Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (24.1-24.97)

Ραψωδία ω' Σπονδαί

Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς Κυλλήνιος ἐξεκαλεῖτο
ἀνδρῶν μνηστήρων· ἔχε δὲ ῥάβδον μετὰ χερσὶ
καλὴν χρυσείην, τῇ τ᾽ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾽ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει·
5 τῇ ῥ᾽ ἄγε κινήσας, ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο.
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ἤϊσαν· ἄρχε δ᾽ ἄρα σφιν
10 Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾽ εὐρώεντα κέλευθα.
πὰρ δ᾽ ἴσαν Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην,
ἠδὲ παρ᾽ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων
ἤϊσαν· αἶψα δ᾽ ἵκοντο κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
ἔνθα τε ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων.
15 Εὗρον δὲ ψυχὴν Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα.
ὣς οἱ μὲν περὶ κεῖνον ὁμίλεον· ἀγχίμολον δὲ
20 ἤλυθ᾽ ἔπι ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἀχνυμένη· περὶ δ᾽ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾽, ὅσσοι ἅμ᾽ αὐτῷ
οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.
τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεε Πηλεΐωνος·
«Ἀτρεΐδη, περὶ μέν σ᾽ ἔφαμεν Διὶ τερπικεραύνῳ
25 ἀνδρῶν ἡρώων φίλον ἔμμεναι ἤματα πάντα,
οὕνεκα πολλοῖσίν τε καὶ ἰφθίμοισιν ἄνασσες
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχομεν ἄλγε᾽ Ἀχαιοί.
ἦ τ᾽ ἄρα καὶ σοὶ πρῶϊ παραστήσεσθαι ἔμελλε
μοῖρ᾽ ὀλοή, τὴν οὔ τις ἀλεύεται, ὅς κε γένηται.
30 ὡς ὄφελες τιμῆς ἀπονήμενος, ἧς περ ἄνασσες,
δήμῳ ἔνι Τρώων θάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν·
τῶ κέν τοι τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
ἠδέ κε καὶ σῷ παιδὶ μέγα κλέος ἤρα᾽ ὀπίσσω·
νῦν δ᾽ ἄρα σ᾽ οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
35 Τὸν δ᾽ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεΐδαο·
«ὄλβιε Πηλέος υἱέ, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
ὃς θάνες ἐν Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος· ἀμφὶ δέ σ᾽ ἄλλοι
κτείνοντο Τρώων καὶ Ἀχαιῶν υἷες ἄριστοι,
μαρνάμενοι περὶ σεῖο· σὺ δ᾽ ἐν στροφάλιγγι κονίης
40 κεῖσο μέγας μεγαλωστί, λελασμένος ἱπποσυνάων.
ἡμεῖς δὲ πρόπαν ἦμαρ ἐμαρνάμεθ᾽· οὐδέ κε πάμπαν
παυσάμεθα πτολέμου, εἰ μὴ Ζεὺς λαίλαπι παῦσεν.
αὐτὰρ ἐπεί σ᾽ ἐπὶ νῆας ἐνείκαμεν ἐκ πολέμοιο,
κάτθεμεν ἐν λεχέεσσι, καθήραντες χρόα καλὸν
45 ὕδατί τε λιαρῷ καὶ ἀλείφατι· πολλὰ δέ σ᾽ ἀμφὶ
δάκρυα θερμὰ χέον Δαναοὶ κείροντό τε χαίτας.
μήτηρ δ᾽ ἐξ ἁλὸς ἦλθε σὺν ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν
ἀγγελίης ἀΐουσα· βοὴ δ᾽ ἐπὶ πόντον ὀρώρει
θεσπεσίη, ὑπὸ δὲ τρόμος ἔλλαβε πάντας Ἀχαιούς.
50 καί νύ κ᾽ ἀναΐξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας,
εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε πολλά τε εἰδώς,
Νέστωρ, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
“ἴσχεσθ᾽, Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε, κοῦροι Ἀχαιῶν·
55 μήτηρ ἐξ ἁλὸς ἥδε σὺν ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν
ἔρχεται, οὗ παιδὸς τεθνηότος ἀντιόωσα.”
ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔσχοντο φόβου μεγάθυμοι Ἀχαιοί·
ἀμφὶ δέ σ᾽ ἔστησαν κοῦραι ἁλίοιο γέροντος
οἴκτρ᾽ ὀλοφυρόμεναι, περὶ δ᾽ ἄμβροτα εἵματα ἕσσαν.
60 Μοῦσαι δ᾽ ἐννέα πᾶσαι ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ
θρήνεον· ἔνθα κεν οὔ τιν᾽ ἀδάκρυτόν γ᾽ ἐνόησας
Ἀργείων· τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα λίγεια.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μέν σε ὁμῶς νύκτας τε καὶ ἦμαρ
κλαίομεν ἀθάνατοί τε θεοὶ θνητοί τ᾽ ἄνθρωποι·
65 ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾽ ἔδομεν πυρί, πολλὰ δέ σ᾽ ἀμφὶ
μῆλα κατεκτάνομεν μάλα πίονα καὶ ἕλικας βοῦς.
καίεο δ᾽ ἔν τ᾽ ἐσθῆτι θεῶν καὶ ἀλείφατι πολλῷ
καὶ μέλιτι γλυκερῷ· πολλοὶ δ᾽ ἥρωες Ἀχαιοὶ
τεύχεσιν ἐρρώσαντο πυρὴν πέρι καιομένοιο,
70 πεζοί θ᾽ ἱππῆές τε· πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
αὐτὰρ ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο,
ἠῶθεν δή τοι λέγομεν λεύκ᾽ ὀστέ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ καὶ ἀλείφατι· δῶκε δὲ μήτηρ
χρύσεον ἀμφιφορῆα· Διωνύσοιο δὲ δῶρον
75 φάσκ᾽ ἔμεναι, ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο.
ἐν τῷ τοι κεῖται λεύκ᾽ ὀστέα, φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ,
μίγδα δὲ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος,
χωρὶς δ᾽ Ἀντιλόχοιο, τὸν ἔξοχα τῖες ἁπάντων
τῶν ἄλλων ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα.
80 ἀμφ᾽ αὐτοῖσι δ᾽ ἔπειτα μέγαν καὶ ἀμύμονα τύμβον
χεύαμεν Ἀργείων ἱερὸς στρατὸς αἰχμητάων
ἀκτῇ ἔπι προὐχούσῃ, ἐπὶ πλατεῖ Ἑλλησπόντῳ,
ὥς κεν τηλεφανὴς ἐκ ποντόφιν ἀνδράσιν εἴη
τοῖς οἳ νῦν γεγάασι καὶ οἳ μετόπισθεν ἔσονται.
85 μήτηρ δ᾽ αἰτήσασα θεοὺς περικαλλέ᾽ ἄεθλα
θῆκε μέσῳ ἐν ἀγῶνι ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν.
ἤδη μὲν πολέων τάφῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας
ἡρώων, ὅτε κέν ποτ᾽ ἀποφθιμένου βασιλῆος
ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα·
90 ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν θηήσαο θυμῷ,
οἷ᾽ ἐπὶ σοὶ κατέθηκε θεὰ περικαλλέ᾽ ἄεθλα,
ἀργυρόπεζα Θέτις· μάλα γὰρ φίλος ἦσθα θεοῖσιν.
ὣς σὺ μὲν οὐδὲ θανὼν ὄνομ᾽ ὤλεσας, ἀλλά τοι αἰεὶ
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν, Ἀχιλλεῦ·
95 αὐτὰρ ἐμοὶ τί τόδ᾽ ἦδος, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσα;
ἐν νόστῳ γάρ μοι Ζεὺς μήσατο λυγρὸν ὄλεθρον
Αἰγίσθου ὑπὸ χερσὶ καὶ οὐλομένης ἀλόχοιο.»

***
Τώρα ο κυλλήνιος Ερμής έξω καλούσε των μνηστήρων τις ψυχές.
Στα χέρια του κρατούσε χρυσό και ωραίο ραβδί — αυτό που μαγνητίζει
τα μάτια των ανθρώπων, όποιου θελήσει εκείνος,
και τα κλείνει, ή κι απ᾽ τον ύπνο τον βαθύ τούς ανασταίνει.
Με τούτο το ραβδί έσερνε τις ψυχές μπροστά ο θεός,
κι εκείνες πίσω τρίζοντας.
Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς, τρίζοντας
πετούν, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου
όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες,
έτσι και των μνηστήρων οι ψυχές κατέβαιναν μαζί του,
καθώς πανούργος ο θεός Ερμής τις οδηγούσε
10 σε μονοπάτια σκοτεινά και μουχλιασμένα.
Πρώτα προσπέρασαν του Ωκεανού το ρέμα και τον Άσπρο Βράχο,
μετά τις πύλες διάβηκαν του Ήλιου, τον δήμο των Ονείρων,
κι έφτασαν τέλος σε λιβάδι ασφοδελό, όπου περιδιαβάζουν
οι ψυχές, είδωλα των νεκρών.
Εκεί απάντησαν του Αχιλλέα Πηλείδη την ψυχή,
με τις ψυχές μαζί του Πάτροκλου, του άψογου Αντιλόχου,
του Αίαντα, που ξεπερνούσε στην όψη και στο ανάστημα
τους άλλους Δαναούς, όλους μετά τον αξεπέραστο γιο του Πηλέα.
Κι όπως τριγύριζαν τον Αχιλλέα οι ψυχές αυτές,
20 ήλθε κοντά τους η σκιά του Αγαμέμνονα Ατρείδη,
βαριά θλιμμένη — γύρω της κι άλλες φιλικές σκιές,
όσων χαλάστηκαν μαζί του στο αρχοντικό του Αιγίσθου,
όπου και βρήκαν τον μοιραίο χαμό.
Πρόλαβε τότε του Πηλείδη η ψυχή, στον Αγαμέμνονα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, πάντα το λέγαμε εμείς πως αγαπούσε εσένα πιο πολύ
από τους άλλους ήρωες ο Δίας τερπικέραυνος·
που εκεί στων Τρώων τη χώρα κυβερνούσες πολλούς κι αντρειωμένους,
όπου βασανιστήκαμε με τόσα πάθη οι Αχαιοί.
Μα να, σου έμελλε κι εσένα να σε χτυπήσει πριν της ώρας σου
η μαύρη μοίρα — αυτή που όποιος γεννηθεί να την ξεφύγει δεν μπορεί.
30 Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
κι ακόμη θ᾽ άφηνες μεγάλο κλέος κληρονομιά στον γιο σου.
Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή, στον Αχιλλέα μιλώντας:
«Καλότυχος εσύ, γιε του Πηλέα, θεόμορφε Αχιλλέα,
που θανατώθηκες πέρα στην Τροία, μακριά από το Άργος.
Έπεσαν τότε γύρω σου πολλοί, των Τρώων και των Αχαιών οι άριστοι,
για χάρη σου· κι εσύ να κείτεσαι, μέσα στη σκόνη που στροβίλιζε,
40 φαρδύς πλατύς, έχοντας πια ξεχάσει την ιππική σου τέχνη.
Μια μέρα ολόκληρη εμείς αγωνιζόμασταν για σένα,
κι ο πόλεμός μας δεν θα σταματούσε, αν μ᾽ ανεμοζάλη ο Δίας
δεν όριζε το τέλος του.
Και τότε πια από τη μάχη σε σηκώσαμε, σε πήγαμε στα πλοία
κι εκεί σε κλίνη σ᾽ ακουμπήσαμε, αφού πρώτα το ωραίο κορμί σου
το πλύναμε με χλιαρό νερό κι έπειτα το μυρώσαμε.
Γύρω σου όλοι οι Δαναοί έχυναν δάκρυα θερμά, κόβοντας
τα μακριά μαλλιά τους.
Τότε κι η μάνα σου, ακούγοντας το μήνυμα, από τη θάλασσα
ανεβαίνει, με τις θαλασσινές μαζί, τις θυγατέρες του Νηρέα.
Απέραντος ο κοπετός απλώθηκε στο πέλαγος, κι απ᾽ τη βοή τους Αχαιούς
τους συνεπήρε ο τρόμος.
50 Θ᾽ ανέβαιναν να φύγουν στα βαθουλά τους πλοία, αν κάποιος
δεν τους συγκρατούσε που γνώριζε πολλά και περασμένα·
ο Νέστορας, που πάντα η γνώμη του άριστη, δοκιμασμένη.
Αυτός για το καλό τους πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Αργείοι, κρατηθείτε, μη φεύγετε των Αχαιών βλαστοί.
Είναι η μάνα του αυτή που φτάνει, από τη θάλασσα ανεβαίνει
με τις θαλασσινές μαζί, τις θυγατέρες του Νηρέα, για να θρηνήσει
τον νεκρό της γιο.»
Τόσα τους είπε κι αμέσως αναθάρρησαν, απ᾽ τη φυγή κρατήθηκαν οι Αργείοι.
Στο μεταξύ γύρω σου στήθηκαν οι κόρες του θαλάσσιου γέροντα,
λυπητερά μοιρολογώντας, και ρούχα αθάνατα σου φόρεσαν.
60 Εννέα οι Μούσες, με φωνή μελωδική, θρηνούσαν συναλλάσσοντας
τη μουσική τους. Κανείς δεν έμεινε τότε αδάκρυτος —
τόσο ο σκοπός τους όλους τούς συγκίνησε.
Μέρες δεκαεφτά, μερόνυχτα δεκαεφτά, το μοιρολόγι κράτησε
θνητών ανθρώπων και θεών αθάνατων.
Και πάνω στις δεκαοχτώ στη φλόγα της πυράς σε παραδώσαμε,
σφάζοντας γύρω πρόβατα πολλά, αρνιά παχιά και βόδια ελικοκέρατα.
Κι όσο το σώμα σου λαμπάδιαζε μέσα στα θεϊκά του ρούχα, με λίπος αλειμμένο
και μέλι άφθονο, γλυκό, πολλοί, ήρωες Αχαιοί,
γύρω από τη φωτιά που σ᾽ έκαιγε, φορώντας όπλα, πεζοί και καβαλάρηδες,
70 σάλευαν σαν το κύμα — στα ύψη έφτανε βοή μεγάλη.
Κι όταν του Ηφαίστου η φλόγα έκανε το κατόρθωμά της,
με της αυγής το χάραμα μαζέψαμε, Αχιλλέα, λευκά τα οστά σου,
μέσα σε άκρατο κρασί και αλοιφές.
Τότε κι η μάνα σου προσφέρει χρυσό αμφορέα, δώρο, όπως έλεγε,
του Διονύσου, έργο του έξοχου τεχνίτη Ηφαίστου.
Εκεί λευκά τα οστά σου μένουν, λαμπρέ Αχιλλέα, με του Μενοιτιάδη,
του νεκρού Πατρόκλου, τα οστά αξεχώριστα.
Χώρια ωστόσο του Αντιλόχου, που τον τιμούσες πιο πολύ
από τους άλλους σου συντρόφους, μετά τον θάνατο
του αγαπημένου σου Πατρόκλου.
80 Ύστερα ολόγυρα τύμβο μεγάλο κι άψογο εμείς σου υψώσαμε,
ο ατρόμητος στρατός των δορυφόρων Δαναών·
αντίκρυ στον πλατύν Ελλήσποντο, στον κάβο που προβάλλει,
να φαίνεται από μακριά σ᾽ αυτούς που ταξιδεύουν
στα πελάγη, όσοι στις μέρες μας γεννήθηκαν, κι αυτοί που θα ᾽ρθουν
κάποτε στο μέλλον.
Η μάνα σου μετά απ᾽ τους θεούς γυρεύοντας περίκαλλα έπαθλα,
στη μέση τα έβαλε, ν᾽ αγωνιστούν γι᾽ αυτά οι αριστείς των Αχαιών.
Ο ίδιος πέτυχες, όσο ακόμη ζούσες, αγώνες επιτάφιους
ανδρών γενναίων, κάθε φορά που έσβηνε ένας βασιλιάς
κι οι νέοι ζώνονταν ν᾽ αγωνιστούν, ποιος τα βραβεία θα πάρει.
90 Αν όμως έβλεπες εκείνα, με θαυμασμό θα γέμιζε η θέα τους τον νου σου,
όσα περίκαλλα έπαθλα στη μέση έβαλε η θεά, η Θέτιδα
με τους χιονάτους αστραγάλους — γιατί ήσουν πάντα φίλος των θεών.
Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ᾽ όνομά σου,
αφού για πάντα, σ᾽ όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει.
Εμένα όμως, όταν τον πόλεμο αποτέλειωσα, ποια χάρη,
ποια χαρά μού απόμεινε;
Ο Δίας στοχάστηκε στον γυρισμό μου άγριο χαλασμό,
να πέσω από τα χέρια του Αίγισθου και της καταραμένης μου γυναίκας.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 14. Όριεντ Εξπρές

14.2. Τη Ρωμαιοσύνη να την κλαις


Ο Γάιος Καρβίλιος διδάσκει ιστορία σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της βόρειας Ιταλίας. Το σχολείο, όπως και πολλά ανάλογα διδακτήρια σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε με δωρεές πλούσιων ιδιωτών, είναι, ωστόσο, δημόσιο και έχει εδώ και πολλές δεκαετίες την ηθική και οικονομική υποστήριξη του ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οποίος, άλλοτε αυτοπροσώπως και άλλοτε διά των εκπροσώπων του, παρεμβαίνει σε ζητήματα που αφορούν την επιλογή του διδακτικού προσωπικού, το πρόγραμμα των μαθημάτων αλλά και το μισθολόγιο των καθηγητών.

