Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.389-15.436)

Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
390 «ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο, πῖνέ τε οἶνον
ἥμενος. αἵδε δὲ νύκτες ἀθέσφατοι· ἔστι μὲν εὕδειν,
ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν· οὐδέ τί σε χρή,
πρὶν ὥρη, καταλέχθαι· ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος.
395 τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη καὶ θυμὸς ἀνώγει,
εὑδέτω ἐξελθών· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
δειπνήσας ἅμ᾽ ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν ἑπέσθω.
νῶϊ δ᾽ ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε
κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι,
400 μνωομένω· μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ,
ὅς τις δὴ μάλα πολλὰ πάθῃ καὶ πόλλ᾽ ἐπαληθῇ.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.
Νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
405 οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ᾽ ἀγαθὴ μέν,
εὔβοτος εὔμηλος, οἰνοπληθὴς πολύπυρος.
πείνη δ᾽ οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται, οὐδέ τις ἄλλη
νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν·
ἀλλ᾽ ὅτε γηράσκωσι πόλιν κάτα φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
410 ἐλθὼν ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.
ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται·
τῇσιν δ᾽ ἀμφοτέρῃσι πατὴρ ἐμὸς ἐμβασίλευε,
Κτήσιος Ὀρμενίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν.
415 Ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες,
τρῶκται, μυρί᾽ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ.
ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα·
τὴν δ᾽ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον.
420 πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηῒ
εὐνῇ καὶ φιλότητι, τά τε φρένας ἠπεροπεύει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.
εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι·
ἡ δὲ μάλ᾽ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ·
425 “ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι,
κούρη δ᾽ εἴμ᾽ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο·
ἀλλά μ᾽ ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληΐστορες ἄνδρες
ἀγρόθεν ἐρχομένην, πέρασαν δέ τε δεῦρ᾽ ἀγαγόντες
τοῦδ᾽ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾽· ὁ δ᾽ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.”
430 Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ·
“ἦ ῥά κε νῦν πάλιν αὖτις ἅμ᾽ ἡμῖν οἴκαδ᾽ ἕποιο,
ὄφρα ἴδῃ πατρὸς καὶ μητέρος ὑψερεφὲς δῶ
αὐτούς τ᾽; ἦ γὰρ ἔτ᾽ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.”
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
435 “εἴη κεν καὶ τοῦτ᾽, εἴ μοι ἐθέλοιτέ γε, ναῦται,
ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ᾽ οἴκαδ᾽ ἀπάξειν.”

***
Αμέσως αποκρίθηκε στα λόγια του ο χοιροβοσκός, της συντροφιάς 
390 ο επιστάτης: «Ξένε, αφού με ρώτησες γι᾽ αυτά κι επιθυμείς να μάθεις,
άκουε τώρα αμίλητος, βολέψου πίνοντας κρασί,
κι απόλαυσε. Αυτές οι νύχτες τελειωμό δεν έχουν·
μπορεί κανείς να κοιμηθεί, μπορείς όμως, αν θες,
και να χαρείς ακούγοντας· δεν είναι ανάγκη εξάλλου
να πλαγιάσεις από νωρίς — βάρος κι ο ύπνος ο πολύς.
Αν όμως κάποιου άλλου η καρδιά κι η όρεξη αποζητούν
τον ύπνο, ας πάει να πέσει· αύριο με το χάραμα,
παίρνει το πρωινό του κι ύστερα βγάζει του αφεντικού τους χοίρους.
Οι δυο μας όμως τώρα μέσα στο καλύβι, πίνοντας τρώγοντας,
ας ευφρανθούμε μεταξύ μας με τις βαριές μας λύπες και τα βάσανα,
όπως θα τα θυμόμαστε.
400 Γιατί ευφραίνεται διηγώντας ακόμη και την πιο μεγάλη πίκρα του,
όποιος περιπλανώμενος έχει τραβήξει στη ζωή πολλά.
Και τώρα, ό,τι με ρώτησες και θες να μάθεις θα σου πω.
Κάπου υπάρχει ένα νησί, το λεν Συρία, ανίσως το ᾽χεις ακουστά,
πάνω απ᾽ την Ορτυγία, εκεί ψηλά που σημαδεύει ο ήλιος τις τροπές του.
Δεν είναι ο κόσμος του πάρα πολύς, η χώρα του όμως εύφορη·
καλά τα βοσκοτόπια για τα βόδια, καλά και για τα πρόβατα,
τ᾽ αμπέλια αμέτρητα κι άφθονο το σιτάρι.
Εκεί δεν γνώρισαν οι άνθρωποι ποτέ τους φτώχεια, αρρώστια μισητή
δεν μαραζώνει τους άμοιρους θνητούς.
Κι όταν τους πάρουν τα γεράματα στην πολιτεία αυτή,
410 και φθίνουν τα φύλα των ανθρώπων, έρχεται τότε η Άρτεμη, έρχεται
κι ο Απόλλων αργυρότοξος, που ρίχνοντας τα βέλη του ανεπαίσθητα
μεμιάς τους θανατώνει.
Δυο πόλεις έχει το νησί, σ᾽ όλα τους μοιρασμένες μεταξύ τους,
που τις ορίζει όμως ένας βασιλιάς — είναι ο πατέρας μου·
Κτήσιος τ᾽ όνομά του, γιος του Ορμένου, όμορφος σαν θεός.
Αλλά μια μέρα μπήκαν στο λιμάνι θαλασσοπόροι Φοίνικες,
άνθρωποι κερδοσκόποι που κουβαλούσαν με το μαύρο τους καράβι
κάθε λογής πραμάτεια.
Είχε ο πατέρας μου λοιπόν στο σπίτι μια γυναίκα Φοίνισσα,
ψηλή, ωραία, με θαυμαστά χαρίσματα στο χέρι.
Αυτήν την πλάνεψαν οι Φοίνικες παμπόνηροι·
420 κάποιος, την ώρα που είχε βγει να πλύνει, την παρασύρει
και της έκανε έρωτα πλάι στο βαθουλό καράβι — της πούλησε
γλυκόλογα που ξεσηκώνουν το θηλυκό μυαλό των γυναικών,
ακόμη και της πιο καλότροπης.
Έπειτα τη ρωτούσε να του πει ποια είναι κι από πού,
κι εκείνη αμέσως του φανέρωσε το πατρικό, ψηλόροφό της σπίτι:
«Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ᾽ την πολύχαλκη Σιδώνα,
η θυγατέρα είμαι εγώ του Αρύβαντα — βρύση τα πλούτη του.
Μ᾽ άρπαξαν όμως και με πήραν ληστές από την Τάφο, την ώρα που γυρνούσα
απ᾽ τα χωράφια μας· αυτοί μ᾽ οδήγησαν στο σπιτικό του αφεντικού μου εδώ,
με πούλησαν, κι εκείνος τους επλήρωσε αντάξιο τίμημα.»
430 Αυτός που την κοιμήθηκε κρυφά, αμέσως της απάντησε:
«Υπάρχει λύση, έλα μαζί μας τώρα, γύρνα πίσω στον τόπο σου,
να ξαναδείς ψηλόροφο το σπίτι του πατέρα και της μάνας σου
και ν᾽ αντικρίσεις τους γονείς σου. Γιατί ακόμη ζουν
κι ακούγονται τα πλούτη τους.»
Πήρε τον λόγο τότε και του μίλησε η γυναίκα:
«Μπορεί κι αυτό να γίνει· φτάνει μονάχα να θελήσετε κι εσείς οι ναύτες
να δεσμευτείτε μ᾽ όρκο πως άβλαβη θα με γυρίσετε
πίσω στον τόπο μου.»

