Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (5.351-5.423)

Ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν,
αὐτὴ δ᾽ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα
αἰθυίῃ ἐϊκυῖα· μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
355 ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει.
ἀλλὰ μάλ᾽ οὔ πω πείσομ᾽, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσι
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.
360 ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν δούρατ᾽ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ,
τόφρ᾽ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων·
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ,
νήξομ᾽, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.»
365 Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ὦρσε δ᾽ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ᾽ αὐτόν.
ὡς δ᾽ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ
καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ᾽ ἄλλυδις ἄλλῃ,
370 ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾽. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀμφ᾽ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ᾽ ὡς ἵππον ἐλαύνων,
εἵματα δ᾽ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας,
375 νηχέμεναι μεμαώς· ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«Οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.»
380 Ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους,
ἵκετο δ᾽ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ᾽ ἔασιν.
Αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διός, ἄλλ᾽ ἐνόησεν·
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους,
παύσασθαι δ᾽ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας·
385 ὦρσε δ᾽ ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην, πρὸ δὲ κύματ᾽ ἔαξεν,
ἧος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη
διογενὴς Ὀδυσεύς, θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
Ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾽ ἤματα κύματι πηγῷ
πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ᾽ ὄλεθρον.
390 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ᾽ Ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη, ὁ δ᾽ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν
ὀξὺ μάλα προϊδών, μεγάλου ὑπὸ κύματος ἀρθείς.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ
395 πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ᾽ ἄλγεα πάσχων,
δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων,
ἀσπάσιον δ᾽ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν,
ὣς Ὀδυσῆ᾽ ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη,
νῆχε δ᾽ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.
400 ἀλλ᾽ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,
καὶ δὴ δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης·
ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο
δεινὸν ἐρευγόμενον, εἴλυτο δὲ πάνθ᾽ ἁλὸς ἄχνῃ·
οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες νηῶν ὀχοί, οὐδ᾽ ἐπιωγαί,
405 ἀλλ᾽ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν σπιλάδες τε πάγοι τε·
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«Ὤ μοι, ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσθαι
Ζεύς, καὶ δὴ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα,
410 ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ᾽ ἁλὸς πολιοῖο θύραζε·
ἔκτοσθεν μὲν γὰρ πάγοι ὀξέες, ἀμφὶ δὲ κῦμα
βέβρυχεν ῥόθιον, λισσὴ δ᾽ ἀναδέδρομε πέτρη,
ἀγχιβαθὴς δὲ θάλασσα, καὶ οὔ πως ἔστι πόδεσσι
στήμεναι ἀμφοτέροισι καὶ ἐκφυγέειν κακότητα·
415 μή πώς μ᾽ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ
κῦμα μέγ᾽ ἁρπάξαν· μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή.
εἰ δέ κ᾽ ἔτι προτέρω παρανήξομαι, ἤν που ἐφεύρω
ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης,
δείδω μή μ᾽ ἐξαῦτις ἀναρπάξασα θύελλα
420 πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα φέρῃ βαρέα στενάχοντα,
ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων
ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει κλυτὸς Ἀμφιτρίτη·
οἶδα γὰρ ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς ἐννοσίγαιος.»

***
Τελειώνοντας του παραδίνει το μαγνάδι.
Σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια βούλιαξε ξανά
στον κυματώδη πόντο, ώσπου την αποσκέπασε το μαύρο κύμα.
Μόνος του τώρα, ο Οδυσσέας πολύπαθος και θείος,
σε σκέψη δίβουλη μπλεγμένος,
αναστενάζοντας βαριά, γύρισε κι είπε στη γενναία ψυχή του:
«Αλίμονο, και ποιος αθάνατος πάλι μου πλέκει δόλο,
που με παρακινεί να παρατήσω τη σχεδία.
Κι όμως δεν θα τον υπακούσω, όσο ακόμη βλέπουνε τα μάτια μου
μακριά εκείνη τη στεριά, που λέει πως θα ᾽ναι η σωτηρία μου.
360 Μάλλον αυτό θα κάνω, μου φαίνεται και το καλύτερο:
όσο βαστάξουν τα μαδέρια στους αρμούς τους,
θα κρατηθώ σ᾽ αυτά, θα υπομείνω κι εγώ το βάσανό μου·
και μόνο όταν το κύμα καταλύσει τη σχεδία, θα πέσω στο νερό.
Δεν βλέπω άλλο συμφερότερο που θα μπορούσα να σκεφτώ.»
Κι ενώ μ᾽ αυτή τη σκέψη πάλευαν νους και ψυχή του,
ο κοσμοσείστης Ποσειδών σηκώνοντας κύμα μεγάλο, άγριο, φοβερό
και κατακόρυφο, το ᾽ριξε καταπάνω του.
Πώς άνεμος σφοδρός σκορπίζει αλλού κι αλλού
370 ξερά τα άχυρα της θημωνιάς, έτσι σκορπίστηκαν και τα μακριά μαδέρια.
Κι όμως ο Οδυσσέας κρατήθηκε σ᾽ έναν κορμό,
τον καβαλίκεψε, λες κι ήταν άλογο της κούρσας,
πέταξε από πάνω του τα ρούχα, εκείνα που του φόρεσε
η θεία Καλυψώ, αμέσως το μαγνάδι
ζώστηκε στο στέρνο, με το κεφάλι βούτηξε στη θάλασσα,
τα χέρια του άπλωσε, κι έβαλε δύναμη να κολυμπήσει.
Τον είδε όμως ο παντοδύναμος θεός που σείει τη γη,
την κεφαλή του κούνησε και μόνος του μιλούσε:
«Τώρα λοιπόν, με μύρια πάθη περιπλανήσου στα πελάγη,
μήπως και σμίξεις κάποτε μ᾽ ανθρώπους διογέννητους.
Όμως και τούτο αν γίνει, δεν θα μπορείς να πεις
πως ήταν λίγη η συμφορά σου.»
380 Τελειώνοντας μαστίγωσε τ᾽ άλογα με την πλούσια χαίτη
και σίμωσε προς τις Αιγές, όπου βρισκόταν και το ξακουστό παλάτι του.
Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ᾽ άλλες σκέψεις:
δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα,
όλους τούς κατευνάζει.
Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του,
για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα,
να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ᾽ εκείνους που έχουν
χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες.
Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
390 Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε
ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.
Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους —
τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι
βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,
καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα
που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,
αγάλλεται· τόση αγαλλίαση δίνει στον Οδυσσέα η θέα
της στεριάς της δασωμένης. Όλος σπουδή κολύμπησε
να φτάσει, για να πατήσει χώμα το ποδάρι του.
400 Αλλά όταν πια τον χώριζε τόση μονάχα απόσταση, όσο
που ν᾽ ακουστεί φωνάζοντας, τον πήρε ο γδούπος
που τα ύφαλα της θάλασσας χτυπούσε.
Το μέγα κύμα, σπάζοντας φοβερό πάνω στις ξέρες,
βόγγαε και ξερνούσε, σκεπάζοντας τα πάντα μ᾽ αλισάχνη.
Λιμάνια ανύπαρκτα, των καραβιών οι κόλποι ανύπαρκτοι·
υπήρχαν μόνο κάβοι απόκρημνοι, γκρεμοί και βράχοι.
Τότε του λύθηκαν τα γόνατα, λύγισε κι η καρδιά του,
βαρυγκομώντας ο Οδυσσέας μόνος του μιλούσε
λέγοντας στην περήφανη ψυχή του:
«Τώρα τι γίνεται. Αφού ο Δίας ανέλπιστα μου δίνει
να δω στεριά, και μπόρεσα να φτάσω εδώ, μέσα από τόσα κύματα,
410 δεν βλέπω μέρος πουθενά να καταφύγω, που να με βγάλει
από την αφρισμένη θάλασσα.
Έξω μονάχα βράχοι μυτεροί και γύρω τους
βρυχάται το κύμα πολυτάραχο· λείος
και κατακόρυφος αναδρομίζει τοίχος πέτρινος,
κι είναι από κάτω το νερό βαθύ, δεν γίνεται να στηριχτείς
στα πόδια και να σταθείς για να ξεφύγεις το κακό.
Αν πάω να βγω, φοβάμαι μήπως και μ᾽ αναρπάξει το μεγάλο κύμα
και με συντρίψει πάνω σε γρανιτένιο βράχο —
τότε κι η ορμή μου πάει χαμένη.
Αν πάλι πω πως κολυμπώ ένα γύρο, μήπως και βρω κάπως
απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας, τρέμω
μην και με παρασύρει η αντάρα πάλι στο ψαροτρόφο πέλαγο,
420 που ξέρει πώς να βαριαναστενάζει.
Ή κι ένας δαίμονας από τα βάθη της θαλάσσης στείλει
να με σπαράξει κάποιο κήτος, απ᾽ τα μεγάλα και πολλά
που τρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.
Καλά τον ξέρω τον θυμό του Κοσμοσείστη, το μένος του εναντίον μου,
του περιβόητου θεού.»

O φόβος μήπως εγκλωβιστούμε σε μια σχέση είναι λόγος να την αποφύγουμε

Εγκλωβισμός, σημαίνει φόβος. Κι έχοντας μάθει να ζούμε ως ελεύθερα όντα επάνω στη γη, δυσκολευόμαστε αρκετά σαν νιώσουμε πως είμαστε κάπου απ’ όπου δεν μπορούμε να φύγουμε όποτε εμείς το θελήσουμε. Φαντάζει στο μυαλό μας σαν να είμαστε μέσα σε μια γυάλα στην προσπάθειά μας να κολυμπάμε για να βγούμε στην επιφάνεια και να σωθούμε, δίχως να τα καταφέρνουμε λόγω του ότι οι συνθήκες δε μας το επιτρέπουν. Αποτέλεσμα να μένουμε στάσιμοι, θέλοντας και μη, σε μια μόνιμη κατάσταση, βαθιά ριζωμένοι και προφανώς δίχως κανένα χέρι βοηθείας. Άραγε, είμαστε πράγματι εγκλωβισμένοι ή μήπως δημιουργούμε μια ψευδαίσθηση μέσα από τη γυάλα μας; Άραγε θα βρούμε τον τρόπο να σωθούμε ή θ’ αφεθούμε φτάνοντας στον βυθό;

Κάνοντας τις επιλογές μας, από το μέρος που θέλουμε να ζήσουμε μέχρι και τον άνθρωπο που διαλέγουμε να έχουμε με οποιονδήποτε τρόπο στη ζωή μας, χτίζουμε μια αλληλένδετη αλυσίδα με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουμε εξ αρχής. Θέτουμε γερές βάσεις με βασικό πυλώνα πρωτίστως τον δικό μας κώδικα ασφαλείας. Ο φόβος ενός μικρού ή μεγάλου εγκλωβισμού μπορεί να γίνει λόγος ν’ αποκλείσουμε αρκετές επιλογές. Μπορεί και να χάσουμε συνειδητά μια δουλειά, μια σχέση κι οτιδήποτε άλλο μπορεί ενδεχομένως να περιορίσει, λόγω της ασφάλειας που δε νιώθουμε μέσα από αυτή την κατάσταση.

Πολλές φορές λοιπόν, ακόμη και στην ιδέα να μένουμε σ’ ένα μέρος άνευ στεριάς, όπου θα είμαστε εν μέρει περιορισμένοι μην μπορώντας να φύγουμε όποτε το αποφασίσουμε, είναι λόγος πανικού. Δημιουργούμε έτσι μια μορφή ανασφάλειας, προκαλώντας ταραχή στον εαυτό μας μόνο και μόνο στη σκέψη αυτής της ιδέας εγκλεισμού. Στις προσωπικές μας σχέσεις, το να σταθούμε στο πλευρό ενός ατόμου, το οποίο κουβαλάει στις πλάτες του ένα ζόρι οικογενειακό, ένα μόνιμο πρόβλημα που θα πρέπει να σταθούμε στήριγμα ίσως και για μια ζωή, είναι λόγος να προκαλέσουμε καβγά, χωρισμό ή ακόμη κι αιτία να μην μπούμε στη σχέση ευθύς εξαρχής. Γιατί δε θέλουμε να φορτωθούμε στις δικές μας πλάτες ένα πρόβλημα για το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε το δικαίωμα της επιλογής διαχείρισής του. Κι αυτός ο φόβος, ξεπερνά τα πραγματικά προβλήματα και μεταπηδά και σε εικασίες και φανταστικά σενάρια που κάνουμε για μια κατάσταση που θα μπορούσε κάποια στιγμή να μας αποτρέψει από το να μπορούμε να επιλέξουμε. Χωρίς να σημαίνει ότι έχουμε δίκιο.

Σχεδόν τα πάντα εξαρτώνται από τα βιώματα που έχουμε. Κι έτσι, χτίζουμε τα θέλω, τους φόβους, το αίσθημα του να νιώθουμε ή να βρεθούμε κάπου εγκλωβισμένοι. Δημιουργούμε μια ασπίδα προστασίας χωρίς να το καταλάβουμε από τις ενέργειες που κάνουμε, από τους φραγμούς που βάζουμε κι όλα αυτά τα «μέχρι εδώ είσαι» που λέμε στον εαυτό μας και τον πείθουμε χωρίς ν’ αφήσουμε περιθώριο για δεύτερες σκέψεις. Βάζουμε όρια, φραγμούς, αποκλείοντας οτιδήποτε τολμήσει να εισβάλει στη ζωή μας, με μια λίστα από περιορισμούς.

Ζούμε με τη σκέψη «αν μπορώ να το αποφύγω, τότε γιατί να το επιλέξω;». Εν τέλει, προσπαθούμε να κρατήσουμε ακέραια τη ζωή μας για να μην την πονέσουμε κι άλλο. Ίσως να φαινόμαστε να επιλέγουμε πάντα την εύκολη λύση, μα χτίζουμε τις άμυνές μας. Και στην προκειμένη, το τι θα πουν για εμάς ούτε που μας αγγίζει. Το μόνο που μας νοιάζει είναι να γνωρίζουμε πού τελειώνει η γυάλα. Χωρίς (με) περιορισμούς.

Πλάτων: Ο τελευταίος νόμος

Οι Νόμοι είναι το τελευταίο πλατωνικό έργο. Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε ούτε να το εκδώσει. Ήταν γραμμένο σε πίνακες με κερί και ο γραμματέας της Ακαδημίας, Φίλιππος ο Οπούντιος, ανέλαβε το έργο της μεταγραφής του («Φίλιππος ὁ Ὀπούντιος τοὺς Νόμους αὐτοῦ μετέγραψεν ὄντας ἐν κηρῷ» Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 3.37), χωρίζοντας το περιεχόμενό του σε δώδεκα βιβλία. Πρόκειται για το εκτενέστερο έργο του Πλάτωνα (που ξεπερνά ακόμη και την Πολιτεία).

Οι καινοτομίες που εισάγει ο συγγραφέας, Πλάτων, δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες. Κατ’ αρχάς ο διάλογος δεν διαδραματίζεται όπως οι υπόλοιποι στην Αθήνα αλλά στην Κρήτη. Επιπλέον, η απουσία του Σωκράτη είναι περισσότερο από εμφανής. Πρόκειται για τον μοναδικό πλατωνικό διάλογο όπου δεν λαμβάνει μέρος. Τρεις συνομιλητές (ο Σπαρτιάτης Μέγγιλος, ο Κρητικός Κλεινίας και ένας ανώνυμος Αθηναίος ξένος) με αφορμή την ίδρυση της πόλης της Μαγνησίας συζητούν για τους νόμους που θα θεσπίσουν για την εύρυθμη λειτουργία της. Σκοπός βέβαια είναι η αρετή.

Στο 12ο βιβλίο παρά το ότι η νομοθεσία της πόλεως έχει αποπερατωθεί, ο πρωταγωνιστής του διαλόγου (ο ανώνυμος Αθηναίος ξένος) θεωρεί ότι τίποτε δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Μπορεί να έχουν ρυθμίσει τους νόμους της πόλεως, αλλά ενδεχομένως στο μέλλον να αλλάξουν. Τι θα αποτελέσει εγγύηση για την υπακοή των πολιτών σ’ αυτούς; Ο μεγαλύτερος φόβος του όμως είναι η διατήρησή τους. Ο Πλάτων αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να παραθέσει τον μύθο του Ηρός (όπως στην Πολιτεία) για να αναφερθεί στις Μοίρες, γεφυρώνοντας τα δύο έργα. Ο μύθος είναι ήδη γνωστός. Αρκεί να τον ανακαλέσουν: Η Λάχεσις, η Κλωθώ και η Ατροπός ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Το ενδιαφέρον του Πλάτωνα στρέφεται μόνο στην τελευταία, την Ατροπό, καθώς είναι εκείνη που διατηρεί όσα έχουν αποφασίσει οι δύο προηγούμενες.