Ο Καρβίλιος, στα πενήντα πέντε του χρόνια έχει να επιδείξει πλούσιο ιστοριογραφικό έργο, είναι πολύ γνωστός στους κύκλους των λογίων και των εκπαιδευτικών και όλοι ξέρουν ότι αποτελεί προσωπική επιλογή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ο οποίος με προσωπικό διάταγμα τον διόρισε πρόσφατα διευθυντή του σχολείου το 325 μ.Χ. Οι λόγοι της αυτοκρατορικής εύνοιας προς το πρόσωπό του είναι λίγο πολύ γνωστοί. Ο Καρβίλιος δεν είναι επίσημα χριστιανός αλλά δεν υπήρξε ποτέ πολέμιος του χριστιανισμού και ως νεαρός διανοούμενος δεν έκρυψε τις αντιρρήσεις του για τους εκτεταμένους διωγμούς των οπαδών της νέας πίστης τα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Η παρρησία αυτή είχε, βέβαια, το τίμημά της: ο Καρβίλιος έχασε την ευκαιρία να κάνει καριέρα στη γενέτειρά του, τη Ρώμη, αποκλείστηκε από πολλά ακαδημαϊκά αξιώματα αργότερα και βρέθηκε εξόριστος για τρία χρόνια, από το 302 μέχρι την παραίτηση του Διοκλητιανού από το αυτοκρατορικό αξίωμα.

Το σημαντικότερο ίσως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του είναι η απουσία δογματικών αντιλήψεων και αμετακίνητων πεποιθήσεων· αντιπαθεί τις προκαταλήψεις και σιχαίνεται τις προλήψεις· και το προσωπικό του «δράμα», όπως συνηθίζει να το σκέφτεται ο ίδιος, είναι ότι πολλοί σύγχρονοί του είναι προκατειλημμένοι, προληπτικοί και πεισματικά αμετακίνητοι μέσα σ᾽ έναν κόσμο που φαίνεται να αλλάζει ραγδαία. Δεν πείστηκε ποτέ ότι οι χριστιανοί είναι οι νέοι «δαίμονες» που απειλούν και υπονομεύουν την πολιτική και πνευματική υγεία της αυτοκρατορίας, για πολλούς λόγους αλλά και επειδή καταλάβαινε καλά ότι η προπαγανδιστική διάδοση αυτής της αντίληψης, εκτός του ότι πρόσφερε «άλλοθι» σε όσους αδυνατούσαν να κατανοήσουν και να λύσουν τα πραγματικά προβλήματα του απέραντου κράτους, έκανε τις λαϊκές μάζες ανεκτικές σε απάνθρωπες και εγκληματικές ενέργειες εναντίον μιας μεγάλης και συνεχώς αυξανόμενης μερίδας ρωμαίων πολιτών. Από την άλλη πλευρά, τον ενοχλούσε η απροβλημάτιστη βεβαιότητα με την οποία ορισμένοι χριστιανοί καταδίκαζαν συλλογικά τον πνευματικό πολιτισμό της Ελλάδας και της Ρώμης και επιδίκαζαν αποκλειστική ανωτερότητα στον δικό τους τρόπο ζωής και σκέψης. Ο Καρβίλιος έδειχνε πάντα περισσότερη εμπιστοσύνη στις συνθέσεις παρά στις αντιθέσεις και, έχοντας μελετήσει την ιστορία με γνώση και συστηματικότητα, κατανοούσε ότι η γνήσια πρόοδος ήταν αποτέλεσμα μιας ορισμένης διαλεκτικής ανάμεσα στην παράδοση και τον νεωτερισμό.

Τον Κωνσταντίνο τον γνώρισε για πρώτη φορά στη Ρώμη, όταν αυτός μοιραζόταν ακόμη την εξουσία με τον άλλο ισχυρό άνδρα της αυτοκρατορίας, τον Λικίνιο. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ακριβώς διανοούμενος, διέθετε, όμως, πολιτική διορατικότητα, ήταν δεκτικός στα μηνύματα των καιρών και εκτιμούσε ανθρώπους με ελεύθερη σκέψη και νέες ιδέες, όπως ο Καρβίλιος. Και επειδή ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι οι διώξεις αύξαναν αντί να μειώνουν την έλξη που ασκούσε ο χριστιανισμός στους πολίτες της αυτοκρατορίας, άκουγε με μεγάλη προσοχή τις τολμηρές και ασυνήθιστες απόψεις του ιστορικού πάνω στο φλέγον αυτό ζήτημα· και πιο πολύ απ᾽ όλα τον κέντριζε η θεωρία του Καρβίλιου ότι ήταν σοφότερο για τη Ρώμη να συμφιλιωθεί τώρα με τη χριστιανική της μειονότητα παρά να διαπραγματευτεί αργότερα με μια χριστιανική πλειονότητα. «Η δυναμική της ιστορίας, Καίσαρ, όπως τουλάχιστον την καταλαβαίνω εγώ προσωπικά, δείχνει σ᾽ αυτή την κατεύθυνση,» του είπε κάποτε ο Καρβίλιος σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση. «Ξέρω ότι το βασικό σου μέλημα κάτω από τις παρούσες συνθήκες είναι η διατήρηση της πολιτικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Τείνω να πιστεύω ότι σήμερα μια τακτική αποδοχής των χριστιανών και σεβασμού των πολιτικών τους δικαιωμάτων είναι ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Και αν με ρωτήσεις για το αύριο, θα σου έλεγα ίσως ότι η δυναμική των πραγμάτων δεν είναι εναντίον του χριστιανισμού. Αυτό μπορεί να μην είναι τόσο εμφανές στο δυτικό τμήμα του κράτους, κοίταξε, όμως, τι συμβαίνει στην ανατολική του πλευρά.» Εκείνο το βράδυ ο Κωνσταντίνος δεν έκλεισε μάτι.

Το 313 ο Κωνσταντίνος, σε συμφωνία με τον συνάρχοντά του τον Λικίνιο, εξέδωσε το «Διάταγμα του Μιλάνου» που παραχωρούσε στους χριστιανούς πλήρεις θρησκευτικές ελευθερίες. Ο Καρβίλιος χαιρέτισε δημόσια αυτή τη σημαντική εξέλιξη, τονίζοντας κυρίως την πολιτική της διάσταση. Άλλωστε, πολλοί ήταν εκείνοι που τον θεωρούσαν έναν από τους πνευματικούς πατέρες της ανεξιθρησκίας που υιοθετούσε τώρα επίσημα η Ρώμη· και πολλοί, μεταξύ των οποίων και παλιοί αντίπαλοι του Καρβίλιου, πρόβλεψαν δεινά εξαιτίας της νέας αυτής πολιτικής. «Με συμβούλους σαν τον Καρβίλιο η Ρώμη δεν χρειάζεται εχθρούς,» ειρωνεύτηκαν· εκείνος, με τη μεστή ηρεμία που του έδινε η προσωπική του ιστορία, απάντησε μόνο έμμεσα: «Για μερικούς ανθρώπους το μόνο είδος προόδου είναι η εξιδανίκευση του παρελθόντος.» Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα του έλεγαν οι ίδιοι άνθρωποι, αν μπορούσαν να ξέρουν την επίδραση που ασκούσαν στον Κωνσταντίνο οι θεωρίες του για την «προς ανατολάς μετατόπιση του κέντρου βάρους».

Γιατί ο αυτοκράτορας, μόνος κυρίαρχος τώρα μετά την πτώση του Λικίνιου, είχε ήδη αποφασίσει να θεμελιώσει τη Νέα Ρώμη. Το όνομά της, φυσικά, Κωνσταντινούπολις. Η νέα μητρόπολη θα είχε Σύγκλητο αλλά όχι παγανιστικούς ναούς· οι άρχοντές της θα εξακολουθούσαν να ονομάζονται Ρωμαίοι, αλλά θα ζούσαν σ᾽ έναν κόσμο όπου οι χριστιανοί επίσκοποι θα απολάμβαναν αυξημένο κύρος και θα ζητούσαν μερτικό εξουσίας· θα μιλούσαν ακόμη λατινικά, αλλά σε ένα περιβάλλον όπου τα ελληνικά δεν είχαν χάσει ποτέ τη δύναμη και την αίγλη τους. Τι σήμαιναν όλα αυτά για την πολυπόθητη ενότητα του ρωμαϊκού κράτους; Ανατολή και Δύση θα συνέχιζαν να πορεύονται μαζί ή θα τραβούσαν διαφορετικούς δρόμους; Ποιος στιβαρός και αδάμαστος καίσαρας θα μπορούσε να εγγυηθεί την επιτυχία μιας τέτοιας συμπόρευσης; Δύσκολα ερωτήματα, ακόμη πιο δύσκολο να τα απαντήσεις· όχι, βέβαια, ότι ο Καρβίλιος δεν είχε βάσιμες υποψίες για το πού πήγαινε το πράγμα. Τώρα, πάντως, είχε κάτι πιο επείγον να κάνει. Πήρε τα γραπτά της ιστορίας και άρχισε να διορθώνει.

Δεν του άρεζαν ιδιαίτερα οι ερωτήσεις που απαιτούσαν απομνημόνευση, αλλά είχε δυο ελαφρυντικά: οι συγκεκριμένες ερωτήσεις απευθύνονταν σε πολύ νεαρούς μαθητές και, το σημαντικότερο, το εκπαιδευτικό σύστημα στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην πρακτική της απομνημόνευσης. Τα καλύτερα γραπτά που είχε στα χέρια του έδιναν λίγο πολύ πλήρεις απαντήσεις στις δυο πρώτες ερωτήσεις. Η τρίτη ερώτηση ήταν πραγματικό τεστ μνήμης, και ο αριστούχος της τάξης είχε κι αυτός τα προβλήματά του. Έχουμε και λέμε:

Μετά τον Καρακάλλα λείπει το όνομα του αυτοκράτορα Μακρίνου - βραχύβιος κι αυτός, βασίλεψε έναν μόλις χρόνο, όσο για να κρατήσει η Ιστορία μια σύντομη υποσημείωση.

Μετά τον Μαξιμίνο κενό πέντε (!) αυτοκρατόρων: Γορδιανός Α' και Β', Πουπιηνός, Βαλβίνος, Γορδιανός Γ' - κανένας δεν ξεπέρασε τα έξι χρόνια εξουσίας, δύο δεν συμπλήρωσαν χρόνο, όλοι τους μια άλλη μεγάλη υποσημείωση, κι ας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κρατήσουν τους βαρβάρους μακριά από τα σύνορα της αυτοκρατορίας.

Μετά τον Φίλιππο, που ήταν αραβικής καταγωγής, παραλείφθηκε ο Δέκιος, που ήταν από την Ιλλυρία, και ο Τρεβωνιανός Γάλλος, που μάλλον θα ήταν Γαλάτης - ωραίος πολυεθνικός αστερισμός αλλά κανένας πραγματικός «αστέρας».

Μετά τον Γαλλιηνό ξεχάστηκε ο Κλαύδιος Γοτθικός και ο Αυρηλιανός, που δεν ήταν και «λίγος», αφού κατάφερε να αντιμετωπίσει διάφορες εχθρικές απειλές, κυρίως από γαλατικά φύλα, και ονομάστηκε και «Σωτήρας της οικουμένης».

Τέλος, μετά τον Τάκιτο δόθηκαν στη λησμονιά άλλοι τρεις βραχύβιοι «αστερίσκοι», ο Φλωριανός, ο Κάρος και ο Καρίνος, που δεν προλάβαιναν να καθήσουν στον θρόνο λόγω συνεχών εκστρατειών εναντίον των εχθρών της Ρώμης, και που κανείς πια δεν φαίνεται να τους θυμάται - κι αυτό δεν είναι δικαιοσύνη.

Αποτέλεσμα: 13 στα 26, για την τρίτη ερώτηση και για το καλύτερο γραπτό. Ο Καρβίλιος είναι ρεαλιστής, και καθώς ετοιμάζεται να βάλει τον βαθμό χαμογελάει με νόημα: γιατί να θυμούνται οι μαθητές αυτούς που ξέχασε η Ιστορία; Εξάλλου, η μέθοδος της αποστήθισης έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: μεταχειρίζεται ισότιμα τον μεγάλο Αύγουστο και τον «ανύπαρκτο» Καρίνο. Έκανε συχνά τέτοια σχόλια ο Καρβίλιος, και εξίσου συχνά τα σχόλιά του αυτά παρερμηνεύονταν από παραδοσιακότερους συναδέλφους του, κυρίως εκείνους που δεν διέθεταν αίσθηση του χιούμορ.

Αλλά στις πιο στοχαστικές του στιγμές μελετούσε τη δυνατότητα μιας ιστορίας που δεν ταλανιζόταν από ονομαστικές λεπτομέρειες, μόνο προτιμούσε να παρακολουθεί την εξέλιξη των ιδεών, τα πλατιά σχήματα της ανθρώπινης δράσης, τα βαθιά αίτια της επιτυχίας και της αποτυχίας, ένα είδος ιστορικής «γραμματικής» που ήταν ικανή να εξηγήσει τα επιμέρους φαινόμενα και εξηγώντας να διδάξει στους ανθρώπους σύνεση, μετριοπάθεια και κατανόηση. Και καθώς αγαπούσε τη Ρώμη και τη μεγάλη ιστορία της, ονειρευόταν συχνά το μεγάλο ιστορικό σύγγραμμα όπου θα ανέλυε την ιστορία της «ρωμαιοσύνης» και θα επιχειρούσε μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση όλων των παραγόντων που είχαν συντελέσει στο χτίσιμο του αυτοκρατορικού οικοδομήματος, αλλά και των κινδύνων που τώρα διαγράφονταν στον ορίζοντα.

Αλήθεια, πώς γεννιούνται, μεγαλώνουν, ακμάζουν και πεθαίνουν οι υπερδυνάμεις και οι αυτοκρατορίες; Τι έκανε τη δική του Ρώμη ακαταμάχητη και τι είναι αυτό που θα μπορούσε να την γκρεμίσει; Τι είχε κομίσει η Ρώμη στην ανθρωπότητα και ποια ήταν η θέση της απέναντι στους άλλους μεγάλους πολιτισμούς, κυρίως απέναντι στους Έλληνες; Τι σήμαινε να είσαι ρωμαίος πολίτης τριακόσια τόσα χρόνια μετά τη γέννηση του θεού των χριστιανών;

Μια μικρή πόλη του Λατίου υπέταξε πρώτα τους κοντινούς της γείτονες, μετά ένωσε υπό την ηγεμονία της όλη την ιταλική χερσόνησο, εξαφάνισε από τον χάρτη την πλούσια Καρχηδόνα, νίκησε ένα προς ένα όλα τα βασίλεια της ελληνιστικής Ανατολής, έκανε την Ελλάδα ρωμαϊκή επαρχία, απλώθηκε σε όλο τον γνωστό κόσμο. Ξεπέρασε τον αυταρχισμό των παλαιών βασιλέων, έγινε Δημοκρατία με την κυριαρχία των αριστοκρατών και τη συναίνεση του λαού, ήταν περήφανη για τις ηθικές αρετές και την κοινωνική πειθαρχία της, κατάκτησε και κατακτήθηκε από τον ελληνικό πολιτισμό, σχημάτισε το δικό της πρόσωπο και έπλασε τον δικό της χαρακτήρα, πλήρωσε το τίμημα της κοσμοκρατορίας της με τους εμφύλιους των στρατηγών της, αντάλλαξε τις ελευθερίες της με την ειρήνη που έφερε η απολυταρχία των καισάρων, γέννησε μεγάλους στοχαστές και ποιητές, πολιτικούς και νομοθέτες, αρχιτέκτονες και μηχανικούς· ένωσε πολιτισμικά ποικίλες εθνότητες στη Δύση και τις ανάστησε με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό· χάρισε στους μορφωμένους μια γλώσσα ακριβή, λογική, εκφραστική, εμπλουτισμένη από την επαφή της με την ελληνική κουλτούρα· υποδέχθηκε τελικά τη νέα δύναμη του χριστιανισμού που θα μπορούσε, σκεφτόταν ο Καρβίλιος, να συντελέσει στην ανανέωση της πνευματικής ζωής.

Και όμως, για όσους μπορούσαν να δουν καθαρά, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Αιώνες τώρα, το πρόβλημα της δουλείας και των εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν είχαν κανένα βασικό δικαίωμα δεν είχε αποτελέσει ποτέ ζήτημα πολιτικού προβληματισμού, και η χριστιανική στάση εδώ υποσχόταν περισσότερο μεταφυσική ανακούφιση παρά πρακτικές λύσεις· οι λαϊκές μάζες στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν απαλλάχτηκαν ποτέ από την ενδημική τους φτώχεια και από τα συνακόλουθα δεινά· δεν υπήρξε ποτέ οργανωμένη κρατική πρόνοια για εκείνους που ήταν εκτεθειμένοι στην αρρώστια, στην οικονομική αβεβαιότητα και στην εκμετάλλευση· κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε σοβαρά να εφαρμόσει μια πολιτική διοικητικής αποκέντρωσης στη βάση της οποίας οι επαρχίες της αυτοκρατορίας θα εξασφάλιζαν γνήσια εκπροσώπηση και θα είχαν λόγο στα τεκταινόμενα· ο πλούτος από το εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα γενικότερα βελτίωνε τη θέση των μεσαίων και ανώτερων τάξεων στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά δεν σήμαινε τίποτε για τις πτωχευμένες μάζες στην ύπαιθρο· και στις συνθήκες αυτές ο υψηλός πνευματικός πολιτισμός και οι μεγάλες ιστορικές παραδόσεις ήταν αγαθά για πολύ λίγους. Και μέσα σ᾽ όλα αυτά, οι βαρβαρικές ορδές στα σύνορα του κράτους συνέχιζαν να πυκνώνουν απειλητικά.

Στο Μιλάνο, όπου ο Γάιος Καρβίλιος όριζε τις τύχες του σχολείου του, η σκιά των Άλπεων τα δειλινά έπεφτε μαζί με την αίσθηση ότι κάπου εκεί κοντά οι Οστρογότθοι και οι Βησιγότθοι μελετούσαν την τελική τους εξόρμηση. Και τότε εκείνος αναρωτιόταν αν η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου είχε περισσότερες πιθανότητες να κρατήσει ψηλά τον ήλιο της ρωμαιοσύνης που φαινόταν να δύει πέρα από τον Πάδο, πίσω από τις Άλπεις.

