Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (21.386-21.434)

Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος,
κλήϊσεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων.
Σιγῇ δ᾽ ἐξ οἴκοιο Φιλοίτιος ἆλτο θύραζε,
κλήϊσεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα θύρας εὐερκέος αὐλῆς.
390 κεῖτο δ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης
βύβλινον, ᾧ ῥ᾽ ἐπέδησε θύρας, ἐς δ᾽ ἤϊεν αὐτός·
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη,
εἰσορόων Ὀδυσῆα. ὁ δ᾽ ἤδη τόξον ἐνώμα
πάντῃ ἀναστρωφῶν, πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα,
395 μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων·
ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ αὐτῷ οἴκοθι κεῖται,
ἢ ὅ γ᾽ ἐφορμᾶται ποιησέμεν, ὡς ἐνὶ χερσὶ
400 νωμᾷ ἔνθα καὶ ἔνθα κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης.»
Ἄλλος δ᾽ αὖ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«αἲ γὰρ δὴ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν
ὡς οὗτός ποτε τοῦτο δυνήσεται ἐντανύσασθαι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
405 αὐτίκ᾽ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντῃ,
ὡς ὅτ᾽ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
410 δεξιτερῇ δ᾽ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς·
ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
μνηστῆρσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο μέγα, πᾶσι δ᾽ ἄρα χρὼς
ἐτράπετο. Ζεὺς δὲ μεγάλ᾽ ἔκτυπε σήματα φαίνων·
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
415 ὅττι ῥά οἱ τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω·
εἵλετο δ᾽ ὠκὺν ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ
γυμνός· τοὶ δ᾽ ἄλλοι κοίλης ἔντοσθε φαρέτρης
κείατο, τῶν τάχ᾽ ἔμελλον Ἀχαιοὶ πειρήσεσθαι.
τόν ῥ᾽ ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε,
420 αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος, ἧκε δ᾽ ὀϊστὸν
ἄντα τιτυσκόμενος, πελέκεων δ᾽ οὐκ ἤμβροτε πάντων
πρώτης στειλειῆς, διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἦλθε θύραζε
ἰὸς χαλκοβαρής· ὁ δὲ Τηλέμαχον προσέειπε·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ σ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει
425 ἥμενος, οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον οὐδέ τι τόξον
δὴν ἔκαμον τανύων· ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν,
οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται.
νῦν δ᾽ ὥρη καὶ δόρπον Ἀχαιοῖσιν τετυκέσθαι
ἐν φάει, αὐτὰρ ἔπειτα καὶ ἄλλως ἑψιάασθαι
430 μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ᾽ ἀναθήματα δαιτός.»
Ἦ καὶ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσεν· ὁ δ᾽ ἀμφέθετο ξίφος ὀξὺ
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ, ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ
πὰρ θρόνον ἑστήκει κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.

***
Προτού τελειώσει ο λόγος του έφτασε στον σκοπό του:
κλείνει η Ευρύκλεια τα δυο θυρόφυλλα της όμορφης μεγάλης
αίθουσας, ενώ ο Φιλοίτιος, χωρίς κανένας να τον πάρει είδηση,
γλίστρησε έξω και σφραγίζει τα φύλλα της περίφρακτης αυλόθυρας
390 μ᾽ ένα καννάβινο σκοινί — το βρήκε στο χαγιάτι, σύνεργο
καραβιού κυρτού στις άκρες του· μ᾽ αυτό ο Φιλοίτιος ασφάλισε
την έξω πόρτα, ύστερα μπήκε πάλι μέσα, πιάνοντας το σκαμνί
απ᾽ όπου ανασηκώθηκε, και κάρφωσε στον Οδυσσέα το μάτι του.
Αυτός εξέταζε κιόλας το τόξο σ᾽ όλες του τις μεριές, το στριφογύρισε,
το ᾽φερε πάνω κάτω, προσέχοντας μήπως ο σκόρος έφαγε
τα δυο του κέρατα, όσο το αφεντικό του τόξου έλειπε στα ξένα.
Οπότε κάποιος, κόβοντας κίνηση, γύρισε κι έλεγε στον διπλανό του:
«Κοίτα πώς ψάχνει ο παμπόνηρος το τόξο, ίσως και να ᾽χει ο ίδιος
τέτοιο πράγμα στο δικό του σπίτι, εκτός κι αν σκέφτεται
να φτιάξει ένα παρόμοιο — γι᾽ αυτό το πασπατεύει εδώ κι εκεί,
400 ένας κακόζηλος αυτός αλήτης.»
Αλλά και κάποιος άλλος, ξιπασμένος νεαρός, πρόσθεσε λέγοντας:
«Μακάρι τόσο το όφελος να μείνει και μετά, αν βρει ποτέ
τη δύναμη το τόξο να τανύσει.»
Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούργιο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
410 έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε καλά σαν χελιδόνα.
Τότε οι μνηστήρες ένιωσαν πανικό, πρασίνισε το μούτρο τους·
και πάνω εκεί ο Δίας βρόντηξε βροντή μεγάλη και σημαδιακή.
Ένιωσε μέσα του χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
που ο γιος του δολοπλόκου Κρόνου έστειλε το σημάδι του.
Άρπαξε ευθύς μια γρήγορη σαΐτα — ήταν εκεί γυμνή
στο πλαϊνό τραπέζι· περίμεναν οι άλλες στη βαθιά φαρέτρα,
που θα τις ένιωθαν σε λίγο οι μνηστήρες στο κορμί τους.
Το τόξο μεσοπιάνοντας στον πήχη, τέντωσε τη χορδή
420 με τη διχαλωτή σαΐτα, και καθισμένος στο σκαμνί ρίχνει
το βέλος σημαδεύοντας· πελέκι δεν απόμεινε ασημάδευτο·
η χάλκινη σαΐτα βρίσκοντας την πρώτη τρύπα, τις πέρασε όλες
φτάνοντας στην άκρη.
Τότε ο Οδυσσέας γύρισε λέγοντας στον Τηλέμαχο:
«Τηλέμαχε, δεν σε ντροπιάζει ο ξένος που φιλοξένησες εσύ
στο σπίτι σου. Άστοχος στον στόχο μου δεν φάνηκα μήτε και κόπιασα
το τόξο να τανύσω. Μου μένει ακόμη ακλόνητο
το μένος της ψυχής· να μη νομίσουν οι μνηστήρες πως αξίζω
την άτιμή τους καταφρόνεση.
Μα τώρα είναι η ώρα να ετοιμαστεί το δείπνο,
430 όσο ακόμη φέγγει· μετά θ᾽ αρχίσει το ξεφάντωμα με μουσική και με τραγούδι —συμπλήρωμα απαραίτητο σ᾽ ένα καλό τραπέζι.»
Είπε κι έκανε με το φρύδι νεύμα στον Τηλέμαχο· κι αυτός
ζώστηκε αμέσως κοφτερό σπαθί, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
πιάνει στο χέρι του το δόρυ, κι έτσι λαμπρά οπλισμένος με χαλκό,
στήθηκε πλάι στο σκαμνί, έτοιμος παραστάτης του πατέρα του.

Πάντα μπορεί κανείς να πλάσει ένα ψέμα στα μέτρα του

Η εξαπάτηση του ίδιου μας του εαυτού, η παραχάραξη και η διαστρέβλωση είναι, για ορισμένους, πολύ άνετες περιοχές, σίγουρες και φιλόξενες.

Πάντα μπορεί κανείς να πλάσει ένα ψέμα στα μέτρα του, μια «αλήθεια» ταιριαστή με τις ανάγκες του. Δεν κοστίζει πολύ.

Αποδεκτά ψέματα βρίσκεις παντού. Τα ψέματα είναι πάντοτε ικανά να προσαρμοστούν σε ό,τι αναζητάμε, ξέρουν να χαϊδεύουν τα ξένα αφτιά – ή ακόμα και τα δικά μας, αν εξασκηθούμε αρκετά σ’ αυτό. Είναι ευχάριστα, δεν απαιτούν τίποτα, δεν μας δεσμεύουν, δεν μας ζητούν κάποια προσαρμογή, κι αν δεν είμαστε χαζοί, πάντα θα βρίσκουμε ένα ψέμα στα μέτρα μας.

Με λίγα λόγια:

Τα ψέματα είναι έτοιμα να σε υπηρετήσουν, καθώς υποτάσσονται στα κέφια και στις ανάγκες σου.

Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για την αλήθεια, που δεν είναι πρόθυμη να υπηρετήσει κανέναν.

Μόνο όταν γίνεις εθελοντής υπηρέτης της αλήθειας και πάψεις να την κρίνεις συνεχώς, μόνο όταν αποδεχτείς ότι θα πρέπει να την αναζητήσεις εσύ, αντί να πιστεύεις ότι σου ανήκει κι ότι οφείλει να σε ακολουθεί εκείνη καταπόδας, μόνο τότε μπορείς να λέγεσαι γνώστης, δάσκαλος, διάνοια ή φωτισμένος. Μόνο τότε θα έχεις φτάσει στον προορισμό.

Όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές: Ο μοναδικός όρος που μας θέτει η αλήθεια, είναι να μην της θέτουμε όρους.

Σε άδειασαν οι άλλοι, μα πιο πολύ άδειασες εσύ τον εαυτό σου

Έρχονται εκείνες οι στιγμές που αδειάζεις σαν άνθρωπος. Δεν έχεις αισθήματα πια. Έπαψες να αισθάνεσαι και να νιώθεις. Όταν λείπουν τα παραπάνω, είσαι κενός και ψάχνεις να βρεις το νέο σου εαυτό. Αυτό, που οι άλλοι σου επέβαλλαν να φορέσεις.

Δεν εξετάζεις αν σου ταιριάζει, ούτε τον επέλεξες. Δεν είσαι σε θέση να μπορείς να αποφασίσεις η να αντιδράσεις. Κουράστηκες, απογοητεύτηκες και αηδίασες. Φόρεσες την μάσκα της απάθειας, εκείνη
της ανέκφραστης παγωμένης πορσελάνης και προσπαθείς να συστηθείς, σε σένα αρχικά.

Έδωσες, έδωσες. Δεν έπαιρνε άλλο. Μοίρασες απλόχερα αγάπη, έδειξες συμπόνια, κατανόηση, εν συναίσθηση σε όλους. Οικογένεια, φίλους, γνωστούς, συντρόφους. Το συναίσθημα ίδιο. Θλίψη μα και απορία. Το “γιατί”, για ακόμη μια φορά, μαχαίρι κοφτερό στην καρδιά. Η πληγή ανοιχτή, χρόνια αιμορραγεί. Πόσο πια. Πόσο ακόμη.

Σέρνεσαι από απογοήτευση. Στέγνωσες. Ψάχνεις συμβατό αιμοδότη να ξαναζωντανέψεις. Ψάχνεις, μα μάταια. Δεν υπάρχουν ελπίδες. Δεν το πιστεύεις, μα αυτή είναι η ωμή, ψυχρή πραγματικότητα. Όλοι πήραν και απλά εξαφανίστηκαν. Για αυτό σε ήθελαν. Μόνο για να πάρουν.

Σαν πεινασμένα αρπακτικά. Σε χρησιμοποίησαν απλά. Σε τελείωσαν όλοι και όλα, μα πιο πολύ εσύ τον εαυτό σου, γιατί απλά δεν έμαθες να βάζεις όρια και κάθε κατεργάρη στο πάγκο του. Αγνόησες το σημαντικότερο και έχασες εσένα. Ας πρόσεχες!

Η παγίδα του "θρόνου" στις σχέσεις

Οι σχέσεις των ανθρώπων εμφανίζονται να είναι σύνθετες, ενίοτε περίεργες και ευαίσθητες όμως δεν έπαψαν στιγμή να είναι απλές στην ουσία τους.

Όταν δύο άνθρωποι, ανεξαρτήτου φύλου, αναπτύσσουν αισθήματα ο ένας για τον άλλον τότε αυτομάτως δημιουργείται ανάμεσα τους μία σχέση η οποία μπορεί να έχει χροιά ερωτική, φιλική, εργασιακή κ.α.

Στις ερωτικές - συντροφικές σχέσεις, οι άνθρωποι αισθάνονται πιο ευάλωτοι γιατί «ανοίγουν τη ψυχή τους» και επενδύουν συναισθηματικά περισσότερο από κάθε άλλη σχέση.

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουμε στις σχέσεις με τους «δικούς μας ανθρώπους» είναι η εξιδανίκευση.

Όντας παρασυρμένοι από έντονα συναισθήματα, πολλές φορές τοποθετούμε τους/τις συντρόφους μας σε θρόνο και έκτοτε ξεκινά μία ανισορροπία στην σχέση η οποία είναι ψυχοφθόρα και κουραστική.

Το συγκεκριμένο φαινόμενο συναντάται περισσότερο στις γυναίκες γιατί φαίνεται να έχουν μία έμφυτη εσωτερική ανάγκη να θαυμάζουν το ταίρι τους και να υποτιμούν τις δυνατότητες τους.

Οι άντρες, από την άλλη μεριά, λόγω εγωισμού και ανταγωνιστικότητας, δείχνουν να απολαμβάνουν τη «θεοποίηση» οπότε α-συνειδητά υποκινούν αυτή την ανισορροπία στην σχέση.

Η εξιδανίκευση του/της συντρόφου σε μία σχέση προκαλεί αισθήματα άγχους, ανασφάλειας, ζήλιας, φόβου απώλειας και έλλειψη αυτοπεποίθησης στον/ην μη θεοποιημένο σύντροφο.

Η συνέπεια αυτών είναι ένας διαρκής αγώνας ικανοποίησης των επιθυμιών και αναγκών του/της θεοποιημένου συντρόφου εις βάρος της ψυχικής υγείας και ηρεμίας του άλλου.

Οι θρόνοι κρύβουν όνειρα τα οποία πολλές φορές δεν έχουν αντίκρισμα και προκαλούν αισθήματα απογοήτευσης και θλίψης. Ενώ ταυτόχρονα οι θρόνοι δημιουργούν απαιτήσεις οι οποίες προκαλούν μονόπλευρες, συνήθως, υποχωρήσεις και φθορές τόσο στην ίδια την σχέση όσο και στα εμπλεκόμενα άτομα.

Οι θρόνοι και οι θεότητες είναι μόνο για τα παραμύθια και τις ιστορίες, στην πραγματικότητα οι άνθρωποι είμαστε όλοι ίσοι και έχουμε κοινό δικαίωμα στην αγάπη.

Ο θρόνος προκαλεί εμπόδια στις σχέσεις των ανθρώπων οπότε ας προσπαθήσουμε να δούμε αληθινά τη ψυχή του/ της συντρόφου μας και να μη δημιουργούμε μύθους...

Η πραγματική ευτυχία σε μία σχέση έρχεται όταν υπάρχει αλήθεια!

Είναι αναγκαίος ο θυμός;

Εκνευρισμός, οργή, αναστάτωση, αγανάκτηση· συναισθήματα τα οποία συνοδεύονται από ανεβασμένη πίεση, σφυγμούς και από αυξημένες πιθανότητες για καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Είναι άραγε συναισθήματα αναπόφευκτα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες; Μήπως θα μπορούσα να τα αποφύγω;

Ο Victor Frankl, ψυχίατρος, γράφοντας τις εμπειρίες του, όρισε την υπέρτατη ελευθερία (the Ultimate Freedom) ως: “το γεγονός ότι καθένας μας είναι σε θέση να επιλέγει τη στάση του σε κάθε (δεδομένη) περίσταση”.

Εάν αυτό ισχύει και επομένως, ανεξαρτήτως συνθηκών, είναι στη δική μας δικαιοδοσία να επιλέγουμε τις αντιδράσεις μας, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο θυμός, ως συναίσθημα, είναι επιλογή, ότι είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών σκέψεων που κάνει ένας άνθρωπος, όταν αντιμετωπίζει μία κατάσταση και ότι, συνεπώς, μπορεί εξ αρχής να αποφευχθεί, εάν γίνει ‘χρήση’ πιο αποτελεσματικών, λογικών και υγιών σκέψεων!

Για να δούμε τι θα δούμε!

Η βάση του θυμού

Την επόμενη φορά που κάποιος θα σας προσβάλει, θυμηθείτε ότι οι σκέψεις σας είναι που σας προσβάλουν. Ποιες σκέψεις; Διαβάστε προσεκτικά. Ο θυμός βασίζεται στις παρακάτω τρεις προτάσεις:

(α) Γιατί οι άλλοι δεν φέρονται όπως πρέπει; (θυμός με τους άλλους). ‘Πρέπει’ = έτσι όπως θέλω εγώ.
(β) Γιατί δεν κάνω αυτά που πρέπει ή γιατί δεν αποδίδω όσο πρέπει; (θυμός με τον εαυτό). ‘Πρέπει’ = έτσι όπως οι άλλοι, άμεσα ή έμμεσα, ‘θέλουν’ να… θέλω
(γ) Γιατί ο κόσμος, δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι; (θυμός κατά παντός γνωστού ή αγνώστου υπευθύνου). Γιατί δεν υπάρχει δικαιοσύνη; Δίκαιο = αυτό που θεωρώ εγώ σωστό, ‘Θα έπρεπε’: εδώ ο πήχης είναι όσο παραμορφωμένος και μπαίνει όσο ψηλά θέλει ο καθένας.

Ας ασχοληθούμε λίγο με το (α) και τα υπόλοιπα τα αντιμετωπίζετε με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπίζατε οποιαδήποτε παράλογη προσδοκία.

“Αν ήσουν λίγο περισσότερο σαν και εμένα”, “αν μου έμοιαζες στη συμπεριφορά”, “αν φερόσουν όπως θα ’θελα…”

Το να περιμένουμε από τους άλλους να φερθούν όπως εμείς θα θέλαμε ή όπως ‘θεωρείται’ σωστό, είναι μια παράλογη προσδοκία. Δεν είναι όμως έτσι. Οι άλλοι θα φέρονται όπως έμαθαν και ξέρουν. 

Ορισμένες υγιέστερες σκέψεις θα μπορούσαν να είναι:

“Τόσο ξέρουν, τόσο κάνουν”.
“Έτσι έχουν μάθει και δεν μπορούν–ούτε και θέλουν–να καταλάβουν περισσότερα. Άλλωστε, είναι αδύνατον οι άλλοι να φέρονται πάντοτε όπως είναι… ‘σωστό’, όπως δηλαδή θα ήθελα εγώ(!) να φέρονται”.
“Το να εκνευρίζομαι, επειδή οι άλλοι άνθρωποι είναι διαφορετικοί από μένα, είναι τόσο παράλογο, όσο και το να προσπαθώ να αλλάξω και να διορθώσω ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με τα δικά μου μέτρα και σταθμά”.

Όποιος κρίνει το μονοπάτι μου, πρέπει να το περπατήσει

Πόσες φορές έπρεπε να αντιμετωπίσετε κριτική από άλλους ανθρώπους; Μερικές φορές ίσως να μην είστε έτοιμοι να εγκαταλείψετε το μονοπάτι που έχετε επιλέξει για την καθημερινή σας ζωή, όμως εξακολουθείτε να ανέχεστε τις γνώμες τρίτων σχετικά με αυτά που κάνετε ή δεν κάνετε.

Θα ήταν ανειλικρινές να πείτε ότι δεν σας επηρεάζουν ποτέ.

Το να αγνοείτε τα σχόλια εκείνων που κρίνουν τις πράξεις σας σαν να είχαν το δώρο της θείας πρόνοιας δεν είναι πάντα εύκολο -ειδικά αν προέρχονται από το στόμα κάποιου σημαντικού προσώπου στη ζωή σας: ένα μέλος της οικογένειάς σας, κάποιο φίλο…

Φυσικά κανένας πραγματικός φίλος δεν θα τολμούσε να σας κάνει κριτική χωρίς να έχει επίγνωση των συναισθημάτων σας και των εμπειριών που έχετε πάνω στην πλάτη σας και μέσα στην καρδιά σας.

Ζητήστε τους να μπουν στη θέση σας για μία μέρα, επειδή κανένας άλλος πέρα από εσάς δεν μπορεί να γνωρίζει το οδυνηρό μονοπάτι που έχετε ήδη ακολουθήσει, τους ποταμούς που έχετε διασχίσει χωρίς να ζητήσετε βοήθεια από κανέναν… Στο σημερινό άρθρο σάς προσκαλούμε να σκεφτείτε λίγο περισσότερο πάνω σε αυτό το θέμα.

Το μονοπάτι που έχουμε επιλέξει και τα ίχνη που έχουμε αφήσει μας καθορίζουν

Δεν είστε απλώς η γυναίκα/ο άντρας που βλέπετε στον καθρέφτη. Αυτά που φοράτε, που λέτε ή κάνετε για τους άλλους ανθρώπους δεν σας καθορίζουν.

Είστε ένα έργο εν εξελίξει και όλες οι εμπειρίες της ζωής σας σχηματίζουν τη βάση αυτού που είστε… Αυτά τα πράγματα που δεν γνωρίζει και δεν επιθυμεί κανένας άλλος εκτός από εσάς.

Κανένας δεν περιπλανιέται πάνω σε αυτή τη γη μιλώντας αδιάκοπα για όσα έπρεπε να ξεπεράσει, κανένας δεν πρέπει να παραπονιέται για τις απογοητεύσεις, τις ήττες ή ακόμα και τις νίκες του. Λοιπόν… γιατί μερικοί άνθρωποι εξακολουθούν να τολμούν να κρίνουν τους άλλους χωρίς να τους γνωρίζουν πραγματικά;
  • Οι άνθρωποι που συνηθίζουν να κρίνουν τους άλλους τείνουν να είναι οι πιο απογοητευμένοι.
  • Μερικοί άνθρωποι είναι συχνά πολύ δυστυχισμένοι με τον εαυτό τους, έτσι με τη σειρά τους προβάλλουν την ανάγκη τους για έλεγχο και παρέμβαση στις ζωές των άλλων ανθρώπων.
  • Η κριτική από κάποιο μέλος της οικογένειας είναι κάτι συνηθισμένο: «αυτό που σου συμβαίνει, συμβαίνει επειδή έχεις υπερβολική σιγουριά» ή «ξεκίνησες λάθος από την αρχή νομίζοντας ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, ενώ δεν μπορείς«.
  • Κρίνουν με την πρόθεση να βοηθήσουν ή να σας μάθουν κάτι, όμως βαθιά μέσα τους θέλουν να σας ελέγξουν και να σας παγιδέψουν στο δικό τους τρόπο σκέψης, στους δικούς τους κανόνες.
  • Μερικές φορές το άτομο που κάνει κριτική στο μονοπάτι σας στη ζωή προσπαθεί να δικαιολογήσει το δικό του δυσφημώντας το μονοπάτι των άλλων. Δεν πρόκειται για ασυνήθιστο φαινόμενο.
  • Μάλιστα, όταν κάποιος σας κάνει κριτική, δεν έχει καλά επιχειρήματα που εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Πρόκειται σχεδόν πάντα για τη δικαιολογία για μια επίθεση, μια προσβολή ή για απλή περιφρόνηση. Η εκλογίκευση είναι πολύ αδύναμη.
  • Έλλειψη αυτοκριτικής. Το συγκεκριμένο άτομο δεν μπορεί να αξιολογήσει ποιος έκανε λάθη, ποιος έκανε περισσότερο κακό. Περιορίζεται στην προστασία του εαυτού του από την κριτική των άλλων.
  • Συνήθως οι άνθρωποι που συνηθίζουν να σας κρίνουν δεν έχουν ολοκληρωμένη ζωή με χόμπι και ασχολίες που τους ενθουσιάζουν, που τους βοηθούν να βλέπουν τα πράγματα πιο σχετικά και να σταματήσουν να εστιάζουν τόσο πολύ στους άλλους.
Πώς να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας απέναντι στην κριτική των άλλων

Μερικές φορές λέμε στον εαυτό μας: «αυτό δεν ισχύει για μένα». Και μπορεί να είναι αλήθεια, εφόσον η κριτική προέρχεται από κάποιο συνάδελφο, ένα άτομο με το οποίο δεν έχετε ισχυρό συναισθηματικό δεσμό. Μπορείτε να την αγνοήσετε και να την ξεχάσετε.

Όμως… τι γίνεται όταν η κριτική προέρχεται από το/τη σύντροφό σας, ένα φίλο ή κάποιο συγγενή;

Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιο συνηθισμένο να αισθάνεστε θιγμένοι ή ακόμα και πληγωμένοι. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνετε είναι να μείνετε ήρεμοι και να εστιάσετε σε μερικές απλές δηλώσεις, όπως οι εξής:

«Ξέρω ποιος είμαι, ξέρω τι έχω ξεπεράσει και είμαι υπερήφανος/η για κάθε βήμα που έχω κάνει και για ό,τι έχω μάθει από τα λάθη μου» ή «κανένας άλλος εκτός από μένα δεν έχει το δικαίωμα να με κρίνει, επειδή μόνο εγώ ξέρω τι αισθάνομαι και πόσο ευχαριστημένος είμαι από τη ζωή μου και από τα πράγματα που έχω».
  • Μόλις κάνετε στον εαυτό σας αυτές τις δηλώσεις και προστατέψετε την αυτοεκτίμηση σας, προσπαθήστε να αποφύγετε τις αντιδράσεις που περιλαμβάνουν σχόλια που πληγώνουν. Αν δείξετε θυμό ή περιφρόνηση, τα συναισθήματα χρειάζονται περισσότερο καιρό να ξεθυμάνουν και απλώς καταλήγετε να προκαλέσετε περισσότερη ζημιά.
  • Δείξτε ξεκάθαρα την απογοήτευσή σας. Εξηγήστε ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σας κρίνει και ότι αυτό απλώς δείχνει ότι οι άλλοι δεν σας γνωρίζουν. Επομένως, σας έχουν απογοητεύσει.
  • Όποιος τολμάει να κάνει κριτική στη ζωή σας και σε όσα έχετε βιώσει στην πορεία, είναι ένα άτομο που δεν είναι καλός συνταξιδιώτης. Δεν έχει σημασία αν είναι η μητέρα, τα αδέλφια ή ο/η σύντροφός σας.
  • Όποιος δεν δέχεται ότι μερικές φορές κάνετε λάθη και σας κάνει κριτική γι’αυτό, είναι κάποιος που έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Κάποιος που πιστεύει ότι δεν λαμβάνει ποτέ λανθασμένες αποφάσεις ή ότι δεν κάνει λάθη είναι ένα άτομο που δεν έχει την ικανότητα να κάνει κριτική στον εαυτό του και να δείχνει ενσυναίσθηση προς τους άλλους.
Αν σας κρίνουν κάθε μέρα οι άνθρωποι που σας περιβάλλουν, στο τέλος θα αισθάνεστε δέσμιοι των απόψεών τους. Μην επιτρέψετε να συμβεί κάτι τέτοιο.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να αναρωτηθείτε μήπως αξίζει τον κόπο να αποστασιοποιηθείτε από τους ανθρώπους που δεν αναγνωρίζουν πόσο αξίζετε, που δεν μπορούν να δουν το φως που λάμπει μέσα σας ή να καταλάβουν την αξία σας.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Θεωρείται πως οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις προέρχονται από τα γεγονότα. Όταν βιώνουμε ένα δυσάρεστο γεγονός, νομίζουμε πως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να το δεχτούμε και να προχωρήσουμε με τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλούνται όπως ο θυμός, το άγχος, η κατάθλιψη κτλ.

Όμως, δεν ισχύει πάντοτε αυτό. Υπάρχει μία παράμετρος που δεν υπολογίζεται, αυτή της Επιλογής. Γίνεται να επιλέξουμε να μην αναστατωθούμε για κάτι που έχει συμβεί, ενώ “κανονικά” θα μας αναστάτωνε!

Αναλογιστείτε το. Βρίσκεστε στο συγκεκριμένο σημείο στη ζωή σας λόγω των επιλογών που έχετε κάνει μέχρι σήμερα. Μερικές επιλογές οι οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά οδηγούν σε αποτυχία, ενώ ενώ σοφές επιλογές που επαναλαμβάνονται οδηγούν στην επιτυχία.

Έτσι, εάν έχετε κάνει κάποιο λάθος πρόσφατα και αναρωτιέστε πώς μπορείτε να επιτύχετε, μη χάνετε χρόνο αυτό-μειώνοντας τον εαυτό σας. Αντ ‘αυτού, μάθετε από τα λάθη και κάνετε ό,τι θα έκανε ένας επιτυχημένος άνθρωπος. Χρησιμοποιήστε τη δύναμη της επιλογής! Αναρωτηθείτε:

Τι πραγματικά συνέβη;

Τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά;

Την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσω μια παρόμοια κατάσταση, πώς μπορώ με θετικότητα να χρησιμοποιήσω τη δύναμη της επιλογής;

Η ζωή σας είναι το αποτέλεσμα των επιλογών που κάνετε. Εάν δε σας αρέσουν τα αποτελέσματα που βιώνεται, ξεκινήστε με μία απλή αλλαγή και η μία θα φέρει και την επόμενη. Στοχεύστε σε σοφότερες επιλογές και θα παραχθούν καλύτερα αποτελέσματα!

HERMANN HESSE: Με το χιούμορ είναι δυνατό όχι μόνο να συμφιλιωθούν το άγιο και το άσωτο

Ο άνθρωπος της εξουσίας καταστρέφεται από την εξουσία, ο άνθρωπος του χρήματος από το χρήμα, ο υποτελής από την υποτέλεια, ο φιλήδονος από την ηδονή. Έτσι και Λύκος της Στέπας καταστράφηκε από την ανεξαρτησία του. Πέτυχε το σκοπό του, γινόταν ολοένα και πιο ανεξάρτητος, κανείς δεν τον διέταζε, σε κανέναν δεν είχε να δώσει λογαριασμό, ήταν ελεύθερος και μόνος του καθόριζε κάθε του πράξη. Γιατί ο κάθε δυνατός άνθρωπος πτωχαίνει αυτό που μια γνήσια παρόρμηση τον κάνει να αποζητάει. Έχοντας αποκτήσει την ελευθερία του όμως, ο Χάρυ ένιωσε ξαφνικά πως η ελευθερία του ήταν ένας θάνατος, πως ήταν πια μόνος, πως ο κόσμος μ’ έναν απαίσιο τρόπο τον είχε αφήσει στην ησυχία του, πως οι άνθρωποι δεν τον αφορούσαν, πως δεν τον αφορούσε ούτε ο εαυτός του, πως σιγά σιγά αυτή η έλλειψη σχέσεων και η απομόνωση τον έπνιγαν. 

Τώρα πια η μοναξιά και η ανεξαρτησία είχαν πάψει να είναι επιθυμία και σκοπός, ήταν η μοίρα και η καταδίκη του, η μαγική του επιθυμία είχε πραγματοποιηθεί και δεν ακυρωνόταν και δεν ωφελούσε ν’ απλώνει με λαχτάρα και καλή θέληση τα χέρια του και να αποζητάει συντροφικότητα και κοινωνικότητα: όλοι τον είχαν αφήσει μόνο του. Οι άλλοι άνθρωποι ωστόσο ούτε τον μίσησαν, ούτε και τον αποστρέφονταν. Απεναντίας, είχε πάρα πολλούς φίλους. Άρεσε σε πoλλoύς. Αλλά πάντα συναντούσε απλώς συμπάθεια και φιλική διάθεση, τον προσκαλούσαν, του έκαναν δώρα, του έγραφαν ευγενικά γράμματα, αλλά κανείς δεν τον προσέγγιζε πιο πολύ, κανείς δεν δενόταν μαζί του, κανείς δεν ήθελε ούτε και μπορούσε να μοιραστεί τη ζωή μαζί του. Τον τριγύριζε πάντοτε ο αέρας της μοναξιάς, μια ήρεμη ατμόσφαιρα, ο κόσμος τον απόφευγε, δεν μπορούσε να κάνει σχέσεις ,και αυτό καμιά θέληση και καμιά λαχτάρα δεν μπορούσε να το αλλάξει. Η κατάσταση αυτή ήταν ένα από τα πιο σοβαρά χαρακτηριστικά της ζωής του…

Οι μοναχικοί Λύκοι της Στέπας, που υποφέρουν διαρκώς τα μέγιστα χωρίς να γαληνεύουν ποτέ, που δεν διαθέτουν ποτέ την απαιτούμενη ορμή να πορευτούν προς το τραγικό, να διαφύγουν στον αστρικό κόσμο, που θεωρούν τον εαυτό τους προορισμένο γιο το απόλυτο, κι ωστόσο δεν μπορούν να ζήσουν σ’ αυτό: αυτοί λοιπόν, που το πνεύμα τους έγινε ελαστικό και δυνατό στον πόνο, βρίσκουν μια ανακουφιστική διέξοδο στο χιούμορ. Το χιούμορ όμως κατά κάποιο τρόπο παραμένει πάντοτε αστικό, παρόλο που ο γνήσιος αστός δεν μπορεί να το καταλάβει. Στη φανταστική του σφαίρα πραγματώνεται τα περίπλοκα και μπερδεμένα ιδεώδη όλων των Λύκων της Στέπας: με το χιούμορ είναι δυνατό όχι μόνο να συμφιλιωθούν το άγιο και το άσωτο, να σμίξουν τα δύο άκρα, αλλά και ο ίδιος ο αστός να ενταχθεί σ’ αυτή την κατάφαση. 

Εκεί μπορεί ο θεοσεβούμενος να αποδεχτεί τον εγκληματία, και το αντίστροφο, αυτοί οι δύο όμως, όπως και όλοι, που ζουν στο απόλυτο, δεν μπορούν ποτέ να αποδεχτούν αυτό τον ουδέτερο και χλιαρό κόσμο ανάμεσά τους, τον αστικό κόσμο. Μόνο το χιούμορ, αυτή η μεγαλοφυής επινόηση των προορισμένων στην πιο μεγάλη καταπίεση, των σχεδόν τραγικών τύπων, των δυστυχισμένων ανθρώπων, που η μοίρα ωστόσο τους έχει προικίσει με υψηλά χαρίσματα, μόνο το χιούμορ (ίσως η πιο χαρακτηριστική και μεγαλοφυής επίδοση της ανθρωπότητας) κατορθώνει το αδύνατο, υπερβαίνει και ενώνει όλες τις περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στις ακτίνες του πρίσματός της. Για να ζήσει κανείς στον κόσμο, σαν να μην ανήκει σ’ αυτόν, να σέβεται το νόμο και ταυτόχρονα να τον ξεπερνά, να κατέχει «ως μη κατέχων» να παραιτείται, χωρίς να υπάρχει παραίτηση -όλα αυτά τα προσφιλή και συχνά διατυπωμένα αξιώματα μιας σοφίας στη ζωή, μόνο το χιούμορ μπορεί να τα πραγματώσει.

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, Ο Λύκος της Στέπας

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΔΥΝΑΤΟ ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΟ ΓΕΛΙΟ

Κάτι τόσο απλό και καθημερινό, αλλά και τόσο σημαντικό στη ζωή μας: Το γέλιο δρα ως ένας παράγοντας απελευθέρωσης από εντάσεις και αγωνίες και το να γελάμε τροφοδοτεί τα θετικά συναισθήματα. Το γέλιο μάς εξανθρωπίζει και μας επιτρέπει ν’ ανοίξουμε κανάλια επικοινωνίας πέρα από τις δυσκολίες. Το γέλιο χτίζει γέφυρες χαράς ανάμεσα στους ανθρώπους και εξαγνίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ευρέως, το γέλιο σχετίζεται με τη χαρά, την ευτυχία και την καλή διάθεση, και αποτελεί έναν εξαιρετικό μηχανισμό κοινωνικής επικοινωνίας. Αυτό είναι έτσι γιατί, στην ουσία, ο παράγοντας ενεργοποίησης του γέλιου δεν είναι η ευτυχία ή η χαρά από μόνες τους, αλλά το γεγονός ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα άλλο άτομο, στο οποίο μπορείς να δώσεις ανοιχτά και με τρόπο ειλικρινή ένα μήνυμα. Έχει αποδειχτεί ότι η σχέση μεταξύ του γέλιου μαζί με άλλους και του γέλιου σε μοναξιά είναι 30 προς 1. Χρειάζεται να υπάρχουν ένα ή περισσότερα άτομα, για να γελάμε μαζί.

Το γέλιο είναι μια έμφυτη μορφή επικοινωνίας και στενά συνδεδεμένη με την προφορική γλώσσα. Ο μηχανισμός λειτουργίας του εδρεύει στην αναπνοή και παράγεται μέσω διακοπών της εκπνοής. Είναι ο ίδιος μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ομιλία, μόνο που στο γέλιο χρησιμοποιείται μια μορφή ακούσια και σχεδόν ημι-συνειδητή.

Πρόσφατα, μια ομάδα ερευνητών του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με επικεφαλής τον καθηγητή Robin Dunbar, απέδειξε επιστημονικά ότι το γέλιο είναι ένα θαυμάσιο αναλγητικό, που αυξάνει θεαματικά τα όρια αντοχής στον πόνο. Δεν πρόκειται για ένα απλό χαμόγελο ή για γέλια ήπια ή νευρικά, αλλά χρειάζεται ένα καλό ξεκαρδιστικό γέλιο, ώστε το σώμα μας ν’ απελευθερώσει συγκεκριμένες χημικές ουσίες, τις ενδορφίνες, οι οποίες δρουν σαν ένα φυσικό αναλγητικό.

Φαίνεται πως οι ενδορφίνες που προκαλούνται από το γέλιο, εκτός του ότι κατευνάζουν τον πόνο και προκαλούν ευφορία, μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να έχουν περισσότερη προδιάθεση για σύσφιξη των σχέσεων, για να συμμετέχουν σε ομάδες και να εργαστούν ομαδικά, δρώντας με μεγαλύτερη γενναιοδωρία. Επίσης, είναι ένα εργαλείο, για ν’ αλλάξει η συμπεριφορά των άλλων: σε μια ενοχλητική κατάσταση, όπως μια διαφωνία, για παράδειγμα, το γέλιο αντιπροσωπεύει μια κατευναστική χειρονομία, για να μειωθεί και ν’ αποφορτιστεί η ένταση και ο θυμός.

Αυτό θα εξηγούσε, σύμφωνα με τον R. Dunbar, γιατί πάνω από 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, οι άνθρωποι ήταν ικανοί να σχηματίσουν μεγάλες φυλετικές κοινότητες μέχρι και πάνω από 100 μέλη, ενώ οι πίθηκοι είναι ικανοί να σχηματίσουν μόνο ομάδες μέχρι 50 μέλη. Αν και όλοι οι πίθηκοι μπορούν να γελούν, παρόλα αυτά η ικανότητα για δυνατό έντονο γέλιο και η παραγωγή ενδορφινών είναι αποκλειστική [ικανότητα] των ανθρώπων.

Ο Επίκουρος, ο Νίτσε και η τέχνη του ηδέως ζην

Ο Επίκουρος παραμένει ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου. Από μια τεράστια σε όγκο και σημασία πνευματική παραγωγή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας σχετικά λίγα έργα και αυτά θρυμματισμένα, καθώς τα περισσότερα βιβλία χάθηκαν, για διάφορους λόγους. Από τους αρχαίους στοχαστές περισσότερο γνωστοί έγιναν άλλοι, όπως λ.χ. ο Πλάτων, ενώ πολλοί έμειναν συστηματικά στην αφάνεια ή συκοφαντήθηκαν σε όλες τις εποχές.

Κατά τον καθηγητή Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, Πλάτων και Επίκουρος είναι οι δύο πόλοι της συναισθηματικής και διανοητικής ζωής, η πιο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση αντίθεση, καθρέφτισμα της οικονομικής και κοινωνικής αντίθεσης. Ο Πλάτων είναι ο τυπικός αντιπρόσωπος του ιδεαλισμού, ο Επίκουρος του συστηματικότερου υλισμού που γνώρισε η Αρχαιότητα. Η αντίθεση είναι χαρακτηριστική για την ζωή και την κίνηση των ιδεών, για την ιστορία της φιλοσοφίας, που είναι η πάλη του ιδεαλισμού και του υλισμού. Η πρώτη, η παλαιότερη και πρωτογονότερη θεώρηση του κόσμου, είναι η ιδεαλιστική. Ο Σωκράτης είχε ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς ή περίφημη ρήση του για τον επερχόμενο σωτήρα ερμηνεύτηκε ως προαναγγελία της άφιξης του Ιησού:«καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινά άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών», όλον τον καιρό θα εξακολουθείτε να κοιμάσθε, ώσπου να σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει άλλον κανέναν. Ο Πλάτων πέρασε για θεόπνευστος προφήτης με προαισθήματα για το σωτήριο κήρυγμα. Το πλούσιο έργο του Επίκουρου, σημειώνει παρακάτω ο Θεοδωρίδης, παραμελήθηκε, χάθηκε και στην τύχη χρωστάμε τα λίγα πολύτιμα κομμάτια που σώθηκαν. Κρυμμένα αιώνες σα σπίθα στη στάχτη χρησίμευσαν προσάναμμα, όταν έφτασε το πλήρωμα άλλων καιρών. Η έρευνα και η κατανόηση αναστήλωσαν τη φωτεινή φυσιογνωμία του, την γνήσια ελληνική και οδηγημένοι από τη φεγγοβολία της αναστηλώνουμε κι εμείς την Αρχαιότητα όπως ήταν στην πραγματικότητα.

Η διδασκαλία για τη μοίρα και το πεπρωμένο έχει κεντρική θέση σε ολόκληρο το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού. «Ουκ έστιν αλλάξαι ανθρώποις, ό,τι Μοίρα κακά κλωστήρος επείγει, δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν απ’ ό,τι η μοίρα τούς γράφει, λέει ο Θεόκριτος, ενώ σύμφωνα με τον Αρχίλοχο «όλα η τύχη και η μοίρα τα δίνει στους ανθρώπους», πάντα τύχη και μοίρα ανδρί δίδωσι. Κατά τον Λεύκιππο, «τα πάντα γίνονται κατ’ αναγκαιότητα, αυτήν την αναγκαιότητα ονομάζουμε ειμαρμένη», πάντα κατ’ ανάγκην, την δ’ αυτήν ειμαρμένην. Στη ίδια γραμμή βρίσκεται και ο ποιητής Όμηρος: «Σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα. Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά. Σ’ όποιον δώσει κακά δώρα, τον καθιστά πραγματικά δυστυχισμένο κι αληθινό βάρος της γης, πάνω στην οποία περιπλανιέται κι όπου περιφρονιέται κι από τους Θεούς κι από ανθρώπους». Οι άνθρωποι είναι σαν τα φύλλα των δέντρων: «Φύλλα τα μεν τα’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δε θ’ ύλη τηλεθοώσα φύει», τα φύλλα άλλα ο αγέρας τα σκορπάει χάμω, κι άλλα βγάζουν τ αμάραντα δάση.

Η φιλοσοφία του Επίκουρου απορρίπτει όλες τις ιδεαλιστικές κατασκευές, τις κοσμογονίες και τους μύθους που έχουν σχέση με τη Μοίρα και το Πεπρωμένο, όπως ορίστηκαν από επιφανείς εκπροσώπους των ιδεαλιστών και συχνά είναι κοινές με πολλές δοξασίες που εισήχθησαν στον ελληνικό χώρο από την Ανατολή, τους αιώνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου της κλασικής εποχής. Ο Φιλόδημος, Επικούρειος του 1ου π.Χ. αιώνα, γράφει ανήσυχος για τις ιδέες και τα έθιμα που κουβαλούσαν οι Ασιάτες: «Κοιμούνται σε ναούς, θεοπαρμένοι θυσιάζουν σε πέτρες αντί σ’ αγάλματα, με τύμπανα και άγρια μουσική. Τους θεούς αυτούς τους έχουν γι’ αδέκαστους και αλύγιστους, τον Άδη άμαχο και αδάμαστο», και τους μεν (θεούς) νομίζειν ατρέπτους και απαραιτήτους, τον δ’ Άδην άμαχον και αδάμαστον κατά τινα των εθνών Ασίας. (Φιλόδημος, Περί Θεών Ι, 18,22, εκδ.Η. Diels). Γράφει ο Θεοδωρίδης σχετικά: «Η ελληνική παιδεία δέχτηκε βαρβαρική επιδρομή. Η ανατολική θρησκοληψία και θεοσοφική διάθεση, που κουβάλησαν σ’ αυτήν οι ξένοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, διαμετρικά αντίθετες και ασυμβίβαστες με την ουσία του ελληνισμού, ήταν φυσικό να αγκιστρωθούν στον Πυθαγόρα και στον Πλάτωνα. Ο Ιουδαίος Φίλων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, υποστήριξε πως ο Πλάτων τη σοφία του την άντλησε από τα ιερά βιβλία των Εβραίων, ενώ εκείνα βαστούν από “θεϊκή” έμπνευση. Κανένα αιώνα αργότερα ο Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας (γύρω στα 160 μ.Χ.) έλεγε πως ο Πλάτων είναι ο ίδιος ο Μωϋσής που μιλάει ελληνικά, “Μωϋσής αττικίζων”. Ο αραβικός και ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας αγιοποίησαν τον Αριστοτέλη σαν φύλακα άγγελο της μωαμεθανικής και της καθολικής ορθοδοξίας.»

Ο Επίκουρος ξεκινάει από τις αισθήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα της ζωής. Αυτές είναι το κριτήριο της αλήθειας και τίποτα δεν υπάρχει έξω απ” αυτές. Οι Επικούρειοι ελέγχουν και απορρίπτουν συστηματικά οτιδήποτε προκαλεί φόβο στην ψυχή του ανθρώπου και κυρίως τον κυρίαρχο τρόμο του θανάτου (κενόν φόβον) και της αιώνιας τιμωρίας. Οι θεοί, ως τέλεια όντα, δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή των βροτώνούτε για το θάνατό τους. Η θεία πρόνοια απορρίπτεται έτσι μαζί με τη θεία τιμωρία. Ο κόσμος είναι αΐδιος (αιώνιος), δεν τον έφτιαξε κανένας από μηχανής θεός ή άνθρωπος, αλλ” ην αιεί και έστιν και έσται:

«Εκείνος (ο Επίκουρος) μας έχει διδάξει ότι ο κόσμος υπήρξε δημιούργημα της φύσης και ότι δεν χρειάστηκε να τον οικοδομήσει κανένας πλάστης, και ότι η διαδικασία της δημιουργίας, που σύμφωνα μ’ εσάς δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς θεία επιδεξιότητα, είναι τόσο εύκολη, που η φύση θα δημιουργήσει, δημιουργεί και έχει δημιουργήσει αναρίθμητους κόσμους. Εσείς, αντίθετα, δεν μπορείτε να δείτε πώς τα κατορθώνει όλα αυτά η φύση χωρίς τη βοήθεια κάποιας διάνοιας, κι έτσι, σαν τους τραγικούς ποιητές που δεν μπορούν να φέρουν την πλοκή του δράματος σε μια κατάληξη, καταφύγατε σ’ έναν από μηχανής θεό, που την παρέμβασή του δεν θα την είχατε ανάγκη, αν αναλογιζόσασταν την δίχως όρια έκταση του διαστήματος που απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση στό άπειρο όπου, ταξιδεύοντας ο νους, δεν βρίσκει άκρη να σταθεί.

Οι μαθητές του Κήπου αρνούνται κάθε θεία παρέμβαση στη δημιουργία του κόσμου και κάθε τελολογική ερμηνεία:

«Λοιπόν, μέσα σ’ ετούτο το αχανές μήκος και πλάτος και ύψος, υπάρχει χώρος για την άπειρη ποσότητα ατόμων που -παρ” ότι τα χωρίζει το κενό- συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν τις ενώσεις από τις οποίες αποτελούνται οι μορφές όλων των πραγμάτων που εσείς νομίζετε πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν παρά μόνο με τη βοήθεια φυσερών και αμονιών, και μας φορέσατε σαμάρι έναν Αιώνιο Αφέντη που πρέπει μέρα νύχτα να τον φοβόμαστε· γιατί ποιος δεν θα φοβόταν έναν θεό που ανακατεύεται παντού, που προβλέπει, προνοεί και παρατηρεί τα πάντα, και κρίνει πως τον αφορά το κάθε τι; Συνέπεια της θεολογίας αυτής, πριν απ” όλα υπήρξε το δόγμα σας της Αναγκαιότητας ή της Ειμαρμένης· η θεωρία σας ότι κάθε συμβάν είναι αποτέλεσμα μιας αιώνιας αλήθειας και ότι αποτελεί μέρος μιας αδιάσπαστης αλυσίδας αιτιοτήτων. Όμως τι αξία μπορεί να έχει μια φιλοσοφία που νομίζει ότι το κάθε τι συμβαίνει γιατί έτσι είναι γραμμένο από τη μοίρα; Αυτά τα πιστεύουν οι γριές, και μάλιστα οι αμόρφωτες γριές! Δεύτερη συνέπεια είναι οι ιδέες σας περί θείας έμπνευσης και μαντικής, που αν τις παίρναμε στα σοβαρά, θα γινόμασταν τόσο προληπτικοί πουθα καταλήγαμε στους προφήτες, τους οιωνοσκόπους, στους αγύρτες, τους οραματιστές και τους ονειροκρίτες. Όμως ο Επίκουρος μάς λύτρωσε από την αιχμαλωσία και μας απελευθέρωσε από αυτές τις δεισιδαιμονίες• δεν έχουμε λοιπόν να φοβηθούμε τίποτα από τις υπάρξεις εκείνες που, όπως ξέρουμε, δεν προκαλούν ενοχλήσεις ούτε στον εαυτό τους ούτε και σε κανέναν άλλο• και ταυτόχρονα, λατρεύουμε με σεβασμό και ευλάβεια το υπέρτατο μεγαλείο της φύσης τους.»

Θα έφτιαχναν ποτέ οι θεοί έναν κόσμο με τόση δυστυχία, θλίψη και οδύνη; Κι αν το τέλος, με τη μορφή της απώλειας, είναι καθημερινό φαινόμενο, μήπως ολόκληρη η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα ευφυές σχόλιο στο αμετάκλητο γεγονός του θανάτου; Κι αν ήθελαν οι θεοί να φτιάξουν τον κόσμο, γιατί δεν τον έφτιαξαν τέλειο; Ή λοιπόν ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να εκτοπίσουν το κακό από την ανθρωπότητα, ή μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν, ή ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν ή και ήθελαν και μπορούσαν να το κάνουν. Κατά τον Επίκουρο, οι τρεις πρώτες περιπτώσεις είναι αδιανόητες για τους Θεούς, αφού είναι αντίθετες στη θεϊκή φύση τους. Αν λοιπόν ήθελαν και μπορούσαν, γιατί δεν έφτιαξαν τον κήπο του Παράδεισου αλλά μια κοιλάδα των δακρύων για εκατομμύρια θνητούς;

Οι παραστάσεις των ανθρώπων για τους θεούς προέρχονται από αμάθεια, φόβο και δεισιδαιμονία· άθεος και ασεβής είναι για τον Επίκουρο όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες των πολιτισμού. Είναι πάντως προτιμότερο οι άνθρωποι να πιστεύουν τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, όπως λένε οι φυσικοί φιλόσοφοι, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουμε την θέληση και την οργή τους με τιμές, ενώ ηαναγκαιότητα είναι νόμος αμείλικτος και με τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ως βάση λοιπόν της θρησκείας μπαίνει το ζήτημα του φόβου. Η Ιφιγένεια θυσιάστηκε από τον ίδιο της τον πατέρα για να φυσήξει ούριος άνεμος στα ελληνικά πλοία. Θα ήθελαν ποτέ οι θεοί κάτι τέτοιο ή μήπως όλα αυτά είναι έργα των ανθρώπων; Οι θεοί του Επίκουρου έχουν αιθέρια φύση, είναι μακάριοι και αθάνατοι, φτιαγμένοι από ψιλά άτομα, μιλούν Ελληνικά, έχουν φύλο και εμφανίζονται με τη μορφή του ανθρώπινου σώματος, το οποίο είναι ωραιότερο από κάθε άλλο. Στην επιστολή προς Μενοικέα διαβάζουμε: ΘΕΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΕΙΣΙΝ. ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΑΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ Η ΓΝΩΣΙΣ, (οι θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι´αυτούς είναι εναργής και ολοφάνερη). Στη διαθήκη που παραθέτει ολόκληρη ο Διογένης Λαέρτιος φαίνονται η ευσέβεια του Επίκουρου προς τους θεούς.

Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας έχει τις αντιρρήσεις του: «Ο Θεός, αφού ζει απομονωμένος ανάμεσα στο δικό μας και κάποιον άλλο κόσμο, τίποτα δεν μπορεί να πράττει, παρά να αποφεύγει κάθε φορά τους κόσμους που καταστρέφονται γύρω του, χωρίς να δίνει προσοχή στις ικεσίες και να φροντίζει για μας. Τέτοιον Θεό λατρεύεις εσύ, Επίκουρε, όπως μου φαίνεται, και μάλιστα με ευγνώμονα καρδιά. Αν ουδεμία υποχρέωση έχεις να λατρεύεις τον Θεό, αφού οφείλεις τα πάντα στα άτομα και τα στοιχεία για τα οποία μιλάς, τότε γιατί τον λατρεύεις;»

Βάλσαμο της ψυχής

Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.

Ο Νίτσε επισημαίνει την παρηγορητική δύναμη της φιλοσοφίας του δασκάλου: «Ο Επίκουρος, αυτός που καθησύχασε τις ψυχές της αρχαιότητας, είχε την αντίληψη που σήμερα συναντούμε σπάνια, ότι δηλαδή για να γαληνέψει η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι αναγκαίο να λύσουμε τα ύψιστα θεωρητικά προβλήματα. Έτσι, αντί να προβαίνει σε άκαρπες συζητήσεις, τού ήταν αρκετό να λέει σ’ εκείνον που βασανιζόταν από το φόβο ότι και σε περίπτωση που υπάρχουνε θεοί, δεν αναμειγνύονται στις υποθέσεις του κόσμου. Η άποψη αυτή είναι ευνοϊκότερη και ασφαλέστερη. Δίνονται εκ των προτέρων κάποια προοδευτικά βήματα στον ακροατή, ο οποίος έτσι γίνεται πιο πρόθυμος να ακούει και να αποδέχεται. Αλλά αν επιχειρήσει να αποδείξει το αντίθετο -ότι δηλαδή οι θεοί μεριμνούν για τις ανθρώπινες υποθέσεις-, σε ποιους λαβύρινθους και δάση σπαρμένα με αγκάθια δεν πέφτει από μόνος του, ο δυστυχής, χωρίς να χρειάζεται την πονηριά του συνομιλητή του, ο οποίος οφείλει τότε να έχει αρκετή φιλανθρωπία και λεπτότητα, ώστε να κρύψει τον οίκτο του. Στο τέλος, καταλαμβάνεται από ισχυρότατη αηδία για κάθε επιχείρημα που διατυπώνεται με λόγια. Καταλαμβάνεται από αηδία για τους ίδιους τους ισχυρισμούς του και αποχωρεί με τη διάθεση που θα είχε κι ένας γνήσιος αθεϊστής: Τι με ενδιαφέρουν οι θεοί; Ας πάνε στο διάβολο!»

Άφοβον ο θεός,
ανύποπτον ο θάνατος•
και ταγαθόν μεν εύκτητον,
το δε δεινόν ευκαρτέρητον.

Φιλόδημος, Προς σοφιστάς, IV 10-14

Και στη συνέχεια: «Σε άλλες περιπτώσεις, όσες φορές ταλαιπωρούσε το μυαλό του συνομιλητή του μια υπόθεση κατά το ήμισι φυσική και ηθική κατά το άλλο μισό, ο Επίκουρος δεν την ανασκεύαζε, αλλά ομολογούσε ότι ενδεχομένως μπορούσε να είναι ορθή, ίσως όμως να υπάρχει κι άλλη υπόθεση, η οποία ερμηνεύει αυτό το φαινόμενο.Το πλήθος των υποθέσεων αρκεί για να σκορπίσει απ” την ψυχή μας τα σύννεφα που γεννιούνται από τη μία και μόνη λεπτολόγο ανάλυση, η οποία επειδή είναι η μόνη ορατή, υπερτιμάται εκατό φορές περισσότερο· αυτό ακριβώς συμβαίνει για παράδειγμα όταν εξετάζουμε την προέλευση των τύψεων της συνείδησης και τις αντιλήψεις που έχουμε γι’ αυτές. Όποιος λοιπόν επιθυμεί να χύσει βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχείς, τους κακοποιούς, τους υποχονδριακούς ή αυτούς που πεθαίνουν, ας ανακαλεί στη μνήμη τους τις δυο καθησυχαστικές αποστροφές του Επίκουρου που ισχύουν σε πλείστες περιπτώσεις: α) Είναι νόμος. Έτσι έχει το πράγμα. Λοιπόν δεν ενδιαφερόμαστε. β) Το πράγμα είναι δυνατόν να είναι έτσι. Μπορεί όμως να είναι κι αλλιώς.»

Η μεσημβρία του αρχαίου κόσμου

Για τον Γερμανό φιλόσοφο, η διδασκαλία του Επίκουρου είναι το μεσημέρι της αρχαιότητας: «Είμαι ευτυχής, διότι συναισθάνομαι το χαρακτήρα του Επίκουρου με τρόπο διαφορετικό από κάθε άλλον και, παρά τα όσα ακούω και διαβάζω γι’ αυτόν, είμαι ικανός να δοκιμάσω την αίσθηση της μεσημβρίας του αρχαίου κόσμου. Βλέπω τη ματιά του στραμμένη προς μια μακρά, απλωμένη, υπόλευκη θάλασσα, προς παράκτιους βράχους που πάνω τους ξαπλώνει ο ήλιος, ενώ μικρά ζώα παίζουν ήσυχα και με ασφάλεια μέσα στις λάμψεις του, όπως ήσυχο και ασφαλές είναι το φως της μέρας και το βλέμμα του δασκάλου. Τέτοια ευδαιμονία μπορεί να αισθανθεί μόνον όποιος υποφέρει εις το διηνεκές. Είναι ευδαιμονία για τα μάτια, μπροστά στα οποία η θάλασσα της ύπαρξης γαληνεύει, κι αυτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλέον βλέποντας την επιφάνεια και την πολύχρωμη, τρυφερή και φρικιαστική επιδερμίδα της. Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τέτοια μετριοφροσύνη της ηδονής.»

Πλάνη δεινή!

Στους ισχυρισμούς των Κυρηναϊκών ότι οι σωματικοί πόνοι είναι σφοδρότεροι και δριμύτεροι από τους ψυχικούς, ο Επίκουρος απαντά: «Πλάνη δεινή! Το σώμα πάσχει μόνο από τα παρόντα κακά ενώ η ψυχή υποφέρει από τις συμφορές του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος.» Εξάλλου, οι αισθησιακές ηδονές και οι σαρκικές απολαύσεις ποτέ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως σε μια τόσο σύντομη ζωή. Μόνο η νόηση μπορεί να μας εξασφαλίσει αρμονικό και τέλειο βίο, γιατί δεν έχει ανάγκη την απεριόριστη διάρκεια του χρόνου. Στις ωραίες επιστολές του προς τον Λουκρήτιο, ο Σενέκας λέει: «Οποιοσδήποτε καταφεύγει στον Επίκουρο για να βρει επικάλυψη για τις ακόλαστες διαθέσεις του απογοητεύεται ευθύς εξαρχής. Εισέλθετε στον κήπο μου και διαβάστε το επίγραμμά μου: Ξένε, η διαμονή εδώ είναι ευχάριστη. Ως ύψιστο αγαθό θεωρούμε την ηδονή. Ο φύλακας αυτού του χώρου (ενδιαιτήματος) είναι πρόθυμος και αξιέραστος. Θα σε φιλέψει κρίθινο άρτο, θα σου προσφέρει άφθονο νερό και θα σου απευθύνει την ερώτηση: είσαι ευχαριστημένος από την υποδοχή που σου έκαμα; Όχι! Ο κήπος αυτός δεν ερεθίζει την όρεξη, τουναντίον καταστέλλει την πείνα. Δεν αυξάνει τη δίψα με την πόση, αλλά τη σβήνει με φυσικά μέσα, τα οποία, εκτός των άλλων, έχουν το πλεονέκτημα να είναι πολύ φθηνά. Στην απόλαυση αυτή γέρασα κι εγώ.»

Ενώ οι Στωικοί θεωρούν ύψιστο αγαθό την Αρετή, ο Επίκουρος την εκλαμβάνει αποκλειστικά ως ένα μέσο που βοηθάει τους ανθρώπους να αποκτήσουν την ύψιστη ευδαιμονία, δηλαδή την ηδονή. Αν οι ωραίες και θαυμάσιες αρετές δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε καμιά ευχαρίστηση, κανένας δε θα τις λογαριάσει ως ελκυστικές και άξιες επαίνου. Η τέχνη του γιατρού εκτιμάται για τα ευεργετικά αποτελέσματα της και η τέχνη του ναυκλήρου δεν επαινείται καθ” αυτήν αλλά επειδή είναι χρήσιμη στη ναυσιπλοΐα· έτσι και η φιλοσοφία εκείνη, την οποία πρέπει να θεωρήσουμε ως τέχνη του ζην, δεν έχει καμιά αξία αν δεν προσφέρει κάποιο θετικό και ευεργετικό αποτέλεσμα. Ποθούμε το Αγαθό όχι επειδή έχει αξία από μόνο του, όπως έλεγε ο Σωκράτης, αλλά γιατί είναι παράγοντας που οδηγεί στην ευτυχία. Για τον ίδιο λόγο επιδιώκονται και οι άλλες τέσσερις θεμελιώδεις αρετές της αρχαιότητας, η εγκράτεια, η ανδρεία, η δράση και η δικαιοσύνη. Η εγκράτεια θέτει τη δράση υπό τον έλεγχο της νόησης και μας βοηθάει να απολαμβάνουμε με μέτρο τις ηδονές, ώστε να μην προκαλούν οδύνη. Είμαστε ανδρείοι για να μπορούμε να ζούμε χωρίς αγωνίες και φόβους, πράττοντας δίκαια, γιατί η ατιμία βασανίζει την ψυχή και μόνο με την απλή παρουσία της (Ο δίκαιος αταρακτότατος, ὁ δ” αδικος πλείστης ταραχής γέμων). Ωστόσο, δεν μπορεί οποιοσδήποτε να εξυψωθεί στην ύψιστη βαθμίδα της σοφίας. Χρειάζεται ευφυΐα και άσκηση, αλλά αυτός που κατορθώσει άπαξ να ανέλθει μέχρι εκεί, κατέχει πλέον τη σοφία ως άφθαρτη ιδιότητα και μαζί μ” αυτή την ευδαιμονία και την ατάραχη ζωή. Ο σοφός δεν εκλιπαρεί αξιώματα και τιμές, ούτε ενδιαφέρεται πολύ για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι γι” αυτόν· του αρκεί να μην τον περιφρονούν, επειδή σε τέτοια περίπτωση θα κινδύνευε η ασφάλεια και η ηρεμία του. Ο σοφός αντιμετωπίζει με ήρεμη σκέψη (νήφωνα λογισμό) κάθε κατηγορία και μομφή εναντίον του. Αν και το αίσθημα της αδικίας του προκαλεί δυσαρέσκεια, τα συναισθήματά του δεν εκφυλίζονται σε αγανάκτηση και οργή, η οποία θα έβλαπτε την αοχλησίαν του σώματος. Στην Επίκουρου Προσφώνησι σώζεται ένα απόσπασμα που ανήκει στον Μητρόδωρο: «Να θυμάσαι ότι αν και είσαι θνητός σύμφωνα με τη φύση και έχεις λάβει μια περιορισμένη διάρκεια ζωής, ανέβηκες με τους διαλογισμούς περί της φύσης τόσο στην απειρία της όσο και στην αιωνιότητά της και είδες καθαρά τα τωρινά, τα μελλούμενα και τα παρελθόντα.» Ο Έλληνας άνθρωπος της δημοκρατικής εποχής, απαλλαγμένος από τις μεταφυσικές μυστικιστικές θολούρες, περιγελά το Πεπρωμένο και δεν το δέχεται ως απόλυτο κυρίαρχο των πάντων: από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα τέλος από τη δική μας βούληση. Η τύχη είναι απλώς μια ευκαιρία: «Την τύχη όμως ούτε θεό την θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί άνθρωποι, – αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη – , ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία, δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά όμως παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά.»

Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι ο θνητός που κατέχει τέτοια σοφία είναι απαλλαγμένος από τα ανθρώπινα πάθη, ούτε ζει αλώβητος, αμέτοχος στα παιχνίδια της εξουσίας και τις αναμετρήσεις που μαίνονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής σχέσης. Λόγω αυτής της πραγματικότητας δημιουργήθηκαν άλλωστε πλήθος οργανωμένες φιλοσοφικές Σχολές σε πολλές πόλεις του αρχαίου κόσμου. Οι αλληλέγγυες κοινότητες των Επικούρειων συμμετείχαν στις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους, είχαν δηλαδή εν τέλει πολιτική λειτουργία, ανεξαρτήτως από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των ιδρυτών τους. Οι ιδέες των Επικουρισμού θα επιβιώσουν στη συναρπαστική ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, θα ενταχθούν σε μεταγενέστερες κοσμοαντιλήψεις και θα ανακαλυφθούν ξανά την περίοδο των αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Ο Επίκουρος υπήρξε το σκάνδαλο της αρχαιότητας και ταυτόχρονα ο πρώτος που ανέδειξε μέσα σε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα την αξία της προσωπικότητας και της φιλίας, την πίστη στο λογικό, την ανεξάρτητη διανόηση, την ικανότητα του ανθρώπου να εξουσιάσει τη Φύση και να δαμάσει τη Μοίρα του. Ανάμεσα σε άλλα, η επικούρεια φιλοσοφία καταδεικνύει πόσο μάταιες και γελοίες είναι οι προσπάθειες των ανθρώπων να αποκτήσουν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, θυσιάζοντας πολλές φορές πράγματα πολύ πιο σημαντικά για τη ζωή τους, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Στο σπουδαίο και ανεπανάληπτο συμπόσιο της ζωής αξίζει λοιπόν να πάρουμε μέρος χαρούμενοι, δηλαδή γενναίοι και ατρόμητοι μπροστά στον θάνατο: «Το φρικωδέστερον ουν των κακών,ο θάνατος ουθέν προς ημάς επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τοθ’ ημείς ουκ εσμέν», το φριχτότατο λοιπόν κακό, ο θάνατος, δεν πρέπει να μας σκοτίζει, γιατί όσο εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει, κι άμα έρθει ο θάνατος, εμείς δεν υπάρχουμε. Η φύση μας προσφέρει γενναιόδωρα και χωρίς πολλούς κόπους όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε ευτυχισμένοι. Ο γλυκός καρπός της επικούρειας αυτάρκειας είναι η ελευθερία.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 8.69.1–8.72.2

(ΘΟΥΚ 8.69.1–8.77.1: Πολιτειακή μεταβολή στην Αθήνα) 

Κατάληψη του βουλευτηρίου από τους Τετρακοσίους – Πρώτες ενέργειές τους

Ο Πείσανδρος και οι υπόλοιποι Αθηναίοι ολιγαρχικοί δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την επιβολή ολιγαρχίας. Εκμεταλλευόμενοι τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η Αθήνα λόγω του πολέμου, πέτυχαν πολιτειακή μεταβολή ολιγαρχικού προσανατολισμού: κύριο ρόλο στη διακυβέρνηση θα είχαν οι 400 βουλευτές, ενώ ο αριθμός των ενεργών πολιτών περιοριζόταν σε 5000. Απέμενε να απαλλαγεί των καθηκόντων της η υπάρχουσα βουλή των 500.


[8.69.1] Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἐκκλησία οὐδενὸς ἀντειπόντος, ἀλλὰ κυρώ-
σασα ταῦτα διελύθη, τοὺς τετρακοσίους ἤδη ὕστερον τρόπῳ
τοιῷδε ἐς τὸ βουλευτήριον ἐσήγαγον. ἦσαν [δ’] Ἀθηναῖοι
πάντες αἰεὶ οἱ μὲν ἐπὶ τείχει, οἱ δ’ ἐν τάξει, τῶν ἐν Δεκε-
λείᾳ πολεμίων ἕνεκα ἐφ’ ὅπλοις· [8.69.2] τῇ οὖν ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
τοὺς μὲν μὴ ξυνειδότας εἴασαν ὥσπερ εἰώθεσαν ἀπελθεῖν,
τοῖς δ’ ἐν τῇ ξυνωμοσίᾳ εἴρητο ἡσυχῇ μὴ ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς
ὅπλοις, ἀλλ’ ἄπωθεν περιμένειν, καὶ ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς
ποιουμένοις, λαβόντας τὰ ὅπλα μὴ ἐπιτρέπειν. [8.69.3] ἦσαν δὲ
καὶ Ἄνδριοι καὶ Τήνιοι καὶ Καρυστίων τριακόσιοι καὶ Αἰ-
γινητῶν τῶν ἐποίκων, οὓς Ἀθηναῖοι ἔπεμψαν οἰκήσοντας,
ἐπ’ αὐτὸ τοῦτο ἥκοντες ἐν τοῖς ἑαυτῶν ὅπλοις, οἷς ταὐτὰ
προείρητο. [8.69.4] τούτων δὲ διατεταγμένων οὕτως ἐλθόντες οἱ
τετρακόσιοι μετὰ ξιφιδίου ἀφανοῦς ἕκαστος, καὶ οἱ εἴκοσι
καὶ ἑκατὸν μετ’ αὐτῶν [Ἕλληνες] νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο
εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν, ἐπέστησαν τοῖς ἀπὸ τοῦ κυάμου
βουλευταῖς οὖσιν ἐν τῷ βουλευτηρίῳ καὶ εἶπον αὐτοῖς
ἐξιέναι λαβοῦσι τὸν μισθόν· ἔφερον δὲ αὐτοῖς τοῦ ὑπο-
λοίπου χρόνου παντὸς αὐτοὶ καὶ ἐξιοῦσιν ἐδίδοσαν. [8.70.1] ὡς δὲ
τούτῳ τῷ τρόπῳ ἥ τε βουλὴ οὐδὲν ἀντειποῦσα ὑπεξῆλθε καὶ
οἱ ἄλλοι πολῖται οὐδὲν ἐνεωτέριζον, ἀλλ’ ἡσύχαζον, οἱ [δὲ]
τετρακόσιοι ἐσελθόντες ἐς τὸ βουλευτήριον τότε μὲν πρυ-
τάνεις τε σφῶν αὐτῶν ἀπεκλήρωσαν καὶ ὅσα πρὸς τοὺς
θεοὺς εὐχαῖς καὶ θυσίαις καθιστάμενοι ἐς τὴν ἀρχὴν ἐχρή-
σαντο, ὕστερον δὲ πολὺ μεταλλάξαντες τῆς τοῦ δήμου
διοικήσεως (πλὴν τοὺς φεύγοντας οὐ κατῆγον τοῦ Ἀλκιβιάδου
ἕνεκα) τά τε ἄλλα ἔνεμον κατὰ κράτος τὴν πόλιν. [8.70.2] καὶ ἄνδρας
τέ τινας ἀπέκτειναν οὐ πολλούς, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι
ὑπεξαιρεθῆναι, καὶ ἄλλους ἔδησαν, τοὺς δὲ καὶ μετεστή-
σαντο· πρός τε Ἆγιν τὸν Λακεδαιμονίων βασιλέα ὄντα ἐν
τῇ Δεκελείᾳ ἐπεκηρυκεύοντο, λέγοντες διαλλαγῆναι βούλεσθαι
καὶ εἰκὸς εἶναι αὐτὸν σφίσι καὶ οὐκέτι τῷ ἀπίστῳ δήμῳ μᾶλ-
λον ξυγχωρεῖν. [8.71.1] ὁ δὲ νομίζων τὴν πόλιν οὐχ ἡσυχάζειν,
οὐδ’ εὐθὺς οὕτω τὸν δῆμον τὴν παλαιὰν ἐλευθερίαν παραδώ-
σειν, εἴ τε στρατιὰν πολλὴν ἴδοι σφῶν, οὐκ ἂν ἡσυχάζειν,
οὐδ’ ἐν τῷ παρόντι πάνυ τι πιστεύων μὴ οὐκέτι ταράσσεσθαι
αὐτούς, τοῖς μὲν ἀπὸ τῶν τετρακοσίων ἐλθοῦσιν οὐδὲν ξυμ-
βατικὸν ἀπεκρίνατο, προσμεταπεμψάμενος δὲ ἐκ Πελοπον-
νήσου στρατιὰν πολλὴν οὐ πολλῷ ὕστερον καὶ αὐτὸς τῇ
ἐκ τῆς Δεκελείας φρουρᾷ μετὰ τῶν ἐλθόντων κατέβη πρὸς
αὐτὰ τὰ τείχη τῶν Ἀθηναίων, ἐλπίσας ἢ ταραχθέντας
αὐτοὺς μᾶλλον ἂν χειρωθῆναι σφίσιν ᾗ βούλονται ἢ καὶ
αὐτοβοεὶ ἂν διὰ τὸν ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν κατὰ τὸ εἰκὸς
γενησόμενον θόρυβον· τῶν γὰρ μακρῶν τειχῶν διὰ τὴν
κατ’ αὐτὰ ἐρημίαν λήψεως οὐκ ἂν ἁμαρτεῖν. [8.71.2] ὡς δὲ προσ-
έμειξέ τε ἐγγὺς καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τὰ μὲν ἔνδοθεν οὐδ’ ὁπωσ-
τιοῦν ἐκίνησαν, τοὺς δὲ ἱππέας ἐκπέμψαντες καὶ μέρος
τι τῶν ὁπλιτῶν καὶ ψιλῶν καὶ τοξοτῶν ἄνδρας τε κατέ-
βαλον αὐτῶν διὰ τὸ ἐγγὺς προσελθεῖν καὶ ὅπλων τινῶν
καὶ νεκρῶν ἐκράτησαν, οὕτω δὴ γνοὺς ἀπήγαγε πάλιν τὴν
στρατιάν. [8.71.3] καὶ αὐτὸς μὲν καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ κατὰ χώραν
ἐν τῇ Δεκελείᾳ ἔμενον, τοὺς δ’ ἐπελθόντας ὀλίγας τινὰς
ἡμέρας ἐν τῇ γῇ μείναντας ἀπέπεμψεν ἐπ’ οἴκου. μετὰ
δὲ τοῦτο παρά τε τὸν Ἆγιν ἐπρεσβεύοντο οἱ τετρακόσιοι
οὐδὲν ἧσσον, κἀκείνου μᾶλλον ἤδη προσδεχομένου καὶ
παραινοῦντος ἐκπέμπουσι καὶ ἐς τὴν Λακεδαίμονα περὶ
ξυμβάσεως πρέσβεις, βουλόμενοι διαλλαγῆναι.

[8.72.1] Πέμπουσι δὲ καὶ ἐς τὴν Σάμον δέκα ἄνδρας παραμυθη-
σομένους τὸ στρατόπεδον καὶ διδάξοντας ὡς οὐκ ἐπὶ βλάβῃ
τῆς πόλεως καὶ τῶν πολιτῶν ἡ ὀλιγαρχία κατέστη, ἀλλ’
ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν ξυμπάντων πραγμάτων, πεντακισχίλιοί τε
ὅτι εἶεν καὶ οὐ τετρακόσιοι μόνον οἱ πράσσοντες· καίτοι οὐ
πώποτε Ἀθηναίους διὰ τὰς στρατείας καὶ τὴν ὑπερόριον
ἀσχολίαν ἐς οὐδὲν πρᾶγμα οὕτω μέγα ἐλθεῖν βουλεύσοντας
ἐν ᾧ πεντακισχιλίους ξυνελθεῖν. [8.72.2] ἄλλα τ’ ἐπιστείλαντες
τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν αὐτοὺς εὐθὺς μετὰ τὴν ἑαυ-
τῶν κατάστασιν, δείσαντες μή, ὅπερ ἐγένετο, ναυτικὸς ὄχλος
οὔτ’ αὐτὸς μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ ἐθέλῃ, σφᾶς τε
μὴ ἐκεῖθεν ἀρξαμένου τοῦ κακοῦ μεταστήσωσιν.

***
[8.69.1] Όταν λοιπόν διαλύθηκε η σύναξη του λαού χωρίς ν' αντιμιλήσει κανείς μόλις τα επικύρωσε αυτά με την ψήφο της, μπήκαν οι τετρακόσιοι λίγο ύστερα στη Βουλή με τον ακόλουθο τρόπο. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ήταν τον καιρό εκείνο αδιάκοπα επιστρατευμένοι, άλλοι φρουρούσαν τα τείχη, άλλοι βρίσκονταν στις τάξεις του στρατού, διαρκώς οπλισμένοι εξ αιτίας των εχτρών στη Δεκέλεια. [8.69.2] Την ήμερα εκείνη λοιπόν, όσους δεν ανήκαν στη συνωμοσία τους άφησαν όπως συνήθως να φύγουν, όσους όμως ήξεραν το μυστικό, τους είχε δοθεί εντολή να μείνουν εκεί γύρω χωρίς να κινήσουν την προσοχή, όχι ακριβώς δίπλα στα όπλα τους, αλλά λίγο παραπέρα, κι αν κανείς κάνει πως αντιστέκεται σ' αυτά που γίνονταν, να πάρουν τα όπλα και να μην τους αφήσουν να κάνουν τίποτα. [8.69.3] Υπήρχαν ακόμη και Αντριώτες και Τηνιακοί και τρακόσιοι Κορίνθιοι και μερικοί από τους Αθηναίους αποίκους που είχαν στείλει οι Αθηναίοι να εγκατασταθούνε στην Αίγινα και που είχαν έρθει ακριβώς γι' αυτό το σκοπό με τα δικά τους όπλα, κ' είχαν λάβει από πριν τις ίδιες οδηγίες. [8.69.4] Αφού κανονίστηκαν αυτά έτσι, πήγαν οι τετρακόσιοι, καθένας με κρυμμένο κοντό σπαθί και μαζί τους οι εκατόν είκοσι νεαροί μπράβοι που τους χρησιμοποιούσαν όποτε χρειάζονταν να μεταχειριστούνε βίαια σωματικά μέσα, στάθηκαν απάνω από τους εκλεγμένους βουλευτές που βρίσκονταν μέσα στη Βουλή, και τους είπαν να βγουν έξω αφού πληρωθούν την αποζημίωσή τους. Οι ίδιοι οι τετρακόσιοι είχανε φέρει μαζί τους το βουλευτικό μισθό για την υπόλοιπη βουλευτική περίοδο και τους τον έδιναν καθώς έφευγαν.

[8.70.1] Αφού λοιπόν, τόσο η Βουλή βγήκε από την έδρα της με τον τρόπο που περιγράψαμε χωρίς ν' αντιμιλήσει σε τίποτα, και οι άλλοι πολίτες δεν έκαναν τίποτα για να τους ανατρέψουν, αλλά έμειναν αδρανείς, κατέλαβαν οι τετρακόσιοι το βουλευτήριο και την πρώτη εκείνη μέρα έβγαλαν πρυτάνεις με κλήρο από το σώμα τους· κ' έκαναν θυσίες και δεήσεις, απ' αυτές που ταίριαζαν στα εγκαίνια μιας νέας βουλής· αργότερα όμως απομακρύνθηκαν πολύ από τον τρόπο που διοικούσε η δημοκρατία, μόνο που δεν έφεραν πίσω τους εξόριστους, γιατί τότε θα 'πρεπε να επαναπατρίσουν και τον Αλκιβιάδη. Ως για όλα τ' άλλα όμως διοικούσαν την πολιτεία αυταρχικά. [8.70.2] Ορισμένους άντρες, όχι πολλούς, τους εσκότωσαν, γιατί θεώρησαν πως τους εσύμφερνε να τους βγάλουνε χωρίς φασαρίες από τη μέση, άλλους πάλι φυλάκισαν, κι άλλους τέλος τους εξετέλεσαν. Έστειλαν επίσης πρέσβεις για σύναψη ειρήνης στον Άγι, το βασιλιά των Λακεδαιμονίων που βρισκότανε στη Δεκέλεια, μηνώντας του πως θέλουν να συμφιλιωθούνε μαζί του, και πως θα ήταν εύλογο να τους προτείνει πιο ευνοϊκούς όρους, σ' αυτούς παρά στο δημοκρατικό λαό, που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης.

[8.71.1] Αυτός όμως, νομίζοντας πως ούτε οι δημοκρατικοί θα παραιτηθούν τόσο εύκολα από την παλιά τους ελευθερία, και πως αν έβλεπαν μεγάλο Σπαρτιατικό στρατό δε θα ήταν δυνατό να εξακολουθήσουν να μένουνε με τα χέρια σταυρωμένα, δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη πως δεν πρόκειται να γίνουν ταραχές τη στιγμή εκείνη και δεν αποκρίθηκε τίποτα στις προτάσεις τους για ειρήνη στους αποσταλμένους των τετρακοσίων· σε λίγο παράγγειλε όμως στη Σπάρτη να του στείλουν πρόσθετες ισχυρές δυνάμεις, κι όταν ήρθαν, παίρνοντας και τη φρουρά της Δεκέλειας, κατέβηκε ο ίδιος με όλους μαζί ως κάτω από τα τείχη τα ίδια της Αθήνας, ελπίζοντας πως θα πάθουν πανικό και θα υποδουλωθούνε στους Λακεδαιμονίους με τους όρους που θέλουν αυτοί, ή και πως, με την πρώτη έφοδο, που θα τους έβρισκε αναστατωμένους από τον εξωτερικό κίντυνο και την εσωτερική ταραχή, θα κυριέψει τουλάχιστο τα μακρά τείχη και πως δεν μπορεί ν' αποτύχει σ' αυτό, γιατί δε θα τα φρουρεί κανείς. [8.71.2] Μόλις όμως έφτασε κολλητά στα τείχη, δεν έκαναν οι Αθηναίοι καμιά εσωτερική επανάσταση, αλλά έστειλαν έξω το ιππικό κ' ένα μέρος από τους βαριά αρματωμένους, κι άλλους, μ' ελαφριά αρματωσιά και τοξότες· και σκότωσαν κάμποσους οπλίτες επειδή είχαν πλησιάσει τόσο πολύ, και τους πήραν τα όπλα κ' έγδυσαν τους νεκρούς· κι όταν τ' αντιλήφθηκε αυτά ο Άγις πήρε πίσω το στρατό του οδηγώντας τον ο ίδιος. [8.71.3] Αυτός κ' η φρουρά που είχε μαζί του έμειναν εκεί που ήταν και πριν, στη Δεκέλεια, όσους όμως είχαν έρθει από τη Σπάρτη, αφού έμειναν στην ύπαιθρο λίγες μέρες, τους έστειλε πίσω στον τόπο τους. Ύστερ' απ' αυτά έστειλαν πάλι πρέσβεις στον Άγι οι τετρακόσιοι με τις ίδιες προτάσεις όπως και προτήτερα, κ' επειδή έκλινε αυτός τώρα περισσότερο να τις δεχτεί, και τους παρακινούσε μάλιστα να το κάνουν, έστειλαν στη Λακεδαίμονα πρεσβεία για σύναψη ειρήνης, θέλοντας να συμφιλιωθούνε με τη Σπάρτη.

[8.72.1] Έστειλαν επίσης δέκα άντρες και στη Σάμο να μαλακώσουν τη διάθεση του στρατού, και να τους αναπτύξουν πως δεν εγκαταστάθηκε η ολιγαρχία για να ζημιώσει το κράτος και τους πολίτες, αλλά για να τους σώσουν, και πως κυρίαρχοι σ' όλα ήταν οι πέντε χιλιάδες, και οι τετρακόσιοι δεν ήταν παρά το εκτελεστικό τους όργανο· μόνο που από τις εκστρατείες και τις άλλες αποστολές τους έξω από τα σύνορα, που τους έκαναν ν' απουσιάζουν, δεν είχαν ποτέ ως τότε οι Αθηναίοι, για καμιάν υπόθεση, έστω και την πιο σοβαρή, συναχτεί σε σύσκεψη τόσο πολλοί, ώστε να βρεθούνε μαζεμένοι πέντε χιλιάδες. [8.72.2] Κι αφού τους παράγγειλαν και τ' άλλα, όλα όσα ήταν κατάλληλο να ειπωθούν, τους ξανάστειλαν αμέσως μόλις εγκαθιδρύθηκαν στην εξουσία, γιατί φοβήθηκαν, μήπως, πράμα που κ' έγινε, το πλήθος των ναυτών δε θελήσουν να μείνουν ούτε αυτοί κάτω από ολιγαρχική διοίκηση, κι ακόμα μήπως, αν αρχίσει από κει το κακό, τους καταργήσουν και τους ίδιους.