Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Περίανδρος (1.97-1.100)

Τούτου ἐστὶ καὶ τὸ Μηδὲν χρημάτων ἕνεκα πράττειν· δεῖν γὰρ τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν. ἐποίησε δὲ καὶ ὑποθήκας εἰς ἔπη δισχίλια. εἶπέ τε τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς τυραννήσειν τῇ εὐνοίᾳ δορυφορεῖσθαι, καὶ μὴ τοῖς ὅπλοις. καί ποτε ἐρωτηθεὶς διὰ τί τυραννεῖ, ἔφη, «ὅτι καὶ τὸ ἑκουσίως ἀποστῆναι καὶ τὸ ἀφαιρεθῆναι κίνδυνον φέρει.» ἔλεγε δὲ καὶ τάδε· καλὸν ἡσυχία· ἐπισφαλὲς προπέτεια· κέρδος αἰσχρόν· ‹...› δημοκρατία κρεῖττον τυραννίδος·

[1.98] αἱ μὲν ἡδοναὶ φθαρταί, αἱ δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι· εὐτυχῶν μὲν μέτριος ἴσθι, δυστυχῶν δὲ φρόνιμος· φίλοις εὐτυχοῦσι καὶ ἀτυχοῦσι ὁ αὐτὸς ἴσθι· ὃ ἂν ὁμολογήσῃς, διατήρει· λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ· μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κόλαζε.

Οὗτος πρῶτος δορυφόρους ἔσχε, καὶ τὴν ἀρχὴν εἰς τυραννίδα μετέστησε· καὶ οὐκ εἴα ἐν ἄστει ζῆν τοὺς βουλομένους, καθά φησιν Ἔφορος καὶ Ἀριστοτέλης. ἤκμαζε δὲ περὶ τὴν τριακοστὴν ὀγδόην Ὀλυμπιάδα, καὶ ἐτυράννησεν ἔτη τετταράκοντα.

Σωτίων δὲ καὶ Ἡρακλείδης καὶ Παμφίλη ἐν τῷ πέμπτῳ τῶν Ὑπομνημάτων δύο φασὶ Περιάνδρους γεγονέναι, τὸν μὲν τύραννον, τὸν δὲ σοφὸν καὶ Ἀμβρακιώτην.

[1.99] τοῦτο καὶ Νεάνθης φησὶν ὁ Κυζικηνός, ἀνεψιούς τε εἶναι ἀλλήλοις. καὶ Ἀριστοτέλης μὲν τὸν Κορίνθιόν φησιν εἶναι τὸν σοφόν· Πλάτων δὲ οὔ φησιν.
Τούτου ἐστί· Μελέτη τὸ πᾶν. ἤθελε δὲ καὶ τὸν Ἰσθμὸν διορύξαι. φέρεται δὲ αὐτοῦ καὶ ἐπιστολή·

Περίανδρος τοῖς Σοφοῖς
Πολλὰ χάρις τῷ Πυθοῖ Ἀπόλλωνι τοῦ εἰς ἓν ἐλθόντας εὑρεῖν. ἀξοῦντί τε καὶ ἐς Κόρινθον ταὶ ἐμαὶ ἐπιστολαί. ἐγὼν δὲ ὑμᾶς ἀποδέχομαι, ὡς ἴστε αὐτοί, ὅτι δαμοτικώτατα. πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς Σάρδεις. ἤδη ὦν μὴ ὀκνεῖτε καὶ παρ᾽ ἐμὲ φοιτῆν τὸν Κορίνθου τύραννον. ὑμᾶς γὰρ καὶ ἄσμενοι ὄψονται Κορίνθιοι φοιτεῦντας ἐς οἶκον τὸν Περιάνδρου.

[1.100] Περίανδρος Προκλεῖ
Ἐμὶν μὲν ἀκούσιον τᾶς δάμαρτος τὸ ἄγος· τὺ δὲ ἑκὼν τῷ παιδί με ἄπο θυμοῦ ποιήσαις ἀδικεῖς. ἢ ὦν παῦσον τὰν ἀπήνειαν τῶ παιδός, ἢ ἐγὼν τὺ ἀμυνοῦμαι. καὶ γὰρ δὴν καὶ αὐτὸς ποινὰς ἔτισα τὶν τᾷ θυγατρί, συγκατακαύσαις αὐτᾷ τὰ πασᾶν Κορινθιᾶν εἵματα.

Ἔγραψε δὲ αὐτῷ καὶ Θρασύβουλος οὕτω·

Θρασύβουλος Περιάνδρῳ
Τῷ μὲν κήρυκι σεῦ οὐδὲν ὑπεκρινάμην· ἀγαγὼν δὲ αὐτὸν ἐς λήιον, τοὺς ὑπερφυέας τῶν ἀσταχύων ῥάβδῳ παίων ἀπεθέριζον, ὁμαρτέοντος ἐκείνου. καί σοι ἀναγγελέει εἰ ἐπέροιο ὅ τι μευ ἀκούσειεν ἢ ἴδοι. σὺ δὲ ποίει οὕτως, ἤν γ᾽ ἐθέλῃς καρτύνασθαι τὴν αἰσυμνητίην· τοὺς ἐξόχους τῶν πολιτέων ἐξαίρειν, ἤν τέ τις ἐχθρός τοι φαίνηται, ἤν τε μή. ὕποπτος γὰρ ἀνδρὶ αἰσυμνήτῃ καὶ τῶν τις ἑτάρων.

***
Δικό του είναι και το «Μην κάνεις τίποτε για χρήματα· μόνο ό,τι κερδίζεται πρέπει κανείς να κερδίζει». Έγραψε και ένα ποίημα με συμβουλές σε δύο χιλιάδες στίχους. Είπε επίσης ότι ο τύραννος που θέλει να είναι ασφαλής πρέπει να έχει για φρουρά του την αγάπη του κόσμου και όχι τα όπλα. Και όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί είναι τύραννος, απάντησε: «Γιατί και η θεληματική απόσυρσή μου από το αξίωμα και η βίαιη εκβολή μου από αυτό είναι πράγμα επικίνδυνο». Συνήθιζε επίσης να λέει και τα εξής: Η ησυχία είναι ωραίο πράγμα· Η προπέτεια είναι επικίνδυνο πράγμα· Το κέρδος φέρνει ντροπή· ‹…› Η δημοκρατία είναι καλύτερη από την τυραννίδα·

[1.98] Οι ηδονές είναι εφήμερες, οι τιμές όμως αθάνατες· Όταν ευτυχείς, να είσαι μετρημένος· όταν δυστυχείς, να είσαι φρόνιμος· Με τους φίλους σου να είσαι ίδιος, στις ευτυχίες και στις δυστυχίες τους· Σε όποια συμφωνία έκανες, να μένεις σταθερός· Μη κοινολογείς τα μυστικά· Να τιμωρείς όχι μόνο αυτούς που κάνουν σφάλματα, αλλά κι αυτούς που πρόκειται να κάνουν.

Υπήρξε ο πρώτος που είχε προσωπική φρουρά, και ο πρώτος που μετέτρεψε την εξουσία που ασκούσε σε τυραννίδα. Δεν επέτρεπε να ζουν στην πόλη όλοι αυτοί που το ήθελαν, όπως λέει ο Έφορος και ο Αριστοτέλης. Στην ακμή της ηλικίας του βρισκόταν κατά την 38η Ολυμπιάδα, και ήταν τύραννος για σαράντα χρόνια.

Ο Σωτίωνας και ο Ηρακλείδης, αλλά και η Παμφίλη στο πέμπτο βιβλίο των Υπομνημάτων της, λένε ότι υπήρξαν δύο Περίανδροι: ο ένας ο τύραννος και ο άλλος ο σοφός, που ήταν από την Αμβρακία.

[1.99] Αυτό το λέει και ο Νεάνθης ο Κυζικηνός, προσθέτοντας ότι ήταν ξαδέρφια. Ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Κορίνθιος ήταν ο σοφός, ο Πλάτωνας όμως το αρνείται.
Δικό του είναι το απόφθεγμα: «Η άσκηση είναι το παν». Ήθελε, επίσης, να κάνει διώρυγα στον Ισθμό. Του αποδίδονται και οι εξής επιστολές:

Ο Περίανδρος στους Σοφούς
Πολύ τον ευχαριστώ τον Πύθιο Απόλλωνα που σας βρίσκω συγκεντρωμένους όλους μαζί. Οι επιστολές μου θα σας φέρουν και στην Κόρινθο. Θα σας δεχτώ —όπως το ξέρετε— με τον πιο δημοκρατικό και πολιτισμένο τρόπο. Μαθαίνω ότι πέρυσι συγκεντρωθήκατε στις Σάρδεις, στην αυλή του βασιλιά της Λυδίας. Μη διστάσετε λοιπόν να συναντήσετε κι εμένα, τον τύραννο της Κορίνθου. Γιατί και για τους Κορίνθιους θα είναι μεγάλη ευχαρίστηση να σας δουν να επισκέπτεσθε τον οίκο του Περίανδρου.

[1.100] Ο Περίανδρος στον Προκλή
Ο φόνος της γυναίκας μου ήταν ακούσιος. Εσύ όμως με αδικείς εσκεμμένα, όταν στρέφεις εναντίον μου την ψυχή του παιδιού μου. Ή θα κάνεις λοιπόν να σταματήσει η τραχιά συμπεριφορά του παιδιού μου ή θα σε εκδικηθώ. Στην πραγματικότητα εγώ έχω εξιλεωθεί για την κόρη σου καίγοντας στην πυρά της τα ενδύματα όλων των γυναικών της Κορίνθου.

Του έγραψε και ο Θρασύβουλος την ακόλουθη επιστολή:

Ο Θρασύβουλος στον Περίανδρο
Στον κήρυκα που μου έστειλες δεν έδωσα καμιά απάντηση. Τον πήγα όμως σ᾽ ένα σιταροχώραφο και, χτυπώντας με το ραβδί μου, έκοβα τα στάχια που προεξείχαν από τα άλλα. Ο κήρυκάς σου ήταν δίπλα μου, και αν τον ρωτήσεις, θα σου πει τί άκουσε από μένα και τί είδε. Το ίδιο να κάνεις και συ, αν θέλεις να δυναμώσεις την τυραννίδα σου: να θανατώνεις τους εξέχοντες πολίτες, είτε σου φαίνονται εχθροί είτε σου φαίνονται φίλοι. Γιατί για έναν τύραννο ακόμη και ο φίλος είναι ύποπτος.
 

ΛΥΚΕΙΟ – ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Το 335 π.Χ., ο Αριστοτέλης ίδρυσε στην Αθήνα τη δική του σχολή, αφού πρώτα απέκτησε πλούσιες περί την εκπαίδευση εμπειρίες, α) Θήτευσε επί είκοσι (20) ολόκληρα χρόνια στην Ακαδημία, όπου μαθήτευσε πλησίον του Πλάτωνα, αλλά και δίδαξε και συνέγραψε ποικίλου περιεχομένου βιβλία.
 
β) Χρημάτισε δάσκαλος του μετέπειτα Μ. Αλεξάνδρου επί 2-3 χρόνια1, γ) Πέντε (5) έτη έζησε στη Μυτιλήνη και στη Μικρασιατική Άσσο, διδάσκοντας νέους και ερευνώντας τα έμψυχα και άψυχα όντα.
 
Η νέα φιλοσοφική σχολή της Αθήνας κτίστηκε ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισσό, δίπλα στο Λύκειο γυμνάσιο, από το οποίο πήρε και την ονομασία της. Εκτός όμως από Λύκειο, το Αριστοτελικό σχολείο είναι γνωστό κι ως «Περίπατος» και οι προερχόμενοι απ’ αυτό φιλόσοφοι «περιπατητικοί». Από πού άραγε προήλθε η δεύτερη ονομασία της σχολής;
 
α) Απ’ ό, τι είπαμε για τα γυμνάσια της Αθήνας σε προηγούμενο κεφάλαιο, δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε το λόγο. Υπενθυμίζουμε ότι σε καθένα από τα τρία (3) γυμνάσια της κλασικής Αθήνας υπήρχε μακρόστενος χώρος με κιονοστοιχία δεξιά κι αριστερά και στέγαστρο, γνωστός ως «περίπατος». Σ’ αυτόν κατέφευγαν οι επισκέπτες του γυμνασίου όταν ο ήλιος έκαιγε ή ο ουρανός ξαλάφρωνε τα βαριά σύννεφα από το υγρό τους φορτίο. Φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης συνήθιζε, όπως άλλωστε μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος, να διδάσκει σ’ αυτό το χώρο2 κι όταν οι καιρικές συνθήκες δεν ήσαν και τόσο δυσμενείς.
β) Άλλοι λένε ότι ο φιλόσοφος συνήθιζε, όπως ο Πρωταγόρας στην αυλή της οικίας του Καλλία3, να διδάσκει περιπατώντας, περιστοιχιζόμενος από τους μαθητές του. Απ’ αυτή του τη συνήθεια η σχολή ονομάστηκε Περίπατος.
 
Ποια από τις δύο εκδοχές είναι η επικρατέστερη; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αν και για την πρώτη υπάρχει γραμματειακή μαρτυρία. Έχουμε τη γνώμη ότι κι η δεύτερη δεν πρέπει ν’ απορριφθεί. Επομένως ο συνδυασμός των δύο είναι προτιμότερος. Τη στιγμή που η πρώτη ερμηνεία της δεύτερης ονομασίας της Αριστοτελικής φιλοσοφικής σχολής είναι τεκμηριωμένη, απομένει να υποστηρίξουμε με λογικά επιχειρήματα τη δεύτερη άποψη για την ονομασία της ως Περιπάτου.