Ποιος θα ήθελες να ήσουν;

Πολλές φορές παρασυρόμαστε σε ονειροφαντασίες και αναπολήσεις. Αναδύονται στις σκέψεις μας σενάρια με διαφορετικά Εγώ μας, σε άλλες πραγματικότητες. Άλλα χαρακτηριστικά, άλλα ταλέντα, άλλη μοίρα και εποχή έρχονται να καλύψουν την τωρινή μας ταυτότητα. Ξεπροβάλλουν για να διορθώσουν ανασφάλειες, φόβους, λάθη. Εμφανίζονται ως φιλοδοξίες, όνειρα ουτοπικά και χάνονται γρήγορα επαναφέροντάς μας απογοητευτικά στο τώρα. Πρόκειται για όλα αυτά που σκεφτόμαστε απαντώντας στην ερώτηση: «Ποιος θα ήθελες να ήσουν;»

Μια ερώτηση δυναμική, ικανή να συνταράξει τον κόσμο σου, να ανασύρει κρυμμένες Εδέμ, να δημιουργήσει φανταστικούς ήρωες και να σε οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς.

Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς σε αυτήν την ερώτηση.

Έχει να κάνει, αρχικά, με την ηλικιακή φάση που διανύεις. Αφορά τη συνείδηση του εαυτού σου και τις ανάγκες που σου γεννώνται στο πέρασμα του χρόνου.

Όταν βιώνεις την πρώτη παιδική σου περίοδο και οι ανησυχίες, οι μεταβολές δεν έχουν έρθει στο προσκήνιο, δε θα ήθελες να είσαι κανείς. Πόσο ανακουφιστική μπορεί να είναι αυτή η μηδενιστική απάντηση... Σε ελευθερώνει από το βάρος της ευθύνης να φτάσεις κάπου, να καταφέρεις κάτι, να γίνεις κάποιος, να ήσουν κάποιος άλλος. Σε απαλλάσσει από την αποπνικτική αίσθηση ζήλειας προς κάποιο άλλο πρόσωπο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο. Από το τρομακτικό αίσθημα της αυτοαπόρριψης και απόκτησης νέας ταυτότητας. Δεν έχεις ακριβή επίγνωση της υπόστασής σου, της προσωπικότητάς σου και ολοκληρωμένες γνώσεις για τον κόσμο που σε περιβάλλει ή τις δυνατότητες που απλώνονται μπροστά σου, έτσι δε σου γεννάται και η επιθυμία να είχες άλλα χαρακτηριστικά και ζωή.

Μεγαλώνοντας, η απάντησή σου συχνά αποκτά μια διάσταση ονειρική και παραμυθική και η ερώτηση ξετυλίγει κουβάρια της παιδικής σου φαντασίας. Ζηλεύεις και βιάζεσαι να ντυθείς με την ταυτότητα αντικειμένων, ζώων και ηρώων που θαυμάζεις. Θα ήθελες να ήσουν πουλί, αεροπλάνο, πυροσβέστης, ο Πήτερ παν. Ενδιαφέρουσες, αστείες απαντήσεις που αναδεικνύουν το μεγαλείο της ανθρώπινης φαντασίας, την αθωότητα των πρωταρχικών σου χρόνων. Όταν μπαίνουν στο προσωπικό σου σκηνικό τα κοινωνικά στερεότυπα, θα ήθελες να ήσουν η μαμά, ο μπαμπάς σου, ο δάσκαλός σου, αντικατοπτρίζοντας στην απάντησή σου αυτή την μύχια ανάγκη της μίμησης, της αποδοχής, της προσέγγισης της ενήλικης ζωής των πιο κοντινών σου «ηρώων».

Διανύοντας την εφηβική σου περίοδο γίνεσαι ουτοπιστής, επαναστάτης. Ονειρεύεσαι να ήσουν άλλος ένας άξιος ηγέτης, ένας λαμπρός και ικανός επιχειρηματίας, ένας θαρραλέος αγωνιστής ή πάλι υποτάσσεσαι σε πρότυπα ομορφιάς και στις σύγχρονες κοινωνικές τάσεις που εισβάλλουν κυριαρχικά στην υπό διαμόρφωση προσωπικότητά σου και θα ήθελες να ήσουν κάποιος πολύ όμορφος και δημοφιλής τραγουδιστής, ηθοποιός, ποδοσφαιριστής. Εδώ οι ανάγκες σου και οι φιλοδοξίες υποχωρούν στις ανασφάλειες και τους φόβους της άγουρης προσωπικότητάς σου και άπτονται των αναζητήσεων, των γνώσεων, των επιρροών σου.

Φτάνοντας στην πιο ώριμη φάση σου, το εναλλακτικό σου σενάριο τίθεται σε πιο ρεαλιστικές και κυνικές -ίσως- βάσεις. Θα ήθελες να ήσουν κάποιος με περισσότερα χρήματα, που ταξιδεύει περισσότερο, κάποιος με καλή δουλειά, με υγεία. Είναι εκείνη η περίοδος που οι συγκρίσεις εισχωρούν βίαια στο υποσυνείδητό σου, βρίσκεσαι στο σημείο που αντιλαμβάνεσαι τι θες από τη ζωή, τι έχεις και τι είσαι σε θέση να κατακτήσεις. Ίσως πάλι ως απόρροια των εσωτερικών σου διεργασιών, των διευρυμένων γνώσεών σου και της μεστής αντιληπτικότητας που σε διακατέχει να γοητεύεσαι από σπουδαίες προσωπικότητες που έγραψαν με το μελάνι τους σελίδες στα βιβλία της ιστορίας. Ίσως, ακόμα, να ήθελες να ήσουν εσύ ο ίδιος αλλά υπό άλλους όρους, να είχες επιλέξει άλλα μονοπάτια, να είχες πάρει άλλες αποφάσεις και να είχες αξιοποιήσει τον επίγειο χρόνο σου αλλιώς.

Αν η απάντηση δε βγαίνει από τα χείλη σου με ευκολία, τότε ίσως είσαι σε καλό δρόμο. Αν σου παίρνει περισσότερο χρόνο, αν δε βιάζεσαι να αντικαταστάσεις υποσυνείδητα την οντότητά σου με μια άλλη που πληροί τις προδιαγραφές σεναρίων ευτυχίας, απαρνούμενος την ανεπαρκή ζωή σου, τότε ίσως είσαι απαλλαγμένος από τον φθόνο και το βάρος ενός εναλλακτικού εαυτού.

Όχι υπερόπτης, αλαζόνας, αλλά συμφιλιωμένος με όσα σου δόθηκαν, όσα διαμόρφωσες αξιοποιώντας τα στο μέγιστο. Ικανοποιημένος με την πορεία σου. Έχοντας συνείδηση των αδυναμιών, των ελαττωμάτων, των ατελειών της ημιτελούς φύσης σου. Έχοντας επίγνωση των δυνατοτήτων και ευκαιριών που ανοίγονται μπροστά σου. Συνειδητοποιώντας πως η ζωή πίσω δε γυρίζει, πως όλα όσα βίωσες άσχημα και καλά σε έφεραν στο σήμερά σου. Ότι έχεις αξία όποιος κι αν είσαι.

Εύχομαι να μη βιαστείς να ανταλλάξεις αυτό το σώμα που υπήρξε συνταξιδιώτης σου στην πορεία της ζωής. Ο πόνος, η φθορά, οι ηδονές όλα είσαι εσύ. Γιατί να θες να είσαι κάποιος άλλος; Να θες να αποδιώξεις τις εμπειρίες σου; Όσο ελλιπείς ή άσχημες μπορεί να είναι, είσαι εσύ, οι επιλογές σου, οι δυνατότητες, η μοίρα σου.

