Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΣΤΟΒΑΙΟΣ - Ἀνθολόγιον γ'

Χείλων Δαμαγήτου Λακεδαιμόνιος ἔφη·
Γνῶθι σαυτόν. Πίνων, μὴ πολλὰ λάλει· ἁμαρτήσῃ γάρ. Μὴ ἀπείλει τοῖς ἐλευθέροις· οὐ γὰρ δίκαιον. Μὴ κακολόγει τοὺς πλησίον· εἰ δὲ μή, ἀκούσῃ ἐφ᾽ οἷς λυπηθήσῃ. Ἐπὶ τὰ δεῖπνα τῶν φίλων βραδέως πορεύου, ἐπὶ δὲ τὰς ἀτυχίας ταχέως. Γάμους εὐτελεῖς ποιοῦ. Τὸν τετελευτηκότα μακάριζε. Πρεσβύτερον σέβου. Τὸν τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενον μίσει. Ζημίαν αἱροῦ μᾶλλον ἢ κέρδος αἰσχρόν· τὸ μὲν γὰρ ἅπαξ λυπήσει, τὸ δὲ ἀεί. Τῷ δυστυχοῦντι μὴ ἐπιγέλα. Τραχέσιν ἥσυχον σεαυτὸν πάρεχε, ὅπως σε αἰσχύνωνται μᾶλλον ἢ φοβῶνται. Τῆς ἰδίας οἰκίας προστάτει. Ἡ γλῶσσά σου μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ. Θυμοῦ κράτει. Μὴ ἐπιθύμει ἀδύνατα. Ἐν ὁδῷ μὴ σπεῦδε προάγειν, μηδὲ τὴν χεῖρα κινεῖν· μανικὸν γάρ. Νόμοις πείθου. Ἀδικούμενος διαλλάσσου· ὑβριζόμενος τιμωροῦ.

***
Ο Χίλωνας, γιος του Δαμάγητου, από τη Λακεδαίμονα είπε:
Κοίταξε να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Όταν πίνεις, μη λες πολλά· θα κάνεις λάθη. Μη μιλάς απειλητικά στους ελεύθερους ανθρώπους, γιατί δεν είναι δίκαιο. Μην κακολογείς τους πλησίον σου· αλλιώς θ᾽ ακούσεις πράγματα που θα σε στενοχωρήσουν. Στα δείπνα των φίλων σου να πηγαίνεις σιγά σιγά, στις ατυχίες τους γρήγορα. Ο γάμος σου να είναι λιτός. Αυτόν που πέθανε μακάριζέ τον. Να σέβεσαι τους γεροντότερους. Τον άνθρωπο που ανακατεύεται στις ξένες υποθέσεις να τον μισείς. Να προτιμάς τη ζημιά παρά το αισχρό κέρδος: το ένα θα σε στενοχωρήσει μόνο μια φορά, ενώ το άλλο θα σε στενοχωρεί πάντοτε. Μη γελάς με άνθρωπο που τον βρήκε δυστυχία. Απέναντι στους σκαιούς ανθρώπους να μένεις ήρεμος, για να σε ντρέπονται μάλλον παρά να σε φοβούνται. Να κυβερνάς και να προστατεύεις το σπιτικό σου. Η γλώσσα σου να μην προτρέχει της διανοίας σου. Να συγκρατείς το θυμό σου. Να μην επιθυμείς πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν. Στον δρόμο μη σπεύδεις να προσπεράσεις άλλους ούτε να χειρονομείς: αυτό το κάνουν οι τρελοί. Να υπακούς στους νόμους. Όταν αδικείσαι, να δείχνεις διαλλακτική διάθεση· όταν σου συμπεριφέρονται υβριστικά, να ζητάς εκδίκηση.

Ανατρέχοντας στην αρχαία σκέψη για μια καλύτερη ζωή: Σωκράτης

Σήμερα θα επικεντρωθούμε στην αρχαία ελληνική σκέψη, και πιο συγκεκριμένα στον Σωκράτη μέσα από τα κείμενα του Πλάτωνα. Θα δούμε πρώτα τι υποστήριζε ο Σωκράτης για το αν θα έπρεπε να υιοθετήσουμε το νόμο της φύσης στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπως φαίνεται στη συνομιλία του με τον Καλλικλή, για την υπόθεση πως η ηθική προέρχεται από τη θεϊκή βούληση, στη συζήτησή του με τον Ευθύφρωνα, και τέλος θα δούμε τι μπορούμε να κερδίσουμε από την σωκρατική μέθοδο.
 
Στη συνομιλία του Σωκράτη με τον Καλλικλή συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικές όψεις του πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος. Ο σοφιστής Καλλικλής κατηγορεί τον Σωκράτη ότι υπερασπίζεται τον ανθρώπινο νόμο σε αντίθεση με το νόμο της φύσης, ο οποίος είναι και ο πραγματικά δίκαιος. Υποστηρίζει ότι η δύναμη του ισχυρού καθορίζει ποιος είναι ανώτερος μεταξύ των ανθρώπων, ο οποίος πρέπει και να άρχεται αυτών. Γι’ αυτόν, η απόκτηση δύναμης είναι η μεγαλύτερη απόδειξη μιας καλής ζωής και άρα ο απόλυτος και μοναδικός στόχος του ιδανικού βίου.
 
«Σύμφωνα με το νόμο της φύσης», λέει, «χειρότερο πράγμα για το άτομο είναι αυτό που είναι και το ασχημότερο, το ν’ αδικείται, ενώ σύμφωνα με τον ανθρώπινο νόμο χειρότερο είναι το ν’ αδικεί ο ίδιος». Το κράτος δικαίου τιμωρεί τους άδικους και αυτούς που επιχειρούν και καταφέρνουν να αποκτούν πολλά και ζηλευτά αγαθά, ενώ προωθεί την κοινωνική ισότητα, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ατόμου. Σε μια πολιτεία είναι οι πολλοί, και άρα εκ των πραγμάτων οι μέτριοι, που ορίζουν τους νόμους εις βάρος των ισχυρών και άξιων φοβερίζοντάς τους, «ώστε να μην πλεονεκτούν οι ισχυροί έναντι τους. Λένε πως είναι άσχημο και άδικο να έχει κάποιος περισσότερα από άλλους». Βαφτίζουν τις επιδιώξεις του υπέρτερου αδικίες, με σκοπό να έχουν όλοι τα ίδια αγαθά και τα ίδια δικαιώματα, και έτσι να ικανοποιείται η δικιά τους κατωτερότητα. «Αυτοί που θεσπίζουν τους νόμους είναι οι αδύνατοι άνθρωποι και το πλήθος», λέει ο ανηθικιστής Καλλικλής.
 
Συνεχίζει: «Η ίδια η φύση όμως φανερώνει ότι είναι δίκαιο ο καλύτερος να πλεονεκτεί του χειρότερου και ο δυνατότερος του αδυνατότερου». Στη φύση κρίνεται το δίκαιο του ισχυρότερου να άρχει και να πλεονεκτεί του κατώτερου, ενώ ο πιο αδύνατος οφείλει να υποκύπτει. Ο Καλλικλής παρομοιάζει τους ισχυρότερους με λιοντάρια που οι υπόλοιποι υποτάσσουν και υποδουλώνουν, με το να λένε πως καλό και σωστό είναι να θεωρούνται όλοι ίσοι μπροστά στη δικαιοσύνη. «Δεν αρμόζει, λέει, σε ισχυρό άνδρα αυτό το πάθημα, το ν’ αδικείται, αλλά σε δούλο, για τον οποίο καλύτερο είναι να πεθάνει παρά να ζει». Αν τυχόν υπάρξει κάποιος με ανώτερη φύση που καταφέρνει να τα αποσείσει όλα αυτά και να ξεφύγει από αυτούς τους παρά φύση νόμους, τότε είναι που θριαμβεύει το φυσικό δίκαιο.
 
Ο Σωκράτης απαντάει με το μάλλον αυτονόητο περί της ισχύος του πλήθους. «Δεν είναι οι πολλοί υπέρτεροι του ενός σύμφωνα με τη φύση;» Άρα, όσο ισχυρότεροι και να είναι οι λίγοι από τον καθένα του πλήθους, το πλήθος θα είναι πάντα ισχυρότερο αυτών των λίγων. Έτσι, οι νόμοι των πολλών στην πραγματικότητα συμβαδίζουν με το δίκαιο της φύσης (ή αποτελούν μέρος του). «Οι νόμοι τους λοιπόν είναι κατά φύση καλοί, ως νόμοι των υπέρτερων». Και εφόσον η γνώμη που έχουν αυτοί οι πολλοί είναι πως δίκαιο είναι να θεωρούνται όλοι ίσοι, έτσι οφείλουν να είναι οργανωμένες και οι κοινωνίες.
 
Κι αν δεν ενδιαφέρει τον Καλλικλή μόνο η φυσική δύναμη αλλά και η πνευματική δύναμη (ή όπως λέει ο ίδιος, η φρόνηση) δεν βοηθάει την επιχειρηματολογία του πάρα πολύ. Γιατί με την εισαγωγή της φρόνησης ως κριτήριο για το ποιος θα έχει εξουσία, ο κατά τ’ άλλα υπέρμαχος του φυσικού δικαίου Καλλικλής, εισάγει αυτό που μας δίνει στους ανθρώπους την ιδιαιτερότητά μας αναφορικά με την υπόλοιπη φύση. Και αν αναγνωρίσουμε αυτό που μας ξεχωρίζει από τη φύση ως το σημαντικότερο κριτήριο για το ποιος θα έχει την εξουσία, γιατί τότε να ενδιαφερθούμε για το πώς γίνονται τα πράγματα στη φύση όταν παίρνουμε αποφάσεις για το πώς να διακυβερνήσουμε τις κοινωνίες μας; Γιατί εμείς, που έχουμε φρόνηση, να πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της φύσης, αφού η φρόνηση είναι που λείπει από εκείνη;
 
Όπως θα δούμε και στον διάλογο Ευθύφρων στη συνέχεια, η ηθική (και άρα οι ηθικοί, οι δίκαιοι νόμοι) δεν μας έρχεται έξωθεν, ούτε από τους θεούς ούτε από αλλού, αλλά είναι ευθύνη των ανθρώπων να κρίνουμε ποια συμπεριφορά και ποια πράξη είναι σωστή, δίκαιη ή ηθική. Η φύση μένει μόνο απλοϊκά να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν άλλοθι, για να επιβεβαιώσει αυτό που εμείς αποφασίζουμε και να ενισχύσει την εφαρμογή των ανθρώπινων νόμων όταν λείπει από τους υποστηρικτές τους η έλλογη επιχειρηματολογία. Ο Καλλικλής άθελά του ακυρώνει όσα έλεγε μέχρι τώρα, βάζοντας όρους και περιορισμούς στη δήθεν αγνή φυσική νομοτέλεια που προσπαθεί να υπερασπιστεί. Αυτό που κάνει ουσιαστικά ο Καλλικλής είναι να διαλέγει από τη φύση αυτό που συμφέρει τον ίδιο, αφού, ως αριστοκράτης ο ίδιος και άρα με πρόσβαση σε προνόμια και σε δύναμη που οι πολλοί δεν απολαμβάνουν, βρίσκεται εκ των πραγμάτων στη θέση ισχυρού την οποία η άποψη που εκφράζει στον διάλογο δικαιολογεί και επικυρώνει.
 
Καταλήγει να λέει πως στον ισχυρό αξίζει να κατέχει περισσότερα αγαθά, περισσότερα τρόφιμα, ρούχα και εδάφη. Η ανακούφιση κάθε είδους υλικής ανάγκης, ακόμα και το ξύσιμο, παρουσιάζεται ως το απόλυτο περιεχόμενο της ευτυχισμένης ζωής, ως ο σκοπός της. Είναι ο στόχος του υπέρτερου, λέει, να αφήνει τις επιθυμίες του να μεγαλώνουν και να ικανοποιούνται χάρη στη φρόνηση και την ανδρεία του. Αυτό, οι πολλοί αδυνατούν να το κάνουν, και από ντροπή, για να κρύψουν την δικιά τους αδυναμία, λένε πως η ακολασία είναι κάτι άσχημο, ενώ επαινούν τη σωφροσύνη εξαιτίας της ανανδρίας τους. Για τον Καλλικλή λοιπόν, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη (νόμοι των ανθρώπων) είναι αίτια δυστυχίας, αφού αποτρέπουν τους ανδρείους από το να προσφέρουν στους εαυτούς τους, αλλά και στους φίλους τους, ό,τι επιθυμούν. Αντιθέτως, το να μετριάζει κανείς τις επιθυμίες του είναι ισοδύναμο με το να είναι δούλος, πράγμα που θα τον απέτρεπε από το να είναι ευτυχισμένος και, όπως λέει, «μεγάλος άνδρας». Για τον Καλλικλή, η δυνατότητα να ικανοποιεί κάποιος τις επιθυμίες του είναι ένδειξη ελευθερίας και ανδρειοσύνης.
 
Ο Σωκράτης λοιπόν, έχει δείξει, προκαλώντας τις απαντήσεις του Καλλικλή, πως η θέασή του της ζωής αφορά εν τέλει τις υλικές και σωματικές ηδονές, τις οποίες ταυτίζει με το δίκαιο. Ο φιλόσοφος όμως λέει ότι η ικανοποίηση των ηδονών δεν είναι καν, τουλάχιστον όχι αναγκαστικά, αυτό που θέλει ο καθένας στην πραγματικότητα, αφού υπάρχουν και επιθυμίες που δεν είναι καλές.
 
Οποιαδήποτε πράξη κάνει κάποιος, λέει, την κάνει όχι για την ίδια την πράξη, αλλά για αυτό που θα κερδίσει κάνοντάς την. Αυτός που κάνει θαλάσσιο εμπόριο δεν ταξιδεύει επειδή του αρέσει το ταξίδι, αλλά για να αποκτήσει κέρδος από την αγορά και πώληση αγαθών. Είναι δηλαδή μια ωφέλιμη πράξη, αν και δεν προκαλεί η ίδια ευχαρίστηση. Αντίστοιχα υπάρχουν πράξεις ευχάριστες που δεν προκαλούν ωφέλεια ή προκαλούν και βλάβες, όπως, μπορούμε να πούμε, το κάπνισμα, που μπορεί μεν να είναι ευχάριστο, αλλά έχει βλαβερές συνέπειες. Η ικανοποίηση των επιθυμιών, λοιπόν, δεν εξασφαλίζει την ευτυχία.
 