α) Ο δάσκαλος της αρχαιότητας δεν καθόταν σε μια ορισμένη θέση, στο «θρόνο», όταν δίδασκε. Γιατί:
1)  Δεν είχε πίσω ή δίπλα του, όπως σήμερα, μαυροπίνακα να σημειώνει λέξεις ή φράσεις.
2)  Οι αρχαίοι διακρίνονταν για τη μεγάλη απομνημονευτική τους ικανότητα. Κατά συνέπεια δεν είχαν ανάγκη να συμβουλεύονται λέξη προς λέξη τις Σημειώσεις τους ή να παρακολουθούν τα κύρια σημεία (στηρίγματα μνήμης) του θέματος.
β) Συνήθιζαν τότε οι δάσκαλοι να διδάσκουν περιπατώντας. Μήπως και πολλοί σύγχρονοι απόγονοί τους δεν κινούνται ακατάπαυστα και παλινδρομικά στην αίθουσα διδασκαλίας; Ο Πρωταγόρας, περιστοιχισμένος από μαθητές και θαυμαστές, μιλούσε βηματίζοντας στην αυλή του Καλλία.
γ) Μια άλλη αρχαία συνήθεια, οφειλομένη κυρίως στην απουσία διδακτηρίων, ήταν να γίνονται τα μαθήματα στο ύπαιθρο, όπως είν’ εύκολο να υποστηριχτεί.
1) Στα γυμνάσια προβλεπόταν ο «Περίπατος» για τις ανώμαλες καιρικές συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι στις ευνοϊκές η διδασκαλία γινόταν σ’ ακάλυπτο χώρο.
2)  Είναι αμφίβολο αν ο Σωκράτης κατέφευγε ποτέ σε στεγασμένο χώρο, αν φυσικά κι οι μαθητές του έδειχναν τον ίδιο με το διδάσκαλό τους ηρωισμό στο κρύο.
3)  Να επαναλάβουμε την περίπτωση του Πρωταγόρα;
 
Με την επιχειρηματολογία μας υπέρ της υπαίθριας διδασκαλίας, δε σκοπεύουμε ν’ αποδείξουμε ότι μόνο σ’ ανοιχτό χώρο δίδασκαν οι αρχαίοι δάσκαλοι. Είναι πολύ γνωστό ότι συνέβαινε και τ’ αντίθετο· να κάνουν μαθήματα σε κτήρια.
 
1)  Ο Ισοκράτης δίδασκε στο σπίτι του.
2)  Ο Ιππίας από την Ηλεία καθόταν σε θρόνο, τοποθετημένο σε υπόστεγο στο σπίτι του Καλλία4.
3)  Στο ίδιο σπίτι, ο Πρόδικος από την Κέα δίδασκε, πλαγιασμένος και σκεπασμένος με προβιές, σ’ ένα δωμάτιο που ήταν πριν αποθήκη5.
δ) Υπάρχει και μια τελευταία άποψη. Αν και ο Πλάτων δίδασκε στον «Περίπατο» του γυμνασίου της Ακαδημίας κι ο Αντισθένης του Κυνοσάργους, πιθανότατα κι αυτοί περιπατούντες, δεν επήραν οι σχολές τους την προσωνυμία του Περιπάτου αν κι οι δυο τους και τα σχολεία τους προηγήθηκαν από τον Αριστοτέλη και το Λύκειό του. Άποψή μας είναι ότι η ανάγκη γέννησε τον Περίπατο και τα παράγωγά του. Ο μαθητής ή ο απόφοιτος της Ακαδημίας λεγόταν ακαδημαϊκός ή ακαδημιακός ή ακαδημεικός. Ο οπαδός της φιλοσοφίας του Αντισθένη ονομαζόταν κυνικός. Ποια επωνυμία θα είχε ο σπουδαστής της Αριστοτελικής σχολής; Αναλογικά, έπρεπε ν’ αποκαλείται «λύκειος». Αυτό όμως ήταν αδύνατο· μόνο το θεό Απόλλωνα προσφωνούσαν έ­τσι· «ο Λύκειος Απόλλων» ήταν συνηθισμένη έκφραση.
 
  1. ΛΟΓΟΙ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
 
Κανονικά ο Αριστοτέλης δεν έπρεπε να ιδρύσει δική του σχολή, αλλά να διαδεχτεί το δάσκαλό του στη διεύθυνση της Ακαδημίας για δυο κυρίως λόγους.
 
α) Επί είκοσι (20) ολόκληρα χρόνια φοίτησε, όπως είπαμε, στην Πλατωνική σχολή κι απέκτησε πολλή πείρα, β) Ήταν ταλαντούχο κι εγνωσμένης ιδιοφυίας άτομο.
 
Κι όμως τα γεγονότα πορεύθηκαν σε αντίθετο από τη λογική δρόμο. Οι προβαλλόμενες επί του θέματος απόψεις είναι δύο, διαμετρικά αντίθετες. Ας τις δούμε από κοντά.
 
α) Αντίδραση προς την Ακαδημία
Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης είχε ένα σωρό λόγους να κηρύξει, μέσω της δικής του σχολής, αμείλικτο πόλεμο κατά της Ακαδημίας και προς τον ιδρυτή της.
 
i) Σχέσεις με Πλάτωνα. Ενώ ο Σταγειρίτης διακρινόταν, όπως είπαμε, για την εξαιρετική ευφυΐα του, στον Πλάτωνα δεν ήταν καθόλου αγαπητός. Ας δώσουμε το λόγο στον Κλαύδιο Αιλιανό να μας εξηγήσει γιατί. «Φορούσε», γράφει «παράξενα ενδύματα κι υποδήματα ο Αριστοτέλης και το κούρεμά τον δεν άρεσε στον Πλάτωνα. Στα δάκτυλά τον είχε πολλά δακτυλίδια και καμάρωνε γι’ αυτό. Έπειτα, στο πρόσωπό του υπήρχε κάποια ειρωνεία· μιλούσε πολύ κι ό­ταν δεν έπρεπε. Κι ήταν κι αυτό σημάδι τον (κακού) τρόπου του. Όλα αυτά, είναι φανερό, δεν ταιριάζουν σε φιλόσοφο»6, καταλήγει ο Αιλιανός.
 
Ίσως αυτά να ήσαν φληναφήματα και μωρολογίες. Κανένας όμως δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι μεταξύ των δύο μέγιστων φιλοσόφων όλων των εποχών υπήρχε μέγα χάσμα. Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν υποδείχτηκε από τον Πλάτωνα ως σχόλαρχος της Ακαδημίας, αν και είχε όλα τα προσόντα να φανεί αντάξιός του. Ίσως προβληθεί το επιχείρημα ότι ο Σπεύσιππος, που διόρισε ως διάδοχό του ο ιδρυτής της Ακαδημίας, ήταν ανιψιός και Αθηναίος. Αν οι σχέσεις μεταξύ Πλάτωνα κι Αριστοτέλη ήσαν αγαθές και η συνεργασία τους αγαστή, δεδομένης βέβαια της μακράς θητείας στη σχολή και της μεγαλοφυΐας του τελευταίου, ποτέ ο μαθητής του Σωκράτη δε θ’ αδικούσε ένα τόσο σπουδαίο πνευματικό του τέκνο, τον Αριστοτέλη, εξαιτίας της εξ αίματος συγγένειας. Αλλ’ ούτε κι η τοπικιστική μυωπία εναρμονίζεται ποτέ μ’ ένα τόσο ανοιχτό, όπως του Πλάτωνα, μυαλό. Μήπως οι πλείστοι σχόλαρχοι της Ακαδημίας είχαν γεννηθεί στην Αττική;
 
Το αξιοπερίεργο είναι ότι ούτε και μετά την παραίτηση του Σπεύσιππου από τον ακαδημαϊκό θρόνο δε διορίστηκε ή εκλέχθηκε ο Αριστοτέλης. Ειπώθηκε τότε ότι απουσίαζε από την Αθήνα. Είχε πράγματι μεταβεί στην Πέλλα ως πρεσβευτής της πόλης7. Δεν ήταν όμως αυτός σοβαρός λόγος ν’ αποκλειστεί από τη σχολαρχία. Λέγεται ότι, όταν πληροφορήθηκε πως ο νωθρός στη σκέψη και βραδύς στο λέγειν Ξενοκράτης αναρρήθηκε στον τιμητικό θώκο του διευθυντή της Ακαδημίας, φώναξε μ’ αγανάκτηση· «είναι αισχρό να σιωπώ εγώ κι ν’ αφήνω τον Ξενοκράτη να μιλάει». Φαίνεται όμως ότι ο Διογένης μπέρδεψε, όπως θα δούμε, τον Ισοκράτη με τον Ξενοκράτη. Ύστερα απ’ αυτή την προσβολή, λένε, αποφάσισε να ιδρύσει δική του σχολή.
 
ii) Διαφορά ιδεών. Το βασικό, ίσως και μοναδικό, αίτιο που ώθησε το γιο του Λυσίμαχου να ανοίξει δική του φιλοσοφική σχολή ήταν οι διαφορές του προς την Πλατωνική φιλοσοφία. Οι ιδέες του απομακρύνθηκαν τόσο πολύ από τις Πλατωνικές, ώστε ήταν αδύνατο να στεγαστούν στον ίδιο χώρο, την Ακαδημία. Ο Πλάτων είχε διαπιστώσει την ιδεολογική ανταρσία του σημαντικότερου απ’ όλους τους μαθητές του. Αυτή προφανώς έδωσε την αφορμή να πλαστεί ένας άλλος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Πλάτων τον αποκαλούσε «πώλον», δηλαδή πουλάρι, που όταν χορταίνει το γάλα, κλωτσά τη μητέρα του8.
 
β. Διεύρυνση της ανώτερης εκπαίδευσης
Ο Κικέρων υποστήριξε μιαν ακριβώς αντίθετη από την προηγούμενη θέση, την οποία δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε. Ο Αριστοτέλης ίδρυσε το Λύκειο, είπε, ως κλάδο της Ακαδημίας ή τουλάχιστο σε στενή συνεργασία με το διευθυντή της Ξενοκράτη9. Ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολή η συνεργασία μεταξύ των δύο σχολάρχων. Ένα πάντως φαίνεται αναμφίβολο· ότι ο Σταγειρίτης δεν κινήθηκε από εκδικητική διάθεση προς τη σχολή που τον μόρφωσε και το δάσκαλό του που τον παρέλαβε άπειρο έφηβο και τον μετέβαλε σε μεγάλο φιλόσοφο.
 
α) Αν θεωρηθεί ως βέβαιο ότι ο Αριστοτέλης ήταν μισητός στον Πλάτωνα κι ο μαθητής, στα πλαίσια της αμοιβαιότητας των αισθημάτων, ήθελε να εκδικηθεί το δάσκαλό του, παραμένει αναπάντητο ένα ερώτημα γιατί έπρεπε να περιμένει να περάσουν δώδεκα (12) ολόκληρα χρόνια από το θάνατό του (347) για να πάρει εκδίκηση; Ούτε η πείρα ούτε η ηλικία, δεδομένης πάντοτε της υψηλής του νοημοσύνης, θα πρόβαλλαν εμπόδια στον Αριστοτέλη να ιδρύσει δική του φιλοσοφική σχολή πολύ πριν από το θάνατο του Πλάτωνα, β) Το βέβαιο είναι ότι ήθελε να διευρύνει τον επιστημονικό ορίζοντα της Ακαδημίας. Να δώσει νέο πρόσωπο στο πρόγραμμα σπουδών και τη μέθοδο διδασκαλίας κι έρευνας κι άλλη διάσταση στην ανώτερη εκπαίδευση. Σ’ αυτό ωθήθηκε πιθανότατα από την πείρα που απόκτησε στην Άσσο και τη Μυτιλήνη, ιδιαίτερα από την επαφή του με το μετέπειτα διάδοχό του στο Λύκειο, το Θεόφραστο. Στην Πλατωνική σχολή δινόταν έμφαση σε δύο μόνο μαθήματα, στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Οι άλλες επιστήμες παραμελούνταν. Οπωσδήποτε, ο Αριστοτέλης δεν έβλεπε με συμπάθεια τους αιθεροβάμονες ακαδημαϊκούς. Του άρεσε να έχει το κεφάλι του στους ουρανούς αλλά τα πόδια του ήθελε να πατούν στέρεα στη γη. Αυτό άλλωστε θα φανεί κι από μερικές από τις παρατιθέμενες στη συνέχεια διαφορές μεταξύ Λυκείου και Ακαδημίας.
 
2. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
Μεταξύ του Λυκείου και της Ακαδημίας, των μεγαλύτερων σχολείων της φιλοσοφίας σ’ ολάκερη την αρχαιότητα, υπήρχαν τόσες πολλές και ουσιώδεις διαφορές, ώστε είναι δύσκολο να υιοθετήσουμε την άποψη του Κικέρωνα, ότι δηλ. ο Περίπατος αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο παράρτημα της Πλατωνικής σχολής. Ας δούμε μερικές απ’ αυτές.
 