Εύχομαι να μη βιαστείς να απαντήσεις. Να σκεφτείς όλα όσα πρεσβεύεις, όλα όσα έχεις ζήσει και δύνασαι να πραγματοποιήσεις. Να μη θέλεις να ήσουν κάποιος άλλος. Να μη ζηλέψεις τη φήμη και την τύχη κανενός. Διάσημου, άσημου, υπαρκτού, ανύπαρκτου. Ταλαντούχου, τυχερού, άξιου, πετυχημένου.

Εύχομαι να απαντήσεις: «Θα ήθελα να είμαι εγώ. Με τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μου. Με τις αναμνήσεις, τις κατακτήσεις και τις αποτυχίες μου. Γιατί εμένα μόνο ξέρω –προσπαθώ για την ακρίβεια να με μάθω κάθε μέρα και πιο πολύ. Εμένα μόνο έχω και κανένα ίσως, μπορεί, αν. Και είμαι περίεργος πού θα φτάσω».

«Να είσαι ο εαυτός σου, όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι» -Oscar Wilde

Φαντάζομαι έναν κόσμο ελεύθερο. Χωρίς ταμπού, φόβους, πόνο, ενοχές, κακία

Φαντάζομαι έναν κόσμο που στα μάτια του καθενός θα μπορείς να δεις Αγάπη,
αστείρευτη, αγνή, όμορφη Αγάπη.

Θα κοιτάς γύρω σου και θα νιώθεις ατέλειωτο Φως να σε αγκαλιάζει,
να γλιστρά στην ψυχή σου και να την κάνει χρωματιστή και ζωντανή.

Φαντάζομαι έναν κόσμο που από τη φωνή του καθενός θα ηχούν μόνο λέξεις Αγάπης.

Που θα ακούς την Αγάπη και την ομορφιά και την ευγένεια και την καλοσύνη και την αλήθεια.

Φαντάζομαι έναν κόσμο που ο καθένας θα αγαπά τον εαυτό του ακριβώς όπως είναι, και θα είναι σε θέση να δώσει την ίδια Αγάπη, την ανιδιοτελή και πραγματική, βαθιά Αγάπη σε κάθε πλάσμα γύρω του. Χωρίς δισταγμό, καχυποψία και ντροπή.

Φαντάζομαι έναν κόσμο ελεύθερο. Χωρίς ταμπού, φόβους, πόνο, ενοχές, κακία.

Φαντάζομαι έναν κόσμο με γαλήνη, χρώματα, με αλήθεια και ζωή και παιχνίδι και ευτυχία.

Και νομίζω ότι αρχίζω να κινούμαι προς αυτόν τον κόσμο. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορούμε να καταφέρουμε αν πραγματικά το θέλουμε.

Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη, γιατί διαλύονται μέσα σ’ αυτήν τα πάντα

Να είσαι πνευματικά ευέλικτος. Η δύναμη δεν βρίσκεται στο να είναι κανείς άκαμπτος και σταθερός, αλλά στο να είναι ευλύγιστος. Το ευλύγιστο δέντρο αντέχει στη θύελλα. Μάζεψε όλη τη δύναμη που δίνει ένας γρήγορος νους.

Η ζωή είναι παράξενη· συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί που δεν τα περιμένει κανείς, ώστε απλώς με το ν’ αντιστέκεται σ’ αυτά δεν πρόκειται να λύσεις κανένα πρόβλημα. Χρειάζεται να έχει κανείς τεράστια ευλυγισία και σταθερή καρδιά.

Η ζωή είναι σαν μια κόψη ξυραφιού και πρέπει να περπατήσει κανείς πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι με εξαιρετική προσοχή και ευέλικτη σοφία.

Η ζωή είναι πολύ πλούσια, έχει τόσους πολλούς θησαυρούς κι εμείς την πλησιάζουμε με άδειες καρδιές· δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε τις καρδιές μας με την αφθονία της ζωής. Ενώ είμαστε φτωχοί μέσα μας, όταν μας προσφέρονται τα πλούτη της τ’ αρνιόμαστε. Πάμε στο πηγάδι για νερό κρατώντας δαχτυλήθρα κι έτσι η ζωή καταντάει μια κακόγουστη υπόθεση, ασήμαντη και μικρή.

Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα· φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία. Είναι τόσο λίγοι εκείνοι από μας που μπορούν ν’ αγαπούν· τόσο λίγοι εκείνοι που θέλουν ν’ αγαπούν.

Αγαπάμε βάζοντας όρους, κάνοντας την αγάπη ένα εμπορεύσιμο πράγμα. Έχουμε νοοτροπία παζαριού, αλλά η αγάπη δεν είναι εμπορεύσιμη, δεν είναι ένα απλό «πάρε-δώσε». Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου όλα τα ανθρώπινα προβλήματα είναι λυμένα.

Τι υπέροχο μέρος που θα μπορούσε να είναι η γη με τόση πολλή ομορφιά που υπάρχει, τόσο μεγαλείο, τόση άφθαρτη ομορφιά! Είμαστε παγιδευμένοι στον πόνο και δεν νοιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ’ αυτόν ακόμα κι όταν κάποιος μας δείχνει το δρόμο.

Δεν ξέρω, αλλά νιώθει κανείς να φλέγεται από αγάπη· υπάρχει μια άσβηστη φλόγα· νιώθει ότι έχει τόση πολλή απ’ αυτήν μέσα του, που θέλει να τη δώσει σε όλους· και το κάνει. Είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει με ορμή, που ποτίζει και δίνει ζωή σε κάθε πόλη και χωριό· μολύνεται από τις ανθρώπινες βρωμιές που πέφτουν σ’ αυτό, αλλά σύντομα τα νερά καθαρίζονται από μόνα τους και συνεχίζουν να τρέχουν. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη γιατί διαλύονται μέσα σ’ αυτήν τα πάντα: το καλό και το κακό· το άσχημο και το όμορφο.

Είναι το μοναδικό πράγμα που είναι αυτό το ίδιο αιωνιότητα.

Οι τέσσερις κανόνες της ζωής· δεν υπάρχουν άλλοι

Σας είπαν ότι οι παλαιές ηθικές αξίες είναι ξεπερασμένες. Λάθος. Εάν απογυμνώσετε τη σημερινή ανθρωπότητα από τις λέξεις που την περιβάλλουν, αυτό που ξεπροβάλλει είναι πάντα ο ίδιος προαιώνιος άνθρωπος.

Συγγραφείς εξαγγέλλουν το τέλος του κλασικού πολιτισμού. Ισχυρίζονται ότι «οφείλουμε να αποδεχτούμε το αυτονόητο». «Με τον 20ό αιώνα» λένε «κλείνει οριστικά μία περίοδος πέντε χιλιάδων χρόνων της ανθρωπότητας –η περίοδος των μεγάλων κλασικών πολιτισμών– και έρχεται μια νέα, που δεν θα έχει πλέον καμία σχέση με την προηγούμενη· και δεν πρόκειται για μια νέα παραλλαγή της ψυχής, που θα πραγματωθεί μέσα σ’ ένα ιστορικά προκαθορισμένο σώμα, αλλά για μια εντελώς νέα ψυχή μέσα σ’ ένα νέο σώμα».

Πώς; Μια νέα ψυχή μέσα σ’ ένα νέο σώμα; Διαφωνώ. Δεν υπάρχει νέο σώμα. Σάμπως όλοι δεν διαθέτουμε μία καρδιά, ένα συκώτι, αρτηρίες και νεύρα, ακριβώς όπως και ο άνθρωπος του Κρο-Μανιόν; Όσο για την ψυχή, οι ηθικές αξίες δεν επινοήθηκαν αυθαίρετα από τίποτα ξεμωραμένους ηθικολόγους. Υφίστανται γιατί, χωρίς αυτές, καμία κοινωνία αλλά και καμία ευτυχία δεν μπορούν να επιβιώσουν.