Η Αλήθεια και η φύση της σκέψης

Η Πραγματικότητα μπορεί να Βιωθεί μόνο με την Άμεση Επαφή με αυτό που συμβαίνει, στο Απόλυτο Παρόν, Εδώ, Τώρα, κι όχι μέσα από άλλες γνωστικές διαδικασίες, όπως η σκέψη ή η έμμεση πληροφόρηση. Η σκέψη δεν αποτελεί άμεση γνωστική διαδικασία, δεν είναι άμεση επαφή με το πραγματικό που είναι και το αληθινό. Η σκέψη είναι μια έμμεση διαδικασία που συλλαμβάνει κι εκφράζει ένα «νόημα» για την πραγματικότητα και τα πράγματα. Το «νόημα» που εκφράζεται αποκτά περιεχόμενο κι αξία όχι από αυτό το ίδιο που «λέγεται» αλλά από την συσχέτισή του με αυτό στο οποίο αναφέρεται, με το «αντικείμενο». Ολόκληρη η σκέψη, κάθε σκέψη, κάθε νοητική σύλληψη-έκφραση, έχει αυτόν τον έμμεσο χαρακτήρα αφού μιλά για ένα αντικείμενο που είναι «μακριά», απέναντι.

Η σκέψη, από την φύση της, σαν αναπαραστατική διαδικασία, δεν ενώνει με το αντικείμενο αλλά απλά αναφέρεται σε αυτό, «μιλά» για αυτό, και δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει αυτό το χάσμα, δεν μπορεί ποτέ να γίνει άμεση γνώση, επαφή με το πραγματικό, που είναι βιωματική εμπειρία του πράγματος. Αυτό σημαίνει ότι όταν σκεφτόμαστε βρισκόμαστε στην αναπαραστατική τεχνητή πραγματικότητα της σκέψης κι όχι στην ζωντανή πραγματικότητα. Ό,τι κι αν συλλάβουμε με την σκέψη, τον Θεό, την Αλήθεια, την Πραγματικότητα, θα μένει πάντα διαχωρισμένο από εμάς, δεν μπορούμε να το βιώσουμε με αυτόν τον τρόπο (όχι με την σκέψη), γιατί αυτό που συλλαμβάνουμε είναι η εικόνα, το «νόημα», όχι το πραγματικό.

Η λειτουργία της διανόησης, της σκέψης, μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν θεωρητική εξέταση που θα καθοδηγήσει την πρακτική εφαρμογή στον εξωτερικό κόσμο, αλλά αυτή η λειτουργία είναι τελείως άχρηστη όταν στρεφόμαστε εσωτερικά και θέλουμε να την εφαρμόσουμε στο Εσωτερικό Άγνωστο που Υπάρχει πέρα από την σκέψη, γιατί το Άγνωστο είναι Κάτι τελείως Αφηρημένο, Χωρίς Ιδιότητες. Είναι Κατάσταση Ύπαρξης κι όχι συγκεκριμένο αντικείμενο. Εισχωρώντας στον Χώρο του Αγνώστου πρέπει να μάθουμε να Είμαστε Διαφορετικοί, εμείς οι ίδιοι κι όχι (όπως στον κόσμο της δυαδικότητας) να προσεγγίσουμε ένα αντικείμενο. Με άλλα λόγια πρέπει να το Βιώσουμε Αυτό, να έχουμε βιωματική επαφή μαζί Του.

Για αυτό κι η Οδός που Οδηγεί στο Πραγματικό, στο Αληθινό, πηγαίνει πέρα από την σκέψη, πέρα από την λειτουργία της σκέψης, δηλαδή της έμμεσης γνωστικής διαδικασίας που μιλά για το αντικείμενο, στην άμεση επαφή με το αντικείμενο, με αυτό που συμβαίνει πραγματικά, μέσα στην οποία (επαφή) διαλύεται κάθε «απόσταση», κάθε διαχωρισμός. Η Άμεση Επαφή με το Πραγματικό προϋποθέτει ακριβώς το ξεπέρασμα της έμμεσης γνωστικής διαδικασίας και της αυταπάτης ενός ξεχωριστού εαυτού (και της δυαδικότητας που συνεπάγεται αυτός ο «διαχωρισμός») και του εικονικού κόσμου που δημιουργούν αυτές οι διαδικασίες.

Η Αλήθεια Είναι Έξω από την σκέψη. Η σκέψη μπορεί να μιλά όσο θέλει για την Αλήθειας αλλά ποτέ δεν μπορεί να την προσεγγίσει, γιατί ποτέ το φανταστικό, το τεχνητό, το ψεύτικο, δεν μπορεί να γίνει Αληθινό.

Καταστροφή

Κάποιοι άνθρωποι γίνονται καταστροφικοί γιατί νιώθουν ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τη συντριπτική δύναμη των άλλων. Για άλλους, όταν τα πράγματα έρχονται εύκολα, τότε φαίνεται ότι θέλουν να τα δυσκολέψουν και πάλι, έτσι, για να μην βαρεθούν.

Από τη στιγμή που ξεκινήσει ο κύκλος της καταστροφής, είναι εύκολο να υπερβούμε ό,τι είναι κοινωνικά αποδεκτό.

Παρ' όλο που τέτοιες συμπεριφορές πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με σκληρότητα, πρέπει να είμαστε και ικανοί να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή και επιείκεια προκειμένου να καταλάβουμε τι πραγματικά έχει συμβεί.

Οι άνθρωποι που έχουν ασκήσει βία είναι συχνά έτοιμοι να το ξανακάνουν, και η μόνη ελπίδα να σπάσουν αυτό τον κύκλο είναι να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να εκφράζονται.

Πρέπει να είμαστε σκληροί με την επιθετικότητα και μαλακοί με τον άνθρωπο που κρύβεται μέσα της, ο οποίος προσπαθεί να εκφράσει ένα φόβο που δεν έχει βρει ακόμα τη φωνή του.

Βοηθάει να θυμηθούμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που καταστρέφουν οι άνθρωποι όταν γίνονται καταστροφικοί είναι πάντα η ίδια τους η ζωή και οι ίδιες τους οι ευκαιρίες.

Αν δεχθούμε την αντίληψη ότι ο εαυτός μας αποτελεί απλώς μία σχέση και όχι μία ουσιώδη οντότητα, τότε η καταστροφή είναι επίσης πάντα αυτοκαταστροφή, κι αυτό μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την αντιμετώπισή της.

Τα αντικείμενα είναι δομές-πλαίσια- οι δορυφόροι της ζωής μας: περιστρέφονται με τη δύναμη της βαρύτητας γύρω μας, ενώ ένας μυστικός σύνδεσμος μας συνδέει μαζί τους.

Τα καλά όρια πλάθουν ευτυχισμένα παιδιά

Τα όρια... μπορεί κανείς να μιλά για αυτά μέρες!

Τα όρια αφορούν όλους μας και υπάρχουν παντού. Χωρίς αυτά δε θα μπορούσαμε να είμαστε λειτουργικοί, να συνεργαζόμαστε, να οργανωνόμαστε και να είμαστε αποδοτικοί.

Τα όρια δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κάθε άνθρωπος μπορεί να συνυπάρξει με τους συνανθρώπους του, να αντλεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση και ασφάλεια, να εξελίσσεται και να δημιουργεί.

Γιατί μέσα στην οικογένεια οι γονείς βάζουν όρια στα παιδιά και δεν τα αφήνουν να τα ανακαλύψουν μόνα τους; Γιατί επιφορτίζονται εκείνοι με το απαιτητικό αυτό έργο, που στην πράξη αποδεικνύεται αρκετά ζόρικη υπόθεση;

Μα, γιατί τα παιδιά δεν κατανοούν τη χρησιμότητα των ορίων! Δεν καταλαβαίνουν τη σημασία του να αναστέλλουν τις επιθυμίες τους, να ασκούν αυτοέλεγχο, να λειτουργούν υπεύθυνα, να συμπονούν τους γύρω τους. Εκτός αυτού, αν οι γονείς δε θέσουν όρια, τότε το παιδί αισθάνεται ανυπεράσπιστο και απροστάτευτο, αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως απειλή, συνεχώς μεταβαλλόμενο και το γονιό ως ανίσχυρο.

Μπερδεύεται και δεν μπορεί να διαμορφώσει μια ξεκάθαρη εικόνα του άγνωστου κόσμου μέσα στον οποίο μεγαλώνει, αλλά και των προθέσεων και των συναισθημάτων των γονιών του απέναντί του. Νιώθει δυστυχισμένο, αποθαρρυμένο, ανασφαλές και συχνά εκδηλώνει προβλήματα στη συμπεριφορά του.

Ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον χωρίς κανόνες και σαφή όρια δεν είναι ένα παιδί ελεύθερο. Αντίθετα, είναι ένα παιδί σκλαβωμένο σε μια ασαφή και περίπλοκη δομή, μέσα στην οποία δεν μπορεί να καλλιεργήσει το αίσθημα της υπευθυνότητας και της συνεργασίας.

Από την άλλη, το παιδί που ζει και μεγαλώνει σε ένα υπερβολικά αυστηρό περιβάλλον, βομβαρδισμένο από αυταρχικούς και υπερβολικούς κανόνες, δυσκολεύεται να αναπτύξει ενδιαφέροντα, κλίσεις και προτιμήσεις. Συχνά είναι ένα παιδί με χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης που μπορεί όμως μελλοντικά να εμφανίσει έντονα σημάδια ανυπακοής και αντίδρασης.

Πολλές μελέτες δείχνουν ότι όταν οι γονείς θέτουν σταθερά όρια, τα παιδιά μεγαλώνουν έχοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και καλύτερη προσαρμογή στην ομάδα των συνομηλίκων. Εκτός αυτού, γίνονται περισσότερο αυτόνομα. Η συνέπεια και η σταθερότητα στην εφαρμογή των κανόνων αυτών, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη και υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, καθώς και την ομαλή λειτουργία ολόκληρου του οικογενειακού συστήματος.

Τα όρια, όσο και αν ακούγεται περίεργο, είναι ένδειξη αγάπης και μέρος της φροντίδας που οι γονείς παρέχουν στα παιδιά τους. Είναι από τα σπουδαιότερα δώρα που μπορεί να προσφέρει ένας γονιός στο παιδί του, από τα σημαντικότερα εφόδια που του δίνει για να μάθει να πορεύεται μόνο του. Κάθε γονιός προσβλέπει σε ένα ευτυχισμένο μέλλον για το παιδί του και αυτό για να επιτευχθεί προϋποθέτει την ύπαρξη ορίων.

Στις μικρότερες ηλικίες, οι γονείς συχνά οριοθετούν τα παιδιά τους για λόγους ασφαλείας, π.χ. λένε στο παιδί του ενός έτους «ΟΧΙ!» όταν πάει να πιάσει τα χάπια της γιαγιάς από το κομοδίνο ή λένε «ΜΗ» στο δίχρονο παιδί τους όταν ανεβαίνει πάνω στην καρέκλα για να σκαρφαλώσει στη βιβλιοθήκη και να πάρει ένα παιχνίδι που του γυάλισε. Αυτή η οριοθέτηση είναι απολύτως απαραίτητη, αφού το παιδί δεν έχει ακόμη αίσθηση του κινδύνου και μπορεί να πάθει κακό.

Στις περιπτώσεις που δεν το κάνει ο γονιός μιλάμε για παραμέληση, η οποία αποτελεί μια μορφή βίας και διώκεται ποινικά. Εκτός αυτών των παρεμβάσεων, οι γονείς από πολύ νωρίς θέτουν κανόνες που σχετίζονται με τις ώρες ύπνου και διατροφής, ενώ στην πορεία βάζουν κανόνες και για το ντύσιμο, τα παιχνίδια, τις σχέσεις με τους άλλους, τη μελέτη, τις αγορές, την τηλεόραση, τις εξόδους, κλπ.

Καθώς το παιδί μεγαλώνει και ειδικά από το 2ο έτος της ζωής του και μετά, η οριοθέτηση αρχίζει να περιστρέφεται και γύρω από θέματα επιθετικής συμπεριφοράς, όπως όταν ένα παιδί θέλει το παιχνίδι που έχει ο αδερφός του και τον χτυπά για να το πάρει. Οι ανάγκες για οριοθέτηση είναι συνεχείς! Ακόμα κι όταν ένας γονιός θεωρεί ότι έχει διευθετήσει πολύ καλά τα θέματα αυτά, την επόμενη κιόλας στιγμή θα προκύψουν νέες καταστάσεις, που πρέπει να επεξεργαστεί και να πάρει θέση. Γονείς και παιδιά βρίσκονται σε συνεχή συνδιαλλαγή, διαπραγμάτευση και κάνουν συμβιβασμούς.

Ένας πατέρας λέει: «ο μικρός τρίχρονος γιος μου επέλεξε τη χειρότερη ώρα για να κάνει μια κρίση θυμού. Καθώς περπατούσαμε στο διάδρομο ενός καταστήματος, άρπαξε ένα κουτί με καραμέλες. Του είπα ότι δεν μπορεί να πάρει τις καραμέλες τώρα και αν θέλει κάτι από το κατάστημα, πρέπει πρώτα να με ρωτήσει. Αντί να υπακούσει, όταν του είπα να το βάλει πίσω στη θέση του, άρχισε να κλαίει, να ουρλιάζει και να με χτυπά. Μετά, έπεσε στο πάτωμα και ακολούθησε μια έκρηξη σε όλο της το μεγαλείο! Όλο το μαγαζί είχε γυρίσει και μας κοιτούσε! Δεν ήξερα τι να κάνω! Δε μου αρέσει καθόλου να αισθάνομαι ότι ένα δίχρονο παιδί έχει τόση δύναμη! Τι θέλει; Να με ρεζιλέψει; Αμάν πια! Άλλη φορά θα πάει με τη μάνα του και άμα κάνει τα ίδια, δε θα πάει ποτέ ξανά και με κανέναν!»

Τα καλά όρια χτίζουν καλές σχέσεις και οι καλές σχέσεις χτίζονται πάνω σε καλά όρια

Μια σχέση στέρεη και δυνατή, που τροφοδοτείται από το γονιό με αγάπη, αποδοχή, κατανόηση και τρυφερότητα προς το παιδί, είναι η καλύτερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί για να βάλει όρια. Αν η σχέση είναι δυνατή, ο θυμός από τις διενέξεις που αναπόφευκτα θα προκύψουν, θα εκτονωθεί σύντομα.

Επιβραβεύουμε τις επιθυμητές συμπεριφορές αντί να σχολιάζουμε τις μη επιθυμητές, π.χ. αντί για «Μην είσαι αφηρημένος!», λέμε «Συγκεντρώσου!» ή αντί για «Μην κρατάς τα παιχνίδια μόνο για σένα!» λέμε «Μπράβο παιδί μου, που παίζεις ωραία με την αδερφή σου! Πολύ σε χαίρομαι!». Πιο αναλυτικά, για να έχει αποτέλεσμα, η επιβράβευσή μας χρειάζεται να είναι:

- Άμεση: να δίνεται τη στιγμή που το παιδί εκδηλώνει την επιθυμητή συμπεριφορά και όχι πολύ αργότερα.

- Συγκεκριμένη: να περιλαμβάνει ένα ξεκάθαρο λιτό λεκτικό μήνυμα, π.χ. «Κάθεσαι πολύ ωραία δίπλα μου στο καρότσι και με βοηθάς να ψωνίσω! Σ'ευχαριστώ!».

- Ειλικρινής και απόλυτα αφιερωμένη σε αυτό που συμβαίνει: να δίνεται ενώ προσέχουμε το παιδί, π.χ. το κοιτάμε στα μάτια και στεκόμαστε στο ύψος του όταν του μιλάμε.

- Προσανατολισμένη στην αναγνώριση της προσπάθειας και όχι μόνο στην επιτυχία: να δίνεται όταν το παιδί καταφέρνει κάτι, αλλά και ενδιάμεσα, όσο δείχνει να προσπαθεί, ώστε να ενθαρρύνεται να βάλει τα δυνατά του μέχρι το τέλος.

- Σταθερή και συνεπής: να ενισχύει σε κάθε ευκαιρία το παιδί, καθημερινά και χωρίς διακυμάνσεις.

Ο τρόπος που ένας γονιός ορίζει, διατυπώνει και επικοινωνεί τα όρια, είναι πολύ σημαντικός.

1. Οι τρόποι πειθαρχίας που θα μεταχειριστεί ένας γονιός εξαρτώνται από τη δική του ιδιοσυγκρασία, καθώς και αυτή του παιδιού του. Τι ταιριάζει στον ίδιο, με ποιο τρόπο θα το κάνει, τι πιάνει στο παιδί του; Ό,τι ξέρει ο γονιός γύρω από το χαρακτήρα και τις ευαισθησίες του παιδιού του είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Μπορεί για ένα παιδί η στέρηση των παιχνιδιών του να είναι η μέγιστη τιμωρία, ενώ για ένα άλλο να μη σημαίνει κάτι. Ή μπορεί το να κοιτά τον τοίχο για λίγα λεπτά να είναι ό,τι χειρότερο, ενώ να μην ενοχλείται καθόλου άμα δε φάει σοκολάτα για μια μέρα.

2. Τα όρια πρέπει να συμβαδίζουν με το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού και να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της ηλικίας του. Όσο πιο μικρό το παιδί, τόσο πιο σύντομες, ξεκάθαρες και λιτές οι εντολές του γονιού προς αυτό. Αν πρόκειται για βρέφος ή νήπιο που μόλις άρχισε να στέκεται στα πόδια του, ο γονιός μπορεί να στρέψει την προσοχή του σε μια άλλη δραστηριότητα.

Από την άλλη, για ένα παιδί άνω των δύο ετών, η επιβολή των ορίων είναι πιο σύνθετη διαδικασία, καθώς περιλαμβάνει διάλογο, εξηγήσεις και διαπραγμάτευσεις. Συχνά το παιδί από μόνο του προκαλεί το γονιό κάνοντας ερωτήσεις, π.χ. «Γιατί μπαμπά; Δεν είναι δίκαιο!». Απαντήσεις τύπου «γιατί έτσι το λέω εγώ!» ή «είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις» δεν έχουν αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι απαγορεύσεις που δεν συνοδεύονται από κάποια εξήγηση δε γίνονται κατανοητές από το παιδί, αλλά φαίνονται σαν περιορισμός. Κανείς δεν υπακούει απλά επειδή κάποιος του λέει ότι αυτό είναι το σωστό.

