5.7. …και η συνέχεια
Η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη ήταν βέβαια αποφασιστική για τις τύχες της αυτοκρατορίας, και σωστά το 330 μ.Χ. ορίστηκε να αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στον αρχαίο και το μεσαιωνικό κόσμο. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι τα αρχαιοελληνικά πνευματικά φαινόμενα αντικαταστάθηκαν ξαφνικά από άλλα διαφορετικά. Όχι· οι εκφραστικοί τρόποι, τα λογοτεχνικά είδη, η φιλοσοφία, η θρησκεία - όλα συνέχισαν τη φυσική τους ροή, ώσπου με τον καιρό να παραμεριστούν ή, καλύτερα, να αφομοιωθούν από τα νέα ρεύματα.
Παραδείγματα από την ποίηση
- ο Παλλαδάς, δάσκαλος από την Αλεξάνδρεια (4ος μ.Χ. αι.) έγραψε πλήθος επιγράμματα, όπου παραπονιέται για την κοινωνική αδικία, για το αχάριστο επάγγελμά του και για τη συμπεριφορά της γυναίκας του·
- στον 4ο μ.Χ. αιώνα ανήκουν και τα ψευδεπίγραφα Λιθικά, που κυκλοφόρησαν με το όνομα του Ορφέα·
- ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος από την Κωνσταντινούπολη (412-485 μ.Χ.) έγραψε ύμνους στον Ήλιο, την Αφροδίτη, τις Μούσες κλπ.·
- ο Χριστόδωρος από την Κοπτό της Αιγύπτου (5ος/6ος μ.Χ. αι.) έγραψε ιστορικό έπος, τα Ἰσαυρικά, και μια σειρά από διδακτικά έπη, τα Πάτρια, «Ιστορίες πόλεων», όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη κ.ά.·
- μυθολογικά θέματα διάλεξαν να παρουσιάσουν ο Νόννος (5ος μ.Χ. αι.) στο έπος Διονυσιακά,[1] ο σύγχρονός του Τριφιόδωρος στο επύλλιο Ἰλίου ἅλωσις, και ο Κόλλουθος (5ος/6ος μ.Χ. αι.) στο επύλλιο Ἑλένης ἁρπαγή - όλοι από την Αίγυπτο·
- τον επικό στίχο χρησιμοποίησε και ο Μουσαίος (5ος μ.Χ. αι.) για να διηγηθεί Τὰ καθ᾽ Ἡρὼ καὶ Λέανδρον, τη ρομαντική μυθιστορία δύο εραστών που κατοικούσαν εκείνος στη Σηστό και εκείνη απέναντι, στην Άβυδο. Περνούσε ο Λέανδρος κολυμπώντας κάθε βράδυ τον Ελλήσποντο να τη συναντήσει, ώσπου κακή μοίρα το θέλησε μια νύχτα με φουρτούνα να πνιγεί - και η Ηρώ να αυτοκτονήσει.
Παραδείγματα από την πεζογραφία
- τη δεύτερη σοφιστική συνέχισαν ρήτορες και φιλόσοφοι όπως ο Λιβάνιος από την Αντιόχεια, αττικιστής και δάσκαλος των τριών Ιεραρχών, ο Ιμέριος από τη Βιθυνία, που οι επιδεικτικοί λόγοι του έχουν έντονο ποιητικό χρώμα, ο Θεμίστιος από την Παφλαγονία, που με τη ρητορική του μεσολαβούσε συμφιλιωτικά ανάμεσα στους χριστιανούς και τους εθνικούς, ως ένα σημείο και ο ίδιος ο Μέγας αυτοκράτορας Ιουλιανός με τις επιστολές και τις ομιλίες του - όλοι τον 4ο μ.Χ. αιώνα·
- πολυσυλλεκτικό έργο πρόσφερε ο Ορειβάσιος (4ος μ.Χ. αι.), γιατρός του Ιουλιανού, που διάλεξε και δημοσίευσε με τον τίτλο Ἰατρικαὶ συναγωγαί τα καιριώτατα από την καταγραμμένη ιατρική γνώση των προκατόχων του·
- από τους πολλούς ιστορικούς ξεχωρίζουμε τον εθνικό Ευνάπιο από τις Σάρδεις (περ. 345-420 μ.Χ.), που με τα Ἱστορικὰ ὑπομνήματα συνέχισε το έργο του Δεξίππου,[2] και τον ιστορικό του Ιουστινιανού Προκόπιο από την Καισαρεία (6ος μ.Χ. αι.), που μιμήθηκε τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη·
- την έντεχνη επιστολογραφία καλλιέργησαν συγγραφείς όπως ο Αρισταίνετος (5ος μ.Χ. αι.), που έγραψε δύο βιβλία με πλαστές ερωτικές επιστολές, και ο Πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, που σε συμβουλευτικό του γράμμα όρισε ότι οι επιστολές πρέπει να διακρίνονται από συντομίαν, σαφήνειαν και χάριν (Επιστολή 51)·
- στους συνεχιστές της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας ανήκουν, η Υπατία από την Αλεξάνδρεια (370-415 μ.Χ.), που δολοφονήθηκε από τους χριστιανούς (!), και ο αφοσιωμένος μαθητής της Συνέσιος από την Κυρήνη (4ος/5ος μ.Χ. αι.), που όμως στα σαράντα του χρόνια έγινε χριστιανός, αργότερα και επίσκοπος· σημαντικοί νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ήταν αργότερα ο Πρόκλος από την Κωνσταντινούπολη, σχολάρχης της Ακαδημίας στην Αθήνα, και ο μαθητής και διάδοχός του Μαρίνος από τη Σαμάρεια (5ος/6ος μ.Χ. αι.), που ήταν Ιουδαίος αλλά τὰ τῶν Ἑλλήνων ἠγάπησεν·
- δοξογραφικό ήταν το έργο του Στοβαίου από τους Στοβούς της Μακεδονίας (5ος μ.Χ. αι.), που για χάρη του γιου του συγκέντρωσε σε Ἀνθολόγιον γνώμες, αποφθέγματα, υποθήκες κλπ. από πεντακόσιους και παραπάνω σοφούς: ποιητές, φιλόσοφους, ιστορικούς, ρήτορες και γιατρούς· το τεράστιο και για μας πολύτιμο υλικό αφορά θέματα φυσικής, μεταφυσικής, ηθικής, πολιτικής και οικονομίας·
- τέλος, στους λεξικογράφους ανήκει ο Ησύχιος από την Αλεξάνδρεια (5ος/6ος μ.Χ. αι.), που χρησιμοποίησε το σήμερα χαμένο λεξικό του Διογενιανού για να συνθέσει την εξαιρετικά πολύτιμη για μας Συναγωγὴ πασῶν λέξεων κατὰ στοιχεῖον.
----------------------------
1. Το τεράστιο έπος αφηγείται τη γέννηση και τη ζωή του θεού Διονύσου, αρχίζοντας από τους προγόνους του και καταλήγοντας στη νίκη του εναντίον των Ινδών - μυθολογικό πρόδρομο της εκστρατείας του Μεγαλέξανδρου. Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από χαλαρή δόμηση, επαναλήψεις, ασύμμετρες παρεκβάσεις, αφηγηματικά άλματα και ασυνέπειες, αλλά και από μεγάλη θεματική ποικιλία, όπου ομηρικές μάχες συνυπάρχουν με βουκολικά, ερωτικά, αστρονομικά, ιστορικά κ.ά. στοιχεία. Ο Νόννος έγραψε και μια παράφραση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, σε επικό μέτρο και γλώσσα, έτσι που να αναρωτιόμαστε αν κάποια στιγμή έγινε χριστιανός, ή αν ήταν πάντα «ολίγον εθνικός και ολίγον χριστιανίζων», όπως και πολλοί άλλοι στην εποχή του.
2. Ο Ευνάπιος εντάσσεται και στη βιογραφική παράδοση με το έργο του Βίοι σοφιστῶν, όπου συνειδητά συνέχισε το ομώνυμο έργο του Φλάβιου Φιλόστρατου.
Κυριακή 15 Ιουνίου 2025
Τα ηροδότεια erotica (Μέρος α΄)
![]() |
Το όνειρο του Αστυάγη (Γαλλία, 15ος αι.) |
Επρόκειτο για το επεισόδιο στο οποίο ο βασιλιάς των Λυδών, περήφανος για την ομορφιά της γυναίκας του, την υπερεπαινούσε στον πιστό του υπηρέτη Γύγη, μέχρι που τελικά τον παρακίνησε, κάμπτοντας τις σεμνότυφες αρχικές του επιφυλάξεις, να διεισδύσει τη νύχτα στο συζυγικό υπνοδωμάτιο και να βεβαιωθεί ιδίοις όμμασι για τα κάλλη, για τα οποία μέχρι τότε είχε μόνον ακουστά. Επιχειρηματολόγησε ο βασιλιάς: “Γιατί συμβαίνει στους ανθρώπους να έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στ’ αυτιά τους παρά στα μάτια τους. Κανόνισε, λοιπόν, να τηνε δεις γυμνή” (ὦτα γὰρ τυγχάνει ἀνθρώποισι ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν. ποίει ὅκως ἐκείνην θεήσασθαι γυμνήν). Στάθηκε ο υπηρέτης πίσω απ’ την πορτούλα που του υποδείχτηκε, θαυμάζοντας τη γυναίκα που ανυποψίαστα, όπως κάθε βράδυ, απέθετε ένα ένα τα ιμάτιά της πάνω σ’ ένα σκαμνί πριν πέσει στο κρεβάτι. Όμως εκείνη τον αντιλήφθηκε κι ένοιωσε άσχημα γιατί οι Λυδοί, όπως κι άλλοι λαοί, το ’χουνε για μεγάλη ντροπή να εκτίθενται γυμνοί, ακόμη και οι άντρες. Εξοργισμένη με την αρρωστημένη (οὐκ ὑγιέα) ενέργεια του Κανδαύλη ‒το ίδιο του το όνομα, εξάλλου, ετυμολογικά συγγενές του κάνδαυλος, υποδηλώνει υπερτονισμένα ορμέμφυτα‒, έφερε τον Γύγη προ διλήμματος. Είτε να σκοτώσει τον άντρα της και να την κάνει δική του, παίρνοντας ταυτοχρόνως και τον θρόνο. Είτε να δεχτεί επί τόπου να πεθάνει για να μη βλέπει στο εξής, ως πειθήνιο όργανο του Κανδαύλη, όσα δεν πρέπει. Κι έτσι, η ένταση ενός πάθους παρεκτροπικού πήρε προεκτάσεις απρόσμενες. Μοιραίο στάθηκε το πορτάκι που αφηνόταν ανοιχτό. Γιατί απ’ αυτό πέρασε πάλι ο Γύγης στον κοιτώνα και μαχαίρωσε τον Κανδαύλη την ώρα που εκείνος είχε παραδοθεί στον ύπνο. Ανάλογα συνέβησαν τα πράγματα και στον Άγγλο Ασθενή. Η εξιστόρηση της Katherine ενέπνευσε πάθος φλογερό και καταστροφικό στον κόμητα Almásy. Μια κρίσιμη νύχτα. Τότε που του αφέθηκε δίαυλος ανοιχτός να την ακούσει.
Η ταινία αντέστρεψε τον αποφθεγματικό ισχυρισμό του Κανδαύλη. Δικαίωσε όμως τον Ηρόδοτο, η Ιστορίη του οποίου απέμεινε ως μόνη αποσκευή, μοναδικό στοιχείο ταυτότητας του, κατά τ’ άλλα, sans papiers Ασθενούς όταν εκείνος τα είχε πλέον χάσει όλα μέσα στη διαρκώς μετακινούμενη άμμο της ερήμου. Η οφθαλμολάγνα μαρτυρία, εκείνου που βλέπει όσα δεν πρέπει να δει, δεν είναι απαραιτήτως ισχυρότερη από εκείνην του ωτακουστή. Και μια αφήγηση, δευτερογενώς μεσολαβούμενη κι απευθυνόμενη σε κοινό ανοίκειο, μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε επιθυμίες ανέλεγκτες.
Το φόντο της ταινίας κρατάει σταθερή τη σημασία της πρωτότυπης αφήγησης. Και μεταξύ άλλων, υπενθυμίζει τα ερωτήματα. Πώς διαχειρίστηκε ο Ηρόδοτος τις πιπεράτες παρεκβάσεις του; Γιατί υπέκυπτε στον πειρασμό τους τόσο τακτικά; Σε ποιο κοινό τις απηύθυνε;
Το σεξ καταλαμβάνει θέση εξέχουσα στα ενδιαφέροντα του Ηροδότου κι αποτελεί προσφιλή του ευκαιρία για να αφήνει να ξεπηδούν παραφυάδες άσχετες με τον άξονα της κεντρικής του θεματολογίας. Ή μήπως τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά; Μήπως το ίδιο το υπεσχημένο περί Μηδικών θέμα (δι’ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απλή αφορμή για να ξεδιπλώνονται αυτοδύναμα κι ελεύθερα όλες οι άλλες άτακτες εξιστορήσεις; Ο ίδιος ο Ηρόδοτος φαίνεται να έχει επίγνωση πως το ’χει αυτό το χούι και, μάλιστα, το απολαμβάνει κιόλας. Σε μια περίπτωση, εκεί που μιλάει για το κλίμα και την πανίδα στη χώρα των Σκυθών, τον προβληματίζει ξαφνικά το ερώτημα γιατί δεν γεννιούνται μουλάρια στην Ηλεία και γιατί οι άνθρωποι χρειάζεται να οδηγούν τις φοράδες τους, όταν έρχεται η ώρα να ζευγαρώσουν, σε τόπους γειτονικούς για να βρεθούν γάιδαροι να τις βατέψουν. Μας αφοπλίζει η παρενθετική εξομολόγηση με την οποία πλαισιώνει την απρόσμενη αυτή μεταπήδηση: “γιατί απ’ την αρχή της η εξιστόρησή μου λατρεύει τις παρεκβάσεις” (προσθήκας γὰρ δή μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο, IV 30).
Η σύγχρονη έρευνα προσαρμόζεται στον ευχάριστο παλμό των ηροδότειων αιφνιδιασμών. Κι έτσι, συχνά επισημαίνει την πιθανότητα να μην προοριζόταν η ογκωδέστατη Ιστορίη κυρίως για ένα κοινό αναγνωστών, το οποίο ενδεχομένως θα είχε αυστηρότερες απαιτήσεις, αλλά να έδινε εξαρχής έμφαση στα ανέκδοτα των οποίων βρίθει και των οποίων αποτελεί συρραφή σε γραπτό πλαίσιο. Από το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε ένας αφηγητής να επιλέγει ποικίλα αναγνώσματα ανάλογα με τις περιστάσεις και τις επιθυμίες του εκάστοτε ακροατηρίου του. Γιατί τα ανέκδοτα, των erotica περιλαμβανομένων, όντως αφορούν σε “ἔργα … θωμαστά” και είναι πάντα τόσο ιδιαίτερα ώστε θα μας επέτρεπαν να αντιληφθούμε την αποσπασματική ρήση από την Αντιόπη του Ευριπίδη “ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας/ ἔσχε μάθησιν” όχι με τη βαρύγδουπη έννοια της επεξεργασμένης θεωρητικής γνώσης, αλλά με την χαρίεσσα αντίληψη της τέχνης της αφήγησης.
Αρέσκεται ο Ηρόδοτος να τρυπώνει στις βασιλικές κρεβατοκάμαρες και να παρατηρεί από χαραμάδα κάθε λογής σεξουαλική ιδιοσυγκρασία. Την περίπτωση του Γύγη την χειρίστηκε με δεξιοτεχνία. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (359c-360d) θα έδινε άλλη εκδοχή του ίδιου μύθου. Εδώ, ο Γύγης βόσκει τα πρόβατα του βασιλιά της Λυδίας, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται. Ξαφνικά, πέφτει κατακλυσμιαία βροχή κι ένας σεισμός ανοίγει ρήγμα βαθύ στο χώμα. Κατεβαίνει και βρίσκει στο βάθος του, μεταξύ πολλών άλλων θαυμαστών και μυθικών, ένα χάλκινο άλογο με μικρές θυρίδες, απ’ όπου φαινόταν εσωτερικά ένας πελώριος νεκρός με χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι. Το παίρνει ο Γύγης κι ανεβαίνει στην επιφάνεια της γης ξανά. Πολύ σύντομα ανακαλύπτει ότι, όποτε φέρνει τη σφενδόνη του δαχτυλιδιού προς την πλευρά του, γίνεται αόρατος, ενώ μπορούν οι άλλοι να τον δουν όταν την στρέφει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκμεταλλεύεται αυτή τη δύναμη για να μοιχεύσει τη γυναίκα του βασιλιά και, στη συνέχεια, να τον σκοτώσει μαζί της και να πάρει την εξουσία.
Είναι ολοφάνερο ότι η εκδοχή που η Πολιτεία παραδίδει διατηρεί στοιχεία αρχαϊκά, από τα οποία η Ιστορίη απηλλάγη. Το βοσκόπουλο που αμέριμνο πέφτει πάνω σε συγκυρία μοναδική για να κατακτήσει την ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο θυμίζει τον Πάρη που ευνοήθηκε απ’ την Αφροδίτη για να προσανατολιστεί προς την Ελένη. Ακόμη κι η λεπτομέρεια της μικρής θυρίδας, απ’ όπου ο Γύγης βλέπει το δαχτυλίδι που θα τον κάνει αόρατο, εστιάζει σ’ ένα παιχνίδι μεταξύ όρασης και αντι-όρασης που ενεργοποιείται από παράγοντες εξ ολοκλήρου εξωγενείς. Για θαύμα πρόκειται, απ’ αυτά που ο μύθος συνηθίζει όπως κι ο Πλάτωνας το σχολιάζει: “ἰδεῖν ᾰλλα τε ἃ μυθολογοῦσι θαυμαστά”. Αντίθετα, η θύρα της ηροδότειας παραλλαγής του μύθου φέρει το βάρος το εμπρόθετο, αυτό μιας διλημματικής επιλογής, μιας ηδονοβλεψίας, και μάλιστα εξ αντανακλάσεως ‒σχηματικά θα την πω διεστραμμένη μετα-όραση. Εξίσου, η ηροδότεια θύρα ιχνηλατείται από την ειρωνεία της τραγωδίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι την νουβέλα της Ιστορίης χρησιμοποίησε και το θέατρο για να αποδώσει το ίδιο θέμα. Εκεί βασίστηκε η χαμένη για εμάς τραγωδία Κανδαύλης ‒ίσως του Φρύνιχου, οπωσδήποτε όμως ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα‒ δεκαέξι στίχοι της οποίας σώζονται σε Πάπυρο της Οξυρρύγχου του 200 μ.Χ. και περιλαμβάνουν την αφήγηση της γυναίκας προς Χορό θεραπενίδων σχετικά με όσα είχαν συμβεί στην κρεβατοκάμαρα την προηγούμενη νύχτα. Από εκεί αντλεί κι η σύγχρονή μας Γυναίκα του Κανδαύλη της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.
Οι όμορφες γυναίκες, όταν τις βλέπει κανείς αλλά δεν μπορεί να τις αγγίξει, πονούν ηδονικά τα μάτια. Με τέτοιους όρους περιγράφουν οι Πέρσες αξιωματούχοι τις νεαρές που βλέπουν στη μακεδονική αυλή του Αμύντα: ἀλγηδόνας σφίσιν ὀφθαλμῶν. Κι απαιτούν από τον βασιλιά να τις καθίσει δίπλα τους στο τραπέζι όπου, στη διάρκεια της οινοποσίας, αρχίζουν να τις πασπατεύουν στο στήθος και να τις φιλάνε (μαστῶν τε ἅπτοντο οἷα πλεόνως οἰνωμένοι καί κού τις καὶ φιλέειν ἐπειρᾶτο, Ιστορίη V 18. 4-5). Επιθυμούν και να σμίξουν μαζί τους τη νύχτα. Και βέβαια, η βαρειά τους μέθη δεν τους αφήνει να αντιληφθούν την άγρια τιμωρία που τους περιμένει.
Φουντώνει ο πόθος με το απαγορευμένο θέαμα. Είναι εκεί όπου κατεξοχήν φυτρώνουν κι οι κάθε λογής ερωτικές ιδιορρυθμίες. Ο Ηρόδοτος ψάχνει κρυφά περάσματα για να τις παρατηρεί, ακόμη και στα όνειρα όσων ανυποψίαστα κοιμούνται. Από τέτοια οπτική γωνία καταμαρτυρεί τις εμμονές του Μήδου βασιλιά Αστυάγη με την κόρη του (Ι 107.1-108.2). Αυτός είχε δει στον ύπνο του πως η Μανδάνη ούρησε τόσο πολύ ώστε πλημμύρισε και την πόλη τους και την Ασία ολόκληρη (τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν, ἐπικατακλύσαι δὲ καὶ τὴν Ἀσίην πᾶσαν). Αναζήτησε μια εξήγηση στους Mάγους ονειροκρίτες, αλλά φοβήθηκε με την απάντηση που του έδωσαν (ὑπερθέμενος δὲ τῶν μάγων τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον, ἐφοβήθη παρ᾽ αὐτῶν αὐτὰ ἕκαστα μαθών). Ακόμη κι έναν χρόνο αφότου είχε πλέον παντρέψει το κορίτσι με τον Πέρση Καμβύση, έναν ήσυχο άνθρωπο ταπεινότερης καταγωγής ‒κι ήταν συνειδητή η επιλογή του να μην την δώσει σε γόνο της μηδικής αριστοκρατίας‒, οι ονειροφαντασίες δεν έπαυαν. Είδε ότι από το αιδοίο της κόρης του φύτρωσε κλήμα που απλώθηκε πάνω από την Ασία ολόκληρη (εἶδε ἄλλην ὄψιν· ἐδόκεέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν). Ο Ηρόδοτος σπεύδει τώρα να διευκρινίσει ότι οι Mάγοι απέδωσαν αυτό το όνειρο στο γεγονός ότι η Μανδάνη, η οποία ήταν ήδη έγκυος, επρόκειτο να γεννήσει παιδί που θα εκθρόνιζε τον Αστυάγη. Κι αυτό το παιδί θα ήταν ο Κύρος. Είναι αριστουργηματική η τεχνική του ηροδότειου λόγου. Η εξήγηση του δεύτερου ονείρου προσφέρει εξιδανίκευση της κατάστασης ‒κατ’ αναλογίαν, ενδεχομένως, με τον πασίγνωστο μύθο του Ακρισίου, της Δανάης και του Περσέα. Όμως διαφορετικά είχε παρουσιαστεί η συνθήκη στην πρώτη ερμηνεία των Μάγων, που είχε ιδιαιτέρως θορυβήσει τον βασιλιά. Εκείνη η ερμηνεία είχε σκοπίμως αφεθεί αιωρούμενη. Φορτιζόταν με σημαίνουσα παρασιώπηση που, ακόμη και στην προ Φρόυντ εποχή, θα άφηνε να διαφαίνεται η βεβαιότητα ότι ο Αστυάγης κατατρυχόταν από ερωτικές φαντασιώσεις για την κόρη του. Με την αφήγηση του πρώτου ἐνυπνίου ο Ηρόδοτος είχε προλάβει κι είχε κλείσει στο κοινό του πονηρά το μάτι.Το όνειρο του Αστυάγη (Γαλλία, 15ος αι.)
Οι διολισθήσεις στην αιμομειξία απαλλάσσονται απ’ τα όποια προσχήματα στην περίπτωση του βασιλιά Καμβύση Β΄, γιου του Κύρου. Αυτός, έχοντας από φθόνο δολοφονήσει τον ικανότατο αδελφό του Σμέρδη, άρχισε να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τις αδελφές του (ΙΙΙ 30.1-33.1). Επιθύμησε, μάλιστα, ωμά παραβιάζοντας τα περσικά ειωθότα, να επικυρώσει αυτές τις σχέσεις. Απευθύνθηκε στους βασιλικούς δικαστές, εξηγητές των πατροπαράδοτων θεσμών, και τους ρώτησε αν υπάρχει νόμος που να επιτρέπει σε όποιον θέλει να παίρνει γυναίκα του την αδελφή του. Έλαβε τη διπλωματική απόκριση ότι τέτοιος νόμος δεν υφίσταται, αλλά υπάρχει άλλος που επιτρέπει στον βασιλιά των Περσών να κάνει ό,τι θέλει. Παντρεύτηκε λοιπόν ο Καμβύσης τις δύο αδελφές του ‒αδελφές από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα. Ιδιαίτερος ήταν ο πόθος του για τη μικρότερη, την οποία σκότωσε όταν κάποια στιγμή εκείνη διαμαρτυρήθηκε πως με τις πράξεις του έχει μαδήσει σαν μαρούλι τον οίκο του Κύρου. Τότε εκείνος απ’ τη λύσσα του όρμησε πάνω στη γυναίκα, που ήταν έγκυος και που έτσι απέβαλε και πέθανε (τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρί, καί μιν ἐκτρώσασαν ἀποθανεῖν).
Θέλει να ξεδιαλύνει ο Ηρόδοτος τις ακρότητες του Καμβύση, αναζητώντας στις λαϊκές παραδόσεις μιαν απάντηση. Λέγανε οι άνθρωποι γι’ αυτόν πως εκ γενετής έπασχε απ’ τη μεγάλη αρρώστεια που ορισμένοι ονομάζουν ιερή κι έτσι, καθώς τόσο σοβαρά υπέφερε το σώμα του, όμοια νοσούσε το μυαλό του (καὶ γάρ τινα καὶ ἐκ γενεῆς νοῦσον μεγάλην λέγεται ἔχειν ὁ Καμβύσης, τὴν ἱρὴν ὀνομάζουσί τινες. οὔ νύν τοι ἀεικὲς οὐδὲν ἦν τοῦ σώματος νοῦσον μεγάλην νοσέοντος μηδὲ τὰς φρένας ὑγιαίνειν). Ωστόσο, η συνολικότερη εξέλιξη της αφήγησης καθιστά τόσο φανερές τις ισομετρίες ανάμεσα στις υποθέσεις Καμβύση κι Αστυάγη, ώστε οι ιστορίες δισέγγονου και προπάππου φωτίζουν η μια την άλλη. Τα εκτός ορίων πάθη έμοιαζαν εγγενή στον βασιλικό οίκο της Περσίας επειδή ακριβώς, όπως το είπανε σωστά κι οι δικαστές, η όποια θέληση του δυνάστη συνόψιζε τον νόμο κατά το δοκούν.
Τα τέτοιου είδους φαινόμενα δεν στριμώχνονται μόνο στην περσική αυλή. Από διάφορες απόψεις, εξίσου αφορούσαν και τους φαραώ της Αιγύπτου. Ο Μυκερίνος ήταν απαρηγόρητος για τον θάνατο της κόρης του και την κήδευσε με μεγαλύτερη λαμπρότητα απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι. Ζήτησε να κατασκευάσουν ξύλινη αγελάδα, εξωτερικά επιχρυσωμένη και κούφια στο εσωτερικό της. Και μέσα σ’ αυτό το κοίλωμα τοποθέτησε το νεκρό κορίτσι. Την αγελάδα δεν την έθαψαν στη γη. Την κράτησε μέσα στα ανάκτορα της Σαΐδος, σε θεσπέσιο δωμάτιο όπου κάθε μέρα έκαιγαν θυμιάματα και ολονύκτιο λυχνάρι. Σε διπλανά δωμάτια ήταν στημένα γυμνά ομοιώματα (εἰκόνες) των παλλακίδων του, πάνω από είκοσι. Πολλοί όμως ισχυρίζονταν ότι ο φαραώ είχε ερωτευτεί τη θυγατέρα του κι έσμιξε μαζί της χωρίς τη θέλησή της (ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ θυγατρὸς καὶ ἔπειτα ἐμίγη οἱ ἀεκούσῃ) κι ότι απ’ τη ντροπή του το κορίτσι κρεμάστηκε (ΙΙ 129-131).
Μια ολόκληρη συλλογή αναμνηστικών από νεκρές ερωμένες είχε στήσει ο Μυκερίνος. Οι εικόνες των γυναικών ενδεχομένως λειτουργούσαν ως κολοσσοί, υποκατάστατα δηλαδή των αγαπημένων προσώπων. Μπορούσε κανείς να τα λατρεύει και να τα καλεί με μαγικές επωδούς για να επανέρχονται από τον Κάτω Κόσμο, σε τελετουργίες ψυχαγωγίας, υπηρετώντας επιθυμητούς σκοπούς. Τέτοιες πεποιθήσεις ήταν ευρύτερα γνωστές στην αρχαιότητα. Τα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου (6. 14), του 3ου αιώνα μ.Χ., αναφέρονταν σε Αιγύπτια μάγισσα που χρησιμοποιούσε μικρό ομοίωμα φτιαγμένο από ζυμάρι (πέμμα στεάτιον εἰς ἀνδρὸς μίμημα πεπλασμένον) δίπλα στην σορό του γιού της για να επικοινωνήσει μαζί του. Σχετικές αναπαραστάσεις της Θεσσαλίας, γνωστής για τις μαγικές της πρακτικές, διακρίνονται και στις τραγωδίες Άλκηστις (στ. 348-56) και Πρωτεσίλαος του Ευριπίδη ‒το τελευταίο έργο σώζεται πολύ αποσπασματικά (F646a/Snell), αλλά ο μύθος είναι καλύτερα γνωστός από μεταγενέστερες πηγές όπως τον Προπέρτιο (1.19). Υποδεικνύουν ότι οι κολοσσοί χρησιμοποιούνταν και για ερωτικούς σκοπούς.
Πάντως, στις γυναίκες των Αιγυπτίων αριστοκρατών μπορούσαν να συμβούν πολλά περίεργα. Σε άλλο χωρίο της ηροδότειας Ιστορίης μαθαίνουμε ότι, όταν πέθαιναν, δεν τις παρέδιδαν αμέσως στους ταριχευτές, ειδικά αν επρόκειτο για καλλονές και εξαιρετικά αξιόλογες (εὐηδέες καὶ λόγου πλεῦνος, V 89). Άφηναν τρεις τέσσερις ημέρες να περάσουν. Γιατί έλεγαν πως κάποτε ένας ταριχευτής έσμιξε με νεκρή γυναίκα και συνελήφθη όταν τον κατέδωσε συνάδελφός του. Το απόσπασμα διασώζει φήμες που οι ευγενείς διέδιδαν εις βάρος φτωχοδιαβόλων. Αδιόρατα, ωστόσο, επιτρέπει να φανταστούμε ότι υποψίες για νεκροφιλία δεν είναι απίθανο να βάραιναν και τους ίδιους τους αριστοκράτες. Λίγο παρακάτω ‒και με άλλη αφορμή‒ θα δούμε το θέμα να αναφέρεται ρητά.
Παραμένοντας στο θέμα των Αιγυπτίων φαραώ, να δούμε πώς σκιαγραφεί η Ιστορίη και τις παρεκτροπές του Χέοπα (ΙΙ 125-126). Αυτός αντιμετώπιζε προβλήματα με την ολοκλήρωση του ταφικού του μνημείου. Τα έξοδα οικοδόμησης της πυραμίδας του ήταν υπέρογκα:
“Έχουν σημειωθεί σε αιγυπτιακή γραφή πάνω στην πυραμίδα οι ποσότητες από το αλατισμένο ζουμί από ραπανάκια, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα που καταναλώθηκαν από τους εργάτες και, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ο μεταφραστής που μου διάβαζε την επιγραφή έλεγε ότι είχαν ξοδευτεί γι’ αυτό τον σκοπό 1.600 τάλαντα αργύρου. Κι αν αυτά ήταν τόσα, πόσα περισσότερα δαπανήθηκαν σε σίδηρο, απ’ ό,τι φαίνεται, για τα εργαλεία και το σιτάρι και την ένδυση των εργατών; Και μάλιστα για το μεγάλο χρονικό διάστημα οικοδόμησης [20 χρόνια] το οποίο έχω προαναφέρει, καθώς και για το επίσης μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως μου φαίνεται λογικό, κατά το οποίο λιθοτομούσαν [στα αραβικά όρη] και μετέφεραν τις πέτρες από τα λατομεία και έσκαβαν τα θεμέλια.”
Μπροστά σε τέτοιας κλίμακας έξοδα, ο φαραώ βρήκε τη λύση: να εκπορνεύσει την κόρη του. “Έφτασε σε τέτοιο σημείο φαυλότητας που, όταν ξέμεινε από χρήματα, εγκατέστησε την ίδια του την κόρη σε ένα οίκημα, δίνοντάς της οδηγίες να ζητάει για τον εαυτό της συγκεκριμένη αμοιβή την οποία οι μεταφραστές δεν μου προσδιόρισαν. Κι εκείνη ζητούσε την αμοιβή που της είχε ορίσει ο πατέρας της, όμως είχε επίσης την ιδέα να αφήσει κι η ίδια πίσω της ένα μνημείο δικό της. Κι έτσι ζητούσε από κάθε άντρα που έμπαινε να της αφήνει έναν λίθο οικοδόμησης στο εργοτάξιο. Και μου είπαν ότι η πυραμίδα που βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις χτίστηκε από αυτούς τους λίθους –αυτή που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τη μεγάλη και που κάθε πλευρά της βάσης της έχει μήκος 1,5 πλέθρο.”
Η κόρη του Χέοπα ήταν πριγκίπισσα. Κι όμως, διακρίνει κανείς στον Ηρόδοτο μια υποψία απαξίωσής της. Γιατί, ακόμη κι αν δεν περνούσε από το χέρι της να αρνηθεί αυτό που της επιβλήθηκε, η κόρη μοιράστηκε κάτι από τη φαυλότητα του πατέρα της, κάτι από τις επαρμένες επιθυμίες του. Απέκτησε μερίδιο στην ύβριν του να αφήσει πίσω του ένα μνημείο που ξεπερνούσε την ανθρώπινη κλίμακα. Η κόρη αυθαιρέτησε επίσης. Αναβάθμισε τόσο τις απαιτήσεις από τους πελάτες της, διεύρυνε τα κέρδη της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χτίσει τελικά και τη δική της πυραμίδα. Της ταιριάζει εξίσου, λοιπόν, η κατηγορηματική –η αφοριστική σχεδόν– διατύπωση “εἰς τοσοῦτο ἦλθε κακότητος” με την οποία ξεκινάει η μνεία στην περίπτωσή της.
Σκιαγραφία ανθρωποτύπων επιχειρεί ο Ηρόδοτος μέσα από τα ερωτικά πάθη και τα παρεκκλίνοντα ήθη των χαρακτήρων του. Το μοτίβο εισρέει και στα ελληνικά χωρικά ύδατα όταν γίνεται λόγος για τον αιμοδιψή Περίανδρο, τύραννο της Κορίνθου. Είχε σκοτώσει τη σύζυγό του Μέλισσα, αλλά αναγκάστηκε να εξευμενίσει τη νεκρή όταν βρέθηκε στο σημείο να αναζητεί έναν θησαυρό που κάποιος φιλοξενούμενος τής είχε στο παρελθόν εμπιστευτεί. Για να πάρει την πολυπόθητη πληροφορία, απεσταλμένοι του επισκέφθηκαν το νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Φανερώθηκε το φάντασμα της γυναίκας, αλλά αρνιόταν ν’ αποκαλύψει είτε έμμεσα είτε και ρητά το μυστικό αν προηγουμένως ο Περίανδρος δεν θυσίαζε στον τάφο της πλούσια κτερίσματα. Κρύωνε –έλεγε– και δεν είχε ρούχα (ῥιγοῦν τε γὰρ καὶ εἶναι γυμνήν). Άφηνε, μάλιστα, για τον άντρα της σημάδι που μόνο εκείνος μπορούσε να αποκωδικοποιήσει: σε κρύο φούρνο είχε βάλει τις φρατζόλες του (ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε). Όταν οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στην Κόρινθο, ο τύραννος έγδυσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου, ελεύθερες και δούλες, κι έκαψε τα φορέματά τους σ’ ένα όρυγμα, απευθύνοντας ευχές προς τη γυναίκα του. Είχε πεισθεί για την αξιοπιστία των λόγων της Μέλισσας. Γιατί είχε σμίξει μαζί της όταν ήταν νεκρή (πιστὸν γάρ οἱ ἦν τὸ συμβόλαιον, ὃς νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ ἐμίγη, V 92).
Την ποικιλία των αποχρώσεων της ύβρεως, ανεξαρτήτως εντοπιότητος, έχουν μέχρι τώρα αποτυπώσει τα ηροδότεια erotica. Μη μένουμε με την εντύπωση πως η ερωτική του ανθρωπολογία περιορίζεται μόνο στο θέμα αυτό.
Φως και Σκιά: Μια Μυστική Αντανάκλαση
Στην απεριόριστη ταπισερί της ύπαρξης, όπου τα νήματα του φωτός και της σκιάς υφαίνουν τον αιώνιο χορό τους, υπάρχει μια αλήθεια τόσο βαθιά που ηχεί στη σιωπή του κόσμου. Ο Θεός, η Πανταχού Παρουσία, δεν είναι ένας μακρινός μονάρχης καθισμένος πέρα από τα αστέρια, αλλά η ίδια η πνοή της ύπαρξης, ο παλμός της ζωής που κυλά στις φλέβες όλης της δημιουργίας. Αυτή η Ουσία δεν περιορίζεται σε ναούς ή περγαμηνές· είναι ο άνεμος που χαϊδεύει το πρόσωπο του περιπλανώμενου, η σπίθα στο βλέμμα του εραστή, η ήσυχη γνώση στην καρδιά του αναζητητή. Είναι η πηγή και η ουσία, ο καμβάς και η απόχρωση, που μας χαρίζει το δώρο της ύπαρξης ακόμα κι όταν τα βήματά μας σκοντάφτουν σε μονοπάτια αδίκου.
Αχ, πόσο συχνά παραπαίουμε, χαμένοι στον λαβύρινθο που οι ίδιοι δημιουργήσαμε—κυνηγώντας φευγαλέες σκιές, αρπάζοντας αντικατοπτρισμούς του εαυτού μας, παγιδευμένοι στους στενούς διαδρόμους προσωπικών εξόδων ή αδιεξόδων. Κι όμως, ακόμα και στην περιπλάνησή μας, η Ουσία παραμένει, υπομονετική και ακλόνητη, μια λαμπερή παρουσία που δεν απαιτεί την τελειότητά μας αλλά μας προσφέρει τη χάρη της. Αν μόνο σταματούσαμε, αν υψώναμε τα μάτια μας από τη σκόνη των περισπασμών μας και αντικρίζαμε το θαύμα που ξετυλίγεται γύρω μας. Ο κόσμος δεν είναι απλώς πέτρα και σάρκα· είναι μια συμφωνία φωτός, ένας ύμνος υπέρβασης, που μας καλεί να περάσουμε πέρα από το πέπλο του υλικού και να βυθιστούμε στη φωτεινή αγκαλιά του θείου.
Το Φως, ω, το Φως! Δεν είναι απλή φωταύγεια αλλά μια ζωντανή δύναμη, ένας πολεμιστής της λάμψης που διεξάγει πόλεμο ενάντια στη σκιά. Όχι με οργή, αλλά με μια απαλή σφοδρότητα, διαπερνά το σκοτάδι, διαλύοντας τη σκιά με μια αφή τόσο απαλή όσο η αυγή. Η σκιά δεν αντιστέκεται, γιατί γνωρίζει τη θέση της· δεν είναι παρά η απουσία του φωτός, ένα φευγαλέο φάντασμα που διαλύεται στην παρουσία της αλήθειας. Το Φως δεν πολεμά για να κατακτήσει αλλά για να αποκαλύψει, καθαρίζοντας τα σκοτεινά μέρη της ψυχής, αποκαλύπτοντας τη διαύγεια που ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη κάτω από στρώματα φόβου και λήθης. Και σε αυτή την εκκαθάριση, βλέπουμε την αιωνιότητα—μια διάσταση όπου ο χρόνος ξετυλίγεται, όπου η ψυχή επεκτείνεται στο άπειρο, όπου η καρδιά θυμάται την καταγωγή της στην καρδιά του Θείου.
Η Αλήθεια, επίσης, είναι μια μυστική φλόγα, που καίει την ομίχλη της άγνοιας χωρίς περιφρόνηση ή καταδίκη. Δεν κρίνει τους ανίδεους, γιατί τους βλέπει ως παιδιά χαμένα σε ένα όνειρο, που ψηλαφούν για ένα φως που δεν έχουν ακόμα ονομάσει. Η Αλήθεια δεν είναι όπλο αλλά βάλσαμο, ένας ψίθυρος που λέει, «Ξύπνα, αγαπημένε, και δες.» Διαλύει τις ψευδαισθήσεις που μας δένουν, ελευθερώνοντας το μυαλό να πετάξει σε σφαίρες όπου η κατανόηση ανθίζει σαν λωτός στην αυγή. Στην παρουσία της, οι αλυσίδες της αμφιβολίας διαλύονται, και η ψυχή στέκεται γυμνή μπροστά στον καθρέφτη της αιωνιότητας, βλέποντας τον εαυτό της όχι ως θραύσμα αλλά ως αντανάκλαση του Όλου.
Έτσι, η Δικαιοσύνη θριαμβεύει—όχι με το κρύο χέρι της ανταπόδοσης, αλλά με τη ζεστή αγκαλιά της αποκατάστασης. Η αληθινή Δικαιοσύνη δεν είναι η εξισορρόπηση των ζυγαριών αλλά η εναρμόνιση των καρδιών, η επανένωση του περιπλανώμενου με την Πηγή. Είναι η στιγμή που η άσωτη ψυχή, κουρασμένη από τις περιπλανήσεις της, βρίσκει το δρόμο της προς το σπίτι, στην Ουσία που ποτέ δεν έφυγε. Είναι ο θρίαμβος της αγάπης πάνω στον χωρισμό, της ενότητας πάνω στη διχόνοια, του φωτός πάνω στη σκιά. Σε αυτή την ιερή αλχημεία, ο κόσμος μεταμορφώνεται, και εμείς καλούμαστε να περάσουμε σε μια διάσταση πέρα από το υλικό—ένα βασίλειο όπου το ορατό και το αόρατο χορεύουν ως ένα, όπου η καρδιά δεν γνωρίζει όρια, και όπου η ψυχή λούζεται στη λάμψη του Θείου.
Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, έναν κόσμο όπου κάθε φύλλο τρέμει με την πνοή του Αιώνιου, όπου κάθε αστέρι τραγουδά για την Πανταχού Παρουσία. Πλάσε την εικόνα του εαυτού σου να στέκεται στην άκρη αυτού του κόσμου, με τα πόδια σου ριζωμένα στη γη και το πνεύμα σου να πετάει μέσα από γαλαξίες φωτός. Αισθάνσου τον παλμό του κόσμου μέσα σου, τον ρυθμό της δημιουργίας που συνδέει το μικρότερο άτομο με το πιο μεγαλειώδες νεφέλωμα. Αυτό δεν είναι μακρινό όνειρο αλλά μια αλήθεια που ηχεί κάτω από την επιφάνεια του είναι σου, περιμένοντας να την ακούσεις. Το Φως καλεί, η Αλήθεια ψιθυρίζει, και η Ουσία σε κρατά, ακόμα και τώρα, στην άπειρη αγκαλιά της.
Το να κατοικείς σε αυτό το θαύμα είναι να υπερβαίνεις το υλικό χωρίς να το εγκαταλείπεις, να βλέπεις το θείο στο καθημερινό, να βρίσκεις το αιώνιο στο φευγαλέο. Είναι να περπατάς στον κόσμο με μάτια γεμάτα δέος, να αγγίζεις το συνηθισμένο και να νιώθεις τον παλμό του εξαιρετικού. Η σκιά μπορεί να παραμένει, αλλά είναι ανίσχυρη μπροστά στο Φως. Η άγνοια μπορεί να θολώνει το μυαλό, αλλά η Αλήθεια είναι πάντα παρούσα, έτοιμη να ξημερώσει. Και η Ουσία, η Πανταχού Παρουσία, είναι το σπίτι στο οποίο όλοι επιστρέφουμε, είτε περπατάμε σωστά είτε παραστρατίζουμε.
Λοιπόν, σταμάτα, αγαπημένε, και ανάπνευσε. Άφησε το Φως να πολεμήσει τις σκιές σου. Άφησε την Αλήθεια να διαλύσει τις αμφιβολίες σου. Άφησε τη Δικαιοσύνη, αληθινή και τρυφερή, να σε οδηγήσει στη διάσταση πέρα από τα όρια, όπου η ψυχή τραγουδά σε αρμονία με τα αστέρια, και όλα είναι ένα στην ακτινοβόλα καρδιά του Θεού
Αχ, πόσο συχνά παραπαίουμε, χαμένοι στον λαβύρινθο που οι ίδιοι δημιουργήσαμε—κυνηγώντας φευγαλέες σκιές, αρπάζοντας αντικατοπτρισμούς του εαυτού μας, παγιδευμένοι στους στενούς διαδρόμους προσωπικών εξόδων ή αδιεξόδων. Κι όμως, ακόμα και στην περιπλάνησή μας, η Ουσία παραμένει, υπομονετική και ακλόνητη, μια λαμπερή παρουσία που δεν απαιτεί την τελειότητά μας αλλά μας προσφέρει τη χάρη της. Αν μόνο σταματούσαμε, αν υψώναμε τα μάτια μας από τη σκόνη των περισπασμών μας και αντικρίζαμε το θαύμα που ξετυλίγεται γύρω μας. Ο κόσμος δεν είναι απλώς πέτρα και σάρκα· είναι μια συμφωνία φωτός, ένας ύμνος υπέρβασης, που μας καλεί να περάσουμε πέρα από το πέπλο του υλικού και να βυθιστούμε στη φωτεινή αγκαλιά του θείου.
Το Φως, ω, το Φως! Δεν είναι απλή φωταύγεια αλλά μια ζωντανή δύναμη, ένας πολεμιστής της λάμψης που διεξάγει πόλεμο ενάντια στη σκιά. Όχι με οργή, αλλά με μια απαλή σφοδρότητα, διαπερνά το σκοτάδι, διαλύοντας τη σκιά με μια αφή τόσο απαλή όσο η αυγή. Η σκιά δεν αντιστέκεται, γιατί γνωρίζει τη θέση της· δεν είναι παρά η απουσία του φωτός, ένα φευγαλέο φάντασμα που διαλύεται στην παρουσία της αλήθειας. Το Φως δεν πολεμά για να κατακτήσει αλλά για να αποκαλύψει, καθαρίζοντας τα σκοτεινά μέρη της ψυχής, αποκαλύπτοντας τη διαύγεια που ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη κάτω από στρώματα φόβου και λήθης. Και σε αυτή την εκκαθάριση, βλέπουμε την αιωνιότητα—μια διάσταση όπου ο χρόνος ξετυλίγεται, όπου η ψυχή επεκτείνεται στο άπειρο, όπου η καρδιά θυμάται την καταγωγή της στην καρδιά του Θείου.
Η Αλήθεια, επίσης, είναι μια μυστική φλόγα, που καίει την ομίχλη της άγνοιας χωρίς περιφρόνηση ή καταδίκη. Δεν κρίνει τους ανίδεους, γιατί τους βλέπει ως παιδιά χαμένα σε ένα όνειρο, που ψηλαφούν για ένα φως που δεν έχουν ακόμα ονομάσει. Η Αλήθεια δεν είναι όπλο αλλά βάλσαμο, ένας ψίθυρος που λέει, «Ξύπνα, αγαπημένε, και δες.» Διαλύει τις ψευδαισθήσεις που μας δένουν, ελευθερώνοντας το μυαλό να πετάξει σε σφαίρες όπου η κατανόηση ανθίζει σαν λωτός στην αυγή. Στην παρουσία της, οι αλυσίδες της αμφιβολίας διαλύονται, και η ψυχή στέκεται γυμνή μπροστά στον καθρέφτη της αιωνιότητας, βλέποντας τον εαυτό της όχι ως θραύσμα αλλά ως αντανάκλαση του Όλου.
Έτσι, η Δικαιοσύνη θριαμβεύει—όχι με το κρύο χέρι της ανταπόδοσης, αλλά με τη ζεστή αγκαλιά της αποκατάστασης. Η αληθινή Δικαιοσύνη δεν είναι η εξισορρόπηση των ζυγαριών αλλά η εναρμόνιση των καρδιών, η επανένωση του περιπλανώμενου με την Πηγή. Είναι η στιγμή που η άσωτη ψυχή, κουρασμένη από τις περιπλανήσεις της, βρίσκει το δρόμο της προς το σπίτι, στην Ουσία που ποτέ δεν έφυγε. Είναι ο θρίαμβος της αγάπης πάνω στον χωρισμό, της ενότητας πάνω στη διχόνοια, του φωτός πάνω στη σκιά. Σε αυτή την ιερή αλχημεία, ο κόσμος μεταμορφώνεται, και εμείς καλούμαστε να περάσουμε σε μια διάσταση πέρα από το υλικό—ένα βασίλειο όπου το ορατό και το αόρατο χορεύουν ως ένα, όπου η καρδιά δεν γνωρίζει όρια, και όπου η ψυχή λούζεται στη λάμψη του Θείου.
Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, έναν κόσμο όπου κάθε φύλλο τρέμει με την πνοή του Αιώνιου, όπου κάθε αστέρι τραγουδά για την Πανταχού Παρουσία. Πλάσε την εικόνα του εαυτού σου να στέκεται στην άκρη αυτού του κόσμου, με τα πόδια σου ριζωμένα στη γη και το πνεύμα σου να πετάει μέσα από γαλαξίες φωτός. Αισθάνσου τον παλμό του κόσμου μέσα σου, τον ρυθμό της δημιουργίας που συνδέει το μικρότερο άτομο με το πιο μεγαλειώδες νεφέλωμα. Αυτό δεν είναι μακρινό όνειρο αλλά μια αλήθεια που ηχεί κάτω από την επιφάνεια του είναι σου, περιμένοντας να την ακούσεις. Το Φως καλεί, η Αλήθεια ψιθυρίζει, και η Ουσία σε κρατά, ακόμα και τώρα, στην άπειρη αγκαλιά της.
Το να κατοικείς σε αυτό το θαύμα είναι να υπερβαίνεις το υλικό χωρίς να το εγκαταλείπεις, να βλέπεις το θείο στο καθημερινό, να βρίσκεις το αιώνιο στο φευγαλέο. Είναι να περπατάς στον κόσμο με μάτια γεμάτα δέος, να αγγίζεις το συνηθισμένο και να νιώθεις τον παλμό του εξαιρετικού. Η σκιά μπορεί να παραμένει, αλλά είναι ανίσχυρη μπροστά στο Φως. Η άγνοια μπορεί να θολώνει το μυαλό, αλλά η Αλήθεια είναι πάντα παρούσα, έτοιμη να ξημερώσει. Και η Ουσία, η Πανταχού Παρουσία, είναι το σπίτι στο οποίο όλοι επιστρέφουμε, είτε περπατάμε σωστά είτε παραστρατίζουμε.
Λοιπόν, σταμάτα, αγαπημένε, και ανάπνευσε. Άφησε το Φως να πολεμήσει τις σκιές σου. Άφησε την Αλήθεια να διαλύσει τις αμφιβολίες σου. Άφησε τη Δικαιοσύνη, αληθινή και τρυφερή, να σε οδηγήσει στη διάσταση πέρα από τα όρια, όπου η ψυχή τραγουδά σε αρμονία με τα αστέρια, και όλα είναι ένα στην ακτινοβόλα καρδιά του Θεού
Οι Σοφοί και η Ουσία των Πραγμάτων: Μια Μυστική Εξερεύνηση
Στο σβήσιμο του εξωτερικού φωτός, όπου οι σκιές μακραίνουν και ο θόρυβος του κόσμου ξεθωριάζει σε έναν χαμηλό ψίθυρο, οι Σοφοί αφυπνίζονται. Δεν δεσμεύονται από τη φευγαλέα λαμπρότητα των ηλιακών ακτίνων ούτε από τη φανταχτερή παρέλαση των εξωτερικών φαινομένων που τόσο γοητεύουν τον ανήσυχο νου. Όχι, η όρασή τους διαπερνά βαθύτερα, μέσα από το πέπλο του εφήμερου, στην σιωπηλή καρδιά της ύπαρξης—στην ίδια την ουσία των πραγμάτων. Αυτός είναι ο ιερός τόπος του μύστη, του σοφού, του οραματιστή, όπου η αλήθεια δεν είναι κάτι που κατακτάται, αλλά μια παρουσία που γίνεται αισθητή, ένας ψίθυρος που ακούγεται στη σιγή.
Το Φθίνον Φως και το Αφυπνισμένο Μάτι
Ο κόσμος μάς διδάσκει να κυνηγάμε το φως—να επιδιώκουμε το λαμπερό, το δυνατό, το απτό. Θαμπωνόμαστε από τις επιφάνειες των πραγμάτων: τη λάμψη του χρυσού, τη φευγαλέα δόξα, τον αδιάκοπο χορό των μορφών που αλλάζουν και χάνονται σαν ομίχλη πάνω από μια πρωινή λίμνη. Όμως οι Σοφοί, εκείνες οι αρχαίες ψυχές που ακόμα περπατούν ανάμεσά μας, γνωρίζουν μια βαθύτερη αλήθεια. Όταν το εξωτερικό φως μειώνεται—όταν ο ήλιος γέρνει κάτω από τον ορίζοντα, όταν οι φωτιές της φιλοδοξίας σβήνουν, όταν ο θόρυβος του πλήθους καταλαγιάζει—δεν απελπίζονται. Γιατί είναι σε αυτό το λυκόφως, σε αυτήν την ιερή δύση, που το εσωτερικό μάτι αρχίζει να βλέπει.
Αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη όραση. Δεν είναι η όραση της σάρκας, δεμένη με τις ψευδαισθήσεις του σχήματος και του χρώματος. Είναι η όραση της ψυχής, μια αντίληψη αδέσμευτη από τον χρόνο και τον χώρο, μια γνώση που ρέει από το αιώνιο. Οι Σοφοί κατανοούν ότι η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στην εξωτερική τους όψη, αλλά στην κρυμμένη τους ύπαρξη, στο αόρατο νήμα που υφαίνει όλη τη δημιουργία σε ένα ενιαίο, λαμπερό υφαντό. Το να δει κανείς αυτή την ουσία σημαίνει να βγει πέρα από τον καθρέφτη του κόσμου και να εισέλθει στο μυστήριο που βρίσκεται πίσω του.
Η Ουσία Πέρα από τα Φαινόμενα
Τι είναι αυτή η ουσία, αυτός ο άπιαστος πυρήνας που αντικρίζουν οι Σοφοί; Δεν είναι κάτι που μπορεί να ονομαστεί ούτε μια έννοια που να χωρά στα όρια της γλώσσας. Είναι η ανάσα κάτω από τον άνεμο, η σιωπή κάτω από το τραγούδι, η ακινησία κάτω από την καταιγίδα. Τα εξωτερικά φαινόμενα—τα θροΐσματα των φύλλων, οι παφλασμοί των κυμάτων, οι παροδικές χαρές και λύπες της ανθρώπινης ζωής—είναι απλώς σκιές που ρίχνει αυτή η βαθύτερη πραγματικότητα. Είναι τα ρυτιδίσματα στην επιφάνεια ενός αχανούς και ακατάληπτου ωκεανού.
Οι μυστικές παραδόσεις των αιώνων έχουν προσπαθήσει να δείξουν προς αυτή την αλήθεια. Στην Ανατολή, οι σοφοί των Ουπανισάδ μίλησαν για τον Άτμαν, τον εσώτερο εαυτό που είναι ένα με το Μπράχμαν, το άπειρο. Στη Δύση, οι Γνωστικοί ψιθύρισαν για τη θεία σπίθα που κρύβεται μέσα στον πηλό της ανθρώπινης μορφής, ένα φως που καλύπτεται από τα πέπλα του υλικού κόσμου. Οι Σούφι ποιητές, μεθυσμένοι από το κρασί του Αγαπημένου, τραγούδησαν για μια ένωση που ξεπερνά τη δυαδικότητα του εγώ και του άλλου. Μέσα από πολιτισμούς και αιώνες, οι Σοφοί υπήρξαν μάρτυρες του ίδιου αιώνιου τραγουδιού: ότι η ουσία των πραγμάτων δεν είναι ξεχωριστή από εμάς, αλλά είναι το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξής μας.
Όμως αυτή η ουσία δεν κερδίζεται εύκολα. Ο κόσμος είναι ένας δάσκαλος της διάσπασης, ένας μάγος των ψευδαισθήσεων που μας κρατούν δεμένους στην επιφάνεια. Το να βλέπει κανείς όπως οι Σοφοί απαιτεί μια στροφή προς τα μέσα, μια εγκατάλειψη των επίμονων απαιτήσεων του εγώ. Είναι μια κάθοδος στο σκοτάδι—όχι το σκοτάδι της απελπισίας, αλλά το γόνιμο σκοτάδι της μήτρας, όπου όλα τα πράγματα γεννιούνται ξανά. Σε αυτήν την ιερή νύχτα, τα εξωτερικά φαινόμενα χάνουν τη δύναμή τους και η ουσία λάμπει σαν άστρο που αποκαλύπτεται από τη διάλυση των νεφών.
Η Αλχημεία της Αντίληψης
Οι Σοφοί είναι αλχημιστές του πνεύματος, μεταστοιχειώνοντας το μόλυβδο της συνηθισμένης όρασης σε χρυσό θείας ενόρασης. Δεν απορρίπτουν τον κόσμο, αλλά τον επαναπροσδιορίζουν. Δεν αποστρέφουν το βλέμμα από το δέντρο, το ποτάμι, το πρόσωπο ενός ξένου· αντίθετα, κοιτούν μέσα από αυτά, στην ακτινοβόλο πνοή που τα ζωοποιεί όλα. Αυτή είναι η μεγάλη παραδοξότητα της σοφίας τους: εγκαταλείποντας το εξωτερικό φως, φωτίζουν τον εσωτερικό κόσμο και, κάνοντάς το, βλέπουν τον εξωτερικό κόσμο με νέα μάτια.
Σκέψου το τριαντάφυλλο. Για τον ανεκπαίδευτο νου, είναι μια απλή ομορφιά—μια έκρηξη χρώματος, ένα λεπτό άρωμα, μια εφήμερη απόλαυση που σύντομα θα μαραθεί. Όμως, για τους Σοφούς, το τριαντάφυλλο είναι μια πύλη. Τα πέταλά του δεν είναι απλώς ύλη, αλλά ένας ύμνος που ψάλλει το αόρατο. Το άρωμά του δεν είναι ένα χημικό τέχνασμα, αλλά ένας ψίθυρος της αιώνιας ανάσας. Τα αγκάθια του δεν είναι ένα ελάττωμα, αλλά μια υπενθύμιση του πόνου που φυλάσσει το ιερό. Στο φθίνον φως, το τριαντάφυλλο παύει να είναι απλό αντικείμενο και γίνεται καθρέφτης της ψυχής, αντανακλώντας την ομορφιά και την ευθραυστότητα της ύπαρξης.
Αυτή η αλχημεία εκτείνεται σε όλα τα πράγματα. Η αγορά, γεμάτη φασαρία και αγώνα, μεταμορφώνεται σε θέατρο του θείου παιχνιδιού. Ο ζητιάνος, τον οποίο το πλήθος προσπερνά αδιάφορα, αποκαλύπτει το πρόσωπο του απείρου μέσα από το απλωμένο του χέρι. Ακόμη και οι πέτρες κάτω από τα πόδια μας, σιωπηλές και άκαμπτες, δονούνται με τη μνήμη της πρώτης αυγής της γης. Οι Σοφοί βλέπουν την ουσία όχι επειδή είναι κρυμμένη, αλλά επειδή έχουν μάθει να κοιτάζουν με την καρδιά.
Το Μονοπάτι των Σοφών
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να βαδίσουμε αυτό το μονοπάτι; Πώς μπορούμε να γίνουμε Σοφοί σε έναν κόσμο που λατρεύει την επιφάνεια; Η απάντηση βρίσκεται στο παράδοξο της εγκατάλειψης. Πρέπει να μειώσουμε το εξωτερικό φως—όχι κλείνοντας τα μάτια στον κόσμο, αλλά χαλαρώνοντας τη λαβή μας πάνω του. Πρέπει να ησυχάσουμε τον νου, όχι για να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, αλλά για να εισέλθουμε σε αυτήν πληρέστερα. Ο διαλογισμός, η περισυλλογή, η προσευχή—δεν είναι απλές πρακτικές, αλλά προσκλήσεις να κατοικήσουμε στο λυκόφως όπου η ουσία αποκαλύπτεται.
Οι Σοφοί μάς διδάσκουν να ακούμε τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, να αισθανόμαστε την ακινησία κάτω από την κίνηση, να εμπιστευόμαστε το σκοτάδι όταν το φως χάνεται. Μας προτρέπουν να καθίσουμε με το άγνωστο, να αγκαλιάσουμε το μυστήριο αντί να το αποφεύγουμε. Σε αυτήν την παράδοση, δεν χανόμαστε· αντιθέτως, βρίσκουμε τον εαυτό μας. Διότι η ουσία των πραγμάτων δεν είναι κάτι ξένο προς εμάς· είναι η ίδια η ουσία μας. Δεν είμαστε ξεχωριστοί από το τριαντάφυλλο, το ποτάμι, το αστέρι—είμαστε συγγενείς τους, υφασμένοι από το ίδιο αιώνιο νήμα.
Το Αιώνιο Λυκόφως
Στο τέλος, οι Σοφοί δεν κατοικούν σε μια αέναη νύχτα, ούτε λούζονται σε ένα εκτυφλωτικό φως ημέρας. Ζουν στο αιώνιο λυκόφως, σε εκείνον τον μεταίχμιο χώρο όπου το εξωτερικό και το εσωτερικό συναντιούνται, όπου τα φαινόμενα και η ουσία χορεύουν μαζί. Αυτός είναι ο οίκος του μύστη, το καταφύγιο του οραματιστή, ο τόπος όπου όλα τα αντίθετα συμφιλιώνονται. Εδώ, το σβήσιμο του φωτός δεν είναι απώλεια αλλά δώρο, ένα αραίωμα του πέπλου που επιτρέπει στην ψυχή να δει ό,τι τα μάτια μόνα τους δεν μπορούν.
Και έτσι, καθώς ο ήλιος δύει και ο κόσμος ησυχάζει, ας μη φοβηθούμε το φθίνον φως. Ας σταθούμε δίπλα στους Σοφούς στην ιερή τους αγρυπνία, κοιτάζοντας μέσα στις σκιές όχι με τρόμο, αλλά με δέος. Γιατί είναι εδώ, στο σβήσιμο του εξωτερικού φωτός, που η ουσία των πραγμάτων λάμπει πιο φωτεινή—αμετάβλητη, άρρητη και αιώνια ζωντανή.
Το Φθίνον Φως και το Αφυπνισμένο Μάτι
Ο κόσμος μάς διδάσκει να κυνηγάμε το φως—να επιδιώκουμε το λαμπερό, το δυνατό, το απτό. Θαμπωνόμαστε από τις επιφάνειες των πραγμάτων: τη λάμψη του χρυσού, τη φευγαλέα δόξα, τον αδιάκοπο χορό των μορφών που αλλάζουν και χάνονται σαν ομίχλη πάνω από μια πρωινή λίμνη. Όμως οι Σοφοί, εκείνες οι αρχαίες ψυχές που ακόμα περπατούν ανάμεσά μας, γνωρίζουν μια βαθύτερη αλήθεια. Όταν το εξωτερικό φως μειώνεται—όταν ο ήλιος γέρνει κάτω από τον ορίζοντα, όταν οι φωτιές της φιλοδοξίας σβήνουν, όταν ο θόρυβος του πλήθους καταλαγιάζει—δεν απελπίζονται. Γιατί είναι σε αυτό το λυκόφως, σε αυτήν την ιερή δύση, που το εσωτερικό μάτι αρχίζει να βλέπει.
Αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη όραση. Δεν είναι η όραση της σάρκας, δεμένη με τις ψευδαισθήσεις του σχήματος και του χρώματος. Είναι η όραση της ψυχής, μια αντίληψη αδέσμευτη από τον χρόνο και τον χώρο, μια γνώση που ρέει από το αιώνιο. Οι Σοφοί κατανοούν ότι η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στην εξωτερική τους όψη, αλλά στην κρυμμένη τους ύπαρξη, στο αόρατο νήμα που υφαίνει όλη τη δημιουργία σε ένα ενιαίο, λαμπερό υφαντό. Το να δει κανείς αυτή την ουσία σημαίνει να βγει πέρα από τον καθρέφτη του κόσμου και να εισέλθει στο μυστήριο που βρίσκεται πίσω του.
Η Ουσία Πέρα από τα Φαινόμενα
Τι είναι αυτή η ουσία, αυτός ο άπιαστος πυρήνας που αντικρίζουν οι Σοφοί; Δεν είναι κάτι που μπορεί να ονομαστεί ούτε μια έννοια που να χωρά στα όρια της γλώσσας. Είναι η ανάσα κάτω από τον άνεμο, η σιωπή κάτω από το τραγούδι, η ακινησία κάτω από την καταιγίδα. Τα εξωτερικά φαινόμενα—τα θροΐσματα των φύλλων, οι παφλασμοί των κυμάτων, οι παροδικές χαρές και λύπες της ανθρώπινης ζωής—είναι απλώς σκιές που ρίχνει αυτή η βαθύτερη πραγματικότητα. Είναι τα ρυτιδίσματα στην επιφάνεια ενός αχανούς και ακατάληπτου ωκεανού.
Οι μυστικές παραδόσεις των αιώνων έχουν προσπαθήσει να δείξουν προς αυτή την αλήθεια. Στην Ανατολή, οι σοφοί των Ουπανισάδ μίλησαν για τον Άτμαν, τον εσώτερο εαυτό που είναι ένα με το Μπράχμαν, το άπειρο. Στη Δύση, οι Γνωστικοί ψιθύρισαν για τη θεία σπίθα που κρύβεται μέσα στον πηλό της ανθρώπινης μορφής, ένα φως που καλύπτεται από τα πέπλα του υλικού κόσμου. Οι Σούφι ποιητές, μεθυσμένοι από το κρασί του Αγαπημένου, τραγούδησαν για μια ένωση που ξεπερνά τη δυαδικότητα του εγώ και του άλλου. Μέσα από πολιτισμούς και αιώνες, οι Σοφοί υπήρξαν μάρτυρες του ίδιου αιώνιου τραγουδιού: ότι η ουσία των πραγμάτων δεν είναι ξεχωριστή από εμάς, αλλά είναι το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξής μας.
Όμως αυτή η ουσία δεν κερδίζεται εύκολα. Ο κόσμος είναι ένας δάσκαλος της διάσπασης, ένας μάγος των ψευδαισθήσεων που μας κρατούν δεμένους στην επιφάνεια. Το να βλέπει κανείς όπως οι Σοφοί απαιτεί μια στροφή προς τα μέσα, μια εγκατάλειψη των επίμονων απαιτήσεων του εγώ. Είναι μια κάθοδος στο σκοτάδι—όχι το σκοτάδι της απελπισίας, αλλά το γόνιμο σκοτάδι της μήτρας, όπου όλα τα πράγματα γεννιούνται ξανά. Σε αυτήν την ιερή νύχτα, τα εξωτερικά φαινόμενα χάνουν τη δύναμή τους και η ουσία λάμπει σαν άστρο που αποκαλύπτεται από τη διάλυση των νεφών.
Η Αλχημεία της Αντίληψης
Οι Σοφοί είναι αλχημιστές του πνεύματος, μεταστοιχειώνοντας το μόλυβδο της συνηθισμένης όρασης σε χρυσό θείας ενόρασης. Δεν απορρίπτουν τον κόσμο, αλλά τον επαναπροσδιορίζουν. Δεν αποστρέφουν το βλέμμα από το δέντρο, το ποτάμι, το πρόσωπο ενός ξένου· αντίθετα, κοιτούν μέσα από αυτά, στην ακτινοβόλο πνοή που τα ζωοποιεί όλα. Αυτή είναι η μεγάλη παραδοξότητα της σοφίας τους: εγκαταλείποντας το εξωτερικό φως, φωτίζουν τον εσωτερικό κόσμο και, κάνοντάς το, βλέπουν τον εξωτερικό κόσμο με νέα μάτια.
Σκέψου το τριαντάφυλλο. Για τον ανεκπαίδευτο νου, είναι μια απλή ομορφιά—μια έκρηξη χρώματος, ένα λεπτό άρωμα, μια εφήμερη απόλαυση που σύντομα θα μαραθεί. Όμως, για τους Σοφούς, το τριαντάφυλλο είναι μια πύλη. Τα πέταλά του δεν είναι απλώς ύλη, αλλά ένας ύμνος που ψάλλει το αόρατο. Το άρωμά του δεν είναι ένα χημικό τέχνασμα, αλλά ένας ψίθυρος της αιώνιας ανάσας. Τα αγκάθια του δεν είναι ένα ελάττωμα, αλλά μια υπενθύμιση του πόνου που φυλάσσει το ιερό. Στο φθίνον φως, το τριαντάφυλλο παύει να είναι απλό αντικείμενο και γίνεται καθρέφτης της ψυχής, αντανακλώντας την ομορφιά και την ευθραυστότητα της ύπαρξης.
Αυτή η αλχημεία εκτείνεται σε όλα τα πράγματα. Η αγορά, γεμάτη φασαρία και αγώνα, μεταμορφώνεται σε θέατρο του θείου παιχνιδιού. Ο ζητιάνος, τον οποίο το πλήθος προσπερνά αδιάφορα, αποκαλύπτει το πρόσωπο του απείρου μέσα από το απλωμένο του χέρι. Ακόμη και οι πέτρες κάτω από τα πόδια μας, σιωπηλές και άκαμπτες, δονούνται με τη μνήμη της πρώτης αυγής της γης. Οι Σοφοί βλέπουν την ουσία όχι επειδή είναι κρυμμένη, αλλά επειδή έχουν μάθει να κοιτάζουν με την καρδιά.
Το Μονοπάτι των Σοφών
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να βαδίσουμε αυτό το μονοπάτι; Πώς μπορούμε να γίνουμε Σοφοί σε έναν κόσμο που λατρεύει την επιφάνεια; Η απάντηση βρίσκεται στο παράδοξο της εγκατάλειψης. Πρέπει να μειώσουμε το εξωτερικό φως—όχι κλείνοντας τα μάτια στον κόσμο, αλλά χαλαρώνοντας τη λαβή μας πάνω του. Πρέπει να ησυχάσουμε τον νου, όχι για να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, αλλά για να εισέλθουμε σε αυτήν πληρέστερα. Ο διαλογισμός, η περισυλλογή, η προσευχή—δεν είναι απλές πρακτικές, αλλά προσκλήσεις να κατοικήσουμε στο λυκόφως όπου η ουσία αποκαλύπτεται.
Οι Σοφοί μάς διδάσκουν να ακούμε τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, να αισθανόμαστε την ακινησία κάτω από την κίνηση, να εμπιστευόμαστε το σκοτάδι όταν το φως χάνεται. Μας προτρέπουν να καθίσουμε με το άγνωστο, να αγκαλιάσουμε το μυστήριο αντί να το αποφεύγουμε. Σε αυτήν την παράδοση, δεν χανόμαστε· αντιθέτως, βρίσκουμε τον εαυτό μας. Διότι η ουσία των πραγμάτων δεν είναι κάτι ξένο προς εμάς· είναι η ίδια η ουσία μας. Δεν είμαστε ξεχωριστοί από το τριαντάφυλλο, το ποτάμι, το αστέρι—είμαστε συγγενείς τους, υφασμένοι από το ίδιο αιώνιο νήμα.
Το Αιώνιο Λυκόφως
Στο τέλος, οι Σοφοί δεν κατοικούν σε μια αέναη νύχτα, ούτε λούζονται σε ένα εκτυφλωτικό φως ημέρας. Ζουν στο αιώνιο λυκόφως, σε εκείνον τον μεταίχμιο χώρο όπου το εξωτερικό και το εσωτερικό συναντιούνται, όπου τα φαινόμενα και η ουσία χορεύουν μαζί. Αυτός είναι ο οίκος του μύστη, το καταφύγιο του οραματιστή, ο τόπος όπου όλα τα αντίθετα συμφιλιώνονται. Εδώ, το σβήσιμο του φωτός δεν είναι απώλεια αλλά δώρο, ένα αραίωμα του πέπλου που επιτρέπει στην ψυχή να δει ό,τι τα μάτια μόνα τους δεν μπορούν.
Και έτσι, καθώς ο ήλιος δύει και ο κόσμος ησυχάζει, ας μη φοβηθούμε το φθίνον φως. Ας σταθούμε δίπλα στους Σοφούς στην ιερή τους αγρυπνία, κοιτάζοντας μέσα στις σκιές όχι με τρόμο, αλλά με δέος. Γιατί είναι εδώ, στο σβήσιμο του εξωτερικού φωτός, που η ουσία των πραγμάτων λάμπει πιο φωτεινή—αμετάβλητη, άρρητη και αιώνια ζωντανή.
Το Πέπλο της Αφοσίωσης: Μια Μυστικιστική Στοχαστική Ματιά στο Εξωτερικό και το Εσωτερικό
Στις σκιασμένες αίθουσες της ύπαρξης, όπου το τρεμόπαιγμα του κεριού χορεύει πάνω στους τοίχους της ψυχής, η ανθρωπότητα αναζητά από καιρό το νόημα μέσα από πράξεις αφοσίωσης. Τα χέρια ενώνονται σε προσευχή, τα γόνατα αγγίζουν τη γη, η φωνή υψώνεται σε ύμνους προς το αόρατο. Αυτά είναι τα εξωτερικά σημάδια, οι εξωτερικές εκφάνσεις μιας καρδιάς που λαχταρά να αγγίξει το θείο. Όμως, κάτω από αυτή την ταπισερί του τελετουργικού και της ευλάβειας, ένα βαθύτερο ερώτημα αιωρείται σαν ομίχλη πάνω από μια ακίνητη λίμνη: γνωρίζει άραγε το χέρι που προσφέρει το ρόδο πραγματικά το άρωμά του; Κατανοεί ο προσκυνητής που βαδίζει στο ιερό μονοπάτι το βουνό που φέρει μέσα του;
Η εξωτερική αφοσίωση είναι ένα ποτάμι που ρέει πλατύ και ορμητικό, η επιφάνειά του λάμπει με τη λαμπρότητα της πρόθεσης. Είναι η καμπάνα του ναού που χτυπάει την αυγή, το λιβάνι που στριφογυρίζει προς τους ουρανούς, η ελεημοσύνη που προσφέρεται στον ζητιάνο στην πύλη. Αυτές οι πράξεις είναι όμορφες, όπως όμορφα είναι τα αστέρια με τη μακρινή τους λάμψη. Ενώνουν κοινότητες, σηματοδοτούν τον χρόνο με ιερότητα, υφαίνουν το νήμα της παράδοσης μέσα από τις γενιές. Κι όμως, όπως οι μύστες των αιώνων έχουν ψιθυρίσει, η εξωτερική χειρονομία δεν είναι παρά μια σκιά που ρίχνει το εσωτερικό φως—ή, πιο συχνά, μια σκιά χωρίς φως καθόλου.
Διότι υπάρχουν πολλοί που γονατίζουν, αλλά δεν υποκλίνονται μέσα τους. Υπάρχουν πολλοί που ψάλλουν τα ονόματα του αιώνιου, αλλά δεν ακούν τη σιωπή που μιλάει ανάμεσα στις συλλαβές. Το σώμα κινείται με ευκολία μέσα από τα τελετουργικά της πίστης, αλλά η ψυχή—αχ, η ψυχή—είναι ξένη στον εαυτό της, ντυμένη με τις ψευδαισθήσεις που η ίδια δημιουργεί. Η εξωτερική αφοσίωση, όσο λαμπερή κι αν φαίνεται, δεν διαπερνά απαραίτητα το πέπλο της άγνοιας. Είναι ένας καθρέφτης στραμμένος προς τα έξω, αντανακλώντας την έγκριση του κόσμου, αντί για ένα φανάρι στραμμένο προς τα μέσα, φωτίζοντας τα σπήλαια του εαυτού.
Η κατανόηση—αυτή είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα, το ταξίδι δίχως δρόμο. Η κατανόηση δεν είναι δώρο που χαρίζεται από τον ήχο των καμπανών ή την περιστροφή των προσευχητικών τροχών· είναι μια φλόγα που ανάβει στην κάμινο της σιωπής, τρεφόμενη από την αργή καύση των ερωτήσεων. Τι είναι αυτή η ζωή που ρέει μέσα μου; Τι είναι αυτή η λαχτάρα που κατατρώει τα όρια της ύπαρξής μου; Γιατί προσκολλώμαι στο εφήμερο όταν το αιώνιο καλεί; Αυτά δεν είναι ερωτήματα που απαντώνται με τη διδασκαλία και μόνο, ούτε με τα χέρια που διπλώνονται σε δέηση. Απαιτούν την κάθοδο στην άβυσσο, την προθυμία να σταθεί κανείς γυμνός μπροστά στον καθρέφτη της αλήθειας, απογυμνωμένος από τα ρούχα της συνήθειας και της υπερηφάνειας.
Οι αρχαίοι το γνώριζαν αυτό, εκείνοι οι μύστες που κάθονταν κάτω από τη συκιά ή περιπλανιόνταν στις ερήμους. Μιλούσαν για την καρδιά ως έναν λωτό, τα πέταλά του κλειστά στη λάσπη του κόσμου, μα λαχταρώντας να ξεδιπλωθούν προς τον ήλιο. Η εξωτερική αφοσίωση μπορεί να ποτίζει το χώμα, αλλά μόνο η κατανόηση μπορεί να πείσει το άνθος να ανθίσει. Και η κατανόηση δεν είναι απαλός επισκέπτης—είναι φωτιά που κατατρώει, άνεμος που ξεριζώνει, λεπίδα που κόβει τον ιστό της πλάνης. Δεν ζητά υπακοή, αλλά αφύπνιση· όχι επανάληψη, αλλά αποκάλυψη.
Κι όμως, ακόμα και η κατανόηση, αυτή η ιερή σπίθα, δεν είναι παρά ένα βήμα στο μονοπάτι. Πέρα από αυτήν βρίσκεται η αποκήρυξη του ψεύδους, το πέταγμα του δέρματος του φιδιού. Διότι τι είναι αυτό που μας κρατά δέσμιους σε έναν λάθος τρόπο ζωής; Δεν είναι οι αλυσίδες του κόσμου, σφυρηλατημένες από άλλους, αλλά οι αλυσίδες που εμείς οι ίδιοι πλάθουμε—επιθυμία, φόβος, η αδιάκοπη πείνα για περισσότερο. Είμαστε δεμένοι στον τροχό της γίγνεσθαι, περιστρεφόμενοι μέσα από κύκλους χαράς και λύπης, συγχέοντας την κίνηση με την πρόοδο. Να αποκηρύξεις σημαίνει να κατέβεις από τον τροχό, να σταθείς ακίνητος καθώς η καταιγίδα μαίνεται, να αφήσεις τις ψευδαισθήσεις που αγκαλιάσαμε σαν θησαυρούς.
Αυτή η αποκήρυξη είναι η τέχνη του μύστη, η αλχημεία της ψυχής. Δεν είναι η εγκατάλειψη του κόσμου, αλλά η αποδέσμευση του εαυτού που προσκολλάται σε αυτόν. Ο έμπορος μπορεί να συνεχίσει το εμπόριό του, η μητέρα να κρατάει το παιδί της, ο ποιητής να υφαίνει τους στίχους του—αλλά το κάνουν με χέρια που δεν κρατούν, με καρδιές που δεν δεσμεύονται. Να αποκηρύξεις τον λάθος τρόπο ζωής σημαίνει να δεις τον κόσμο σαν όνειρο μέσα σε όνειρο, σαν παιχνίδι σκιών πάνω στην οθόνη της αιωνιότητας. Είναι να περπατάς ελαφρά, όπως περπατά ο άνεμος, χωρίς να αφήνεις ίχνος, αλλά αγγίζοντας τα πάντα.
Και εδώ έγκειται το παράδοξο, το αίνιγμα που έχει στοιχειώσει τους αναζητητές κάθε εποχής: η εξωτερική αφοσίωση μπορεί να είναι η σπίθα, αλλά δεν είναι η φωτιά. Μπορεί να είναι ο χάρτης, αλλά δεν είναι το ταξίδι. Μπορεί να είναι το τραγούδι, αλλά δεν είναι η σιωπή από την οποία αναδύεται το τραγούδι. Ο αφοσιωμένος που χύνει το πνεύμα του στην εξωτερική πράξη στέκεται στο κατώφλι, αλλά μόνο εκείνος που διαβαίνει στην κατανόηση—και πέρα από αυτήν, στην αποκήρυξη—εισέρχεται στο ιερό. Διότι το θείο δεν είναι ένας μακρινός θρόνος που προσεγγίζεται με προσκύνημα, ούτε ανταμοιβή που κερδίζεται με θυσία. Είναι η αιώνια παρούσα φλόγα, που καίει μέσα σε εκείνον που τολμά να δει.
Ας μην περιφρονούμε, λοιπόν, την εξωτερική χειρονομία, την προσευχή που ψιθυρίζεται στο λυκόφως, το χέρι που απλώνεται με αγάπη. Αυτά είναι τα ρυτιδώματα πάνω στο νερό, οι ηχώ ενός βαθύτερου καλέσματος. Αλλά ας μην αναπαυόμαστε εκεί, συγχέοντας την ηχώ με τη φωνή. Ας αναζητήσουμε την κατανόηση που διαπερνά το πέπλο, την αποκήρυξη που μας απελευθερώνει. Διότι, στο τέλος, δεν έχει σημασία ο ναός που χτίζουμε έξω, αλλά ο ναός που γινόμαστε μέσα μας—ένα καταφύγιο φωτός, απέραντο σαν το σύμπαν, ακίνητο σαν το κενό, αιώνιο σαν την ανάσα του Ενός.
Αυτό το μυστικιστικό κείμενο εξερευνά την ένταση μεταξύ εξωτερικής αφοσίωσης και εσωτερικής μεταμόρφωσης, αντλώντας από εικόνες και μεταφορές ριζωμένες σε πνευματικές παραδόσεις, ενώ παραμένει ανοιχτό και καθολικό. Προσκαλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί τα βαθύτερα στρώματα του δικού του ταξιδιού, πέρα από την επιφάνεια του τελετουργικού και μέσα στα μυστήρια της ψυχής.
Η εξωτερική αφοσίωση είναι ένα ποτάμι που ρέει πλατύ και ορμητικό, η επιφάνειά του λάμπει με τη λαμπρότητα της πρόθεσης. Είναι η καμπάνα του ναού που χτυπάει την αυγή, το λιβάνι που στριφογυρίζει προς τους ουρανούς, η ελεημοσύνη που προσφέρεται στον ζητιάνο στην πύλη. Αυτές οι πράξεις είναι όμορφες, όπως όμορφα είναι τα αστέρια με τη μακρινή τους λάμψη. Ενώνουν κοινότητες, σηματοδοτούν τον χρόνο με ιερότητα, υφαίνουν το νήμα της παράδοσης μέσα από τις γενιές. Κι όμως, όπως οι μύστες των αιώνων έχουν ψιθυρίσει, η εξωτερική χειρονομία δεν είναι παρά μια σκιά που ρίχνει το εσωτερικό φως—ή, πιο συχνά, μια σκιά χωρίς φως καθόλου.
Διότι υπάρχουν πολλοί που γονατίζουν, αλλά δεν υποκλίνονται μέσα τους. Υπάρχουν πολλοί που ψάλλουν τα ονόματα του αιώνιου, αλλά δεν ακούν τη σιωπή που μιλάει ανάμεσα στις συλλαβές. Το σώμα κινείται με ευκολία μέσα από τα τελετουργικά της πίστης, αλλά η ψυχή—αχ, η ψυχή—είναι ξένη στον εαυτό της, ντυμένη με τις ψευδαισθήσεις που η ίδια δημιουργεί. Η εξωτερική αφοσίωση, όσο λαμπερή κι αν φαίνεται, δεν διαπερνά απαραίτητα το πέπλο της άγνοιας. Είναι ένας καθρέφτης στραμμένος προς τα έξω, αντανακλώντας την έγκριση του κόσμου, αντί για ένα φανάρι στραμμένο προς τα μέσα, φωτίζοντας τα σπήλαια του εαυτού.
Η κατανόηση—αυτή είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα, το ταξίδι δίχως δρόμο. Η κατανόηση δεν είναι δώρο που χαρίζεται από τον ήχο των καμπανών ή την περιστροφή των προσευχητικών τροχών· είναι μια φλόγα που ανάβει στην κάμινο της σιωπής, τρεφόμενη από την αργή καύση των ερωτήσεων. Τι είναι αυτή η ζωή που ρέει μέσα μου; Τι είναι αυτή η λαχτάρα που κατατρώει τα όρια της ύπαρξής μου; Γιατί προσκολλώμαι στο εφήμερο όταν το αιώνιο καλεί; Αυτά δεν είναι ερωτήματα που απαντώνται με τη διδασκαλία και μόνο, ούτε με τα χέρια που διπλώνονται σε δέηση. Απαιτούν την κάθοδο στην άβυσσο, την προθυμία να σταθεί κανείς γυμνός μπροστά στον καθρέφτη της αλήθειας, απογυμνωμένος από τα ρούχα της συνήθειας και της υπερηφάνειας.
Οι αρχαίοι το γνώριζαν αυτό, εκείνοι οι μύστες που κάθονταν κάτω από τη συκιά ή περιπλανιόνταν στις ερήμους. Μιλούσαν για την καρδιά ως έναν λωτό, τα πέταλά του κλειστά στη λάσπη του κόσμου, μα λαχταρώντας να ξεδιπλωθούν προς τον ήλιο. Η εξωτερική αφοσίωση μπορεί να ποτίζει το χώμα, αλλά μόνο η κατανόηση μπορεί να πείσει το άνθος να ανθίσει. Και η κατανόηση δεν είναι απαλός επισκέπτης—είναι φωτιά που κατατρώει, άνεμος που ξεριζώνει, λεπίδα που κόβει τον ιστό της πλάνης. Δεν ζητά υπακοή, αλλά αφύπνιση· όχι επανάληψη, αλλά αποκάλυψη.
Κι όμως, ακόμα και η κατανόηση, αυτή η ιερή σπίθα, δεν είναι παρά ένα βήμα στο μονοπάτι. Πέρα από αυτήν βρίσκεται η αποκήρυξη του ψεύδους, το πέταγμα του δέρματος του φιδιού. Διότι τι είναι αυτό που μας κρατά δέσμιους σε έναν λάθος τρόπο ζωής; Δεν είναι οι αλυσίδες του κόσμου, σφυρηλατημένες από άλλους, αλλά οι αλυσίδες που εμείς οι ίδιοι πλάθουμε—επιθυμία, φόβος, η αδιάκοπη πείνα για περισσότερο. Είμαστε δεμένοι στον τροχό της γίγνεσθαι, περιστρεφόμενοι μέσα από κύκλους χαράς και λύπης, συγχέοντας την κίνηση με την πρόοδο. Να αποκηρύξεις σημαίνει να κατέβεις από τον τροχό, να σταθείς ακίνητος καθώς η καταιγίδα μαίνεται, να αφήσεις τις ψευδαισθήσεις που αγκαλιάσαμε σαν θησαυρούς.
Αυτή η αποκήρυξη είναι η τέχνη του μύστη, η αλχημεία της ψυχής. Δεν είναι η εγκατάλειψη του κόσμου, αλλά η αποδέσμευση του εαυτού που προσκολλάται σε αυτόν. Ο έμπορος μπορεί να συνεχίσει το εμπόριό του, η μητέρα να κρατάει το παιδί της, ο ποιητής να υφαίνει τους στίχους του—αλλά το κάνουν με χέρια που δεν κρατούν, με καρδιές που δεν δεσμεύονται. Να αποκηρύξεις τον λάθος τρόπο ζωής σημαίνει να δεις τον κόσμο σαν όνειρο μέσα σε όνειρο, σαν παιχνίδι σκιών πάνω στην οθόνη της αιωνιότητας. Είναι να περπατάς ελαφρά, όπως περπατά ο άνεμος, χωρίς να αφήνεις ίχνος, αλλά αγγίζοντας τα πάντα.
Και εδώ έγκειται το παράδοξο, το αίνιγμα που έχει στοιχειώσει τους αναζητητές κάθε εποχής: η εξωτερική αφοσίωση μπορεί να είναι η σπίθα, αλλά δεν είναι η φωτιά. Μπορεί να είναι ο χάρτης, αλλά δεν είναι το ταξίδι. Μπορεί να είναι το τραγούδι, αλλά δεν είναι η σιωπή από την οποία αναδύεται το τραγούδι. Ο αφοσιωμένος που χύνει το πνεύμα του στην εξωτερική πράξη στέκεται στο κατώφλι, αλλά μόνο εκείνος που διαβαίνει στην κατανόηση—και πέρα από αυτήν, στην αποκήρυξη—εισέρχεται στο ιερό. Διότι το θείο δεν είναι ένας μακρινός θρόνος που προσεγγίζεται με προσκύνημα, ούτε ανταμοιβή που κερδίζεται με θυσία. Είναι η αιώνια παρούσα φλόγα, που καίει μέσα σε εκείνον που τολμά να δει.
Ας μην περιφρονούμε, λοιπόν, την εξωτερική χειρονομία, την προσευχή που ψιθυρίζεται στο λυκόφως, το χέρι που απλώνεται με αγάπη. Αυτά είναι τα ρυτιδώματα πάνω στο νερό, οι ηχώ ενός βαθύτερου καλέσματος. Αλλά ας μην αναπαυόμαστε εκεί, συγχέοντας την ηχώ με τη φωνή. Ας αναζητήσουμε την κατανόηση που διαπερνά το πέπλο, την αποκήρυξη που μας απελευθερώνει. Διότι, στο τέλος, δεν έχει σημασία ο ναός που χτίζουμε έξω, αλλά ο ναός που γινόμαστε μέσα μας—ένα καταφύγιο φωτός, απέραντο σαν το σύμπαν, ακίνητο σαν το κενό, αιώνιο σαν την ανάσα του Ενός.
Αυτό το μυστικιστικό κείμενο εξερευνά την ένταση μεταξύ εξωτερικής αφοσίωσης και εσωτερικής μεταμόρφωσης, αντλώντας από εικόνες και μεταφορές ριζωμένες σε πνευματικές παραδόσεις, ενώ παραμένει ανοιχτό και καθολικό. Προσκαλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί τα βαθύτερα στρώματα του δικού του ταξιδιού, πέρα από την επιφάνεια του τελετουργικού και μέσα στα μυστήρια της ψυχής.
Το Μονοπάτι της Πραγματικότητας: Μια Μυστικιστική Εξερεύνηση
Στην καρδιά της ύπαρξης βρίσκεται μια αλήθεια τόσο βαθιά, τόσο ολοκληρωτική, που ξεπερνά τα όρια της γλώσσας και της σκέψης. Αυτή η αλήθεια, συχνά καλυμμένη από τον θόρυβο των αντιλήψεών μας και τις διαιρέσεις του νου μας, είναι η αδιάσπαστη ενότητα της Αληθινής Ουσίας—μια κατάσταση όπου οι διακρίσεις, οι διαιρέσεις και οι αντιφάσεις διαλύονται στη χωρίς όρια ροή της πραγματικότητας. Το να βαδίζεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι σαν να ξεκινάς ένα μυστικιστικό ταξίδι, που υπερβαίνει τις ψευδαισθήσεις του διαχωρισμού και μας καλεί να δούμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι: μια μοναδική, αρμονική κίνηση, που ξεδιπλώνεται ήσυχα κατά μήκος της προκαθορισμένης πορείας της.
Η Ψευδαίσθηση της Διάκρισης
Στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας βρίσκεται η πράξη της αντίληψης, ένας φακός μέσα από τον οποίο ερμηνεύουμε το άπειρο υφαντό της ύπαρξης. Ωστόσο, αυτός ο φακός δεν είναι απαλλαγμένος από παραμορφώσεις. Η αντίληψη, διαμορφωμένη από την τάση του νου να κατηγοριοποιεί και να διαφοροποιεί, τεμαχίζει τον κόσμο σε κομμάτια—εαυτός και άλλος, καλό και κακό, φως και σκοτάδι. Αυτές οι διακρίσεις, αν και χρήσιμες για την πλοήγηση στις πρακτικές απαιτήσεις της ζωής, κρύβουν τη βαθύτερη αλήθεια: ότι όλα είναι αλληλοσυνδεδεμένα, προερχόμενα από την ίδια αιώνια πηγή.
Στις μυστικιστικές παραδόσεις του κόσμου, από τις μη δυαδικές διδασκαλίες της Αντβαΐτα Βεντάντα μέχρι τις ποιητικές σκέψεις των Σούφι δασκάλων, μας υπενθυμίζεται ότι αυτές οι διακρίσεις δεν είναι εγγενείς στην πραγματικότητα, αλλά προβολές του νου. Οι Ουπανισάδες δηλώνουν, «Όλα αυτά είναι ο Μπράχμαν», υποδεικνύοντας την μοναδική ουσία που υποβαστάζει όλες τις μορφές. Παρομοίως, ο Σούφι ποιητής Ρουμί τραγουδά, «Πέρα από τις ιδέες του σωστού και του λάθους, υπάρχει ένα πεδίο. Θα σε συναντήσω εκεί.» Αυτό το πεδίο, αυτή η Αληθινή Ουσία, είναι το έδαφος της ύπαρξης όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός, όπου η πολλαπλότητα των μορφών συγχωνεύεται στην ενότητα της ύπαρξης.
Το να αντιλαμβανόμαστε διακρίσεις είναι σαν να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από έναν σπασμένο φακό. Ο μυστικιστής, ωστόσο, επιδιώκει να γυαλίσει αυτόν τον φακό, να δει πέρα από την επιφάνεια των φαινομένων και να αναγνωρίσει την ενότητα που συνδέει όλα τα πράγματα. Αυτό δεν είναι άρνηση της ποικιλομορφίας του κόσμου, αλλά μια πρόσκληση να τη δούμε ως έναν χορό μορφών μέσα στη μοναδική πραγματικότητα της Αληθινής Ουσίας.
Τα Προβλήματα του Νου και η Σιωπή του Μονοπατιού
Εάν η αντίληψη δημιουργεί διακρίσεις, είναι η σκέψη που ανακαλύπτει προβλήματα. Ο νους, πάντα ανήσυχος, υφαίνει αφηγήσεις σύγκρουσης και έλλειψης, προβάλλοντας διλήμματα εκεί που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Ανησυχούμε για το μέλλον, θρηνούμε για το παρελθόν και παλεύουμε ενάντια στο παρόν, χάνοντας συνεχώς την ήσυχη αλήθεια: όλα κινούνται κατά μήκος του μονοπατιού τους, τέλεια ευθυγραμμισμένα με τον ρυθμό της ύπαρξης.
Στην ταοϊστική παράδοση, η έννοια του ου γουέι—μη δράση ή αβίαστη δράση—υποδεικνύει αυτή την αλήθεια. Το να ασκεί κανείς το ου γουέι είναι να ευθυγραμμίζεται με τη φυσική ροή του σύμπαντος, να σταματήσει να αντιστέκεται στο ρεύμα της ζωής και αντίθετα να κινείται μαζί του. Το ποτάμι δεν αγωνίζεται να φτάσει στη θάλασσα· απλώς ρέει, χαράζοντας το μονοπάτι του μέσα από πέτρα και χώμα με αναπόφευκτη υπομονή. Έτσι και η πραγματικότητα ξεδιπλώνεται, ανεπηρέαστη από το ανήσυχο κουβεντολόι του νου.
Ο μυστικιστής κατανοεί ότι τα προβλήματα δεν είναι εγγενή στον κόσμο, αλλά γεννιούνται από την προσπάθεια της σκέψης να ελέγξει και να ορίσει. Το να πατήσεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι να απελευθερωθείς από την ανάγκη να λύσεις, να διορθώσεις ή να πολεμήσεις. Είναι να εμπιστευτείς τη σιωπηλή νοημοσύνη της ύπαρξης, που κινεί όλα τα πράγματα προς το κατάλληλο τέλος τους. Όπως έγραψε ο δάσκαλος του Ζεν, Ντόγκεν, «Το να μελετάς τον εαυτό είναι να ξεχνάς τον εαυτό, και το να ξεχνάς τον εαυτό είναι να φωτίζεσαι από όλα τα πράγματα.» Σε αυτό το ξέχασμα, ανακαλύπτουμε ότι δεν υπάρχουν προβλήματα—μόνο η επιμονή του νου να τα δημιουργεί.
Το Αιώνιο Τώρα
Το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν είναι ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο ή τον χώρο, αλλά μια εμβάθυνση στο αιώνιο τώρα. Ο χρόνος, όπως και η διάκριση, είναι μια κατασκευή της αντίληψης, ένας τρόπος μέτρησης του αμέτρητου. Ωστόσο, στην Αληθινή Ουσία, δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον, μόνο το άπειρο παρόν, όπου όλα τα στιγμιότυπα συγκλίνουν σε ένα μοναδικό, λαμπερό σημείο.
Οι μυστικιστές σε όλες τις παραδόσεις έχουν υποδείξει αυτή την άχρονη πραγματικότητα. Στον Χριστιανισμό, ο Μάιστερ Έκχαρτ μίλησε για το «αιώνιο τώρα» στο οποίο κατοικεί ο Θεός, ένα τώρα που είναι πάντα παρόν και αμετάβλητο. Στον Βουδισμό, η έννοια της ταθάτα—τετοιότητα—περιγράφει την άμεση εμπειρία της πραγματικότητας όπως είναι, χωρίς τη μεσολάβηση της σκέψης ή του χρόνου. Το να κατοικείς στο αιώνιο τώρα είναι να βλέπεις κάθε στιγμή ως ολοκληρωμένη, χωρίς να της λείπει τίποτα, και να αναγνωρίζεις ότι ολόκληρη η ύπαρξη περιέχεται μέσα της.
Αυτή η συνειδητοποίηση μεταμορφώνει τη σχέση μας με τη ζωή. Δεν κυνηγάμε πλέον έναν μακρινό στόχο ούτε θρηνούμε για ένα χαμένο παρελθόν. Αντ’ αυτού, αναπαυόμαστε στην πληρότητα του παρόντος, όπου κάθε ανάσα, κάθε βήμα, κάθε φευγαλέα αίσθηση είναι μια πύλη προς το άπειρο. Το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν βρίσκεται κάπου αλλού· είναι εδώ, τώρα, στο θρόισμα των φύλλων, στη ζεστασιά του ήλιου, στον χτύπο της καρδιάς μας.
Ο Χορός των Μορφών
Εάν η Αληθινή Ουσία είναι χωρίς διακρίσεις, πώς τότε εξηγούμε τις μυριάδες μορφές που γεμίζουν τον κόσμο; Ο μυστικιστής βλέπει αυτές τις μορφές όχι ως ξεχωριστές οντότητες, αλλά ως εκφράσεις της μιας πραγματικότητας, όπως τα κύματα που ανεβαίνουν και πέφτουν στην επιφάνεια του ωκεανού. Κάθε κύμα φαίνεται ξεχωριστό, αλλά ποτέ δεν είναι αποκομμένο από το νερό που του δίνει μορφή. Έτσι και όλα τα πράγματα—άνθρωποι, δέντρα, αστέρια, σκέψεις—είναι εκφράσεις της ίδιας υποκείμενης ουσίας, που κινούνται σε αρμονία με τον κοσμικό χορό.
Αυτή η προοπτική μας καλεί να αγκαλιάσουμε τον κόσμο στην πολλαπλότητά του χωρίς να χάσουμε από τα μάτια μας την ενότητά του. Ο μυστικιστής δεν απορρίπτει τον κόσμο των μορφών, αλλά τον βλέπει ως ένα ιερό παιχνίδι, μια λίλα στην ινδουιστική παράδοση, όπου το θείο εκφράζεται σε άπειρη ποικιλία. Το να βαδίζεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι να συμμετέχεις σε αυτόν τον χορό, να κινείσαι με χάρη και επίγνωση, γνωρίζοντας ότι κάθε βήμα είναι έκφραση του όλου.
Η Πράξη της Παράδοσης
Πώς, λοιπόν, βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι; Η απάντηση του μυστικιστή είναι απλή αλλά βαθιά: παράδοση. Όχι μια παράδοση ήττας, αλλά μια παράδοση εμπιστοσύνης—μια απελευθέρωση της ανάγκης του εγώ να ελέγξει, να διαιρέσει, να ορίσει. Αυτή η παράδοση είναι μια πράξη ευθυγράμμισης, μια προθυμία να ρέεις με το ρεύμα της πραγματικότητας αντί να πηγαίνεις κόντρα σε αυτό.
Ο διαλογισμός, η περισυλλογή και η προσευχή είναι εργαλεία για αυτή την παράδοση, τρόποι να ησυχάσει ο νους και να ανοίξει η καρδιά στην παρουσία της Αληθινής Ουσίας. Στην ησυχία, αρχίζουμε να διακρίνουμε μέσα από τις ψευδαισθήσεις της διάκρισης και του προβλήματος, να αγγίζουμε τη σιωπή που βρίσκεται κάτω από τον θόρυβο της σκέψης. Ωστόσο, το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν περιορίζεται στην επίσημη πρακτική. Κάθε στιγμή—είτε πλένουμε πιάτα, είτε περπατάμε στη φύση, είτε ακούμε έναν φίλο—μπορεί να είναι μια πράξη παράδοσης, μια επιστροφή στο αιώνιο τώρα.
Η ζωή του μυστικιστή είναι μια ζωή ριζικής παρουσίας, μια συνεχής επιστροφή στην αλήθεια ότι όλα κινούνται κατά μήκος του μονοπατιού τους. Αυτό δεν σημαίνει παθητικότητα ή αδράνεια, αλλά μια βαθιά εμπλοκή με τη ζωή, ελεύθερη από τα βάρη της αντίστασης και του φόβου. Όπως συμβουλεύει η Μπαγκαβάτ Γκίτα, «Θέσε την καρδιά σου στο έργο σου, αλλά ποτέ στην ανταμοιβή του.» Το να βαδίζεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι να δρας με αγάπη και πρόθεση, εμπιστευόμενος ότι το αποτέλεσμα είναι ήδη υφασμένο στο ύφασμα της ύπαρξης.
Η Ενότητα του Είναι
Στο τέλος, το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν είναι καθόλου μονοπάτι, αλλά μια αναγνώριση αυτού που πάντα υπήρξε. Δεν υπάρχει προορισμός να φτάσεις, ούτε στόχος να επιτύχεις, γιατί η Αληθινή Ουσία είναι ήδη παρούσα, ολόκληρη και πλήρης. Το ταξίδι του μυστικιστή είναι μια αφύπνιση σε αυτή την αλήθεια, μια όραση πέρα από τις ψευδαισθήσεις του διαχωρισμού και του χρόνου στην ενότητα που υποβαστάζει όλα τα πράγματα.
Αυτή η ενότητα δεν είναι μια έννοια που πρέπει να κατανοηθεί, αλλά μια εμπειρία που πρέπει να βιωθεί. Είναι η ειρήνη που ξεπερνά την κατανόηση, η χαρά που αναδύεται αβίαστα, η αγάπη που ρέει χωρίς όρους. Είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από τον κόσμο, αλλά είμαστε ο κόσμος, εκφράσεις της ίδιας θεϊκής ουσίας που κινεί τα αστέρια και συγκινεί την ανθρώπινη καρδιά.
Καθώς βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι, συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις, διαιρέσεις, αντιφάσεις—μόνο η ήσυχη, αιώνια κίνηση της πραγματικότητας, που ξεδιπλώνεται σε τέλεια αρμονία. Και σε αυτή την όραση, βρίσκουμε τη θέση μας, όχι ως περιπλανώμενοι που αναζητούν μια μακρινή αλήθεια, αλλά ως συμμετέχοντες στον άπειρο χορό του Είναι, για πάντα στο σπίτι μας στην καρδιά της Αληθινής Ουσίας.
Η Ψευδαίσθηση της Διάκρισης
Στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας βρίσκεται η πράξη της αντίληψης, ένας φακός μέσα από τον οποίο ερμηνεύουμε το άπειρο υφαντό της ύπαρξης. Ωστόσο, αυτός ο φακός δεν είναι απαλλαγμένος από παραμορφώσεις. Η αντίληψη, διαμορφωμένη από την τάση του νου να κατηγοριοποιεί και να διαφοροποιεί, τεμαχίζει τον κόσμο σε κομμάτια—εαυτός και άλλος, καλό και κακό, φως και σκοτάδι. Αυτές οι διακρίσεις, αν και χρήσιμες για την πλοήγηση στις πρακτικές απαιτήσεις της ζωής, κρύβουν τη βαθύτερη αλήθεια: ότι όλα είναι αλληλοσυνδεδεμένα, προερχόμενα από την ίδια αιώνια πηγή.
Στις μυστικιστικές παραδόσεις του κόσμου, από τις μη δυαδικές διδασκαλίες της Αντβαΐτα Βεντάντα μέχρι τις ποιητικές σκέψεις των Σούφι δασκάλων, μας υπενθυμίζεται ότι αυτές οι διακρίσεις δεν είναι εγγενείς στην πραγματικότητα, αλλά προβολές του νου. Οι Ουπανισάδες δηλώνουν, «Όλα αυτά είναι ο Μπράχμαν», υποδεικνύοντας την μοναδική ουσία που υποβαστάζει όλες τις μορφές. Παρομοίως, ο Σούφι ποιητής Ρουμί τραγουδά, «Πέρα από τις ιδέες του σωστού και του λάθους, υπάρχει ένα πεδίο. Θα σε συναντήσω εκεί.» Αυτό το πεδίο, αυτή η Αληθινή Ουσία, είναι το έδαφος της ύπαρξης όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός, όπου η πολλαπλότητα των μορφών συγχωνεύεται στην ενότητα της ύπαρξης.
Το να αντιλαμβανόμαστε διακρίσεις είναι σαν να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από έναν σπασμένο φακό. Ο μυστικιστής, ωστόσο, επιδιώκει να γυαλίσει αυτόν τον φακό, να δει πέρα από την επιφάνεια των φαινομένων και να αναγνωρίσει την ενότητα που συνδέει όλα τα πράγματα. Αυτό δεν είναι άρνηση της ποικιλομορφίας του κόσμου, αλλά μια πρόσκληση να τη δούμε ως έναν χορό μορφών μέσα στη μοναδική πραγματικότητα της Αληθινής Ουσίας.
Τα Προβλήματα του Νου και η Σιωπή του Μονοπατιού
Εάν η αντίληψη δημιουργεί διακρίσεις, είναι η σκέψη που ανακαλύπτει προβλήματα. Ο νους, πάντα ανήσυχος, υφαίνει αφηγήσεις σύγκρουσης και έλλειψης, προβάλλοντας διλήμματα εκεί που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Ανησυχούμε για το μέλλον, θρηνούμε για το παρελθόν και παλεύουμε ενάντια στο παρόν, χάνοντας συνεχώς την ήσυχη αλήθεια: όλα κινούνται κατά μήκος του μονοπατιού τους, τέλεια ευθυγραμμισμένα με τον ρυθμό της ύπαρξης.
Στην ταοϊστική παράδοση, η έννοια του ου γουέι—μη δράση ή αβίαστη δράση—υποδεικνύει αυτή την αλήθεια. Το να ασκεί κανείς το ου γουέι είναι να ευθυγραμμίζεται με τη φυσική ροή του σύμπαντος, να σταματήσει να αντιστέκεται στο ρεύμα της ζωής και αντίθετα να κινείται μαζί του. Το ποτάμι δεν αγωνίζεται να φτάσει στη θάλασσα· απλώς ρέει, χαράζοντας το μονοπάτι του μέσα από πέτρα και χώμα με αναπόφευκτη υπομονή. Έτσι και η πραγματικότητα ξεδιπλώνεται, ανεπηρέαστη από το ανήσυχο κουβεντολόι του νου.
Ο μυστικιστής κατανοεί ότι τα προβλήματα δεν είναι εγγενή στον κόσμο, αλλά γεννιούνται από την προσπάθεια της σκέψης να ελέγξει και να ορίσει. Το να πατήσεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι να απελευθερωθείς από την ανάγκη να λύσεις, να διορθώσεις ή να πολεμήσεις. Είναι να εμπιστευτείς τη σιωπηλή νοημοσύνη της ύπαρξης, που κινεί όλα τα πράγματα προς το κατάλληλο τέλος τους. Όπως έγραψε ο δάσκαλος του Ζεν, Ντόγκεν, «Το να μελετάς τον εαυτό είναι να ξεχνάς τον εαυτό, και το να ξεχνάς τον εαυτό είναι να φωτίζεσαι από όλα τα πράγματα.» Σε αυτό το ξέχασμα, ανακαλύπτουμε ότι δεν υπάρχουν προβλήματα—μόνο η επιμονή του νου να τα δημιουργεί.
Το Αιώνιο Τώρα
Το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν είναι ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο ή τον χώρο, αλλά μια εμβάθυνση στο αιώνιο τώρα. Ο χρόνος, όπως και η διάκριση, είναι μια κατασκευή της αντίληψης, ένας τρόπος μέτρησης του αμέτρητου. Ωστόσο, στην Αληθινή Ουσία, δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον, μόνο το άπειρο παρόν, όπου όλα τα στιγμιότυπα συγκλίνουν σε ένα μοναδικό, λαμπερό σημείο.
Οι μυστικιστές σε όλες τις παραδόσεις έχουν υποδείξει αυτή την άχρονη πραγματικότητα. Στον Χριστιανισμό, ο Μάιστερ Έκχαρτ μίλησε για το «αιώνιο τώρα» στο οποίο κατοικεί ο Θεός, ένα τώρα που είναι πάντα παρόν και αμετάβλητο. Στον Βουδισμό, η έννοια της ταθάτα—τετοιότητα—περιγράφει την άμεση εμπειρία της πραγματικότητας όπως είναι, χωρίς τη μεσολάβηση της σκέψης ή του χρόνου. Το να κατοικείς στο αιώνιο τώρα είναι να βλέπεις κάθε στιγμή ως ολοκληρωμένη, χωρίς να της λείπει τίποτα, και να αναγνωρίζεις ότι ολόκληρη η ύπαρξη περιέχεται μέσα της.
Αυτή η συνειδητοποίηση μεταμορφώνει τη σχέση μας με τη ζωή. Δεν κυνηγάμε πλέον έναν μακρινό στόχο ούτε θρηνούμε για ένα χαμένο παρελθόν. Αντ’ αυτού, αναπαυόμαστε στην πληρότητα του παρόντος, όπου κάθε ανάσα, κάθε βήμα, κάθε φευγαλέα αίσθηση είναι μια πύλη προς το άπειρο. Το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν βρίσκεται κάπου αλλού· είναι εδώ, τώρα, στο θρόισμα των φύλλων, στη ζεστασιά του ήλιου, στον χτύπο της καρδιάς μας.
Ο Χορός των Μορφών
Εάν η Αληθινή Ουσία είναι χωρίς διακρίσεις, πώς τότε εξηγούμε τις μυριάδες μορφές που γεμίζουν τον κόσμο; Ο μυστικιστής βλέπει αυτές τις μορφές όχι ως ξεχωριστές οντότητες, αλλά ως εκφράσεις της μιας πραγματικότητας, όπως τα κύματα που ανεβαίνουν και πέφτουν στην επιφάνεια του ωκεανού. Κάθε κύμα φαίνεται ξεχωριστό, αλλά ποτέ δεν είναι αποκομμένο από το νερό που του δίνει μορφή. Έτσι και όλα τα πράγματα—άνθρωποι, δέντρα, αστέρια, σκέψεις—είναι εκφράσεις της ίδιας υποκείμενης ουσίας, που κινούνται σε αρμονία με τον κοσμικό χορό.
Αυτή η προοπτική μας καλεί να αγκαλιάσουμε τον κόσμο στην πολλαπλότητά του χωρίς να χάσουμε από τα μάτια μας την ενότητά του. Ο μυστικιστής δεν απορρίπτει τον κόσμο των μορφών, αλλά τον βλέπει ως ένα ιερό παιχνίδι, μια λίλα στην ινδουιστική παράδοση, όπου το θείο εκφράζεται σε άπειρη ποικιλία. Το να βαδίζεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι να συμμετέχεις σε αυτόν τον χορό, να κινείσαι με χάρη και επίγνωση, γνωρίζοντας ότι κάθε βήμα είναι έκφραση του όλου.
Η Πράξη της Παράδοσης
Πώς, λοιπόν, βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι; Η απάντηση του μυστικιστή είναι απλή αλλά βαθιά: παράδοση. Όχι μια παράδοση ήττας, αλλά μια παράδοση εμπιστοσύνης—μια απελευθέρωση της ανάγκης του εγώ να ελέγξει, να διαιρέσει, να ορίσει. Αυτή η παράδοση είναι μια πράξη ευθυγράμμισης, μια προθυμία να ρέεις με το ρεύμα της πραγματικότητας αντί να πηγαίνεις κόντρα σε αυτό.
Ο διαλογισμός, η περισυλλογή και η προσευχή είναι εργαλεία για αυτή την παράδοση, τρόποι να ησυχάσει ο νους και να ανοίξει η καρδιά στην παρουσία της Αληθινής Ουσίας. Στην ησυχία, αρχίζουμε να διακρίνουμε μέσα από τις ψευδαισθήσεις της διάκρισης και του προβλήματος, να αγγίζουμε τη σιωπή που βρίσκεται κάτω από τον θόρυβο της σκέψης. Ωστόσο, το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν περιορίζεται στην επίσημη πρακτική. Κάθε στιγμή—είτε πλένουμε πιάτα, είτε περπατάμε στη φύση, είτε ακούμε έναν φίλο—μπορεί να είναι μια πράξη παράδοσης, μια επιστροφή στο αιώνιο τώρα.
Η ζωή του μυστικιστή είναι μια ζωή ριζικής παρουσίας, μια συνεχής επιστροφή στην αλήθεια ότι όλα κινούνται κατά μήκος του μονοπατιού τους. Αυτό δεν σημαίνει παθητικότητα ή αδράνεια, αλλά μια βαθιά εμπλοκή με τη ζωή, ελεύθερη από τα βάρη της αντίστασης και του φόβου. Όπως συμβουλεύει η Μπαγκαβάτ Γκίτα, «Θέσε την καρδιά σου στο έργο σου, αλλά ποτέ στην ανταμοιβή του.» Το να βαδίζεις στο Μονοπάτι της Πραγματικότητας είναι να δρας με αγάπη και πρόθεση, εμπιστευόμενος ότι το αποτέλεσμα είναι ήδη υφασμένο στο ύφασμα της ύπαρξης.
Η Ενότητα του Είναι
Στο τέλος, το Μονοπάτι της Πραγματικότητας δεν είναι καθόλου μονοπάτι, αλλά μια αναγνώριση αυτού που πάντα υπήρξε. Δεν υπάρχει προορισμός να φτάσεις, ούτε στόχος να επιτύχεις, γιατί η Αληθινή Ουσία είναι ήδη παρούσα, ολόκληρη και πλήρης. Το ταξίδι του μυστικιστή είναι μια αφύπνιση σε αυτή την αλήθεια, μια όραση πέρα από τις ψευδαισθήσεις του διαχωρισμού και του χρόνου στην ενότητα που υποβαστάζει όλα τα πράγματα.
Αυτή η ενότητα δεν είναι μια έννοια που πρέπει να κατανοηθεί, αλλά μια εμπειρία που πρέπει να βιωθεί. Είναι η ειρήνη που ξεπερνά την κατανόηση, η χαρά που αναδύεται αβίαστα, η αγάπη που ρέει χωρίς όρους. Είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από τον κόσμο, αλλά είμαστε ο κόσμος, εκφράσεις της ίδιας θεϊκής ουσίας που κινεί τα αστέρια και συγκινεί την ανθρώπινη καρδιά.
Καθώς βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι, συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις, διαιρέσεις, αντιφάσεις—μόνο η ήσυχη, αιώνια κίνηση της πραγματικότητας, που ξεδιπλώνεται σε τέλεια αρμονία. Και σε αυτή την όραση, βρίσκουμε τη θέση μας, όχι ως περιπλανώμενοι που αναζητούν μια μακρινή αλήθεια, αλλά ως συμμετέχοντες στον άπειρο χορό του Είναι, για πάντα στο σπίτι μας στην καρδιά της Αληθινής Ουσίας.
Μήπως θέλεις να ευχαριστείς συνέχεια τους άλλους;
Η επιθυμία να ευχαριστείς τους άλλους είναι ένας δραστικός τρόπος να αποσπάσαι από αυτά που αισθάνεσαι. Καθώς προσπαθείς να αποφύγεις τη δυσαρέσκεια των άλλων, δυσαρεστείς υπερβολικά τον εαυτό σου. Είσαι τεντωμένος και έτοιμος για το χειρότερο. Εστιάζεις στους άλλους ανθρώπους και σε αυτά που νιώθουν. Αγνοείς τις δικές σου εμπειρίες, εκτός από εκείνες του άγχους και του φόβου.Η παρόρμηση να ευχαριστήσεις τους άλλους είναι μια ισχυρή δυναμική, η οποία δημιουργείται από το φόβο της απώλειας. Νομίζεις ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό που φοβάσαι ότι θα χάσεις, οπότε η ανάγκη να κερδίσεις την αποδοχή, το θαυμασμό, τη στοργή και την αγάπη των άλλων ανθρώπων είναι έντονη.
Συναισθηματικά, πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου. Όταν οι άλλοι δείξουν δυσαρέσκεια, εσύ τρομοκρατείσαι, και αυτό είναι υπερβολικά οδυνηρό. Αν εκείνοι τους οποίους προσπαθείς να ευχαριστήσεις δεν μπορούν να ευχαριστηθούν, αυτός ο τρόμος γίνεται πιο έντονος. Όσο πιο έντονος είναι ο τρόμος, τόσο πιο οδυνηρός γίνεται ο πόνος και ακόμη μεγαλύτερη η ανάγκη να τους ευχαριστήσεις.
Η παρόρμηση να ευχαριστήσεις τους άλλους δεν είναι η εμπειρία του τρόμου ούτε ο σωματικός πόνος του τρόμου. Είναι η μάσκα που κρύβει το βάθος και το μέγεθος του πόνου. Όπως και ο θυμός, η ανάγκη να ευχαριστείς τους άλλους κρύβει υπερβολικό πόνο.
Ο θυμός και η ανάγκη να ευχαριστείς τους άλλους προέρχονται και τα δύο από το φόβο των υπερβολικά επώδυνων συναισθημάτων. Είναι εμπειρίες κάλυψης. Βάζουν μια ασπίδα μπροστά σε αυτά που αισθάνεσαι. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν γνωρίζεις το φόβο που κρύβεται από πίσω. Στην πρώτη περίπτωση, καλύπτεται από την οργή. Στη δεύτερη περίπτωση, καλύπτεται από την περιορισμένη εστίαση στο πώς νιώθουν οι άλλοι.
Αφού η ανάγκη να ικανοποιείς διαρκώς τους άλλους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, αφιερώνεις τον εαυτό σου σε μια ατέλειωτη προσπάθεια, που συνεχώς σε απομακρύνει όλο και περισσότερο από τα δικά σου συναισθήματα. Αυτός είναι ο στόχος του ανθρώπου ο οποίος θέλει να ευχαριστεί – να αποφύγει να αντιμετωπίσει συναισθήματα πολύ επώδυνα.
Είναι μια τεχνική που σε απομονώνει από το φόβο της απώλειας της αγάπης, μια μέθοδος που δεν σε αφήνει να νιώσεις την έλλειψη τη προσωπικής σου αξίας και τον τρόμο που τη συνοδεύει. Είναι φυγή από όλα εκείνα που προσπαθεί να σου δείξει το Σύμπαν και αντίσταση στην ολοκλήρωση, στον πλούτο και στο μεγαλείο σου.
Η θεραπεία της ανάγκης να ευχαριστείς τους άλλους και του ανεξέλεγκτου θυμού είναι ιερό καθήκον. Είναι μέρος του σκοπού για τον οποίο γεννήθηκες και είναι απαραίτητο να το κάνεις, έτσι ώστε να μπορέσεις να προσφέρεις τα δώρα τα οποία επιθυμεί να προσφέρει η ψυχή σου, κάτι που είναι επίσης μέρος του σκοπού για τον οποίο γεννήθηκες.
Όταν ένας άνθρωπος αντιμετωπίζει την επιθυμία του να ευχαριστεί τους άλλους ή να εξοργίζεται, μπαίνει στο πνευματικό μονοπάτι. Ξεκινά μια πορεία η οποία, όταν ολοκληρωθεί, θα τον αναδείξει σε μια προσωπικότητα με αυθεντική δύναμη – μια προσωπικότητα ευθυγραμμισμένη με την ψυχή του.
Είμαστε ο εγκέφαλός μας και δε χρειάζεται να επικαλεστούμε ψυχικά φαντάσματα για να ζήσουμε
"Όταν καταλάβουμε ότι δεν έχουμε μέσα μας ψυχή, ίσως και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι".
Η θέση για την ανυπαρξία της ψυχής είναι γνωστή, όμως μπορούμε να ζήσουμε γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ψυχή μέσα μας και ότι όλα προέρχονται από τον εγκέφαλο; Θέλοντας να διερευνήσουμε περισσότερα για αυτό το θέμα, όπως και να γνωρίσουμε τη σχέση εγκεφάλου και συμπεριφοράς, τη δημιουργία των συναισθημάτων, την (κρυμμένη;) δυναμική του εγκεφάλου μας και χωρίς την υιοθέτηση της ψυχής, θα μπορούσαμε ίσως να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υπόστασης και ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που μας δίνει ζωή;
Οι άνθρωποι έχουμε ανατομικώς μεγαλύτερο εγκέφαλο απ’ ότι θα περίμενε κανείς σε σχέση με το μέγεθος του σώματός που έχουμε και του θηλαστικού που είμαστε. Ο χιμπατζής, που είναι στο ίδιο περίπου μέγεθος με εμάς, έχει εγκέφαλο 600 γραμμαρίων, ενώ ο δικός μας εγκέφαλος είναι 1300 γραμμάρια. Αυτή η ανατομική διαφορά μας κάνει ικανούς να γράψουμε συμφωνίες, να δημιουργούμε και να κατασκευάζουμε πυρηνικά όπλα. Είναι δηλαδή μία ειδικότητα του είδους μας, όπως η καμηλοπάρδαλη έχει μεγάλο λαιμό, εμείς έχουμε μεγάλο εγκέφαλο. Εξυπηρετεί ορισμένα πράγματα και μέχρι τώρα μας έχει φερθεί καλά, ανησυχώ όμως για το μέλλον, γιατί δεν βλέπω ότι συνεχίζουμε σε καλή τροχιά.
Πάντως, αυτό που μας κάνει ενδιαφέροντες, όσον αφορά τη λειτουργικότητα του, είναι ότι ο εγκέφαλος υποστηρίζει τη γλώσσα, η οποία είναι πιο πολύπλοκη από οτιδήποτε μπορεί να δει κανείς σε άλλα ζώα. Τα πτηνά έχουν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με τα κελαηδίσματα τους, οι γορίλες και οι χιμπατζήδες με τις χειρονομίες που μπορεί να σου κάνουν και μάλιστα ένα χιμπατζή μπορείς να τον διδάξεις μέχρι και 3000 λέξεις, ένα λεξιλόγιο που ένα ανθρώπινο παιδί μπορεί να το μάθει στα 2 χρόνια του περίπου. Δεν καταφέρνουν κάτι παραπάνω, σύμφωνα με τις μελέτες του ζεύγους Gardner. Οι χιμπατζήδες ανέθρεψαν τους άλλους πρωτεύοντες οργανισμούς που μας μοιάζουν πάρα πολύ, αλλά δεν πήγαν στα πανεπιστήμια αυτοί. Φαίνεται ότι η γλώσσα, η οποία για να υποστηριχτεί σε σημαντικό βαθμό, χρειάζεται υποθέτω να υπάρχει ένας μεγάλος εγκέφαλος, τον οποίο δεν τον έχουν οι χιμπατζήδες.
Γιατί όμως οι ψυχολόγοι επικαλούνται την ψυχή ως το φορέα της ζωής;
Οι ψυχολόγοι δεν χρειάζεται να επικαλεστούν τον όρο ψυχή. Από το 1930 οι ψυχολόγοι δεν χρησιμοποιούν τον όρο ψυχή, τουλάχιστον οι ακαδημαϊκοί ψυχολόγοι. Επίσης η ψυχολογία σαν όνομα, σαν κλάδος χρησιμοποιεί τον όρο ψυχή αλλά εννοεί τη μελέτη της συμπεριφοράς, όχι τη μελέτη της ψυχής. Κάλλιστα μπορείς να προχωρήσεις χωρίς να θεωρήσεις ότι το πρόσωπο έχει ψυχή μέσα του. Δεν μπορεί να αποδείξει κανείς ότι δεν υπάρχει ψυχή αλλά δεν μπορείς και να αποδείξεις ότι υπάρχει. Είναι ζήτημα, είναι δική σου δουλειά, δηλαδή να πιστεύεις ότι υπάρχει η ψυχή.
Πιστεύω ότι αν θεωρήσεις ότι η ψυχή είναι αντίστοιχη με το mind (μυαλό), τα πειράματα του Sperry έδειξαν ότι μπορείς να δημιουργήσεις δύο διαφορετικές συνειδήσεις στο ίδιο το πρόσωπο που έχει υποστεί την τομή στο μεσολόβιο, στο σώμα που ενώνει τα δύο ημισφαίρια. Έτσι, παραμένουν λίγες μόνο διασυνδέσεις μεταξύ των δύο ημισφαιρίων και μπορείς να δώσεις τότε ερεθισμούς μόνο στο ένα ημισφαίριο και αντίστροφα και έτσι να δημιουργήσεις conditioning, που να δουλεύει μόνο στο ένα ημισφαίριο ή μόνο στο άλλο. Μετά, όταν ο άνθρωπος θέλεις να σου απαντήσει, το χέρι με το οποίο θα απαντήσει, είναι εκείνο σύμφωνα με το ποιο ημισφαίριο είναι αυτό που του κάνεις την ερώτηση.
Δηλαδή, μπορείς να σκεφτείς ότι μπορείς να διαιρέσεις την συνείδηση σε δύο και δεν χρειάζεται να θεωρήσει κανείς ότι υπάρχει κάτι άυλο, ένα φάντασμα μέσα στον οργανισμό για να μελετήσει την ψυχολογία. Και εάν θεωρείς ότι η ψυχή είναι εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις, εκεί που δημιουργούνται τα αισθήματα, εκεί που οι ερεθισμοί γίνονται αισθήσεις, εκεί που αποθηκεύεται η μνήμη, τότε δεν χρειάζεται να υπάρχει ψυχή, γιατί ήδη υπάρχει ένα όργανο που κάνει αυτή τη δουλειά. Και εάν σκεφτείς ότι εάν η μνήμη παραδείγματος χάριν, ήταν αποθηκευμένη στην ψυχή και όχι στον εγκέφαλο, τότε αν κάποιος υποστεί ένα χτύπημα στον εγκέφαλο, μπορεί να χάσει ένα-δύο λεπτά από τη μνήμη πριν το ατύχημα ή καμιά φορά και ένα και δύο και δέκα και είκοσι χρόνια πριν και όλες οι μνήμες να εξαφανιστούν. Εάν η μνήμη ήταν αποθηκευμένη στην ψυχή, η ψυχή ούσα άυλη δεν θα έπρεπε να έχει χάσει τις μνήμες.
Επομένως, δεν χρειαζόμαστε την ψυχή στη ζωή μας;
Δεν χρειάζεται η ψυχή. Είναι μη αναγκαία. Μπορεί να πεις βέβαια και ποιος είναι ο λόγος να αναφέρεσαι για κάτι που ούτε καν χρειάζεται να το αναφέρεις, εφόσον λες ότι δεν είναι ανάγκη. Νομίζω ότι είναι καλό να αντιληφθεί ο κόσμος ότι, βρισκόμαστε εδώ και μόνον και ότι δεν υπάρχει τίποτα μέσα μας που είναι άυλο και φάντασμα. Πιθανώς, αν το κατανοούσαμε, να σταματούσαν να κατατρέχουν και εκείνους που είναι αλλόθρησκοι, που είναι αποστάτες, που είναι άθεοι.
Όπως ξέρεις, τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη της γης, αυτοί που πιστεύουν ότι έχουν ψυχή, θεωρούν τους εαυτούς τους σαν ευνοημένους από το Θεό και μπορεί να σου κόψουν τον λαιμό. Οπότε, δεν νομίζω ότι να ευνοούμε τις σκέψεις αυτές, ότι δηλαδή υπάρχουν ψυχές, βοηθά, μάλλον κακό κάνουν. Σε ορισμένους πολιτισμούς για παράδειγμα αλλά και στους δικούς μας νωρίτερα, έκοβαν το κεφάλι του άλλου για τις θρησκείες.
Οπότε, τι είναι η ζωή: εδώ έχεις μια ζωή που ξέρεις ότι υπάρχει. Αυτή είναι η ζωή που έχουμε και ορισμένοι πάνε να σε σκοτώσουν για να κερδίσουν την άλλη ζωή. Σκοτώνονται τελικά και οι ίδιοι και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι υπάρχει άλλη ζωή. Εάν τους πεις ότι δεν υπάρχει ψυχή μπορεί να έχουν λιγότερο ενθουσιασμό να σου κόψουν το λαιμό.
Αν η ψυχή είναι τελικά κάτι άυλο και καθόλου χρήσιμο, γιατί την αναφέρουμε τότε συνεχώς στη ζωή μας;
Ο καθένας μπορεί να θεωρήσει ότι έχει μέσα του ό,τι θέλει. Όμως εγώ είμαι πατέρας και είμαι και παππούς. Βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση να παίρνω τα εγγόνια μου και να τα πηγαίνω στην παιδική χαρά. Μου αρέσει να παίρνω την εγγονή μου, που είναι αρκετά μεγάλη για να το καταλάβει και να την πηγαίνω στο τσίρκο. Δεν νομίζω λοιπόν ότι υστερώ από αισθήματα, από θλίψη, από πόνο, από αγάπη σε σχέση με κάποιον άλλον που θεωρεί ότι έχει μια ψυχή αθάνατη και ότι ο θεός τον προστατεύει. Δεν έχουμε ανάγκη να επικαλεστούμε φαντάσματα μέσα μας, για να ευχαριστηθούμε από τη ζωή και να δείξουμε και στους άλλους αυτό που τους αρμόζει, ότι έχουν δίπλα τους έναν συνάνθρωπο.
Σε μια μελέτη που έγινε μεταξύ παιδιών θρήσκων γονέων (χριστιανών και μωαμεθανών) και άθεων γονέων στον τομέα του αλτρουισμού, βρήκαν ότι τα παιδιά των άθεων είχαν πιο καλά αποτελέσματα στον αλτρουισμό. Δηλαδή, δεν χάνεις με το να είσαι άθεος και δεν θα πρέπει να θεωρείσαι λιγότερο καλός άνθρωπος. Απλώς λέω ότι δεν νομίζω πως υπάρχει διαφορά στη συμπεριφορά του ανθρώπου, γιατί θα βρεις καλούς ανθρώπους και στους θρήσκους που πιστεύουν ότι έχουν ψυχή και σε άλλους που πιστεύουν ότι δεν έχουν ψυχή. Δεν είναι ανάγκη δηλαδή να ανέχεσαι αυτά τα φαντάσματα που κουβαλάς μέσα σου για να μπορέσεις να ευχαριστηθείς από τη ζωή και να μην είσαι και ένας καλός πολίτης στους συμπολίτες σου.
Να επιμείνω για την έννοια της ψυχής: η ψυχή δε δίνει ένα νόημα στην ανθρώπινη υπόσταση και δεν καλύπτει μία ανάγκη μας να πιστεύουμε κάπου; Τι θα ήμασταν χωρίς ψυχή; Μόνο εγκέφαλος και όργανα του σώματος;
Η συνείδηση όπως ανέφερα, διαιρείται σε δύο: εάν κόψεις το σώμα που ενώνει τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Τώρα βέβαια μπορεί να ρωτήσεις την επιστήμη να εξηγήσει πώς 1,3 κιλά εγκέφαλος δημιουργεί την αγάπη, δημιουργεί το κόκκινο, το πράσινο χρώμα...η επιστήμη δεν μπορεί να τα εξηγήσει αυτά. Αλλά με το να επικαλεστείς την ψύχη δεν εξηγείς τίποτα. Αλλά ας μην προτρέχουμε αμέσως: «Α, εδώ είναι ο Θεός», «εδώ είναι η ψυχή», δεν μπορεί να εξηγήσει τίποτα αυτή η θέση. Για τον ψυχολόγο τουλάχιστον, είναι αρκετό να σκέφτεται ότι έχει μπροστά του έναν εγκέφαλο, ο οποίος είναι λαξευμένος από το περιβάλλον. Αρχικώς είχε ένα γενικό προίκισμα, το οποίο δημιούργησε αυτόν τον εγκέφαλο με τα συστατικά που πήρε από το περιβάλλον συν από τη μήτρα της μητέρας. Αν η μητέρα κάπνιζε ή αν έπινε ο πατέρας, ακόμα και πριν δώσει το σπέρμα, αυτά επηρεάζουν τι θα συμβεί επιγενετικά και επηρεάζουν ποια γονίδια θα εκφραστούν.
Επομένως, η έννοια της ψυχής πιστεύετε ότι συνδέεται και με τις θρησκευτικές δοξασίες οι οποίες στην σκληρή τους έκφραση μπορεί να εγκυμονούν άσχημα αποτελέσματα για τον ανθρώπινο πολιτισμό;
Αν εμείς οι δύο γεννιόμασταν στο Αφγανιστάν και ακούγαμε ότι μια γυναίκα έκαψε το Κοράνιο και οι δυό μας ή και ο ένας μας, θα πηγαίναμε να τη λιθοβολήσουμε μαζί με τους άλλους γιατί δεν θα μπορούσαμε πλέον να το ανεχθούμε ότι κάποιος μας προσέβαλε τον Θεό μας. Αν ακούγαμε ένας από μας τους δύο, που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα, ότι μία γυναίκα έκαψε τη Βίβλο, δεν θα μας καιγόταν καρφί. Η μόνη διαφορά είναι ότι γεννηθήκαμε σε διαφορετικό περιβάλλον που μας έκανε είτε να την λιθοβολήσουμε είτε να μην την λιθοβολήσουμε. Αυτό λοιπόν είναι αρκετό να σκεφτείς, να αντιληφθείς τη συμπεριφορά και να την αλλοιώσεις. Δεν χρειάζεται να επικαλεστείς φαντάσματα.
Ο εγκέφαλος λαξεύεται με την ιδεολογία και το περιβάλλον. Ο εγκέφαλος επλάσθη μια φορά λόγω της βιολογίας με τα συστατικά που βρήκε για να φτιάξει τους νευρώνες και μετά έμεινε λαξευμένος από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος: την ακτινοβολία, αν ο άνθρωπος μικρός χτύπησε το κεφάλι του, αν πήγε στο κατηχητικό ή βρήκε κάποιον άλλον που τον επηρέασε διαφορετικά. Αυτό δημιουργεί την ψυχολογία: μην κοιτάς την ψυχολογία σαν παράγοντα. Η ψυχολογία είναι το αποτέλεσμα. Δηλαδή υπάρχουν δύο και μόνο παράγοντες που ευθύνονται για τη συμπεριφορά σου και τη συμπεριφορά μου. Είναι το γενετικό μας προίκισμα και το περιβάλλον. Δεν υπάρχει άλλος, αν βρεις κάποιον άλλον τότε θα πάρεις το βραβείο Νόμπελ. Η ψυχολογία είναι το αποτέλεσμα, η συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα αυτών των δύο παραγόντων, δεν μπορείς να τους βάλεις παραπάνω ευθύνη.
Η σχέση εγκεφάλου και συμπεριφοράς είναι μονόδρομη ή αμφίδρομη;
Ο εγκέφαλος εάν σκεφτείς, εάν πάρουμε συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι ένα πρόσωπο σε κατάθλιψη. Αυτές οι καταθλίψεις διαρκούν 6 μήνες καμιά φορά, μετά για άλλους 6 μήνες είναι καλά και επιστρέφει μετά για άλλους 6 μήνες η κατάθλιψη. Το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να πει στον εγκέφαλό του: «Α, κοίταξε εγκέφαλε, δημιούργησε παραπάνω σεροτονίνη για να με βγάλεις από την κατάθλιψη», δεν το καταλαβαίνω. Ο εγκέφαλος είμαστε εμείς, δεν είναι κάτι άλλο που θα πάει να επιδράσει πάνω στον εγκέφαλο. Πάλι η ενέργεια του εγκεφάλου είναι η συμπεριφορά, η προσωπικότητα, η ψυχολογία που μου αναφέρεις, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Άλλο βέβαια ότι το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αν πάει και κόψει τις φλέβες του. Μετά θα έχει άλλα αποτελέσματα και η ζωή του θα αλλάξει. Πάντως δεν είναι ότι εμείς μπορούμε να επηρεάσουμε τον εγκέφαλό μας, εμείς είμαστε ο εγκέφαλός μας.
Οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις βοηθούν στην αναδιαμόρφωση του εγκεφάλου και στη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών;
Σαφώς και βοηθούν. Όπως βοηθάει να μιλήσεις σε ένα φίλο, σε ένα ιερέα, ακόμα καλύτερα είναι να μιλήσεις σε ένα ψυχολόγο, γιατί οι ψυχολόγοι έχουν μια πείρα, έχουν μελετήσει επιστημονικά τι μπορεί να βοηθήσει ένα πρόσωπο στη δική σου περίπτωση και τα συμπτώματά σου. Αν έχεις εμμονές, φοβίες, κατάθλιψη, ο ψυχολόγος έχει μελετήσει τέτοια γεγονότα και μπορεί να βοηθήσει. Η συμπεριφορά δεν είναι αμετάκλητη, ο εγκέφαλος δεν είναι μη αλλοιώσιμος, αντιθέτως! Εσύ τώρα θα φύγεις από εδώ και θα έχεις διαφορετικό εγκέφαλο από πριν και εγώ παρομοίως και τότε θα θυμάμαι ότι είσαι ο Χάρης. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλός μου άλλαξε. Αν είναι έτσι λοιπόν, τότε ο εγκέφαλος ο δικός μου θα είναι διαφορετικός αφότου σου μίλησα, παρά πριν σου μιλήσω. Δεν είμαστε οι σκλάβοι του χθες και οι ψυχολόγοι κάνουν πολύ καλή δουλειά.
Ο λόγος που μελετάμε τα πειραματόζωα είναι ότι είναι παρόμοια με εμάς σε πολλά πράγματα, μάθηση, conditioning και άλλα πράγματα και αν μου επιτρέψεις να σου αναφέρω ότι γνώρισα τον B.F. Skinner. Όταν ήμουν επικεφαλής για ένα χρόνο στο Colloquium στο McGill University, σαν μεταπτυχιακός μαθητής τον κάλεσα να μιλήσει και να κουβεντιάσουμε για τις σκέψεις του, σχετικά με το βιβλίο του που έγραψε «Beyond Freedom and Dignity» και είπε αυτά που σου είπα και εγώ. Αυτά τα είπε ο Skinner πρώτα και ακόμα νωρίτερα τα είπε ο Ιπποκράτης: ότι από τον εγκέφαλο και μόνο από εκεί, προέρχονται η χαρά, το γέλιο, η λύπη, τα δάκρυα καθώς και οι κινήσεις μας, οι αισθήσεις μας.
Ακούμε πολύ συχνά την απλή φράση: «σκέψου θετικά και θα νιώσεις καλύτερα». Μπορεί μία θετική αλλαγή σκέψης, να αλλάξει τη ζωή μας;
Αυτά είναι τεχνάσματα. Δηλαδή αν σου πω ένα τέχνασμα, ότι κάθε φορά που αισθάνεσαι πανικό να σκεφτείς τα δέντρα σε ένα δάσος που σου άρεσε, εσύ μετά το εφαρμόζεις και μπορεί να έχει αποτέλεσμα, γιατί όχι. Οι πειραματιστές ψυχολόγοι εξετάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και βρίσκουν ότι οι συνάψεις του εγκεφάλου έχουν ρευστότητα και μπορούν να αλλοιωθούν. Τότε έχουμε το φαινόμενο unlearning extinction, δηλαδή ο οργανισμός μπορεί να ξεμάθει μία συμπεριφορά: δηλαδή μπορεί αρχικά ένας οργανισμός να «παγώσει» επειδή του έχεις κάνει ηλεκτροσόκ, ενώ μετά, αφότου βλέπει ότι δεν υπάρχει ηλεκτροσόκ, μαθαίνει τη καινούρια συμπεριφορά και χάνει αυτή τη φοβία που είχε πρώτα, οπότε μετακινείται και δεν παγώνει πλέον. Μπορεί κάλλιστα αυτά να ερμηνευτούν σύμφωνα με τις συνάψεις που αναφέρεσαι.
Έχουμε βρει πώς ενεργοποιούνται τα συναισθήματα στον εγκέφαλο μας;
Ορισμένοι επιστήμονες βάζουν τον άνθρωπο στον μαγνητικό τομογράφο και ψάχνουν να βρουν ποιο μέρος του εγκεφάλου ενεργοποιείται εάν το πρόσωπο αυτό βλέπει εικόνες από το αγαπημένο του πρόσωπο σε σύγκριση με ουδέτερες εικόνες. Συνήθως το μεταιχμιακό σύστημα, ο έλικας του προσαγωγίου ενεργοποιούνται σχεδόν σε όλα τα παρόμοια ερεθίσματα και σε άλλα όπως στον πόνο και στη θλίψη. Δεν είναι σίγουρο δηλαδή που ακριβώς ενεργοποιούνται, πιθανώς είναι πολλά σημεία του εγκεφάλου που απασχολούνται όταν βλέπουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο και ίσως έχουν κάποια σχέση με τον τρόπο που δημιουργείται η αγάπη.
Αν ανακαλύψουμε στον εγκέφαλο το συγκεκριμένο σημείο που ευθύνεται για το συναίσθημα της αγάπης, δεν θα θέλουμε να το ενεργοποιούμε συνέχεια προκειμένου να νιώσουμε αγάπη; Μήπως υπάρχει φόβος ότι θα καταντήσουμε πειραματόζωα στην καθημερινή μας ζωή;
Νομίζω ότι δεν θα είναι εφικτό αυτό, δεν θα είναι δηλαδή μόνο ένα σημείο που θα μπορέσεις να ενεργοποιήσεις απλά. Αυτό όπως και τα άλλα ένστικτα που λέγαμε, ενεργοποιούν σημαντικά μέρη του εγκεφάλου, δηλαδή μεγάλες περιοχές όπως αναφέρονται πιθανώς για το σύστημα ανταμοιβής της ντοπαμίνης που ασχολείται με τον μεσομεταιχμιακό και τον επικλινή πυρήνα και πιθανώς να έχουν σχέση και με τα άλλα ένστικτα όπως το φαγητό, το σεξ, το οποίο είναι βέβαια άμεσα συνδεδεμένο με την αγάπη, αν εννοούμε την ετεροφυλόφιλη, όπως επίσης και το ερέθισμα της εξερεύνησης. Αυτά τα συστήματα του εγκεφάλου συνδέονται και με άλλα ένστικτα και όσον αφορά το να μπορέσεις να υπερβείς το πρόβλημα του να βρεις έναν σύντροφο και αντί αυτού να κάνεις ερεθισμό κατευθείαν μέσα στον εγκέφαλο για να νιώσεις αγάπη, το βλέπω δύσκολο τουλάχιστον ανατομικώς. Βέβαια, αυτό συμβαίνει όταν προσπαθείς να βρεις την ευτυχία με τα ναρκωτικά, με την κοκαΐνη που αρχικώς σου δίνει αυτήν την ευχαρίστηση αλλά μετέπειτα υπάρχουν προβλήματα εθισμού και δεν μπορείς να πετύχεις την ίδια ευχαρίστηση ξανά.
Υπάρχει ένας δημοφιλής μύθος που ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιούμε το 10% του εγκεφάλου μας. Τι ποσοστό του εγκεφάλου μας χρησιμοποιούμε;
Θα σου δώσω μια διαφορετική απάντηση. Το 10% νομίζω είναι μια ύβρις. Έχουμε τεράστια αποθέματα και αν κατορθώναμε να τα ενεργοποιήσουμε αυτά τα άλλα 90%, τότε θα πηγαίναμε ακόμα πιο γρήγορα προς εκεί που κατευθυνόμαστε. Τούτη τη στιγμή βέβαια, δεν βλέπω ότι κατευθυνόμαστε στο σωστό δρόμο γιατί καταστρέφουμε τα άλλα ζώα και τα φυτά και τελικά θα είναι και για το ίδιο το είδος μας. Αλλά σκέψου το εξής, στην νόσο του Πάρκινσον ένας πυρήνας που χάνει νευρώνες είναι η μελανά ουσία, για να γίνεις Παρκινσονικός, πρέπει να χάσεις πάνω από το 80% από τους νευρώνες σε αυτό το πυρήνα που περιέχει ντοπαμίνη. Αν χάσεις μόνο 70% δεν έχεις συμπτώματα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει εφεδρικότητα, υπάρχουν εφεδρικοί νευρώνες οι οποίοι κάνουν παρόμοιο πράγμα όπως και άλλοι, αλλά είναι εκεί σε περίπτωση που άλλοι έχουν πρόβλημα να αντικαταστήσουν.
Αν στο ποδήλατό μου βάλω άλλες δύο ρόδες δεν θα πάω πιο γρήγορα. Και αυτό νομίζω έχουμε μπερδέψει: ότι ο εγκέφαλος έχει πολλά εφεδρικά κύτταρα και βρίσκονται ακριβώς εκεί για την περίπτωση που θα δεχθείς ένα χτύπημα στο κεφάλι ώστε να μην γίνεις αμέσως ασθενής και ανάπηρος. Έτσι τα δημιούργησε η φύση. Εγώ προσπάθησα να καταστρέψω την οσμή στον αρουραίο και θεώρησα ότι το κατάφερα σε ποσοστό πάνω από το 95% του οσφρητικού λοβού στον εγκέφαλο του. Οι αρουραίοι όμως κατάφεραν να βρουν που ήταν κρυμμένο το σοκολατάκι και που δεν υπήρχε το σοκολατάκι. Βλέπεις, αυτοί οι άλλοι νευρώνες χρειάζονταν σε περίπτωση που οι άλλοι χάνονταν. Όπως και στην νόσο του Πάρκινσον χρειάζεται να χάσεις πάνω από το 80% των νευρώνων για να εμφανιστούν τα συμπτώματα και κατά τη σκέψη μου και θα το έχουν πει και άλλοι αυτό, απλώς δεν έχω διαβάσει κάποιον άλλον να το λέει, ότι ο εγκέφαλος δεν εξαρτάται από κανένα συγκεκριμένο νευρώνα μόνο και μόνο. Μπορεί να χάσεις πολλούς νευρώνες από ορισμένες περιοχές και να μην παρουσιάσεις κανένα ελάττωμα όπως είπαμε για τη μελανά ουσία με τη νόσο του Πάρκινσον.
Επομένως, χρησιμοποιούμε όλον τον εγκέφαλο μας και έχουμε την ικανότητα να το κάνουμε. Εγώ όταν σου μιλάω εσένα τώρα χρησιμοποιώ τον εγκέφαλό μου και δεν πρόκειται εγώ να γίνω Αϊνστάιν εάν μου δώσεις κάποια στρατηγική να ενεργοποιήσω ακόμα και περισσότερους νευρώνες. Δεν πρόκειται να γίνω. Στο λέω. Διαφορετικά θα είχαμε πολλούς Αϊνστάιν. Αλλά το θεωρώ ύβρη γιατί νομίζουμε ότι είμαστε τόσο έξυπνοι... Εγώ νομίζω ότι είμαστε άλλος ένας πρωτεύοντας οργανισμός πάνω στον πλανήτη που είχε την ικανότητα να φτιάξει μια τεχνολογία, η οποία σήμερα απειλεί την ύπαρξή μας.
Έχετε αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της έρευνάς σας στη μελέτη της νόσου του Parkinson και της νόσου του Alzheimer. Πόσο κοντά πιστεύετε ότι είμαστε στην εύρεση μίας θεραπείας για τις δύο νόσους;
Πριν από 20 χρόνια περίπου, ήρθε στην Αυστραλία ο Eric Kandel να μιλήσει και αναφέρθηκε στα ΜΜΕ ότι το πρόβλημα της νόσου του Αλτσχάιμερ θα λυθεί σε 15 χρόνια. Του είπα ότι έκανε μία ωραία ομιλία, εκτός από αυτό. Δεν του άρεσε που του το ‘πα. Εγώ νομίζω ότι δεν θα λυθεί ποτέ, δηλαδή ότι δεν θα θεραπευτεί ποτέ η νόσος του Αλτσχάιμερ, δηλαδή η άνοια. Μπορεί όμως να καθυστερήσει η έλευσίς της και αυτό είναι στα χέρια μας: εάν κάνουμε σωματική άσκηση για παράδειγμα τότε έχουμε λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουμε άνοια ή νόσο του Αλτσχάιμερ. Γενικώς, πράγματα που ενοχλούν το καρδιαγγειακό σύστημα επίσης προδιαθέτουν και για άνοια, εκ των οποίων είναι και η νόσος του Αλτσχάιμερ. Αυτά ξέρουμε ότι μπορούν να γίνουν και μπορεί κάποια στιγμή να βγει και ένα εμβόλιο που να μας προστατεύει. Κάποιος όμως που έχει τη νόσο του Αλτσχάιμερ και πιστεύει ότι μπορεί να γίνει καλά, νομίζω ότι πρέπει να το ξεχάσουμε.
Και πιστεύω ότι προσφέρω κάτι σε αυτούς που έχουν ιδιαιτέρως πρόβλημα με το μίσος και με την αγάπη: να αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε ελευθέρα βούληση και μπορώ να σου δώσω μια ένδειξη προς την αγάπη, το ότι δεν υπάρχει ελευθέρα βούληση. Είναι κάτι που το λένε φιλόσοφοι και νευροεπιστήμονες όλο και πιο συχνά τώρα εδώ και πολλά χρόνια. Λοιπόν, βλέπεις ότι στον έρωτα δεν επιλέγεις εάν κάποιος σε αφήσει, πόσες φορές θα έχεις δει ως ψυχολόγος ανθρώπους που θα σου έχουν πει: «Θέλω να τον ξεχάσω, αλλά δεν μπορώ. Θέλω! Δεν μπορώ!». Τι σημαίνει αυτό; Δεν υπάρχει ελευθέρα βούληση στο ζήτημα της αγάπης. Μπορεί το πρόσωπο αυτό να μην του φέρεται πλέον καλά, ακόμη και να τους κακοποιεί, όμως ακόμα αγαπούν αυτό το πρόσωπο και θέλουν να το ξεχάσουν αλλά δεν μπορούν. Και αν γίνει αυτό αντιληπτό, τότε μπορεί να αποφύγουμε και ορισμένα πράγματα, όπως το μίσος που έχουμε ορισμένες φορές, δηλαδή εκεί που στρέφεται εμμέσως η αγάπη σε θέληση να εκδικηθείς το πρόσωπο. Ορισμένοι αν και ακόμη το αγαπούν, είναι ικανοί να το σκοτώσουν.
Το σύνηθες βέβαια είναι ότι το 50% ή παραπάνω από το 50% από αυτούς που τους παρατάει κάποιος, πάνε και τον ενοχλούν στο σπίτι του, στο ίντερνετ, στην εργασία του. Καμιά φορά τον χτυπούν ή πιο συχνά να πούμε ότι την χτυπούν. Καμιά φορά τη σκοτώνουν. Καμιά φορά αυτοκτονούν οι ίδιοι. Όλα αυτά μπορούμε να κάνουμε το πρόσωπο να αντιληφθεί ότι η αγάπη είτε συμβαίνει είτε δε συμβαίνει και όπως εσύ δεν μπορείς να απαρνηθείς την αγάπη σου για αυτό το πρόσωπο έτσι και αυτό δεν μπορεί να σε αγαπήσει εσένα πλέον. Και έτσι μπορείς να βοηθήσεις το πρόσωπο αυτό ώστε να μην γίνονται αυτά που μετά είναι κρίμα για όλους.
Και να σκεφτείς η νευροψυχολογία σήμερα, λέει ότι δεν υπάρχει ελευθέρα βούληση και ένας από τους ήρωες μέσα στο μυθιστόρημα τον οποίον τον χτύπησαν χωρίς έλεος, είπε μετά ότι δεν ήθελε να καταφύγει δικαστικώς στο πρόσωπο που τον χτύπησε γιατί αν αυτό το πρόσωπο ήξερε αυτά που ξέρουμε εμείς, θα ήταν μαζί μας και αν εμείς δεν ξέραμε αυτά που ξέρουμε θα ήμασταν μαζί του.
Δηλαδή καταλαβαίνεις ότι σου λέει ότι το περιβάλλον σε διαμορφώνει και βλέπεις μονοζυγωτικά δίδυμα. Του ενός του σκοτώνουν τον αδελφό του. Ένα από τα μονοζυγωτικά δίδυμα πεθαίνει μέσα στο βιβλίο. Το άλλο το αδέρφι πάει στη φυλακή να συγχωρήσει το φονιά και να υποστηρίξει οικονομικώς την οικογένειά του, επειδή αυτός ήταν στη φυλακή και δεν μπορούσε να πληρώσει πλέον τα προς το ζην. Δηλαδή είναι μια νευροψυχολογική προσέγγιση και νομίζω ότι θα βρεις, με τις οποίες θα συμφωνήσεις από επιστημονικής πλευράς.
Η θέση για την ανυπαρξία της ψυχής είναι γνωστή, όμως μπορούμε να ζήσουμε γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ψυχή μέσα μας και ότι όλα προέρχονται από τον εγκέφαλο; Θέλοντας να διερευνήσουμε περισσότερα για αυτό το θέμα, όπως και να γνωρίσουμε τη σχέση εγκεφάλου και συμπεριφοράς, τη δημιουργία των συναισθημάτων, την (κρυμμένη;) δυναμική του εγκεφάλου μας και χωρίς την υιοθέτηση της ψυχής, θα μπορούσαμε ίσως να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υπόστασης και ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που μας δίνει ζωή;
Οι άνθρωποι έχουμε ανατομικώς μεγαλύτερο εγκέφαλο απ’ ότι θα περίμενε κανείς σε σχέση με το μέγεθος του σώματός που έχουμε και του θηλαστικού που είμαστε. Ο χιμπατζής, που είναι στο ίδιο περίπου μέγεθος με εμάς, έχει εγκέφαλο 600 γραμμαρίων, ενώ ο δικός μας εγκέφαλος είναι 1300 γραμμάρια. Αυτή η ανατομική διαφορά μας κάνει ικανούς να γράψουμε συμφωνίες, να δημιουργούμε και να κατασκευάζουμε πυρηνικά όπλα. Είναι δηλαδή μία ειδικότητα του είδους μας, όπως η καμηλοπάρδαλη έχει μεγάλο λαιμό, εμείς έχουμε μεγάλο εγκέφαλο. Εξυπηρετεί ορισμένα πράγματα και μέχρι τώρα μας έχει φερθεί καλά, ανησυχώ όμως για το μέλλον, γιατί δεν βλέπω ότι συνεχίζουμε σε καλή τροχιά.
Πάντως, αυτό που μας κάνει ενδιαφέροντες, όσον αφορά τη λειτουργικότητα του, είναι ότι ο εγκέφαλος υποστηρίζει τη γλώσσα, η οποία είναι πιο πολύπλοκη από οτιδήποτε μπορεί να δει κανείς σε άλλα ζώα. Τα πτηνά έχουν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με τα κελαηδίσματα τους, οι γορίλες και οι χιμπατζήδες με τις χειρονομίες που μπορεί να σου κάνουν και μάλιστα ένα χιμπατζή μπορείς να τον διδάξεις μέχρι και 3000 λέξεις, ένα λεξιλόγιο που ένα ανθρώπινο παιδί μπορεί να το μάθει στα 2 χρόνια του περίπου. Δεν καταφέρνουν κάτι παραπάνω, σύμφωνα με τις μελέτες του ζεύγους Gardner. Οι χιμπατζήδες ανέθρεψαν τους άλλους πρωτεύοντες οργανισμούς που μας μοιάζουν πάρα πολύ, αλλά δεν πήγαν στα πανεπιστήμια αυτοί. Φαίνεται ότι η γλώσσα, η οποία για να υποστηριχτεί σε σημαντικό βαθμό, χρειάζεται υποθέτω να υπάρχει ένας μεγάλος εγκέφαλος, τον οποίο δεν τον έχουν οι χιμπατζήδες.
Γιατί όμως οι ψυχολόγοι επικαλούνται την ψυχή ως το φορέα της ζωής;
Οι ψυχολόγοι δεν χρειάζεται να επικαλεστούν τον όρο ψυχή. Από το 1930 οι ψυχολόγοι δεν χρησιμοποιούν τον όρο ψυχή, τουλάχιστον οι ακαδημαϊκοί ψυχολόγοι. Επίσης η ψυχολογία σαν όνομα, σαν κλάδος χρησιμοποιεί τον όρο ψυχή αλλά εννοεί τη μελέτη της συμπεριφοράς, όχι τη μελέτη της ψυχής. Κάλλιστα μπορείς να προχωρήσεις χωρίς να θεωρήσεις ότι το πρόσωπο έχει ψυχή μέσα του. Δεν μπορεί να αποδείξει κανείς ότι δεν υπάρχει ψυχή αλλά δεν μπορείς και να αποδείξεις ότι υπάρχει. Είναι ζήτημα, είναι δική σου δουλειά, δηλαδή να πιστεύεις ότι υπάρχει η ψυχή.
Πιστεύω ότι αν θεωρήσεις ότι η ψυχή είναι αντίστοιχη με το mind (μυαλό), τα πειράματα του Sperry έδειξαν ότι μπορείς να δημιουργήσεις δύο διαφορετικές συνειδήσεις στο ίδιο το πρόσωπο που έχει υποστεί την τομή στο μεσολόβιο, στο σώμα που ενώνει τα δύο ημισφαίρια. Έτσι, παραμένουν λίγες μόνο διασυνδέσεις μεταξύ των δύο ημισφαιρίων και μπορείς να δώσεις τότε ερεθισμούς μόνο στο ένα ημισφαίριο και αντίστροφα και έτσι να δημιουργήσεις conditioning, που να δουλεύει μόνο στο ένα ημισφαίριο ή μόνο στο άλλο. Μετά, όταν ο άνθρωπος θέλεις να σου απαντήσει, το χέρι με το οποίο θα απαντήσει, είναι εκείνο σύμφωνα με το ποιο ημισφαίριο είναι αυτό που του κάνεις την ερώτηση.
Δηλαδή, μπορείς να σκεφτείς ότι μπορείς να διαιρέσεις την συνείδηση σε δύο και δεν χρειάζεται να θεωρήσει κανείς ότι υπάρχει κάτι άυλο, ένα φάντασμα μέσα στον οργανισμό για να μελετήσει την ψυχολογία. Και εάν θεωρείς ότι η ψυχή είναι εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις, εκεί που δημιουργούνται τα αισθήματα, εκεί που οι ερεθισμοί γίνονται αισθήσεις, εκεί που αποθηκεύεται η μνήμη, τότε δεν χρειάζεται να υπάρχει ψυχή, γιατί ήδη υπάρχει ένα όργανο που κάνει αυτή τη δουλειά. Και εάν σκεφτείς ότι εάν η μνήμη παραδείγματος χάριν, ήταν αποθηκευμένη στην ψυχή και όχι στον εγκέφαλο, τότε αν κάποιος υποστεί ένα χτύπημα στον εγκέφαλο, μπορεί να χάσει ένα-δύο λεπτά από τη μνήμη πριν το ατύχημα ή καμιά φορά και ένα και δύο και δέκα και είκοσι χρόνια πριν και όλες οι μνήμες να εξαφανιστούν. Εάν η μνήμη ήταν αποθηκευμένη στην ψυχή, η ψυχή ούσα άυλη δεν θα έπρεπε να έχει χάσει τις μνήμες.
Επομένως, δεν χρειαζόμαστε την ψυχή στη ζωή μας;
Δεν χρειάζεται η ψυχή. Είναι μη αναγκαία. Μπορεί να πεις βέβαια και ποιος είναι ο λόγος να αναφέρεσαι για κάτι που ούτε καν χρειάζεται να το αναφέρεις, εφόσον λες ότι δεν είναι ανάγκη. Νομίζω ότι είναι καλό να αντιληφθεί ο κόσμος ότι, βρισκόμαστε εδώ και μόνον και ότι δεν υπάρχει τίποτα μέσα μας που είναι άυλο και φάντασμα. Πιθανώς, αν το κατανοούσαμε, να σταματούσαν να κατατρέχουν και εκείνους που είναι αλλόθρησκοι, που είναι αποστάτες, που είναι άθεοι.
Όπως ξέρεις, τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη της γης, αυτοί που πιστεύουν ότι έχουν ψυχή, θεωρούν τους εαυτούς τους σαν ευνοημένους από το Θεό και μπορεί να σου κόψουν τον λαιμό. Οπότε, δεν νομίζω ότι να ευνοούμε τις σκέψεις αυτές, ότι δηλαδή υπάρχουν ψυχές, βοηθά, μάλλον κακό κάνουν. Σε ορισμένους πολιτισμούς για παράδειγμα αλλά και στους δικούς μας νωρίτερα, έκοβαν το κεφάλι του άλλου για τις θρησκείες.
Οπότε, τι είναι η ζωή: εδώ έχεις μια ζωή που ξέρεις ότι υπάρχει. Αυτή είναι η ζωή που έχουμε και ορισμένοι πάνε να σε σκοτώσουν για να κερδίσουν την άλλη ζωή. Σκοτώνονται τελικά και οι ίδιοι και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι υπάρχει άλλη ζωή. Εάν τους πεις ότι δεν υπάρχει ψυχή μπορεί να έχουν λιγότερο ενθουσιασμό να σου κόψουν το λαιμό.
Αν η ψυχή είναι τελικά κάτι άυλο και καθόλου χρήσιμο, γιατί την αναφέρουμε τότε συνεχώς στη ζωή μας;
Ο καθένας μπορεί να θεωρήσει ότι έχει μέσα του ό,τι θέλει. Όμως εγώ είμαι πατέρας και είμαι και παππούς. Βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση να παίρνω τα εγγόνια μου και να τα πηγαίνω στην παιδική χαρά. Μου αρέσει να παίρνω την εγγονή μου, που είναι αρκετά μεγάλη για να το καταλάβει και να την πηγαίνω στο τσίρκο. Δεν νομίζω λοιπόν ότι υστερώ από αισθήματα, από θλίψη, από πόνο, από αγάπη σε σχέση με κάποιον άλλον που θεωρεί ότι έχει μια ψυχή αθάνατη και ότι ο θεός τον προστατεύει. Δεν έχουμε ανάγκη να επικαλεστούμε φαντάσματα μέσα μας, για να ευχαριστηθούμε από τη ζωή και να δείξουμε και στους άλλους αυτό που τους αρμόζει, ότι έχουν δίπλα τους έναν συνάνθρωπο.
Σε μια μελέτη που έγινε μεταξύ παιδιών θρήσκων γονέων (χριστιανών και μωαμεθανών) και άθεων γονέων στον τομέα του αλτρουισμού, βρήκαν ότι τα παιδιά των άθεων είχαν πιο καλά αποτελέσματα στον αλτρουισμό. Δηλαδή, δεν χάνεις με το να είσαι άθεος και δεν θα πρέπει να θεωρείσαι λιγότερο καλός άνθρωπος. Απλώς λέω ότι δεν νομίζω πως υπάρχει διαφορά στη συμπεριφορά του ανθρώπου, γιατί θα βρεις καλούς ανθρώπους και στους θρήσκους που πιστεύουν ότι έχουν ψυχή και σε άλλους που πιστεύουν ότι δεν έχουν ψυχή. Δεν είναι ανάγκη δηλαδή να ανέχεσαι αυτά τα φαντάσματα που κουβαλάς μέσα σου για να μπορέσεις να ευχαριστηθείς από τη ζωή και να μην είσαι και ένας καλός πολίτης στους συμπολίτες σου.
Να επιμείνω για την έννοια της ψυχής: η ψυχή δε δίνει ένα νόημα στην ανθρώπινη υπόσταση και δεν καλύπτει μία ανάγκη μας να πιστεύουμε κάπου; Τι θα ήμασταν χωρίς ψυχή; Μόνο εγκέφαλος και όργανα του σώματος;
Η συνείδηση όπως ανέφερα, διαιρείται σε δύο: εάν κόψεις το σώμα που ενώνει τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Τώρα βέβαια μπορεί να ρωτήσεις την επιστήμη να εξηγήσει πώς 1,3 κιλά εγκέφαλος δημιουργεί την αγάπη, δημιουργεί το κόκκινο, το πράσινο χρώμα...η επιστήμη δεν μπορεί να τα εξηγήσει αυτά. Αλλά με το να επικαλεστείς την ψύχη δεν εξηγείς τίποτα. Αλλά ας μην προτρέχουμε αμέσως: «Α, εδώ είναι ο Θεός», «εδώ είναι η ψυχή», δεν μπορεί να εξηγήσει τίποτα αυτή η θέση. Για τον ψυχολόγο τουλάχιστον, είναι αρκετό να σκέφτεται ότι έχει μπροστά του έναν εγκέφαλο, ο οποίος είναι λαξευμένος από το περιβάλλον. Αρχικώς είχε ένα γενικό προίκισμα, το οποίο δημιούργησε αυτόν τον εγκέφαλο με τα συστατικά που πήρε από το περιβάλλον συν από τη μήτρα της μητέρας. Αν η μητέρα κάπνιζε ή αν έπινε ο πατέρας, ακόμα και πριν δώσει το σπέρμα, αυτά επηρεάζουν τι θα συμβεί επιγενετικά και επηρεάζουν ποια γονίδια θα εκφραστούν.
Επομένως, η έννοια της ψυχής πιστεύετε ότι συνδέεται και με τις θρησκευτικές δοξασίες οι οποίες στην σκληρή τους έκφραση μπορεί να εγκυμονούν άσχημα αποτελέσματα για τον ανθρώπινο πολιτισμό;
Αν εμείς οι δύο γεννιόμασταν στο Αφγανιστάν και ακούγαμε ότι μια γυναίκα έκαψε το Κοράνιο και οι δυό μας ή και ο ένας μας, θα πηγαίναμε να τη λιθοβολήσουμε μαζί με τους άλλους γιατί δεν θα μπορούσαμε πλέον να το ανεχθούμε ότι κάποιος μας προσέβαλε τον Θεό μας. Αν ακούγαμε ένας από μας τους δύο, που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα, ότι μία γυναίκα έκαψε τη Βίβλο, δεν θα μας καιγόταν καρφί. Η μόνη διαφορά είναι ότι γεννηθήκαμε σε διαφορετικό περιβάλλον που μας έκανε είτε να την λιθοβολήσουμε είτε να μην την λιθοβολήσουμε. Αυτό λοιπόν είναι αρκετό να σκεφτείς, να αντιληφθείς τη συμπεριφορά και να την αλλοιώσεις. Δεν χρειάζεται να επικαλεστείς φαντάσματα.
Ο εγκέφαλος λαξεύεται με την ιδεολογία και το περιβάλλον. Ο εγκέφαλος επλάσθη μια φορά λόγω της βιολογίας με τα συστατικά που βρήκε για να φτιάξει τους νευρώνες και μετά έμεινε λαξευμένος από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος: την ακτινοβολία, αν ο άνθρωπος μικρός χτύπησε το κεφάλι του, αν πήγε στο κατηχητικό ή βρήκε κάποιον άλλον που τον επηρέασε διαφορετικά. Αυτό δημιουργεί την ψυχολογία: μην κοιτάς την ψυχολογία σαν παράγοντα. Η ψυχολογία είναι το αποτέλεσμα. Δηλαδή υπάρχουν δύο και μόνο παράγοντες που ευθύνονται για τη συμπεριφορά σου και τη συμπεριφορά μου. Είναι το γενετικό μας προίκισμα και το περιβάλλον. Δεν υπάρχει άλλος, αν βρεις κάποιον άλλον τότε θα πάρεις το βραβείο Νόμπελ. Η ψυχολογία είναι το αποτέλεσμα, η συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα αυτών των δύο παραγόντων, δεν μπορείς να τους βάλεις παραπάνω ευθύνη.
Η σχέση εγκεφάλου και συμπεριφοράς είναι μονόδρομη ή αμφίδρομη;
Ο εγκέφαλος εάν σκεφτείς, εάν πάρουμε συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι ένα πρόσωπο σε κατάθλιψη. Αυτές οι καταθλίψεις διαρκούν 6 μήνες καμιά φορά, μετά για άλλους 6 μήνες είναι καλά και επιστρέφει μετά για άλλους 6 μήνες η κατάθλιψη. Το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να πει στον εγκέφαλό του: «Α, κοίταξε εγκέφαλε, δημιούργησε παραπάνω σεροτονίνη για να με βγάλεις από την κατάθλιψη», δεν το καταλαβαίνω. Ο εγκέφαλος είμαστε εμείς, δεν είναι κάτι άλλο που θα πάει να επιδράσει πάνω στον εγκέφαλο. Πάλι η ενέργεια του εγκεφάλου είναι η συμπεριφορά, η προσωπικότητα, η ψυχολογία που μου αναφέρεις, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Άλλο βέβαια ότι το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αν πάει και κόψει τις φλέβες του. Μετά θα έχει άλλα αποτελέσματα και η ζωή του θα αλλάξει. Πάντως δεν είναι ότι εμείς μπορούμε να επηρεάσουμε τον εγκέφαλό μας, εμείς είμαστε ο εγκέφαλός μας.
Οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις βοηθούν στην αναδιαμόρφωση του εγκεφάλου και στη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών;
Σαφώς και βοηθούν. Όπως βοηθάει να μιλήσεις σε ένα φίλο, σε ένα ιερέα, ακόμα καλύτερα είναι να μιλήσεις σε ένα ψυχολόγο, γιατί οι ψυχολόγοι έχουν μια πείρα, έχουν μελετήσει επιστημονικά τι μπορεί να βοηθήσει ένα πρόσωπο στη δική σου περίπτωση και τα συμπτώματά σου. Αν έχεις εμμονές, φοβίες, κατάθλιψη, ο ψυχολόγος έχει μελετήσει τέτοια γεγονότα και μπορεί να βοηθήσει. Η συμπεριφορά δεν είναι αμετάκλητη, ο εγκέφαλος δεν είναι μη αλλοιώσιμος, αντιθέτως! Εσύ τώρα θα φύγεις από εδώ και θα έχεις διαφορετικό εγκέφαλο από πριν και εγώ παρομοίως και τότε θα θυμάμαι ότι είσαι ο Χάρης. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλός μου άλλαξε. Αν είναι έτσι λοιπόν, τότε ο εγκέφαλος ο δικός μου θα είναι διαφορετικός αφότου σου μίλησα, παρά πριν σου μιλήσω. Δεν είμαστε οι σκλάβοι του χθες και οι ψυχολόγοι κάνουν πολύ καλή δουλειά.
Ο λόγος που μελετάμε τα πειραματόζωα είναι ότι είναι παρόμοια με εμάς σε πολλά πράγματα, μάθηση, conditioning και άλλα πράγματα και αν μου επιτρέψεις να σου αναφέρω ότι γνώρισα τον B.F. Skinner. Όταν ήμουν επικεφαλής για ένα χρόνο στο Colloquium στο McGill University, σαν μεταπτυχιακός μαθητής τον κάλεσα να μιλήσει και να κουβεντιάσουμε για τις σκέψεις του, σχετικά με το βιβλίο του που έγραψε «Beyond Freedom and Dignity» και είπε αυτά που σου είπα και εγώ. Αυτά τα είπε ο Skinner πρώτα και ακόμα νωρίτερα τα είπε ο Ιπποκράτης: ότι από τον εγκέφαλο και μόνο από εκεί, προέρχονται η χαρά, το γέλιο, η λύπη, τα δάκρυα καθώς και οι κινήσεις μας, οι αισθήσεις μας.
Ακούμε πολύ συχνά την απλή φράση: «σκέψου θετικά και θα νιώσεις καλύτερα». Μπορεί μία θετική αλλαγή σκέψης, να αλλάξει τη ζωή μας;
Αυτά είναι τεχνάσματα. Δηλαδή αν σου πω ένα τέχνασμα, ότι κάθε φορά που αισθάνεσαι πανικό να σκεφτείς τα δέντρα σε ένα δάσος που σου άρεσε, εσύ μετά το εφαρμόζεις και μπορεί να έχει αποτέλεσμα, γιατί όχι. Οι πειραματιστές ψυχολόγοι εξετάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και βρίσκουν ότι οι συνάψεις του εγκεφάλου έχουν ρευστότητα και μπορούν να αλλοιωθούν. Τότε έχουμε το φαινόμενο unlearning extinction, δηλαδή ο οργανισμός μπορεί να ξεμάθει μία συμπεριφορά: δηλαδή μπορεί αρχικά ένας οργανισμός να «παγώσει» επειδή του έχεις κάνει ηλεκτροσόκ, ενώ μετά, αφότου βλέπει ότι δεν υπάρχει ηλεκτροσόκ, μαθαίνει τη καινούρια συμπεριφορά και χάνει αυτή τη φοβία που είχε πρώτα, οπότε μετακινείται και δεν παγώνει πλέον. Μπορεί κάλλιστα αυτά να ερμηνευτούν σύμφωνα με τις συνάψεις που αναφέρεσαι.
Έχουμε βρει πώς ενεργοποιούνται τα συναισθήματα στον εγκέφαλο μας;
Ορισμένοι επιστήμονες βάζουν τον άνθρωπο στον μαγνητικό τομογράφο και ψάχνουν να βρουν ποιο μέρος του εγκεφάλου ενεργοποιείται εάν το πρόσωπο αυτό βλέπει εικόνες από το αγαπημένο του πρόσωπο σε σύγκριση με ουδέτερες εικόνες. Συνήθως το μεταιχμιακό σύστημα, ο έλικας του προσαγωγίου ενεργοποιούνται σχεδόν σε όλα τα παρόμοια ερεθίσματα και σε άλλα όπως στον πόνο και στη θλίψη. Δεν είναι σίγουρο δηλαδή που ακριβώς ενεργοποιούνται, πιθανώς είναι πολλά σημεία του εγκεφάλου που απασχολούνται όταν βλέπουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο και ίσως έχουν κάποια σχέση με τον τρόπο που δημιουργείται η αγάπη.
Αν ανακαλύψουμε στον εγκέφαλο το συγκεκριμένο σημείο που ευθύνεται για το συναίσθημα της αγάπης, δεν θα θέλουμε να το ενεργοποιούμε συνέχεια προκειμένου να νιώσουμε αγάπη; Μήπως υπάρχει φόβος ότι θα καταντήσουμε πειραματόζωα στην καθημερινή μας ζωή;
Νομίζω ότι δεν θα είναι εφικτό αυτό, δεν θα είναι δηλαδή μόνο ένα σημείο που θα μπορέσεις να ενεργοποιήσεις απλά. Αυτό όπως και τα άλλα ένστικτα που λέγαμε, ενεργοποιούν σημαντικά μέρη του εγκεφάλου, δηλαδή μεγάλες περιοχές όπως αναφέρονται πιθανώς για το σύστημα ανταμοιβής της ντοπαμίνης που ασχολείται με τον μεσομεταιχμιακό και τον επικλινή πυρήνα και πιθανώς να έχουν σχέση και με τα άλλα ένστικτα όπως το φαγητό, το σεξ, το οποίο είναι βέβαια άμεσα συνδεδεμένο με την αγάπη, αν εννοούμε την ετεροφυλόφιλη, όπως επίσης και το ερέθισμα της εξερεύνησης. Αυτά τα συστήματα του εγκεφάλου συνδέονται και με άλλα ένστικτα και όσον αφορά το να μπορέσεις να υπερβείς το πρόβλημα του να βρεις έναν σύντροφο και αντί αυτού να κάνεις ερεθισμό κατευθείαν μέσα στον εγκέφαλο για να νιώσεις αγάπη, το βλέπω δύσκολο τουλάχιστον ανατομικώς. Βέβαια, αυτό συμβαίνει όταν προσπαθείς να βρεις την ευτυχία με τα ναρκωτικά, με την κοκαΐνη που αρχικώς σου δίνει αυτήν την ευχαρίστηση αλλά μετέπειτα υπάρχουν προβλήματα εθισμού και δεν μπορείς να πετύχεις την ίδια ευχαρίστηση ξανά.
Υπάρχει ένας δημοφιλής μύθος που ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιούμε το 10% του εγκεφάλου μας. Τι ποσοστό του εγκεφάλου μας χρησιμοποιούμε;
Θα σου δώσω μια διαφορετική απάντηση. Το 10% νομίζω είναι μια ύβρις. Έχουμε τεράστια αποθέματα και αν κατορθώναμε να τα ενεργοποιήσουμε αυτά τα άλλα 90%, τότε θα πηγαίναμε ακόμα πιο γρήγορα προς εκεί που κατευθυνόμαστε. Τούτη τη στιγμή βέβαια, δεν βλέπω ότι κατευθυνόμαστε στο σωστό δρόμο γιατί καταστρέφουμε τα άλλα ζώα και τα φυτά και τελικά θα είναι και για το ίδιο το είδος μας. Αλλά σκέψου το εξής, στην νόσο του Πάρκινσον ένας πυρήνας που χάνει νευρώνες είναι η μελανά ουσία, για να γίνεις Παρκινσονικός, πρέπει να χάσεις πάνω από το 80% από τους νευρώνες σε αυτό το πυρήνα που περιέχει ντοπαμίνη. Αν χάσεις μόνο 70% δεν έχεις συμπτώματα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει εφεδρικότητα, υπάρχουν εφεδρικοί νευρώνες οι οποίοι κάνουν παρόμοιο πράγμα όπως και άλλοι, αλλά είναι εκεί σε περίπτωση που άλλοι έχουν πρόβλημα να αντικαταστήσουν.
Αν στο ποδήλατό μου βάλω άλλες δύο ρόδες δεν θα πάω πιο γρήγορα. Και αυτό νομίζω έχουμε μπερδέψει: ότι ο εγκέφαλος έχει πολλά εφεδρικά κύτταρα και βρίσκονται ακριβώς εκεί για την περίπτωση που θα δεχθείς ένα χτύπημα στο κεφάλι ώστε να μην γίνεις αμέσως ασθενής και ανάπηρος. Έτσι τα δημιούργησε η φύση. Εγώ προσπάθησα να καταστρέψω την οσμή στον αρουραίο και θεώρησα ότι το κατάφερα σε ποσοστό πάνω από το 95% του οσφρητικού λοβού στον εγκέφαλο του. Οι αρουραίοι όμως κατάφεραν να βρουν που ήταν κρυμμένο το σοκολατάκι και που δεν υπήρχε το σοκολατάκι. Βλέπεις, αυτοί οι άλλοι νευρώνες χρειάζονταν σε περίπτωση που οι άλλοι χάνονταν. Όπως και στην νόσο του Πάρκινσον χρειάζεται να χάσεις πάνω από το 80% των νευρώνων για να εμφανιστούν τα συμπτώματα και κατά τη σκέψη μου και θα το έχουν πει και άλλοι αυτό, απλώς δεν έχω διαβάσει κάποιον άλλον να το λέει, ότι ο εγκέφαλος δεν εξαρτάται από κανένα συγκεκριμένο νευρώνα μόνο και μόνο. Μπορεί να χάσεις πολλούς νευρώνες από ορισμένες περιοχές και να μην παρουσιάσεις κανένα ελάττωμα όπως είπαμε για τη μελανά ουσία με τη νόσο του Πάρκινσον.
Επομένως, χρησιμοποιούμε όλον τον εγκέφαλο μας και έχουμε την ικανότητα να το κάνουμε. Εγώ όταν σου μιλάω εσένα τώρα χρησιμοποιώ τον εγκέφαλό μου και δεν πρόκειται εγώ να γίνω Αϊνστάιν εάν μου δώσεις κάποια στρατηγική να ενεργοποιήσω ακόμα και περισσότερους νευρώνες. Δεν πρόκειται να γίνω. Στο λέω. Διαφορετικά θα είχαμε πολλούς Αϊνστάιν. Αλλά το θεωρώ ύβρη γιατί νομίζουμε ότι είμαστε τόσο έξυπνοι... Εγώ νομίζω ότι είμαστε άλλος ένας πρωτεύοντας οργανισμός πάνω στον πλανήτη που είχε την ικανότητα να φτιάξει μια τεχνολογία, η οποία σήμερα απειλεί την ύπαρξή μας.
Έχετε αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της έρευνάς σας στη μελέτη της νόσου του Parkinson και της νόσου του Alzheimer. Πόσο κοντά πιστεύετε ότι είμαστε στην εύρεση μίας θεραπείας για τις δύο νόσους;
Πριν από 20 χρόνια περίπου, ήρθε στην Αυστραλία ο Eric Kandel να μιλήσει και αναφέρθηκε στα ΜΜΕ ότι το πρόβλημα της νόσου του Αλτσχάιμερ θα λυθεί σε 15 χρόνια. Του είπα ότι έκανε μία ωραία ομιλία, εκτός από αυτό. Δεν του άρεσε που του το ‘πα. Εγώ νομίζω ότι δεν θα λυθεί ποτέ, δηλαδή ότι δεν θα θεραπευτεί ποτέ η νόσος του Αλτσχάιμερ, δηλαδή η άνοια. Μπορεί όμως να καθυστερήσει η έλευσίς της και αυτό είναι στα χέρια μας: εάν κάνουμε σωματική άσκηση για παράδειγμα τότε έχουμε λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουμε άνοια ή νόσο του Αλτσχάιμερ. Γενικώς, πράγματα που ενοχλούν το καρδιαγγειακό σύστημα επίσης προδιαθέτουν και για άνοια, εκ των οποίων είναι και η νόσος του Αλτσχάιμερ. Αυτά ξέρουμε ότι μπορούν να γίνουν και μπορεί κάποια στιγμή να βγει και ένα εμβόλιο που να μας προστατεύει. Κάποιος όμως που έχει τη νόσο του Αλτσχάιμερ και πιστεύει ότι μπορεί να γίνει καλά, νομίζω ότι πρέπει να το ξεχάσουμε.
Και πιστεύω ότι προσφέρω κάτι σε αυτούς που έχουν ιδιαιτέρως πρόβλημα με το μίσος και με την αγάπη: να αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε ελευθέρα βούληση και μπορώ να σου δώσω μια ένδειξη προς την αγάπη, το ότι δεν υπάρχει ελευθέρα βούληση. Είναι κάτι που το λένε φιλόσοφοι και νευροεπιστήμονες όλο και πιο συχνά τώρα εδώ και πολλά χρόνια. Λοιπόν, βλέπεις ότι στον έρωτα δεν επιλέγεις εάν κάποιος σε αφήσει, πόσες φορές θα έχεις δει ως ψυχολόγος ανθρώπους που θα σου έχουν πει: «Θέλω να τον ξεχάσω, αλλά δεν μπορώ. Θέλω! Δεν μπορώ!». Τι σημαίνει αυτό; Δεν υπάρχει ελευθέρα βούληση στο ζήτημα της αγάπης. Μπορεί το πρόσωπο αυτό να μην του φέρεται πλέον καλά, ακόμη και να τους κακοποιεί, όμως ακόμα αγαπούν αυτό το πρόσωπο και θέλουν να το ξεχάσουν αλλά δεν μπορούν. Και αν γίνει αυτό αντιληπτό, τότε μπορεί να αποφύγουμε και ορισμένα πράγματα, όπως το μίσος που έχουμε ορισμένες φορές, δηλαδή εκεί που στρέφεται εμμέσως η αγάπη σε θέληση να εκδικηθείς το πρόσωπο. Ορισμένοι αν και ακόμη το αγαπούν, είναι ικανοί να το σκοτώσουν.
Το σύνηθες βέβαια είναι ότι το 50% ή παραπάνω από το 50% από αυτούς που τους παρατάει κάποιος, πάνε και τον ενοχλούν στο σπίτι του, στο ίντερνετ, στην εργασία του. Καμιά φορά τον χτυπούν ή πιο συχνά να πούμε ότι την χτυπούν. Καμιά φορά τη σκοτώνουν. Καμιά φορά αυτοκτονούν οι ίδιοι. Όλα αυτά μπορούμε να κάνουμε το πρόσωπο να αντιληφθεί ότι η αγάπη είτε συμβαίνει είτε δε συμβαίνει και όπως εσύ δεν μπορείς να απαρνηθείς την αγάπη σου για αυτό το πρόσωπο έτσι και αυτό δεν μπορεί να σε αγαπήσει εσένα πλέον. Και έτσι μπορείς να βοηθήσεις το πρόσωπο αυτό ώστε να μην γίνονται αυτά που μετά είναι κρίμα για όλους.
Και να σκεφτείς η νευροψυχολογία σήμερα, λέει ότι δεν υπάρχει ελευθέρα βούληση και ένας από τους ήρωες μέσα στο μυθιστόρημα τον οποίον τον χτύπησαν χωρίς έλεος, είπε μετά ότι δεν ήθελε να καταφύγει δικαστικώς στο πρόσωπο που τον χτύπησε γιατί αν αυτό το πρόσωπο ήξερε αυτά που ξέρουμε εμείς, θα ήταν μαζί μας και αν εμείς δεν ξέραμε αυτά που ξέρουμε θα ήμασταν μαζί του.
Δηλαδή καταλαβαίνεις ότι σου λέει ότι το περιβάλλον σε διαμορφώνει και βλέπεις μονοζυγωτικά δίδυμα. Του ενός του σκοτώνουν τον αδελφό του. Ένα από τα μονοζυγωτικά δίδυμα πεθαίνει μέσα στο βιβλίο. Το άλλο το αδέρφι πάει στη φυλακή να συγχωρήσει το φονιά και να υποστηρίξει οικονομικώς την οικογένειά του, επειδή αυτός ήταν στη φυλακή και δεν μπορούσε να πληρώσει πλέον τα προς το ζην. Δηλαδή είναι μια νευροψυχολογική προσέγγιση και νομίζω ότι θα βρεις, με τις οποίες θα συμφωνήσεις από επιστημονικής πλευράς.
Ο Μονταίνιος και τα βιβλία
«Όταν ήμουν νέος σπούδαζα από ματαιοδοξία· στη συνέχεια, για να μάθω· τώρα, για να διασκεδάσω». Έτσι γράφει ο Μονταίνιος στα Δοκίμιά του, Η ανάγνωση και τα βιβλία καλύπτουν όλη τη ζωή του Γάλλου φιλοσόφου: δεν είναι πλέον όργανο πολυμάθειας ή ευκαιρία για ψυχαγωγία· οι αναγνώσεις για τον Μονταίνιο γίνονται το πορτρέτο του συγγραφέα, ο οποίος διερευνά τον εαυτό του μέσα από αυτό που διαβάζει.
Περί βιβλίων
Ουδόλως αμφισβητώ πως συχνά μου συμβαίνει να μιλώ για πράγματα που πραγματεύονται καλύτερα, και πιο αληθινά, οι δάσκαλοι του επαγγέλματος. Αυτή είναι η σωφροσύνη των φυσικών μου λειτουργιών, και σε καμία περίπτωση των επίκτητων και αυτός που θα με κάνει να σωπάσω από άγνοια δεν θα με αδικήσει, γιατί θα απαντούσα με δυσκολία για τους συλλογισμούς μου σε άλλους, εγώ που δεν απαντώ γι’ αυτούς ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό μου και δεν είμαι ικανοποιημένος από αυτούς.
Αυτός που αναζητά επιστήμη, να πάει να την ψαρέψει εκεί που βρίσκεται: δεν υπάρχει κάτι που να επαγγέλλομαι λιγότερο. Αυτές είναι οι δικές μου φαντασιώσεις, με τις οποίες δεν προσπαθώ επ’ ουδενί να γνωρίσω τα πράγματα, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό: ίσως θα μου γίνουν γνωστά μια μέρα, ή υπήρξαν γνωστά κάποια εποχή, οπότε η τύχη μπόρεσε να με οδηγήσει στα βήματα όπου εξηγήθηκαν.
Αλλά δεν το θυμάμαι πια. Και αν είμαι κάποιος που διαβάζει κάτι, είμαι και κάποιος που δεν συγκρατεί τίποτα. Έτσι, δεν εγγυώμαι καμία σιγουριά, παρά μόνο να γνωστοποιήσω σε ποιο σημείο φτάνει, μέχρι στιγμής, η γνώση που έχω. Μην παρατηρείται τα επιχειρήματα, αλλά τον τρόπο που τα διαχειρίζομαι.
Μπορεί να δει κανείς, μέσα από αυτό που δανείζομαι, εάν ξέρω να διαλέξω με τι να δώσω λάμψη στην κουβέντα μου - επειδή οι άλλοι λένε αυτό που δεν μπορώ να πω τόσο καλά, είτε λόγω γλωσσικής ανεπάρκειας είτε λόγω έλλειψης κρίσης.
Δεν μετρώ τα δάνειά μου, τα ζυγίζω. Και αν ήθελα να τα μετρήσω με αριθμό, θα είχα χρεωθεί διπλά. Είναι όλοι, ή σχεδόν όλοι, τόσο διάσημα αρχαία ονόματα που συστήνονται επαρκώς χωρίς εμένα.
Από τους συλλογισμούς και τις ιδέες που μεταφέρω στο πεδίο μου και ανακατεύω με τις δικές μου, έχω περιστασιακά παραλείψει να υποδείξω τον συγγραφέα, για να περιορίσω το θράσος αυτών των βιαστικών κρίσεων που γίνονται για όλα τα είδη των γραπτών: κυρίως για τα νεανικά γραπτά αντρών που ζουν ακόμα, και είναι γραμμένα στην καθομιλουμένη, πράγμα που επιτρέπει σε όλους να μιλήσουν γι’ αυτά και να τα ψέξουν για χυδαιότητα, ακόμα και ως προς την έννοια και τον σχεδίασμά τους, θέλω να δώσουν μια γροθιά στον Πλούταρχο πάνω στη δική μου μύτη, και να προσβάλουν τον Σενέκα μέσα από εμένα.
Πρέπει να κρύψω την αδυναμία μου κάτω από αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς, θα ήθελα κάποιος να ήξερε να με απαλλάξει από τις γραφές που δεν είναι δικές μου - αλλά με σαφήνεια κρίσης και μόνο διακρίνοντας τη δύναμη και την ομορφιά του επιχειρήματος. Διότι εγώ, που λόγω έλλειψης μνήμης βρίσκομαι ανά πάσα στιγμή σε αδυναμία να τις ξεχωρίσω ανάλογα με την προέλευσή τους, γνωρίζω πολύ καλά, μετρώντας τη δύναμή μου, πως το δικό μου έδαφος είναι επ’ ουδενί ικανό να παραγάγει κάποια υπερβολικά θαυμάσια λουλούδια που βρίσκω διάσπαρτα, και που όλοι οι καρποί του κήπου μου δεν θα μπορούσαν να ισοσκελίσουν.
Σε αυτό είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω, αν αποτυγχάνω από μόνος μου, αν στους συλλογισμούς μου υπάρχει ματαιοδοξία και ελάττωμα που δεν τα νιώθω καθόλου ή αν δεν είμαι σε θέση να τα αισθανθώ αν μου τα δείξουν. Στην πραγματικότητα, ορισμένα ελαττώματα συχνά ξεφεύγουν μπροστά στα μάτια μας, αλλά η ασθένεια της κρίσης συνίσταται στο να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πότε κάποιος άλλος μας τα επισημαίνει. Η επιστήμη και η αλήθεια μπορούν να διαμένουν μέσα μας χωρίς την κρίση, και η κρίση μπορεί εξίσου να βρεθεί χωρίς αυτές, μάλιστα η αναγνώριση της άγνοιας είναι ένα από τα πιο ωραία και σίγουρα τεκμήρια κρίσης που γνωρίζω. Δεν έχω άλλο λοχία για να παρατάξει τα κομμάτια μου, παρά μόνο την τύχη.
Καθώς οι φαντασιώσεις μου παρουσιάζονται, τις συγκεντρώνω: κάποιες φορές συναθροίζονται ως όχλος, άλλες φορές μπαίνουν σε σειρά, θέλω να βλέπει κανείς το φυσιολογικό και συνηθισμένο μου βήμα, ακανόνιστο όπως είναι. Αφήνομαι να πηγαίνω όπως είμαι. Έτσι, εδώ δεν υπάρχουν επιχειρήματα που δεν επιτρέπεται να αγνοεί κανείς, και από εδώ δεν μπορεί να μιλά κανείς τυχαία και χωρίς προετοιμασία. Σίγουρα, θα ήθελα να έχω μια πιο τέλεια αντίληψη για τα πράγματα, αλλά δεν θέλω να πληρώσω το ακριβό αντίτιμό της. Ο σκοπός μου είναι να περάσω ήσυχα, και όχι κουραστικά, το υπόλοιπο της ζωής μου. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να θέλω να σπαζοκεφαλιάζω, οπωσδήποτε όχι για την επιστήμη, όσο μεγάλη και αν είναι η αξία της. Στα βιβλία αναζητώ μόνο λίγη χαρά με μια τίμια ενασχόληση- ή αν μελετώ, ψάχνω μόνο την επιστήμη που ασχολείται με τη γνώση του εαυτού μου και με διδάσκει να πεθάνω καλά και να ζήσω καλά:
Has mens ad metas sudet oportet equus.
Οι δυσκολίες, εάν συναντώ κάποιες διαβάζοντας, δεν αφήνω να με φθείρουν. Αφού συγκρουστώ μαζί τους μια-δυο φορές, τις αφήνω να περάσουν. Εάν έμενα εκεί, θα έχανα τον εαυτό μου και θα έχανα χρόνο: επειδή έχω ένα πνεύμα που κρίνει με την πρώτη ματιά. Αυτό που δεν βλέπω με την πρώτη, το βλέπω ακόμα λιγότερο εάν επιμείνω.
Δεν κάνω τίποτα χωρίς παρόρμηση. Και η επιμονή σε μια υπερβολικά τεταμένη προσπάθεια θολώνει την κρίση μου, την ταράζει και την αποδυναμώνει. Το όραμά μου μπερδεύεται και χάνεται. Πρέπει να το απομακρύνω και να το επαναφέρω με διαλείμματα
Όπως για να κρίνεις το μεγαλείο του άλικου χρώματος, συστήνεται να το ρίξεις μπροστά στα μάτια σου και να το κουνήσεις αρκετές φορές, με γρήγορες και επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Αν αυτό το βιβλίο με ενοχλήσει, παίρνω ένα άλλο· και το εφαρμόζω μόνο σε εκείνες τις στιγμές που η πλήξη του να μην κάνω τίποτε αρχίζει να με συνεπαίρνει. Δεν ασχολούμαι με τους νέους, επειδή οι αρχαίοι μου φαίνονται πιο ζουμεροί και ακμαίοι- ούτε με τους Έλληνες, επειδή η κρίση μου δεν ικανοποιείται με μια παιδαριώδη και ερασιτεχνική κατανόηση.
Ανάμεσα στα ευχάριστα βιβλία βρίσκω άξια της προσοχής μας, από τους μοντέρνους, το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, τον Ραμπελαί, τους Ασπασμούς του Γιοχάνες Σεκοΰντους, αν μπορεί κανείς να τα κατανοήσει με αυτόν τον ορισμό. Ως προς τα Amadigi (επικό ποίημα του Μπερνάρντο Τάσσο, 1560) και τέτοιου είδους κείμενα, ουδέποτε είχαν τη δύναμη να με ψυχαγωγήσουν, ούτε όταν ήμουν παιδί, θα πω και αυτό, με θάρρος ή θράσος, πως αυτή η παλιά, ναρκωμένη ψυχή δεν αφήνεται πλέον να παρακινηθεί όχι μόνο από τον Αριόστο, αλλά ούτε καν από τον καλό Οβίδιο: η ευκολία και οι εφευρέσεις του, που μια εποχή με είχαν εκστασιάσει, τώρα με δυσκολία διατηρούν την προσοχή μου.
Εγώ λέω ελεύθερα την άποψή μου για όλα τα πράγματα, ακόμα και γι’ αυτά που ίσως ξεπερνούν τις δυνατότητάς μου, και που πιστεύω πως επ’ ουδενί είναι της δικαιοδοσίας μου. Η γνώμη που εκφράζω συμβάλλει στο να δείξει το μέγεθος της οπτικής μου, όχι το μέγεθος των πραγμάτων.
Όταν νιώθω αηδιασμένος από τον Αξίοχο του Πλάτωνα, ως ένα έργο χωρίς ζωντάνια για έναν τέτοιο συγγραφέα, η κρίση μου δεν εμπιστεύεται τον εαυτό της: δεν είναι τόσο ανόητη ώστε να αντιτάσσεται στην αυθεντία τόσων άλλων διάσημων αρχαίων κριτικών, που τους θεωρεί οδηγούς και αφέντες της, και είναι μάλλον χαρούμενη που κάνει λάθος. Την παίρνει μαζί της και κατηγορεί τον εαυτό της, είτε πως μένει στην επιφάνεια, αδυνατώντας να εισχωρήσει σε βάθος, είτε πως κοιτάζει τα πράγματα υπό ψεύτικο φως. Ικανοποιείται μόνο μέσα από τη σύγχυση και την αταξία- όσο για την αδυναμία της, την αναγνωρίζει και ευχαρίστως την ομολογεί. Σκέφτεται για να ερμηνεύσει σωστά τα φαινόμενα που η νόησή της ,της παρουσιάζει- αλλά αυτά είναι αδύναμα και ατελή. Το μεγαλύτερο μέρος των μύθων του Αισώπου έχουν παρόμοια νοήματα και ερμηνείες. Όσοι τους δίνουν αλληγορική ερμηνεία επιλέγουν μια πλευρά που ταιριάζει ωραία στο παραμύθι, αλλά συνήθως είναι μόνο η πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση- υπάρχουν άλλες πιο ζωντανές, πιο βασικές και μύχιες, στις οποίες δεν ήξεραν να διεισδύσουν: αυτό ακριβώς κάνω εγώ.
Αλλά, για να συνεχίσω την πορεία μου, πάντα πίστευα πως στην ποίηση ο Βιργίλιος, ο Λουκρήτιος, ο Κάτουλος και ο Οράτιος κατέχουν, μακράν, την πρώτη θέση: κυρίως ο Βιργίλιος στα Γεωργικά, που θεωρώ το πιο τέλειο ποιητικό έργο- συγκρίνοντας με τα Γεωργικά, μπορεί κανείς εύκολα να δει πως υπάρχουν κομμάτια στην Αινειάδα που ο συγγραφέας θα μπορούσε να έχει περάσει από ένα ακόμα ξεσκόνισμα, αν είχε τη δυνατότητα. Και το πέμπτο βιβλίο στην Αινειάδα μου φαίνεται το πιο τέλειο.
Μου αρέσει και ο Λουκάνο, και τον διαβάζω ευχαρίστως- όχι τόσο για το στιλ του, όσο για την ίδια του την αξία και για την αλήθεια της γνώμης και της κρίσης του. Όσο για τον καλό Τερέντιο, ομορφιά και χάρη της λατινικής γλώσσας, τον βρίσκω αξιοθαύμαστο στον τρόπο που αναπαριστά ζωντανά τις κινήσεις της ψυχής και την ιδιαιτερότητα των εθίμων μας: σε κάθε στιγμή οι πράξεις μας μου θυμίζουν εκείνον. Όσο συχνά και αν το διαβάζω, πάντα βρίσκω μια νέα ομορφιά και χάρη.
Την εποχή του Βιργίλιου διαμαρτύρονταν μερικοί πως κάποιοι τον σύγκριναν με τον Λουκρήτιο. Είμαι της γνώμης πως, στην πραγματικότητα, είναι μια άνιση σύγκριση· αλλά μου είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθώ γι’ αυτή την άποψη όταν βρίσκομαι κοντά σε κάποιο ωραίο απόσπασμα του Λουκρήτιου. Αν απέρριπταν αυτή τη σύγκριση, τι θα έλεγαν για την κουταμάρα και τη βάρβαρη βλακεία εκείνων που σήμερα τον συγκρίνουν με τον Αριόστο; Και τι θα έλεγε ο ίδιος ο Αριόστο;
Μονταίνιου, Δοκίμια
Περί βιβλίων
Ουδόλως αμφισβητώ πως συχνά μου συμβαίνει να μιλώ για πράγματα που πραγματεύονται καλύτερα, και πιο αληθινά, οι δάσκαλοι του επαγγέλματος. Αυτή είναι η σωφροσύνη των φυσικών μου λειτουργιών, και σε καμία περίπτωση των επίκτητων και αυτός που θα με κάνει να σωπάσω από άγνοια δεν θα με αδικήσει, γιατί θα απαντούσα με δυσκολία για τους συλλογισμούς μου σε άλλους, εγώ που δεν απαντώ γι’ αυτούς ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό μου και δεν είμαι ικανοποιημένος από αυτούς.
Αυτός που αναζητά επιστήμη, να πάει να την ψαρέψει εκεί που βρίσκεται: δεν υπάρχει κάτι που να επαγγέλλομαι λιγότερο. Αυτές είναι οι δικές μου φαντασιώσεις, με τις οποίες δεν προσπαθώ επ’ ουδενί να γνωρίσω τα πράγματα, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό: ίσως θα μου γίνουν γνωστά μια μέρα, ή υπήρξαν γνωστά κάποια εποχή, οπότε η τύχη μπόρεσε να με οδηγήσει στα βήματα όπου εξηγήθηκαν.
Αλλά δεν το θυμάμαι πια. Και αν είμαι κάποιος που διαβάζει κάτι, είμαι και κάποιος που δεν συγκρατεί τίποτα. Έτσι, δεν εγγυώμαι καμία σιγουριά, παρά μόνο να γνωστοποιήσω σε ποιο σημείο φτάνει, μέχρι στιγμής, η γνώση που έχω. Μην παρατηρείται τα επιχειρήματα, αλλά τον τρόπο που τα διαχειρίζομαι.
Μπορεί να δει κανείς, μέσα από αυτό που δανείζομαι, εάν ξέρω να διαλέξω με τι να δώσω λάμψη στην κουβέντα μου - επειδή οι άλλοι λένε αυτό που δεν μπορώ να πω τόσο καλά, είτε λόγω γλωσσικής ανεπάρκειας είτε λόγω έλλειψης κρίσης.
Δεν μετρώ τα δάνειά μου, τα ζυγίζω. Και αν ήθελα να τα μετρήσω με αριθμό, θα είχα χρεωθεί διπλά. Είναι όλοι, ή σχεδόν όλοι, τόσο διάσημα αρχαία ονόματα που συστήνονται επαρκώς χωρίς εμένα.
Από τους συλλογισμούς και τις ιδέες που μεταφέρω στο πεδίο μου και ανακατεύω με τις δικές μου, έχω περιστασιακά παραλείψει να υποδείξω τον συγγραφέα, για να περιορίσω το θράσος αυτών των βιαστικών κρίσεων που γίνονται για όλα τα είδη των γραπτών: κυρίως για τα νεανικά γραπτά αντρών που ζουν ακόμα, και είναι γραμμένα στην καθομιλουμένη, πράγμα που επιτρέπει σε όλους να μιλήσουν γι’ αυτά και να τα ψέξουν για χυδαιότητα, ακόμα και ως προς την έννοια και τον σχεδίασμά τους, θέλω να δώσουν μια γροθιά στον Πλούταρχο πάνω στη δική μου μύτη, και να προσβάλουν τον Σενέκα μέσα από εμένα.
Πρέπει να κρύψω την αδυναμία μου κάτω από αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς, θα ήθελα κάποιος να ήξερε να με απαλλάξει από τις γραφές που δεν είναι δικές μου - αλλά με σαφήνεια κρίσης και μόνο διακρίνοντας τη δύναμη και την ομορφιά του επιχειρήματος. Διότι εγώ, που λόγω έλλειψης μνήμης βρίσκομαι ανά πάσα στιγμή σε αδυναμία να τις ξεχωρίσω ανάλογα με την προέλευσή τους, γνωρίζω πολύ καλά, μετρώντας τη δύναμή μου, πως το δικό μου έδαφος είναι επ’ ουδενί ικανό να παραγάγει κάποια υπερβολικά θαυμάσια λουλούδια που βρίσκω διάσπαρτα, και που όλοι οι καρποί του κήπου μου δεν θα μπορούσαν να ισοσκελίσουν.
Σε αυτό είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω, αν αποτυγχάνω από μόνος μου, αν στους συλλογισμούς μου υπάρχει ματαιοδοξία και ελάττωμα που δεν τα νιώθω καθόλου ή αν δεν είμαι σε θέση να τα αισθανθώ αν μου τα δείξουν. Στην πραγματικότητα, ορισμένα ελαττώματα συχνά ξεφεύγουν μπροστά στα μάτια μας, αλλά η ασθένεια της κρίσης συνίσταται στο να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πότε κάποιος άλλος μας τα επισημαίνει. Η επιστήμη και η αλήθεια μπορούν να διαμένουν μέσα μας χωρίς την κρίση, και η κρίση μπορεί εξίσου να βρεθεί χωρίς αυτές, μάλιστα η αναγνώριση της άγνοιας είναι ένα από τα πιο ωραία και σίγουρα τεκμήρια κρίσης που γνωρίζω. Δεν έχω άλλο λοχία για να παρατάξει τα κομμάτια μου, παρά μόνο την τύχη.
Καθώς οι φαντασιώσεις μου παρουσιάζονται, τις συγκεντρώνω: κάποιες φορές συναθροίζονται ως όχλος, άλλες φορές μπαίνουν σε σειρά, θέλω να βλέπει κανείς το φυσιολογικό και συνηθισμένο μου βήμα, ακανόνιστο όπως είναι. Αφήνομαι να πηγαίνω όπως είμαι. Έτσι, εδώ δεν υπάρχουν επιχειρήματα που δεν επιτρέπεται να αγνοεί κανείς, και από εδώ δεν μπορεί να μιλά κανείς τυχαία και χωρίς προετοιμασία. Σίγουρα, θα ήθελα να έχω μια πιο τέλεια αντίληψη για τα πράγματα, αλλά δεν θέλω να πληρώσω το ακριβό αντίτιμό της. Ο σκοπός μου είναι να περάσω ήσυχα, και όχι κουραστικά, το υπόλοιπο της ζωής μου. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να θέλω να σπαζοκεφαλιάζω, οπωσδήποτε όχι για την επιστήμη, όσο μεγάλη και αν είναι η αξία της. Στα βιβλία αναζητώ μόνο λίγη χαρά με μια τίμια ενασχόληση- ή αν μελετώ, ψάχνω μόνο την επιστήμη που ασχολείται με τη γνώση του εαυτού μου και με διδάσκει να πεθάνω καλά και να ζήσω καλά:
Has mens ad metas sudet oportet equus.
Οι δυσκολίες, εάν συναντώ κάποιες διαβάζοντας, δεν αφήνω να με φθείρουν. Αφού συγκρουστώ μαζί τους μια-δυο φορές, τις αφήνω να περάσουν. Εάν έμενα εκεί, θα έχανα τον εαυτό μου και θα έχανα χρόνο: επειδή έχω ένα πνεύμα που κρίνει με την πρώτη ματιά. Αυτό που δεν βλέπω με την πρώτη, το βλέπω ακόμα λιγότερο εάν επιμείνω.
Δεν κάνω τίποτα χωρίς παρόρμηση. Και η επιμονή σε μια υπερβολικά τεταμένη προσπάθεια θολώνει την κρίση μου, την ταράζει και την αποδυναμώνει. Το όραμά μου μπερδεύεται και χάνεται. Πρέπει να το απομακρύνω και να το επαναφέρω με διαλείμματα
Όπως για να κρίνεις το μεγαλείο του άλικου χρώματος, συστήνεται να το ρίξεις μπροστά στα μάτια σου και να το κουνήσεις αρκετές φορές, με γρήγορες και επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Αν αυτό το βιβλίο με ενοχλήσει, παίρνω ένα άλλο· και το εφαρμόζω μόνο σε εκείνες τις στιγμές που η πλήξη του να μην κάνω τίποτε αρχίζει να με συνεπαίρνει. Δεν ασχολούμαι με τους νέους, επειδή οι αρχαίοι μου φαίνονται πιο ζουμεροί και ακμαίοι- ούτε με τους Έλληνες, επειδή η κρίση μου δεν ικανοποιείται με μια παιδαριώδη και ερασιτεχνική κατανόηση.
Ανάμεσα στα ευχάριστα βιβλία βρίσκω άξια της προσοχής μας, από τους μοντέρνους, το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, τον Ραμπελαί, τους Ασπασμούς του Γιοχάνες Σεκοΰντους, αν μπορεί κανείς να τα κατανοήσει με αυτόν τον ορισμό. Ως προς τα Amadigi (επικό ποίημα του Μπερνάρντο Τάσσο, 1560) και τέτοιου είδους κείμενα, ουδέποτε είχαν τη δύναμη να με ψυχαγωγήσουν, ούτε όταν ήμουν παιδί, θα πω και αυτό, με θάρρος ή θράσος, πως αυτή η παλιά, ναρκωμένη ψυχή δεν αφήνεται πλέον να παρακινηθεί όχι μόνο από τον Αριόστο, αλλά ούτε καν από τον καλό Οβίδιο: η ευκολία και οι εφευρέσεις του, που μια εποχή με είχαν εκστασιάσει, τώρα με δυσκολία διατηρούν την προσοχή μου.
Εγώ λέω ελεύθερα την άποψή μου για όλα τα πράγματα, ακόμα και γι’ αυτά που ίσως ξεπερνούν τις δυνατότητάς μου, και που πιστεύω πως επ’ ουδενί είναι της δικαιοδοσίας μου. Η γνώμη που εκφράζω συμβάλλει στο να δείξει το μέγεθος της οπτικής μου, όχι το μέγεθος των πραγμάτων.
Όταν νιώθω αηδιασμένος από τον Αξίοχο του Πλάτωνα, ως ένα έργο χωρίς ζωντάνια για έναν τέτοιο συγγραφέα, η κρίση μου δεν εμπιστεύεται τον εαυτό της: δεν είναι τόσο ανόητη ώστε να αντιτάσσεται στην αυθεντία τόσων άλλων διάσημων αρχαίων κριτικών, που τους θεωρεί οδηγούς και αφέντες της, και είναι μάλλον χαρούμενη που κάνει λάθος. Την παίρνει μαζί της και κατηγορεί τον εαυτό της, είτε πως μένει στην επιφάνεια, αδυνατώντας να εισχωρήσει σε βάθος, είτε πως κοιτάζει τα πράγματα υπό ψεύτικο φως. Ικανοποιείται μόνο μέσα από τη σύγχυση και την αταξία- όσο για την αδυναμία της, την αναγνωρίζει και ευχαρίστως την ομολογεί. Σκέφτεται για να ερμηνεύσει σωστά τα φαινόμενα που η νόησή της ,της παρουσιάζει- αλλά αυτά είναι αδύναμα και ατελή. Το μεγαλύτερο μέρος των μύθων του Αισώπου έχουν παρόμοια νοήματα και ερμηνείες. Όσοι τους δίνουν αλληγορική ερμηνεία επιλέγουν μια πλευρά που ταιριάζει ωραία στο παραμύθι, αλλά συνήθως είναι μόνο η πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση- υπάρχουν άλλες πιο ζωντανές, πιο βασικές και μύχιες, στις οποίες δεν ήξεραν να διεισδύσουν: αυτό ακριβώς κάνω εγώ.
Αλλά, για να συνεχίσω την πορεία μου, πάντα πίστευα πως στην ποίηση ο Βιργίλιος, ο Λουκρήτιος, ο Κάτουλος και ο Οράτιος κατέχουν, μακράν, την πρώτη θέση: κυρίως ο Βιργίλιος στα Γεωργικά, που θεωρώ το πιο τέλειο ποιητικό έργο- συγκρίνοντας με τα Γεωργικά, μπορεί κανείς εύκολα να δει πως υπάρχουν κομμάτια στην Αινειάδα που ο συγγραφέας θα μπορούσε να έχει περάσει από ένα ακόμα ξεσκόνισμα, αν είχε τη δυνατότητα. Και το πέμπτο βιβλίο στην Αινειάδα μου φαίνεται το πιο τέλειο.
Μου αρέσει και ο Λουκάνο, και τον διαβάζω ευχαρίστως- όχι τόσο για το στιλ του, όσο για την ίδια του την αξία και για την αλήθεια της γνώμης και της κρίσης του. Όσο για τον καλό Τερέντιο, ομορφιά και χάρη της λατινικής γλώσσας, τον βρίσκω αξιοθαύμαστο στον τρόπο που αναπαριστά ζωντανά τις κινήσεις της ψυχής και την ιδιαιτερότητα των εθίμων μας: σε κάθε στιγμή οι πράξεις μας μου θυμίζουν εκείνον. Όσο συχνά και αν το διαβάζω, πάντα βρίσκω μια νέα ομορφιά και χάρη.
Την εποχή του Βιργίλιου διαμαρτύρονταν μερικοί πως κάποιοι τον σύγκριναν με τον Λουκρήτιο. Είμαι της γνώμης πως, στην πραγματικότητα, είναι μια άνιση σύγκριση· αλλά μου είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθώ γι’ αυτή την άποψη όταν βρίσκομαι κοντά σε κάποιο ωραίο απόσπασμα του Λουκρήτιου. Αν απέρριπταν αυτή τη σύγκριση, τι θα έλεγαν για την κουταμάρα και τη βάρβαρη βλακεία εκείνων που σήμερα τον συγκρίνουν με τον Αριόστο; Και τι θα έλεγε ο ίδιος ο Αριόστο;
Μονταίνιου, Δοκίμια
Η πορεία της Επιστροφής. Πλωτίνος και Πορφύριος
Πρότυπο σύγχρονο δοκίμιο με την μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Πλωτίνο και τον μαθητή του Πορφύριου.
Στους κήπους έξω από τη Ρώμη, κοντά στο σχολείο του Πλωτίνου. Ο ήλιος δύει σιωπηλά, ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τις ελιές. Ο Πορφύριος βαδίζει πλάι στον δάσκαλό του, γεμάτος ερωτήματα και θαυμασμό για τη μυστική δομή του κόσμου.
Πορφύριος: Πλωτίνε, πολλές φορές αισθάνομαι πως η ψυχή μου δεν ανήκει εδώ, σε τούτο τον τόπο του χρόνου και της ύλης. Σαν να έχει ξεχάσει την πηγή της, και περιπλανάται ζητώντας να θυμηθεί. Υπάρχει άραγε μια προαιώνια αλήθεια μέσα μας;
Πλωτίνος: Ναι, Πορφύριε. Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι μοναδική πραγμάτωση του Όλου. Όπως ένα κλαδί ανήκει στο δέντρο, έτσι κι εσύ ανήκεις στο Έν. Δεν προέρχεσαι από μια πηγή έξω από τον κόσμο, αντίθετα προήλθες απ’ αυτόν· όπως το κύμα προέρχεται από τον ωκεανό και επανενώνεται με την ουσία του, ακόμη και όταν αυτό αποκόπτεται για λίγο από τον ωκεανό. Δεν είσαι ξένος· είσαι μια έκφραση του Ενός μέσα στον χρόνο.
Πορφύριος: Κι όμως, οι αισθήσεις μου με πείθουν πως είμαι κάτι ξεχωριστό, περιορισμένο, σαν εγκλωβισμένος. Πώς μπορώ να βιώσω αυτή την ενότητα που διδάσκεις;
Πλωτίνος: Η ενότητα, παιδί μου, δεν κατακτάται με τη σκέψη, αλλά με την ανάμνηση της ψυχής. Το μυστήριο το έχουμε ακέραιο εντός μας· ποτίζει την πιο βαθιά ρίζα της υπάρξεώς μας και καμιά λογική επεξεργασία, όσο ισχυρή ή μεγαλειώδης κι αν είναι, δεν μπορεί να μας γδύσει από τον γνόφο του. Η ψυχή μας προέρχεται από τον Νου, και μέσω αυτού από το Έν. Η ύλη αποτελεί την σκιά της αληθινής ύπαρξης, όχι το πεδίο της υπέρτατης πραγματικότητας.
Πορφύριος: Δηλαδή, η λήθη είναι αποτέλεσμα της κατάδυσης της ψυχής ύλη και στην πολλαπλότητα;
Πλωτίνος: Ακριβώς. Κάποτε, στις απαρχές της ανθρωπότητας – εκείνες τις εποχές που οι μύθοι τοποθετούν στην Ατλαντίδα ή στον Χρυσό Αιώνα – οι ψυχές δεν είχαν ακόμη τυφλωθεί από την ύλη. Οι εσωτερικές αισθήσεις τους ήσαν ανοιχτές, και η επικοινωνία με τη θεϊκή φύση ήταν άμεση. Δεν ξεχνούσαν την πνευματική τους καταγωγή. Αλλά όσο βυθίζονταν στον αισθητό κόσμο, το πέπλο παχύαινε· και ο άνθρωπος, όπως ο Οδυσσέας, βρέθηκε σε μακρά περιπλάνηση, λησμονώντας την πνευματική του Ιθάκη.
Πορφύριος: Είναι, λοιπόν, ο μύθος αληθινός κατά τρόπο μυστικό;
Πλωτίνος: Οι ποιητές υπήρξαν μύστες. Ο Όμηρος με την «Οδύσσεια» απέδωσε το ταξίδι της ψυχής στον κόσμο της μορφής και της δοκιμασίας. Και κάθε ήρωας – ο Ηρακλής, ο Αρτζούνα, ο Γκιλγκαμές – είναι ένας καθρέφτης της εσωτερικής πορείας μας: εκείνης της ανόδου από την χωρητικότητα στην ενότητα. Όταν η ψυχή, μέσα από την διάκριση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, υπερβαίνει τα καλέσματα της ύλης, τότε αρχίζει η επιστροφή προς το πνευματικό της λίκνο.
Πορφύριος: Και ο φιλόσοφος; Ποια είναι η αποστολή του μέσα σ’ αυτή την περιπέτεια της ψυχής;
Πλωτίνος: Ο φιλόσοφος είναι ο πνευματικός εργάτης του Όλου. Δεν ζει για τον εαυτό του μόνο· δρα για την ενότητα, για την Αρετή, για την ανάκτηση της εσωτερικής θέασης. Είναι εκείνος που, βιώνοντας και αφομοιώνοντας την πνευματική πραγματικότητα, φέρει στον κόσμο τα ιδανικά του Νου: αρμονία, διάκριση, και επιστροφή προς το Έν.
Πορφύριος: Υπάρχει τρόπος να γνωρίσουμε το Έν; Να ενωθούμε πραγματικά με τα θεϊκά πεδία;
Πλωτίνος: Το Έν δεν μπορεί να συλληφθεί από την διάνοια. Είναι πέραν αυτής· άρρητο, άμορφο, άυλο. Είναι αδύνατον να ορίσεις το άυλο με το υλικό; δεν μπορείς να συλλάβεις το τέλειο με το ατελές. Το αιώνιο δεν συνυπάρχει με το εφήμερο παρά μόνο σαν σκιώδης ανάμνηση. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να το εκφράσουμε με λόγια. Μπορούμε, όμως, να το πλησιάσουμε με την εσωτερική στροφή· με την άσκηση της ψυχής στον στοχασμό, τη σιγή και την ενορατική ένωση.
Πορφύριος: Και οι φόβοι, δάσκαλε; Πολλές φορές με κρατούν πίσω. Πώς να τους υπερβώ;
Πλωτίνος: Είναι εύκολο να προσπαθείς να κατακτήσεις τον εξωτερικό κόσμο, Πορφύριε. Πραγματική δύναμη, όμως, είναι να κατακτάς τους φόβους σου· να τους φωτίζεις με το φως του Νου. Ο φόβος γεννιέται από τη λήθη της ενότητας και τρέφεται από την ταύτιση με το εφήμερο.
Πορφύριος: Τελικά, το ταξίδι της ψυχής δεν είναι έξοδος προς τα έξω, αλλά επιστροφή προς τα έσω.
Πλωτίνος: Το να αφήνεις τον οριοθετημένο κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσες, να προχωρείς πέρα από όσα γνωρίζουν οι άνθρωποι, και να επιστρέφεις φέροντας το δώρο της αλήθειας, αυτό είναι το πνεύμα της μεγάλης ανθρώπινης περιπέτειας που λέγεται Ζωή. Είναι η ανάμνηση της ψυχής από τον ίδιο της τον Εαυτό. Και μόνο μέσα από την άσκηση, την κάθαρση και τη θέωση επιτυγχάνεται η επανένωση με το Έν – το μόνο αληθινό Ον.
Ο Πορφύριος σιωπά. Δεν είναι η άγνοια που του κλείνει το στόμα, αλλά το δέος μιας αλήθειας που άγγιξε την ψυχή του. Ένα δάκρυ κυλά· όχι από λύπη, αλλά από την ανάμνηση εκείνου που ήταν πάντοτε μέσα του: του Ενός.
Από εδώ αρχίζει η πορεία της Επιστροφής.
Στους κήπους έξω από τη Ρώμη, κοντά στο σχολείο του Πλωτίνου. Ο ήλιος δύει σιωπηλά, ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τις ελιές. Ο Πορφύριος βαδίζει πλάι στον δάσκαλό του, γεμάτος ερωτήματα και θαυμασμό για τη μυστική δομή του κόσμου.
Πορφύριος: Πλωτίνε, πολλές φορές αισθάνομαι πως η ψυχή μου δεν ανήκει εδώ, σε τούτο τον τόπο του χρόνου και της ύλης. Σαν να έχει ξεχάσει την πηγή της, και περιπλανάται ζητώντας να θυμηθεί. Υπάρχει άραγε μια προαιώνια αλήθεια μέσα μας;
Πλωτίνος: Ναι, Πορφύριε. Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι μοναδική πραγμάτωση του Όλου. Όπως ένα κλαδί ανήκει στο δέντρο, έτσι κι εσύ ανήκεις στο Έν. Δεν προέρχεσαι από μια πηγή έξω από τον κόσμο, αντίθετα προήλθες απ’ αυτόν· όπως το κύμα προέρχεται από τον ωκεανό και επανενώνεται με την ουσία του, ακόμη και όταν αυτό αποκόπτεται για λίγο από τον ωκεανό. Δεν είσαι ξένος· είσαι μια έκφραση του Ενός μέσα στον χρόνο.
Πορφύριος: Κι όμως, οι αισθήσεις μου με πείθουν πως είμαι κάτι ξεχωριστό, περιορισμένο, σαν εγκλωβισμένος. Πώς μπορώ να βιώσω αυτή την ενότητα που διδάσκεις;
Πλωτίνος: Η ενότητα, παιδί μου, δεν κατακτάται με τη σκέψη, αλλά με την ανάμνηση της ψυχής. Το μυστήριο το έχουμε ακέραιο εντός μας· ποτίζει την πιο βαθιά ρίζα της υπάρξεώς μας και καμιά λογική επεξεργασία, όσο ισχυρή ή μεγαλειώδης κι αν είναι, δεν μπορεί να μας γδύσει από τον γνόφο του. Η ψυχή μας προέρχεται από τον Νου, και μέσω αυτού από το Έν. Η ύλη αποτελεί την σκιά της αληθινής ύπαρξης, όχι το πεδίο της υπέρτατης πραγματικότητας.
Πορφύριος: Δηλαδή, η λήθη είναι αποτέλεσμα της κατάδυσης της ψυχής ύλη και στην πολλαπλότητα;
Πλωτίνος: Ακριβώς. Κάποτε, στις απαρχές της ανθρωπότητας – εκείνες τις εποχές που οι μύθοι τοποθετούν στην Ατλαντίδα ή στον Χρυσό Αιώνα – οι ψυχές δεν είχαν ακόμη τυφλωθεί από την ύλη. Οι εσωτερικές αισθήσεις τους ήσαν ανοιχτές, και η επικοινωνία με τη θεϊκή φύση ήταν άμεση. Δεν ξεχνούσαν την πνευματική τους καταγωγή. Αλλά όσο βυθίζονταν στον αισθητό κόσμο, το πέπλο παχύαινε· και ο άνθρωπος, όπως ο Οδυσσέας, βρέθηκε σε μακρά περιπλάνηση, λησμονώντας την πνευματική του Ιθάκη.
Πορφύριος: Είναι, λοιπόν, ο μύθος αληθινός κατά τρόπο μυστικό;
Πλωτίνος: Οι ποιητές υπήρξαν μύστες. Ο Όμηρος με την «Οδύσσεια» απέδωσε το ταξίδι της ψυχής στον κόσμο της μορφής και της δοκιμασίας. Και κάθε ήρωας – ο Ηρακλής, ο Αρτζούνα, ο Γκιλγκαμές – είναι ένας καθρέφτης της εσωτερικής πορείας μας: εκείνης της ανόδου από την χωρητικότητα στην ενότητα. Όταν η ψυχή, μέσα από την διάκριση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, υπερβαίνει τα καλέσματα της ύλης, τότε αρχίζει η επιστροφή προς το πνευματικό της λίκνο.
Πορφύριος: Και ο φιλόσοφος; Ποια είναι η αποστολή του μέσα σ’ αυτή την περιπέτεια της ψυχής;
Πλωτίνος: Ο φιλόσοφος είναι ο πνευματικός εργάτης του Όλου. Δεν ζει για τον εαυτό του μόνο· δρα για την ενότητα, για την Αρετή, για την ανάκτηση της εσωτερικής θέασης. Είναι εκείνος που, βιώνοντας και αφομοιώνοντας την πνευματική πραγματικότητα, φέρει στον κόσμο τα ιδανικά του Νου: αρμονία, διάκριση, και επιστροφή προς το Έν.
Πορφύριος: Υπάρχει τρόπος να γνωρίσουμε το Έν; Να ενωθούμε πραγματικά με τα θεϊκά πεδία;
Πλωτίνος: Το Έν δεν μπορεί να συλληφθεί από την διάνοια. Είναι πέραν αυτής· άρρητο, άμορφο, άυλο. Είναι αδύνατον να ορίσεις το άυλο με το υλικό; δεν μπορείς να συλλάβεις το τέλειο με το ατελές. Το αιώνιο δεν συνυπάρχει με το εφήμερο παρά μόνο σαν σκιώδης ανάμνηση. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να το εκφράσουμε με λόγια. Μπορούμε, όμως, να το πλησιάσουμε με την εσωτερική στροφή· με την άσκηση της ψυχής στον στοχασμό, τη σιγή και την ενορατική ένωση.
Πορφύριος: Και οι φόβοι, δάσκαλε; Πολλές φορές με κρατούν πίσω. Πώς να τους υπερβώ;
Πλωτίνος: Είναι εύκολο να προσπαθείς να κατακτήσεις τον εξωτερικό κόσμο, Πορφύριε. Πραγματική δύναμη, όμως, είναι να κατακτάς τους φόβους σου· να τους φωτίζεις με το φως του Νου. Ο φόβος γεννιέται από τη λήθη της ενότητας και τρέφεται από την ταύτιση με το εφήμερο.
Πορφύριος: Τελικά, το ταξίδι της ψυχής δεν είναι έξοδος προς τα έξω, αλλά επιστροφή προς τα έσω.
Πλωτίνος: Το να αφήνεις τον οριοθετημένο κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσες, να προχωρείς πέρα από όσα γνωρίζουν οι άνθρωποι, και να επιστρέφεις φέροντας το δώρο της αλήθειας, αυτό είναι το πνεύμα της μεγάλης ανθρώπινης περιπέτειας που λέγεται Ζωή. Είναι η ανάμνηση της ψυχής από τον ίδιο της τον Εαυτό. Και μόνο μέσα από την άσκηση, την κάθαρση και τη θέωση επιτυγχάνεται η επανένωση με το Έν – το μόνο αληθινό Ον.
Ο Πορφύριος σιωπά. Δεν είναι η άγνοια που του κλείνει το στόμα, αλλά το δέος μιας αλήθειας που άγγιξε την ψυχή του. Ένα δάκρυ κυλά· όχι από λύπη, αλλά από την ανάμνηση εκείνου που ήταν πάντοτε μέσα του: του Ενός.
Από εδώ αρχίζει η πορεία της Επιστροφής.
Εγγραφή σε:
Σχόλια
(
Atom
)