Οι πιο πολλές πρακτικές, όπως η κιθαριστική, η αυλητική, ο χορός και η ποίηση, δεν ασχολούνται συνήθως με το να βελτιώνουν την ψυχή των ανθρώπων και να μεριμνούν γι’ αυτούς, αλλά αποβλέπουν μόνο στην ευχαρίστησή τους (να πούμε βέβαια πως εδώ ο Σωκράτης κάνει αναφορά σε αυτούς που ενδιαφέρονται μόνο να ικανοποιήσουν τα γούστα του κοινού). Για να αναγνωρίσουμε, λοιπόν, τη ρητορική ή την πολιτική ως ενάρετες ασχολίες, πρέπει να βρούμε το ρήτορα ή τον πολιτικό εκείνο που με τους λόγους του φροντίζει «να εισέλθει η δικαιοσύνη στις ψυχές των συμπολιτών του και ν’ αποβληθεί η αδικία, να εισέλθει η σωφροσύνη και ν’ αποβληθεί η ακολασία, να εισέλθουν οι άλλες αρετές και ν’ αποβληθούν οι κακίες», ανεξάρτητα από το αν θα είναι ευχάριστα ή δυσάρεστα για τους ακροατές ή τους πολίτες όσα λέει. Αυτού του είδους η ρητορική αποτελεί προπαρασκευή του πώς θα βελτιωθούν οι πολίτες, ενώ η άλλη, που νοιάζεται μόνο να ευχαριστεί, αποτελεί κολακεία και δημαγωγία (λαϊκισμό θα λέγαμε σήμερα).
 
Πρέπει λοιπόν τις ψυχές που είναι φαύλες, άφρονες, ακόλαστες, άδικες ή ανόσιες, να τις αποτρέπουμε από τις επιθυμίες τους, και να τις προτρέπουμε να κάνουν όσα θα τις βελτιώσουν. Η αποτροπή από τις επιθυμίες τους αποτελεί τιμωρία, η οποία θεωρείται από τον Σωκράτη ότι είναι ωφέλιμη σε αυτόν που τιμωρείται, αφού θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο, κι ας αποτελεί ένα είδος «υποδούλωσης», ή περιορισμού της ελευθερίας.
 
«Όποιος θέλει να είναι ευτυχισμένος πρέπει, όπως φαίνεται, να επιδιώκει και ν’ ασκεί τη σωφροσύνη, ενώ ν’ απομακρύνεται από την ακολασία και να καταρτίζεται έτσι, ώστε να μη χρειαστεί καθόλου να τιμωρείται. Αν όμως χρειαστεί ο ίδιος ή κάποιος άλλος από τους οικείους του ή ιδιώτης ή πόλη ολόκληρη, τότε πρέπει να επιβάλλεται τιμωρία, αν εννοεί να είναι ευτυχισμένος», καθότι η τιμωρία θα βελτιώσει αυτόν που φέρθηκε άδικα.
 
Και αφού ο Σωκράτης έδειξε πως η φιλοσοφία του Καλλικλή είναι φαύλη ή χυδαία, τώρα θα δείξει και το σημαντικότερο, ότι δεν δουλεύει, ότι δεν αποδίδει.
 
Γιατί, σύμφωνα με όσα λέει ο Καλλικλής, αν κάποιος επιθυμεί να μην αδικείται, πρέπει να γίνει τύραννος ο ίδιος ή φίλος του τυράννου. Φίλοι, λένε κάποιοι, γίνονται οι όμοιοι μεταξύ τους, ενώ οι ανόμοιοι αδυνατούν να συμφιλιωθούν. Κι αυτό γιατί, αν ένας πολίτης είναι δυνατότερος από τον τύραννο [κι ας έγινε ο τύραννος τέτοιος επειδή είναι ο υπέρτερος μεταξύ όλων, πάντα θα υπάρχει κάποιος υπέρτερος σε κάτι από αυτόν], ο τύραννος θα τον φοβάται και δεν θα μπορεί να τον έχει φίλο. Από την άλλη, αν κάποιος είναι χειρότερός του, θα τον περιφρονεί ως κάποιον που του αξίζει να άρχεται από αυτόν. Αν, λοιπόν, ένας νέος της πόλης σκεφτεί ότι θέλει να αποκτήσει δύναμη ή να μην αδικείται, θα πρέπει «να συνηθίσει τον εαυτό του να έχει τις ίδιες χαρές και τις ίδιες λύπες με τον ηγεμόνα, και να προετοιμάζεται να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο όμοιος με κείνον». Κι έχει σημασία εδώ να τονίσουμε ότι δεν θα υπάρχουν μόνο αυτοί που υποκριτικά μόνο θα παριστάνουν πως προσιδιάζουν τον τύραννο (θα υπάρχουν βέβαια κι αυτοί) αλλά κάποιοι θα αλλοιώνουν όχι μόνο τη συμπεριφορά τους στο δημόσιο χώρο για το θεαθήναι ώστε να μην φανούν διαφορετικοί από τον τύραννο ή από τους πολλούς, αλλά που θα αλλάξουν ή θα προσαρμόσουν και τον τρόπο σκέψης τους. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η υπόδειξη του Καλλικλή υπέρ του νόμου της φύσης οδηγεί μακριά από την ελευθερία (και τον πλουραλισμό), αφού σκοπός των πολιτών θα είναι να μην εκτρέπονται από αυτά που ο ηγεμόνας θεωρεί καλά και ευχάριστα αποφεύγοντας ιδιαιτερότητες που θα τους ξεχώριζαν από τα συνηθισμένα. Η πρακτική του Καλλικλή λοιπόν οδηγεί στην ομοιογένεια, στον ολοκληρωτισμό και στον φόβο, που είναι εχθροί της ευτυχίας, και μετατρέπει το άτομο σε υποχείριο του τυράννου. Η θέληση για δύναμη οδηγεί, τελικά, στην υποταγή.
 
Ο διάλογος μέχρι τώρα αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ζει κάποιος. Από τη μία ο τρόπος του Καλλικλή, εκφωνώντας δημόσιους λόγους και ασκώντας ρητορική και πολιτευόμενος κατά τον τρόπο του, και από την άλλη ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής. Η επίθεση του Καλλικλή είναι εξ αρχής στραμμένη όχι μόνο στον Σωκράτη, αλλά στο ίδιο το φιλοσοφείν, υποστηρίζοντας ότι ο Σωκράτης θα έβλεπε την προφανή αλήθεια των λόγων του αρκεί να παρατούσε την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία.
 
Σύμφωνα με τον φιλοσοφικό βίο του Σωκράτη, για να αποφύγει κανείς να αδικηθεί, θα πρέπει να εργαστεί για να δημιουργήσει δίκαιους συμπολίτες. Ακόμα και ο Περικλής, που θεωρούταν από τους περισσότερους άξιος πολιτικός, μετά το θάνατό του κατηγορήθηκε άδικα από πολλούς. Στο βαθμό που δεν μπόρεσε να καλυτερεύσει τους πολίτες της Αθήνας, ώστε να μην γίνουν άδικοι εναντίον του, μπορεί να θεωρηθεί ότι απέτυχε στο έργο του, αφού ο ρόλος του θα έπρεπε να είναι ακριβώς αυτός, να βελτιώσει την ψυχή των Αθηναίων. «Αν λοιπόν κάποιος απαλείψει αυτό ακριβώς, την αδικία, δεν υπάρχει φόβος ν’ αδικηθεί». Γι’ αυτό και ο Σωκράτης πίστευε ότι ήταν ίσως ο μόνος που ασκούσε την αληθινή πολιτική τέχνη, όπως την όριζε αυτός, δηλαδή τη βελτίωση των πολιτών˙ αν και θα πρέπει έτσι να συναχθεί ότι και αυτός απέτυχε, αφού θανατώθηκε από τους Αθηναίους, τους οποίους δεν μπόρεσε να κάνει δίκαιους ώστε να τον αθωώσουν. Όπως απέτυχε να προτείνει και μια συνεκτική αντιπρόταση στην κοσμοθεωρία του Καλλικλή, πετυχαίνοντας ικανοποιητικά μόνο μια κριτική του αντιπάλου του.

Και αφού λοιπόν δείχνει ότι δεν έχει νόημα να ενημερώνουμε την ανθρώπινη ηθική από το φυσικό δίκαιο, ή να την ταυτίζουμε με αυτό, επιτίθεται στην ιδέα ότι η ηθική προέρχεται από τη βούληση των θεών ή από τις θεϊκές εντολές (και είναι από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που το κάνει). Στον διάλογο Ευθύφρων, όπου συνομιλεί με τον μάντη και θεολόγο, τον ρωτάει τι είναι όσιο και τι είναι ανόσιο. Ο θεολόγος τού λέει πως όσιο είναι κάτι που αρέσει στους θεούς και ανόσιο ό,τι δεν είναι θεάρεστο. Πώς όμως, απαντάει ο Σωκράτης, θα ξέρουμε τι είναι θεάρεστο κι τι όχι, αφού οι ίδιοι οι θεοί διαφωνούν μεταξύ τους για το τι είναι δίκαιο και τι ηθικό; Για παράδειγμα, στον πόλεμο της Τροίας κάποιοι θεοί ήταν με το μέρος των Αχαιών και κάποιοι με τους Τρώες. Πώς λοιπόν θα ξέρουν οι άνθρωποι τι είναι ηθικό, αφοί οι ίδιοι οι θεοί δίνουν μια καθοριστική απάντηση; Μήπως ηθικό είναι ό,τι αρέσει σε όλους τους θεούς; Όλοι οι θεοί, λέει ο Ευθύφρων, θεωρούν πως πρέπει να τιμωρείται αυτός που σκοτώνει άδικα. Ο Σωκράτης όμως ρωτάει αυτό που θα ‘πρεπε να είναι αυτονόητο, «μήπως άκουσες κάποιον άνθρωπο να αμφισβητεί ότι δεν πρέπει να τιμωρείται όποιος διαπράττει άδικο φόνο;». Η ένστασή του είναι δικαιολογημένη, φυσικά, αφού στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε πως δεν χρειαζόμαστε κανέναν θεό για να καταδικάσουμε κάποιον που σκοτώνει. Και κανένας δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του σε δικαστήριο λέγοντας πως, ναι μεν έπραξε άδικα, αλλά δεν του αρμόζει τιμωρία. Μόνο υποστηρίζει πως δεν αδίκησε, ή πως υπάρχουν ελαφρυντικά που πρέπει να επιφέρουν μικρότερη τιμωρία.
 
Οπότε το πρόβλημα παραμένει: πώς θα ξέρουμε τι είναι ηθικό και τι ανήθικο; Ο Σωκράτης, λοιπόν, αναρωτιέται αν όσιο είναι κάτι επειδή αρέσει στους θεούς, ή αν αρέσει στους θεούς επειδή είναι όσιο. Ακόμα έχουμε την ίδια απορία: ο θεός είναι ο συγγραφέας των ηθικών αξιών ή απλά τις επαναλαμβάνει και τις επιβάλλει; Και αν ισχύει το δεύτερο, ποια είναι η πηγή τους; Ελάχιστοι είναι βέβαια σήμερα αυτοί που ανησυχούν για το ποιους από όλους τους υπάρχοντες θεούς να πιστέψουν, καθώς οι περισσότεροι πιστοί ακολουθούν κάποια μονοθεϊστική θρησκεία, όπου θα περίμενε κανείς να μην υπάρχουν τέτοιες αμφισημίες αφού ο θεός είναι ένας και δεν μπορεί να διαφωνεί με τον εαυτό του. Ακόμα κι έτσι όμως βρίσκουμε αντιφάσεις στη θρησκευτική διδασκαλία, όπου ο θεός δηλώνει «ου φονεύσεις» σε ένα σημείο, και σε άλλο επιβάλλει τη θανάτωση των Χαναναίων, για παράδειγμα. Καλούμαστε εμείς λοιπόν να κρίνουμε ποια συμπεριφορά είναι αρεστή σε μας και θέλουμε να έχουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας. Οπότε παραφράζουμε την ερώτηση του Σωκράτη ως εξής: Γιατί κάτι είναι αμαρτία; Επειδή το απαγορεύει ο θεός; Ή μήπως ο θεός το απαγορεύει επειδή είναι (ήδη) αμαρτία; Ο θεός δηλαδή μας δίνει τις ηθικές μας αξίες, ή τις γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς και τις βάζουμε στο στόμα του;
 
Το τι είναι θεάρεστο και τι μισεί ο θεός μπορούμε φυσικά να το βρούμε στη Βίβλο. Ένας σύγχρονος θεολόγος ίσως να έλεγε πως, ό,τι προστάζει ο θεός είναι καλό και πως ταυτόχρονα ό,τι είναι καλό το προτείνει κι ο θεός. Αυτό όμως δεν φαίνεται να πείθει τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος απορρίπτει ρητά εδάφια της Βίβλου, όταν σε αυτήν αναγράφεται, π.χ., πως αν κάποιος βρει ότι η σύζυγός του δεν είναι παρθένα την πρώτη νύχτα του γάμου τους, οφείλει να τη λιθοβολήσει μέχρι θανάτου έξω από τη πόρτα του πατέρα της (Δευτερονόμιο 22:13-21). Αυτό σίγουρα δεν το θεωρούμε ούτε σωστό ούτε δίκαιο, καλό ή ηθικό. Αντιθέτως, το θεωρούμε ανήθικο και χυδαίο. Αλλά είναι κάτι που προστάζει ο θεός. Άρα, το «ό,τι λέει ο θεός είναι ηθικό» δεν φαίνεται να ισχύει.
 
