Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Λουκρήτιος: Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το θάνατο

Κι αυτό επίσης θα μπορούσες να λες πότε πότε στον εαυτό σου: «Ακόμα κι ο καλός Άγκος άφησε το φως με κλειστά τα μάτια, αδιάντροπε, που ήταν πολύ καλύτερος από σένα σε πολλά. Μετά από αυτόν πολλοί άλλοι βασιλιάδες και ισχυροί του κόσμου, που κυβέρνησαν μεγάλα έθνη, πέθαναν. Κι εκείνος ακόμα που κάποτε έστρωσε δρόμο στη μεγάλη θάλασσα και δίνοντας πέρασμα στις λεγεώνες του μεσ’ από το πέλαγο τους έμαθε να περνούν με στεγνά τα πόδια πάνω από τις αρμυρές αβύσσους και περνώντας τον πόντο με τ’ άλογά του χλεύασε τα μουγκρητά του, έχασε το φως κι έβγαλε την ψυχή από το σώμα του που πέθαινε.

Ο Σκιπίωνας, ο κεραυνός του πολέμου, ο τρόμος της Καρχηδόνας, έδωσε τα κόκαλά του στη γη σαν να ήταν ο τελευταίος δούλος. Πρόσθεσε αυτούς που βρήκαν τις επιστήμες και τις ωραίες τέχνες, πρόσθεσε τους ακολούθους των Μουσών του Ελικώνα- ανάμεσά τους ο μοναδικός Όμηρος, που, αφού κατάχτησε τα σκήπτρα, κοιμήθηκε τον ίδιο με τους άλλους ύπνο. Ο Δημόκριτος πάλι, όταν τα βαθιά γεράματα τον ειδοποίησαν πως χαλαρώνουν οι κινήσεις της μνήμης στο πνεύμα του, με τη θέλησή του στάθηκε μπροστά στο θάνατο και του πρόσφερε το κεφάλι του.

Κι ο Επίκουρος ακόμα πέθανε, αφού διέτρεξε το φωτεινό δρόμο της ζωής, αυτός που με τη διάνοιά του ξεπέρασε το ανθρώπινο γένος κι έριξε στο σκοτάδι όλους τους άλλους σοφούς, όπως ο ήλιος στον αιθέρα ανατέλλει και σβήνει τ’ αστέρια. Και τώρα εσύ θα διστάσεις και θ’ αγανακτήσεις, γιατί θα πεθάνεις; Εσύ που η ζωή σου είναι σχεδόν νεκρή, κι ας ζεις ακόμα κι ας βλέπεις τον κόσμο, που σπατάλησες τα περισσότερα χρόνια σου στον ύπνο, που ροχαλίζεις ξυπνητός και δε σταματάς να ονειρεύεσαι, που ο νους σου έχει ταραχτεί από ένα μάταιο φόβο και δεν μπορείς συχνά να βρεις την αιτία της δυστυχίας σου, όταν μες στο μεθύσι σου, δυστυχισμένε, τυραννιέσαι από παντού από πολλές φροντίδες και παραδέρνεις επιπλέοντος μες στην αβέβαιη πλάνη του μυαλού σου;»

Είναι φανερό πως οι άνθρωποι νιώθουν πως υπάρχει κάποιο βάρος στην ψυχή τους που τους κουράζει με την πίεσή του’ αν μπορούσαν να μάθουν επίσης από ποιες αιτίες προκαλείται αυτό και γιατί ο όγκος αυτός του κακού βρίσκεται μέσα στο στήθος, δε θα ζούσαν τη ζωή που ζουν τις περισσότερες φορές τώρα, χωρίς να ξέρει ο καθένας τι θέλει για τον εαυτό του και να ζητά πάντα ν’ αλλάζει τόπο, λες και θα μπορούσε να ρίξει έτσι κάτω το φορτιό του.

Αυτός που αηδίασε να μένει κλεισμένος μέσα, βγαίνει συχνά από το μεγάλο του σπίτι και ξαφνικά γυρίζει πίσω, γιατί δε νιώθει καθόλου καλύτερα έξω. Τρέχει οδηγώντας τ’ αλογάκια του βιαστικά στην έπαυλή του, σαν να τρέχει για βοήθεια σε σπίτι που έπιασε φωτιά. Μόλις πατήσει το κατώφλι της έπαυλής του, χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο ή ακόμα βιάζεται να γυρίσει πάλι στην πόλη.

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του, όμως δεν το κατορθώνει, μένει δεμένος μαζί του, και τον μισεί, γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του- γιατί αν την έβλεπε καλά, θ’ άφηνε κάθε άλλη ασχολία και θα φρόντιζε πριν απ’ όλα να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων, επειδή κρίνεται η αιωνιότητα, όχι μια ώρα. Μέσα σ’ αυτήν βρίσκεται ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων μετά το θάνατο.

Τέλος ποιος είναι αυτός ο κακός και τόσο μεγάλος πόθος για ζωή, που μας αναγκάζει να τρέμουμε τόσο πολύ μέσα στην αμφιβολία και στον κίνδυνο; Ένα καθορισμένο τέλος της ζωής στέκεται δίπλα στους θνητούς και δεν μπορούμε να γλιτώσουμε από το θάνατο, πρέπει να πεθάνουμε. Εκτός απ’ αυτό στριφογυρίζουμε και μένουμε στον ίδιο πάντα τόπο και δεν παρουσιάζεται καμιά καινούρια απόλαυση με την παράταση της ζωής.

Αλλά, όσο μας λείπει εκείνο που ποθούμε, μας φαίνεται πως είναι ανώτερο απ’ όλα’ κι όταν το αποκτήσουμε, ποθούμε ύστερα κάτι άλλο και μια δίψα για ζωή, πάντα ίδια, μας κρατάει με το στόμα ανοιχτό πάντα. Δεν ξέρουμε ποια τύχη θα μας φέρει το μέλλον, τι θα μας συμβεί και τι τέλος μας περιμένει. Ούτε με τη μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής αφαιρούμε κάτι ελάχιστο από τη διάρκεια του θανάτου ούτε μπορούμε να την ελαττώσουμε, ώστε να μπορέσουμε να λιγοστέψουμε ίσως το χρόνο του αφανισμού μας.

Έτσι λοιπόν μπορείς να ζεις όσους αιώνες θέλεις: όμως αυτός ο αιώνιος θάνατος δε θα πάψει να σε περιμένει και δε θα ’ναι λιγότερο νεκρός αυτός που τερμάτισε τη ζωή του τη σημερινή ημέρα από κείνον που πέθανε πριν από μήνες κι από χρόνια.

Λουκρήτιος, De rerum natura, Περί της φύσεως των πραγμάτων

Σημείωση
Από το έργο αυτό του Λουκρητίου γνώρισε ουσιαστικά η Ευρώπη την ατομική φυσική του Επίκουρου, όπου έχουν τη ρίζα τους πολλά θέματα που τελειοποίησε ή και καλείται ακόμη να τελειοποιήσει η νεότερη ατομική επιστήμη γιατί στην πραγματικότητα κρύβεται ένας ανάλογος προβληματισμός

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.24.1–1.26.2

(ΘΟΥΚ 1.24.1–1.55.2: Τα "Κερκυραϊκά") Άρνηση των Κερκυραίων να παρέμβουν στη διαμάχη των Επιδαμνίων – Οι Κορίνθιοι αποδέχονται την πρόταση

Ο ιστορικός προσπάθησε να αποδείξει ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν πιο αξιόλογος ακόμη και από τα Μηδικά. Αφού εντόπισε ως κύριο αίτιό του την ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, που προκαλούσε ανησυχία στους Σπαρτιάτες, περνά στην έκθεση των αφορμών του πολέμου. Πρώτη αφορμή του πολέμου ήταν τα "Κερκυραϊκά" (433 π.Χ.).


[1.24.1] Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δεξιᾷ ἐσπλέοντι ἐς τὸν Ἰόνιον
κόλπον· προσοικοῦσι δ’ αὐτὴν Ταυλάντιοι βάρβαροι, Ἰλλυ-
ρικὸν ἔθνος. [1.24.2] ταύτην ἀπῴκισαν μὲν Κερκυραῖοι, οἰκιστὴς δ’
ἐγένετο Φαλίος Ἐρατοκλείδου Κορίνθιος γένος τῶν ἀφ’
Ἡρακλέους, κατὰ δὴ τὸν παλαιὸν νόμον ἐκ τῆς μητροπόλεως
κατακληθείς. ξυνῴκισαν δὲ καὶ Κορινθίων τινὲς καὶ τοῦ
ἄλλου Δωρικοῦ γένους. [1.24.3] προελθόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐγένετο
ἡ τῶν Ἐπιδαμνίων δύναμις μεγάλη καὶ πολυάνθρωπος·
[1.24.4] στασιάσαντες δὲ ἐν ἀλλήλοις ἔτη πολλά, ὡς λέγεται, ἀπὸ
πολέμου τινὸς τῶν προσοίκων βαρβάρων ἐφθάρησαν καὶ τῆς
δυνάμεως τῆς πολλῆς ἐστερήθησαν. [1.24.5] τὰ δὲ τελευταῖα πρὸ
τοῦδε τοῦ πολέμου ὁ δῆμος αὐτῶν ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς,
οἱ δὲ ἐπελθόντες μετὰ τῶν βαρβάρων ἐλῄζοντο τοὺς ἐν τῇ
πόλει κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν. [1.24.6] οἱ δὲ ἐν τῇ πόλει
ὄντες Ἐπιδάμνιοι ἐπειδὴ ἐπιέζοντο, πέμπουσιν ἐς τὴν Κέρ-
κυραν πρέσβεις ὡς μητρόπολιν οὖσαν, δεόμενοι μὴ σφᾶς
περιορᾶν φθειρομένους, ἀλλὰ τούς τε φεύγοντας ξυναλλάξαι
σφίσι καὶ τὸν τῶν βαρβάρων πόλεμον καταλῦσαι. [1.24.7] ταῦτα
δὲ ἱκέται καθεζόμενοι ἐς τὸ Ἥραιον ἐδέοντο. οἱ δὲ Κερκυ-
ραῖοι τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλ’ ἀπράκτους ἀπέπεμψαν.

[1.25.1] Γνόντες δὲ οἱ Ἐπιδάμνιοι οὐδεμίαν σφίσιν ἀπὸ Κερκύρας
τιμωρίαν οὖσαν ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν, καὶ
πέμψαντες ἐς Δελφοὺς τὸν θεὸν ἐπήροντο εἰ παραδοῖεν
Κορινθίοις τὴν πόλιν ὡς οἰκισταῖς καὶ τιμωρίαν τινὰ πει-
ρῷντ’ ἀπ’ αὐτῶν ποιεῖσθαι. ὁ δ’ αὐτοῖς ἀνεῖλε παραδοῦναι
καὶ ἡγεμόνας ποιεῖσθαι. [1.25.2] ἐλθόντες δὲ οἱ Ἐπιδάμνιοι ἐς τὴν
Κόρινθον κατὰ τὸ μαντεῖον παρέδοσαν τὴν ἀποικίαν, τόν τε
οἰκιστὴν ἀποδεικνύντες σφῶν ἐκ Κορίνθου ὄντα καὶ τὸ χρη-
στήριον δηλοῦντες, ἐδέοντό τε μὴ σφᾶς περιορᾶν φθειρομένους,
ἀλλ’ ἐπαμῦναι. [1.25.3] Κορίνθιοι δὲ κατά τε τὸ δίκαιον ὑπεδέξαντο
τὴν τιμωρίαν, νομίζοντες οὐχ ἧσσον ἑαυτῶν εἶναι τὴν ἀποι-
κίαν ἢ Κερκυραίων, ἅμα δὲ καὶ μίσει τῶν Κερκυραίων, ὅτι
αὐτῶν παρημέλουν ὄντες ἄποικοι· [1.25.4] οὔτε γὰρ ἐν πανηγύρεσι
ταῖς κοιναῖς διδόντες γέρα τὰ νομιζόμενα οὔτε Κορινθίῳ
ἀνδρὶ προκαταρχόμενοι τῶν ἱερῶν ὥσπερ αἱ ἄλλαι ἀποικίαι,
περιφρονοῦντες δὲ αὐτοὺς καὶ χρημάτων δυνάμει ὄντες κατ’
ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὁμοῖα τοῖς Ἑλλήνων πλουσιωτάτοις καὶ
τῇ ἐς πόλεμον παρασκευῇ δυνατώτεροι, ναυτικῷ δὲ καὶ πολὺ
προὔχειν ἔστιν ὅτε ἐπαιρόμενοι καὶ κατὰ τὴν Φαιάκων προ-
ενοίκησιν τῆς Κερκύρας κλέος ἐχόντων τὰ περὶ τὰς ναῦς (ᾗ
καὶ μᾶλλον ἐξηρτύοντο τὸ ναυτικὸν καὶ ἦσαν οὐκ ἀδύνατοι·
τριήρεις γὰρ εἴκοσι καὶ ἑκατὸν ὑπῆρχον αὐτοῖς ὅτε ἤρχοντο
πολεμεῖν), [1.26.1] πάντων οὖν τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι
ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον ἄσμενοι τὴν ὠφελίαν, οἰκήτορά
τε τὸν βουλόμενον ἰέναι κελεύοντες καὶ Ἀμπρακιωτῶν καὶ
Λευκαδίων καὶ ἑαυτῶν φρουρούς. [1.26.2] ἐπορεύθησαν δὲ πεζῇ ἐς
Ἀπολλωνίαν, Κορινθίων οὖσαν ἀποικίαν, δέει τῶν Κερκυραίων
μὴ κωλύωνται ὑπ’ αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι.

***
[1.24.1] Η Επίδαμνος είναι μια πολιτεία δεξιά μας καθώς μπαίνομε στον κόλπο του Ιονίου, και στα γύρω μέρη κατοικούν Ταυλάντιοι, βάρβαροι από το έθνος των Ιλλυριών. [1.24.2] Την έχτισαν σαν αποικία τους οι Κερκυραίοι, και αρχηγός της αποικίας ήταν ο Φαλίος, γιος του Ερατοκλείδη, Κορίνθιος από τη γενιά του Ηρακλή, που τον κάλεσαν από τη μητρόπολη κατά την παλιά συνήθεια. Μαζί με τους Κερκυραίους εγκαταστάθηκαν σαν άποικοι και μερικοί Κορίνθιοι κι άλλοι από τη Δωρική φυλή. [1.24.3] Και με τοπέρασμα του καιρού έγινε η Επίδαμνος δυνατή πολιτεία με πολλούς κατοίκους. [1.24.4] Αλλά από εσωτερικές διαιρέσεις κ' επαναστάσεις, που κράτησαν πολλά χρόνια, καθώς λένε, μετά κάποιον πόλεμο προς τους γειτονικούς βαρβάρους, καταστράφηκαν κ' έχασαν την περισσότερη δύναμή τους. [1.24.5] Τελευταία, λίγο πριν από τούτο τον πόλεμο, οι δημοκράτες έδιωξαν τους αριστοκράτες, που κατέφυγαν στους βαρβάρους, και μαζί τους έκαναν ληστρικές επιδρομές στην πολιτεία και από τη στεριά και από τη θάλασσα. [1.24.6] Οι Επιδάμνιοι λοιπόν από μέσα από την πολιτεία, επειδή τους επίεζαν αυτές οι επιδρομές, στέλνουνε πρέσβεις στην Κέρκυρα, σα μητρόπολή τους που ήταν, παρακαλώντας τους να μην τους αφήσουνε στο έλεος του θεού, που καταστρέφονται, αλλά να τους συμφιλιώσουν με τους εξόριστους και να δώσουν τέλος στον πόλεμο με τους βαρβάρους. [1.24.7] Αυτά τους παρακάλεσαν, καθισμένοι στο Ηραίο σαν ικέτες. Οι Κερκυραίοι όμως δεν εδέχτηκαν την ικεσία τους, αλλά τους έστειλαν πίσω χωρίς αποτέλεσμα.

[1.25.1] Όταν οι Επιδάμνιοι έμαθαν πως δεν είχαν να ελπίζουν βοήθεια και γδικιωμό από την Κέρκυρα, τους έπιασε μεγάλη αμηχανία, πώς να κανονίσουν τις δυσκολίες τους, κ' έστειλαν ανθρώπους στους Δελφούς να ρωτήσουν το θεό αν έπρεπε να παραδώσουν την πολιτεία τους στους Κορινθίους, που είχαν ιδρύσει την αποικία και να πετύχουν απ' αυτούς κάποια στρατιωτική βοήθεια. Κι ο θεός τούς πρόσταξε να την παραδώσουν και να δεχτούν την ηγεμονία των Κορινθίων. [1.25.2] Πήγαν λοιπόν οι Επιδάμνιοι στην Κόρινθο και σύμφωνα με την εντολή του μαντείου, παρέδωσαν την αποικία, φέρνοντας αποδείξεις πως ο ιδρυτής της ήταν Κορίνθιος και φανερώνοντας τα λόγια του χρησμού, και παρακάλεσαν να μην τους αφήσουν έρημους και μόνους που καταστρέφονταν, αλλά να τους βοηθήσουν ν' αμυνθούν. [1.25.3] Και οι Κορίνθιοι, όπως ήταν το δίκιο, ανέλαβαν τη βοήθεια, κ' επειδή ενόμιζαν πως δεν ήταν λιγότερο δική τους η αποικία παρά των Κερκυραίων, κ' επειδή μισούσαν τους Κερκυραίους, γιατί δεν τους λογάριαζαν, αν και ήταν άποικοί τους· [1.25.4] γιατί ούτε στις κοινές δημόσιες τελετές έδιναν τα συνηθισμένα προνόμια και δώρα ούτε παραχωρούσαν σε Κορίνθιο άντρα τις πρώτες τιμές στις θυσίες, όπως κάνουν οι άλλες αποικίες, αλλά τους καταφρονούσαν κ' επειδή τον καιρό εκείνο ήταν στα πλούτη ισοδύναμοι με τους πιο πλούσιους Έλληνες, και στον πολεμικόν εξοπλισμό πιο ισχυροί, και κάποτε παινεύονταν πως το ναυτικό τους ήταν ακόμα ανώτερο, γιατί κρατούσαν απ' τους παλιούς κατοίκους της Κέρκυρας, που ήταν Φαίακες και φημίζονταν για τη δεξιοσύνη τους σ' όλα τα ναυτικά πράματα. Κι απ' αυτήν την αιτία είχαν ναυτικό περίφημα διασκευασμένο, και κάθε άλλο παρά αδύνατοι ήταν. Είχαν δηλαδή, όταν άρχισαν να πολεμούν, εκατόν είκοσι πολεμικά πλοία.

[1.26.1] Έχοντας λοιπόν όλα τούτα γι' αφορμές κατηγόριας, έστειλαν οι Κορίνθιοι πρόθυμα τη βοήθεια στην Επίδαμνο, βγάζοντας διάτα να πάει όποιος ήθελε να εγκατασταθεί εκεί, και στέλνοντας φρουρές από τους Αμπρακιώτες και τους Λευκαδίτες, καθώς και δικούς τους. [1.26.2] Όλοι αυτοί πήγαν πεζή, στην Απολλωνία, που ήταν αποικία των Κορινθίων, επειδή φοβούνταν μην τους εμποδίσουν οι Κερκυραίοι αν διάβαιναν από τη θάλασσα.