Θα ξεκινήσω λοιπόν υπενθυμίζοντάς σας ορισμένους κανόνες τόσο παλαιούς όσο και ο πολιτισμός, οι οποίοι εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα και στη σημερινή εποχή της νέας τεχνολογίας και των μηδενιστικών φιλοσοφιών.

Ο πρώτος είναι ότι δεν πρέπει να ζεις μόνο για τον εαυτό σου.

Ο άνθρωπος που ομφαλοσκοπεί βρίσκει πάντα χίλιους λόγους για να είναι δυστυχής. Ποτέ δεν θα έχει κάνει όλα όσα θα ήθελε και όφειλε να κάνει, ποτέ δεν θα έχει αποκτήσει όσα θεωρεί ότι έπρεπε να αποκτήσει, και σπανίως θα τον έχουν αγαπήσει όσο ο ίδιος ονειρεύτηκε να αγαπηθεί. Αν αρχίσει να αναμοχλεύει το παρελθόν, θα νιώσει ματαίως τύψεις κι ενοχές. «Τα λάθη μας είναι προορισμένα για τη λήθη και αυτό είναι το μόνο που τους αρμόζει». Αντί λοιπόν να διαγράφετε ένα παρελθόν που τίποτα δεν μπορεί να το καταργήσει, προσπαθήστε να οικοδομήσετε ένα παρόν για το οποίο θα είστε, κάποια μέρα, υπερήφανος. Η ασυμφωνία με τον εαυτό μας είναι το χειρότερο δεινό. Όποιος ζει για τους άλλους, για την πατρίδα του, για μια γυναίκα, για ένα δημιούργημα, για τους λιμοκτονούντες, για τους κυνηγημένους, ξεχνά με θαυμαστό τρόπο τις δικές του αγωνίες, τις ταπεινές του έγνοιες. «Ο πραγματικός εξωτερικός κόσμος είναι ο πραγματικός εσωτερικός κόσμος».

Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι πρέπει να πράττεις.

Αντί να μεμψιμοιρούμε για τον παράλογο κόσμο, ας προσπαθήσουμε να μεταμορφώσουμε, ο καθένας από εμάς, τον μικρόκοσμο στον οποίο μάς μέλει να ζήσουμε. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ολόκληρο το σύμπαν, αλλά ποιος στ’ αλήθεια θα ήθελε κάτι τέτοιο; Οι στόχοι μας είναι πιο κοντινοί και πιο απλοί: να ασκήσουμε ένα επάγγελμα, να το επιλέξουμε σωστά, να το μάθουμε σε βάθος και να γίνουμε ειδήμονες σ’ αυτό. Ο καθένας έχει το δικό του πεδίο δράσης: εγώ γράφω βιβλία, ο ξυλουργός συναρμολογεί τα ράφια για τη βιβλιοθήκη μου, ο τροχονόμος ρυθμίζει την κίνηση, ο μηχανικός κατασκευάζει, ο δήμαρχος διοικεί το δήμο. Όλοι, όταν αναλαμβάνουν εργασίες που ξέρουν να κάνουν καλά, χαίρονται τη στιγμή που τις διεκπεραιώνουν και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που, ακόμα και στον ελεύθερό τους χρόνο, επιβάλλουν στον εαυτό τους δράσεις φαινομενικά άχρηστες, όπως τα παιχνίδια ή τα αθλήματα. Ο παίκτης του ράγκμπι που κυλιέται μέσα στις λάσπες από το σπρώξιμο του αντιπάλου είναι ευτυχισμένος. Όσο για τις κοινωφελείς δράσεις, ωφελούμαστε από την αποτελεσματικότητά τους: ο δραστήριος δήμαρχος κρατάει καθαρή την πόλη, ο δραστήριος ιερέας ζωντανή την ενορία και οι επιτυχίες αυτές τούς προσφέρουν ικανοποίηση.

Ο τρίτος κανόνας είναι ότι πρέπει να πιστεύεις στη δύναμη της θέλησης.

Είναι λάθος να θεωρείς το μέλλον πλήρως προδιαγεγραμμένο. Ένας σπουδαίος άνθρωπος μπορεί να αλλάξει το ρου της ιστορίας· και όποιος έχει τη δύναμη της θέλησης μπορεί να αλλάξει το ίδιο του το μέλλον. Φυσικά κανείς δεν είναι παντοδύναμος και η ελευθερία κάθε ανθρώπου έχει τα όριά της. Η ελευθερία ζει στο μεταίχμιο μεταξύ θέλησης και δυνατοτήτων. Δεν είναι στο χέρι μου να εμποδίσω έναν πόλεμο, μπορώ όμως με τα λόγια και τα γραπτά μου να κάνω μια πράξη που, αν πολλαπλασιαστεί από εκατομμύρια άλλες, θα περιορίσει τις πιθανότητες πολέμου. Μπορώ να αποφύγω να λέω στους συμπατριώτες μου, σε κάθε ευκαιρία ή και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ευκαιρία, ότι έχουν θιγεί και ότι για να σώσουν την τιμή τους πρέπει να αυτοκτονήσουν μαζί με τη χώρα μας. Δεν εξαρτάται από μένα να κερδίζω τις μάχες, είναι όμως στο χέρι μου να είμαι ένας θαρραλέος στρατιώτης, πάντα στο πόστο μου και «σε ετοιμότητα». Και, καθώς «το όριο της θέλησης εξαρτάται από τη δική μας τόλμη», οφείλουμε πάντα, χωρίς να μας απασχολούν τα όρια, να κυβερνούμε τις ζωές μας όσο καλύτερα μπορούμε. Η οκνηρία και η δειλία είναι κινήσεις εγκατάλειψης· η εργασία και η τόλμη, ηθελημένες κινήσεις δράσης. Και πιθανότατα η δύναμη της θέλησης να είναι η βασίλισσα όλων των αρετών.

Εντούτοις, ως τέταρτο κανόνα, θα σας πρότεινα μιαν άλλη αρετή εξίσου πολύτιμη με τη θέληση: την πίστη.

Πίστη στις υποσχέσεις, στις δεσμεύσεις απέναντι στους άλλους, απέναντι στον εαυτό μας. Πρέπει να είναι κανείς αξιόπιστος και να μην απογοητεύει ποτέ τους άλλους. Η πίστη δεν είναι εύκολη αρετή. Χίλιοι πειρασμοί ξεπηδούν στην πορεία προς την τήρηση της δέσμευσης. Θα μου πείτε: «Μα πώς είναι δυνατόν; Αν η γυναίκα που παντρεύτηκα αποδειχτεί φιλάρεσκη, άπιστη και ανόητη, εγώ οφείλω να της είμαι πιστός; Αν επιλέξω ένα επάγγελμα και συνειδητοποιήσω ότι δεν ανταποκρίνεται εντέλει στις προσδοκίες μου, θα απαγορεύσω στον εαυτό μου να κάνει μια νέα αρχή; Αν έχω ενταχθεί σε ένα κόμμα και ανακαλύψω ότι απαρτίζεται από ένα σωρό άπληστους και αποπροσανατολισμένους ανθρώπους, θα αρνηθώ να μεταπηδήσω σε κάποιο άλλο, το οποίο, τώρα που είμαι καλύτερα πληροφορημένος, αναγνωρίζω ως εντιμότερο;». Όχι. Πίστη δεν σημαίνει τύφλωση. Ωστόσο δεν πρέπει να αποδίδουμε σε μια προηγούμενη κακή επιλογή μας τις απιστίες που ενδεχομένως αποτελούν ένδειξη ελλιπούς γενναιοδωρίας. «Αντιθέτως, το σωστό είναι να σκεφτούμε» λέει ο Αλαίν «ότι όλες οι επιλογές είναι κακές όταν είναι αποτέλεσμα αδράνειας και ότι όλες μπορούν να γίνουν καλές χάρη στην ισχυρή θέληση. Κανείς δεν επιλέγει το επάγγελμά του για τους σωστούς λόγους, αφού για να το επιλέξει πρέπει πρώτα να το γνωρίζει. Αλλά ούτε και τους έρωτές του επιλέγει». Συχνά όμως μπορεί να διαπλάσει μια γυναίκα, να κάνει καλά τη δουλειά που έχει επιλέξει και να μεταμορφώσει ένα κόμμα. Η πίστη παράγει αυτό που τη δικαιώνει.

