ΝΕΑΝΙΑΣ
εἴθ᾽ ἐξῆν παρὰ τῇ νέᾳ καθεύδειν,
καὶ μὴ ᾽δει πρότερον διασποδῆσαι
940 ἀνάσιμον ἢ πρεσβυτέραν·
οὐ γὰρ ἀνασχετὸν τοῦτό γ᾽ ἐλευθέρῳ.
ΓΡ. Α’ οἰμώζων ἄρα, νὴ Δία, σποδήσεις·
οὐ γὰρ τἀπὶ Χαριξένης τάδ᾽ ἐστίν.
κατὰ τὸν νόμον ταῦτα ποιεῖν
945 ἐστι δίκαιον, εἰ δημοκρατούμεθα.
ἀλλ᾽ εἶμι τηρήσουσ᾽ ὅ τι καὶ δράσεις ποτέ.
ΝΕΑΣ. εἴθ᾽, ὦ θεοί, λάβοιμι τὴν καλὴν μόνην,
ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πάλαι ποθῶν.
ΝΕΙΣ. ἐξηπάτησα τὸ κατάρατον γρᾴδιον·
950 φρούδη γάρ ἐστιν οἰομένη μ᾽ ἔνδον μένειν.
ἀλλ᾽ οὑτοσὶ γὰρ αὐτὸς οὗ ᾽μεμνήμεθα.
δεῦρο δή, δεῦρο δή,
φίλον ἐμόν, δεῦρό μοι
πρόσελθε καὶ ξύνευνέ μοι
τὴν εὐφρόνην ὅπως ἔσει.
πάνυ γάρ τις ἔρως ‹δεινός› με δονεῖ
955 τῶνδε τῶν σῶν βοστρύχων.
ἄτοπος δὲ πόθος τις μοὔγκειται
ὅς με διακναίσας ἔχει.
μέθες, ἱκνοῦμαί σ᾽, Ἔρως,
καὶ πόησον τόνδ᾽ ἐς εὐνὴν
τὴν ἐμὴν ἱκέσθαι.
960 ΝΕΑΣ. δεῦρο δή, δεῦρο δή,
φίλον ‹ἐμόν›, καὶ σύ μοι
καταδραμοῦσα τὴν θύραν
ἄνοιξον [τήνδ᾽]· εἰ δὲ μή, καταπεσὼν κείσομαι.
ἀλλ᾽ ἐν [τῷ] σῷ βούλομ᾽ ‹ἐγὼ› κόλπῳ
965 πληκτίζεσθαι μετὰ [τῆς] σῆς πυγῆς.
Κύπρι, τί μ᾽ ἐκμαίνεις ἐπὶ ταύτῃ;
μέθες, ἱκνοῦμαί σ᾽, Ἔρως,
καὶ πόησον τήνδ᾽ ἐς εὐνὴν
τὴν ἐμὴν ἱκέσθαι.
καὶ ταῦτα μέντοι μετρίως πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην
970 εἰρημέν᾽ ἐστίν. σὺ δέ μοι, φίλτατον, ὢ ἱκετεύω,
ἄνοιξον, ἀσπάζου με·
διά τοι σὲ πόνους ἔχω.
ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κύπριδος ἔρνος,
μέλιττα Μούσης, Χαρίτων θρέμμα, Τρυφῆς πρόσωπον,
ἄνοιξον, ἀσπάζου με·
975 διά τοι σὲ πόνους ἔχω.
***
ΠΑΛΙΚΑΡΙ (μόνο του)
Να μπορούσα την κοπέλα να ξαπλώσω
κι όχι πρώτα να δροσίσω στανικά μου
940 πλατσομύτα και μπαμπόγρια σιχαμένη·
ντροπή θα ᾽ταν για λεύτερο Αθηναίο.
Α’ ΓΡ. Σκούζε, πλάνταζε, όσο θέλεις, μορφονιέ μου.
Πρώτα εμένα θα δουλέψεις, λέει ο νόμος
ο καινούργιος. Τα παλιά να τα ξεχάσεις
είναι τώρ᾽ αληθινή δημοκρατία!
(κουβεντιαστά)
Πάω μέσα να βιγλίζω τί θα κάνει.