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Από αυτές [τις Μοίρες] η Λάχεσις είναι η πρώτη, η Κλωθώ η δεύτερη και η Ατροπός η τρίτη η οποία διαφυλάσσει όσα έχουμε πει (σώτειραν τῶν λεχθέντων), απονέμοντας σε όσα έχουν υφανθεί τη δύναμη να μην αλλάζουν. Με αυτά θέλουμε να εξοπλίσουμε και την πόλη και τους πολίτες, όχι μόνο με υγεία και διαφύλαξη των σωμάτων, αλλά με ευνομία στις ψυχές τους και περισσότερο με διαφύλαξη των νόμων. Εγώ θεωρώ ότι είναι εμφανές πως αυτό λείπει από τους νόμους δηλαδή πώς πρέπει να τους εμφυσήσουμε με φυσικό τρόπο ώστε να μην αλλάζουν (ἀμετάστροφον).»
Πλάτων, Νόμοι 960c7-d7

Ο Πλάτωνας δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο σίγουρος για την ορθότητα των ιδεών του· οι νόμοι πρέπει να είναι σαν το πεπρωμένο, να μην μεταβάλλονται. Η συζήτηση περί της ιδανικής Πολιτείας που ολοκληρώνεται στους Νόμους με τη θέσπιση των διαταγμάτων για κάθε περίσταση έχει στόχο τη διατήρηση των νόμων με κάθε κόστος. Στους Νόμους, ο φιλόσοφος-βασιλιάς της Πολιτείας (473c-d) δίνει τη θέση του στη Συνέλευση της πόλεως (σύλλογος), που θα εξασφαλίσει τη διατήρηση των νόμων. Η Συνέλευση θα αποτελείται από τους δέκα πιο ηλικιωμένους, μαζί με όσους έχουν τιμηθεί με βραβείο αριστείας αλλά και με όσους ταξίδεψαν στο εξωτερικό (ώστε να συλλέξουν πληροφορίες για τη διατήρηση των νόμων). Επιπλέον, υποχρεούνται να φέρουν μαζί τους έναν νέο (όχι μικρότερο όμως των τριάντα ετών) τον οποίο θα έχουν κρίνει ως άξιο να συμμετέχει. Αυτό όμως θα πρέπει να κρατηθεί κρυφό από τον υποψήφιο, έως ότου αποδείξει την αξία του. Η εν λόγω Συνέλευση θα λαμβάνει χώρα πολύ πρωινές ώρες και για τον λόγο ότι οι συμμετέχοντες δεν θα είναι απασχολημένοι.

Ποιος είναι όμως ο τελευταίος νόμος που θα ψηφίσει η Συνέλευση; Τι δεν είχαν προβλέψει έως τώρα;

Ο Αθηναίος (όπως ο Σωκράτης στην Πολιτεία) θα μεταφέρει τη συζήτηση στην ψυχή:

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πρέπει λοιπόν, Κλεινία, να σκεφτούμε για όλα ποιος είναι ο κατάλληλος σωτήρας σε κάθε έργο, για παράδειγμα στο έμβιο ον η ψυχή και το σώμα είναι από τη φύση το καλύτερο (ὡς ἐν ζῴῳ ψυχὴ καὶ κεφαλή, τό γε μέγιστον, πεφύκατον).

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Με ποιον τρόπο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Οπωσδήποτε η αρετή τους παρέχει τη σωτηρία σε κάθε ζώο.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Γιατί, πέρα από τα άλλα, ο νους είναι σύμφυτος με την ψυχή, και στο σώμα, μαζί με τα άλλα, η όραση και η ακοή· με λίγα λόγια, ο νους είναι συνυφασμένος με τις καλύτερες αισθήσεις, και γίνονται ένα, και δικαιότατα θα ονομαζόταν η σωτηρία του καθενός.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Και βέβαια φαίνεται έτσι.»
Πλάτων, Νόμοι 961c1-10

Το αγαπημένο παράδειγμα των φιλοσόφων, το πλοίο με τον κυβερνήτη και τους ναύτες, κάνει την εμφάνισή του: Πώς εξασφαλίζεται η σωτηρία του πλοίου στη θαλασσοταραχή αλλά και στη γαλήνη; Όταν ο καπετάνιος με το πλήρωμα ενώσουν τις δυνάμεις τους, τον νου και τις αισθήσεις. Τα παραδείγματα συνεχίζονται για να καταλήξουν στον σκοπό της νομοθεσίας. Αν ο κυβερνήτης (είτε του πλοίου είτε της πόλεως) δεν γνωρίζει τον σκοπό τους, τότε δεν θα καταφέρει να τον πετύχει. Οι νόμοι εξαρτώνται από τις πόλεις και τον στόχο των νομοθετών. Αν στόχος είναι ο πλουτισμός, οι νόμοι θα διαφέρουν και οι άνθρωποι να γίνουν δούλοι των άλλων (δοῦλοί τινων ὄντες). Αντιθέτως, άλλοι προτιμούν μία ελεύθερη ζωή.

Η συζήτηση επανέρχεται στη Συνέλευση (που θα συνεδριάζει τη νύχτα). Ο σκοπός της δικής τους πόλεως πρέπει να είναι σαφής. Η νομοθεσία που έχουν προβλέψει θα έχει έναν στόχο: την αρετή. Πώς θα τον κοινωνήσουν όμως στους «πολλούς»; Αυτή θα είναι η δουλειά των φυλάκων, οι οποίοι θα πρέπει να γνωρίζουν καλά την έννοια της αρετής και πιο σημαντικό, να μπορούν να τη διδάξουν. Οι πολίτες οφείλουν να υπακούν στους νόμους, οι φύλακες ωστόσο δεν αρκεί μόνο να γνωρίζουν τους νόμους, αλλά να προσφέρουν λογικές εξηγήσεις και να κρίνουν το φύσει καλό και κακό.

Ο Αθηναίος συνοψίζει: ένα από τα ωραιότερα θέματα είναι αυτό σχετικά με τους θεούς. Και οι φύλακες πρέπει να το κατέχουν καλά. Κατ’ ακρίβεια, επιβάλλεται να πιστεύουν στους θεούς, η ύπαρξη των οποίων πιστοποιείται από δύο πράγματα: Το πρώτο είναι η αθανασία της ψυχής και το δεύτερο η τακτική κίνηση των αστέρων. Ο Πλάτων αντιστρέφει το επιχείρημα. Η κίνηση των ουρανίων σωμάτων πιστοποιεί την ύπαρξη του θεού. Άψυχα αντικείμενα δεν μπορούν να ακολουθούν τόσο ακριβείς υπολογισμούς.

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Ο νους που κυβερνά έβαλε σε τάξη τα πάντα στο σύμπαν. Όποιος τα δει αυτά με προσοχή και όχι με αφέλεια, δεν πρόκειται να γίνει άθεος ούτε να συμβεί το αντίθετο από αυτό που περιμένουν πολλοί. Γιατί υποθέτουν ότι όσοι ασχολούνται με την αστρονομία και τις άλλες συναφείς αναγκαίες επιστήμες γίνονται άθεοι, καθώς παρατηρούν ότι αυτά συμβαίνουν αναγκαία και όχι χάρη σε βούληση της διάνοιας για την εκπλήρωση του αγαθού.»
Πλάτων, Νόμοι 966d9-967a6

Η αθεΐα θα προσβάλλει τους νόμους. Και αυτό επειδή οι άθεοι δεν καταλαβαίνουν την προτεραιότητα της ψυχής έναντι του σώματος. Ο Πλάτωνας καταφέρεται εναντίον των Φυσικών φιλοσόφων. Πολλοί από αυτούς μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να αποδώσουν την αιτία στην ύλη, φέρνοντάς τους σε δύσκολη θέση. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι αλλιώς, αποφαίνεται. Ο Πλάτωνας με τη φωνή του Αθηναίου υπερτονίζει την αναγκαιότητα του έσχατου νόμου. Εκεί όπου όλα έχουν ρυθμιστεί στην εντέλεια, το πιο σημαντικό απουσιάζει: Η δια νόμου θεολογική παιδεία των φυλάκων, ώστε οι νόμοι να παραμένουν αναλλοίωτοι.

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Δεν πρόκειται ποτέ κανείς από τους θνητούς ανθρώπους να γίνει με βεβαιότητα θεοσεβής, αν δεν καταλάβει αυτά που λέμε τώρα: ότι η ψυχή είναι το πιο πρωταρχικό από όλα όσα πήραν μέρος στη δημιουργία, και είναι αθάνατη, και εξουσιάζει όλα τα σώματα (ἀθάνατόν τε, ἄρχει τε δὴ σωμάτων πάντων). Επιπλέον, πρέπει να καταλάβει αυτό που είπαμε πολλές φορές ως τώρα, ότι ο νους εξουσιάζει όσα βρίσκονται στα αστέρια. Τώρα, Κλεινία και Μέγγιλε, πρέπει να σκεφτούμε, αν θα προσθέσουμε κι αυτόν τον νόμο, μαζί με όσους έχουμε αναφέρει, ώστε η νυχτερινή Συνέλευση των αρχόντων να γίνει κοινωνός της παιδείας που είπαμε, και να φυλάξει τον νόμο για τη διατήρησή του; Τι άλλο να κάνουμε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Αγαπητέ μου, βεβαίως θα τον προσφέρουμε, μήπως μπορούμε και σταδιακά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Τότε όλοι μας ας προσπαθήσουμε. Θα γίνω βοηθός σας με μεγάλη προθυμία (και ίσως μάλιστα βρω και άλλους εκτός από εμένα) χάρη στην εμπειρία μου και τη συχνή μου μελέτη για το θέμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Αλλά τότε, ξένε, πάνω απ’ όλα πρέπει να πορευτούμε στον δρόμο που όπως φαίνεται μας οδηγεί ο θεό;.»
Πλάτων, Νόμοι 967d2-968c1

Ο Πλάτωνας έχει πραγματευτεί σε μάκρος την αθανασία της ψυχής σε άλλα έργα. Στις τελευταίες σειρές του έργου (που δεν πρόλαβε ούτε να δημοσιεύσει) υποδεικνύει τον έσχατο και πιο ουσιαστικό νόμο για την ιδανική του πολιτεία: Οι φύλακες πρέπει να λάβουν υποχρεωτικά τη θεολογική παιδεία που κρίνεται αναγκαία προκειμένου να στηρίζουν εις αεί την σταθερότητα των νόμων της πόλεως.

Ο Πλάτωνας αφήνει παρακαταθήκη το τελευταίο του έργο. Οι Νόμοι κλείνουν με τον Κλεινία και τον Μέγγιλο να παρακαλούν τον Αθηναίο ξένο με όλα τα μέσα να μη φύγει για να τους βοηθήσει στην ίδρυση της νέας πόλεως. Ο φιλόσοφος είχε ταξιδέψει τρεις φορές στη Σικελία στην απόπειρά του να σώσει τον κόσμο. Παρά την ασφάλεια και ευημερία της Ακαδημίας, επέλεξε την αβεβαιότητα και ανασφάλεια των θαλάσσιων ταξιδιών στην αναζήτηση της ορθής διακυβέρνησης της πολιτείας. Η Πολιτεία του χρειάζεται όχι μόνο ορθούς αλλά και αναλλοίωτους Νόμους. Η ορθή παιδεία των νομοφυλάκων πρέπει να θεσμοθετηθεί με έναν τελευταίο νόμο, ώστε όλα να παραμείνουν ως έχουν.

Η αγάπη δεν είναι κάτι που κάνετε, είναι απλώς αυτό που είστε

Για μια χαρούμενη ζωή, θα πρέπει κάθε μέρος της ύπαρξής μας να λειτουργεί σε συνεργασία με όλα τα υπόλοιπα, αρμονικά. Για αυτό και οι όποιοι ακραίοι περιορισμοί στη ζωή μας, μόνο αρνητικό αντίκτυπο θα έχουν στην καθημερινότητά μας. Μην πολεμάτε τη ζωή. Δεν είστε αντίπαλοι της ζωής. Είστε η ζωή.

Εναρμονιστείτε μαζί της και θα δείτε ότι όλα θα σας φαίνονται πιο εύκολα. Δεν είναι αγώνας το να κρατάτε τον εαυτό σας σε φόρμα και υγιή. Κάντε δραστηριότητες που απολαμβάνετε: παίξτε ένα παιχνίδι, κολυμπήστε, περπατήστε, τρέξτε.

Η διέξοδος βρίσκεται μέσα μας

Ό,ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΈΧΕΤΕ ΚΆΝΕΙ μέχρι στιγμής στη ζωή σας ήταν επειδή αναζητούσατε ένα πράγμα. Είτε επιδιώξατε να κάνετε μια επαγγελματική καριέρα, είτε ανοίξατε τη δική σας επιχείρηση, είτε βγάλατε χρήματα, είτε φτιάξατε μια οικογένεια, το κάνατε πάντα διότι αναζητούσατε ένα απλό πράγμα: τη χαρά. Αλλά στην πορεία η ζωή έγινε περίπλοκη.

Αν είχατε γεννηθεί σαν οποιοδήποτε άλλο πλάσμα που ζει στον πλανήτη μας, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά. Οι ανάγκες σας θα ήταν μόνο σωματικές. Το γεμάτο στομάχι θα σήμαινε ότι περνάτε μια υπέροχη μέρα. Ρίξτε μια ματιά στον σκύλο ή στη γάτα σας: τη στιγμή που γεμίζει το στομάχι τους είναι απόλυτα ήρεμα.

Όταν όμως έρχεστε σε αυτόν τον κόσμο ως άνθρωποι, τα πράγματα αλλάζουν. Το άδειο στομάχι είναι μόνο ένα πρόβλημα: η πείνα. Αλλά το γεμάτο στομάχι τι είναι; Εκατό προβλήματα! Εάν διακυβεύεται η επιβίωσή μας, τότε το πρόβλημα είναι τεράστιο. Αλλά από τη στιγμή που παύει να είναι πρόβλημα η επιβίωση, είναι σαν να μη σημαίνει τίποτα. Κατά κάποιον τρόπο, για τον άνθρωπο η ζωή δεν τελειώνει με το ζήτημα της επιβίωσης – αντιθέτως, η ζωή ξεκινάει με την επιβίωση.

Ως γενιά σήμερα, έχουμε οργανώσει πολύ καλύτερα το ζήτημα της επιβίωσης. Μπορείς να πας στο σουπερμάρκετ και να αγοράσεις ό,τι χρειάζεσαι για ολόκληρο τον χρόνο. Μπορείς μάλιστα να το κάνεις αυτό χωρίς καν να χρειαστεί να βγεις από το σπίτι σου! Ποτέ πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν ήταν εφικτό κάτι τέτοιο. Μέχρι και πράγματα που πριν από εκατό χρόνια ακόμη και οι βασιλιάδες δυσκολεύονταν να τα αποκτήσουν σήμερα είναι προσβάσιμα στον μέσο πολίτη. Είμαστε η γενιά με τις περισσότερες ανέσεις που έχει ποτέ ζήσει στον πλανήτη. Το πρόβλημα είναι ότι σίγουρα δεν είμαστε η πιο χαρούμενη γενιά ούτε η πιο στοργική ούτε η πιο γαλήνια.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Έχουμε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να φτιάξουμε το εξωτερικό περιβάλλον. Εάν το φτιάξουμε κι άλλο, θα εξαφανιστεί ο πλανήτης! Αλλά εξακολουθούμε να μην είμαστε πιο χαρούμενοι από τους προγόνους μας που έζησαν πριν από χίλια χρόνια.

Εάν λοιπόν αυτό που κάνουμε δεν λειτουργεί αποδοτικά, μήπως ήρθε η ώρα να βρούμε τι δεν πάει καλά; Γιατί να συνεχίσουμε να κάνουμε κάτι που δεν έχει πετύχει τα τελευταία χίλια χρόνια; Για πόσο καιρό ακόμη θα συνεχίσουμε να κινούμαστε βάσει σχεδίων που είναι σαφές ότι τελικά δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα;

Έφτασε η ώρα να σας δώσω ένα παράδειγμα.

