάς και την υπόλοιπη Πλάση για τους δικούς της ανεξιχνίαστους λόγους. Εμείς μπορεί να πιστεύουμε ότι οι ζωές μας έχουν αξία και νόημα, όμως η αλήθεια είναι ότι υπάρχουμε απλώς ως εργαλεία της τυφλής και μάταιης αυτο-αναπαραγωγής της Βούλησης. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, η Βούληση πρέπει να μας εξαπατά ώστε να πιστεύουμε ότι οι ζωές μας έχουν νόημα’ και αυτό το καταφέρνει ξετυλίγοντας μέσα μας έναν αδέξιο μηχανισμό αυτοεξαπατησης γνωστό ως συνείδηση, ο οποίος μας επιτρέπει την ψευδαίσθηση ότι έχουμε δικούς μας σκοπούς και αξίες. Μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι ορέξεις της είναι δικές μας.
Μ’ αυτή την έννοια, οποιαδήποτε συνείδηση, για τον Σοπενχάουερ, είναι ψευδής συνείδηση. Όπως κάποτε ειπώθηκε για τη γλώσσα, ότι υπάρχει για να κρύβουμε τις σκέψεις μας από τους άλλους, έτσι και η συνείδηση υπάρχει για να μας αποκρύπτει την απόλυτη ματαιότητα της ύπαρξής μας. Αλλιώς, αν βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το πανόραμα σφαγής και στειρότητας που ονομάζεται ανθρώπινη ιστορία, σίγουρα θα αυτοκτονούσαμε. Ακόμη και η αυτοκτονία, όμως, είναι ένας πανούργος θρίαμβος της Βούλησης, της οποίας η αθανασία διατρανώνεται δραματικά σε αντίθεση με τη θνητότητα των ανθρώπινων μαριονετών της.
Ο Σοπενάουερ λοιπόν ανήκει σε μια γενεαλογία διανοητών για τους οποίους η ψευδής συνείδηση όχι μόνο δεν είναι μια ομίχλη την οποία πρέπει να διαλύσει το καθαρό φως της λογικής, παρά είναι απολύτως αναπόσπαστη από την ίδια μας την ύπαρξη. Ο Νίτσε, του οποίου τα πρώιμα γραπτά ήταν επηρεασμένα από τον Σοπενάουερ, ήταν κι αυτός ένας τέτοιος στοχαστής.
“Η αλήθεια είναι άσχημη”, γράφει στη Θέληση για Δύναμη. “Έχουμε την Τέχνη, ώστε να μη πεθάνουμε από την αλήθεια”.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ επίσης είχε επηρεαστεί βαθιά από τον πεσιμιστή γερμανό. Αυτό που ονομάζει ο Σοπενάουερ Βούληση, ο Φρόυντ το ξαναβαφτίζει Επιθυμία. Για τον Φρόυντ, η φαντασίωση, η αυταπάτη και η απώθηση του Πραγματικού είναι συνιστώσες του εαυτού, όχι τυχαία συμπτώματα. Χωρίς αυτή τη σωτήρια λήθη, δεν θα τη βγάζαμε καθαρή με τίποτα. Τι γίνεται, λοιπόν, αν όντως υπάρχει νόημα της ζωής, αλλά καλύτερα να μη το ξέρουμε; Τείνουμε να πιστεύουμε ότι η ανακάλυψη του νοήματος της ζωής αξίζει τον κόπο — αν όμως κάνουμε λάθος; Αν το Πραγματικό είναι μια τερατωδία που θα μας αποσβολώσει;
Μπορούμε πάντα να αναρωτηθούμε, στο κάτω-κάτω, για ποιό λόγο να θέλει κάποιος να ξέρει το νόημα της ζωής. Είναι σίγουρο ότι θα τον βοηθήσει αυτό να ζήσει καλύτερα; Άλλωστε, τόσοι και τόσοι άνθρωποι έχουν ζήσει εξαιρετικές ζωές, προφανώς χωρίς να κατέχουν το μυστικό αυτό. Ή ίσως να κατείχαν το μυστικό της ζωής εξ αρχής χωρίς να το γνωρίζουν. Ίσως το νόημα της ζωής να είναι κάτι που κάνουμε αυτή τη στιγμή, απλό όσο η ανάσα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε. Κι αν μας διαφεύγει, όχι γιατί είναι κρυμμένο, αλλά επειδή είναι τόσο κοντά στα μάτια μας που δεν το διακρίνουμε καθαρά;
Ίσως το νόημα της ζωής να μην είναι κάποιος στόχος που πρέπει να επιτευχθεί ή κάποια αλήθεια που πρέπει να αλιεύσουμε, αλλά κάτι συναρθρωμένο στην ίδια την πράξη της ζωής, ή ίσως σε ένα ορισμένο τρόπο ζωής. Στο κάτω-κάτω, το νόημα μιας αφήγησης δεν είναι απλώς το “τέλος” της (είτε ως σκοπός είτε ως τέρμα) αλλά η ίδια η διαδικασία της αφήγησης.