Ούτε ισχύει όμως και το «ό,τι είναι ηθικό, αυτό προτείνει και ο θεός». Στην Βίβλο, για αυτόν που ψάχνει να ορίσει την ηθική με θεολογικούς όρους όπως κάνει ο Σωκράτης με τον Ευθύφρωνα, υπάρχουν πολλές άλλες προσταγές και απαγορεύσεις όπου μπορεί να απευθυνθεί. Θα βρει όμως εκεί την υποστήριξη της δουλείας, την απαίτηση θανάτωσης των ομοφυλόφιλων, την απουσία καταδίκης της παιδοφιλίας, και ένα σωρό άλλες παρεκτροπές που ενδεχομένως να θεωρούνταν επιτρεπτές ή αναπόφευκτες (αναγκαία κακά) την εποχή που γράφτηκαν τα κείμενα, αλλά που σήμερα μας βρίσκουν ρητά αντίθετους. Διαβάζοντας σήμερα τα ιερά κείμενα καλούμαστε στην πράξη να ερμηνεύσουμε, να εκλογικεύσουμε ή να παραφράσουμε αυτά που θα συναντήσουμε, ώστε να ταιριάζουν στα δικά μας προϋπάρχοντα ηθικά κριτήρια. Αλλά αν έχουμε ήδη ηθικά κριτήρια, γιατί να αναζητήσουμε την ηθική στη Βίβλο;
 
Και θα βρούμε προτροπές με τις οποίες θα συμφωνήσουμε, όπως αυτές που θα θεωρούσαμε διαισθητικά ορθές, όπως τα «ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις». Αυτές είναι εντολές που συναντάμε σε κάθε θρησκεία που έχει πιστούς στον πλανήτη, και δεν εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε θεού. Εξάλλου, σε ποιον θεό θα αναγνωρίζαμε σοφία, αν δεν καταδίκαζε το ψέμα, το κλέψιμο ή τον φόνο; Ποια θρησκεία που θα έλεγε ότι το ψέμα δεν είναι αμαρτία (ή έστω πως «δεν πειράζει» ή «δε μας αφορά») θα άξιζε τη λατρεία οποιουδήποτε; Όπως λέει κι ο Σωκράτης «κανένας θεός ή άνθρωπος δεν τολμά να πει τούτο, ότι δεν πρέπει να τιμωρείται ο άδικος». Όλοι δηλαδή ξέρουμε ότι το να σκοτώνεις είναι άδικο, γιατί ξέρουμε από μόνοι μας τι είναι ηθικό και τι είναι ανήθικο. Αν οι Εβραίοι της Παλιάς Διαθήκης περίμεναν από έναν θεό να τους πει πως ο φόνος «είναι κάτι κακό», μάλλον δεν θα είχαν καταφέρει να φτάσουν καν μέχρι το Όρος Σινά για να παραλάβουν τις Δέκα Εντολές όπου περιλαμβάνονται και οι παραπάνω τρεις. Ο θεός, λοιπόν, δεν φαίνεται να έχει καν τη δύναμη να μην καταδικάσει το φόνο.
 
Πώς θα μπορούσαμε να πούμε τότε πως η ηθική προέρχεται από τον θεό, όπως πιστεύει ο Ευθύφρωνας;  Ή, όπως θα το διατύπωνε ο Σωκράτης, «κάτι, αρέσει στον θεό επειδή είναι ηθικό», και όχι το ανάποδο, πως «κάτι είναι ηθικό επειδή αρέσει στον θεό». Από ό,τι φαίνεται, η θεϊκή ηθική ακολουθεί την ανθρώπινη, και όχι το αντίστροφο.
 
Κι αν ο Σωκράτης έδειξε ότι δεν χρειαζόμαστε τους θεούς για να καταδικάσουμε τον άδικο φόνο, δεν συνέχισε όμως για να μας πει από πού εν τέλει προέρχεται η ηθική. Για τον εαυτό του έλεγε πως καθοδηγούνταν από το δαιμόνιό του, όπως το ονόμαζε. Το δαιμόνιο του Σωκράτη σίγουρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατύπωση της κατηγορίας εναντίον του ότι «εισήγαγε νέες θεότητες» στην πόλη. Δεν επρόκειτο, βέβαια, όντως για μια νέα θεότητα, παρά μάλλον έκφραζε τη συνείδησή του, και μονάχα τού απαγόρευε να πράττει και ποτέ δεν τον παρότρυνε σε τίποτα. Αν και δεν ξεκαθάρισε ποτέ ποια ακριβώς ήταν η φύση του, χρησιμοποιούσε θρησκευτικούς όρους όταν αναφερόταν σ’ αυτό, χωρίς όμως να μπορούμε να μιλήσουμε για χαρακτηριστικό μιας ξεχωριστής θρησκείας που ανταγωνίζονταν τις υπόλοιπες μορφές λατρείας που ήταν τότε γνωστές.
 
Στην Απολογία, όπως μας την δίνει ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης επικαλείται πως καθοριστική σημασία για να μην ασχοληθεί με την πολιτική αποτέλεσε η αποτροπή του δαιμονίου από αυτήν, και πίστευε πως αν είχε γίνει πολιτικός, θα είχε μάλλον θανατωθεί πολύ νωρίτερα. Και το γεγονός όμως ότι το δαιμόνιο δεν τον σταμάτησε από το να πάει στο δικαστήριο χωρίς να έχει προετοιμάσει λόγο, το θεωρεί σαν ικανοποιητική απόδειξη για να αντιμετωπίσει απροετοίμαστος την πιο επικίνδυνη πρόκληση της ζωής του. Το γεγονός δε ότι τελικά καταδικάστηκε δεν μείωσε την εμπιστοσύνη του στο δαιμόνιο, αλλά το ερμήνευσε σαν τρανταχτή απόδειξη πως όσα είπε στην απολογία του ήταν ακριβώς αυτά που έπρεπε να πει και ότι όλη η στάση ζωής του, που τώρα τον οδηγούσε στο θάνατο, ήταν η σωστή, η καλή ζωή. Είχε, λοιπόν, απεριόριστη σιγουριά για την καθοδηγητική αξία της θεϊκής αυτής δύναμης, όμως δεν είχε τυφλή πίστη σε αυτήν· πάντα έπρεπε να ανακαλύπτει τους λόγους πίσω από τις αποτροπές και τις προειδοποιήσεις του δαιμονίου του.
 
Ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει το δαιμόνιο με μεγάλη μετριοπάθεια και του αφήνει ένα περιορισμένο μόνο πεδίο δράσης, χωρίς να μας εξηγεί επακριβώς τη λειτουργία του. Το δαιμόνιο όμως του Σωκράτη πρέπει να ληφθεί υπόψη παράλληλα με τη συνολική του θρησκευτική ταυτότητα, η οποία είναι πολύπλοκη αλλά και καθοριστική στη σκέψη και δράση του.
 
Όπως θα περίμενε κανείς από το έργο ενός μαθητή που ήθελε να εξιλεώσει τον δάσκαλό του από μια κατηγορία βλασφημίας, διαβάζοντας τους σωκρατικούς διαλόγους του Πλάτωνα γίνεται αδύνατο να δικαιολογηθεί το πώς θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει τον Σωκράτη βλάσφημο, μπορεί όμως ίσως να δει πώς παρεξηγήθηκε ως τέτοιος. Για παράδειγμα, ένας συνηθισμένος όρκος που έπαιρνε ο Σωκράτης, «μα τον κύνα» (μα τον σκύλο), θα μπορούσε εύκολα να ερμηνευτεί ως βλάσφημος. Ακόμα και μεταγενέστερα οι Χριστιανοί απέφευγαν την αποδοχή της σωκρατικής φιλοσοφίας θεωρώντας (μεταξύ άλλων) τον όρκο αυτό ως ασεβή και «παγανιστικό». Στην πραγματικότητα όμως θα έπρεπε μάλλον να ερμηνευτεί ως δείγμα ιδιαίτερης ευλάβειας, αφού έτσι απέφευγε την περιττή και επιπόλαια λήψη όρκου σε κάποιον γνωστό θεό της εποχής του.
 
Για την ελληνική σκέψη είναι αυτονόητο ότι ο κάθε άνθρωπος προστατεύεται από ορισμένη θεότητα ανάλογα με το επάγγελμά του, ο θεός όμως δεν επενέβαινε αυθόρμητα στη ζωή του για να τον καλέσει να ασκήσει κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Υπάρχουν μόνο σκόρπιες και ελάχιστες σχετικές διηγήσεις, όπως για τον Ησίοδο ότι έλαβε από τις Μούσες την κλήση να γίνει ποιητής, ή για τον Επιμενίδη, ο οποίος, ενώ βοσκούσε τα πρόβατά του έπεσε σε 57χρονο ύπνο από μια θεότητα, για να ξυπνήσει ποιητής. Ο μόνος που έγινε φιλόσοφος με άμεση θεϊκή κλήση, είναι ο Σωκράτης.
 
Το ίδιο το φιλοσοφείν, λοιπόν, του το επέβαλε ο θεός, λέει ο Σωκράτης στην Απολογία. Το έκανε αυτό «με χρησμούς, και με όνειρα και με κάθε τρόπο με τον οποίο κάθε θεϊκή ύπαρξη ορίζει οτιδήποτε στους ανθρώπους να πράττουν». Όλη του η δραστηριότητα είναι συνέπεια της εντολής των θεών, παρά ενάντιά της, όπως υπέθεσαν οι Αθηναίοι. Στο μυαλό του η υποταγή στους θεούς υπερέχει κάθε άλλης εντολής και υποχρέωσης, ακόμα και αυτής απέναντι στους Αθηναίους και στην πόλη. Ο Σωκράτης σαφώς αποδέχεται το θρησκευτικό στοιχείο, φανερώνοντας τον εαυτό του ως άνθρωπο του καιρού του, παρά το γεγονός ότι από πολλές απόψεις ήταν μπροστά από την εποχή του. Τους εκλογικεύει όμως τους θεούς. Ο Σωκράτης θα έλεγε πως ο θεός δεν μπορεί να είναι η αιτία των πάντων στη ζωή των ανθρώπων, αλλά μόνο των καλών πραγμάτων που τυχόν υπάρχουν ή συμβαίνουν σ’ αυτήν… Η ηθική των ανθρώπων, λοιπόν, πρέπει να είναι και η ηθική των θεών, κι ας μην προκύπτει από αυτήν.
 
Προηγουμένως, στον Ευθύφρωνα, είδαμε πως όχι μόνο θεμελίωσε την αυτονομία της ηθικής από το θεϊκό, αλλά και ανήγαγε την ηθική ως κανονιστική το ίδιο για τους θεούς όσο και για τους ανθρώπους, απηχώντας τους μύθους για την «Ανάγκη» της Ορφικής θεολογίας, στην οποία ήταν υποταγμένοι ακόμα και οι θεοί. Εφόσον πίστευε πως η αρετή είναι γνώση (και όχι γνώμη) και πως όποιος γνωρίζει το καλό, θα το κάνει πάντα, τότε οι θεοί, που είναι σοφοί, αναγκαστικά θα είναι πάντα καλοί. Άρα οι θεοί δεν μπορούν να είναι το αίτιο του κακού ή της βλάβης του ανθρώπου. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που έχουμε των αρχαίων θεών της Ελλάδας, που συχνά ήταν πολύ σκληρότεροι από κάθε άνθρωπο, όπως η Ήρα που προσπαθούσε να σκοτώσει τον Ηρακλή ήδη στην κούνια του για τις απιστίες του Δία, και να πληρώσει έτσι αυτός για τις αμαρτίες του πατέρα του. Αυτή η αντίληψη σίγουρα ξένιζε τους αρχαίους Αθηναίους.
 
Ο Γρηγόρης Βλαστός παρατηρεί πως κατά την εξάσκηση της σωκρατικής ευσέβειας κανένας δεν προσεύχεται στον θεό ‘είθε το θέλημά μου να πραγματοποιηθεί από Σένα’, αλλά ‘είθε το θέλημά σου να γίνει από μένα’. Σύμφωνα με τη νέα αυτή μορφή ευσέβειας ο άνθρωπος δεν είναι ένας εγωιστικά σκεπτόμενος επαίτης που ικετεύει εγωκεντρικούς, μεγαλόδοξους θεούς, που μπορεί να τους κολακέψει με δώρα και θυσίες. Μια φράση όπως του Αισώπου «συν Αθηνά και χείρα κίνει» (Ανήρ Ναυαγός) αποβλέπει είτε στο να ενεργοποιηθεί η ανθρώπινη προσπάθεια για την απόκτηση βοήθειας από τον θεό ως ανταμοιβή για τον μόχθο του είτε, αντίστροφα, στην ανάγκη να συνεισφέρει ο άνθρωπος στην θεϊκή πράξη ώστε αυτή να πιάσει τόπο. Ο Σωκράτης προτείνει την ηθική πράξη χωρίς παρακάλια και χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα στη μεταθανάτια ζωή που περιγράφει ως «ύπνο χωρίς όνειρα». Η ηθική πράξη γίνεται για την καλυτέρευση της ζωής στο εδώ και τώρα, τόσο του ίδιου, όσο και των συμπολιτών του.
 
Ο θεός του Σωκράτη δεν περιμένει κάτι από εμάς. Δεν μπορούμε να του προσφέρουμε καμιά υπηρεσία, γιατί είναι ένας τέλειος θεός. Η προσπάθεια να τον ευχαριστήσουμε ή να συνεισφέρουμε στην ευημερία του θα είναι άκαρπη, ενώ το μόνο που ο θεός θα ήθελε, είναι ο καθένας μας να κάνει για τους άλλους και για τον εαυτό του ό,τι θα έκανε εκείνος, αν ήταν στη θέση μας. Και τι θα έκανε εκείνος; Ό,τι του επιτάσσει η σοφία του. Γι’ αυτό και είναι επείγουσα η ανάγκη του φιλοσοφείν, ώστε να προσεγγίσουμε όσο μπορούμε αυτό που καθορίζει την ηθική πράξη του θεού αλλά και τη δική μας, δηλαδή τον λόγο.
 
Εξάλλου, μπορεί όντως ο Σωκράτης να είδε τα όνειρα και τους οιωνούς που τον οδήγησαν στην πορεία του, αλλά γιατί να πιστέψει ότι ήταν όνειρα που του έστειλε ο θεός; Πώς θα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι τα ερμήνευε σωστά; Ενδεχομένως και άλλοι να έβλεπαν όνειρα αλλά να μην τα ερμήνευαν όπως εκείνος. Ήταν πάντα η φιλοσοφία που του έδινε απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, όχι η άλογη πίστη. Ακόμα και η απάντηση του Μαντείου ότι ο Σωκράτης ήταν ο πιο σοφός από όλους τους ανθρώπους έπρεπε να δοκιμαστεί με τη διερεύνηση τού κατά πόσο όσοι θεωρούνταν σοφοί ήταν όντως τέτοιοι. Ακόμα λοιπόν κι αν αυτό που λένε οι μάντεις είναι αλήθεια, ούτε οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να το γνωρίζουν με σιγουριά (πέραν της άλογης, τυφλής πίστης), και μένει στον φιλόσοφο να το εξακριβώσει.
 