Ας ξεκινήσουμε με μια μόνο ερώτηση: τι θεωρούμε ότι σημαίνει ευημερία;

Πολύ απλά, ευημερία είναι η βαθιά αίσθηση της ευχαρίστησης μέσα μας. Εάν το σώμα νιώθει ευχάριστα, αυτό το αποκαλούμε υγεία. Εάν νιώθει πολύ ευχάριστα, το αποκαλούμε απόλαυση. Εάν ο νους νιώθει ευχάριστα, αυτό το αποκαλούμε γαλήνη. Εάν αυτή η ευχαρίστηση γίνει μεγάλη, τότε μιλάμε για χαρά. Εάν τα συναισθήματα είναι ευχάριστα, αυτό ονομάζεται αγάπη. Εάν γίνουν πολύ ευχάριστα, αυτό ονομάζεται ευσπλαχνία. Εάν η ζωτική ενέργεια γίνει ευχάριστη, το αποκαλούμε ευδαιμονία. Εάν γίνει πολύ ευχάριστη, τότε το αποκαλούμε έκσταση. Αυτό είναι που αναζητάτε: την ευχαρίστηση μέσα σας και έξω από εσάς. Όταν η ευχαρίστηση πηγάζει από μέσα σας, αποκαλείται γαλήνη, χαρά και ευτυχία. Όταν ο περίγυρος γίνει ευχάριστος, του αποδίδουμε τη λέξη επιτυχία. Εάν δεν σας ενδιαφέρει τίποτα από αυτά και θέλετε να πάτε στον παράδεισο, τι αναζητάτε; Απλά, την υπερφυσική επιτυχία! Επομένως, στην ουσία κάθε ανθρώπινη εμπειρία αφορά την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια σε διαφορετικό βαθμό.

Αλλά πόσες φορές στη ζωή σας έχετε ζήσει μια ολόκληρη μέρα νιώθοντας ευδαιμονία – χωρίς ούτε μια στιγμή άγχους, αναστάτωσης, εκνευρισμού ή στρες; Πόσες φορές έχετε ζήσει είκοσι τέσσερις συνεχόμενες ώρες νιώθοντας μόνο απόλυτη ευχαρίστηση; Πότε ήταν η τελευταία φορά που σας συνέβη κάτι τέτοιο;

Το πιο εντυπωσιακό από όλα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη δεν έχουν ζήσει ούτε μία μέρα ακριβώς όπως θα ήθελαν! Βέβαια, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βιώσει τη χαρά, τη γαλήνη, ακόμη και την ευδαιμονία, αλλά οι καταστάσεις αυτές είναι φευγαλέες. Οι άνθρωποι αδυνατούν να τις διατηρήσουν. Καταφέρνουν να φτάσουν στο συναίσθημα, αλλά αυτό συνεχώς καταρρέει. Και δεν είναι ότι χρειάζεται τίποτα σπουδαίο για να καταρρεύσει το συναίσθημα. Το πιο απλό πράγμα αρκεί για να κάνει τους ανθρώπους να χάσουν την ισορροπία τους και την αρμονία.

Για παράδειγμα, βγαίνετε έξω και κάποιος σας λέει ότι είστε ο πιο όμορφος άνθρωπος στον κόσμο: εσείς αμέσως πετάτε στα ουράνια. Μετά όμως επιστρέφετε στο σπίτι και οι δικοί σας σας λένε ποιος πραγματικά είστε: και όλα καταρρέουν!

Σας θυμίζει κάτι αυτό;

Γιατί χρειάζεται να νιώθετε μέσα σας την ευχαρίστηση; Η απάντηση είναι προφανής. Όταν βρίσκεστε σε κατάσταση εσωτερικής ευχαρίστησης, τότε γίνεστε ευχάριστοι σε όλους και σε όλα γύρω σας με τρόπο φυσικό. Δεν χρειάζονται οι γραφές ή η φιλοσοφία για να σας πουν ότι πρέπει να φέρεστε καλά στους άλλους. Διότι είναι το φυσικό επακόλουθο όποτε νιώθετε καλά μέσα σας. Η εσωτερική ευχαρίστηση είναι το βασικό συστατικό και η συνταγή της επιτυχίας για να δημιουργήσουμε μία ειρηνική κοινωνία και έναν χαρούμενο κόσμο.

Εξάλλου, η επιτυχία σας στον κόσμο εξαρτάται ουσιαστικά από το πόσο σωστά θα αξιοποιήσετε τις ικανότητες του σώματος και του νου. Επομένως, για να καταφέρετε να γίνετε επιτυχημένοι, η ευχαρίστηση θα πρέπει να γίνει η βασική ποιότητα μέσα σας. Πάνω απ’ όλα, είναι πλέον αποδεδειγμένο ιατρικά και επιστημονικά ότι το σώμα και ο νους σας λειτουργούν καλύτερα όποτε βρίσκεστε σε ευχάριστη κατάσταση. Λένε ότι εάν καταφέρετε να παραμείνετε ευτυχισμένοι για είκοσι τέσσερις ώρες, οι πνευματικές σας δυνατότητες σχεδόν θα διπλασιαστούν.

Δεν είναι δύσκολο αυτό, αρκεί να καταλαγιάσει η εσωτερική αναταραχή ώστε να αναδυθεί η διαύγεια. Η ίδια ζωτική ενέργεια στην οποία αναφέρεστε με τη λέξη «εαυτός» άλλοτε είναι πολύ χαρούμενη, άλλοτε δυσαρεστημένη, άλλοτε γαλήνια και άλλοτε σε αναταραχή. Η ίδια ζωτική ενέργεια έχει τη δυνατότητα να βρεθεί σε όλες αυτές τις καταστάσεις. Αν, λοιπόν, είχατε την επιλογή να αποφασίσετε ποια έκφραση θα θέλατε να έχει η ζωτική σας ενέργεια, τι θα διαλέγατε; Τη χαρά ή τη δυστυχία; Την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια;

Η απάντηση είναι προφανής. Μόνο η μέθοδος μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αλλά είτε προσπαθείτε να βγάλετε πολλά χρήματα, είτε το ρίχνετε στο ποτό, είτε προσπαθείτε να πάτε στον παράδεισο, η ευχαρίστηση είναι ο μοναδικός στόχος. Ακόμη και αν λέτε ότι δεν σας ενδιαφέρει αυτός ο κόσμος και ότι ο στόχος της ζωής σας είναι απλώς να πάτε στον παράδεισο, και πάλι την ευχαρίστηση αναζητάτε. Εάν σας είχαν πει από τότε που ήσασταν παιδί ότι ο Θεός ζει στον παράδεισο, αλλά ο παράδεισος είναι ένα μέρος φρικτό, θα θέλατε να πάτε εκεί; Σίγουρα όχι!

Στην ουσία, το ύψιστο επίπεδο ευχαρίστησης είναι ο παράδεισος – η δυσαρέσκεια είναι η κόλαση. Άλλοι λοιπόν πιστεύουν ότι θα τη βρουν στο κρασί και άλλοι στον Θεό, αλλά αυτό που όλοι αναζητούν είναι η ευχαρίστηση.

Το μόνο που μπορεί να σταθεί εμπόδιο μεταξύ του εαυτού σας και της ευημερίας σας είναι ένα απλό γεγονός: ότι έχετε επιτρέψει στις σκέψεις και στα συναισθήματά σας να λαμβάνουν οδηγίες από έξω αντί από μέσα.

Μια μέρα μια κυρία πήγε για ύπνο. Καθώς κοιμόταν είδε ένα όνειρο. Είδε έναν όμορφο άντρα να την κοιτάζει επίμονα. Μετά άρχισε να την πλησιάζει όλο και περισσότερο. Την πλησίασε τόσο πολύ, που εκείνη ένιωθε μέχρι και την ανάσα του. Άρχισε να τρέμει – όχι από φόβο.

Μετά τον ρώτησε: «Τι θα μου κάνεις;». Ο άντρας είπε: «Μα, κυρία μου, δικό σου είναι το όνειρο!».

Αυτό που συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σας είναι το δικό σας όνειρο. Τουλάχιστον στο όνειρό σας θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό που εσείς θέλετε, έτσι δεν είναι; Ακόμη και αν αυτό που συμβαίνει στον κόσμο δεν είναι αυτό που θέλετε, τουλάχιστον οι σκέψεις και τα συναισθήματά σας θα έπρεπε να είναι όπως εσείς τα θέλετε. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν παίρνουν εντολές από εσάς, διότι διαχειρίζεστε με τυχαίο τρόπο ολόκληρο τον ανθρώπινο μηχανισμό.

Ο ανθρώπινος μηχανισμός είναι η πιο εξελιγμένη φυσική μορφή στον πλανήτη. Είστε το πιο θαυμαστό επίτευγμα της τεχνολογίας, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρετε πού βρίσκεται το πληκτρολόγιο. Είναι σαν να προσπαθείτε να δουλέψετε σε έναν υπερυπολογιστή με μια αξίνα κι ένα γαλλικό κλειδί! Το αποτέλεσμα είναι ότι η απλή διαδικασία της ζωής έχει αρνητικές συνέπειες στην ανθρωπότητα. Το να προσπαθείς απλώς να κερδίσεις τα προς το ζην, να αναπαραχθείς, να μεγαλώσεις τα παιδιά σου και μετά μια μέρα να πεθάνεις δεν είναι δα και καμιά ιδιαίτερη πρόκληση! Είναι εντυπωσιακό ότι οι άνθρωποι παλεύουν μόνο και μόνο για να καταφέρουν αυτό που κάθε σκουλήκι, έντομο, πτηνό ή ζώο κάνει χωρίς να καταβάλλει σχεδόν καμία προσπάθεια.

Για να το θέσω απλά, η εσωτερική μας οικολογία είναι χάλια. Για κάποιον λόγο νομίζουμε ότι αν διορθώσουμε τις εξωτερικές συνθήκες, αυτό αρκεί για να γίνουν και μέσα μας τα πάντα καλά.

Αλλά τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια έχει αποδειχτεί ότι το μόνο που μπορεί να κάνει η τεχνολογία είναι να μας βοηθάει να νιώθουμε άνετα και βολικά, δεν θα μας φέρει την ευημερία.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι εάν δεν κάνουμε τα σωστά πράγματα, τα σωστά πράγματα δεν θα μας συμβούν από μόνα τους: αυτό ισχύει τόσο για τον εξωτερικό κόσμο, όσο και για τον εσωτερικό.

Η λογική του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι όλα όσα έχουμε μέσα στο μυαλό μας, ως ιδέες και σκέψεις, έχει φτάσει μέχρι τη συνείδηση μας χάρη σε όλα όσα έχουμε δει κι ακούσει. Είμαστε, όμως, προικισμένοι από τη γέννησή μας και με μυαλό, που σκέφτεται λογικά. Έχουμε την ικανότητα να ταχτοποιούμε τις εμπειρίες μας και όσα αντιλαμβάνονται 0ι αισθήσεις μας με λογικό τρόπο σε κατηγορίες και είδη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, γεννιούνται μέσα στο μυαλό του ανθρώπου έννοιες όπως «πέτρα», «φυτό», «ζώο» και «άνθρωπος».

O Αριστοτέλης δεν αρνιόταν το γεγονός ότι ο άνθρωπος διαθέτει από γεννησιμιού του την ικανότητα να σκέφτεται λογικά. Αντίθετα κατά τον Αριστοτέλη, η λογική είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

Το μυαλό μας, όμως, είναι εντελώς «αδειανό» ώσπου αρχίζουμε και το τροφοδοτούμε με εμπειρίες. O άνθρωπος, επομένως, δεν έχει «ιδέες» από γεννησιμιού του.

Αυτή ήταν μία από τις κύριες διαφωνίες που είχε ο Αριστοτέλης με τον Πλάτωνα και την Θεωρία των Ιδεών του.

H λέξη «λογική» (όχι όμως και η έννοια) ήταν άγνωστη στην εποχή του Αριστοτέλη. Τη λέξη λογική με τη σημερινή της έννοια τη χρησιμοποίησε αργότερα πρώτος ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς (δίδαξε στην Αθήνα περιπατητική φιλοσοφία το 198 έως 211 μ.Χ.)

Η λογική αναδείχθηκε σε επιστήμη από τον Αριστοτέλη. Γι αυτό και ο κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος Καντ είπε ότι «η λογική δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά από τη λογική που ξέρουμε από την εποχή του Αριστοτέλη».

H λογική είναι μέρος ή για να το πούμε διαφορετικά εργαλείο της φιλοσοφίας. Αναφέρεται σε κάποιους συλλογισμούς που καταλήγουν σε χρήσιμα – μπορεί όμως και όχι – συμπεράσματα.

Ένα τέτοιο συμπέρασμα παρμένο και διασκευασμένο από το βιβλίο του ντε Κρεσέντο είναι το ακόλουθο.

Όταν κάνεις τη σκέψη ότι ο οπαδός μιας ομάδας, λόγω συναισθηματισμού, δεν είναι αντικειμενικός ως προς την ομάδα του και αν ξέρεις ότι ένας δημοσιογράφος είναι οπαδός του ΠΑΟ, συμπεραίνεις ότι ο δημοσιογράφος αυτός δεν σχολίασε αντικειμενικά έναν αγώνα του ΠΑΟ της προηγουμένης Κυριακής.

Αυτός είναι ένας λογικός συλλογισμός.

Η λογική για τον Αριστοτέλη δεν είναι αυτόνομη επιστήμη, είναι όμως χρήσιμη για τον πάθε επιστήμονα. Διότι η λογική είναι αυτή που θα τον βοηθήσει να επισημάνει σε ποια θέματα πρέπει να αναζητήσει την απόδειξη και τι είδους απόδειξη. Επομένως, η λογική είναι ένα εργαλείο για τον κάθε επιστήμονα.

Με τη λογική ασχολήθηκε ο Αριστοτέλης κυρίως στα “Αναλυτικά πρότερα”, όπου περιγράφει διάφορα σχήματα σκέψης, ενώ στα “Αναλυτικά ύστερα” περιγράφει τον επιστημονικό συλλογισμό, και στα Τοπικά το διαλεκτικό συλλογισμό.

Τι είναι όμως «συλλογισμός» κατά τον Αριστοτέλη. Συλλογισμός γι αυτόν είναι μια αλληλουχία σκέψεων που μπαίνει σε λειτουργία όταν τεθεί κάποιο ζήτημα. Με την εμφάνιση του συγκεκριμένου ζητήματος ακολουθεί κάποια σκέψη, η οποία είναι συνέπεια της αλήθειας του ζητήματος. Και αυτό συνεχίζεται χωρίς να χρειάζονται πρόσθετα (εξωτερικά) στοιχεία.

Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, ας αναφέρουμε μια γνωστή φράση από την γεωμετρία:

«Τα προς τρίτον τινί ίσα και αλλήλοις ίσα».

Δηλαδή, αν αποδειχθεί ότι δύο γωνίες A και B, ξεχωριστά η καθεμία, είναι ίσες με μία τρίτη Γ, τότε και οι γωνίες A και B θα είναι και μεταξύ τους ίσες.

Μια άλλη φράση, που είναι επίσης πολύ οικεία σε όλους όσους πέρασαν από το σχολείο, είναι η εξής:

«Διά της εις άτοπον απαγωγής»

Τη φράση αυτή την έχουμε χρησιμοποιήσει για επίλυση προβλημάτων γεωμετρίας και λέει ότι, μια πρόταση αποδεικνύεται αληθής, εφόσον θεωρώντας την αρχικά λανθασμένη προκύπτει συλλογιστικά κάτι ψευδές.

Είδος συλλογισμού είναι και η «επαγωγή».

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητό περί τίνος πρόκειται.

Για να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι οι οχιές, τα φίδια, είναι δηλητηριώδεις, δεν είναι ανάγκη, ούτε είναι δυνατόν, να διαπιστώσεις κάτι τέτοιο με όλες τις οχιές. Εξετάζεις έναν αριθμό από αυτές και καταλήγεις ότι το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες. Δηλαδή, η επαγωγή οδηγεί από τη μερική γνώση στην καθολική. Γιατί, όταν ο νους του ανθρώπου αντιληφθεί την αλήθεια για ορισμένο αριθμό περιπτώσεων, μπορεί να συλλάβει τη δυνατότητα της ισχύος της αλήθειας αυτής σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις.

H «απόδειξη» είναι επιστημονικός συλλογισμός, και το αποτέλεσμα αυτού του συλλογισμού είναι πάντα αληθινό, ενώ το αποτέλεσμα κάποιων συλλογισμών, όπως αναφέραμε πιο πριν, μπορεί να είναι ορισμένες φορές και λανθασμένο.

Είναι αδύνατο να υπάρχουν άμεσες αποδείξεις για όλα τα πράγματα. Κάτι τέτοιο θα τραβούσε επ’ άπειρον και τελικά δεν θα αποδεικνυόταν τίποτα. Επειδή, ό,τι καινούργιο προέκυπτε, θα έπρεπε και αυτό να αποδειχτεί.