α. Μαθήματα
Θα μπορούσε καθένας να κατηγορήσει το πρόγραμμα της Ακαδημίας ως μονομερές, αφού ο προσανατολισμός του ήταν καθαρά μαθηματικοφιλοσοφικός. Αντίθετα στο Λύκειο διδάσκονταν τόσα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους μαθήματα, ώστε εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κανονικό πα­νεπιστήμιο10. Πράγματι, εκτός από τη φιλοσοφία, όλοι οι κλάδοι των τότε επιστημών αλλά και νέοι, τους οποίους οι ίδιος θεμελίωσε, είχαν τη θέση τους στον Περίπατο. Αν κρίνουμε, από τα γραπτά του Αριστοτέλη και του μαθητή του Θεόφραστου, θα πρέπει με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι το πρόγραμμα της σχολής περιλάμβανε, όλα τα μαθήματα που διδάσκονταν στην Ακαδημία κι όσα στο σχολείο του Ισοκράτη. Επιπλέον, αρκετά νέα, όπως μετεωρολογία, φυσική, ζωολογία, ψυχολογία κ.ά. Σ’ αντίθεση με την Ακαδημία, η ρητορική, όπως έχουμε τονίσει κι άλλοτε, κατείχε σημαντική θέση στο πρόγραμμα, ενώ ήταν μάλλον υποβαθμισμένη των μαθηματικών. Γνωρίζουμε μάλιστα και τα κίνητρα που ώθησαν τον Αριστοτέλη να δώσει στη ρητορική τιμητική θέση στο Λύκειο.
 
ί) Εζήλωσε τη δόξα τον Ισοκράτη. «Όταν ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι ο Ισοκράτης κατάφερε να συγκεντρώσει διακεκριμένους μαθητές», παρατηρεί ο Κικέρων, τροποποίησε το πρόγραμμα των μαθημάτων τον κι εισήγαγε τη ρητο­ρική11. Διασκευάζοντας μάλιστα ελαφρά στίχο του Ευριπίδη, «αἰσχρόν σιω­πᾶν, βαρβάρους δ’ ἐᾶν λέγειν»12, ο φιλόσοφος συνήθιζε να λέγει· «αἰσχρόν σιω­πᾶν καί Ἰσοκράτην ἐᾶν λέγειν»13. Σε τι περιωπή είχε αναγάγει ο Σταγειρίτης την τέχνη του «εύ λέγειν», φαίνεται κι από το γεγονός ότι ο Φίλιππος όρισε ως δάσκαλο του γιου του τον Αριστοτέλη με σκοπό να του μεταδώσει ηθικές αξίες και να τον διδάξει ρητορική14.
 
ii) Θεώρησε αναγκαία τη ρητορική στη φιλοσοφία. «Παρακινούμενος από τη φήμη του Ισοκράτη, άρχισε να διδάσκει τους νέους να μιλούν και να συνδυάζουν τη σοφία μ’ ευγλωττία», σημειώνει ο Κικέρων. Και προσθέτει πίστευε ότι η φιλοσοφία πρέπει να προσεγγίζει μ’ ελκυστική έκφραση τα μεγάλα προβλή­ματα15.
 
Από τον Περίπατο, η αγάπη κι η σπουδή της ρητορικής πέρασε βαθμιαία και στις άλλες φιλοσοφικές σχολές. Κατά τον Κουϊντιλιανό, οι φιλόσοφοι, κι ιδιαίτερα οι διευθυντές της Στοάς και του Λυκείου, ξεπέρασαν κι αυτούς τους ρήτορες σε ζήλο προς την τέχνη του «εὖ λέγειν»16. Παρά την αποδιδόμενη όμως έμφαση στην καλλιέργεια της ρητορικής στο Αριστοτελικό σχολείο, κανένας ρήτορας αξιόλογος δεν αποφοίτησε από το Λύκειο, εκτός από το Δημήτριο Φαληρέα, ενώ από του Ισοκράτη τη σχολή πλήθος.
 
β. Μέθοδος
Αλλά και στη μέθοδο διέφεραν οι δύο φιλοσοφικές σχολές. Αν και οι σχε­τικές πληροφορίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες για το Λύκειο, βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε, όπως ο Πλάτων, το διάλογο και τη διάλεξη στη σχολή του, αλλά το κύριο βάρος έπεφτε στις εμπειρικές έρευνες και τη συλλογή στοιχείων απ’ όλο τον αισθητό κόσμο. Αν σκεφτούμε ότι σε διάστημα 12 ή 13 ετών (335-323) παρήχθηκε στη σχολή ένα τόσο καταπληκτικό σε όγκο και ποιότητα έργο, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι ο φιλόσοφος είχε συγκροτήσει πολυάριθμες ομάδες εργασίας με διακεκριμένη κάθε μία κατεύθυνση έρευνας. Αυτή πάντοτε άρχιζε με παρατήρηση και συνεχιζόταν με συλλογή και προσωπική καταγραφή των δεδομένων. Οι ερευνητές δεν περιορίζονταν μόνο στα προϊόντα των παρατηρήσεων αντλούσαν πληροφορίες από ψαράδες, γεωργούς, τσοπάνηδες και γενικά ενήλικα άτομα με πλούσια εμπειρία17. Ως και τον Αλέξανδρο συνοδέυσαν τέτοιες ομάδες στην εκστρατεία του. Αναφέρεται ότι ανάμεσα στους επιστήμονες-εξερευνητές της Ασιατικής ηπείρου ήταν κι ο ανε­ψιός και μαθητής του φιλοσόφου από την Όλυνθο, ο Καλλισθένης18.
 
Οι ομάδες αυτές έκαναν τόσο άψογα τη δουλειά τους και συγκέντρωσαν τέτοιον όγκο επιστημονικών πληροφοριών για όλα επί της γης και υπέρ αυτής όντα, ώστε στο Μεσαίωνα ν’ αποτελούν τα έργα του Αριστοτέλη πηγή κάθε αυθεντικής μαρτυρίας.
 
Η εμπειρική έρευνα, πρέπει να τονιστεί εμφαντικά, δεν περιορίστηκε μόνο στην περίοδο που ήταν σχόλαρχος ο Αριστοτέλης. Συνεχίστηκε και με το Θεόφραστο, το διάδοχό του, κι ίσως μάλιστα με περισσότερη ένταση και έκταση, αφού, κατά μαρτυρία του Λαέρτιου, είχε οργανώσει σε ομάδες έρευνας 2.000 μαθητές της σχολής19. Όλοι εργάζονταν συστηματικά κι άοκνα και με ζήλο κι ευσυνειδησία επιδίδονταν σε παρατηρήσεις, καταγραφές και ταξινομήσεις φυτών και ζώων. Αλλά κι ο διάδοχός του ο Στράτων δεν άφησε το Λύκειο με σταυρωμένα τα επιστημονικά του χέρια. Ο ίδιος είχε τέτοια επίδοση στην έρευνα των φυσικών όντων, ώστε όλοι τον αποκαλούσαν «φυσικό»20. Ακόμη «χρημάτισε δάσκαλος του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου και πήρε, λέγουν, απ’ αυτόν ογδόντα τάλαντα»21.
 
Εκτός από τα ουράνια σώματα, τα ζώα, τα φυτά κι ολόκληρο τον οργανικό κι ανόργανο κόσμο, η έρευνα προχώρησε και στα πολιτεύματα των πολυάριθμων ελληνικών κρατιδίων. Λέγεται ότι έγινε καταγραφή, περιγραφή και παρουσίαση 158 καταστατικών χαρτών, ισάριθμων πόλεων22. Από τον τεράστιο αυτόν όγκο εργασίας, δυστυχώς διασώθηκε μόνον η «Αθηναίων πολιτεία».
 
Ενώ λοιπόν ο προσανατολισμός της Ακαδημίας ήταν θεωρητικός και καθαρά φιλοσοφικός, το Λύκειο διαπότιζε ο ρεαλισμός κι η επιστήμη, τόσο στη διδασκαλία, όσο και στην έρευνα. Γιαυτό, ενώ στην Ακαδημία ήσαν άγνωστοι οι χάρτες, τα σχεδιαγράμματα, οι συγκριτικοί πίνακες κ.ά23, είχαν καταστεί αναγκαία στην καθημερινή διδασκαλία του Λυκείου. Θα πρέπει με την ευκαιρία αυτή να σημειωθεί ότι σ’ αυτό φοιτούσαν εξωτερικοί κι εσωτερικοί μαθητές με διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών. Στη διδασκαλία των πρώτων, που γινόταν τ’ απόγευμα κι ονομαζόταν «δειλινός περίπατος», δέσποζε η ρητορική, η λογική και τα πολιτικά, ενώ στην πρωινή διδασκαλία των εσωτερικών, γνωστή ως «ἑωθινός περίπατος», η παρατήρηση της φύσης κι η διαλεκτική24. Κι ακόμη· στους εξωτερικούς μαθητές συγκαταλέγονταν κι Αθηναίοι πολίτες ή ξένοι, οι οποίοι παρακολουθούσαν διαλέξεις του Αριστοτέλη. Από τη συρροή του κόσμου υποδηλώνεται πόσο προσγειωμένος ήταν ο Αριστοτέλης, σ’ αντίθεση με τον Πλάτωνα που απογοήτευσε το κοινό του στην πρώτη, όπως είδαμε, επαφή μαζί του. Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει ότι οι απογευματινοί ακροατές του Σταγειρίτη έφτασαν συχνά τις 2.00025.
 
γ. Βιβλιοθήκη
Μια άλλη σημαντικότατη προς την Ακαδημία διαφορά αλλά κι αφυέστατη επινόηση αποτέλεσε η ίδρυση βιβλιοθήκης στο Λύκειο, για την οποία υπάρχουν πολλές και αξιόπιστες πληροφορίες. Πρώτος απ’ όλους τους διδασκάλους της ανώτερης εκπαίδευσης, ό Αριστοτέλης, αναγνώρισε τη σημασία μιας οργανωμένης και πλούσιας βιβλιοθήκης σε μια φιλοσοφική σχολή. Ο Αθήναιος αναφέρει ότι κι ο Ευριπίδης είχε στο σπίτι του μια συλλογή βιβλίων, αλλά δεν υπήρχε καμία βάση σύγκρισής της με την τεράστια σε όγκο και υποδειγματική σε ταξινόμηση των βιβλίων Αριστοτελική βιβλιοθήκη, η οποία στάθηκε πρότυπο για την οργάνωση των ονομαστών βιβλιοθηκών της αρχαιότητας, της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Αντίθετα, δεν αναφέρεται πουθενά η Ακαδημία να οργάνωσε παρόμοια βιβλιοθήκη.
 
Αξίζει να παρακολουθήσουμε τώρα την περιπέτεια της μεγάλης βιβλιοθήκης στους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Όταν πέθανε ο Αριστοτέλης, η διεύθυνση της σχολής μαζί με τη βιβλιοθήκη περιήλθε στην εξουσία του Θεόφραστου από την Ερεσό της Λέσβου, ο οποίος τον διαδέχτηκε (322). Κι όταν και σ’ αυτόν πλησίαζε ο χρόνος να παραδώσει τη σχολαρχία και το πνεύμα του, υπέδειξε ως διάδοχό του το Νηλέα, στον οποίο πρόφτασε να παραδώσει τη βιβλιοθήκη. Αλλ’ οι «πρεσβύτεροι» μαθητές της σχολής φάνηκαν απρόθυμοι να εκτελέσουν την επιθυμία του νεκρού πλέον Θεόφραστου. Έτσι, έθεσαν τη διαδοχή στη διεύθυνση σε ψηφοφορία. Η κάλπη όμως ανέδειξε το Στράτωνα από τη Λάμψακο. Αγανακτισμένος ο Νηλεύς, παίρνει τα βιβλία και φεύγει για την πατρίδα του, τη Σκήψη της Τροίας. Κάποτε ήλθε κι αυτού το βιολογικό τέλος. Τότε η περίφημη περιπατητική βιβλιοθήκη πέρασε στους κληρονόμους του. Όταν μάλιστα ο βασιλιάς Ευμένης Β’ (197-159 π.Χ.) «όργωσε» τη χώρα του να συλλέξει βιβλία για τη βιβλιοθήκη της Περγάμου, οι κάτοχοι των Αριστοτελικών, για να τα σώσουν, τα έχωσαν στη γη. Έμειναν εκεί θαμμένα έναν ολόκληρο αιώνα, ώσπου τελικά πωλήθηκαν σε κάποιον Απελλικώντα «αντί αδράς αμοιβής». Κι όταν ο Σύλλας (86 π.Χ.) κυρίευσε την Αθήνα, μετέφερε τα βιβλία στη Ρώμη26.
 
δ. Άλλες διαφορές
Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς και μερικές άλλες, ελάσσονες οπωσδήποτε διαφορές, ανάμεσα στις μείζονες φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας, ί) Απουσία γυναικών. Στην Ακαδημία δύο, όπως είδαμε, μη Αθηναίες, έστω και σε άνδρες μεταμφιεσμένες, παρακολούθησαν μαθήματα. Αντίθετα, ποτέ δεν αναφέρθηκε, έστω κι ως απλή φημολογία, ότι στο Λύκειο φοίτησε κάποια γυναίκα. Αυτό πρέπει ν’ αποδοθεί στις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για τη γυναίκα που δεν ήσαν καθόλου κολακευτικές. Όπως όλοι οι αρχαίοι σοφοί, μ’ εξαίρεση τον Πλάτωνα, πίστευε κι αυτός στην κατωτερότητά της. Κατά το φιλόσοφο, η φύση έθεσε τη γυναίκα σε μειονεκτικότερη έναντι του άνδρα θέση· «το αρσενικό είναι από τη φύση καλύτερο», γράφει, «ενώ το θηλυκό χειρότερο»27. Ύστερα απ’ αυτό, πώς ήταν δυνατό το «ασθενές» φύλο να γίνει δεκτό σε ανδροκρατούμενους χώρους, όπως οι σχολές ανώτερης παιδείας. Στην ουσία, αν εξαιρέσει κανείς το γυναικωνίτη, όλοι οι χώροι, εντός κι εκτός του σπιτιού, προορίζονταν μόνο για το «ισχυρό φύλο» και συνεπώς ήσαν ανδροκυριαρχούμενοι. ίί) Φιλομακεδονικό ίδρυμα. Επειδή ο Αριστοτέλης και οι διάδοχοί του στο Λύκειο δεν ήσαν Αθηναίοι πολίτες, το ίδρυμα βρισκόταν σε μειονεκτική έναντι της Ακαδημίας θέση, τουλάχιστο κατά τα πρώτα χρόνια της Ελληνιστικής περιόδου, όπου η Μακεδονία δεν ήταν καθόλου προσφιλής στο κλεινό άστυ. Είναι γνωστό ότι ο ιδρυτής και διευθυντής του Περιπάτου ήταν Μακεδόνας κι είχε χρηματίσει παιδαγωγός του Μ. Αλεξάνδρου. Επιπλέον, στη σχολή χορηγούνταν τεράστια χρηματικά ποσά από τη Μακεδονική δυναστεία, και το χειρότερο όλων, υπήρχε στην Αθήνα ισχυρό αντιμακεδονικό κόμμα που έτρεφε άσπονδο κατά των Μακεδόνων μίσος. Όταν η κυριαρχία της πόλης βρισκόταν σε Μακεδονικά χέρια, το Λύκειο ευδοκιμούσε. Αλίμονο του όμως αν τα ηνία της εξουσίας περνούσαν σ’ άλλα χέρια. Η Αριστοτελική σχολή κυριολεκτικά δεινοπαθούσε. Αλλ’ ας δώσουμε το λόγο στα γεγονότα, όπως μας τα παραδίδουν οι πηγές.
 
α) Όταν διαδόθηκε ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου (323) οι Αθηναίοι πανηγύριζαν ως μανιακοί. Πίστεψαν ότι θ’ απαλλαγούν για πάντα από τη Μακεδονική κηδεμονία. Τότε κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη γι’ ασέβεια28. Έχοντας όμως κατά νουν το πάθημα του Σωκράτη, ο φιλόσοφος έφυγε για τη Χαλκίδα, που ήταν υπό Μακεδονική φρουρά και πατρίδα της μητέρας του, για να μη δώσει, όπως είπε, την ευκαιρία στους Αθηναίους «δίς ἐξαμαρτεῖν εἰς φι­λοσοφίαν»29. Τελικά, τον πρόωρο θάνατο δεν τον απέφυγε. Λένε ότι πνίγηκε στον Εύριπο καθώς μετρούσε την παλίρροια, αλλά δεν είναι σωστό. Σίγουρα πέθανε από σοβαρές ενοχλήσεις στο στομάχι.
 
Μαζί με τον Αριστοτέλη, κι από το φόβο φυσικά των Αθηναίων έφυγαν από την πόλη αρκετοί μαθητές του, όπως συνέβη με την καταδίκη του Σωκράτη, κατευθυνόμενοι προς τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Επέστρεψαν βέβαια αργότερα, όταν η εκδικητική μανία των Αθηναίων κατάπαυσε. Δεν αποκλείεται το Λύκειο να μη διέκοψε τη λειτουργία του και να μην έπαθε ζημιές, αφού ο Θεόφραστος, που βρισκόταν συμπτωματικά μακριά από την πόλη, επέσπευσε την επάνοδό του σ’ αυτή. Τότε η πατρίδα του, η Μυτιλήνη, ήταν σύμμαχος της Αθήνας30.
 
β) Όταν ο Αντίπατρος νίκησε ενωμένους τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους στο Λαμιακό πόλεμο (322), φέρθηκε σκληρά προς την πόλη. Την Ακαδημία βέβαια σεβάστηκε, αλλά γενναιόδωρα φέρθηκε μόνο προς το Λύκειο. Πεθαίνοντας (319), η σχολή βρέθηκε σε κίνδυνο, για να γνωρίσει στη συνέχεια άνθηση από τον επόμενο χρόνο που τα ηνία της πόλης ανέλαβε ο Κάσσανδρος.
 
γ) Ευνοϊκές για τον Περίπατο συνθήκες επικράτησαν όσο κυβερνούσε ο Δημήτριος Φαληρέας, μαθητής της σχολής. Τότε, το Λύκειο απέκτησε δικό του Κήπο31. Όταν όμως κυρίευσε την πόλη ο Δημήτριος Πολιορκητής (307), μ’ εισήγηση ενός Σοφοκλή από το Σούνιο, ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε στους φιλοσόφους να διδάσκουν στην πόλη. Ο σκοπός ήταν σαφής· να κλείσει το Λύκειο. Τον επόμενο όμως χρόνο (306) τα πράγματα άλλαξαν. Τότε, κάποιος Φίλων πέτυχε να κηρύξει παράνομη την απόφαση κι ο Σοφοκλής να καταδικαστεί «ἐπί ἀσεβείᾳ» και να πληρώσει ως πρόστιμο πέντε (5) τάλα­ντα32. Στο μεταξύ το Λύκειο είχε μείνει κλειστό επί ένα χρόνο.
 
δ) Ζημιές έπαθαν οι εγκαταστάσεις της σχολής όταν αργότερα (288/7) ξέσπασαν νέες αντιμακεδονικές ταραχές33.
 
3. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
Απ’ όσα ειπώθηκαν για τις διαφορές μεταξύ του Λυκείου και της Ακαδημίας, δεν πρέπει να νομιστεί ότι απουσίαζαν απ’ τις δύο σχολές και κάποιες ομοιότητες.
 
α. Διαδοχή
Τόσο στην Ακαδημία, όσο και στο Λύκειο, η παραμονή του σχολάρχου στη διεύθυνση της σχολής ήταν ισόβια· μόνο με το θάνατό του περνούσε στα χέρια άλλου με υπόδειξη του προκατόχου ή με ψηφοφορία. Γνωρίζουμε μάλιστα λεπτομέρειες, σχετικά με τη διαδοχή του Αριστοτέλη. Σε ηλικία 62 ετών κι ένα χρόνο μετά τη φυγή του από την Αθήνα κι από τη διεύθυνση της σχολής, ο φιλόσοφος ήταν βαριά άρρωστος κι οι πιθανότητες να επιζήσει ελάχιστες. Κάθε «πρεσβύτερος» μαθητής προσπαθούσε με τον τρόπο του ν’ αποσπάσει το διορισμό του στη σχολαρχία. Μεταξύ των πολλών πράγματι σπουδαίων μαθητών του, ξεχώριζαν δύο, ο Θεόφραστος από τη Λέσβο κι ο Εύδημος από τη Ρόδο. Ζήτησε λοιπόν κρασί από τα δύο νησιά, αλλά του άρεσε πιο πολύ της Λέσβου. Όλοι κατάλαβαν το συμβολισμό και ομόθυμα αποδέχτηκαν το Θεόφραστο ως Λυκειάρχη34. Ο ετοιμοθάνατος ούτε και στις τελευταίες στιγμές του δεν απέκρυψε την αγάπη κι εκτίμησή του προς το Θεόφραστο. Αξίζει να τονιστεί ότι το αρχικό όνομα του δεύτερου σχολάρχου του Λυκείου ήταν Τάρταμος, αλλά «διά τό τής φράσεως τό θεσπέσιον» τον μετονόμασε σε Θεόφραστο35.
 
Εκτός από τον Αριστοτέλη, πρέπει να λεχθεί, κι άλλοι σχόλαρχοι προτίμησαν την υπόδειξη από την εκλογή δια ψήφου.
 
ί) Ο Θεόφραστος υπέδειξε το Νηλέα, αλλ’ η ομάδα των διδασκόντων ψήφισε το Στράτωνα, όπως είδαμε.
 
ii)  Ο Στράτων παρέδωσε τη διεύθυνση του Λυκείου στο Λύκωνα, επειδή οι άλλοι ήσαν ηλικιωμένοι ή δεν είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους για ν’ ασκήσουν μ’ επιτυχία τα καθήκοντα του σχολάρχου36.
 
iii)  Ο Λύκων καινοτόμησε. Αντί να υποδείξει, όπως οι προκάτοχοί του ή οι συνάδελφοί του στην Ακαδημία, κάποιον ως διάδοχό του, όρισε εκλεκτορικό σώ­μα, το πρώτο στην ιστορία των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα· εξουσιοδότησε με τη διαθήκη του εννέα (9) μέλη του διδακτικού προσωπικού, οπωσδήποτε τα σημαντικότερα, να εκλέξουν δια ψηφοφορίας τον καλύτερο ως σχόλαρχο37. Η διαφορά από τα σημερινά εκλεκτορικά σώματα ήταν μόνο μία καθένας της 9μελούς ομάδας ήταν ταυτόχρονα εκλέγων κι εκλεγόμενος.
 
β. Δίδακτρα
Ούτε ο Πλάτων ούτε ο Αριστοτέλης δεν έπαιρναν χρήματα από τους μαθητές τους, αλλά δέχονταν, όπως είπαμε, χρηματικά δώρα από φίλους κι ηγεμόνες. Ο πρώτος από το Δίωνα, το Διονύσιο και άλλους38, ο Αριστοτέλης από τους Μακεδόνες. Οι διάδοχοί τους όμως δεν τήρησαν το παράδειγμά τους. Ο Σπεύσιππος (347-339) της Ακαδημίας κι ο Λύκων του Λυκείου (268-224) έπαιρναν δίδακτρα. Ο τελευταίος μάλιστα αρκετά υψηλά, επειδή ζούσε πολυτελή ζωή κι είχε πολλούς δούλους στην υπηρεσία του39.
 
γ· Άρχων
Εκτός από το σχόλαρχο, στο Λύκειο, όπως και στην Ακαδημία, εισήχθηκε νωρίς ο θεσμός του άρχοντα. Σχετικά γνωρίζουμε ότι προερχόταν πάντοτε από την τάξη των πρεσβυτέρων και η θητεία του διαρκούσε μερικές ημέρες, συνήθως δέκα (10). Η σκυτάλη του άρχοντα παραδινόταν από το σχόλαρχο σε καθένα από τα πρεσβύτερα μέλη της σχολής και για ορισμένο χρόνο, ίδιο για όλους.
 
Παραλείψαμε ν’ αναφέρουμε ότι οι μαθητές των σχολών αυτών, εκτός από εσωτερικούς κι εξωτερικούς, χωρίζονταν σε πρεσβυτέρους40 και νεανίσκους («μειράκια»)41. Οι πρώτοι ασχολούνταν με διδασκαλία ή κι έρευνα, ενώ οι νέοι με μάθηση. Δεν είναι δυνατό, για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης να μαθήτευε επί είκοσι (20) ολόκληρα χρόνια στην Ακαδημία. Ύστερα από μερικά (3-4) χρόνια σπουδών, κάθε μαθητής, που παρέμενε στη σχολή, έπαιρνε τον τίτλο του πρεσβύτερου κι αναλάμβανε διδακτικό, συγγραφικό ή ερευνητικό έργο ή συνδυασμό αυτών.
 
Πρώτος λοιπόν ο Ξενοκράτης (339-314) της Ακαδημίας ανέθετε σε καθένα πρεσβύτερο και επί 10 ημέρες ορισμένες αρμοδιότητες με διττό πιθανότατα σκοπό.
α) Με την άσκηση στην εξουσία του άρχοντα, κάθε πρεσβύτερος μαθητής προετοιμαζόταν ν’ αναλάβει μελλοντικά τη διεύθυνση της σχολής, αν η βούληση του σχολάρχου ή η ψήφος των συναδέλφων του την εμπιστευόταν σ’ αυτόν,
β) Η επιτυχία στις υπευθυνότητες του άρχοντα αποτελούσε πρόκριμα για τη σχολαρχία.
Τον ίδιο θεσμό είχε αποδεχτεί, ενόσω ακόμη ζούσε, ο Αριστοτέλης42. Αργότερα, μετά το θάνατο του Ξενοκράτη, το Λύκειο αύξησε τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων του άρχοντα από δέκα (10) σε τριάντα (30) ημέρες43.
Είναι πολύ φυσικό να γεννηθεί το ερώτημα· ποιες υπευθυνότητες αναλάμβανε ο άρχοντας της σχολής, του Λυκείου ή της Ακαδημίας;
Δυστυχώς, οι πληροφορίες μας είναι ελλιπέστατες. Παρόλα αυτά, δύο αρμοδιότητες φαίνονται ως βέβαιες.
α) Είχε καθήκοντα επί των οικονομικών της σχολής. Τούτο συνάγεται έμμεσα από μαρτυρία του Αθήναιου, σύμφωνα με την οποία ο σχόλαρχος Λύκων δημιουργούσε στον άρχοντα προβλήματα με τα πολυδάπανα γεύματα της σχολής. Κάθε μαθητής κατέβαλλε το μερίδιό του, αλλά τα χρήματα σπαταλιούνταν σε φίλους του Λύκωνα και πολλά παράπονα από πολλούς ακούγονταν. «Επειδή υπεροψία και πολλή πολυτέλεια χρησιμοποιούσε»44, προσθέτει η ίδια πηγή, πολλοί απέφευγαν το Λύκειο, όπως πόλη με βαριά φορο­λογία45.
β) Η άλλη αρμοδιότητά του ήταν να επιβάλλει την τάξη και την ευκοσμία στους νέους, που φοιτούσαν στη σχολή, αλλά και στους απλούς πολίτες, που παρακολουθούσαν σ’ αυτή διαλέξεις.
 
δ. Ελεύθερη είσοδος
Το Λύκειο κι η Ακαδημία ιδρύθηκαν μέσα ή δίπλα στ’ αντίστοιχα γυμνάσια της Αθήνας για ν’ αποτελέσουν μαζί μ’ αυτά κομμάτι της δημόσιας ζωής της πόλης. Αν ήθελαν να είναι αποκομμένα από το λαό, θα χτίζονταν σε ερημικά μέρη, όπως τα μοναστήρια, ή θα περιβάλλονταν με υψηλό μαντρότοιχο, όπως η Πυθαγόρεια σχολή. Επομένως, άνοιγαν τις πύλες τους μαζί με τα γυμνάσια σ’ όλους τους Αθηναίους πολίτες. Κι όχι μόνο σ’ αυτούς αλλά και σε πρώην δούλους ακόμη. Μα ήταν κάτι τέτοιο δυνατό τη στιγμή που και στο Θεμιστοκλή απαγορευόταν, επειδή ο πατέρας του μόνο ήταν γνήσιος Αθηναίος; Το Κυνό- σαργες, όπως είδαμε, προοριζόταν για τους νέους αλλά κι ενηλίκους, που δεν ήσαν πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Για τους δούλους, που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως εργαλεία των ελεύθερων πολιτών, δεν υπήρχε κανένα γυμνάσιο επειδή, εκτός των άλλων, δεν επιτρεπόταν να γυμνάζονται και ν’ αλείφονται με λάδι, το «ξηραλοιφεῖν», όπως το έλεγαν. Κανένας όμως νόμος δεν τους απαγόρευε να παρακολουθούν μαθήματα ή τουλάχιστο διαλέξεις. Στην πράξη όμως, όπως είπαμε, κανένας δε φοιτούσε σε οποιοδήποτε σχολείο επειδή χρειάζονταν χρήμα και χρόνος διαθέσιμος. Όποιος όμως είχε εξασφαλίσει τις δύο αυτές προϋποθέσεις, κι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο σε πρώην δούλους, εξαγορασμένους κι ελευθερωμένους, τα σχολεία δεν του έφραζαν την είσοδο. Για όλα αυτά υπάρχουν αδιάσειστες μαρτυρίες.
α) Ο Βίων ο Βορυσθενίτης ήταν δούλος πριν φοιτήσει στην Ακαδημία και γίνει γνωστός ως φιλόσοφος. Αλλ’ ας δώσουμε στον ίδιο το λόγο να μας παρουσιάσει σε σκωπτικό τόνο μερικά βιογραφικά του στοιχεία. «Ο πατέρας μου», γράφει, «ήταν απελεύθερος, που σφούγγιζε τη μύτη του με το μανίκι τον… Η μητέρα μου ήταν το είδος εκείνο της γυναίκας που τέτοια μπορούσε ένας άνδρας να παντρευτεί· δηλ. μια πόρνη. Ο πατέρας μου… με πώλησε μ’ όλα τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς του. Μ’ αγόρασε κάποιος ρήτορας σαν ήμουν ακόμη νέος κι όμορφος. Όταν πέθανε μ’ άφησε τα πάντα. Τότε έκαψα τα γραφόμενά του, μάζεψα τα μπαγκάζια μου κι ήλθα στην Αθήνα να σπουδάσω φιλοσοφία»46.
β) Αλλ’ ο Βίων δεν ήταν ο μόνος δούλος φοιτητής. Ο Αύλος Γέλλιος (2ος μ.Χ. αι.) στις «Αττικές Νύχτες» του παραθέτει τα ονόματα αρκετών άλλων. Ο Φαίδων, γνωστός από τον ομώνυμο Πλατωνικό διάλογο, ήταν αρχικά δούλος, αλλά ξεχώριζε για το ήθος και την ευφυΐα του. Λέγεται ότι με προτροπή του Σωκράτη, ο πλούσιος μαθητής του Κέβης τον εξαγόρασε και του έδωσε την ευκαιρία να σπουδάσει φιλοσοφία κοντά στο μεγάλο δάσκαλο. Πόσο δε αμοιβαία ήταν η αγάπη μεταξύ Σωκράτη και Φαίδωνα φαίνεται από το εξής γεγονός· σι τελευταίες στιγμές του φιλοσόφου και τα στερνά του λόγια συγκεντρώθηκαν σ’ ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Φαίδων», γ) Άλλοι απελευθερωμένοι δούλοι ήσαν ο Μένιππος, ο Πομπύλος47, δούλος του Θεόφραστου, ο Περσαίος του Ζήνωνα, του Επίκουρου ο υπηρέτης, ο Μυς48.
 
4. ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Είδαμε ότι το Λύκειο ανθούσε μόνο όταν η Μακεδονική δυναστεία, που κράτησε ως το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα, κυβερνούσε την Αθήνα κι υπέφερε οσάκις ανέβαιναν στην εξουσία οι αντίπαλοί της. Οπωσδήποτε τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε κατά την περίοδο που ήσαν σχόλαρχοι ο Αριστοτέλης (335- 323) κι ο Θεόφραστος (322-282). Ο θάνατος του Αριστοτέλη δεν έγινε αισθητός στη λειτουργία της σχολής επειδή η διεύθυνσή της πέρασε στα στιβαρά χέρια του διαδόχου του. Πράγματι, ο Θεόφραστος ήταν μεγάλος φιλόσοφος, λαμπρός επιστήμονας κι ερευνητής και προπαντός πολυγραφότατος. Ο θάνατός του όμως έδωσε το πρώτο χτύπημα στον Περίπατο. Από εκείνη την ημέρα το σαράκι της παρακμής τρύπωσε στο σώμα του κι άρχισε να τρέφεται με τις σάρκες του. α) Όταν ο Νηλεύς αφαίρεσε τη βιβλιοθήκη, η σχολή δέχτηκε το δεύτερο και ισχυρότερο από το πρώτο πλήγμα, β) Οι ηγεμόνες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου πρόσφεραν δελεαστικές προτάσεις σε ρήτορες και φιλοσόφους των αθηναϊκών σχολών να διδάξουν στις νέες σχολές του Ελληνιστικού κόσμου. Η πνευματική άνθηση που γνώρισαν οι πρωτεύουσες των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου υποδηλώνουν ότι η πρόσκληση σοφών βρήκε ανταπόκριση στην Αθήνα, γ) Η άλωση της Αθήνας από το Ρωμαίο Σύλλα και οι καταστροφές που επακολούθησαν (86 π.Χ) είχαν ως αποτέλεσμα το κλείσιμο όλων των σχολών για μερικά χρόνια49.
 
Η κατάκτηση της Αθήνας από τους Ρωμαίους κι η διακυβέρνησή της από Λατίνους άρχοντες, ωφέλησε, όπως είδαμε, τις σχολές ανώτερης παιδείας. Αλλά κι ο Χριστιανισμός, στέλνοντας αξιόλογους οπαδούς του στην Αθήνα για σπουδές, ενίσχυσε, αντί ν’ αποδυναμώσει, τη ζωτικότητά τους. Τελικά, μόνο ο χρόνος στάθηκε για το Λύκειο και τις άλλες φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας ο πλέον αμείλικτος κι ασυνθηκολόγητος εχθρός τους. Μολαταύτα κατάφεραν ν’ αντιτάξουν και σ’ αυτόν και στη φθορά πείσμονα αντίσταση ως την ημέρα που θυροκολλήθηκε το Διάταγμα του Ιουστινιανού.
 
Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Περίπατος σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία του το 86 π.Χ., όταν ο τρομερός Σύλλας κατέστρεψε την πόλη, προβάλλοντας αρκετά και λογικά επιχειρήματα.
 
α) Όταν ο Κικέρων ήλθε για σπουδές στην Αθήνα (79 π.Χ.) δε βρήκε Λύκειο50, β) Ο Απόστολος Παύλος (1ος μ.Χ. αι.) αναφέρει ότι μόνο Επικούρειους και Στωικούς φιλοσόφους συνάντησε στην Αθήνα51, γ) Ο Σενέκας μας πληροφορεί ότι στον ίδιο αιώνα, σταμάτησε η διαδοχή σχολάρχων στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, γράφει· «ολόκληρες οικογένειες φιλοσόφων απομένουν χωρίς διάδοχο. Οι Ακαδημιακοί κι οι παλιοί κι οι ελάσσονες (φιλόσοφοι) δεν άφησαν κανένα καθηγητή». Και συμπληρώνει· ούτε σκεπτικιστής ούτε Πυθαγόρειος υπάρχει’’2, δ) Ο Συνέσιος πριν γίνει επίσκοπος Κυρήνης, είχε σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας, πλησίον στην τραγική Υπατία53. Στις αρχές του 5ου αιώνα, επισκέφτηκε την Αθήνα. Σε δύο επιστολές του54 διεκτραγωδεί το κατάντημα της πόλης και βεβαιώνει το κλείσιμο των φιλοσοφικών της σχολών.
ε) Οι φιλόσοφοι, που εγκατέλειψαν την Αθήνα μετά το περίφημο έδικτο του Ιουστινιανού (529), προέρχονταν μόνο από την Ακαδημία.
Όσο κι αν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, η παραπάνω επιχειρηματολογία ισχυρή, η πραγματικότητα υπήρξε, όπως θ’ αποδείξουμε, διαφορετική55, α) Δεν έχουμε την πρόθεση να διαψεύσουμε τον Κικέρωνα. Αντίθετα, αποδεχόμαστε ως αυθεντική τη μαρτυρία του για το Λύκειο. Δεν ήταν μόνο ο Περίπατος κλειστός αλλά κι η Ακαδημία, την οποία, όπως είδαμε, επισκέφτηκε με φίλους του. Ύστερα από τη «βιβλική» καταστροφή που υπέστη η πόλη, ήταν φυσικό ν’ αναστείλουν τη λειτουργία τους για μακρό χρονικό διάστημα. Αν η Ακαδημία κατάφερε να επαναλειτουργήσει πριν ο μέγιστος ρήτορας της Ρώμης πατήσει Αττικό χώμα, δε σημαίνει ότι και το Λύκειο όφειλε ν’ ανοίξει ταυτόχρονα τις πύλες του. Ίσως χρειάστηκε μερικά ακόμη χρόνια ν’ ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
β) Ο Απόστολος Παύλος δε λέει ότι δεν υπήρχαν άλλοι φιλόσοφοι στην Αθήνα, αλλ’ ότι «μερικοί Επικούρειοι και Στωικοί φιλόσοφοι άνοιξαν μαζί τον κουβέντα»56. Ο Παύλος δεν ήταν κανένα γνωστό ή σημαντικό για τους Αθηναίους πρόσωπο, ώστε να συγκεντρωθούν γύρω του οι υψηλόφρονες φιλόσοφοι της Ακαδημίας και του Λυκείου. Οι ελάχιστοι Επικούρειοι και Στωικοί, που η περιέργεια ή η σύμπτωση τους μετέβαλλε σε ακροατές του Παύλου, δεν αποκλείεται να μην ήσαν κανονικοί φιλόσοφοι των δύο σχολών, αλλ’ εξωτερικοί μαθητές τους κι ο Παύλος τους εμφανίζει ως τέτοιους για να υπογραμ­μίσει την υψηλή ποιότητα του ακροατηρίου του. γ) Του Σενέκα η μαρτυρία δεν μπορεί στο σύνολό της ν’ ανταποκρίνεται στα πράγματα για πολλούς λόγους, τους εξής:
1)  Έχει δίκαιο ότι δεν υπήρχαν σκεπτικιστές. Πράγματι, ο θάνατος του Πύρρωνα (275 π.Χ.) και του μαθητή του Τίμωνα (235 π.Χ.) έκλεισε τη «σχολή» του σκεπτικισμού.
2)  Φυσικά ούτε Πυθαγόρειος φιλόσοφος ζούσε τον Ιο μ.Χ. αιώνα. Η Πυθαγόρεια σχολή, είπαμε άλλοτε, τερμάτισε μαζί με την κλασική εποχή το βίο της.
3)  Ενώ ο Σενέκας μιλά για διακοπή της διαδοχής στις φιλοσοφικές σχολές του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο Διογένης Λαέρτιος μας βεβαιώνει ότι υπήρχε κανονική διαδοχή σχολάρχων στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, αλλά μόνο στη σχολή των Επικούρειων, ενώ στις άλλες είχε σταματήσει επειδή είχαν «σχεδόν» σβή­σει57. Αυτό το «σχεδόν» αφήνει ανοιχτό παράθυρο στην αμφιβολία. Μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι κι άλλες σχολές υπήρχαν, αλλά φυτοζωούσαν.
4)  Αν οι φιλοσοφικές σχολές, κατά το Σενέκα, είχαν εξαφανιστεί κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο Μάρκος Αυρήλιος, έναν αιώνα αργότερα, τις ανέσυρε από την τέφρα τους να τις προικοδοτήσει; Οκτώ (8) από τις εννέα (9) έδρες που μισθοδότησε ο αυτοκράτορας ανήκαν στις γνωστές τέσσερις (4) αθηναϊκές σχολές της φιλοσοφίας, Ακαδημία, Λύκειο, Στωική και Επικούρεια’18.
δ) Ο Συνέσιος είναι υπερβολικός. Σ’ άλλη μας εργασία είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε τους λόγους που έκαναν το μαθητή του Αλεξανδρινού πανεπιστημίου να διαστρεβλώνει τα πράγματα59.
ε) Δεν αποτελεί απόδειξη η αναφορά στους επτά (7) Ακαδημεικούς φιλοσόφους, που κατέφυγαν στην Περσία. Είναι αστείος ο συλλογισμός· αν υπήρχαν και Περιπατητικοί θα έφευγαν. Είναι βέβαιο ότι ο ιστορικός Αγαθίας δε θ’ αναφερόταν στους 7 αιθεροβάμονες φιλοσόφους αν δεν είχαν τη γνωστή περιπέτεια. Θα ήταν τότε ορθό να υποστηρίξουμε ότι ήταν κλειστή κι η Ακαδημία;
 
Ύστερα απ’ όλα αυτά φτάνουμε στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η άποψη μερικών, σύμφωνα με την οποία ο Περίπατος έκλεισε τον 1ο π.Χ. αιώνα, μόνο ως εξωφρενική πρέπει να χαρακτηριστεί. Πιθανότατα, το Λύκειο ακολούθησε την τύχη της Ακαδημίας· έκλεισε οριστικά τις πύλες του τον 6ο αιώνα, μετά το απαγορευτικό Διάταγμα του Ιουστινιανού.
 
5. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕ! ΑΠΟΨΕΙΣ
Αν κι ο Αριστοτέλης μαθήτευσε επί δύο ολόκληρες δεκαετίες κοντά στον Πλάτωνα, δεν ασπάστηκε στο σύνολό τους τις φιλοσοφικές κι άλλες απόψεις του. Αντίθετα· συχνά απομακρύνεται τόσο πολύ από το δάσκαλό του, ώστε ο τελευταίος να κάνει λόγο για «κλώτσημα πώλου». Εκείνο πάντως που αντιδιαστέλλει εμφανέστατα τους δύο φιλοσόφους-παιδαγωγούς είναι η προσγείωση κι ο ρεαλισμός του Αριστοτέλη, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, ώστε να έχει κανείς την αίσθηση ότι οι απόψεις του, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι εντελώς σύγχρονες κι εφαρμόσιμες. Αυτό πρέπει ν’ αποδοθεί, εκτός των άλλων, στο γεγονός ότι προήλθαν από συστηματική παρατήρηση των δύο παιδιών του60 και του Μ. Αλεξάνδρου, του οποίου υπήρξε παιδαγωγός.
 
Στον Αριστοτέλη οπωσδήποτε ανήκει η τιμή ότι πρώτος αυτός ασχολήθηκε σε ιδιαίτερα βιβλία του με αμιγή ψυχολογικά θέματα. Παραθέτουμε τους τίτλους μερικών «Περί ψυχής», «Περί αισθήσεως και αισθητών», «Περί μνήμης και αναμνήσεως», «Περί ύπνου και εγρηγόρσεως», «Περί ενυπνίων». Αξίζει να σημειωθούν σχετικά τα εξής.
 
α) Οι ψυχολογικές απόψεις του Αριστοτέλη δεν αναφέρονται μόνο στον άνθρωπο, όπως θ’ ανέμενε κανένας, αλλά και στα ζώα. Ακόμη και στα φυτά. Όλα τα έμβια όντα, κατά το φιλόσοφο, έχουν ψυχή. Συγκεκριμένα τα φυτά έχουν μόνο «θρεπτική ψυχή» τα ζώα «θρεπτική» κι «αισθητική»61 κι ο άνθρωπος, εκτός απ’ αυτές τις δύο, είναι προικισμένος από τη φύση με «λογική ψυχή».
β) Η προσέγγιση όλων των ψυχολογικών θεμάτων του είναι κατά βάση βιολογική και φιλοσοφική. Οι σχετικές του θέσεις δεν είναι απόρροια, όπως σήμερα, πειραματισμού αλλά συστηματικής παρατήρησης και φιλοσοφικής θεώρησης.
γ) Οι σημαντικότερες περί ψυχής απόψεις του ευρίσκονται έξω από τα ψυχολογικά του έργα. Τα «Πολιτικά» και τα «Ηθικά» του αποτελούν σπουδαίες πηγές ψυχολογικών και παιδαγωγικών γνώσεων.
Είναι λυπηρό που ο χώρος δε μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε, έστω κι αδρομερώς, τις ψυχολογικές του θέσεις. Θα περιοριστούμε σε δειγματοληπτική μόνο παρουσίασή τους.
 
α. Αισθήσεις
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Πλάτων μικρή αξία απέδιδε στις αισθήσεις, αφού τα παρατηρούμενα αντικείμενα είναι γι’ αυτόν κακέκτυπα της πραγματικότητας. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ως πραγματικά τα όντα και τις αισθήσεις ως αξιόπιστους της πραγματικότητας πληροφοριοδότες. Και το σημαντικότερο· πιστεύει ότι χωρίς την αίσθηση των πραγμάτων είναι αδύνατη η οικοδόμηση της διάνοιας. Από την επαφή και μόνο με τ’ αντικείμενα θα σχηματιστούν οι πνευματικές εικόνες, παραστάσεις κι έννοιες, με τις οποίες εργάζεται το πνεύμα. «Χωρίς την κατ’ αίσθηση αντίληψη», λέει, «ούτε να μάθει κανείς ούτε να καταλάβει κάτι μπορεί· και όταν ακόμη εργαζόμαστε θεωρητικά, πρέπει να έχουμε κάποια πνευματική εικόνα να σκεφτούμε. Γιατί οι πνευματικές εικόνες είναι όμοιες με τ’ αντικείμενα που βλέπουμε αλλά άυλες»62. Και σ’ άλλη περίπτωση υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα των πνευματικών εικόνων που έχουν την αφετηρία τους στις αισθήσεις· «είναι αδύνατο ακόμη και να σκεφτεί κανείς χωρίς πνευματικές εικόνες»63, γράφει.
 
Με βάση τις απόψεις του Αριστοτέλη πλάσθηκε το γνωστό «οὐδέν ἐν τῷ νῷ ὅ μή πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει», το οποίο επικόλλησαν στο λάβαρο του εμπειρισμού οι πρώτοι αιώνες που αμέσως διαδέχτηκαν την Αναγέννηση.
 
β. Ορμές
Στο προηγούμενο κεφάλαιο, έγινε αρκετός λόγος για τα ένστικτα. Κάθε άνθρωπος, είπαμε, έχει σύμφυτες με τη φύση του ορισμένες δυνάμεις, γνωστές ως ένστικτα ή ορμές, οι οποίες τον παρωθούν σε ικανοποίηση ποικίλων αναγκών του, μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η επιβίωσή του ως βιολογικού όντος κι η πνευματική προαγωγή του. Πρώτος ο Αριστοτέλης επισήμανε των «ορέξεων», όπως καλεί τις ορμές, το λειτουργικό ρόλο, ο οποίος γίνεται στο σύνολό του αποδεκτός σήμερα. Και πρώτος αυτός ταξινόμησε σε κατηγορίες τις ορμές συνδέοντάς τες με τις αντίστοιχες ανάγκες του ανθρώπου, τις οποίες υπηρετούν κι εκτρέφουν κι από τις οποίες παίρνουν και τ’ όνομά τους.
 
i) Ορμή για γνώση. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην προσπαθεί να ικανοποιήσει την περιέργειά του και να γνωρίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει, άψυχο και έμψυχο. Γνωστότατη και ορθότατη είναι η Αριστοτελική ρήση· «πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει»64.
 
ii) Ορμή για κίνηση. Άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή είναι η κίνηση. Μόνο οι νεκροί δε σαλεύουν. Εντονότερα, η τάση προς κίνηση εκδηλώνεται στα νεαρά άτομα. «Το μικρό παιδί», γράφει, «δεν μπορεί να ησυχάσει»65. Γιαυτό είναι υποχρέωσή μας «η κίνησή του να υποθάλπεται και μ’ άλλες ενέργειες και με το παιχνίδι»66.
 
iii) Ορμή για μίμηση. Ο Αριστοτέλης σωστά υποστηρίζει ότι «η μιμητική τάση είναι παρούσα στους ανθρώπους όταν είναι ακόμη μικρά παιδιά και σ’ αυτό διαφέρουν από τ’ άλλα ζώα, ότι δηλ. έχουν μεγάλη μιμητική ικανότητα και τις πρώτες μαθήσεις τους αποκτούν με τη μίμηση»61. Είναι βέβαιο ότι οι παλιοί κι οι νέοι ψυχολόγοι τίποτε δεν κατάφεραν να προσθέσουν στην παραπάνω θέση του Σταγειρίτη.
 
iν) Ορμή για επικοινωνία. Ο άνθρωπος, λέει ο Αριστοτέλης, έχει άμεση ανάγκη από την παρουσία άλλων ανθρώπων. Μακριά απ’ ανθρώπινη κοινωνία, από τη γέννησή του ως το τέλος της ζωής του, δεν μπορεί να ζήσει ως άνθρωπος με τ’ ανθρώπινα γνωρίσματα. Τότε θα ήταν θηρίο ή θεός68. Γιαυτό διατείνεται ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο»69.
 
γ. Στάδια ανάπτυξης
Είναι αλήθεια ότι η διαίρεση της ανθρώπινης ζωής σε στάδια ανάπτυξης δεν είναι επινόηση του Αριστοτέλη. Πρώτος μίλησε για την ανά επταετία ανάπτυξη του ανθρώπου ο Σόλων70. Ο Αριστοτέλης υιοθέτησε όπως φαίνεται από τα λόγια του, αυτή την άποψη· «όσοι διαιρούν την (ανθρώπινη) ηλικία σε επταετίες έχουν αρκετό δίκαιο»71. Για τη μάθηση όμως μόνο οι δύο μετά την πρώτη έχουν σημασία72 και μ’ αυτές μόνο ασχολείται στα «Πολιτικά» του. ί) Πρώτο (0-7) Κατά τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του, το «παιδίον» δεν πρέπει να απομακρύνεται από τους κόλπους της οικογένειας· «μέχρι τα επτά τον, είναι αναγκαίο για το παιδί ν’ ανατρέφεται στο σπίτι»73, σημειώνει. Πράγματι, ως το τέλος του περασμένου αιώνα, κανένας δε σκέφτηκε ότι το παιδί είναι δυνατό πριν από τα 7 να διαμένει και να εκπαιδεύεται έξω από τον οικογενειακό περίβολο.
 
Κύρια απασχόλησή του σ’ αυτό το στάδιο είναι το παιχνίδι και πνευματική του τροφή οι μύθοι74, που έχουν επιλεγεί με πολλή προσοχή. Δεν ακούει βρώμικα λόγια για να μη βλάψει την ψυχή του75 ούτε υποβάλλεται σε σωματικούς κόπους που μπορούν να βλάψουν τη σωματική του ανάπτυξη76, ϋ) Δεύτερο (7-14). Το «παιδίον» έπαψε πια να είναι μικρό παιδί· έγινε «παΐς». Αυτή κι η επόμενη περίοδος ανάπτυξης του ανθρώπου είναι οι πλέον κατάλλη­λες για συστηματική μάθηση. «Δύο είναι οι ηλικίες», γράφει, «προς τις οποίες έχει διαιρεθεί η αγωγή, μετά από τα επτά ως την εφηβεία και από την εφηβεία ως τα είκοσι ένα»77. Θα του δοθεί η ευκαιρία να ταχθεί υπέρ της δημόσιας και υποχρεωτικής παιδείας όλων των κατοίκων της πόλης78 και να εξάρει δια μακρών τη σπουδαιότητα των τεσσάρων (4) βασικών μαθημάτων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (ανάγνωσης, αριθμητικής, γυμναστικής και μουσικής), iii) Τρίτο (14-21). Ο «παις» τώρα έγινε έφηβος ή «μειράκιον» για τους αρχαί­ους. Έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μ’ ευχέρεια την αφαιρετική σκέψη και ν’ αφοσιώνεται σε ιδέες και ηθικές αξίες. Δυστυχώς, τα «Πολιτικά» έμειναν ατελείωτα κι ο συγγραφέας τους τίποτε δε μας λέει για την εκπαίδευση του ανθρώπου κατά το τρίτο και τελευταίο στάδιο της μαθησιακής ανάπτυξής του.
 
6. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Στα έργα του Αριστοτέλη υπάρχουν διάσπαρτες πολλές παιδαγωγικές του ιδέες, ιδιαίτερα στα «Πολιτικά» και τα «Ηθικά Νικομάχεια», τις οποίες ο χρόνος δεν κατάφερε ν’ αφανίσει. Ας παραθέσουμε μερικές μόνο απ’ αυτές.
 
α. Διδακτικές αρχές
Μια σύγχρονη διδακτική αρχή λέει ότι η μάθηση πρέπει ν’ αρχίζει από το γνωστό και να προχωρεί προς το άγνωστο. Έτσι, υπάρχει έτοιμη βάση, πάνω στην οποία επικάθεται η νέα γνώση και μαζί της, όπως το άγαλμα με το βάθρο του, θα δεθεί και θα παραμείνει στη συνείδηση. Κανένας όμως δεν αναφέρει ότι πρώτος την αρχή αυτή διατύπωσε ο Αριστοτέλης κι οι νεότεροι Ευρωπαίοι παιδαγωγοί, που θεωρούνται επινοητές της, δε φρόντισαν, όπως συνήθως κάνουν, ν’ αλλάξουν έστω τον εκφραστικό της μανδύα. «Ἀρκτέον μέν γάρ ἀπό τῶν γνωρίμων»79, είπε ο φιλόσοφος. Αν έγραφε σήμερα (σε δημοτική και μονοτονικό) τα ίδια λόγια ως εξής θα διατύπωνε· «γιατί πρέπει ν’ αρχίζουμε από τα γνωστά»80.
 
Στον Αριστοτέλη θα μπορούσαμε έμμεσα ν’ αποδώσουμε και την αρχή της αυτενέργειας, αλλά πριν απ’ αυτόν ο Σωκράτης, όπως είδαμε, την εφάρμοζε στην πράξη. Έπειτα, ο ίδιος παραθέτει σχετική γνώμη του Ησίοδου, την οποία φυσικά προσυπογράφει. Είχε πει ο ποιητής «των ειλώτων και των περίοικων» κατά Λυκούργο· «όποιος βρίσκει μόνος τον το κάθε τι είναι παραπάνω από άριστος» 81.
 
Πώς αλλιώς μπορούσε κανείς να εκφράσει εναργέστερα την αρχή της αυτενέργειας;
 
β. Άσκηση κι αρετή
Ο Σωκράτης είχε, όπως είδαμε, την αφέλεια να πιστεύει ότι η αρετή είναι καθαρό θέμα γνώσης· «οὐδεις ἑκών κακός», έλεγε. Ο Αριστοτέλης σωστά υποστήριζε ότι η αγαθοεργία βρίσκεται σε θετική σχέση με την άσκηση σ’ αυτή και την απόκτηση καλών συνηθειών κι αρνητική με τα κούφια λόγια. Δεν είναι έμφυτη η τάση προς το καλό, αλλ’ αποκτιέται σταδιακά μέσω της συνήθειας. Μην ξεχνάμε, λέει ο φιλόσοφος, ότι το ήθος (=ηθική) προέρχεται από το έθος(=συνήθεια) με απλή μετατροπή του ε σε μακρό η. «Αυτό σημαίνει», συνεχίζει, «ότι καμία ηθική αρετή δεν έχει φυτευθεί μέσα μας από τη φύση… αλλ’ είναι προϊόν συνήθειας»82. Και προσθέτει· η πρόσκτηση της αρετής δε διαφέρει από την εκμάθηση μιας τέχνης. «Οι άνθρωποι», παρατηρεί, «γίνονται οικοδόμοι χτίζον­τας, κιθαριστές παίζοντας τη λύρα. Κατά τον ίδιο τρόπο, γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες με σώφρονα έργα και γενναίοι μ’ εκτέλεση γενναίων πράξεων»83. Και καταλήγει στο συμπέρασμα-συμβουλή· «το παιδί πρέπει πρώτα να εκπαιδεύεται με τη συνήθεια παρά με το λόγο»84. Άλλωστε, το λογικό αργεί κάπως να εμφανιστεί στον άνθρωπο, ενώ είναι παρόν με τη γέννησή του το «άλογο» μέρος της ψυχής, στο οποίο κυριαρχούν τα ένστικτα κι οι επιθυμίες. Όπως το σώμα προηγείται του πνεύματος, έτσι και το άλογο του λογικού. Επομένως, κάθε προσπάθεια του ενηλίκου να κάνει τις «ορέξεις» του παιδιού να πειθαρχήσουν στο λόγο είναι μάταιος κόπος. Μόνο μέσω των συνηθειών μπαίνουν σε τάξη οι επιθυμίες του. Αν λοιπόν τα λόγια δε φέρνουν σπουδαίο αποτέλεσμα στον ενήλικο, στο νήπιο είναι ανώφελα.
 
Μάθηση και λύπη
Αντίθετα προς τον Πλάτωνα που πρότρεπε το δάσκαλο να εκπαιδεύει με παιγνιώδη τρόπο τα παιδιά, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η μάθηση είναι τόσο σοβαρή υπόθεση, ώστε να μην επιτρέπεται να μετατρέπεται σε παιχνίδι. Χρειάζεται πολλή προσπάθεια από το μαθητή, που ισοδυναμεί με στενοχώρια. «Είναι φανερό», παρατηρεί, «ότι δεν πρέπει να διαπαιδαγωγούμε τα παιδιά χάρη τον παιχνιδιού γιατί όσοι μαθαίνουν δεν παίζουν αναμφίβολα, η μάθηση συνδέεται με λύπη»85.
 
Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη, είν’ αλήθεια, δε διακρίνεται για την πρωτοτυπία της. Πριν απ’ αυτόν είχαν άλλοι διαπιστώσει ότι χωρίς κόπο και πολλή προσπάθεια τίποτε σπουδαίο δεν αποκτιέται. Και η παιδεία είναι το σημαντικότερο όλων των αγαθών. Θ’ αναφέρουμε μερικές αρχαίες ρήσεις,
 
α) Ο Δημόκριτος είχε πει· «αν τα παιδιά δεν κοπιάζουν… ούτε γράμματα θα μάθουν ούτε μουσική ούτε γυμναστική»86. Στον ίδιο ανήκουν κι αυτά τα λόγια· «τα ωραία πράγματα με κόπους πετυχαίνει η μάθηση. Τα αισχρά (έρχονται) μόνα τους και (καθένας) τ’ απολαμβάνει χωρίς προσπάθεια»87.
β) Ο Επίχαρμος προφανώς είπε «τών πόνων πωλοϋσιν ήμΐν πάντα τάγαθ’ οί θεοί»88, που με το χρόνο κατάντησε παροιμία,
γ) Φαίνεται ότι υπήρχε παλαιά παροιμία, όπως λέει ο Πλάτων, που έλεγε ότι «τα ωραία πράγματα είναι δύσκολα όταν πρόκειται να τα μάθει κανείς»89.
δ) Ο Ευριπίδης επίσης έλεγε· «μοχθεῖν ἀνάγκη τούς θέλοντας εὐτυχεῖν»90. Αλλά ποιος απαίδευτος μπορούσε στην αρχαιότητα τουλάχιστο να θεωρηθεί ευτυχής;
 
Γενικότερα, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι «η ευδαιμονία του ανθρώπου δε βρίσκεται στο παιχνίδι»91 κι ούτε μπορεί ν’ αποκτηθεί μ’ αυτό.
 
Η σύγχρονη θέση της παιδαγωγικής ταυτίζεται με την Πλατωνική, σ’ ό, τι βέβαια έχει σχέση με το παιχνίδι στη μάθηση, αλλά κατά βάθος δεν απορρίπτει και την αντίστοιχη Αριστοτελική. Στα μικρά παιδιά του νηπιαγωγείου και των κατώτερων τάξεων του δημοτικού σχολείου, μπορεί να εφαρμοστεί η πλατωνική άποψη. Από κει και πάνω το λόγο έχει η «λύπη» του Αριστοτέλη. Με ποιο παιγνιώδη τρόπο θα μάθει ο μαθητής τον Πυθαγόρειο πίνακα; Χωρίς πάμπολλες κι ανιαρές επαναλήψεις, το κλειδί του πολλαπλασιασμού και της διαίρεσης δεν κερδίζεται. Αλλά κι αν υπάρχει άξιος δάσκαλος που καταφέρνει με το παιχνίδι να τρέφει τη διάνοια του μαθητή, δεν πρέπει να τον αναζητήσουμε στη μέση ή ανώτατη εκπαίδευση. Γιατί ποια παιγνιώδη μορφή διδασκαλίας μπορεί να επινοήσει κανείς για τα μαθήματα του Λυκείου ή του Πανεπιστημίου; Ή ποιος υποψήφιος για τα ΑΕΙ δεν κουράζεται και μάλιστα υπερβολικά αν θέλει να εξασφαλίσει μια θέση σ’ αυτά; Ποιος απ’ αυτούς διαφωνεί με την Αριστοτελική ρήση, «μετά λύπης γάρ ή μάθησις»;
 
δ. Παράδειγμα
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αναγνωρίζει τη δύναμη του παραδείγματος στην αγωγή του νέου ανθρώπου κι ούτε παιδαγωγός που να μην παροτρύνει τους νέους να συναναστρέφονται μόνο ενάρετα άτομα. «Θα προέλθει άσκηση στην αρετή από τη συμβίωση με αγαθούς, όπως λέει ο Θέογνης»92, γράφει ο Αριστοτέλης. Αλλά ποιος είναι αγαθός; Ασφαλώς εκείνος που συνδυάζει την αρετή των λόγων με των έργων. Αν μεταξύ αυτών των δύο υπάρχει, διάσταση, το πρότυπο είναι αναποτελεσματικό κι ανάξιο για μίμηση. «Είναι τελείως παράλογο να κατηγορεί κανείς άλλους για όσα ο ίδιος κάνει ή θα κάνει, ή να προτρέπει να κάνουν οι άλλοι όσα ο ίδιος δεν κάνει ούτε πρόκειται να κάνει»93, παρατηρεί ο Αριστοτέλης.
 
7. ΣΚΟΠΟΣ
Ενώ το Λύκειο προετοίμαζε φιλοσόφους κι επιστήμονες πολλών κλάδων της γνώσης, το παιδαγωγικό σύστημα του Αριστοτέλη, όπως τ’ οραματίζεται στην ιδεατή πολιτεία του, δεν απομακρύνεται αισθητά, ως προς το σκοπό, από το Πλατωνικό. Δεν μπορεί να διανοηθεί, όπως ο διδάσκαλός του, ευδαιμονία του ατόμου μέσα σε μια δυστυχισμένη κοινωνία. Πιστεύει ότι η προκοπή της πόλης έχει προτεραιότητα έναντι της ατομικής προαγωγής. Κι όταν δείχνει ενδιαφέρον για την τελειοποίηση του ατόμου, κι αυτό δείχνει πρώτιστα να τον απασχολεί, για το καλό της κοινωνίας το κάνει. «Ό, τι εξυπηρετεί το άτομο», γράφει, «είναι καλό, αλλ’ ό, τι το έθνος και την πόλη είναι καλύτερο και πιότε­ρο στους θεούς αγαπητό»94. Δεν παραλείπει δε να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό. «Όλοι οι άνθρωποι», σημειώνει, «ανήκουν στην πόλη. Καθένας είναι μόριό της. Είναι δε πολύ φυσικό κάθε μόριο ν’ αποβλέπει προς το καλό του συνόλου» 5. Αλλά και η πολιτεία έχει υποχρέωση να φροντίζει, ώστε να παρέχει σ’ όλα τα μέλη της παιδεία δωρεάν, όμοια και υποχρεωτική. «Είναι φανερό», γράφει, «ότι η παιδεία πρέπει να είναι μία και η αυτή για όλους και η φροντίδα γι’ αυτή να είναι κρατική και όχι ιδιωτική υπόθεση»96.
 
Σ’ ένα ακόμη σημείο, αναφορικά με το σκοπό της παιδείας, συμφωνεί με τον Πλάτωνα, στον εξημερωτικό ρόλο της. Όπως η ροκάνη είναι κατάλληλη για τα μωρά επειδή κατευνάζει τα «πάθη» τους και φέρνει στην ψυχή τους τη γαλήνη και τον ύπνο, παρατηρεί, έτσι «η εκπαίδευση είναι η ροκάνη για τα μεγαλύτερα από τα νήπια άτομα»97. Και πράγματι, ο μορφωμένος άνθρωπος δεν είναι βίαιος ή σκαιός στις αντιδράσεις του, αλλά τον διακρίνει πραότητα, ηρεμία και λεπτότητα στη συμπεριφορά του. Σ’ αυτόν, η παιδεία καταλάγιασε της σάρκας τις εκρήξεις. Ο απαίδευτος αντίθετα δεν μπορεί να βάλει χαλινό στα πάθη του κι αφήνει ανεξέλεγκτη τη δράση των ενστίκτων. Γιαυτό του λείπει η ευγένεια και η ημερότητα στις ενέργειές του. «Η εκπαίδευση, όπως κάθε τέχνη», παρατηρεί ο φιλόσοφος, «προσπαθεί ν’ αναπληρώσει ό, τι λείπει από τη φύση»98. Δεν είναι υπερβολικό ή εξωπραγματικό αυτό που έλεγε ο Πλάτων, ότι δηλ. η φύση μάς γεννά όμοιους με τ’ άγρια θηρία κι η αγωγή μας εξημερώνει. Το ίδιο υποστήριζε κι ο Αρίστιππος. Όταν ρωτήθηκε σε τι διαφέρουν οι πεπαιδευμένοι από τους απαίδευτους απάντησε· «σ’ ό, τι τα εξημερωμένα άλογα από τ’ άγρια»99.
 