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Σωκράτης κάθε άλλο παρά άθεος ή βλάσφημος ήταν, το θρησκευτικό του όμως συναίσθημα ήταν αρκετά ιδιαίτερο. Αν μη τι άλλο, αν ήταν να τον κατηγορήσουν για αυτό, θα έπρεπε ίσως να τον κατηγορήσουν για ετεροδοξία παρά για αθεΐα. Η κατηγορία αυτή συνδεόταν βέβαια συχνά με κάποια πολιτική αιτία, όπως αυτή που αποτελούσε το πολιτικό παρασκήνιο της δίκης του. Με αυτό ως δεδομένο όμως, μπορούμε να φανταστούμε ότι οι αιτιάσεις του μπορούσαν εύκολα να αλλοιωθούν, αφού έδιναν αφορμές για συκοφαντία, και να χρησιμοποιηθούν σαν εύλογη δικαιολογία μιας θρησκευτικής δίωξης, έστω ως πρόφαση.
 
Το κλίμα της εποχής εξάλλου ήταν πρόσφορο για τη στοχοποίηση αποδιοπομπαίων τράγων, με τις κατηγορίες για αθεΐα να υποκαθιστούν τις κατηγορίες πολιτικού περιεχομένου (για τις οποίες είχε δοθεί αμνηστία μετά το τέλος της Τυραννίας). Στον αρχαίο κόσμο δεν υπήρχε η έννοια του διαχωρισμού θρησκείας-κράτους. Η λειτουργία της πόλης χρειαζόταν τη νομιμοποίηση από κάποιου είδους μυθολογικές αφηγήσεις, δοξασίες και λατρείες. Το να μην πιστεύει κάποιος, λοιπόν, στους θεούς της πόλης ήταν παρόμοιο με το να αμφισβητεί και την κρατική εξουσία εκτός από τις παραδόσεις της. Η ασέβεια, υπό αυτή τη σκοπιά, γίνεται συνώνυμη με την προδοσία, γι’ αυτό και η θεολογία των Ελλήνων φιλοσόφων σχεδόν ποτέ δεν τόλμησε να αμφισβητήσει σοβαρά την παραδοσιακή θρησκευτική λατρεία, με κάποιες εξαιρέσεις.
 
Το 432π.Χ. είχε εγκριθεί από την εκκλησία του δήμου ένα ψήφισμα ‘να καταγγέλλονται όσοι δεν πιστεύουν στα θεία ή παρεκτρέπονται σε ανόσιες διδασκαλίες για τα ουράνια φαινόμενα’. Θύμα της θρησκευτικής αδιαλλαξίας είχε πέσει και ο σοφιστής Πρωταγόρας, που δίδασκε ότι «για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε τι λογής είναι. Γιατί είναι πολλά τα όσα μας εμποδίζουν να το γνωρίζουμε. Από τη μία η ασάφεια του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής». Κατηγορήθηκε λοιπόν για αθεΐα και καταδικάστηκε σε εξορία. Στο δρόμο για τη Σικελία το πλοίο του βυθίστηκε κι αυτός πέθανε, ενώ τα βιβλία του συγκεντρώθηκαν και κάηκαν σε κοινή θέα.
 
Οπότε ο Σωκράτης, χωρίς να αρνηθεί την ύπαρξη κάποιου θεού, έδειξε το σφάλμα της πεποίθησης πως η ηθική προέρχεται από αυτόν, και είχε προτείνει και μια κάποια εναλλακτική για την προέλευσή της (το δαιμόνιο), τουλάχιστον όσον αφορά τον εαυτό του, και έστω με αρκετή ασάφεια.
 
Αυτό που έδειξε όμως, είναι χρήσιμο από μόνο του. Κι αν παραμένει το ερώτημα «γιατί κάτι είναι αμαρτία ή ανήθικο», τουλάχιστον μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως η επιμονή να συνδέουμε την ηθική με τον θεό δεν μας δίνει τις απαντήσεις που ψάχνουμε.
 
Αυτό είναι ένα σύνηθες αποτέλεσμα των διαλόγων του Σωκράτη (αυτή η αδυναμία να καταλήξει σε κάποιο ξεκάθαρο συμπέρασμα ή να προτείνει μια απάντηση στην αρχική απορία του φιλοσόφου) γι’ αυτό και οι σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα ονομάζονται και απορητικοί. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Παπαγιώργης, σύμφωνα με το «ένα γνωρίζω ότι δεν γνωρίζω τίποτα», οι διάλογοι φαίνονται καταδικασμένοι να μην καταλήξουν σε συμπέρασμα (αν κατέληγαν, τότε θα ήξερε). Στην πορεία όμως, ο Σωκράτης πείθει τον συνομιλητή ότι αυτό που μέχρι τώρα νόμιζε πως ήξερε, δεν μπορεί να το υπερασπίσει με λογικά επιχειρήματα, αναγκάζοντάς τον να το απορρίψει. Γι’ αυτό και ο ίδιος αναφέρεται στη μέθοδό του ως «έλεγχο», τον οποίο εφαρμόζει στους άλλους αλλά και στον εαυτό του για να προσεγγίσει την αλήθεια. Οι συνεχείς ερωταπαντήσεις του σκοπό έχουν να ελέγξουν αν η δήλωση του συνομιλητή έχει κάποια αξία, ή αν βασίζεται σε άλογες σκέψεις, σε προκαταλήψεις ή στο συναίσθημα.
 
Η θέση του συνομιλητή θα αντικρουστεί μόνο όταν η άρνησή της θα προκύψει από τις πεποιθήσεις αυτού του ίδιου και όσων αυτές συνεπάγονται. Στο τέλος του διαλόγου ο Σωκράτης, και συνήθως και οι συνομιλητές, αντιλαμβάνονται την αδυναμία τους να φτάσουν σε μια απάντηση, να αποκτήσουν τη γνώση που έψαχναν, και αναβάλλουν τη συζήτηση για κάποια άλλη φορά. Αυτό όμως δεν είναι μία απογοητευτική κατάληξη, αλλά μάλλον πρέπει να ιδωθεί ως κορύφωση, καθώς ο Πλάτωνας καταφέρνει να την παρουσιάζει με αισιόδοξο τόνο. Η ίδια η συνειδητοποίηση της άγνοιας είναι ένα κέρδος από μόνο του, αφού, όταν κάποιος ανακαλύπτει την άγνοιά του, είναι πλέον ελεύθερος να επιδιώξει την πραγματική γνώση με ανενδοίαστο το ενδιαφέρον του.
 
Ο Σωκράτης δεν έκανε υποθετικές συζητήσεις. Το θέμα του διαλόγου τίθεται πάντα από τον συνομιλητή, και συχνά απορρέει από τις περιστάσεις της συνεύρεσης. Στον Ευθύφρωνα που αναφέραμε ξεκινάει μια συζήτηση για την έννοια του οσίου, όταν ο θεολόγος τού εκμυστηρεύεται πως έχει καταδώσει τον πατέρα του για μια ανόσια πράξη. Και στους υπόλοιπους διαλόγους βρίσκουμε αυτή την οργανική σχέση μεταξύ των συνθηκών που προκαλούν τη συζήτηση και του περιεχομένου της. Ο συνομιλητής, λοιπόν, θα πρέπει πάντα να μιλάει για θέματα που τον αφορούν, και μάλιστα που τον αφορούν άμεσα, λέγοντας μόνο ό,τι πιστεύει ο ίδιος και όχι ό,τι άκουσε από άλλους. Και σε όσα λέει θα πρέπει να είναι συνεπής με αυτά που συνεπάγονται. Αν βρεθεί αντίφαση μεταξύ των δύο, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η θέση που αρχικά υποστήριξε. Ο Σωκράτης ψάχνει την αλήθεια με τρόπο προσαρμοσμένο κάθε φορά στον αντίπαλό του, επιχειρηματολογώντας σύμφωνα με τους δικούς του όρους. Δέχεται τον ορισμό που του δίνει για μία έννοια χωρίς ενστάσεις, αλλά τη μελετάει για να δει αν οδηγεί σε ορθά συμπεράσματα.
 
Η αντίθεση μεταξύ δύο προτάσεων όμως δεν είναι το κύριο συμπέρασμα των διαλόγων, αφού ο Σωκράτης δεν έχει σκοπό απλά να αντιλογεί εναντίον κάποιου για χάρη μόνο της αντίκρουσης, αλλά για να κάνει τον συνομιλητή του καλύτερο. «Ο μαλακός τόνος είναι πιο ταιριαστός στη διαλεκτική μέθοδο. Ο πιο διαλεκτικός τρόπος είναι, όχι απλά να απαντάει κανείς με την αλήθεια, αλλά επίσης να αξιοποιεί όσα ο ερωτώμενος ομολογεί ότι γνωρίζει». Περισσότερο πρόκειται για αντίθεση μεταξύ των ιδανικών ενός ατόμου και του τρόπου που ζει, και πολλές φορές οι αντιφάσεις παρουσιάζονται μεταξύ των λεγομένων κάποιου και των πράξεών του. Ο έλεγχος, λοιπόν, στόχο έχει ουσιαστικά τον έλεγχο του αντιπάλου σαν άνθρωπο, ενώ η εύρεση μιας αντίφασης είναι το εργαλείο με το οποίο αυτός θα επιτευχθεί. Αυτή είναι και η ουσία του φιλοσοφικού βίου˙ η εξέταση του εαυτού μας και του άλλου.
 
Σε έναν από τους μεταγενέστερους διαλόγους (στον Θεαίτητο), ο Πλάτωνας εισάγει την παρομοίωση της γέννας των ιδεών. Ο Σωκράτης λέει ότι όπως η μητέρα του η Φαιναρέτη ήταν μαία, έτσι και ο ίδιος, ενώ δεν γνωρίζει τίποτα ιδιαίτερο, είναι μαιευτήρας ιδεών και γνώσεων σε άλλους («Κάνω κι εγώ την ίδια δουλειά» λέει). Η μαιευτική μέθοδός του εδώ παρουσιάζεται όχι μόνο σαν βοήθημα για την συνειδητοποίηση της άγνοιας, όπως ο έλεγχος, αλλά και για την ανακάλυψη της αλήθειας που βρίσκεται ήδη μέσα μας αλλά στην οποία δεν έχουμε εύκολη πρόσβαση.
 
Ο Dorion διαπιστώνει ότι η διαφορά μεταξύ του ελέγχου και της μαιευτικής μεθόδου είναι ότι ο έλεγχος δείχνει στους σοφούς ότι είναι αδαείς, ενώ η μαιευτική στους αδαείς ότι είναι σοφοί. Όσο θελκτική όμως και να είναι αυτή η ρήση, ουσιαστική διαφορά μεταξύ του ελέγχου και της μαιευτικής δεν υπάρχει. Κι αυτό γιατί η συνειδητοποίηση της άγνοιας στην οποία καταλήγει ο έλεγχος δεν είναι παρά ένα είδος γνώσης. Ο ίδιος ο Σωκράτης το μαρτυρεί αυτό, όταν στην Απολογία λέει αναφορικά με τον χρησμό της Πυθίας, πως όντως είναι ο κάτοχος της σοφίας, αλλά μόνο της ανθρώπινης σοφίας. Η άλλη, η πραγματική, ανήκει μόνο στους θεούς και είναι για τους ανθρώπους άπιαστη. Και η ανθρώπινη σοφία έγκειται μονάχα στο ότι δεν μπορεί να μάθει στην πραγματικότητα τίποτα ή «τίποτα ιδιαίτερο» ή μόνο «κάτι λίγο». Αυτή η σοφία του σκεπτικιστή, που θέλει συνέχεια να μαθαίνει, αλλά όσο προσπαθεί, όλο και περισσότερο αντιλαμβάνεται πως είναι αδαής, είναι απείρως χρησιμότερη από το δόγμα αυτού που βιάζεται για έτοιμα συμπεράσματα.
 
Η μορφή του διαλόγου όμως δεν προτείνεται για κάθε είδους γνώση. Ο Bertrand Russell πιστεύει πως οι γνώσεις της εμπειρικής επιστήμης δεν μπορούν να μεταδοθούν με ερωταπαντήσεις. Ακόμα κι όταν ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε τον διάλογο για να προωθήσει τις θεωρίες του, το έκανε μόνο ώστε να διευκολύνει την αντιμετώπιση των προκαταλήψεων. Για να μεταδώσει τα θετικά του συμπεράσματα με αυτόν τον τρόπο, θα έπρεπε να εισάγει μεγάλο βαθμό πλαστότητας στο κείμενο, με επιχειρηματολογία που θα έμοιαζε περισσότερο με εκλογίκευση παρά με πειθώ. Ο Σωκράτης όμως δεν ενδιαφέρεται για τελειωτικά, θετικά συμπεράσματα. Η τελειωτική αποδεικτική βεβαιότητα δεν ήταν καν στόχος της ερευνητικής του μεθόδου. Και η διαλεκτική του δεν εστίαζε στα δεδομένα, όπως συνήθως ο διάλογος σήμερα, αλλά στον αναστοχασμό· όχι στην χρήσιμη πληροφορία αλλά στη διορατικότητα. Γιατί δεν είναι η πληροφορία που θα προσφέρει πνευματική και ηθική βελτίωση, αλλά η ικανότητα ατομικής και κριτικής σκέψης. Ή αλλιώς, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία να πείσουμε τον συνομιλητή για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, γιατί εξάλλου τα θέματα είναι ατελείωτα, σημασία έχει να βελτιώσουμε τον τρόπο σκέψης του.
 
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που ο Σωκράτης προτίμησε τον διάλογο παρά τη διατριβή ή το κήρυγμα. Δεν θα ήθελε να αποκτήσει ο ακροατής απόψεις χωρίς κόπο, μόνο και μόνο επειδή πρέπει να αποδεχτεί κάτι που αυτός λέει. Αυτό που προτείνει ο Σωκράτης είναι ένα είδος αυτό-εκπαίδευσης ή μετα-εκπαίδευσης˙ της εκπαίδευσης του εαυτού μας, και συγκεκριμένα με την αντιπαράθεση με κάποιον άλλο. Η φιλοσοφική σκέψη δεν οδηγεί σε επιτεύγματα μόνο μέσω της έντονης σκέψης του ενός, αλλά και από τις συζητήσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων. Ο Σωκράτης δεν έχει παρά να σπείρει την αμφιβολία στον αναγνώστη-ακροατή, και μένει σε αυτόν να κρίνει και να αποφασίσει πώς θα συνεχίσει. Εάν ο Σωκράτης έπαιρνε τη θέση του δασκάλου που κατέχει τη γνώση και που με δογματισμό μοιράζει διδάγματα, θα στερούσε από τους ακροατές του το τεράστιο όφελος που απορρέει από την αναζήτηση της γνώσης. Διαβάζοντας έναν πλατωνικό διάλογο ή ακούγοντας τον Σωκράτη στην αγορά της Αθήνας, δεν παρακολουθείς απλά, αλλά συμμετέχεις στον διάλογο και αναγκαστικά σκέφτεσαι ο ίδιος.
 