Σε ό,τι αφορά τα αξιώματα που υπάρχουν στις επιστήμες θεωρούνται δεδομένα, μόνον εφόσον μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αξίωμα του Ευκλείδη:

«Αν από ίσα αφαιρεθούν ίσα, η ισότητα δεν μεταβάλλεται»

Τέλος, είναι αδύνατον δύο αντιφατικές προτάσεις για το ίδιο πράγμα να είναι συγχρόνως αληθινές και οι δύο. Είναι αδύνατον την ίδια στιγμή και να βεβαιώνουμε και να αρνούμαστε κάτι (η αντίφαση) και συγχρόνως να λέμε την την αλήθεια. Αναγκαστικά μόνο το ένα σκέλος της αντίφασης θα είναι αληθινό. Αυτό βεβαίως είναι προφανές γιατί το αντίθετο θυμίζει τη λογική τον Νασρεντίν Χότζα. O Χότζας, όντας κάποτε κατής (δικαστής), δίκαζε μια διαφορά ανάμεσα σε δύο γείτονες. Όταν άκουσε τον πρώτο, αποφάνθηκε: «Έχεις πέρα για πέρα δίκιο». Όταν μίλησε ο αντίδικος τον, ο Χότζας τον είπε: «Μα βέβαια, έχεις δίκιο». H γυναίκα τον, που παρακολουθούσε την δίκη, απόρησε: «Μα Χότζα, πώς γίνεται να λες ότι έχουν κι οι δύο δίκιο;». Κι εκείνος της αποκρίθηκε: «Σωστά, κι εσύ δίκιο έχεις»

Υπάρχουν αποφάσεις που έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τη ζωή μας και για τη ζωή των άλλων

Στις εύπορες κοινωνίες, όντως βομβαρδιζόμαστε αδιάκοπα από εκατοντάδες επιλογών σχετικά με το τι θα φάμε, τι θα φορέσουμε, τι θα αγοράσουμε και τι θα παρακολουθήσουμε στην τηλεόραση. Αυτές οι επιλογές απαιτούν ελάχιστη σκέψη γιατί οι συνέπειές τους είναι εφήμερες. Αλλά υπάρχουν αποφάσεις που έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τη ζωή μας, και μερικές φορές για τη ζωή των άλλων, και αξίζουν μια σοβαρή επένδυση χρόνου και ενεργητικής σκέψης.

Τέτοιες αποφάσεις είναι, για παράδειγμα, το πότε θα συζήσουμε με έναν συγκεκριμένο άντρα ή γυναίκα, αν θα παντρευτούμε, αν και πότε θα κάνουμε παιδιά, πού θα ζήσουμε, αν θα συνάψουμε εξωσοζυγική σχέση ή αν θα πάρουμε διαζύγιο ή σε ποιον θα αφήσουμε χρήματα σε μια διαθήκη. Οι αποφάσεις μας μπορεί να σχετίζονται με ανθρώπους για τους οποίους έχουμε ευθύνη. Χρειάζεται να αποφασίσουμε τι όνομα θα δώσουμε στα παιδιά μας, τι όρια συμπεριφοράς θα θέσουμε, τι πρέπει να ρυθμίσουμε για τη φροντίδα τους και σε τι σχολείο θα πρέπει να τα στείλουμε. Κάποια επαγγέλματα έχουν ενσωματωμένες στη δομή τους αλλεπάλληλες λήψεις αποφάσεων: γιατροί, δικαστές, πολιτικοί, ακόμη και χρηματιστές, πρέπει σε καθημερινή βάση να κάνουν επιλογές με εξαιρετικά σημαντικές συνέπειες, και έχουν τα εφόδια να το κάνουν αυτό μέσα από μια εκπαίδευση στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ό,τι αφορά τον εκάστοτε τομέα των αρμοδιοτήτων τους. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι καθόλου καταρτισμένοι σε βασικές τεχνικές λήψης αποφάσεων.

Μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις στη ζωή του Αριστοτέλη λήφθηκε όταν ήταν έφηβος. Μετά τον θάνατο των γονιών του τον υιοθέτησε ο γαμπρός του, Πρόξενος, και μεταξύ τους αποφάσισαν ότι ο ιδανικός τόπος για αυτόν τον εξαιρετικά ευφυή νεαρό ήταν η καλύτερη σχολή στον κόσμο – η Ακαδημία του Πλάτωνα στην Αθήνα. Ως ο πιο ευφυής μαθητής στον οποίο δίδαξε ποτέ ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης μπόρεσε να καταπιαστεί με κάθε είδους κλάδο μελέτης, μεταξύ αυτών και με κάποιους για τους οποίους ελάχιστα ενδιαφερόταν ο Πλάτων – τις φυσικές επιστήμες. Ο Αριστοτέλης εξελίχθηκε στον πρώτο φιλόσοφο που περιέγραψε με πρακτικούς όρους τον καλύτερο τρόπο λήψης μιας απόφασης, γράφοντας με ζωντανό, πρακτικό τρόπο και χωρίς σύνθετες και ακατανόητες εκφράσεις. Η μέθοδος απαιτεί να εξετάζουμε επαρκώς όλες τις εναλλακτικές συμπεριφορές που ενδέχεται ή όχι να μας οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων μας, προσπαθώντας να προβλέψουμε τις συνέπειες κάθε συμπεριφοράς, κι έπειτα να επιλέγουμε μία από αυτές και να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτή.

Η αρχαιοελληνική λέξη για την όλη διαδικασία της ικανοποιητικής εξέτασης και λήψης αποφάσεων είναι η ευβουλία: το ρήμα «εξετάζω», βουλεύεσθαι, σχετίζεται με λατινογενείς λέξεις όπως «volition» (βούληση) και με το αγγλικό ρήμα «to will» (βούλομαι). Η ευβουλία δηλώνει την ικανότητα κάποιου να εξετάζει από μόνος του και να μπορεί να αναγνωρίζει τηv καλή βούληση και τις λογικές αποφάσεις των άλλων. Συνεπώς, περιλαμβάνει το να ζητάμε συμβουλές από προσεκτικά επιλεγμένους συμβούλους. Η αρχαιοελληνική έννοια της βούλησης ήταν εγγενώς συνδεδεμένη με μια εκλεπτυσμένη κατανόηση της διακυβέρνησης: αν ακόμα και οι πιο απλοί άνθρωποι πρέπει να ασκούν καλά την εξουσία, χρειάζεται να «βουλεύονται». Άρα ο αρχαιοελληνικός όρος βουλεύεσθαι έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη που περιγράφει τη Βουλή της δημοκρατικής Αθήνας.

Οι ικανότητες του βουλεύεσθαι απαιτούν χρόνο για να βελτιωθούν· αρχίζουν ως αυτο-συνείδητα εφαρμοσμένη κοινή λογική αλλά ανθούν σε αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί «πρακτική σοφία» (φρόνησις), αν εφαρμόζονται καθημερινά σε πραγματικές καταστάσεις. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το ιστορικό πρόσωπο τον οποίον τη φρόνησιν επαινεί ο Αριστοτέλης είναι ο Περικλής, ο περίφημος Αθηναίος πολιτικός που είχε κυβερνήσει τηv Αθήνα επί πολλές δεκαετίες στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., καθώς εκλεγόταν στο ίδιο αξίωμα επανειλημμένα. Ο Περικλής τηρούσε την καλή λήψη αποφάσεων με εξαιρετική συνέπεια και οι Αθηναίοι ευημερούσαν αποκτώντας την ικανότητα να δημιουργήσουν σπουδαία έργα τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων της Ακρόπολης και των τραγωδιών του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Η εξέλιξη του Περικλή ως πολιτικού δεν παρουσίαζε σημάδια κάμψης, καθώς ο ίδιος βελτιωνόταν στην πρακτική σοφία: η σταδιοδρομία του αναχαιτίστηκε μόνο με τον θάνατό του από τον λοιμό, ένα κλασικό παράδειγμα της κακής τύχης ενάντια στην οποία ο Αριστοτέλης ήξερε πολύ καλά ότι το βουλεύεσθαι μπορεί να αποδειχτεί πλήρως ανίσχυρο.
Η εκπαίδευση στις διαδικασίες της ηθικής λήψης αποφάσεων δημιουργεί έναν καλύτερο κόσμο για όλους μας.

Οι νέοι έχουν άμεση ανάγκη από εκπαίδευση, όπως προειδοποιεί ο Αριστοτέλης, γιατί το βουλεύεσθαι μπορεί να αποβεί τρομερά δύσκολο. Υπάρχουν εύκολες περιπτώσεις διάκρισης μεταξύ σωστού και λάθους· ο θεμελιωδώς τίμιος άνθρωπος θα γνωρίζει από ένστικτο έναν σωστό τρόπο κατανομής χρημάτων ή τροφής σε ομάδες ανθρώπων. Αλλά, όπως λέει ο Αριστοτέλης, ο ακριβής τρόπος για την πραγματοποίηση αυτής της σωστής πράξης είναι κάτι «πολύ δυσκολότερο από το να γνωρίζει κάποιος τι ωφελεί την υγεία». Η ηθική είναι πολύ πιο ρευστή και πολύπλοκη ακόμα και από τηv ανθρώπινη φυσιολογία. Γιος γιατρού, ο Αριστοτέλης προσθέτει ότι ακόμα και στην ιατρική, η πρακτική εφαρμογή της θεραπείας είναι πολύ πιο δύσκολη από την απλή γνώση σχετικά με «το μέλι, το κρασί και τον ελλέβορο, τον καυτηριασμό και τη χειρουργική».

Ωστόσο, πρέπει προηγουμένως να ορίσουμε το βουλεύεσθαι. Για τον Αριστοτέλη, το βουλεύεσθαι έχει μια πολύ συγκεκριμένη έννοια. Δεν αφορά τους τελικούς στόχους μας – ένας γιατρός δεν βουλεύεται σχετικά με την πρόθεσή του, που είναι προφανώς να εξασφαλίσει την υγεία του ασθενή του. Αφορά την επιλογή του καλύτερου μέσου για την επίτευξη των στόχων μας. Ο γιατρός βουλεύεται σχετικά με την πορεία των ενεργειών και τη θεραπεία που θα αποκαταστήσει τηv υγεία του ασθενή. Κατ’ αναλογία, γνωρίζουμε ότι η ευτυχία είναι ο στόχος μας, αλλά βουλευόμαστε σχετικά με το μέσο επίτευξής της – την πορεία των ενεργειών που είναι πιθανότερο να εξασφαλίσουν την ευτυχία για εμάς τους ίδιους, τους αγαπημένους μας και τους συμπολίτες μας.

Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι μερικοί άνθρωποι είναι πολύ αδύναμοι ώστε να μπορούν να αναλάβουν πλήρη ευθύνη για τα πράγματα που απαραίτητα εναπόκεινται σε αυτούς. Δεν είναι πιθανόν να μπορούν να μάθουν να βουλεύονται καλά ή να εφαρμόζουν πολιτικές που προκύπτουν μετά το βουλεύεσθαι. Αλλά η ουσία της υπόθεσης είναι η εξής: αν θέλεις να κατακτήσεις την ευτυχία, πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη των πράξεων σου αλλά και των αποτυχιών σου ώστε να δράσεις. «Για ό,τι εξαρτάται από κάποιον να κάνει ή να μην κάνει, ο ίδιος είναι η αιτία και όλα αυτά των οποίων την αιτία αποτελεί εξαρτώνται από τον ίδιο», γράφει ο Αριστοτέλης, διακηρύττοντας ότι όλοι έχουμε την ελεύθερη βούληση να ενεργούμε ως καλοί ή ως κακοί άνθρωποι. Το ίδιο πρόσωπο «σαφώς διαπράττει εκούσια όλες τις ενέργειες που διαπράττει σκόπιμα.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι τόσο η καλοσύνη όσο και η κακία είναι εκούσιες». Αυτό είναι θεμελιώδες για την ηθική μας: ο Αριστοτέλης μάλιστα, καταλήγει να πει ότι «κρίνουμε τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου με βάση τη σκόπιμη επιλογή του – δηλαδή, με κριτήριο όχι τι κάνει αλλά για ποιο λόγο το κάνει». Ο Αριστοτέλης δηλώνει εντυπωσιασμένος από ένα παράδειγμα σε μια τραγωδία όπου ο Πελίας δολοφονείται από τις κόρες του. Αυτός ο μυθικός Έλληνας βασιλιάς ήταν γέρος και ανήμπορος. Η μάγισσα Μήδεια έπεισε τις αδελφές ότι το υγρό στον λέβητά της είχε την ιδιότητα να τον κάνει να ξανανιώσει. Μάλιστα, αυτό το απέδειξε εμπειρικά μέσω ενός πειράματος με ένα κριάρι. Οι Πελιάδες βουλεύτηκαν και αποφάσισαν ως καλές κόρες, μετά την προφανή επιστημονική απόδειξη, να κόψουν σε κομμάτια τον Πελία και να τα βάλουν μέσα στον λέβητα. Ο ίδιος δεν επιβίωσε. Αλλά με το βουλεύεσθαι οι κόρες τον Πελία θα είχαν λάβει υπόψη ποιο προσωπικό κίνητρο θα μπορούσε να είχε οδηγήσει τη Μήδεια (ήθελε τον θρόνο του Πελία για τον σύζυγό της) και σίγουρα δεν θα δέχονταν ποτέ συμβουλές από εκείνη.

Ο Αριστοτέλης συστήνει να θέτουμε τους στόχους μας, που θα πρέπει να είναι αυστηροί αλλά εφικτοί και ανάλογοι των ικανοτήτων και των πόρων μας, με καλές προθέσεις. Να βουλευόμαστε συστηματικά σχετικά με την ακριβή πορεία δράσης μας που θα τους κατακτήσει. Να συγκρίνουμε διαφορετικές πορείες δράσης κι έπειτα να επιλέγουμε μία (ο όρος του Αριστοτέλη γι’ αυτόν τον τύπο επιλογής είναι η λέξη προαίρεσις). Έπειτα, πολύ προσεκτικά, να πραγματοποιούμε αυτές τις πράξεις. Με αυτόν τον τρόπο περιγράφεται η ιδέα του Αριστοτέλη για την αληθινή, βαθιά, ικανοποιητική και διαρκή ευτυχία. Επειδή είναι αυτοδημιούργητη, δεν μπορεί να αφαιρεθεί παρά μόνο με συμπτωματική κακοτυχία, όπως με τον λοιμό της Αθήνας. Ακόμα και τότε, τα επιτεύγματά μας πριν μολυνθούμε από τον λοιμό πιθανότατα θα αναγνωριστούν και επίσης αυτό σημαίνει ότι θα πεθάνουμε πιο ευτυχείς απ’ ό,τι αν είχαμε ζήσει μια ζωή χωρίς σκοπό και χωρίς βουλεύεσθαι.

Μερικές φορές, η ζωή απαιτεί να κάνετε τα πράγματα πιο εύκολα

Τα παιδιά, σε αντίθεση με τους ενήλικες, δεν εντυπωσιάζονται από την πάλη με τους ηθικούς πειρασμούς. Ξεπεράσατε τους δαίμονές σας, συγκεντρώσατε όλο τον αυτοέλεγχό σας, αναγκάσατε τον εαυτό σας να κάνει το σωστό ακόμα και σε κάτι που δεν είναι πολύ δημοφιλές; Όλα καλά, αλλά τα παιδιά θα προτιμούσαν να μην δουλεύατε πολύ σκληρά. Η αληθινή νίκη για ένα παιδί, είναι να κάνει εύκολα το σωστό πράγμα από την αρχή.

Και όπως αποδεικνύεται, οι εν λόγω μικροί επικριτικοί ακριβολόγοι μπορεί να βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Christian Jarrett στο BPS Research Digest, μια επερχόμενη μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό “Social Psychological and Personality Science” διαπίστωσε ότι η εξάσκηση της δύναμης της θέλησης σας δεν είναι η καλύτερη στρατηγική για να πετύχετε τους στόχους σας. Η αποφυγή του πειρασμού όμως είναι.

Στη μελέτη αυτή, μια ομάδα Καναδών ερευνητών βρήκαν 159 προπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι έκαναν μια σειρά από τεστ προσωπικότητας, απάντησαν σε ερωτήσεις που μετρούσαν τον αυτοέλεγχό τους και έγραψαν τέσσερα πράγματα που ήθελαν να επιτύχουν, όπως να γυμνάζονταν περισσότερο ή να μάθουν μια νέα δεξιότητα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Jarrett εξήγησε, ότι οι εθελοντές άρχισαν μια «εβδομαδιαία μεγάλη περίοδο έντονης καταγραφής εμπειριών».

