Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Γνώμες των χριστιανών Πατέρων για την Ελληνική παιδεία και τους αρχαίους Έλληνες σοφούς – Η δυσφήμηση των Ελλήνων από την Ορθοδοξία

Ο 12ετής Ιησούς διδάσκει στο ναό 
και πατάει τον φιλόσοφο
Αυτή η ανάρτηση ξεκίνησε σαν παράρτημα στην δημοσίευση για την “Παιδεία του Βυζαντίου” που προηγήθηκε, αλλά αξίζει μια ειδική παρουσίαση. Είναι και αυτή μέσα στο πλαίσιο των δημοσιευμάτων του “Γιατί η Αναγέννηση έγινε στην Δύση”, και δείχνει την ιδεολογία του ορθόδοξου Χριστιανισμού σχετικά με την αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά και γενικά με την φιλοσοφική και τη συγκεκριμένη γνώση και κατ` επέκταση την επιστήμη και την τεχνολογία. Ταυτόχρονα, μας δείχνει γιατί το όνομα “Έλληνες” απέκτησε κακή χροιά στο Βυζάντιο.

 
Οι γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας είναι σημαντικές για εμάς γιατί θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα την θέση της Εκκλησίας αλλά και το θέμα της εμπλοκής του Βυζαντίου με την παιδεία, την εκπαίδευση και την επιστήμη.
 
Από τους πρώτους χριστιανούς διανοητές έχουμε την εξής διαφοροποίηση:
  • Αυτοί που αρνούνται πλήρως την αρχαία γνώση και γενικά την κοσμική γνώση.
  • Αυτοί που την ψιλοαποδέχονται γιατί θεωρούν ότι “οι αρχαίοι Έλληνες την πήραν (την έκλεψαν!) από τους Εβραίους, αλλά δεν είχαν την ευρύτητα για να την καταλάβουν”.
  • Αυτοί που την δέχονται ως βοηθητική σε κάποιο βαθμό για αυτούς.
Οι σύγχρονοι απολογητές ισχυρίζονται ότι με την λέξη “Έλληνες” και την απαξίωση για αυτούς, δεν αναφέρονται στους Έλληνες φιλοσόφους και διανοητές, ούτε στο ελληνικό έθνος ή πολιτισμό, “αλλά μόνο στους ειδωλολάτρες”. Για τον λόγο αυτό σάς έχω συγκεκριμένα αποσπάσματα από τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, μαζί με τους σχετικούς συνδέσμους για να διαβαστούν όλα τα κείμενα και για να γίνει έτσι κατανοητό σε τι ακριβώς αναφερόντουσαν. Τα αποσπάσματα είναι ενδεικτικά και ακόμα και στα ίδια κείμενα θα μπορείτε να βρείτε πολλά περισσότερα
 

1. Μέγας Βασίλειος


Ένας από τους “Τρεις Ιεράρχες” τους καλούμενος και “προστάτες της ελληνικής εκπαίδευσης”.

1.1
Καὶ ῥάξει* ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διασκεδάσει**, Συρίαν ἀφ’ ἡλίου ἀνατολῶν καὶ τοὺς Ἕλληνας ἀφ’ ἡλίου δυσμῶν, τοὺς κατεσθίοντας τὸν Ἰσραὴλ ὅλῳ τῷ στόματι. Ῥάξειν οὖν αὐτοὺς ἐπαγγέλλεται καὶ καταβαλεῖν πάντας τοὺς ἐπανισταμένους τῷ ὄρει Σιὼν, καὶ διασκεδάσειν αὐτῶν τὴν κατὰ τῆς ἀληθείας ἀσεβῆ συμφωνίαν. Εἰσὶ δὲ οἱ ἐχθροὶ Σύροι καὶ Ἕλληνες· οἱ μὲν τὰ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου κατέχοντες, οἱ δὲ τὰ πρὸς ταῖς δυσμαῖς. ∆ιὰ τοῦτο δὲ διασκεδασθήσονται***, ἐπειδὴ κατήσθιον ὅλῳ τῷ στόματι τὸν Ἰσραήλ. Στόμα δὲ λέγει νῦν τὴν σοφιστικὴν τοῦ λόγου δύναμιν, ᾗ πάσῃ κατεκέχρηντο εἰς τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ἐν ἁπλότητι πεπιστευκότων τῷ Θεῷ.
(Βασίλειος Καισαρείας, Εις τον προφήτην Ησαΐαν, 9.230)
*Ράζω = προσορμίζω–αγκυροβολώ.
**Διασκεδάσει = σκορπίσει, διαλύσει.
***Δασθήσονται = εκ του δατέομαι–δάσομαι = μοιράζω, κόβω στα δύο, διαιρώ.

Αναφέρεται στον προφήτη Ησαΐα. Εν ολίγοις ο Θεός, θα εξολοθρεύσει τους Έλληνες, γιατί έχουν την σοφιστική δύναμη του Λόγου, να διαλύουν την ιδεοληψία των Εβραίων–χριστιανών.
 
Ήδη από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι οι Έλληνες δεν τους ενοχλούσαν επειδή ήσαν αρχαιολάτρες, γιατί το ίδιο ήσαν και οι Ρωμαίοι αλλά και άλλοι λαοί. Τους ενοχλούσε ο Λόγος των Ελλήνων. Η λογική και η επιστήμη.

1.2
Τοῦτο μὲν οὖν αὐτὸ καὶ συμβουλεύσων ἥκω, τὸ μὴ δεῖν εἰς ἅπαξ τοῖς ἀνδράσι τούτοις, ὥσπερ πλοίου τὰ πηδάλια τῆς διανοίας ὑμῶν παραδόντας, ἧπερ ἂν ἄγωσι, ταύτη συνέπεσθαι, ἀλλ᾿ ὅσον ἐστὶ χρήσιμον αὐτῶν δεχομένους, εἰδέναι τί χρὴ καὶ παριδεῖν.
Απόδοση:
Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετεσε αυτούς (στοὺς ἀρχαίους Έλληνες συγγραφεῖς) τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰ νὰ σᾶς πᾶνε ὅπου αὐτοὶ θέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ,τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰ ὑπόλοιπα.
 
Το απόσπασμα αυτό είναι θεωρητικά η επίσημη ιδεολογική βάση του Βυζαντίου, στο πως θα μελετά τους αρχαίους Έλληνες και αυτό που αναφέρουν κατά κόρον οι απολογητές. Είναι το πλέον σεμνό από όλα όπως θα διαπιστώσετε.

2. Άγιος Αντώνιος


2.1
26.945 Ἄλλων δὲ πάλιν τοιούτων ἀπαντησάντων πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει τῷ ἔξω,καὶ νομιζόντων χλευάζειν, ὅτι μὴ μεμάθηκε γράμματα, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἀντώνιος· Ὑμεῖς δὲ τί λέγετε; Τί πρῶτόν ἐστι, νοῦς ἢ γράμματα; καὶ τί τίνοςαἴτιον, ὁ νοῦς τῶν γραμμάτων, ἢ τὰ γράμματα τοῦ νοῦ; Τῶν δὲ εἰ πόντων πρῶτον εἶναι τὸν νοῦν, καὶ τῶν γραμμάτων εὑρέτην· ἔφη ὁ Ἀντώνιος· Ὧ τοίνυν ὁ νοῦς ὑγιαίνει, τούτῳ οὐκ ἀναγκαῖα τὰ γράμματα.
(Αγ. Αθανασίου, Βίος του Αγίου Αντωνίου)
 
Είναι προφανές ότι με το “νους υγιαίνει” αναφέρεται τελικά στην θρησκεία και τον θεό του και προφανώς για αυτόν δεν ήσαν αναγκαία τα γράμματα.

3. Κύριλλος Αλεξανδρείας


Ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της Υπατίας, διώξεων αιρετικών και αλλόθρησκων και σειράς εκτρόπων στην Αλεξάνδρεια, ισχυρίζεται ότι ο φιλοσοφικός λόγος είναι ασύνετος:

3.1
τοῖς τῶν Ἑλλήνων σοφοῖς, γραώδη* τε καὶ ἀσύνετον λόγον
*γραώδη = παρωχημένα, ξεπερασμένα.
Ἑλλήνων δὲ παῖδες ἀνοσίους ἐσχήκασι διδασκάλους, οἳ ψυχικὴν καὶ δαιμονιώδη ἔχοντες σοφίαν, ἀναρίθμητον τῷ βίῳ δαιμονίων ὄχλον ἐκήρυξαν, καὶ προσκυνεῖν τῇ κτίσει, παρὰ τὸν κτίσαντα.
Ἔθος δὲ τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ σειρῆνας ἀποκαλεῖν τὰ τῶν στρουθίων* λαλίστατα, καὶ ἐμμελές τι καὶ εὔρυθμον ἀναφωνεῖν εἰωθότα. Γεγόνασι δέ πως τοιοῦτοι τῶν Ἑλλήνων δεισιδαιμονίας οἱ διδάσκαλοι, ποιηταί τε καὶ λογογράφοι.
*στρούθια = πουλιά
μεμώρανται δὲ τὰ Ἑλλήνων, τὸ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔχοντες κάλλος·πάντα γὰρ παρ’ ἐκείνοις ψευδῆ, καὶ προφητεία, καὶ σύνεσις.
Ἑλλήνων μὲν γὰρ οἱ λογάδες, καίτοι μεγάλην ἐπὶ σοφίᾳ τὴν ὀφρὺν ἀνασπῶντες, θεοποιοῦσι τὴν κτίσιν, καὶ τοῖς τοῦ κόσμου στοιχείοις τὸ σέβας ἀνάπτουσι. Χθαμαλὸν γὰρ ἔχουσι τὸν νοῦν, καὶ χαμαιριφῆ τὰ θεωρήματα, καὶ τὴν καρδίαν ἐσκοτισμένην· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, κατὰ τὸ γεγραμμένον.
(Κύριλος Αλεξανδρείας, Ερμηνεία στον Ησαία).

3.2
Ψευδῆ δὲ καὶ τὰ Ἑλλήνων ἅπαντα, σοφία καὶ λόγοι καὶ ζωή · καὶ τῶν ἀληθῶν, ἤγουν ἀναγκαίων καὶ ἐπωφελῶν, εὕροι τις ἂν παρ’ αὐτοῖς οὐδὲν, οἵ γε τε θεοποιήκασι τὴν κτίσιν, τὸν φύσει ἀφέντες Θεόν. Ὠλιγώθησαν τοίνυν αἱ ἀλήθειαι παρ’ αὐτοῖς. Μάταια ἐλάλησεν ἔκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ.
Βούλονται δὲ καὶ βασανισθῆναι τὴν αἰτίαν ὑφ’ ἧς δι ολώλασιν· αὕτη δὲ ἦν ἡ τοῦ διαβόλου σκαιότης, καὶ ᾑ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων πλεονεξία· τούτους γὰρ καὶ ἀνόσιον ἔθνος ὀνομάζουσιν· ἢ τάχα που καὶ τοὺς τῆς ἐκείνων ἀνοσιότητος ὑπουργοὺς, τοὺς Ἑλλήνων φημὶ λογάδας καὶ ποιητάς· τούτους δὲ καὶ ἀδίκους καὶ δολίους ὀνομάζουσιν, ὡς ἀπαταιῶνας καὶ ψεύστας.
(Κύριλλος Αλεξανδρείας, Εις τους Ψαλμούς, ια΄).
 
Σύμφωνα με τον Κύριλλο, τόσο το έθνος των Ελλήνων, όσο και οι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές είναι ψεύτες, απατεώνες, με περιορισμένο νου, ασύνετοι, άδικοι, δόλιοι, ανόσιοι και δαιμονικοί.

4. Αθανάσιος Αλεξανδρείας


4.1
46.4 Καὶ ὅλως, πότε τῶν Ἑλλήνων ἡ σοφία μεμώραται, εἰ μὴ ὅτε ἡ ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ Σοφία ἐπὶ γῆς ἑαυτὴν ἐφανέρωσε;
48.9 Οὐκοῦν εἰ μήτε ἄνθρωπος ἁπλῶς μήτε μάγος μήτε δαίμων τίς ἐστιν ὁ Σωτήρ, ἀλλὰ καὶ τὴν παρὰ ποιηταῖς ὑπόνοιαν καὶ δαιμόνων φαντασίαν καὶ Ἑλλήνων σοφίαν τῇ ἑαυτοῦ θειότητι κατήργησε καὶ ἐπεσκίασε.
55.1 […] καὶ οὐκ ἔτι μὲν ἡ Ἑλλήνων σοφία προκόπτει, καὶ ἡ οὖσα δὲ λοιπὸν ἀφανίζεται·
 
Η Σοφία των Ελλήνων είναι μωρή. Ο Σωτήρ (προφανώς ο Ιησούς), την κατάργησε και αυτή η σοφία θα αφανιστεί.

5. Γρηγόριος ο «Θεολόγος» ο Ναζιανζηνός

 
Άλλος ένας από τους Τρεις Ιεράρχες τους στυλοβάτες του νεότερου “Ελληνοχριστιανισμού”.

5.1
ἐκεῖνο ἐνθυμηθεὶς, ὅτι συναγόντων μὲν πάντων, ἢ γεωμετρούντων, ἢ ἀστρονομούντων, οὐδὲν ἂν ὁ βίος ἡμῶν παρὰ τοῦτο ὠφεληθείη, ὅτι μὴ καὶ τὰ πάντα λυθήσεται.
καὶ ἅμα τὸν Ἑλληνικὸν τῦφον κολάσαι τῶν καλῶν εἶναι νομίσας, οἳ τῷ τρίβωνι καὶ τῇ ὑπήνῃ τὸ σεμνὸν ὑποδύονται· τί ποιεῖ, καὶ πῶς τὴν φιλοσοφίαν μεταχειρίζεται;
 
(Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Εις Ήρωνα τον φιλόσοφο)
 
Θεωρεί ότι οι επιστημονικές γνώσεις είναι άχρηστες, δεν ωφελούν κανένα και η ελληνική γνώση είναι τύφος. Η σωστή φιλοσοφία για αυτόν είναι μόνο η θεολογία του.

6. Ιωάννης Χρυσόστομος

 
Ο τρίτος από τους Τρεις Ιεράρχες και προστάτες της ελληνικής Παιδείας!

6.1
Οἱ δὲ φιλόσοφοι καὶ δεινοὶ ῥήτορες δόξαν πολλὴν οἱ μὲν ἐπὶ σεμνότητι οἱ δὲ ἐπὶ λόγων δυνάμει παρὰ τοῖς πολλοῖς ἔχοντες μετὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς μάχην καταγέλαστοι γεγόνασι καὶ παίδων ληρούντων ἁπλῶς οὐδὲν διαφέρειν ἔδοξαν.
“Οι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες… είναι καταγέλαστοι και δεν διαφέρουν από τα παιδιά που λένε ανοησίες”.
Ἀπὸ γὰρ ἐθνῶν καὶ δήμων τοσούτων οὐ σοφόν τινα, οὐκ ἄσοφον, οὐκ ἄνδρα, οὐ γυναῖκα ἀλλ’ οὐδὲ παιδίον μικρὸν μεταπεῖσαι ἴσχυσαν, ἀλλὰ τοσοῦτός ἐστι τῶν ὑπ’ αὐτῶν γεγραμμένων ὁ γέλως ὥστε ἀφανισθῆναι καὶ τὰ βιβλία πάλαι καὶ ἅμα τῷ δειχθῆναι καὶ ἀπολέσθαι τὰ πολλά. Εἰ δέ που τι καὶ εὑρεθείη διασωθὲν παρὰ Χριστιανοῖς τοῦτο σωζόμενον εὕροι τις ἄν.
“Γιατί δεν μπόρεσαν να πάρουν με το μέρος τους ούτε έναν σοφό η άσοφο, ούτε άνδρα ή γυναίκα, ούτε ένα μικρό παιδί από τόσα έθνη κι από τόσους λαούς, αλλά προκαλούσαν τόσα γέλια τα βιβλία που είχαν γράψει, ώστε, μόλις τα παρουσίαζαν, να εξαφανίζονται, γι’ αυτό και χάθηκαν τα περισσότερα. Αν βρεθεί κάτι από αυτά πλέον είναι όσα διέσωσαν οι χριστιανοί”.
Ὁ μὲν γὰρ Ἑλληνισμὸς πανταχοῦ τῆς γῆς ἐκταθεὶς…ὑπὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ κατελύθη δυνάμεως…καίτοι ἀνδρῶν εὐτελῶν καὶ ἀσήμων ὑπηρετησαμένων αὐτῷ.
ὁ Χριστὸς τῆς παρρησίας μετέδωκε, κατεγέλασαν τῆς παρ’ αὐτοῖς δουλοπρεπείας καὶ ἀνελευθερίας καὶ ταπεινότητος, εἶδον ὅσον τῆς Χριστιανῶν εὐγενείας πρὸς τὴν Ἑλλήνων αἰσχύνην τὸ μέσον.
“Ο Ελληνισμός μπορεί ν’ απλώθηκε σ’ όλη τη γη και να κατέκτησε τις καρδιές των ανθρώπων, καταλύθηκε όμως με την δύναμη του Χριστού και το κήρυγμά μας φυτεύτηκε στις ψυχές των ανθρώπων… Και όσοι ήταν άπιστοι εντυπωσιάστηκαν από την διδασκαλία του Ιησού και περιφρόνησαν την δουλοπρέπεια, την ανελευθερία και την ποταπότητα των Ελλήνων. Όλοι διέκριναν την ευγένεια των μέσων που χρησιμοποιούν οι χριστιανοί, σε αντίθεση με την αισχρότητα των Ελλήνων”.
 
 
Ολόκληρο αυτό κείμενο, είναι ένας λίβελλος εναντίον των Ελλήνων και του Ελληνισμού.

6.2
Τὰ δὲ παιδία ὑπὲρ οὐδενὸς ἀνέχεται φροντίζειν χρησίμου· οὕτω καὶ οἱ Ἕλληνες παίζειν ἀεὶ βούλονται καὶ χαμαὶ κεῖνται, χαμαιπετεῖς* ὄντες καὶ χαμαίζηλοι**
οὕτω καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν Ἑλλήνων ἀποῤῥέοντα ῥήματα μάταια καὶ ἀκάθαρτα· κἂν ἀναγκαίαν δῷς τροφὴν, λυποῦσι τοὺς παρέχοντας διὰ βλασφημίας ἀεὶ…
καὶ καθάπερ τὰ παιδία ἀναισθήτως γυμνοῦται καὶ οὐκ ἐρυθριᾷ, οὕτω καὶ οἱ Ἕλληνες πόρνοις καὶ μοιχοῖς συγκυλινδούμενοι***, καὶ τοὺς τῆς φύσεως γυμνοῦντες νόμους, καὶ παρανόμους εἰσάγοντες μίξεις, οὐκ ἐπιστρέφονται.
*Χαμαιπετής = αυτός που βρίσκεται χαμηλά.
**Χαμαίζηλος = χαμηλού επιπέδου.
***Συγκυλίνδομαι = είμαι επιρρεπής στις ηδονές και τις ακολασίες.
 
Οι Έλληνες είναι χαμηλού επιπέδου, πρόστυχου και ακόλαστοι και τα λεγόμενά τους μάταια και βρώμικα.
Οὐ γὰρ διὰ τῆς ἔξωθεν φιλοσοφίας, φησὶν, οὐδὲ διὰ τῆς ἔξωθεν παιδεύσεως, ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,καὶ τοῦ πλούτου καὶ τῆς γνώσεως καὶ τοῦ λόγου τοῦ παρ’ αὐτοῦ δοθέντος ἠδυνήθητε μαθεῖν τὰ τῆς ἀληθείας δόγματα.
Λοιπὸν ὅπου σοφία Θεοῦ, οὐκέτι χρεία ἀνθρωπίνης.
Την αλήθεια δεν την μαθαίνεις από την ξένη φιλοσοφία (την ελληνική), ούτε με την εκπαίδευση αλλά μόνο με την χάρη του Θεού. Εν ολίγοις η ανθρώπινη σοφία είναι άχρηστη.
Ὃ γὰρ οὐκ ἴσχυσαν φιλόσοφοι διὰ τῶν συλλογισμῶν ποιῆσαι, τοῦτο ἡ δοκοῦσα εἶναι μωρία κατώρθωσε; Τίς οὖν σοφώτερος; ὁ τοὺς πολλοὺς πείθων, ἢ ὁ ὀλίγους, μᾶλλον δὲ οὐδένα; ὁ περὶ τῶν μεγίστων πείθων, ἢ ὁ περὶ τῶν μὴ δεόντων; Πόσα ἔκαμε Πλάτων καὶ οἱ κατ’ αὐτὸν περὶ γραμμῆς καὶ γωνίας καὶ στιγμῆς καὶ ἀριθμῶν ἀρτίων καὶ περιττῶν, καὶ ἴσων ἀλλήλοις καὶ ἀνίσων, καὶ τῶν τοιούτων διαλεγόμενος ἡμῖν ἀραχνίων (καὶ γὰρ τῶν ὑφασμάτων ἐκείνων ἀχρηστότερα ταῦτα τῷ βίῳ), καὶ οὐ μέγαν, οὐ μικρὸν ἐντεῦθεν ὠφελήσας οὕτω τὸν βίον κατέλυσε!
“Δεν επικράτησαν οι φιλόσοφοι με τους συλλογισμούς τους γιατί οδηγήθηκαν στην χαζομάρα. Πόσο κόπιασε ο Πλάτων με τους μαθητές του με το να μας συζητεί περί γραμμής και γωνίας και σημείου και περί αριθμών αρτίων και περιττών και ίσων μεταξύ τους και ανίσων και για τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ως ο ιστός της αράχνης -διότι αυτά στη ζωή είναι περισσότερο άχρηστα από εκείνα τα υφάσματα- και χωρίς να ωφελήσει πολύ ή λίγο με τις συζητήσεις αυτές εγκατέλειψε έτσι τη ζωή;”.

(Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Υπόθεσις της προς Κορινθίους Α΄ επιστολής).

6.3
Ὁ δὲ ἀγράμματος οὗτος, ὁ ἰδιώτης, ὁ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ, ὁ Ζεβεδαίου παῖς· κἂν μυριάκις καταγελῶσιν Ἕλληνες τῆς τῶν ὀνομάτων ἀγροικίας, οὐδὲν ἧττον μετὰ πλείονος αὐτὰ τῆς παῤῥησίας ἐρῶ· ὅ σῳ γὰρ ἂν τὸ ἔθνος αὐτοῖς βάρβαρον φαίνηται καὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἀπέχον παιδεύσεως, τοσούτῳ λαμπρότερα τὰ ἡμέτερα φανεῖται.
ἔνθα τὸ παλαιὸν ἐφιλοσόφουν οἱ τῆς Ἑλληνικῆς συμμορίας ἅπαντες.
∆ιαλεχθεὶς περὶ τῶν Ἑλληνικῶν, καὶ δείξας αὐτοὺς οὐδεμίαν ἔχοντας οὐδαμόθεν ἀπολογίαν, οὐδὲ ἐλπίδα σωτηρίας, κατηγορήσας τε ἀκριβῶς καὶ τῆς τῶν δογμάτων αὐτῶν διαστροφῆς, καὶ τῆς περὶ τὸν βίον ἀκαθαρσίας.
Ἐβουλόμην, εἴ γε σχολῆς ἀπελαύετε πολλῆς, εἰς μέσον ἁπάντων ὑμῶν μιαροῦ τινός Ἕλληνος φιλοσόφου βιβλίον καθ’ ἡμῶν εἰρημένον ἀγαγεῖν.
Μέγα ἀγαθὸν φιλοσοφία· φιλοσοφίαν δὲ λέγω τὴν παρ’ ἡμῖν. Τὰ γὰρ τῶν ἔξωθεν, ῥήματα καὶ μῦθοι μόνον εἰσί· καὶ οὐδὲ αὐτοὶ οἱ μῦθοι φιλόσοφόν τι ἔχοντες.
Μεγάλοι εἰσὶν ἐν τῇ κώμῃ ἐκεῖνοι, καλοὺς βοστρύχους τρέφουσι, καὶ τρίβωνας ἀναβέβληνται· μέχρι τούτων αὐτοῖς ἡ φιλοσοφία. Ἂν δὲ τὰ ἔνδοθεν ἴδῃς, τέφρα καὶ κόνις, καὶ ὑγιὲς οὐδὲν, ἀλλὰ Τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, πάντα ἀκαθαρσίας ἔχων γέμοντα καὶ ἰχῶρος*, καὶ τὰ δόγματα πάντα σκωλήκων . Ὁ γοῦν πρῶτος αὐτῶν τὸ ὕδωρ ἔφησεν εἶναι θεὸν, καὶ ὁ μετ’ ἐκεῖνον τὸ πῦρ, ἄλλος τὸν ἀέρα, καὶ πάντες εἰς τὰ σώματα κατηνέχθησαν. Τούτους οὖν, εἰπέ μοι, θαυμάζειν χρὴ, τοὺς οὐδὲ ἔννοιαν ἀσωμάτου λαβόντας Θεοῦ, εἰ δήποτε καὶ ὕστερον ἔλαβον, μετὰ τὸ συγγενέσθαι ἐν Αἰγύπτῳ τοῖς ἡμετέροις; Ἀλλ’ ἵνα μὴ πολὺν ὑμῖν ἐπάγωμεν θόρυβον, ἐνταῦθα τὸν λόγον καταλύσωμεν. Ἂν γὰρ ἀρξώμεθα τὰ ἐκείνων προτιθέναι δόγματα, καὶ τί μὲν περὶ Θεοῦ, τί δὲ περὶ ὕλης, τί δὲ περὶ ψυχῆς, τί δὲ περὶ σωμάτων εἶπον, πολὺς ἕψεται γέλως .
(*Το ιχώρ εδώ έχει την έννοια του θανάσιμου και τοξικού).
 
 
Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα στην γνώμη του Χρυσόστομου για την ελληνική σκέψη και τους Έλληνες σοφούς που τους ονομάζει και συμμορία. Σύμφωνα με αυτόν λοιπόν είναι καταγέλαστοι, γελοίοι, ότι λένε είναι βρώμικο, ακάθαρτο, διαστροφικό, τοξικό το ίδιο και τα βιβλία τους. Όσο πιο βάρβαρο είναι ένα έθνος και μακρυά από την ελληνική γνώση τόσο πιο λαμπρή φαίνεται η χριστιανική θρησκεία.

6.4
Ποῦ νῦν οἱ σοφοὶ τῶν Ἑλλήνων, οἱ τοὺς βαθεῖς πώγωνας ἕλκοντες, καὶ τὰς ἐξωμίδας ἀναβεβλημένοι, καὶ τὰ μεγάλα φυσῶντες; Τὴν Ἑλλάδα, τὴν βάρβαρον πᾶσαν ὁ σκηνοποιὸς ἐπέστρεψεν. Ὁ δὲ παρ’αὐτοῖς ἀγόμενος καὶ περιφερόμενος Πλάτων, τρίτον εἰς Σικελίαν ἐλθὼν μετὰ τοῦ κόμπου τῶν ῥημάτων ἐκείνων, μετὰ τῆς ὑπολήψεως τῆς λαμπρᾶς, οὐδὲ ἑνὸς περιεγένετο τυράννου, ἀλλ’ οὕτως ἀθλίως ἀπήλλαξεν, ὡς καὶ αὐτῆς ἐκπεσεῖν τῆς ἐλευθερίας. Ὁ δὲ σκηνοποιὸς οὗτος οὐ Σικελίαν μόνον οὐδὲ Ἰταλίαν, ἀλλὰ πᾶσαν ἐπέδραμε τὴν οἰκουμένην, καὶ οὐδὲ ἐν τῷ κηρύττειν τῆς τέχνης ἀπέστη, ἀλλὰ καὶ τότε δέρματα ἔῤῥαπτε, καὶ ἐργαστηρίου προειστήκει· καὶ οὐδὲ τοῦτο ἐσκανδάλισε τοὺς ἐξ ὑπάτων· καὶ μάλα εἰκότως. Οὐ γὰρ αἱ τέχναι καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα, ἀλλὰ τὸ ψεῦδος καὶ τὰ πεπλασμένα δόγματα εὐκαταφρονήτους ποιεῖν εἴωθε τοὺς διδάσκοντας.
“Πού είναι τώρα οι σοφοί των Ελλήνων με τα πυκνά τους γένια, με τους έξωμους χιτώνες τους και μετα παραφουσκωμένα λόγια; Όλη την βάρβαρη Ελλάδα ο σκηνοποιός (ο Παύλος) επέστρεψε (εκχριστιάνισε). Ας είναι ανάμεσά τους κι αυτός ο περιβόητος Πλάτων, που τρεις φορές πήγε στη Σικελία, γεμάτος επίδειξη και κομπορρημοσύνη, μα κανείς δεν του έδωσε προσοχή. Όμως εκείνος ο σκηνοποιός όχι μόνο στη Σικελία, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σ’ όλη την οικουμένη πέταξε και δεν σκανδάλισε, και είναι φυσικό, γιατί οι διδάσκαλοι δεν καταφρονούνται από την εργασία τους αλλά από τα ψέμματά τους”.

(Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις την “Προς Ρωμαίους επιστολήν”)

7. Κοσμάς ο Αιτωλός

 
Θεωρείται από τους Ρωμιούς, ότι είχε και “εθνική” δράση δημιουργώντας ελληνικά σχολεία. Στο πρώτο απόσπασμα θα δούμε τι ακριβώς θεωρεί ότι πρέπει να κάνει ένα σωστό σχολείο:

7.1
Διατί πάντα εις τα σχολεία γυμνάζονται οι άνθρωποι και ηξεύρουν και μανθάνουν το τι εστί ο Θεός, το τι είνε οι άγιοι άγγελοι, τι είνε οι καταραμένοι δαίμονες και το τι είνε η αρετή των δικαίων. Το σχολείον φωτίζει τούς ανθρώπους. Ανοίγουν τα ομάτια των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών να μανθάνουν τα μυστήρια.
(Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή ΣΤ΄).
 
Στο δεύτερο θα δούμε τι θεωρεί για την πραγματική γνώση και την παιδεία πουδεν είναι όπως την οραματίστηκε στο προηγούμενο απόσπασμα, δηλαδή χριστιανική:

7.2
Έμαθα και πέντε εξ ελληνικά και έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και από όλα τα έθνη, με την χάριν του Χριστού μας και πολλά τα εδιάβασα. Και όλα τα εθνικά κάλπικα τα ηύρα· όλα ευρέματα και σπέρματα του Διαβόλου , και κατά αλήθειαν, αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα.
(Κοσμάς ο Αιτωλός Διδαχή Η΄).
 

Επίλογος

 
Τα αποσπάσματα όλα έχουν μια ξεκάθαρη ιδεολογία, ταυτίζονται με αυτό που ήδη γνωρίζουμε και στην δημοσίευση για την παιδεία θα δούμε περισσότερα και δεν έχει σχέση με τις δικαιολογίες των απολογητών. Το μόνο στοιχείο που δέχονται οι Πατέρες του Χριστιανισμού είναι η πίστη, όλες οι γνώσεις και η επιστημονική προσπάθεια είναι για αυτούς άχρηστη και επικίνδυνη. Βλέπουμε ιδιαίτερες αναφορές για τον Πλάτωνα, τους Έλληνες φιλοσόφους, τους δασκάλους, δηλαδή όλη την ελληνική σκέψη και ελληνική παιδεία και οι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται.
 
Νομίζω ότι από τα λίγα σχετικά κείμενα είναι κατανοητό τι εννοούν οι Πατέρες της Εκκλησίας ως προς την ορολογία “Έλληνες”, ή “ελληνικό” και είναι και ξεκάθαρη η σχέση τους με την γνώση, δηλαδή την παιδεία και την φιλοσοφία – επιστήμη. Αναφερόντουσαν και ενοχλούντο ιδιαίτερα από τις φιλοσοφικές ιδέες των αρχαίων Ελλήνων και την Λογική τους, που διερευνούσαν τα πάντα και αυτό δεν ήταν αρεστό, αλλά αναφέρονται και στην ίδια την γνώση της φιλοσοφίας, αλλά και στο ελληνικό “έθνος” που είναι αυτό που δημιούργησε την φιλοσοφία, την επιστήμη και την αμφισβήτηση στους μύθους.
 
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που από όλους τους λαούς που ήταν πολυθεϊστές επέλεξαν τον ελληνικό για να τον ταυτίσουν με την πολυθεΐα, δηλαδή με το απόλυτο κακό για αυτούς, ενώ από τους Ρωμαίους, παρά το υποτιθέμενο κυνήγι που τους έκαναν, υιοθέτησαν εύκολα το όνομα σαν ένα είδος εθνισμού, για να καταλήξουμε σήμερα να μας λένε…Ρωμιούς. 

Όταν ο Σιμωνίδης είπε "Μέγα το γένος των ηλιθίων" και ο Επίκουρος "Το ποσοστό των βλακών στην κοινωνία είναι κολοσσιαίο", κάτι ήξεραν! Οι εκβραϊσμένοι Νεοέλληνες που μόνο όποτε τους συμφέρει "θυμούνται" ή "επικαλούνται" κάποιους αρχαίους που έζησαν και μεγαλούργησαν σε αυτόν τον τόπο, όχι μόνο ασπάστηκαν μια εβραϊκή σέκτα, αλλά φρόντισαν να μην διδάσκονται τα επιτεύγματα αυτών των αρχαίων στα σχολεία τους. Ευτυχώς και οι ξένοι και τα ανέδειξαν, γιατί εμείς εδώ όχι μόνο τα περιφρονούμε, αλλά τιμούμε και τους διώκτες τους! Αυτή η εγκληματική θρησκεία με τα ανείπωτα εγκλήματα, καταστροφές και γενοκτονίες στην ανθρώπινη ιστορία, όχι μόνο αντέγραψε όλες τις δοξασίες, λάβαρα, ιδέες, δόγματα και ιεροτελεστίες από άλλες αρχαίες θρησκείες, αλλά φρόντισε να τις καταστρέψει ολοσχερώς για να καλύψει τις αντιγραφές και αποδείξεις των εγκλημάτων και εξαπάτησης των "προβάτων" της! 

Από τα κείμενα του Ερμή του Τρισμέγιστου, και την φιλοσοφία των Βραχμάνων, Βουδιστών, Σουμερίων, Βαβυλωνίων, Ασυρίων, Αιγυπτίων και τον Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Πυθαγόρα, τους Στωικούς, Ορφικούς, τον Ηράκλειτο και πολλούς άλλους, αντέγραψαν τα πάντα από αυτούς και μετά τους διέβαλαν ως ειδωλολάτρες, αυτοί που πίστευαν και που πιστεύουν σε θεϊκά συμβούλια, όπου ο αρχηγός θεός τους μοίρασε στους υποτελείς θεούς του τον κόσμο και ότι ο θεός τους έχει γυναίκα και 70 γιούς, αυτοί έρχονται τώρα να μας πουν ότι ο "μονοθεϊσμός" τους που αντέγραψαν από τους αρχαίους, είναι αποκλειστική εφεύρεσή και πατέντα τους! Τι να πει κανείς στους σκοταδιστές που ακόμα και σήμερα διαλαλούν στα Πανεπιστήμια ακόμα ότι "Ο θεός τους μας υποδούλωσε στους Τούρκους για να μας γλυτώσει από την αναγέννηση"!

Επίκουρος, "Τόση βλακεία δεν πολεμιέται με τίποτα"...

Ένα μικρό δείγμα περί των δήθεν "ελληνοχριστιανικών" συζεύξεων και του πλαστουργήματος του "ελληνοχριστιανικού" πολιτισμού. Ιδιαίτερα εύστοχο το εξής που έγραψες αγαπητέ Φιλίστορα: "Ήδη από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι οι Έλληνες δεν τους ενοχλούσαν επειδή ήσαν αρχαιολάτρες, γιατί το ίδιο ήσαν και οι Ρωμαίοι αλλά και άλλοι λαοί. Τους ενοχλούσε ο Λόγος των Ελλήνων. Η λογική και η επιστήμη".

Τα χωρία που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στην πατερική γραμματεία με ανάλογες αναφορές, είναι πάμπολλα. Αυτό που θα ήθελα να αναφέρω, είναι ότι το αδύνατο της συζεύξεως αυτής, υποστηρίζεται και από τον ίδιο τον ορθόδοξο κόσμο (!). Για παράδειγμα, ο αρχιμανδρίτης Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος, δεινός γνώστης της πατερικής γραμματείας, ο οποίος υποστηρίζει ότι: "Τόσον η ταπεινότης μου, όσον και πολλοί άλλοι, δεν βλέπομεν συγγενείας και συζεύξεις μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού, αλλά χάσματα και αβύσσους. Ο δεύτερος, ως νομίζομεν, είναι άρνησις και καταδίκη της ουσίας του πρώτου''.(Περί τας «Ελληνοxριστιανικάς συνθέσεις», Άρθρα – Μελέται Επιστολαί. Τόμος Α’. Αθήνα 1986).

Αλλά και ο Ι. Ρωμανίδης, να τι ισχυρίζεται για τους τρεις ιεράρχες, "προστάτες των γραμμάτων": "Εδώ στην Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι από την αρχαία Ελλάδα. Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει αυτήν την μορφή που έχει, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος. Αν όμως διαβάσει κανείς τους Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε πολύ πίσω στο θέμα αυτό". (Πατερική θεολογία, κεφ. 16, εκδόσεις Παρακαταθήκη).

Ο πολύς κόσμος βέβαια πιστεύει διαφορετικά πράγματα, εφόσον ποτέ δεν διάβασαν ούτε τους πατέρες, ούτε την Γραφή...

ΔΕΣ: 

Οι τρεις ανθέλληνες Ιεράρχες - Μια «γιορτή» όνειδος για την Ελληνική Παιδεία 

Ο ανθέλληνας Mέγας Βασίλειος: Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας

Γιατί έγιναν οι διώξεις των χριστιανών; 

Ορθοδοξία και η άλλη άποψη έως την Άλωση – Ποια είναι ιστορικά η σχέση της Ανατολικής Εκκλησίας με την άλλη άποψη, ιδιαίτερα την φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική μέχρι το 1453 

Ελληνικότητα και Βυζάντιο 

Η αρχή του χριστιανικού αναθέματος στην Βίβλο 

Οι τρεις ανθέλληνες Ιεράρχες - Μια «γιορτή» όνειδος για την Ελληνική Παιδεία

Οι τρεις Ιεράρχες (Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος Ναζιανζηνός), ελάχιστοι γνωρίζουν, ότι δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Σύμφωνα και με την επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας, υπήρχε μια έριδα ανάμεσά τους, σε σχέση με το ποιος την...έχει πιο μεγάλη... (την πνευματικότητα). Αιώνες αργότερα*, οι «ιερές» αυτές κοκορομαχίες είχαν οδηγήσει σταδιακά μάλιστα και στην δημιουργία ομάδων από φανατικούς οπαδούς του κάθε «πατέρα»: Τους Βασιλείτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες.

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Αλέξιος Α' Κομνηνός, βλέποντας ότι η διαμάχη αυτή, ανάμεσα στις παρατάξεις των φανατικών οπαδών των τριών Ιεραρχών, είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις (οι διάφοροι θρησκόληπτοι οπαδοί έκαναν πράξη τη ρήση «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος») κι απειλούσε ακόμη και την ενότητα της αυτοκρατορίας, ανέθεσε στον Βυζαντινό συγγραφέα και επίσκοπο Ευχαϊτών, Ιωάννη Μαυρόπου (Μαυρόποδας), να βάλει τέλος σ' αυτήν την διένεξη. Ο Ιωάννης Μαυρόπους, με μια απλή και «μπακαλίστικη» λογική, τους έκανε «3 σε 1». Δηλαδή δημιούργησε μια κοινή γιορτή και για τους τρεις («Γιορτή των γραμμάτων της ελληνοχριστιανικής παιδείας»), έγραψε και μια κοινή ακολουθία η οποία θα ψάλλονταν και για τους τρεις κι έτσι κατάφερε να ηρεμήσει κάπως τα πνεύματα και τα...αίματα των φανατικών οπαδών. Ο Μαυρόπους μάλιστα, τόνιζε ότι οι τρεις Ιεράρχες «Ψευδείς μεν εξέκλιναν Ελλήνων ύθλους, πειθώ δε την τύραννον, ανθρώποις μόνην είλκοντο υφ’ ης την αλήθειαν, οι τρεις τονώσαντες, ούτως άπαν σύστημα πιστών, χειρούνται λόγοις και καταπείθουσι».

Αυτά τα ολίγα για το τότε. Ερχόμενοι στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ελληνοχριστιανική προπαγάνδα, η οποία εμφανίζει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τους τρεις Ιεράρχες ως Έλληνες και προστάτες των Ελληνικών γραμμάτων. Καθιερώθηκαν δε, ως τέτοιοι, μετά την Απελευθέρωση και μάλιστα με την σφραγίδα του νεοσύστατου επίσημου ελληνικού κράτους και της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1842. Βρισκόμαστε ήδη στα πρώτα στάδια της δημιουργίας της ιδέας του ανύπαρκτου «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού», με τον οποία η Εκκλησία, προσπαθεί να διαγράψει μονοκονδυλιά το ένοχο παρελθόν της (διωγμοί, σφαγές, αφορισμοί, προδοσίες, καταπίεση, οικονομική αφαίμαξη των πιστών κ.ά.). Και δεν περιορίζεται μόνο εκεί, αλλά κάνοντας το άσπρο μαύρο, προσπαθεί να παρουσιάσει εαυτόν ως θεματοφύλακα του ελληνικού γένους (οϊμέ...).

Οι τρεις Ιεράρχες, τιμώνται από την ελληνική Εκκλησία διότι, λέει, «διέσωσαν» τα ελληνικά γράμματα. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει, είναι, από ποιους τα διέσωσαν και πώς; Αφού η ελληνική γλώσσα ήταν, τότε, η επίσημη γλώσσα του γνωστού κόσμου! Επιπλέον, για τί είδους «γράμματα μιλάμε», απ' τη στιγμή που ως γνωστόν οι επιστήμες στο θεοκρατικό Βυζάντιο ήταν υπό διωγμόν, ενώ τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα καίγονταν σωρηδόν και δημοσίως; Ο συγγραφέας Τζόζεφ Μακ Κέιμπ μάλιστα έχει κάνει και την εξής θλιβερή διαπίστωση: «Το Βυζάντιο επί δέκα ολόκληρους αιώνες δεν κατόρθωσε να παράγει ούτε ένα βιβλίο που να διαβάζεται σήμερα από έναν καλλιεργημένο άνθρωπο». Και πως να παράγει, αφού ως «γράμματα» τότε θεωρούνταν τα θρησκευτικά συγγράμματα των «πατέρων» της Εκκλησίας και τα λοιπά σκοταδιστικά θρησκευτικά κείμενα;

Ας δούμε όμως πως «υπερασπίστηκαν» τον Ελληνισμό και το Ελληνικό Πνεύμα οι τρεις Ιεράρχες, μέσα απ' τα κείμενά τους (τα πρωτότυπα κείμενα των παραπομπών, για τον όποιο ενδιαφερόμενο, υπάρχουν στην «Ελληνική Πατρολογία»)...

Μέγας Βασίλειος:

«Προσταγή! Μη δειλιάζετε από των ελληνικών πιθανολογημάτων… τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινότητα, αλλά σαν δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν».
(«Εις τον προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον», 7.196.3)

«Είναι εχθροί οι Έλληνες...διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζoντας με ορθάνοιχτο στόμα τον “Ισραήλ”. Στόμα δε, λέγει εδώ ο προφήτης (βλ. Ησαΐας Θ΄: 11) την σοφιστική του λόγου δύναμη, η οποία τα πάντα χρησιμοποίησε για να παραπλανήσει αυτούς που πιστεύουν με απλότητα στον Θεό».
(«Εις τον προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον», 9.230.8)

«Δεν πρέπει να παραδώσετε στους αρχαίους (Έλληνες) συγγραφείς το τιμόνι του νου σας, για να σας πάνε όπου αυτοί θέλουν... Οδηγός μας στην εδώ κάτω ζωὴ είναι η Αγία Γραφή, που η γλώσσα της έχει πολύ μυστήριο... Αν οι δυο διδασκαλίες έχουν κάποια συγγένεια, θα ήταν ωφέλιμη η γνώση και των δυο. Αλλά έχουν και μεγάλη διαφορά. Γι᾿ αυτό, αν τις βάλουμε τη μια πλάι στην άλλη και τις συγκρίνουμε, θα δούμε καθαρά ότι η μια υπερέχει της άλλης (εννοεί ότι υπερέχει η εβραϊκή έναντι της ελληνικής)... Όσοι στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων δεν αναζητούν μονάχα τη γλύκα και τη χάρη του λόγου, μπορούν ν᾿ αποκομίσουν και κάποια ωφέλεια για την ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αυτά τα συγγράμματα να τα σπουδάζουμε ακολουθώντας το παράδειγμα των μελισσών. Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν».
(«Παραινέσεις προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», παρ. 1-4)
[σ.σ.: Ο τίτλος του λόγου, είναι τουλάχιστον παραπλανητικός. Ο Βασίλειος, δεν προτρέπει, αλλά ουσιαστικά αποτρέπει. Αποτρέπει την διάβαση των «επικίνδυνων» -για την ιουδαιοχριστιανική θρησκεία- μονοπατιών της Ελληνικής Παιδείας. Προτρέπει, κατ' ουσίαν, στην «ξερή» και υπό όρους χρήση των ελληνικών γραμμάτων, χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα, απλά σαν ένα εργαλείο κατανόησης των θρησκευτικών κειμένων.]

ΔΕΣΟ ανθέλληνας Mέγας Βασίλειος: Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας

Ιωάννης ο Χρυσόστομος:

«Αν κοιτάξεις στα ενδότερα (των ελληνικών σκέψεων) θα δεις, τέφρα και σκόνη και τίποτε υγιές, αλλά τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγας (των Ελλήνων φιλοσόφων), όλα δε είναι γεμάτα ακαθαρσίες και πύον, και πάντα τα δόγματα τους βρίθουν από σκουλήκια… Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες, παίρνοντας από τους φιλοσόφους τους… Εμείς όμως, δεν παραιτούμαστε από την μάχη εναντίον τους».
(«Υπόμνημα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν», Ομιλία Ξ', 59.369-370)

«Πού είναι τώρα οι σοφοί των Ελλήνων με τα πυκνά τους γένια, με τους έξωμους χιτώνες τους και με τα παραφουσκωμένα λόγια; Όλη την βάρβαρη Ελλάδα ο σκηνοποιός (ο Παύλος) επέστρεψε (εκχριστιάνισε). Ας είναι ανάμεσά τους κι αυτός ο περιβόητος Πλάτων, που τρεις φορές πήγε στη Σικελία, γεμάτος επίδειξη και κομπορρημοσύνη, μα κανείς δεν του έδωσε προσοχή. Όμως εκείνος ο σκηνοποιός όχι μόνο στη Σικελία, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σ’ όλη την οικουμένη πέταξε και δεν σκανδάλισε, και είναι φυσικό, γιατί οι διδάσκαλοι δεν καταφρονούνται από την εργασία τους αλλά από τα ψέμματά τους».
(«Ερμηνεία εις την “Προς Ρωμαίους επιστολήν”», 60.407)

«Πόσο κόπιασε ο Πλάτων με τους μαθητές του με το να μας συζητεί περί γραμμής και γωνίας και σημείου και περί αριθμών αρτίων και περιττών και ίσων μεταξύ τους και ανίσων και για τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ως ο ιστός της αράχνης -διότι αυτά στη ζωή είναι περισσότερο άχρηστα από εκείνα τα υφάσματα- και χωρίς να ωφελήσει πολύ ή λίγο με τις συζητήσεις αυτές εγκατέλειψε έτσι τη ζωή;».
(«Ερμηνεία εις την “Α΄ Κορινθίους επιστολήν”», Ομιλία Δ', 61.34)

«Οι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες, είναι καταγέλαστοι και δεν διαφέρουν από τα παιδιά που λένε ανοησίες. Γιατί δεν μπόρεσαν να πάρουν με το μέρος τους ούτε έναν σοφό η άσοφο, ούτε άνδρα ή γυναίκα, ούτε ένα μικρό παιδί από τόσα έθνη κι από τόσους λαούς, αλλά προκαλούσαν τόσα γέλια τα βιβλία που είχαν γράψει, ώστε, μόλις τα παρουσίαζαν, να εξαφανίζονται, γι' αυτό και χάθηκαν τα περισσότερα... Ποτέ δεν έκαμαν το σωστό, αλλά ήσαν δειλοί, φιλόδοξοι, αλαζόνες και είχαν ασυλλόγιστα πάθη... Ο Ελληνισμός μπορεί ν' απλώθηκε σ' όλη τη γη και να κατέκτησε τις καρδιές των ανθρώπων, καταλύθηκε όμως με την δύναμη του Χριστού και το κήρυγμά μας φυτεύτηκε στις ψυχές των ανθρώπων... Και όσοι ήταν άπιστοι εντυπωσιάστηκαν από την διδασκαλία του Ιησού και περιφρόνησαν την δουλοπρέπεια, την ανελευθερία και την ποταπότητα των Ελλήνων. Όλοι διέκριναν την ευγένεια των μέσων που χρησιμοποιούν οι χριστιανοί, σε αντίθεση με την αισχρότητα των Ελλήνων».
(«Εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων», παρ. 11-12, 15, 40)
[σ.σ.: Ολόκληρο αυτό κείμενο, είναι ένας λίβελλος εναντίον των Ελλήνων και του Ελληνισμού.]

«Όλα αυτά τα λόγια της Ελληνικής μωρίας, είναι παραληρήματα που προκαλούν το γέλιο. Διότι όπως ακριβώς εάν κάποιος αποτολμά να σημαδεύει τον ουρανό με το τόξο του προσπαθώντας να τον κάνει κομμάτια με τα βέλη του ή να αποστερέψει τον ωκεανό με το να τον αδειάζει με τα χέρια του, δεν θα υπάρχει κανένας εύθυμος που δεν θα γελάσει μαζί του, αλλά οι σοβαρότεροι θα χύσουν πολλά δάκρυα (για τα χάλια του). Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όταν οι Έλληνες μας αντιμιλούν, είναι καλό να γελάς εις βάρος τους και να κλαις για λογαριασμό τους. Διότι αυτοί επιχειρούν πολύ πιο κενόδοξα πράγματα απ’ αυτόν που ελπίζει ότι μπορεί να τραυματίσει τον ουρανό ή να αδειάσει τη θάλασσα».
(«Εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων», παρ. 21)

«Όπου η μνήμη των μαρτύρων, εκεί και η ντροπή των Ελλήνων».
(«Εις τον άγιον ιερομάρτυραν Βαβύλαν», παρ. β')

«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα…».
(«Υπόμνημα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν», Ομιλία Α', 59.31)

«Tα παιδιά να υπακούτε στους γονείς σας σύμφωνα με το θέλημα του Kυρίου… Εκτός κι αν ο γονέας είναι Έλληνας...».
(«Προς Eφεσίους επιστολήν», Oμιλία KA', παρ. α')

«Τι όμως, άγιος είναι ο ναός του Σεράπιδος διά τα βιβλία; (αναφέρεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που υπήρχαν στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας) Μη γένοιτο! Αλλ’ εκείνα μεν (τα ιουδαϊκά αυτά βιβλία) έχουν την δική τους αγιότητα, στον τόπο όμως (στο Σεράπειο δηλαδή) δεν την μεταδίδουν...αλλά δαίμονες οικούσι τον τόπον...μάλλον δε και αυτών (των Ελλήνων) όντων δαιμόνων...και παρ’ αυτών (των Ελλήνων) στέκει εκεί βωμός απάτης αόρατος, εις τον οποίον ψυχάς ανθρώπων θυσιάζουσι... Κατάλαβε λοιπόν και φανέρωσε (διέδωσε) ότι δαίμονες κατοικούν εκεί».
(«Λόγοι κατά Ιουδαίων», Λόγος Α', παρ. στ')

«Κανένας δεν πρέπει να δίνει στα παιδιά του ονόματα των (Ελλήνων) προγόνων του, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά να δίνει τα ονόματα των δικαίων (δηλ. εβραϊκά, της Παλαιάς Διαθήκης), των μαρτύρων, των επισκόπων και των αποστόλων».
(«Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα»)

«Που είναι τώρα τα έργα του Πλάτωνα, του Πυθαγόρα και των Αθηναίων (φιλοσόφων); Οι ψαράδες (Απόστολοι) και ο σκηνοποιός (Παύλος) διέδωσαν το έργο τους όχι μόνο στην Ιουδαία, αλλά και στη γλώσσα των βάρβαρων, κάτι που οι Έλληνες μόνο στον ύπνο τους θα φαντάζονταν».
(«Ομιλία Η', λεχθείσα εν τη εκκλησίᾳ τη επὶ Παύλου, Γότθων αναγνόντων, και πρεσβυτέρου Γότθου προομιλήσαντος», παρ. α')

«Αφανίσαμε από προσώπου γης κάθε ίχνος παιδείας, τέχνης και φιλοσοφίας του αρχαίου κόσμου».
(«Ο ανθελληνισμός στα πατερικά και εκκλησιαστικά κείμενα» [Γεώργιος Σιέττος])
[σ.σ.: Αδιαμφισβήτητο «επίτευγμα», με πολύ γνωστό παράδειγμα εφαρμογής τον φόνο της Ελληνίδας φιλοσόφου Υπατίας.]

ΔΕΣΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. ΕΝΑΣ ΒΡΩΜΟΣΤΟΜΟΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΑΣ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος**:
«Η μητέρα μου πρόσεχε να μη φιλήσουν τα χείλη μου ελληνικά χείλη, να μην αγγίξουν τα χέρια μου ελληνικά χέρια και ούτε ελληνικά τραγούδια να μολύνουν τα αφτιά και την γλώσσα μου».
(«Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου», παρ. ι')

«Οι αμόρφωτοι (Έλληνες) φιλόσοφοι, ενώ μυθολογούσαν για τα άστρα και δημιούργησαν την αστρολογία, δεν κατάφεραν να εξηγήσουν πως μας διοικεί ο Θεός».
(«Λόγος προς αστρονόμους»)

«(Η βάπτιση του Ιησού), δεν είναι μυστήριο απατηλό, ούτε ελληνική απάτη και μέθη. Είναι μυστήριο θείο και λαμπρό».
(«Εις τα Άγια Φώτα», παρ. α')

«Η σοφία των Ελλήνων είναι τύφος... Οι Έλληνες είναι αλαζόνες...δεισιδαίμονες...αυθάδεις...».
(«Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον»)

«Ποίος Ευκλείδης εμιμήσατο ταύτα, γραμμαίς εμφιλοσοφών ταις ουκ ούσαις, και κάμνων εν ταις αποδείξεσι; Τίνος Παλαμήδους τακτικά κινήματά τε και σχήματα γεράνων, ως φασι, και ταυτά παιδεύματα κινουμένων εν τάξει, και μετά ποικίλης της πτήσεως; Ποίοι Φειδίαι και Ζεύξιδες και Πολύγνωτοι, Παρράσιοι τε τινες και Αγλαοφώντες, κάλλη μεθ᾿ υπερβολής γράφειν και πλάττειν ειδότες;».
(«Λόγος θεολογικὸς Β', περὶ Θεολογίας», παρ. 25)

Τέλος, για να τελειώνει και η ιστορία ελληνοχριστιανικής φαντασίας, σε ότι αφορά την ελληνικότητα των τριών Ιεραρχών, κανένας απ' αυτούς δεν ήταν Έλληνας, ή τουλάχιστον δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο με βεβαιότητα. Ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (επονομαζόμενος και «Θεολόγος») ήταν Καππαδόκες. Η δε καταγωγή του Ιωάννη Χρυσόστομου, ο οποίος γεννήθηκε στη Συρία, είναι αδιευκρίνιστη και εντελώς αυθαίρετα παρουσιάζεται ως Έλληνας. Το ότι η μητέρα του είχε ελληνικό όνομα (Ανθούσα) δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, καθώς ήταν συνηθισμένη πρακτική την εποχή εκείνη, οι Εβραίοι να λαμβάνουν ελληνικά ονόματα. Δεν ήταν όμως καθόλου συνηθισμένο, Έλληνες να λαμβάνουν εβραϊκά ονόματα και μάλιστα από τη στιγμή της γέννησής τους, όπως ο Ιωάννης (το «Ιωάννης» είναι εβραϊκό όνομα). Το όνομα της θείας του, ήταν επίσης εβραϊκό (Σαββία), ο δε πατέρας του, έφερε το ρωμαϊκό στρατιωτικό τίτλο «Σεκούνδιος» και οι ρωμαϊκοί τίτλοι, αλλά και τα ρωμαϊκά ονόματα επίσης, ήταν κάτι συνηθισμένο στους Εβραίους τότε (π.χ. ο Σαούλ που έγινε Παύλος). Το πιο πιθανόν λοιπόν, για τον Χρυσόστομο, και με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, είναι πως ήταν Εβραίος χριστιανός.
-----------------------
* Δώστε βάση να δείτε τι αρλούμπες αναγράφονται στην ιστοσελίδα της Εκκλησίας και στο συγκεκριμένο κείμενο που αφορά το τέλος της διαμάχης των τρεις Ιεραρχών: «Οι ίδιοι οι άγιοι έδωσαν τέλος στη διαμάχη εμφανιζόμενοι στο θεοσεβή, ενάρετο και προικισμένο με πλούσια χαρίσματα ιεράρχη Ιωάννη Μαυρόποδα, επίσκοπο Ευχαϊτών, λέγοντάς του ότι μεταξύ τους δεν υπήρχε αντιδικία και να ενεργήσει τα δέοντα για να σταματήσει η επικίνδυνη για την ενότητα της Εκκλησίας διαμάχη». 

Οι τρεις Ιεράρχες έζησαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός διατέλεσε αυτοκράτορας του Βυζαντίου μεταξύ στα τέλη του 11ου αιώνα μ.Χ. και αρχές του 12ου. Ο Ιωάννης Μαυρόπους έζησε κι αυτός τον 11ο αιώνα μ.Χ. (τον πρόλαβε τον Αλέξιο). Μιλάμε δηλαδή για μια απίστευτη -και ανεπίτρεπτη- χρονική ακροβασία της Εκκλησίας, μόνο και μόνο για να παρουσιάσει το παραμυθάκι της, όσο το δυνατόν πιο όμορφο, γεμάτο καλοσύνη και ομόνοια. Εκτός κι αν εννοείται ότι εμφανίστηκαν «θαυματουργικώς», οπότε δεν μας εκπλήσσει τίποτε. Αν και είναι απορίας άξιον, πως τόσους αιώνες οι «άγιοι» δεν έκαναν κάτι για να σταματήσουν τις έριδες κι όταν το αποφάσισαν, χρειάστηκαν... διαμεσολαβητή.


** Ο Γρηγόριος, σε σχέση με τους άλλους Ιεράρχες, εμφανίζεται λιγότερo ανθέλληνας, αν και η ακόλουθη διαπίστωσή του (που θυμίζει Τερτυλλιανό), σε απλά ελληνικά, μπορεί να προβληματίσει, ακόμα και τον πιο καλόπιστο χριστιανό, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής: «Τί­ποτα δεν μπορεί να επιβλη­θεί καλύτερα στον κό­σμο από τη μωρολογία· όσο λι­γότερο καταλαβαίνουν κάτι, τόσο περισσότερο το θαυμά­ζουν»! («Ἐπειδὴ τὸ μὲν ῥᾳδίως ληπτὸν, ἅπαν εὐκαταφρόνητον· τὸ δὲ ὑπὲρ ἡμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον· καὶ γυμνάζει τὸν πόθον ἅπαν τὸ διαφεῦγον τὴν ἔφεσιν» [«Περί φιλοπτωχίας», παρ. λγ']).

ΔΕΣ

  • Το αγεφύρωτο χάσμα Ελληνισμού και Χριστιανισμού
  • Τα επίσημα αναθέματα της Ορθοδοξίας κατά της ελληνικής σκέψης
  • Χριστιανισμός και επιστήμη
  • Γνώμες των χριστιανών Πατέρων για την Ελληνική παιδεία και τους αρχαίους Έλληνες σοφούς – Η δυσφήμηση των Ελλήνων από την Ορθοδοξία
  • Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

    Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

    0.1. Γενικές έννοιες


    Απ᾽ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
    να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
    κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
    κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω.

    Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Α' 887-90[1]

    Η Ελληνική γλώσσα, όπως και κάθε γλώσσα, δίνει σε όσους τη γνωρίζουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν, δηλαδή να εκφράζουν τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, να μεταδίδουν ο ένας στον άλλον πληροφορίες, να διηγούνται, να διατυπώνουν παρακλήσεις ή εντολές, να υποβάλλουν ερωτήματα κλπ.

    Ο καθένας, για να επικοινωνήσει, διαλέγει και συνδυάζει τις λέξεις που αποδίδουν ό,τι έχει να πει και είτε τις εκφέρει προφορικά είτε τις καταγράφει. Και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσμα είναι ένας λόγος: λόγος προφορικός στην πρώτη περίπτωση, λόγος γραπτός στη δεύτερη.[2]

    Οι άνθρωποι μιλούμε και γράφουμε συχνά, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αλλιώς θα μιλήσει ή θα γράψει κανείς στους γονείς του, αλλιώς στους φίλους του, αλλιώς σε κάποιον άγνωστο, αλλιώς στον προϊστάμενό του, αλλιώς στο αγαπημένο πρόσωπο. Και πάλι, διαφορετική μορφή θα πάρει ο λόγος αν προορίζεται απλά και μόνο να μεταδώσει μια πληροφορία, διαφορετική μορφή αν είναι να εκφράσει φόβο, λαχτάρα, ή άλλο συναίσθημα, διαφορετική μορφή αν έχει σκοπό να διασκεδάσει, και πάλι διαφορετική αν προορίζεται για να διδάξει, να πείσει, ή και να γοητέψει τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Έτσι, τα είδη του λόγου, ή καλύτερα οι τρόποι της ομιλίας και της γραφής είναι πολλοί, συνδυάζονται συχνά, και μόνο σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε κάποια κριτήρια και να ξεχωρίσουμε κατηγορίες.

    Τα λόγια που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους συναναστροφή είναι συνήθως απλά και αφρόντιστα. Συμβαίνει όμως αυτός που μιλά ή που γράφει να προσπαθήσει, συνειδητά ή ασυναίσθητα, να διαμορφώσει τον λόγο του με τρόπο που να κάνει καλή εντύπωση, να τον πιστέψουν, και γενικά να πετύχει αυτό που επιδιώκει. Στις περιπτώσεις αυτές ο λόγος του λέμε πως είναι ξεχωριστός, φροντισμένος.

    Κατά κανόνα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, ο γραπτός λόγος είναι πιο φροντισμένος από τον προφορικό, καθώς όλοι ξέρουμε ότι τα λόγια ακούγονται μια φορά και χάνονται, αλλά τα γραπτά μένουν.

    Ιδιαίτερα φροντισμένος είναι συνήθως ο δημόσιος λόγος, τόσο ο προφορικός, όταν απευθύνεται σε μεγάλο ακροατήριο, όσο και ο γραπτός, όταν προορίζεται να πολλαπλασιαστεί με την τυπογραφία ή άλλο μέσο και να δημοσιευτεί.

    Η πιο συνηθισμένη περίπτωση φροντισμένου λόγου είναι βέβαια ο έντεχνος λόγος, όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τους κανόνες της τέχνης του λόγου - άλλος συνειδητά, αν είναι μελετημένος, άλλος από φυσική κλίση. Και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος τους, προφορικός ή γραπτός, εντάσσεται στη λογοτεχνία.

    Στον έντεχνο λόγο ανήκουν ολοφάνερα ως λογοτεχνήματα όλα τα ποιητικά έργα, είτε προορίζονται να τραγουδηθούν ή να απαγγελθούν, είτε γράφτηκαν μόνο για να διαβάζονται. Τα ποιητικά έργα έχουν όλα ρυθμό, τα περισσότερα έχουν και μέτρο, δηλαδή χωρίζονται σε ρυθμικές ενότητες με προκαθορισμένη έκταση· τα τραγουδιστικά έχουν και μελωδία.

    Έντεχνος δεν είναι βέβαια μόνο ο ποιητικός αλλά και ο πεζός λόγος, γραπτός και προφορικός. Η γιαγιά που διηγείται ένα παραμύθι, ο ρήτορας που αγωνίζεται να πείσει ή να συγκινήσει το πλήθος, ο μυθιστοριογράφος - όλοι, στο μέτρο που συνειδητά ή ασυναίσθητα αξιοποιούν τους τρόπους και τις δυνατότητες του έντεχνου λόγου, χαρακτηρίζονται λογοτέχνες και τα έργα τους ανήκουν στη λογοτεχνία.

    Αξιοσημείωτη στην ιδιοτυπία της είναι η λαϊκή λογοτεχνία. Περιλαμβάνει έργα ποιητικά και πεζά (παροιμίες, μύθους, παραμύθια, δημοτικά τραγούδια κλπ.) που διαδίδονται προφορικά, από στόμα σε στόμα. Είναι όλα έργα ανώνυμα, από την άποψη ότι κανείς δεν ξέρει ποιος είχε κάποτε την έμπνευση και ποιος διατύπωσε πρώτος αυτό που όταν ακούστηκε άρεσε, υιοθετήθηκε και στη συνέχεια διαδόθηκε στους πολλούς. Χαρακτηριστικό των έργων της λαϊκής λογοτεχνίας είναι και ότι απαντούν σε πολλές παραλλαγές, καθώς καθένας νιώθει ελεύθερος να τα παρουσιάσει όπως προτιμά, αλλάζοντας ή απομακρύνοντας ό,τι δεν του αρέσει, ή και προσθέτοντας κάτι καινούργιο. Σε αυτή την αδιάκοπη προσαρμογή και βελτίωση οφείλουν τα λαϊκά έργα την υψηλή τους ποιότητα.

    Αντικείμενο της γραμματολογίας είναι ο κάθε λόγος, προφορικός ή γραπτός, απλός ή φροντισμένος, έντεχνος ή άτεχνος. Επειδή όμως και τον προφορικό λόγο στο πέρασμα του χρόνου δε μπορεί κανείς να τον εξετάσει παρά μόνο στην καταγραμμένη του μορφή, η γραμματολογία λέμε ότι μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής. Διαφορετική από τη γραμματολογία, η ιστορία της λογοτεχνίας έχει αποκλειστικό αντικείμενο τον έντεχνο λόγο, τα λογοτεχνήματα μιας ορισμένης εποχής και γλώσσας.[3]
    ------------------------------
    1. Το ίδιο έχει πει και ένας σοφιστής του 5ου π.Χ. αι., ο Γοργίας, στο Ἑλένης ἐγκώμιον 8: «Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης, που με σώμα μικρό και φτενό πραγματώνει έργα θεοτικά· μπορεί, βλέπεις, και χαρά να δώσει και λύπη ν᾽ αποδιώξει, και τον φόβο να σταματήσει και τη συμπόνια ν᾽ αβγατίσει».

    2. Ο διαχωρισμός του προφορικού από τον γραπτό λόγο δεν είναι πάντα εφικτός. Σε ποια κατηγορία να εντάξουμε π.χ. τα θεατρικά έργα; Σε ποιο είδος λόγου ανήκει μια διάλεξη, όταν ο ομιλητής διαβάζει από χειρόγραφο; Πώς να χαρακτηρίσουμε τα στενογραφημένα πρακτικά της Βουλής και τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις των συνεδρίων;

    3. Στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας η γραμματολογία και η ιστορία της λογοτεχνίας τείνουν να ταυτιστούν, καθώς όλα σχεδόν τα κείμενα που μας σώζονται είναι φροντισμένα, και τα περισσότερα λογοτεχνικά.

    Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 7. Η ρωμαϊκή ηγεμονία

    7.4. Το μίσος τους προς το ανθρώπινο γένος

    Ο αυτοκράτορας Νέρων (54-68) ήταν θαυμαστής των ελληνικών τεχνών. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις σχέσεις των Ελλήνων με τη Ρώμη αλλά και να δοξαστεί ο ίδιος, επισκέφθηκε την Αχαΐα, την επαρχία που περιλάμβανε και την Αθήνα. Μια από τις σημαντικότερες εντολές του ήταν να διορυχθεί ο Ισθμός της Κορίνθου: πρώτος αυτός έσκαψε τη γη με αξίνα και μετέφερε στους ώμους του ένα κοφίνι με χώμα. Στη διάρκεια της παραμονής του πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες. Για να το πετύχει, διέταξε να πραγματοποιηθούν την ίδια χρονιά ακόμη και αυτοί που τελούνταν σε διαφορετικά έτη και καθιέρωσε μουσικούς διαγωνισμούς στην Ολυμπία. Τραγούδησε επίσης σε παραστάσεις τραγωδίας. Σε πολλά μέρη εμφανίστηκε ως ηνίοχος. Σε όλες τις περιπτώσεις αναδείχθηκε νικητής. Αναχωρώντας, για να εκφράσει την ικανοποίησή του, απέδωσε σε όλη την επαρχία την ελευθερία της, αναγγέλλοντας ο ίδιος την ευεργεσία του στην εορτή των Ισθμίων. (Επρόκειτο ασφαλώς για μια συμβολική διακήρυξη, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.) Μόνο στα Ελευσίνια μυστήρια δεν τόλμησε να προσέλθει, καθώς αποκλείονταν οι ανθρωποκτόνοι και αυτός είχε δολοφονήσει, μεταξύ άλλων, τη μητέρα του. Ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, που κατέγραψε με βαθιά περιφρόνηση τις λεπτομέρειες, σημειώνει πάντως ότι ο αυτοκράτορας είχε και τους θαυμαστές του. Υπήρχαν άνθρωποι που μετά τον θάνατό του στόλιζαν τον τάφο του με λουλούδια για πολύ καιρό. Μολονότι οι συγκλητικοί τον απεχθάνονταν, ορισμένες επαρχίες κράτησαν από αυτόν μια καλή ανάμνηση. Ορισμένοι τον περίμεναν να ξαναζωντανέψει και να επιστρέψει.

    Λίγο πριν πάρει την εξουσία ο Νέρων, είχε φτάσει στην Αθήνα ένας εξελληνισμένος Ιουδαίος που τον έλεγαν Παύλο. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, βρήκε την πόλη γεμάτη με αγάλματα θεών και την αγορά πρόθυμη για συζητήσεις. Έτσι, δεν παρέμεινε μόνο στη συναγωγή όπου συναθροίζονταν οι Ιουδαίοι, αλλά συνομίλησε με επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους. Γρήγορα έγινε φανερό ότι μιλούσε για ξένα δαιμόνια, και αυτό προκάλεσε ενδιαφέρον. Οι Αθηναίοι έδιναν την εντύπωση ότι εκείνη την εποχή δεν είχαν καιρό για τίποτε άλλο όσο για συζητήσεις γύρω από καινούριες ιδέες. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο και άρχισε να διδάσκει για έναν Θεό δημιουργό του κόσμου και για έναν Κριτή της οικουμένης.

    Ο Παύλος είχε φτάσει στην Αθήνα από τη Μακεδονία, διασχίζοντας τη Μικρά Ασία και περνώντας από τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, αλλά μόνο στην Κόρινθο φαίνεται ότι σημείωσε κάποια επιτυχία. Η πόλη είχε ανοικοδομηθεί μόλις εκατό χρόνια νωρίτερα, και η πλειονότητα των κατοίκων της είχαν έρθει από διάφορα άλλα μέρη. Πολλοί ήταν εξελληνισμένοι Ρωμαίοι. Στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ο Κριτής για τον οποίο μιλούσε ο Παύλος αποκαλείται ἄμπελος ἀληθινή και έτσι όλοι οι Έλληνες θα κατανοούσαν ότι επρόκειτο για έναν νέο Διόνυσο, μυστηριακό και απελευθερωτικό. Αλλά ο Παύλος προτίμησε να κηρύξει το ευαγγέλιο του Ιησού με λόγια που γνώριζε ότι θα ήταν σκάνδαλον για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες: επέμενε έτσι να διδάσκει για ἐσταυρωμένον Χριστόν, δηλαδή Μεσσία, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όταν το άκουσαν αυτό οι Αθηναίοι έφυγαν γρήγορα, οι περισσότεροι χλευάζοντας.

    Οι χριστιανοί, όπως ονομάστηκαν αυτοί που αποδέχθηκαν τη διδασκαλία, δεν είχαν διάθεση να συγκρουστούν με τις αρχές, τοπικές ή ρωμαϊκές. Ήταν ωστόσο βέβαιοι ότι η επερχόμενη κρίση θα έθετε τέρμα όχι μόνο στην εξουσία των Ρωμαίων αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Ορισμένοι, όπως ο Ιωάννης που έγραψε την Αποκάλυψη, οραματίστηκαν τους βασιλείς της γης (προφανώς και τον Ρωμαίο αυτοκράτορα) να κλαίνε και να θρηνούν. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα, δηλαδή η Ρώμη, θα χανόταν σύντομα, διότι οι έμποροί της ήταν μεγιστάνες της γης και διότι τα μάγια της είχαν πλανέψει όλα τα έθνη. Υπήρχε ωστόσο χρόνος για μεταμέλεια και σωτηρία.

    Πολύ γρήγορα διαμορφώθηκαν μικρές ομάδες πιστών σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας. Μια από τις δυναμικότερες βρισκόταν στην ίδια τη Ρώμη, όπου συνέρρεαν όλα τα «φοβερά» και «επαίσχυντα» και γίνονταν του συρμού, όπως παρατηρεί ο Τάκιτος. Η χριστιανική κοινότητα περιλάμβανε μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, δούλους και απελεύθερους του αυτοκράτορα, επίσης τεχνίτες και ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, πένητες και ευπόρους. Μόνο η υψηλή αριστοκρατία παρέμενε παντελώς ασυγκίνητη, όπως επίσης ασυγκίνητοι παρέμειναν και οι ταπεινοί δούλοι, που δεν έβλεπαν στη νέα θρησκεία μια απελευθερωτική δύναμη.

    Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν συχνά εχθρικές προς τη νέα διδαχή. Ο χριστιανισμός δεν ήταν μια ακόμη λατρεία που μπορούσε να προστεθεί στο πολυθεϊστικό και ανεκτικό θρησκευτικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Πρέσβευε έναν αδιάλλακτο μονοθεϊσμό και απέκλειε κάθε άλλη μορφή λατρείας. Με πείσμα και πάθος καταδίκαζε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών ως ειδωλολατρία και δεισιδαιμονία. Δεν επέτρεπε στους πιστούς να συμμετέχουν στις εορτές και τις καθιερωμένες θυσίες, να στεφανώνουν με άνθη τα αγάλματα των θεών ή να στεφανώνονται οι ίδιοι, όπως συνηθιζόταν.

    Όταν το 64 ξέσπασε στη Ρώμη μια μεγάλη και καταστρεπτική πυρκαγιά, ο Νέρων, κατηγόρησε τους χριστιανούς. Όπως εξηγεί ο Τάκιτος, η κατηγορία έγινε εύκολα πιστευτή, επειδή οι χριστιανοί ήταν ήδη μισητοί για τις «αχρειότητές» τους. Πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, όχι απλώς για την πυρκαγιά, αλλά και για «το μίσος τους προς το ανθρώπινο γένος». Ο ιστορικός εννοούσε, προφανώς, το μίσος τους για τις κοινές δοξασίες των πολλών. Ως Ρωμαίος πολίτης, ο ίδιος ο Παύλος είχε οδηγηθεί στη Ρώμη για να δικαστεί, επειδή με τη διδασκαλία του δίχαζε τον ιουδαϊκό λαό και διατάρασσε την κοινωνική τάξη.

    Το 66 ξέσπασε στην Ιουδαία μια τρομερή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων. Ο πόλεμος που ακολούθησε ήταν τόσο σφοδρός και διεξήχθη με τέτοιο πείσμα, ώστε χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να κατασταλεί, και άλλα τρία για να εξαλειφθεί τελείως. Ο στρατηγός Βεσπασιανός, που αργότερα έγινε αυτοκράτορας (69-79), κινητοποίησε 60.000 άνδρες, και ο γιος του Τίτος, που έγινε επίσης αυτοκράτορας (79-81), ακόμη περισσότερους. Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που αφηγήθηκε στα ελληνικά την ιστορία του πολέμου όταν πια είχε καταστεί Ρωμαίος πολίτης, ισχυρίζεται, ασφαλώς με κάποια υπερβολή, ότι ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων που πιάστηκαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έφτασε τις 97.000 και όσων αφανίστηκαν, μόνο κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, το 1.100.000. Πολλοί από τους αιχμαλώτους στάλθηκαν στον Ισθμό για να εργαστούν στη διώρυγα.

    Η συντριβή του παλαιστινιακού ιουδαϊσμού έδωσε νέα ορμή στις χριστιανικές κοινότητες. Στράφηκαν έτσι συστηματικότερα προς τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι περισσότεροι άλλωστε μιλούσαν ελληνικά και εργάζονταν για τη θεμελίωση μιας νέας θρησκείας.

    Ο Δίων από την Προύσα, γνωστός ως Χρυσόστομος, Έλληνας ρήτορας και στοχαστής, πέρασε μεγάλο μέρος της πολυτάραχης ζωής του ταξιδεύοντας. Παρά τις καλές του σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή, δυσαρέστησε τον αυτοκράτορα Δομιτιανό και εξορίστηκε, όχι μόνο από την Ιταλία αλλά και από τον τόπο καταγωγής του, τη Βιθυνία. Περιπλανώμενος σε μέρη που δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν οι μορφωμένοι άνδρες της εποχής του, διδάχτηκε από βαρβάρους και αγρότες. Έμαθε τον κόσμο καλά και ακόνισε την κριτική του σκέψη. Προβληματίστηκε πάνω στην κοινωνική τάξη και την κοινωνική ιεραρχία και αμφισβήτησε πολλές από τις πολιτισμικές αξίες που άλλοι θεωρούσαν δεδομένες. Η ριζοσπαστική του προδιάθεση τον οδήγησε σε στάσεις ζωής αρκετά ακραίες και κάποτε ανατρεπτικές. Ένα από τα ταξίδια του τον κατηύθυνε στο κέντρο της Ελλάδας, όπως του φάνηκε. Από τον τόπο όπου βρέθηκε είδε ολόκληρο τον κόσμο, όπως κοιτά κανείς μια πλούσια θέα μέσα από μικρό παράθυρο. Για να καταγράψει τις σκέψεις του συνέθεσε ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο.

    Με σκοπό να κατανοήσουν τον κόσμο, διάφοροι μορφωμένοι άνδρες επισκέπτονταν την Αθήνα, που παρέμενε για την Ελλάδα κέντρο γεωγραφικό και συνάμα μορφωτικό. Ανατρεπτικός καθώς ήταν, ο Δίων χαρακτήρισε κέντρο ένα ξεχασμένο νησί που δεν διέθετε φιλοσοφικές σχολές. Άλλωστε, στα Κοίλα της νότιας Εύβοιας, στα στενά του Καφηρέα, όπου τον έριξε η μοίρα, σπάνια μετέβαινε κάποιος οικειοθελώς. Ο Δίων έφτασε ως ναυαγός.

    Τύχη αγαθή διασταύρωσε τα βήματά του με τα βήματα ενός κυνηγού. Στο σπίτι του βρήκε καταφύγιο, όσο χρειαζόταν για να συνέλθει. Ανηφορίζοντας με τον ξεναγό του από την παραλία στο ύψωμα, όπου βρίσκονταν οι καλύβες της φιλοξενίας, πρόλαβε να συζητήσει και να προβληματιστεί.

    Τα ελληνικά νησιά είναι κάποτε ένας ολόκληρος κόσμος. Αποκομμένα από τις άλλες στεριές, αναπαράγουν σε μικρογραφία όλες τις βασικές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Όπως στους άλλους τόπους όπου κατοικούσαν Έλληνες και Ρωμαίοι, στη νότια Εύβοια μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ξεχώριζε τους κατοίκους της πόλης από τους κατοίκους των χωριών. Η πόλη ήταν το κέντρο της διοίκησης και του πολιτισμού. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι, γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης και λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Μια αξιοπρεπής πόλη προστατευόταν από γερό τείχος και πύργους. Μέσα στο τείχος ήταν συγκεντρωμένα πολλά και μεγάλα σπίτια. Καθώς ήταν συχνά παραλιακή, μια πόλη διέθετε λιμάνι για τα πλοία. Στην αγορά συγκεντρωνόταν το πλήθος για το καθημερινό εμπόριο και την ανταλλαγή πληροφοριών. Το θέατρο ήταν τόπος διασκέδασης αλλά και συνεδρίασης. Συναθροισμένοι εκεί οι πολίτες άκουγαν τους ρήτορες και ψήφιζαν για τα τοπικά ζητήματα που τους αφορούσαν. Οι περισσότεροι από αυτούς διέθεταν γη, άλλοι κοντά και άλλοι μακριά από την πόλη. Βασική τους μέριμνα ήταν η καλλιέργεια των κτημάτων και η εκτροφή ζώων. Αρκετοί ήταν τεχνίτες και έμποροι.

    Το χωριό ήταν μια παραγωγική μονάδα. Τα σπίτια ήταν μικρά, το εμπόριο περιορισμένο. Από το χωριό όμως αγόραζε η πόλη τα βασικά είδη διατροφής. Μέρος των κερδών επέστρεφε στην πόλη με τη μορφή ενοικίων και φόρων. Χωριό και πόλη διατηρούσαν την επαφή τους κυρίως με την κυκλοφορία του χρήματος. Αυτό που τα χώριζε ήταν πρωτίστως ο πολιτισμός.

    Ο κυνηγός που φιλοξένησε τον Δίωνα ήταν και αυτός ένα είδος ναυαγού, αλλά της στεριάς. Ο πατέρας του έβοσκε τα βόδια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Όταν ο γαιοκτήμονας πέθανε και η περιουσία του δημεύτηκε -οι φήμες έλεγαν ότι τον ξέκανε ο αυτοκράτορας για να την ιδιοποιηθεί-, δύο οικογένειες εργατών βρέθηκαν απλήρωτοι και άνεργοι. Αντί να συνωστιστούν στην αφιλόξενη πόλη ή να εγκατασταθούν άκληροι στο χωριό, επέλεξαν να παραμείνουν με τα παιδιά τους στα βουνά και τους λόγγους, εκεί όπου άλλοτε φρόντιζαν τα ξένα κοπάδια. Έκτισαν καλύβες, καλλιέργησαν ένα μικρό κομμάτι γης και εξέθρεψαν λίγα δικά τους ζωντανά. Με την επιλογή τους εκείνη βρέθηκαν έξω από τις οργανωμένες κοινότητες: ξωμάχοι και ερημίτες.

    Αλλά το χρήμα είναι μεγάλη κινητήρια δύναμη. Οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν την ύπαρξη των ερημιτών, αναζητώντας τους διαφεύγοντες φόρους. Δεν είχαν σκοπό να επιτρέψουν τη δωρεάν εκμετάλλευση δημόσιας γης. Για να υπερασπιστεί τη θέση του, ο κυνηγός αναγκάστηκε να εμφανιστεί στην πόλη ως υπόδικος. Η επίσκεψη ήταν απρόσμενη, βίαιη και διδακτική.

    Ο κυνηγός βρέθηκε στην πόλη ως απόλυτα ξένος. Δεν ήξερε τίποτε από τείχη, δημόσια κτίρια, ψηλά σπίτια ή ανθρώπινο συνωστισμό. Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει δίκη - μολονότι μπορούσε να υποπτευτεί τι σημαίνει καταδίκη. Δικαζόμενος, βίωσε την παρουσία του στο θέατρο της πόλης ως θέαμα. Βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας, όπως ο ηθοποιός. Οι δικαστές τριγύρω του ωρύονταν ως ανικανοποίητοι θεατές που διψούσαν περισσότερο για αίμα παρά για απονομή δικαιοσύνης. Για καλή του τύχη, βρήκε πειστικούς προστάτες - ανάμεσά τους έναν άνθρωπο τον οποίο είχε άλλοτε περιθάλψει με καλοσύνη και ανιδιοτέλεια. Έτσι διέφυγε τον άμεσο κίνδυνο, ξέφυγε από τον πολιτισμό και επέστρεψε στις καλύβες του. Από τα πολλά που είχε μάθει, ένα συγκράτησε περισσότερο: προτιμούσε τη ζωή του ερημίτη. Ο πολιτισμός της πόλης δεν τον είχε κερδίσει.

    Η αναχώρηση του Δίωνα ήταν τόσο βίαιη όσο και η άφιξή του. Ο κόσμος που τον ανέμενε παρέμενε περίπλοκος, απαιτητικός, μοχθηρός και υποκριτικός. Ο Δίων συλλογίστηκε τους γάμους στις πόλεις με τις προξενήτρες, τις έρευνες για την περιουσία και το γένος των μελλονύμφων, τις προίκες και τα έδνα, τις υποσχέσεις και τις απάτες, τα ομόλογα και τα συμφωνητικά, τις λοιδορίες και τις απέχθειες (ακόμη και την ώρα του γάμου).

    Η ερωτική ζωή στις πόλεις ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ χειρότερη. Ο Δίων συλλογίστηκε την πορνεία. Κανένας σοφός στην εποχή του δεν είχε βρει την ευκαιρία ή τη βούληση να ψέξει, όπως αυτός, όχι μόνο τον πορνοβοσκό αλλά και τον πελάτη του. Με λόγια απλά και κοφτά αυτός καυτηρίασε τους ανέραστους έρωτες, την αιχμαλωσία και το εμπόριο σωμάτων γυναικών και παιδιών, τα ρυπαρά οικήματα, την άσκοπη και άκαρπη συμπλοκή των σωμάτων που δεν οδηγεί στη γέννηση αλλά στη φθορά, την υποβολή ανθρώπων που αισχύνονται σε έργα αναίσχυντα, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι λυσσασμένοι και οι ακόλαστοι. Επρόκειτο για ένα ακόμη σύμπτωμα της μαζικής υποδούλωσης απροστάτευτων αμάχων.

    Ο Δίων αναπόλησε τη μικρή κοινότητα των κυνηγών. Τι καλά που θα ήταν αν ο πολιτισμός των πόλεων μπορούσε να διδαχτεί κάτι από αυτή την απλότητα και αγνότητα της ζωής στην απόμερη γωνιά ενός μισοξεχασμένου νησιού!

    Ο Πλίνιος ο νεότερος ήταν διοικητής στην επαρχία της Βιθυνίας και του Πόντου, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117). Γύρω στο 112 ανέλαβε να δικάσει χριστιανούς της επαρχίας του. Επειδή δεν γνώριζε τις μεθόδους και τα όρια που έπρεπε να τηρήσει στην ανάκριση ή την τιμωρία τους, απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα. Αγνοούσε εάν όφειλε να καταδικάσει κάποιον μόνο για τη χριστιανική του ιδιότητα ή για εγκλήματα που ενδεχομένως είχε διαπράξει. Εκείνο που γνώριζε ήταν ότι πολλοί στην επαρχία του κατηγορούσαν τους χριστιανούς - κυκλοφορούσε μάλιστα ένα ανώνυμο φυλλάδιο με πολλά ονόματα. Από τις ανακρίσεις του είχε διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε έγκλημα παρά μόνο κοινή θρησκευτική λατρεία μια συγκεκριμένη ημέρα (προφανώς Κυριακή), πριν από το χάραμα, όπου οι συναθροισμένοι έψελναν ύμνους στον Χριστό «σαν να ήταν θεός». Μετά χωρίζονταν και ξαναβρίσκονταν αργότερα για να φάνε μαζί ένα απλό και λιτό γεύμα. Στη θρησκευτική αυτή κοινότητα συμμετείχαν, όπως διαπίστωσε, άτομα κάθε ηλικίας, τάξης και φύλου, όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στα χωριά. Από την άρνησή τους να πάρουν μέρος στις θυσίες, οι ναοί είχαν ερημώσει και οι εορτασμοί είχαν διακοπεί. Αλλά ο αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την κατάσταση επανέφερε τη θρησκευτική τάξη.

    Ο Τραϊανός απάντησε ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβληθεί γενικός νόμος σε τέτοιου είδους θέματα. Τους χριστιανούς δεν έπρεπε να τους αναζητούν οι αρχές, αλλά να τους δικάζουν και να τους τιμωρούν μόνο εάν προσάγονταν από ιδιώτες σε δίκη και κρίνονταν ένοχοι. Επίσης τα ανώνυμα φυλλάδια δεν έπρεπε να γίνονται αποδεκτά. Η δικαιοσύνη απαιτούσε μόνο επώνυμες καταγγελίες. Οι αυτοκρατορικές αρχές είχαν αρχίσει να παίρνουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα θρησκεία. Την έβλεπαν να αποκτά οπαδούς αλλά και να προκαλεί πολλές εχθρότητες. Δεν ήξεραν πώς ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, αντιλαμβάνονταν ωστόσο ότι δεν μπορούσαν πλέον να αδιαφορούν.

    Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138) ήταν μεγάλος φιλέλληνας, με φιλολογικές σπουδές στα λατινικά και τα ελληνικά. Είχε μάλιστα και τις προσωπικές του προτιμήσεις, εφόσον στη θέση του Ομήρου έβαζε τον ποιητή Αντίμαχο (τον οποίο πάντως ορισμένοι Αλεξανδρινοί γραμματικοί τοποθετούσαν δεύτερο μετά τον Όμηρο στην επική ποίηση). Όταν έφτασε στην Αθήνα, ο Αδριανός έγινε δεκτός στα μυστήρια. Σε άλλη του επίσκεψη διέταξε να ολοκληρωθεί ο ημιτελής ναός του Ολυμπίου Διός, στον οποίο τοποθέτησε και τον δικό του ανδριάντα. Προήδρευσε στον εορτασμό των Διονυσίων και έλαβε τον τίτλο του επώνυμου άρχοντα. Ευνόησε την Αθήνα με πολλούς τρόπους, εφόσον την προμήθευσε με σιτάρι και έθεσε όρια στη φορολογία που επιτρεπόταν να της επιβληθεί. Οι αναμνήσεις από τη ζωή του ήταν ακόμη ζωντανές όταν ένας Ρωμαίος αριστοκράτης από τη Βιθυνία με ελληνικές καταβολές, ο μεγάλος ιστορικός Δίων Κάσσιος, συνέταξε στα ελληνικά την ιστορία του.

    Στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει πλήρως τους Ιουδαίους, ο Αδριανός απαγόρευσε την περιτομή, μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αιλία Καπιτωλίνα και ανέγειρε στη θέση του πυρπολημένου Ναού ένα ιερό αφιερωμένο στον Δία. Προκάλεσε έτσι γύρω στο 132 μια νέα βίαιη εξέγερση, αυτή τη φορά όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε άλλες επαρχίες. Σε αυτή μάλιστα προσχώρησαν διάφορα άλλα έθνη που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Για την καταστολή της χρειάστηκε να σφαγιαστούν 580.000 άνθρωποι, πέρα από όσους πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις πυρκαγιές. Οι Ιουδαίοι υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν τελείως από την κοιτίδα τους.

    Ο Περεγρίνος καταγόταν από το Πάριο, ελληνική πόλη του Ελλησπόντου. Κατηγορήθηκε για πατροκτονία και εγκατέλειψε την πατρίδα του, αναζητώντας την τύχη του στην Παλαιστίνη. Εκεί προσχώρησε στον χριστιανισμό και αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή. Όταν φυλακίστηκε, η κοινότητα του συμπαραστάθηκε με κάθε δυνατό μέσο. Μετά την αποφυλάκισή του, πάντως, δεν έδειξε τον σεβασμό που όφειλε στα χριστιανικά ήθη (ίσως έφαγε από τα απαγορευμένα εἰδωλόθυτα, τα κρέατα που θυσιάζονταν στους θεούς) και αποβλήθηκε από την κοινότητα. Σπούδασε στην Αίγυπτο και πήγε στη Ρώμη, όπου άρχισε να καταφέρεται εναντίον των αρχών και ιδιαιτέρως εναντίον του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161). Στο τέλος εκδιώχθηκε και κατέφυγε στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τα αντιρωμαϊκά του κηρύγματα και προτρέποντας τους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στράφηκε με πάθος εναντίον του Ηρώδη του Αττικού, που διέθετε τεράστιο κύρος, και κινδύνεψε από το οργισμένο πλήθος. Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε στην Αθήνα, όπου απέκτησε αρκετούς μαθητές. Στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες προανήγγειλε ότι θα πυρποληθεί για να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον φόβο του θανάτου. Πράγματι, το 161 ρίχτηκε στην πυρά, κρατώντας δάδα και επικαλούμενος τους μητρώους και πατρώους δαίμονες να τον δεχτούν ευμενώς. Τα πλήθη παρατηρούσαν εκστατικά.

    Η περίεργη και ακατανόητη αυτή διαδρομή αφήνει πολλά ερωτηματικά. Ούτε ο Λουκιανός, που αφηγήθηκε την ιστορία, κατάφερε να βγάλει πολύ νόημα. Θεώρησε ως κίνητρο τη φιλοχρηματία και τη ματαιοδοξία και ειρωνεύτηκε όλες τις πράξεις και τα λόγια του Περεγρίνου.

    Αλλά ο Περεγρίνος ενδέχεται να αντιπροσωπεύει την εποχή του περισσότερο από όσο αφήνουν να διαφανεί οι επιθέσεις εναντίον του. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευκολία με την οποία μετακινήθηκε μεταξύ ακραίων εκδοχών θρησκείας και φιλοσοφίας. Στην ασκητική προδιάθεσή του ο Περεγρίνος προσέδωσε και μια έντονα αντιρωμαΐκή διάσταση. Την εποχή εκείνη άλλωστε ξέσπασε στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας μια εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων, που σημαίνει ότι ο Περεγρίνος δεν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τα αισθήματα του ακροατηρίου του. Η εξέγερση πάντως εκείνη κατεστάλη εύκολα από τον Αντωνίνο.

    Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

    Η Φιλοσοφία του «Είναι»


    Εδώ και εικοσιπέντε αιώνες, ο Πλάτωνας, θεμελίωσε την Φιλοσοφία του ΕΙΝΑΙ, φιλοσοφική σκέψη που κυριαρχεί μέχρι σήμερα στον δυτικό κόσμο. Στην πραγματικότητα ο Πλάτωνας εξάντλησε το θέμα κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι, ακόμα κι αυτοί που τον αγνοούν, απλά κάνουμε σχόλια στην πλατωνική αντίληψη. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα το «τελείως είναι», δηλαδή το Αληθινό Είναι, (το Αγαθόν) είναι πέραν του «είναι», της ουσίας και των προσδιορισμών. Από Αυτό (όπως από τον ήλιο πηγάζει το φως) πηγάζει το Είναι, (η Ουσία), που είναι η πιο αφηρημένη και η πιο κενή (χωρίς προσδιορισμούς) αντίληψη που ταυτίζεται με την Απλή Ύπαρξη. Από την διαφοροποίηση του Είναι προκύπτουν με διάφορους προσδιορισμούς όλα τα είναι, όλα τα όντα. Από το Είναι προκύπτει με την Αυτοσυνείδηση η υποκειμενική αντίληψη (η ψυχή, με την έννοια της νοητής ύπαρξης) και οι αντικειμενικές καταστάσεις (ο κόσμος των όντων, των ιδεών). Ο νοητός κόσμος λοιπόν είναι διττός, νους (η πραγματική ουσία της ψυχής) και νοητό. Αυτά είναι της ίδιας ουσίας («είναι») αλλά διαφοροποιούνται στους προσδιορισμούς τους και στην λειτουργία τους. Κάθε «είναι"» (δηλαδή κάθε προσδιοριζόμενο) έχει μία διπλή έννοια: «είναι», (δηλαδή υπάρχει) και «είναι τι» (είναι κάτι, προσδιορισμός). Ο κόσμος των φαινομένων δεν είναι παρά μία αντανάκλαση του νοητού κόσμου, ένα είδωλο, ένα αντίγραφο, το οποίο δεν ανήκει στον χώρο του «είναι» αλλά του γίγνεσθαι (δηλαδή του στιγμιαίου «είναι» που διαφοροποιείται συνεχώς).

    Λίγους αιώνες μετά ο Πλωτίνος, ο μεγαλύτερος σχολιαστής του Πλάτωνα θα περιγράψει με σαφήνεια τις τέσσερις σφαίρες του Είναι:

    1. Το Ένα, το Αληθινό Είναι, η Πηγή του παντός.

    2. Ο νους, η νοητική σφαίρα,

    3. Η ψυχή (με την έννοια της ζωτικής αρχής),

    4. Η ύλη.

    Όπως για τον Πλάτωνα όλα ανήκουν στο Είναι (στο «τελείως είναι») που πρέπει να αντιληφθεί η ψυχή (ο νοητικός πυρήνας) εγκαταλείποντας τον κόσμο των φαινομένων και τον κόσμο των νοητών, έτσι και για τον Πλωτίνο όλα ανήκουν στο Ένα, που μπορεί να προσεγγίσει ο νους εγκαταλείποντας όλες τις εξωτερικές σφαίρες του Είναι, ακόμα και την αντίληψη μίας ξεχωριστής ύπαρξης, δηλαδή κάθε νοητική δραστηριότητα.

    Πολλούς αιώνες μετά τον Πλάτωνα ο Χέγγελ αντιλήφθηκε ότι το «Είναι» ταυτίζεται με το Νοείν, αντιλήφθηκε δηλαδή ότι το «Είναι» δεν είναι κάποια ουσία αλλά δραστηριότητα, ενέργεια, λειτουργία. Από το «Είναι» με την δυναμική έννοια, το Νοείν, που ταυτίζεται με το Απόλυτο Μη-Είναι (κι όχι το μη-είναι σαν άρνηση του είναι), όταν διαφοροποιείται, αναδύεται ο κόσμος του Είναι (της ουσίας, του προσδιορισμού) κι από τη διαφοροποίηση του Είναι προκύπτει η νοητική σφαίρα της υποκειμενικής ύπαρξης και της αντικειμενικής κατάστασης. Όλα είναι νόηση. Η περαιτέρω αλλοτρίωση του πνεύματος (της συνείδησης) κι ο ταυτόχρονος εκφυλισμός των νοητών σε φαινόμενα οδηγεί στην σφαίρα της φύσης, του υλικού κόσμου. Η απόσπαση του πνεύματος από τον κόσμο των φαινομένων, η συγκέντρωσή του από τις σκόρπιες νοητικές δραστηριότητες στην Αληθινή Ύπαρξη, στο Αληθινό Είναι, μας βγάζει τελικά έξω από τις σφαίρες του Είναι, στο Απόλυτο Είναι, όπου το Νοείν αντιλαμβάνεται πλέον την Απεραντοσύνη και την Αιωνιότητα της Ύπαρξης.

    Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές προσπάθησαν μέσα από την Δεδομένη Ύπαρξη (αυτό το «Είναι» που είμαστε κι αγνοούμε το Βάθος του) να ξεχωρίσουν το Πραγματικό Είναι από όλα τα νοητικά σκουπίδια, όλες τις αδιέξοδες νοητικές διαδικασίες και τις μάταιες δραστηριότητες. Το «Είναι» που στέκεται σαν Υπόβαθρο σε κάθε «σχετικό είναι» θα αποκαλυφθεί μόνο όταν εγκαταλειφθούν όλα αυτά που «δεν είναι». Τελικά το Αληθινό Είναι αποκαλύπτεται σαν Μη-Είναι, σαν έλλειψη οποιασδήποτε νοητικής διεργασίας και προσδιορισμού. Η Αληθινή Ύπαρξη είναι τελείως έξω από την σφαίρα της ύπαρξης όπως την αντιλαμβάνονται οι κοινοί άνθρωποι, έξω από την σφαίρα της εμπειρίας, του βιώματος.

    Ακόμα και σήμερα η Αναζήτηση του Αληθινού Είναι, η Βίωση του Αληθινού Είναι, πέρα από τις όποιες σχετικές και τελικά άχρηστες και αδιάφορες δραστηριότητες, παραμένει το κύριο πρόβλημα της Αληθινής Φιλοσοφίας. Το «Είναι» σαν υποστήριγμα κάθε ύπαρξης (οποιουδήποτε είδους ύπαρξης) είναι πάντα Παρόν και πάντα Διαθέσιμο για να το Βιώσουμε. Η σπατάλη του χρόνου δεν αφορά το Άχρονο. Είτε το θέλουμε είτε όχι, μα σήμερα, μα σε δέκα χιλιάδες χρόνια, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις ανόητες δραστηριότητες για να αναδυθούμε στην Αληθινή Ύπαρξη.

    Το Αντικειμενικό και η Αντίληψή μας

    Όταν λέμε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, ΑΝΤΙΚΕΜΕΝΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, (το ΕΙΝΑΙ, η ΥΠΑΡΞΗ), εννοούμε ότι η Συνείδηση σαν φαινόμενο έχει Μία Αντικειμενική Βάση, που είναι ανεξάρτητη από τις όποιες αντιλήψεις μας, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Πως ξέρουμε ότι υπάρχει; Επειδή δεν δημιουργούμε εμείς την ύπαρξή μας, την συνείδησή μας. Μας δίνεται, είναι αντικειμενική, ανήκει στο Αντικειμενικό. Αυτό, η Ύπαρξη, το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ, Είναι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε με τις όποιες αντιλήψεις, με την σκέψη, την αίσθηση, την δραστηριότητα...

    Δεν αναφερόμαστε στο άμεσα αντικειμενικό της αντίληψης, αυτό που συλλαμβάνουμε εμείς σαν αντικειμενικό, στο εξωτερικό, στο υλικό σύμπαν. Βεβαίως, όταν στρεφόμαστε προς το άμεσα αντικειμενικό, αυτό που εμφανίζεται άμεσα στην αντίληψή μας σαν αντικειμενικό, το εξωτερικό, το υλικό, μπορούμε να το αντιληφθούμε, να σχηματίσουμε έννοιες, να δομήσουμε γνώση. Αυτό όμως δεν είναι το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, είναι η αντίληψή μας περί του Αντικειμενικού. Εδώ ο ορθολογισμός έχει την θέση του, εδώ υπάρχει "αντικειμενική" κατά το δυνατόν γνώση κι όλα αυτά είναι χρήσιμα για την πρακτική ζωή.

    Αλλά εδώ μιλάμε για άλλο πράγμα, μιλάμε για την ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, ΣΑΝ ΥΠΑΡΞΗΣ, σαν ΕΙΝΑΙ, σαν ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ, που είναι κατ’ανάγκη ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟ. Πρόκειται για τελείως διαφορετικό πράγμα. Τοποθετούμε την Συνείδηση στο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, δεν βλέπουμε την Συνείδηση απλά σαν στοιχείο του παντός, του άμεσα αντικειμενικού, του εξωτερικού, του υλικού. Αυτό, το δεύτερο, είναι μόνο μία αντίληψη. Για να προσεγγίσουμε όμως το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ πρέπει να το κάνουμε με ένα πιο άμεσο τρόπο, χωρίς την μεσολάβηση της σκέψης ή άλλης ενέργειας. Πρέπει, στρεφόμενοι προς τον Εαυτό κι εγκαταλείποντας όλες τις δευτερεύουσες δραστηριότητες να βυθιστούμε άμεσα στο ΙΔΙΟΝ ΕΙΝΑΙ, που είναι το ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΕΑΥΤΟ, το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ. Εδώ εισερχόμαστε στον χώρο της μεταφυσικής, της υπερβατικής εμπειρίας, της μυστικής ενόρασης, κλπ. Παραμένουμε όμως πάντα στον ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΒΙΩΜΑΤΟΣ...

    Όταν η σκέψη από όλα αυτά συλλαμβάνει μία θεωρία και την κηρύσσει δημιουργείται μία θρησκευτική αντίληψη, μία φιλοσοφική θεώρηση. Αν χρησιμοποιηθεί για να μας περάσει πέρα από την θεωρία στο Βίωμα μπορεί να φανεί χρήσιμη. Όταν όμως από «μικρά πνεύματα» μένει στο επίπεδο της ανεφάρμοστης θεωρίας, ή χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς τότε είναι άχρηστη. Οι ιστορικές θρησκείες ξεκίνησαν σαν μέσα προς το Βίωμα, τελικά όμως κατέληξαν σαν ιστορικό βάρος για τον γνήσιο άνθρωπο που αναζητά την ΑΛΗΘΕΙΑ.

    Και τελικά ζωή είναι η στιγμή που αντιλαμβανόμαστε πως οι πιο τρελές μας ιδέες τρέχουν για να μας συναντήσουν

    Nα κρατήσουμε αποστάσεις από τους μικροαστούς, που συνηθίζουν να βαφτίζουν την αδιανόητη αδράνειά τους τελειομανία. «Αν δεν είχα το κακό χούι να τα εκτελώ όλα άψογα, ξέρεις τι θα είχα καταφέρει μέχρι τώρα;» μουρμουρίζουν.

    Έπειτα βουλιάζουν ξανά στον καναπέ της απραγίας τους. Και από την ασφαλή τους θεσούλα, συνηθίζουν να αποδομούν με σπάνια μαεστρία τα επιτεύγματα των άλλων. Γιατί οι μικροαστοί κρυφά μισούν τις φυλακές που έχτισαν για την αφεντιά τους. Και προβάλλουν στους γύρω τους τις δικές τους σκιές, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να απαλλαγούν από την φριχτή τυραννία των ανικανοποίητων επιθυμιών τους.

    Ξεφυσούν συνεχώς οργισμένοι, αλλά την ίδια στιγμή κατηγορούν τον διπλανό τους ότι θυμώνει εύκολα. Προχωρούν σφιχταγκαλιασμένοι με τη μιζέρια τους, ωστόσο καταλήγουν στη γνωμάτευση πως κάτι πολύ άσχημο πρέπει να συμβαίνει στον γείτονα, τον συνάδερφο, τον φίλο ή ακόμη και τον σκύλο τους, αφού δεν τους βλέπουν και πολύ καλά τελευταία.

    Στην ουσία, βέβαια, οι μικροαστοί τον εαυτό τους δεν βλέπουν πολύ καλά. Ή μάλλον καθόλου. Απλώς γιατί δεν τον αντέχουν. Και έτσι τρέχουν μακριά από όσες αλήθειες αρνούνται να αντικρίσουν κατάματα.

    Την πραγματικότητα τη διαστρεβλώνουν. Την εξωραΐζουν. Την ντύνουν με τα πιο αστραφτερά ρούχα, μπας και καμουφλάρουν την ασχήμια της. Γιατί ένα πρόβλημα, όταν δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιο, δεν υφίσταται. Αν, όμως, αναδυθεί στην επιφάνεια, τότε θα πρέπει να κάνουν κάτι για αυτό. Και βαριούνται τόσο πολύ… Και αισθάνονται τόσο αδύναμοι…

    Εκείνη η γυναίκα που τρέχει από το πρωί ως το βράδυ για να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις των παιδιών, ενώ ο σύζυγός της σφυρίζει αδιάφορα, προτιμά να πιστέψει πως έτσι λειτουργούν όλες οι οικογένειες παρά να αναλάβει την ευθύνη μιας γενναίας αλλαγής στάσης.

    Και ο τύπος που μεγαλύτερη φιλοδοξία δεν έτρεφε ποτέ του από το να βολευτεί σε μια σταθερή και χωρίς σκοτούρες θεσούλα, δυσανασχετεί με την προαγωγή του παλιού συμφοιτητή του, αποφεύγοντας να σκεφτεί πως ο καθένας στο τέλος της ημέρας εισπράττει τη συγκομιδή των κόπων του.

    Και τελικά με τους μικροαστούς δεν βρήκε ποτέ κανείς το δίκιο του. Γιατί το να εμπλέξουν τους υπόλοιπους στο δράμα τους συνιστά τον ύψιστο στόχο τους, την ένοχη απόλαυση της ανούσιας καθημερινότητάς τους, τον μηχανισμό άμυνας που επινόησαν, προκειμένου να αποσπούν την προσοχή τους από όσα τους συνθλίβουν.

    Τους αφήνουμε, λοιπόν, οριστικά πίσω μας. Και επιλέγουμε τους ωραίους ανθρώπους, που τολμούν να βγουν από την πεπατημένη, μαθαίνοντάς μας, με τη γενναιότητά τους, πως η ασφάλεια που καταλήγει στη στασιμότητα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον ψυχικό θάνατο.

    Περπατάμε δίπλα στους όμορφους τρελούς, που δεν κρατούν χώρο στην καρδιά τους για τις πικρίες και που καλά το ξέρουν πως η σοβαροφάνεια συνιστά το γκρίζο καταφύγιο όσων ουδέποτε κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν τη μαγεία της ζωής.

    Στρέφουμε την ενέργειά μας στους αλλόκοτους τύπους, με τα λαμπερά μάτια και τα σπινθηροβόλα μυαλά, όσους δεν σωπαίνουν στην αδικία και δεν βολεύονται στη μετριότητα, εκείνους που αναζητούν ενθουσιώδεις συνοδοιπόρους στην εξερεύνηση των μυστηρίων της ύπαρξης και όχι δεύτερες φωνές στη συναυλία του ωχαδερφισμού και της μουρμούρας.

    Ξετρυπώνουμε από τις πιο ευφάνταστες γωνιές του σύμπαντος αυτούς που, μετατουσιώνοντας τον πόνο τους σε δημιουργία, έγιναν σπουδαίοι θεραπευτές και σημαντικοί μεταρρυθμιστές όσων κάποτε τους συνέθλιψαν.

    Προχωράμε πλάι στους αντισυμβατικούς, που καθόλου δεν τους εντυπωσιάζουν οι καλογυαλισμένες βιτρίνες, που προκαλούν με τις ερωτήσεις τους και κάνουν θόρυβο με τις αναζητήσεις τους, που ενοχλούν τους υπάκουους και ταρακουνούν το σύστημα.

    Επιλέγουμε όσους τολμούν να είναι αυθεντικοί. Με κάθε κόστος. Εκείνους που δεν φοβούνται τις σκοτεινές αποχρώσεις της ψυχής και διατηρούν την αγκαλιά τους ανοιχτή στις πτήσεις αλλά και τις πτώσεις μας.

    Καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με τους φανατικότερους θαυμαστές του ανθρώπινου ταλέντου και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της προόδου, αυτούς που χειροκροτούν τα μικρά και μεγάλα μας κατορθώματα, ανάβοντας τη σπίθα των πιο ευφάνταστων οραμάτων μας.

    Συναναστρεφόμαστε τους ελεύθερους, που δεν σέρνουν ως βαρίδια στην πλάτη τις προκαταλήψεις τους και δεν γυρεύουν δεκανίκια στην πορεία τους. Προχωράμε πλάι στους ακέραιους, που δεν περιμένουν να γυρίσουμε την πλάτη μας για να ξεστομίσουν δηλητηριώδη σχόλια εναντίον μας και που παθιάζονται τόσο με την πραγματικότητά τους, ώστε κανένα ενδιαφέρον δεν τρέφουν να ζητούν τα ρέστα σε άλλους για αυτή.

    Γιατί θυμόμαστε ακόμη όσους κάποτε μας δίδαξαν πως η ζωή αντιστοιχεί σε κάτι πολύ περισσότερο από τη μικροαστική φούσκα της μετριότητας και του φθόνου. Ζωή, λοιπόν, είναι το κουράγιο να σηκωνόμαστε έπειτα από τις πιο τρανταχτές αποτυχίες μας, η διάθεσή μας να διατηρούμε τον ενθουσιασμό μας για τον ήλιο που ανατέλλει το χάραμα και για το λουλούδι που σκορπά τη μεθυστική μυρωδιά του στο μπαλκόνι μας.

    Ζωή είναι οι άνθρωποι που γενναιόδωρα μας ενθάρρυναν να συναντήσουμε την ομορφότερη εκδοχή μας και οι παλιοί φίλοι, που συναντάμε ξανά, για να διαπιστώσουμε πως οι ψυχές πάντα βρίσκουν τον τρόπο να συνεχίζουν όσες ιστορίες ουδέποτε έκλεισαν.

    Ζωή είναι και οι νέοι φίλοι, που εισέβαλλαν ξαφνικά στον κόσμο μας, όμως εμείς, για ένα περίεργο λόγο, νιώθουμε πως βρίσκονταν πάντα κάπου εκεί κοντά μας, καρτερώντας απλώς την κατάλληλη στιγμή να μας ανταμώσουν.

    Ζωή είναι η πίστη στην ομορφιά, η καλή κουβέντα που λέμε στον άγνωστο και του φτιάχνουμε τη μέρα, το πείσμα μας να μην προδώσουμε τον εαυτό μας, η επιμονή μας να ξεγελάμε τον φόβο του θανάτου με τη δημιουργία.

    Και τελικά ζωή είναι η στιγμή που αντιλαμβανόμαστε πως οι πιο τρελές μας ιδέες τρέχουν για να μας συναντήσουν, πως η αγάπη που εισπράξαμε δεν πήγε χαμένη και πως κάνουμε τον κόσμο μας λιγάκι καλύτερο, κάθε φορά που αγγίζουμε ουσιαστικά τις καρδιές των γύρω μας.