Μπορεί λοιπόν κάποιος να έχει αναπτύξει ιδέες και να έχει απόψεις, μπορεί και να λέει πως γνωρίζει κάποια πράγματα. Δεν έχει όμως δικαίωμα να τα παρουσιάζει ως αυθεντία αλλά μόνο να τα υπερασπίζεται με τον λόγο του ενάντια στην κρίση ενός αντιπάλου. Το να πει κάποιος ότι είναι σωκρατικός δεν σημαίνει κάτι αντίστοιχο με αυτόν που λέει ότι είναι ‘καντιανός’. Ο σωκρατικός δεν ακολουθεί κάποιο φιλοσοφικό σύστημα σκέψης, αλλά μια πνευματική στάση ταπεινότητας, η οποία όμως εύκολα παρεξηγείται με την υπεροψία, αφού ο σωκρατικός είναι πεπεισμένος όχι μόνο για τη δική του άγνοια, αλλά και για αυτήν των άλλων.

Πολλές φορές ο Σωκράτης καταφεύγει στο χιούμορ και την ειρωνεία για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο˙ και όσο περισσότερο δογματικός είναι αυτός τόσο περισσότερο περιπαιχτικός ή απότομος γίνεται ο Σωκράτης. Είναι η έπαρση του συνομιλητή και η σιγουριά για τον εαυτό του που «τιμωρείται» από τον Σωκράτη με τα πιο ειρωνικά και ταπεινωτικά του σχόλια, όπου δήθεν τον κολακεύει ή παριστάνοντας ο ίδιος τον αδαή που δεν καταλαβαίνει τα σοφά λόγια του. Δεν γίνεται όμως ειρωνικός για να εξαπατήσει ούτε για να επιβάλλει τη θέση του όταν δεν του αρκεί η λογική. Το κάνει ενάντια σε όσους είναι βυθισμένοι στην αυτοεξαπάτηση, για να διαλύσει την υποκειμενική γνώμη που εμφανίζεται στη σκέψη τους ως αντικειμενική γνώση. Συνήθως, η ειρωνεία του είναι διφορούμενη, ώστε ο συνομιλητής να μην είναι καν σίγουρος αν μιλάει σοβαρά ή αν τον κοροϊδεύει.
 
Η ειρωνική διάθεση του Σωκράτη δεν του βγήκε σε καλό, αφού επέμεινε σ’ αυτήν ακόμα και κατά τη διάρκεια της απολογίας του στο δικαστήριο που οδήγησε στην καταδίκη και την εκτέλεσή του. Εκεί, όταν κρίθηκε ένοχος για τα δήθεν σφάλματά του αλλά μπορούσε να προτείνει εναλλακτική ποινή από αυτήν του θανάτου, είπε ότι ως αντίτιμο για όσα έκανε στη ζωή του θα έπρεπε όχι μόνο να μην τιμωρηθεί, αλλά να ανταμειφθεί από τους Αθηναίους με δωρεάν ισόβια σίτιση στο Πρυτανείο (κάτι που αποτελούσε ανταμοιβή για τους ολυμπιονίκες), και συνέχισε κατηγορώντας τους δικαστές ότι περισσότερο θα αρέσκονταν να ακούσουν παρακάλια αντί της αλήθειας, τα οποία αρνήθηκε να προσφέρει ως ανάξιά του. «Εσείς θα χάσετε σκοτώνοντάς με» είναι σαν να τους λέει ο Σωκράτης, αφού οι άλλες πόλεις θα τον βαφτίσουν σοφό μετά το θάνατό του για να κακολογήσουν τη δυνατή και πλούσια Αθήνα, και τους Αθηναίους ότι σκότωσαν τον σοφό της.
 
Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι η ίδια η διαλεκτική μέθοδος, γι’ αυτό και ο Πλάτωνας δεν μετέτρεψε τον διάλογο σε διατριβή. Είναι σαν να μας προειδοποιεί πως όσα γράφει στους διαλόγους του δεν πρέπει να αναγνωστούν σαν τις έτοιμες σοφίες ενός δασκάλου, αλλά πρέπει και οι αναγνώστες του να συμμετέχουν στον διάλογο.
 
Από την άλλη, βέβαια, όπως φάνηκε ο Σωκράτης αποτυχαίνει να πείσει κάποιον σαν τον Καλλικλή ότι κάνει λάθος. Είναι μάλλον αδύνατο να μεταπειστεί ένας τόσο κυνικός. Αλλά, όπως είπαμε, αυτό έχει μικρή σημασία. Οι σωκρατικοί διάλογοι είναι σαν τα σύγχρονα πολιτικά ντιμπέιτ. Όταν ένας αρχηγός κόμματος αντιπαραβάλλεται με έναν άλλο αρχηγό κόμματος, κανένας δεν περιμένει κάποιον από τους δύο να αλλάξει γνώμη για οτιδήποτε –το ντιμπέιτ γίνεται για εμάς τους θεατές. Όπως και οι σωκρατικοί διάλογοι γράφτηκαν για τους αναγνώστες τους, και όπως και ο Σωκράτης μάλλον θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία μεταξύ των ακροατών που τον περιτριγύριζαν όταν συνδιαλεγόταν με τους αντιπάλους του, έτσι και οι διάλογοι γράφτηκαν για να γίνουμε εμείς μάρτυρες δύο διαφορετικών τρόπων σκέψης ώστε ο καθένας μας να πάρει θέση για το είδος του βίου που θέλει να ζήσει.
 
Στην πραγματικότητα λοιπόν, εν τέλει, είναι ο Καλλικλής που αποτυγχάνει να δικαιολογήσει τις θέσεις του και να παρουσιάσει έναν τρόπο ζωής που θα είναι επιθυμητός σε μια κοινωνία που θέλει να ευδοκιμήσει. Ο Σωκράτης αρκείται να δείξει πού οδηγούν οι θέσεις του αντιπάλου, και όσο γι’ αυτά τα λίγα που προτείνει ο ίδιος, μας λέει πως ούτε αυτά τα δέχεται τυφλά, αλλά περιμένει κάποιον να του αλλάξει γνώμη δείχνοντάς του γιατί έχει άδικο.

Αυτοσυνείδηση και συνειδητοποίηση

Ο δρόμος της προσωπικής ανάπτυξης ξεκινάει από την αυτογνωσία, κι αυτή από την αυτοσυνείδηση, που είναι επίσης το πρώτο και κύριο από τα εσωτερικά βοηθήματα.

Όσο πιο επιδέξιος είμαι όταν χρησιμοποιώ αυτό το εργαλείο, τόσο πιο γρήγορα θα προχωράω στο δρόμο και τόσο πιο αποτελεσματικός θα είμαι στις πράξεις μου.

Ωστόσο, όσο προχωράει κανείς μαθαίνει ότι υπάρχουν εργαλεία που συνδυάζονται μεταξύ τους, βοηθήματα που όταν ομαδοποιούνται μεγιστοποιείται η απόδοσή τους. Ο ενσυνείδητος εαυτός μου οφείλει να συνδεθεί με την ικανότητα συνειδητοποίησης του εξωτερικού κόσμου. Αυτό σημαίνει πως αν εγώ δεν μπορώ να αντιληφθώ τι συμβαίνει, δεν μπορώ να κάνω καμία πρόγνωση, δεν μπορώ να σχεδιάσω τη δράση που με συμφέρει να πραγματοποιήσω.

Λένε πως ήταν κάποτε ένας πατέρας που είχε έναν γιο λίγο χαζό. Φωνάζει μια μέρα τον γιο του και του λέει:

«Έλα εδώ! Πήγαινε στην αποθήκη και δες αν είμαι εκεί!»

«Εντάξει, μπαμπά» λέει ο χαζούλης. Μόλις φεύγει, ο πατέρας σχολιάζει σ’ έναν φίλο του: «Βλέπεις; Είναι τόσο χαζός που δεν μπορεί να καταλάβει ότι αφού με βλέπει εδώ δεν γίνεται να είμαι κι εκεί.»

Εν τω μεταξύ, συναντάει ο χαζούλης έναν φιλαράκο του στο δρόμο, κι αυτός τον ρωτάει: «Για πού το’ βαλες;»

«Πάω μέχρι τη γωνία. Ο μπαμπάς μου μ’ έστειλε να δω αν είναι εκεί. Είναι τόσο χαζός ο μπαμπάς μου! Πώς είναι δυνατόν να με στέλνει να δω αν είναι στη γωνία;»

Και ο φιλαράκος του, του λέει: «Προφανώς, θα σου το είπε στο τηλέφωνο!»

Μία έκπτωτη αξία μεταξύ άλλων

Αν κάπου έχουν τη βάση αλλά και τις ρίζες τους όλες οι αρετές, τούτη η βάση ακούει στο σαγηνευτικό όνομα της ειλικρίνειας. Ουδέποτε  η ψυχή του ανθρώπου δεν λυτρώθηκε και δεν εξυμνήθηκε τόσο πολύ όσο χάρη στην συμβολή της ειλικρίνειας, καθώς μόνο εκείνη κατάφερε να την υπηρετήσει συνετά, ευλαβικά και ελεύθερα.
 
Ο ορισμός του ενάρετου σώματος της ειλικρίνειας  δεν μπορεί να αποδοθεί εντός ολίγων λέξεων, ακόμη και ο ασύγκριτος πλούτος των λέξεων καθίσταται απογοητευτικά λειψός και ανεπαρκής  ενώπιον της κατάθεσης τούτου του ορισμού. Ας πούμε όμως πως μια άδηλη και ταπεινή σοφία είναι η ειλικρίνεια στη ζωή του ανθρώπου, ατέρμονη εράστρια της αλήθειας, του συνετού και του ωραίου, ξεχωριστή και αμόλευτη.
 
Κι’ όμως αυτό το τόσο ευειδές ιδανικό η ανθρώπινη φύση το εκμαυλίζει και το ξεθωριάζει με αμείωτους ρυθμούς, σχεδόν αποτρόπαιους και χυδαίους. Το πατάσσει, το μάχεται και το τραυματίζει κατάφορα στο χορό της αβύσσου, δίχως περισυλλογή και ενσυναίσθηση, δηλητηριάζοντας τις παραφυάδες και τους καρπούς της. Κυριαρχεί η ανειλικρίνεια και υπέρμετρη λατρεία των αναληθειών , ενώ η αντίπερα όχθη ατροφεί και ολιγοψυχεί λόγω του χλευασμού και του αδιάκοπου εμπαιγμού. Πειρασμοί, αδυναμίες, «σειρήνες» των ημερών μας και πνευματικές διολισθήσεις αμέριστοι σύμμαχοι της ανειλικρίνειας που την ενισχύουν και την οικοδομούν.
 
Τα συμπτώματα αυτά της κοινωνίας μας επαληθεύουν με μαθηματική ακρίβεια τις παθογένειες και τα πλήγματα της καθιστώντας την καθηλωμένη και αιμόφυρτη στο βούρκο των «διατρητών αληθειών». Η ενσάρκωση τέτοιων καταστάσεων καταδεικνύει με απόλυτη ενάργεια τον ολικό ξεπεσμό της προσωπικότητας του ανθρώπου, την αδυναμία του να προβάλει αντιστάσεις ουσίας αλλά και να επιβληθεί στο ανειλικρινές πνεύμα που τον περιτύλιξε και τον κατέστησε ανδράποδο του εαυτού του. Λησμόνησε την τέρψη που προσφέρεται απλόχερα δια της αλήθειας αλλά και την ανάγκη για την επιδίωξη της, το στοργικό του ενδιαφέρον αλλά και την θέληση να διατηρηθεί ανέπαφη και ανεπηρέαστη από αλλοιώσεις.
 
Η εναγκαλίαση της ειλικρίνειας προϋποθέτει πρωταρχικώς και ουσιαστικώς εσωτερική διαπάλη με τις σκοτεινές δυνάμεις του πνεύματος και της ψυχής οι οποίες μέχρι πρότινος θριάμβευαν ακούραστα και οδηγούσαν στην εξαχρείωση και τον ευτελισμό της προσωπικότητας, πάλη όμως που θα είναι αποκύημα αληθινούς και ατόφιας θέλησης για άρδην ανατροπή των υπαρχόντων δεδομένων.
 
Απαιτείται περιθωριοποίηση και εκτοπισμός του φαύλου αυτού φαινομένου ώστε μέσω αυτής της επίπονης διαδικασίας ο άνθρωπος να καταστεί εραστής, λάτρης, θηρευτής και πρεσβευτής της αλήθειας η οποία θα τον οδηγεί με σταδιακούς ρυθμούς στο μονοπάτι της καταξίωσης και του «ευ».  Μόνο  έτσι  καταθέτει ψυχή, δηλώνει πρόθυμος για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής, προσεγγίζει ορθές κατευθυντήριες γραμμές, μα κυρίως έχοντας ως συνοδοιπόρο την ειλικρίνεια έχει κατορθώσει να είναι ελεύθερος και αληθινός σε κάθε πτυχή και συνιστώσα του βίου του. Τέλος, μέσω αυτής δηλώνει εμμέσως την ακόρεστη επιθυμία του να προβεί και σε άλλα σπουδαιότερες κατακτήσεις αρετών και ηθών.
 
 Η «αξιομνημόνευτη δεξιότητα» της σημερινής εποχής έσπευσε να επισκιάσει την λαμπρότητα της ειλικρίνειας σε βωμούς της ευτέλειας. Η ευθύτητα, η ακεραιότητα και η δικαιοσύνη που εκπηγάζουν απ’ την ειλικρίνεια αφανίζονται και ηττώνται καθημερινώς με βίαιο τρόπο. Όπως είχε αναφέρει και ο εμπνευσμένος Καμύ «ελεύθερος και ευτυχής είναι εκείνος που συλλογίζεται και βουλεύεται άνευ ψεμάτων και υποκριτικών σεναρίων». Στην δειλία απαντάς με τόλμη, στην ημιμάθεια με γνώση και στην ψευδολογία με ειλικρίνεια.

Tα βασικά γνωρίσματα και οι ιδιότητες της ελληνικής γλώσσας

Οἱ ἰδιότητες αὐτές, πολὺ περιληπτικά, εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ἡ μόνη γλῶσσα στὸν κόσμο ποὺ ὁμιλεῖται συνεχῶς ἐπὶ 4000 ἔτη. Ὅλες οἱ ὁμηρικὲς λέξεις ἔχουν διασωθεῖ στὴν παραγωγὴ τῶν λέξεων καὶ κυρίως στὰ σύνθετα. Π.χ. μπορεῖ σήμερα νὰ λέμε νερό (ἐκ τοῦ νηρόν, ἐξ οὗ καὶ Νηρηίδες, Νηρεὺς κ.λπ.), ἀλλὰ τὰ σύνθετα καὶ τὰ παράγωγα θὰ εἶναι μὲ τὸ ὕδωρ (ὑδραυλικός, ὑδραγωγεῖο, ὕδρευση, ἐνυδρεῖο, ἀφυδάτωση, κ.λπ.) Ἢ τὸ ρῆμα δέρκομαι βλέπω, ποὺ ἔχει διασωθεῖ στὸ ὀξυδερκής.