Κατά τη διάρκεια αυτής της συγκεκριμένης εβδομάδας, πέντε φορές την ημέρα σε τυχαίες χρονικές στιγμές, το smartphone των μαθητών χτυπούσε με έναν ήχο και τους ζητούσε να αναφέρουν εάν είχαν βιώσει εκείνη τη μέρα μια επιθυμία για τυχόν πειρασμούς, αν αυτοί οι πειρασμοί έρχονταν σε σύγκρουση με οποιοδήποτε από τους στόχους τους, αν είχαν εξασκήσει τη δύναμη της θέλησης για να αντισταθούν στον πειρασμό (ή πειρασμούς) και πόσο κουρασμένοι ή διανοητικά εξαντλημένοι ένιωθαν εκείνη την στιγμή.

Στο τέλος της κάθε ημέρας για αυτή την εβδομάδα, θα συμπλήρωναν επίσης ένα ημερολόγιο για το πόσο ψυχικά εξαντλημένοι ή κινητοποιημένοι είχαν αισθανθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τέλος, οι ερευνητές καταφέραν να επικοινωνήσουν με τους μαθητές και πάλι στο τέλος του εξαμήνου για να μάθουν πόση πρόοδο είχαν κάνει με τους τέσσερις προσωπικούς τους στόχους.

Στο τέλος, οι συμμετέχοντες που είχαν σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο με τους στόχους τους, ήταν επίσης αυτοί που είχαν αντιμετωπίσει τους λιγότερες πειρασμούς. «Το νόημα φαίνεται ότι είναι να αποδεχθούμε πως οι άνθρωποι είναι άβουλοι», έγραψε ο Jarrett. «Ως εκ τούτου, το κλειδί της επιτυχίας είναι να αποφευχθεί ο πειρασμός από την αρχή. Αποφύγετε το σούπερ-μάρκετ όταν είστε πεινασμένοι. Μην αφήνετε το βάζο με τα μπισκότα στον πάγκο στην κουζίνα. Κάντε το υπνοδωμάτιό σας ένα χώρο χωρίς iPad».

Η θέληση είναι ένα χαρακτηριστικό και όχι μία στιγμιαία πράξη

Όμως οι πιο επιτυχημένοι συμμετέχοντες, σημείωσε, έτυχαν επίσης να είναι αυτοί που σημείωσαν την υψηλότερη βαθμολογία από τις αρχικές δοκιμές αυτοελέγχου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θέληση ήταν «ένα χαρακτηριστικό και όχι μια στιγμιαία πράξη». Ή μήπως σημαίνει ότι χρησιμοποίησαν όλη τη δύναμη της θέλησης τους περαιτέρω σχεδιάζοντας εκ των προτέρων να αποστασιοποιηθούν από δελεαστικές καταστάσεις…;

Είτε έτσι είτε αλλιώς, το μάθημα είναι το ίδιο: η σκληρή δουλειά, για τους δικούς της λόγους, δεν είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για να πετύχετε τους στόχους σας. Μερικές φορές, η ζωή απαιτεί να κάνετε τα πράγματα πιο εύκολα για τον εαυτό σας.

Αρνητικά συναισθήματα στις σχέσεις και σεξουαλική ‘κλοπή’

Στις μέρες μας, οι γυναίκες (κυρίως), λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης που υπάρχει στις σχέσεις, είναι γεμάτες δηλητηριασμένα συναισθήματα. Και φυσικά αυτά τα συναισθήματα τα μεταφέρουν στους άντρες, δηλητηριάζοντάς τους. Η απιστία και ο φόβος της απιστίας, τους δημιουργούν τρομερή ανασφάλεια. Κι αυτό δεν είναι χωρίς λόγο, η ανάγκη για πίστη δεν είναι ένα κενό ‘ταμπού’, γιατί το σεξ είναι ιερό. Κατά την ώρα του σεξ, το άτομο ‘ανοίγει’ τον εαυτό του στον άλλον, εμπιστεύεται την ίδια του την ύπαρξη στον άλλον, μοιράζεται την ουσία του με τον άλλον. Είναι μια κατάθεση ψυχής και αναμένει απ’ αυτόν να μην την ‘ξεπουλήσει’. Έτσι αν εμφανιστεί υποψία για απιστία, το άτομο νιώθει ότι εκείνος με τον οποίο μοιράστηκε το είναι του, τον ξεπουλάει.

Βέβαια, στην εποχή μας, που υπάρχει πλήρης ισοπέδωση των ηθών λόγω ασυνειδησίας των λειτουργιών που λαμβάνουν χώρα στην ερωτική επαφή, ο άνθρωπος νομίζει ότι είναι ελεύθερος να πηγαίνει από δω κι από κει σαν πεταλουδίτσα, χωρίς να έχει κάποιο κόστος αυτό, καθώς νομίζει ότι γίνεται μια σωματική μόνο ένωση στο σεξ.

Αυτό που συμβαίνει με τις διάφορες ‘πεταλουδίτσες’, ή μάλλον με τους πεταλούδους, που πηγαίνουν από ‘λουλούδι’ σε ‘λουλούδι’, είναι ότι κλέβουν μέρος απ’ την ουσία των γυναικών με το σεξ. Ακόμα και σε αφοσιωμένες σχέσεις γίνεται αυτή η κλοπή, καθώς το σεξ είναι ο Νο1 τρόπος βαμπιρισμού, όταν γίνεται με λάθος κίνητρο – που συνήθως βαμπιρικά γίνεται.

Προσοχή: Νο1 τρόπος βαμπιρισμού, όχι Νο2 ή Νο3. Κι αυτό γιατί αντλεί κανείς απ’ την ουσία του άλλου. Και φυσικά ένας κλέφτης, μπορεί να πλουτίζει προσωρινά, όμως σταδιακά πτωχεύει και χάνει τα δικαιώματά του. Σίγουρα αυτή η κλοπή ‘δένει’ τον άνθρωπο στο πεδίο της γης, στο οποίο είναι αναγκασμένος να επανενσαρκώνεται για να ξεπληρώσει.

Στην παραπάνω κλοπή οι γυναίκες δεν είναι θύματα – είναι συνένοχοι απ’ τη στιγμή που την επιτρέπουν. Και οι συνένοχοι παίρνουν συνήθως την ίδια ποινή με τον κύριο κλέφτη.

Οι γυναίκες με αυτή τη κλοπή που επιτρέπουν, χάνουν το χάρισμά τους, την ομορφιά και αγνότητά τους, καθώς χάνουν κομμάτια από τη βασική τους ενέργεια, από την ουσία τους. Και χωρίς χάρισμα, ενέργεια και ομορφιά, δεν μπορούν να ‘θρέψουν’ τους άντρες, οι οποίοι μένουν κι αυτοί με τη σειρά τους λειψοί, ανικανοποίητοι.

Έτσι έχουμε αυτή την ενεργειακή πτώχευση στις μέρες μας, που κάνει τους ανθρώπους ακόμα πιο βαμπιρικούς, αρνητικούς, καταθλιπτικούς, συγχυσμένους και κακόμοιρους, και φυσικά, με μπόλικες ασθένειες που δημιουργούνται λόγω της ενεργειακής απώλειας, αλλά και λόγω της ενεργειακής μόλυνσης – κυρίως στις γυναίκες, οι οποίες είναι δέκτες ενεργειών και με το σεξ φορτώνονται τα ‘σκουπίδια’ των αντρών. Και οι άντρες όμως παρουσιάζουν προβλήματα λόγω της κακής χρήσης της σεξουαλικής ενέργειας. Αλλά και τα δυο φύλα μοιράζονται ενέργειες, σκεπτομορφές, ακόμα και οντότητες ο ένας του άλλου μέσω του σεξ. Οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες άλλωστε, δείχνουν ότι υπήρξε μετάδοση οντοτήτων, καθώς οι ιοί και τα βακτήρια κλπ, είναι τα σώματα αστρικών οντοτήτων.

Έτσι θέλει τρομερή προσοχή και ωριμότητα η σεξουαλική διαχείριση και διάθεση του εαυτού. Είμαστε ενεργειακά όντα, όχι πλαστικές κούκλες!

Μία κατάσταση που έναν απαισιόδοξο τον οδηγεί στην απελπισία, σε έναν αισιόδοξο ξυπνάει την ελπίδα

Ο Σέλιγκμαν ορίζει την αισιοδοξία ως τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επεξηγούν στον εαυτό τους τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Οι αισιόδοξοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αποτυχία οφείλεται σε κάτι που μπορεί να αλλάξει, έτσι ώστε την επόμενη φορά να πετύχουν, ενώ οι απαισιόδοξοι αντιλαμβάνονται την αποτυχία ως μομφή και την ανάγουν σε διαρκές χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, το οποίο είναι ανίκανοι να αλλάξουν. Αυτές οι διαφορετικές ερμηνείες επιδρούν βαθύτατα στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιδρούν στη ζωή.

Για παράδειγμα, αντιδρώντας σε μια απογοήτευση, όπως είναι η απώλεια μιας θέσης εργασίας, οι αισιόδοξοι τείνουν να συμπεριφέρονται ενεργητικά και με ελπίδα, καταστρώνοντας ένα σχέδιο δράσης ή αναζητώντας βοήθεια και συμβουλές. Βλέπουν την αναποδιά ως κάτι που μπορεί να διορθωθεί.
Αντίθετα, οι απαισιόδοξοι αντιδρούν σε τέτοια πισωγυρίσματα με την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα για να πάνε τα πράγματα καλύτερα την επόμενη φορά κι έτσι δεν κάνουν τίποτα για το πρόβλημα. Πιστεύουν ότι το εμπόδιο οφείλεται σε κάποιο προσωπικό τους μειονέκτημα που πάντα θα τους κατατρέχει.

Όπως και η ελπίδα, η αισιοδοξία προβλέπει την ακαδημαϊκή επιτυχία. Σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε πεντακόσια άτομα από την τάξη των πρωτοετών του 1984 στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, η επίδοση των φοιτητών σε ένα τεστ αισιοδοξίας αποδείχθηκε καλύτερος δείκτης πρόβλεψης των πραγματικών βαθμών τους στο πρώτο έτος απ’ ό,τι τα αποτελέσματα των SAT στο κολέγιο.

Ο Σέλιγκμαν, που μελέτησε τις επιδόσεις αυτές, είπε: «Οι εισαγωγικές εξετάσεις στο κολέγιο μετρούν το ταλέντα, ενώ οι επεξηγηματικοί τρόποι συμπεριφοράς μας πληροφορούν για το ποιος θα καταθέσει τα όπλα. Ο συνδυασμός ενός κάποιου ταλέντου με την ικανότητα να συνεχίζει κανείς παρά τις ήττες είναι αυτός που οδηγεί στην επιτυχία. Αυτό που απουσιάζει από τα τεστ αξιολόγησης ικανοτήτων είναι το κίνητρο. Aυτό που χρειάζεται να γνωρίζεις για κάποιον είναι το κατά πόσο θα συνεχίσει την προσπάθεια όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Το ισχυρό μου προαίσθημα λέει ότι, με δεδομένο επίπεδο ευφυΐας, η πρακτική σου επίδοση και μια συνισταμένη όχι μόνο του ταλέντου αλλά και της ικανότητάς σου να αντέχεις στην ήττα».

Μία από τις πιο εντυπωσιακές μαρτυρίες της παραινετικής δύναμης της αισιοδοξίας στους ανθρώπους παρέχει μια μελέτη που εκπόνησε ο Σέλιγκμαν σε ασφαλιστές. Η ικανότητα αποδοχής της απόρριψης με χάρη είναι ουσιαστική στις πωλήσεις κάθε είδους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα προϊόν όπως η ασφάλεια, όπου η αναλογία των «όχι» προς τα «ναι» μπορεί να είναι αποθαρρυντική. Για το λόγο αυτό, γύρω στα τρία τέταρτα των ασφαλιστών εγκαταλείπουν τον κλάδο μέσα στα τρία πρώτα χρόνια εργασίας. Ο Σέλιγκμαν παρατήρησε ότι νέοι ασφαλιστές που ήταν εκ φύσεως αισιόδοξοι πούλησαν 37 τοις εκατό περισσότερα ασφαλιστήρια τον πρώτο χρόνο της απασχόλησης τους σε σύγκριση με τους απαισιόδοξους. Από την άλλη, οι απαισιόδοξοι που εγκατέλειψαν το επάγγελμα κατά τον πρώτο χρόνο ήταν διπλάσιοι σε ποσοστό από τους αισιόδοξους.

Επιπλέον, ο Σέλιγκμαν έπεισε την ασφαλιστική να προσλάβει μια ειδική ομάδα υποψηφίων που είχαν υψηλές επιδόσεις σε ένα τεστ αισιοδοξίας, παρόλο που απέτυχαν στα συνηθισμένα κατατακτήρια τεστ (τα οποία συνέκριναν μια κλίμακα των στάσεών τους με ένα σταθερό πρότυπο το οποίο βασιζόταν σε απαντήσεις που είχαν δοθεί από επιτυχημένους ασφαλιστικούς πράκτορες). Αυτή η ειδική ομάδα ξεπέρασε σε πωλήσεις κατά 21 τοις εκατό τους απαισιόδοξους τον πρώτο χρόνο και κατά 57 τοις εκατό τον δεύτερο.

Η αισιοδοξία έχει τόση σημασία στις πωλήσεις ακριβώς επειδή αποτελεί μια συναισθηματικά ευφυή στάση. Κάθε «όχι» που δέχεται ο πωλητής είναι και μια μικρή ήττα. συναισθηματική αντίδρασή του στην ήττα αυτή είναι κρίσιμη για την ικανότητά του να βρει τα απαραίτητα κίνητρα προκειμένου να συνεχίσει. Καθώς τα «όχι» αυξάνονται, το ηθικό του μπορεί να πέσει, καθιστών και πιο δύσκολη την απόφαση να σηκώσει το ακουστικό για το επόμενο τηλεφώνημα. Αυτή η απόρριψη είναι ιδιαίτερα σκληρή για τον απαισιόδοξο, ο οποίος την ερμηνεύει ως εξής: «Είμαι ένας αποτυχημένος. Δεν πρόκειται ποτέ μου να κάνω μια πώληση». Κι αυτή η ερμηνεία σίγουρα οδηγεί σε απάθεια και ηττοπάθεια, αν όχι σε κατάθλιψη. Από την άλλη πλευρά, οι αισιόδοξοι λένε μέσα τους: «Χρησιμοποιώ λάθος τακτική» ή «Αυτός ο τελευταίος ήταν πραγματικά στις κακές του». Θεωρώντας όχι τον εαυτό τους, αλλά ένα στοιχείο της κατάστασης ως αίτιο της αποτυχίας τους, μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο προσέγγισης στο επόμενο τηλεφώνημα. Ενώ η διανοητική στάση του απαισιόδοξου οδηγεί στην απελπισία, στον αισιόδοξο ξυπνάει την ελπίδα.

Μπορεί βέβαια η θετική ή η αρνητική στάση να είναι ένα έμφυτο χαρακτηριστικό του ατόμου. Μερικοί άνθρωποι από τη φύση τους τείνουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ο χαρακτήρας μπορεί να διαπλαστεί από την εμπειρία. Η αισιοδοξία και η ελπίδα -όπως και η απαισιοδοξία και η απελπισία- μπορούν να διδαχθούν. Πίσω και από τα δύο υπάρχει μια αντίληψη που οι ψυχολόγοι αποκαλούν ΑΥΤΟΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ αυτή είναι η πεποίθηση του ατόμου ότι έχει τον έλεγχο των γεγονότων της ζωής του και μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που του παρουσιάζονται. Όταν ο άνθρωπος αναπτύσσει μια ικανότητα σε οποιονδήποτε τομέα, η αίσθηση της αυτοαποτελεσματικότητάς του ενισχύεται και ο ίδιος γίνεται πιο ικανός να ριψοκινδυνεύει και να αναζητάει πιο απαιτητικές προκλήσεις και υπερπηδώντας αυτές τις προκλήσεις, να αυξάνει την αίσθηση της αυτοαποτελεσματικότητάς του. Αυτή η στάση κάνει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν με τον καλύτερο τρόπο οποιεσδήποτε ικανότητες μπορεί να έχουν – ή να ενεργούν έτσι ώστε να τις αναπτύξουν. Ο Άλμπερτ Μπαντούρα, ψυχολόγος του Στάνφορντ που διενήργησε πολλές σχετικές με την αυτοαποτελεσματικότητα έρευνες, συνοψίζει πολύ ορθά: «Οι πεποιθήσεις των ατόμων για τις ικανότητές τους ασκούν βαθιά επίδραση σ’ αυτές τις ικανότητες. Η ικανότητα δεν είναι μια σταθερή ιδιότητα. Υπάρχει τεράστια ποικιλία στον τρόπο δράσης. Οι άνθρωποι που έχουν την αίσθηση της αυτοαποτελεσματικότητας συνέρχονται από τις αποτυχίες. Προσεγγίζουν τα πράγματα με στόχο να τα αντιμετωπίσουν και όχι να στενοχωρηθούν με το τι μπορεί να πάει στραβά.