(τραβιέται απ᾽ το παράθυρο)
ΠΑΛ. (μόνο του)
Βόηθα, θε μου, να τηνε βρω μονάχη
τη μικρούλα. Γι᾽ αυτήνε τα ᾽πια κι ήρθα,
από καιρόν πολύν τη λαχταρώ.
ΚΟΠ. (βγαίνοντας στο παράθυρο)
Καταραμένη στρίγκλα, σε ξεγέλασα!
Πάει, χάθηκε, θαρρώντας με πως θα ᾽μνησκα
950 κλεισμένη μέσα. Νά το παλικάρι!
Αυτός είναι κι αυτόνε ονειρευόμουν.
(τραγουδιστά)
Κατά δω, κατά δω, παλικάρι.
Κατά δω, ζύγωσέ με αγαπάκι,
μην αργείς να πλαγιάσεις μαζί μου
να χαρείς το κορμί μου νυχτέρι.
Με τραντάζει καημός και λαχτάρα
για τα ωραία κατσαρά σου μαλλάκια.
Βόηθα, βόηθα, Ερωτόθεε, και κάνε
τ᾽ ομορφόπαιδο νά ᾽ρθει να πέσει
στο δικό μου κρεβάτι.
960 ΠΑΛ. Κατά δω, κατά δω, κοπελιά μου,
αγαπούλα μου καμαροφρύδα.
Έλα κάτου τρεχάλα ν᾽ ανοίξεις,
δεν κρατιέμαι, θα πέσω στο δρόμο,
στο ζεστό σου τον κόρφο να γείρω
τα κρουστά σου μεριά να φουχτώσω.
Αφροδίτη, με τρέλανες. Τρέξε,
βόηθησέ με και κάνε την νά ᾽ρθει
στο δικό μου κρεβάτι.
Είναι φτωχά τα λόγια μου μπρος στον βαρύ καημό μου.
970 Και συ, ποθοκρατόρισσα κυρά, συμπόνεσέ με.
Άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
και να με νεκραναστήσεις.
Μαλαματένιο γκόλφι μου, της Αφροδίτης γέννα,
και των Μουσών η μέλισσα και θρέμμα των Χαρίτων,
άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
τι με λώλανεν ο πόθος!
(χτυπάει την πόρτα)
εἴθ᾽ ἐξῆν παρὰ τῇ νέᾳ καθεύδειν,
καὶ μὴ ᾽δει πρότερον διασποδῆσαι
940 ἀνάσιμον ἢ πρεσβυτέραν·
οὐ γὰρ ἀνασχετὸν τοῦτό γ᾽ ἐλευθέρῳ.
ΓΡ. Α’ οἰμώζων ἄρα, νὴ Δία, σποδήσεις·
οὐ γὰρ τἀπὶ Χαριξένης τάδ᾽ ἐστίν.
κατὰ τὸν νόμον ταῦτα ποιεῖν
945 ἐστι δίκαιον, εἰ δημοκρατούμεθα.
ἀλλ᾽ εἶμι τηρήσουσ᾽ ὅ τι καὶ δράσεις ποτέ.
ΝΕΑΣ. εἴθ᾽, ὦ θεοί, λάβοιμι τὴν καλὴν μόνην,
ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πάλαι ποθῶν.
ΝΕΙΣ. ἐξηπάτησα τὸ κατάρατον γρᾴδιον·
950 φρούδη γάρ ἐστιν οἰομένη μ᾽ ἔνδον μένειν.
ἀλλ᾽ οὑτοσὶ γὰρ αὐτὸς οὗ ᾽μεμνήμεθα.
δεῦρο δή, δεῦρο δή,
φίλον ἐμόν, δεῦρό μοι
πρόσελθε καὶ ξύνευνέ μοι
τὴν εὐφρόνην ὅπως ἔσει.
πάνυ γάρ τις ἔρως ‹δεινός› με δονεῖ
955 τῶνδε τῶν σῶν βοστρύχων.
ἄτοπος δὲ πόθος τις μοὔγκειται
ὅς με διακναίσας ἔχει.
μέθες, ἱκνοῦμαί σ᾽, Ἔρως,
καὶ πόησον τόνδ᾽ ἐς εὐνὴν
τὴν ἐμὴν ἱκέσθαι.
