Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἱππῆς (150-194)

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
150 τί ἐστι; τί με καλεῖτε; ΟΙ. Α’ δεῦρ᾽ ἔλθ᾽, ἵνα πύθῃ
ὡς εὐτυχὴς εἶ καὶ μεγάλως εὐδαιμονεῖς.
ΟΙ. Β’ ἴθι δή, κάθελ᾽ αὐτοῦ τοὐλεὸν καὶ τοῦ θεοῦ
τὸν χρησμὸν ἀναδίδαξον αὐτὸν ὡς ἔχει·
ἐγὼ δ᾽ ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα.
155 ΟΙ. Α’ ἄγε δὴ σὺ κατάθου πρῶτα τὰ σκεύη χαμαί·
ἔπειτα τὴν γῆν πρόσκυσον καὶ τοὺς θεούς.
ΑΛ. ἰδού· τί ἐστιν; ΟΙ. Α’ ὦ μακάρι᾽, ὦ πλούσιε,
ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δ᾽ ὑπέρμεγας,
ὦ τῶν Ἀθηνῶν ταγὲ τῶν εὐδαιμόνων.
160 ΑΛ. τί μ᾽, ὦγάθ᾽, οὐ πλύνειν ἐᾷς τὰς κοιλίας
πωλεῖν τε τοὺς ἀλλᾶντας, ἀλλὰ καταγελᾷς;
ΟΙ. Α’ ὦ μῶρε, ποίας κοιλίας; δευρὶ βλέπε.
τὰς στίχας ὁρᾷς τὰς τῶνδε τῶν λαῶν; ΑΛ. ὁρῶ.
ΟΙ. Α’ τούτων ἁπάντων αὐτὸς ἀρχέλας ἔσει,
165 καὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆς πυκνός·
βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις,
δήσεις, φυλάξεις, ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις.
ΑΛ. ἐγώ; ΟΙ. Α’ σὺ μέντοι· κοὐδέπω γε πάνθ᾽ ὁρᾷς.
ἀλλ᾽ ἐπανάβηθι κἀπὶ τοὐλεὸν τοδὶ
170 καὶ κάτιδε τὰς νήσους ἁπάσας ἐν κύκλῳ.
ΑΛ. καθορῶ. ΟΙ. Α’ τί δαί; τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας;
ΑΛ. ἔγωγε. ΟΙ. Α’ πῶς οὖν οὐ μεγάλως εὐδαιμονεῖς;
ἔτι νυν τὸν ὀφθαλμὸν παράβαλλ᾽ εἰς Καρίαν
τὸν δεξιόν, τὸν δ᾽ ἕτερον εἰς Καρχηδόνα.
175 ΑΛ. εὐδαιμονήσω δ᾽, εἰ διαστραφήσομαι;
ΟΙ. Α’ οὔκ, ἀλλὰ διὰ σοῦ ταῦτα πάντα πέρναται·
γίγνει γάρ, ὡς ὁ χρησμὸς οὑτοσὶ λέγει,
ἀνὴρ μέγιστος. ΑΛ. εἰπέ μοι, καὶ πῶς ἐγὼ
ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι;
180 ΟΙ. Α’ δι᾽ αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει μέγας,
ὁτιὴ πονηρὸς κἀξ ἀγορᾶς εἶ καὶ θρασύς.
ΑΛ. οὐκ ἀξιῶ ᾽γὼ ᾽μαυτὸν ἰσχύειν μέγα.
ΟΙ. Α’ οἴμοι, τί ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὅτι σαυτὸν οὐ φῂς ἄξιον;
ξυνειδέναι τί μοι δοκεῖς σαυτῷ καλόν.
185 μῶν ἐκ καλῶν εἶ κἀγαθῶν; ΑΛ. μὰ τοὺς θεούς,
εἰ μὴ ᾽κ πονηρῶν γ᾽. ΟΙ. Α’ ὦ μακάριε τῆς τύχης,
ὅσον πέπονθας ἀγαθὸν εἰς τὰ πράγματα.
ΑΛ. ἀλλ᾽, ὦγάθ᾽, οὐδὲ μουσικὴν ἐπίσταμαι
πλὴν γραμμάτων, καὶ ταῦτα μέντοι κακὰ κακῶς.
190 ΟΙ. Α’ τουτὶ μόνον σ᾽ ἔβλαψεν, ὅτι καὶ κακὰ κακῶς.
ἡ δημαγωγία γὰρ οὐ πρὸς μουσικοῦ
ἔτ᾽ ἐστὶν ἀνδρὸς οὐδὲ χρηστοῦ τοὺς τρόπους,
ἀλλ᾽ εἰς ἀμαθῆ καὶ βδελυρόν. ἀλλὰ μὴ παρῇς
ἅ σοι διδόασ᾽ ἐν τοῖς λογίοισιν οἱ θεοί.

***
ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
[150] Τί έχουμε; Γιατί με φωνάζετε;
ΠΡ. Δ. Κόπιασε, για να μάθεις πως έχεις τύχη βουνό και η ευτυχία σου τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια σου.
ΔΕ. Δ. Άιντε τώρα, κατέβασε από την πλάτη του τον πάγκο και ξήγησέ του τί γράφει ο χρησμός του θεού. Εγώ πάω μέσα για να παραφυλάω τον Παφλαγόνα. (Μπαίνει στο σπίτι).
ΠΡ. Δ. Έλα τώρα, ακούμπησε πρώτα τα σύνεργα και την πραμάτεια σου χάμω· ύστερα πέσε και προσκύνα τη γη και τους θεούς.
ΑΛΛ. Έγινε. Κι ύστερα;
ΠΡ. Δ. Βρε συ τυχερέ, βρε συ πλούσιε, βρε συ που
«μηδενικό ᾽σαι σήμερα
κι αύριο μεγάλος στους μεγάλους
ηγέτης στην Αθήνα μας την τρισευτυχισμένη!».
ΑΛΛ. [160] Δεν με παρατάς, ρε παλικάρι μου, να πλύνω τις κοιλιές και να πουλώ τα λουκάνικά μου — γιατί σπάζεις πλάκα με το χάλι μου;
ΠΡ. Δ. Τί κοιλιές κάθεσαι και μου λες, ρε βλάκα! (Δείχνει τους θεατές). Γιά κοίτα προς τα δω!
«Των λαών που στο θέατρο ήρθαν
τις πυκνές τις γραμμές δεν τις βλέπεις;»
ΑΛΛ. Τις βλέπω.
ΠΡ. Δ. Όλων αυτών θα γίνεις αυτοκράτορας, και της αγοράς και των λιμανιών και της Πνύκας· θα τσαλαπατήσεις τη βουλή, θα κουτσουρέψεις τους στρατηγούς, θ᾽ αλυσοδέσεις, θα μπουντρουμιάσεις, θα κάνεις το πρυτανείο μπουρδέλο.
ΑΛΛ. Εγώ;
ΠΡ. Δ. Αμ ποιός άλλος; κι ακόμα ούτε τα μισά δεν είδες. Γιά ξανανέβα πάνω στον πάγκο σου
[170] κι αγνάντεψε όλ᾽ αυτά τα νησιά που σχηματίζουν κύκλο.
ΑΛΛ. Τα βλέπω.
ΠΡ. Δ. Και τ᾽ άλλα; Τα εμπορικά λιμάνια και τις μαούνες;
ΑΛΛ. Εντάξει.
ΠΡ. Δ. Δεν σου ᾽λεγα λοιπόν ότι η ευτυχία τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια σου; Κι ακόμα, που λες, ρίξε το μάτι σου το δεξί κατά τη Μικρασία (δείχνει ανατολικά) και τ᾽ άλλο κατά την Καρχηδόνα (δείχνει προς τη δύση).
ΑΛΛ. Πώς, πώς, η ευτυχία θα τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια μου, αν γίνω αλλήθωρος!
ΠΡ. Δ. Κάθε άλλο· ίσα-ίσα όλ᾽ αυτά θα τα βγάλεις στο σφυρί. Γιατί το γράφει τούτος εδώ ο χρησμός, γίνεσαι ο πιο μεγάλος πολιτικός μας άντρας.
ΑΛΛ. Και δεν μου λες, πώς εγώ, ένας σαλαμοπουλητής, θα γίνω μέγας ανήρ;
ΠΡ. Δ. [180] Μα για τούτο ακριβώς γίνεσαι μέγας ανήρ, επειδή είσαι χαμένο κορμί, παιδί της πιάτσας, μούτρο.
ΑΛΛ. Να μου λείπουν τα μεγαλεία! Δεν είμαι άξιος γι᾽ αυτά.
ΠΡ. Δ. Αλίμονό μου, τί σε κάνει να λες ότι δεν τ᾽ αξίζεις; Ψυλλιάζομαι ότι κάτι τίμιο κρύβεις μες στην ψυχή σου. Μήπως οι γονιοί σου ήταν καθώς πρέπει και τίμιοι άνθρωποι;
ΑΛΛ. Μά τους θεούς, ήταν του σκοινιού και του παλουκιού.
ΠΡ. Δ. Μη βασκαθείς για την τύχη σου — τα ᾽χεις με το παραπάνω τα προσόντα του κυβερνήτη.
ΑΛΛ. Γιά σιγά, λεβεντιά μου· εγώ καλά-καλά ούτε μόρφωση πήρα· μόνο γραφή κι ανάγνωση έμαθα, κι αυτά κουτσά στραβά.
ΠΡ. Δ. [190] Μόνο αυτό γράφεται στο παθητικό σου, ότι τα ᾽μαθες, έστω και κουτσά στραβά. Γιατί το κομματαρχιλίκι δεν χρειάζεται μόρφωση και χαρακτήρα, αλλά αγραμματοσύνη και παλιανθρωπιά. Όμως μην αφήσεις να φύγουν απ᾽ τα χέρια σου όσα σου δίνουν οι θεοί — καταπώς τα λένε οι χρησμοί.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, Κηφισός, Κλάδεος, Κωκυτός

Κηφισός (κοντά στην Ελευσίνα)

α) Όταν Αθηνά και Ποσειδώνας ανταγωνίζονταν για την προστασία του βασιλείου του Άργους προσέτρεξαν στους ποταμούς Ίναχο, Αστερίωνα και Κηφισό, για να διαιτητεύσουν στη διαμάχη. Η ετυμηγορία ευνόησε τη θεά και ο Ποσειδώνας, οργισμένος, αποτράβηξε τα νερά από ολόκληρη την περιοχή, με αποτέλεσμα να ρέει νερό στους τρεις ποταμούς, μόνον όταν εκείνος αποφάσιζε να ρίξει βροχή.
 
β) Τόπος όπου η Δήμητρα βρήκε καταφύγιο κοντά στον βασιλιά Φίταλο, τον οποίο, ανταμείβοντάς τον για τη φιλοξενία του, μύησε στην καλλιέργεια της συκιάς.
 
γ) Μερικές εκδοχές αναφέρουν τον Κηφισό ως το μέρος όπου ο Δευκαλίων και η Πύρρα πήραν χρησμό από τη Θέτιδα για το πώς ο ελλαδικός χώρος θα αποκτούσε ξανά κατοίκους μετά τον κατακλυσμό.
 
γ) Καρπός της ένωσης του Κηφισού με τη Νύμφη Λειριόπη, που την αγκάλιασε μέσα στα κύματά του, ήταν ο Νάρκισσος.
 
δ) Μαζί με τον Ιλισσό καταλαμβάνουν τα δύο άκρα στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, συνιστώντας γεωγραφικά στίγματα της διαμάχης Ποσειδώνα και Αθηνάς για την κυριαρχία του ενός ή του άλλου στην Αθήνα.
 
ε) Δεν είναι σαφές αν το άγαλμα που περιγράφει ο Παυσανίας κοντά στον Κηφισό στην Αττική, « του γιου της Μνησιμάχης που κόβει τα μαλλιά του για τον Κηφισό» (1.37.3) αφορά μυθική ή ιστορική μορφή. Σε κάθε περίπτωση, ο Παυσανίας καταγράφει την τελετουργική συνήθεια να προσφέρονται μαλλιά στους τοπικούς ποταμούς κυρίως ως έκφραση ευχαριστίας για τη φροντίδα τους.
 
Κλάδεος (Πελοπόννησος)
 
Προσωποποιημένοι σε άνδρες οι ποταμοί Αλφειός και Κλάδεος καταλαμβάνουν ξαπλωμένοι τα δύο άκρα στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία (470-456 π.Χ.). Ο Κλάδεος ήταν μικρός ποταμός με λίγο νερό που περνούσε από την Ολυμπία ρέοντας από βορρά προς νότο κατά μήκος του ιερού άλσους. Χυνόταν στη δεξιά όχθη του Αλφειού αποτελώντας τα φυσικά δυτικά όρια της μικρής κοιλάδας της Ολυμπίας. Έτσι, Κλάδεος και Αλφειός οριοθετούσαν τον ιερό χώρο της Ολυμπίας, και του αετώματος, και τον υποδεικνύουν με την παρουσία τους. Όμως, η παρουσία του πορσωποποιημένου ποταμού δικαιολογείται και από το γεγονός ότι στο ανατολικό αέτωμα παριστάνεται η προετοιμασία του αγώνα αρματοδρομίας ανάμεσα στον Οινόμαο και τον Πέλοπα με έπαθλο την κόρη του πρώτου Ιπποδάμεια. Η αρματοδρομία άρχιζε από τον ποταμό Κλάδεο.
 
Κωκυτός
 
Μία από τις κόρες του Κωκυτού ήταν η Νύμφη Μίνθη, την οποία σκότωσε η Περσεφόνη, γιατί την έπιασε στο κρεβάτι του Πλούτωνα. Η βασίλισσα του κάτω κόσμου ποδοπάτησε τη νύμφη μέχρι που το σώμα της διαλύθηκε, και το οποίο όμως ανέδιδε μια δυνατή ευωδιά, την ευωδιά της κηπαίας μίνθης (=μέντας), που από μερικούς ταυτίζεται με τον δυόσμο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Περσεφόνη παραπονέθηκε στη μητέρα της Δήμητρα, και αυτή μεταμόρφωσε τη Μίνθη στο ομώνυμο φυτό που φύεται στο ομώνυμο βουνό στην περιοχή της Ολυμπίας. Ο Στράβων αναφέρει ότι στο βουνό αυτό υπήρχε ναός του Αδη και άλσος αφιερωμένο στη Δήμητρα:
 
πρὸς ἕω δ᾽ ἐστὶν ὄρος τοῦ Πύλου πλησίον ἐπώνυμον Μίνθης, ἣν μυθεύουσι παλλακὴν τοῦ Ἅιδου γενομένην πατηθεῖσαν ὑπὸ τῆς κόρης εἰς τὴν κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι. καὶ δὴ καὶ τέμενός ἐστιν Ἅιδου πρὸς τῷ ὄρει τιμώμενον καὶ ὑπὸ Μακιστίων, καὶ Δήμητρος ἄλσος ὑπερκείμενον τοῦ Πυλιακοῦ πεδίου. (Στρ. 8.3.14)
 

Η Πραγματική Εμπειρία

Η Πραγματική Εμπειρία είναι σιωπή του νου, ούτε χωράει σε λόγια, ούτε χρειάζεται τα λόγια… υποδεικνύει την σιωπή και δράσεις που οδηγούν στην σιωπή… Όταν γίνεται διδασκαλία, όταν οδηγεί σε δραστηριότητες του νου, σε άλλους σκοπούς τότε είναι μόνο εμπειρία του νου.
 
Όταν η Εμπειρία δεν είναι ολοκληρωμένη, Τελειωτική, Μόνιμη, Ζωντανή Κάθε Στιγμή, γίνεται μνήμη, διδασκαλία, λόγια, κι ικανοποιεί μόνο το νου κι όσους ικανοποιούνται μόνο από τον νου.
Εξαιρετική πνευματική ικανότητα χωρίς «καθοδήγηση» μπορεί να οδηγήσει σε πνευματικό εγωισμό, σε λάθους δρόμους και λάθος δράσεις… μόνο η ταπεινότητα, η ανιδιοτέλεια, κι η παραίτηση από όλες τις επιθυμίες μπορεί να μας προστατέψει…
Η σκέψη, όταν δεν έχει στόχο το Πέρασμα Πέραν της σκέψης, στην Απεραντοσύνη της Ύπαρξης που δεν έχει όρια, ή διαχωρισμούς, μπορεί να οδηγήσει σε λάθος κατευθύνσεις που εκλαμβάνονται σαν αληθινές.
Η Πραγματική Εμπειρία είναι Πολύτιμη ακόμα κι όταν μοιάζει απλή και φτωχή… είναι ακριβώς ο νους που ντύνει την Εμπειρία με Μυστήριο ή την παριστάνει με θαυμαστές περιγραφές… αλλά αυτό δεν είναι η Πραγματική Εμπειρία, αλλά οι φαντασίες του νου.
Η Απελευθέρωση δεν είναι κάτι που μπορεί να επιδιώξει κάποιος για τον εαυτό του, μήτε κάτι που μπορεί να κρατήσει μόνο για τον εαυτό του… Είναι η Εμπειρία της Ενότητας της Ύπαρξης που Αυθόρμητα μοιράζεται με όλους μέσα από τους δρόμους της Αγάπης, της Προσφοράς, και της Θυσίας.
Η Εμπειρία της Πραγματικότητας είναι πέρα από όλα… δεν έχει σχέση με κοσμικούς σκοπούς… δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε σαν Γνώση, ούτε σαν Εξουσία, ούτε σαν Κέρδος, είναι Αγάπη που μοιράζεται στα ίσα προς όλους, κι ενώ μοιράζεται παραμένει Ανεξάντλητη στην Ουσία της.
Αν όλες οι κοσμικές επιθυμίες, επιδιώξεις, και δραστηριότητες, δεν παραμεριστούν, δεν μπορείς να βρεις το Μονοπάτι που Οδηγεί στο Αληθινό… Αν όλες οι δραστηριότητες της σκέψης δεν εγκαταλειφθούν δεν μπορείς να Μπεις στον Ιερό Χώρο της Πραγματικότητας… Αν κάθε διάκριση από αυτό που «Είναι» δεν σταματήσει δεν μπορείς να Γευτείς την Αιωνιότητα.
Να φροντίζεις πάντα να έχεις Φίλους, με τους οποίους να μπορείς να μοιράζεσαι τα πάντα, μην επιδιώκεις πνευματική εξουσία, μήτε να έχεις μαθητές, ή θαυμαστές, ακόμα κι αν μόνο εσύ κατέχεις τη Γνώση στη γη… Είναι καλύτερα να είσαι ίσος ανάμεσα σε ίσους, γιατί αυτοί θα σε τιμήσουν πραγματικά… οι «οπαδοί» είναι βέβαιο πως θα σε ζηλέψουν, θα σε αρνηθούν και θα καταστρέψουν ό,τι καλό προσπαθείς να κάνεις.
Αν έστω και για μια στιγμή, όσο διαρκεί μια ανάσα, πιστέψεις ότι κατέχεις κάτι, ότι είσαι κάτι, ότι είσαι ανώτερος από τους άλλους, είσαι ακόμα σε μεγάλο σκοτάδι… στο Φως της Αλήθειας, διαλύονται όλες οι σκιές, όλες οι αυταπάτες… υπάρχει μονάχα Ελευθερία, Γαλήνη, Ειρήνη, Αγάπη και Καλοσύνη.

Μέχρι κι η αγάπη κουράζεται, όταν την κακομεταχειρίζεσαι

Απόψε η καλύτερη απάντηση είναι η σιωπή.
Και κάθε απόψε…
Τα λόγια της φτώχυναν, μαζί με αυτά και οι πράξεις της πια.
Δεν έχει κουράγιο να προσπαθήσει να σώσει τίποτε.
Γιατί δεν σώζεται τίποτα πια.
Κουράστηκε ακόμα και η αγάπη.
Κι αν κάποτε σου έλεγε ότι μόνο η αγάπη αρκεί διαψεύστηκε πανηγυρικά. Δεν φτάνει μόνο η αγάπη. Ακόμα κι αυτή θέλει πράξεις.

Κι αν κάποτε σου έλεγε ότι δεν θα κουραστεί ποτέ, ήταν γιατί δεν πίστευε ότι θα φτάσει σε αυτό το σημείο.
Να κουραστεί να αγαπάει. Να σταματήσει να αισθάνεται.
Ακόμα σκέφτεται πως είναι δυνατόν να νιώθει έτσι; Ένα απόλυτο κενό. Έργο δικό σου το αποτέλεσμα.
Κατάφερες να παγώσεις την καρδιά ενός ανθρώπου που καιγόταν μόνο για σένα.
Λες και υπήρχε διακόπτης που το πάτησε και ξαφνικά όλα χάθηκαν.
Χάθηκε ο έρωτας χάθηκε η αγάπη,. Όλα έγιναν καπνός. Δεν θα άντεχε. Ήταν θέμα χρόνου τελικά. Χαζές  δικαιολογίες, ακόμα πιο χαζές συμπεριφορές. Τελείωσαν και οι δικαιολογίες μα και η ανοχή πια.

Την παρατηρώ...
Ούτε γελάει αλλά ούτε κλαίει .
Το δεύτερο με νοιάζει πιο πολύ. Δεν θέλω να βλέπω τα μάτια της άλλο δακρυσμένα.
Για το γέλιο δεν ανησυχώ. Θα ξαναγυρίσει στα χείλη της σύντομα. Την ξέρω.
Είναι η δεύτερη φύση της. Δεν μπορεί χωρίς να γελάει. Είναι αδύνατον. Θα χαμογελάσει πάλι λοιπόν αλλά θα είναι γέλιο διαρκείας όχι με ημερομηνία λήξης.
Θα είναι γέλιο καρδιάς όχι βεβιασμένο.
Θα έχει το γέλιο σαν αυτό που την πρωτογνώρισες. Σαν αυτό που ερωτεύτηκες και ζήλεψες και το έβαλες σκοπό να της το κλέψεις. Και τα κατάφερες. Αλλά άνθρωπος που από τη φύση του είναι χαμογελαστός, πάντα το γέλιο θα γυρνάει στα χείλη του όσες φορές κι αν το χάσει. Κι εσύ και οποιοσδήποτε άλλος ζει με δανεικά και κλεμμένα χαμόγελα, είστε χαμένοι από χέρι.

Τελικά ακόμα και η αγάπη κουράζεται…

Αντέχουμε υπερβολικά πολύ∙ αυτό είναι το πρόβλημα

«Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, αρκεί να το θελήσεις», «Αν σ’ αγαπήσεις πολύ, θα το κάνουν κι όλοι οι άλλοι», «Δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, υπάρχει μόνο “δε θέλω”»∙ και κάπως έτσι, με νουθεσίες και προτροπές (μα φυσικά για το καλό μας) χτίσαμε γενιές ανθρώπων που υποτίθεται πως θα ‘πρεπε να νοιάζονται μόνο για το τομαράκι τους, που πίστεψαν πως όντως εκείνοι είναι παντοδύναμοι κι έτσι έκαναν την αγάπη καταναγκαστικό έργο, πρόσχημα κι υποχρέωση, μόνο απέναντι στον εαυτό τους.

Κι αφού όλοι μας μίλησαν για προσωπική αγάπη, αλλά σχεδόν κανείς για αυτοσεβασμό κι αυτοεκτίμηση, έτσι κι εμείς μάθαμε να μας αγαπάμε -ή αυτό νομίζουμε τουλάχιστον πως κάνουμε. Και τα καταφέραμε καλά στεκούμενοι στην επιφάνεια αυτού του στόχου μας. Την αγαπάμε –θαρρούμε– την αφεντιά μας κι ακόμα κι όταν την πληγώνουμε είναι για να μην της χαλάσουμε χατίρι –μας πείθουμε–, για να μην της πούμε «όχι», για να περάσει το δικό της, κι ας είναι στην τελική για κακό δικό μας.

Ο εγωισμός μας οδηγεί και μας καθορίζει κι εμείς τον φωνάζουμε χαϊδευτικά «αξιοπρέπεια» για να ξεμπερδεύουμε από ενοχλητικές ετικέτες. Κι ύστερα, όταν πέσουμε στους λάκκους που μόνοι μας ανοίξαμε από ένα γινάτι μας ή μια λάθος εκτίμηση, σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τους άλλους, να πούμε πως εκείνοι μας έβαλαν τρικλοποδιά και να προβάλλουμε για πειστήριο τη δήθεν άγνοια κι αθωότητά μας.

Ένα βλέμμα κουταβίσιο και μια προσποιητή αντιληπτική ανικανότητα, μια ύπουλη πονηράδα των άλλων που μας εξαπάτησαν αντί να μας εκτιμήσουν, οτιδήποτε –ακόμα κι αν μας προσβάλλει– αρκεί να αποποιηθούμε κάθε ευθύνη που μας αναλογεί. Για επιπλέον ντοκουμέντα τρέχουμε να ξεκρεμάσουμε απ’ τον τοίχο μας το πιστοποιητικό του «θύματος», επικυρωμένο και με σφραγίδα από παλιές πληγές –ή απλώς κι άλλες ξεροκεφαλιές μας– που όλως παραδόξως σαν να μας ανακουφίζει πού και πού απ’ την υπαιτιότητά μας.

Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε τόσο αθώοι, ξέραμε τα πάντα για το έγκλημα, αφού εμείς το σχεδιάσαμε ή έστω εμείς προσεγγίσαμε το δολοφόνο. Κι όχι, δεν έχουμε απαραίτητα τάσεις αυτοκαταστροφής, ούτε θέλαμε να το φάμε το καλοχτενισμένο μας κεφαλάκι, απλώς περιμέναμε κι ελπίζαμε τα πράγματα να ‘ρθουν αλλιώς. Κλείναμε μάτια κι αφτιά και μας απαγορεύαμε να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν πέφταμε έξω, αν οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ μας, αν ο σκηνοθέτης δε φύλαγε τις πιο φωτογενείς σκηνές για μας.

«Εμείς είμαστε καλύτεροι, εξυπνότεροι, θα τα καταφέρουμε. Την αξίζουμε εκείνη την ευτυχία που κάποτε ίσως και φευγαλέα να αγγίξαμε, αλλά να την προσπεράσαμε συνειδητά για κάποια πιο γκλαμουράτη. Κι αφού την αξίζουμε, θα τη συναντήσουμε. Όχι εκεί που η ίδια συχνάζει. Σιγά μη λοξοδρομήσουμε και μπλέξουμε στην κίνηση για χάρη της. Θα ‘ρθει εκείνη να μας βρει -κι ας την περιμένουμε στο πιο λάθος μέρος». Κάπως έτσι, αφελώς κι επικινδύνως εγωιστικά, μας καθησυχάζαμε.

Με την ίδια κακομαθημένη κι υπεροπτική λογική, κι όλη την ειρωνεία που χωρά εκείνο το αυτομαστίγωμα που λογαριάζουμε για χάδι, μας στριμώχνουμε και μας πιέζουμε. Απαιτούμε πολλά από μας –υπερβολικά πολλά, υπερβολικά δύσκολα– και δε μας επιτρέπουμε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα, ούτε καν μια στάση για νερό, ακόμα κι αν τα γόνατά μας δε μας κρατάνε πια, ακόμα κι αν δε μας περιμένει κανείς στη γραμμή του τερματισμού, ούτε καν μια τιμητική πλακέτα.

Μας εξαντλούμε από εγωκεντρισμό κι ισχυρογνωμοσύνη. Μας βάζουμε σε λάθος ρόλους κι ακατάλληλες σχέσεις κι ύστερα δε μας επιτρέπουμε να κάνουμε βήμα πίσω -θα χαρακτηριστεί δειλία, τι ντροπή σε μια εποχή θαρραλέων! Μόνο μπροστά λοιπόν κι ας πηγαίνουμε κατευθείαν προς τον γκρεμό, με μάτια ορθάνοιχτα που όμως βλέπουν μονάχα αυτό που θα ‘θελαν να δουν.

Θα μείνουμε μέχρι να μας διώξουν, μέχρι να πέσουμε, γιατί τάχα δεν είχαμε άλλη επιλογή, ή ιδανικότερα μέχρι να μας ρίξουν οι άλλοι. Έτσι θα ‘μαστε και πάλι τα θύματα, τα καλά παιδιά, οι αθώοι, εκείνοι που όλοι θα θελήσουν να παρηγορήσουν, εκείνοι που κανείς δε θα δείξει με το δάχτυλο, κανείς δε θα τολμήσει να κατηγορήσει.

Ας φάμε τα μούτρα μας, λοιπόν, ας γδαρθούμε κι ας τσαλαπατηθούμε, αρκεί να ‘χουμε μετά δυο γρατσουνιές σε εμφανή σημεία για ελαφρυντικά. Θα τις φωτίσουμε με νέον προβολείς, θα τις κάνουμε παράσημα κι αποδεικτικά αθωότητας, θα τις διαφημίσουμε για τον ηρωισμό μας κι εκείνες ίσως γίνουν αργότερα το καλύτερο άλλοθι για την πιο κωλοπαιδίστικη συμπεριφορά μας. Κάποτε ήμασταν, βλέπεις, υπερβολικά ανεχτικοί.

Ίσως, τελικά, να καταφέρναμε να μας προστατεύσουμε μονάχα αν μας αγαπούσαμε -αγάπη αληθινή, όχι καταπιεστική ψευδαίσθηση. Ίσως ο εγωισμός αυτός –που συμφωνήσαμε να τον φωνάζουμε «αγάπη για τον εαυτό μας» για να μη μας πέφτει τόσο βαρύς στο στομάχι– που δε δέχεται την άρνηση και την παραίτηση, που δεν αναγνωρίζει τα λάθη και τις αδυναμίες και δεν πιστεύει κανένα «δεν μπορώ» (ακόμα κι αν αυτό ντύνεται με δάκρυα, απελπισία κι ουρλιαχτά) να μοιάζει περισσότερο με μίσος απέναντί μας.

Ίσως να μη μας χρωστάμε, τελικά, περισσότερη αντοχή, μοναχά ειλικρινή αγάπη και κυρίως μπόλικη κατανόηση -των αδυναμιών και των ορίων μας. Ίσως πρέπει κάποτε να χωνέψουμε πως ενίοτε τα «φεύγω» είναι πιο ηρωικά, όταν στα «μένω» ασφυκτιούμε και στο τέρμα της εξόδου μας περιμένει καθαρός αέρας. Τα «δεν μπορώ» δεν είναι απαραίτητα δειλά, μα ίσως και περισσότερα θαρραλέα απ’ τα «θα μπορέσω, ακόμα κι αν χάσω εμένα για να τα καταφέρω». Εξάλλου, ό,τι πιέζεται, είτε στριμώχνεται είτε χαλάει, σίγουρα πάντως δεν έχει το χώρο να αναπνεύσει.

Μας οφείλουμε μια αγάπη ελεύθερη, που καταλαβαίνει και δικαιολογεί, που υποχωρεί κι αποχωρεί αν χρειαστεί, που δεν καταπιέζει, ούτε εκδικείται, μια αγάπη αυθεντική.

Κι όλες αυτές οι φλυαρίες χωράνε σε δύο γραμμές του Μπρεχτ: «Οι άνθρωποι παραείναι ανθεκτικοί, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά σε βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ».

Στη ζωή, μετράνε οι παρόντες στην πράξη, όχι στα λόγια

Παρών. Βαριά λέξη, ασήκωτη!
Όχι τόσο στο να την πεις, στο να την εφαρμόσεις κυρίως.
Είτε το γράψεις με όμικρον είτε με ωμέγα, ο κοινός παρονομαστής και των δύο είναι ένας, το τώρα!
Αυτό αντιπροσωπεύουν.
Παρόν ίσον τώρα! Δεν υπάρχει σε αυτό ούτε αόριστος, ούτε μέλλοντας..
Πού είσαι στο παρόν μου; Ναι, είναι μέρα και ώρα για παρουσίες.
Είσαι εδώ; με ακούς; μου μιλάς; γελάς με τα αστεία μου;
Με τις πιο σοβαρές καταστάσεις τι κάνεις; πως διαχειρίζεσαι τα στραβά της καθημερινότητας;
Θέλει κόπο και τρόπο η παρουσία.. Και κυρίως θέλησή …
Δεν μπορείς να την εκβιάσεις, ούτε να την απαιτήσεις.
Μπορεί να μας θλίβουν απουσίες ωστόσο οι παρουσίες είναι αυτές που μας καθορίζουν  και οι δικές μας στις ζωές των άλλων και των άλλων στη δική μας ζωή.
Τι να κάνεις την παρουσία κάποιου, αν δεν είναι εκεί όταν την χρειάζεσαι περισσότερο;
Τίποτα δεν έχει να σου προσφέρει ένα επιλεκτικό ή μερικό ενδιαφέρον.
Αν ο άλλος δεν μπορεί να σου προσφέρει το παρών του σε όλα τα χρώματα της ζωής σου, φωτεινά και μουντά, πολύχρωμα η σκοτεινά τότε σε τι ωφελεί η δήθεν παρουσία του άραγε.
Μπορεί να μην σου αρέσει αυτός ο όρος, άλλα ουσιαστικά αυτό ακριβώς είναι.
Μια ψεύτικη σκιά που ταιριάζει με το σκοτάδι αλλά χάνεται στο φως.
Ένα αδιάκοπο παρόν και ενδιαφέρον χρειαζόμαστε.
Όχι ανθρώπους να μας καλύπτουν μερικώς τα κενά και τα δικά μας και τα δικά τους.
Ένα χέρι, μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα που μπορούν να μας τραβήξουν μπροστά.
Ταξίδι η ζωή και σε αυτό μετρούν οι συνοδοιπόροι και όχι οι guest star”.
Μη στέκεσαι λοιπόν σε απουσίες.
Τις παρουσίες να μετράς και να τιμάς.
Αυτές είναι η ουσία και η δύναμη σου
Σε όλα και για όλα…

Ριγμένος σε μια θορυβώδη και πληβεία εποχή

Να ζεις με τρομερή και περήφανη αταραξία· πάντοτε εκείθεν.

– Να έχεις και να μην έχεις τα αισθήματά σου, τα υπέρ και τα κατά σου, κατά βούληση, να αφήνεσαι να τα έχεις και να κάθεσαι πάνω τους όπως πάνω σε άλογα, συχνά όπως σε γαϊδάρους – γιατί πρέπει να ξέρεις να χρησιμοποιείς την ηλιθιότητά τους τόσο καλά όσο και τη φωτιά τους. Να κρατάς τα τριακόσια πρώτα πλάνα σου, αλλά και τα μαύρα γυαλιά σου: γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου κανένας δεν πρέπει να κοιτά μέσα στα μάτια σου, κι ακόμη λιγότερο στους “λόγους” σου. Και να διαλέγεις για παρέα εκείνο το ευδιάθετο και μπερμπάντικο ελάττωμα, τη φιλοφροσύνη. Και να μένεις κύριος των τεσσάρων αρετών σου, του θάρρους, της διανοητικής διόρασης, της συμπάθειας, της μοναξιάς. Γιατί η μοναξιά είναι σε μας αρετή: είναι μια έξοχη ορμή και κλίση για καθαρότητα, που μαντεύει ότι κάθε επαφή μεταξύ ανθρώπων – “στην κοινωνία” – πρέπει αναπόφευκτα να είναι ακάθαρτη.

 Κάθε κοινότητα σε κάνει κάπως, κάπου, κάποτε – “κοινό”.

“Τι σου συνέβη όμως;”

 – “Δεν ξέρω”, απάντησε εκείνος διστακτικά· “ίσως πέταξαν οι Άρπυιες πάνω από το τραπέζι μου”.

Συμβαίνει συχνά σήμερα ένας άνθρωπος ήπιος, μετρημένος, επιφυλακτικός, να ξεσπάει ξαφνικά με μανία, να σπάζει τα πιάτα, να αναποδογυρίζει το τραπέζι, να φωνάζει, να λυσσά, να προσβάλλει τους πάντες – και στο τέλος να πηγαίνει στην άκρη, ντροπιασμένος, οργισμένος με τον εαυτό του – που; γιατί;

 Για να πεθάνει της πείνας μόνος του;

 Για να πνιγεί στις αναμνήσεις του;

 – Όποιος έχει τις επιθυμίες μιας ανώτερης εκλεκτικής ψυχής και μόνο σπάνια βρίσκει το τραπέζι του στρωμένο και το φαγητό του έτοιμο, θα αντιμετωπίζει πάντα μεγάλο κίνδυνο: σήμερα όμως ο κίνδυνος αυτός έχει γίνει εξαιρετικός. Ριγμένος σε μια θορυβώδη και πληβεία εποχή, με την οποία δεν θέλει να φάει από το ίδιο πιάτο, μπορεί εύκολα να πεθάνει από πείνα και δίψα ή, αν ενδεχομένως “συμμετάσχει”, να χαθεί από ξαφνική αηδία.

 – Έχουμε φάει ήδη όλοι σε τραπέζια στα οποία δεν ανήκαμε· και ακριβώς οι πνευματικότεροι από μας, που είναι και δυσκολότερο να τραφούν, γνωρίζουν εκείνη την επικίνδυνη δυσπεψία, που προέρχεται από μια ξαφνική διόραση κι απογοήτευση για το φαγητό και τους συνδαιτυμόνες μας – την αηδία του απόδειπνου.

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ

Ο πνευματικός άνθρωπος

Πνευματικός άνθρωπος είναι ο φιλοσοφικά συγκροτημένος και καλλιεργημένος σε βάθος.
Ο άνθρωπος του πνεύματος θεωρείται ο αντίποδας του ανθρώπου της πράξης. Αυτό όμως δεν είναι αναγκαστικά απόλυτο. Ωστόσο είναι πραγματικότητα ότι ο θεωρητικός άνθρωπος των ιδεών και των φιλοσοφικών προβληματισμών διαφέρει ριζικά από τον πρακτικό άνθρωπο των συνεχών υποθέσεων και της βιομέριμνας.

 Ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι εξωστρεφής και κοινωνικός (με πολλές διαπροσωπικές σχέσεις), αλλά αποξενωμένος κι απόμακρος, έχει μεγαλύτερη φήμη κα εκτίμηση, παρά όταν τον γνωρίσει κανείς από κοντά. Τότε ’’χάνει κάπως τα νερά’’ του και τα θέλγητρά του – εκτός βέβαια από κάποιες χτυπητές εξαιρέσεις που αφορούν συνήθως πολιτικά πρόσωπα.

 Ο πνευματικός άνθρωπος έχει λεπτά κι ευγενικά αισθήματα, οξυδέρκεια και ψυχολογική ικανότητα, προσέχει τη λεπτομέρεια, ερευνά το βάθος και τις αιτίες των γεγονότων και διορθώνει με τη μελέτη και την κριτική του σκέψη την κοσμοθεωρία του.

 Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον πνευματικό άνθρωπο και στον πνευματώδη. Αλλά ας παρακολουθήσουμε μερικές ιδέες σχετικές με το πνεύμα, την πνευματική καλλιέργεια, το πνευματικό έργο, τους διανοούμενους και τους πνευματώδεις.

Τα διαπιστευτήρια του πνευματικού ανθρώπου είναι η μετριοπάθεια και η διαλλακτικότητα, δηλαδή η ανοχή της διαφορετικότητας του άλλου (έστω κι αν αντιπαθεί τις ιδέες και τις πράξεις του). Πειθαρχεί στο στωϊκό: “ΑΝΕΧΟΥ ΚΑΙ ΑΠΕΧΟΥ”. Γιατί ξέρει πως ζει σε κοινωνία όπου ‘’Το λάθος των πολλών θεσμοθετεί Δίκαιον’’ (Error communis facit jus) κατά τον Ρωμαϊκό Κώδικα!…

 Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι ερευνούν τους χώρους του πνεύματος, ενώ στην πραγματικότητα περιπλανιούνται μονάχα μέσα σ’ αυτούς. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ευγενικός, αλλά όχι εθιμοτυπικός. Συγχρωτίζεται με όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά διατηρεί τον ατομικό ζωτικό του χώρο. Η γνώση και η εμπειρία αυξάνουν την ευφυΐα (I.Q) του ατόμου και αυτό έχει θετικές επιπτώσεις στον χαρακτήρα. Αλλά η συντήρηση και η ενίσχυση αυτού του φωτός γίνεται από την παιδεία με πρωτεργάτη το δάσκαλο.

 Ο απαίδευτος είναι ο άνθρωπος που δεν ολοκλήρωσε τις προδιαγραφές του είδους του. Στο φως της ψυχαναλυτικής κριτικής, ο απαίδευτος παρουσιάζει παιδικές αντιδράσεις ακόμα και στην ηλικία της ωριμότητας. Και ιδιαίτερα οι αντιδράσεις του προσδιορίζονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Δεν μπορεί να σκεφτεί και να μιλήσει σωστά` αλλά δεν μπορεί και να σιωπήσει με σύνεση. Μόνο μικρά νομίσματα έχει στην τσέπη του ο φτωχός` μόνο μικρές ιδέες έχει στο κεφάλι του ο απαίδευτος. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλοί που είναι χειρότεροι απ’ τους απαίδευτους: αυτοί που χρειάστηκαν πολλές σπουδές για να μείνουν αμόρφωτοι…

 Ο πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος με την ώριμη λογική, αφού το λογικό αναπτύσσεται στο άτομο σύμφωνα με το ποσοστό των γνώσεών του. Παράλληλα όμως με την ωρίμανση της λογικής, η παιδεία πρέπει ν’ αποβλέπει και στην ωρίμανση του συναισθήματος. Γιατί δεν υπάρχει χειρότερο φαινόμενο από τον πολυμαθή που έχει συναισθήματα μικρού παιδιού. Η συναισθηματική ενηλικίωση δεν συμβαδίζει – δυστυχώς – με τη διανοητική ενηλικίωση. Κι αυτό είναι μια πηγή δυστυχίας στη ζωή. Η πολυμάθεια εξάλλου δεν προσφέρει τίποτε αν δεν έχει για εσωτερικό στόχο την ανάπτυξη της κρίσης και για εξωτερικό στόχο την ανθρωπιστική συμπαράσταση. Τελικά, όπως σωστά έχει ειπωθεί, μόρφωση είναι εκείνο που μένει, όταν ξεχάσει κανείς εκείνα που ξέρει.

 Ο πνευματικός άνθρωπος (ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο φιλόσοφος, ο συγγραφέας, ο άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης) βλέπει ως πράξη και αποστολή του τον ’’θεωρητικό βίο’’. Αναλίσκει τη ζωή του στην υπηρεσία της διάνοιας και του συναισθήματος. Όταν οι άλλοι άνθρωποι συναλλάσσονται πρακτικά μέσα στην αγορά ή διασκεδάζουν σε κέντρα και συγκεντρώσεις, όταν ακόμα αναπαύονται ή κοιμούνται, αυτός μέσα στη μοναξιά του γραφείου ή του εργαστηρίου του, δοσμένος στις σκέψεις του, στις εμπνεύσεις του, στα οράματά του και στη δημιουργική του φαντασία, πλάθει και διαμορφώνει το έργο του για να το προσφέρει στους συνανθρώπους του. Προσφορά τεράστια – σε ορισμένες περιπτώσεις – που οφείλεται στην εργατικότητα και τη θυσία μιας ολόκληρης ζωής. Δεν είναι εύκολος ο στοχασμός και ο λόγος` δεν είναι εύκολη η τέχνη και η δημιουργία` δεν είναι εύκολη η επιστήμη και η εφευρετικότητα. Ίσως είναι κάτι πιο δύσκολο απ’ την πολιτική πράξη. Και ίσως αυτού να οφείλεται η μεγάλη αριθμητική υπεροχή των ανθρώπων της πράξης και της πολιτικής (μαζί με τους πολιτικολογούντες) σε σύγκριση με τους γνήσιους πνευματικούς ανθρώπους (μαζί με τους φιλό-σοφους και φιλό-τεχνους).

Ο πνευματικός άνθρωπος έχει καλή παιδεία, αλλά γνωρίζει κιόλας ότι ‘’ η πολυμάθεια δεν σε κάνει και μυαλωμένο’’ (“ΠΟΛΥΜΑΘΙΗ ΝΟΟΝ ΕΧΕΙΝ ΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΙ” Ηράκλειτος, απ.40 ) και ότι ’’πουθενά δεν θεωρήθηκε ως μέγιστο κακό το να μη γνωρίζεις τα πάντα όσο η παντογνωσία και η πολυμάθεια που συνοδεύεται με κακή ανατροφή και κακό ήθος’’ (Πλάτων, Νόμοι Ζ΄ 819 a). Γιατί γνωρίζει ακόμα πως ‘’το ήθος είναι για τον άνθρωπο η μοίρα που τον προστατεύει’’ (“ΗΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩ ΔΑΙΜΩΝ” Ηράκλειτος, απ. 119).

Κρύβουμε την αληθινή μας δυναμική

Κρύβουμε την αληθινή μας δυναμική.
Κρύβουμε όλα εκείνα για τα οποία είμαστε ικανοί.
Και ζούμε επιδεικνύοντας την πιο υποβαθμισμένη μας πλευρά… εκείνη που είναι κοινωνικά αποδεκτή… εκείνη που μας έμαθαν να καλλιεργούμε… εκείνη που υιοθετήσαμε για να μην έχουμε προβλήματα…
Και όλα αυτά, μόνο με την επίδραση που άσκησαν πάνω μας οι ιστοριούλες με τους ήρωες;
Όχι μόνο. Θυμόμαστε και μέρος του μηνύματος που μας μετέδωσαν οι γονείς μας:
«Μην μπλέκεις σε μπελάδες…»
Ή, ακόμη χειρότερα:
«Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα σε θέλει κανείς…»
Τι σημαίνει συνεχίζω έτσι;
Προφανώς, «συνεχίζω έτσι», σημαίνει ότι είμαι αυτός που είμαι.
Και, τότε; Τι πρέπει να κάνω για να γίνω άλλος;
Η απάντηση είναι προβλέψιμη: ν’ αφήσεις να βγει ο ήρωας.
Δεν λέω ότι πρέπει κανείς να γίνει σούπερ-ήρωας με την έννοια να είναι καταπληκτικός και να εντυπωσιάζει, να σκαρφαλώνει κτίρια, να πηδάει στις στέγες των σπιτιών και να πετάει στον αέρα.
Όχι.
Δεν χρειάζεται.
Μιλάω για τον μοναδικό ηρωισμό που υπερασπίζομαι:
«Το κουράγιο να είναι κανείς αυτός που είναι».
Το θάρρος να μη δημιουργεί μια μυστική ταυτότητα μικρόψυχου, αν δεν είναι μικρόψυχος.
Να μη ζει σαν ηλίθιος, αν δεν είναι ηλίθιος.
Κι αν δεν είναι πολύ γρήγορος, δεν πειράζει. Πρέπει να δέχεται τη βραδύτητα με περηφάνια. Να λέει: «Είμαι λίγο αργός. Ε, και;» Αυτό είναι υπέροχο.
Δεν τρέχει τίποτα αν είναι κανείς «λίγο χαζούλης…» όπως λένε στην Αργεντινή.
Αν όμως δεν είναι… τότε δεν πρέπει να κάνει τον χαζό!
Αν εγώ είμαι λίγο κουτός… αν δεν μου κόβει και πολύ… αν μπορώ ν’ ανακαλύπτω μέσα μου άλλα χαρίσματα εκτός από την εξυπνάδα… πολύ ωραία! Γιατί να σπαταλάω ενέργεια προσπαθώντας να το κρύψω;
Γιατί να μη βρω το θάρρος να πω ποιος είμαι, με τα όποια χαρίσματά μου, κι ας μην είναι τα πλέον ευπρόσδεκτα κοινωνικά κι αυτά που αναγνωρίζονται και εκτιμώνται περισσότερο, κι ας μην είναι αυτά που μου κάνουν « την καλύτερη διαφήμιση».
Αυτό που λιγότερο χρειάζεσαι είναι να σε κάνουν τα προσόντα σου υπερόπτη.
Προσόν, μπορεί να είναι και το να μην ξεχωρίζεις.
Το μεγαλύτερο προσόν ενός ήρωα είναι να μπορεί να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις χωρίς να εξαναγκάζεται να δείχνει στους άλλους ότι είναι όπως εκείνοι λένε ότι πρέπει να είναι.

Εξηγώντας την παραγωγή ελαφρών ιόντων σε συγκρούσεις υψηλής ενέργειας

Οι φυσικοί οδηγούν τα ιόντα να συγκρούονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν και να μελετήσουν τη σούπα των κουάρκ και των γλοιονίων που θεωρείται ότι πληρούσαν το σύμπαν χιλιοστά του δευτερολέπτου μετά τη μεγάλη έκρηξη. Πειραματικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι οι συγκρούσεις αυτές παράγουν ελαφρείς πυρήνες όπως δευτερόνια [πυρήνες δευτέριου], τριτόνια [πυρήνες τριτίου] και ηλίου. Ωστόσο, οι επιστήμονες διαφωνούν στη θεωρητική εξήγηση για αυτή την παραγωγή. Ορισμένοι αρέσκονται να βλέπουν τους πυρήνες αυτούς σαν να βρίσκουν «χιονόμπαλες στην κόλαση», καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες των πύρινων σφαιρών που αναδύονται από τις συγκρούσεις θα έπρεπε να «λιώσουν» τους πυρήνες στα υποατομικά τους συστατικά, όμως δεν φαίνεται να είναι έτσι. Τώρα, ο Dmytro Oliinychenko του Εθνικού Εργαστηρίου Lawrence Berkeley, στην Καλιφόρνια και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν έναν μικροσκοπικό μηχανισμό που μπορεί να εξηγήσει γιατί επιβιώνουν οι πυρήνες.

Μια πρόσφατη πρόταση παρείχε μια ποιοτική εξήγηση για την παρατήρηση αυτών των πυρήνων. Η πρόταση υποστήριξε ότι οι ελαφρείς πυρήνες που σχηματίζονται στην πύρινη μπάλα καταστρέφονται συνεχώς από τις υψηλές θερμοκρασίες και επανειλημμένως επαναδημιουργούνται από ταχύτατα κινούμενα πρωτόνια και νετρόνια καθώς η πύρινη μπάλα ψύχεται. Όμως ο μικροσκοπικός μηχανισμός πίσω από το σενάριο αυτό παρέμενε ασαφής.

Ο Oliinychenko και οι συνεργάτες του σχεδίασαν να βρουν το μηχανισμό αυτό αναλύοντας ένα σύνολο αντιδράσεων που θα μπορούσαν να σχηματιστούν δευτερόνια [πυρήνες δευτέριου]. Επισήμαναν μια δυνατή αντίδραση στην οποία πρωτόνια και νετρόνια σχηματίζουν δευτερόνια με την παρουσία πιονίων [ζεύγη κουάρκ- αντικουάρκ] που δρουν ως καταλύτες για την αντίδραση. Η ομάδα προσομοίασε συνθήκες παρόμοιες με αυτές πρόσφατου πειράματος του CERN, που έγινε από τη Συνεργασία ALICE, το οποίο ακριβώς χαρακτηρίζονταν από ελαφρείς πυρήνες που παράγονταν από τις συγκρούσεις. Τα φάσματα απόδοσης και ενέργειας των δευτερονίων που υπολογίστηκαν ήταν σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του πειράματος στο ALICE. Αν η ιδέα του Oliinychenko και των συνεργατών του είναι σωστή, θα πρέπει να εξηγεί επίσης το σχηματισμό άλλων πυρήνων που παρατηρήθηκαν, όπως των τριτονίων, μια πιθανότητα που οι συγγραφείς της μελέτης σχεδιάζουν να ελέγξουν με προσεχείς υπολογισμούς.

Ελληνιστική Γραμματεία: Τα λογοτεχνικά είδη, Πεζογραφία, Οι τάσεις της ιστοριογραφίας

Το εύρος που έπρεπε να καλύψουν οι ιστοριογράφοι της ελληνιστικής περιόδου είναι τεράστιο, καθώς κατά τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες ο ελληνικός κόσμος γνώρισε κοσμογονικές αλλαγές: εκστρατεία και κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων και άνοδος της Ρώμης μέχρι την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας σε όλη τη Μεσόγειο. Αν σε αυτά τα γεγονότα προσθέσουμε τις τεράστιες πολιτισμικές αλλαγές που συντελέστηκαν αφενός από την επαφή διαφορετικών παραδόσεων (ελληνική, ιουδαϊκή, αιγυπτιακή, ασιατική, ρωμαϊκή) και αφετέρου από την ίδρυση μητροπόλεων του πνεύματος με κορυφαία την Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια, είναι ευεξήγητο γιατί η ελληνιστική ιστοριογραφία επεκτάθηκε σε τόσο διαφορετικά είδη και στιλ.
 
Ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. η ρητορική άρχισε να ασκεί ισχυρή επίδραση στον ιστοριογραφικό λόγο, μια τάση που γενικεύτηκε κατά τους επόμενους αιώνες. Η ρητορική αυτή έμφαση είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των αυστηρών μεθοδολογικών κανόνων που είχε θεσπίσει για παράδειγμα ο Θουκυδίδης και τη στροφή σε μια περισσότερο αφηγηματική, παθητική και ψυχαγωγική συνάμα, ιστορική συγγραφή. Έτσι κάπως γεννήθηκε, με εμπνευστή τον Δούρη από τη Σάμο (τέλη 4ου-αρχές 3ου αι.), η λεγόμενη τραγική ή δραματική ιστοριογραφία, η οποία προκειμένου να συναρπάσει το κοινό της συμπεριέλαβε ζωντανές περιγραφές, παθητικές αναπαραστάσεις μαχών, ψυχολογικά πορτρέτα των κεντρικών ηρώων, εκπληκτικά περιστατικά και ανεκδοτολογικές ιστορίες. Στην πραγματικότητα η τραγική ιστοριογραφία δεν είχε διδακτικό στόχο μέσω της εύρεσης της αλήθειας αλλά αποσκοπούσε στην ψυχαγωγία του κοινού όπως ακριβώς και η τραγωδία. Ο Πολύβιος άσκησε κριτική στον σημαντικότερο εκπρόσωπο του είδους, τον Φύλαρχο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά [Πολύβιος, Ἱστορίαι 2.56]:
 
«Ο ιστορικός λοιπόν δεν πρέπει να ταράζει τους αναγνώστες με τραγικές εικόνες ούτε να αναζητεί τους λόγους, που είπαν ίσως οι πρωταγωνιστές, ούτε να απαριθμεί τις πιθανές συνέπειες των γεγονότων που αναφέρει, όπως οι τραγικοί ποιητές, αλλά να μνημονεύει δίχως παραλείψεις όσα έγιναν και ειπώθηκαν αληθινά, έστω κι αν είναι εντελώς ασήμαντα».
 
Δύο ακόμη σημαντικά είδη ιστοριογραφίας ευδοκίμησαν κατά την ελληνιστική περίοδο, άμεσα επηρεασμένα από τις σύγχρονες πολιτικές συνθήκες. Η ισχυρή προσωπικότητα του Αλεξάνδρου και οι περιπετειώδεις εκστρατείες του δημιούργησαν μια ξεχωριστή γενιά συγγραφέων, τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου. Ήταν επίσημοι ιστορικοί, με πιο γνωστό τον Καλλισθένη από την Όλυνθο (4ος αι. π.Χ.), που σκοπό είχαν να ανασυνθέσουν σε μυθιστορηματικού τύπου αφηγήσεις με πλήθος φανταστικών στοιχείων τη βιογραφία του μεγάλου στρατηλάτη. Τέλος, η ρωμαϊκή κυριαρχία έκανε τον σημαντικότερο ιστορικό της περιόδου, τον Πολύβιο από τη Μεγαλόπολη (203-120 π.Χ.), να εισηγηθεί την παγκόσμια ιστοριογραφία και να επιχειρήσει να αναπαραστήσει πιστά, σαν νέος Θουκυδίδης, σε 40 βιβλία ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο μέσα από το πρίσμα της ανόδου της Ρώμης.

Κείμενα:

· Πολύβιος, Ἱστορίαι