Αλμπέρ Καμύ: Το παράλογο και η αυτοκτονία

Τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει την ζωή του ως κάτι παράλογο και να έλκεται από το μηδέν;

Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Την στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να την ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, εάν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, εάν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, ακολουθούν. Είναι παιχνίδια. Αρχικά πρέπει να απαντήσουμε. Και εάν σύμφωνα με τον Νίτσε, είναι αλήθεια πως για να εκτιμηθεί ένας φιλόσοφος οφείλει να δίνει το παράδειγμα, καταλαβαίνουμε τι σημασία έχει η απάντηση, αφού απ’ αυτή εξαρτάται η τελική χειρονομία. Εδώ είναι φανερό ότι πρόκειται για ευαισθησίες της καρδιάς, πρέπει όμως να εμβαθύνουμε σ’ αυτές για να τις καταλάβουμε.

Όταν διερωτώμαι πώς κρίνω ότι ένα τέτοιο ερώτημα είναι πιο αναγκαίο από ένα άλλο, απαντάω ότι η πραγματικότητα το αναγκάζει να τεθεί. Δεν είδα ποτέ κανένα να πεθαίνει για το οντολογικό επιχείρημα. Ο Γαλιλαίος που ήταν κάτοχος μιας σημαντικής επιστημονικής αλήθειας, την απαρνήθηκε ευκολότατα την στιγμή που έβαζε την ζωή του σε κίνδυνο. Από μια άποψη έκανε καλά. Δεν άξιζε ν’ ανέβει στην πυρά γι’ αυτή την αλήθεια. Το εάν η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο ή ο ήλιος γύρω απ’ την γη, δεν έχει κατά βάθος σημασία. Είναι μια μάταιη απορία. Αντίθετα, παρατηρώ ότι πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν γιατί πιστεύουν πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο να την ζει κανείς.

Βλέπω άλλους να σκοτώνονται, παραδόξως, για ιδέες ή αυταπάτες που τους παρέχουν μια δικαιολογία για να ζουν (αυτό που νομίζουν δικαιολογία για να ζουν αποτελεί συγχρόνως μια περίφημη δικαιολογία για να πεθάνουν). Συμπεραίνω λοιπόν ότι το νόημα της ζωής είναι το σπουδαιότερο από τα ερωτήματα. Πώς ν’ απαντήσουμε; Πάνω σ’ όλα αυτά τα σημαντικά προβλήματα – καταλαβαίνω κι εκείνους που διακινδυνεύουν να σκοτωθούν κι αυτούς που δεκαπλασιάζουν το πάθος για ζωή – υπάρχουν κατά τα φαινόμενα δυό μονάχα μέθοδοι σκέψης, η μέθοδος του ντε Λα Παλίς και η μέθοδος του Δον Κιχώτη. Μονάχα η ισορροπία αληθοφάνειας και λυρισμού μπορεί να μας κάνει να νοιώσουμε την ίδια στιγμή την συγκίνηση και την σαφήνεια. Σ’ ένα θέμα τόσο απλό και παθητικό μαζί η επιστημονική και κλασική διαλεκτική οφείλει να παραχωρήσει την θέση σε μια απλούστερη πνευματική στάση που προέρχεται από την ειλικρίνεια και την συμπάθεια.

Η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη.

Συνεχίζουμε να κάνουμε τις χειρονομίες που υπαγορεύει η ύπαρξη για πολλούς λόγους, αλλά ο κυριότερος είναι η συνήθεια. Το να πεθαίνεις θεληματικά σημαίνει πως την ίδια στιγμή αναγνωρίζεις το γελοίο χαρακτήρα αυτής της συνήθειας, την απουσία κάθε βαθιάς αιτίας, τον ανόητο χαρακτήρα της καθημερινής κίνησης και την ματαιότητα του πόνου.

Αντιμετώπισαν πάντα την αυτοκτονία σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Εδώ όμως τίθεται το θέμα της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην ατομική σκέψη και την αυτοκτονία. Μια χειρονομία σαν κι αυτή ωριμάζει μέσα στην σιωπή της καρδιάς, με το ρυθμό που ωριμάζει ένα μεγάλο έργο. Ο ίδιος ο άνθρωπος το αγνοεί. Ένα βράδυ, κάνει την τελική χειρονομία. Μου έλεγαν για τον διευθυντή κάποιας επιχείρησης που αυτοκτόνησε, πως είχε χάσει την κόρη του πριν πέντε χρόνια, πως από τότε είχε αλλάξει ριζικά και ότι αυτή η ιστορία “τον είχε φθείρει”. Δεν υπάρχει ακριβέστερη έκφραση. Το ότι αρχίζεις να σκέφτεσαι σημαίνει πως αρχίζεις να φθείρεσαι. Η κοινωνία δεν δίνει μεγάλη σημασία σ’ αυτές τις καταστάσεις. Το σαράκι βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου. Εκεί πρέπει να το αναζητήσουμε. Αυτό το θανάσιμο παιχνίδι που οδηγεί την αντιμέτωπη στο φως ύπαρξη, στην φυγή έξω απ’ αυτό, πρέπει να το παρακολουθήσουμε και να το καταλάβουμε.

Υπάρχουν πολλά αίτια σε μια αυτοκτονία και γενικά τα πιο φανερά δεν είναι τα κυριότερα. Σπάνια αυτοκτονεί κανείς (η υπόθεση εν τούτοις δεν αποκλείεται) από αντίδραση. Εκείνο που οδηγεί στην αυτοκτονία πάντα σχεδόν είναι ανεξέλεγκτο. Συχνά οι εφημερίδες αναφέρουν για “βαθιές μελαγχολίες” ή “για ανίατη ασθένεια”. Αυτές οι εξηγήσεις γίνονται δεκτές. Θα έπρεπε όμως να ξέρουμε μήπως την ίδια μέρα ένας φίλος του απελπισμένου του μίλησε μ’ έναν τόνο αδιάφορο. Αυτός ο φίλος είναι ο υπαίτιος. Γιατί αυτό φτάνει για να ξεσπάσουν οι θλίψεις και η κούραση που είναι ακόμα μετέωρες. [Δεν παραλείπουμε την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε το σχετικό χαρακτήρα αυτού του δοκιμίου. Πράγματι, η αυτοκτονία μπορεί να συνδεθεί με πολύ πιο έντιμα αίτια. Παράδειγμα: οι πολιτικές αυτοκτονίες, οι λεγόμενες αυτοκτονίες διαμαρτυρίας, στην κινεζική επανάσταση].

Αλλά, εάν είναι δύσκολο να καθορίσουμε ακριβώς την στιγμή κατά την οποία το πνεύμα ξεκίνησε για τον θάνατο, είναι πιο εύκολο να αντλήσουμε από την ίδια την αυτοκτονία τα συμπεράσματα που μας αναγκάζει να βγάλουμε. Από μια άποψη το να σκοτωθείς, σημαίνει, όπως στο μελόδραμα, πως αναγνωρίζεις κάτι. Σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πως νικήθηκες απ’ την ζωή ή πως δεν την καταλαβαίνεις. Ας μην προχωρούμε όμως τόσο μακριά μ’ αυτές τις αναλογίες κι ας επιστρέψουμε στις συνηθισμένες εκφράσεις. Σημαίνει μονάχα πως αναγνωρίζεις ότι “δεν αξίζει τον κόπο” να ζεις. Φυσικά, η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη.

Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα που στερεί το πνεύμα απ’ τον αναγκαίο για την ζωή ύπνο; Ένας κόσμος που μπορούμε να το εξηγήσουμε χρησιμοποιώντας ακόμα και πρόχειρες δικαιολογίες είναι ένας κόσμος οικείος, φιλικός. Αλλά, μέσα σ’ ένα σύμπαν στερημένο ξαφνικά από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος νοιώθει σαν ξένος. Σ’ αυτή την εξορία, την στερημένη από τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας ή από την ελπίδα μιας γης της επαγγελίας, δεν υπάρχει βοήθεια. Αυτή η απόσταση, του ανθρώπου από την ζωή του, του ηθοποιού από το σκηνικό του, αποτελεί κυριολεκτικά το συναίσθημα του παράλογου. Κάθε υγιής άνθρωπος όταν σκέφτεται την αυτοκτονία, πρέπει να παραδεχτεί, χωρίς περισσότερες εξηγήσεις, πως αισθάνεται να υπάρχει ένας σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα σ’ αυτό το συναίσθημα και την έλξη προς το μηδέν.

Θέμα του δοκιμίου είναι αυτή ακριβώς η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο παράλογο και την αυτοκτονία, το ακριβές μέτρο μέσα στο οποίο η αυτοκτονία αποτελεί μια λύση για το παράλογο. Μπορούμε να θέσουμε σαν αρχή πως για έναν άνθρωπο που δεν κοροϊδεύει, τις πράξεις του πρέπει να τις ρυθμίζει αυτό που πιστεύει γι’ αλήθεια. Η πίστη, λοιπόν, στον παραλογισμό της ύπαρξης πρέπει να ρυθμίζει την πορεία του. Η περιέργειά μας ν’ αναρωτηθούμε, ειλικρινά και χωρίς ψεύτικες συγκινήσεις, εάν ένα τέτοιο συμπέρασμα επιβάλλει να εγκαταλείψουμε ταχύτερα μια ακατανόητη κατάσταση, είναι θεμιτή. Εδώ, βέβαια, μιλάω για ανθρώπους διατεθειμένους να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους.

Αυτό το πρόβλημα, τοποθετημένο με σαφήνεια, μπορεί να φαίνεται πως είναι απλό και άλυτο μαζί. Αλλά άδικα πιστεύουμε πως τα απλά προβλήματα έχουν απλές λύσεις και πως το εμφανές καταλήγεις στο εμφανές. Εκ των προτέρων, και αντιστρέφοντας τα δεδομένα του προβλήματος, φαίνεται πως δεν υπάρχουν παρά δυο φιλοσοφικές λύσεις, είτε αυτοκτονούμε είτε όχι, η λύση του ναι και η λύση του όχι. Θα ήταν πολύ ωραίο. Πρέπει, όμως, να πάμε με το μέρος εκείνων που, χωρίς να συμπεραίνουν, πάντα διερωτώνται. Δεν ειρωνεύομαι: αυτοί είναι οι περισσότεροι. Παρατηρώ ακόμα πως εκείνοι που απαντούν όχι, ενεργούν σαν να σκέφτηκαν, ναι.

Πραγματικά, εάν δεχτώ το κριτήριο του Νίτσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σκέφτονται, ναι. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές εκείνοι που αυτοκτονούν είναι βέβαιοι για το νόημα της ζωής. Αυτές οι αντιφάσεις πάντα υπάρχουν. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ποτέ δεν ήταν τόσο ζωντανές όσο αυτήν τη στιγμή που η λογική, αντίθετα, είναι τόσο απαραίτητη. Η σύγκριση ανάμεσα στις φιλοσοφικές θεωρίες και την συμπεριφορά εκείνων που τις διδάσκουν είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι μεταξύ των στοχαστών που δέχονται πως η ζωή δεν έχει νόημα κανείς δεν έφτασε στο σημείο να την αρνηθεί, εκτός απ’ τον Κιρίλωφ – που είναι μυθιστορηματικός ήρωας – τον Πενεγκρίνο

[Έχω ακούσει να μιλάνε για ένα μεταπολεμικό συγγραφέα, εφάμιλλο του Περεγκρίνου, που αφού τελείωσε το πρώτο του βιβλίο αυτοκτόνησε για να δημιουργήσει ενδιαφέρον γύρω απ’ το έργο του. Το ενδιαφέρον πράγματι δημιουργήθηκε, μα το βιβλίο κρίθηκε ως αποτυχημένο] – γνωστό απ’ τον Λουκιανό – και τον Ζυλ Λεκιέ που εκθειάζει την υπόθεση. Για να γελάσουν αναφέρουν συχνά τον Σοπενάουερ που έπλεκε το εγκώμιο της αυτοκτονίας μπροστά σ’ ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά. Δεν είναι αστείο αυτό. Το να μην σέβεσαι μ’ αυτό τον τρόπο το τραγικό, δεν είναι σπουδαίο, φτάνει όμως για να κρίνεις τον άνθρωπο.

Πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε πως – μπροστά σ’ αυτές τις αντιφάσεις και ασάφειες – δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στην γνώμη που μπορεί να έχουμε για την ζωή και την χειρονομία που κάνουμε για να την αφήσουμε; Δεν υπερβάλλουμε. Στον έρωτα ενός ανθρώπου για την ζωή υπάρχει κάτι δυνατότερο απ’ όλες τις αθλιότητες του κόσμου. Η κρίση του κορμιού αξίζει περισσότερο απ’ την κρίση του πνεύματος και μπροστά στην εκμηδένιση το κορμί υποχωρεί. Συνηθίζουμε να ζούμε προτού συνηθίσουμε να σκεφτόμαστε.

Σ’ αυτήν την διαδρομή που κάθε μέρα μας φέρνει κοντύτερα στο θάνατο το κορμί διατηρεί αυτή την αναπόφευκτη προτεραιότητα. Τελικά, η ουσιαστική αντίφαση υπάρχει σ’ αυτό που θα ονομάσω υπεκφυγή, γιατί συγχρόνως είναι κάτι λιγότερο και περισσότερο από την ικανοποίηση, με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Πασκάλ. Η θνητή υπεκφυγή είναι η ελπίδα και αποτελεί το τρίτο θέμα αυτού του δοκιμίου. Η ελπίδα μιας άλλης ζωής που πρέπει “να αξίζει”, ή η φρεναπάτη εκείνων που ζουν όχι για την ίδια την ζωή, μα για κάποια μεγάλη ιδέα που την διέπει, την εξυψώνει, της δίνει ένα νόημα και την προδίνει.

Έτσι όλα οδηγούν στην σύγχυση.

Δεν είναι μάταιο το ότι ως εδώ παίζαμε με τις λέξεις και κάναμε πως πιστέψαμε ότι η άρνηση ενός νοήματος στην ζωή οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι δεν αξίζει τον κόπο να την ζεις. Πράγματι, σ’ αυτές τις δυο γνώμες δεν υπάρχει τίποτα το υπερβολικό. Πρέπει μονάχα να μην μας πλανήσουν οι συγχύσεις, οι διαστάσεις και οι ασάφειες που έχουμε μέχρι τώρα επισημάνει. Πρέπει να απομακρυνθούμε απ’ όλα αυτά και να πάμε κατ’ ευθείαν στο αληθινό πρόβλημα. Αυτοκτονεί κανείς γιατί δεν αξίζει τον κόπο να ζήσει την ζωή, να μια αναμφισβήτητη αλήθεια – άκαρπη όμως γιατί είναι αυτόδηλη. Αλλά μήπως αυτή η προσβολή, αυτή η άρνηση που μέσα της βυθίζουμε την ύπαρξη, οφείλεται στο ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα; Μήπως ο παραλογισμός της ζωής μας αναγκάζει να φύγουμε απ’ αυτή με την ελπίδα ή την αυτοκτονία;

Να σε τι πρέπει ν’ απαντήσουμε, τι πρέπει να γνωστοποιήσουμε και να εξηγήσουμε παραμερίζοντας όλα τ’ άλλα. Το παράλογο οδηγεί στο θάνατο; Σ’ αυτό το πρόβλημα πρέπει να δώσουμε το προβάδισμα, τοποθετώντας το μακριά από κάθε μέθοδο σκέψης και πνευματικούς ακροβατισμούς. Σ’ αυτή την αναζήτηση, οι διαφορές, οι αντιφάσεις και η ψυχολογία, που ένα “αντικειμενικό” πνεύμα ξέρει πάντα να παρεμβάλλει σε όλα τα προβλήματα, δεν έχουν καμιά θέση.

Εδώ, το μόνο που χρειάζεται, είναι μια σκέψη που δεν αιτιολογεί, δηλαδή μια σκέψη λογική. Αυτό δεν είν’ εύκολο. Το να σκέφτεσαι λογικά, είναι πάντα απλό. Μα είναι σχεδόν αδύνατο να σκέφτεσαι λογικά ως το τέλος. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν με τα ίδια τους τα χέρια ακολουθούν, έτσι, την συναισθηματική τους πλευρά ως το τέλος. Η σκέψη της αυτοκτονίας μου δίνει λοιπόν την ευκαιρία να θέσω το μοναδικό πρόβλημα που μ’ ενδιαφέρει: υπάρχει λογική που φτάνει ως το θάνατο; Δεν μπορώ να το μάθω παρά διανύοντας ανεπηρέαστα αυτό το μοναδικό φως της αλήθειας με την βοήθεια ενός συλλογισμού που τον ονομάζω παράλογο συλλογισμό. Πολλοί άρχισαν να τον κάνουν. Δεν ξέρω αν εξακολουθούν.

Όταν ο Καρλ Γιάσπερς, ανακαλύπτοντας το ανέφικτο της ενιαίας συγκρότησης του κόσμου, αναφωνεί: “Αυτός ο περιορισμός με οδηγεί στον εαυτό μου απ’ όπου δεν υποχωρώ ούτε ένα βήμα, στην αντικειμενική άποψη που παρουσιάζω, με οδηγεί εκεί όπου ούτε εγώ ούτε η ύπαρξη του άλλου μπορεί να γίνει αντικείμενο για μένα”, επικαλείται, ύστερα από πολλούς άλλους, αυτούς τους έρημους και άνυδρους τόπους όπου η σκέψη φτάνει σ’ αδιέξοδο. Ύστερα από πολλούς άλλους, πραγματικά, αλλά πόσο βιαστικούς να βγουν από κει.

Στην τελευταία αυτή καμπή που η σκέψη ταλαντεύεται ‘φτάσαν πολλοί κι ανάμεσά τους οι πιο σεμνοί. Αυτοί που παραιτήθηκαν τότε από το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή τους. Άλλοι, πνευματικές προσωπικότητες, επίσης παραιτήθηκαν, κατέληξαν όμως στην αυτοκτονία της σκέψης τους που αποτελούσε τη γνησιότερη επανάστασή τους. Η πραγματική προσπάθεια είναι να επιμένεις στο αντίθετο όσο μπορείς και να εξετάζεις από κοντά την άμορφη βλάστηση αυτών των μακρινών τόπων, όσο είναι δυνατό. Τα προσόντα που πρέπει να έχει κανείς για να παρατηρήσει αυτό το απάνθρωπο παιχνίδι, όπου το παράλογο, η ελπίδα κι ο θάνατος ανταλλάσσουν επιχειρήματα, είναι η επιμονή κι η διορατικότητα. Το πνεύμα μονάχα μ’ αυτά μπορεί ν’ αναλύσει – προτού περιγράψει κι αναστήσει – τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σ’ αυτό το βασικό κι ανάερο χορό.

Albert Camus, Ο Μύθος του Σίσυφου

Ο άνθρωπος συχνά ξεχνάει ή παραποιεί την πραγματικότητα στη μνήμη του, αντικαθιστώντας την με το αφήγημα που βολεύει καλύτερα τη ματαιοδοξία και την περηφάνια του

Τα περισσότερα εμπόδια βρίσκονται μέσα μας, και το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε πάντα διατεθειμένοι να τα δούμε.

Και για να γίνει ακόμη πιο περίπλοκο: όταν δεν μας τυφλώνουν οι εξαρτήσεις της διαπαιδαγώγησής μας – που πάνε χέρι χέρι με τις αποτυχίες -, έρχεται η ματαιοδοξία να μας εμποδίσει να το παραδεχτούμε.

Λέγεται ότι μια μέρα η μνήμη και η ματαιοδοξία μάλωναν.

Η μνήμη έλεγε:
“Έτσι έγινε”.
Κι η ματαιοδοξία της απαντούσε:
“Αποκλείεται. Δεν έγινε όπως λες”.
Η μνήμη επαναλάμβανε:
“Εγώ σου λέω πως έτσι έγινε. Το θυμάμαι πολύ καλά”.
Η ματαιοδοξία όμως επέμενε:
“Εγώ ξέρω ότι δεν μπορεί να έγινε έτσι”.

Ο μύθος λέει ότι οι δυο τους μάλωναν άγρια γι’ αυτό το ζήτημα και συνέχισαν να μαλώνουν…

Στο τέλος, έγινε αυτό που γίνεται πάντα: η ματαιοδοξία παρέμεινε αμετάπειστη, ώσπου η μνήμη κουράστηκε να καβγαδίζει αδίκως κι αποφάσισε να τα παρατήσει.

Από τότε, ο άνθρωπος έπαψε να εμπιστεύεται την αξιοπιστία της ανάμνησής του και προτίμησε τη σιγουριά της ιστορίας που βόλευε καλύτερα τη ματαιοδοξία και την περηφάνια του.

Τα σύνορα του εγώ και η διαφορά του ερωτικού αισθήματος από την αληθινή αγάπη

Η λαθεμένη αντίληψη ότι ο έρωτας είναι ένας τύπος αγάπης είναι τόσο δυνατή, ακριβώς επειδή περιέχει έναν κόκκο αλήθειας.

Η εμπειρία της αληθινής αγάπης έχει και αυτή να κάνει με σύνορα του εγώ, μιας και συνεπάγεται μιαν επέκταση των ορίων μας. Τα όρια μας είναι τα σύνορα του εγώ μας. Όταν επεκτείνουμε τα όριά μας μέσω της αγάπης, το κάνουμε προσπαθώντας, σαν να λέμε, να τεντωθούμε για να φτάσουμε ως το αγαπημένο μας πρόσωπο, του οποίου επιθυμούμε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη. Για να είμαστε σε θέση να το κάνουμε πρέπει πρώτα το αντικείμενο της αγάπης μας να γίνει αγαπημένο σε μας: με άλλα λόγια πρέπει να γοητευτούμε απ’ αυτό, να επενδύσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό και να δεσμευτούμε με αυτό το αντικείμενο που είναι έξω από μας, πέρα από τα δικά μας σύνορα. Οι ψυχίατροι ονομάζουν αυτή τη διαδικασία της προσέλκυσης, επένδυσης και δέσμευσης «κάθεξη», και λέμε ότι εμείς «κατέχουμε» το αγαπημένο αντικείμενο. Αλλά όταν κατέχουμε ένα έξω από μας αντικείμενο, ψυχολογικά ενσωματώνουμε επίσης μιαν ιδέα αυτού του αντικειμένου μέσα μας.

Για παράδειγμα, ας πάρουμε έναν άνθρωπο που έχει πάθος την κηπουρική. Είναι ένα πάθος ικανοποιητικό και πολυέξοδο. Ο άνθρωπος αυτός «αγαπά» να καταγίνεται με τον κήπο του. Ο κήπος του σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος έχει «καθέξει» τον κήπο του. Τον βρίσκει ελκυστικό, έχει «επενδύσει» τον εαυτό του σ’ αυτόν, είναι «δεσμευμένος» με αυτόν – σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να πηδάει από το κρεβάτι χαράματα την Κυριακή για να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν και ακόμα μπορεί να παραμελήσει τη γυναίκα του γι’ αυτόν. Στη διάρκεια της «κάθεξής» του, και για να καλλιεργήσει τα λουλούδια και τους θάμνους του, μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αποκτά πολλές γνώσεις σχετικά με την κηπουρική – για τα χώματα, λιπάσματα, για εμφύτευση και κλάδεμα. Και γνωρίζει τον δικό του συγκεκριμένο κήπο: την ιστορία του, τον τύπο των λουλουδιών και των φυτών που έχει, το σχεδιάγραμμά του, τα προβλήματά του και το μέλλον του. Παρά το γεγονός ότι ο κήπος υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ωστόσο διαμέσου της κάθεξης έφτασε να υπάρχει μέσα του. Η γνώση που έχει για τον κήπο του και η σημασία που ο κήπος του έχει γι’ αυτόν αποτελούν μέρος του εαυτού του, μέρος της ταυτότητάς του, μέρος της ιστορίας του, μέρος των γνώσεών του. Με το να αγαπά και να κατέχει τον κήπο του, έχει πραγματικά ενσωματώσει τον κήπο μέσα στον εαυτό του και, με αυτή την ενσωμάτωση, ο εαυτός του μεγάλωσε και τα σύνορα του εγώ του επεκτάθηκαν.

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στην πορεία μιας πολύχρονης αγάπης, και της επέκτασης των ορίων μας για τις καθέξεις μας, είναι ένα βαθμιαίο αλλά προοδευτικό μεγάλωμα του εαυτού μας, μια ενσωμάτωση μέσα μας του έξω κόσμου και μια ανάπτυξη, ένα άπλωμα και μια λέπτυνση των συνόρων του εγώ μας. Με τον τρόπο αυτό, όσο περισσότερο και μακρύτερα επεκτείνουμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο αγαπάμε και τόσο πιο αχνό γίνεται το ξεχώρισμα του εαυτού μας από τον κόσμο. Ταυτιζόμαστε με τον κόσμο. Και καθώς τα σύνορα του εγώ μας γίνονται αχνά και άτονα, αρχίζουμε όλο και περισσότερο να βιώνουμε το ίδιο συναίσθημα έκστασης που έχουμε όταν ένα μέρος από τα σύνορα του εγώ μας καταρρέει και «πέφτουμε στα δίχτυα του έρωτα». Μόνο που, αντί να έχουμε συγχωνευτεί προσωρινά και χιμαιρικά με ένα μόνο αγαπημένο αντικείμενο, έχουμε συγχωνευτεί πραγματικά και πιο μόνιμα με ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. Μια «μυστική ένωση» μπορεί να εδραιωθεί με ολόκληρο τον κόσμο. Το συναίσθημα της έκστασης ή ευδαιμονίας που συντροφεύει αυτή την ένωση, αν και είναι ίσως ηπιότερο και λιγότερο δραματικό από εκείνο που συντροφεύει το ερωτικό αίσθημα, είναι ωστόσο πολύ πιο σταθερό και διαρκές και τελικά πιο ικανοποιητικό. Η διαφορά ακριβώς μεταξύ της κορυφαίας εμπειρίας που χαρακτηρίζεται από το ερωτικό αίσθημα και της εμπειρίας που ο Αβραάμ Μάσλοου ονομάζει «υψιπεδική εμπειρία». Τα ύψη δεν αντικρίζονται ξαφνικά και χάνονται πάλι από τα μάτια μας· κατακτώνται μια για πάντα.

Είναι φανερό και κατανοητό απ’ όλους ότι η σεξουαλική δραστηριότητα και η αγάπη, ενώ μπορεί να επέλθουν ταυτόχρονα, είναι συχνά ασύνδετες μεταξύ τους γιατί είναι στη βάση τους ξεχωριστά φαινόμενα. Η ίδια η σεξουαλική πράξη δεν είναι πράξη αγάπης. Ωστόσο, η εμπειρία της σεξουαλικής σχέσης και ειδικότερα του οργασμού (ακόμα και στον αυνανισμό) είναι μια εμπειρία που συνδέεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ και την έκσταση που επακολουθεί. Ακριβώς λόγω αυτού του γκρεμίσματος των συνόρων του εγώ, συμβαίνει να ξεφωνίσουμε στην κορύφωση του οργασμού «σ’ αγαπώ» ή «Ω, Θεούλη μου!» σε μια πόρνη για την οποία ύστερα από λίγες στιγμές, όταν τα σύνορα του εγώ θα έχουν ξαναγυρίσει στην προτινή θέση τους, μπορεί να μη νιώθουμε ούτε στάλα τρυφερότητα, αρέσκεια ή συναισθηματικό νιώσιμο.

Με αυτό δε θέλω να πω ότι η έκσταση της εμπειρίας του οργασμού δεν μπορεί να αυξηθεί αν τη μοιράζεσαι με κάποιον που αγαπάς· μπορεί. Αλλά ακόμα και χωρίς έναν αγαπημένο σύντροφο ή οποιονδήποτε σύντροφο, το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ που συμβαίνει σε συνάφεια με τον οργασμό, μπορεί να είναι ολικό· για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να ξεχάσουμε ολοκληρωτικά ποιοι είμαστε, να μην έχουμε καμιά αίσθηση του εαυτού μας, να χαθούμε από το χρόνο και το χώρο, να είμαστε εκτός εαυτού, να είμαστε συνεπαρμένοι. Μπορούμε να γίνουμε ένα με το σύμπαν. Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο.

Περιγράφοντας την παρατεταμένη «ενότητα με το σύμπαν» που είναι συνυφασμένη με την αληθινή αγάπη, σε σύγκριση με την προσωρινή ενότητα του οργασμού, χρησιμοποίησα τις λέξεις «μυστική ενότητα». Μυστικισμός είναι ουσιαστικά η πίστη ότι η πραγματικότητα είναι κάτι ενιαίο. Οι πιο συνεπείς μυστικιστές πιστεύουν ότι η συνηθισμένη αντίληψη του σύμπαντος ότι περικλείνει πλήθος ξέχωρα αντικείμενα – αστέρια, πλανήτες, δέντρα, πουλιά, σπίτια, εμάς τους ίδιους -, όλα χωρισμένα το ένα από το άλλο με σύνορα, είναι μια λαθεμένη αντίληψη, μια ψευδαίσθηση. Σε τούτη τη γενική λαθεμένη αντίληψη, στον κόσμο τούτο της ψευδαίσθησης που οι περισσότεροι λαθεμένα τάχα πιστεύουμε πως είναι πραγματικός, ινδουϊστές και οι βουδιστές δίνουν την ονομασία «Μάγια». Αυτοί και άλλοι μυστικιστές πιστεύουν ότι η αληθινή πραγματικότητα μπορεί να γνωσθεί μόνο με την εμπειρία του ενιαίου μέσω της εγκατάλειψης των συνόρων του εγώ. Είναι αδύνατο να δει κανείς πραγματικά την ενότητα του σύμπαντος όσο εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα ξεχωριστό αντικείμενο αποσπασμένο και διακρινόμενο από το υπόλοιπο σύμπαν με κάποιον τρόπο, σχήμα ή μορφή. Οι ινδουϊστές και οι βουδιστές θεωρούν συχνά, γι’ αυτό το λόγο, ότι το βρέφος πριν αναπτύξει τα σύνορα του εγώ του, γνωρίζει την πραγματικότητα, ενώ οι ενήλικοι δεν τη γνωρίζουν. Μερικοί μάλιστα προτείνουν την άποψη ότι ο δρόμος προς τη φώτιση ή τη γνώση του ενιαίου της πραγματικότητας απαιτεί να πισωδρομήσουμε ή να κάνουμε τους εαυτούς μας νήπια. Αυτό μπορεί να είναι μια επικίνδυνα δελεαστική διδασκαλία για ορισμένους εφήβους και νέους που δεν είναι προετοιμασμένοι να επωμιστούν ευθύνες ενηλίκων, οι οποίες τους φαίνονται τρομακτικές, συντριπτικές, και απαιτητικές πέρα από τις δυνατότητές τους. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να περάσω απ’ όλα αυτά», μπορεί να σκέφτεται ένα τέτοιο άτομο. «Μπορώ να παραιτηθώ από την προσπάθεια να γίνω ένας ενήλικος και να εγκαταλείψω τις απαιτήσεις των ενηλίκων καταφεύγοντας στην αγιότητα». Σχιζοφρένεια όμως, μάλλον, παρά αγιότητα πετυχαίνεις, ενεργώντας με βάση αυτή την υπόθεσην.

Οι περισσότεροι μυστικιστές καταλαβαίνουν την αλήθεια που αναπτύξαμε στο τέλος της ανάλυσης του θέματος της πειθαρχίας: ότι δηλαδή πρέπει να κατέχουμε ή να δημιουργούμε κάτι πριν παραιτηθούμε απ’ αυτό, και μολαταύτα να διατηρούμε τα προσόντα μας και τη βιωσιμότητά μας. Το βρέφος χωρίς τα σύνορα του δικού του εγώ μπορεί να είναι σε πιο στενή επαφή με την πραγματικότητα από τους γονείς του, αλλά είναι ανίκανο να επιβιώσει χωρίς τη φροντίδα αυτών των γονέων, και ανίκανο να μεταδώσει τη σοφία του. Ο δρόμος για την αγιότητα περνάει μέσα από την ενηλικιότητα. Δεν υπάρχουν ευκολοδιάβατοι συντομότεροι δρόμοι. Τα σύνορα του εγώ πρέπει πρώτα να σκληρύνουν για να μπορέσουν κατόπι να απαλυνθούν. Μία ταυτότητα πρέπει πρώτα εδραιωθεί για να μπορέσει κατόπι να γίνει υπερβατή. Πρέπει ένας να βρει τον εαυτό του για να μπορέσει κατόπι να τον χάσει. Η προσωρινή απελευθέρωση από τα σύνορα του εγώ που συνδέεται με το ερωτικό αίσθημα, τη σεξουαλική σχέση ή τη χρησιμοποίηση ορισμένων ψυχοδιεγερτικών ναρκωτικών μπορεί να προσφέρει μια γρήγορη ματιά στη Νιρβάνα, αλλά όχι την ίδια τη Νιρβάνα. Η θέση που υποστηρίζει το βιβλίο είναι ότι η Νιρβάνα ή η διαρκής φώτιση ή η αληθινή πνευματική ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της επίμονης άσκησης της αληθινής αγάπης.

Κοντολογίς, λοιπόν, η προσωρινή απώλεια των συνόρων του εγώ που συνεπάγεται το ερωτικό αίσθημα και η σεξουαλική σχέση, όχι μόνο μας οδηγεί σε δεσμεύσεις με άλλους ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να αρχίσει η αληθινή αγάπη, αλλά και μας δίνει μια πρόγευση από (και συνεπώς το κέντρισμα προς) την πιο διαρκή μυστική έκσταση που μπορεί να γίνει δική μας έπειτα από μια ολόκληρη ζωή αγάπης. Από την άποψη αυτή, το ερωτικό αίσθημα, αν και δεν είναι το ίδιο αγάπη, αποτελεί ωστόσο ένα μέρος της μεγάλης και μυστηριακής περιπέτειας της αγάπης.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΤΕΛΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΛΕΠΤΙΝΗΝ

ΔΗΜ 20.105–111

Γιατί δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι καμία από τις δύο άλλες μεγάλες Ελληνικές πόλεις δεν ανταμείβει τους ευεργέτες της με ατέλεια

Ολοκληρώνοντας τον κατάλογο των ευεργετών της πόλης που θίγονταν από την πρόταση του Λεπτίνη για κατάργηση της ἀτελείας, (βλ. σχετικά ΔΗΜ 20.11–17 και ΔΗΜ 20.67–74) ο Δημοσθένης εγκωμίασε τον Χαβρία, πατέρα του εντολέα του. Συνεχίζοντας, ο ρήτορας υπέβαλε τις προτάσεις του για τη διατήρηση και βελτίωση του μέτρου, ενώ θυμήθηκε και την προσπάθεια του Σόλωνα για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών νόμων, τονίζοντας πως ο Λεπτίνης δεν συμμορφώθηκε με τις επιταγές του σοφού νομοθέτη.

[105] Πάνυ τοίνυν σπουδῇ τις ἀπήγγελλέ μοι περὶ τοῦ μηδενὶ
δεῖν μηδὲν διδόναι, μηδ’ ἂν ὁτιοῦν πράξῃ, τοιοῦτόν τι λέγειν
αὐτοὺς παρεσκευάσθαι, ὡς ἄρ’ οἱ Λακεδαιμόνιοι καλῶς πολι-
τευόμενοι καὶ Θηβαῖοι οὐδενὶ τῶν παρ’ ἑαυτοῖς διδόασι
τοιαύτην οὐδεμίαν τιμήν· καίτοι καὶ παρ’ ἐκείνοις τινές εἰσιν
ἴσως ἀγαθοί. ἐμοὶ δὲ δοκοῦσιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντες
οἱ τοιοῦτοι λόγοι παροξυντικοὶ μὲν εἶναι πρὸς τὸ τὰς ἀτελείας
ὑμᾶς ἀφελέσθαι πεῖσαι, οὐ μέντοι δίκαιοί γ’ οὐδαμῇ. οὐ
γὰρ ἀγνοῶ τοῦθ’ ὅτι Θηβαῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ ἡμεῖς
οὔτε νόμοις οὔτ’ ἔθεσιν χρώμεθα τοῖς αὐτοῖς οὔτε πολιτείᾳ.
[106] αὐτὸ γὰρ τοῦτο πρῶτον, ὃ νῦν οὗτοι ποιήσουσιν, ἐὰν ταῦτα
λέγωσιν, οὐκ ἔξεστι ποιεῖν παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, τὰ
τῶν Ἀθηναίων ἐπαινεῖν νόμιμα οὐδὲ τὰ τῶν δείνων, πολλοῦ
γε καὶ δεῖ, ἀλλ’ ἃ τῇ παρ’ ἐκείνοις πολιτείᾳ συμφέρει, ταῦτ’
ἐπαινεῖν ἀνάγκη [καὶ ποιεῖν]. εἶτα καὶ Λακεδαιμόνιοι τῶν
μὲν τοιούτων ἀφεστᾶσιν, ἄλλαι δέ τινες παρ’ ἐκείνοις εἰσὶ
τιμαί, ἃς ἀπεύξαιτ’ ἂν ἅπας ὁ δῆμος ἐνταυθοῖ γενέσθαι.
[107] τίνες οὖν εἰσιν αὗται; τὰς μὲν καθ’ ἕκαστον ἐάσω, μίαν δ’
ἣ συλλαβοῦσα τὰς ἄλλας ἔχει, δίειμι. ἐπειδάν τις εἰς τὴν
καλουμένην γερουσίαν ἐγκριθῇ παρασχὼν αὑτὸν οἷον χρή,
δεσπότης ἐστὶ τῶν πολλῶν. ἐκεῖ μὲν γάρ ἐστι τῆς ἀρετῆς
ἆθλον τῆς πολιτείας κυρίῳ γενέσθαι μετὰ τῶν ὁμοίων, παρὰ
δ’ ἡμῖν ταύτης μὲν ὁ δῆμος κύριος, καὶ ἀραὶ καὶ νόμοι καὶ
φυλακαὶ ὅπως μηδεὶς ἄλλος κύριος γενήσεται, στέφανοι δὲ
καὶ ἀτέλειαι καὶ σιτήσεις καὶ τοιαῦτ’ ἐστίν, ὧν ἄν τις ἀνὴρ
ἀγαθὸς ὢν τύχοι. [108] καὶ ταῦτ’ ἀμφότερ’ ὀρθῶς ἔχει, καὶ τἀκεῖ
καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν. διὰ τί; ὅτι τὰς μὲν διὰ τῶν ὀλίγων
πολιτείας τὸ πάντας ἔχειν ἴσον ἀλλήλοις τοὺς τῶν κοινῶν
κυρίους ὁμονοεῖν ποιεῖ, τὴν δὲ τῶν δήμων ἐλευθερίαν ἡ τῶν
ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἅμιλλα, ἣν ἐπὶ ταῖς παρὰ τοῦ δήμου δωρειαῖς
πρὸς αὑτοὺς ποιοῦνται, φυλάττει. [109] καὶ μὴν περὶ τοῦ γε μηδὲ
Θηβαίους μηδένα τιμᾶν, ἐκεῖν’ ἂν ἔχειν εἰπεῖν ἀληθὲς οἴομαι.
μεῖζον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Θηβαῖοι φρονοῦσιν ἐπ’ ὠμότητι
καὶ πονηρίᾳ ἢ ὑμεῖς ἐπὶ φιλανθρωπίᾳ καὶ τῷ τὰ δίκαια βού-
λεσθαι. μήτ’ οὖν ἐκεῖνοί ποτε παύσαιντο, εἰ ἄρ’ εὔξασθαι
δεῖ, τοὺς μὲν ἑαυτοὺς ἀγαθόν τι ποιοῦντας μήτε τιμῶντες
μήτε θαυμάζοντες, τοὺς δὲ συγγενεῖς (ἴστε γὰρ ὃν τρόπον
Ὀρχομενὸν διέθηκαν) οὕτω μεταχειριζόμενοι, μήθ’ ὑμεῖς
τἀναντία τούτοις τοὺς μὲν εὐεργέτας τιμῶντες, παρὰ δὲ
τῶν πολιτῶν λόγῳ μετὰ τῶν νόμων τὰ δίκαια λαμβάνοντες.
[110] ὅλως δ’ οἶμαι τότε δεῖν τοὺς ἑτέρων ἐπαινεῖν τρόπους καὶ
ἔθη τοῖς ὑμετέροις ἐπιτιμῶντας, ὅταν ᾖ δεῖξαι βέλτιον
ἐκείνους πράττοντας ὑμῶν. ὅτε δ’ ὑμεῖς, καλῶς ποιοῦντες,
καὶ κατὰ τὰς κοινὰς πράξεις καὶ κατὰ τὴν ὁμόνοιαν καὶ κατὰ
τἆλλα πάντ’ ἄμεινον ἐκείνων πράττετε, τοῦ χάριν ἂν τῶν
ὑμετέρων αὐτῶν ἐθῶν ὀλιγωροῦντες ἐκεῖνα διώκοιτε; εἰ γὰρ
καὶ κατὰ τὸν λογισμὸν ἐκεῖνα φανείη βελτίω, τῆς γε τύχης
ἕνεχ’ ᾗ παρὰ ταῦτ’ ἀγαθῇ κέχρησθε, ἐπὶ τούτων ἄξιον
μεῖναι. [111] εἰ δὲ δεῖ παρὰ πάντα ταῦτ’ εἰπεῖν ὃ δίκαιον ἡγοῦ-
μαι, ἐκεῖν’ ἂν ἔγωγ’ εἴποιμι. οὐκ ἔστι δίκαιον, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, τοὺς Λακεδαιμονίων νόμους οὐδὲ τοὺς Θηβαίων
λέγειν ἐπὶ τῷ τοὺς ἐνθάδε λυμαίνεσθαι, οὐδὲ δι’ ὧν μὲν
ἐκεῖνοι μεγάλοι [τῆς ὀλιγαρχίας καὶ δεσποτείας εἰσί], κἂν
ἀποκτεῖναι βούλεσθαι τὸν παρ’ ἡμῖν τούτων τι κατασκευά-
σαντα, διὰ δ’ ὧν ὁ παρ’ ἡμῖν δῆμος εὐδαίμων, ταῦθ’ ὡς
ἀνελεῖν δεῖ λεγόντων τινῶν ἐθέλειν ἀκούειν.

***
[105] Μετά μεγάλης δε σπουδής μού ανήγγειλε κάποιος ότι, ως προς το ότι δεν πρέπει να δώσετε εις κανένα τίποτε, ο,τιδήποτε και αν πράξη, αυτοί (οι συνήγοροι του νόμου του Λεπτίνου) έχουν προετοιμασθή να είπουν κάτι τοιούτον, ότι δηλαδή οι Λακεδαιμόνιοι, κυβερνώμενοι καλώς, και οι Θηβαίοι, εις κανένα εκ των συμπολιτών των δεν δίδουν καμμίαν τοιαύτην τιμήν, μολονότι και παρ' εκείνοις υπάρχουν ίσως μερικοί χρηστοί. Εγώ δε νομίζω ότι πάντες οι τοιούτοι λόγοι είναι μεν παροξυντικοί εις το να σας πείσουν να αφαιρέσετε την ατέλειαν, δεν είναι όμως δίκαιοι κατ' ουδένα τρόπον. Διότι δεν αγνοώ τούτο, ότι δηλ. οι Θηβαίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και ημείς δεν έχομεν ούτε τους αυτούς νόμους, ούτε τα ήθη ούτε το αυτό πολίτευμα. [106] Διότι κατά πρώτον, αυτό τούτο, το οποίον ούτοι θα πράξουν, εάν θα τα είπουν αυτά, δεν είναι επιτετραμμένον να πράξη τις παρά τοις Λακεδαιμονίοις, δηλαδή να επαινή τους νόμους των Αθηναίων ούτε τους νόμους των δείνων, (κάθε άλλο) αλλ' όσα συμφέρουν εις το πολίτευμά των, ταύτα είναι ανάγκη να επαινή και να πράττη. Έπειτα οι Λακεδαιμόνιοι απέχουν μεν των τοιούτων τιμών, έχουν όμως άλλας τιμάς, τας οποίας όλος ο λαός θα απηύχετο να υπάρχουν εδώ. [107] Ποίαι είναι αύται λοιπόν; Τας μεν μερικωτέρας θα παραλείψω, θα σας αναφέρω δε μίαν η οποία ισοδυναμεί προς όλας τας άλλας. Όταν κανείς γίνη δεκτός εις την γερουσίαν καλουμένην παρασχών εαυτόν εις την πολιτείαν οποίον πρέπει, είναι απόλυτος κύριος του λαού. Διότι εκεί μεν, βραβείον της αρετής είναι το να γίνη κανείς κύριος της πολιτείας μετά των ομοίων του, εις ημάς δε ο λαός είναι κύριος αυτής, και υπάρχουν αραί και νόμοι και προφυλάξεις διά να μη είναι κανείς άλλος κύριος· υπάρχουν όμως στέφανοι και ατέλειαι και σιτίσεις εν τω πρυτανείω και άλλα τοιαύτα των οποίων δύναται κανείς να απολαύση εάν είναι χρηστός ανήρ. [108] Και ταύτα αμφότερα είναι καλά, και όσα δίδονται εκεί, και όσα δίδονται εδώ· διατί; Διότι τας μεν ολιγαρχικώς κυβερνωμένας πολιτείας κάμνει να ομονοούν το να είναι ίσοι προς αλλήλους πάντες οι κύριοι των κοινών, την δε ελευθερίαν των δημοκρατικών πολιτευμάτων διαφυλάττει η άμιλλα των αγαθών ανδρών την οποίαν αναπτύσσουν προς αλλήλους, όπως λάβουν τας παρά του λαού δωρεάς. [109] Έπειτα, ως προς το ότι και οι Θηβαίοι δεν τιμούν κανένα, το εξής νομίζω, δύναμαι να είπω ως αληθές. Περισσότερον, ω άνδρες Αθηναίοι, καυχώνται οι Θηβαίοι διά σκληρότητα και πονηρίαν παρά σεις διά φιλανθρωπίαν και δικαιοσύνην. Είθε λοιπόν, μήτε εκείνοι να παύσουν, αν τω όντι πρέπη να ευχηθή κανείς, ποτέ, να μη τιμούν εκείνους που τους έχουν κάμει κάποιο καλόν, ούτε να θαυμάζουν, τους δε συγγενείς των (διότι γνωρίζετε κατά ποίον τρόπον μετεχειρίσθησαν τον Ορχομενόν) να μη παύσουν να μεταχειρίζωνται τοιουτοτρόπως, μήτε σεις να παύσετε να πράττετε τα εναντία εις αυτά, να τιμάτε δηλαδή τους ευεργέτας σας, να λαμβάνετε δε ό,τι απαιτεί το δίκαιον παρά των συμπολιτών διά λόγου σύμφωνα με τους νόμους. [110] Εν γένει δε νομίζω, ότι τότε πρέπει να επαινούν μερικοί τους τρόπους και τα ήθη των άλλων και να κατηγορούν τα ιδικά μας όταν είναι δυνατόν να αποδείξουν ότι εκείνοι (οι άλλοι λαοί) είναι ευτυχέστεροι από σας. Αφού όμως σεις, δόξα τω θεώ, και ως προς τας δημοσίας πράξεις και ως προς την ομόνοιαν και ως προς όλα τα άλλα είσθε εις καλυτέραν θέσιν από εκείνους, διατί, καταφρονούντες τα ιδικά σας ήθη θα επεδιώκατε εκείνων τα ήθη; Διότι και εάν εκείνα, κατά τον συλλογισμόν (την θεωρίαν) θα σας φανούν καλύτερα, τουλάχιστον ένεκα της τύχης, η οποία σας είναι ευνοϊκή κατά ταύτα, πρέπει να μείνετε εις αυτά (τα ιδικά σας ήθη). [111] Εάν δε παρά πάντα ταύτα είναι ανάγκη να είπω εκείνο το οποίον θεωρώ δίκαιον, εγώ τουλάχιστον θα είπω το εξής: δεν είναι δίκαιον, ω άνδρες Αθηναίοι, να αναφέρετε τους νόμους των Λακεδαιμονίων ούτε των Θηβαίων διά να καταστρέψετε τους εδώ νόμους, ούτε να θέλετε αφ' ενός μεν να φονεύσετε εκείνον όστις ήθελεν εισαγάγει παρ' ημίν κάτι εκ τούτων, δυνάμει των οποίων εκείνοι είναι μεγάλοι, να θέλετε αφ' ετέρου να ακούετε μερικούς λέγοντας, ότι πρέπει ν' αφαιρέσετε ταύτα, δυνάμει των οποίων ο λαός μας ευδαιμονεί.