Ο Βίτγκενσταϊν το λέει καλά.
“Αν κάποιος νομίσει ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής”, γράφει, “και θελήσει να πει στον εαυτό του ότι όλα τώρα είναι εύκολα, θα μπορέσει να καταλάβει ότι κάνει λάθος, ανακαλώντας στη μνήμη του ότι υπήρξε κάποτε καιρός που αυτή η «λύση» δεν είχε ανακαλυφθεί” ωστόσο του ήταν δυνατόν να ζήσει και το τότε, και η λύση που τώρα ανακαλύφθηκε φαντάζει τυχαία σε σχέση με το πώς ήταν τότε τα πράγματα”.
Πίσω από αυτή τη διατύπωση ενεδρεύει η πεποίθηση του Βίτγκενσταϊν ότι το νόημα της ζωής, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν είναι ούτε κάποιο μυστικό ούτε κάποια «λύση» — ιδέες που θα ερευνήσουμε αργότερα. Στο μεταξύ, μπορούμε να ξαναρωτήσουμε: κι αν το νόημα της ζωής είναι κάτι που θα πρέπει, πάση θυσία, να μην ανακαλύψουμε;
Αυτού του είδους η σκέψη δεν θα προέκυπτε εύκολα στους διανοητές του Διαφωτισμού, για τους οποίους το λάθος έπρεπε θαρραλέα να αντιμετωπίζεται με την αλήθεια. Καθώς όμως ο 18ος αιώνας έδινε τη θέση του στον 19o, η έννοια του λυτρωτικού ψεύδους και της ευεργετικής μυθοπλασίας έβγαινε λίγο-λίγο στην επιφάνεια. Ίσως τα ανθρώπινα όντα να αφανίζονταν από την αλήθεια, να έσβηναν κάτω από το ανελέητο βλέμμα της. Ίσως τα ψεύδη και οι μύθοι να μην είναι απλώς λάθη που πρέπει να διαλυθούν, αλλά παραγωγικές ψευδαισθήσεις που μας επιτρέπουν να ευδοκιμούμε. Η ζωή μπορεί να είναι ένα βιολογικό ατύχημα, και μάλιστα ατύχημα που είχε ελάχιστες πιθανότητες να συμβεί, ανέπτυξε όμως μέσα μας ένα τυχαίο φαινόμενο γνωστό ως «ο νους», με το οποίο μπορούμε να προστατευτούμε από τη φοβερή επίγνωση της τυχαιότητάς μας.
Είναι σαν η Φύση, ομοιοπαθητικά, να μας έχει προμηθεύσει το αντίδοτο μαζί με το δηλητήριο- και τα δύο τα λέμε συνείδηση. Μπορούμε να στρέψουμε το νου μας σε ζοφερούς στοχασμούς γύρω από το πόση αδιαφορία εκδηλώνει η Φύση για τις ζωές των ατόμων και την άτεγκτη φροντίδα της για ολόκληρο το είδος. Ή μπορούμε για αντιπερισπασμό να στραφούμε στην κατασκευή ζωτικών μύθων —όπως η θρησκεία, ο ανθρωπισμός και τα παρόμοια— που μπορεί και να μας δώσουν μια υπόσταση και σπουδαιότητα μέσα σε αυτό το αφιλόξενο σύμπαν.
Τέτοιες μυθολογίες μπορεί να μην αληθεύουν από επιστημονική άποψη. Ίσως, όμως, να το έχουμε παρακάνει με την επιστημονική αλήθεια, και θαρρούμε πως είναι η μόνη μάρκα αλήθειας που κυκλοφορεί. Όπως και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες γενικά, έτσι μπορούμε και για τους μύθους να πούμε ότι περιέχουν το δικό τους είδος αλήθειας, που εδρεύει περισσότερο στα αποτελέσματα που παράγουν, παρά στις προτάσεις τις οποίες αρθρώνουν. Αν μας επιτρέπουν να πράττουμε έχοντας μια αίσθηση αξίας και σκοπού, τότε ίσως αληθεύουν αρκετά ώστε να συνεχίσουμε με αυτούς τις ζωές μας.
Στον εικοστό αιώνα, φτάνοντας στο έργο του μαρξιστή Λουί Αλτουσέρ, βλέπουμε αυτό τον τρόπο σκέψης να διαποτίζει ακόμη και την μαρξιστική θεωρία, παρ’ όλη τη σθεναρή αντίθεσή της στην ψευδή συνείδηση της ιδεολογίας. Κι αν η ιδεολογία, τελικά, είναι ζωτικής ανάγκης; Κι αν χρειάζεται να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε πολιτικώς δρώντα υποκείμενα ικανά να δρουν αυτόνομα; Η μαρξιστική θεωρία μπορεί να έχει επίγνωση ότι το άτομο δεν κατέχει κανέναν ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό συνοχής ή αυτονομίας, ή ακόμη και αίσθησης της πραγματικότητας- τα ίδια όμως τα άτομα πρέπει να πιστεύουν ότι τα κατέχουν όλα αυτά, αν πρόκειται να δράσουν αποτελεσματικά. Για τον Αλτουσέρ, είναι καθήκον της σοσιαλιστικής ιδεολογίας να διαφυλάξει αυτό το ζωτικό ψευδός.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, το ίδιο περίπου ισχύει και για το Εγώ, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια παραφυάδα του ασυνείδητου. Είναι όμως έτσι οργανωμένο ώστε να θεωρεί ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω του. Το Εγώ αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως μια συνεκτική ανεξάρτητη οντότητα – πράγμα το οποίο η ψυχανάλυση αναγνωρίζει ως ψευδαίσθηση- είναι όμως μια σωτήρια ψευδαίσθηση, χωρίς την οποία θα είμασταν ανίκανοι να λειτουργήσουμε.