960 ΝΕΑΣ. δεῦρο δή, δεῦρο δή,
φίλον ‹ἐμόν›, καὶ σύ μοι
καταδραμοῦσα τὴν θύραν
ἄνοιξον [τήνδ᾽]· εἰ δὲ μή, καταπεσὼν κείσομαι.
ἀλλ᾽ ἐν [τῷ] σῷ βούλομ᾽ ‹ἐγὼ› κόλπῳ
965 πληκτίζεσθαι μετὰ [τῆς] σῆς πυγῆς.
Κύπρι, τί μ᾽ ἐκμαίνεις ἐπὶ ταύτῃ;
μέθες, ἱκνοῦμαί σ᾽, Ἔρως,
καὶ πόησον τήνδ᾽ ἐς εὐνὴν
τὴν ἐμὴν ἱκέσθαι.
καὶ ταῦτα μέντοι μετρίως πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην
970 εἰρημέν᾽ ἐστίν. σὺ δέ μοι, φίλτατον, ὢ ἱκετεύω,
ἄνοιξον, ἀσπάζου με·
διά τοι σὲ πόνους ἔχω.
ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κύπριδος ἔρνος,
μέλιττα Μούσης, Χαρίτων θρέμμα, Τρυφῆς πρόσωπον,
ἄνοιξον, ἀσπάζου με·
975 διά τοι σὲ πόνους ἔχω.
***
ΠΑΛΙΚΑΡΙ (μόνο του)
Να μπορούσα την κοπέλα να ξαπλώσω
κι όχι πρώτα να δροσίσω στανικά μου
940 πλατσομύτα και μπαμπόγρια σιχαμένη·
ντροπή θα ᾽ταν για λεύτερο Αθηναίο.
Α’ ΓΡ. Σκούζε, πλάνταζε, όσο θέλεις, μορφονιέ μου.
Πρώτα εμένα θα δουλέψεις, λέει ο νόμος
ο καινούργιος. Τα παλιά να τα ξεχάσεις
είναι τώρ᾽ αληθινή δημοκρατία!
(κουβεντιαστά)
Πάω μέσα να βιγλίζω τί θα κάνει.
(τραβιέται απ᾽ το παράθυρο)
ΠΑΛ. (μόνο του)
Βόηθα, θε μου, να τηνε βρω μονάχη
τη μικρούλα. Γι᾽ αυτήνε τα ᾽πια κι ήρθα,
από καιρόν πολύν τη λαχταρώ.
ΚΟΠ. (βγαίνοντας στο παράθυρο)
Καταραμένη στρίγκλα, σε ξεγέλασα!
Πάει, χάθηκε, θαρρώντας με πως θα ᾽μνησκα
950 κλεισμένη μέσα. Νά το παλικάρι!
Αυτός είναι κι αυτόνε ονειρευόμουν.
(τραγουδιστά)
Κατά δω, κατά δω, παλικάρι.
Κατά δω, ζύγωσέ με αγαπάκι,
μην αργείς να πλαγιάσεις μαζί μου
να χαρείς το κορμί μου νυχτέρι.
Με τραντάζει καημός και λαχτάρα
για τα ωραία κατσαρά σου μαλλάκια.
Βόηθα, βόηθα, Ερωτόθεε, και κάνε
τ᾽ ομορφόπαιδο νά ᾽ρθει να πέσει
στο δικό μου κρεβάτι.
960 ΠΑΛ. Κατά δω, κατά δω, κοπελιά μου,
αγαπούλα μου καμαροφρύδα.
Έλα κάτου τρεχάλα ν᾽ ανοίξεις,
δεν κρατιέμαι, θα πέσω στο δρόμο,
στο ζεστό σου τον κόρφο να γείρω
τα κρουστά σου μεριά να φουχτώσω.
Αφροδίτη, με τρέλανες. Τρέξε,
βόηθησέ με και κάνε την νά ᾽ρθει
στο δικό μου κρεβάτι.
Είναι φτωχά τα λόγια μου μπρος στον βαρύ καημό μου.
970 Και συ, ποθοκρατόρισσα κυρά, συμπόνεσέ με.
Άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
και να με νεκραναστήσεις.
Μαλαματένιο γκόλφι μου, της Αφροδίτης γέννα,
και των Μουσών η μέλισσα και θρέμμα των Χαρίτων,
άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
τι με λώλανεν ο πόθος!
(χτυπάει την πόρτα)