Εκτός από τους παραπάνω σκοπούς, που ταυτίζονται με τους Πλατωνικούς, η εκπαίδευση, κατά τον Αριστοτέλη, οφείλει να προετοιμάσει τον άνθρωπο για τις ώρες της σκόλης. Είναι γνωστό ότι η ζωή μας αποτελείται από διαρκώς εναλλασσόμενες περιόδους εργασίας κι ανάπαυσης. Είναι αδύνατο να δουλεύει κανείς συνέχεια χωρίς σταματημό, όπως είναι απαράδεκτο να βρίσκεται σε ισόβια τεμπελιά. Σήμερα μάλιστα που η τεχνολογία περιόρισε τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και τις ώρες ημερήσιας εργασίας, η πρόταση του Σταγειρίτη έρχεται πάλι στο προσκήνιο. Έχει υποχρέωση η εκπαίδευση, λέει ο φιλόσοφος, να καταστήσει τον πολίτη ικανό να περνά ευχάριστα και εποικοδομητικά τις ώρες αργίας του και να μη μένει άπραγος. Τα επακόλουθα της αποχής από την εργασία μάς είναι γνωστά από τον 7ο π.Χ. αιώνα, τότε που ο Ησίοδος τ’ αράδιαζε στον τεμπέλη αδελφό του, τον Πέρση, για να καταλήξει στο γνωστό αποφθεγματικό συμπέρασμα· «η εργασία δεν είναι ντροπή, αλλ’ η τεμπελιά είναι ντροπή»100. Ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφερόταν για τους άεργους αλλά για τους φίλεργους πολίτες και για τις ώρες, όπως είπαμε, που βρίσκονταν μακριά από τη δουλειά τους. Τι έπρεπε να κάνουν; Πρότεινε ως καταλληλότερα γι’ αυτό το σκοπό μαθήματα, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία’01. Τις ώρες δηλ. της ανάπαυσης που αναπόφευκτα ακολουθούν τις εργάσιμες, ο άνθρωπος θα τις καλύπτει διαβάζοντας, ζωγραφίζοντας ή παίζοντας τη λύρα που έμαθε στο σχολείο. Γιατί η έλλειψη απασχόλησης στις ώρες της σκόλης, αν δεν οδηγήσει τον πολίτη σε αισχρές σκέψεις και άνομες πράξεις, σίγουρα θα τον φορτώσει με πλήξη και ανία, που σαν τρωκτικά θα ροκανίσουν την ψυχική του υγεία και θ’ αδυνατίσουν της πόλης τα θεμέλια.
 
8. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Με όσα ως εδώ είπαμε για του Αριστοτέλη τις παιδαγωγικές ιδέες και τη σχολή, είναι αμφίβολο αν καταφέραμε να σκιαγραφήσουμε έστω τη συμβολή του στη θεωρία και πράξη της εκπαίδευσης. Ο χώρος ενός κεφαλαίου είναι τόσο μικρός για να χωρέσει έναν Αριστοτέλη, έστω κι αν αποσπάσουμε ένα μόνο μικρό κομμάτι από το τεράστιο συγγραφικό του έργο, αυτό που αναφέρεται στην παιδεία.
 
Πάντως όλοι σήμερα παραδέχονται αυτό που τους κληροδότησαν οι αιώνες, ότι δηλ. ο μέγας από τη Χαλκιδική φιλόσοφος, που είχε την ευτυχία ν’ αποτελέσει τον τρίτο κρίκο μιας χρυσής αλυσίδας μεγαλοφυών (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης), υπήρξε το γονιμότερο και πολυσχιδέστερο μυαλό που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Καλλιέργησε τη φιλοσοφία, αλλά δεν παραμέλησε κανέναν επιστημονικό κλάδο. Δεν αποτελεί δε κολακεία ή υπερβολή αν μερικοί αποκαλούν τον Αριστοτέλη, ένα δηλ. φιλόσοφο, «πατέρα της σύγχρονης επιστήμης»102·
 
Πριν κλείσουμε το παρόν, κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε δύο στοιχεία.
 
α) Σ’ όλο το μακραίωνα Μεσαίωνα, ο Αριστοτέλης στάθηκε για τους Ευρωπαίους η μόνη πηγή φιλοσοφίας και αυθεντικής γνώσης. Ενώ οι άλλοι κλασικοί φιλόσοφοι και συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένου και του Πλάτωνα, πέρασαν στο βασίλειο της άγνοιας και της λήθης, ο Αριστοτέλης αποτέλεσε μια νέα Βίβλο, ισάξια με την άλλη σ’ αυθεντικότητα, σ’ ό, τι βέβαια είχε σχέση με φιλοσοφία κι επιστήμη, β) Είναι παράξενος ο δρόμος που ακολούθησαν τα έργα του Αριστοτέλη. Πορεύθηκαν ανατολικά για να φτάσουν στη Δύση. Μεταφέρθηκαν βέβαια από το Σύλλα, όπως είδαμε, στη Ρώμη, αλλ’ ενωρίτερα αντίγραφά τους πλούτισαν τις μεγάλες βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου και διαδόθηκαν σ’ όλες τις ελληνόφωνες χώρες της Ανατολής. Από ’κει τα παρέλαβαν οι Άραβες περί τον 7ο μ.Χ. αιώνα και τα μετέφεραν στις απέραντες κτήσεις τους και φυσικά στην Ισπανία. Τέλος, διασκέλισαν τα Πυρηναία και διαχύθηκαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όπου κυριάρχησαν στην υποτυπώδη έστω πνευματική της ζωή καθ’ όλο το σκοτεινό Μεσαίωνα, ως την ανατολή των νέων χρόνων. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η Αναγέννηση έστειλε τα έργα του Αριστοτέλη στο μουσείο. Ποτέ ως σήμερα δεν έχασαν τη δύναμη και τη φρεσκάδα τους.
----------------------
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.   Διογ., Λαερτ., ν.4.
2.   Διογ., Λαερτ., ί. 17.
3.   Πλατ., Πρωταγ., 314e.
4.   Πλατ., Πρωταγ., 315e.
5.   Πλατ., Πρωταγ., 315d.
6.   Αιλιαν., Ποικ. Ιστορ., iii.35.
7.   Διογ. Λαερτ., ν.2.
8.   Αιλιαν., Ποικ. Ιστορ., ίν.9.
9.   Cic., Academ., i.4.17.
10.  Grayeff, p.40.
11.  Cic., De Orat., iii.141.
12.  Ευρ., Αποσπ. (Φιλοκτ.), 796 (Nauck).
13.  Quint, iii.1.14. Πρβλ., Πλουτ., Ηθικ., 1108b.
14.  Cic., De Orat., iii.141.
15.  Cic., Tuscul. Disput., i.7.
16.  Quint., iii.1.15.
17.  Αριστ., Ηθικ., 1143b.12.
18.  Διογ. Λαερτ., v.37.
19.  Διογ. Λαερτ., v.37.
20.  Πολυβ., xii.25c,3.
21.  Διογ. Λαερτ., ν.58
22.  The Cambr. Anc. Hist., vol. V, p.350.
23.  Lynch, p.90.
24.  A. Gellius, Noct. Attic., xx.5.1-6.
25.  Διογ. Λαερτ., v.37.
      26.Σχετικές πηγές είναι οι ακόλουθες:
           α) Αθην., 3a.
           β) Διογ. Λαερτ., ν.52.
           γ) Στραβ., xiii.1.54.
           δ) Πλουτ., Σύλλας, 26.
27.  Αριστ., Πολ., 1254b.13.
28.  Διογ. Λαερτ., ν.6· ν.8.
29.  Αιλιαν., ΓΤοικ. Ιστορ., iii.36.
30.  Grayeff, p.44.
31.  Διογ. Λαερτ., ν.39.
32.  Διογ. Λαερτ., ν.38.
33.  Διογ. Λαερτ., ν.51-52.
34.  A. Gellius, Noct. Attic., xiii.5.1-12.
35.  Διογ. Λαερτ., ν.38.
36.  Διογ. Λαερτ., ν.62.
37.  Διογ. Λαερτ., ν.70.
38.  Πλατ., Επιστ., 13.
39.  Grayeff, p.54.
40.  Διογ. Λαερτ., ν.53.
41.  Αθην., 59d‘ Διογ. Λαερτ., ν.71.
42.  Διογ. Λαερτ., ν.4.
43.  Αθην., 547e.
44.  Αθην., 547d.
45.  Αθην., 547e.
46.  Διογ. Λαερτ., ίν.46· Βίων Βορυσθ., Αποσπ., 6 (Mullachius). Ο Αθηναίος (591f) μας    διαβεβαιώνει ότι η μητέρα του Βίωνα ήταν εταίρα.
47.  Διογ. Λαερτ., ν.54.
48.  A. Gell., Noct. Att., ii.8.3-10. Ακόμη πρέπει να προσθέσουμε τον Κυνικό φιλόσοφο Μόνιμο από τις Συρακούσες. Ήταν δούλος κάποιου Κορίνθιου τραπεζίτη και μαθητής του Διογένη (Διογ. Λαερτ., νί.82).
49.  Πλουτ., Σύλλας, 14.
50.  Cic., De Finibus, v.l.
51.  Πραξ. Αποστ., 17.18.
52.  Sen., Natur. Quaest., vii.32.2.
53.  Γιαννικόπουλος (1983), σ. 105-249.
54.  Συνεσ., Επιστ., 54 και 136 στην Ε.Π. 66, 1381 και 66, 1525 αντίστοιχα.
55.  Τα επιχειρήματα ανασκευάζονται με την ίδια σειρά κι αρίθμηση, που αναφέρθηκαν.
56.  Βλ. Σημείωση 51, αμέσως παραπάνω.
57.  Διογ., Λαερτ., Χ.9.
58.  Γιαννικόπουλος (1983), σ. 61- 433.
59.  Γιαννικόπουλος (1983), σ. 245 κ.ε.
60.  Ο Αριστοτέλης παντρεύτηκε δυο φορές κι απέκτησε ένα παιδί από καθεμία σύζυγο. Το Λυσίμαχο, κατά τον Αθηναίο (589e), απέκτησε με την εταίρα Ερπυλλίδα. Η περίπτωσή του θυμίζει Piaget, ο οποίος καθημερινά κατέγραφε ό, τι παρατηρούσε στα παιδιά του.
61.  Στον όρο αυτό δεν πρέπει να δοθεί η σημερινή έννοια, αλλ’ ό, τι συνδέεται με τις αισθήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι κι ο Πυθαγόρας πίστευε ότι και στα φυτά υπάρχει «ψυχή», όπως την εννοεί ο Αριστοτέλης· «και τα φυτά είναι ζώα», έλεγε (Διογ. Λαερτ., viii.28).
62.  Αριστ., Περί Ψυχής, 432a.7.
63.  Αριστ., Μνημ. και Απομν., 449b.33.
64.  Αριστ., Μετά Φυσ., 980a.
65.  Αριστ., Πολ., 1340b.25.
66.  Αριστ., Πολ., 1336a.25.
67. Αριστ., Ποιητ, 1448b.5.
68. Αριστ., Πολ., 1253a.29.
      69.Αριστ., Πολ., 1253a.3.
      70. Σολ., Ελεγ., 27.2-18.
      71. Αριστ., Πολ., 1336b.41.
      72.  Αριστ., Πολ., 1336b.38.
    73. Αριστ., Πολ., 1336a.45.
    74. Αριστ., Πολ., 1336a.32.
    75. Αριστ., Πολ., 1336b.3.
    76. Αριστ., Πολ., 1336a.24.
    77. Αριστ., Πολ., 1336b.41.
    78. Αριστ., Πολ., 1337a.21.
    79. Αριστ., Ηθικ., 1095b.2.
    80. Οι διδακτικές αρχές είναι έξι (6):
          α) Από το γνωστό στο άγνωστο.
          β) Από το εύκολο στο δύσκολο,
          γ) Από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο.
          δ) Από το απλό στο σύνθετο,
          ε) Από το κοντινό στο μακρινό- και
         στ) Από το ολόκληρο στο επιμέρους.
   Την πρώτη αρχή διατύπωσε, όπως είδαμε ο Αριστοτέλης. Την τρίτη ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (βλ. στο προηγούμενο κεφάλαιο). Την τέταρτη ο Ιάμβλιχος (Γιαννικόπουλος, 1983, σ. 191). Μέχρι σήμερα δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τις υπόλοιπες στην αρχαία γραμματεία, αν και η δεύτερη κι η πέμπτη αποτελούν φυσική συνέπεια των προηγουμένων.
    81. Αριστ., Ηθικ., 1095b.11. Πρβλ. Ησιοδ., Εργ. και Ημερ., 293.
    82. Αριστ., Ηθικ., 1103a.20.
    83. Αριστ., Ηθικ., 1103a.37.
    84. Αριστ., Πολ., 1338b.4.
    85. Αριστ., Πολ., 1339a.29.
    86. Δημοκρ., Αποσπ., 179 (Diels).
    87.  Δημοκρ., Αποσπ., 182 (D).
    88. Επίχαρμ., Αποσπ., 36 (D).
    89. Πλατ., Κρατνλ., 384b.
    90. Ευρ., Αποσπ., 701 (Nauck).
    91. Αριστ., Ηθικ., 1176b.33.
    92. Αριστ.. Ηθικ., 1170a. 13.
    93. Αριστ., Ρητορ., 1398a. 13.
    94. Αριστ., Ηθικ., 1094b. 10.
    95. Αριστ., Πολ., 1337a.2.
    96. Αριστ., Πολ., 1337a.22.
    97.  Αριστ., Πολ., 1340b.31.
    98. Αριστ., Πολ., 1337a.2.
    99.  Διογ. Ααερτ., ίί.69.
  100.   Ησιοδ., Εργ. και Ημ., 287 κ.ε.
  101.   Αριστ., Πολ., 1338a. 13· 1337b.27.
  102.   Monroe, p.70.