3.4. Το δόγμα της μετεμψύχωσης
Ο Πυθαγόρας υπήρξε θρησκευτικός ηγέτης και εισηγητής ενός νέου τρόπου ζωής. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται με βεβαιότητα από τις διαθέσιμες μαρτυρίες. Αγνοούμε ωστόσο το ακριβές περιεχόμενο της θεωρητικής του διδασκαλίας. Αν κρίνουμε από τους μεταγενέστερους Πυθαγορείους, της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής, δύο είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πυθαγόρειας σχολής. Η πεποίθηση ότι οι αριθμοί είναι αρχές των όντων. Και το δόγμα της μετεμψύχωσης - η πίστη δηλαδή ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι μπορεί να μεταβαίνει μετά τον θάνατο του σώματος σε άλλα ζωικά είδη. Οι δύο αυτές αντιλήψεις συνυπήρχαν στην πυθαγόρεια παράδοση, δεν θα πρέπει όμως να είχαν πάντοτε την ίδια βαρύτητα, όπως δείχνει η διαίρεση των Πυθαγορείων της κλασικής εποχής σε «μαθηματικούς» και σε «ακουσματικούς». Στους «μαθηματικούς» πρωτεύον ήταν το ενδιαφέρον για τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη θεωρία της μουσικής, ενώ «ακουσματικοί» χαρακτηρίζονταν όσοι ήταν προσανατολισμένοι προς τον θρησκευτικό και μυστικιστικό πυρήνα του πυθαγορισμού. Ποια όμως ήταν η συμβολή του ίδιου του Πυθαγόρα στη διαμόρφωση αυτών των ιδεών;
«Λένε ότι όταν κάποτε είδε να βασανίζουν ένα σκυλάκι, το συμπόνεσε και είπε: "Σταμάτα, μην το χτυπάς, γιατί είναι η ψυχή κάποιου φίλου· την αναγνώρισα όταν άκουσα τη φωνή του."» Η ειρωνεία είναι έκδηλη στους στίχους αυτούς του Ξενοφάνη, όπου για πρώτη φορά στην αρχαία γραμματεία μνημονεύεται ο Πυθαγόρας. Για να γίνει όμως αντιληπτή η ειρωνεία στο κοινό του Ξενοφάνη, θα πρέπει να ήταν ήδη γνωστό ότι ο Πυθαγόρας πίστευε στη μετεμψύχωση. Η πεποίθηση ότι ο Πυθαγόρας κήρυσσε το δόγμα της μετεμψύχωσης, και μάλιστα ότι ήταν ο εισηγητής του στον ελληνικό χώρο, είναι κοινός τόπος στους αρχαίους συγγραφείς. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 2.123) θεωρεί ότι αυτή η δοξασία έχει αιγυπτιακή καταγωγή, αφού, κατά τα λεγόμενά του, οι Αιγύπτιοι είναι οι πρώτοι που υποστήριξαν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και ότι συμπληρώνει έναν κύκλο διαδοχικών μετενσαρκώσεων σε άλλα ζωικά είδη, που διαρκεί 3.000 χρόνια, πριν επιστρέψει σε ένα νέο ανθρώπινο σώμα. Ο Πυθαγόρας, που είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τους ανατολικούς πολιτισμούς, έφερε αυτή τη δοξασία στην Ελλάδα. Γύρω από τη μέριμνα για τη μεταθανάτια μοίρα της ανθρώπινης ψυχής οργανώθηκαν από τα τέλη του 6ου αιώνα ποικίλα θρησκευτικά κινήματα, σημαντικότερο από τα οποία αναδείχθηκε το κίνημα των Πυθαγορείων.
Η ιδέα της μετεμψύχωσης είναι όντως νέα στην Ελλάδα, και το πιο λογικό είναι να υποθέσουμε ότι δεν την επινόησε ο Πυθαγόρας αλλά ότι την εισήγαγε από κάπου αλλού. Για τους αρχαίους Έλληνες η πηγή όλων των σεβαστών πνευματικών δανείων ήταν η Αίγυπτος. Στην αιγυπτιακή ωστόσο θρησκεία δεν πιστοποιείται το δόγμα της μετεμψύχωσης. Κατά μία εκδοχή η δοξασία αυτή έφτασε στην Ελλάδα από τη Σκυθία διαμέσου των ελληνικών αποικιών του Εύξεινου Πόντου. Ο Πυθαγόρας, κατά την εκδοχή αυτή, είναι κάτι αντίστοιχο με τους «Σαμάνες» της βορειοανατολικής Ευρώπης. Οι Σαμάνες είναι σεβάσμιες μορφές ανθρώπων οι οποίοι, μετά από σκληρή εξάσκηση και νηστεία, έχουν αποκτήσει θεϊκές δυνάμεις και είναι σε θέση ακόμη και στη διάρκεια της ζωής τους να αποδεσμεύσουν τον θεϊκό εαυτό τους από το σώμα τους. Κατά μία άλλη εκδοχή, οι Έλληνες γνώρισαν το δόγμα της μετεμψύχωσης από τους Ινδούς, με τους οποίους βρίσκονταν σε έμμεση επαφή από τους εμπορικούς δρόμους της Περσίας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το σημαντικό για μας δεν είναι η καταγωγή της πίστης στη μετεμψύχωση αλλά το γεγονός ότι ο Πυθαγόρας κατάφερε με επίκεντρο την πίστη αυτή να δημιουργήσει ένα νέο πνευματικό κίνημα στην Ελλάδα.
Όποιος πιστεύει στη μετεμψύχωση θεωρεί ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά τον θάνατο του σώματος. Βεβαίως η πίστη σε κάποια μορφή μεταθανάτιας ζωής αποτελεί κοινό κτήμα των ανθρώπων από πολύ παλιά, όπως μαρτυρούν τα ταφικά έθιμα πολλών γνωστών πολιτισμών. Στα ομηρικά έπη μάλιστα έχουμε περιγραφές του Άδη, όπου οι ψυχές των νεκρών παρουσιάζονται ως σκιές ή φαντάσματα που έχουν αποδεσμευθεί από το σώμα τους. Το δόγμα της μετεμψύχωσης προϋποθέτει ακόμη τη μεταθανάτια τιμωρία ή ανταμοιβή: ο κύκλος των διαδοχικών μετενσαρκώσεων δεν μπορεί να είναι τυχαίος, αλλά θα πρέπει να εξαρτάται από τον τρόπο που έζησε κανείς τη ζωή του. Και η δοξασία αυτή θα πρέπει να προϋπήρχε στον ελληνικό χώρο, αφού τα Ελευσίνια μυστήρια προετοίμαζαν τους πιστούς για μια καλύτερη ζωή στον Άδη ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. Απέκτησε όμως πολύ μεγαλύτερη διάδοση κατά τον 5ο αιώνα, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το πυθαγόρειο ρεύμα έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτό. Ο πιστός ωστόσο που συμμετέχει στα Ελευσίνια μυστήρια ή σε παρόμοιες τελετές εκτελεί απλώς ένα θρησκευτικό καθήκον, χωρίς να εξαρτά τη σωτηρία του από μια ριζική αλλαγή της ζωής του. Για τον Πυθαγόρειο αντιθέτως η προσχώρηση σε έναν νέο ασκητικό τρόπο ζωής είναι ο μοναδικός δρόμος για να ξεκινήσει ευνοϊκά ο κύκλος των μετενσαρκώσεων της ψυχής του. Με την πρακτική του επιδιώκει την καταπόνηση του σώματος και τον εξαγνισμό της ψυχής του. Επομένως, η ανθρώπινη ψυχή θεωρείται κάτι το εντελώς διαφορετικό από το σώμα, είναι μια οντότητα αθάνατη και αυθύπαρκτη που μπορεί να ζήσει και μέσα σε διαφορετικά σώματα. Εδώ εντοπίζεται η θεωρητική επανάσταση του Πυθαγόρα.
Για τον άνθρωπο της αρχαϊκής εποχής η ψυχή και το σώμα αποτελούσαν ενότητα. Ακόμη και όταν με τη λυρική ποίηση διευρύνθηκε το φάσμα των ψυχικών διεργασιών και αναδείχθηκε η προσωπικότητα του ατόμου, η ψυχή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε απόλυτη ισορροπία με το σώμα. Η διδασκαλία όμως του Πυθαγόρα διέρρηξε αυτή την ενότητα. Η ψυχή αυτονομείται, και η καλλιέργειά της γίνεται το πρωταρχικό καθήκον στις κοινότητες των Πυθαγορείων. Με τη σιωπή, τη νηστεία, το αυστηρό τελετουργικό, την ομαδική ζωή, τη μίμηση του «θείου ανδρός», με πρακτικές δηλαδή κατά βάση θρησκευτικές, οι μαθητές του Πυθαγόρα προσδοκούσαν τη σωτηρία της ψυχής τους.
Και η πυθαγόρεια φιλοσοφία; Αν η διδασκαλία του Πυθαγόρα περιορίζεται στην προετοιμασία της ψυχής για τις μεταθανάτιες μετενσαρκώσεις της, γιατί θεωρούμε τον Πυθαγόρα φιλόσοφο και δεν τον αντιμετωπίζουμε απλώς ως θρησκευτικό μεταρρυθμιστή; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε την πυθαγόρεια αντίληψη για τους αριθμούς.
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025
Πρωτεσίλαος, ο πρώτος Έλληνας πεσών στα χώματα της Τροίας
Στον Τρωικό Κύκλο της Ελληνικής Μυθολογίας ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται ως βασιλιάς της Θεσσαλίας, γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης. Το βασίλειο (Φθιώτις Αχαΐα), του Πρωτεσίλαου εντοπίζεται στα όρια της σημερινής επαρχίας του Αλμυρού. Ο Πρωτεσίλαος μνημονεύεται ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης και ως τέτοιος έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία επικεφαλής των Θεσσαλών των πόλεων Φυλάκης, Ανδρώνας Πυράσου και Πτελεού. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία.
Αφήνοντας πίσω τους το νησί Τένεδος, οι Αχαιοί έφτασαν επιτέλους στο ακρογιάλι της Τροίας.
Η Τροία, γνωστή ως Ίλιον, ήταν ένα μέρος φονικότατων μαχών, το οποίο προστάτευε ο θεός Απόλλωνας με το ασημένιο του τόξο. Είχε πάρει το όνομά της από τον Ίλο, γιο του Τρώα, ο οποίος είχε κτίσει τα απόρθητα κάστρα που το περιέβαλλαν.
Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών.
Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο».
Όταν λοιπόν έφτασαν στα παράλια, κανείς τους, όμως, δεν τολμούσε να αποβιβαστεί και να πατήσει το πόδι του στην τρωική γη, γιατί όλοι τους ήξεραν την προφητεία της Θέτιδας ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε τη γη της Τροίας θα πέθαινε αμέσως. Ο Οδυσσέας, πολυμήχανος όπως πάντα, πέταξε την ασπίδα του και μετά πήδηξε πάνω της, επιτυγχάνοντας να μην πατήσει στο τρωικό χώμα. Ξεθαρρεύοντας, ο αρχηγός των Θεσσαλών, Πρωτεσίλαος, πήδηξε δεύτερος, νομίζοντας ότι ο χρησμός θα επαληθευόταν με το θάνατο του Οδυσσέα. Τρίτος ακολούθησε ο Αχιλλέας και μετά οι υπόλοιποι.
Ο Πρωτεσίλαος πολέμησε γενναία και σκότωσε αρκετούς από τους Τρώες που είχαν μαζευτεί για να δυσκολέψουν τους Αχαιούς κατά την αποβίβαση. Λίγο αργότερα, όμως, έπεσε νεκρός από το χέρι του Έκτορα, για να επαληθευτεί ο χρησμός που σωστά είχε ερμηνεύσει ο Οδυσσέας.
Ο θάνατος του Πρωτεσίλαου, λύπησε πολύ τους Αχαιούς, γιατί ήταν σ’ όλους γνωστό πως ο Πρωτεσίλαος έφυγε για την Τροία την επόμενη μέρα του γάμου του με τη Λαοδάμεια, κόρη του Άκαστου.
Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον `Αδη για να τον δει. Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα.
Μετά τον θάνατό του, ο Πρωτεσίλαος λατρευόταν ως ήρωας στον Ελεούντα της Χερσονήσου (Θράκη), όπου βρισκόταν και ο «τάφος» του, του οποίου τα αφιερώματα λεηλατήθηκαν κατά τους περσικούς πολέμους (5ος αι. π.Χ.), αλλά οι Έλληνες τελικώς συνέλαβαν και εξετέλεσαν τον σατράπη που τα λεηλάτησε και επέστρεψαν τον θησαυρό στη θέση του.
Ο τάφος αναφέρεται μετά όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, οπότε και προσέφερε θυσία πάνω στον τάφο ελπίζοντας να αποφύγει τη μοίρα του Πρωτεσιλάου όταν θα πρωτοπατούσε το πόδι του στην Ασία.
Ο Φιλόστρατος το περιγράφει στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, γράφοντας ότι υπήρχε εκεί ένα άγαλμα του Πρωτεσιλάου «ιστάμενο σε βάση παρόμοια με την πλώρη πλοίου».
Αναφέρονται και νομίσματα του Ελεούντα από τη ρωμαϊκή εποχή με παρόμοια αναπαράσταση.
Αφήνοντας πίσω τους το νησί Τένεδος, οι Αχαιοί έφτασαν επιτέλους στο ακρογιάλι της Τροίας.
Η Τροία, γνωστή ως Ίλιον, ήταν ένα μέρος φονικότατων μαχών, το οποίο προστάτευε ο θεός Απόλλωνας με το ασημένιο του τόξο. Είχε πάρει το όνομά της από τον Ίλο, γιο του Τρώα, ο οποίος είχε κτίσει τα απόρθητα κάστρα που το περιέβαλλαν.
Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών.
Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο».Όταν λοιπόν έφτασαν στα παράλια, κανείς τους, όμως, δεν τολμούσε να αποβιβαστεί και να πατήσει το πόδι του στην τρωική γη, γιατί όλοι τους ήξεραν την προφητεία της Θέτιδας ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε τη γη της Τροίας θα πέθαινε αμέσως. Ο Οδυσσέας, πολυμήχανος όπως πάντα, πέταξε την ασπίδα του και μετά πήδηξε πάνω της, επιτυγχάνοντας να μην πατήσει στο τρωικό χώμα. Ξεθαρρεύοντας, ο αρχηγός των Θεσσαλών, Πρωτεσίλαος, πήδηξε δεύτερος, νομίζοντας ότι ο χρησμός θα επαληθευόταν με το θάνατο του Οδυσσέα. Τρίτος ακολούθησε ο Αχιλλέας και μετά οι υπόλοιποι.
Ο Πρωτεσίλαος πολέμησε γενναία και σκότωσε αρκετούς από τους Τρώες που είχαν μαζευτεί για να δυσκολέψουν τους Αχαιούς κατά την αποβίβαση. Λίγο αργότερα, όμως, έπεσε νεκρός από το χέρι του Έκτορα, για να επαληθευτεί ο χρησμός που σωστά είχε ερμηνεύσει ο Οδυσσέας.
Ο θάνατος του Πρωτεσίλαου, λύπησε πολύ τους Αχαιούς, γιατί ήταν σ’ όλους γνωστό πως ο Πρωτεσίλαος έφυγε για την Τροία την επόμενη μέρα του γάμου του με τη Λαοδάμεια, κόρη του Άκαστου.
Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον `Αδη για να τον δει. Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα.
Μετά τον θάνατό του, ο Πρωτεσίλαος λατρευόταν ως ήρωας στον Ελεούντα της Χερσονήσου (Θράκη), όπου βρισκόταν και ο «τάφος» του, του οποίου τα αφιερώματα λεηλατήθηκαν κατά τους περσικούς πολέμους (5ος αι. π.Χ.), αλλά οι Έλληνες τελικώς συνέλαβαν και εξετέλεσαν τον σατράπη που τα λεηλάτησε και επέστρεψαν τον θησαυρό στη θέση του.
Ο τάφος αναφέρεται μετά όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, οπότε και προσέφερε θυσία πάνω στον τάφο ελπίζοντας να αποφύγει τη μοίρα του Πρωτεσιλάου όταν θα πρωτοπατούσε το πόδι του στην Ασία.
Ο Φιλόστρατος το περιγράφει στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, γράφοντας ότι υπήρχε εκεί ένα άγαλμα του Πρωτεσιλάου «ιστάμενο σε βάση παρόμοια με την πλώρη πλοίου».
Αναφέρονται και νομίσματα του Ελεούντα από τη ρωμαϊκή εποχή με παρόμοια αναπαράσταση.
Μ. ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Τί λοιπόν μπορεί να μας οδηγήσει; Ένα και μόνο: η φιλοσοφία!
"Της ανθρώπινης ζωής η διάρκεια όσο μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθησή της θολή, το σώμα -από τη σύστασή του- έτοιμο να σαπίσει, και η ψυχή ένας στρόβιλος, η τύχη άδηλη, η δόξα αβέβαιη....
Με δυο λόγια, όλα στο σώμα σαν ένα ποτάμι,
όλα της ψυχής σαν όνειρο και σαν άχνη,
η ζωή ένας πόλεμος κι ένας ξενιτεμός,
η υστεροφημία, λήθη.
Τί λοιπόν μπορεί να μας οδηγήσει;
Ένα και μόνο: η φιλοσοφία!
Κι αυτό σημαίνει να φυλάμε τον θεό μέσα μας καθαρό κι αλώβητο,
νικητή πάνω στις ηδονές και τους πόνους,
να έχουμε ασφαλή τον εσωτερικό μας δαίμονα από προσβολή και βλάβη,
δυνατότερο από ηδονές και τους πόνους..
να μην κάνουμε τίποτε στα τυφλά,
τίποτε ψεύτικα και προσποιητά,
να μην εξαρτιόμαστε από το τι θα πράξει ή τι δεν θα πράξει ο άλλος.
Κι ακόμη, να αποδεχόμαστε όσα συμβαίνουν κι όσα μας λαχαίνουν
σαν κάτι που έρχεται κάπου από κει, απ᾽ όπου έχουμε έλθει και εμείς·
και πάνω απ᾽ όλα, να περιμένουμε τον θάνατο με γαλήνια διάθεση,
θεωρώντας πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάλυση των συστατικών στοιχείων από τα οποία είναι συγκροτημένο κάθε ζωντανό πλάσμα.
Πέταξε τα όλα,
κράτησε μόνο τούτα τα λίγα·
και να θυμάσαι ακόμη ότι καθένας ζει μόνο το παρόν -τούτο το ακαριαίο·
τα άλλα ή τα έχει ζήσει πια ή είναι στη σφαίρα του άδηλου.
Μικρή λοιπόν η ζωή του καθενός,
μικρή και η γωνίτσα της γης όπου την ζει·
μικρή ακόμη και η διαρκέστερη υστεροφημία:
στηρίζεται κι αυτή σε ανθρωπάκια ,
που διαδέχονται το ένα το άλλο και που αύριο κιόλας θα πεθάνουν
και δεν γνωρίζουν ούτε τον εαυτό τους,
πολύ περισσότερο εκείνον που έχει πεθάνει από καιρό.."
Μ. ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Με δυο λόγια, όλα στο σώμα σαν ένα ποτάμι,
όλα της ψυχής σαν όνειρο και σαν άχνη,
η ζωή ένας πόλεμος κι ένας ξενιτεμός,
η υστεροφημία, λήθη.
Τί λοιπόν μπορεί να μας οδηγήσει;
Ένα και μόνο: η φιλοσοφία!
Κι αυτό σημαίνει να φυλάμε τον θεό μέσα μας καθαρό κι αλώβητο,
νικητή πάνω στις ηδονές και τους πόνους,
να έχουμε ασφαλή τον εσωτερικό μας δαίμονα από προσβολή και βλάβη,
δυνατότερο από ηδονές και τους πόνους..
να μην κάνουμε τίποτε στα τυφλά,
τίποτε ψεύτικα και προσποιητά,
να μην εξαρτιόμαστε από το τι θα πράξει ή τι δεν θα πράξει ο άλλος.
Κι ακόμη, να αποδεχόμαστε όσα συμβαίνουν κι όσα μας λαχαίνουν
σαν κάτι που έρχεται κάπου από κει, απ᾽ όπου έχουμε έλθει και εμείς·
και πάνω απ᾽ όλα, να περιμένουμε τον θάνατο με γαλήνια διάθεση,
θεωρώντας πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάλυση των συστατικών στοιχείων από τα οποία είναι συγκροτημένο κάθε ζωντανό πλάσμα.
Πέταξε τα όλα,
κράτησε μόνο τούτα τα λίγα·
και να θυμάσαι ακόμη ότι καθένας ζει μόνο το παρόν -τούτο το ακαριαίο·
τα άλλα ή τα έχει ζήσει πια ή είναι στη σφαίρα του άδηλου.
Μικρή λοιπόν η ζωή του καθενός,
μικρή και η γωνίτσα της γης όπου την ζει·
μικρή ακόμη και η διαρκέστερη υστεροφημία:
στηρίζεται κι αυτή σε ανθρωπάκια ,
που διαδέχονται το ένα το άλλο και που αύριο κιόλας θα πεθάνουν
και δεν γνωρίζουν ούτε τον εαυτό τους,
πολύ περισσότερο εκείνον που έχει πεθάνει από καιρό.."
Μ. ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Ο Αιώνιος Κύκλος: Βρίσκοντας την Παρουσία στο Ταξίδι της Ύπαρξης
Στον χορό μεταξύ του χρόνου και της συνείδησης, συχνά αναζητούμε το νόημα πέρα από τον ορίζοντα της ύπαρξής μας. Ωστόσο, ίσως η πιο βαθιά σοφία δεν βρίσκεται σε κάποιον μακρινό προορισμό, αλλά στο ίδιο το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, στον αέρα που αναπνέουμε, στον σιωπηλό χώρο μεταξύ των σκέψεων. Ο προορισμός της ζωής, παραδόξως, είναι η ίδια η ζωή — μια αλήθεια που συχνά μας διαφεύγει μέχρι να έχουμε περιπλανηθεί αρκετά για να επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε.
Ο Περιπλανώμενος Νέος
Όταν πρωτοεμφανιζόμαστε στη συνειδητότητα της ενηλικίωσης, βρισκόμαστε ριγμένοι σε μια άπειρη έκταση χωρίς συντεταγμένες. Η νεαρή ψυχή στέκεται στο σταυροδρόμι απεριόριστων δυνατοτήτων, νιώθοντας τη ζάλη της αστείρευτης προοπτικής. Αυτό είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα — μια ελευθερία που μοιάζει με εγκατάλειψη. Αναζητούμε σημάδια, κατευθύνσεις, σκοπό. Κοιτάζουμε προς τους άλλους, την κοινωνία, τα αρχαία κείμενα, ψάχνοντας απαντήσεις σε ερωτήσεις που ακόμα δεν έχουμε διατυπώσει σωστά.
Σε αυτό το στάδιο, είμαστε σαν σπόροι σκορπισμένοι από τον άνεμο, αβέβαιοι για το αν και πού θα ριζώσουμε. Νιώθουμε την έλξη της εξέλιξης, τον πόνο του ανεκπλήρωτου δυναμικού. Ο κόσμος φαίνεται υπερβολικά απέραντος, περίπλοκος, αδιάφορος για την ατομική μας πορεία. Λανθασμένα θεωρούμε αυτήν τη φυσική αποπροσανατολισμένη κατάσταση ως ένδειξη ότι είμαστε ελαττωματικοί ή ελλιπείς.
Όμως αυτή η νεανική περιπλάνηση εξυπηρετεί έναν σκοπό. Είναι το απαραίτητο σκοτάδι από το οποίο πρέπει να αναδυθεί το μοναδικό μας φως. Όπως ο σπόρος πρέπει πρώτα να πλοηγηθεί μέσα στο σκοτάδι του εδάφους προτού στραφεί προς τον ήλιο, έτσι και εμείς πρέπει να βιώσουμε την αβεβαιότητα του μη-γνώσης προτού η αληθινή κατανόηση μπορέσει να εδραιωθεί.
Ο Κυκλικός Δρόμος της Ενηλικίωσης
Καθώς εγκαθιστούμε ρυθμούς στην ενήλικη ζωή, συχνά δημιουργούμε την ψευδαίσθηση της προόδου. Κυνηγάμε στόχους, αποκτούμε περιουσίες, χτίζουμε σχέσεις και φήμη — ενώ πιστεύουμε ότι κινούμαστε προς κάποιον τελικό προορισμό. Συγχέουμε την αλλαγή με την ανάπτυξη, την κίνηση με την εξέλιξη, την απόκτηση με την ολοκλήρωση.
Σε αυτή τη μεσαία φάση, γινόμαστε σαν ταξιδιώτες που έχουν πείσει τον εαυτό τους ότι εξερευνούν νέα εδάφη, ενώ στην πραγματικότητα βαδίζουν σε έναν περίτεχνο κύκλο. Σκαρφαλώνουμε στο βουνό, μόνο για να ανακαλύψουμε μια άλλη κορυφή πέρα από αυτό, και ύστερα μία ακόμα, και ακόμα μία — χωρίς ποτέ να συνειδητοποιούμε ότι το ίδιο το ταξίδι είναι το βασίλειο που αναζητούμε. Κυνηγάμε τον ορίζοντα, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μόνο ως μια σχέση μεταξύ αντίληψης και απόστασης, που διαρκώς απομακρύνεται καθώς προχωράμε.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτήν την κυκλική περιπλάνηση, η σοφία σταδιακά συσσωρεύεται. Μέσα από την επανάληψη, την επιτυχία και την αποτυχία, τη χαρά και τον πόνο, αρχίζουμε να παρατηρούμε μοτίβα. Ξεκινάμε να βλέπουμε πώς το εσωτερικό μας τοπίο διαμορφώνει την εξωτερική μας πραγματικότητα. Διακρίνουμε, έστω και στιγμιαία, την αλήθεια ότι οι προορισμοί μας δεν είναι παρά προβολές των επιθυμιών, των φόβων και των κοινωνικών μας προγραμματισμών.
Το ενήλικο ταξίδι, με όλη του την υποτιθέμενη σκοπιμότητα, είναι η απαραίτητη ψευδαίσθηση που τελικά εξαντλείται. Όπως ένα ποτάμι που φαίνεται να διαλέγει την πορεία του, αλλά στην πραγματικότητα απλώς παραδίδεται στην ακαταμάχητη έλξη της βαρύτητας, έτσι και η αίσθηση της βούλησής μας αποκαλύπτεται σταδιακά ως συμμετοχή σε μια ευρύτερη ροή.
Η Αποκάλυψη του Γέροντα
Συχνά μόνο στο φθινόπωρο της ζωής το πέπλο σηκώνεται πλήρως. Ο ηλικιωμένος, έχοντας κυνηγήσει αμέτρητους ορίζοντες μόνο και μόνο για να τους δει να διαλύονται μπροστά του, τελικά σταματά να τρέχει. Και μέσα σε αυτή την παύση της αναζήτησης, αναδύεται μια βαθιά αλήθεια: δεν υπήρξε ποτέ πουθενά να πάμε. Ο προορισμός ήταν πάντα εδώ, σε αυτή την ανάσα, σε αυτή τη στιγμή, σε αυτήν ακριβώς τη διάταξη της συνείδησης που ονομάζουμε εμπειρία.
Ο γέροντας κατανοεί ότι η ζωή δεν είναι γραμμή αλλά σημείο, που διαρκώς επεκτείνεται. Όχι ένα ταξίδι που πρέπει να ολοκληρωθεί, αλλά ένας χορός που πρέπει να χορευτεί. Όχι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά ένα μυστήριο που πρέπει να βιωθεί. Η αναζήτηση νοήματος πέρα από την παρούσα στιγμή αναγνωρίζεται ως το ίδιο το εμπόδιο που μας αποτρέπει από το να το βρούμε.
Μέσα σε αυτή τη συνειδητοποίηση βρίσκεται η ελευθερία που ξεπερνά κάθε φαντασία. Όταν σταματάμε να προσπαθούμε να φτάσουμε, ανακαλύπτουμε ότι ποτέ δεν είχαμε φύγει. Όταν παύουμε να γινόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι πάντα ήμασταν. Όταν εγκαταλείπουμε την αναζήτηση, βρίσκουμε ότι ήμασταν πάντα αυτό που αναζητούσαμε.
Το Αιώνιο Τώρα
Ο Χρόνος, αυτός ο μέγας αρχιτέκτονας της ανθρώπινης εμπειρίας, αποκαλύπτεται τόσο ως η πιο επίμονη ψευδαίσθηση όσο και ως η πιο βαθιά πραγματικότητα. Το παρελθόν και το μέλλον υπάρχουν μόνο ως έννοιες μέσα στο νου, ενώ η παρούσα στιγμή—αυτό το αιώνιο τώρα—είναι το μοναδικό μέρος όπου η ζωή πραγματικά συμβαίνει.
Σκέψου πώς φαίνεται να ρέει ένα ποτάμι, να έχει κατεύθυνση και σκοπό, κι όμως, από μια υψηλότερη οπτική, απλώς υπάρχει. Τα μόρια του νερού μπορεί να αλλάζουν θέση, αλλά το ίδιο το ποτάμι δεν έρχεται από κάπου ούτε πηγαίνει κάπου. Απλώς εκδηλώνεται στο αιώνιο παρόν, αλλάζοντας μορφή χωρίς να αλλάζει ουσία.
Το ίδιο ισχύει και για τη συνείδηση, για την ίδια τη ζωή. Φαίνεται πως κινούμαστε μέσα στο χρόνο, αλλά στην πραγματικότητα, ο χρόνος κινείται μέσα μας. Νομίζουμε πως ταξιδεύουμε προς κάποιον προορισμό, αλλά είμαστε πάντα ακριβώς εκεί όπου πρέπει να βρισκόμαστε. Η εμφάνιση της προόδου είναι η αναγκαία ψευδαίσθηση που τελικά αποκαλύπτει την βαθύτερη αλήθεια της παρουσίας.