Αφήνουμε το παιδί να μας πει την άποψή του και κάνουμε ειλικρινή προσπάθεια για διάλογο. Είναι μια από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει ένας γονιός. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν και ειδικά στην εφηβεία, το παιδί που δεν του δόθηκε ουσιαστικός χρόνος και χώρος να εκφραστεί, έχει περισσότερες πιθανότητες να αποφεύγει συζητήσεις με τους γονείς.

3. Το παιδί μαθαίνει από αυτό που κάνουμε και όχι από αυτό που του λέμε. Το προσωπικό μας παράδειγμα αποτελεί «μοντέλο» προς μίμηση για το παιδί. Αν δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια σε εμάς πρώτα, τότε πώς θα βάλουμε στους άλλους; Τα παιδιά κατανοούν πιο εύκολα το τι είμαστε και πώς λειτουργούμε, παρά το τι λέμε. Για παράδειγμα, τι κάνουμε εμείς οι γονείς όταν είμαστε θυμωμένοι, αγχωμένοι, απογοητευμένοι, όταν δε γίνεται το δικό μας κλπ. Τι θα σήμαινε για το παιδί του παραδείγματός μας αν ο πατέρας του άρχιζε να του φωνάζει μέσα στο κατάστημα, το χτύπαγε ή ...; Πώς θα ένιωθε εκείνο μετά; Από την άλλη, στην περίπτωση που το χάσουμε και παραφερθούμε, δεν τελείωσαν όλα. Κανένας δεν είναι τέλειος, αλλά τον τιμά περισσότερο το να το αναγνωρίζει και να παραδέχεται τα λάθη του, γιατί έτσι γίνεται καλύτερος. Τέλειοι γονείς δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και τέλεια παιδιά...

4. Δεν είναι όλα τα θέματα το ίδιο σημαντικά. Ξεχωρίζουμε ποια είναι προς διαπραγμάτευση και ποια όχι, π.χ. είναι το ίδιο αν ο δίχρονος γιος μου χοροπηδάει στα πατώματα τις ώρες κοινής ησυχίας και αν χτυπάει την αδερφή του για να πάρει ένα παιχνίδι; Αν η έφηβη κόρη μου θέλει να βάλει το αγαπημένο της μπλουζάκι στο πάρτι ακόμα και αν αυτό είναι βρώμικο, είναι λιγότερο σημαντικό από το να επιστρέψει αργότερα από την ώρα που έχουμε συμφωνήσει. Διαχωρίζω τα ζητήματα και ασχολούμαι με κάποια, όχι με όλα, γιατί αλλιώς θα κάνω κήρυγμα όλη μέρα και το παιδί μου θα γίνει σκέτος τύραννος ή θα απομονωθεί εντελώς. Η σχέση μου μαζί του θα διαταραχθεί και αυτό δεν το θέλω με τίποτα στον κόσμο.

5. Η επικοινωνία πρέπει να είναι παρούσα και συγκεκριμένη, χωρίς αναφορές στο παρελθόν, να αφορά το «Εδώ και Τώρα»: («...και την περασμένη φορά τα ίδια έκανες!»), χωρίς προφητείες για το μέλλον («...ποτέ δεν θα αλλάξεις!») και χωρίς γενικεύσεις (πάντα, ποτέ, όλοι, κανένας...). Πώς αισθάνεται κάποιος όταν κάνει ένα λάθος στη δουλειά και ο εργοδότης του λέει «Πάλι λάθος έκανες! Αδιόρθωτος είσαι πια! Όλοι έχουν καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αλλά εσύ ποτέ σου!»; Ματαίωση, απόρριψη, απογοήτευση, ντροπή, χαμηλή αυτοεκτίμηση, θυμό, πίκρα, παραίτηση και καμία διάθεση για περαιτέρω προσπάθεια κλπ.

Μέσα από όλα τα παραπάνω, κατανοούμε τη μεγάλη σημασία που διαδραματίζουν τα όρια στην ανάπτυξη των παιδιών. Το είδος των οικογενειακών σχέσεων, η αυτοπεποίθηση και σιγουριά του γονέα για την επιβολή ορίων σε συνδυασμό με την έμπρακτη αγάπη προς το παιδί αποτελούν τα βασικά συστατικά της επιβολής ορίων στα παιδιά. Τα καλά όρια πλάθουν ευτυχισμένα παιδιά, ικανούς και ολοκληρωμένους ενήλικες, οι οποίοι καθώς μεγαλώνουν θα έχουν περισσότερες ευθύνες, μα και περισσότερα δικαιώματα.

AΦΡΟΔΙΤΗ: Η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΘΕΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Oυρανία, πολυτραγουδισμένη Aφροδίτη, γενέτειρα θεά,
συ τις τρεις μοίρες κυβερνάς και τα πάντα γεννάς,
όσα στον ουρανό υπάρχουν και στην πολύκαρπη τη γη
και στο βυθό του πόντου, Mητέρα των Eρώτων,
έλα, γέννημα θεϊκό της Kύπρου...[1]
(Oρφικός Ύμνος στην Αφροδίτη)

Η γοητευτική μορφή της θεάς, αισθησιακή και γεμάτη μυστήριο, μου έδωσε την έμπνευση να ψηλαφήσω τις ποικίλες διαστάσεις της μέσα από τα αρχαία κείμενα, τη μυθολογία και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Έγινε έτσι το έναυσμα να διεισδύσω στα βάθη του χρόνου για να ανακαλύψω έναν αλλιώτικο κόσμο -τις ειρηνικές, αταξικές, προπατριαρχικές κοινωνίες που τιμούσαν το Θηλυκό και τον έρωτα.

Ξεπροβάλλουν μέσα από τη μυθική περιγραφή του Ησίοδου για μια περίοδο στο παρελθόν όπου οι άνθρωποι ζούσαν χαρούμενα και αρμονικά απολαμβάνοντας την αφθονία των καρπών που τους έδινε η γη (Έργα και Ημέραι, στ. 109 κ.ε.). Τους ονομάζει Χρυσό Γένος κι ο νους μου πηγαίνει στη «χρυσή Αφροδίτη», όπως την αποκαλούσαν στην αρχαιότητα. Ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής επιβεβαιώνει τις σκέψεις μου, καθώς μιλά για τις γυναίκες και τους άνδρες μιας παλιότερης εποχής:

Δεν λάτρευαν κανένα θεό Άρη ούτε της μάχης την αντάρα
ούτε ήταν ο Δίας βασιλιάς τους ούτε ο Kρόνος ούτε ο Ποσειδώνας,
παρά βασίλευε η Kύπρη [σ.σ. η Αφροδίτη].
Aυτήν εξευμενίζανε με αγάλματα ιερά,
με ζώων ζωγραφιές, με αρώματα λογής λογής,
ατόφια σμύρνα θυσιάζοντας κι ευωδιαστό λιβάνι,
σπονδές στο χώμα χύνοντας από ξανθό μέλι.[2]

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ

Έτσι, συναντήθηκα με την αρχέγονη Μεγάλη Μητέρα, την προϊστορική Θεά, που δεν εξαφανίστηκε μέσα στα γυρίσματα των εποχών. Επιβιώνει κι αναβιώνει αλλάζοντας μορφές κι ονόματα. Στην Kύπρο η παρουσία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ένα αγαλματάκι, που χρονολογείται γύρω στο 3000, την παρουσιάζει με τα χέρια απλωμένα να στέλνει ευλογίες. Σχηματίζουν με το καθιστό της σώμα ένα σταυρό -πανάρχαιο σύμβολό της. Tα μάτια της δυο κύκλοι που κοιτάζουν πέρα από το χρόνο. Tα στήθη της, παράξενα σμιλεμένα, παραπέμπουν στο τρίγωνο της ήβης: το Iερό Aιδοίο. Aποτελεί μια παλιότερη όψη της «αιδοίας» (σεβαστής) Aφροδίτης –έτσι τη χαρακτηρίζει ο ομηρικός ύμνος 6.

Στην Ασία εμφανίζεται ως Bασίλισσα του Oυρανού με τα ονόματα Aστάρτη, Iστάρ και Iνάνα, θεότητα της σεξουαλικότητας και της ευφορίας. Την τιμούσαν σε ολόκληρη τη Mέση Aνατολή για τουλάχιστον 3000 χρόνια. Στη Σιδώνα λατρευόταν ως η Παρθένος της Θάλασσας. O βασιλιάς Σολομών είχε καθιερώσει προς τιμήν της ιερό νότια του όρους των Eλαιών.[3] Στην Αίγυπτο γίνεται Ίσιδα αλλά κι Aθώρ, προστάτιδα των γυναικών, της γονιμότητας, του έρωτα, που έπαιρνε κάποτε τη μορφή της αγελάδας συμβολίζοντας τη μητρότητα. Είναι κι αυτή θεότητα του ουρανού, όπως η Ουρανία Αφροδίτη.

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Απουλήιος, μυημένος στα Μυστήρια της Ίσιδας, παρουσιάζει τη Θεά σε όλο της το μεγαλείο:

Mόλις που είχα κλείσει τα μάτια μου, όταν έξαφνα αναδύθηκε από τη θάλασσα ένα πρόσωπο θεϊκό, μια μορφή άξια να λατρεύεται ακόμα κι από τους θεούς. Σιγά σιγά φανερωνόταν όλο το κορμί της, ώσπου η πανέμορφη οπτασία στάθηκε ολάκερη μπροστά μου, πάνω στον αφρό. Mε τούτη τη μορφή μού παρουσιάστηκε και ήρθαν στην όσφρησή μου όλες οι ευωδιές της Aραβίας, όταν με τίμησε με την ουράνια φωνή της:

«Ήρθα σ’ εσένα, Λούκιε, συγκινημένη από τις προσευχές σου εγώ, η Μητέρα του σύμπαντος, η Κυρία όλων των στοιχείων της φύσης, το αρχέγονο τέκνο των αιώνων, η ισχυρότερη απ’ όλους τους θεούς, η βασίλισσα των νεκρών, η πρώτη ανάμεσα στα ουράνια όντα. Στο πρόσωπό μου φανερώνονται όλοι οι θεοί και οι θεές. M’ ένα μου νεύμα κυβερνώ τα αστροφώτιστα ύψη του ουρανού, την ευεργετική αύρα της θάλασσας και τη θρηνητική σιωπή του κάτω κόσμου.

Mία και μόνη είμαι θεότητα, μα η οικουμένη με λατρεύει με διάφορες μορφές, ποικίλες τελετές και πολλαπλά ονόματα. Oι Φρύγες, οι πρώτοι άνθρωποι στη γη, με ονομάζουνε Mητέρα Θεά της Πεσσινούντας· οι αυτόχθονες της Aττικής Kεκροπία Aθηνά· οι Kύπριοι με αποκαλούν Παφία Aφροδίτη· οι Kρήτες τοξοβόλοι Άρτεμη Δίκτυννα· οι τρίγλωσσοι Σικελοί Στυγία Περσεφόνη και οι αρχαίοι κάτοικοι της Eλευσίνας Δήμητρα.»

Ο ΙΕΡΟΣ ΓΑΜΟΣ

Ωστόσο, η Αφροδίτη, όπως τουλάχιστον έχει φτάσει ως εμάς, είναι πάνω απ’ όλα σεξουαλική θεά, η Μήτηρ Ερώτων, κατά τον ορφικό ύμνο. Είναι εκείνη «που σ’ αχαλίνωτες ανάγκες έζεψε τους ανθρώπους μα και των άγριων ζώων την πολυάριθμη φυλή κι έκανε να μανιάζουν από του έρωτα τα μάγια».

Η ζωοδότρα ένωση του Θεϊκού Θηλυκού με το Ιερό Αρσενικό παριστανόταν συμβολικά με την τελετουργία του Ιερού Γάμου. Η Γη κι ο Ουρανός αποτελούν το πρωταρχικό ζευγάρι σε πολλές θρησκείες του κόσμου. Στην ολύμπια μυθολογία, το ρόλο του ουράνιου θεού παίζει ο Δίας. Παντρεύεται την Ή ρ α, μια άλλη εκδοχή της προϊστορικής Θεάς· το όνομά της κατά μια ερμηνεία προέρχεται από το έρα: γη. Ενώνεται με τη Δήμητρ α (Δημήτηρ: Γη Μήτηρ), η οποία κυοφορεί την Περσεφόνη –το σπόρο του σιταριού που θάβεται και ξαναγεννιέται. Στα Ελευσίνια οι μύστιδες και οι μύστες φαίνεται ότι συνόδευαν την τελετή τραγουδώντας το περίφημο ύε κύε: το ύε (βρέξε) απευθυνόταν στο Δία, ενώ το κύε (κυοφόρησε) στη Δήμητρα.

Κάποτε εκείνος παίρνει τη μορφή χρυσής βροχής και σμίγει με τη Δανάη. Γονιμοποιεί τη Σεμέλη (πιθανόν από το zĕme: γη) και γεννάει, με τη βοήθεια του κεραυνού, το πνεύμα της βλάστησης, το Διόνυσο. Άλλοτε η θεογαμία γίνεται ανάμεσα στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, η οποία φέρνει στον κόσμο το Ιερό Παιδί, τον Ίακχο. Κι άλλοτε η «νύμφη» είναι η Αφροδίτη και ο «νυμφίος» ο Άδωνις, ο ωραίος νεαρός εραστής της. Η ένωση και ο αποχωρισμός τους γιορταζόταν με πάθος κάθε χρόνο από τις γυναίκες στα Αδώνια.

Ένα απόσπασμα από άγνωστο δράμα του Ευριπίδη δείχνει ότι η ερωτική ενέργεια της Κύπριδας είναι αναγκαία για να ευοδωθεί η γονιμότητα της Φύσης ολόκληρης:

Δε βλέπεις τι λογής θεά είναι η Aφροδίτη;
Ούτε να πεις μπορείς ούτε και να μετρήσεις
πόσο είναι μεγάλη κι ως πού φτάνει.
Εκείνη τρέφει εσέ κι εμέ και τους θνητούς τους πάντες.
Δεν θα το μάθεις μόνο με τα λόγια,
μ’ έργα τη δύναμη της θα σου δείξω·
Λαχταρά η Γη τη βροχή όταν ξερό τον τόπο έχει,
άκαρπη απ’ τη στέγνα του νερού και στερημένη.
Και λαχταρά ο σεβάσμιος Ουρανός, βροχή
γεμάτος, στη Γη να πέσει, χάρη στην Αφροδίτη.
Κι όταν οι δυο τους σ’ ένα ενωθούν,
όλα μας τα παράγουν κι όλα τα γεννούν,
απ’ όπου των θνητών το γένος ζει και θάλλει.[4]

Το μοτίβο του Ιερού Γάμου χρησιμοποιεί με το δικό του, ξεχωριστό τρόπο και ο Αριστοφάνης. Στις αντιπολεμικές του κωμωδίες Αχαρνής και Ειρήνη εμφανίζεται η πανέμορφη θεά Ειρήνη. Τη στενή της σχέση με την Αφροδίτη, που την είδαμε ήδη έμμεσα στον Εμπεδοκλή, την εκφράζουν πιο καθαρά τα Ορφικά Αποσπάσματα: πόλεμος μεν Άρης, ειρήνη δ’ εστ’ Αφροδίτη (28. 4). Άλλωστε, είναι μια από τις τρεις Ώρες, τις θεραπαινίδες της Κύπριδας.

Εξάλλου, η τελευταία έχει τη ικανότητα να τιθασεύει το θεό του πολέμου μέσα από το ακαταμάχητο αγκάλιασμά της. Ο ορφικός ύμνος στον Άρη περιγράφει ανάγλυφα αυτή τους τη σχέση:

Συ ο οπλοχαρής, ανθρωποκτόνε, βασιλιά Άρη, πάντα με φόνους μολεμένος,
που χαίρεσαι με ανθρωποκτόνο αίμα, πολεμοτάραχε, φριχτέ (...)
πάψε τη λυσσασμένη αμάχη, κατάνευσε στης Kύπριδας τον πόθο,
λαχταρώντας την παιδοτρόφο ειρήνη, που ευτυχία χαρίζει.

Στους Αχαρνής ο χορός, που αποτελείται από γέροντες, δείχνει πώς η δύναμη του έρωτα ξανανιώνει τους ανθρώπους και γονιμοποιεί τη Φύση:

Όμορφο πούχεις πρόσωπο
και τό κρυβες Ειρήνη!
Συντρόφισσα της Κύπριδας
και όλων των Χαρίτων.
Πώς θα μπορούσε ο έρωτας τους δυο μας ν’ ανταμώσει,
εκείνος ο ζωγραφιστός ο ανθοστεφανωμένος;
Ή τάχα πολύ γέροντα για τέτοια με νομίζεις;
Πέσε στα μπράτσα μου εσύ και ξέρω τι να κάνω!...
Και πρώτα – πρώτα ένα μακρύ θα σου φυτέψω αμπέλι
κι ύστερα δίπλα στη σειρά συκιές με σύκα μέλι
και τρίτο μια κληματαριά, να δεις αν είμαι γέρος...
Κι ολόγυρα το κτήμα θα το κυκλώνουνε ελιές,
που θα μας κάνουν λάδι
για ν’ αλειφόμαστε απαλά
οι δύο μας κάθε βράδυ...[5]

Τα φυτά που αναφέρει εδώ ο ποιητής δεν είναι τυχαία. Και τα τρία σχετίζονται με την έννοια της αφθονίας. Το κλήμα, αφιερωμένο στο Διόνυσο, παραπέμπει στο κρασί και άρα στα γλέντια και την καλοπέραση. Η ελιά, ιερό δέντρο της Αθηνάς, αποτελεί μέχρι σήμερα σύμβολο ειρήνης.