Φαντάζομαι ότι οι εν λόγω κανόνες ζωής σάς φαίνονται συνοπτικοί και συγχρόνως αυστηροί. Το ξέρω αλλά αυτοί είναι· δεν υπάρχουν άλλοι. Δεν σας ζητώ να διασχίσετε τη ζωή ως ένας αδιάλλακτος στωικός. Να έχετε πάντοτε την αίσθηση του χιούμορ. Να μπορείτε να χαμογελάτε ακόμα και με τον εαυτό σας – και με εμένα, επίσης. Αν δεν μπορείτε να τιθασεύετε τις αδυναμίες σας, να τις αποδέχεστε, αλλά να διατηρείτε, παρά την ύπαρξή τους, μια γερή θωράκιση. Κάθε κοινωνία της οποίας οι πολίτες δεν ζουν παρά μόνο για τις φιλοδοξίες ή τις ακολασίες τους, κάθε κοινωνία που ανέχεται τη βία και την αδικία, κάθε κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον καμία εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και τα μέλη της παύουν να έχουν βούληση, είναι καταδικασμένη.

Όσο η Ρώμη παρέμενε η Ρώμη των ηρώων, ευημερούσε. Μόλις έπαψε να σέβεται τις αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε, κατέρρευσε. Οι νέες τεχνικές αλλάζουν τους τρόπους δράσης. Δεν αλλάζουν όμως ούτε την αξία της δράσης ούτε τις αιτίες της. Έτσι ήταν εξαρχής κι έτσι θα είναι πάντα.

WILHELM REICH: Όταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στον δρόμο θα φανερώνουν ελευθερία, ζωντάνια και χαρά

Αναρωτιέσαι πότε η ζωή σου θα γίνει όμορφη και ασφαλής, Ανθρωπάκο. Η απάντηση όμως είναι ξένη προς τον τρόπο σκέψης σου.

Η ζωή σου θα γίνει όμορφη και ασφαλής όταν η ζωντάνια αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για σένα από την ασφάλεια, όταν το δίκαιο γίνει πιο σημαντικό από τα χρήματα, όταν η ελευθερία σου γίνει πιο σημαντική από την κομματική γραμμή ή την κοινή γνώμη, όταν η διάθεση που προκαλεί η μουσική του Μπετόβεν και του Μπαχ γίνει η διάθεση της συνολικής σου ύπαρξης (την έχεις μέσα σου, Ανθρωπάκο, θαμμένη σε μια γωνίτσα της ύπαρξής σου),όταν η σκέψη σου θα είναι σε αρμονία, και όχι σε αντιδιαστολή, με τα συναισθήματά σου, όταν θα είσαι σε θέση να αναγνωρίζεις στην ώρα τους τα χαρίσματα σου και τα γηρατειά σου, όταν θα ζεις με βάση τους στοχασμούς των σπουδαίων ανθρώπων, και όχι με βάση τις ανομίες των μεγάλων πολεμιστών, όταν οι δάσκαλοι των παιδιών σου θα πληρώνονται καλύτερα από τους πολιτικούς σου, όταν θα σέβεσαι περισσότερο τον έρωτα μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας απ’ ό,τι μια ληξιαρχική πράξη γάμου, όταν θα αντιλαμβάνεσαι εγκαίρως τα λάθη στη σκέψη σου, και όχι όταν θα είναι πια αργά, όπως κάνεις τώρα, όταν θα ευφραίνεσαι ακούγοντας την αλήθεια και θα απεχθάνεσαι τις τυπικότητες, όταν θα έχεις απευθείας επαφή με τους συναδέλφους σου, και όχι μέσω μεσαζόντων, όταν η ευτυχία της έφηβης κόρης σου στον έρωτα θα σε χαροποιεί, αντί να σε εξοργίζει, όταν θα κουνάς το κεφάλι σου με αποδοκιμασία ενθυμούμενος τις εποχές που τιμωρούσαν τα μικρά παιδιά επειδή άγγιζαν τα γεννητικά τους όργανα, όταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στον δρόμο θα φανερώνουν ελευθερία, ζωντάνια και χαρά, και όχι άλλο θλίψη και μιζέρια, όταν οι άνθρωποι δεν θα περπατούν πια πάνω σε αυτή τη γη άκαμπτοι, λες κι έχουν καταπιεί μπαστούνι – και με νεκρωμένα σεξουαλικά όργανα.

Θες καθοδήγηση και συμβουλές, Ανθρωπάκο. Λάμβανες καθοδήγηση και συμβουλές, καλές και κακές, επί χιλιάδες χρόνια. Εξακολουθείς να ζεις στην αθλιότητα όχι εξαιτίας κακών συμβουλών, αλλά λόγω της μικροψυχίας σου. Θα μπορούσα να σου προσφέρω καλές συμβουλές, αλλά, έτσι όπως είσαι και με τον τρόπο που σκέφτεσαι, δεν θα μπορούσες να τις εφαρμόσεις προς το συμφέρον όλων.

ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΪΧ, Άκου, Ανθρωπάκο!

Και εγένετο… ο αριθμός

Στη Μεσοποταμία στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. τα χωριουδάκια που αφήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο μεταμορφώθηκαν σε ακμάζουσες πολιτείες. Μερικές από αυτές συγκεντρώνουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες κατοίκους! Η τεχνολογία προοδεύει με πρωτοφανή ρυθμό. Αρχιτέκτονες, χρυσοχόοι, κεραμείς, υφαντές, ξυλουργοί ή γλύπτες, οι τεχνίτες οφείλουν να επιδείξουν μια συνεχώς ανανεούμενη ευρηματικότητα για να αντιμετωπίσουν τις τεχνικές προκλήσεις που συναντούν. Η μεταλλουργία δεν έχει ακόμα τελειοποιηθεί, γίνονται όμως και προς τα εκεί προσπάθειες. Σταδιακά αναπτύσσεται στην περιοχή και ένα οδικό δίκτυο. Οι εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές πολλαπλασιάζονται. Όλο και πιο περίπλοκες ιεραρχίες συγκροτούνται και ο Homo sapiens ανακαλύπτει τις χαρές της διοίκησης. Όλα αυτά απαιτούν τρομερή οργάνωση! Για να μπει κάποια τάξη είναι καιρός το είδος μας να επινοήσει τη γραφή και να εισέλθει στη φάση της Ιστορίας. Σ’ αυτήν την επανάσταση που βρίσκεται στα σκαριά τα μαθηματικά έμελλε να διαδραματίσουν τον ρόλο της πρωτοπορίας.

Ακολουθώντας την όχθη του Ευφράτη, ας αφήσουμε τα οροπέδια του Βορρά, όπου γεννήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί και ας κατευθυνθούμε προς τη χώρα των Σουμερίων, που απλώνεται στις πεδιάδες της Κάτω Μεσοποταμίας. Εδώ, στις στέπες του Νότου, αρχίζουν πια να συγκεντρώνονται οι πρώτες εστίες πληθυσμού. Κατά μήκος του ποταμού συναντάμε τις πόλεις Κις, Νιππούρ και Σουρουππάκ. Αυτές οι πόλεις είναι ακόμα καινούριες, αλλά οι αιώνες που θα ακολουθήσουν φέρουν μαζί τους υποσχέσεις μεγαλείου και ευημερίας.

Και ξαφνικά βλέπουμε να διαγράφεται στον ορίζοντα το Ουρούκ.

Η πόλη του Ουρούκ είναι μια ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά που το μεγαλείο και η δύναμή της λάμπουν σε ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή. Χτισμένα κατά βάση με τούβλα από ξεραμένη λάσπη, τα σπίτια της πόλης απλώνουν τις πορτοκαλιές αποχρώσεις τους σε περισσότερα από εκατό εκτάρια. Ο περαστικός μπορεί να χαθεί επί ώρες σεργιανώντας στα πολύβουα δρομάκια της. Στην καρδιά της πόλης βρίσκουμε πολλούς μνημειώδεις ναούς. Εκεί λατρεύεται ο Αν, πατέρας όλων των Θεών, αλλά κυρίως η Ιννάννα, η Κυρά των Ουρανών. Προς τιμήν της ανεγέρθηκε ο ναός Εάννα. που το πιο μεγάλο του κτίσμα έχει μήκος ογδόντα μέτρα και πλάτος τριάντα, μεγέθη ικανά να εντυπωσιάζουν τους διαβάτες.

Το καλοκαίρι πλησιάζει και, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, η πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό. Σε λίγο τα κοπάδια με τα πρόβατα θα κινήσουν για τα βοσκοτόπια του Βορρά και δε θα επιστρέψουν πριν από το τέλος της ζεστής εποχής. Για πολλούς μήνες οι βοσκοί θα είναι επιφορτισμένοι να φροντίζουν τα ζώα, εξασφαλίζοντας την ασφάλεια ναι την ομαλή διαβίωσή τους, για να τα επιστρέψουν άθικτα στους ιδιοκτήτες τους. Ο ναός Εάννα έχει επίσης στην κατοχή του πολλά κοπάδια, τα μεγαλύτερα από τα οποία αριθμούν αρκετές δεκάδες χιλιάδες κεφάλια. Συχνά οι μετακινήσεις των ζώων συνοδεύονται από στρατιώτες, που τα προστατεύουν από τους κινδύνους της μεταφοράς. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες δε θα άφηναν ποτέ τα πρόβατά τους να φύγουν χωρίς να πάρουν κάποιες προφυλάξεις. Η συμφωνία με τους βοσκούς είναι ξεκάθαρη: όσα κεφάλια φύγουν τόσα πρέπει και να επιστρέψουν. Τα ζώα του κοπαδιού δεν πρέπει ούτε να χαθούν ούτε να γίνουν αντικείμενο συναλλαγών κάτω από το τραπέζι.

Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα: πώς να συγκρίνουμε το μέγεθος του κοπαδιού που έφυγε με αυτό που επέστρεψε;

Για ν’ αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, εδώ και αρκετούς αιώνες έχει επινοηθεί ένα σύστημα με μάρκες από άργιλο. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι από μάρκες: ανάλογα με το σχήμα και τα σύμβολα που είναι χαραγμένα πάνω τους αντιπροσωπεύουν ένα ή περισσότερα ζώα ή αντικείμενα. Ένα πρόβατο αντιπροσωπεύεται από έναν απλό δίσκο όπου είναι χαραγμένος ένας σταυρό. Πριν από την αναχώρηση τοποθετούνται μέσα σ’ ένα δοχείο μάρκες που αντιστοιχούν στο μέγεθος του κοπαδιού. Κατά την επιστροφή αρκεί να συγκριθεί το κοπάδι με το περιεχόμενο του δοχείου για να βεβαιωθούν ότι κανένα ζώο δε λείπει. Πολύ αργότερα αυτές οι μάρκες θα λάβουν το λατινικό όνομα calculi, «μικρά χαλίκια», από το οποίο θα προκύψει και η λέξη calcul (υπολογισμός).

Αυτή η μέθοδος είναι πραχτική, παρουσιάζει όμως και κάποιες δυσκολίες. Ποιος θα φυλάξει τις μάρκες; Η δυσπιστία είναι διπλής κατεύθυνσης: οι βοσκοί μπορεί κι αυτοί με τη σειρά τους να ανησυχούν μήπως, κατά την απουσία τους, κάποιοι αδίσταχτοι ιδιοκτήτες προσθέσουν μάρκες στο δοχείο και στη συνέχεια ζητήσουν να αποζημιωθούν για πρόβατα που δεν υπήρξαν ποτέ! Ψάχνουν λοιπόν, σπάνε το κεφάλι τους και τελικά βρίσκουν μια λύση. Οι μάρκες —τα χαλίκια— θα κλειστούν μέσα σε μια κούφια μπάλα από άργιλο που θα σφραγιστεί ερμητικά. ‘Όταν κλείσουν τη σφαίρα–φάκελο, βάζουν όλοι την υπογραφή τους στην επιφάνειά της για να πιστοποιήσουν την αυθεντικότητά της. Τώρα πια είναι αδύνατο να μεταβληθεί ο αριθμός των χαλικιών χωρίς να σπάσει η μπάλα. Οι βοσκοί μπορούν να φύγουν ήσυχοι.

Να, όμως, τώρα που οι ιδιοκτήτες βρίσκουν κι αυτοί με τη σειρά τους προβλήματα στη μέθοδο. Για να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους είναι σημαντικό να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή το πλήθος των ζώων του κοπαδιού τους. Πώς θα το κάνουν αυτό; Να μάθουν απ’ έξω τον αριθμό των προβάτων τους; Καθόλου εύκολο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η σουμερική γλώσσα δε διαθέτει ακόμη λέξεις που να περιγράφουν τόσο μεγάλους αριθμούς. Να κρατούν ένα μη σφραγισμένο αντίγραφο με χαλίκια για κάθε σφραγισμένη σφαίρα; ‘Όχι και τόσο πρακτικό.

Τελικά βρέθηκε μια λύση. Χρησιμοποιώντας ένα καλάμι χαράζουν στην επιφάνεια κάθε σφαίρας το σχήμα των χαλικιών που περιέχει. Έτσι καθίσταται εφικτά να ενημερώνεται κανείς για το περιεχόμενο της σφραγισμένης σφαίρας χωρίς να χρειάζεται να τη σπάσει.

Τελικά αυτή η μέθοδος μοιάζει να βολεύει τους πάντες. Χρησιμοποιείται ευρύτατα όχι μόνο για τη μέτρηση των προβάτων, αλλά και για την επικύρωση κάθε είδους συμφωνίας. Τα δημητριακά, όπως το σιτάρι και το κριθάρι, το μαλλί και τα υφάσματα, το μέταλλο, τα κοσμήματα, οι πολύτιμοι λίθοι, το λάδι, ακόμα και τα δοχεία έχουν τις μάρκες τους. Μέχρι και οι φόροι ελέγχονται με μάρκες. Με λίγα λόγια, στο τέλος της 4ης χιλιετίας, στο Ουρούκ κάθε συμβόλαιο οφείλει να επικυρώνεται από μια πήλινη σφαίρα εφοδιασμένη με τα χαλίκια της.

Όλα αυτά λειτουργούν θαυμάσια· κι ύστερα, κάποια μέρα, γεννιέται μια καινούρια ιδέα. Είναι απ’ αυτές τις ιδέες που είναι τόσο ιδιοφυείς και τόσο απλές, που αναρωτιέται κανείς πώς και δεν τη σκέφτηκε πιο πριν. Αφού ο αριθμός των ζώων είναι καταγραμμένος στην επιφάνεια της σφαίρας, ποιος ο λόγος να συνεχίζουμε να αποθηκεύουμε μάρκες στο εσωτερικό της; Θα μπορούσαμε απλώς να χαράσσουμε την εικόνα των χαλικιών μας σ’ ένα οποιοδήποτε κομμάτι από άργιλο. Σε μια επίπεδη πινακίδα, για παράδειγμα.

Και το όνομα αυτού, γραφή.

Κρίσεις, ηθικοί πανικοί και «θεωρίες της συνωμοσίας»

Οι περίοδοι στη διάρκεια των οποίων πολλαπλασιάζονται οι συνωμοσιολογικές αφηγήσεις ανταποκρίνονται σε στιγμές κρίσης, οι οποίες, βιωμένες μέσα στην αδυναμία, κλονίζουν τα θεμέλια της κοινωνικής ζωής, όπου οι αξίες γίνονται δυσδιάκριτες και δεν μπορούν πλέον να γίνουν αντικείμενο ιεράρχησης, όπου οι αντιθέσεις ανάμεσα σε αρνητικές και θετικές αξίες θολώνουν ή σβήνουν, όπου το καλό συγχέεται με το κακό, και το αληθινό με το ψευδές.

Μπορούμε, επίσης, να τις προσεγγίζουμε ως καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από την ανάδυση «ηθικών πανικών», δηλαδή, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Στάνλεϊ Κοέν , ο οποίος, το 1972, ήταν ο πρώτος που τους μελέτησε, ως καταστάσεις στις οποίες μια ομάδα χαρακτηρίζεται ως «απειλή για την κοινωνία, τις αξίες της και τα συμφέροντά της». Έτσι, μια πανδημία μπορεί να προκαλέσει πανικό ευνοώντας την ανάδυση και την διάδοση ψευδο-εξηγητικών συνωμοσιολογικών αφηγήσεων. Αυτή είναι η περίπτωση των συστημάτων κατηγορίας που παρουσιάζουν ως τετελεσμένο γεγονός την τεχνητή προέλευση του ιού του ΑIDS (δηλαδή ότι κατασκευάστηκε σε εργαστήριο) και την εκούσια ή ενορχηστρωμένη διάδοσή του από σκοτεινά ισχυρά δίκτυα, με τους ανομολόγητους στόχους τους, δημογραφικής τάξης ή ρατσιστικής και ομοφοβικής έμπνευσης: την γενοκτονία των λαών του Τρίτου Κόσμου (ή των «φτωχών χωρών»), την εξάλειψη των ομοφυλοφίλων, των χρηστών ναρκωτικών, των Μαύρων, κλπ.

Κατά γενικό τρόπο, παρατηρείται ότι τα συνωμοσιολογικά κύματα αναδύονται σε συγκυρίες συνολικής κρίσης ή βαθιών ανατροπών της κοινωνικής τάξης, που κλονίζουν το θεμέλιο των αξιών και των νορμών. Γαλλική Επανάσταση, Οκτωβριανή Επανάσταση, κρίση του 1929, 11η Σεπτεμβρίου, χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009: τόσα γεγονότα καταστροφικά βεβαιοτήτων και αναφορών, που άμεσα ακολουθήθηκαν από περισσότερο ή λιγότερο παραληρηματικές (αν και ορθολογίζουσες) ερμηνείες θεμελιωμένες στην ιδέα της συνωμοσίας, ερμηνείες που επιτρέπουν να ξαναδοθεί νόημα και (φαινομενική) συνοχή στην πορεία της Ιστορίας, υπερβολικά χαοτικής για να είναι υποφερτή. Ωστόσο, η Ιστορία δεν παύει να είναι ανησυχητική, γίνεται όμως κατανοητή. Έτσι, η συνωμοσιολογΐκή αντίληψη επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον γνωσιακό πανικό.

Οι «θεωρίες της συνωμοσίας» δεν έχουν αυτόνομη ιστορία, διότι εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις συγκυρίες, αλλά οι αναπαραστάσεις τους, οι μορφές των επιχειρημάτων τους και τα μείζονα σχήματά τους κάλλιστα διαθέτουν ιστορία, η οποία είναι αυτή της μετάδοσής τους και ων μεταμορφώσεών τους. Και η υπόθεση περιπλέκεται, ως προς το ότι η πλειοψηφία των πραγματικών συνωμοσιών συνοδεύονται από συνωμοσιολογικές αφηγήσεις που στοχεύουν στο να τις νομιμοποιούν ή να τις συσκοτίζουν. Το να αποδίδεται σε έναν προς εξάλειψη εχθρό η μια ή η άλλη φαντασιακή συνωμοσία είναι ένα παλιό συμβολικό όπλο το οποίο χρησιμοποιείται τόσο από τα κράτη όσο και από τις ανατρεπτικές μειονότητες. Αυτή είναι η λειτουργική διάσταση κάθε «θεωρίας της συνωμοσίας». Γι’ ποιόν τον λόγο δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η στιγμή της ιστορικής γέννησης των «θεωριών της συνωμοσίας»: μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι είναι τόσο παλιές όσο και οι πραγματικές συνωμοσίες.

Βαθύτερα, σε μια ανθρωπολογική προοπτική, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές ταυτίζονται με τις πολυάριθμες και διαδοχικές απόπειρες των ανθρώπινων όντων, ενώπιον του μη κατανοήσιμου ή του ανησυχητικού, προκειμένου να καταλάβουν αυτό που συμβαίνει ή αυτό που τους συμβαίνει, προσφεύγοντας σε δάνεια σχήματα από την μαγικό-μυθική σκέψη. Προσέλαβαν όμως ιστορικές μορφές που μπορούμε να διακρίνουμε, να ταυτοποιήσουμε και να αναλύσουμε ειδικότερα: αυτό συμβαίνει, παραδείγματος χάρη, με την «ιησουιτική συνωμοσία» ή την «μασονική συνωμοσία», των οποίων μπορούμε να μελετήσουμε την συγκρότηση, την διάδοση, την πρόσληψη και τις μεταμορφώσεις που συνδέονται με διαφορετικές συγκυρίες χρήσης.

Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι συνωμοσιολογικές κατασκευές, όσο διαφορετικές κι αν είναι, σφραγίζουν μια συνέχεια της μαγικής σκέψης, που παίρνει το ύφος μιας επιβίωσης ή ανάδυσης στην σύγχρονη εποχή, αν αποδεχθούμε το θεωρητικό υπόδειγμα του Μαξ Βέμπερ για την «απομάγευση του κόσμου», δηλαδή την προοδευτική εξάλειψη της μαγείας που προϋποθέτει μια «αυξανόμενη ορθολογικοποίηση», ως μείζον χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι επιβιώσεις μπορούν να αναλύονται και ως αντιστάσεις στην διαδικασία της απομάγευσης, που προσλαμβάνεται ως φαινόμενο διάλυσης, ξεριζώματος ή παρακμής. Τότε, οι συνωμοσιολόγοι ιδεολόγοι εμφανίζονται ως αντινεωτερικοί, όπως υπήρξαν για μεγάλο διάστημα, πάρα πολύ συχνά, οι παραδοσιοκράτες χριστιανοί. Στα τέλη του 20ού αιώνα, την αντινεωτερική φιγούρα παίρνουν οι ισλαμιστές ιεροκήρυκες και ο ένοπλος βραχίονας τους, οι τζιχαντιστές, στην μάχη κατά της μεγάλης δυτικής ισλαμόφοβης συνωμοσίας, θεμελιωμένης στην «συμμαχία των εβραίων και των σταυροφόρων» .

Στις μεγάλες συνωμοσιολογικές αφηγήσεις που συγκροτούν τη νέα μυθολογία που έχει κατασκευαστεί από τους Συγχρόνους, οι τρόποι συλλογισμού που προσιδιάζουν στην μαγική σκέψη εφαρμόζονται περισσότερο στην ιστορία παρά στον φυσικό κόσμο. Και ορισμένες αρχές της συγχρονης σκέψης, όπως αυτή της κριτικής εξέτασης, τρέφονται ενάντια στην ορθολογική αντίληψη που έγινε ηγεμονική (και, εξ’ αυτού, «επίσημη») στην νεωτερικότητα Η Ιστορία είναι γεμάτη από σκοτεινές δυνάμεις, δαίμονες, των οποίων τα ίχνη βρίσκονται στις πίστεις περί του Σατανά ή του Αντίχριστου, που προσλαμβάνονται ως οι πραγματικοί δρώντες της πορείας της Ιστορίας. Αλλά τον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αυτές οι θεολογικο-θρησκευτικές φιγούρες μετασχηματίστηκαν σε πολεμικές μεταφορές που προορίζονταν να διαβολοποιήσουν ορισμένες κατηγορίες εχθρών, αρχίζοντας από τους Εβραίους, τους μπολσεβίκους ή τους «εβραιο-μπολσεβίκους».

Ανάμεσα στις καταγγελλόμενες φαντασιακές συνωμοσίες, πρέπει να διακρίνουμε εκείνες οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με μια ιδιαίτερη συγκυρία, και εκείνες που θα ονόμαζα ως τις μεγάλες συνωμοσίες, τις συνωμοσιολογικές μετα-αφηγήσεις, τις «μεγα-συνωμοσίες». Από εδώ προκύπτει η διάκριση ανάμεσα σε μια τοπική και σε μια παγκόσμια συνωμοσία, η οποία άρχισε να παίρνει την μορφή της παγκόσμιας ανατρεπτικής (ή επαναστατικής) συνωμοσίας, μία χίμαιρα που δημιουργήθηκε στον σύγχρονο κόσμο από τους εχθρούς του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, πριν αυτή επανερμηνευθεί και αντιστραφεί από τους οπαδούς του Διαφωτισμού και της Επανάστασης κατά των «αντιδραστικών» εχθρών τους, μακρινή αφετηρία της ιδέας μιας διεθνούς «φασιστικής» συνωμοσίας. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, η μεγα-συνωμοσία με αυξανόμενο τρόπο πήρε το πρόσωπο της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης» ή μιας πανταχού παρούσας «μυστικής κυβέρνησης».

Τι μας δίδαξε ο Επίκουρος για τη φιλία

-Απ’ όλα τα αγαθά που παρέχει η Σοφία, διασφαλίζοντας από κάθε άποψη τον ευτυχισμένο βίο, το μέγιστο είναι η απόκτηση φίλων.

-Ο ανώτερος άνθρωπος, περισσότερο από κάθε τι, αφιερώνεται στη σοφία και τη φιλία, Απ’ αυτά το ένα είναι θνητό αγαθό, το άλλο αθάνατο.

-Η φιλία σέρνει τον χορό ολόγυρα στην οικουμένη, καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας.

-Αυτοί οι ίδιοι [οι επικούρειοι] το λένε, πως είναι πιο ηδονικό να κάνεις το καλό από το να δέχεσαι ευεργεσίες. – Πλούταρχος

-Στον πόνο των φίλων συμπάσχουμε όχι θρηνώντας αλλά μεριμνώντας γι’ αυτούς.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.34.1–2.34.8

(ΘΟΥΚ 2.34.1–2.46.2: Ο Επιτάφιος του Περικλή) 

Η τελετή των επιταφίων – Γιατί επελέγη ως ομιλητής ο Περικλής

Οι Αθηναίοι επιδόθηκαν στη λεηλασία διαφόρων περιοχών της Πελοποννήσου, ενώ εκτόπισαν τους Αιγινήτες από το νησί τους. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.) ο Περικλής εκφωνεί προς τιμή των πεσόντων επιτάφιο λόγο, όπου βρίσκει την ευκαιρία να εγκωμιάσει το αθηναϊκό πολίτευμα.


[2.34.1] Ἐν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι Ἀθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώ-
μενοι δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ
πρώτων ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. [2.34.2] τὰ μὲν ὀστᾶ προτί-
θενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ
ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι βούληται· [2.34.3] ἐπειδὰν δὲ ἡ
ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς
ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς.
μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν
μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν. [2.34.4] ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος
καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι
ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι. [2.34.5] τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον
σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως,
καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε
τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες
αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν. [2.34.6] ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ,
ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως, ὃς ἂν γνώμῃ τε δοκῇ μὴ
ἀξύνετος εἶναι καὶ ἀξιώσει προήκῃ, λέγει ἐπ’ αὐτοῖς ἔπαινον
τὸν πρέποντα· [2.34.7] μετὰ δὲ τοῦτο ἀπέρχονται. ὧδε μὲν θάπτουσιν·
καὶ διὰ παντὸς τοῦ πολέμου, ὁπότε ξυμβαίη αὐτοῖς, ἐχρῶντο
τῷ νόμῳ. [2.34.8] ἐπὶ δ’ οὖν τοῖς πρώτοις τοῖσδε Περικλῆς ὁ Ξαν-
θίππου ᾑρέθη λέγειν. καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν
ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκού-
οιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε.

***
[2.34.1] Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτη συνήθειά τους, κήδεψαν με δημόσια τελετή τους πρώτους που σκοτώθηκαν σε τούτο τον πόλεμο, κ' η τελετή γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: [2.34.2] πρώτα εκθέτουν για τρεις μέρες τα κόκκαλα των σκοτωμένων σε μια σκηνή που στήνουν γι' αυτό το σκοπό, κι όποιος θέλει φέρνει προσφορές στο δικό του· [2.34.3] κι όταν είναι να γίνει η εκφορά, φέρνουνε φέρετρα από κυπαρισσόξυλο σε δέκα αμάξια, ένα για κάθε φυλή. Και βάζουν μέσα τα κόκκαλα ανάλογα από ποια φυλή ήταν ο καθένας. Ένα κλινάρι άδειο ακολουθεί, στρωμένο με σάβανο, για τους χαμένους που δε βρέθηκαν όταν σήκωσαν τους νεκρούς. [2.34.4] Και συνοδεύουν την κηδεία όσοι θέλουν, και πολίτες και ξένοι, και οι συγγένισσες γυναίκες παραστέκονται στην ταφή μοιρολογώντας. [2.34.5] Τους θάβουνε λοιπόν στο δημόσιο τάφο που βρίσκεται στο πιο ωραίο και πιο περίβλεπτο μέρος έξω από την πολιτεία και πάντα εκεί θάβουν τους σκοτωμένους που φέρνουν από τους πολέμους, εξόν αυτούς που έπεσαν στο Μαραθώνα· γιατί εκεινών, που θεώρησαν την αντρειά τους πιο έξοχη, τους έκαμαν τον τάφο εκεί που πολέμησαν. [2.34.6] Κι όταν πια τους σκεπάσει η γης, ένας άντρας, που τον εκλέγει η πολιτεία, γιατί τους φαίνεται πιο γνωστικός κ' εξέχει στην κοινήν εκτίμηση, τους βγάζει τον επαινετικό λόγο που ταιριάζει· [2.34.7] και ύστερ' απ' αυτό φεύγουν όλοι. Έτσι λοιπόν τους κηδεύουν και σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, οπότε παρουσιαζόταν η ευκαιρία κράτησαν αυτή τη συνήθεια. [2.34.8] Γι' αυτούς λοιπόν τους πρώτους νεκρούς, διάλεξαν τον Περικλή, το γιο του Ξανθίππου να πει το λόγο. Κι όταν ήρθε η ώρα, προχώρησε από τον τάφο σε μια ψηλή εξέδρα που είχανε στήσει επί τούτου, για ν' ακουστεί απ' όσο γινόταν περισσότερους από τη σύναξη, και είπε πάνω–κάτω τ' ακόλουθα: