Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1404 ή, κατ’ άλλους, στις 7 Φεβρουαρίου 1405. Ήταν το όγδοο τέκνο του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου και της Ειρήνης Δραγάση Παλαιολόγου.
Από νωρίς ανέλαβε δράση, στο πλευρό των αδελφών του, του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη, και του Θεοδώρου, δεσπότη του Μυστρά.
Το 1417 οι Παλαιολόγοι εκστράτευσαν κατά του Φράγκου ηγεμόνα της δυτικής Πελοποννήσου Κεντουριώνα Ζακκάρια, τον οποίο και νίκησαν και ανάγκασαν να τους παραδώσει μέρος από τις κτήσεις του.
Ο νεαρός Κωνσταντίνος στο διάστημα αυτό εκπαιδευόταν στα πολεμικά και στα της διακυβέρνησης του κράτους.
Το 1423, σε ηλικία 19 μόλις ετών, ανέλαβε συνδεσπότης στο πλευρό του αδελφού του Θεοδώρου.
Παρέμεινε δεσπότης έως τα τέλη του 1448, με ένα μικρό διάλειμμα, όταν ορίστηκε άρχοντας των πόλεων Αγχιάλου και Μεσημβρίας στη θρακική ακτή του Ευξείνου Πόντου.
Το 1448 χρίστηκε διάδοχος του θανόντα αυτοκράτορα Ιωάννη. Στο διάστημα αυτό των 25 ετών, ο Κωνσταντίνος αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία της Αυτοκρατορίας τα σκληρά εκείνα χρόνια. Γι’ αυτό άλλωστε κέρδισε και το προσωνύμιο «δράκος» από τους υπηκόους του.
Το 1424 ο Ιωάννης Παλαιολόγος αναγκάστηκε να γίνει φόρου υποτελής στο σουλτάνο Μουράτ, παραδίδοντάς του και τις βυζαντινοκρατούμενες πόλεις των ακτών του Ευξείνου Πόντου.
Τότε ο Κωνσταντίνος πήγε στο Μυστρά, όπου με τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα Ιωάννη και των αρχόντων του τόπου ανέλαβε αυτός τη διακυβέρνηση της Πελοποννήσου, ενώ οι αδελφοί του Θεόδωρος και Θωμάς ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της νότιας και ανατολικής Πελοποννήσου αντίστοιχα.
Αμέσως μόλις ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ξεκαθαρίσει μια και καλή την Πελοπόννησο από τους Φράγκους.
Την 1η Μαΐου 1428 τα στρατεύματά του κατέλαβαν τη Γλαρέντζα, έδρα της ηγεμονίας των Ζακκάρια, καταλύοντας το φραγκικό πριγκιπάτο του «Μορέως» που είχε ιδρυθεί το 1205.
Μόνο η Πάτρα απέμεινε σε φραγκικά χέρια, ως φέουδο μάλιστα του ιδίου του πάπα. Οι αδελφοί Παλαιολόγοι επιτέθηκαν κατά των Πατρών και κατέλαβαν την πόλη, περιορίζοντας τους Φράγκους στην ακρόπολη.
Οι παπικοί τότε ζήτησαν την προστασία των Τούρκων, στους οποίους παραχώρησαν και την επικυριαρχία της Πάτρας.
Πριν έρθουν όμως τουρκικές ενισχύσεις οι άντρες του Κωνσταντίνου, με μια συντονισμένη επίθεση, έκαμψαν την άμυνα των Λατίνων και ύψωσαν τη σημαία με το δικέφαλο στους πύργους της πόλεως την 5η Ιουνίου 1429.
Οι Τούρκοι πάντως δεν αποδέχτηκαν το γεγονός και ως επικυρίαρχοι αξίωσαν την αποχώρηση των Ελλήνων από την πόλη και την απόδοσή της στους Φράγκους. Ο Κωνσταντίνος τότε έστειλε στη σουλτανική αυλή τον έμπιστό του Φραντζή (ή Σφραντζή), ο οποίος με δωροδοκίες και διπλωματικούς ελιγμούς έπεισε τους Τούρκους ότι δεν άξιζε να υποστηρίζουν τους Φράγκους.
Οι επιτυχίες αυτές του Κωνσταντίνου, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, είχαν ως αποτέλεσμα την ενοποίηση ολοκλήρης της Πελοποννήσου υπό ελληνική διοίκηση ύστερα από 220 έτη φραγκικής κατοχής.
Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό, αν ληφθεί υπόψη και η δεινή θέση της αυτοκρατορίας, τα εδάφη της οποίας περιλάμβαναν μόνο την Κωνσταντινούπολη, και αυτή κυκλωμένη από τουρκικές κτήσεις.
Η ελεύθερη πλέον Πελοπόννησος θα μπορούσε να καταστεί το κέντρο της αναγέννησης του ελληνισμού, από το οποίο θα ξεπηδούσε η φλόγα της απελευθέρωσης και των άλλων σκλαβωμένων περιοχών.
Οι επιτυχίες αυτές έκαναν τον Κωνσταντίνο τολμηρότερο. Τότε συνέλαβε το σχέδιο απελευθέρωσης ολόκληρης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1434.
Το έτος αυτό πέθανε ο Φλωρεντίνος δούκας των Αθηνών Αντώνιος Ατζαγιόλι. Ο Κωνσταντίνος άδραξε την ευκαιρία και επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με την Ελληνίδα χήρα του, Μαρία Μελισσηνή, και τον πρωτοσύμβουλό της, Χαλκοκονδύλη. Παράλληλα ο Φραντζής, επικεφαλής στρατεύματος, βάδισε προς την Αθήνα.
Τότε όμως επενέβη ο ανιψιός τού θανόντος, Νέριο Ατζαγιόλι, ο οποίος και κατέλαβε την αρχή, με την υποστήριξη των Τούρκων. Το επόμενο έτος ο αυτοκράτορας Ιωάννης κάλεσε τον Κωνσταντίνο στην Πόλη και του ανέθεσε τα καθήκοντα του αντιβασιλιά, ενώ ο άτυχος αυτοκράτορας κίνησε για την Ευρώπη ελπίζοντας στην υποστήριξη των δυτικών.
Συνέπεια του ταξιδιού του ήταν και η διαβόητη σύνοδος της Φλωρεντίας (1439), βάσει της οποίας ο αυτοκράτορας υπέτασσε την ορθοδοξία στην παπική δεσποτεία, με αντάλλαγμα την υποστήριξη των Δυτικών στον αγώνα ζωής που έδινε η αυτοκρατορία κατά των Τούρκων.
Ο Κωνσταντίνος κυβέρνησε το κράτος επί έξι έτη, έως ότου ο αδελφός του επέστρεψε από την Ευρώπη άπρακτος, έχοντας λάβει μόνο συμβουλές και αόριστες υποσχέσεις, οι οποίες άλλωστε δεν θα υλοποιούνταν ποτέ, όχι γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα, αλλά γιατί δεν υπήρχε η διάθεση.
Και η διάθεση δεν υπήρχε όχι μόνο γιατί, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν, οι φανατικοί ορθόδοξοι Βυζαντινοί Έλληνες δεν ήθελαν να υποταχτούν στην παπική εξουσία, αλλά γιατί τόσο οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών της Δύσης, όσο και τα οικονομικά τους συμφέροντα επέβαλαν να μην ενισχύσουν τους Έλληνες.
Εκείνη την εποχή η Αγγλία και η Γαλλία πολεμούσαν σκληρά μεταξύ τους (Εκατονταετής Πόλεμος), ενώ και οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες βρίσκονταν σε τόσο έντονο μεταξύ τους εμπορικό ανταγωνισμό, ώστε το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κερδίσουν προς όφελός τους αγορές και μόνο.
Από την άλλη πλευρά, οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες είχαν κάθε συμφέρον να μην ξαναδούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ισχυρή, ικανή να αμφισβητήσει τα ναυτικά τους πρωτεία.
Σε όλο το διάστημα του 13ου και 14ου αιώνα είχαν εργαστεί φιλότιμα προς την κατεύθυνση της ναυτικής καταβαράθρωσης του Βυζαντίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της άλωσης το σύνολο σχεδόν των τελωνειακών δασμών για την εισαγωγή εμπορευμάτων στην Ευρώπη μέσω Κωνσταντινουπόλεως εισπράττονταν από τους Γενουάτες του Γαλατά (Πέραν) και από τους Ενετούς. Από τη στιγμή λοιπόν που Ιταλοί απομυζούσαν οικονομικά το Βυζάντιο, δεν είχαν κανέναν λόγο να επιδιώκουν την ισχυροποίησή του.
Επιθυμούσαν φυσικά να παραμείνει η Πόλη σε ελληνικά χέρια, κυρίως γιατί εάν κυριευόταν από τους Τούρκους, οι τελευταίοι να αναθεωρούσαν τις οικονομικές συμφωνίες. Το ενδεχόμενο όμως υποταγής του Βυζαντίου στους Τούρκους φαινόταν σχετικά μακρινό στους Δυτικούς, ακόμα και στους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν άμεση επαφή με την Ανατολή.
Οι Τούρκοι, παντελώς άσχετοι με τα της θαλάσσης όπως υποστήριζαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν την Πόλη χωρίς στόλο.
Ο τρίτος φαινομενικά ισχυρός πόλος εξουσίας της πρώιμης αναγεννησιακής Ευρώπης, ο πάπας, επιθυμούσε να ενισχύσει το καταρρέον Βυζάντιο, αποσκοπώντας στην υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις προσταγές του.
Παρ’ όλα αυτά, και ανεξάρτητα από το πόσο ειλικρινά το επιθυμούσε, στην πράξη δεν ήταν σε θέση να κάνει και σπουδαία πράγματα.
Είχε πλέον περάσει η εποχή που στο κέλευσμα του πάπα, χιλιάδες Δυτικοευρωπαίοι έσπευδαν να πολεμήσουν για την «πίστη».
Όπως είπε και ο Στάλιν αιώνες αργότερα: «Καλός είναι ο πάπας, αλλά πόσες μεραρχίες έχει;» Και στη δεδομένη χρονική στιγμή ο πάπας δεν είχε ούτε μεραρχίες ούτε σοβαρή επιρροή στα πολιτικά πράγματα της δυτικής Ευρώπης.
Όσον αφορά στις ελληνικές δυνάμεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υπερβολικά περιορισμένες. Με ελάχιστα έσοδα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μοναχικό νησί χαμένο μέσα στην αλλόπιστη θάλασσα, η Πόλη δεν διέθετε πλέον ούτε την παλαιά αίγλη και λάμψη ούτε την αναγκαία για την επιβίωσή της, υπό τις κρατούσες συνθήκες, στρατιωτική ισχύ.
Το σύνολο των τακτικών δυνάμεων που είχαν στη διάθεση τους οι τελευταίοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες δεν ξεπέρασε τους 3.000 άντρες επί Ανδρόνικου Γ΄. Σταδιακά, ο αριθμός αυτός μειώθηκε κι άλλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκστρατεία του Βουσικό στην Ανατολή. Ο Γάλλος Βουσικό μισθώθηκε μαζί με 100 ιππείς και 1.000 πεζούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1398.
Με αυτούς τους ελάχιστους αλλά καλά εξοπλισμένους και εμπειροπόλεμους άντρες, ο Βουσικό σχεδόν εκκαθάρισε τη Θράκη από τους Τούρκους.
Ελλείψει οικονομικών πόρων όμως αποχώρησε το επόμενο έτος για τη Γαλλία. Σε τέτοια κατάπτωση είχε φθάσει το Βυζάντιο ώστε δεν μπορούσε να συντηρήσει 1.200 άντρες. Πέραν των τακτικών δυνάμεων, υπήρχαν και οι «πολιτοφύλακες», οι ικανοί να φέρουν όπλα δηλαδή πολίτες, οι οποίοι επιστρατεύονταν σε περιπτώσεις ανάγκης.
Αυτοί όμως ούτε σοβαρό εξοπλισμό διέθεταν ούτε –το κυριότερο– πολεμική εκπαίδευση και εμπειρία είχαν.
Και ούτε ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες, εφόσον όλοι τους είχαν πρωταρχικό μέλημα την επιβίωσή τους.
Τα ρημαγμένα από τους πολέμους και τις τουρκικές επιδρομές κτήματα έμειναν ακαλλιέργητα. Κατόπιν, η εξάπλωση των Τούρκων περιόρισε τη βυζαντινή επικράτεια γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τους Επιβάτες και τη Σηλυβρία.
Η οικονομική κατάρρευση είχε ως φυσική συνέπεια την πτώση και του βιοτικού επιπέδου, σε βαθμό εξαθλίωσης. Για να γλιτώσουν την πείνα, χιλιάδες κατέφευγαν στις διάφορες μονές και ελάμβαναν το σχήμα.
Ακόμα και η Κωνσταντινούπολη δεν κατοικούνταν πλέον από περισσότερους από 40.000 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των ξένων. Η μόνη αχτίδα φωτός προερχόταν από την Πελοπόννησο. Κι εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο φαίνονταν.
Εκτός από τη διχόνοια μεταξύ των διαφόρων αρχόντων και των δεσποτών Παλαιολόγων, υπήρχε και η διχόνοια μεταξύ των ιδίων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, που απέβη καταστρεπτική για την εθνική υπόθεση.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ούτε η Πελοπόννησος διέθετε το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να ενισχύσει την περικυκλωμένη Βασιλεύουσα – ούτε κατά τη διάρκεια της τελικής πολιορκίας ούτε και νωρίτερα.
Ο τακτικός στρατός των δεσποτών ήταν μικρός, αριθμώντας μόνο μερικές εκατοντάδες «καβαλαρίων» ιππέων και «κονταράτων» (δορυφόρων) πεζών.
Στις δυνάμεις αυτές, ο εκάστοτε δεσπότης προσέθετε και ένα μικρό αριθμό Φράγκων μισθοφόρων, οι οποίοι αποτελούσαν το καλύτερο τμήμα του στρατού.
Οι δεσπότες επίσης διέθεταν και ένα σχετικά μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων, τους περίφημους «Στρατιώτες», οι οποίοι, κατά τους σύγχρονους Δυτικούς ιστορικούς, ήταν Αλβανοί. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι κυνηγημένοι από Φράγκους, Τούρκους και Σέρβους, έφυγαν προς Νότο, σε δύο μεταναστευτικά κύματα μεταξύ 1350 και 1410, και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο.
Τον κύριο όγκο όμως των στρατιωτικών δυνάμεων του Δεσποτάτου αποτελούσαν απλοί χωρικοί, ελεύθεροι καλλιεργητές ή δουλοπάροικοι των «Δυνατών» γαιοκτημόνων.
Για αυτούς ισχύουν όσα ειπώθηκαν και για τους «πολιτοφύλακες» της Κωνσταντινουπόλεως. Εξοπλισμένοι κυρίως με τόξα, χωρίς θώρακες, και νιώθοντας μεγάλη απέχθεια για τις επελάσεις του αντίπαλου Ιππικού, ήταν χρήσιμοι για αποστολές «κλεφτοπολέμου» ή για πολιορκίες, αλλά όχι για μάχες εκ παρατάξεως.
Επίσης, αρνούνταν συνήθως να εκστρατεύσουν πέραν του Ισθμού. Κι όμως, με έναν τέτοιο στρατό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παραλίγο να πραγματοποιήσει το θαύμα και να εκδιώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη. Το μόνο που χρειαζόταν για να επιτύχει τον σκοπό του ήταν χρόνος. Δεν του δόθηκε όμως από τους αντιπάλους του.
Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στην Πόλη έως το 1444. Στο διάστημα αυτό νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου, κόρη του Γενουάτη άρχοντα της Λήμνου, με προφανή πολιτικά κίνητρα.
Η σύζυγός του όμως πέθανε κατά τη διάρκεια μιας ακόμα εμφύλιας διαμάχης, όταν ο μικρότερος αδελφός του, Δημήτριος Παλαιολόγος, επιχείρησε να καταλάβει την Πόλη με την βοήθεια των Τούρκων.
Ο Κωνσταντίνος απέκρουσε την επίθεση, αλλά δυστυχώς υπήρξε μεγαλόψυχος απέναντι στον προδότη Δημήτριο, ο οποίος τελικώς αποδείχτηκε η προσωπικότητα που επέφερε τα μεγαλύτερα δεινά στον Ελληνισμό της εποχής. Το 1444 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο Μυστρά και ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Δεσποτάτου με τον αδερφό του Θωμά.
Στο μεταξύ, προέκυψαν νέα πολιτικά δεδομένα στη χερσόνησο του Αίμου. Στην Ήπειρο, ο Γεώργιος Καστριώτης, γιος του Έλληνα τοπάρχη Ιωάννη Καστριώτη –ο Σκεντέρμεπης (δηλαδή ο μπέης Αλέξανδρος) των Αλβανών και των Τούρκων– είχε ξεσηκώσει τους Ηπειρώτες κατά των Τούρκων, καθιστώντας έτσι κάθε απόπειρα των τελευταίων να τον καθυποτάξουν αποτυχημένη. Βορειότερα, ο Ούγγρος Ιωάννης Ουνιάδης πολεμούσε επίσης με επιτυχία τους Οθωμανούς.
Όλα έδειχναν ότι η ασιατική μάστιγα μπορούσε να καταπολεμηθεί. Ο Κωνσταντίνος μελέτησε προσεκτικά τις νέες εξελίξεις και αποφάσισε να δράσει.
Τότε συνέλαβε το παράτολμο σχέδιο να προελάσει προς Βορρά και, αφού ενωθεί με τον Καστριώτη και τον Ουνιάδη, όλοι μαζί να αναγκάσουν τους Τούρκους να τραβηχτούν πίσω στην Ασία.
Ανέπτυξε λοιπόν διπλωματικές σχέσεις με τους άλλους ηγεμόνες πολεμιστές, αλλά και με τον πάπα. Από τον τελευταίο ζητούσε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Φαίνεται πως κάτι έλαβε τελικά, αφού το 1444-’45 κατόρθωσε να ενισχύσει το στρατό του με 300 Βουργουνδούς ιππότες.
Παράλληλα, άρχισε να αλληλογραφεί με τον μέγα Έλληνα, τον Κοραή του καιρού του, καρδινάλιο Βησσαρίωνα. Ο Βησσαρίων προέτρεπε τον Κωνσταντίνο να ακολουθήσει το παράδειγμα των Ελλήνων προγόνων του.
Του υπενθύμιζε ότι κυβερνούσε τη Λακεδαίμονα, τη χώρα του Λεωνίδα και του Αγησιλάου, οι οποίοι συνέτριψαν τους «βαρβάρους» του καιρού τους, ηθικά και κυριολεκτικά.
Του θύμισε τον Σπαρτιάτη στρατηγό της Καρχηδόνας Ξάνθιππο, ο οποίος συνέτριψε και αυτούς ακόμα τους Ρωμαίους. Τον προέτρεψε να εκπαιδεύσει στρατιωτικά τους υπηκόους του.
Ο Κωνσταντίνος ακολούθησε τις σοφές συμβουλές, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό. Καταρχήν, ανοικοδόμησε το τείχος του Εξαμιλίου στον Ισθμό, ώστε να εξασφαλίσει το δεσποτάτο.
Έχοντας κατασκευάσει την «ασπίδα», αποφάσισε να λάβει στο χέρι και το δόρυ. Είχε έρθει ο καιρός να επιτεθεί. Η στιγμή ήταν πραγματικά κατάλληλη γιατί οι Τούρκοι και ο σουλτάνος τους, ο Μουράτ, ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν μια χριστιανική στρατιά που είχε εισβάλει στη Βουλγαρία.
Οι «σταυροφόροι», επικεφαλής των οποίων ήταν ο βασιλιάς της Πολωνίας Λαδισλάβος και ο Ιωάννης Ουνιάδης, σκόπευαν να προελάσουν μέσω Βουλγαρίας και να πλήξουν τους Τούρκους στη Θράκη. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι επίκειτο η εκστρατεία, εφόσον διατηρούσε επαφές με τον Ουνιάδη.
Έφτασαν μάλιστα παπικοί αντιπρόσωποι στο Μυστρά, μέσω των οποίων συνομολογήθηκε ένα είδος συμμαχίας μεταξύ Ελλήνων και Ούγγρων. Κατόπιν τούτου λοιπόν ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς κίνησαν για την Αθήνα. Η πόλη αυτή κρατούνταν από τον Νέριο Ατζαγιόλι και αποτελούσε σημείο υποχρεωτικής διάβασης για την προς Βορρά εισβολή. Οι Έλληνες δεσπότες υποχρέωσαν τον Φράγκο δυνάστη να υποταχθεί και να καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτέλειας 30.000 δουκάτων.
Προτίμησαν να μην τον εκθρονίσουν, ώστε να μην προκαλέσουν την έχθρα των Δυτικών. Προσάρτησαν όμως στο κράτος του Μυστρά τη Βοιωτία, την οποία και κατέστησαν βάση των επιχειρήσεών τους.
Κατόπιν επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Εκεί τους βρήκε και η δυσάρεστη είδηση της συντριβής των χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη της Βάρνας. Τα ενωμένα πολωνικά, ουγγρικά και γαλλικά τμήματα είχαν αφανιστεί, κατόπιν ενετικής παρασπονδίας. Στο Μυστρά, ο Κωνσταντίνος επανεξέτασε την κατάσταση, η οποία σαφώς τώρα παρουσιαζόταν εξαιρετικά δυσμενής.
Παρ’ όλα αυτά ο Παλαιολόγος δεν έχασε το θάρρος του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις και ικανότητες, αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιό του.
Έτσι, το Φεβρουάριο του 1445, κίνησε επικεφαλής του στρατού του από το Μυστρά. Δυστυχώς δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και τη σύνθεση του στρατού αυτού.
Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τους 2-3.000 τακτικούς στρατιώτες και τους 5-7.000 ελαφρούς πεζούς και ιππείς.
Από τη Βοιωτία, οι Έλληνες βάδισαν προς τη Φωκίδα και την κεντρική Στερεά. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Γαλαξειδίου», έξω από τα Σάλωνα (τη σημερινή Άμφισσα) δόθηκε μεγάλη μάχη μεταξύ των ελληνικών στρατευμάτων και των τμημάτων των Τούρκων μπέηδων της περιοχής. Αναφέρεται στο «Χρονικό Γαλαξειδίου του μοναχού Ευθυμίου (1703): «Ετότες ο κυρ Παλαιολόγος, εστώντας αυθέντης του Μορέως, εβουλήθηκε να διώξη τους Τούρκους, και εβγαίνοντας από τα Εξαμίλλια επήρε όλα τα χωριά στο μέρος του και ήρθε καταπάνου στο Σάλωνα και έγινε φοβερή αμάχη, και οι Τούρκοι νικηθήκασι και εχαλαστήκασι μαζί με τον μπέη τους. Και ο κυρ Παλαιολόγος εξουσίαζε το Σάλωνα, το Λοιδωρίκι, το Γαλαξείδι, και άλλα αχαμνότερα χωριά. Μαθαίνοντας αυτά τα κακά μαντάτα, ο μπέης του Ζητουνίου εξεκίνησε καταπάνου του με αμέτρητο ασκέρι, και ο κυρ Παλαιολόγος μην ημπορώντας να εξαναντιάση, έφυγε γοργόν και εκλείσθηκε στο Ξαμίλλι, που ήταν κατρογυρισμένο…»
Στη μάχη, ο Κωνσταντίνος θριάμβευσε, εξοντώνοντας το τουρκικό τμήμα και σκοτώνοντας τον επικεφαλής μπέη. Κατόπιν, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Λιδωρίκι και όλη τη Φωκίδα και έφτασε έως τη Θεσσαλία.
Οι Έλληνες της Θεσσαλίας αμέσως ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων και ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου. Η επανάσταση σύντομα εξαπλώθηκε.
Σε πολύ λίγο χρόνο όλος σχεδόν ο ηπειρωτικός κορμός της Ελλάδας είχε απελευθερωθεί, από την Αθήνα έως τα Γρεβενά και τις παρυφές της Πίνδου. Χρειαζόταν μόνο μια μικρή πίστωση χρόνου, για να νικηθούν οι Τούρκοι.
Ο Μουράτ, με εξασφαλισμένα τα νώτα του μετά τη θριαμβευτική του νίκη στη Βάρνα, έστειλε άμεσα ενισχύσεις στους μπέηδές του στην Ελλάδα.
Σοβαρά ενισχυμένος, «με αρίφνητο ασκέρι», όπως αναφέρεται στο «Χρονικό του Γαλαξειδίου», ο εν λόγω μπέης της Λαμίας (Ζητούνι) στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος, αδυνατώντας να αντισταθεί στη συντριπτική υπεροχή των Τούρκων, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.
Η εχθρική στάση όμως και του ηγεμόνα των Αθηνών Νέριο Ατζαγιόλι, τον υποχρέωσε να αποσυρθεί στον Ισθμό, πίσω από το τείχος του Εξαμιλίου. Στο μεταξύ είχε σπεύσει και ο ίδιος ο Μουράτ στην περιοχή.
Ο σουλτάνος ανακατέλαβε τη Φωκίδα και τη Θήβα. Την τελευταία μάλιστα την παρέδωσε στον ευνοούμενό του Ατζαγιόλι. Κατόπιν, μαζί τον περιώνυμο στρατηγό του Τουραχάν, στράφηκαν κατά του Εξαμιλίου.
Στο ίδιο διάστημα, ο Κωνσταντίνος δεν αδράνησε. Επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα Γεώργιο Βράνκοβιτς, από τον οποίο ζήτησε να προβεί σε ενέργεια αντιπερισπασμού, η οποία θα χαλάρωνε την προς αυτόν ασκούμενη τουρκική πίεση.
Παράλληλα στράφηκε στους Ενετούς, ζητώντας τους άμεση βοήθεια, την οποία μπορούσαν να του διαθέσουν από τις φρουρές που διατηρούσαν στην Πελοπόννησο. Όλοι τους υποσχέθηκαν να βοηθήσουν. Στην πραγματικότητα όμως έμειναν αδρανείς.
Έτσι, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε τελικά μόνος απέναντι στο σύνολο των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες υπολογίζονται ότι αριθμούσαν 80-100.000 εμπειροπόλεμους άντρες.
Ο Έλληνας δεσπότης δεν διέθετε περισσότερους από 10.000 άντρες, σύμφωνα με τους πιο έγκυρους υπολογισμούς. Στις 27 Νοεμβρίου 1446, ο πολυάριθμος τουρκικός στρατός εμφανίστηκε ενώπιον του Εξαμιλίου, διαθέτοντας πλήθος πολιορκητικών μηχανών, ακόμα και πυροβόλων. Ο Κωνσταντίνος, συνειδητοποιώντας ότι ήταν αδύνατο να αντέξει στην εχθρική έφοδο, επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τον σουλτάνο. Απέστειλε λοιπόν ως πρεσβευτή τον Χαλκοκονδύλη.
Ο σουλτάνος όμως συνέλαβε τον πρεσβευτή, τον έριξε στις φυλακές και απαίτησε από τον Κωνσταντίνο να κατεδαφίσει το τείχος του Εξαμιλίου.
Όταν εκείνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί, ο Μουράτ επιτέθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1446. Παρά τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων, οι Τούρκοι κυρίευσαν το οχύρωμα και προχώρησαν σφαγιάζοντας και λεηλατώντας στο δρόμο τους.
Πρώτη κυριεύτηκε και λεηλατήθηκε η Κόρινθος και κατόπιν η Σικυών. Την ίδια τύχη είχαν το Αίγιο και η Πάτρα, πλην της ακρόπολης της τελευταίας, οι υπερασπιστές της οποίας αντιμετώπισαν με επιτυχία όλες τις εχθρικές εφόδους.
Έτσι, ο σουλτάνος εγκατέλειψε την Πάτρα και επιτέθηκε στη Γλαρέντζα, την οποία και ισοπέδωσε.
Για να σώσει και την υπόλοιπη Πελοπόννησο, ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τότε να πληρώσει φόρο στους Τούρκους, προκειμένου αυτοί να την εγκαταλείψουν.
Μόνο τότε ο θηριώδης σουλτάνος έφυγε, αφού όμως πρώτα γκρέμισε το τείχος του Εξαμιλίου και αιχμαλώτισε 60.000 Έλληνες. Αυτό ήταν και το τέλος του φιλόδοξου εγχειρήματος του Κωνσταντίνου να ανακτήσει την κυριαρχία της Ελλάδας.
Προδομένος, αφέθηκε μόνος να αντιπαλέψει το μεγάλου όγκου τουρκικό στράτευμα.
Ακριβώς το ίδιο θα συνέβαινε και επτά έτη αργότερα, όταν θα διακυβευόταν η τύχη αυτής της ίδιας της Βασιλίδας των πόλεων.
Πέμπτη 29 Μαΐου 2025
Γιάννης Κορδάτος: Κωνσταντινούπολη: άλωση ή παράδοση;
Ο Γιάννης Κορδάτος ανατρέχοντας σ’ όλες τις ιστορικές πηγές γράφει στην ιστορία του (εδώ περιληπτικά):
Λίγο πριν το πάρσιμο της Πόλης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή στο Βυζάντιο υπήρχε μεγάλο μίσος ανάμεσα στους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς. Οι μεν ενωτικοί με το βασιλιά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κυρίως από ανάγκη, καθώς έβλεπαν το μεγάλο κίνδυνο από τους Τούρκους, ήθελαν την ένωση με τη Δυτική εκκλησία (με τον πάπα) ή δε ανθενωτικοί, με πολιτικό αρχηγό το Δούκα Νοταρά και θρησκευτικό τον Γενάδιο Σχολάριο (αμέσως μετά την άλωση ο σουλτάνος τον έκανε πατριάρχη) δεν ήθελαν καν ν’ ακούσουν για ένωση των εκκλησιών. Το μίσος ήταν μεγάλο σε βαθμό που οι ανθενωτικοί, που τους ακολουθούσε η πλειοψηφία του λαού ένεκα του μίσους που έτρεφε κατά των δυτικών λόγω και των σταυροφοριών, έλεγαν: «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν»!
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βλέποντας το μεγάλο κίνδυνο για να κολακευτεί ο Πάπας που είχε στείλει μια μικρή βοήθεια με 200 πολεμιστές διέταξε να γίνει στην Αγιά Σοφιά στις 12 Δεκέμβρη του 1452 η ενωτική λειτουργία στην οποία μνημονεύτηκε ο Πάπας.
Μικρή βοήθεια επίσης από τους δυτικούς είχαν στείλει και οι Βενετσιάνοι (5 γαλέρες= πολεμικά πλοία), όπως και οι Γενοβέζοι που από τη Χίο έστειλαν 700 στρατιώτες με επικεφαλής τον ικανό αξιωματικό Ιουσινιάνη.
Η επίσημη αυτή πράξη του Παλαιολόγου όσο κι αν επιβαλλόταν από πολιτική ανάγκη έριξε λάδι στη φωτιά κι ο αγώνας μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών άρχισε τώρα με μεγαλύτερη λύσσα! Οι καλόγεροι μάλιστα με επικεφαλής το Γεννάδιο ήθελαν ν’ ανοίξουν οι πόρτες των κάστρων για να αληθέψουν οι προφητείες μιαν…ώρα αρχύτερα. Γι αυτό φώναζαν: «Ανοίξατε τις πόρτες του Κάστρου, αντί να περιμένετε να τις καταστρέψει ο άπιστος (= Τούρκος), αφήστε αυτόν να μπει μέσα και να περάσει στη μέση της Πόλης. Τότες άγγελος εξολοθρευτής θα σας σώσει…»!
Η πολιορκία της Πόλης όλο και γινόταν και πιο στενή, κάθε μέρα που περνούσε ήταν για τον Παλαιολόγο αληθινή τραγωδία. Η βοήθεια του Πάπα, στην οποία πίστευε, δεν ερχόταν. Τα τρόφιμα σώνονταν και οι ανθενωτικοί ξεσηκώνονταν και έκαναν ταραχές.
Παραμονές της μεγάλης επίθεσης….
Ο Κορδάτος διασταυρώνοντας όλες τις ιστορικές πηγές γράφει:
Παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον Παλαιολόγο για συνθηκολόγηση και παράδοση της Πόλης. Οι ιστορικοί της εποχής είτε ανοιχτά είτε συγκαλυμμένα μιλούν γι αυτό. Φαίνεται ότι, σημειώνει ο Κορδάτος, στις παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν τέτοιες προτάσεις όχι από το Σουλτάνο αλλά από τον Παλαιολόγο. Οι ανθενωτικοί τις ημέρες εκείνες όχο μόνο έφευγαν και παραδίνονταν στους Τούρκους, μα και μέσα στην Πόλη στενοχωρούσαν τον αυτοκράτορα ή να παραδοθεί ή να φύγει. Ενδεικτικό της έντασης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών είναι το παρακάτω γεγονός: Ο Ιουστινιάνης (είχε οριστεί φρούραρχος της Πόλης) βλέποντας ότι από την πύλη του Ρωμανού είχε χαλάσει το κάστρο ζήτησε από το Νοταρά να του στείλει κανόνια για να ενισχύσει την άμυνα. Ο Νοταράς όμως αρνήθηκε με πείσμα. Τότε κατά τους χρονικογράφους ο Ιουστινιάνης δε βάσταξε και είπε στο Νοταρά: «ε, προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί να σε σφάξω μ’ αυτό το μαχαίρι»!
Ο φρούραρχος της Πόλης, ο γενοβέζος Ιουστινιάνης, που, η παλικαριά του ήταν ακουστή και που ίσαμε τότες έδειξε αφοσίωση στον αυτοκράτορα, το πρωί της τελευταίας τούρκικης επίθεσης έφυγε. Είναι αλήθεια, πως οι περισσότεροι χρονογράφοι, λένε πως πληγώθηκε…Δύο πράγματα μπορούμε να υποθέσουμε. Ή ο Ιουστινιάνης βρήκε αφορμή την πληγή κι έφυγε, ξέροντας πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, ή, οι ίδιοι οι ανθενωτικοί (με τη στάση τους) τον ανάγκασαν να φύγει.
Η Κερκόπορτα…
Ας έρθουμε τώρα σ’ ένα άλλο γεγονός. Ο χρονογράφος Δούκας λέει πως το πρωί στις 29 του Μάη, άμα άρχισε η μάχη και καιγόταν ο τόπος από τις κανονιές, μια πύλη του κάστρου που την έλεγαν Κερκόπορτα κι ήταν στο βορεινό μέρος, βρέθηκε ανοιχτή.
Από την πόρτα αυτή μπήκαν στην αρχή καμιά πενηνταριά Τούρκοι κι ύστερα και άλλοι κι άρχισαν να χτυπούν τους υπερασπιστές από μέσα και αναγκάζονταν ολοένα να υποχωρούν…
Όταν μαθεύτηκε η είδηση της συνθηκολόγησης ήταν φυσικό να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Οι ενωτικοί μαζεύτηκαν προς το μέρος της Αγιά Σοφιάς και της πύλης του Ρωμανού για να φύγουν. Οι ανθενωτικοί όμως έμειναν στα σπίτια τους και έβαλαν τα συμφωνημένα σημάδια στις πόρτες και έπεσαν να κοιμηθούν ήσυχοι, όπως μας πληροφορεί ο Δούκας!
Όταν όμως το πρωί στις 29 του Μάη διαδόθηκε πως ο Παλαιολόγος αρνήθηκε να δεχτεί τους νέους επαχθείς όρους του Μωάμεθ, αυτοί (οι ανθενωτικοί) πήγαν και άνοιξαν την Κερκόπορτα, ή, κατά τον Κριτόβουλο, την πυλίδα Ιουστίνου, για να μπουν οι Τούρκοι.
Η τύχη των αρχηγών των ανθενωτικών Νοταρά και Γεννάδιου Σχολάριου μετά την άλωση της Πόλης…
Ο μεγάλος δούκας ο Νοταράς, ο αρχηγός των ανθενωτικών, βρέθηκε «σώος και αβλαβής». Το ίδιο και ο Γεννάδιος Σχολάριος βρέθηκε στην Ανδριανούπολη χωρίς να πάθει τίποτα. Κι ακόμα στο σπίτι του Νοταρά ούτε μισός Τούρκος στρατιώτης δεν μπήκε γιατί είχε βάλει ο Μωάμεθ τιμητική φρουρά να το φυλάνε!
Είναι όμως αλήθεια ότι ο Νοταράς δεν πρόφτασε να χαρεί τις τιμές και τις δόξες που του ετοίμαζε ο Μωάμεθ. Σε λίγο, επειδή ο μεγάλος βεζύρης Χαλίλ τον συκοφάντησε, και τον διέβαλε, ο Σουλτάνος τον σκότωσε, μαζί με τα παιδιά του.
Ο άλλος αρχηγός των ανθενωτικών ο Γεννάδιος Σχολάριος, στάθηκε πιο τυχερός. Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στην πόλη, κάποιος φίλος του Τούρκος πήγε και τον βρήκε και τον πήρε μαζί του στην Ανδριανούπολη.
Ο Μωάμεθ, από τις πρώτες μέρες, «ευθύς μετά την άλωση», γράφει ο Κριτόβουλος, ζήτησε το Γεννάδιο, αλλά δεν τον έβρισκε. Όταν όμως ο Μωάμεθ έμαθε που βρισκόταν ο Γεννάδιος τον κάλεσε κοντά του και επειδή ο πατριαρχικός θρόνος χήρευε και οι κληρικοί παραπονιόνταν, αλλά και για δικούς του πολιτικούς λόγους, τον έκανε Πατριάρχη!!!!
Όπως λένε οι Βυζαντινοί ιστορικοί, ο Μωάμεθ δέχτηκε το Γεννάδιο με μεγάλες τιμές. Ο Φραντζής γράφει πως όχι μόνο τον υποδέχτηκε σαν ηγεμόνα, αλλά του έδωκε «δεκανίκιον»- δείγμα της εξουσίας του- και όταν έφυγε από το παλάτι, τον συνόδεψε ως την πόρτα, «ανεβίβασεν αυτόν εις ίππον ευπρεπισμένον» και πρόσταξε να τον ακολουθήσει τιμητική φρουρά ως την εκκλησία Αγίων Αποστόλων που ήταν το Πατριαρχείο.
Ο Φραντζής προσθέτει ακόμα πως ο Μωάμεθ, με διατάγματα αναγνώρισε την εκκλησιαστική και δικαστική εξουσία του Πατριάρχη.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι από την πρώτη στιγμή της άλωσης ο σουλτάνος Μωάμεθ σταμάτησε τις κακοποιήσεις χριστιανών αφού διόρισε Πατριάρχη τον Γενάδιο Σχολάριο με τις ίδιες και περισσότερες τιμές απ’ ό,τι οι Βυζαντινοί και έδωσε στους καινούργιους υπηκόους του (ραγιάδες) δικαιώματα που ονομάστηκαν «προνόμια».
Ο Πατριάρχης ορίστηκε ανώτατος άρχων των χριστιανών «ραγιάδων» (έτσι ονόμαζαν οι Οθωμανοί τους λαούς που είχαν υποτάξει), απόλυτος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών ζητημάτων, αλλά και με δικαστικά και άλλα δικαιώματα. Επίσης, η νέα εξουσία συνεργάστηκε και χρησιμοποίησε σε υψηλές θέσεις την αριστοκρατία των Φαναριωτών. Μάλιστα, σύμφωνα με το κοράνι και την υπόσχεση που έδωσε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Κατακτητής, δεν πείραξαν ούτε την ιδιωτική, ούτε την κοινοτική, ούτε τη μοναστηριακή περιουσία των μερών που υποτάχτηκαν θεληματικά.
Πηγές: Γ. Κορδάτου, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, Βυζάντιο
Λίγο πριν το πάρσιμο της Πόλης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή στο Βυζάντιο υπήρχε μεγάλο μίσος ανάμεσα στους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς. Οι μεν ενωτικοί με το βασιλιά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κυρίως από ανάγκη, καθώς έβλεπαν το μεγάλο κίνδυνο από τους Τούρκους, ήθελαν την ένωση με τη Δυτική εκκλησία (με τον πάπα) ή δε ανθενωτικοί, με πολιτικό αρχηγό το Δούκα Νοταρά και θρησκευτικό τον Γενάδιο Σχολάριο (αμέσως μετά την άλωση ο σουλτάνος τον έκανε πατριάρχη) δεν ήθελαν καν ν’ ακούσουν για ένωση των εκκλησιών. Το μίσος ήταν μεγάλο σε βαθμό που οι ανθενωτικοί, που τους ακολουθούσε η πλειοψηφία του λαού ένεκα του μίσους που έτρεφε κατά των δυτικών λόγω και των σταυροφοριών, έλεγαν: «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν»!
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βλέποντας το μεγάλο κίνδυνο για να κολακευτεί ο Πάπας που είχε στείλει μια μικρή βοήθεια με 200 πολεμιστές διέταξε να γίνει στην Αγιά Σοφιά στις 12 Δεκέμβρη του 1452 η ενωτική λειτουργία στην οποία μνημονεύτηκε ο Πάπας.
Μικρή βοήθεια επίσης από τους δυτικούς είχαν στείλει και οι Βενετσιάνοι (5 γαλέρες= πολεμικά πλοία), όπως και οι Γενοβέζοι που από τη Χίο έστειλαν 700 στρατιώτες με επικεφαλής τον ικανό αξιωματικό Ιουσινιάνη.
Η επίσημη αυτή πράξη του Παλαιολόγου όσο κι αν επιβαλλόταν από πολιτική ανάγκη έριξε λάδι στη φωτιά κι ο αγώνας μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών άρχισε τώρα με μεγαλύτερη λύσσα! Οι καλόγεροι μάλιστα με επικεφαλής το Γεννάδιο ήθελαν ν’ ανοίξουν οι πόρτες των κάστρων για να αληθέψουν οι προφητείες μιαν…ώρα αρχύτερα. Γι αυτό φώναζαν: «Ανοίξατε τις πόρτες του Κάστρου, αντί να περιμένετε να τις καταστρέψει ο άπιστος (= Τούρκος), αφήστε αυτόν να μπει μέσα και να περάσει στη μέση της Πόλης. Τότες άγγελος εξολοθρευτής θα σας σώσει…»!
Η πολιορκία της Πόλης όλο και γινόταν και πιο στενή, κάθε μέρα που περνούσε ήταν για τον Παλαιολόγο αληθινή τραγωδία. Η βοήθεια του Πάπα, στην οποία πίστευε, δεν ερχόταν. Τα τρόφιμα σώνονταν και οι ανθενωτικοί ξεσηκώνονταν και έκαναν ταραχές.
Παραμονές της μεγάλης επίθεσης….
Ο Κορδάτος διασταυρώνοντας όλες τις ιστορικές πηγές γράφει:
Παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον Παλαιολόγο για συνθηκολόγηση και παράδοση της Πόλης. Οι ιστορικοί της εποχής είτε ανοιχτά είτε συγκαλυμμένα μιλούν γι αυτό. Φαίνεται ότι, σημειώνει ο Κορδάτος, στις παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν τέτοιες προτάσεις όχι από το Σουλτάνο αλλά από τον Παλαιολόγο. Οι ανθενωτικοί τις ημέρες εκείνες όχο μόνο έφευγαν και παραδίνονταν στους Τούρκους, μα και μέσα στην Πόλη στενοχωρούσαν τον αυτοκράτορα ή να παραδοθεί ή να φύγει. Ενδεικτικό της έντασης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών είναι το παρακάτω γεγονός: Ο Ιουστινιάνης (είχε οριστεί φρούραρχος της Πόλης) βλέποντας ότι από την πύλη του Ρωμανού είχε χαλάσει το κάστρο ζήτησε από το Νοταρά να του στείλει κανόνια για να ενισχύσει την άμυνα. Ο Νοταράς όμως αρνήθηκε με πείσμα. Τότε κατά τους χρονικογράφους ο Ιουστινιάνης δε βάσταξε και είπε στο Νοταρά: «ε, προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί να σε σφάξω μ’ αυτό το μαχαίρι»!
Ο φρούραρχος της Πόλης, ο γενοβέζος Ιουστινιάνης, που, η παλικαριά του ήταν ακουστή και που ίσαμε τότες έδειξε αφοσίωση στον αυτοκράτορα, το πρωί της τελευταίας τούρκικης επίθεσης έφυγε. Είναι αλήθεια, πως οι περισσότεροι χρονογράφοι, λένε πως πληγώθηκε…Δύο πράγματα μπορούμε να υποθέσουμε. Ή ο Ιουστινιάνης βρήκε αφορμή την πληγή κι έφυγε, ξέροντας πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, ή, οι ίδιοι οι ανθενωτικοί (με τη στάση τους) τον ανάγκασαν να φύγει.
Η Κερκόπορτα…
Ας έρθουμε τώρα σ’ ένα άλλο γεγονός. Ο χρονογράφος Δούκας λέει πως το πρωί στις 29 του Μάη, άμα άρχισε η μάχη και καιγόταν ο τόπος από τις κανονιές, μια πύλη του κάστρου που την έλεγαν Κερκόπορτα κι ήταν στο βορεινό μέρος, βρέθηκε ανοιχτή.
Από την πόρτα αυτή μπήκαν στην αρχή καμιά πενηνταριά Τούρκοι κι ύστερα και άλλοι κι άρχισαν να χτυπούν τους υπερασπιστές από μέσα και αναγκάζονταν ολοένα να υποχωρούν…
Όταν μαθεύτηκε η είδηση της συνθηκολόγησης ήταν φυσικό να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Οι ενωτικοί μαζεύτηκαν προς το μέρος της Αγιά Σοφιάς και της πύλης του Ρωμανού για να φύγουν. Οι ανθενωτικοί όμως έμειναν στα σπίτια τους και έβαλαν τα συμφωνημένα σημάδια στις πόρτες και έπεσαν να κοιμηθούν ήσυχοι, όπως μας πληροφορεί ο Δούκας!
Όταν όμως το πρωί στις 29 του Μάη διαδόθηκε πως ο Παλαιολόγος αρνήθηκε να δεχτεί τους νέους επαχθείς όρους του Μωάμεθ, αυτοί (οι ανθενωτικοί) πήγαν και άνοιξαν την Κερκόπορτα, ή, κατά τον Κριτόβουλο, την πυλίδα Ιουστίνου, για να μπουν οι Τούρκοι.
Η τύχη των αρχηγών των ανθενωτικών Νοταρά και Γεννάδιου Σχολάριου μετά την άλωση της Πόλης…
Ο μεγάλος δούκας ο Νοταράς, ο αρχηγός των ανθενωτικών, βρέθηκε «σώος και αβλαβής». Το ίδιο και ο Γεννάδιος Σχολάριος βρέθηκε στην Ανδριανούπολη χωρίς να πάθει τίποτα. Κι ακόμα στο σπίτι του Νοταρά ούτε μισός Τούρκος στρατιώτης δεν μπήκε γιατί είχε βάλει ο Μωάμεθ τιμητική φρουρά να το φυλάνε!
Είναι όμως αλήθεια ότι ο Νοταράς δεν πρόφτασε να χαρεί τις τιμές και τις δόξες που του ετοίμαζε ο Μωάμεθ. Σε λίγο, επειδή ο μεγάλος βεζύρης Χαλίλ τον συκοφάντησε, και τον διέβαλε, ο Σουλτάνος τον σκότωσε, μαζί με τα παιδιά του.
Ο άλλος αρχηγός των ανθενωτικών ο Γεννάδιος Σχολάριος, στάθηκε πιο τυχερός. Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στην πόλη, κάποιος φίλος του Τούρκος πήγε και τον βρήκε και τον πήρε μαζί του στην Ανδριανούπολη.
Ο Μωάμεθ, από τις πρώτες μέρες, «ευθύς μετά την άλωση», γράφει ο Κριτόβουλος, ζήτησε το Γεννάδιο, αλλά δεν τον έβρισκε. Όταν όμως ο Μωάμεθ έμαθε που βρισκόταν ο Γεννάδιος τον κάλεσε κοντά του και επειδή ο πατριαρχικός θρόνος χήρευε και οι κληρικοί παραπονιόνταν, αλλά και για δικούς του πολιτικούς λόγους, τον έκανε Πατριάρχη!!!!
Όπως λένε οι Βυζαντινοί ιστορικοί, ο Μωάμεθ δέχτηκε το Γεννάδιο με μεγάλες τιμές. Ο Φραντζής γράφει πως όχι μόνο τον υποδέχτηκε σαν ηγεμόνα, αλλά του έδωκε «δεκανίκιον»- δείγμα της εξουσίας του- και όταν έφυγε από το παλάτι, τον συνόδεψε ως την πόρτα, «ανεβίβασεν αυτόν εις ίππον ευπρεπισμένον» και πρόσταξε να τον ακολουθήσει τιμητική φρουρά ως την εκκλησία Αγίων Αποστόλων που ήταν το Πατριαρχείο.
Ο Φραντζής προσθέτει ακόμα πως ο Μωάμεθ, με διατάγματα αναγνώρισε την εκκλησιαστική και δικαστική εξουσία του Πατριάρχη.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι από την πρώτη στιγμή της άλωσης ο σουλτάνος Μωάμεθ σταμάτησε τις κακοποιήσεις χριστιανών αφού διόρισε Πατριάρχη τον Γενάδιο Σχολάριο με τις ίδιες και περισσότερες τιμές απ’ ό,τι οι Βυζαντινοί και έδωσε στους καινούργιους υπηκόους του (ραγιάδες) δικαιώματα που ονομάστηκαν «προνόμια».
Ο Πατριάρχης ορίστηκε ανώτατος άρχων των χριστιανών «ραγιάδων» (έτσι ονόμαζαν οι Οθωμανοί τους λαούς που είχαν υποτάξει), απόλυτος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών ζητημάτων, αλλά και με δικαστικά και άλλα δικαιώματα. Επίσης, η νέα εξουσία συνεργάστηκε και χρησιμοποίησε σε υψηλές θέσεις την αριστοκρατία των Φαναριωτών. Μάλιστα, σύμφωνα με το κοράνι και την υπόσχεση που έδωσε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Κατακτητής, δεν πείραξαν ούτε την ιδιωτική, ούτε την κοινοτική, ούτε τη μοναστηριακή περιουσία των μερών που υποτάχτηκαν θεληματικά.
Πηγές: Γ. Κορδάτου, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, Βυζάντιο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα.
Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.
Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.
Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.
- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά 'σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς...». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία.
Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και τον μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού 'κλεισε το μάτι.
Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:
Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου.
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά 'χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερα σου.
Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος.
Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πώς ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πώς σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.
Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με τον σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.
Είναι οι φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ραγκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου.
Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα
ΔΕΣ:
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 1453
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Ή ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ (146πχ - 1453μχ) ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1453μχ - 1821μχ)
Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα.
Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.
Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.
Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.
- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά 'σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς...». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία.
Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και τον μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού 'κλεισε το μάτι.
Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:
Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου.
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά 'χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερα σου.
Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος.
Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πώς ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πώς σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.
Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με τον σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.
Είναι οι φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ραγκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου.
Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα
ΔΕΣ:
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 1453
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Ή ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ (146πχ - 1453μχ) ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1453μχ - 1821μχ)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ: Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ
Άγιον Όρος Την προδοσία ουδείς εμίσησε…
Ποια είναι η πατρίδα των Ορθόδοξων χριστιανών;
Η προδοσία των μοναχών της Μονής Βλατάδων και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430
Ο ρόλος της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την Άλωση
Μονές Τιμίου Προδρόμου Σερρών και Εσφιγμένου Αγίου Όρους
Άγιον Όρος Την προδοσία ουδείς εμίσησε…
Ποια είναι η πατρίδα των Ορθόδοξων χριστιανών;
Η προδοσία των μοναχών της Μονής Βλατάδων και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430
Ο ρόλος της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την Άλωση
Μονές Τιμίου Προδρόμου Σερρών και Εσφιγμένου Αγίου Όρους
Η καταστροφή της Κάσου
Οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, αμέσως μετά την κατάπνιξη της επανάστασης στην Κρήτη, αποβιβάστηκαν στην Κάσο στις 29 Μαΐου 1824 και αφάνισαν το νησί, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη και η καταστροφή της Κάσου άνοιξαν το δρόμο για την απρόσκοπτη απόβαση των αιγυπτιακών στρατιωτικών δυνάμεων υπό τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, τον Φεβρουάριο του 1825.
Η Κάσος στα χρόνια της Επανάστασης
Η Κάσος, το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων, απέχει περί τα 20 ναυτικά μίλια από τη Σητεία. Βρίσκεται σε στρατηγική θέση, καθώς ελέγχει ένα σημαντικό ναυτικό πέρασμα από το Αιγαίο προς την Ανατολική Μεσόγειο και τούμπαλιν. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε αναπτύξει αξιόλογη ναυτιλία και διατηρούσε ένα είδος αυτονομίας από την Υψηλή Πύλη. Αποκόμιζε τεράστια κέρδη τόσο από την εμπορική ναυτιλία, όσο και από την πειρατεία, όπως αναφέρει ο Γόρδων στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης».
Η συμβολή της Κάσου ήταν σημαντική κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού της Κρήτης, καθώς όχι μόνο ανεφοδίαζε τους Κρητικούς αγωνιστές, αλλά και συνελάμβανε πλοία, τουρκικά ή ευρωπαϊκά, που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια στις τουρκικές δυνάμεις του νησιού. Έτσι,η εξουδετέρωση της κασιώτικης ναυτιλίας θεωρήθηκε αναγκαία από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και αμέσως μετά την υποταγή της Κρήτης ο αιγυπτιακός στόλος στράφηκε εναντίον του νησιού. Άλλωστε στο νησί είχε καταφύγει και μεγάλος αριθμός ενόπλων κρητικών αγωνιστών υπό τους Δημήτριο Κουρμούλη και Αστρινό Χατζηδάκη.
Από τα μέσα Απριλίου του 1824 υπήρχαν πληροφορίες για τις προθέσεις των Αιγυπτίων και η αγωνία στο νησί ήταν διάχυτη. Στις 12 Μαΐου οι πρόκριτοι της Κάσου ενημέρωσαν την επαναστατική κυβέρνηση και ζήτησαν βοήθεια, αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Δύο ημέρες αργότερα, ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στ’ ανοιχτά της Κάσου, προερχόμενος από το ορμητήριό του στη Σούδα.
Στις 17 Μαΐου οι Κάσιοι επανήλθαν στο αίτημά τους για βοήθεια, αλλά η απάντηση ότι δεν υπάρχουν λεφτά ήλθε καθυστερημένα στις 27 Μαΐου, όταν ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στο νησί. Όλο αυτό το διάστημα οι ντόπιοι, συνεπικουρούμενοι και από τους Κρητικούς αγωνιστές, οργάνωναν την άμυνα του νησιού, κατά το δυνατόν.
Η απόβαση των Αιγυπτίων στην Κάσο
Η επίθεση άρχισε την ίδια ημέρα με ισχυρό κανονιοβολισμό, κυρίως στο χωριό της Αγίας Μαρίνας, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των αμυνομένων. Οι Κάσιοι ανταπέδωσαν τα πυρά και κατόρθωσαν να κρατήσουν προσωρινά σε απόσταση τα εχθρικά πλοία. Ο αιγυπτιακός στόλος αποτελείτο από 25 έως 45 πλοία, ανάλογα με τις πηγές, στα οποία επέβαιναν 3.000 - 4000 αλβανοί στρατιώτες. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ικανότατος αλβανός στρατιωτικός Χουσεϊν Μπέης και ναύαρχος ο αλγερινός Ισμαήλ Γιβραλτάρ.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου ο Χουσεΐν έκανε μία παραπλανητική απόβαση στην ακτή προς τα βόρεια της Αγίας Μαρίνας, Οι Κάσιοι επικέντρωσαν την προσοχή τους στους επιτιθέμενους, αλλά δεν πήραν είδηση ότι 30 βάρκες γεμάτες αλβανούς στρατιώτες με επικεφαλής του χιλίαρχο Μουσά αποβιβάστηκαν χωρίς αντίσταση στην απόκρημνη τοποθεσία Αντιπέρατος. Την πρώτη απόβαση ακολούθησε και δεύτερη και τα ξημερώματα 2.000 αλβανοί στρατιώτες βρέθηκαν στα νώτα των αμυνομένων.
Ο Χουσεΐν κάλεσε τους Κάσιους να παραδοθούν, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν. Συνέχιζαν να πολεμούν και να προξενούν φθορά στον εχθρό, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη, καθώς ο εχθρός συνεχώς ενισχυόταν. Πολλοί από τους κατοίκους επιβιβάσθηκαν σε καράβια, με προορισμό την Κάρπαθο και τις Κυκλάδες.
Άλλοι πήραν τα βουνά για να συνεχίσουν την αντίσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο πλοίαρχος Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, γνωστός και ως Διακομάρκος, ο οποίος με 40 άνδρες του πολέμησε γενναία, αλλά τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος. Προσήχθη ενώπιον του Χουσεΐν, ο οποίος αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, εντυπωσιασμένος από την ανδρεία του. Όμως, μόλις του έλυσαν τα δεσμά, ο Διακομάρκος άρπαξε ένα γιαταγάνι και σκότωσε τρεις από τους φρουρούς, για να πέσει και ο ίδιος νεκρός λίγο αργότερα.
Την κατάρρευση της αντίστασης των Κασίων ακολούθησε γενική σφαγή και εξανδραποδισμός. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Μάταια οι αλβανοί στρατιώτες που ήταν χριστιανοί προσπάθησαν να αποσοβήσουν τη σφαγή των αμάχων και την απαγωγή των κοριτσιών. Τα κασιώτικα πλοία δημεύτηκαν και πολλοί Κάσιοι αναγκάστηκαν να ενταχθούν στα πληρώματά τους για να σώσουν τις οικογένειές τους.
Τα επακόλουθα της καταστροφής της Κάσου
Ο Χουσεΐν, αφού εγκατέστησε τούρκο διοικητή στην Κάσο κι εξασφάλισε αμαχητί την υποταγή της γειτονικής Καρπάθου, αναχώρησε με τα πλοία του για τη βάση του στη Σούδα.
Μόλις έμαθαν τη θλιβερή είδηση και φοβούμενοι ότι οι Αιγύπτιοι θα στραφούν εναντίον τους, Υδραίοι και Σπετσιώτες συγκρότησαν στόλο, που κατευθύνθηκε προς την Κάσο. Στις 21 Ιουνίου ο ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποβιβάστηκε στο νησί και αντίκρισε ιδίοις όμμασι τη μεγάλη καταστροφή, με «σπίτια κατακρημνισμένα… κατακαμμένα… ανθρώπους πολλά ολίγους», που «ερρίφθησαν εις τα δάκρυα με γογγυσμούς φωνάς και θρήνον απαρηγόρητον», όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του.
Αφού μάταια ο υδραιοσπετσιώτικος στόλος αναζήτησε τον αιγυπτιακό, στις 24 Ιουνίου, ο ναύαρχος Σαχτούρης πληροφορήθηκε «από πλοίον Σαντοριναίικον με σημαίαν ρωσικήν», την καταστροφή των Ψαρών.
Η Κάσος στα χρόνια της Επανάστασης
Η Κάσος, το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων, απέχει περί τα 20 ναυτικά μίλια από τη Σητεία. Βρίσκεται σε στρατηγική θέση, καθώς ελέγχει ένα σημαντικό ναυτικό πέρασμα από το Αιγαίο προς την Ανατολική Μεσόγειο και τούμπαλιν. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε αναπτύξει αξιόλογη ναυτιλία και διατηρούσε ένα είδος αυτονομίας από την Υψηλή Πύλη. Αποκόμιζε τεράστια κέρδη τόσο από την εμπορική ναυτιλία, όσο και από την πειρατεία, όπως αναφέρει ο Γόρδων στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης».
Η συμβολή της Κάσου ήταν σημαντική κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού της Κρήτης, καθώς όχι μόνο ανεφοδίαζε τους Κρητικούς αγωνιστές, αλλά και συνελάμβανε πλοία, τουρκικά ή ευρωπαϊκά, που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια στις τουρκικές δυνάμεις του νησιού. Έτσι,η εξουδετέρωση της κασιώτικης ναυτιλίας θεωρήθηκε αναγκαία από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και αμέσως μετά την υποταγή της Κρήτης ο αιγυπτιακός στόλος στράφηκε εναντίον του νησιού. Άλλωστε στο νησί είχε καταφύγει και μεγάλος αριθμός ενόπλων κρητικών αγωνιστών υπό τους Δημήτριο Κουρμούλη και Αστρινό Χατζηδάκη.
Από τα μέσα Απριλίου του 1824 υπήρχαν πληροφορίες για τις προθέσεις των Αιγυπτίων και η αγωνία στο νησί ήταν διάχυτη. Στις 12 Μαΐου οι πρόκριτοι της Κάσου ενημέρωσαν την επαναστατική κυβέρνηση και ζήτησαν βοήθεια, αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Δύο ημέρες αργότερα, ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στ’ ανοιχτά της Κάσου, προερχόμενος από το ορμητήριό του στη Σούδα.
Στις 17 Μαΐου οι Κάσιοι επανήλθαν στο αίτημά τους για βοήθεια, αλλά η απάντηση ότι δεν υπάρχουν λεφτά ήλθε καθυστερημένα στις 27 Μαΐου, όταν ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στο νησί. Όλο αυτό το διάστημα οι ντόπιοι, συνεπικουρούμενοι και από τους Κρητικούς αγωνιστές, οργάνωναν την άμυνα του νησιού, κατά το δυνατόν.
Η απόβαση των Αιγυπτίων στην Κάσο
Η επίθεση άρχισε την ίδια ημέρα με ισχυρό κανονιοβολισμό, κυρίως στο χωριό της Αγίας Μαρίνας, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των αμυνομένων. Οι Κάσιοι ανταπέδωσαν τα πυρά και κατόρθωσαν να κρατήσουν προσωρινά σε απόσταση τα εχθρικά πλοία. Ο αιγυπτιακός στόλος αποτελείτο από 25 έως 45 πλοία, ανάλογα με τις πηγές, στα οποία επέβαιναν 3.000 - 4000 αλβανοί στρατιώτες. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ικανότατος αλβανός στρατιωτικός Χουσεϊν Μπέης και ναύαρχος ο αλγερινός Ισμαήλ Γιβραλτάρ.
Ο Χουσεΐν κάλεσε τους Κάσιους να παραδοθούν, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν. Συνέχιζαν να πολεμούν και να προξενούν φθορά στον εχθρό, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη, καθώς ο εχθρός συνεχώς ενισχυόταν. Πολλοί από τους κατοίκους επιβιβάσθηκαν σε καράβια, με προορισμό την Κάρπαθο και τις Κυκλάδες.
Άλλοι πήραν τα βουνά για να συνεχίσουν την αντίσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο πλοίαρχος Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, γνωστός και ως Διακομάρκος, ο οποίος με 40 άνδρες του πολέμησε γενναία, αλλά τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος. Προσήχθη ενώπιον του Χουσεΐν, ο οποίος αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, εντυπωσιασμένος από την ανδρεία του. Όμως, μόλις του έλυσαν τα δεσμά, ο Διακομάρκος άρπαξε ένα γιαταγάνι και σκότωσε τρεις από τους φρουρούς, για να πέσει και ο ίδιος νεκρός λίγο αργότερα.
Την κατάρρευση της αντίστασης των Κασίων ακολούθησε γενική σφαγή και εξανδραποδισμός. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Μάταια οι αλβανοί στρατιώτες που ήταν χριστιανοί προσπάθησαν να αποσοβήσουν τη σφαγή των αμάχων και την απαγωγή των κοριτσιών. Τα κασιώτικα πλοία δημεύτηκαν και πολλοί Κάσιοι αναγκάστηκαν να ενταχθούν στα πληρώματά τους για να σώσουν τις οικογένειές τους.
Τα επακόλουθα της καταστροφής της Κάσου
Ο Χουσεΐν, αφού εγκατέστησε τούρκο διοικητή στην Κάσο κι εξασφάλισε αμαχητί την υποταγή της γειτονικής Καρπάθου, αναχώρησε με τα πλοία του για τη βάση του στη Σούδα.
Μόλις έμαθαν τη θλιβερή είδηση και φοβούμενοι ότι οι Αιγύπτιοι θα στραφούν εναντίον τους, Υδραίοι και Σπετσιώτες συγκρότησαν στόλο, που κατευθύνθηκε προς την Κάσο. Στις 21 Ιουνίου ο ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποβιβάστηκε στο νησί και αντίκρισε ιδίοις όμμασι τη μεγάλη καταστροφή, με «σπίτια κατακρημνισμένα… κατακαμμένα… ανθρώπους πολλά ολίγους», που «ερρίφθησαν εις τα δάκρυα με γογγυσμούς φωνάς και θρήνον απαρηγόρητον», όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του.
Αφού μάταια ο υδραιοσπετσιώτικος στόλος αναζήτησε τον αιγυπτιακό, στις 24 Ιουνίου, ο ναύαρχος Σαχτούρης πληροφορήθηκε «από πλοίον Σαντοριναίικον με σημαίαν ρωσικήν», την καταστροφή των Ψαρών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια
(
Atom
)