Το σύκο στα αρχαία ελληνικά σημαίνει και «αιδοίο». Σύμφωνα με τη μελετήτρια Mπάρμπαρα Γουόκερ, συνηθισμένο έμβλημα της Mεγάλης Mητέρας υπήρξε η συκιά, τη μορφή της οποίας έπαιρνε η βαβυλωνιακή Iστάρ, αντίστοιχη της Αφροδίτης. Το δέντρο αυτό πιθανότατα σχετίζεται και με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρξε δώρο της Δήμητρας προς το βασιλιά Φύταλο, ο οποίος τη φιλοξένησε· το όνομά του θυμίζει τα φυτά και τη βλάστηση, ενώ ο τάφος του βρισκόταν στην Ιερά Οδό, δηλαδή στο δρόμο που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Κι ακόμη Ερινεός (αγριοσυκιά) ονομαζόταν ο τόπος απ’ όπου ο Πλούτων κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αφού άρπαξε την Περσεφόνη.[6]

Η αναφορά του χορού στο φύτεμα φυσικά περιέχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Άλλωστε, στην αρχαιότητα η σπορά της γης παρομοιαζόταν με την ερωτική πράξη, απ’ όπου προέκυψε η έννοια του Ιερού Γάμου. Είναι ενδιαφέρον ότι τα γεωργικά προϊόντα και σήμερα ονομάζονται «γεννήματα»...

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η περιπλάνηση στο μαγικό κόσμο της Θεάς δεν τελειώνει εδώ· έχει ακόμη πολλά μυστικά να μας αποκαλύψει. Μελετώντας τον τεράστιο πλούτο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, συνειδητοποίησα ότι έχει τη δύναμη να γίνει οδηγός μας στους δύσκολους καιρούς όπου ζούμε. Μπορεί να μας βοηθήσει ν’ ανακαλύψουμε μια άλλη αντίληψη για τη Φύση και τον Έρωτα, για το Θηλυκό, για την ειρήνη και τον πόλεμο.

Η Αφροδίτη ταξιδεύει μέσα στο χρόνο για να μας μυήσει στη δική της σοφία, να μας δώσει το έναυσμα για νέες σκέψεις και προβληματισμούς. Κουβαλώντας τους απόηχους μιας άλλης κοινωνίας έχει την ικανότητα να μας κάνει να ονειρευόμαστε έναν πολιτισμό διαφορετικό, όπου οι αξίες της θα μπορέσουν ν’ αναδυθούν ξανά. Άλλωστε, εκείνη, κατά τη μυθολογία, είναι η μητέρα της Αρμονίας...
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Oρφικός Ύμνος 55.
[2] Kαθαρμοί, απόσπασμα 128.
[3] Παλαιά Διαθήκη, B’ Bασιλέων 23.
[4] Απόσπασμα από άγνωστο δράμα του Ευριπίδη, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο 13 του Αθήναιου.
[5] Αχαρνής 1074-1084.
[6] Παυσανίας 1. 37, 2 και 1. 38, 5.

Η τρυφερότητα είναι η πιο ταπεινή μορφή αγάπης

Η τρυφερότητα είναι η πιο ταπεινή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα ευαγγέλια, κανένας δεν ορκίζεται σ’ αυτήν, κανείς δεν την παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις, ούτε προκαλεί φθόνο.

Εμφανίζεται όποτε κοιτάζουμε από κοντά και με προσοχή μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο «εαυτός» μας.

Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής· υπερβαίνει κατά πολύ τη συγγενή της ενσυναίσθηση. Αντιθέτως, είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου. Η τρυφερότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική ανησυχία για μια άλλη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική της φύση και για την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και στις επιπτώσεις του χρόνου. Η τρυφερότητα αντιλαμβάνεται τους δεσμούς που μας ενώνουν, τις μεταξύ μας ομοιότητες και τα κοινά μας. Είναι ένας τρόπος να κοιτάζουμε που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ζωντανός, ζων, διασυνδεμένος, συνεργατικός και εξαρτώμενος από τον εαυτό του.

Η λογοτεχνία στηρίζεται στην τρυφερότητα προς οποιαδήποτε ύπαρξη εκτός από τον εαυτό μας. Είναι ο βασικός ψυχολογικός μηχανισμός του μυθιστορήματος. Χάρη σε αυτό το θαυματουργό εργαλείο, το πιο εξελιγμένο μέσο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η εμπειρία μας μπορεί να ταξιδέψει μέσα στον χρόνο, φτάνοντας σε εκείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, αλλά που θα στραφούν κάποια στιγμή σε αυτά που έχουμε γράψει εμείς, στις ιστορίες που είπαμε για τον εαυτό μας και για τον κόσμο μας.

Τα Δύο Είδη Μοναξιάς

Υπάρχουν δύο είδη μοναξιάς: η καθημερινή και η υπαρξιακή.

Η πρώτη είναι διαπροσωπική, είναι ο πόνος του να είσαι απομονωμένος από τους άλλους ανθρώπους.

Αυτή η μοναξιά -η οποία συχνά συνδέεται μ’ έναν φόβο για τη στενή επαφή ή με αισθήματα απόρριψης και ντροπής ή με την πεποίθηση ότι είμαστε ανίκανοι ν’ αγαπηθούμε- είναι σε όλους μας γνώριμη.

Για την ακρίβεια το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς που γίνεται στην ψυχοθεραπεία, επιχειρεί να βοηθήσει τους θεραπευόμενους να μάθουν να διαμορφώνουν πιο στενές, πιο υποστηρικτικές και σταθερές σχέσεις με τους άλλους.

Η μοναξιά αυξάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αγωνία του θανάτου.

Ο πολιτισμός μας ορθώνει δυστυχώς πολύ συχνά ένα παραπέτασμα σιωπής και απομόνωσης γύρω απ’ τον άνθρωπο που πεθαίνει.

Μπροστά στον μελλοθάνατο οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειας γίνονται συχνά πιο απόμακρα, γιατί δεν ξέρουν τι να πουν.

Φοβούνται μην τον ταράξουν. Αποφεύγουν επίσης να τον πλησιάσουν πολύ, από φόβο μην έρθουν αντιμέτωποι με τον δικό τους θάνατο. Ακόμα και οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων το έβαζαν στα πόδια.

Αυτή η καθημερινή απομόνωση λειτουργεί αμφίδρομα: δεν είναι μόνο όσοι είναι καλά που τείνουν ν’ αποφεύγουν τον μελλοθάνατο, πολλές φορές κι οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι συνεργάζονται στην απομόνωσή τους.

Ασπάζονται τη σιωπή, για να μην τυχόν παρασύρουν τους ανθρώπους που αγαπούν μέσα στον μακάβριο, μελαγχολικό τους κόσμο.

Ένας άνθρωπος που δεν είναι σωματικά άρρωστος, αλλά βρίσκεται εν μέσω άγχους θανάτου, μπορεί να νιώθει περίπου το ίδιο. Μια τέτοια απομόνωση βέβαια επιδεινώνει τον τρόμο.

Όπως έγραψε ο Ουίλλιαμ Τζέημς τρομαγμένοι, όταν πλησίαζε η στιγμή του θανάτου ενός ανθρώπου.

Η δεύτερη μορφή μοναξιάς, η υπαρξιακή απομόνωση, είναι πιο βαθιά και πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο άτομο και στους άλλους ανθρώπους.

Το χάσμα αυτό είναι συνέπεια όχι μόνο του γεγονότος ότι ο κάθε άνθρωπος βρίσκεται πεταμένος μόνος του μέσα στην ύπαρξη κι είναι υποχρεωμένος να βγει απ’ αυτήν μόνος, αλλά προκύπτει κι από το γεγονός πως ο καθένας από εμάς κατοικεί έναν κόσμο, τον οποίο γνωρίζει πλήρως μόνο ο εαυτός μας. πριν από έναν αιώνα: «Δεν θα μπορούσε να έχει επινοηθεί πιο μοχθηρή τιμωρία, αν κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά εφικτό, από το να ρίξεις έναν άνθρωπο ελεύθερο μέσα στην κοινωνία, ο οποίος να μείνει στο περιθώριο, να μην τον λάβει υπόψη του ποτέ κανένα από τα μέλη της».

Τον δέκατο όγδοο αιώνα ο Ιμμάνουελ Καντ διέλυσε την επικρατούσα υπόθεση που ήταν βασισμένη στην κοινή λογική, ότι όλοι μπαίνουμε και κατοικούμε σ’ έναν τελειωμένο, καλά κατασκευασμένο, κοινό κόσμο.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι χάρη στον νευρολογικό μας εξοπλισμό, ο κάθε άνθρωπος παίζει ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της δικής του πραγματικότητας.

Μ’ άλλα λόγια, διαθέτουμε έναν αριθμό εγγενών νοητικών κατηγοριών (για παράδειγμα, ποσότητα, ποιότητα, αίτιο και αποτέλεσμα), οι οποίες αρχίζουν να λειτουργούν, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με εισερχόμενα δεδομένα των αισθήσεων, και που μας δίνουν τη δυνατότητα να συνθέτουμε αυτόματα και ασυνείδητα τον κόσμο με μοναδικό τρόπο.

Έτσι η υπαρξιακή απομόνωση αναφέρεται στην απώλεια όχι μόνο της βιολογικής μας ζωής αλλά και του ίδιου μας του πλούσιου και θαυμαστά λεπτομερούς κόσμου, ο οποίος δεν υπάρχει με τον ίδιο τρόπο στον νου κανενός άλλου ανθρώπου.

Κι η καθεμιά τους δεν είναι παρά μια φασματική εικόνα που με τον θάνατό μου θα σβηστεί για πάντα.

Ο καθένας από μας βιώνει τη διαπροσωπική απομόνωση (το καθημερινό αίσθημα μοναξιάς) με ποικίλους τρόπους σε όλες τις φάσεις του κύκλου της ζωής.

Αλλά η υπαρξιακή απομόνωση είναι λιγότερο συνηθισμένη στα πρώτα στάδια της ζωής.

Οι άνθρωπο τη βιώνουν πολύ έντονα, όταν είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και πιο κοντά στον θάνατο.

Σε τέτοιες στιγμές αποκτούμε επίγνωση του γεγονότος ότι ο κόσμος μας θα εξαφανιστεί, κι ακόμα ότι κανείς δεν μπορεί να μας συντροφέψει πλήρως στο ζοφερό ταξίδι μας στον θάνατο.

Όπως μας υπενθυμίζει το παλιό σπιρίτσουαλ: «Μόνος σου πρέπει να την περπατήσεις αυτή τη μοναχική κοιλάδα».

Η ιστορία και η μυθολογία βρίθουν από απόπειρες των ανθρώπων να απαλύνουν την απομόνωση του θανάτου.

Σκεφτείτε τις ομαδικές αυτοκτονίες, ή διάφορους μονάρχες σε πολλούς πολιτισμούς, που διέταζαν να ταφούν μαζί τους ζωντανοί οι σκλάβοι τους, ή την ινδική πρακτική του sati, η οποία απαιτεί να καίγεται η χήρα στη νεκρική πυρά του συζύγου της.

Σκεφτείτε την επανασύνδεση στον παράδεισο και την ανάσταση των νεκρών.

Σκεφτείτε την απόλυτη βεβαιότητα του Σωκράτη ότι θα περνούσε όλη την αιωνιότητα συζητώντας με άλλους μεγαλόπνοους στοχαστές.

Λύκος, Απόλλων, Άρτεμις, γνώση και σοφία.

Ο λύκος υπήρξε το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη κατανομή στον κόσμο μετά τον άνθρωπο, ϊσως για αυτό και τον συναντούμε διαχρονικά ως ένα παγκόσμιο αρχετυπικό σύμβολο. Οι λύκοι, έχουν έναν κοινωνικό και ευφυή χαρακτήρα. Ζούν σε καλά οργανωμένες αγέλες με σεβασμό στην ιεραρχία αλλά και με υψηλό αίσθημα υπερηφάνειας. Συμβολίζουν την ενότητα, την προσαρμογή, και την αντοχή.

Στην αρχαία Ελλάδα, ο θεός Απόλλωνας αναφέρεται συχνά ως Λύκειος, ενώ ο λύκος ήταν απο τα ιερά του ζώα. Για αυτό τον λόγο το όνομα του λύκου σημαίνει ο «φωτεινός», έχοντας κοινή καταγωγή, με τις λέξεις λυκόφως και λυκαυγές, δηλαδή το σούρουπο και τη χαραυγή (Στο ετυμολογικό λεξικό αναφέρεται ότι ο Απόλλωνας ονομαζόταν λυκοκτόνος ως προστάτης από τους λύκους).

Σύμφωνα με μία απο τις επικρατέστερες εκδοχές της Ελληνικής μυθολογίας, η μητέρα του Απόλλωνος Λητώ, ως ερωμένη του Δία μετά από παρέμβαση του Βορέα (κατόπιν εντολών του Δία), οδηγήθηκε η Λητώ στον Ποσειδώνα, ο οποίος δημιούργησε έναν υδάτινο θόλο πάνω από το νησί της Δήλου. Έτσι, «δημιουργήθηκε» ένας τόπος ανήλιος, για να γεννήσει η Λητώ τα παιδιά της. Εκεί γεννήθηκε πρώτη η Άρτεμη που βοήθησε τη μητέρα της να ξεγεννήσει και τον αδελφό της.

Και έτσι το αόρατο έως τότε νησί, μέτα την γέννηση των φωτεινών τέκνων του Διός, στερεώθηκε με τέσσερις στήλες στον βυθό της θάλασσας και μετονομάστηκε από Ορτυγία, όπως την αποκαλούσαν οι αθάνατοι, σε Δήλο, που σημαίνει φανερή ή φωτεινή, λαμπρή, γιατί φανέρωσε τον θεό Απόλλωνα, τον θεό του φωτός.

Άλλη παράδοση θέλει τη Λητώ να μεταμορφώνεται σε λύκαινα, για να ξεφύγει από την Ήρα, και να επιστρέφει στην κατοικία της στη χώρα των Υπερβορείων, για να γεννήσει. Έτσι εξηγείται το επίθετο του θεού λυκογενής, δηλαδή γεννημένος από λύκο. Ή γιατί λύκοι βοήθησαν τη Λητώ, όταν, μετά τον τοκετό, εκείνη πήγε στη χώρα Τρεμιλίδα με τα δύο νεογέννητα, σταμάτησε σε μια πηγή ή λίμνη για να τα λούσει, αλλά γελαδάρηδες την εμπόδισαν. Η θεά, με τη βοήθεια των λύκων, τους μεταμόρφωσε σε βατράχια και μετονόμασε τη χώρα προς τιμή τους σε Λυκία.

Ο Απόλλωνας και η Άρτεμις σε επίπεδο συμβολισμού αντιπροσωπεύουν τα δύο φωτεινά ουράνια σώματα του πλανητικού μας συστήματος, τον Ηλιο και την σελήνη. Σε ιστορικό και ανθρωπολογικό επίπεδο, η Άρτεμις ως πρωτογεννημένη αντιπροσωπεύει την μητριαρχία (την τροφοσυλλεκτική κοινωνία, την μαγεία), και ο Ήλιος την πατριαρχία, την μόνιμη εγκατάσταση και τα βασίλεια.

Δεν είναι τυχαίο, πως το Μαντείο των Δελφών, ενώ ήταν αρχικά αφιερωμένο στην Γαία, στην συνέχεια έρχεται ο Απόλλων σκοτώνει τον δράκο φύλακα της Γαίας, και ιδρύει το δικό του ιερό.
Έτσι δεν μας κάνει εντύπωση πως αν και ο λύκος είναι το ιερό ζώο του Θεού Απόλλωνος, συνδέεται και με την αδελφή του Απόλλωνος, Αρτέμιδα (συνέχεια της Γαίας, της μεγάλης μητέρας) και το φεγγάρι. Η εικόνα του λύκου που ουρλίαζει μπροστά από την πανσέληνο είναι μία αρχετυπική εικόνα. Ως γνωστόν οι λύκοι για κάποιο, λόγο ουρλίαζουν όταν υπάρχει πανσέληνος, για αυτό μάλιστα η πανσέληνος του Ιανουαρίου ονομάζεται «Σελήνη του Λύκου», επειδή σύμφωνα με τους αυτόχθονες Ιθαγενείς της Αμερικής, οι λύκοι ούρλιαζαν προς το φεγγάρι αυτή την εποχή του χρόνου.

Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει κάποια ένδειξη για το αν οι φάσεις της σελήνης διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στο ουρλιαχτό των λύκων αλλά αυτοί είναι νυχτερινά ζώα και πιο δραστήρια στη διάρκεια της νύχτας. Και πάντα ουρλιάζουν με κατεύθυνση στο φεγγάρι γιατί έτσι το ουρλιαχτό ακούγεται καλύτερα και πιο μακριά

Το φεγγάρι δανείζεται το φως του ήλιου, ώστε να μας παρέχει προσανατολισμό και μία σχετική προστασία και στους κίνδυνους του σκότους. Ο λύκος λοιπόν πρωτίστως ως αντιπρόσωπος του φωτός, είτε του ηλιακού είτε του εξ αντανακλάσεως του φεγγαριού, συνδέεται τόσο με την γνώση, όσο και την αυτογνωσία.!

Ο λύκος ως ζώο που διαθέτει άριστη όραση στο σκοτάδι, στην αρχαία Ελλάδα υπήρξε σύμβολο μιας εκπαιδευτικής και μυητικής διαδικασίας, αυτής του περάσματος από την αμάθεια, στην γνώση, από το σκοτάδι στο φως. Τα λυκάκια γεννιούνται τυφλά και κουφά. Ανοίγουν τα μάτια τους στις δυο περίπου εβδομάδες. Θηλάζουν για περίπου 9 εβδομάδες ή και περισσότερο. Τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους παραμένουν πάντα κοντά στη φωλιά και στη συνέχεια αρχίζουν και απομακρύνονται από αυτή σε αποστάσεις λίγων εκατοντάδων μέτρων.

Κατ΄αντιστοιχία στην αρχαία Ελληνική κοινωνία, οι λέξεις Λυκόπουλο ή Λυκιδεύς χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσουν τους εφήβους που βρίσκονταν στην είσοδο της ενηλικίωσής τους. Εξάλλου η μυητική, σκληρότατη εννιάχρονη εκπαίδευσή τους, ονομαζόταν και αγέλη, κατόπιν υπολογίζονταν ως ενήλικες, άξιοι κυνηγοί, άνδρες πλέον. Στην Aθήνα το ιερό δάσος γύρω από το ναό του Aπόλλωνα ονομαζόταν Λυκαίον εκεί όπου δίδασκε ο Αριστοτέλης (εξ ου και η λέξη λύκειον).