Το Παράδοξο του Σκοπού
Ίσως το πιο όμορφο παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι πως ο σκοπός αποκαλύπτεται ακριβώς όταν σταματάμε να τον απαιτούμε. Το νόημα δεν αναδύεται από την προσπάθεια να το πιάσουμε, αλλά από την προθυμία να το δεχτούμε· όχι από την επίτευξη, αλλά από την αποδοχή· όχι από το να γίνουμε, αλλά από το να είμαστε.
Ο νέος ρωτά: «Τι πρέπει να κάνω με τη ζωή μου;»
Ο ενήλικας ρωτά: «Πώς θα αφήσω το αποτύπωμά μου στον κόσμο;»
Ο ηλικιωμένος κατανοεί: «Η ίδια η ζωή είναι ο σκοπός. Η ύπαρξη είναι ο προορισμός.»
Αυτό δεν είναι παραίτηση ή παθητικότητα. Αντίθετα, είναι η πιο βαθιά δέσμευση στην ύπαρξη που μπορούμε να έχουμε. Όταν συνειδητοποιούμε πως η ζωή δεν είναι ένα μέσο για έναν σκοπό αλλά ο ίδιος ο σκοπός, οι πράξεις μας πηγάζουν όχι από τη φιλοδοξία ή τον φόβο, αλλά από την αυθεντικότητα και την παρουσία.
Ο Κύκλος Ολοκληρώνεται
Στο τέλος, επιστρέφουμε στην αρχή, αλλά με μάτια που μπορούν πραγματικά να δουν. Η σύγχυση της νιότης, η φιλοδοξία της ενηλικίωσης, η παράδοση των γηρατειών—δεν είναι ξεχωριστές φάσεις, αλλά ένα ενιαίο ταξίδι αποκάλυψης. Ο προορισμός ήταν πάντα εδώ, κάτω από τα πόδια μας, πίσω από τα μάτια μας, ανάμεσα στις σκέψεις μας.
Η ζωή δεν κινείται προς τα εμπρός αλλά προς τα μέσα, όχι προς μια κορύφωση αλλά προς μια επίγνωση. Δεν φτάνουμε στη σοφία· η σοφία φτάνει σε εμάς όταν σταματάμε να κινούμαστε αρκετά ώστε να τη βρούμε.
Οι μεγάλες πνευματικές παραδόσεις πάντα έδειχναν προς αυτή την αλήθεια. Ο Βουδισμός μιλά για το «μονοπάτι χωρίς μονοπάτι». Ο Ταοϊσμός περιγράφει τον δρόμο που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ο Χριστιανισμός δείχνει προς τη βασιλεία των ουρανών εντός μας. Αυτά δεν είναι αντιφάσεις, αλλά διαφορετικοί τρόποι να εκφραστεί η ίδια αλήθεια: αυτό που αναζητούμε είναι αυτό που μας αναζητά.
Ζώντας από την Παρουσία
Πώς, λοιπόν, να ζούμε, έχοντας αντικρίσει αυτή την αλήθεια; Όχι εγκαταλείποντας τη δράση, αλλά δρώντας από την παρουσία. Όχι απορρίπτοντας τους στόχους, αλλά κρατώντας τους ελαφρά. Όχι αποσυρόμενοι από τον κόσμο, αλλά αγκαλιάζοντάς τον πλήρως, στιγμή προς στιγμή.
Η αφυπνισμένη ζωή δεν φαίνεται διαφορετική από την μη αφυπνισμένη. Εργαζόμαστε, αγαπάμε, δημιουργούμε, αγωνιζόμαστε και ξεκουραζόμαστε. Αλλά το κάνουμε από διαφορετικό κέντρο—όχι από την έλλειψη που ζητά εκπλήρωση, αλλά από την πληρότητα που εκφράζεται. Όχι από τον φόβο που αναζητά ασφάλεια, αλλά από την αγάπη που αναζητά έκφραση.
Μέσα σε αυτή την επίγνωση, κάθε στιγμή γίνεται ιερή, κάθε πράξη γίνεται διαλογισμός, κάθε συνάντηση γίνεται κοινωνία. Το συνηθισμένο αποκαλύπτεται ως το εξαιρετικό όταν το βλέπουμε με μάτια που δεν είναι θολωμένα από τη σκόνη της διαρκούς προσπάθειας να γίνουμε κάτι άλλο.
Η Αιώνια Επιστροφή
Και έτσι, επιστρέφουμε στην αρχή, αλλά μεταμορφωμένοι από το ταξίδι. Ο προορισμός της ζωής είναι η ίδια η ζωή—όχι ως φιλοσοφική ιδέα, αλλά ως βίωμα. Όχι ως κάτι που θα επιτευχθεί αύριο, αλλά ως κάτι που θα αγκαλιαστεί τώρα.
Μέσα σε αυτή την κατανόηση, ο χρόνος χάνει την τυραννία του. Το παρελθόν συγχωρείται, το μέλλον εμπιστεύεται, και το παρόν κατοικείται. Βρισκόμαστε ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαστε, κάνοντας ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνουμε, όντας ακριβώς αυτό που πρέπει να είμαστε.
Η σύγχυση του νέου, η κυκλική φιλοδοξία του ενήλικα, η παράδοση του ηλικιωμένου—δεν είναι αποτυχίες ή επιτεύγματα, αλλά η φυσική εξέλιξη της συνείδησης που γνωρίζει τον εαυτό της μέσα από το ανθρώπινο βίωμα.
Στο τέλος, ανακαλύπτουμε ότι ποτέ δεν χαθήκαμε, ποτέ δεν βρεθήκαμε, ποτέ δεν ήμασταν ξεχωριστοί από το μυστήριο που προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε. Ήμασταν πάντα στο σπίτι μας, πάντα ολοκληρωμένοι, πάντα ο ίδιος ο προορισμός που νομίζαμε πως αναζητούσαμε.
Το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής δεν μας οδηγεί πουθενά αλλού παρά βαθύτερα στην καρδιά του τώρα, όπου ανακαλύπτουμε πως ήμασταν πάντα ακριβώς εκεί που έπρεπε να είμαστε—εδώ, στην αιώνια παρουσία που είναι η ίδια η ζωή.
Ο Περιπλανώμενος Νέος
Όταν πρωτοεμφανιζόμαστε στη συνειδητότητα της ενηλικίωσης, βρισκόμαστε ριγμένοι σε μια άπειρη έκταση χωρίς συντεταγμένες. Η νεαρή ψυχή στέκεται στο σταυροδρόμι απεριόριστων δυνατοτήτων, νιώθοντας τη ζάλη της αστείρευτης προοπτικής. Αυτό είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα — μια ελευθερία που μοιάζει με εγκατάλειψη. Αναζητούμε σημάδια, κατευθύνσεις, σκοπό. Κοιτάζουμε προς τους άλλους, την κοινωνία, τα αρχαία κείμενα, ψάχνοντας απαντήσεις σε ερωτήσεις που ακόμα δεν έχουμε διατυπώσει σωστά.
Σε αυτό το στάδιο, είμαστε σαν σπόροι σκορπισμένοι από τον άνεμο, αβέβαιοι για το αν και πού θα ριζώσουμε. Νιώθουμε την έλξη της εξέλιξης, τον πόνο του ανεκπλήρωτου δυναμικού. Ο κόσμος φαίνεται υπερβολικά απέραντος, περίπλοκος, αδιάφορος για την ατομική μας πορεία. Λανθασμένα θεωρούμε αυτήν τη φυσική αποπροσανατολισμένη κατάσταση ως ένδειξη ότι είμαστε ελαττωματικοί ή ελλιπείς.
Όμως αυτή η νεανική περιπλάνηση εξυπηρετεί έναν σκοπό. Είναι το απαραίτητο σκοτάδι από το οποίο πρέπει να αναδυθεί το μοναδικό μας φως. Όπως ο σπόρος πρέπει πρώτα να πλοηγηθεί μέσα στο σκοτάδι του εδάφους προτού στραφεί προς τον ήλιο, έτσι και εμείς πρέπει να βιώσουμε την αβεβαιότητα του μη-γνώσης προτού η αληθινή κατανόηση μπορέσει να εδραιωθεί.
Ο Κυκλικός Δρόμος της Ενηλικίωσης
Καθώς εγκαθιστούμε ρυθμούς στην ενήλικη ζωή, συχνά δημιουργούμε την ψευδαίσθηση της προόδου. Κυνηγάμε στόχους, αποκτούμε περιουσίες, χτίζουμε σχέσεις και φήμη — ενώ πιστεύουμε ότι κινούμαστε προς κάποιον τελικό προορισμό. Συγχέουμε την αλλαγή με την ανάπτυξη, την κίνηση με την εξέλιξη, την απόκτηση με την ολοκλήρωση.
Σε αυτή τη μεσαία φάση, γινόμαστε σαν ταξιδιώτες που έχουν πείσει τον εαυτό τους ότι εξερευνούν νέα εδάφη, ενώ στην πραγματικότητα βαδίζουν σε έναν περίτεχνο κύκλο. Σκαρφαλώνουμε στο βουνό, μόνο για να ανακαλύψουμε μια άλλη κορυφή πέρα από αυτό, και ύστερα μία ακόμα, και ακόμα μία — χωρίς ποτέ να συνειδητοποιούμε ότι το ίδιο το ταξίδι είναι το βασίλειο που αναζητούμε. Κυνηγάμε τον ορίζοντα, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μόνο ως μια σχέση μεταξύ αντίληψης και απόστασης, που διαρκώς απομακρύνεται καθώς προχωράμε.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτήν την κυκλική περιπλάνηση, η σοφία σταδιακά συσσωρεύεται. Μέσα από την επανάληψη, την επιτυχία και την αποτυχία, τη χαρά και τον πόνο, αρχίζουμε να παρατηρούμε μοτίβα. Ξεκινάμε να βλέπουμε πώς το εσωτερικό μας τοπίο διαμορφώνει την εξωτερική μας πραγματικότητα. Διακρίνουμε, έστω και στιγμιαία, την αλήθεια ότι οι προορισμοί μας δεν είναι παρά προβολές των επιθυμιών, των φόβων και των κοινωνικών μας προγραμματισμών.
Το ενήλικο ταξίδι, με όλη του την υποτιθέμενη σκοπιμότητα, είναι η απαραίτητη ψευδαίσθηση που τελικά εξαντλείται. Όπως ένα ποτάμι που φαίνεται να διαλέγει την πορεία του, αλλά στην πραγματικότητα απλώς παραδίδεται στην ακαταμάχητη έλξη της βαρύτητας, έτσι και η αίσθηση της βούλησής μας αποκαλύπτεται σταδιακά ως συμμετοχή σε μια ευρύτερη ροή.
Η Αποκάλυψη του Γέροντα
Συχνά μόνο στο φθινόπωρο της ζωής το πέπλο σηκώνεται πλήρως. Ο ηλικιωμένος, έχοντας κυνηγήσει αμέτρητους ορίζοντες μόνο και μόνο για να τους δει να διαλύονται μπροστά του, τελικά σταματά να τρέχει. Και μέσα σε αυτή την παύση της αναζήτησης, αναδύεται μια βαθιά αλήθεια: δεν υπήρξε ποτέ πουθενά να πάμε. Ο προορισμός ήταν πάντα εδώ, σε αυτή την ανάσα, σε αυτή τη στιγμή, σε αυτήν ακριβώς τη διάταξη της συνείδησης που ονομάζουμε εμπειρία.
Ο γέροντας κατανοεί ότι η ζωή δεν είναι γραμμή αλλά σημείο, που διαρκώς επεκτείνεται. Όχι ένα ταξίδι που πρέπει να ολοκληρωθεί, αλλά ένας χορός που πρέπει να χορευτεί. Όχι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά ένα μυστήριο που πρέπει να βιωθεί. Η αναζήτηση νοήματος πέρα από την παρούσα στιγμή αναγνωρίζεται ως το ίδιο το εμπόδιο που μας αποτρέπει από το να το βρούμε.
Μέσα σε αυτή τη συνειδητοποίηση βρίσκεται η ελευθερία που ξεπερνά κάθε φαντασία. Όταν σταματάμε να προσπαθούμε να φτάσουμε, ανακαλύπτουμε ότι ποτέ δεν είχαμε φύγει. Όταν παύουμε να γινόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι πάντα ήμασταν. Όταν εγκαταλείπουμε την αναζήτηση, βρίσκουμε ότι ήμασταν πάντα αυτό που αναζητούσαμε.
Το Αιώνιο Τώρα
Ο Χρόνος, αυτός ο μέγας αρχιτέκτονας της ανθρώπινης εμπειρίας, αποκαλύπτεται τόσο ως η πιο επίμονη ψευδαίσθηση όσο και ως η πιο βαθιά πραγματικότητα. Το παρελθόν και το μέλλον υπάρχουν μόνο ως έννοιες μέσα στο νου, ενώ η παρούσα στιγμή—αυτό το αιώνιο τώρα—είναι το μοναδικό μέρος όπου η ζωή πραγματικά συμβαίνει.
Σκέψου πώς φαίνεται να ρέει ένα ποτάμι, να έχει κατεύθυνση και σκοπό, κι όμως, από μια υψηλότερη οπτική, απλώς υπάρχει. Τα μόρια του νερού μπορεί να αλλάζουν θέση, αλλά το ίδιο το ποτάμι δεν έρχεται από κάπου ούτε πηγαίνει κάπου. Απλώς εκδηλώνεται στο αιώνιο παρόν, αλλάζοντας μορφή χωρίς να αλλάζει ουσία.
Το ίδιο ισχύει και για τη συνείδηση, για την ίδια τη ζωή. Φαίνεται πως κινούμαστε μέσα στο χρόνο, αλλά στην πραγματικότητα, ο χρόνος κινείται μέσα μας. Νομίζουμε πως ταξιδεύουμε προς κάποιον προορισμό, αλλά είμαστε πάντα ακριβώς εκεί όπου πρέπει να βρισκόμαστε. Η εμφάνιση της προόδου είναι η αναγκαία ψευδαίσθηση που τελικά αποκαλύπτει την βαθύτερη αλήθεια της παρουσίας.
Το Παράδοξο του Σκοπού
Ίσως το πιο όμορφο παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι πως ο σκοπός αποκαλύπτεται ακριβώς όταν σταματάμε να τον απαιτούμε. Το νόημα δεν αναδύεται από την προσπάθεια να το πιάσουμε, αλλά από την προθυμία να το δεχτούμε· όχι από την επίτευξη, αλλά από την αποδοχή· όχι από το να γίνουμε, αλλά από το να είμαστε.
Ο νέος ρωτά: «Τι πρέπει να κάνω με τη ζωή μου;»
Ο ενήλικας ρωτά: «Πώς θα αφήσω το αποτύπωμά μου στον κόσμο;»
Ο ηλικιωμένος κατανοεί: «Η ίδια η ζωή είναι ο σκοπός. Η ύπαρξη είναι ο προορισμός.»
Αυτό δεν είναι παραίτηση ή παθητικότητα. Αντίθετα, είναι η πιο βαθιά δέσμευση στην ύπαρξη που μπορούμε να έχουμε. Όταν συνειδητοποιούμε πως η ζωή δεν είναι ένα μέσο για έναν σκοπό αλλά ο ίδιος ο σκοπός, οι πράξεις μας πηγάζουν όχι από τη φιλοδοξία ή τον φόβο, αλλά από την αυθεντικότητα και την παρουσία.
Ο Κύκλος Ολοκληρώνεται
Στο τέλος, επιστρέφουμε στην αρχή, αλλά με μάτια που μπορούν πραγματικά να δουν. Η σύγχυση της νιότης, η φιλοδοξία της ενηλικίωσης, η παράδοση των γηρατειών—δεν είναι ξεχωριστές φάσεις, αλλά ένα ενιαίο ταξίδι αποκάλυψης. Ο προορισμός ήταν πάντα εδώ, κάτω από τα πόδια μας, πίσω από τα μάτια μας, ανάμεσα στις σκέψεις μας.
Η ζωή δεν κινείται προς τα εμπρός αλλά προς τα μέσα, όχι προς μια κορύφωση αλλά προς μια επίγνωση. Δεν φτάνουμε στη σοφία· η σοφία φτάνει σε εμάς όταν σταματάμε να κινούμαστε αρκετά ώστε να τη βρούμε.
Οι μεγάλες πνευματικές παραδόσεις πάντα έδειχναν προς αυτή την αλήθεια. Ο Βουδισμός μιλά για το «μονοπάτι χωρίς μονοπάτι». Ο Ταοϊσμός περιγράφει τον δρόμο που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ο Χριστιανισμός δείχνει προς τη βασιλεία των ουρανών εντός μας. Αυτά δεν είναι αντιφάσεις, αλλά διαφορετικοί τρόποι να εκφραστεί η ίδια αλήθεια: αυτό που αναζητούμε είναι αυτό που μας αναζητά.
Ζώντας από την Παρουσία
Πώς, λοιπόν, να ζούμε, έχοντας αντικρίσει αυτή την αλήθεια; Όχι εγκαταλείποντας τη δράση, αλλά δρώντας από την παρουσία. Όχι απορρίπτοντας τους στόχους, αλλά κρατώντας τους ελαφρά. Όχι αποσυρόμενοι από τον κόσμο, αλλά αγκαλιάζοντάς τον πλήρως, στιγμή προς στιγμή.
Η αφυπνισμένη ζωή δεν φαίνεται διαφορετική από την μη αφυπνισμένη. Εργαζόμαστε, αγαπάμε, δημιουργούμε, αγωνιζόμαστε και ξεκουραζόμαστε. Αλλά το κάνουμε από διαφορετικό κέντρο—όχι από την έλλειψη που ζητά εκπλήρωση, αλλά από την πληρότητα που εκφράζεται. Όχι από τον φόβο που αναζητά ασφάλεια, αλλά από την αγάπη που αναζητά έκφραση.
Μέσα σε αυτή την επίγνωση, κάθε στιγμή γίνεται ιερή, κάθε πράξη γίνεται διαλογισμός, κάθε συνάντηση γίνεται κοινωνία. Το συνηθισμένο αποκαλύπτεται ως το εξαιρετικό όταν το βλέπουμε με μάτια που δεν είναι θολωμένα από τη σκόνη της διαρκούς προσπάθειας να γίνουμε κάτι άλλο.
Η Αιώνια Επιστροφή
Και έτσι, επιστρέφουμε στην αρχή, αλλά μεταμορφωμένοι από το ταξίδι. Ο προορισμός της ζωής είναι η ίδια η ζωή—όχι ως φιλοσοφική ιδέα, αλλά ως βίωμα. Όχι ως κάτι που θα επιτευχθεί αύριο, αλλά ως κάτι που θα αγκαλιαστεί τώρα.
Μέσα σε αυτή την κατανόηση, ο χρόνος χάνει την τυραννία του. Το παρελθόν συγχωρείται, το μέλλον εμπιστεύεται, και το παρόν κατοικείται. Βρισκόμαστε ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαστε, κάνοντας ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνουμε, όντας ακριβώς αυτό που πρέπει να είμαστε.
Η σύγχυση του νέου, η κυκλική φιλοδοξία του ενήλικα, η παράδοση του ηλικιωμένου—δεν είναι αποτυχίες ή επιτεύγματα, αλλά η φυσική εξέλιξη της συνείδησης που γνωρίζει τον εαυτό της μέσα από το ανθρώπινο βίωμα.
Στο τέλος, ανακαλύπτουμε ότι ποτέ δεν χαθήκαμε, ποτέ δεν βρεθήκαμε, ποτέ δεν ήμασταν ξεχωριστοί από το μυστήριο που προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε. Ήμασταν πάντα στο σπίτι μας, πάντα ολοκληρωμένοι, πάντα ο ίδιος ο προορισμός που νομίζαμε πως αναζητούσαμε.
Το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής δεν μας οδηγεί πουθενά αλλού παρά βαθύτερα στην καρδιά του τώρα, όπου ανακαλύπτουμε πως ήμασταν πάντα ακριβώς εκεί που έπρεπε να είμαστε—εδώ, στην αιώνια παρουσία που είναι η ίδια η ζωή.
Ο Κόσμος Είναι Ένας: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Μέσα από την Ενότητα και τη Διαφορετικότητα
Στο απέραντο υφαντό της ύπαρξης, υπάρχει μια βαθιά αλήθεια που οι μυστικιστές όλων των παραδόσεων έχουν διακρίνει μέσα στους αιώνες: ο κόσμος είναι ένα. Παρά τις μυριάδες εκφράσεις του—τα βουνά και οι κοιλάδες του, οι έρημοι και οι ωκεανοί, οι στιγμές υπέροχης ομορφιάς και οι εκτάσεις προκλητικού εδάφους—υπάρχει μια υποκείμενη ενότητα που συνδέει κάθε εμπειρία σε ένα ενιαίο, αδιάσπαστο σύνολο. Αυτή η ενότητα υπερβαίνει τις φαινομενικές διαιρέσεις που δημιουργεί ο νους μας, αποκαλύπτοντας μια βαθύτερη πραγματικότητα όπου η διαχωριστικότητα διαλύεται στην αλληλοσύνδεση.
Το Ταξίδι και το Τοπίο
Όταν ταξιδεύουμε στα μονοπάτια της ζωής, φυσικά εναποθέτουμε την προσοχή μας σε μέρη ομορφιάς, απολαμβάνοντας τη μεγαλοπρέπεια ενός ηλιοβασιλέματος, την τρυφερή αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου ή την ήσυχη ικανοποίηση ενός επιτεύγματος. Αυτά είναι οι κήποι του ταξιδιού μας, όπου ο χρόνος μοιάζει να επιβραδύνει και οι αισθήσεις μας ξυπνούν στην πληρότητα της ύπαρξης. Σε αυτές τις στιγμές, γευόμαστε κάτι από το θείο—μια νύξη της τέλειας αρμονίας που υποβόσκει σε όλη την ύπαρξη.
Ωστόσο, αναπόφευκτα, το μονοπάτι μας οδηγεί και σε δύσκολα εδάφη—μέρη απώλειας, σύγχυσης και πόνου. Εδώ, επισπεύδουμε τα βήματά μας, εστιάζοντας την προσοχή μας στην ασφαλή διέλευση αντί στα γραφικά τοπία. Προστατεύουμε τον εαυτό μας όσο καλύτερα μπορούμε, πλοηγώντας προσεκτικά μέσα από βραχώδεις διαδρομές, κρατώντας τα μάτια μας στραμμένα στην υπόσχεση πιο ήπιων τοπίων μπροστά μας.
Ο μυστικιστής κατανοεί ότι και οι δύο αυτές εμπειρίες—οι όμορφες και οι δύσκολες—προέρχονται από την ίδια πηγή. Είναι διαφορετικές εκφράσεις της ίδιας θεμελιώδους πραγματικότητας, όπως τα κύματα διαφορετικού ύψους στον ίδιο ωκεανό. Ο κόσμος δεν αλλάζει την ουσιαστική του φύση όταν εκδηλώνεται ως πόνος αντί για χαρά· απλώς αποκαλύπτει μια διαφορετική όψη του άπειρου δυναμικού του.
Ο Καθρέφτης της Συνείδησης
Στην μυστικιστική οπτική, η συνείδηση θεωρείται ως το θεμέλιο κάθε ύπαρξης. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «εξωτερικό κόσμο» είναι, στην πραγματικότητα, μια αντανάκλαση του άπειρου βάθους της επίγνωσης. Ο μεσαιωνικός Σούφι ποιητής Ρούμι αποτύπωσε αυτή την κατανόηση όταν έγραψε: «Δεν είσαι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είσαι ολόκληρος ο ωκεανός μέσα σε μια σταγόνα.»
Αυτή η αναγνώριση μεταμορφώνει τη σχέση μας με το ταξίδι της ζωής. Όταν κατανοήσουμε πραγματικά ότι η ποικιλομορφία του κόσμου προκύπτει από μια υποκείμενη ενότητα, αρχίζουμε να βαδίζουμε διαφορετικά πάνω στη γη. Εξακολουθούμε να εκτιμούμε την ομορφιά και να επιδιώκουμε να αποφύγουμε τη βλάβη, αλλά δεν βλέπουμε πλέον αυτά ως θεμελιωδώς αντίθετες εμπειρίες. Αντιθέτως, γίνονται συμπληρωματικές όψεις του κοσμικού χορού—το λιλά ή το θείο παιχνίδι που εκδηλώνεται ως ο κόσμος της μορφής.
Πέρα από τη Δυαδικότητα
Η μυστικιστική οδός μας καλεί να υπερβούμε τη δυαδική σκέψη που χωρίζει την εμπειρία σε επιθυμητή και ανεπιθύμητη, καλή και κακή, όμορφη και άσχημη. Αντ’ αυτού, προσφέρει μια προοπτική που αγκαλιάζει κάθε εμπειρία ως ουσιαστικές εκφράσεις του συνόλου. Από αυτή την οπτική, ακόμα και η βιαστική μας διέλευση μέσα από δύσκολα εδάφη γίνεται ιερή—μια απαραίτητη κίνηση μέσα από μια όψη του θείου προς μια άλλη.
Ο χριστιανικός μυστικιστής του 14ου αιώνα Μάιστερ Έκχαρτ υπέδειξε αυτή την κατανόηση όταν έγραψε: «Το μάτι με το οποίο βλέπω τον Θεό είναι το ίδιο μάτι με το οποίο ο Θεός με βλέπει.» Σε αυτή την αμοιβαία όραση, κάθε διαχωριστικότητα διαλύεται. Δεν υπάρχει ταξιδιώτης ξεχωριστός από το μονοπάτι, ούτε παρατηρητής διακριτός από το παρατηρούμενο. Υπάρχει μόνο το ενιαίο πεδίο της ύπαρξης, που εκφράζεται σε ατελείωτες παραλλαγές.
Το Παράδοξο της Διαφορετικότητας στην Ενότητα
Ωστόσο, εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο της μυστικιστικής κατανόησης: η αναγνώριση της ενότητας δεν αναιρεί την πραγματικότητα της διαφορετικότητας. Αντιθέτως, αποκαλύπτει τη διαφορετικότητα ως την απαραίτητη έκφραση της ενότητας. Όπως το λευκό φως διαθλάται σε ουράνιο τόξο χρωμάτων όταν περνά μέσα από ένα πρίσμα, έτσι και η μοναδική πηγή της ύπαρξης εκδηλώνεται ως οι αμέτρητες μορφές της ύπαρξης.
Η αρχαία Βεδαντική έννοια του Μπράχμαν (η απόλυτη πραγματικότητα) που εμφανίζεται ως οι πολλές μορφές του κόσμου (μάγια) αποτυπώνει αυτό το παράδοξο τέλεια. Η διαφορετικότητα του κόσμου δεν είναι ούτε μια ψευδαίσθηση που πρέπει να απορριφθεί ούτε μια απόλυτη πραγματικότητα που πρέπει να κατακτηθεί, αλλά μάλλον η δυναμική έκφραση του άμορφου που παίρνει μορφή.
Η Πρακτική της Ενιαίας Επίγνωσης
Πώς μπορούμε να ζήσουμε από αυτή την κατανόηση; Οι μυστικιστικές παραδόσεις προσφέρουν πρακτικές που μας βοηθούν να ρίξουμε μια ματιά και τελικά να ενσαρκώσουμε αυτή την αντίληψη της ενότητας-μέσα-στη-διαφορετικότητα:
Στον διαλογισμό, μαθαίνουμε να αναπαυόμαστε στην ευρύχωρη επίγνωση που περιέχει κάθε εμπειρία χωρίς να ορίζεται από καμία από αυτές—όπως ο ουρανός που παραμένει αμετάβλητος από τα σύννεφα που περνούν μέσα από αυτόν.
Στην συμπονετική δράση, αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στους άλλους και ανταποκρινόμαστε στον πόνο τους ως δικό μας, όχι από ηθική υποχρέωση αλλά από την άμεση αντίληψη της κοινής μας ύπαρξης.
Στην ενατένιση της φύσης, αντιλαμβανόμαστε το αλληλοσυνδεδεμένο δίκτυο της ζωής όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά ως μια βιωμένη πραγματικότητα, νιώθοντας τον παλμό του συνόλου σε κάθε ιδιαίτερη εκδήλωση.
Στην παράδοση στο θείο, απελευθερώνουμε τις προσκολλήσεις μας σε συγκεκριμένα αποτελέσματα και ανοίγουμε τον εαυτό μας στη σοφία του μεγαλύτερου συνόλου, εμπιστευόμενοι το ταξίδι ακόμα και όταν ο σκοπός του παραμένει ασαφής στην περιορισμένη μας κατανόηση.
Το Αιώνιο Τώρα
Ίσως η βαθύτερη διορατικότητα της μυστικιστικής προοπτικής είναι ότι η ενότητα του κόσμου υπάρχει όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Το ίδιο το ταξίδι—με τη φαινομενικά γραμμική του εξέλιξη από το παρελθόν στο μέλλον—υπάρχει μέσα στο αιώνιο παρόν. Όπως έγραψε ο χριστιανικός στοχαστής Τόμας Μέρτον: «Η ζωή είναι τόσο απλή: ζούμε σε έναν κόσμο που είναι απόλυτα διαφανής και το θείο λάμπει μέσα από αυτόν όλη την ώρα.»
Από αυτή την οπτική, τόσο τα όμορφα μέρη όπου εναποθέτουμε την προσοχή μας όσο και τα δύσκολα εδάφη από τα οποία περνάμε βιαστικά είναι εξίσου παρόντα στο αιώνιο τώρα. Δεν είναι σταθμοί σε ένα γραμμικό ταξίδι αλλά όψεις του διαμαντιού της ύπαρξης, κάθε μία αντανακλώντας το φως της ύπαρξης με τον μοναδικό της τρόπο.
Η Επιστροφή στο Θαύμα
Η μυστικιστική οπτική τελικά μας επιστρέφει σε μια κατάσταση βαθιάς έκπληξης για το θαύμα της ίδιας της ύπαρξης. Όταν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως ένα—παρά τα πολλά του πρόσωπα—δεν μπορούμε ποτέ ξανά να θεωρήσουμε οποιαδήποτε πτυχή του δεδομένη. Το συνηθισμένο γίνεται εξαιρετικό. Το καθημερινό αποκαλύπτεται ως ιερό. Ακόμα και ο πόνος, αν και ποτέ δεν αναζητείται, γίνεται μια πύλη για βαθύτερη κατανόηση αντί για απλώς ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί.
Σε αυτή την κατάσταση έκπληξης, γινόμαστε ξανά σαν παιδιά, βλέποντας τον κόσμο με φρέσκα μάτια. Όπως δίδαξε ο Ιησούς: «Αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν μικρά παιδιά, δεν θα εισέλθετε ποτέ στη βασιλεία των ουρανών.» Αυτή η βασιλεία δεν είναι ένα μακρινό βασίλειο αλλά ο ίδιος ο κόσμος, αντιληπτός μέσα από τα μάτια της συνείδησης της ενότητας.
Το Ξετύλιγμα του Ταξιδιού
Καθώς ταξιδεύουμε στα μονοπάτια της ζωής, λοιπόν, μπορεί να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τα όμορφα μέρη και να βιαζόμαστε μέσα από δύσκολες διαδρομές. Αλλά το κάνουμε με την αυξανόμενη επίγνωση ότι αυτά δεν είναι ξεχωριστές πραγματικότητες αλλά εκφράσεις της ίδιας υποκείμενης αλήθειας. Ο κόσμος είναι πράγματι ένα, ακόμα και στην υπέροχη διαφορετικότητά του.
Σε αυτή την αναγνώριση βρίσκεται τόσο η βαθιά ειρήνη όσο και η δυναμική εμπλοκή με τη ζωή. Δεν χρειάζεται να δραπετεύσουμε από τον κόσμο για να βρούμε την ενότητα, γιατί η ενότητα είναι η ίδια η φύση του κόσμου όταν βλέπεται με τα μάτια της σοφίας. Είμαστε ταυτόχρονα οι ταξιδιώτες στο μονοπάτι και το ίδιο το μονοπάτι, οι παρατηρητές της ομορφιάς και η ομορφιά που παρατηρείται, οι πλοηγοί της δυσκολίας και η δυσκολία που πλοηγείται.
Με τα λόγια των Ουπανισάδων: «Αυτό είναι ολόκληρο· εκείνο είναι ολόκληρο. Από την ολότητα προέρχεται η ολότητα. Όταν η ολότητα αφαιρείται από την ολότητα, η ολότητα παραμένει.»
Και έτσι το ταξίδι συνεχίζεται, αιώνια νέο αλλά πάντα ολοκληρωμένο, μια συνεχής αποκάλυψη του ενός κόσμου στις άπειρες εκφράσεις του.
Το Ταξίδι και το Τοπίο
Όταν ταξιδεύουμε στα μονοπάτια της ζωής, φυσικά εναποθέτουμε την προσοχή μας σε μέρη ομορφιάς, απολαμβάνοντας τη μεγαλοπρέπεια ενός ηλιοβασιλέματος, την τρυφερή αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου ή την ήσυχη ικανοποίηση ενός επιτεύγματος. Αυτά είναι οι κήποι του ταξιδιού μας, όπου ο χρόνος μοιάζει να επιβραδύνει και οι αισθήσεις μας ξυπνούν στην πληρότητα της ύπαρξης. Σε αυτές τις στιγμές, γευόμαστε κάτι από το θείο—μια νύξη της τέλειας αρμονίας που υποβόσκει σε όλη την ύπαρξη.
Ωστόσο, αναπόφευκτα, το μονοπάτι μας οδηγεί και σε δύσκολα εδάφη—μέρη απώλειας, σύγχυσης και πόνου. Εδώ, επισπεύδουμε τα βήματά μας, εστιάζοντας την προσοχή μας στην ασφαλή διέλευση αντί στα γραφικά τοπία. Προστατεύουμε τον εαυτό μας όσο καλύτερα μπορούμε, πλοηγώντας προσεκτικά μέσα από βραχώδεις διαδρομές, κρατώντας τα μάτια μας στραμμένα στην υπόσχεση πιο ήπιων τοπίων μπροστά μας.
Ο μυστικιστής κατανοεί ότι και οι δύο αυτές εμπειρίες—οι όμορφες και οι δύσκολες—προέρχονται από την ίδια πηγή. Είναι διαφορετικές εκφράσεις της ίδιας θεμελιώδους πραγματικότητας, όπως τα κύματα διαφορετικού ύψους στον ίδιο ωκεανό. Ο κόσμος δεν αλλάζει την ουσιαστική του φύση όταν εκδηλώνεται ως πόνος αντί για χαρά· απλώς αποκαλύπτει μια διαφορετική όψη του άπειρου δυναμικού του.
Ο Καθρέφτης της Συνείδησης
Στην μυστικιστική οπτική, η συνείδηση θεωρείται ως το θεμέλιο κάθε ύπαρξης. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «εξωτερικό κόσμο» είναι, στην πραγματικότητα, μια αντανάκλαση του άπειρου βάθους της επίγνωσης. Ο μεσαιωνικός Σούφι ποιητής Ρούμι αποτύπωσε αυτή την κατανόηση όταν έγραψε: «Δεν είσαι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είσαι ολόκληρος ο ωκεανός μέσα σε μια σταγόνα.»
Αυτή η αναγνώριση μεταμορφώνει τη σχέση μας με το ταξίδι της ζωής. Όταν κατανοήσουμε πραγματικά ότι η ποικιλομορφία του κόσμου προκύπτει από μια υποκείμενη ενότητα, αρχίζουμε να βαδίζουμε διαφορετικά πάνω στη γη. Εξακολουθούμε να εκτιμούμε την ομορφιά και να επιδιώκουμε να αποφύγουμε τη βλάβη, αλλά δεν βλέπουμε πλέον αυτά ως θεμελιωδώς αντίθετες εμπειρίες. Αντιθέτως, γίνονται συμπληρωματικές όψεις του κοσμικού χορού—το λιλά ή το θείο παιχνίδι που εκδηλώνεται ως ο κόσμος της μορφής.
Πέρα από τη Δυαδικότητα
Η μυστικιστική οδός μας καλεί να υπερβούμε τη δυαδική σκέψη που χωρίζει την εμπειρία σε επιθυμητή και ανεπιθύμητη, καλή και κακή, όμορφη και άσχημη. Αντ’ αυτού, προσφέρει μια προοπτική που αγκαλιάζει κάθε εμπειρία ως ουσιαστικές εκφράσεις του συνόλου. Από αυτή την οπτική, ακόμα και η βιαστική μας διέλευση μέσα από δύσκολα εδάφη γίνεται ιερή—μια απαραίτητη κίνηση μέσα από μια όψη του θείου προς μια άλλη.
Ο χριστιανικός μυστικιστής του 14ου αιώνα Μάιστερ Έκχαρτ υπέδειξε αυτή την κατανόηση όταν έγραψε: «Το μάτι με το οποίο βλέπω τον Θεό είναι το ίδιο μάτι με το οποίο ο Θεός με βλέπει.» Σε αυτή την αμοιβαία όραση, κάθε διαχωριστικότητα διαλύεται. Δεν υπάρχει ταξιδιώτης ξεχωριστός από το μονοπάτι, ούτε παρατηρητής διακριτός από το παρατηρούμενο. Υπάρχει μόνο το ενιαίο πεδίο της ύπαρξης, που εκφράζεται σε ατελείωτες παραλλαγές.
Το Παράδοξο της Διαφορετικότητας στην Ενότητα
Ωστόσο, εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο της μυστικιστικής κατανόησης: η αναγνώριση της ενότητας δεν αναιρεί την πραγματικότητα της διαφορετικότητας. Αντιθέτως, αποκαλύπτει τη διαφορετικότητα ως την απαραίτητη έκφραση της ενότητας. Όπως το λευκό φως διαθλάται σε ουράνιο τόξο χρωμάτων όταν περνά μέσα από ένα πρίσμα, έτσι και η μοναδική πηγή της ύπαρξης εκδηλώνεται ως οι αμέτρητες μορφές της ύπαρξης.
Η αρχαία Βεδαντική έννοια του Μπράχμαν (η απόλυτη πραγματικότητα) που εμφανίζεται ως οι πολλές μορφές του κόσμου (μάγια) αποτυπώνει αυτό το παράδοξο τέλεια. Η διαφορετικότητα του κόσμου δεν είναι ούτε μια ψευδαίσθηση που πρέπει να απορριφθεί ούτε μια απόλυτη πραγματικότητα που πρέπει να κατακτηθεί, αλλά μάλλον η δυναμική έκφραση του άμορφου που παίρνει μορφή.
Η Πρακτική της Ενιαίας Επίγνωσης
Πώς μπορούμε να ζήσουμε από αυτή την κατανόηση; Οι μυστικιστικές παραδόσεις προσφέρουν πρακτικές που μας βοηθούν να ρίξουμε μια ματιά και τελικά να ενσαρκώσουμε αυτή την αντίληψη της ενότητας-μέσα-στη-διαφορετικότητα:
Στον διαλογισμό, μαθαίνουμε να αναπαυόμαστε στην ευρύχωρη επίγνωση που περιέχει κάθε εμπειρία χωρίς να ορίζεται από καμία από αυτές—όπως ο ουρανός που παραμένει αμετάβλητος από τα σύννεφα που περνούν μέσα από αυτόν.
Στην συμπονετική δράση, αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στους άλλους και ανταποκρινόμαστε στον πόνο τους ως δικό μας, όχι από ηθική υποχρέωση αλλά από την άμεση αντίληψη της κοινής μας ύπαρξης.
Στην ενατένιση της φύσης, αντιλαμβανόμαστε το αλληλοσυνδεδεμένο δίκτυο της ζωής όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά ως μια βιωμένη πραγματικότητα, νιώθοντας τον παλμό του συνόλου σε κάθε ιδιαίτερη εκδήλωση.
Στην παράδοση στο θείο, απελευθερώνουμε τις προσκολλήσεις μας σε συγκεκριμένα αποτελέσματα και ανοίγουμε τον εαυτό μας στη σοφία του μεγαλύτερου συνόλου, εμπιστευόμενοι το ταξίδι ακόμα και όταν ο σκοπός του παραμένει ασαφής στην περιορισμένη μας κατανόηση.
Το Αιώνιο Τώρα
Ίσως η βαθύτερη διορατικότητα της μυστικιστικής προοπτικής είναι ότι η ενότητα του κόσμου υπάρχει όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Το ίδιο το ταξίδι—με τη φαινομενικά γραμμική του εξέλιξη από το παρελθόν στο μέλλον—υπάρχει μέσα στο αιώνιο παρόν. Όπως έγραψε ο χριστιανικός στοχαστής Τόμας Μέρτον: «Η ζωή είναι τόσο απλή: ζούμε σε έναν κόσμο που είναι απόλυτα διαφανής και το θείο λάμπει μέσα από αυτόν όλη την ώρα.»
Από αυτή την οπτική, τόσο τα όμορφα μέρη όπου εναποθέτουμε την προσοχή μας όσο και τα δύσκολα εδάφη από τα οποία περνάμε βιαστικά είναι εξίσου παρόντα στο αιώνιο τώρα. Δεν είναι σταθμοί σε ένα γραμμικό ταξίδι αλλά όψεις του διαμαντιού της ύπαρξης, κάθε μία αντανακλώντας το φως της ύπαρξης με τον μοναδικό της τρόπο.
Η Επιστροφή στο Θαύμα
Η μυστικιστική οπτική τελικά μας επιστρέφει σε μια κατάσταση βαθιάς έκπληξης για το θαύμα της ίδιας της ύπαρξης. Όταν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως ένα—παρά τα πολλά του πρόσωπα—δεν μπορούμε ποτέ ξανά να θεωρήσουμε οποιαδήποτε πτυχή του δεδομένη. Το συνηθισμένο γίνεται εξαιρετικό. Το καθημερινό αποκαλύπτεται ως ιερό. Ακόμα και ο πόνος, αν και ποτέ δεν αναζητείται, γίνεται μια πύλη για βαθύτερη κατανόηση αντί για απλώς ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί.
Σε αυτή την κατάσταση έκπληξης, γινόμαστε ξανά σαν παιδιά, βλέποντας τον κόσμο με φρέσκα μάτια. Όπως δίδαξε ο Ιησούς: «Αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν μικρά παιδιά, δεν θα εισέλθετε ποτέ στη βασιλεία των ουρανών.» Αυτή η βασιλεία δεν είναι ένα μακρινό βασίλειο αλλά ο ίδιος ο κόσμος, αντιληπτός μέσα από τα μάτια της συνείδησης της ενότητας.
Το Ξετύλιγμα του Ταξιδιού
Καθώς ταξιδεύουμε στα μονοπάτια της ζωής, λοιπόν, μπορεί να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τα όμορφα μέρη και να βιαζόμαστε μέσα από δύσκολες διαδρομές. Αλλά το κάνουμε με την αυξανόμενη επίγνωση ότι αυτά δεν είναι ξεχωριστές πραγματικότητες αλλά εκφράσεις της ίδιας υποκείμενης αλήθειας. Ο κόσμος είναι πράγματι ένα, ακόμα και στην υπέροχη διαφορετικότητά του.
Σε αυτή την αναγνώριση βρίσκεται τόσο η βαθιά ειρήνη όσο και η δυναμική εμπλοκή με τη ζωή. Δεν χρειάζεται να δραπετεύσουμε από τον κόσμο για να βρούμε την ενότητα, γιατί η ενότητα είναι η ίδια η φύση του κόσμου όταν βλέπεται με τα μάτια της σοφίας. Είμαστε ταυτόχρονα οι ταξιδιώτες στο μονοπάτι και το ίδιο το μονοπάτι, οι παρατηρητές της ομορφιάς και η ομορφιά που παρατηρείται, οι πλοηγοί της δυσκολίας και η δυσκολία που πλοηγείται.
Με τα λόγια των Ουπανισάδων: «Αυτό είναι ολόκληρο· εκείνο είναι ολόκληρο. Από την ολότητα προέρχεται η ολότητα. Όταν η ολότητα αφαιρείται από την ολότητα, η ολότητα παραμένει.»
Και έτσι το ταξίδι συνεχίζεται, αιώνια νέο αλλά πάντα ολοκληρωμένο, μια συνεχής αποκάλυψη του ενός κόσμου στις άπειρες εκφράσεις του.
Η Σοφία της Δημιουργίας: Ιερά Μοτίβα στον Ατελείωτο Χορό της Φύσης
Στο μεγαλειώδες υφαντό της ύπαρξης, όπου ο χρόνος ξεδιπλώνεται σαν αμέτρητα πέταλα ενός άπειρου λουλουδιού, υπάρχει μια βαθιά νοημοσύνη πέρα από την πλήρη κατανόησή μας. Αυτός ο σιωπηλός αρχιτέκτονας, αυτή η Σοφία της Δημιουργίας, εκδηλώνεται στους ρυθμικούς κύκλους που κυβερνούν τα πάντα—από τον κοσμικό χορό των γαλαξιών μέχρι τα ψιθυριστά μυστικά ενός και μόνο κυττάρου. Ακόμα κι όταν το χάος φαίνεται να κυριαρχεί, υπάρχει μια υποβόσκουσα αρμονία, μια αποκατάσταση της ισορροπίας που μαρτυρά κάτι βαθύτερο από την απλή τύχη.
Ο Αιώνιος Ρυθμός της Αποκατάστασης
Σκεφτείτε το δάσος μετά από μια πυρκαγιά. Αυτό που φαίνεται ως καταστροφή αποκαλύπτεται ως μεταμόρφωση. Η απανθρακωμένη γη, φαινομενικά νεκρή, φιλοξενεί λανθάνοντες σπόρους που αφυπνίζονται μόνο με την αφή της φωτιάς. Ορισμένα κουκουνάρια παραμένουν σφραγισμένα μέχρι η θερμότητα να σπάσει τους ρητινώδεις δεσμούς τους, απελευθερώνοντας σπόρους που αλλιώς δεν θα έβρισκαν έδαφος. Η στάχτη γίνεται γόνιμο έδαφος για πρωτοπόρα είδη που δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στη σκιά των πανύψηλων δέντρων. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως καταστροφή είναι, στη σοφία της φύσης, μια αναγκαία ανανέωση.
Αυτό το μοτίβο εκτείνεται πέρα από τον ορατό κόσμο. Οι αρχαίοι μύστες παρατήρησαν ότι οι πνευματικές παραδόσεις σε όλο τον κόσμο μιλούν για το σκοτάδι που προηγείται της φώτισης. Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής, το κενό πριν από τη δημιουργία, τα χαοτικά ύδατα από τα οποία αναδύεται η τάξη—όλα αντανακλούν αυτήν την παγκόσμια αλήθεια: η ανατροπή προηγείται της νέας αρμονίας. Η σοφία δεν έγκειται στην αποφυγή του σκότους αλλά στην αναγνώριση της θέσης του μέσα στον ευρύτερο κύκλο.
Το Παράδοξο του Χάους και της Τάξης
Οι αρχαίοι κατανοούσαν αυτό που η σύγχρονη θεωρία του χάους επιβεβαιώνει—μέσα στην προφανή αταξία κρύβεται μια αόρατη δομή. Η φαινομενικά τυχαία διακλάδωση του κεραυνού ακολουθεί μαθηματικές αρχές ίδιες με αυτές των εκβολών των ποταμών και των αιμοφόρων αγγείων μας. Αυτό που φαίνεται ως χάος σε μια κλίμακα, αποκαλύπτεται ως τάξη όταν αλλάζουμε την οπτική μας.
Υπάρχει μια ιερή γεωμετρία σε αυτή την αλληλεπίδραση—το σπειροειδές μοτίβο των γαλαξιών αντικατοπτρίζεται σε τυφώνες, κοχύλια και αναπτυσσόμενα φτέρες. Αυτά δεν είναι συμπτώσεις αλλά εκφράσεις υποκείμενων αρχών, μαθηματικών σχέσεων που κυβερνούν την πραγματικότητα σε κάθε επίπεδο. Η ακολουθία Fibonacci, η χρυσή τομή—δεν είναι ανθρώπινες επινοήσεις αλλά ανακαλύψεις προτύπων υφασμένων στη δημιουργία.
Η Θεραπευτική Νοημοσύνη
Ίσως το πιο μυστηριώδες είναι η εγγενής τάση προς τη θεραπεία. Ένα τραυματισμένο σώμα ξεκινά πολύπλοκες διαδικασίες επιδιόρθωσης χωρίς συνειδητή καθοδήγηση. Τα οικοσυστήματα που έχουν υποστεί ζημιές από την ανθρώπινη παρέμβαση σταδιακά αποκαθιστούν την ισορροπία τους, αν τους δοθεί η ευκαιρία. Ακόμα και οι ψυχολογικές πληγές, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, τείνουν προς την ολοκλήρωση και την ίαση.
Αυτό υποδηλώνει όχι έναν απόμακρο δημιουργό που έθεσε τα πράγματα σε κίνηση και αποσύρθηκε, αλλά μια διαρκώς παρούσα δημιουργική νοημοσύνη—όχι ξεχωριστή από τη δημιουργία, αλλά εκφρασμένη μέσα από αυτήν. Η ταοϊστική έννοια του wu-wei το αποτυπώνει: η «μη-δράση» ή η «αβίαστη δράση» που ακολουθεί τον φυσικό δρόμο. Η σοφία δεν βρίσκεται στην επιβολή της τάξης αλλά στην εναρμόνιση με την τάξη που ήδη υπάρχει.
Η Μυστική Οπτική για το Κακό
Αυτό που αποκαλούμε κακό—είτε πρόκειται για φυσικές καταστροφές, ανθρώπινη σκληρότητα ή προσωπικό πόνο—υπάρχει μέσα σε αυτό το ευρύτερο μοτίβο, όχι έξω από αυτό. Ο μύστης δεν αρνείται τον πόνο αλλά τον βλέπει διαφορετικά—ως προσωρινή ανισορροπία μέσα σε ένα τελικά ισορροπημένο σύστημα. Ακόμα και το μεγαλύτερο σκοτάδι φέρει μέσα του τους σπόρους της μεταμόρφωσής του.
Σκεφτείτε πώς η πίεση δημιουργεί διαμάντια, πώς η αντίσταση χτίζει δύναμη, πώς η σύγκρουση οδηγεί στην εξέλιξη. Η σοφία έγκειται στην κατανόηση ότι η αντίθεση δεν είναι ανωμαλία αλλά ουσιώδες στοιχείο της ανάπτυξης. Το φως ορίζει τη σκιά, η δημιουργία απαιτεί καταστροφή, η γνώση αναδύεται από την άγνοια. Αυτές δεν είναι φιλοσοφικές αφαιρέσεις αλλά ζωντανές αλήθειες παρατηρήσιμες σε όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξης.
Πέρα από τις Ανθρώπινες Κλίμακες Χρόνου
Η περιορισμένη αντίληψή μας για τον χρόνο συχνά μας τυφλώνει μπροστά σε αυτή τη μεγαλύτερη σοφία. Βλέπουμε την αναταραχή, αλλά όχι την αποκατάσταση που ξεδιπλώνεται πέρα από τη σύντομη παρατήρησή μας. Αρχαίες σεκόγιες έχουν υπάρξει μάρτυρες της ανόδου και της πτώσης πολιτισμών, ωκεανοί έχουν απορροφήσει ηπείρους, αστέρια έχουν γεννηθεί και έχουν πεθάνει—όλα μέρη κύκλων υπερβολικά εκτεταμένων για τις ανθρώπινες κλίμακες χρόνου.
Η μυστική παράδοση μάς προσκαλεί να διευρύνουμε τη συνειδητότητά μας πέρα από αυτούς τους περιορισμούς, να καλλιεργήσουμε αυτό που ο Ζεν αποκαλεί "τη μακρά θέα". Από αυτή την προοπτική, ακόμα και τα φαινομενικά μόνιμα δεινά αποκαλύπτονται ως προσωρινές διαταραχές μέσα σε έναν ωκεανό χρόνου. Η σοφία έγκειται στην εμπιστοσύνη στη διαδικασία που ξεπερνά την άμεση κατανόησή μας.
Ο Παρατηρητής και το Παρατηρούμενο
Ίσως το βαθύτερο μυστήριο να βρίσκεται στην ίδια τη συνείδηση—αυτή που παρατηρεί αυτόν τον χορό της δημιουργίας. Είναι ο παρατηρητής ξεχωριστός από το παρατηρούμενο; Ή μήπως η ίδια η συνείδηση είναι μια έκφραση της ίδιας σοφίας που ενορχηστρώνει τα πάντα; Διάφορες μυστικιστικές παραδόσεις προτείνουν το δεύτερο—ότι η επίγνωση δεν είναι τυχαία, αλλά θεμελιώδης για τη δημιουργία.
Αυτό υποδηλώνει ότι η ανθρώπινη συνείδηση ίσως παίζει ρόλο στην εξελισσόμενη σοφία της δημιουργίας. Όχι ως κυρίαρχοι που επιβάλλουν τη θέλησή τους πάνω στην παθητική ύλη, αλλά ως συμμετέχοντες σε μια αμοιβαία σχέση. Η προσοχή μας, η πρόθεσή μας και η επίγνωσή μας επηρεάζουν το σύστημα που παρατηρούμε. Η σοφία έγκειται στην αναγνώριση του εαυτού μας όχι ως ξεχωριστού από τη φύση, αλλά ως έκφρασης αυτής—ως κανάλια μέσω των οποίων η δημιουργία γνωρίζει τον εαυτό της.
Η Παράδοση στη Μεγαλύτερη Σοφία
Το μυστικιστικό μονοπάτι οδηγεί τελικά όχι στην κυριαρχία επί της δημιουργίας, αλλά στη ταπεινή συμμετοχή μέσα σε αυτήν. Μαθαίνουμε να εμπιστευόμαστε τη νοημοσύνη που θεραπεύει τις πληγές, αποκαθιστά την ισορροπία και μεταμορφώνει το σκοτάδι σε φως. Αυτή η εμπιστοσύνη δεν είναι παθητική παραίτηση αλλά ενεργή ευθυγράμμιση—η αναγνώριση ότι η μικρή μας προσωπική σοφία βρίσκει την πληρότητά της μόνο όταν ρέει σε αρμονία με τη μεγαλύτερη Σοφία της Δημιουργίας.
Σε αυτήν την παράδοση, βρίσκουμε παραδόξως τη μεγαλύτερη δύναμή μας. Ευθυγραμμιζόμενοι με αυτό που θέλει να συμβεί, αντί να παλεύουμε εναντίον του, γινόμαστε αγωγοί του συνεχούς έργου της δημιουργίας. Το δέντρο δεν αγωνίζεται να γίνει δέντρο—απλώς ξεδιπλώνεται σύμφωνα με τη φύση του. Η σοφία έγκειται στην ανακάλυψη και έκφραση της δικής μας αυθεντικής φύσης ως μέρος αυτής της μεγαλύτερης εξέλιξης.
Η Αιώνια Επιστροφή
Και έτσι επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε—με την αναγνώριση ότι όλα τα πράγματα κινούνται σε κύκλους, όλα μεταμορφώνονται, όλα τελικά υποκλίνονται στη μεγαλύτερη σοφία που ενορχηστρώνει την ύπαρξη. Ακόμα και όταν γινόμαστε μάρτυρες του σκότους στον κόσμο—της οικολογικής διαταραχής, της ανθρώπινης σύγκρουσης, της προσωπικής οδύνης—μπορούμε να εμπιστευτούμε το βαθύτερο μοτίβο της αποκατάστασης. Όχι ως φυγή από την παρούσα ευθύνη, αλλά ως το ίδιο το θεμέλιο που δίνει νόημα στις πράξεις μας.
Διότι, αν είμαστε εκφράσεις της σοφίας της δημιουργίας και όχι ξεχωριστοί από αυτήν, τότε η ύψιστη αποστολή μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή τη σοφία συνειδητά—να γίνουμε όργανα μέσω των οποίων η ισορροπία αποκαθίσταται, μέσω των οποίων ρέει η θεραπεία, μέσω των οποίων το σκοτάδι μεταμορφώνεται σε φως. Σε αυτό βρίσκεται η αληθινή μυστικιστική κατανόηση: ότι είμαστε ταπεινοί μάρτυρες αλλά και ενεργοί συμμετέχοντες στην αιώνια Σοφία της Δημιουργίας.
Ο Αιώνιος Ρυθμός της Αποκατάστασης
Σκεφτείτε το δάσος μετά από μια πυρκαγιά. Αυτό που φαίνεται ως καταστροφή αποκαλύπτεται ως μεταμόρφωση. Η απανθρακωμένη γη, φαινομενικά νεκρή, φιλοξενεί λανθάνοντες σπόρους που αφυπνίζονται μόνο με την αφή της φωτιάς. Ορισμένα κουκουνάρια παραμένουν σφραγισμένα μέχρι η θερμότητα να σπάσει τους ρητινώδεις δεσμούς τους, απελευθερώνοντας σπόρους που αλλιώς δεν θα έβρισκαν έδαφος. Η στάχτη γίνεται γόνιμο έδαφος για πρωτοπόρα είδη που δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στη σκιά των πανύψηλων δέντρων. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως καταστροφή είναι, στη σοφία της φύσης, μια αναγκαία ανανέωση.
Αυτό το μοτίβο εκτείνεται πέρα από τον ορατό κόσμο. Οι αρχαίοι μύστες παρατήρησαν ότι οι πνευματικές παραδόσεις σε όλο τον κόσμο μιλούν για το σκοτάδι που προηγείται της φώτισης. Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής, το κενό πριν από τη δημιουργία, τα χαοτικά ύδατα από τα οποία αναδύεται η τάξη—όλα αντανακλούν αυτήν την παγκόσμια αλήθεια: η ανατροπή προηγείται της νέας αρμονίας. Η σοφία δεν έγκειται στην αποφυγή του σκότους αλλά στην αναγνώριση της θέσης του μέσα στον ευρύτερο κύκλο.
Το Παράδοξο του Χάους και της Τάξης
Οι αρχαίοι κατανοούσαν αυτό που η σύγχρονη θεωρία του χάους επιβεβαιώνει—μέσα στην προφανή αταξία κρύβεται μια αόρατη δομή. Η φαινομενικά τυχαία διακλάδωση του κεραυνού ακολουθεί μαθηματικές αρχές ίδιες με αυτές των εκβολών των ποταμών και των αιμοφόρων αγγείων μας. Αυτό που φαίνεται ως χάος σε μια κλίμακα, αποκαλύπτεται ως τάξη όταν αλλάζουμε την οπτική μας.
Υπάρχει μια ιερή γεωμετρία σε αυτή την αλληλεπίδραση—το σπειροειδές μοτίβο των γαλαξιών αντικατοπτρίζεται σε τυφώνες, κοχύλια και αναπτυσσόμενα φτέρες. Αυτά δεν είναι συμπτώσεις αλλά εκφράσεις υποκείμενων αρχών, μαθηματικών σχέσεων που κυβερνούν την πραγματικότητα σε κάθε επίπεδο. Η ακολουθία Fibonacci, η χρυσή τομή—δεν είναι ανθρώπινες επινοήσεις αλλά ανακαλύψεις προτύπων υφασμένων στη δημιουργία.
Η Θεραπευτική Νοημοσύνη
Ίσως το πιο μυστηριώδες είναι η εγγενής τάση προς τη θεραπεία. Ένα τραυματισμένο σώμα ξεκινά πολύπλοκες διαδικασίες επιδιόρθωσης χωρίς συνειδητή καθοδήγηση. Τα οικοσυστήματα που έχουν υποστεί ζημιές από την ανθρώπινη παρέμβαση σταδιακά αποκαθιστούν την ισορροπία τους, αν τους δοθεί η ευκαιρία. Ακόμα και οι ψυχολογικές πληγές, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, τείνουν προς την ολοκλήρωση και την ίαση.
Αυτό υποδηλώνει όχι έναν απόμακρο δημιουργό που έθεσε τα πράγματα σε κίνηση και αποσύρθηκε, αλλά μια διαρκώς παρούσα δημιουργική νοημοσύνη—όχι ξεχωριστή από τη δημιουργία, αλλά εκφρασμένη μέσα από αυτήν. Η ταοϊστική έννοια του wu-wei το αποτυπώνει: η «μη-δράση» ή η «αβίαστη δράση» που ακολουθεί τον φυσικό δρόμο. Η σοφία δεν βρίσκεται στην επιβολή της τάξης αλλά στην εναρμόνιση με την τάξη που ήδη υπάρχει.
Η Μυστική Οπτική για το Κακό
Αυτό που αποκαλούμε κακό—είτε πρόκειται για φυσικές καταστροφές, ανθρώπινη σκληρότητα ή προσωπικό πόνο—υπάρχει μέσα σε αυτό το ευρύτερο μοτίβο, όχι έξω από αυτό. Ο μύστης δεν αρνείται τον πόνο αλλά τον βλέπει διαφορετικά—ως προσωρινή ανισορροπία μέσα σε ένα τελικά ισορροπημένο σύστημα. Ακόμα και το μεγαλύτερο σκοτάδι φέρει μέσα του τους σπόρους της μεταμόρφωσής του.
Σκεφτείτε πώς η πίεση δημιουργεί διαμάντια, πώς η αντίσταση χτίζει δύναμη, πώς η σύγκρουση οδηγεί στην εξέλιξη. Η σοφία έγκειται στην κατανόηση ότι η αντίθεση δεν είναι ανωμαλία αλλά ουσιώδες στοιχείο της ανάπτυξης. Το φως ορίζει τη σκιά, η δημιουργία απαιτεί καταστροφή, η γνώση αναδύεται από την άγνοια. Αυτές δεν είναι φιλοσοφικές αφαιρέσεις αλλά ζωντανές αλήθειες παρατηρήσιμες σε όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξης.
Πέρα από τις Ανθρώπινες Κλίμακες Χρόνου
Η περιορισμένη αντίληψή μας για τον χρόνο συχνά μας τυφλώνει μπροστά σε αυτή τη μεγαλύτερη σοφία. Βλέπουμε την αναταραχή, αλλά όχι την αποκατάσταση που ξεδιπλώνεται πέρα από τη σύντομη παρατήρησή μας. Αρχαίες σεκόγιες έχουν υπάρξει μάρτυρες της ανόδου και της πτώσης πολιτισμών, ωκεανοί έχουν απορροφήσει ηπείρους, αστέρια έχουν γεννηθεί και έχουν πεθάνει—όλα μέρη κύκλων υπερβολικά εκτεταμένων για τις ανθρώπινες κλίμακες χρόνου.
Η μυστική παράδοση μάς προσκαλεί να διευρύνουμε τη συνειδητότητά μας πέρα από αυτούς τους περιορισμούς, να καλλιεργήσουμε αυτό που ο Ζεν αποκαλεί "τη μακρά θέα". Από αυτή την προοπτική, ακόμα και τα φαινομενικά μόνιμα δεινά αποκαλύπτονται ως προσωρινές διαταραχές μέσα σε έναν ωκεανό χρόνου. Η σοφία έγκειται στην εμπιστοσύνη στη διαδικασία που ξεπερνά την άμεση κατανόησή μας.
Ο Παρατηρητής και το Παρατηρούμενο
Ίσως το βαθύτερο μυστήριο να βρίσκεται στην ίδια τη συνείδηση—αυτή που παρατηρεί αυτόν τον χορό της δημιουργίας. Είναι ο παρατηρητής ξεχωριστός από το παρατηρούμενο; Ή μήπως η ίδια η συνείδηση είναι μια έκφραση της ίδιας σοφίας που ενορχηστρώνει τα πάντα; Διάφορες μυστικιστικές παραδόσεις προτείνουν το δεύτερο—ότι η επίγνωση δεν είναι τυχαία, αλλά θεμελιώδης για τη δημιουργία.
Αυτό υποδηλώνει ότι η ανθρώπινη συνείδηση ίσως παίζει ρόλο στην εξελισσόμενη σοφία της δημιουργίας. Όχι ως κυρίαρχοι που επιβάλλουν τη θέλησή τους πάνω στην παθητική ύλη, αλλά ως συμμετέχοντες σε μια αμοιβαία σχέση. Η προσοχή μας, η πρόθεσή μας και η επίγνωσή μας επηρεάζουν το σύστημα που παρατηρούμε. Η σοφία έγκειται στην αναγνώριση του εαυτού μας όχι ως ξεχωριστού από τη φύση, αλλά ως έκφρασης αυτής—ως κανάλια μέσω των οποίων η δημιουργία γνωρίζει τον εαυτό της.
Η Παράδοση στη Μεγαλύτερη Σοφία
Το μυστικιστικό μονοπάτι οδηγεί τελικά όχι στην κυριαρχία επί της δημιουργίας, αλλά στη ταπεινή συμμετοχή μέσα σε αυτήν. Μαθαίνουμε να εμπιστευόμαστε τη νοημοσύνη που θεραπεύει τις πληγές, αποκαθιστά την ισορροπία και μεταμορφώνει το σκοτάδι σε φως. Αυτή η εμπιστοσύνη δεν είναι παθητική παραίτηση αλλά ενεργή ευθυγράμμιση—η αναγνώριση ότι η μικρή μας προσωπική σοφία βρίσκει την πληρότητά της μόνο όταν ρέει σε αρμονία με τη μεγαλύτερη Σοφία της Δημιουργίας.
Σε αυτήν την παράδοση, βρίσκουμε παραδόξως τη μεγαλύτερη δύναμή μας. Ευθυγραμμιζόμενοι με αυτό που θέλει να συμβεί, αντί να παλεύουμε εναντίον του, γινόμαστε αγωγοί του συνεχούς έργου της δημιουργίας. Το δέντρο δεν αγωνίζεται να γίνει δέντρο—απλώς ξεδιπλώνεται σύμφωνα με τη φύση του. Η σοφία έγκειται στην ανακάλυψη και έκφραση της δικής μας αυθεντικής φύσης ως μέρος αυτής της μεγαλύτερης εξέλιξης.
Η Αιώνια Επιστροφή
Και έτσι επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε—με την αναγνώριση ότι όλα τα πράγματα κινούνται σε κύκλους, όλα μεταμορφώνονται, όλα τελικά υποκλίνονται στη μεγαλύτερη σοφία που ενορχηστρώνει την ύπαρξη. Ακόμα και όταν γινόμαστε μάρτυρες του σκότους στον κόσμο—της οικολογικής διαταραχής, της ανθρώπινης σύγκρουσης, της προσωπικής οδύνης—μπορούμε να εμπιστευτούμε το βαθύτερο μοτίβο της αποκατάστασης. Όχι ως φυγή από την παρούσα ευθύνη, αλλά ως το ίδιο το θεμέλιο που δίνει νόημα στις πράξεις μας.
Διότι, αν είμαστε εκφράσεις της σοφίας της δημιουργίας και όχι ξεχωριστοί από αυτήν, τότε η ύψιστη αποστολή μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή τη σοφία συνειδητά—να γίνουμε όργανα μέσω των οποίων η ισορροπία αποκαθίσταται, μέσω των οποίων ρέει η θεραπεία, μέσω των οποίων το σκοτάδι μεταμορφώνεται σε φως. Σε αυτό βρίσκεται η αληθινή μυστικιστική κατανόηση: ότι είμαστε ταπεινοί μάρτυρες αλλά και ενεργοί συμμετέχοντες στην αιώνια Σοφία της Δημιουργίας.
Ένα με τη Σιωπή: Η Μυστικιστική Διάλυση του Εγώ
Στην απέραντη έκταση της πνευματικής αναζήτησης, υπάρχει ένα παράδοξο που έχει γοητεύσει μυστικιστές μέσα από παραδόσεις και αιώνες: όσο πιο κοντά πλησιάζει κανείς στο Θείο, τόσο περισσότερο η γλώσσα αποτυγχάνει, η αντίληψη διαλύεται και το ατομικό εγώ φαίνεται να χάνεται σε μια ανέκφραστη ενότητα. Αυτή η μυστικιστική εμπειρία υπερβαίνει τη συνηθισμένη συνείδηση, μεταφέροντας τον αναζητητή πέρα από τα όρια της σκέψης, σε έναν χώρο όπου η ίδια η διάκριση καθίσταται άνευ νοήματος.
Η Διάλυση της Αντίληψης
Όταν η αντίληψη του αναζητητή πλησιάζει αυτό που αποκαλούμε Θεό, το Απόλυτο ή το Υπέρτατο, συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο. Τα ίδια τα όργανα της γνώσης—οι αισθήσεις μας, οι σκέψεις και τα εννοιολογικά μας πλαίσια—αρχίζουν να διαλύονται. Αυτό δεν είναι μια αποτυχία της αντίληψης, αλλά μάλλον η υπέρβασή της. Τα όρια που συνήθως καθορίζουν την εμπειρία μας αρχίζουν να θολώνουν, και οι άκαμπτες κατηγορίες μέσω των οποίων ερμηνεύουμε την πραγματικότητα γίνονται ρευστές και τελικά άνευ σημασίας.
Σε αυτή τη διάλυση, ο νους φτάνει στα όριά του. Αυτό που αντιλαμβάνεται δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό του, όπως ένα μάτι δεν μπορεί να δει τον εαυτό του χωρίς καθρέφτη. Ωστόσο, στη μυστικιστική εμπειρία, ακόμα και η διάκριση μεταξύ αυτού που αντιλαμβάνεται και αυτού που γίνεται αντιληπτό εξαφανίζεται. Αυτό που απομένει δεν είναι σκοτάδι ή απουσία, αλλά μια πληρότητα τόσο απόλυτη, που μοιάζει με κενότητα για τον περιορισμένο νου.
Το Παράδοξο της Θείας Γνώσης
Όσοι διακηρύσσουν ότι γνωρίζουν τον Θεό με βεβαιότητα, αποκαλύπτουν μόνο την απόστασή τους από την αληθινή γνώση. Η αυθεντική μυστικιστική γνώση φέρει μαζί της μια βαθιά ταπεινότητα—μια αναγνώριση ότι ό,τι μπορεί να ειπωθεί για το Θείο είναι αναγκαστικά περιορισμένο, φιλτραρισμένο μέσα από το πρίσμα της ανθρώπινης κατανόησης. Όπως υπενθυμίζει το Τάο Τε Κινγκ: «Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Τάο· το όνομα που μπορεί να ονομαστεί δεν είναι το αιώνιο όνομα.»
Ο μύστης κατανοεί ότι η θεία γνώση δεν είναι αθροιστική αλλά αφαιρετική—δεν συνεπάγεται την προσθήκη περισσότερων εννοιών και θεωριών, αλλά την αφαίρεση των πέπλων της εννοιολογικής σκέψης. Στη χριστιανική μυστικιστική παράδοση, αυτή η κατάσταση έχει ονομαστεί «το σύννεφο της άγνοιας», μια κατάσταση στην οποία ο αναζητητής προσεγγίζει τον Θεό μέσω μιας αγάπης που υπερβαίνει τη διανοητική κατανόηση.
Η Σιωπή Πέρα από τις Λέξεις
Οι λέξεις θρυμματίζουν την πραγματικότητα σε διαχειρίσιμα κομμάτια. Είναι εργαλεία διάκρισης, διαχωρισμού και κατηγοριοποίησης. Ωστόσο, αυτό που είναι πραγματικά ενοποιημένο δεν μπορεί να θρυμματιστεί χωρίς παραμόρφωση. Γι’ αυτό, παραδόξως, η σιωπή συχνά γίνεται η πιο εύγλωττη έκφραση της μυστικιστικής πραγματοποίησης.
Όταν η αντίληψη διαλύεται μέσα στο Άπειρο, τι θα μπορούσε άραγε να ειπωθεί; Ο μύστης δεν επιστρέφει με νέες πληροφορίες, αλλά με μια μεταμορφωμένη σχέση με κάθε πληροφορία. Η σιωπή του δεν είναι κενή, αλλά εγκυμονεί νόημα πέρα από κάθε διατύπωση. Όπως έγραψε ο Ρουμί: «Η σιωπή είναι η γλώσσα του Θεού, όλα τα άλλα είναι φτωχή μετάφραση.»
Συγχέοντας τον Χάρτη με την Επικράτεια
Όσοι μιλούν με βεβαιότητα για τον Θεό, συχνά συγχέουν τα νοητικά τους κατασκευάσματα—τους χάρτες που έχουν δημιουργήσει—με την ίδια την επικράτεια. Αυτές οι σκιώδεις προβολές του νου μπορεί να περιέχουν στοιχεία αλήθειας, αλλά είναι το πολύ αντανακλάσεις, αν όχι παραμορφώσεις. Τα δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι δεν είναι το ίδιο το φεγγάρι.
Με αυτή τη συνειδητοποίηση, καταλαβαίνουμε ότι ο θρησκευτικός δογματισμός συχνά αντιπροσωπεύει την κρυστάλλωση μιας άμεσης μυστικιστικής εμπειρίας σε μια παγιωμένη δοξασία—το ζωντανό νερό της άμεσης πνευματικής αντίληψης που μετατρέπεται σε πάγο μέσα σε συστήματα πίστης. Ο μύστης επιθυμεί να επιστρέψει στην πηγή, να πιει απευθείας από την πηγή και όχι να δεχθεί το νερό εμφιαλωμένο από άλλους.
Το Μονοπάτι της Επιθυμίας και το Μονοπάτι της Παράδοσης
Η πνευματική αναζήτηση περιέχει ένα ακόμα παράδοξο: η ίδια η επιθυμία να φτάσει κανείς στον Θεό μπορεί να γίνει εμπόδιο. Όταν ακολουθούμε «τα θλιβερά μονοπάτια των δικών μας επιθυμιών», συχνά αναζητούμε την πνευματική επίτευξη ως μια επέκταση του εγώ. Η αυθεντική μυστικιστική πραγμάτωση, όμως, δεν απαιτεί την ικανοποίηση της επιθυμίας, αλλά την υπέρβασή της.
Το αυθεντικό μονοπάτι εμπεριέχει μια προοδευτική παράδοση—μια απελευθέρωση από προϋποθέσεις, προσδοκίες και, τελικά, από την ίδια την ιδέα ενός ξεχωριστού εαυτού που θα μπορούσε να «κατακτήσει» κάτι. Αυτή η παράδοση δεν είναι παθητική παραίτηση, αλλά ενεργητική δεκτικότητα, δημιουργώντας χώρο για εκείνο που βρίσκεται πέρα από τη περιορισμένη μας κατανόηση να εκδηλωθεί.
Πέρα από τη Δυαδικότητα
Στην καρδιά της μυστικής συνειδητοποίησης βρίσκεται η υπέρβαση του δυαδικού πλαισίου της συνηθισμένης συνείδησης. Ο διαχωρισμός μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, γνώστη και γνωστού, αναζητητή και αναζητούμενου—όλα αυτά διαλύονται στη βιωματική εμπειρία της ενότητας. Αυτό που παραμένει δεν είναι μια σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων, αλλά μια αδιαίρετη ολότητα, μέσα στην οποία όλες οι φαινομενικές αντιφάσεις συμφιλιώνονται.
Αυτή η μη-δυαδική επίγνωση έχει περιγραφεί σε διάφορες παραδόσεις: το «όχι δύο» του Αντβαΐτα Βεντάντα, η σουνυάτα ή κενότητα στον Βουδισμό, η φανά ή εξαφάνιση μέσα στον Θεό στον Σουφισμό, και η unio mystica στον Χριστιανισμό. Αν και τα εννοιολογικά τους πλαίσια διαφέρουν, δείχνουν προς μια αξιοσημείωτα όμοια εμπειρία—μια στην οποία το ξεχωριστό εγώ διαλύεται σε μια ανώτερη πραγματικότητα.
Η Επιστροφή από τη Σιωπή
Αν το μυστικό ταξίδι κορυφώνεται στη σιωπή, τι ακολουθεί; Οι μεγαλύτεροι μύστες της ιστορίας δεν παρέμειναν σε απομονωμένο διαλογισμό, αλλά επέστρεψαν για να αλληλεπιδράσουν με τον κόσμο, τώρα βλέποντάς τον με μεταμορφωμένα μάτια. Η σιωπή τους γεννά συμπονετική δράση, μια ζωή που ενσαρκώνει αντί απλώς να περιγράφει την πνευματική αλήθεια.
Έχοντας αγγίξει εκείνο που βρίσκεται πέρα από όλες τις διακρίσεις, συμμετέχουν στον κόσμο των διακρίσεων με νέα ελευθερία. Δεν περιορίζονται πλέον από άκαμπτα όρια σκέψης, αλλά κινούνται ρευστά μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής διάστασης της ύπαρξης. Τα λόγια τους, όταν μιλούν, δεν προέρχονται από εννοιολογική κατανόηση, αλλά από άμεση αντίληψη—γίνονται, σύμφωνα με την παράδοση του Ζεν, «δάκτυλα που δείχνουν το φεγγάρι», προσκαλώντας τους άλλους να κοιτάξουν πέρα από το δάκτυλο προς την πραγματικότητα που υποδεικνύει.
Η Παραδοξική Σοφία
Αγκαλιάζοντας τη διάλυση της αντίληψης, συναντούμε μια παραδοξική σοφία: μόνο αφήνοντας την απεγνωσμένη μας λαχτάρα για πνευματική γνώση, ανοίγουμε τον εαυτό μας σε εκείνο που υπερβαίνει κάθε γνώση. Μόνο παραδίδοντας τις βεβαιότητές μας, δημιουργούμε χώρο για το γνήσιο μυστήριο.
Αυτή η σοφία δεν ακυρώνει το ταξίδι ούτε καθιστά την πνευματική πρακτική άσκοπη. Αντίθετα, εγχέει το μονοπάτι με ταπεινότητα και ανοιχτότητα, αποτρέποντας τη μετατροπή της ζωντανής εμπειρίας σε νεκρό δόγμα. Μας υπενθυμίζει ότι ο απώτερος στόχος δεν είναι η συσσώρευση πνευματικών εννοιών, αλλά η μεταμόρφωση μέσω της άμεσης συνάντησης με εκείνο που βρίσκεται πέρα από όλες τις έννοιες.
Η Ζωντανή Σιωπή
Και έτσι επιστρέφουμε στη σιωπή—όχι στην απουσία ήχου, αλλά στην παρουσία κάτι τόσο απέραντου που υπερβαίνει τις λέξεις. Αυτή η σιωπή είναι ζωντανή, δονούμενη από δυνατότητες, αντηχώντας με νόημα πέρα από κάθε νόημα. Δεν είναι κενή αλλά πλήρης, όχι άγονη αλλά γόνιμη, όχι το τέλος του ταξιδιού αλλά η ατέρμονη εξέλιξή του.
Μέσα σε αυτή τη σιωπή, η αντίληψη δεν διαλύεται στο τίποτα, αλλά στο παν. Τα όρια που άλλοτε καθόριζαν την εμπειρία μας επεκτείνονται απεριόριστα, μέχρι που παύουν να υπάρχουν ως όρια. Αυτό που απομένει δεν είναι ούτε η αντίληψη ούτε η απουσία της, ούτε η γνώση ούτε η άγνοια, αλλά ένα ζωντανό μυστήριο που περιλαμβάνει και υπερβαίνει όλα τα ζεύγη των αντιθέτων.
Αυτή είναι η σιωπή που μιλάει χωρίς λόγια. Αυτή είναι η άγνοια που ξεπερνά κάθε γνώση. Αυτή είναι η διάλυση που δεν αποκαλύπτει την απουσία, αλλά την παρουσία στην πληρέστερη μορφή της.
Και ίσως, αγγίζοντας αυτή τη σιωπή, ερχόμαστε πιο κοντά σε αυτό που σημαίνει να γνωρίζουμε τον Θεό—όχι ως αντικείμενο αντίληψης, όχι ως έννοια που πρέπει να κατανοηθεί, ούτε καν ως ξεχωριστό ον προς το οποίο πρέπει να στραφούμε, αλλά ως την ίδια τη θεμελιώδη αρχή της ύπαρξης, μέσα στην οποία ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε.
Η Διάλυση της Αντίληψης
Όταν η αντίληψη του αναζητητή πλησιάζει αυτό που αποκαλούμε Θεό, το Απόλυτο ή το Υπέρτατο, συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο. Τα ίδια τα όργανα της γνώσης—οι αισθήσεις μας, οι σκέψεις και τα εννοιολογικά μας πλαίσια—αρχίζουν να διαλύονται. Αυτό δεν είναι μια αποτυχία της αντίληψης, αλλά μάλλον η υπέρβασή της. Τα όρια που συνήθως καθορίζουν την εμπειρία μας αρχίζουν να θολώνουν, και οι άκαμπτες κατηγορίες μέσω των οποίων ερμηνεύουμε την πραγματικότητα γίνονται ρευστές και τελικά άνευ σημασίας.
Σε αυτή τη διάλυση, ο νους φτάνει στα όριά του. Αυτό που αντιλαμβάνεται δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό του, όπως ένα μάτι δεν μπορεί να δει τον εαυτό του χωρίς καθρέφτη. Ωστόσο, στη μυστικιστική εμπειρία, ακόμα και η διάκριση μεταξύ αυτού που αντιλαμβάνεται και αυτού που γίνεται αντιληπτό εξαφανίζεται. Αυτό που απομένει δεν είναι σκοτάδι ή απουσία, αλλά μια πληρότητα τόσο απόλυτη, που μοιάζει με κενότητα για τον περιορισμένο νου.
Το Παράδοξο της Θείας Γνώσης
Όσοι διακηρύσσουν ότι γνωρίζουν τον Θεό με βεβαιότητα, αποκαλύπτουν μόνο την απόστασή τους από την αληθινή γνώση. Η αυθεντική μυστικιστική γνώση φέρει μαζί της μια βαθιά ταπεινότητα—μια αναγνώριση ότι ό,τι μπορεί να ειπωθεί για το Θείο είναι αναγκαστικά περιορισμένο, φιλτραρισμένο μέσα από το πρίσμα της ανθρώπινης κατανόησης. Όπως υπενθυμίζει το Τάο Τε Κινγκ: «Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Τάο· το όνομα που μπορεί να ονομαστεί δεν είναι το αιώνιο όνομα.»
Ο μύστης κατανοεί ότι η θεία γνώση δεν είναι αθροιστική αλλά αφαιρετική—δεν συνεπάγεται την προσθήκη περισσότερων εννοιών και θεωριών, αλλά την αφαίρεση των πέπλων της εννοιολογικής σκέψης. Στη χριστιανική μυστικιστική παράδοση, αυτή η κατάσταση έχει ονομαστεί «το σύννεφο της άγνοιας», μια κατάσταση στην οποία ο αναζητητής προσεγγίζει τον Θεό μέσω μιας αγάπης που υπερβαίνει τη διανοητική κατανόηση.
Η Σιωπή Πέρα από τις Λέξεις
Οι λέξεις θρυμματίζουν την πραγματικότητα σε διαχειρίσιμα κομμάτια. Είναι εργαλεία διάκρισης, διαχωρισμού και κατηγοριοποίησης. Ωστόσο, αυτό που είναι πραγματικά ενοποιημένο δεν μπορεί να θρυμματιστεί χωρίς παραμόρφωση. Γι’ αυτό, παραδόξως, η σιωπή συχνά γίνεται η πιο εύγλωττη έκφραση της μυστικιστικής πραγματοποίησης.
Όταν η αντίληψη διαλύεται μέσα στο Άπειρο, τι θα μπορούσε άραγε να ειπωθεί; Ο μύστης δεν επιστρέφει με νέες πληροφορίες, αλλά με μια μεταμορφωμένη σχέση με κάθε πληροφορία. Η σιωπή του δεν είναι κενή, αλλά εγκυμονεί νόημα πέρα από κάθε διατύπωση. Όπως έγραψε ο Ρουμί: «Η σιωπή είναι η γλώσσα του Θεού, όλα τα άλλα είναι φτωχή μετάφραση.»
Συγχέοντας τον Χάρτη με την Επικράτεια
Όσοι μιλούν με βεβαιότητα για τον Θεό, συχνά συγχέουν τα νοητικά τους κατασκευάσματα—τους χάρτες που έχουν δημιουργήσει—με την ίδια την επικράτεια. Αυτές οι σκιώδεις προβολές του νου μπορεί να περιέχουν στοιχεία αλήθειας, αλλά είναι το πολύ αντανακλάσεις, αν όχι παραμορφώσεις. Τα δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι δεν είναι το ίδιο το φεγγάρι.
Με αυτή τη συνειδητοποίηση, καταλαβαίνουμε ότι ο θρησκευτικός δογματισμός συχνά αντιπροσωπεύει την κρυστάλλωση μιας άμεσης μυστικιστικής εμπειρίας σε μια παγιωμένη δοξασία—το ζωντανό νερό της άμεσης πνευματικής αντίληψης που μετατρέπεται σε πάγο μέσα σε συστήματα πίστης. Ο μύστης επιθυμεί να επιστρέψει στην πηγή, να πιει απευθείας από την πηγή και όχι να δεχθεί το νερό εμφιαλωμένο από άλλους.
Το Μονοπάτι της Επιθυμίας και το Μονοπάτι της Παράδοσης
Η πνευματική αναζήτηση περιέχει ένα ακόμα παράδοξο: η ίδια η επιθυμία να φτάσει κανείς στον Θεό μπορεί να γίνει εμπόδιο. Όταν ακολουθούμε «τα θλιβερά μονοπάτια των δικών μας επιθυμιών», συχνά αναζητούμε την πνευματική επίτευξη ως μια επέκταση του εγώ. Η αυθεντική μυστικιστική πραγμάτωση, όμως, δεν απαιτεί την ικανοποίηση της επιθυμίας, αλλά την υπέρβασή της.
Το αυθεντικό μονοπάτι εμπεριέχει μια προοδευτική παράδοση—μια απελευθέρωση από προϋποθέσεις, προσδοκίες και, τελικά, από την ίδια την ιδέα ενός ξεχωριστού εαυτού που θα μπορούσε να «κατακτήσει» κάτι. Αυτή η παράδοση δεν είναι παθητική παραίτηση, αλλά ενεργητική δεκτικότητα, δημιουργώντας χώρο για εκείνο που βρίσκεται πέρα από τη περιορισμένη μας κατανόηση να εκδηλωθεί.
Πέρα από τη Δυαδικότητα
Στην καρδιά της μυστικής συνειδητοποίησης βρίσκεται η υπέρβαση του δυαδικού πλαισίου της συνηθισμένης συνείδησης. Ο διαχωρισμός μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, γνώστη και γνωστού, αναζητητή και αναζητούμενου—όλα αυτά διαλύονται στη βιωματική εμπειρία της ενότητας. Αυτό που παραμένει δεν είναι μια σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων, αλλά μια αδιαίρετη ολότητα, μέσα στην οποία όλες οι φαινομενικές αντιφάσεις συμφιλιώνονται.
Αυτή η μη-δυαδική επίγνωση έχει περιγραφεί σε διάφορες παραδόσεις: το «όχι δύο» του Αντβαΐτα Βεντάντα, η σουνυάτα ή κενότητα στον Βουδισμό, η φανά ή εξαφάνιση μέσα στον Θεό στον Σουφισμό, και η unio mystica στον Χριστιανισμό. Αν και τα εννοιολογικά τους πλαίσια διαφέρουν, δείχνουν προς μια αξιοσημείωτα όμοια εμπειρία—μια στην οποία το ξεχωριστό εγώ διαλύεται σε μια ανώτερη πραγματικότητα.
Η Επιστροφή από τη Σιωπή
Αν το μυστικό ταξίδι κορυφώνεται στη σιωπή, τι ακολουθεί; Οι μεγαλύτεροι μύστες της ιστορίας δεν παρέμειναν σε απομονωμένο διαλογισμό, αλλά επέστρεψαν για να αλληλεπιδράσουν με τον κόσμο, τώρα βλέποντάς τον με μεταμορφωμένα μάτια. Η σιωπή τους γεννά συμπονετική δράση, μια ζωή που ενσαρκώνει αντί απλώς να περιγράφει την πνευματική αλήθεια.
Έχοντας αγγίξει εκείνο που βρίσκεται πέρα από όλες τις διακρίσεις, συμμετέχουν στον κόσμο των διακρίσεων με νέα ελευθερία. Δεν περιορίζονται πλέον από άκαμπτα όρια σκέψης, αλλά κινούνται ρευστά μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής διάστασης της ύπαρξης. Τα λόγια τους, όταν μιλούν, δεν προέρχονται από εννοιολογική κατανόηση, αλλά από άμεση αντίληψη—γίνονται, σύμφωνα με την παράδοση του Ζεν, «δάκτυλα που δείχνουν το φεγγάρι», προσκαλώντας τους άλλους να κοιτάξουν πέρα από το δάκτυλο προς την πραγματικότητα που υποδεικνύει.
Η Παραδοξική Σοφία
Αγκαλιάζοντας τη διάλυση της αντίληψης, συναντούμε μια παραδοξική σοφία: μόνο αφήνοντας την απεγνωσμένη μας λαχτάρα για πνευματική γνώση, ανοίγουμε τον εαυτό μας σε εκείνο που υπερβαίνει κάθε γνώση. Μόνο παραδίδοντας τις βεβαιότητές μας, δημιουργούμε χώρο για το γνήσιο μυστήριο.
Αυτή η σοφία δεν ακυρώνει το ταξίδι ούτε καθιστά την πνευματική πρακτική άσκοπη. Αντίθετα, εγχέει το μονοπάτι με ταπεινότητα και ανοιχτότητα, αποτρέποντας τη μετατροπή της ζωντανής εμπειρίας σε νεκρό δόγμα. Μας υπενθυμίζει ότι ο απώτερος στόχος δεν είναι η συσσώρευση πνευματικών εννοιών, αλλά η μεταμόρφωση μέσω της άμεσης συνάντησης με εκείνο που βρίσκεται πέρα από όλες τις έννοιες.
Η Ζωντανή Σιωπή
Και έτσι επιστρέφουμε στη σιωπή—όχι στην απουσία ήχου, αλλά στην παρουσία κάτι τόσο απέραντου που υπερβαίνει τις λέξεις. Αυτή η σιωπή είναι ζωντανή, δονούμενη από δυνατότητες, αντηχώντας με νόημα πέρα από κάθε νόημα. Δεν είναι κενή αλλά πλήρης, όχι άγονη αλλά γόνιμη, όχι το τέλος του ταξιδιού αλλά η ατέρμονη εξέλιξή του.
Μέσα σε αυτή τη σιωπή, η αντίληψη δεν διαλύεται στο τίποτα, αλλά στο παν. Τα όρια που άλλοτε καθόριζαν την εμπειρία μας επεκτείνονται απεριόριστα, μέχρι που παύουν να υπάρχουν ως όρια. Αυτό που απομένει δεν είναι ούτε η αντίληψη ούτε η απουσία της, ούτε η γνώση ούτε η άγνοια, αλλά ένα ζωντανό μυστήριο που περιλαμβάνει και υπερβαίνει όλα τα ζεύγη των αντιθέτων.
Αυτή είναι η σιωπή που μιλάει χωρίς λόγια. Αυτή είναι η άγνοια που ξεπερνά κάθε γνώση. Αυτή είναι η διάλυση που δεν αποκαλύπτει την απουσία, αλλά την παρουσία στην πληρέστερη μορφή της.
Και ίσως, αγγίζοντας αυτή τη σιωπή, ερχόμαστε πιο κοντά σε αυτό που σημαίνει να γνωρίζουμε τον Θεό—όχι ως αντικείμενο αντίληψης, όχι ως έννοια που πρέπει να κατανοηθεί, ούτε καν ως ξεχωριστό ον προς το οποίο πρέπει να στραφούμε, αλλά ως την ίδια τη θεμελιώδη αρχή της ύπαρξης, μέσα στην οποία ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε.
Μετάνοια ένα από τα πιο απόκρυφα κλειδιά για την Μεταμόρφωση
Η λέξη μετανιώνω έχει μεγάλη σημασία. Ολόκληρος ο ανθρωπισμός βασίζεται στη μετάνοια. Καμιά άλλη θρησκεία δεν έχει εξαρτηθεί τόσο από τη μετάνοια. Η μετάνοια είναι όμορφη, όταν προέρχεται από την καρδιά, όταν καταλαβαίνεις ότι, “ναι, σπαταλήσαμε τη ζωή μας.” Αυτή η σπατάλη είναι η αμαρτία, όχι η δήθεν αμαρτία τού Αδάμ.
Αμαρτία είναι η σπατάλη τής ζωής, της πιθανότητας, της δυνατότητας, της ευκαιρίας να μεγαλώσεις και να γίνεις σαν το θείο. Αμαρτία είναι η σπατάλη του χρόνου με επουσιώδη πράγματα, το μαζεύεις άχρηστα σκουπίδια. Και, όταν το συνειδητοποιήσεις, θα μετανιώσεις. Και, αν αυτή η μετάνοια βγει από την καρδιά, θα σε εξαγνίσει. Τίποτα δεν εξαγνίζει όπως η μετάνοια. Αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα στον ανθρωπισμό.
Στον ινδουισμό δεν υπάρχει μετάνοια. Δεν έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το κλειδί καθόλου. Αυτό είναι αποκλειστικότητα του ανθρωπισμού. Αν μετανιώσεις ολοκληρωτικά, αν βγει από την καρδιά σου, αν κλάψεις με την ψυχή σου, αν ολόκληρη η ύπαρξή σου αισθανθεί ότι σπαταλούσες την ευκαιρία που σου έδωσε η φύση, ότι δεν ήσουν ευγνώμων, ότι έκανες σφάλματα, ότι μεταχειρίστηκες άσχημα την ίδια σου την ύπαρξη, αν αισθάνεσαι την αμαρτία και μετανιώσεις...
Αυτή είναι η αμαρτία. Όχι το να σκοτώσεις ή το να κλέψεις, αυτά δεν είναι τίποτε. Αυτά είναι μικρά σφάλματα, που προέρχονται από την αρχική αμαρτία: ότι είσαι μεθυσμένος. Ανοίγεις τα μάτια σου, η καρδιά σου γεμίζει μετάνοια και τότε μια κραυγή, ένα κλάμα, βγαίνει από την ύπαρξή σου.
Δεν χρειάζονται λόγια, δεν χρειάζεται να πεις, ‘μετάνιωσα, συγχώρεσέ με.’ Δεν χρειάζεται. Ολόκληρη η ύπαρξή σου γίνεται μετάνοια. Ξαφνικά, έχεις ξεκαθαρίσει από όλο σου το παρελθόν. Αυτό είναι ένα από τα πιο απόκρυφα κλειδιά, στον κόσμο.
Οι ζαϊνιστές, λένε πως είναι απαραίτητο να εξελιχτείς και πως αυτό απαιτεί μεγάλη διαδικασία, γιατί πρέπει να ακυρώσεις οτιδήποτε έχεις κάνει στο παρελθόν. Αν έχεις κάνει ένα σφάλμα στο παρελθόν, πρέπει να το ακυρώσεις. Είναι μαθηματικά: Αν έχεις κάνει μια αμαρτία, πρέπει να κάνεις κάτι άλλο, για να έρθει ισορροπία. Και οι ινδουιστές λένε πως έχεις κάνει τόσες αμαρτίες, βρίσκεσαι σε τέτοια άγνοια, έχεις κάνει τόσα μέσα στην άγνοια σου και το παρελθόν είναι τόσο απέραντο, που δεν είναι εύκολο να το ξεπεράσεις. Χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά. Και, μόνο τότε θα καθαρίσεις το παρελθόν.
Ένα πολύ όμορφο κλειδί, λέει: “Φτάνει να μετανιώσεις και ολόκληρο το παρελθόν σου έχει ξεκαθαρίσει!” Φαίνεται απίστευτο, γιατί πώς μπορεί να συμβεί; Και αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των ινδουιστών, των βουδιστών, των ζαϊνιστών και του ανθρωπισμού. Οι ινδουιστές, οι βουδιστές και οι ζαϊνιστές δεν μπορούν ποτέ να πιστέψουν ότι είναι δυνατό να συμβεί μόνο με τη μετάνοια, αφού δεν γνωρίζουν τι είναι μετάνοια. Ο ανθρωπισμός το αποκρυπτογράφησε. Είναι ένα από τα παλαιότερα κλειδιά.
Πρέπει, όμως, να καταλάβεις τι σημαίνει μετάνοια. Δεν συμβαίνει με τα λόγια ούτε αρκεί να μετανιώνεις με μισή καρδιά. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή σου μετανιώνει, πάλλεται και αισθάνεται σε κάθε πόρο, σε κάθε ίνα της πως έχεις σφάλλει -και έχεις σφάλλει γιατί ήσουν μεθυσμένος- ξαφνικά, γίνεται μια μεταμόρφωση. Το παρελθόν εξαφανίζεται και η προβολή τού μέλλοντος μέσα από το παρελθόν παύει να υπάρχει. Βρίσκεσαι στο εδώ και τώρα, βρίσκεσαι μέσα στην ίδια σου την ύπαρξη. Και, για πρώτη φορά, αισθάνεσαι το εσωτερικό κενό. Δεν είναι ένα αρνητικό κενό, συμβαίνει απλώς επειδή ο ναός είναι τόσο απέραντος, σαν το σύμπαν...
Συγχωρείσαι, συγχωρείσαι αν μετανιώσεις.
Μετανοήστε, γιατί η μέρα τής κρίσεως πλησιάζει! Αυτό ήταν ολόκληρο το μήνυμά. Ήταν ένας πολύ ατίθασος άνθρωπος, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, ένας μεγάλος επαναστάτης. Και πήγαινε από την μια άκρη τής χώρας στην άλλη, με ένα μήνυμα μόνο: “Μετανοήστε! Η μέρα τής κρίσεως είναι πολύ κοντά!” Γι’ αυτό οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τελείως τη θεωρία τής μετενσάρκωσης. Όχι ότι δεν είχε επίγνωση της μετενσάρκωσης. Ήξερε, ήξερε πολύ καλά ότι υπάρχει ένας συνεχής κύκλος γεννήσεων, εγκατέλειψε, όμως, αυτή την ιδέα εντελώς, για να δώσει ολοκληρωτική έμφαση στη μετάνοια.
Μην αναβάλλεις περισσότερο, γιατί θα χαθείς Έτσι, δίνουν έμφαση στο γεγονός.
Αν, ξαφνικά, σας πω ότι αυτή πρόκειται να είναι η τελευταία μέρα κι ότι αύριο ο κόσμος πρόκειται να εξαφανιστεί, πρόκειται να πέσει η ατομική βόμβα κι ύστερα πω, “Μετανοήστε”, τότε ολόκληρη η ύπαρξή σου θα συγκροτηθεί, θα κεντραριστεί, θα βρεθείς στο εδώ και τώρα.
Και, μην είσαι τεμπέλης, γιατί για πολλές ζωές αναβάλλεις. Μπορείς να αναβάλλεις για πολλές ζωές ακόμη. Η αναβολή είναι ελκυστική για το νου. Ο νους λέει πάντα αύριο. Πάντοτε! Το αύριο είναι το καταφύγιο για όλες τις αμαρτίες. Οι αρετές όμως, γεννιούνται μόνο αυτή την στιγμή.
Αμαρτία είναι η σπατάλη τής ζωής, της πιθανότητας, της δυνατότητας, της ευκαιρίας να μεγαλώσεις και να γίνεις σαν το θείο. Αμαρτία είναι η σπατάλη του χρόνου με επουσιώδη πράγματα, το μαζεύεις άχρηστα σκουπίδια. Και, όταν το συνειδητοποιήσεις, θα μετανιώσεις. Και, αν αυτή η μετάνοια βγει από την καρδιά, θα σε εξαγνίσει. Τίποτα δεν εξαγνίζει όπως η μετάνοια. Αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα στον ανθρωπισμό.
Στον ινδουισμό δεν υπάρχει μετάνοια. Δεν έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το κλειδί καθόλου. Αυτό είναι αποκλειστικότητα του ανθρωπισμού. Αν μετανιώσεις ολοκληρωτικά, αν βγει από την καρδιά σου, αν κλάψεις με την ψυχή σου, αν ολόκληρη η ύπαρξή σου αισθανθεί ότι σπαταλούσες την ευκαιρία που σου έδωσε η φύση, ότι δεν ήσουν ευγνώμων, ότι έκανες σφάλματα, ότι μεταχειρίστηκες άσχημα την ίδια σου την ύπαρξη, αν αισθάνεσαι την αμαρτία και μετανιώσεις...
Αυτή είναι η αμαρτία. Όχι το να σκοτώσεις ή το να κλέψεις, αυτά δεν είναι τίποτε. Αυτά είναι μικρά σφάλματα, που προέρχονται από την αρχική αμαρτία: ότι είσαι μεθυσμένος. Ανοίγεις τα μάτια σου, η καρδιά σου γεμίζει μετάνοια και τότε μια κραυγή, ένα κλάμα, βγαίνει από την ύπαρξή σου.
Δεν χρειάζονται λόγια, δεν χρειάζεται να πεις, ‘μετάνιωσα, συγχώρεσέ με.’ Δεν χρειάζεται. Ολόκληρη η ύπαρξή σου γίνεται μετάνοια. Ξαφνικά, έχεις ξεκαθαρίσει από όλο σου το παρελθόν. Αυτό είναι ένα από τα πιο απόκρυφα κλειδιά, στον κόσμο.
Οι ζαϊνιστές, λένε πως είναι απαραίτητο να εξελιχτείς και πως αυτό απαιτεί μεγάλη διαδικασία, γιατί πρέπει να ακυρώσεις οτιδήποτε έχεις κάνει στο παρελθόν. Αν έχεις κάνει ένα σφάλμα στο παρελθόν, πρέπει να το ακυρώσεις. Είναι μαθηματικά: Αν έχεις κάνει μια αμαρτία, πρέπει να κάνεις κάτι άλλο, για να έρθει ισορροπία. Και οι ινδουιστές λένε πως έχεις κάνει τόσες αμαρτίες, βρίσκεσαι σε τέτοια άγνοια, έχεις κάνει τόσα μέσα στην άγνοια σου και το παρελθόν είναι τόσο απέραντο, που δεν είναι εύκολο να το ξεπεράσεις. Χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά. Και, μόνο τότε θα καθαρίσεις το παρελθόν.
Ένα πολύ όμορφο κλειδί, λέει: “Φτάνει να μετανιώσεις και ολόκληρο το παρελθόν σου έχει ξεκαθαρίσει!” Φαίνεται απίστευτο, γιατί πώς μπορεί να συμβεί; Και αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των ινδουιστών, των βουδιστών, των ζαϊνιστών και του ανθρωπισμού. Οι ινδουιστές, οι βουδιστές και οι ζαϊνιστές δεν μπορούν ποτέ να πιστέψουν ότι είναι δυνατό να συμβεί μόνο με τη μετάνοια, αφού δεν γνωρίζουν τι είναι μετάνοια. Ο ανθρωπισμός το αποκρυπτογράφησε. Είναι ένα από τα παλαιότερα κλειδιά.
Πρέπει, όμως, να καταλάβεις τι σημαίνει μετάνοια. Δεν συμβαίνει με τα λόγια ούτε αρκεί να μετανιώνεις με μισή καρδιά. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή σου μετανιώνει, πάλλεται και αισθάνεται σε κάθε πόρο, σε κάθε ίνα της πως έχεις σφάλλει -και έχεις σφάλλει γιατί ήσουν μεθυσμένος- ξαφνικά, γίνεται μια μεταμόρφωση. Το παρελθόν εξαφανίζεται και η προβολή τού μέλλοντος μέσα από το παρελθόν παύει να υπάρχει. Βρίσκεσαι στο εδώ και τώρα, βρίσκεσαι μέσα στην ίδια σου την ύπαρξη. Και, για πρώτη φορά, αισθάνεσαι το εσωτερικό κενό. Δεν είναι ένα αρνητικό κενό, συμβαίνει απλώς επειδή ο ναός είναι τόσο απέραντος, σαν το σύμπαν...
Συγχωρείσαι, συγχωρείσαι αν μετανιώσεις.
Μετανοήστε, γιατί η μέρα τής κρίσεως πλησιάζει! Αυτό ήταν ολόκληρο το μήνυμά. Ήταν ένας πολύ ατίθασος άνθρωπος, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, ένας μεγάλος επαναστάτης. Και πήγαινε από την μια άκρη τής χώρας στην άλλη, με ένα μήνυμα μόνο: “Μετανοήστε! Η μέρα τής κρίσεως είναι πολύ κοντά!” Γι’ αυτό οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τελείως τη θεωρία τής μετενσάρκωσης. Όχι ότι δεν είχε επίγνωση της μετενσάρκωσης. Ήξερε, ήξερε πολύ καλά ότι υπάρχει ένας συνεχής κύκλος γεννήσεων, εγκατέλειψε, όμως, αυτή την ιδέα εντελώς, για να δώσει ολοκληρωτική έμφαση στη μετάνοια.
Μην αναβάλλεις περισσότερο, γιατί θα χαθείς Έτσι, δίνουν έμφαση στο γεγονός.
Αν, ξαφνικά, σας πω ότι αυτή πρόκειται να είναι η τελευταία μέρα κι ότι αύριο ο κόσμος πρόκειται να εξαφανιστεί, πρόκειται να πέσει η ατομική βόμβα κι ύστερα πω, “Μετανοήστε”, τότε ολόκληρη η ύπαρξή σου θα συγκροτηθεί, θα κεντραριστεί, θα βρεθείς στο εδώ και τώρα.
Και τότε θα βγει μια κραυγή, ένα κλάμα, μια άγρια κραυγή θα βγει από μέσα σου. Δεν θα είναι με λόγια, θα είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό. Θα προέρχεται από την καρδιά. Όχι μόνο τα μάτια σου, μα και η καρδιά σου θα γεμίσει με δάκρυα. Ολόκληρη η ύπαρξή σου θα γεμίσει με δάκρυα, γιατί έχασες. Αν συμβεί αυτή η μετάνοια, αποκτάς εγρήγορση και ολόκληρο το παρελθόν καθαρίζει. Δεν χρειάζεται να το ακυρώσεις, αφού δεν ήταν ποτέ πραγματικό, ήταν όνειρο. Δεν χρειάζεται να το ακυρώσεις, απλώς ξύπνα. Και μόλις ξυπνήσεις, εξαφανίζεται και ο ύπνος και τα όνειρα και οι εφιάλτες. Καταρχήν, ποτέ δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα. Ήταν απλώς οι σκέψεις σου.
Και, μην είσαι τεμπέλης, γιατί για πολλές ζωές αναβάλλεις. Μπορείς να αναβάλλεις για πολλές ζωές ακόμη. Η αναβολή είναι ελκυστική για το νου. Ο νους λέει πάντα αύριο. Πάντοτε! Το αύριο είναι το καταφύγιο για όλες τις αμαρτίες. Οι αρετές όμως, γεννιούνται μόνο αυτή την στιγμή.
Ν. Καζαντζάκης: Ο ΚΑΒΑΦΗΣ
Αλεξάνδρεια 1927
Η πιο εξαιρετική πνεματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης.
Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα κι ουίσκι -και πίνουμε.
Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης, κι υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.
Έπρεπε να είχε γεννηθεί στον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο Παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά χρόνια, -πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας- να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υπόθεσες της Καθολικής Εκκλησίας.
Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του -πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κι ειρωνεία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει απάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα -και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.
Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της -την τέλεια που της ταιριάζει- στην τέχνη και να σωθεί.
Ο εξωτερικά πρόχειρος μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη, η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του, η απλοϊκή ρίμα του, είναι το μόνο σώμα που μπορούσε πιστά να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του.
Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια.
Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρά ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.
Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής - σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή, και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.
Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.
- Μα δεν πίνετε καθόλου! Είναι χιώτικη, σας ορκίζουμαι! Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει και μου γιομίζει το ποτήρι, και το μάτι του για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια.
Μα εγώ σώπαινα, γιατί συλλογίζουμουν το θαμαστό του τραγούδι Απολείτχειν ο Θεός Αντώνιον και δεν του αποκρίνουμουν, γιατί το έλεγα σιγά σιγά απομέσα μου:
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτ' ακουσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Το ίδιο βράδυ συμπόσιο αποχαιρετισμού.
Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή τη βραδιά, γιατί, θαρρώ, χαραχτηρίζει την κρίσιμη εποχή που ζούμε. Είναι η απειλή χυμένη στον αέρα, η ανησυχία διαπερνά και τις πιο εγκάρδιες, αγαπημένες ώρες, και δίνει μια γεύση πολεμική στη φιλία.
Ήμαστε μια δεκαπενταριά φίλοι, φάγαμε μαζί, γελάσαμε μια στιγμή, κι υστέρα ένας νεότερός μου μου είπε με στυγνότητα και ταραχή:
- Είναι ανάγκη να μιλήσουμε απόψε, πριν να φύγετε. Πολλά από όσα γράψατε στην Αναγέννηση δεν τα δεχόμαστε.
Με κοίταξε φρίσσοντας από αγάπη και μίσος και με κρατούσε.
Κι εγώ που τρελαίνουμαι για τους νεότερούς μου κι είναι το αυτί μου πάντα στυλωμένο, άγρυπνο, ανήσυχο, αρπαχτικό απάνου τους, χάρηκα.
- Θα παλέψουμε, αποκρίθηκα γελώντας, θα πείτε τη γνώμη σας, θα πω τη δική μου -κι όποιον πάρει ο Χάρος!
Καθίσαμε όλοι γύρα από ένα μεγάλο τραπέζι, βάλαμε πρόεδρο το γιατρό Παύλο Πετρίτη κι άρχισε το πάλεμα.
Ήξερα πως δε θα μιλούσαμε για τέχνη. Λίγα χρόνια πριν, ο ανώτατος αυτός πνεματικός κύκλος της Αλεξάνδρειας θα συζητούσε, ως τα ξημερώματα, για τον Παλαμά και τον Καβάφη για τα προβλήματα της τέχνης και της αισθητικής και θ’ απάγγελνε στίχους. Τώρα, όσες μέρες έμεινα μαζί τους, σπάνια, διαβατικά μιλήσαμε για λόγιους και φιλολογίες. Η ψυχή είχε μετατοπιστεί, το μέτωπο της μάχης είχε αλλάξει κατεύθυνση. Όλα αυτά μας φαίνουνταν παλιά, ξόμπλια μάταια, ασχολίες αργόσχολων και καθυστερημένων ανθρώπων.
Κι έτσι, απόψε, ένας αέρας πολεμικός είχε χυθεί τριγύρα μας. Οι νεότεροι ήταν χλομοί, λιγομίλητοι, βίαιοι. Μιλούσαν όπως πρέπει να μιλούν οι νέοι -αδίσταχτα. Ήταν μονοκόμματοι, ανένδοτοι, δίχως πολυεδρικά παιχνιδίσματα του μυαλού, πίστευαν.
Μιλούσαμε -με συγκίνηση, σα να ξομολογιόμαστε- για το σημερινό χρέος του ανθρώπου, για το χρέος μας. Ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα που συντάζουνται, σε ποιο πρέπει ο καθένας μας να ταχτεί και πώς να πολεμήσει.
Γρήγορα όλη αυτή η αποψινή φιλική σύναξη άρχισε να μετουσιώνεται σε πολεμικό συμβούλιο. Σα να ήμαστε αληθινά πολιορκημένοι και μαζευτήκαμε να πάρουμε απόφαση.
Μοιραστήκαμε σε δυο κύρια στρατόπεδα.
Άλλοι υποστηρίζουν πως πάντα τα οικονομικά αίτια είναι τα πρώτα κίνητρα της Ιστορίας. Μονάχα αυτά μπορούν να φωτίσουν την εξέλιξη της ζωής και να καθοδηγήσουν τη σκέψη και την πράξη μας. Όλα τα άλλα αίτια είναι δευτερογενή και παράγωγα.
Άλλοι διαφωνούσαν. Ένας, διατυπώνοντας τη σκέψη του, είπε:
- Συχνά αμφιβάλλω αν μονάχα τα οικονομικά αίτια μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Μονάχα αν με στριμώξουν δέχουμαι την οικονομική αυτή παντοκρατορία.
Αν με στριμώξουν, δηλαδή αν από τη θεωρία αναγκαστώ να πάω στην πράξη. Όποιος θεωρητικά επισκοπεί την εξέλιξη της ανθρώπινης ενέργειας, ίσως βρίσκεται υποχρεωμένος να δεχτεί και τον ψυχικό παράγοντα, κάποτε, ως τον πρωτεύοντα μοχλό της Ιστορίας. Όποιος όμως, αφήνοντας τη θεωρία, ρίχνεται στην πράξη, είναι υποχρεωμένος, για να έχει ένα στα θερό έδαφος να βαδίσει και να χτίσει, να δεχτεί μονάχα τον οικονομικό παράγοντα. Αλλιώς θα χαθεί σε μυστικές επικίντυνες αοριστίες.
Όταν ήρθε η σειρά μου να πω κι εγώ τη γνώμη μου, ομολογώ πως ήμουν λίγο συγκινημένος. Φιλικό τραπέζι ήταν τούτο, με αποχαιρετούσαν οι φίλοι μου, μα η στιγμή γύρω μας είναι τόσο κρίσιμη που δεν ανέχεται αισθηματικότητες. Κι οι φίλοι με κοίταζαν με σκληρότητα και περίμεναν.
Προσπάθησα, λιγόλογα, να διατυπώσω το Credo μου:
- Είμαι μονιστής. Ύλη και Πνέμα βαθύτατα τα νιώθω ότι είναι ένα. Μέσα μου νιώθω μια μονάχα ουσία.
Όταν όμως είμαι υποχρεωμένος να εκφραστώ, όπως απόψε, και να διατυπώσω την ουσία αυτή, αναγκάζουμαι, φυσικά, να εκφραστώ με λέξες, δηλαδή με το λογικό. Επομένως, ακολουθώντας τη φύση του λογικού, χωρίζω αναγκαστικά ό,τι φύσει είναι αχώριστο. Κι επειδή οι ανθρώπινες αίστησες είναι περιορισμένες, απ’ όλες τις άπειρες, πιθανόν, όψες ή πηγές, αν θέλετε, της πραγματικότητας, ξεχωρίζω μονάχα δυο: αυτό που λέμε Ύλη κι αυτό που λέμε Πνέμα.
Μια μονάχα λέξη: Ύλη ή Πνέμα, επειδή κατάντησε από τη χρήση η κάθε μια από τις λέξες αυτές να έχει ένα ορισμένο στενό περιεχόμενο, θα εξέφραζε μέρος μονάχα της πρώτης ουσίας, όπως τη νιώθω.
Γι’ αυτό, όταν θέλω να διατυπώσω με λέξες αυτό που είναι ένα, ξεχωρίζω σε δυο και τα ανώτατα κίνητρα της Ιστορίας - του ατόμου ή της ομάδας: την Πείνα και το Πάθος.
Μεταχειρίζουμαι τη λέξη πάθος κι όχι τη λέξη πνέμα, γιατί η λέξη αυτή έχει πάρει ένα ιδεολογικό, άυλο, απεσταγμένο περιεχόμενο, που μου είναι ακατανόητο και μισητό. Το “πνέμα’’περιέχει πολύ περισσότερη “ύλη” απ’ ό,τι φαντάζουνται οι υλιστές· καθώς και η “ύλη” περιέχει πολύ περισσότερο “πνέμα” απ' ό,τι φαντάζουνται οι ιδεαλιστές.
Ώστε ως εξής μπορώ να διατυπώσω τη σκέψη μου χοντρικά: Η πείνα -τα οικονομικά αίτια- είναι στις ομαλές, δηλαδή τις πλείστες στιγμές, το πρώτο κίνητρο. Μα στις κρίσιμες (θυμός, μίσος, έρωτας, ένστιχτο αναπαραγωγής κτλ.), το πρώτο κίνητρο είναι το πάθος.
Όμως, σύμφωνα με αυτά που είπα παραπάνω όταν βαθύνουμε τις διαφωνίες μας, τις βλέπουμε να εξαφανίζουνται.
Έτσι μιλούσαμε, και κόντευε πια να ξημερώσει.
Νίκος Καζαντζάκης, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ (Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Μοριάς)
Η πιο εξαιρετική πνεματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης.
Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα κι ουίσκι -και πίνουμε.
Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης, κι υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.
Έπρεπε να είχε γεννηθεί στον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο Παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά χρόνια, -πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας- να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υπόθεσες της Καθολικής Εκκλησίας.
Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του -πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κι ειρωνεία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει απάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα -και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.
Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της -την τέλεια που της ταιριάζει- στην τέχνη και να σωθεί.
Ο εξωτερικά πρόχειρος μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη, η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του, η απλοϊκή ρίμα του, είναι το μόνο σώμα που μπορούσε πιστά να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του.
Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια.
Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρά ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.
Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής - σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή, και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.
Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.
- Μα δεν πίνετε καθόλου! Είναι χιώτικη, σας ορκίζουμαι! Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει και μου γιομίζει το ποτήρι, και το μάτι του για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια.
Μα εγώ σώπαινα, γιατί συλλογίζουμουν το θαμαστό του τραγούδι Απολείτχειν ο Θεός Αντώνιον και δεν του αποκρίνουμουν, γιατί το έλεγα σιγά σιγά απομέσα μου:
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτ' ακουσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Το ίδιο βράδυ συμπόσιο αποχαιρετισμού.
Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή τη βραδιά, γιατί, θαρρώ, χαραχτηρίζει την κρίσιμη εποχή που ζούμε. Είναι η απειλή χυμένη στον αέρα, η ανησυχία διαπερνά και τις πιο εγκάρδιες, αγαπημένες ώρες, και δίνει μια γεύση πολεμική στη φιλία.
Ήμαστε μια δεκαπενταριά φίλοι, φάγαμε μαζί, γελάσαμε μια στιγμή, κι υστέρα ένας νεότερός μου μου είπε με στυγνότητα και ταραχή:
- Είναι ανάγκη να μιλήσουμε απόψε, πριν να φύγετε. Πολλά από όσα γράψατε στην Αναγέννηση δεν τα δεχόμαστε.
Με κοίταξε φρίσσοντας από αγάπη και μίσος και με κρατούσε.
Κι εγώ που τρελαίνουμαι για τους νεότερούς μου κι είναι το αυτί μου πάντα στυλωμένο, άγρυπνο, ανήσυχο, αρπαχτικό απάνου τους, χάρηκα.
- Θα παλέψουμε, αποκρίθηκα γελώντας, θα πείτε τη γνώμη σας, θα πω τη δική μου -κι όποιον πάρει ο Χάρος!
Καθίσαμε όλοι γύρα από ένα μεγάλο τραπέζι, βάλαμε πρόεδρο το γιατρό Παύλο Πετρίτη κι άρχισε το πάλεμα.
Ήξερα πως δε θα μιλούσαμε για τέχνη. Λίγα χρόνια πριν, ο ανώτατος αυτός πνεματικός κύκλος της Αλεξάνδρειας θα συζητούσε, ως τα ξημερώματα, για τον Παλαμά και τον Καβάφη για τα προβλήματα της τέχνης και της αισθητικής και θ’ απάγγελνε στίχους. Τώρα, όσες μέρες έμεινα μαζί τους, σπάνια, διαβατικά μιλήσαμε για λόγιους και φιλολογίες. Η ψυχή είχε μετατοπιστεί, το μέτωπο της μάχης είχε αλλάξει κατεύθυνση. Όλα αυτά μας φαίνουνταν παλιά, ξόμπλια μάταια, ασχολίες αργόσχολων και καθυστερημένων ανθρώπων.
Κι έτσι, απόψε, ένας αέρας πολεμικός είχε χυθεί τριγύρα μας. Οι νεότεροι ήταν χλομοί, λιγομίλητοι, βίαιοι. Μιλούσαν όπως πρέπει να μιλούν οι νέοι -αδίσταχτα. Ήταν μονοκόμματοι, ανένδοτοι, δίχως πολυεδρικά παιχνιδίσματα του μυαλού, πίστευαν.
Μιλούσαμε -με συγκίνηση, σα να ξομολογιόμαστε- για το σημερινό χρέος του ανθρώπου, για το χρέος μας. Ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα που συντάζουνται, σε ποιο πρέπει ο καθένας μας να ταχτεί και πώς να πολεμήσει.
Γρήγορα όλη αυτή η αποψινή φιλική σύναξη άρχισε να μετουσιώνεται σε πολεμικό συμβούλιο. Σα να ήμαστε αληθινά πολιορκημένοι και μαζευτήκαμε να πάρουμε απόφαση.
Μοιραστήκαμε σε δυο κύρια στρατόπεδα.
Άλλοι υποστηρίζουν πως πάντα τα οικονομικά αίτια είναι τα πρώτα κίνητρα της Ιστορίας. Μονάχα αυτά μπορούν να φωτίσουν την εξέλιξη της ζωής και να καθοδηγήσουν τη σκέψη και την πράξη μας. Όλα τα άλλα αίτια είναι δευτερογενή και παράγωγα.
Άλλοι διαφωνούσαν. Ένας, διατυπώνοντας τη σκέψη του, είπε:
- Συχνά αμφιβάλλω αν μονάχα τα οικονομικά αίτια μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Μονάχα αν με στριμώξουν δέχουμαι την οικονομική αυτή παντοκρατορία.
Αν με στριμώξουν, δηλαδή αν από τη θεωρία αναγκαστώ να πάω στην πράξη. Όποιος θεωρητικά επισκοπεί την εξέλιξη της ανθρώπινης ενέργειας, ίσως βρίσκεται υποχρεωμένος να δεχτεί και τον ψυχικό παράγοντα, κάποτε, ως τον πρωτεύοντα μοχλό της Ιστορίας. Όποιος όμως, αφήνοντας τη θεωρία, ρίχνεται στην πράξη, είναι υποχρεωμένος, για να έχει ένα στα θερό έδαφος να βαδίσει και να χτίσει, να δεχτεί μονάχα τον οικονομικό παράγοντα. Αλλιώς θα χαθεί σε μυστικές επικίντυνες αοριστίες.
Όταν ήρθε η σειρά μου να πω κι εγώ τη γνώμη μου, ομολογώ πως ήμουν λίγο συγκινημένος. Φιλικό τραπέζι ήταν τούτο, με αποχαιρετούσαν οι φίλοι μου, μα η στιγμή γύρω μας είναι τόσο κρίσιμη που δεν ανέχεται αισθηματικότητες. Κι οι φίλοι με κοίταζαν με σκληρότητα και περίμεναν.
Προσπάθησα, λιγόλογα, να διατυπώσω το Credo μου:
- Είμαι μονιστής. Ύλη και Πνέμα βαθύτατα τα νιώθω ότι είναι ένα. Μέσα μου νιώθω μια μονάχα ουσία.
Όταν όμως είμαι υποχρεωμένος να εκφραστώ, όπως απόψε, και να διατυπώσω την ουσία αυτή, αναγκάζουμαι, φυσικά, να εκφραστώ με λέξες, δηλαδή με το λογικό. Επομένως, ακολουθώντας τη φύση του λογικού, χωρίζω αναγκαστικά ό,τι φύσει είναι αχώριστο. Κι επειδή οι ανθρώπινες αίστησες είναι περιορισμένες, απ’ όλες τις άπειρες, πιθανόν, όψες ή πηγές, αν θέλετε, της πραγματικότητας, ξεχωρίζω μονάχα δυο: αυτό που λέμε Ύλη κι αυτό που λέμε Πνέμα.
Μια μονάχα λέξη: Ύλη ή Πνέμα, επειδή κατάντησε από τη χρήση η κάθε μια από τις λέξες αυτές να έχει ένα ορισμένο στενό περιεχόμενο, θα εξέφραζε μέρος μονάχα της πρώτης ουσίας, όπως τη νιώθω.
Γι’ αυτό, όταν θέλω να διατυπώσω με λέξες αυτό που είναι ένα, ξεχωρίζω σε δυο και τα ανώτατα κίνητρα της Ιστορίας - του ατόμου ή της ομάδας: την Πείνα και το Πάθος.
Μεταχειρίζουμαι τη λέξη πάθος κι όχι τη λέξη πνέμα, γιατί η λέξη αυτή έχει πάρει ένα ιδεολογικό, άυλο, απεσταγμένο περιεχόμενο, που μου είναι ακατανόητο και μισητό. Το “πνέμα’’περιέχει πολύ περισσότερη “ύλη” απ’ ό,τι φαντάζουνται οι υλιστές· καθώς και η “ύλη” περιέχει πολύ περισσότερο “πνέμα” απ' ό,τι φαντάζουνται οι ιδεαλιστές.
Ώστε ως εξής μπορώ να διατυπώσω τη σκέψη μου χοντρικά: Η πείνα -τα οικονομικά αίτια- είναι στις ομαλές, δηλαδή τις πλείστες στιγμές, το πρώτο κίνητρο. Μα στις κρίσιμες (θυμός, μίσος, έρωτας, ένστιχτο αναπαραγωγής κτλ.), το πρώτο κίνητρο είναι το πάθος.
Όμως, σύμφωνα με αυτά που είπα παραπάνω όταν βαθύνουμε τις διαφωνίες μας, τις βλέπουμε να εξαφανίζουνται.
Έτσι μιλούσαμε, και κόντευε πια να ξημερώσει.
Νίκος Καζαντζάκης, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ (Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Μοριάς)
Λουκρήτιος: Η παθολογία του έρωτα
Αυτή είναι η Αφροδίτη που φανταζόμαστε. Από δω πήρε και τ όνομα του ο έρωτας, από δω σταλάζει για πρώτη φορά η γλύκα της Αφροδίτης στην καρδιά' και καταπόδι ακολουθούν οι παγερές οι έγνοιες. Γιατί ακόμη κι αν λείπει το αγαπημένο πρόσωπό, το είδωλο του είναι παρόν και τ όνομά του το γλυκό ηχεί μέσα στα αυτιά σου.
Καλύτερα λοιπόν ν’ αποφεύγεις τα είδωλα και ν’ αποδιώχνεις καθετί που τρέφει τον έρωτα' να στρέφεις αλλού τη σκέψη σου, να εκκενώνεις το μαζεμένο σπέρμα σου σ οποιοδήποτε σώμα πάρα να το κρατάς για τον έρωτα ενός μονάχα ανθρώπου και να σε σκλαβώνουν οι έγνοιες και ο πόνος. Γιατί η πληγή όταν την τρέφεις παίρνει ζωή και χρονίζει, η τρέλα μέρα με τη μέρα κερδίζει έδαφος κι η τυράννια γίνεται πιο βαριά, αν δεν κλείσεις τις πρώτες πληγές με καινούρια χτυπήματα και δεν τις γιατρέψεις όσο είναι ακόμη πρόσφατες, με τις περιπλανήσεις σου στην πάνδημη Αφροδίτη, ή στρέφοντας τη σκέψη σου σε άλλες κατευθύνσεις.
Δε μένει στερημένος απ’ τους καρπούς της Αφροδίτης όποιος τον έρωτα αποφεύγει ισα-ισα, που γεύεται απολαύσεις που δεν τον τιμωρούν μετά' γιατί είναι βέβαιο πως την πιο γνήσια κι αμόλυντη ηδονή τη νιώθουν οι υγιείς παρά οι αρρωστημένοι. Ακόμη και τη στιγμή που οι ερωτευμένοι έχουν δικό τους ο ένας τον άλλο, το πάθος που τους καίει ξεχύνεται με αβέβαια σκαμπανεβάσματα, δεν ξέρουν τι να πρωτοαπολαύσουν και πώς, με τα μάτια ή με τα χέρια. Σφίγγουν με δύναμη το αντικείμενο του πόθου, το κάνουν να πονάει, του μπήγουν τα δόντια κι αφήνουν δαγκωματιές πάνω σε χείλη τρυφερά - γιατί η ηδονή τους δεν είναι καθαρή: κρυφά αγκάθια τους κεντρίζουν να πληγώσουν το πλάσμα, όποιο και να ναι αυτό, που κάνει να ξεπηδούν της τρέλας τους τα βλαστάρια.
Μα την ώρα του έρωτα η Αφροδίτη με χέρι ανάλαφρο μετριάζει τον πόνο, και η γλυκιά ηδονή απαλύνει τις δαγκωματιές: γιατί έχουν την ελπίδα πως το ίδιο εκείνο σώμα που τους άναψε τη φωτιά μπορεί και να τη σβήσει.
Όμως η φύση το αρνείται αυτό και το αντιμάχεται: είναι η μόνη περίπτωση όπου, όσο περισσότερα κατέχουμε άλλο τόσο μας καίει τα στήθη πόθος σφοδρός. Το νερό κι η τροφή περνούν μέσα στο σώμα, κι επειδή καταλαμβάνουν καθορισμένα μέρη, εύκολα χορταίνουνε την πείνα και τη δίψα. Αντίθετα, από τη θωριά ενός ανθρώπου και τ όμορφο πρόσωπό του τίποτα δεν δίνεται στο σώμα για απόλαυση, πέρα από κούφια είδωλα: ελπίδες θλιβερές που τις σαρώνει ο αέρας.
Όπως στα όνειρα, που ο διψασμένος ζητάει να πιεί μα αντί να βρει νερό να σβήσει τη λαύρα που του καίει τα σωθικά, κυνηγάει είδωλα νερού και μάταια παλεύει, και μένει διψασμένος μολονότι έχει βρεθεί καταμεσής σε ορμητικό ποτάμι και πίνει αχόρταγα -έτσι και στον έρωτα η Αφροδίτη ξεγελάει τους ερωτευμένους με είδωλα. Όσο και να κοιτάζουνε το σώμα που ’χουν εμπρός τους, δεν ικανοποιούνται κι ούτε μπορούν μ εκείνα τα αβέβαια χέρια τους που διατρέχουν όλο το κορμί κάτι να αποσπάσουνε από τα τρυφερά τα μέλη.
Κι όταν, τέλος, μπλεγμένα τα κορμιά τους χαίρονται τον ανθό της νιότης, και αισθάνονται να φτάνει η κορύφωση, κι η Αφροδίτη είναι εκεί να σπείρει τον γυναικείο αγρό, σφιχταγκαλιάζονται άπληστα και γεύονται τα σάλια ο ένας του άλλου, και ασθμαίνοντας δαγκώνουνε τα χείλη μάταια όμως, γιατί τίποτα δεν μπορούν ν αποσπάσουν απ’ τον άλλο, μήτε να διεισδύσουν και να χαθούν ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου.
Γιατί ’ναι φορές που φαίνεται πως αυτό λαχταρούν και πως γι αυτό πασχίζουν, έτσι παθιασμένα που σφιχτοδένονται με τα δεσμά της Αφροδίτης ενώ τους λιώνει τα μέλη η δυναμη της ηδονής. Και τελικά όταν εκτονωθεί ο συσσωρευμένος στα νεύρα πόθος, κοπάζει για λίγο η μανιασμένη πυρκαγιά. Μα η λυσσα επιστρέφει, τους ξαναπιάνει η ίδια μανία και ζητουν να κατακτήσουν αυτό που ποθουν, και δεν μπορούν ένα τροπο να μηχανευτουν για να νικήσουν το κακό, και η κρυφή πληγή τους κάνει να μαραζώνουν μες στην τόση αβεβαιότητα.
Και βάλε ακόμη πώς σπαταλουν τις δυνάμεις τους και πώς τους αφανίζει η ταλαιπωρία, και βάλε ακόμη πως ζουν υποταγμένοι στα νευματα κάποιου άλλου, ξεχνουν τα καθήκοντά τους και καταστρέφουν την υπόληψή τους. Και στο μεταξυ ξοδευονται περιουσίες και μετατρέπονται σε βαβυλωνιακά αρώματα, κι αστράφτουνε στα πόδια [της] πανέμορφα σανδάλια Σικυώνας, και να ’σαι σίγουρος πως θα φοράει και κάτι μεγάλα σμαράγδια λαμπερά, δεμένα με χρυσάφι, και πως η πολυφορεμένη θαλασσιά εσθήτα της ολοένα και ξεθωριάζει ρουφώντας τον ιδρώτα του έρωτα. Κι η τίμια πατρική περιουσία σπαταλιέται σε τιάρες και σε μίτρες, κι άλλοτε πάλι σε πέπλα και σε υφάσματα από την Άλινδο και την Κω. Συμποσια ετοιμάζονται και γλέντια με ωραίο διάκοσμο κι αφθονες λιχουδιές, παιχνίδια, ποτά αμέτρητα, αρώματα, γιρλάντες και στεφάνια.
Όλα μάταια όμως: μες από την πηγή της ευφορίας, μια πίκρα ξεπροβάλλει και του σφίγγει το λαιμο, κι ας είναι τριγυρω λουλουδιασμένος ο τοπος είτε γιατί τον βασανίζουν τυψεις που περνά τη ζωή του άπραγος, χαμένος μες τη διαφθορά, είτε γιατί του πέταξε μια κουβέντα διφορουμενη που καρφώθηκε στην παθιασμένη του καρδιά και τον καίει σαν φωτιά, είτε γιατί του φάνηκε πως έριχνε άλλου το βλέμμα της και κοίταζε άλλον άντρα, και πως στο πρόσωπό της είδε μια υποψία χαμόγελου.
Υπερεκτίμηση του ερωτικού αντικειμένου
Και να σκεφτείς πως τούτα τα κακά τα βρίσκουμε σ’ ένα δεσμό ερωτικό που έχει ευοδωθεί. Όμως σ’ έναν άτυχο και ανεκπλήρωτο έρωτα τα δεινά είναι αναρίθμητα, και τα βλέπεις και με κλειστά τα μάτια. Γ ι’ αυτό καλύτερα να φυλαχτείς από τα πριν, όπως σου είπα' το νου σου, μην παρασυρθείς. Είναι πιο εύκολο να μη παγιδευτείς στα δίχτυα του έρωτά, παρα να πασχίζεις μετά να σπάσεις τα γερά δεσμα της Αφροδίτης για ν’ απελευθερωθείς. Μα ακόμη κι αν σε τύλιξαν κι έχεις μπλεχτεί, πάλι μπορείς να ξεφύγεις τον κίνδυνο, αρκεί να μη σταθείς εσύ ο ίδιος εμπόδιο στον εαυτό σου με το να παραβλέπεις από την πρώτη στιγμή όλα τα ψεγάδια, πνευματικά και σωματικά, αυτής που με τόσο πόθο αποζητάς.
Γιατί αυτό συνήθως κάνουν οι άνθρωποι που τους τύφλωσε το πάθος και αποδίνουν στις γυναίκες που αγαπούν χαρίσματα που αυτές δεν έχουν' και βλέπουμε γυναίκες διεστραμμένες κι άσχημες να περνούν για γοητευτικές και να δέχονται τις μεγαλύτερες τιμές. Κι ο ένας άντρας κοροϊδεύει τον άλλον και τον παρακινεί να εξευμενίσει την Αφροδίτη, αφού έχει πέσει θύμα, λέει, μιας αγάπης χυδαίας -και δε βλέπει ο δύστυχος τα χάλια τα δικά του: Μια μαυριδερή γίνεται «μελίχρους»' η άπλυτη βρωμιάρα γίνεται «αστόλιστη»' μια οποιαδήποτε γαλανομάτα γίνεται «μικρή Παλλάδα»' η νευρική και κοκαλιάρα γίνεται «δορκάς»' η κοντοστούπα σα νάνος «μια από τις Χαριτες», ολο χάρη κι αυτή η γιγαντόσωμη νταρντάνα γίνεται «εντυπωσιακή» κι «επιβλητική» ' αν δε μπορεί να πει μια στρωτή κουβέντα, τότε «τραυλίζει»' η μουγγή είναι «ντροπαλή»' μια παθιασμένη ανυπόφορη γλωσσοκοπάνα είναι «αναμμένος δαυλός»' άλλη κοντεύει να τα τινάξει απ την αδυναμία, και τότε γίνεται η «μικρή ισχνή ερωμένη»' πεθαίνει από το βήχα, γίνεται «εύθραυστη»' μια χοντρή με βυζάρες γίνεται «θεά Δήμητρα που θηλάζει τον Ίακχο»' μια πλακουτσομύτα είναι ο «θηλυκός Σάτυρος», ο «θηλυκός Σειληνός»' μια χειλαρού είναι «γεννημένη για φίλημα». Θα μου ’παιρνε ώρα πολλή να σου πω κι άλλα τέτοια παραδείγματα.
Δεν προσποιείται πάντα μια γυναίκα, όταν αναστενάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, καθώς σμίγουν τα κορμιά τους και του ρουφά τα χείλη και τον γεμίζει υγρά φιλιά συχνά το κανει με την καρδιά της, και αποζητώντας την αμοιβαία ηδονή τον παρακινεί να διανύσει όλη τη διαδρομή και να φτάσει ως το τέρμα. Για κανέναν άλλο λόγο δεν θα παραδίνονταν στ’ αρσενικά οι προβατίνες κι οι αγελάδες κι οι φοράδες και τα πουλιά και τ’ άγρια θηρία, αν η ίδια η φύση τους δεν φλεγοταν από τον πόθο έτσι που να δέχεται με χαρά το σπέρμα του επιβήτορα. Δεν βλέπεις κάποια ζευγάρια πώς τα κρατά σφιχτοδεμένα η αμοιβαία ηδονή και πώς παιδεύονται μες τα κοινά δεσμά τους; Πόσο συχνά στα σταυροδρόμια, σκυλιά που θέλουν να αποχωριστούν τραβιούνται μ’ όλη τους την δύναμη, μα τα γερά δεσμά της Αφροδίτης τα κρατούν κολλημένα το ’να με τ’ άλλο. Δεν θα το έκαναν ποτέ, αν δεν ένιωθαν και τα δύο την ίδια ηδονή που τα παρέσυρε στην παγίδα και τα κρατά δεμένα. Το ξαναλέω, λοιπόν, η ηδονή είναι αμοιβαία.
Και σε κανέναν οι θεοί ποτέ δεν θ’ αρνούνταν τη γονιμότητα, κι από κανένα δεν θα στερούσαν τη χαρα ν ακούει τα γλυκά βλαστάρια του να τον λεν πατέρα, μήτε θα τον καταδίκαζαν αυτοί να περάσει τη ζωή του με στείρους έρωτες έτσι όμως νομίζουν οι πολλοί, και με βαριά ψυχή ραντίζουν μ’ αίμα τους βωμούς και τους θυμιάζουνε με προσφορές, μήπως και μπορέσουν να γκαστρώσουν τις γυναίκες τους με άφθονο σπέρμα. Μάταια όμως ενοχλούν τους θεούς και παν να αλλάξουν τη μοίρα που τους έλαχε.
Κι αν καμιά φορά τύχει ν’ αγαπηθεί μια γυναικούλα κάπως πιο άσχημη, αιτία γι αυτό δεν είναι μήτε θεός μήτε οι σαΐτες της Αφροδίτης. Καμιά φορά, τα καταφέρνει μια γυναίκα με το φέρσιμό της, τους περιποιητικούς της τρόπους, την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη της, να σε συμφιλιώσει με την ιδέα να ζήσεις μαζί της για πάντα. Κι έπειτα, μέσα απ’ τη συνήθεια μαθαίνεις ν’ αγαπάς. Γιατί καθετί που δέχεται απανωτα χτυπήματα, όσο ελαφρα και να ναι, με τον καιρό νικιέται και υποκύπτει. Δεν βλέπεις πώς με τα χρόνια το νερό πέφτοντας στάλα-στάλα σκάβει το βράχο;
Λουκρήτιος, Για την φύση των πραγμάτων (De rerum natura)
Καλύτερα λοιπόν ν’ αποφεύγεις τα είδωλα και ν’ αποδιώχνεις καθετί που τρέφει τον έρωτα' να στρέφεις αλλού τη σκέψη σου, να εκκενώνεις το μαζεμένο σπέρμα σου σ οποιοδήποτε σώμα πάρα να το κρατάς για τον έρωτα ενός μονάχα ανθρώπου και να σε σκλαβώνουν οι έγνοιες και ο πόνος. Γιατί η πληγή όταν την τρέφεις παίρνει ζωή και χρονίζει, η τρέλα μέρα με τη μέρα κερδίζει έδαφος κι η τυράννια γίνεται πιο βαριά, αν δεν κλείσεις τις πρώτες πληγές με καινούρια χτυπήματα και δεν τις γιατρέψεις όσο είναι ακόμη πρόσφατες, με τις περιπλανήσεις σου στην πάνδημη Αφροδίτη, ή στρέφοντας τη σκέψη σου σε άλλες κατευθύνσεις.
Δε μένει στερημένος απ’ τους καρπούς της Αφροδίτης όποιος τον έρωτα αποφεύγει ισα-ισα, που γεύεται απολαύσεις που δεν τον τιμωρούν μετά' γιατί είναι βέβαιο πως την πιο γνήσια κι αμόλυντη ηδονή τη νιώθουν οι υγιείς παρά οι αρρωστημένοι. Ακόμη και τη στιγμή που οι ερωτευμένοι έχουν δικό τους ο ένας τον άλλο, το πάθος που τους καίει ξεχύνεται με αβέβαια σκαμπανεβάσματα, δεν ξέρουν τι να πρωτοαπολαύσουν και πώς, με τα μάτια ή με τα χέρια. Σφίγγουν με δύναμη το αντικείμενο του πόθου, το κάνουν να πονάει, του μπήγουν τα δόντια κι αφήνουν δαγκωματιές πάνω σε χείλη τρυφερά - γιατί η ηδονή τους δεν είναι καθαρή: κρυφά αγκάθια τους κεντρίζουν να πληγώσουν το πλάσμα, όποιο και να ναι αυτό, που κάνει να ξεπηδούν της τρέλας τους τα βλαστάρια.
Μα την ώρα του έρωτα η Αφροδίτη με χέρι ανάλαφρο μετριάζει τον πόνο, και η γλυκιά ηδονή απαλύνει τις δαγκωματιές: γιατί έχουν την ελπίδα πως το ίδιο εκείνο σώμα που τους άναψε τη φωτιά μπορεί και να τη σβήσει.
Όμως η φύση το αρνείται αυτό και το αντιμάχεται: είναι η μόνη περίπτωση όπου, όσο περισσότερα κατέχουμε άλλο τόσο μας καίει τα στήθη πόθος σφοδρός. Το νερό κι η τροφή περνούν μέσα στο σώμα, κι επειδή καταλαμβάνουν καθορισμένα μέρη, εύκολα χορταίνουνε την πείνα και τη δίψα. Αντίθετα, από τη θωριά ενός ανθρώπου και τ όμορφο πρόσωπό του τίποτα δεν δίνεται στο σώμα για απόλαυση, πέρα από κούφια είδωλα: ελπίδες θλιβερές που τις σαρώνει ο αέρας.
Όπως στα όνειρα, που ο διψασμένος ζητάει να πιεί μα αντί να βρει νερό να σβήσει τη λαύρα που του καίει τα σωθικά, κυνηγάει είδωλα νερού και μάταια παλεύει, και μένει διψασμένος μολονότι έχει βρεθεί καταμεσής σε ορμητικό ποτάμι και πίνει αχόρταγα -έτσι και στον έρωτα η Αφροδίτη ξεγελάει τους ερωτευμένους με είδωλα. Όσο και να κοιτάζουνε το σώμα που ’χουν εμπρός τους, δεν ικανοποιούνται κι ούτε μπορούν μ εκείνα τα αβέβαια χέρια τους που διατρέχουν όλο το κορμί κάτι να αποσπάσουνε από τα τρυφερά τα μέλη.
Κι όταν, τέλος, μπλεγμένα τα κορμιά τους χαίρονται τον ανθό της νιότης, και αισθάνονται να φτάνει η κορύφωση, κι η Αφροδίτη είναι εκεί να σπείρει τον γυναικείο αγρό, σφιχταγκαλιάζονται άπληστα και γεύονται τα σάλια ο ένας του άλλου, και ασθμαίνοντας δαγκώνουνε τα χείλη μάταια όμως, γιατί τίποτα δεν μπορούν ν αποσπάσουν απ’ τον άλλο, μήτε να διεισδύσουν και να χαθούν ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου.
Γιατί ’ναι φορές που φαίνεται πως αυτό λαχταρούν και πως γι αυτό πασχίζουν, έτσι παθιασμένα που σφιχτοδένονται με τα δεσμά της Αφροδίτης ενώ τους λιώνει τα μέλη η δυναμη της ηδονής. Και τελικά όταν εκτονωθεί ο συσσωρευμένος στα νεύρα πόθος, κοπάζει για λίγο η μανιασμένη πυρκαγιά. Μα η λυσσα επιστρέφει, τους ξαναπιάνει η ίδια μανία και ζητουν να κατακτήσουν αυτό που ποθουν, και δεν μπορούν ένα τροπο να μηχανευτουν για να νικήσουν το κακό, και η κρυφή πληγή τους κάνει να μαραζώνουν μες στην τόση αβεβαιότητα.
Και βάλε ακόμη πώς σπαταλουν τις δυνάμεις τους και πώς τους αφανίζει η ταλαιπωρία, και βάλε ακόμη πως ζουν υποταγμένοι στα νευματα κάποιου άλλου, ξεχνουν τα καθήκοντά τους και καταστρέφουν την υπόληψή τους. Και στο μεταξυ ξοδευονται περιουσίες και μετατρέπονται σε βαβυλωνιακά αρώματα, κι αστράφτουνε στα πόδια [της] πανέμορφα σανδάλια Σικυώνας, και να ’σαι σίγουρος πως θα φοράει και κάτι μεγάλα σμαράγδια λαμπερά, δεμένα με χρυσάφι, και πως η πολυφορεμένη θαλασσιά εσθήτα της ολοένα και ξεθωριάζει ρουφώντας τον ιδρώτα του έρωτα. Κι η τίμια πατρική περιουσία σπαταλιέται σε τιάρες και σε μίτρες, κι άλλοτε πάλι σε πέπλα και σε υφάσματα από την Άλινδο και την Κω. Συμποσια ετοιμάζονται και γλέντια με ωραίο διάκοσμο κι αφθονες λιχουδιές, παιχνίδια, ποτά αμέτρητα, αρώματα, γιρλάντες και στεφάνια.
Όλα μάταια όμως: μες από την πηγή της ευφορίας, μια πίκρα ξεπροβάλλει και του σφίγγει το λαιμο, κι ας είναι τριγυρω λουλουδιασμένος ο τοπος είτε γιατί τον βασανίζουν τυψεις που περνά τη ζωή του άπραγος, χαμένος μες τη διαφθορά, είτε γιατί του πέταξε μια κουβέντα διφορουμενη που καρφώθηκε στην παθιασμένη του καρδιά και τον καίει σαν φωτιά, είτε γιατί του φάνηκε πως έριχνε άλλου το βλέμμα της και κοίταζε άλλον άντρα, και πως στο πρόσωπό της είδε μια υποψία χαμόγελου.
Υπερεκτίμηση του ερωτικού αντικειμένου
Και να σκεφτείς πως τούτα τα κακά τα βρίσκουμε σ’ ένα δεσμό ερωτικό που έχει ευοδωθεί. Όμως σ’ έναν άτυχο και ανεκπλήρωτο έρωτα τα δεινά είναι αναρίθμητα, και τα βλέπεις και με κλειστά τα μάτια. Γ ι’ αυτό καλύτερα να φυλαχτείς από τα πριν, όπως σου είπα' το νου σου, μην παρασυρθείς. Είναι πιο εύκολο να μη παγιδευτείς στα δίχτυα του έρωτά, παρα να πασχίζεις μετά να σπάσεις τα γερά δεσμα της Αφροδίτης για ν’ απελευθερωθείς. Μα ακόμη κι αν σε τύλιξαν κι έχεις μπλεχτεί, πάλι μπορείς να ξεφύγεις τον κίνδυνο, αρκεί να μη σταθείς εσύ ο ίδιος εμπόδιο στον εαυτό σου με το να παραβλέπεις από την πρώτη στιγμή όλα τα ψεγάδια, πνευματικά και σωματικά, αυτής που με τόσο πόθο αποζητάς.
Γιατί αυτό συνήθως κάνουν οι άνθρωποι που τους τύφλωσε το πάθος και αποδίνουν στις γυναίκες που αγαπούν χαρίσματα που αυτές δεν έχουν' και βλέπουμε γυναίκες διεστραμμένες κι άσχημες να περνούν για γοητευτικές και να δέχονται τις μεγαλύτερες τιμές. Κι ο ένας άντρας κοροϊδεύει τον άλλον και τον παρακινεί να εξευμενίσει την Αφροδίτη, αφού έχει πέσει θύμα, λέει, μιας αγάπης χυδαίας -και δε βλέπει ο δύστυχος τα χάλια τα δικά του: Μια μαυριδερή γίνεται «μελίχρους»' η άπλυτη βρωμιάρα γίνεται «αστόλιστη»' μια οποιαδήποτε γαλανομάτα γίνεται «μικρή Παλλάδα»' η νευρική και κοκαλιάρα γίνεται «δορκάς»' η κοντοστούπα σα νάνος «μια από τις Χαριτες», ολο χάρη κι αυτή η γιγαντόσωμη νταρντάνα γίνεται «εντυπωσιακή» κι «επιβλητική» ' αν δε μπορεί να πει μια στρωτή κουβέντα, τότε «τραυλίζει»' η μουγγή είναι «ντροπαλή»' μια παθιασμένη ανυπόφορη γλωσσοκοπάνα είναι «αναμμένος δαυλός»' άλλη κοντεύει να τα τινάξει απ την αδυναμία, και τότε γίνεται η «μικρή ισχνή ερωμένη»' πεθαίνει από το βήχα, γίνεται «εύθραυστη»' μια χοντρή με βυζάρες γίνεται «θεά Δήμητρα που θηλάζει τον Ίακχο»' μια πλακουτσομύτα είναι ο «θηλυκός Σάτυρος», ο «θηλυκός Σειληνός»' μια χειλαρού είναι «γεννημένη για φίλημα». Θα μου ’παιρνε ώρα πολλή να σου πω κι άλλα τέτοια παραδείγματα.
Δεν προσποιείται πάντα μια γυναίκα, όταν αναστενάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, καθώς σμίγουν τα κορμιά τους και του ρουφά τα χείλη και τον γεμίζει υγρά φιλιά συχνά το κανει με την καρδιά της, και αποζητώντας την αμοιβαία ηδονή τον παρακινεί να διανύσει όλη τη διαδρομή και να φτάσει ως το τέρμα. Για κανέναν άλλο λόγο δεν θα παραδίνονταν στ’ αρσενικά οι προβατίνες κι οι αγελάδες κι οι φοράδες και τα πουλιά και τ’ άγρια θηρία, αν η ίδια η φύση τους δεν φλεγοταν από τον πόθο έτσι που να δέχεται με χαρά το σπέρμα του επιβήτορα. Δεν βλέπεις κάποια ζευγάρια πώς τα κρατά σφιχτοδεμένα η αμοιβαία ηδονή και πώς παιδεύονται μες τα κοινά δεσμά τους; Πόσο συχνά στα σταυροδρόμια, σκυλιά που θέλουν να αποχωριστούν τραβιούνται μ’ όλη τους την δύναμη, μα τα γερά δεσμά της Αφροδίτης τα κρατούν κολλημένα το ’να με τ’ άλλο. Δεν θα το έκαναν ποτέ, αν δεν ένιωθαν και τα δύο την ίδια ηδονή που τα παρέσυρε στην παγίδα και τα κρατά δεμένα. Το ξαναλέω, λοιπόν, η ηδονή είναι αμοιβαία.
Και σε κανέναν οι θεοί ποτέ δεν θ’ αρνούνταν τη γονιμότητα, κι από κανένα δεν θα στερούσαν τη χαρα ν ακούει τα γλυκά βλαστάρια του να τον λεν πατέρα, μήτε θα τον καταδίκαζαν αυτοί να περάσει τη ζωή του με στείρους έρωτες έτσι όμως νομίζουν οι πολλοί, και με βαριά ψυχή ραντίζουν μ’ αίμα τους βωμούς και τους θυμιάζουνε με προσφορές, μήπως και μπορέσουν να γκαστρώσουν τις γυναίκες τους με άφθονο σπέρμα. Μάταια όμως ενοχλούν τους θεούς και παν να αλλάξουν τη μοίρα που τους έλαχε.
Κι αν καμιά φορά τύχει ν’ αγαπηθεί μια γυναικούλα κάπως πιο άσχημη, αιτία γι αυτό δεν είναι μήτε θεός μήτε οι σαΐτες της Αφροδίτης. Καμιά φορά, τα καταφέρνει μια γυναίκα με το φέρσιμό της, τους περιποιητικούς της τρόπους, την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη της, να σε συμφιλιώσει με την ιδέα να ζήσεις μαζί της για πάντα. Κι έπειτα, μέσα απ’ τη συνήθεια μαθαίνεις ν’ αγαπάς. Γιατί καθετί που δέχεται απανωτα χτυπήματα, όσο ελαφρα και να ναι, με τον καιρό νικιέται και υποκύπτει. Δεν βλέπεις πώς με τα χρόνια το νερό πέφτοντας στάλα-στάλα σκάβει το βράχο;
Λουκρήτιος, Για την φύση των πραγμάτων (De rerum natura)
Οι τριτογενείς Θεότητες, Ίσις και Αθηνά
«Εγώ, η Ίσιδα, είμαι όλα όσα έχουν υπάρξει, όσα υπάρχουν και όσα θα υπάρξουν. Κανείς θνητός άνθρωπος δεν αφαίρεσε ποτέ το πέπλο μου»
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (περί Ισιδος και Οσίριδος) η Θέα Ίσις ταυτίζεται με την Θεά Αθηνά. Αμφότερες θηλυκές θεότητες ταυτίζονται με την σελήνη, το θηλυκό στοιχείο τη φύσης, μήτρα κάθε γέννησης, όχι μόνο υλικής αλλά και πνευματικό υποδοχέα και μέγα μεταποιητή , για αυτό τον λόγο και ο Πλάτων την ονομάζει τροφό η οποία δέχεται το Παν. Ο κόσμος την αποκαλεί «αυτή με τα μύρια ονόματα», διότι ο λόγος την καθοδηγεί στο να δέχεται κάθε σχήμα και μορφή. Ο δε Όσιρις υποστηρίζεται από ορισμένους, πως είναι ο ίδιος ο ήλιος (Απόλλων-Διόνυσος ), και πως ονομάζεται Σείριος από του Έλληνες.
Λένε ακόμα για την Ίσιδα ότι πρόκειται για το τρίτο είδος – όπως και η Τριτογενής Αθηνά -, μεταξύ του νοητού και του αμετάβλητο, και του γεννητού και ορατού, ότι είναι αυτό που υποδέχεται και τρέφει, οτιδήποτε γεννιέται. Μεν μητέρα και κατά ίδιο τρόπο και εκείνο που θα δεχθεί ολόκληρο τον εαυτό του τα αντίγραφα όλων των αμετάβλητων και αιώνιων όντων πρέπει να είναι εντελώς άμορφο από την φύση του. Επομένως την μητέρα και καταφύγιο του ορατού και αισθητού, ας μην την ονομάσουμε ούτε γη, ούτε αέρα, ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε τίποτε από όσα γεννιούνται, ούτε από εκείνα, από τα οποία γεννήθηκαν τούτα. (Τίμαιος Πλάτων).
Παρθένα Ίσιδα. Η Αιγυπτιακή θεότητα, η οποία εμφανίζεται με διάφορα ονόματα σε όλες σχεδόν τις θρησκείες του Αρχαίου Κόσμου, αποτελεί την αρχή της γονιμότητας της φύσης. Στο ναό της Θεάς στην Σάϊδα της Αιγύπτου, υπήρχε ένα πολύ όμορφο άγαλμά της, το οποίο βρίθει συμβολισμούς. Ας δούμε κάποιους από αυτούς:
Το κεφάλι της είναι στολισμένο με ένα στεφάνι από φύλλα ελιάς, σύμβολο της ύπατης εξουσίας της ως βασίλισσα του κόσμου και κυράς ολόκληρου του σύμπαντος. Τα φύλλα της ελιάς χρησιμοποιούνταν για φαρμακευτικούς σκοπούς από τους Αρχαίους Αιγύπτιους, οι οποίοι είχαν γνώση των ωφέλιμων συστατικών του εκχυλίσματος των φύλλων της.
Από το στεφάνι προβάλουν 3 κέρατα της αφθονίας, υποδηλώνοντας την αφθονία των δώρων της Φύσης που εκπορεύονται από μια ρίζα, που έχει την αφετηρία της στους ουρανούς, το κεφάλι της Ίσιδας.
Το φίδι που καταβροχθίζει την ουρά του – γύρω από το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο - συμβολίζει την αθανασία, καθώς υποδηλώνει την κυκλική φύση του Σύμπαντος: η δημιουργία μέσα από την καταστροφή, η ζωή μέσα από το θάνατο.
Στο ένα της αυτί υπάρχει το φεγγάρι και στο άλλο ο ήλιος. Η Ίσιδα-Φύση κάνει χρήση και των δυο αυτών φωτοβόλων σωμάτων, επικοινωνώντας τις δυνάμεις της σε ολόκληρο το βασίλειο των ζώων, των φυτών και των ορυκτών.
Από το δεξί της στήθος εξέχει ένα τσαμπί σταφύλι και από το αριστερό ένα δεμάτι στάχυα σε χρυσό χρώμα, υποδηλώνοντας ότι η Φύση είναι η πηγή θρέψης για τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο, τρέφοντας τα πάντα από τον εαυτό της. Το χρυσό χρώμα στα στάχυα φανερώνει ότι το πρώτο σπέρμα της ζωής υπάρχει στο ηλιακό φως ή πνευματικό χρυσό.
Η ζώνη στο πάνω μέρος του σώματός της, είναι ενωμένη μπροστά με 4 χρυσές πλάκες (τα 4 Στοιχεία) που σχηματίζουν το σχήμα του τετραγώνου. Τα τέσσερα Στοιχεία (Γη, Νερό, Αέρας, Φωτιά) είναι τα ενδύματα με τα οποία ντύνεται η Φύση. Κάθε τι το εκδηλωμένο περιέχει σε αναλογίες διαφορετικές και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Πίσω από αυτά υπάρχει μία βασική πρώτη «Ύλη». Η Ίσιδα είναι η Πρώτη Ύλη (η πεμπτουσία, ο αιθέρας), η μήτρα από την οποία προέρχονται τα πάντα.
Στο δεξί της χέρι κρατάει ένα μικρό ιστιοφόρο και από το βραχιόλι της κρέμεται ένα νήμα που καταλήγει σε μια ζυγαριά, σύμβολο της δικαιοσύνης, καθώς η Φύση έχει αιώνια σταθερότητα.
Στο αριστερό της χέρι κρατάει ένα σείστρο (ένα από τα πιο ιερά μουσικά όργανα των αρχαίων Αιγυπτίων). Το σχήμα του μοιάζει με το Ankh, σύμβολο της ζωής. Θεωρείται επίσης σύμβολο του γυναικείου αναπαραγωγικού οργάνου. Το τετράγωνο μεταλλικό πλαίσιο υποδηλώνει την μετατροπή και την αναγέννηση των πάντων σύμφωνα με την αρμονία των 4 στοιχείων. Από το βραχιόλι της κρέμεται ένα νήμα που καταλήγει σε ένα κουτί γεμάτο με φλεγόμενα κάρβουνα και θυμίαμα. Η Ίσιδα, η Φύση προσωποποιημένη, μεταφέρει την ιερή φωτιά. Αυτή η φωτιά είναι η γνήσια, η αθάνατη φλόγα της Φύσης και η Ίσιδα κρατά στα χέρια της την καύσιμη ύλη της.
Το άγαλμα της Ίσιδας είναι τοποθετημένο πάνω σε ένα βάθρο από μαύρη πέτρα, στολισμένο με κεφάλια κριαριών, ενώ δηλητηριώδη φίδια ελίσσονται στα πόδια της. Η περίοδος κατά την οποία ο ήλιος περνά στο ζώδιο του Κριού θεωρείται μια ευοίωνη περίοδος για την γέννηση της ζωής. Τα φίδια υποδηλώνουν ότι η Φύση διατηρεί τη ζωή και θεραπεύει τις αρρώστιες, αποβάλλοντας τις ακαθαρσίες και την γήινη φθορά.
Η Θεά στέκεται ανάμεσα σε δυο μεγάλες στήλες, οι οποίες συμβολίζουν τα ζεύγη των αντιθέτων που λειτουργούν στις διάφορες εκδηλώσεις της φύσης.
Έτσι λοιπόν, η Φύση επιτυγχάνει την παραγωγικότητα μέσω της πολικότητας και η κατανόηση βρίσκεται στην ισορροπία.
Η επιγραφή στην είσοδο του ναού της Θεάς στην Σάϊδα της Αιγύπτου έγραφε: «Εγώ, η Ίσιδα, είμαι όλα όσα έχουν υπάρξει, όσα υπάρχουν και όσα θα υπάρξουν. Κανείς θνητός άνθρωπος δεν αφαίρεσε ποτέ το πέπλο μου.»
Είναι η Ίσιδα καλυμμένη με πέπλο από το κεφάλι μέχρι τα πόδια της, είναι εκείνη που αποκαλύπτει την σοφία της μόνο στους μυημένους. Εκείνοι έχουν ανταμειφθεί με το δικαίωμα της εισόδου στην ιερότητα της παρουσίας της. Εκείνοι έσκισαν το πέπλο της ασάφειας. Εκείνοι στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο με την θεϊκή πραγματικότητα. «Το φρούτο το οποίο έχω γεννήσει είναι ο Ήλιος.»
Η Ίσιδα, ως Κοσμική Μητέρα είναι το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας Όσιρις-Ίσιδα-Ώρος. Το φρούτο που γεννά η Ίσιδα είναι ο Ώρος, το παιδί που ενώ συμμετέχει στην ουσία του Πατέρα και της Μητέρας, αποτελεί ταυτόχρονα μια εντελώς διαφορετική και μοναδική οντότητα.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (περί Ισιδος και Οσίριδος) η Θέα Ίσις ταυτίζεται με την Θεά Αθηνά. Αμφότερες θηλυκές θεότητες ταυτίζονται με την σελήνη, το θηλυκό στοιχείο τη φύσης, μήτρα κάθε γέννησης, όχι μόνο υλικής αλλά και πνευματικό υποδοχέα και μέγα μεταποιητή , για αυτό τον λόγο και ο Πλάτων την ονομάζει τροφό η οποία δέχεται το Παν. Ο κόσμος την αποκαλεί «αυτή με τα μύρια ονόματα», διότι ο λόγος την καθοδηγεί στο να δέχεται κάθε σχήμα και μορφή. Ο δε Όσιρις υποστηρίζεται από ορισμένους, πως είναι ο ίδιος ο ήλιος (Απόλλων-Διόνυσος ), και πως ονομάζεται Σείριος από του Έλληνες.
Λένε ακόμα για την Ίσιδα ότι πρόκειται για το τρίτο είδος – όπως και η Τριτογενής Αθηνά -, μεταξύ του νοητού και του αμετάβλητο, και του γεννητού και ορατού, ότι είναι αυτό που υποδέχεται και τρέφει, οτιδήποτε γεννιέται. Μεν μητέρα και κατά ίδιο τρόπο και εκείνο που θα δεχθεί ολόκληρο τον εαυτό του τα αντίγραφα όλων των αμετάβλητων και αιώνιων όντων πρέπει να είναι εντελώς άμορφο από την φύση του. Επομένως την μητέρα και καταφύγιο του ορατού και αισθητού, ας μην την ονομάσουμε ούτε γη, ούτε αέρα, ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε τίποτε από όσα γεννιούνται, ούτε από εκείνα, από τα οποία γεννήθηκαν τούτα. (Τίμαιος Πλάτων).
Παρθένα Ίσιδα. Η Αιγυπτιακή θεότητα, η οποία εμφανίζεται με διάφορα ονόματα σε όλες σχεδόν τις θρησκείες του Αρχαίου Κόσμου, αποτελεί την αρχή της γονιμότητας της φύσης. Στο ναό της Θεάς στην Σάϊδα της Αιγύπτου, υπήρχε ένα πολύ όμορφο άγαλμά της, το οποίο βρίθει συμβολισμούς. Ας δούμε κάποιους από αυτούς:
Το κεφάλι της είναι στολισμένο με ένα στεφάνι από φύλλα ελιάς, σύμβολο της ύπατης εξουσίας της ως βασίλισσα του κόσμου και κυράς ολόκληρου του σύμπαντος. Τα φύλλα της ελιάς χρησιμοποιούνταν για φαρμακευτικούς σκοπούς από τους Αρχαίους Αιγύπτιους, οι οποίοι είχαν γνώση των ωφέλιμων συστατικών του εκχυλίσματος των φύλλων της.
Από το στεφάνι προβάλουν 3 κέρατα της αφθονίας, υποδηλώνοντας την αφθονία των δώρων της Φύσης που εκπορεύονται από μια ρίζα, που έχει την αφετηρία της στους ουρανούς, το κεφάλι της Ίσιδας.
Το φίδι που καταβροχθίζει την ουρά του – γύρω από το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο - συμβολίζει την αθανασία, καθώς υποδηλώνει την κυκλική φύση του Σύμπαντος: η δημιουργία μέσα από την καταστροφή, η ζωή μέσα από το θάνατο.
Στο ένα της αυτί υπάρχει το φεγγάρι και στο άλλο ο ήλιος. Η Ίσιδα-Φύση κάνει χρήση και των δυο αυτών φωτοβόλων σωμάτων, επικοινωνώντας τις δυνάμεις της σε ολόκληρο το βασίλειο των ζώων, των φυτών και των ορυκτών.
Από το δεξί της στήθος εξέχει ένα τσαμπί σταφύλι και από το αριστερό ένα δεμάτι στάχυα σε χρυσό χρώμα, υποδηλώνοντας ότι η Φύση είναι η πηγή θρέψης για τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο, τρέφοντας τα πάντα από τον εαυτό της. Το χρυσό χρώμα στα στάχυα φανερώνει ότι το πρώτο σπέρμα της ζωής υπάρχει στο ηλιακό φως ή πνευματικό χρυσό.
Η ζώνη στο πάνω μέρος του σώματός της, είναι ενωμένη μπροστά με 4 χρυσές πλάκες (τα 4 Στοιχεία) που σχηματίζουν το σχήμα του τετραγώνου. Τα τέσσερα Στοιχεία (Γη, Νερό, Αέρας, Φωτιά) είναι τα ενδύματα με τα οποία ντύνεται η Φύση. Κάθε τι το εκδηλωμένο περιέχει σε αναλογίες διαφορετικές και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Πίσω από αυτά υπάρχει μία βασική πρώτη «Ύλη». Η Ίσιδα είναι η Πρώτη Ύλη (η πεμπτουσία, ο αιθέρας), η μήτρα από την οποία προέρχονται τα πάντα.
Στο δεξί της χέρι κρατάει ένα μικρό ιστιοφόρο και από το βραχιόλι της κρέμεται ένα νήμα που καταλήγει σε μια ζυγαριά, σύμβολο της δικαιοσύνης, καθώς η Φύση έχει αιώνια σταθερότητα.
Στο αριστερό της χέρι κρατάει ένα σείστρο (ένα από τα πιο ιερά μουσικά όργανα των αρχαίων Αιγυπτίων). Το σχήμα του μοιάζει με το Ankh, σύμβολο της ζωής. Θεωρείται επίσης σύμβολο του γυναικείου αναπαραγωγικού οργάνου. Το τετράγωνο μεταλλικό πλαίσιο υποδηλώνει την μετατροπή και την αναγέννηση των πάντων σύμφωνα με την αρμονία των 4 στοιχείων. Από το βραχιόλι της κρέμεται ένα νήμα που καταλήγει σε ένα κουτί γεμάτο με φλεγόμενα κάρβουνα και θυμίαμα. Η Ίσιδα, η Φύση προσωποποιημένη, μεταφέρει την ιερή φωτιά. Αυτή η φωτιά είναι η γνήσια, η αθάνατη φλόγα της Φύσης και η Ίσιδα κρατά στα χέρια της την καύσιμη ύλη της.
Το άγαλμα της Ίσιδας είναι τοποθετημένο πάνω σε ένα βάθρο από μαύρη πέτρα, στολισμένο με κεφάλια κριαριών, ενώ δηλητηριώδη φίδια ελίσσονται στα πόδια της. Η περίοδος κατά την οποία ο ήλιος περνά στο ζώδιο του Κριού θεωρείται μια ευοίωνη περίοδος για την γέννηση της ζωής. Τα φίδια υποδηλώνουν ότι η Φύση διατηρεί τη ζωή και θεραπεύει τις αρρώστιες, αποβάλλοντας τις ακαθαρσίες και την γήινη φθορά.
Η Θεά στέκεται ανάμεσα σε δυο μεγάλες στήλες, οι οποίες συμβολίζουν τα ζεύγη των αντιθέτων που λειτουργούν στις διάφορες εκδηλώσεις της φύσης.
Έτσι λοιπόν, η Φύση επιτυγχάνει την παραγωγικότητα μέσω της πολικότητας και η κατανόηση βρίσκεται στην ισορροπία.
Η επιγραφή στην είσοδο του ναού της Θεάς στην Σάϊδα της Αιγύπτου έγραφε: «Εγώ, η Ίσιδα, είμαι όλα όσα έχουν υπάρξει, όσα υπάρχουν και όσα θα υπάρξουν. Κανείς θνητός άνθρωπος δεν αφαίρεσε ποτέ το πέπλο μου.»
Είναι η Ίσιδα καλυμμένη με πέπλο από το κεφάλι μέχρι τα πόδια της, είναι εκείνη που αποκαλύπτει την σοφία της μόνο στους μυημένους. Εκείνοι έχουν ανταμειφθεί με το δικαίωμα της εισόδου στην ιερότητα της παρουσίας της. Εκείνοι έσκισαν το πέπλο της ασάφειας. Εκείνοι στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο με την θεϊκή πραγματικότητα. «Το φρούτο το οποίο έχω γεννήσει είναι ο Ήλιος.»
Η Ίσιδα, ως Κοσμική Μητέρα είναι το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας Όσιρις-Ίσιδα-Ώρος. Το φρούτο που γεννά η Ίσιδα είναι ο Ώρος, το παιδί που ενώ συμμετέχει στην ουσία του Πατέρα και της Μητέρας, αποτελεί ταυτόχρονα μια εντελώς διαφορετική και μοναδική οντότητα.
Οι μαγνήτες στην Αρχαία Ελλάδα
Να από που προέρχεται η λέξη Μαγνήτης – Μαγνητισμός
Ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (2ος Αιώνας μ.Χ., ο Έλληνας ποιητής, Θεραπευτής και γραμματικός, γεννήθηκε στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα, όπου η οικογένειά του ήταν υπεύθυνη από γενιά σε γενιά για το ιερατείο του Απόλλωνα), και αργότερα και ο Ρωμαίος Πλίνιος μας ενημέρωσαν ότι η λέξη προέρχεται από έναν βοσκό, τον Μάγνη, ο οποίος παρατήρησε, εκεί που έβοσκε τα πρόβατα του, την εν λόγω ιδιότητα του μαγνητισμού όταν τα καρφιά των υποδημάτων του και το μπαστουνιού του έλκονταν από φυσικούς μαγνήτες εκεί που περπατούσε. Έτσι ο τόπος ονομάστηκε Μαγνησία. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι – επιστήμονες όπως Θαλής, Αριστοτέλης κτλ, ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τον μαγνητισμό.
Ο Πλάτων μας ενημερώνει ότι αυτή η πέτρα (μαγνήτης) δεν έλκει μόνο σιδερένια δακτυλίδια, αλλά δίνει αυτήν την ιδιότητα σε αυτά να έλκουν και αυτά με την σειρά τους τρίτα δακτυλίδια (Μαγνητική επαγωγή).
Σύμφωνα με τους Επικουρικούς, ο σχηματισμός ενός άδειου διαστήματος ανάμεσα στο μαγνήτη και το αντικείμενο το οποίο είναι υπό την επιρροή του, ήταν η αιτία μιας μικρής κίνησης των ατόμων από το σίδερο προς το μαγνήτη με σκοπό να γεμίσουν το κενό. Ως συνέπεια αυτού του ατομικού φαινομένου, ολόκληρο το αντικείμενο κινείται προς το κενό και πέφτει επάνω στο μαγνήτη (κινήσεις Μαγνητών).
Ο Διογένης εξήγησε τη μαγνητική έλξη μ ένα περίεργο τρόπο. Είπε ότι η υγρασία του σιδήρου προκαλεί την ξηρασία του μαγνήτη.
Ο Αριστοτέλης, το 384-322 π.Χ., πιστός στις αρχές της άμεσης σύνδεσης του φορέα με το κινούμενο αντικείμενο, βεβαιώνει ότι ο μαγνήτης δεν είναι φυσικά ικανός να προσελκύσει σίδηρο, αλλά μπορεί να προκαλέσει μια μαγνητική αρετή μέσα στο σιδερένιο αντικείμενο. Αυτή η μαγνητική αρετή ήταν έτσι υπεύθυνη για την πραγματική κίνηση.
Ο Αριστοτέλης αποδίδει την πρώτη επιστημονική θεωρία του μαγνητισμού στον Θαλή, ο οποίος έζησε περίπου το 625 π.Χ. με περίπου 545 π.Χ.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στον Μαγνητισμό διότι μεταξύ των άλλων, τον χρησιμοποίησαν ΚΑΙ στην ιατρική για την θεραπεία των ματιών, εγκαυμάτων πόνους της αρθρίτιδας, τους πόνους που προέρχονται από τραύματα, τις διάφορες φλεγμονές των οστών αλλά και του μυικού συστήματος.
Επίσης, χρησιμοποιούνται για οσφυαλγίες, κατάγματα, διαστρέμματα, δερματοπάθειες, μετατραυματικές και μετεγχειρητικές αποθεραπείες κλπ.!!!
Λέγεται ότι η Να από που προέρχεται η λέξη Μαγνήτης – Μαγνητισμός
Ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (2ος Αιώνας μ.Χ., ο Έλληνας ποιητής, Θεραπευτής και γραμματικός, γεννήθηκε στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα, όπου η οικογένειά του ήταν υπεύθυνη από γενιά σε γενιά για το ιερατείο του Απόλλωνα), και αργότερα και ο Ρωμαίος Πλίνιος μας ενημέρωσαν ότι η λέξη προέρχεται από έναν βοσκό, τον Μάγνη, ο οποίος παρατήρησε, εκεί που έβοσκε τα πρόβατα του, την εν λόγω ιδιότητα του μαγνητισμού όταν τα καρφιά των υποδημάτων του και το μπαστουνιού του έλκονταν από φυσικούς μαγνήτες εκεί που περπατούσε. Έτσι ο τόπος ονομάστηκε Μαγνησία. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι – επιστήμονες όπως Θαλής, Αριστοτέλης κτλ, ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τον μαγνητισμό.
Ο Πλάτων μας ενημερώνει ότι αυτή η πέτρα (μαγνήτης) δεν έλκει μόνο σιδερένια δακτυλίδια, αλλά δίνει αυτήν την ιδιότητα σε αυτά να έλκουν και αυτά με την σειρά τους τρίτα δακτυλίδια (Μαγνητική επαγωγή).
Σύμφωνα με τους Επικουρικούς, ο σχηματισμός ενός άδειου διαστήματος ανάμεσα στο μαγνήτη και το αντικείμενο το οποίο είναι υπό την επιρροή του, ήταν η αιτία μιας μικρής κίνησης των ατόμων από το σίδερο προς το μαγνήτη με σκοπό να γεμίσουν το κενό. Ως συνέπεια αυτού του ατομικού φαινομένου, ολόκληρο το αντικείμενο κινείται προς το κενό και πέφτει επάνω στο μαγνήτη (κινήσεις Μαγνητών).
Ο Διογένης εξήγησε τη μαγνητική έλξη μ ένα περίεργο τρόπο. Είπε ότι η υγρασία του σιδήρου προκαλεί την ξηρασία του μαγνήτη.
Ο Αριστοτέλης, το 384-322 π.Χ., πιστός στις αρχές της άμεσης σύνδεσης του φορέα με το κινούμενο αντικείμενο, βεβαιώνει ότι ο μαγνήτης δεν είναι φυσικά ικανός να προσελκύσει σίδηρο, αλλά μπορεί να προκαλέσει μια μαγνητική αρετή μέσα στο σιδερένιο αντικείμενο. Αυτή η μαγνητική αρετή ήταν έτσι υπεύθυνη για την πραγματική κίνηση.
Ο Αριστοτέλης αποδίδει την πρώτη επιστημονική θεωρία του μαγνητισμού στον Θαλή, ο οποίος έζησε περίπου το 625 π.Χ. με περίπου 545 π.Χ.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στον Μαγνητισμό διότι μεταξύ των άλλων, τον χρησιμοποίησαν ΚΑΙ στην ιατρική για την θεραπεία των ματιών, εγκαυμάτων πόνους της αρθρίτιδας, τους πόνους που προέρχονται από τραύματα, τις διάφορες φλεγμονές των οστών αλλά και του μυικού συστήματος.
Επίσης, χρησιμοποιούνται για οσφυαλγίες, κατάγματα, διαστρέμματα, δερματοπάθειες, μετατραυματικές και μετεγχειρητικές αποθεραπείες κλπ.!!!
Ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (2ος Αιώνας μ.Χ., ο Έλληνας ποιητής, Θεραπευτής και γραμματικός, γεννήθηκε στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα, όπου η οικογένειά του ήταν υπεύθυνη από γενιά σε γενιά για το ιερατείο του Απόλλωνα), και αργότερα και ο Ρωμαίος Πλίνιος μας ενημέρωσαν ότι η λέξη προέρχεται από έναν βοσκό, τον Μάγνη, ο οποίος παρατήρησε, εκεί που έβοσκε τα πρόβατα του, την εν λόγω ιδιότητα του μαγνητισμού όταν τα καρφιά των υποδημάτων του και το μπαστουνιού του έλκονταν από φυσικούς μαγνήτες εκεί που περπατούσε. Έτσι ο τόπος ονομάστηκε Μαγνησία. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι – επιστήμονες όπως Θαλής, Αριστοτέλης κτλ, ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τον μαγνητισμό.
Ο Πλάτων μας ενημερώνει ότι αυτή η πέτρα (μαγνήτης) δεν έλκει μόνο σιδερένια δακτυλίδια, αλλά δίνει αυτήν την ιδιότητα σε αυτά να έλκουν και αυτά με την σειρά τους τρίτα δακτυλίδια (Μαγνητική επαγωγή).
Σύμφωνα με τους Επικουρικούς, ο σχηματισμός ενός άδειου διαστήματος ανάμεσα στο μαγνήτη και το αντικείμενο το οποίο είναι υπό την επιρροή του, ήταν η αιτία μιας μικρής κίνησης των ατόμων από το σίδερο προς το μαγνήτη με σκοπό να γεμίσουν το κενό. Ως συνέπεια αυτού του ατομικού φαινομένου, ολόκληρο το αντικείμενο κινείται προς το κενό και πέφτει επάνω στο μαγνήτη (κινήσεις Μαγνητών).
Ο Διογένης εξήγησε τη μαγνητική έλξη μ ένα περίεργο τρόπο. Είπε ότι η υγρασία του σιδήρου προκαλεί την ξηρασία του μαγνήτη.
Ο Αριστοτέλης, το 384-322 π.Χ., πιστός στις αρχές της άμεσης σύνδεσης του φορέα με το κινούμενο αντικείμενο, βεβαιώνει ότι ο μαγνήτης δεν είναι φυσικά ικανός να προσελκύσει σίδηρο, αλλά μπορεί να προκαλέσει μια μαγνητική αρετή μέσα στο σιδερένιο αντικείμενο. Αυτή η μαγνητική αρετή ήταν έτσι υπεύθυνη για την πραγματική κίνηση.
Ο Αριστοτέλης αποδίδει την πρώτη επιστημονική θεωρία του μαγνητισμού στον Θαλή, ο οποίος έζησε περίπου το 625 π.Χ. με περίπου 545 π.Χ.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στον Μαγνητισμό διότι μεταξύ των άλλων, τον χρησιμοποίησαν ΚΑΙ στην ιατρική για την θεραπεία των ματιών, εγκαυμάτων πόνους της αρθρίτιδας, τους πόνους που προέρχονται από τραύματα, τις διάφορες φλεγμονές των οστών αλλά και του μυικού συστήματος.
Επίσης, χρησιμοποιούνται για οσφυαλγίες, κατάγματα, διαστρέμματα, δερματοπάθειες, μετατραυματικές και μετεγχειρητικές αποθεραπείες κλπ.!!!
Λέγεται ότι η Να από που προέρχεται η λέξη Μαγνήτης – Μαγνητισμός
Ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (2ος Αιώνας μ.Χ., ο Έλληνας ποιητής, Θεραπευτής και γραμματικός, γεννήθηκε στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα, όπου η οικογένειά του ήταν υπεύθυνη από γενιά σε γενιά για το ιερατείο του Απόλλωνα), και αργότερα και ο Ρωμαίος Πλίνιος μας ενημέρωσαν ότι η λέξη προέρχεται από έναν βοσκό, τον Μάγνη, ο οποίος παρατήρησε, εκεί που έβοσκε τα πρόβατα του, την εν λόγω ιδιότητα του μαγνητισμού όταν τα καρφιά των υποδημάτων του και το μπαστουνιού του έλκονταν από φυσικούς μαγνήτες εκεί που περπατούσε. Έτσι ο τόπος ονομάστηκε Μαγνησία. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι – επιστήμονες όπως Θαλής, Αριστοτέλης κτλ, ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τον μαγνητισμό.
Ο Πλάτων μας ενημερώνει ότι αυτή η πέτρα (μαγνήτης) δεν έλκει μόνο σιδερένια δακτυλίδια, αλλά δίνει αυτήν την ιδιότητα σε αυτά να έλκουν και αυτά με την σειρά τους τρίτα δακτυλίδια (Μαγνητική επαγωγή).
Σύμφωνα με τους Επικουρικούς, ο σχηματισμός ενός άδειου διαστήματος ανάμεσα στο μαγνήτη και το αντικείμενο το οποίο είναι υπό την επιρροή του, ήταν η αιτία μιας μικρής κίνησης των ατόμων από το σίδερο προς το μαγνήτη με σκοπό να γεμίσουν το κενό. Ως συνέπεια αυτού του ατομικού φαινομένου, ολόκληρο το αντικείμενο κινείται προς το κενό και πέφτει επάνω στο μαγνήτη (κινήσεις Μαγνητών).
Ο Διογένης εξήγησε τη μαγνητική έλξη μ ένα περίεργο τρόπο. Είπε ότι η υγρασία του σιδήρου προκαλεί την ξηρασία του μαγνήτη.
Ο Αριστοτέλης, το 384-322 π.Χ., πιστός στις αρχές της άμεσης σύνδεσης του φορέα με το κινούμενο αντικείμενο, βεβαιώνει ότι ο μαγνήτης δεν είναι φυσικά ικανός να προσελκύσει σίδηρο, αλλά μπορεί να προκαλέσει μια μαγνητική αρετή μέσα στο σιδερένιο αντικείμενο. Αυτή η μαγνητική αρετή ήταν έτσι υπεύθυνη για την πραγματική κίνηση.
Ο Αριστοτέλης αποδίδει την πρώτη επιστημονική θεωρία του μαγνητισμού στον Θαλή, ο οποίος έζησε περίπου το 625 π.Χ. με περίπου 545 π.Χ.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στον Μαγνητισμό διότι μεταξύ των άλλων, τον χρησιμοποίησαν ΚΑΙ στην ιατρική για την θεραπεία των ματιών, εγκαυμάτων πόνους της αρθρίτιδας, τους πόνους που προέρχονται από τραύματα, τις διάφορες φλεγμονές των οστών αλλά και του μυικού συστήματος.
Επίσης, χρησιμοποιούνται για οσφυαλγίες, κατάγματα, διαστρέμματα, δερματοπάθειες, μετατραυματικές και μετεγχειρητικές αποθεραπείες κλπ.!!!
Λέγεται ότι η Kλεοπάτρα (η οποία ήταν Ελληνίδα) φορούσε στο μέτωπο της ένα κόσμημα από φυσικό μαγνήτη, για να καταπολεμά τους πονοκεφάλους και τα συμπτώματα της γήρανσης.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Πολλά ονόματα αρχαιοελληνικών μουσικών οργάνων μάς έχουν παραδοθεί και μάλιστα από αρχαίες πηγές, για πολλά εκ των οποίων δεν γνωρίζουμε τίποτε. Εν σχέσει όμως με την εξεταζόμενη εποχή σοβαρώτερο ρόλο έπαιξαν μερικά μόνο είδη εκ των εγχόρδων, πνευστών και κρουστών.
ΛΥΡΕΣ.
Η λύρα είναι το πιο ιδιότροπο όργανο των αρχαίων Ελλήνων.
Ποικίλες οι μορφές του, με μεταβαλλόμενο αριθμό χορδών, τέσσερις - επτά - δεκαοχτώ, αλλά με τα εξής σταθερά δεδομένα: από ένα ηχείο εκτείνονται προς τα πάνω δύο μπράτσα (πήχεις) που ενώνονται στην άκρη με έναν ζυγόν.
Από ένα χορδότονον, που βρίσκεται πάνω στο ηχείο, είναι τεντωμένες μέχρι το ζυγό, καμμιά φορά περνώντας και πάνω από έναν καβαλάρη αι χορδαί, που έχουν πάντοτε το ίδιο μήκος.
Οι λύρες είναι όργανα νυκτά, το τόξο είναι ακόμα άγνωστο. Το σχήμα τους δηλαδή μου δίνει την εντύπωση ενός κερασφόρου ζώου.
Μορφές του είδους:
Η ΦΟΡΜΙΓΓΑ. "Φόρμιγξ" ονομάζονται στον Ομηρο γενικά τα χορδόφωνα. Επίσης απαντάται ο όρος "κίθαρις". "Κιθαρίζειν" και "φορμίζειν" σημαίνουν την ενέργεια του παιξίματος. Υπάρχουν απεικονίσεις με 4, τις περισσότερες φορές, χορδές, αλλά και κομμάτια με δύο - τρεις - πέντε και έξη. Πιστή απεικόνιση ή άγνοια του ζωγράφου; Το υλικό της αρχαίας φόρμιγγας είναι από ξύλο, ο συχνότερα απαντώμενος αριθμός χορδών είναι τέσσερις, καμωμένες από στριφτό έντερο ζώου και η διαδικασία του τεντώματος περιγράφεται στην Οδύσσεια. Ο ήχος του χαρακτηρίζεται ως λίγειος, δηλαδή γλυκός, διαπεραστικός. Κόλλοψ λέγεται το κλειδί με το οποίο τεντώνεται η χορδή.
Η ΛΥΡΑ, Ο (Η) ΒΑΡΒΙΤΟΣ. Νεώτερες μορφές σε σχέση με την φόρμιγγα, με τη βασική διαφορά ότι σε αυτές το ηχείο και οι πήχεις είναι μέρη σαφώς διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Το ηχείο είναι από όστρακο χελώνας, αληθινό ή απομίμηση, καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα ζώου. Τα μπράτσα (οι βραχίονες) είναι ξύλινοι, λεπτοί και καμπύλοι. Διαφορά μεταξύ βάρβιτου και λύρας: στο βάρβιτο οι βραχίονες είναι μακρύτεροι, ανεβαίνουν πιο απότομα και πλησιάζουν μεταξύ τους λίγο πριν ενωθούν με το ζυγό σε μια χαρακτηριστική καμπύλη προς τα μέσα. Στη λύρα δεν υπάρχει η καμπύλη και οι πήχεις της αλληλοπλησιάζονται πιο κάτω σε μια ελαφρά καμπή.
Οι χορδές λύρας και βάρβιτου είναι πια επτά και αποδίδεται η καθιέρωση αυτού του αριθμού στον Τέρπανδρο, άρα η αλλαγή από τέσσερις σε επτά πρέπει να έγινε το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα. Η διαφορά ήχου πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι χορδές του βάρβιτου, ως πιο μακριές, ηχούσαν σε πιο χαμηλή τονική περιοχή.
Η ΚΙΘΑΡΑ. Δεν πρέπει να συγχέεται με την σημερινή κιθάρα. Είναι κι αυτή είδος λύρας. Η κιθάρα βρίσκεται πιο κοντά στη φόρμα της αρχαίας φόρμιγγας απ' ό,τι η λύρα και ο βάρβιτος. Το ηχείο συνεχίζεται χωρίς διακοπή στους πήχεις, έστω με συνδετική ραφή. Οι χορδές της είναι γενικώς επτά. Χαρακτηριστικό της είναι η πολύπλοκη κατασκευή των βραχιόνων, που θα ήταν κάπως κουραστικό να περιγραφούν εδώ. Μηχανισμοί, πλάκες, στρόφιγγες κ.λ.π. έδιναν ομοιόμορφο κούρδισμα που απέδιδε τον πιο δυνατό και γεμάτο ήχο από όλα τα χορδόφωνα και την κατέταξαν ανάμεσα στα όργανα του Απόλλωνα μαζί με τη λύρα. Στις απεικονίσεις φαίνεται ότι κιθάρα έπαιζαν μόνον οι άνδρες. Να αναφερθεί εδώ και η λεγόμενη "αιωρική" κιθάρα (ή "αιωρική" φόρμιγγα) με μεγάλο ηχείο και εφτά χορδές που συνδέεται κυρίως με γυναικείες μορφές όπως την βλέπουμε π.χ. στο χέρι των Μουσών. Ο Φρύνις, ο Τιμόθεος, ο Μελανιππίδης αυξάνουν τον αριθμό των χορδών, περί τα τέλη του 5ου αιώνα και δέχονται ισχυρές, αρνητικές κριτικές. Οι ένδεκα χορδές του Τιμόθεου υφίστανται την δριμεία κριτική των Σπαρτιατών. Η Μουσική στον Ψευδοπλούταρχο παραπονιέται πως την κακομεταχειρίζονται. Οι εκτελεστές παίζουν όλα τα είδη της λύρας όρθιοι ή καθιστοί. Σώμα και επιφάνεια του οργάνου σχηματίζουν ορθή γωνία.
Η ΑΡΠΑ. Την παλιότερη βέβαια γλυπτική της απεικόνιση την έχουμε στα μικρά μαρμάρινα ειδώλια της παλιάς κυκλαδίτικης τέχνης (τέλη της 3ης χιλιετηρίδας). Σε σχέση με τα όργανα που περιγράψαμε πριν, η διαφορά έγκειται στο είδος του πλαισίου της άρπας στο οποίο στηρίζονται οι χορδές και στο διαφορετικό μήκος αυτών μεταξύ τους. Υπήρχαν πολλές ονομασίες της άρπας όπως "μάγαδις", "πηκτίς", "σαμβύκη", "ψαλτήριον", "σκινδαψός" κ.ά. που υποθέτουμε ότι αντιστοιχούν στον μεγάλο αριθμό παραλλαγών της. Για να μην την περιγράφουμε λέμε ότι μοιάζει στο περίγραμμά της με τη σημερινή. Από μερικές παραστάσεις συμπεραίνουμε ότι κουρδιζόταν από τη βάση και ο αριθμός των χορδών της είναι πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι στις λύρες. Την άρπα την έπαιζαν καθιστοί, ενώ οι παίκτες είναι σχεδόν πάντοτε γυναίκες, συχνά Μούσες.
ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ. Να αναφερθεί και το όργανο που μοιάζει με λαούτο που η πιθανή ονομασία του ήταν "πάνδουρος", ίσως ακόμη και "σκινδαψός", και που απεικονίζεται αργότερα, όχι πριν από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα.
Και περνάμε στα πνευστά.
Ο ΑΥΛΟΣ.
Δεν είναι βέβαιο ποιός είναι ο εφευρέτης των αυλών. Οι αρχαίοι αναφέρουν, κατά περίπτωση, την Αθηνά, τον Απόλλωνα, τον γιό του Ηφαίστου Άρδαλο και άλλους. Μύθοι και ανέκδοτα αντικατοπτρίζουν τη σύγκρουση που υπήρχε εξ αρχής ανάμεσα στις λύρες και τους αυλούς. Δημοφιλείς οι αυλοί, -τα έγχορδα θεωρούν οι αριστοκράτες σαν τα αρμόζοντα στην κοινωνική τους τάξη και σαν έχοντα καθαρά ελληνική προέλευση. Πλάτων και Αριστοτέλης αποδοκιμάζουν τους αυλούς. Οπως έχουμε ήδη πεί, πατρίδα του αυλού είναι η Μ. Ασία κι από εκεί μέσω της διονυσιακής λατρείας έφτασε στη μητρόπολη, κατά τις αρχές του 7ου αιώνα. Υπάρχουν κάποιες ισχυρές ενδείξεις ότι τα χορδόφωνα είναι παλαιότερα των αυλών. Ο Ύαγνις, ο Μαρσύας, ο Όλυμπος, οι αρχαιότεροι μυθικοί εκτελεστές είναι μικρασιατικής καταγωγής. Οι αυλοί είναι πολύ συχνά από καλάμι, εξ ου και κάλαμος, αλλά και λωτός, ξύλο, ελεφαντόδοντο, κόκκαλο ή μέταλλο ή συνδυασμοί αυτών. Σπανίως είναι ένας ο σωλήνας του αυλού, συνήθως είναι δύο, κυλινδρικοί ή ελαφρώς κωνικοί, ισομήκεις, με μία οπή στο κάτω μέρος και τρεις ή τέσσερις στο επάνω, που αργότερα πληθαίνουν και εμφανίζονται μεταλλικοί κρίκοι με μία οπή, όπου γυρίζοντάς τους μπορεί κάποιος να ανοίγει ή να κλείνει τις οπές.
Ο ήχος ήταν απλός αλλά γοητευτικός, όπως λέει ο Ευριπίδης "φωνή μελωδικών συρίγγων". Μεγέθυνση της σύριγγας αποτελεί η ύδραυλις, το υδραυλικό όργανο που επινόησε στα μέσα του 3ου αιώνα ο Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς.
Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ. Εχρησιμοποιείτο σχεδόν μόνον στον πόλεμο. Θεωρείται εφεύρεση των Ετρούσκων, ήλθε όμως νωρίς στην Ελλάδα.
Εχει ένα μακρύ μεταλλικό σωλήνα με κοκκάλινο επιστόμιο και καταλήγει σε ένα είδος καμπάνας, διαθέτει δε πολύ δυνατό ήχο.
Τέλος αναφέρουμε τα κρουστά, ανάμεσα στα οποία πολύ διαδεδομένα ήταν τα κρόταλα, κάτι σαν καστανιέτες, κατά κανόνα στα χέρια χορευτών. Το υλικό πρέπει να ήταν ξύλο ή μέταλλο. Έχουμε επίσης και τα κύμβαλα (ή κρέμβαλα), δυο μικρά μεταλλικά δοχεία με επίπεδο στόμιο, κάτι σαν τα σημερινά πιατίνια. Και τέλος το τύμπανον, που το κρατούσαν με το αριστερό χέρι και το χτυπούσαν με τα δάχτυλα του δεξιού, συχνά χορεύοντας συγχρόνως.
ΛΥΡΕΣ.
Η λύρα είναι το πιο ιδιότροπο όργανο των αρχαίων Ελλήνων.
Ποικίλες οι μορφές του, με μεταβαλλόμενο αριθμό χορδών, τέσσερις - επτά - δεκαοχτώ, αλλά με τα εξής σταθερά δεδομένα: από ένα ηχείο εκτείνονται προς τα πάνω δύο μπράτσα (πήχεις) που ενώνονται στην άκρη με έναν ζυγόν.
Από ένα χορδότονον, που βρίσκεται πάνω στο ηχείο, είναι τεντωμένες μέχρι το ζυγό, καμμιά φορά περνώντας και πάνω από έναν καβαλάρη αι χορδαί, που έχουν πάντοτε το ίδιο μήκος.
Οι λύρες είναι όργανα νυκτά, το τόξο είναι ακόμα άγνωστο. Το σχήμα τους δηλαδή μου δίνει την εντύπωση ενός κερασφόρου ζώου.
Μορφές του είδους:
Η ΦΟΡΜΙΓΓΑ. "Φόρμιγξ" ονομάζονται στον Ομηρο γενικά τα χορδόφωνα. Επίσης απαντάται ο όρος "κίθαρις". "Κιθαρίζειν" και "φορμίζειν" σημαίνουν την ενέργεια του παιξίματος. Υπάρχουν απεικονίσεις με 4, τις περισσότερες φορές, χορδές, αλλά και κομμάτια με δύο - τρεις - πέντε και έξη. Πιστή απεικόνιση ή άγνοια του ζωγράφου; Το υλικό της αρχαίας φόρμιγγας είναι από ξύλο, ο συχνότερα απαντώμενος αριθμός χορδών είναι τέσσερις, καμωμένες από στριφτό έντερο ζώου και η διαδικασία του τεντώματος περιγράφεται στην Οδύσσεια. Ο ήχος του χαρακτηρίζεται ως λίγειος, δηλαδή γλυκός, διαπεραστικός. Κόλλοψ λέγεται το κλειδί με το οποίο τεντώνεται η χορδή.
Η ΛΥΡΑ, Ο (Η) ΒΑΡΒΙΤΟΣ. Νεώτερες μορφές σε σχέση με την φόρμιγγα, με τη βασική διαφορά ότι σε αυτές το ηχείο και οι πήχεις είναι μέρη σαφώς διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Το ηχείο είναι από όστρακο χελώνας, αληθινό ή απομίμηση, καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα ζώου. Τα μπράτσα (οι βραχίονες) είναι ξύλινοι, λεπτοί και καμπύλοι. Διαφορά μεταξύ βάρβιτου και λύρας: στο βάρβιτο οι βραχίονες είναι μακρύτεροι, ανεβαίνουν πιο απότομα και πλησιάζουν μεταξύ τους λίγο πριν ενωθούν με το ζυγό σε μια χαρακτηριστική καμπύλη προς τα μέσα. Στη λύρα δεν υπάρχει η καμπύλη και οι πήχεις της αλληλοπλησιάζονται πιο κάτω σε μια ελαφρά καμπή.Οι χορδές λύρας και βάρβιτου είναι πια επτά και αποδίδεται η καθιέρωση αυτού του αριθμού στον Τέρπανδρο, άρα η αλλαγή από τέσσερις σε επτά πρέπει να έγινε το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα. Η διαφορά ήχου πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι χορδές του βάρβιτου, ως πιο μακριές, ηχούσαν σε πιο χαμηλή τονική περιοχή.
Η ΚΙΘΑΡΑ. Δεν πρέπει να συγχέεται με την σημερινή κιθάρα. Είναι κι αυτή είδος λύρας. Η κιθάρα βρίσκεται πιο κοντά στη φόρμα της αρχαίας φόρμιγγας απ' ό,τι η λύρα και ο βάρβιτος. Το ηχείο συνεχίζεται χωρίς διακοπή στους πήχεις, έστω με συνδετική ραφή. Οι χορδές της είναι γενικώς επτά. Χαρακτηριστικό της είναι η πολύπλοκη κατασκευή των βραχιόνων, που θα ήταν κάπως κουραστικό να περιγραφούν εδώ. Μηχανισμοί, πλάκες, στρόφιγγες κ.λ.π. έδιναν ομοιόμορφο κούρδισμα που απέδιδε τον πιο δυνατό και γεμάτο ήχο από όλα τα χορδόφωνα και την κατέταξαν ανάμεσα στα όργανα του Απόλλωνα μαζί με τη λύρα. Στις απεικονίσεις φαίνεται ότι κιθάρα έπαιζαν μόνον οι άνδρες. Να αναφερθεί εδώ και η λεγόμενη "αιωρική" κιθάρα (ή "αιωρική" φόρμιγγα) με μεγάλο ηχείο και εφτά χορδές που συνδέεται κυρίως με γυναικείες μορφές όπως την βλέπουμε π.χ. στο χέρι των Μουσών. Ο Φρύνις, ο Τιμόθεος, ο Μελανιππίδης αυξάνουν τον αριθμό των χορδών, περί τα τέλη του 5ου αιώνα και δέχονται ισχυρές, αρνητικές κριτικές. Οι ένδεκα χορδές του Τιμόθεου υφίστανται την δριμεία κριτική των Σπαρτιατών. Η Μουσική στον Ψευδοπλούταρχο παραπονιέται πως την κακομεταχειρίζονται. Οι εκτελεστές παίζουν όλα τα είδη της λύρας όρθιοι ή καθιστοί. Σώμα και επιφάνεια του οργάνου σχηματίζουν ορθή γωνία.
Η ΑΡΠΑ. Την παλιότερη βέβαια γλυπτική της απεικόνιση την έχουμε στα μικρά μαρμάρινα ειδώλια της παλιάς κυκλαδίτικης τέχνης (τέλη της 3ης χιλιετηρίδας). Σε σχέση με τα όργανα που περιγράψαμε πριν, η διαφορά έγκειται στο είδος του πλαισίου της άρπας στο οποίο στηρίζονται οι χορδές και στο διαφορετικό μήκος αυτών μεταξύ τους. Υπήρχαν πολλές ονομασίες της άρπας όπως "μάγαδις", "πηκτίς", "σαμβύκη", "ψαλτήριον", "σκινδαψός" κ.ά. που υποθέτουμε ότι αντιστοιχούν στον μεγάλο αριθμό παραλλαγών της. Για να μην την περιγράφουμε λέμε ότι μοιάζει στο περίγραμμά της με τη σημερινή. Από μερικές παραστάσεις συμπεραίνουμε ότι κουρδιζόταν από τη βάση και ο αριθμός των χορδών της είναι πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι στις λύρες. Την άρπα την έπαιζαν καθιστοί, ενώ οι παίκτες είναι σχεδόν πάντοτε γυναίκες, συχνά Μούσες.
ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ. Να αναφερθεί και το όργανο που μοιάζει με λαούτο που η πιθανή ονομασία του ήταν "πάνδουρος", ίσως ακόμη και "σκινδαψός", και που απεικονίζεται αργότερα, όχι πριν από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα.Και περνάμε στα πνευστά.
Ο ΑΥΛΟΣ.Δεν είναι βέβαιο ποιός είναι ο εφευρέτης των αυλών. Οι αρχαίοι αναφέρουν, κατά περίπτωση, την Αθηνά, τον Απόλλωνα, τον γιό του Ηφαίστου Άρδαλο και άλλους. Μύθοι και ανέκδοτα αντικατοπτρίζουν τη σύγκρουση που υπήρχε εξ αρχής ανάμεσα στις λύρες και τους αυλούς. Δημοφιλείς οι αυλοί, -τα έγχορδα θεωρούν οι αριστοκράτες σαν τα αρμόζοντα στην κοινωνική τους τάξη και σαν έχοντα καθαρά ελληνική προέλευση. Πλάτων και Αριστοτέλης αποδοκιμάζουν τους αυλούς. Οπως έχουμε ήδη πεί, πατρίδα του αυλού είναι η Μ. Ασία κι από εκεί μέσω της διονυσιακής λατρείας έφτασε στη μητρόπολη, κατά τις αρχές του 7ου αιώνα. Υπάρχουν κάποιες ισχυρές ενδείξεις ότι τα χορδόφωνα είναι παλαιότερα των αυλών. Ο Ύαγνις, ο Μαρσύας, ο Όλυμπος, οι αρχαιότεροι μυθικοί εκτελεστές είναι μικρασιατικής καταγωγής. Οι αυλοί είναι πολύ συχνά από καλάμι, εξ ου και κάλαμος, αλλά και λωτός, ξύλο, ελεφαντόδοντο, κόκκαλο ή μέταλλο ή συνδυασμοί αυτών. Σπανίως είναι ένας ο σωλήνας του αυλού, συνήθως είναι δύο, κυλινδρικοί ή ελαφρώς κωνικοί, ισομήκεις, με μία οπή στο κάτω μέρος και τρεις ή τέσσερις στο επάνω, που αργότερα πληθαίνουν και εμφανίζονται μεταλλικοί κρίκοι με μία οπή, όπου γυρίζοντάς τους μπορεί κάποιος να ανοίγει ή να κλείνει τις οπές.
Στις άκρες των σωλήνων που ακουμπούσαν στο στόμα, πρόσθεταν επιστόμια. Οταν έπαιζαν χρησιμοποιούσαν μαζί τούς δύο σωλήνες, σχηματίζοντας μία οξεία γωνία. Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης του αυλού και τις κλίμακες που μπορούσαν να παιχτούν μ' αυτόν. Η διφωνία, όπως την ξέρουμε, ήταν άγνωστη στους αρχαίους Ελληνες. Επαιζαν, άραγε, στους δύο σωλήνες τους ίδιους τόνους; Κάτι τέτοιο δεν στέκει. 'Η στον ένα σωλήνα έπαιζαν τη μελωδία και στον άλλον κρατιόταν ισοκράτημα; Κι αυτό όμως παραμένει στην υποθετική σφαίρα. Πρόβλημα υπάρχει και για τις κλίμακες των αυλών, όπου θα πρέπει να ανατρέξουμε σε ειδικά σύγχρονα βιβλία τα οποία διαπραγματεύονται τα των κλιμάκων με πειράματα και υπολογισμούς και τα οποία προτείνουν διάφορες λύσεις. Κατά τον Αριστόξενο υπήρχαν πέντε είδη αυλών: παρθένιοι, παιδικοί, κιθαριστήριοι, τέλειοι, υπερτέλιοι. Ο Ιούλιος Πολυδεύκης απαριθμεί πλήθος άλλων ονομάτων. Χαρακτηρισμοί: γλυκύς, καλλιβόας, πάμφωνος κ.λ.π.
Η ΣΥΡΙΓΓΑ. ]Ενα αερόφωνο λιγότερο πολύπλοκο από τον αυλό, που χρησίμευε ιδιαίτερα σαν φλογέρα των βοσκών. Μια σειρά σωλήνων, ενωμένων μεταξύ τους με έναν ή δύο εγκάρσιους μοχλούς. Παίζει κανείς φυσώντας κατευθείαν στους σωλήνες, που στις φλογέρες των βοσκών ήταν πάντοτε καλαμένιοι. Κάθε σωλήνας παράγει μόνον έναν τόνο. Την τονική αλλαγή την πετύχαιναν με ανισομήκεις σωλήνες ή γεμίζοντας με κερί διαφορετικού πάχους κάθε σωλήνα, προκειμένου περί ισομήκων.
Η ΣΥΡΙΓΓΑ. ]Ενα αερόφωνο λιγότερο πολύπλοκο από τον αυλό, που χρησίμευε ιδιαίτερα σαν φλογέρα των βοσκών. Μια σειρά σωλήνων, ενωμένων μεταξύ τους με έναν ή δύο εγκάρσιους μοχλούς. Παίζει κανείς φυσώντας κατευθείαν στους σωλήνες, που στις φλογέρες των βοσκών ήταν πάντοτε καλαμένιοι. Κάθε σωλήνας παράγει μόνον έναν τόνο. Την τονική αλλαγή την πετύχαιναν με ανισομήκεις σωλήνες ή γεμίζοντας με κερί διαφορετικού πάχους κάθε σωλήνα, προκειμένου περί ισομήκων.Ο ήχος ήταν απλός αλλά γοητευτικός, όπως λέει ο Ευριπίδης "φωνή μελωδικών συρίγγων". Μεγέθυνση της σύριγγας αποτελεί η ύδραυλις, το υδραυλικό όργανο που επινόησε στα μέσα του 3ου αιώνα ο Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς.
Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ. Εχρησιμοποιείτο σχεδόν μόνον στον πόλεμο. Θεωρείται εφεύρεση των Ετρούσκων, ήλθε όμως νωρίς στην Ελλάδα.Εχει ένα μακρύ μεταλλικό σωλήνα με κοκκάλινο επιστόμιο και καταλήγει σε ένα είδος καμπάνας, διαθέτει δε πολύ δυνατό ήχο.
Τέλος αναφέρουμε τα κρουστά, ανάμεσα στα οποία πολύ διαδεδομένα ήταν τα κρόταλα, κάτι σαν καστανιέτες, κατά κανόνα στα χέρια χορευτών. Το υλικό πρέπει να ήταν ξύλο ή μέταλλο. Έχουμε επίσης και τα κύμβαλα (ή κρέμβαλα), δυο μικρά μεταλλικά δοχεία με επίπεδο στόμιο, κάτι σαν τα σημερινά πιατίνια. Και τέλος το τύμπανον, που το κρατούσαν με το αριστερό χέρι και το χτυπούσαν με τα δάχτυλα του δεξιού, συχνά χορεύοντας συγχρόνως.
Εγγραφή σε:
Σχόλια
(
Atom
)