2. Ἔξυπνοι τόνοι καὶ ἔξυπνα γράμματα. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀλλὰ καὶ τὰ φωνήεντα εἶναι πολὺ σημαντικοὶ παράγοντες στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιατί, ἂν ἀλλάξει ἕνα πνεῦμα ἢ ἕνας τόνος ἢ ἕνα φωνῆεν, αὐτομάτως ἔχουμε διαφορετικὴ σημασία. Π.χ. τὸ ρῆμα εἴργω (μὲ ψιλὴ) σημαίνει ἐμποδίζω τὴν εἴσοδο, ἐνῷ μὲ δασεῖα (εἱργνύω) σημαίνει ἐμποδίζω τὴν ἔξοδο (κάθειρξις). Σῦρος (μὲ περισπωμένη) εἶναι τὸ νησί, ἐνῷ Σύρος (μὲ ὀξεῖα), εἶναι ὁ κάτοικος τῆς Συρίας. Ἡ λέξη φορὰ (μὲ ὄμικρον) σημαίνει τὴν κατεύθυνση ἑνὸς πράγματος, ἡ λέξη φωρά (μὲ ὠμέγα καὶ ὀξεῖα) σημαίνει τὴν κλοπή, ἐνῷ φωρᾷ (μὲ ὠμέγα, περισπωμένη καὶ ὑπογεγραμμένη) σημαίνει ζητεῖ.

3. Ὁ τονισμὸς δημιουργεῖ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἔννοια. Παράδειγμα, ἡ λέξη ἔργον συντιθέμενη μὲ ἕνα συνθετικὸ ἀποδίδει ἰδιότητα δημιουργώντας τὴν κατάληξη -ουργός. Καὶ ἐδῶ ἔρχεται τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἑλληνικῆς ἡ ὁποία προστάζει: Ἐὰν τὸ ἔργο εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων, τότε τονίζεται ἡ λήγουσα, ὅπως μελισσουργός, δημιουργός, σιδηρουργός. Ὅταν ὅμως εἶναι πρὸς βλάβην τῶν ἀνθρώπων, ὁ τονισμὸς ἀνεβαίνει στὴν παραλήγουσα π.χ. κακοῦργος, πανοῦργος, ραδιοῦργος.

4. Ἡ σοφία. Ἡ γλῶσσα μας ἔχει λέξεις ποὺ περικλείουν, πραγματικά, ὁλόκληρη φιλοσοφία. Π.χ. ἡ λέξη βίος ἀναφέρεται στοὺς ἀνθρώπους ἐνῷ ἡ λέξη ζωὴ στὰ ζῶα, ἡ λέξη φθόνος ἐκ τοῦ φθίνω ποὺ σημαίνει, σβήνω, χάνομαι, ὁπότε ἐπισημαίνεται ἡ ἠθικὴ διδασκαλία τῆς λέξεως αὐτῆς ποὺ μᾶς προστάζει νὰ μὴν φθονοῦμε τοὺς ἄλλους, διότι ὅποιος φθονεῖ τότε φθίνει συνεχῶς, σβήνει καὶ στὸ τέλος χάνεται.

5. Ὁ λακωνισμός, δηλαδὴ ὁ σύντομος, περιεκτικὸς καὶ φιλοσοφημένος λόγος. Ὅταν σὲ μιὰ φράση δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ προσθέσουμε οὔτε νὰ ἀφαιρέσουμε κάτι, τότε ἔχουμε τὴν ὑψίστη τελειότητα, τὴν ὑψίστη σοφία. Π.χ. τὸ «μηδὲν ἄγαν», στὸ ὁποῖο, ἂν ἀφαιρέσουμε τὴ μία ἀπὸ τὶς δύο λέξεις, ἡ ἄλλη μόνη της δὲν σημαίνει κάτι, ἐνῷ, ἂν προστεθεῖ ἕνα ρῆμα, ἡ φράση θὰ χάσει τὴ γενικότητά της.

6. Ἡ κυριολεξία. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαθέτει μιὰ λέξη γιὰ τὸ κάθε τι. Ἀκόμη κι ἂν φαίνεται ὅτι κάποιες λέξεις σημαίνουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, στὴν πραγματικότητα ὑπάρχουν λεπτὲς νοηματικὲς διαφορές. Γι’ αὐτό, οὐσιαστικῶς, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ὑπάρχουν συνώνυμα. Π.χ. στὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς γλώσσας μας ὑπῆρχαν τρία ρήματα γιὰ τὸ ἀνακατεύω. Τὸ κεράννυμι (ἀνακατεύω δύο ὑγρὰ καὶ δημιουργῶ μιὰ νέα χημικὴ ἕνωση, π.χ. οἶνος + ὕδωρ κρασί), τὸ μείγνυμι (ρίχνω στὸν ἴδιο τόπο δύο ὑγρὰ σὲ ἀγγεῖο, ἢ δύο στερεὰ στὸ σάκκο), ποὺ ἁπλῶς σημαίνει ἕνωση, καὶ τὸ φύρω (ἀνακατεύω κάτι ξηρὸ μὲ οὐσία ὑγρὴ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λερωθεῖ τὸ στερεὸ ἀπὸ τὸ ὑγρό, ὅπως φύραμα, αἱμόφυρτος).

7. Ἡ δημιουργία συνθέτων καὶ ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν λέξεων, ἔντεχνου λόγου δημιουργία. Ἂν καὶ ὑπάρχουν δεκάδες χιλιάδες λέξεις ἱκανὲς νὰ πιστοποιήσουν τὴν ἰδιότητα αὐτή, μιὰ καὶ μόνο πηγὴ ἀρκεῖ γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν ἀλήθεια: Στὴν Ἰλιάδα, (Σ,54) ἡ Θέτις θρηνεῖ γιὰ ὅ,τι θὰ πάθει ὁ γιός της σκοτώνοντας τὸν Ἕκτορα «διὸ καὶ δυσαριστοτόκειαν ἑαυτὴν ὀνομάζει». Ἡ λέξη αὐτὴ ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνα μοιρολόι. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ δυσ + ἄριστος + τίκτω καὶ ἡ φράση σημαίνει «ἀλοίμονο σὲ μένα ποὺ γιὰ κακὸ γέννησα τὸν ἄριστο». Ἀκόμη, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει δημιουργήσει καὶ χρησιμοποιεῖ στὸν λόγο τὶς προθέσεις οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς πολλαπλασιαστικῆς τους ἰδιότητας, ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται ἑκατομμύρια λεξιτύπων. Οἱ προθέσεις ἐκφράζουν λεπτότατες ἐννοιολογικὲς ἀποχρώσεις, ὁπότε συντιθέμενες μὲ μία λέξη μᾶς δίνουν μεγάλη ἀκριβολογία.

8. Εἶναι ἡ μητέρα γλῶσσα ποὺ τροφοδότησε τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Οἱ ξένες γλῶσσες διαθέτουν καὶ χρησιμοποιοῦν ἕνα πολὺ μεγάλο ποσοστὸ ἑλληνικῶν λέξεων πού, ἂν τὸ ἀφαιρέσουμε, οἱ γλῶσσες αὐτὲς δὲν θὰ μπορέσουν νὰ λειτουργήσουν. Δὲν ὑπάρχει λέξη ἡ ὁποία εἶναι δηλωτικὴ ἔννοιας σκέψεως ἐκφράσεως ἢ ἐπιστήμης ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἑλληνική.

9. Ἡ μαθηματικὴ δομή. Περιλαμβάνει τὴν ἀκρίβεια τῆς Γεωμετρίας καὶ τὴν ἀπόλυτη σαφήνεια ποὺ ἀπορρέει ἀπ’ αὐτήν.

10. Ἡ ἑλληνικὴ παγκοσμιότης. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι πλέον γνωστὸ πὼς ἔχει φθάσει στὰ πέρατα τοῦ κόσμου (Χιλή, Βοσκούς, Ἰνδικὸ ὠκεανό, Εἰρηνικὸ ὠκεανό). Σήμερα εἶναι πιὰ γενικὰ παραδεκτὸ ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἔχοντας ὡς μόνιμη κοιτίδα τὴν περιοχὴ τοῦ μεσογειακοῦ χώρου, στὴ συνέχεια εἰσέδυσαν σὲ διαφορετικὰ χρονικὰ διαστήματα πρὸς ὅλες τὶς γνωστὲς κατευθύνσεις τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου προσφέροντας ὁτιδήποτε τὸ ἑλληνικό (ἐπιστήμη, γλῶσσα, πολιτισμό) στὶς πρωτόγονες φυλὲς τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ἰδὲ καὶ τὴ μελέτη τοῦ καθηγητοῦ τοῦ πανεπιστημίου τῆς Χαϊδελβέργης Nors S. Jozephson μὲ τίτλο Greek Linguistic Elements in the Polynesian Languages Hellenicum Pacificum (Ἑλληνικὰ Γλωσσικὰ στοιχεῖα στὶς Πολυνησιακὲς Γλῶσσες Ἑλληνικὸς Εἰρηνικός).

11. Ἡ μόνη γλῶσσα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει κάτι μὲ ἀκριβολογία. Οἱ ξένοι, ὅταν θέλουν νὰ ἀποδώσουν μιὰ εἰδικὴ λέξη σὲ ἐπιστημονικὸ πεδίο, χρησιμοποιοῦν πάντοτε, καὶ μόνο, τὴν ἑλληνική. Π.χ. Ἡ μεγάλη ἑταιρεία ἀθλητικῶν εἰδῶν Nike (Νάϊκι) σημαίνει Νίκη, διότι νίκη στὴν ἑλληνικὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ προέρχεται μέσα ἀπὸ τὴν ψυχικὴ δύναμη.

12. Εἶναι ἀπαραίτητη σὲ ὅλους τοὺς λαούς. Ὁ Μάικλ Βέντρις ποὺ ἀποκρυπτογράφησε τὴ Γραμμικὴ γραφὴ Β΄ εἶχε τονίσει τό: «Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦτο καὶ εἶναι ἡ ἀνωτέρα ὅλων τῶν παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων γλωσσῶν». Ὁ πρόεδρος τῆς ἑταιρείας Η/Υ Apple Τζὼν Σκάλι εἶπε ὅτι: «Ἀποφασίσαμε νὰ προωθήσουμε τὸ πρόγραμμα ἐκμάθησης τῆς ἑλληνικῆς, ἐπειδὴ ἡ κοινωνία μας χρειάζεται ἕνα ἐργαλεῖο ποὺ θὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτύξει τὴ δημιουργικότητά της, νὰ εἰσαγάγει νέες ἰδέες καὶ νὰ τῆς προσφέρει γνώσεις περισσότερες ἀπὸ ὅσες ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε ὥς τώρα νὰ ἀνακαλύψει». Οἱ μεγάλες ἑταιρεῖες στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἀμερικὴ (Microsoft) προτρέπουν τὰ στελέχη τους νὰ μαθαίνουν ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἐπειδὴ διεπίστωσαν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐνισχύει τὴ λογικὴ καὶ τονώνει τὶς ἡγετικὲς ἱκανότητες.

13. Ἡ διαχρονικότης. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα παρουσιάζει μιὰ μοναδικὴ διαχρονικότητα. Λέξεις καὶ φράσεις ποὺ λέμε σήμερα εἶναι ἴδιες καὶ ἀπαράλλαχτες ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχή. Ἐλάχιστα παραδείγματα: Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ (Στοβαῖος)· Ἕνας κοῦκος δὲν φέρνει τὴν ἄνοιξη. Ἡ δὲ χεὶρ τὴν χεῖρα νίζει (Ἐπίχαρμος)· Τὸ ‘να χέρι νίβει τ’ ἄλλο. Τὸν πάθει μαθός (Ἀγαμέμνων)· Ὁ παθὸς μαθός. Μή μοι σύγχοι (Ὅμηρος)· Μὴ με συγχίζεις. Λύεται γούνατα (Ὅμηρος)· Μοῦ λύθηκαν τὰ γόνατα. Ὄρνιθος γάλα (Πλούταρχος)· Τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα. Διαρραγείης (Ἀριστοφάνης)· Νὰ σκάσεις.

14. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα χρησιμοποιεῖ τὸ διεθνῶς ἀναγνωρισμένο ἀλφάβητο ποὺ εἶναι ἑλληνικὴ ἐπινόηση. Ἡ ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει ὅτι τὰ σύμβολα ποὺ ὑποτίθεται ὅτι τὰ δανειστήκαμε ἀπὸ τοὺς Φοίνικες ὑπῆρχαν στὴν Ἑλλάδα κάποιες χιλιετίες νωρίτερα (ἐπιγραφὴ Δισπηλιοῦ, κεραμικὸ θραῦσμα στὰ Ποῦρα τῶν Β. Σποράδων κ.λπ.). Ὁ καθηγητὴς γλωσσολογίας κ. Μπαμπινιώτης γράφει ἀναφερόμενος στὴ γραφὴ Γραμμικὴ Β΄: «Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἕνα ἀτελὲς σύστημα γραφῆς τὸ ὁποῖο οἱ Ἕλληνες ἀντικατέστησαν μὲ μιὰ καθαρῶς ἀλφαβητικὴ γραφή, τὸ γνωστὸ καὶ μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενο ἑλληνικὸ ἀλφάβητο, τὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες ἐδημιουργῆσαν ἐπινοήσαντες χωριστὰ γράμματα νὰ δηλώνουν τὰ φωνήεντα καὶ χωριστὰ γράμματα νὰ δηλώνουν τὰ σύμφωνα».

15. Ἡ Δημοκρατικότης. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἁπλοῦ φθογγολογικοῦ συστήματος ποὺ χρησιμοποιεῖ, ἡ ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καθίσταται εὔκολη καὶ στὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ μάθει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει καὶ ἑπομένως νὰ παρακολουθεῖ τὸ πολιτικὸ γίγνεσθαι καὶ νὰ συμμετέχει σ’ αὐτό, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε σὲ λαοὺς μὲ πολύπλοκα γλωσσικὰ συστήματα (Κίνα, Αἴγυπτος). Μόνο στὴν Ἑλλάδα τὸ «Τὶς ἀγορεύειν βούλεται» ἔγινε πράξη καὶ ὁ καθένας χωρὶς νὰ φοβᾶται μποροῦσε νὰ ἐκφράσει τὴ σκέψη του μέσῳ τοῦ μεγαλείου τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς.

16. Ὁ Συντηρητισμός. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δέχτηκε λίγες ἐπιρροὲς παρ’ὅλες τὶς μακροχρόνιες κατακτήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους ἀπὸ διαφόρους κατακτητὲς καὶ πῆρε πολὺ λίγες λέξεις ἀπὸ αὐτοὺς ἐνῷ, ἀντιθέτως τοὺς ἔδωσε πολὺ περισσότερες, ὅπως ἔγραψε ὁ Σεφέρης (Δοκιμές, Τόμος 1ος): «Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ καλὸ ἢ γιὰ κακό, εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ συντηρητικὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου».

17. Ἡ ἐπιστημονικότητα καὶ ἡ γλωσσικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀφηρημένου. Ὁ ἀρχαιότερος ἑλληνικὸς φιλοσοφικὸς καὶ ἐπιστημονικὸς ὅρος εἶναι «τὸ ἄπειρον» τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ἡ ἀρχαία γλῶσσα ἔδωσε τὸ μέσον τῆς κατασκευῆς. Ἕνα ὁριστικὸ ἄρθρο πρὶν ἀπὸ τὸ ἐπίθετο καὶ ἔχουμε τὴν ἀφηρημένη ἔννοια (τὸ ἄπειρον, τὸ εὐτυχές κ.λπ). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, οἱ μεταγενέστεροι φιλόσοφοι ἔφτιαξαν καὶ ἄλλα τέτοια ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ ὅπως π.χ. τὸ ἀγαθόν. Ἡ κορωνίδα τοῦ ἐπιστημονικοῦ λόγου εἶναι ἡ δημιουργία τῆς ἐπιστημονικῆς ὁρολογίας.

18. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι αὐτόφωτη, αὐτάρκης καὶ πρωτότυπη, διὰ τοῦτο εἶναι καὶ μοναδική. Αὐτόφωτη διότι δημιουργήθηκε ἀπὸ Ἕλληνες, αὐτάρκης διότι περιλαμβάνει εἰδικὲς ἑλληνικὲς λέξεις, γιὰ νὰ δηλώσει ἀκόμη καὶ τὶς ἀπειροελάχιστες διαφορὲς ὁμοειδῶν πραγμάτων καὶ πρωτότυπη διότι ἡ ἀνθρωπότης προστρέχει πάντοτε σ’ αὐτὴν γιὰ ὅποια νέα λέξη χρειασθεῖ νὰ δημιουργηθεῖ.

Έχε εμπιστοσύνη, σε ότι συμβαίνει

Ειδικά τώρα σε αυτή την εποχή, με αυτές τις καταστάσεις, όλα συμβαίνουν για να ενισχύσεις την πίστη σου.

Τώρα που φαίνεται όλα να καταρρέουν, τώρα που φαίνεται ότι ότι παλιό, ότι σαθρό, ότι δεν εξυπηρετεί πια, φεύγει, τώρα είναι η ώρα να ενισχύσεις την εμπιστοσύνη σου.

Όχι εκείνη την εμπιστοσύνη που προκύπτει από την υλική ασφάλεια, ότι έχεις ακόμα εργασία ή έχεις ένα σπίτι να μείνεις ή ότι δεν χρωστάς στην τράπεζα. Αλλά εκείνη την εμπιστοσύνη ότι το σύμπαν τα φέρνει όλα όπως πρέπει, όπως χρειάζεται να γίνουν και πάντα μα πάντα είναι για το καλό σου, για το ανώτερο καλό σου. Το σύμπαν πάντα μα πάντα φροντίζει τις ανάγκες σου, αλλά μην περιορίζεις το μυαλό σου στις υλικές σου ανάγκες μόνο.

Όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα αυτά που βαθιά μέσα σου επιθυμείς, όλα αυτά που προάγουν την δική σου εξέλιξη, έρχονται σε εσένα. Οι καταστάσεις, τα γεγονότα έχουν αυτό το σκοπό, να διευκολύνουν την δική σου εξέλιξη.

Ναι θα μου πεις πως με φροντίζει το σύμπαν. Πως αυτό προάγει το ανώτερο καλό μου;

Θα σου πω ότι αν αυτό συμβαίνει πραγματικά, τότε είτε μπορεί εσύ να μην έχεις αξιολογήσει σωστά τις προτεραιότητες σου ή μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις σπίτι, να βρεις ένα πιο οικονομικό γιατί αυτό θα σε βοηθήσει σε ένα άλλο κομμάτι της ζωής σου που τώρα δεν μπορείς να αντιληφθείς. Ή ακόμα μπορεί να σημαίνει να βρείς ένα συγκάτοικο και να μοιραστείς τα έξοδα, ή να πας σε κάποιο μέρος που θα μπορέσουν να σε φιλοξενήσουν. Όλα αυτά είναι οπτικές και πιθανά σενάρια και δυναμικά που θα χρειαστεί να υλοποιηθούν για να προχωρήσεις στο έργο σου. Μπορείς να αναλογιστείς τι ευλογίες φέρνει το κάθε σενάριο;

Έχε εμπιστοσύνη σε ότι συμβαίνει και μην κρίνεις ότι έρχεται στο παρόν σου, γιατί δεν ξέρεις πιο σκοπό εξυπηρετεί και πόσο καλύτερο είναι το μέλλον που μπορεί να σου ανοίγεται μπροστά σου. Μην μένεις προσκολλημένος σε μια κατάσταση μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι την αλλαγή. Μείνε ανοικτός και να σκέφτεσαι ότι όλα γίνονται για να απεγκλωβιστείς από όλα αυτά που δεν σου αρέσουν και ενώ κάποια πράγματα τα έχεις συνηθίσει, δεν μπορείς να δεις ειλικρινά ότι δεν σου αρέσουν και δεν σε εξυπηρετούν πια.

Γιατί αν σε εξυπηρετούν δεν θα χρειάζονταν να τα αποχωριστείς, ούτε θα χρειαστεί να σε εγκαταλείψουν.

Όλο το πόνο και την δυστυχία την δημιουργεί η προσκόλληση. Η προσκόλληση σε συνήθειες, καταστάσεις, συμπεριφορές, ανθρώπους, πράγματα. Και όταν κάτι δείχνει ότι αλλάζει αμέσως σε ταρακουνάει και σε κλονίζει. Και πανικοβάλλεσαι και τρελαίνεσαι, λες και ήρθε το τέλος του κόσμου.

Όμως αν ανοίξεις λίγο το μυαλό σου και το δεις από άλλη οπτική θα μπορέσεις να ευχαριστηθείς αυτή την αλλαγή και να ευλογήσεις το καινούργιο που έρχεται και σε απελευθερώνει από το παλιό.

Έχε εμπιστοσύνη. Ότι πραγματικά χρειάζεσαι δεν σε εγκαταλείπει. Αν κάτι σε εγκαταλείπει, απελευθέρωσε το, εξυπηρέτησε και τελείωσε το έργο του, χαιρέτησε το και καλωσόρισε το καινούργιο που έρχεται. Είναι σαν το νέο έτος, δεν κλαις και δεν χτυπιέσαι που το παλιό έτος φεύγει, το αποχαιρετάς και αναπολείς τις όμορφες στιγμές που σου χάρισε. Μετά αρχίζεις να ετοιμάζεσαι για τον ερχομό του νέου έτους, βάζεις τα καλά σου, επιλέγεις τι θα κάνεις εκείνη τη στιγμή, που θα είσαι με ποιους θα είσαι και μπαίνεις στην διάθεση της χαράς και της γιορτής. Και την επόμενη ημέρα που το νέο έτος έχει έρθει, αρχίζεις τις ευχές για χρόνο που έχεις μπροστά σου και συνεχίζεις να χαίρεσαι και να περιμένεις με χαρά να δεις τα δώρα που σου φέρνει.

Γιατί να μην κάνεις έτσι για κάθε τι παλιό που φεύγει; Γιατί προσκολλάσαι;
Έχε εμπιστοσύνη, η ζωή δεν είναι μια αρένα για να σε παιδεύει. Και αν έτσι το βλέπεις απλά χρειάζεται να αλλάξεις την οπτική σου. Αν έτσι την βλέπεις είναι γιατί έχεις υιοθετήσεις αυτά τα γυαλιά για χρόνια και τώρα δυσκολεύεσαι να αλλάξεις γυαλιά. Όμως προσπάθησε γιατί σου λέω ότι με διαφορετικά γυαλιά θα δεις τον κόσμο αλλιώς. Θα δεις την ζωή αλλιώς και που ξέρεις μπορεί να σου αρέσει. Μάλλον στο χέρι σου είναι ή μάλλον στο μυαλό σου είναι αν θα σου αρέσει τελικά ή όχι. Αλλά τουλάχιστον αξίζει να προσπαθήσεις. Αν με την οπτική που έχεις μέχρι τώρα για τη ζωή δεν είσαι ευχαριστημένος, τότε τι έχεις να χάσεις άμα την αλλάξεις;

Ή μήπως είναι εθιστική η μιζέρια σου;
Έχε εμπιστοσύνη σε ότι συμβαίνει. Τίποτα στην δημιουργία δεν είναι λάθος, λες ο θεός να έκανε λάθος μόνο με εσένα και να σε έκανε να υποφέρεις όπως υποφέρεις; Και έστω ότι αυτό ισχύει και το σύμπαν έκανε αυτή την εξαίρεση για εσένα και εσύ δεν έχεις επιλογή να το αλλάξεις αυτό. Έστω ότι το σύμπαν έκανε εσένα να υποφέρεις, και αφού αυτό δεν αλλάζει, δεν έχεις να χάσεις και τίποτα να προσπαθήσεις να το δεις αλλιώς. Αφού ο θεός έχει κάνει αυτή την εξαίρεση για εσένα, μάλλον θα υπάρχουν και άλλες εξαιρέσεις στην τελειότητα της δημιουργίας του. Μήπως τότε θα μπορούσε μια από αυτές τις εξαιρέσεις να ήταν να μπορέσεις εσύ να βιώσεις τελικά ευτυχία; Δεν έχεις τίποτα να χάσεις, δοκίμασε το και αυτό το σενάριο. Μην επιλέγεις μόνο σενάρια για τον εαυτό σου που προάγουν την δυστυχία σου, μην επιλέγεις μόνο σενάρια για τον εαυτό σου που διαιωνίζουν την μιζέρια σου. Αφού ισχυρίζεσαι πως δεν είσαι ευχαριστημένος από την ζωή σου, πάρτο αλλιώς.

Έχε εμπιστοσύνη σε ότι συμβαίνει. Όλα εργάζονται αρμονικά για την δική σου εξέλιξη, είτε μπορείς να το δεις, είτε όχι. Είτε μπορεί να πιστεύεις το αντίθετο, είτε όχι. Μπορείς απλά όμως να μην κρίνεις οτιδήποτε συμβαίνει και απλά να το παρατηρείς και να λειτουργείς με το καλύτερο τρόπο μέσα σε αυτό. Δεν υπάρχει καλό ή κακό και κανείς δεν θέλει να σε σαμποτάρει. Δες εσύ πως σαμποτάρεις τον εαυτό σου με τις σκέψεις σου.

Και να θυμάσαι το εξής: Η πραγματικότητα σου δημιουργείται από τις σκέψεις σου. Άλλαξε τις σκέψεις σου και θα αλλάξει και η ζωή σου. Είσαι αρκετά τολμηρός για να το προσπαθήσεις τουλάχιστον;

Αυτός ο “άλλος” που πάντα φταίει

Αρκετά συνηθισμένο στις μέρες μας είναι η “απόδοση ευθυνών” σε άλλα πρόσωπα. Για κάθε τι καινούριο που προκύπτει, πάντα υπάρχει κάποιος άλλος που φταίει. Το αξιοπερίεργο όμως, είναι, ότι ποτέ και για κανένα λόγο, δεν ευθύνεται ο ίδιος ο “φταίχτης”. Είναι σαν ένας μακρινός κρίκος της κοινωνικής αλυσίδας να έχει ραγίσει και ο μέσος άνθρωπος θεωρεί πώς δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτό, αλλά επωμίζεται τις συνέπειες ενός προβλήματος που κάποιοι άλλοι προκάλεσαν.

Γιατί γίνεται αυτό;
Κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας ο άνθρωπος έχει μάθει δίνει αναφορά απέναντι στους γονείς του και το σχολείο. Να ακολουθεί κατά γράμμα συμβουλές, εντολές όπως και προσδοκίες τρίτων. Ενώ όμως, έχει “καλουπωθεί” και έχει συνηθίσει σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο πειθαρχίας από τόσο μικρός, στην ενήλικη ζωή του παρουσιάζει μια δόση ανευθυνότητας. Αδυνατεί να διαχειριστεί σωστά τον χρόνο του, απομυθοποιεί γεγονότα και επιρρίπτει τυχόν ευθύνες που του αναλογούν για σημαντικά ζητήματα σε τρίτους. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί πολύ απλά δεν έχει μάθει να ξεχωρίζει τις ευθύνες που αναλογούν στο εξωτερικό του περιβάλλον και τι ευθύνη φέρει για τον δικό του εαυτό.

Το πρόβλημα δεν είναι η υπευθυνότητα σε κάτι ή σε κάποιους αλλά η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην ευθύνη απέναντι στους άλλους και στον ίδιο μας τον εαυτό.

Ευθύνη:
Απέναντι στους άλλους:
Ο σεβασμός, η κατανόηση και ο αλτρουισμός είναι βασικές προδιαγραφές για να μπορέσει να διαμορφωθεί αλλά και για να διατηρηθεί μια υγιής σχέση (είτε φιλική είτε ερωτική). Εκτός από αυτά, θα πρέπει να τίθενται όρια και να μην παραγκωνίζεται η ελευθερία του συνανθρώπου. Οι υποχρεώσεις, οι δουλειές και ο χρόνος είναι έννοιες άπιαστες κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παρ’ όλα ταύτα, είναι πράγματα που πρέπει να γίνουν και εξαρτώνται άμεσα από εμάς. Το να διατηρούνται συγκεκριμένοι τρόποι συμπεριφοράς και ορισμένοι κώδικες ευγενείας μόνο καλό μπορούν να επιφέρουν στην ομαλή λειτουργία τόσο των διαπροσωπικών σχέσεων όσο και ολόκληρης της κοινωνίας.

Απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό:
Ο καθένας ξεχωριστά οφείλει να σέβεται και να τιμά το σώμα, την ψυχή και την ζωή που του έχει προσφερθεί. Να γνωρίζει τα θέλω, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες του για το μέλλον. Αν κάποιος ξέρει τι θέλει και τι ζητά πραγματικά από την ζωή και τους γύρω του τότε, μπορεί να ανακαλύψει τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορεί να χαρτογραφήσει τον χαρακτήρα του και να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες και τα χαρίσματα του. Τυχόν ελαττώματα, παραξενιές, που σαν κατάλοιπα υπάρχουν σε διαφορετικό βαθμό στον κάθε άνθρωπο, μπορούν τότε να διορθωθούν και να περιοριστούν.

Τρόποι ανάληψης ευθυνών:
Το πρόγραμμα μέσα στην δύσκολη καθημερινότητα. Ένα πρόγραμμα πάντα βοηθά, κατηγοριοποιεί καταστάσεις και τις ταξινομεί μέσα στον χρόνο. Όταν το άτομο γνωρίζει πώς μέσα στην ημέρα έχει πέντε σημαντικά ραντεβού, σε συγκεκριμένες ώρες, έχει περιορίσει σε ένα βαθμό το καταστροφικό άγχος. Δώδεκα ώρες και πέντε ταξινομημένα ραντεβού είναι μόνο πέντε σημαντικές υποχρεώσεις. Επομένως, σίγουρα θα υπάρξει ελεύθερος χρόνος για ξεκούραση και προσωπική χαλάρωση.

Το έξυπνο κόλπο του ΝΑΙ και ΟΧΙ. Το άτομο δεν είναι “καροτσάκι” να τρέχει από εδώ και από εκεί διαρκώς. Σίγουρα ορισμένες δουλειές είναι αρκετά σημαντικές και πρέπει να γίνουν μέσα σε ορισμένα χρονικά πλαίσια. Υπάρχουν όμως και άλλες που είναι δυνατό να μετακινηθούν μέσα στο χρόνο. Δεν χρειάζεται να τρέχει ο άνθρωπος διαρκώς. Αν έχει την ορθή κρίση να επιλέγει το σημαντικό από το μικρότερης σημασίας τότε έχει κατακτήσει ένα μερίδιο ελευθερίας. Ναι σε αυτό που “τρέχει” και επείγει. Όχι σε κάτι που μπορεί να πάρει παράταση χρόνου.

Η προσωπική επιθυμία σε αντίθεση με το ομαδικό πνεύμα. Πάντα μέσα στην ομάδα υπάρχουν προστριβές και διαφωνίες, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και έχει ξεχωριστά ενδιαφέροντα. Στο σημείο αυτό, ας μην παραμερίζεται πάντα η προσωπική ελευθερία για χάρη του γενικού συμφέροντος. Το κάθε άτομο γνωρίζει ποιες είναι οι δυνατότητες, οι αντοχές και οι υποχρεώσεις του. Μπορεί επομένως να επιλέξει τι είναι καλύτερο για τον ίδιο του τον εαυτό και να μην γίνεται έρμαιο συνεχώς μιας “παρέας”.

Η ειλικρίνεια και ο σεβασμός είναι σημαντικά κομμάτια εξίσου. Γνωρίζεις τι ζητάς αλλά πάντα σέβεσαι την επιθυμία του διπλανού σου. Το κάθε άτομο σίγουρα πρέπει να λειτουργεί αρχικά για το δικό του προσωπικό καλό αλλά δεν πρέπει το προσωπικό συμφέρον να έρχεται σε ρήξη με το γενικό στόχο.

Το δικαίωμα της επιλογής προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης. Μόνο όταν το άτομο γνωρίζει καλά τον εαυτό του μπορεί να μάθει να κάνει σωστές επιλογές και να τις στηρίζει μέχρι το τέλος. Σίγουρα, ο κίνδυνος των λανθασμένων επιλογών ελλοχεύει παντού, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος. Όταν το δικαίωμα της επιλογής συνδεθεί με την ευθύνη που φέρουμε στον ίδιο μας τον εαυτό, τότε θα καταφέρει το άτομο να προχωράει “ενεργητικά” και με θετική σκέψη μπροστά.

Η κλιματική αλλαγή αλλάζει την προσωπικότητα του ανθρώπου

Σχετική εικόναΕπιπτώσεις και στην προσωπικότητα των ανθρώπων αναμένεται να έχει η κλιματική αλλαγή και η σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας της Γης, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Nature Human Behaviour. Σύμφωνα με την διεθνή επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον Λέι Γουάνγκ της Σχολής Ψυχολογικών και Γνωστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, οι άνθρωποι στο μέλλον αναμένεται να γίνουν πιο ζεστοί και ανοιχτοί στις κοινωνικές επαφές ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι πολλές πλευρές της ανθρώπινης προσωπικότητας διαφέρουν από χώρα σε χώρα ή ακόμη και από περιοχή σε περιοχή μέσα στην ίδια χώρα, ανάλογα με το κλίμα που επικρατεί. Η θερμοκρασία φαίνεται να παίζει βασικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση. Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 5.500 ανθρώπους σε 59 κινεζικές πόλεις, καθώς και για περίπου 1,66 εκατομμύρια στις ΗΠΑ, συσχετίζοντας στοιχεία της προσωπικότητας που είχαν προκύψει από ερωτηματολόγια, με τις μέσες θερμοκρασίες στα μέρη όπου μεγάλωσε κάθε άνθρωπος.

Όσοι είχαν μεγαλώσει σε περιοχές με πιο ήπιο κλίμα και με ενδιάμεσες μέσες θερμοκρασίες (γύρω στους 22 βαθμούς Κελσίου), ήταν γενικά πιο φιλικοί, ευσυνείδητοι, συναισθηματικά σταθεροί, εξωστρεφείς και ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες, σε σχέση με όσους είχαν μεγαλώσει σε πιο ακραία κλίματα. Αυτό ίσχυε εξίσου σε Κίνα και ΗΠΑ, καθώς επίσης ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και εισοδήματος.

Αν και ασφαλώς το κλίμα δεν είναι ο μοναδικός παράγων που εξηγεί τις ψυχολογικές διαφορές μεταξύ των γεωγραφικά διαφορετικών περιοχών (υπεισέρχονται επίσης πολιτισμικοί, ιστορικοί κ.α. παράγοντες), οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι ήπιες και κάπως πιο ζεστές θερμοκρασίες ενθαρρύνουν τις κοινωνικές σχέσεις και την πραγματοποίηση ενός μεγαλύτερου εύρους ατομικών και συλλογικών δραστηριοτήτων από τους ανθρώπους, πράγμα που έχει θετικό αντίκτυπο στην προσωπικότητά τους.

«Καθώς η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται, μπορεί να παρατηρήσουμε σχετικές αλλαγές στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Φυσικά, τα ερωτήματα σχετικά με το μέγεθος και την έκταση αυτών των αλλαγών θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω στο μέλλον», σημειώνουν οι ερευνητές.

Επιστήμονες «μεγάλωσαν» το αλφάβητο του DNA

Να αυξήσουν το γενετικό αλφάβητο κατά 50% κατάφεραν επιστήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς δημιούργησαν ένα ημισυνθετικό βακτήριο, το οποίο διαθέτει στο DNA του, πέρα από τα τέσσερα φυσικά «γράμματα», άλλα δύο συνθετικά. Τα δύο αυτά έξτρα «γράμματα» του γενετικού αλφαβήτου επιτρέπουν στον μικροοργανισμό να παράγει νέες πρωτεΐνες που δεν υπάρχουν στη φύση, με τους δημιουργούς του να επισημαίνουν ότι πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της δημιουργίας υβριδικής, τεχνητής και «κατά παραγγελία» ζωής.

Εδώ και περίπου 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια που εμφανίσθηκε η ζωή στη Γη, τα γονίδια στο DNA είναι «εγχειρίδια οδηγιών» για τη δημιουργία πρωτεϊνών. Τα τέσσερα γράμματα του γενετικού κώδικα είναι μόρια, γνωστά και ως αζωτούχες βάσεις. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί χρησιμοποιούν αυτά τα γράμματα-βάσεις A (αδενίνη), C (κυτοσίνη), G (γουανίνη) και T (θυμίνη), αλλά ο νέος οργανισμός διαθέτει δύο ακόμη, που αποκαλούνται Χ και Υ.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Φλόιντ Ρόουμσμπεργκ του Ινστιτούτου Ερευνών Scripps στην Καλιφόρνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», είχαν για πρώτη φορά ενσωματώσει το 2014 τα «γράμματα» Χ και Υ στο DNA ενός βακτηρίου E.coli. Τα βακτήρια μπορούσαν τότε απλώς να αποθηκεύουν τις δύο πρόσθετες συνθετικές βάσεις και να τις «κληροδοτούν» στους «απογόνους» τους.

Το νέο ουσιαστικό βήμα που έγινε αυτή τη φορά, είναι ότι οι επιστήμονες κατάφεραν να «παντρέψουν» με επιτυχία τις τέσσερις φυσικές και τις δύο συνθετικές βάσεις μέσα στα γονίδια του βακτηρίου, κάνοντας «σάντουιτς» κάθε Χ και κάθε Υ ανάμεσα σε δύο άλλες φυσικές βάσεις. Έτσι το βακτήριο μπόρεσε να «διαβάσει» το DNA που περιέχει τα έξτρα Χ και Υ, να τα μεταγράψει σε μόρια RNA και, τελικά, αυτά να «μεταφρασθούν» σε πρωτεΐνες, οι οποίες περιέχουν αμινοξέα που δεν υπάρχουν στη φύση.

«Δεν θα αποκαλούσα νέα μορφή ζωής αυτό που δημιουργήσαμε, αλλά είναι το κοντινότερο σε αυτό πράγμα που οποιοσδήποτε έχει ποτέ κάνει. Είναι η πρώτη φορά που ένα κύτταρο έχει μεταφράσει μια πρωτεΐνη, χρησιμοποιώντας κάτι άλλο πέρα από τα G, C, A και Τ. Είναι ένα μικρό βήμα, αλλά ένα πρώτο πετυχημένο βήμα» δήλωσε ο Ρόουμσμπεργκ.

Κανονικά οι τέσσερις φυσικές βάσεις-γράμματα του γενετικού κώδικα μπορούν να παράγουν 20 αμινοξέα, αλλά με την προσθήκη των βάσεων Χ και Υ μπορούν να παραχθούν έως 172 αμινοξέα. Αυτά, μελλοντικά, είναι πιθανό να επιτρέψουν τη δημιουργία νέων φαρμάκων, υλικών κ.α. Ήδη από το 2014 το εργαστήριο του Ρόουμσμπεργκ δημιούργησε την εταιρεία Synthorx Inc, η οποία πρωτοπορεί στην προσπάθεια να αναπτυχθούν νέα φάρμακα με βάση τα Χ και Υ.

Οι επιστήμονες διαβεβαίωσαν ότι είναι αδύνατο ο ημισυνθετικός οργανισμός να ζήσει στη φύση έξω από το εργαστήριο και να πολλαπλασιασθεί ανεξέλεγκτα, καθώς καμία μορφή ζωής στον πλανήτη δεν μπορεί να παράγει μόνη της τα έξτρα «γράμματα» Χ και Υ στο DNA της, χωρίς κάποιος άνθρωπος να προσθέσει τις σωστές χημικές ουσίες. «Δεν μπορούν να δραπετεύσουν. Δεν υπάρχει εδώ σενάριο τύπου Τζουράσικ Παρκ» τόνισε ο Ρόουμσμπεργκ.

Επίχαρμος ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας

Επίχαρμος (5ος π.Χ. αι.) ήταν κωμωδιογράφος και φιλόσοφος από την Κω.

Αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Από μικρή ηλικία μετανάστευσε στις Συρακούσες ενώ έζησε και στην Σικελία. Πέθανε 90 ετών ή κατά άλλους 97. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι οι Συρακούσιοι είχαν στήσει μπρούτζινο ανδριάντα του.

Εκτός από τη θεατρική του δεινότητα, ο ποιητής, επέδειξε και φιλοσοφικές τάσεις, μορφώθηκε πολύ και επηρεάσθηκε από την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Γι’ αυτό και οι κωμωδίες του είναι γεμάτες από φιλοσοφικές ιδέες και αποφθέγματα, που δεν στρέφονταν μόνο στα θέματα της ηθικής, αλλά και στα μεταφυσικά προβλήματα, όπως τη θεογονία, τη δημιουργία του κόσμου, περί ψυχής κλπ.

Έγραψε, κατά Σούδα, 52 έργα που αποτέλεσαν 10 βιβλία.

Έχουν σωθεί πολλοί τίτλοι έργων του καθώς και αποσπάσματα (πολλά σε παπύρους). Οι κωμωδίες του διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, σε κωμωδίες που αποτελούν παρωδίες μύθων ή έχουν ως θέμα τις περιπέτειες του Οδυσσέα (π.χ. Οδυσσεύς αυτόμολος, Οδυσσεύς ναυαγός, Σειρήνες, Κύκλωψ, από τον κύκλο της Οδύσσειας)· δεύτερον, σε κωμωδίες με θέματα από τη σύγχρονή του ζωή (Αγρωστίνος, Ελπίς και Πλούτος)· και τρίτον, σε κωμωδίες που πραγματεύονται την αντίθεση δύο προσωποποιημένων εννοιών (π.χ. Γη και θάλασσα, Λόγος και Λογίνα). Τα έργα του ήταν σύντομα (300-400 στίχοι) χωρίς χορό και με απλή δομή. Πολλές φορές αποτελούσαν απλή αντίθεση μεταξύ δύο προσώπων και διακρίνονταν προπάντων για τη ζωηρότητα της δράσης και την αντιπροσωπευτικότητα των τύπων τους. Σε μερικές κωμωδίες, ο Επίχαρμος. είχε ως στόχο τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής του. Αυτό, καθώς και οι φιλοσοφικές του τάσεις, συνέτειναν ώστε να θεωρηθεί, λίγο μετά τον θάνατό του, περισσότερο φιλόσοφος παρά κωμικός ποιητής. Προτίμησε το τροχαϊκό δεκάμετρο από το ιαμβικό τρίμετρο. Από τα αποσπάσματα που σώθηκαν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν η κωμωδία του Επίχαρμου άσκησε άμεση επίδραση στην αττική κωμωδία.