Φαίνεται λοιπόν, πέρα από τη συζήτηση για το νόημα της ζωής, πως μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια επιλογή ανάμεσα στο νόημα και στη ζωή. Κι αν η αλήθεια είναι τελικά καταστροφική για την ανθρώπινη ύπαρξη; Κι αν είναι μια εξοντωτική διονυσιακή δύναμη, όπως προβληματιζόταν ο πρώιμος Νίτσε; Μια άπληστη Βούληση, όπως στις ζοφερές εικοτολογίες του Σοπενάουερ; Ή μια αδηφάγα, ανελέητα απρόσωπη επιθυμία, όπως θεωρούσε ο Φρόυντ;
Για τον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν, το ανθρώπινο υποκείμενο μπορεί , είτε να “σημαίνει”, είτε να “είναι”, αλλά όχι και τα δύο μαζί. Με το που εισαγόμαστε στο πεδίο της γλώσσας, και ως εκ τούτου στην ανθρώπινή μας φύση, αυτό που αποκαλείται “η αλήθεια του υποκειμένου”, η ύπαρξή του ως υποκείμενου, διαιρείται σε μια ατέρμονη αλυσίδα επιμέρους νοημάτων.
Με τον μυθιστοριογράφο Τζόζεφ Κόνραντ, που δέχτηκε την επιρροή τόσο του Νίτσε όσο και του Σοπενχάουερ, πρωτοεμφανίστηκε αυτό το ρεύμα σκέψης στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Όντας καθαρόαιμος σκεπτικιστής, ο Κόνραντ δεν πίστευε ότι οι έννοιες, οι αξίες και τα ιδανικά μας έχουν κάποια βάση σε ένα κόσμο που έχει τόσο νόημα όσο και τα κύματα της θάλασσας.
Έστω κι έτσι, υπάρχουν σημαντικοί ηθικοί και πολιτικοί λόγοι για να φερόμαστε σαν να είχαν στέρεη βάση. Αν δεν το κάνουμε, μια δυσάρεστη συνέπεια θα είναι η κοινωνική αναρχία. Μάλιστα, κατά μια έννοια, το τι πιστεύουμε είναι λιγότερο σημαντικό από το γεγονός της πίστης μας. Αυτό το είδος φορμαλισμού πέρασε κατόπιν στον υπαρξισμό, για τον οποίο το κλειδί για μια αυθεντική ύπαρξη είναι το γεγονός της δέσμευσης μας σε κάτι, και όχι τόσο το ακριβές περιεχόμενό της.
Οι πρωταγωνιστές των θεατρικών έργων του Άρθουρ Μίλερ είναι ξεκάθαρα παραδείγματα. Χαρακτήρες όπως ο Ουίλι Λόμαν στο Θάνατο του εμποράκου, ή ο Έντι Καρμπόν στο Θέα από τη γέφυρα, είναι αφοσιωμένοι σε μια εκδοχή των ταυτοτήτων τους και του κόσμου που τους περιβάλλει, η οποία εκδοχή, αντικειμενικά, είναι εσφαλμένη. Ο Ουίλι, ας πούμε, πιστεύει ότι αυτό που μετράει στη ζωή είναι να είσαι κοινωνικά σεβαστός και οικονομικά επιτυχημένος.
Κι όμως, αυτό που έχει σημασία στην περίπτωση αυτών των αυταπατώμενων χαρακτήρων, όπως και σε κάποιους τραγικούς πρωταγωνιστές του Ίψεν, είναι το πάθος που επενδύουν στη δέσμευση τους. Αυτό που μετράει τελικά είναι η ηρωική επίμονη με την οποία μένουν πιστοί στα παραμορφωμένα κοσμοείδωλα τους, ακόμα κι όταν αυτό τους οδηγεί στην πλάνη και στον θάνατο. Το να ζεις με πίστη —με την οποιαδήποτε πίστη, ίσως— δίνει νόημα στη ζωή. Από αυτή την άποψη, το νόημα της ζωής είναι θέμα στυλ με το οποίο την ζεις, και όχι περιεχομένου.
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ ΑΡΘΡΟ , ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΟΠΤΙΚΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΝΟΙΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή