Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (2.267-2.308)

Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
270 «Τηλέμαχ᾽, οὐδ᾽ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾽ ἀνοήμων,
εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ,
οἷος κεῖνος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε.
οὔ τοι ἔπειθ᾽ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται οὐδ᾽ ἀτέλεστος.
εἰ δ᾽ οὐ κείνου γ᾽ ἐσσὶ γόνος καὶ Πηνελοπείης,
275 οὐ σέ γ᾽ ἔπειτα ἔολπα τελευτήσειν ἃ μενοινᾷς.
παῦροι γάρ τοι παῖδες ὁμοῖοι πατρὶ πέλονται,
οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὐδ᾽ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾽ ἀνοήμων,
οὐδέ σε πάγχυ γε μῆτις Ὀδυσσῆος προλέλοιπεν,
280 ἐλπωρή τοι ἔπειτα τελευτῆσαι τάδε ἔργα.
τῶ νῦν μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν τε νόον τε
ἀφραδέων, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι·
οὐδέ τι ἴσασιν θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,
ὃς δή σφι σχεδόν ἐστιν, ἐπ᾽ ἤματι πάντας ὀλέσθαι.
285 σοὶ δ᾽ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται ἣν σὺ μενοινᾷς·
τοῖος γάρ τοι ἑταῖρος ἐγὼ πατρώϊός εἰμι,
ὅς τοι νῆα θοὴν στελέω καὶ ἅμ᾽ ἕψομαι αὐτός.
ἀλλὰ σὺ μὲν πρὸς δώματ᾽ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
ὅπλισσόν τ᾽ ἤϊα καὶ ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα,
290 οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι, καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν,
δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν· ἐγὼ δ᾽ ἀνὰ δῆμον ἑταίρους
αἶψ᾽ ἐθελοντῆρας συλλέξομαι. εἰσὶ δὲ νῆες
πολλαὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ νέαι ἠδὲ παλαιαί·
τάων μέν τοι ἐγὼν ἐπιόψομαι ἥ τις ἀρίστη,
295 ὦκα δ᾽ ἐφοπλίσσαντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ.»
Ὣς φάτ᾽ Ἀθηναίη, κούρη Διός· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
Τηλέμαχος παρέμιμνεν, ἐπεὶ θεοῦ ἔκλυεν αὐδήν.
βῆ δ᾽ ἴμεναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ,
εὗρε δ᾽ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας ἐν μεγάροισιν,
300 αἶγας ἀνιεμένους σιάλους θ᾽ εὕοντας ἐν αὐλῇ.
Ἀντίνοος δ᾽ ἰθὺς γελάσας κίε Τηλεμάχοιο·
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, μή τί τοι ἄλλο
ἐν στήθεσσι κακὸν μελέτω ἔργον τε ἔπος τε,
305 ἀλλά μοι ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, ὡς τὸ πάρος περ.
ταῦτα δέ τοι μάλα πάντα τελευτήσουσιν Ἀχαιοί,
νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας, ἵνα θᾶσσον ἵκηαι
ἐς Πύλον ἠγαθέην μετ᾽ ἀγαυοῦ πατρὸς ἀκουήν.»

***
Τέλειωσε την ευχή του, κι αμέσως βρέθηκε στο πλάι του η Αθηνά,
με τη θωριά του Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή·
τον φώναξε, του μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
270 «Τηλέμαχε, δεν θα φανείς μετά απ᾽ αυτό κακός κι αστόχαστος,
φτάνει να ᾽χει σταλάξει μέσα σου το αντρίκειο θάρρος του πατέρα σου,
όπως εκείνος ήξερε έργα και λόγια να τελειώνει.
Με τέτοιο εφόδιο λέω δεν κόβεται στη μέση ατέλεστος ο δρόμος σου·
εκτός κι αν πια δεν είσαι ο γιος εκείνου και της Πηνελόπης —
τότε δεν βλέπω αλήθεια πώς μπορείς να τα τελειώσεις
όσα στον νου σου μελετάς.
Το ξέρω, λίγοι γεννιούνται γιοι να μοιάζουν του πατέρα τους·
οι πιο πολλοί χειρότεροι, ελάχιστοι οι καλύτεροι.
Αλλά του λόγου σου δεν θα φανείς κακός, αστόχαστος·
κι όσο δεν σου έχει λείψει του Οδυσσέα η πανουργία,
280 υπάρχει ελπίδα να εκτελέσεις την αποστολή σου αυτή.
Λοιπόν, άλλο μη νοιάζεσαι για τους μνηστήρες,
τι θέλουν και τι σκέφτονται αυτοί οι ανόητοι·
έχει θολώσει ο νους τους, δεν ακούν το δίκιο,
και καν δεν βλέπουν θάνατο, το μαύρο ριζικό μπροστά τους
που σίμωσε πολύ, και θα χαθούν όλοι τους σε μια μέρα.
Τώρα για τον δικό σου δρόμο που τον μελετάς, δεν πρέπει
ν᾽ αργοπορήσει κι άλλο· είμαι δικός σου, φίλος πατρικός,
αναλαμβάνω εγώ καράβι να σου βρω — υπόσχομαι και να σε συντροφέψω.
Προς το παρόν, πήγαινε στο παλάτι εσύ, μίλα με τους μνηστήρες,
αλλά ετοίμασε κιόλας τροφές, ασφάλισε τα πάντα σε δοχεία,
290 κρασί στους αμφορείς, κριθάλευρο (μεδούλι των ανθρώπων)
σε γερά σακιά. Εγώ στο μεταξύ στην πόλη κατεβαίνω,
θα σου μαζέψω γρήγορα εθελοντές συντρόφους· όσο για το καράβι,
υπάρχουν στη θαλασσοφίλητην Ιθάκη μας πολλά σκαριά,
καινούργια και παλιά· ανάμεσά τους ξεδιαλέγω το καλύτερο,
κι αφού στο άψε σβήσε το αρματώσουμε, μετά ανοιγόμαστε
στο πέλαγο, και πάμε.»
Η Αθηνά τού μίλησε, η θυγατέρα του Διός· κι εκείνος,
ο Τηλέμαχος, δεν καθυστέρησε πολύ, αφότου εισάκουσε
τη θεϊκή φωνή. Τράβηξε αμέσως στο παλάτι,
με την καρδιά βαριά από λύπη, και βρήκε εκεί, στο σπιτικό του,
τους αλαζονικούς μνηστήρες, να γδέρνουν γίδες,
300 να ψήνουν τα γουρούνια στον αυλόγυρο.
Γελώντας κι ο Αντίνοος, έπεσε πάνω στον Τηλέμαχο,
πήρε το χέρι του και το ᾽ σφίξε, μιλώντας τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε ασυγκράτητε, μεγαλορρήμονα, σταμάτα πια
να σκέφτεσαι μέσα σου το κακό, με λόγο κι έργο·
έλα μαζί μου, όπως άλλοτε, να φάμε και να πιούμε.
Όλες σου τις φροντίδες θα βρουν οι Αχαιοί να τις τελειώσουν,
καράβι να σου δώσουν, κωπηλάτες διαλεχτούς· το συντομότερο
να φτάσεις και στην άγια Πύλο, τη φήμη κυνηγώντας
για τον ένδοξο πατέρα σου.»

Να είσαι άνθρωπος, παιδί μου, όχι ανθρωπάκι

Κάποιες μαμάδες κοιμίζουν τα παιδιά με νανουρίσματα, κάποιες με δράκους και πριγκίπισσες και κάποιες άλλες με υπέροχα λόγια που κρύβουν διδάγματα κι αλήθειες. Τα λόγια της παρακάτω μαμάς, τα οποία ανακαλύψαμε, μας συγκίνησαν πραγματικά…

Θα μπορούσα να σου πω ένα παραμύθι για να κοιμηθείς, μικρέ μου άντρα. Θα μπορούσα να σου πω ένα τραγούδι, ένα ωραίο τραγούδι μελωδικό. Δικό μου θα είναι το τραγούδι, οι στίχοι και η μελωδία.

Έλα μαζί μου, δώσε μου το χέρι σου. Δεν θα σου πω ψέμματα. Δεν θα σου πω για βασιλιάδες και βασίλισσες, ούτε για κάστρα.

Θα σου πω όμως για ένα όνειρο, που ξεκίνησε όνειρο και έγινε πραγματικότητα. Θα σου πω να βάζεις στόχους και να προσπαθείς. Θα σου πω για την ήττα.

Να την κοροϊδεύεις την ήττα, να την κάνεις φίλη σου όποτε χρειάζεται και όποτε είναι περιττή να την γελάς. Θα σου πω για την νίκη. Να την τιμάς την νίκη και να την σέβεσαι.

Δεν θα σου πω για χαμένους έρωτες, είναι πολλοί μικροί μπροστά σε εσένα, μικρέ μου άντρα. Θα σε μάθω να πατάς ό,τι χάθηκε, αλλά να το έχεις πάντα στη ψυχή σου, χωρίς να το λησμονείς.

Δεν θα σου πω για χαμένες πατρίδες. Αλλά θα σου μάθω να τιμάς την δικιά σου πατρίδα και όσες άλλες γνωρίζεις. Δεν σου πω για τους φίλους, ποιους θα διαλέξεις, αλλά θα σε μάθω πώς να διαλέξεις. Θα σε μάθω να έχεις πάντα σημαία τον σεβασμό και την ευγένεια.

Έλα πιο κοντά, πάρε με αγκαλιά. Θέλω να σε μάθω πως οι αγκαλιές είναι βάλσαμο. Κοίτα με στα μάτια. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Μάθε, καλέ μου άντρα, να κοιτάς στα μάτια τους άλλους.

Μη ρίχνεις το βλέμμα σου και μη το χαραμίζεις για καμία Ιθάκη.

Έτσι θα σε κοιμήσω σήμερα. Χωρίς παραμύθι, χωρίς τραγούδι. Θα σε κοιμήσω με ωραία λόγια, με αξίες ζωής που πρέπει να έχεις, παιδί μου, στη ζωή σου. Να γίνεις άνθρωπος, αγόρι μου, όχι ανθρωπάκι. Να αγαπάς και να γελάς. Κλείσε τώρα τα μάτια σου και κοιμήσου στην αγκαλιά μου.

Η ευχή μου πάντα θα σε συντροφεύει, μικρέ μου…

Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος ∙ Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη

Το νόημα της ελευθερίας

Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.

Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.

Νομίζω πως το πιο κρίσιμο πρόβλημα, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.

Οι άνθρωποι δε θα δουλεύουν από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του.

Το νόημα του συστήματος

Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα.

Δεν υπάρχει παιδεία, σήμερα. Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία κι άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν, τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους! Να εξασφαλίσουν κάποια θέση σε κάποιο επάγγελμα.

Τη μηχανή του κέρδους! Αυτό είναι το πρόβλημα. Όσο στην κοινωνία μας η κυρίαρχη αξία του συστήματος είναι το κέρδος, από κει και πέρα μην ψάχνεις να βρεις… αυτό διαποτίζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και διαποτίζει όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες όπως είναι η παιδεία και όλα τα πράγματα.

Τώρα, αν σκεφτεί κάποιος, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος και μάλιστα ιδιοφυής, ένα εξαιρετικό μυαλό, που μετέχει της παιδείας του εικοστού πρώτου αιώνα, αφού αποφοιτήσει να πάει σε μια πολυεθνική και να κάνει έρευνα για μικροβιολογικούς, χημικούς ή άλλους πολέμους; Αυτό είναι ακατανόητο!

Χρειάζεται κανένα άλλο επιχείρημα για να αποδείξει ότι αυτό που συντελείται σήμερα, στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, δεν έχει καμία σχέση με την παιδεία; Διότι αν αυτός ο ιδιοφυής άνθρωπος είχε αποκτήσει πραγματικά κάποια παιδεία, δεν θα πήγαινε να διαθέσει τις γνώσεις του για να κάνει έρευνες για χημικούς πολέμους ή για το πώς η εξουσία θα υποδουλώσει π.χ. στην Αφρική για μια ακόμη φορά αυτούς τους λαούς, μέσα από τους οποίους πέρασε η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου και τους κατάπνιξε!

Η «κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι»

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την.

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα.

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.

Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ… Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Η κορυφαία πολιτική μάχη

Όταν συνειδητοποίησα ότι δε μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μη με αλλάξει αυτό.

Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.

Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε «άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα». Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο.

Τολμάτε ρε!

Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Απορρίψτε τις σκοπιμότητες.

Εγώ έγραφα, κι έγραφα με την ψυχή, κι όταν με είπαν συγγραφέα πρώτη φορά τα ‘χασα! Μα, σοβαρά μιλάτε ρε παιδιά, συγγραφέας; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απλά στις παρέες, στον κήπο, τους έλεγα ιστορίες και μου έλεγαν, ρε φίλε γιατί δεν τα γράφεις αυτά τα πράγματα; Κι έτσι βγήκε.

Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή η γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος.

Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, «είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε».

Ο μόνος δρόμος

Εκείνο που μπορώ να υποστηρίξω το υποστηρίζω: ότι ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμιά λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, είναι ο δρόμος της τρυφερότητας, είναι ο δρόμος της κατανόησης, είναι ο δρόμος της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου! Αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Αν τον ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο δεν κινδυνεύουμε. Ούτε εμείς ούτε οι συνάνθρωποί μας.

Να ‘σαι άνθρωπος δημιουργικός και ευαίσθητος. Και να αγαπάς. Να αγαπάς! Να μπορείς να μετατρέπεις κάθε μέρα την αγάπη σε αγαπημένο. Η φρέζα μου που είναι εκεί φυτεμένη την αγαπάω, την βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις; Ή έναν συγκεκριμένο άνθρωπο… Όλα τα άλλα… Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη.

Η ψυχή πάντα θα ξέρει που να σε οδηγήσει

Αν ακούγαμε το ένστικτο μας θα ήταν όλα πιο εύκολα, λιγότερο πολύπλοκα και πιο ουσιαστικά. Αν το εμπιστευόμασταν θα ζούσαμε για το είμαστε και όχι για το φαίνεσθαι.

Ο θόρυβος των σκέψεων μας και της υπερανάλυσης που κάνουμε, μας εμποδίζει να ακούσουμε την φωνή του βαθύτερου εαυτού μας.

Την φωνή του ενστίκτου μας την ακούμε μέσα από τις σιωπές μας, όταν βρισκόμαστε μόνοι παρέα με τον εαυτό μας, όχι μέσα στην πολυκοσμία και στην φασαρία της λογικής.

Το ένστικτο είναι συναίσθημα, το νιώθεις, δεν το αναλύεις ούτε το μετριάζεις, ούτε το ορίζεις.

Το ένστικτο σε καλεί και το υπακούς. Είναι ο φάρος που σου φωτίζει και σου δείχνει τον δρόμο και τον ακολουθείς με πίστη και σεβασμό.

Το ένστικτο μας είναι η φωνή και η αλήθεια της ψυχής μας.

Και η ψυχή δεν κάνει ποτέ λάθος.

Η ψυχή πάντα ξέρει προς τα πού να σε οδηγήσει, δεν σε αφήνει να χαθείς.

Είναι αυτόνομη και αυτόφωτη.

Είναι η πυξίδα που σε καθοδηγεί.

Γιατί τα «καλά παιδιά» εμφανίζουν ψυχικές διαταραχές

Στην ελαττωματική και σκάρτη κοινωνία όπου ζούμε υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που παραμερίζουν το «εγώ» τους, για να είναι καλοί με τους άλλους. Άνθρωποι εξυπηρετικοί, παραχωρητικοί, με μια διαρκή τάση να προσφέρουν χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα. Δεν τους επηρεάζει η εκμετάλλευση που πιθανόν να δέχονται από κάποιους ενίοτε. Τρομάζουν στην ιδέα της άρνησης μην τυχόν και δυσαρεστήσουν όσους έχουν πλάι τους.

Άλλοτε νιώθουν ολοκλήρωση μέσα απ’ αυτά που παρέχουν, κι άλλοτε όχι, αφού κατ’ εκείνους η τάση τους αυτή οφείλεται στο ότι θεωρούν πως αυτό είναι το σωστό, έτσι έχουν μάθει ή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Ίσως να νομίζουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουν την αποδοχή που αναζητούν και δεν εισπράττουν την κριτική που τόσο φοβούνται.

Θα πουν ορισμένοι ότι δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα απ’ αυτό που βιώνεις όταν αγαπάς ανιδιοτελώς, ή όταν προσφέρεις αφιλοκερδώς και θα με βρουν σύμφωνη. Η αξία των παραπάνω όμως έγκειται στο να γίνονται από επιλογή κι όχι επειδή έτσι πρέπει, επειδή έγινε συνήθεια ή γιατί έχουν να αποδείξουν κάτι στον οποιονδήποτε.

Είναι άνθρωποι που καταπιέζουν ανάγκες, συναισθήματα κι επιθυμίες, για να μην αρνηθούν τίποτα και σε κανέναν. Πείθουν ακόμη και τους εαυτούς τους ότι κάνουν αυτό που θέλουν, ενώ στην πραγματικότητα δεν ασχολούνται με το τι επιθυμούν οι ίδιοι. Θυσιάζονται στο όνομα των υπολοίπων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δίνουν προτεραιότητα σε τρίτους αφήνοντας τον εαυτό τους πάντα τελευταίο, κι όταν έρθει η σειρά του έχουν ήδη βρει αυτόν που θα του πάρει τη θέση.

Το σεβασμό που σου αξίζει δε θα τον πάρεις προσπαθώντας συνεχώς να ικανοποιήσεις τους άλλους. Το μόνο που κερδίζεις τελικά είναι να αφήνεις ανικανοποίητο εσένα και να γίνεσαι έρμαιο σε ξένα χέρια. Επιδιώκοντας να φερθείς καλά σε όλους, τελικά δε φέρεσαι σ’ εσένα όπως θα έπρεπε.

Θυμήσου ότι τα «ναι» εκτιμώνται περισσότερο όταν δεν είναι δεδομένα. Στον εαυτό σου μπορείς να πεις όσα θες, άλλωστε αυτόν θα τον έχεις μια ζωή. Στους άλλους όμως μη φοβάσαι να πεις αυτά που θες, ακόμη κι αυτά που τους αξίζουν!

Τις ενοχές σου κράτα τις για τα λάθη σου, όχι για τις φορές που ήθελες να τους βάλεις στη θέση τους και το έκανες, για εκείνες τις περιπτώσεις που διεκδίκησες αυτό που ήθελες ή που αρνήθηκες αυτό που δε γούσταρες να κάνεις. Φρόντισε η μεγαλοψυχία σου να μη βάζει εσένα στην άκρη.

Ανθρώπινες σχέσεις χωρίς υποχωρήσεις δεν υφίστανται, αλλά και άνθρωπος που φέρεται έτσι δεν έχει προσωπικότητα, γίνεται άβουλο πλάσμα και στόχος βολής για πολλούς.

Το ξέρεις ότι οι πρόθυμοι να πατήσουν επί του πτώματός σου είναι πολλοί. Να θυμάσαι όμως πως συνήθως το φταίξιμο βαραίνει κι αυτούς που εξαπατήθηκαν, γιατί πρώτα εκείνοι δε σεβάστηκαν τους εαυτούς τους, οπότε η έλλειψη σεβασμού κι απ’ τους άλλους είναι λογική, ανεξάρτητα απ’ το αν είναι θεμιτή ή όχι.

Τα «καλά παιδιά» έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ψυχολογικές διαταραχές εξαιτίας των «όχι» που δεν τόλμησαν να ξεστομίσουν, των «θέλω» και των «έχω ανάγκη» που δεν ειπώθηκαν ποτέ, των υποχωρήσεων που έκαναν ενώ δεν ήθελαν. Μένουν όλα αυτά, βρίσκουν καταφύγιο μέσα τους κι εγκαθίστανται μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Η στιγμή που τα παραπάνω δημιουργούν εσωτερικά προβλήματα και το ξέσπασμα είναι αναπόφευκτο.

Δεν είναι τυχαίο που οι άνθρωποι αυτοί όσο κι αν προσπαθούν δεν πετυχαίνουν την επιδοκιμασία και την αποδοχή που τόσο έχουν ανάγκη. Οι περισσότεροι πιάνουμε τους εαυτούς μας να τους έχουμε εκμεταλλευτεί και σίγουρα όχι μόνο μια φορά. Η αλήθεια είναι πως ξέρουμε να τους αναγνωρίζουμε στο πλήθος και τους συμπαθούμε. Όμως δεν τους σεβόμαστε τόσο, όσο εκείνους που κρατούν μια ισορροπία στη ζωή τους και προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με το ποιον έχουν απέναντί τους. Εκτιμούν εκείνοι τους εαυτούς τους κι έπειτα χαίρουν και της δικής μας εκτίμησης.

Δε λειτουργεί θετικά στη ζωή το να είσαι καλός με όλους ή να έχεις τέτοιους ανθρώπους δίπλα σου. Δεν είναι υγιείς οι σχέσεις που βασίζονται σε μονομερές κι υπερβολικό δόσιμο. Οδηγούν στην καταπάτηση των ανθρώπων. Δε θα φέρει λύση στα προβλήματα σου αυτή σου η στάση, ούτε θα κάνει πιο εύκολη τη ζωή σου, όταν για να το καταφέρεις πρέπει να δώσεις δευτερεύοντα ρόλο σ’ εσένα. Αυτή σου η συμπεριφορά σου προκαλεί θυμό, κι ας μην το καταλαβαίνεις, σε κάνει ευάλωτο, σε υποδουλώνει.

Να εκδηλώνεις την άρνησή σου ευγενικά, άλλωστε η ευγένειά σου δείχνει την παιδεία σου και πρέπει να συνοδεύει όλες σου τις πράξεις. Να μη δέχεσαι τα πάντα όμως, να κλείνεις και καμιά πόρτα πού και πού. Δεν είναι όλοι για να τους έχουμε στη ζωή μας ούτε είναι όλοι άξιοι της ίδιας μεταχείρισης.

Αλίμονο σε όποιον κατάλαβε ότι παρουσιάζουμε τους εγωιστές και τα κοινώς «παρτάκια» ως κατάλληλους για συναναστροφές. «Μέτρον άριστον» έλεγαν -κι όχι άστοχα- οι αρχαίοι.

Μίλα λοιπόν! Μη σε υποβιβάζεις και μη συμβιβάζεσαι! Δώσε προτεραιότητα στον εαυτό σου, γιατί αν δεν το κάνεις εσύ δε θα το κάνει κανείς. Θα δεις πως έτσι θα είσαι καλά πρώτα με εσένα, έπειτα μ’ αυτούς που αξίζουν να αντικρίζουν την καλή σου την πλευρά και βέβαια δε θα υπάρχει χώρος για κατάλοιπα στην ψυχή σου.

Δε φεύγει ποτέ ο πόνος της απώλειας. Απλά μαλακώνει

Τελείωσε, σου είπαν, και ένιωσες να βουβαίνει γύρω ο κόσμος σου.

Κατάλαβες αμέσως τι ήταν αυτό που θα επακολουθήσει.

Σου τον είχε μάθει τον θάνατο από νωρίς η ζωή.

Ήξερες τι θα πει απώλεια και είχες γνωριστεί καλά με τη θλίψη που αφήνει πίσω της.

Δε βγαίνουν από το στόμα σου λέξεις παρηγοριάς. Στα μάτια που σε κοιτάζουν γεμάτα πόνο, δεν έχεις κουβέντα να πεις.

Είναι που από χρόνια έχει γεμίσει το μυαλό σου με τούτες τις άσκοπες τις λέξεις.

Δε βοηθούν κι ας είναι η μόνη επιλογή.

Να πεις τι; Κουράγιο; Και που να το βρουν;

Να τους φωνάξεις να κάνουν υπομονή μέχρι να περάσει; Μα περνάει ο χαμός; Πες μου πως και θα είμαι η πρώτη που θα το κάνω.

Ένας άνθρωπος έμεινε δίχως το ταίρι του.

Μια γυναίκα που φωνάζει γιατί έμεινε πια μονάχη να παλεύει τη ζωή της.

Δυο παιδιά, έχασαν τον πατέρα τους.

Έχασαν το στήριγμα και εκείνο το αποκούμπι στο οποίο έτρεχαν όταν τα πράγματα γίνονταν ζόρικα. Τους κοιτούσες και με ζόρι κρατιόσουν να μην πεις πως ξέρεις. Ίσως εδώ γραφόταν μια άλλη ιστορία, διαφορετική από τη δική σου, μα εσύ εκείνο το κενό το καταλάβαινες. Το είχες νιώσει και με τα χρόνια δεν περνούσε. Δε φεύγει, απλά μαλακώνει ο πόνος.

Στον πόνο τους συμμέτοχος, γιατί σαν πατέρας σου τον είχες κι εσύ. Πονούσες δυο φορές. Έκλαιγες για εκείνον που σου πήρε η ζωή αλλά και για αυτόν που έχανες τώρα. Λες και στη χρωστούσε άλλη μια απώλεια ο Θεός.

Η καρδιά να σκίζεται κομμάτια και τα χείλη σου να ψελλίζουν το γιατί. Γιατί κι αυτός; Γιατί έτσι; Εκεί που θα ‘πρεπε να δώσεις τη δύναμη, εσύ ζητούσες χέρια να σε κρατήσουν. Νόμιζες πως είχες καλύψει όλα τα κενά σου, μα ήρθε ο θάνατος να σου τα διαλύσει όλα. Όχι, δεν πίστευες πως δε θα ερχόσουν αντιμέτωπη ξανά μαζί του. Ήταν η απότομη, ξαφνική και απροειδοποίητη εμφάνιση που έκανε και σου μάτωσε τη ψυχή.

Είναι άδικη αυτή η ανώτερη δύναμη που μας κυβερνά, το έμαθες πια καλά. Δεν ξεπερνιέται ο χαμός, μα μόνο να μάθεις να ζεις με αυτό μπορείς. Την ακούω συνέχεια να λέει, “κανείς δε χάνεται όσο υπάρχουν κάποιοι που τους θυμούνται”.

Για τον αγαπημένο μου πατέρα που, ένα πρωί έφυγε από κοντά μας.

Με κάποιους φίλους δε βλεπόμαστε συχνά αλλά νοιαζόμαστε πάντα

Η δεύτερή σου οικογένεια αρχίζει να χτίζεται από πολύ νεαρή ηλικία.

Εκείνο το παιδάκι που παίζατε από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου είναι ο πρώτος σου φίλος κι η αρχή μίας ομάδας ανθρώπων που θα σε συντροφεύουν σαν οικογένεια. Μια οικογένεια που εσύ αποφασίζεις να δημιουργήσεις, διαλέγοντας προσεχτικά τα μέλη της.

Φίλοι απ’ το σχολείο, απ’ το πανεπιστήμιο, απ’ το μπαλέτο, απ’ το ποδόσφαιρο, φίλοι απ’ τον στρατό, φίλοι απ’ τη δουλειά. Κάποιοι μένουν, αξίζοντας την αγάπη σου και την προσοχή σου, κάποιοι φεύγουν στην πορεία γιατί οι κύκλοι των σχέσεων δεν είναι όλοι οι ίδιοι. Κι εσύ προχωράς κι η ζωή συνεχίζεται…

Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι συνθήκες σας αναγκάζουν να ζήσετε μακριά; Φιλίες που δημιουργήθηκαν στο πανεπιστήμιο απομακρύνονται, γιατί πρέπει να επιστρέψει ο καθένας στη βάση του. Φιλίες πολλών χρόνων ξεθωριάζουν, επειδή κάποιος φεύγει για δουλειά στο εξωτερικό ή παντρεύεται σε μια άλλη πόλη πολλά χιλιόμετρα μακριά, ακόμα και ναυτικά μίλια. Πλέον η καθημερινότητά σας δεν είναι κοινή, ο εβδομαδιαίος καφές δεν είναι εφικτός κι η σαββατιάτικη έξοδος δε σας βρίσκει παρέα. Χάνονται αυτές οι φιλίες; Κι αν όχι, πόσο δυνατές μπορούν να παραμείνουν;

Το αισιόδοξο είναι ότι πλέον υπάρχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μερικά χρόνια πριν έπρεπε να γράψεις ένα γράμμα, να το ταχυδρομήσεις και να περιμένεις πολύ καιρό μέχρι να φτάσει στον παραλήπτη, μετά να βρει εκείνος χρόνο να σου απαντήσει και να ταξιδέψει το γράμμα του σε ‘σένα. Μια οδύσσεια, δηλαδή! Άσε που μέχρι να παραλάβεις το γράμμα τα νέα ήταν ήδη παλιά.

Τώρα τα πράγματα είναι πιο απλά. Σεργιανίζετε στα προφίλ σας, βλέπετε εικόνες απ’ τις ζωές σας κι είναι σαν να είστε παρόντες σε ό,τι συμβαίνει. Η καλημέρα που θα ποστάρει ο άλλος καθώς περπατάει για τη δουλειά είναι ο συνδετικός κρίκος για να σε συμπεριλάβει στην καθημερινότητά του. Κοιτάς φωτογραφίες από εξόδους, χαζεύεις στιγμιότυπα από διακοπές. Μαθαίνεις για άτομα που εσύ ίσως δε γνωρίζεις προσωπικά, αλλά αποτελούν μέρος της ζωής του άλλου κι αισθάνεσαι σαν να τους ξέρεις κι εκείνους. Χαίρεσαι με τη χαρά του, απολαμβάνεις να βλέπεις τις επιτυχίες του κι όλα όσα ονειρεύτηκε να γίνονται πραγματικότητα. Μπορεί να ‘στε μακριά, αλλά η κλωστή που σας δένει εξακολουθεί να είναι το ίδιο δυνατή. Διατηρείται η επαφή ανάμεσά σας και δεν αφήνεται η φιλία να ξεχαστεί. Ακόμα και στα δύσκολα.

Πόσες φορές στείλατε μήνυμα «Ρε ‘συ, καλά είσαι; Είδα το στάτους σου κι ανησύχησα.»; Ο λογαριασμός ενός ατόμου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αποκαλύψει τα ευχάριστα αλλά και τα ζόρια που περνάει κάποιος κι εσείς ξέρετε καλά ο ένας τον άλλον. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις πότε ο φίλος σου είναι στεναχωρημένος, πότε είναι θυμωμένος ή απογοητευμένος.

Μπορεί να μην είσαι εκεί σωματικά, αλλά η δυνατότητα που σου προσφέρεται μέσω των κοινωνικών δικτύων είναι σημαντική. Οι φιλίες διατηρούνται με εκείνο το μήνυμα ή με εκείνη τη μεταμεσονύχτια κουβέντα που θα κάνετε κι ας έχετε να ιδωθείτε χρόνια. Δε χρειάζεται η καθημερινή επαφή για να θυμάσαι ότι ο φίλος σου είναι εκεί, η αγάπη δεν απαιτεί υπενθυμίσεις. Αρκεί μια πρώτη κουβέντα για να νιώσετε όπως πριν κι όλα να γίνουν όπως παλιά. Μοιράζεστε σκέψεις και συναισθήματα, προβλήματα κι όνειρα, ακριβώς όπως κάνατε πάντα. Οι παράλληλες ζωές κι η διαφορετική καθημερινότητα αδυνατούν να αλλοιώσουν κάτι τόσο όμορφο όσο μια αληθινή φιλία.

Καμιά φορά σκέφτεσαι τι θα συμβεί αν αλλάξεις εσύ ή ο φίλος σου. Ας πούμε ζεις στο Βερολίνο και τρέχεις να προλάβεις τις προθεσμίες του αφεντικού, ο άλλος ζει στο Ντουμπάι και παλεύει με γραπτά φοιτητών κι εξετάσεις. Υπάρχει περίπτωση να μετατραπεί σε κάτι που δεν αναγνωρίζεις καν ή σε κάτι που δε σου ταιριάζει; Αλλάζουν οι άνθρωποι με τον καιρό ή με τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζουν; Υπάρχει η πιθανότητα να γίνετε δύο ξένοι και να μη σας συνδέει τίποτα πια, παρά μόνο οι κοινές αναμνήσεις απ’ τη φοιτητική ζωή ή εκείνες οι φιλοσοφημένες συζητήσεις στο καψιμί;

Όσο κι αν οι ζωές μας αλλάξουν, η διαφορετική καθημερινότητα δε σημαίνει ότι μπορεί να μας μεταβάλει ως ανθρώπους. Μπορεί ο χαρακτήρας του καθενός να τροποποιείται με τα χρόνια, αλλά η βάση της προσωπικότητας συνήθως παραμένει η ίδια. Ένας καλοσυνάτος φίλος με γενναιοδωρία και κατανόηση, ένας άνθρωπος που ξέρει να νοιάζεται, όσο κι αν η ζωή απαιτήσει ν’ αλλάξει ή να σκληρύνει, πάντα θα παραμένει εκείνος που γνώρισες.

Ο φίλος είναι φίλος και θα ‘ναι εκεί για ‘σένα όταν τον χρειάζεσαι, όπως κι εσύ για εκείνον.

Ζεις μέσα σε ένα κελί φυλακής, μπορείς όμως να βγεις από εκεί

Η μεγαλύτερη δυστυχία στη ζωή είναι το να αισθάνεται κανείς βλάκας, ανόητος, ότι δεν αξίζει. Και κανένας δεν γεννιέται βλάκας, επειδή όλοι ερχόμαστε από την ίδια ύπαρξη. Και η ύπαρξη είναι καθαρή ευφυΐα.

Όταν ερχόμαστε στον κόσμο, φέρνουμε ένα άρωμα, μια γεύση από το πέρα. Αμέσως όμως η κοινωνία ορμάει πάνω σου κι αρχίζει να διδάσκει, να αλλάζει, να κόβει, να προσθέτει και σύντομα έχεις χάσει όλη την οξύνοια. Η κοινωνία σε θέλει να είσαι υπάκουος, κομφορμιστής, να σκέφτεσαι όπως και όλοι οι άλλοι. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταστρέφεται η ευφυΐα σου.

Ζεις μέσα σε ένα κελί φυλακής, μπορείς όμως να βγεις από εκεί. Θα είναι δύσκολο, επειδή το έχεις συνηθίσει. Θα είναι δύσκολο, επειδή δεν είναι κάτι σαν ρούχο που το βγάζεις — έχει γίνει πια σχεδόν το ίδιο σου το δέρμα.

Έχεις ζήσει εκεί μέσα πάρα πολύ καιρό. Θα είναι δύσκολο, επειδή αυτή είναι όλη σου η ταυτότητα. Πρέπει όμως να βγεις από εκεί μέσα, αν θέλεις να διεκδικήσεις το πραγματικό είναι σου.

Αν θέλεις πραγματικά να είσαι ευφυής, πρέπει να εξεγερθείς. Μόνο ο εξεγερμένος άνθρωπος είναι ευφυής. Τι εννοώ όταν μιλάω για εξέγερση; Εννοώ να εγκαταλείψεις όλα όσα σου έχουν επιβληθεί στη ζωή σου παρά τη θέλησή σου. Ψάξε και πάλι το ποιος είσαι. Άρχισε από το άλφα-βήτα και πάλι.

Κανένας άνθρωπος δεν είναι όμοιος με κανέναν άλλον. Κάθε ένας είναι μοναδικός. Αυτή είναι η φύση τής ευφυΐας. Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με κανέναν. Πώς μπορείς να συγκρίνεις; Εσύ είσαι εσύ κι ο άλλος είναι κάτι άλλο. Δεν είσαστε όμοιοι, οπότε καμία σύγκριση δεν είναι εφικτή.

Εμείς όμως έχουμε διδαχθεί να συγκρίνουμε και αυτό κάνουμε συνεχώς. Άμεσα, έμμεσα, συνειδητά, ασυνείδητα, ζούμε μέσα από τη σύγκριση. Και αν συγκρίνεις, τότε δε θα σέβεσαι ποτέ τον εαυτό σου. Κάποιος είναι πιο όμορφος από σένα, κάποιος είναι πιο ψηλός από σένα, κάποιος είναι πιο υγιής από σένα, κάποιος έχει μουσική φωνή και πάει λέγοντας. Κι εσύ βαραίνεις όλο και πιο πολύ αν συνεχίσεις να συγκρίνεις. Εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται εδώ. Η σύγκριση θα σε τσακίσει.

Κι εσύ είχες μια όμορφη ψυχή, ένα όμορφο είναι που ήθελε να ανθίσει, που ήθελε να γίνει ένα χρυσό λουλούδι, αλλά δεν σου το επέτρεψαν ποτέ.

Ξαλάφρωσε. Άφησέ τα όλα αυτά στην άκρη. Διεκδίκησε και πάλι την αθωότητά σου, την παιδικότητα σου. Ο Ιησούς έχει δίκιο όταν λέει: «Αν δεν ξαναγεννηθείς, δεν θα μπεις στο βασίλειο τού Θεού.» Κι εγώ το ίδιο σου λέω: Αν δεν ξαναγεννηθείς…

Παράτα όλα τα σκουπίδια που σου έχουν επιβάλλει πάνω σου.

Τι πειράζει κι αν βραχώ;

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΑΝΟΙΓΕΙ ΣΑΝ ΒΕΝΤΑΛΙΑ.

Μπροστά μου απλώνονται το λιγότερο πέντε διαφορετικοί δρόμοι.
Κανένας δεν δείχνει καλύτερος από τους άλλους. Απλώς, είναι όλοι εκεί.
Στο σταυροδρόμι, πάνω σε μια πέτρα, κάθεται ένας γέρος.
Παίρνω το θάρρος να τον ρωτήσω:

“Ποιο δρόμο λες να πάρω, παππού;”
“Εξαρτάται τι ψάχνεις” μου απαντάει ατάραχος.
“Θέλω να γίνω ευτυχισμένος” του λέω.
“Οποιοσδήποτε απ’ αυτούς τους δρόμους μπορεί να σε πάει ως εκεί.”

Τα χάνω.

“Δηλαδή… το ίδιο κάνει;”
“Όχι.”
“Μα πριν μου είπες…”
“Όχι. Δε σου είπα ότι όποιον δρόμο και να πάρεις θα σε βγάλει εκεί που θέλεις. Σου είπα ότι οποιοσδήποτε δρόμος μπορεί να είναι αυτός που ψάχνεις.”
“Δεν καταλαβαίνω.”
“Ο δρόμος που θα διαλέξεις θα σε πάει εκεί που θέλεις, αν κάνεις τη σωστή επιλογή.”

“Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;”

Ο γέρος δεν απαντά.
Καταλαβαίνω πως η ερώτησή μου δεν έχει απάντηση.
Αποφασίζω να του το φέρω αλλιώς:

“Πώς θα μπορούσα να κάνω μια σοφή επιλογή; Τι πρέπει να προσέξω για να μην κάνω λάθος;”

Αυτή τη φορά, ο γέρος μου απαντάει:

“Μη ρωτάς… Μη ρωτάς.”

Οι δρόμοι είναι εκεί.
Ξέρω πως αυτή θα είναι μια σοβαρή απόφαση. Δεν έχω περιθώριο να κάνω λάθος…

Ο αμαξάς κάτι μου ψιθυρίζει στ’ αφτί- προτείνει το δεξί μονοπάτι.
Τα άλογα κάνουν σαν να θέλουν να πάρουν το απόκρημνο αριστερό.

Η άμαξα ταλαντεύεται, αλλά μοιάζει να θέλει να πάει ευθεία, μπροστά.

Κι εγώ, ο επιβάτης, έχω την εντύπωση ότι καλύτερα θα ήταν να πάρω εκείνο το δρομάκι το κάπως υπερυψωμένο.

Όμως, είμαστε όλοι ένα, και το δίχως άλλο έχουμε πρόβλημα.

Μετά από λίγο βλέπω πως με κάποιον τρόπο, σιγά-σιγά, ο αμαξάς η άμαξα και τ’ άλογα- για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα-, αφήνονται πάνω μου.

Ούτε ο γέρος υπάρχει πια. Και μαζεύονται, αθροίζονται οι δρόμοι που διάβηκα για να φτάσω ως εδώ, και μαζί μ’ αυτούς κάθε άνθρωπος που γνώρισα.

Δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά, όμως, τα έχω όλα κρατημένα μέσα μου.

Και είμαι εγώ αυτός που τώρα, ολοκληρωμένος, πρέπει ν’ αποφασίσω ποιον δρόμο θα πάρω.

Κάθομαι στην πέτρα όπου πριν από λίγο καθόταν ο γέρος. Χαλαρά, για λίγο, τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να πάρω αυτήν την απόφαση.

Χωρίς βιασύνη. Δε θέλω να μαντέψω- να διαλέξω θέλω.
Αρχίζει να βρέχει.
Συνειδητοποιώ ότι δεν μου αρέσει η βροχή.
Αλλά ούτε και θα μου άρεσε να μη βρέχει ποτέ.
Μου φαίνεται πως θέλω να βρέχει μονάχα όποτε εμένα μου κάνει κέφι.
Και πάλι, όμως, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτό είναι που θέλω πραγματικά.
Νομίζω ότι είμαι απλώς μάρτυρας της ενόχλησής μου, λες και δεν είναι δική μου, σαν να μην έχω εγώ καμία σχέση μ’ αυτό που συμβαίνει.

Πράγματι, δεν έχω καμία σχέση με τη βροχή.
Η ενόχληση, όμως, είναι δική μου. Δική μου είναι η μη αποδοχή, εγώ είμαι αυτός που δυσανασχετεί.
Επειδή βρέχομαι;
Όχι.
Ενοχλούμαι γιατί μ’ ενοχλεί η βροχή.
Βρέχει…
Μήπως πρέπει να βιαστώ, να προχωρήσω;
Όχι.
Και πιο πέρα πάλι βρέχει.

Τι πειράζει κι αν βραχώ, αν πέσουν πάνω μου λίγες σταγόνες … Σημασία έχει ο δρόμος.

Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτήν

Ας το επαναλάβουμε λοιπόν: Ακόμη κι αν το παρόν είναι καλύτερο από το παρελθόν, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επεξεργαστούμε το πένθος.

Γι’ αυτό λέω ότι πρέπει να μάθουμε πώς να περνάμε αυτόν τον δρόμο: δρόμο των απωλειών. Πρέπει να μάθουμε να θεραπεύουμε τα τραύματα που προκαλούνται όταν αλλάζει κάτι, όταν φεύγει κάποιος, όταν μια κατάσταση φτάνει στο τέλος της, όταν δεν έχω πια αυτό που είχα ή νόμιζα πως είχα (αφού δεν έχει καμιά σημασία αν το είχα πραγματικά ή δεν το είχα). Το πένθος είναι επίσης αναγκαίο για την επεξεργασία της απώλειας που συνεπάγεται η ακύρωση ενός σχεδίου, η ματαίωση ενός ευσεβούς πόθου, η απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν θα αποκτήσω ποτέ αυτό που περίμενα ή λαχταρούσα να αποκτήσω μια μέρα.

H πορεία αυτή έχει τους κανονισμούς της˙ μια συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης. O δρόμος έχει τους χάρτες του, κι αν τους γνωρίζει κανείς, αυτό θα τον βοηθήσει σίγουρα να φτάσει στο τέλος πιο δυνατός.

Ένας εξαιρετικός επιστήμονας, o Κορσίμπσκι, έλεγε ότι στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε όλοι ένα σχεδιάγραμμα του κόσμου στον οποίο κατοικούμε, έναν «χάρτη» του τόπου όπου ζούμε. O χάρτης, όμως, λέει με σαφήνεια o Κορσίμπσκι, δεν είναι o τόπος.

O χάρτης αυτός είναι μόλις και μετά βίας ο δικός μας χάρτης. Είναι η ιδέα που έχουμε εμείς για την πραγματικότητα, αν και πολύ συχνά διαστρεβλωμένη από τις προκαταλήψεις μας. Η αλήθεια είναι, ότι ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στα γεγονότα, ακόμη κι αν απέχει πολύ από την πραγματικότητα των άλλων, ΑΥΤΟΣ είναι o δικός μας χάρτης, και με βάση αυτόν ζούμε.

Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτήν.

Παράδειγμα, εάν έχω καταγράψει στο χάρτη μου ότι μέσα στο δωμάτιό μου υπάρχει ένα δέντρο -ακόμη κι αν δεν υπάρχει, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ποτέ-, είναι σίγουρο, όπως καταλαβαίνετε, ότι θα ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου αποφεύγοντας το δέντρο.

Ακόμη κι αν -εφόσον το δέντρο δεν υπάρχει στον δικό σας χάρτη-, περάσατε αμέριμνοι από το σημείο αυτό και, βλέποντάς με να αποφεύγω τον κορμό, μου πείτε:

«Μα τι κάνεις εκεί, τρελάθηκες;»

Αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τον χάρτη μου, η συμπεριφορά αυτή φαίνεται από ηλίθια έως και διασκεδαστική, στην πράξη, όμως, μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

Λέγεται πως ήταν μια φορά ένας μεθυσμένος και περπατούσε αμέριμνα στην εξοχή.

Ξαφνικά, βλέπει να έρχονται προς το μέρος του δύο ταύροι -ο ένας αληθινός, ο άλλος φανταστικός. Ο τύπος αρχίζει και τρέχει για να γλιτώσει από τους ταύρους, και φτάνει σ’ ένα σημείο όπου βλέπει μπροστά του δυο τεράστια δέντρα.

Το ένα είναι κι αυτό φανταστικό, το άλλο ευτυχώς αληθινό.

Ο μεθυσμένος, σαν μεθυσμένος που ήταν, επιχείρησε ν΄ ανέβει στο φανταστικό δέντρο… και ενώ πάλευε να σκαρφαλώσει, ο αληθινός ταύρος όρμησε και τον άρπαξε, τον κακομοίρη.
Και φυσικά…έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Δηλαδή, το πώς θα επεξεργαστώ την απώλεια εξαρτάται από το πώς έχω χαράξει το χάρτη της ζωής μου, εξαρτάται από τη θέση που έχει κάθε πράγμα στο σχέδιό μου, εξαρτάται από τις πεποιθήσεις που διαμορφώνουν την πορεία μου. Πώς θα πορευτώ σ’ αυτόν τον δρόμο που ξεκινάει όταν υφίσταμαι ή συνειδητοποιώ μιαν απώλεια. Και τελειώνει όταν αυτήν την απώλεια την έχω ξεπεράσει.

Δεν μπορώ να του συγχωρήσω το ότι μου στέρησε τη δυνατότητα να τον συγχωρήσω

Όταν ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη από την Αίγυπτο, η κατάσταση ήταν δύσκολη. Το σιτάρι δεν ερχόταν από την Ισπανία, όπου ο γιος του Πομπήιου είχε συγκεντρώσει άλλο στρατό, ούτε από τη Αφρική, όπου βρίσκονταν ο Κάτωνας και ο Λαβιηνός. Λόγω εσωτερικών ταραχών ο Μάρκος Αντώνιος, που αντιπροσώπευε τον Καίσαρα, εξαπέλυσε τις δυνάμεις του και έσφαξε χίλιους Ρωμαίους.

Οι ταραξίες Κέλιος και Μίλωνας έφυγαν για την επαρχία για να οργανώσουν εξεγέρσεις, καθώς διάφορες λεγεώνες είχαν εξεγερθεί. Ο Καίσαρας που ήταν συνηθισμένος να μάχεται τους συντηρητικούς, δεν επιθυμούσε να έχει εχθρούς από την προοδευτική πλευρά και επίσης δεν ήθελε να έχει το τέλος του Μάριου, που είχε υποχρεωθεί να εξοντώσει δικούς του για να διατηρήσει την τάξη. Ξεκίνησε από τους στρατιώτες, γιατί όπως είπε, «αυτοί εξαρτώνται από το χρήμα, που εξαρτάται από τη δύναμη, που εξαρτάται από αυτούς».

Παρουσιάστηκε άοπλος μπροστά τους, με τη συνηθισμένη ηρεμία του, αναγνώρισε ως νόμιμες τις διεκδικήσεις τους και θα τους ικανοποιούσε μόλις επέστρεφε από την Αφρική, όπου θα πήγαινε με «άλλους» στρατιώτες. Οι βετεράνοι ξεχείλισαν από ντροπή και μεταμέλεια, φώναξαν πως αυτοί είναι οι στρατιώτες του Καίσαρα και θα τον ακολουθούσαν παντού. Ο Καίσαρας έκανε λίγο τον δύσκολο, αλλά τελικά συναίνεσε, διότι πολύ απλά δεν είχε άλλους στρατιώτες. Τον Απρίλη του 46 π.Χ. αποβιβάστηκε στην Αφρική, όπου οι εχθροί του είχαν ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες.

Για άλλη μια φορά ήταν ένας εναντίον τριών και έχασε πάλι την πρώτη μάχη. Όμως ύστερα κέρδισε την αποφασιστική μάχη και οι στρατιώτες του δεν υπάκουσαν στις εντολές του για επιείκεια και έσφαξαν τους αιχμαλώτους. Ο Ιούβας, βασιλιάς της Νουμιδίας, σκοτώθηκε στη μάχη, ο Μέτελλος Σκιπίωνας αποκεφαλίστηκε. Ο Κάτωνας κλείστηκε στην Ούτικα με ένα μικρό απόσπασμα, συμβούλεψε τον γιο του να υποταχθεί στον Καίσαρα, μοίρασε τα χρήματά του σε όσους ήθελαν να δραπετεύσουν και, αφού κουβέντιασε σε γεύμα για τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, κλείστηκε στο δωμάτιό του και έχωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του.

Τον βρήκαν νεκρό πάνω στις σελίδες του «Φαίδωνα». Ο Καίσαρας λυπημένος είπε, «δεν μπορώ να του συγχωρήσω το ότι μου στέρησε τη δυνατότητα να τον συγχωρήσω». Στη συνέχεια ο Καίσαρας διέλυσε στην Μούνδα της Ισπανίας τον τελευταίο στρατό των οπαδών του Πομπηίου και κύριος πλέον των πάντων μπόρεσε να επικεντρωθεί στην εσωτερική ανασυγκρότηση του κράτους.

Ιαπωνία: Αμινοξέα σε αστεροειδή ανακάλυψε ερευνητικό διαστημικό σκάφος

Οι ερευνητές διευκρίνισαν πως εντόπισαν 23 διαφορετικούς τύπους αμινοξέων - βασικών στοιχείων της ζωής στη Γη.

Αμινοξέα, βασικά στοιχεία της ζωής στη Γη, ανακαλύφθηκαν σε δείγματα ύλης που ένα ιαπωνικό ερευνητικό διαστημικό σκάφος συνέλεξε το 2019 από έναν αστεροειδή, σύμφωνα με ιαπωνική επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα.

Αυτά τα αμινοξέα και άλλες οργανικές ύλες που προέρχονται από τον αστεροειδή Ριούγκου «θα μπορούσαν να δώσουν ενδείξεις για την προέλευση της ζωής στη Γη», σύμφωνα μ’ αυτή τη μελέτη ερευνητών υπό τη διεύθυνση του πανεπιστημίου της Οκαγιάμα (δυτική Ιαπωνία).

«Η ανακάλυψη αμινοξέων ικανών να σχηματίσουν πρωτεΐνες είναι σημαντική, επειδή ο Ριούγκου δεν είχε εκτεθεί στη βιόσφαιρα της Γης, αντίθετα από τους μετεωρίτες», σύμφωνα με τη μελέτη αυτή.

Κατά συνέπεια, «ο εντοπισμός τους αποδεικνύει πως τουλάχιστον ορισμένα απ’ αυτά τα στοιχειώδη δομικά υλικά της ζωής στη Γη μπορεί να έχουν σχηματισθεί σε διαστημικά περιβάλλοντα», προστίθεται από την ίδια πηγή.

Οι ερευνητές διευκρίνισαν πως εντόπισαν 23 διαφορετικούς τύπους αμινοξέων σε 5,4 γραμμάρια μαύρων δειγμάτων βράχου και σκόνης που συλλέχθηκαν πάνω στον Ριούγκου από το ιαπωνικό διαστημικό σκάφος Χαγιαμπούσα-2, η κάψουλα του οποίου επέστρεψε στη Γη στο τέλος του 2020 με το πολύτιμο φορτίο της έπειτα από μια αποστολή έξι ετών.

Ο αστεροειδής Ριούγκου («Παλάτι του δράκου» στα ιαπωνικά) βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 300 εκατομμυρίων χιλιομέτρων από τον πλανήτη μας και έχει διάμετρο μικρότερη από 900 μέτρα.

Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ένα μέρος της ύλης του αστεροειδούς δημιουργήθηκε περίπου πέντε εκατομμύρια χρόνια μετά τη γέννηση του ηλιακού συστήματός μας και δεν έχει θερμανθεί πάνω από τους 100 βαθμούς Κελσίου.

Τα δείγματα από τον Ριούγκου «μας δίνουν λόγο να σκεφτούμε ότι τα αμινοξέα έφθασαν στη Γη από το διάστημα», επιβεβαιώνει ο Κενσέι Κομπαγιάσι, ένας αστροβιολόγος και επίτιμος καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Γιοκοχάμα, ο οποίος ερωτήθηκε από το Γαλλικό Πρακτορείο.

Πως πέθανε ο Πλάτωνας;

Πλάτωνας: (428/427 - 348/347 π.Χ.)


Λέγεται πως κανείς δεν τον είχε δει να γελάει με την καρδιά του – πράγμα που αναφέρεται επίσης για τον Πυθαγόρα, για τον Αναξαγόρα, για το Χριστό, αλλά και για την Παναγία.

Πάνω σε αυτό όμως ο Νίτσε υποστηρίζει επίμονα ότι ο Πλάτωνας κοιμόταν με στρώμα τα έργα του μεγάλου κωμικού Αριστοφάνη. Αλήθεια ή όχι, το βέβαιο είναι πως, με γνώμονα την κολοσσιαία σημασία του για τη φιλοσοφία, υπάρχουν σχετικά λίγες πληροφορίες για τη ζωή του και δε γνωρίζουμε τίποτε αξιόπιστο για το θάνατό του.

Ο ίδιος αναφέρει μόλις δύο φορές τον εαυτό του στα περίπου είκοσι πέντε έργα του, όταν κατονομάζει αυτούς που παρευρίσκονταν στη δίκη του Σωκράτη και τους απόντες την ώρα του θανάτου του. Στα πολλά που έγραψε ο Ξενοφώντας για το Σωκράτη γίνεται μόλις μία μνεία στον Πλάτωνα, ενώ και ο Δημοσθένης παραθέτει το όνομά του δύο φορές όλες κι όλες, και μάλιστα παρεμπιπτόντως. Σώζεται ωστόσο ένα αμφίβολης εγκυρότητας αφήγημα του Απουλήιου, που λέει ότι ο Σωκράτης ονειρεύτηκε κάποτε καθισμένο στο γόνατό του ένα νεοσσό κύκνο. Ξαφνικά, τα πούπουλά του φούντωσαν αμέσως άνοιξε τα φτερά του και υψώθηκε στον ουρανό, κελαηδώντας γλυκύτατα. Την επόμενη μέρα ο πατέρας του Πλάτωνα παρουσίασε το νεογέννητο γιο του στο Σωκράτη, κι εκείνος αναφώνησε: «Αυτός είναι ο κύκνος που είδα!».

Τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε ως αυτοβιογραφία του Πλάτωνα μας παρέχονται από την περίφημη Έβδομη Επιστολή του. Δυστυχώς πολλοί από τους μελετητές των κλασικών αμφισβητούν τη γνησιότητά της. Ο Πλάτωνας γράφει για την πρώιμη σταδιοδρομία του και για τις δύο πρώτες επισκέψεις του στη Σικελία, κατόπιν πρόσκλησης του Διονύσιου του Πρεσβύτερου. Ίσως να έκανε κι ένα τρίτο ταξίδι εκεί, τελικά όμως απογοητεύθηκε πλήρως από την πολιτική. Στους αιώνες μετά το θάνατό του αναφερόταν ανεκδοτολογικά ότι ο Διονύσιος εκτίμησε τόσο πολύ τις προσπάθειές του, ώστε τον πούλησε δούλο, και ότι ο Πλάτωνας σώθηκε μόνο και μόνο επειδή τον αγόρασε ο Αννίκερις, φιλόσοφος της σχολής των Κυρηναϊκών. Ο άγιος Τζερόμ υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας κατέληξε στο σκλαβοπάζαρο όταν αιχμαλωτίστηκε από πειρατές, αλλά «ως φιλόσοφος, είχε μεγαλύτερη αξία από εκείνον που τον αγόρασε».

Τι άλλο γνωρίζουμε; Ήταν 31 ετών όταν εκτελέστηκε ο Σωκράτης. Δεν παντρεύτηκε. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, που συνέβαλε τα μέγιστα στο να γίνει ευρύτερα γνωστός ο Πλάτωνας, του άρεσαν τα σύκα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε καν γιατί ονομάστηκε Πλάτων – η λέξη σημαίνει «ευρύς» και ίσως να υπονοεί μια μυώδη κορμοστασιά, που μας φέρνει στο νου ιστορίες δεινότητας στην πάλη.

Κατά τον Κικέρωνα, ο Πλάτωνας αποβίωσε την ώρα που έγραφε. Όμως ο Έρμιππος λέει ότι πέθανε σ’ ένα γαμήλιο φαγοπότι σε ηλικία 81 ετών και ότι ενταφιάστηκε στο χώρο της Ακαδημίας. Ο Νεοπλατωνικός της Αναγέννησης Μαρσίλιο Φιτσίνο προσθέτει ότι ο Πλάτωνας πέθανε ανήμερα των γενεθλίων του και σχολιάζει ότι ο αριθμός 81 έχει τεράστια σημασία, καθώς είναι ο τελειότερος, γινόμενο του 9 επί 9 και άθροισμα του 8 συν 1. Όμως μία διαφορετική εκδοχή αναφέρει ότι ο Πλάτωνας πέθανε μαστιζόμενος από ψείρες. Πάντως όποιος διαδίδει μια τόσο σιχαμερή ιστορία «τον θίγει βαθύτατα», αποφαίνεται το 1687 ο εμβριθής Τόμας Στάνλεϋ στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΚΟΝΩΝΟΣ ΑΙΚΕΙΑΣ

ΔΗΜ 54.15–23

Ανατροπή των αναμενόμενων ισχυρισμών του κατηγορουμένου

Ο Αρίστωνας μηνύει τον Κόνωνα για δόλια επίθεση και ξυλοδαρμό εναντίον του στην Αγορά. Στη διήγησιν προσπάθησε να σκιαγραφήσει την υβριστική συμπεριφορά και τους προπηλακισμούς που υπέστη σε δύο περιπτώσεις: αρχικά από τους γιους του Κόνωνα στο Πάνακτο και στη συνέχεια την κυρίως επίθεση, απότοκο της πρώτης, από τον ίδιο τον Κόνωνα και την παρέα του στην Αγορά, επίθεση που προκάλεσε τον σοβαρότατο τραυματισμό του. Συνεχίζοντας έσπευσε να ανατρέψει τον κύριο ισχυρισμό που ανέμενε ότι θα επικαλούνταν ο κατηγορούμενος, ότι δηλαδή οι νέοι της πόλεως συνήθιζαν να τριγυρίζουν σε συντροφιές, οι οποίες είχαν ονόματα όπως ἰθύφαλλοι ή αὐτολήκυθοι , και ότι δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που τα πειράγματά τους τούς οδηγούσαν σε καυγάδες με άλλες παρέες.


[15] ἐγὼ δ’,
ὦ ἄνδρες δικασταί, χαλεπῶς ἐφ’ οἷς πέπονθα ἐνηνοχώς, οὐχ
ἧττον τοῦτ’ ἀγανακτήσαιμ’ ἂν καὶ ὑβρίσθαι νομίσαιμι, εἰ
οἷόν τ’ εἰπεῖν, εἰ ταῦτ’ ἀληθῆ δόξει Κόνων οὑτοσὶ λέγειν
περὶ ἡμῶν, καὶ τοσαύτη τις ἄγνοια παρ’ ὑμῖν ἐστιν, ὥσθ’,
ὁποῖος ἄν τις ἕκαστος εἶναι φῇ ἢ ὁ πλησίον αὐτὸν αἰτιά-
σηται, τοιοῦτος νομισθήσεται, τοῦ δὲ καθ’ ἡμέραν βίου καὶ
τῶν ἐπιτηδευμάτων μηδ’ ὁτιοῦν ἔσται τοῖς μετρίοις ὄφελος.
[16] ἡμεῖς γὰρ οὔτε παροινοῦντες οὔθ’ ὑβρίζοντες ὑπ’ οὐδενὸς
ἀνθρώπων ἑωράμεθα, οὐδ’ ἄγνωμον οὐδὲν ἡγούμεθα ποιεῖν,
εἰ περὶ ὧν ἠδικήμεθ’ ἀξιοῦμεν κατὰ τοὺς νόμους δίκην
λαβεῖν. ἰθυφάλλοις δὲ καὶ αὐτοληκύθοις συγχωροῦμεν
εἶναι τοῖς υἱέσι τοῖς τούτου, καὶ ἔγωγ’ εὔχομαι τοῖς θεοῖς εἰς
Κόνωνα καὶ τοὺς υἱεῖς τοὺς τούτου καὶ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦθ’
ἅπαντα τρέπεσθαι. [17] οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ τελοῦντες ἀλλήλους
τῷ ἰθυφάλλῳ, καὶ τοιαῦτα ποιοῦντες ἃ πολλὴν αἰσχύνην
ἔχει καὶ λέγειν, μή τί γε δὴ ποιεῖν ἀνθρώπους μετρίους.
ἀλλὰ τί ταῦτ’ ἐμοί; θαυμάζω γὰρ ἔγωγε, εἴ τίς ἐστιν πρό-
φασις παρ’ ὑμῖν ἢ σκῆψις ηὑρημένη δι’ ἥν, ἂν ὑβρίζων τις
ἐξελέγχηται καὶ τύπτων, δίκην οὐ δώσει. οἱ μὲν γὰρ νόμοι
πολὺ τἀναντία καὶ τὰς ἀναγκαίας προφάσεις, ὅπως μὴ μεί-
ζους γίγνωνται, προείδοντο, οἷον (ἀνάγκη γάρ μοι ταῦτα καὶ
ζητεῖν καὶ πυνθάνεσθαι διὰ τοῦτον γέγονεν) εἰσὶ κακηγορίας
δίκαι· [18] φασὶ τοίνυν ταύτας διὰ τοῦτο γίγνεσθαι, ἵνα μὴ
λοιδορούμενοι τύπτειν ἀλλήλους προάγωνται. πάλιν αἰκείας
εἰσί· καὶ ταύτας ἀκούω διὰ τοῦτ’ εἶναι τὰς δίκας, ἵνα
μηδείς, ὅταν ἥττων ᾖ, λίθῳ μηδὲ τῶν τοιούτων ἀμύνηται
μηδενί, ἀλλὰ τὴν ἐκ τοῦ νόμου δίκην ἀναμένῃ. τραύματος
πάλιν εἰσὶν γραφαὶ τοῦ μὴ τιτρωσκομένων τινῶν φόνους
γίγνεσθαι. [19] τὸ φαυλότατον, οἶμαι, τὸ τῆς λοιδορίας, πρὸ
τοῦ τελευταίου καὶ δεινοτάτου προεώραται, τοῦ μὴ φόνον
γίγνεσθαι, μηδὲ κατὰ μικρὸν ὑπάγεσθαι ἐκ μὲν λοιδορίας
εἰς πληγάς, ἐκ δὲ πληγῶν εἰς τραύματα, ἐκ δὲ τραυμάτων
εἰς θάνατον, ἀλλ’ ἐν τοῖς νόμοις εἶναι τούτων ἑκάστου τὴν
δίκην, μὴ τῇ τοῦ προστυχόντος ὀργῇ μηδὲ βουλήσει ταῦτα
κρίνεσθαι. [20] εἶτ’ ἐν μὲν τοῖς νόμοις οὕτως· ἂν δ’ εἴπῃ
Κόνων «ἰθύφαλλοί τινές ἐσμεν ἡμεῖς συνειλεγμένοι, καὶ
ἐρῶντες οὓς ἂν ἡμῖν δόξῃ παίομεν καὶ ἄγχομεν», εἶτα γελά-
σαντες ὑμεῖς ἀφήσετε; οὐκ οἴομαί γε. οὐ γὰρ ἂν γέλως
ὑμῶν ἔλαβεν οὐδένα, εἰ παρὼν ἐτύγχανεν ἡνίχ’ εἱλκόμην
καὶ ἐξεδυόμην καὶ ὑβριζόμην, καὶ ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην
ἦλθον οἴκαδε, ἐξεπεπηδήκει δὲ μετὰ ταῦθ’ ἡ μήτηρ, καὶ
κραυγὴ καὶ βοὴ τῶν γυναικῶν τοσαύτη παρ’ ἡμῖν ἦν ὡσπερ-
ανεὶ τεθνεῶτός τινος, ὥστε τῶν γειτόνων τινὰς πέμψαι
πρὸς ἡμᾶς ἐρησομένους ὅ τι ἐστὶν τὸ συμβεβηκός. [21] ὅλως
δ’, ὦ ἄνδρες δικασταί, δίκαιον μὲν οὐδενὶ δήπου σκῆψιν
οὐδεμίαν τοιαύτην οὐδ’ ἄδειαν ὑπάρχειν παρ’ ὑμῖν, δι’ ἣν
ὑβρίζειν ἐξέσται· εἰ δ’ ἄρ’ ἐστίν τῳ, τοῖς δι’ ἡλικίαν τούτων
τι πράττουσιν, τούτοις ἀποκεῖσθαι προσήκει τὰς τοιαύτας
καταφυγάς, κἀκείνοις οὐκ εἰς τὸ μὴ δοῦναι δίκην, ἀλλ’ εἰς
τὸ τῆς προσηκούσης ἐλάττω. [22] ὅστις δ’ ἐτῶν μέν ἐστιν
πλειόνων ἢ πεντήκοντα, παρὼν δὲ νεωτέροις ἀνθρώποις καὶ
τούτοις υἱέσιν, οὐχ ὅπως ἀπέτρεψεν ἢ διεκώλυσεν, ἀλλ’
αὐτὸς ἡγεμὼν καὶ πρῶτος καὶ πάντων βδελυρώτατος γεγέ-
νηται, τίν’ ἂν οὗτος ἀξίαν τῶν πεπραγμένων ὑπόσχοι δίκην;
ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδ’ ἀποθανόντ’ οἴομαι. καὶ γὰρ εἰ μηδὲν
αὐτὸς εἴργαστο τῶν πεπραγμένων, ἀλλ’ εἰ παρεστηκότος
τούτου Κτησίας ὁ υἱὸς ὁ τούτου ταὔθ’ ἅπερ νυνὶ πεποιηκὼς
ἐφαίνετο, τοῦτον ἐμισεῖτ’ ἂν δικαίως. [23] εἰ γὰρ οὕτω τοὺς
αὑτοῦ προῆκται παῖδας ὥστ’ ἐναντίον ἐξαμαρτάνοντας ἑαυτοῦ,
καὶ ταῦτ’ ἐφ’ ὧν ἐνίοις θάνατος ἡ ζημία κεῖται, μήτε φο-
βεῖσθαι μήτ’ αἰσχύνεσθαι, τί τοῦτον οὐκ ἂν εἰκότως παθεῖν
οἴεσθε; ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῦμαι ταῦτ’ εἶναι σημεῖα τοῦ μηδὲ
τοῦτον τὸν ἑαυτοῦ πατέρ’ αἰσχύνεσθαι· εἰ γὰρ ἐκεῖνον αὐτὸς
ἐτίμα καὶ ἐδεδίει, κἂν τούτους αὑτὸν ἠξίου.

***
[15] Εγώ δε, άνδρες δικασταί, αγανακτών δι' όσα έχω πάθει, ουχί ολιγώτερον ήθελον αγανακτήσει και νομίσει ότι έχω προσβληθή, εάν ήτο δυνατόν να είπω τούτο, εάν ήθελε φανή ο Κόνων αυτός εδώ ότι λέγει την αλήθειαν περί ημών και σεις ευρίσκεσθε εις τοιαύτην άγνοιαν, ώστε έκαστος να νομίζεται τοιούτος, οποίον ήθελε παρουσιάσει ο ίδιος τον εαυτόν του ή οποίος ο γείτων ήθελε κατηγορών παρουσιάσει αυτόν, διά δε τους όπως πρέπει ανθρώπους να μη υπάρχει καμμία ωφέλεια από τον καθημερινόν βίον των και την συμπεριφοράν των.

[16] Ημάς δε κανείς δεν μας είδε ούτε να κάμνωμεν ασχημίας μεθυσμένοι ούτε να βιαιοπραγούμεν κατά τινός, ούτε τώρα πρέπει να θεωρηθώμεν αυθάδεις ζητούντες δικαιοσύνην σύμφωνα με τους νόμους. Ιθύφαλλοι δε και αυτολήκυθοι είναι ελεύθεροι να είναι οι υιοί τούτου και εύχομαι εις τους θεούς να επιστρέψουν όλα αυτά τα αμαρτήματα εις τον Κόνωνα και τους υιούς του.

[17] Διότι ούτοι είναι οι οποίοι μυούσι αλλήλους εις τας τελετάς των ιθυφάλλων και πράττουσι τοιαύτα, τα οποία φέρουν μεγάλην αισχύνην ακόμη και να τα λέγη τις, πολύ δε περισσότερον και να τα πράττουν άνθρωποι έντιμοι. Αλλ' αυτά τι με αφορούν; Θαυμάζω δε εγώ τουλάχιστον, εάν έχη ευρεθή κάποια πρόφασις ή δικαιολογία, η οποία θα εξασφαλίζη την ατιμωρησίαν ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου, ο οποίος αποδεικνύεται, ότι βιαιοπραγεί και κτυπά. Διότι οι νόμοι, όλως διόλου αντιθέτως, προέβλεψαν όλας τας εις έκαστην πράξιν αναγκαίας προτροπάς και δικαιολογίας διά να μη γίνωνται μεγαλύτεραι· παραδείγματος χάριν (διότι εξ αιτίας τούτου ηναγκάσθην να ερευνήσω τα ζητήματα ταύτα και να κατατοπισθώ) υπάρχουσι δίκαι διά προσβολήν διά λόγων.

[18] Λέγουν λοιπόν ότι αύται διά τούτο εγένοντο, ίνα μη κατηγορούντες αλλήλους οι άνθρωποι παρασύρωνται να κτυπώνται. Έπειτα υπάρχει η δίκη διά βιαιοπραγίας· και αύται αι δίκαι πληροφορούμαι, ότι διά τούτο εδημιουργήθησαν, ίνα, όταν κάποιος είναι ασθενέστερος, μη αμύνεται με λίθον ή κάποιο παρόμοιον μέσον, αλλά να περιμένη την νόμιμον τιμωρίαν. Υπάρχουν ακόμη καταγγελίαι διά τραυματισμούς, ίνα μη εξ αιτίας των τραυματισμών, γίνωνται φόνοι.

[19] Ακόμη και διά το πλέον ασήμαντον, νομίζω, έχει προβλέψει ο νόμος, προ του τελευταίου και δεινοτάτου, ίνα μη γίνωνται φόνοι, και να μη παρασύρωνται οι άνθρωποι ολίγον κατ' ολίγον από τας λοιδορίας εις τα κτυπήματα, από τα κτυπήματα εις τα τραύματα και από τα τραύματα εις τους φόνους, αλλά η δίκη δι' έκαστον των αδικημάτων τούτων να γίνεται συμφώνως προς τους νόμους και να εξαρτάται η λύσις των διαφορών από την οργήν και την καλήν θέλησιν του πρώτου τυχόντος.

[20] Αυτά λοιπόν λέγουν οι νόμοι· αν δε ο Κόνων είπη: «είμεθα ο όμιλος των ιθυφάλλων και γλεντοκοπούντες κτυπώμεν και πιάνωμεν από τον λαιμόν όποιους μας αρέσει» τότε θα γελάσετε και θα τους αθωώσετε; Δεν το νομίζω βεβαίως. Διότι κανείς από σας δεν θα είχε την επιθυμίαν να γελάση, εάν ήτο παρών, ότε εσυρόμην, και μου έβγαζαν τα ενδύματα και υβριζόμην και, ενώ εξήλθον υγιής από την οικίαν μου, με έφεραν εις αυτήν σηκωτόν, όταν η μήτηρ μου είχε τρέξει έξω από την οικίαν, και αι γυναίκες εις την οικίαν μου εφώναζον και εκραύγαζον τόσον δυνατά, ωσάν να είχα αποθάνει, ώστε μερικοί από τους γείτονας να στείλουν να μας ερωτήσουν τι είχε συμβή.

[21]Εν γένει, άνδρες δικασταί, δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία και κανέν δικαίωμα μη επιβολής τιμωρίας, τα οποία είναι δυνατόν να επικαλεσθή τις ενώπιόν σας και διά τα οποία θα έχη το δικαίωμα να βιαιοπραγή· εάν δε κάποιος έχη τούτο το δικαίωμα, αυτό ανήκει εις εκείνους που πράττουν κάτι τοιούτον ένεκα της ηλικίας των· εις αυτούς ανήκει το δικαίωμα να καταφεύγουν εις παρομοίας δικαιολογίας, και εις τούτους όχι διά να μη δικασθούν, αλλά διά να τους επιβληθή τιμωρία μικροτέρα της προσηκούσης. [22] Όποιος όμως έχει ηλικίαν μεγαλυτέραν των πεντήκοντα ετών, ευρίσκεται δε μεταξύ των νεωτέρων και μάλιστα υιών του και όχι μόνον δεν τους αποτρέπει και τους εμποδίζει από τοιαύτας πράξεις, αλλά και τους δίδει το παράδειγμα και τους ξεπερνά εις την βδελυγμίαν, πώς ούτος δεν ήθελε επαξίως και δικαίως τιμωρηθή; Εγώ βεβαίως νομίζω, ότι και αποθανών ακόμη δεν θα αποφύγη την τιμωρίαν. Διότι και εάν ούτος δεν έπραξε τίποτε από όσα επράχθησαν, αι δε βιαιότητες, τας οποίας εβεβαιώθη ότι διέπραξαν ούτοι, τας διέπραξεν ο Κτησίας, ο υιός τούτου, τούτον δικαίως ηθέλετε μισήσει.

[23] Εάν έχη αναθρέψει τους υιούς του, ώστε να μη φοβούνται, ούτε να εντρέπωνται, όταν διαπράττουν ενώπιόν του αδικήματα, διά μερικά των οποίων επιβάλλεται η ποινή του θανάτου, ποίας μεταχειρίσεως νομίζετε, ότι ούτος είναι άξιος; Διότι εγώ μεν νομίζω ότι αυτά είναι σημεία, ότι ουδέ αυτός εντρέπεται τον πατέρα του, διότι εάν ετίμα και εφοβείτο εκείνον, θα είχε την αξίωσιν και οι υιοί του να τον σεβασθούν.