Η γνώση μπορεί να αποτελεί προυπόθεση για την κοινωνική καταξίωση και εξέλιξη, αλλά μόνο η αυτογνωσία, μπορεί να οδηγήσει στην σοφία. Η πραγματική σοφία, βρίσκεται στο κέντρο της ύπαρξης μας και αφορά μία μεταμορφωτική εσωτερική διαδικασία, η οποία απαιτεί, υπομονή, επιμονή, χρόνο και βίωμα. Σκοπός του ανθρώπου να γίνει αυτόφωτος όπως Ζωοδότης ήλιος, και όχι ετερόφωτος όπως η σελήνη.

Όταν απαλλαχτούμε από την γνώση που έχουμε διδαχθεί, όταν ανακαλύψουμε την ματαιότητα όλων των ανθρώπινων δογμάτων ίσως αναγεννηθεί μέσα μας, κάτι εντελώς καινούργιο, ένας καινούργιος νους. Ένας νους χωρίς την παραμικρή γνώση και εμπειρία. Άπλαστος και ακατέργαστος, ατόφιος, αυθεντικός, όσο η φύση.

Επιστροφή στα διδάγματα της φύσης λοιπόν!

Αυτό που θέλω & αυτό που αντέχω

Αυτό που θέλω, αυτό που επιθυμεί η ψυχή μου και με τόση λαχτάρα υπόσχομαι στον εαυτό μου, χρειάζεται ένα και μόνο πράγμα για να το κατακτήσω• να μπορώ να το αντέξω.

Στην παιδική μας ηλικία, εάν η αγάπη και η αποδοχή έφτανε σε εμάς με όρους, μεγαλώναμε μέσα σε μία συνθήκη. Να είμαστε καλοί για να την λαμβάνουμε και όποια στιγμή δεν το καταφέρουμε, θα βιώσουμε την απομάκρυνση εκείνων που έχουμε περισσότερο ανάγκη και την αποστέρηση όλων των προνομίων μας.

Το πρώτο μας συναίσθημα, λοιπόν, έπρεπε να θαφτεί για να συνηχήσουμε με αυτό που μας ζητούσαν, μα καθώς αυτό ήταν αδύνατο, έμελλε να επενδύεται σε κάτι άλλο. Επενδυόταν στην προσδοκία ότι θα ικανοποιηθεί κάθε μας ανάγκη, εάν είμαστε καλοί, και στο ότι ο θυμός, η απογοήτευση και η θλίψη δεν πρέπει να επικοινωνούνται γιατί θα μας οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση.

Όσο, όμως, κι αν λαχταρούσαμε να απελευθερωθούμε από αυτή την συνθήκη, άλλο τόσο έπρεπε να παραμείνουμε στους κόλπους της για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και η λύση ήταν μία. Να την αγαπήσουμε. Να την ενστερνιστούμε και να την ασπαστούμε ώστε να μπορέσουμε να την αντέξουμε. Κι ως ενήλικες, που αδημονούσαμε να νιώσουμε ελεύθεροι από αυτή την οδηγία της παιδικής μας ηλικίας, μοιάζει την οδηγία να την κατάπιαμε.

Όταν έρθει η ώρα να σχετιστούμε, λοιπόν, η κασέτα μπαίνει μπρος κι ο σύντροφος που επιλέγουμε περνάει από μια ασυνείδητη και χειρουργικής ακριβείας εξέταση. Η εξέταση αυτή διαρκεί ελάχιστα, εκτελείται αυτόματα, και αποτελείται από μία και μόνο ερώτηση: “Σε αντέχω;”

Όσο κι αν επιθυμώ κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από αυτό που έμαθα, το κορμί μου τεντώνεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Κι ο λόγος για αυτό δεν είναι άλλος από το ότι το οικείο, ακόμα κι αν είναι ματαιωτικό, το αντέχω.

Για να επιβιώσουμε στη σχέση, λοιπόν, αναβιώνει η ίδια οδηγία με τότε. Να είσαι καλή... μη δίνεις σημασία... να είσαι υπομονετικός, μη φωνάζεις... μη χτυπιέσαι και στο τέλος θα ανταμειφτείς.

Και μέσα σε αυτή τη φράση, συμβαίνουν τα δύο πράγματα που συνέβαιναν και τότε. Η υπενθύμιση ότι καλός είναι εκείνος που δεν παραπονιέται, που δεν ζητάει, που δεν υπερασπίζεται αυτό που νιώθει, και το ότι χρειάζεται να καταπνίξουμε το συναίσθημά μας ώστε να είμαστε αρεστοί, ώστε να μας αγαπούν.

Αυτό που απομένει, όμως, είναι το ίδιο παιδί το οποίο δεν έπρεπε να νιώθει όπως νιώθει, και παρά το ότι το απαγορεύει στον εαυτό του, εξακολουθεί να μην εμπεριέχεται. Και αυτό το παιδί γίνεται ένας ενήλικας ο οποίος συνεχίζει να απορρίπτεται με την ίδια ακρίβεια. Συνεχίζει να είναι δοτικός και φροντιστικός με το συναίσθημα του άλλου, συνεχίζει να δίνει με την ελπίδα ότι θα πάρει, αλλά αυτό είναι ένα αξίωμα το οποίο δεν μέλλει να ικανοποιηθεί.

Μέσα σε έναν δεσμό με μία τέτοια συνθήκη, καιρό με τον καιρό, αναδύεται η ίδια συναισθηματική έλλειψη που υπήρχε και τότε. Και το γνώριμο της κατάστασης είναι που μας κρατά εκεί και δεν εγκαταλείπουμε βαφτίζοντας την ταλαιπωρία μας αφοσίωση, δέσμευση, ή όπως αλλιώς χρειάζεται να κάνουμε.

Οι σύντροφοί μας, ωστόσο, όσο κι αν μοιάζουν να μας ταλαιπωρούν, είναι συγχρόνως αυτό ακριβώς που μπορούμε να διαχειριστούμε. Κι, όμως. Μέσα στην ταλαιπωρία μας θυμώνουμε, οργιζόμαστε. Να αλλάξει ο άλλος, λέμε. Να καταλάβει... να γίνει πιο γλυκός... πιο τρυφερός... πιο εμπεριεκτικός...

Όμως, αν το έκανε, θα το αντέχαμε; Θα αντέχαμε να ζούμε με κάποιον τόσο δοτικό, όταν η αγάπη στην οποία μάθαμε ερχόταν με τόνους παραμέλησης;

Θα αντέχαμε όταν η αποδοχή που λαμβάναμε ερχόταν με όρους; Όταν αυτό που μάθαμε είναι ότι πρέπει να είμαστε ολοκληρωτικά και συνεχώς καλοί; Ότι το να στενοχωρείς, να θυμώνεις, να κλαις, δεν ανήκει σε μια σχέση και το ότι, αν συμβαίνει, σημαίνει ότι η σχέση είναι κακή;

Ότι οφείλουμε ακόμα και να προνοούμε. Να καταλαβαίνουμε τον άλλο πριν καν μας το ζητήσει και το ότι το ίδιο οφείλει να κάνει κι αυτός; Γιατί να του μιλήσουμε, λοιπόν, όταν κάτι μας πληγώνει; Λες και θα καταλάβει.

Φυσικά, και δεν θα καταλάβει. Το να καταλάβει σημαίνει να αλλάξει, να γίνει κάποιος άλλος, μα αυτό γίνεται να συμβεί; Γίνεται να αλλάξει; Πώς; Πώς θα αλλάξει κάποιος τον οποίο τον επιλέξαμε για αυτόν ακριβώς το λόγο; Για να μας δίνει αυτό που αντέχουμε• τη ματαίωση, όταν η φροντίδα και η δοτικότητα που ζητάμε είναι τρομερά πιο απειλητική.

Συγχρόνως, όμως, μάθαμε να εξαρτάμε το αν θα εκφραστούμε από το πώς θα το υποδεχτεί εκείνος. Εάν το ακούσει, να το κάνω. Εάν όχι, δεν έχει νόημα. Έτσι, από το φόβο μην ματαιωθούμε, ματαιώνουμε οι ίδιοι εμάς. Κι όμως. Το να εκφραστούμε έχει το μεγαλύτερο νόημα καθώς ή θα αγγίξει τον άλλο και θα πλησιαστούμε ή θα καταλάβω με ποιον σχετίζομαι.

Κι αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να σχετιστώ είμαι εγώ. Αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να ακούσω, να αγκαλιάσω και να καταλάβω είμαι πάλι εγώ. Κι αυτή η αγκαλιά δεν γίνεται με τα χέρια μου, αλλά με κάτι μεγαλύτερο. Με κάτι σπουδαιότερο. Με κάτι που ο χώρος που μπορεί να εσωκλείσει είναι απεριόριστος. Την αποδοχή μου.

Δίνοντας εμείς σε εμάς αυτό που δεν μας δόθηκε. Εμπεριέχοντας τον εαυτό μας χωρίς συνθήκες, χωρίς όρους, για αυτό που είναι. Με το να γίνουμε εμείς οι ιδανικοί γονείς του. Εκείνοι που είχαμε ανάγκη.

Επιτρέπεται να θυμώσω; Φυσικά, και επιτρέπεται. Επιτρέπεται να κλάψω, να ζητήσω, να παραπονεθώ; Φυσικά, και επιτρέπεται. Μπορώ να το κάνω χωρίς να φοβάμαι ότι θα απορριφθώ; Φυσικά, και μπορείς. Έχω δικαίωμα να αγαπηθώ βαθιά για αυτό που είμαι; Έχεις κάθε δικαίωμα. Και έτσι ακριβώς απαντούμε τα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί, και λαμβάνουμε τις απαντήσεις που χρειαζόμασταν να έχουμε εσωτερικεύει ώστε να ψηλώσει η ψυχή μας.

Ο πόνος του να επαναλαμβάνω αυτό που με πληγώνει, είναι ένας πόνος που τον διατηρεί η δυσκολία του να αλλάξω αυτό που είμαι.

Η δυσκολία του να αποχωριστώ την προσδοκία μου για τους άλλους και να την στρέψω στον εαυτό μου. Κι αν δεν υπάρχει και δευτερογενές όφελος, τότε ένα και μόνο ένα πράγμα συμβαίνει. Επαναλαμβάνω την ιστορία της παιδικής μου ηλικίας σε μία προσπάθεια να την αλλάξω.

Η αλλαγή δεν είναι εύκολη. Εξίσου δύσκολη είναι. Και ο πόνος, όμως, δύσκολος είναι. Και το ένα δύσκολο είναι, και το άλλο δύσκολο είναι. Και τα δύο δύσκολα είναι. Εσύ, όμως, διαλέγεις με πιο δύσκολο θέλεις να ζεις..

Εμπεδοκλής: Αγάπη ή Α-Μάχη

Φιλότητα και Νεῖκος [=Φιλία και Έχθρα]

§1

Ποιος ήταν ο Εμπεδοκλής; Ήταν ο ποιητής-φιλόσοφος της προσωκρατικής περιόδου –αρχή του πέμπτου αιώνα π.Χ.–, ο οποίος με τον χυμώδη λόγο του και τη χαρισματική του ευστροφία επιχείρησε να κατανοήσει τα ανθρώπινα πράγματα με βάση τις αρχές της ισότητας και της αυθεντικά δημο-κρατικής ευαισθησίας. Η στοχαστική του πρόταση, βαθιά νοηματική, αγκαλιάζει το σύνολο του κοσμικού συστήματος με πολλαπλές υποτυπώσεις και υποσημάνσεις. Βασικό μοτίβο της σκέψης του, κατ’ επέκταση της διδασκαλίας του, ήταν να υπερασπίζεται με έμφαση την ανάγκη προσεκτικής παρατήρησης του περιβάλλοντος κόσμου, του καθημερινού μας περίκοσμου. Δεν αρκεί, μας λέει, να ακούμε με τα ίδια μας τα αυτιά τους δικούς του λόγους, όσο σοφοί κι αν είναι, αλλά να αναζητούμε την αλήθεια, ανασύροντας από αυτούς ή τέτοιους λόγους νοήματα που επιτρέπουν ή διασφαλίζουν την πλήρωση της ως άνω ανάγκης. Στο αβέβαιο σήμερα του δικού μας κόσμου, η πλήρωση αυτής της ανάγκης παραμένει σε γενικές γραμμές το ζητούμενο. Στο απόσπασμα Β2 (Diels-Kranz), ο Εμπεδοκλής δηλώνει με σαφήνεια ότι οι άνθρωποι, αν και έχουν εξοπλιστεί με εκπληκτική νόηση, παγιδεύονται μέσα στο καθημερινά τυχαίο ή συμπτωματικό –το απολύτως αβέβαιο– και πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει ένα ολόκληρο σύμπαν. Έτσι όμως καθιστούν τον εαυτό τους αδέξιο να παρατηρεί προσεκτικά τον κόσμο, με αποτέλεσμα να χάνονται μέσα σε αυτό που έπρεπε να ελέγχουν. Η μαγική λέξη στο εν λόγω απόσπασμα είναι: Μήτις [=νους, σοφία, ευφυία, πανουργία, φρόνηση]. Αυτή ενσαρκώνει για τον άνθρωπο την τέχνη της βέβαιης, της σίγουρης πλοήγησης στη ζωή πάνω από εμπόδια, εξαπατήσεις και ψευδαισθήσεις. Όταν όμως αυτή λείπει, απελπισμένοι οι θνητοί σύρονται ως άβουλα όντα πέρα–δώθε.

§2

Αλλά ποιες δυνάμεις ρυθμίζουν την κίνηση του συμπαντικού και ανθρώπινου κόσμου; Το Νεῖκος και η Φιλότης. Η πρώτη λέξη σημαίνει την έχθρα, τη διαμάχη, την έριδα, τον αγώνα· η δεύτερη τη φιλία και την αγάπη. Στο απόσπασμα Β17 (Diels-Kranz), ο Εμπεδοκλής παρουσιάζει τις δυο αυτές δυνάμεις στην αυξομειωτική τους κίνηση ή στον εναλλασσόμενο κύκλο τους: φθοράς, έχθρας, αμάχης, διαμάχης, αγώνα από τη μια και συμμετρίας, εναρμόνισης, συμφιλίωσης, αγάπης. Αυτή η κίνηση διέπει το πεπρωμένο των πάντων. Η ενεργοποίηση της Φιλότητας εμφανίζεται να ενώνει, να «δένει» τα όντα με την αγάπη. Η ενεργοποίηση του Νεῖκους σηματοδοτεί τη διεργασία ή διαδικασία αποχωρισμού, αποσύνθεσης, πολυδιάσπασης: δεσπόζει ο αγώνας του διαχωρισμού. Συνήθως, η πρώτη κίνηση ερμηνεύεται από διάφορους μελετητές του Εμπεδοκλή ως η θεμελιώδης, δεσπόζουσα και τελική κατάσταση, η οποία κατορθώνει να επικρατήσει επί της έχθρας, ενώ η κίνηση της τελευταίας είναι απλώς ένα ενδιάμεσο επεισόδιο μέσα στο όλον της αρμονίας. Αυτή η αντίληψη ότι όλα τα πράγματα στο τέλος τα κυβερνά η αγάπη, η συμφιλίωση και παρόμοια είναι άκρως θεολογική και εξουσιαστική. Μια τέτοια αντίληψη αποτελεί και την («ηθική») λαμπάδα της ενθάδε εξουσιαστικής μηχανής που λυσσομανά ασύστολα και ελαφρά τη καρδία στέλνει μαζικά τους ανθρώπους στην απελπισία και την αυτοκτονία. Μια προσεκτική ανάγνωση, όπως μας επιτάσσει ο ίδιος ο ποιητικός λόγος του Εμπεδοκλή, συνηγορεί υπέρ ενός περιδινούμενου κύκλου φιλότητας και έριδας, αγάπης και αγώνα, χωρίς αρχή και τέλος. Ο κοσμικός κύκλος, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, δεν διέπεται από καμιά προοπτική να αρχίζει και να τελειώνει κάποτε είτε αίσια [=αγαπητικά, φιλικά] είτε «απαίσια» [=εχθρικά, εριστικά, ταξικά]. Κυβερνιέται μόνο και εσαεί από την επικράτηση της κεραυνοβόλας κίνησης: Νείκους και Φιλότητας. Μια οποιαδήποτε παραγνώριση τούτης της κίνησης, μέσα ας πούμε από «ηθικο-πολιτικά» κηρύγματα περί κοινωνικής ειρήνης κ.λπ., επιτρέπει στους παχύσαρκους ημιβάρβαρους της εκάστοτε εξουσίας να αυτοπαρουσιάζονται ως οι επίγειοι εκπρόσωποι της θεάς που συνήθως ονομάζεται πολιτική.

Μαθήματα Θεολογίας (Μέρος Α’)

ή Τι πρέπει να γνωρίζουν οι ορθόδοξοι για τη θρησκεία τους


Μια συνοπτική σε απλή γλώσσα παρουσίαση της κεντρικής αφήγησης της Ορθοδοξίας και των λογικών προβλημάτων που παρουσιάζει σε δύο συνέχειες. Στην πρώτη θα γίνει η παρουσίαση της με σύντομα σχόλια, ενώ στη δεύτερη τα προβλήματα που έχει και έχει δημιουργήσει.

Αν ζητήσετε από κάποιον χριστιανό να σας πει τι πιστεύει, το πιθανότερο ότι δεν θα ξέρει να σας απαντήσει πλήρως ενώ είναι σίγουρο ότι θεωρεί κάποια δεδομένα. Κάποιοι θα απαντήσουν ίσως με το Σύμβολο της Πίστεως, αλλά αυτό είναι δήλωση της πίστης και όχι κατανοητή εξήγηση της στο από που και πως προέρχεται και σε τι στηρίζεται. Το ίδιο το Σύμβολο υπονοεί πολλά από αυτά που θα δούμε στην συνέχεια που οι περισσότεροι αγνοούν ή θέλουν να αγνοήσουν. ΔΕΣΕίναι δυνατόν τόσος κόσμος να πιστεύει σε ένα ψέμα;

Οποιοδήποτε βιβλίο θεολογίας και να διαβάσετε, οποιοδήποτε Πατέρα της Εκκλησίας, όλα στηρίζονται και εξυπηρετούν έναν κεντρικό και σταθερό πυρήνα (μύθο) που σπάνια αναφέρεται και είναι η καλούμενη “δογματική θεολογία”. Αυτός αν και δομήθηκε σε παμπάλαιες εποχές, υπάρχει και υπονοείται, τουλάχιστον στους μυημένους. Για τον πολύ κόσμο, η ιστορία αυτή δεν είναι ούτε λογική ούτε ευχάριστη και για αυτό δεν θα τον βρείτε πουθενά ολόκληρο και ξεκάθαρο κάπου, έστω σε καθαρή καθημερινή γλώσσα, παρά μόνο στις θεολογικές σχολές. Θα έλεγα ότι προτιμούν να την αγνοούν σε πολλές πτυχές της. Με την ορθόδοξη θεολογία έχω ξανασχοληθεί εδώ, αλλά τώρα θα γίνει μια καλύτερη παρουσίαση της και μια πληρέστερη ανάλυση των προβλημάτων της.

Οι παρενθέσεις είναι σύντομα σχόλια μου. Η δογματική αυτή είναι ίδια και απαράλλαχτη για την Καθολική Εκκλησία με 2-3 μικρές διαφορές που σημειώνονται.

Περιεχόμενα:

1. Ο Θεός
2. Ο κόσμος
2.α Χρονικές διευκρινήσεις
3. Ο άνθρωπος
3.1 Ο προ-πτωτικός άνθρωπος
3.2 Η Πτώση
3.3 Ο μετά-πτωτικός άνθρωπος
4. Ο Χριστός
5. Η Εκκλησία
6. Η επιβεβαίωση του Μύθου
-----------------------

1. Ο Θεός

1.1 Ο Θεός για την Ορθοδοξία είναι αυτός που διαμορφώθηκε από το αποτέλεσμα των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων του 4ου αι. κ.χ..

1.2 Είναι ένα σύνολο ονομάτων. Περιλαμβάνει τον Γιαχβέ της Π.Δ. ως Πατέρα, τον Ιησού των Ευαγγελίων ως Υιού και του Πνεύματος του Θεού ως εκπορευτού. Μερικοί εμπλέκουν τον ίδιο τον Ιησού με τον Γιαχβέ, καθιστώντας τον Πατέρα κρυμμένο και ανώνυμο, αλλά αυτό δεν μας απασχολεί εδώ.

1.3 Αυτός (το σύνολο), σύμφωνα με την Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει κατανοητός στον άνθρωπο παρά μόνο από τις εκφράσεις του. Παρ’ όλα αυτά όμως του έχουν φορτώσει έναν σωρό ιδιότητες. Οι ιδιότητες του συνόλου αυτού κατά τον Άγιο της Εκκλησίας Ιωάννη Δαμασκηνό και την Εκκλησία προφανώς είναι:

Πιστεύομεν τοιγαροῦν εἰς ἕνα θεόν, μίαν ἀρχὴν ἄναρχον, ἄκτιστον, ἀγέννητον ἀνόλεθρόν τε καὶ ἀθάνατον, αἰώνιον, ἄπειρον, ἀπερίγραπτον, ἀπεριόριστον, ἀπειροδύναμον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον, ἀσώματον, ἄρρευστον, ἀπαθῆ, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἀόρατον, πηγὴν ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης, φῶς νοερόν, ἀπρόσιτον, δύναμιν οὐδενὶ μέτρῳ γνωριζομένην, μόνῳ δὲ τῷ οἰκείῳ βουλήματι μετρουμένην–πάντα γάρ, ὅσα θέλει, δύναται–, πάντων κτισμάτων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικὴν καὶ συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατοῦσαν καὶ ἄρχουσαν καὶ βασιλεύουσαν ἀτελευτήτῳ καὶ ἀθανάτῳ βασιλείᾳ, μηδὲν ἐναντίον ἔχουσαν, πάντα πληροῦσαν, ὑπ’ οὐδενὸς περιεχομένην, αὐτὴν δὲ μᾶλλον περιέχουσαν τὰ σύμπαντα καὶ συνέχουσαν καὶ προέχουσαν, ἀχράντως ταῖς ὅλαις οὐσίαις ἐπιβατεύουσαν καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ πάσης οὐσίας ἐξῃρημένην ὡς ὑπερούσιον καὶ ὑπὲρ τὰ ὄντα οὖσαν, ὑπέρθεον, ὑπεράγαθον, ὑπερπλήρη, τὰς ὅλας ἀρχὰς καὶ τάξεις ἀφορίζουσαν καὶ πάσης ἀρχῆς καὶ τάξεως ὑπεριδρυμένην ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ζωὴν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν, αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωήν, αὐτοουσίαν ὡς μὴ παρ’ ἑτέρου τὸ εἶναι ἔχουσαν ἤ τι τῶν ὅσα ἐστίν, αὐτὴν δὲ πηγὴν οὖσαν τοῦ εἶναι τοῖς οὖσι, τοῖς ζῶσι τῆς ζωῆς, τοῖς λόγου μετέχουσι τοῦ λόγου, τοῖς πᾶσι πάντων ἀγαθῶν αἰτίαν, πάντα εἰδυῖαν πρὶν γενέσεως αὐτῶν, μίαν οὐσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ἐνέργειαν, μίαν ἀρχήν, μίαν ἐξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν βασιλείαν, ἐν τρισὶ τελείαις ὑποστάσεσι γνωριζομένην τε καὶ προσκυνουμένην μιᾷ προσκυνήσει πιστευομένην τε καὶ λατρευομένην ὑπὸ πάσης λογικῆς κτίσεως ἀσυγχύτως ἡνωμέναις καὶ ἀδιαστάτως διαιρουμέναις, ὃ καὶ παράδοξον. Εἰς πατέρα καὶ υἱὸν καὶ ἅγιον πνεῦμα, εἰς ἃ καὶ βεβαπτίσμεθα· οὕτω γὰρ ὁ κύριος τοῖς ἀποστόλοις βαπτίζειν ἐνετείλατο· «Βαπτίζοντες αὐτούς», φάσκων, «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος». (Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί της Ορθοδόξου Πίστεως
[Expositio fidei], σ. 6-7).

(Σημειώστε το σε πόσα συνθετικά είναι μέσα το «αγαθός»).

1.4 Είναι ένα θεός, αλλά ταυτόχρονα τρεις;

1.5 Για να μην παραφρονήσουμε τελείως (αλλά λίγο) δεν είναι τρεις πλήρεις και ξεχωριστοί θεοί, αλλά τρία διαφορετικά θεϊκά “πρόσωπα”, που μοιράζονται την ίδια “ουσία” και τα οποία έχουν κοινή θέληση και ενέργεια προς τα έξω (Δεν καταλάβατε; δεν έχει σημασία, για τους θεολόγους υποτίθεται ότι έχει). Για να διατυπωθεί αυτή η (παράλογη) έννοια χρησιμοποιήθηκαν λέξεις και όροι του Αριστοτέλη και δόθηκαν νέοι ορισμοί ή και κατανοήσεις σε όρους, που την εποχή εκείνη που διατυπώθηκε πλήρως, φάνταζε σαν φιλοσοφικό κομψοτέχνημα και οι πιστοί (έκαναν πως) καταλάβαιναν.

1.6 Άρα εμείς οι θνητοί βλέπουμε τελικά έναν μόνο Θεό ή μάλλον δεν βλέπουμε, αλλά υποτίθεται ότι τον καταλαβαίνουμε μόνο από τη δράση του, τα αποτελέσματα των ενεργειών του. (Έπεσε φωτιά και έκαψε έναν αιρετικό, τον έκαψε ο Θεός· σκοτώθηκε στην μάχη ο Ιουλιανός, τον σκότωσε ο Άγιος Μερκούριος κατ’εντολή του Θεού γιατί ήταν…“παραβάτης”, έκανε σεισμό μας τιμωρεί ο Θεός για τις αμαρτίες μας κ.λπ, κ.λπ.).

1.7 Αυτή η κοινή ουσία “υπάρχει” στο κάθε πρόσωπο με διαφορετικό “τρόπο” και αυτός καθορίζει και το διαφορετικό πρόσωπο:
“Αγέννητος” ο Πατήρ, που στέλνει όπου θέλει το Άγιο Πνεύμα.
“Γεννητός” ο Υιός, που αφού προήλθε από τον Πατέρα αλλά και αυτός εξ`αρχής και ενσαρκώθηκε και έχει και άλλα στοιχεία.
“Εκπορευτό” το Άγιο Πνεύμα που κατά τους ορθόδοξους, εκπορεύεται από τον Πατέρα και μόνον, ενώ κατά τους καθολικούς και από τον Υιό. (το περίφημο Filioque).

1.8 Αυτό το σύνολο τέλος πάντων με την ονομασία Αγία Τριάδα είναι ο Θεός και σε σύγχρονη γλώσσα είναι Αιώνιος (Αΐδιος ή Άχρονος), Αναλλοίωτος, Τέλειος, Πάνσοφος, Πανάγαθος, Δίκαιος, Παντογνώστης , Παντοδύναμος, Πανταχού Παρών, (κ.λπ. Παν– και Α–).

1.9 Από την πολύ του αγάπη για τον άνθρωπο κατασκεύασε αυτός ο ίδιος τον κόσμο από το τίποτα και τον ελέγχει απόλυτα. Κατασκεύασε τον κόσμο αποκλειστικά για τον άνθρωπο.

1.10 Υπάρχει ο κτιστός κόσμος δηλαδή τα πάντα στο Σύμπαν -ορατά και αόρατα (πνεύματα, άγγελοι, διάβολοι κλπ), όλα δημιουργήματα του Θεού και ο “άκτιστος”. Το άκτιστο είναι το έξω από το σύμπαν, ότι αρμόζει μόνο στον Θεό.

1.11 Σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο χριστιανός πιστεύει στην ύπαρξη πνευμάτων, καλών (του θεού και των αγίων) και κακών (του διαβόλου) που επηρεάζουν με κάποιο τρόπο τον άνθρωπο αν αυτός το επιτρέψει.

1.12 Το βασικό είναι ότι ο Θεός για την Εκκλησία είναι αγάπη.

2. Ο κόσμος

2.1 Είναι κατασκευασμένος από τον ίδιο τον Θεό με σκοπό να είναι η διακόσμηση του ανθρώπου.

2.2 Είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον Θεό.

2.3 Αρχικά ήταν σχεδόν τέλειος, “λίαν καλός”. Δεν υπήρχε θάνατος, φθορά, καταστροφή. Ήταν κόσμος αφθαρσίας, αρμονίας και πληρότητας (Το “λίαν καλός” εξηγείται στη συνέχεια).

2.4 Κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η κατάσταση στράβωσε και ο κόσμος απέκτησε φθορά και κακό. Η στιγμή αυτή λέγεται Πτώση. (Να γιατί ήταν “λίαν καλός”).

2.5 Υπεύθυνος της ατέλειας του κακού και των καταστροφών που πλέον έχει ο κόσμος, είναι μόνον ο άνθρωπος και μάλιστα ο πρώτος άνθρωπος ή το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι. Η ανθρωπότητα(;) άλλαξε τον κόσμο και έφερε τον θάνατο.

2.6 Για την κατασκευή του κόσμου η Αγία Γραφή έχει αρκετές λεπτομέρειες (επίπεδη τετράγωνη Γη κ.λπ.) που μας δείχνουν πως φτιάχθηκε και πως έμοιαζε και ήταν η μόνη εγκεκριμένη κοσμολογία για αρκετούς αιώνες. (Την περιγράφει άριστα η Χριστιανική Τοπογραφία του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη. Φυσικά οι σύγχρονες Δογματικές δεν αγγίζουν τέτοια θέματα).

2.α Χρονικές διευκρινήσεις

Χρονικά ο Θεός είναι “αΐδιος” (παντοτινός) γιατί αυτός δημιουργεί τον χρόνο.
Αιώνια είναι κάποια μόνο από τα δημιουργήματά του όπως οι άγγελοι οι διάβολοι κ.λπ. Δηλαδή έχουν αρχή, αλλά όχι τέλος. Οι άνθρωποι θα είναι αιώνιοι μόνο μετά τη… Δευτέρα Παρουσία.

3. Ο άνθρωπος

3.1 Ο προ-πτωτικός άνθρωπος

3.1.1 Ο άνθρωπος κατασκευάστηκε από τον Θεό για να χαρούν και άλλα πρόσωπα την ευδαιμονία και τη χαρά του σαν αποτέλεσμα της αγάπης του.

Κατασκεύασε τον άνθρωπο με ιδιαίτερη φροντίδα και σε ξεχωριστή μέρα, αφού κατασκεύασε πρώτα όλα τα ζώα και τα φυτά. Κατασκεύασε ένα αρχικό γυμνό ζευγάρι, πρώτα τον άνδρα Αδάμ, πλάθοντας πηλό και δίνοντας του φύσημα πνοής. Από το πλευρό του Αδάμ κατασκεύασε την Εύα για να είναι βοηθός του.

3.1.2 Από αυτό το ζευγάρι (με ενδογαμία προφανώς) κατάγεται όλο το ανθρώπινο είδος, που κατασκευάστηκε με ιδιαίτερη φροντίδα, διαφορετικά από τα υπόλοιπα ζώα και φυτά που κόσμησε τη Γη, για να άρχει αυτών (να τα διοικεί κατ’ όπως θέλει).

3.1.3 Αποτελείται ο άνθρωπος από σώμα (λάσπη-ύλη) και ψυχή (έννοια παρμένη και διαστρεβλωμένη από τον Πλάτωνα).

3.1.4. Εφοδιάστηκε με όλες τις αναγκαίες ιδιότητες ώστε να είναι μόνον αυτός “κατ’ εικόναν” και “κατ’ ομοίωσιν” του Θεού (μεγάλη φιλολογία).

3.1.5. Ήταν αρχικά ευτυχισμένος, άφθαρτος, αιώνιος, και κυριαρχούσε στον “λίαν καλό” κόσμο που φτιάχθηκε ειδικά και μόνον για αυτόν.

3.1.6. Το “κατ’ εικόναν” και το “λίαν καλό” είναι η αιτιολόγηση του αυτεξούσιου και τα πιθανά του αποτελέσματα. Δηλαδή όπως και ο Θεός έτσι και ο άνθρωπος, μπορεί να πάρει ό,τι επιλογές θέλει. Είναι ελεύθερος. Είναι ελεύθερος και να καταστρέψει το “λίαν καλό” έργο του θεού.

3.1.7 Μπορεί να κάνει όλες τις επιλογές χωρίς καμία επίπτωση, όμως μία από όλες τις επιλογές του, επιλογή όχι αμελητέα (το ξύλο [δένδρο] της Γνώσεως του Καλού και του Κακού ήταν στο κέντρο της δράσης του, εν ολίγοις όπου και να πάει θα το βλέπει συνέχεια, θα το συναντά και θα αναρωτιέται), του είναι απαγορευμένη, γιατί μόλις την κάνει και γευτεί τον καρπό του, θα πεθάνει την ίδια μέρα.

3.1.8. Ο άνθρωπος έφαγε μεν αλλά δεν πέθανε την ίδια μέρα. Αυτό που έγινε ήταν η καλούμενη “Πτώση”.

Δεν γνωρίζουμε σύμφωνα με την αφήγηση πόσο καιρό ήταν αυτό το μοναχικό αλλά “ευτυχισμένο” ζευγάρι στον Παράδεισο τρώγοντας από τα έτοιμα του “λίαν καλού” κόσμου, ξέρουμε όμως ότι τα παιδιά τους τα απέκτησαν εκτός αυτού.

3.2 Η Πτώση

3.2.1. Η Πτώση έγινε από την αθέτηση της εντολής που δεν έπρεπε να παρακούσει ο (κατά τα άλλα ελεύθερος) άνθρωπος.

3.2.2. Το άμεσο αποτέλεσμα της Πτώσης ήταν να “ανοίξουν τα μάτια τους” και να εμφανιστούν οι τύψεις και φυσικά η μετατροπή όπως ειπώθηκε του τέλειου και αιώνιου “λίαν καλού” κόσμου σε φθαρτό, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, το κακό και γίνονται καταστροφές. (Έτσι εξηγείται και το “λίαν καλός”).

3.2.3. Την ευθύνη όπως είπαμε την έχει ο άνθρωπος, ο Αδάμ, αλλά όχι πλήρως, δηλαδή η γυναίκα του η Εύα που τον παρέσυρε, ούτε και αυτή πλήρως, δηλαδή το φίδι που επίσης την παρέσυρε, δηλαδή ο Διάβολος. (Όλα αυτά είναι δημιουργήματα του ίδιου θεού υποτίθεται).

3.2.4. Ο άνθρωπος (όχι ο Διάβολος) εκδιώκεται από τον Παραδείσιο Κήπο που ήταν αρχικά και εισπράττει ταυτόχρονα την κατάρα του Θεού, η οποία συνεχίζεται σε όλες τις επόμενες γενιές ως Προπατορικό Αμάρτημα, ενώ ο κήπος σφραγίζεται για να μην ξαναμπεί σε αυτόν και γευτεί επιπλέον και το δένδρο της αθανασίας (ξύλο της ζωής) και γίνει σαν και αυτούς (τους θεούς;), για το οποίο περιέργως πως, δεν υπήρχε εντολή να μην το γευτεί. (Αν το είχε γευτεί;). [Γεν. 3,22 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.] (= Ο Θεός διώχνει τον Αδάμ και την Εύα από τον κήπο πριν προλάβουν να φάνε από αυτό το άλλο δέντρο —το δέντρο της ζωής. Ο Θεός ξέρει ότι αν φάνε από αυτό, θα κερδίσουν την αθανασία. Τρομακτική σκέψη πράγματι για ένα Θεό γεμάτο ανασφάλειες).

3.3 Ο μετά-πτωτικός άνθρωπος

3.3.1 Μετά την παρακοή και την Πτώση ο άνθρωπος: έγινε φθαρτός, θνητός, αδύναμος και δυστυχής. Καλύπτεται με δερμάτινους χιτώνες και παλεύει ο ίδιος για να τραφεί και να ζήσει. Ενώ η γυναίκα (αχ αυτή η γυναίκα), με μια επιπλέον κατάρα, θα γεννάει πλέον τα παιδιά της με οδύνες.

3.3.2 Ο Θεός καταριέται τέλος και το φίδι (τον Διάβολο;), και υπόσχεται ότι στο μέλλον ένας άνθρωπος θα έρθει και θα το συντρίψει. Το περίεργο είναι ότι δεν φαίνεται να έδιωξε από τον Παράδεισο το φίδι ή τον Διάβολο (που προφανώς έκανε εκεί μέσα άνετα τις βόλτες του), αλλά μόνο τον άνθρωπο.

3.3.3 Το άφθαρτο σώμα του ανθρώπου πλέον έγινε φθαρτό, αλλά η ψυχή που προήλθε με την πνοή αρχικά του Θεού, δημιουργείται πλέον από τον ίδιο τον Θεό, μπαίνει στον άνθρωπο κατά τη στιγμή της σύλληψης και παραμένει πλέον άφθαρτη και μετά τον θάνατό του.

3.3.4 Μετά τον θάνατο γίνεται μια πρώτη κρίση και μετά η ψυχή υπάρχει κάπου (Τα διαφορετικά δόγματα δίνουν, διάφορες θεωρίες) μέχρι την Δευτέρα Παρουσία.

3.3.5 Μετά τη Δευτέρα Παρουσία η ψυχή θα ενωθεί με το σώμα το οποίο θα αναστηθεί πάλι, όπως ήταν (σε ποια ηλικία; άγνωστο) και όλοι οι άνθρωποι θα βρίσκονται σε μια νέα κατάσταση (και εδώ υπάρχουν πολλές θεωρίες) και εκεί ανάλογα με την Τελική Κρίση που θα γίνει από τον Υιό-Ιησού, ο άνθρωπος:

• ή θα εισέλθει στην Αιώνια Ουράνια Βασιλεία της πνευματική ηδονής και απόλαυσης, δηλαδή σε κάτι σαν τον Παράδεισο που έχασε.
• ή θα οδηγηθεί στην Κόλαση σε αιώνιο σωματικό πόνο, αγωνία, και οδύνη (με αγάπη φυσικά).

4. Ο Χριστός

4.1. Χριστός είναι ο κεχρισμένος, ο μεσσίας, που:

• Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση (αυτό που λένε οι Γραφές) θα έρθει για να γίνει βασιλιάς τους και με τη δύναμή του θα κυριαρχήσουν οι Εβραίοι σε όλη τη Γη.
• Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση (αυτό που ερμηνεύουν οι χριστιανοί ότι λένε οι Γραφές των εβραίων και σταδιακά υποστηρίζουν και τα Ευαγγέλια), είναι ο Ιησούς των Ευαγγελίων (ένας από τους δεκάδες μεσσίες της εποχής του πρώτου αιώνα στην Παλαιστίνη) που όμως ήρθε να σώσει όλους τους ανθρώπους. Να τους λυτρώσει από το αιώνιο κακό.

4.2 Ο Ιησούς είναι ο ίδιος ο Υιός (γεννητός), άρα και αυτός προαιώνιος και όλα φυσικά όσα είπαμε για τον Θεό, αλλά αφού επιπλέον γεννήθηκε από θνητή (παρθένο φυσικά), έχει δύο “φύσεις”: την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Μόνο που και οι δύο είναι τέλειες και (με κάποιες νοητικές αλχημείες), δεν επηρεάζεται από το προπατορικό αμάρτημα γιατί δεν έγινε από σπέρμα ανθρώπινο, αλλά μόνο από ανθρώπινη μήτρα η οποία ως παρθένος θεωρείται αμόλυντη.

4.3 Είναι ο “Νέος Αδάμ”, που ήρθε σύμφωνα με την επιταγή του Πατρός του για να αποδεσμεύσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Προπατορικού Αμαρτήματος, να επαναφέρει τη διασαλευθείσα τάξη, και να μας οδηγήσει ξανά στον Παράδεισο, όπου θα γίνει ο άνθρωπος “κατά χάριν θεός”.

4.4 Αυτό υποτίθεται ότι το έκανε δίνοντας πλέον στον άνθρωπο τη δυνατότητα (που προφανώς πριν δεν είχε), να σωθεί. Το έκανε μέσα από την άδικη Σταύρωση και την ένδοξη Ανάσταση και τέλος με την Ανάληψή του στους Ουρανούς, όπου πλέον σύμφωνα και με το Σύμβολο της Πίστεως κάθεται στα δεξιά του Πατρός του.

Τί σημαίνει αυτό για τον άνθρωπο; Ότι πρέπει να ενταχθεί στην Εκκλησία, να την ακολουθεί, να μετέχει των τελετών και μυστηρίων (κλπ). Έδωσε επιπλέον την υπόσχεση ότι θα επανέλθει στη Δευτέρα Παρουσία για την Τελική Κρίση και εκεί θα αναστηθεί ο άνθρωπος, όπως και ο ίδιος αναστήθηκε κατά τα Ευαγγέλια και ο “καλός” θα κριθεί ευνοϊκά, ενώ ο “κακός”…(άστα).

Εν ολίγοις, δεν άλλαξε ακόμα την διασαλευθείσα τάξη, αλλά υποσχέθηκε ότι αυτό θα γίνει με την Δευτέρα Παρουσία του. Παρ’ όλα αυτά έδωσε μια δυνατότητα επιπλέον στον άνθρωπο:

4.5 Πως θα σωθεί ο άνθρωπος; Αν ενταχθεί οπωσδήποτε στην Εκκλησία. Αλλά αυτό δεν φθάνει. Πρέπει όλοι οι άνθρωποι να ενταχθούν ή να ακούσουν επαρκώς το μήνυμα του Ευαγγελίου, και να το αποδεχτούν ή όχι, συνειδητά πάντως, τότε μόνον θα σωθεί η ανθρωπότητα, θα επανέλθει ο κόσμος στην προηγούμενη του κατάσταση, θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία και θα ακολουθήσει η Αιώνια Βασιλεία, αλλά και η συνακόλουθη Αιώνια Καταδίκη για τους άπιστους και όσους δεν αποδέχτηκαν το μήνυμα.

5. Η Εκκλησία

5.1 Υποτίθεται ότι ιδρύθηκε από τον Ιησού και περιλαμβάνει όλο το ιερατείο (που την ελέγχει) αλλά και όλο το ποίμνιο (που υπακούει). Είναι ο μοναδικός δρόμος σωτηρίας. Ό,τι είναι μέσα σε αυτήν έχει πιθανότητες και τη δυνατότητα να σωθεί. Ό,τι είναι εκτός αυτής έχει σίγουρη την απώλεια της Αιώνιας Ζωής και εξασφαλισμένη την Αιώνια Καταδίκη.

5.2 Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι η βελτίωση του ανθρώπου, αλλά η αλλαγή της φύσης του που γίνεται με το βάπτισμα και την “εν Χριστώ ζωή”. Δηλαδή τη ζωή μέσα και γύρω από την Εκκλησία και τις επιταγές της. Η Εκκλησία γίνεται πλέον το κέντρο της κοινωνικής και προσωπικής ζωής του ανθρώπου, έχει την απόλυτη εξουσία πάνω του, αφού πίστη σε τελική ανάλυση σημαίνει υποταγή (αλά ισλάμ).

5.3 Είναι προφανές ότι κανένας δεν γεννιέται θεϊστής, πόσο μάλλον χριστιανός. Το χαρακτηριστικό στοιχείο εισόδου του ανθρώπου στην Εκκλησία είναι το Βάπτισμα, που είναι “μυστήριο” για την Εκκλησία. Το βάπτισμα είναι απαραίτητο κατά την Εκκλησία, γιατί ο άνθρωπος με αυτό αποκτά “ανακαινισμένη φύση” και έχει πλέον όπως ισχυρίζονται τη δυνατότητα να “αντισταθεί στο κακό”. Το κακό (οι δαίμονες) δεν δρουν μετά από το βάπτισμα “από μέσα” στον άνθρωπο, αλλά προσπαθούν να τον κυριέψουν “απ’ έξω”, και αυτό γίνεται με τις αμαρτίες στις οποίες πέφτει και ξέρουμε ότι όλοι πέφτουν. Αντίστοιχα οι αβάπτιστοι και όλοι οι αλλόθρησκοι συνεπαγωγικά, άγονται και φέρονται από τους δαίμονες, αφού αυτοί βρίσκονται μέσα τους. (όλοι οι αλλόθρησκοι είναι εν δυνάμει δαιμονισμένοι = ρατσισμός).

5.4 Το βάπτισμα είναι αναγκαίο μεν αλλά δεν φθάνει. Ενώνεται ο άνθρωπος μέσω του βαπτίσματος με τον Χριστό και αν και εφόσον η πίστη του είναι δυνατή και τα έργα του καλά, εφόσον ακολουθεί τους κανόνες της Εκκλησίας (είπαμε είναι το σώμα του Θεού, πως να το αγνοήσεις;), αλλά κι εφόσον ανανεώνει την υπόσχεση του Βαπτίσματος με τη Θεία Κοινωνία (για να αποδυναμώνει τις αμαρτίες και τις επιπτώσεις τους) συχνά (εβδομαδιαίως ή δυνατόν), αλλά και εφόσον φυσικά λέει τις αμαρτίες του στον θεό (και επειδή ο θεός μάλλον δεν ακούει, στον παπά και εξομολόγο του), εφόσον δηλαδή προσεύχεται, εξομολογείται, κοινωνεί και φυσικά πάρει την άφεση των αμαρτιών του από τον παπά και εφόσον ακολουθεί και πράττει τις πρέπουσες διδαχές, τότε είναι πιστό μέλος και θεωρητικά έχει κλείσει μια καλή θέση για τον Παράδεισο.

5.5 Προσοχή όμως, ούτε τότε η θέση είναι εξασφαλισμένη γιατί ένα είναι σίγουρο: Ουδείς αναμάρτητος και η αμαρτία (ο διάβολος και τα συναφή) καραδοκεί. Δεν έχει σημασία αν έχει κάνει μια τέλεια, ηθική και χριστιανικότατη ζωή με ελάχιστες αμαρτίες. Αν λίγο πριν πεθάνει, ολιγοπιστήσει ή κάνει κάποια παρασπονδία έχασε, και δυστυχώς κανείς δεν ξέρει πότε θα πεθάνει. Οφείλει συνέχεια να είναι σε θρησκευτική εγρήγορση (κομποσκοίνια, προσευχές, να λέει συνέχεια κύριε ελέησον, να πηγαίνει κάθε μέρα στην Εκκλησία κλπ γενικά να μη βγάζει την Εκκλησία και τα συναφή από το μυαλό του). Γιατί σε μια στιγμή αφηρημάδας μπορεί να πεθάνει και αν έχει αμαρτήσει εκείνη τη στιγμή ακόμα και στην σκέψη, έχασε.

5.6 Αντίστοιχα μπορεί κάποιος χριστιανός να μην είναι και ο καλύτερος· να έχει βιάσει, δείρει, σκοτώσει, να έχει κάνει τα πάντα, αλλά λίγο πριν πεθάνει να μετανοήσει. Τότε έχει εξασφαλίσει πρώτο τραπέζι πίστα κοντά στον Θεό ακόμα και σε αντίθεση ίσως από τα αθώα θύματά του, αφού αυτά με την αντίστοιχη λογική μπορεί να βρεθούν ή δίπλα του στον Παράδεισο, ή στην Κόλαση για την αιώνια τιμωρία.

5.7 Οι μόνοι που εξασφαλίζουν σίγουρα καλή θέση, είναι οι Ευνουχισμένοι και οι Μάρτυρες της Πίστης (σας θυμίζει λίγο Ισλάμ ε;). Για τους πρώτους το είπε ξεκάθαρα ο Ιησούς:

καί εἰσιν εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω. (Κατά Ματθαίον 19.12)

Κάτι που οδηγεί στην τελειότητα της αγαμίας και της παρθενίας (και φυσικά στον νοητικό ευνουχισμό αφού τον πραγματικό δεν μπορούσε να τον δεχθεί κανείς λογικός).

Το δεύτερο απορρέει από την απόλυτη πίστη. Αν πεθάνεις για αυτό που πιστεύεις, τότε δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη. Ναι, ο Άγιος Ιγνάτιος πήγε συνειδητά να φαγωθεί από τα λιοντάρια για χάρη της πίστης του και εξασφάλισε την Ουράνια Βασιλεία και πάρα πολλοί ακόμα, ασχέτως αν αυτή την πράξη, δηλαδή το εθελοντικό μαρτύριο, την καταδίκασε αργότερα η Εκκλησία. (Το εκβιαστικό όμως: κάνω μια καταστροφή αγάλματος και με σκοτώνουν για καταστροφή δημόσιας περιουσίας, δεν την απασχόλησε και έχουμε και τέτοιους εθελοντές άγιους μάρτυρες και είναι πολλοί).

5.8 Τέλος πρέπει να πούμε ότι για την Εκκλησία υπάρχουν τα Μυστήρια που είναι επτά:

1. το βάπτισμα,
2. το χρίσμα,
3. η ιεροσύνη,
4. η θεία ευχαριστία (μετάληψη),
5. η μετάνοια (εξομολόγηση),
6. το ευχέλαιο και
7. ο γάμος.

Σύμφωνα με τον Ι. Καρμύρη (Δογματική 1957), είναι θεοσύστατοι τελεταί μεταδίδουσι μυρτηριωδῶς τὴν ἀόρατον θείαν χάριν δι’ αἰσθητῶν σημείων. Τα τρία πρώτα (ερυθρά) μπορούν να γίνουν στον κάθε ένα μόνο μία φορά, τα υπόλοιπα επαναλαμβάνονται, εκτός του γάμου που μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να γίνει τρεις φορές το πολύ. (Κατ οικονομίαν όπως λένε και μόνο για τους Ορθοδόξους, όχι για τους Καθολικούς που επιτρέπεται μόνο άπαξ).

6. Η επιβεβαίωση του Μύθου

6.1 Η Εκκλησία στη βάση αυτής της αφήγησης που στηρίζεται σε επιλεγμένα χωρία των Γραφών της, ισχυρίζεται ότι γνωρίζει τη Μοναδική Αλήθεια και πάνω σε αυτήν έχει κτίσει όλο το οικοδόμημά της.

Τα στοιχεία αυτά για την Εκκλησία, προήλθαν από:

1. Τον ίδιο τον Γιαχβέ που φέρεται να συνομίλησε (κάποτε στην Εποχή του Χαλκού) με τον Μωυσή (με τα οπίσθια του, ποτέ κατάματα) και έδωσε τις εντολές του για να τις τηρεί ο αγαπημένος του (τότε) λαός. Οι Εβραίοι.

2. Τους Εβραίους προφήτες (της Εποχής του Σιδήρου) που υποτίθεται (με σχετικές ερμηνείες πάντα) ότι, οτιδήποτε είπαν επαληθεύτηκε.

3. Τους Ευαγγελιστές (πριν δύο χιλιάδες χρόνια) που μας έδειξαν τη ζωή και τα κηρύγματα του ενανθρωπισμένου θεού που επανήλθε και αποφάσισε ότι ο πρώην αγαπημένος του λαός δεν χαμπαριάζει, άσε που τον σταύρωσε κιόλας και έτσι άλλαξε γνώμη και απέστειλε το μήνυμα του σε όλους τους ανθρώπους μέσω των Ευαγγελιστών. Ένα μήνυμα που οι Πατέρες της Εκκλησίας το ερμήνευσαν και το έκαναν εύπεπτο στην βάση επιπλέον της Ιεράς Παράδοσης (ό,τι από τις μη επίσημες χριστιανικές πηγές τους φάνηκε χρήσιμο).

4. Το σημαντικότερο, από τους “χιλιάδες” αγίους που έχει η Εκκλησία, που με το “προσωπικό τους βίωμα” και με το “ήθος τους” “απέδειξαν”, σε ποιο νεότερες ή και σχετικά σύγχρονες εποχές, την αλήθεια της Εκκλησίας.

5. Από τα θαύματα που έκαναν οι άγιοι και γίνονται κάθε τόσο που υποτίθεται ότι αποδεικνύουν την αλήθεια της ή άλλα θαύματα που αναφέρονται στο ποίμνιο. Ένα από αυτά είναι και το θαύμα του Αγίου Φωτός ή άλλα που συμβαίνουν κατά καιρούς.

6.2 Άρα για την Εκκλησία πάντα, ο μύθος αυτός είναι τεκμηριωμένος και άρα αληθής.

***
Σας αρέσει αυτή η αφήγηση;

Είναι η συνοπτική παρουσίαση της βάσης της ορθόδοξης διδασκαλίας και για μιάμιση χιλιετία και κάτι ψιλά, δεν έχει αλλάξει τίποτα από αυτήν αν και σε κάποια σημεία έχουν γίνει άτυπες εκπτώσεις.

Πάνω σε αυτόν τον πυρήνα, με λογικοφανείς συλλογισμούς έχει στηθεί όλο το αφήγημα της Εκκλησίας που μελετά η ορθόδοξη θεολογία και οτιδήποτε θεολογικό υπάρχει στηρίζεται ξεκάθαρα σε αυτά τα δόγματα. Είναι προφανές ότι αν κάτι από τον μύθο δεν στέκει ή απορριφθεί, όλο το οικοδόμημα είναι σαθρό και για τον λόγο αυτό κυνηγήθηκαν ή λοιδορήθηκαν όλοι όσοι άγγιξαν με κάποιο τρόπο αυτό το αφήγημα στο Βυζάντιο, στην Οθωμανοκρατία αλλά και στο Ελληνικό κράτος από το 1821 μέχρι σχεδόν τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.

Στη συνέχεια θα δούμε τι προβλήματα έχει αυτό το σύνολο των θεωρήσεων και τι λογικές στρεβλώσεις δημιουργεί.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Β'

ΔΕΣ:

Ιστορικότητα του Ιησού και κριτήρια ιστορικότητας