Η εκκλησιαστική παράδοση ορίζει τη γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Η προετοιμασία της Εκκλησίας αρχίζει μέρες πριν με τη νηστεία των Χριστουγέννων. Οι λειτουργοί ενδύονται ανοιχτόχρωμα ιερατικά άμφια που εικονίζουν τη δόξα του βασιλέως Χριστού, για να προϋπαντήσουν μαζί με τους πιστούς την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Ευωδιαστό θυμίαμα -σύμβολο των προσευχών των επί γης αγίων- καίγεται περισσό, το οποίο ανεβαίνοντας μπλέκει με τις εικόνες των αγίων στον ουρανό. Η φωτοχυσία από τους πολυελαίους- σύμβολο της ουράνιας, η ανάγνωση των σχετικών αποσπασμάτων από τη Βίβλο, οι λειτουργικοί ύμνοι που ψέλνονται ρυθμικά από μελίρρυτες φωνές, συμπληρώνουν την εορταστική ατμόσφαιρα που άγει τον πιστό χριστιανό, με τρόπο μυστικό, στον ίδιο τον ουρανό. Η εσωτερική αυτή κατάσταση δεν τελειώνει με το πέρας του εκκλησιασμού, αλλά αφού έχει κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, συνεχίζει στο σπίτι του την μελέτη των κειμένων των αγίων πατέρων του. Αυτή η κατάσταση του θείου έρωτος βιώνεται μόνο από τον έναν συνειδητά χριστιανό. Και βιώνεται στο εσωτερικό ιδιωτικό χώρο της καρδιάς του, η «πανήγυρης των πρωτοτόκων» παιδιών του Θεού.
Όλα καλά και όλα ωραία όσον αφορά το θεολογικό μέρος. Το πρόβλημα αρχίζει να ανακύπτει όταν κάποια στιγμή θα στρέψει το ενδιαφέρον του στο ιστορικό μέρος, και θα θελήσει να δει την σειρά των γεγονότων που εορτάζει στην ιστορία. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει κανένα νόημα και κανένα αποτέλεσμα σε αυτόν, εάν δεν είναι πραγματικά. Εάν δεν υπάρχει ιστορικότητα στα διαδραματιζόμενα, σημαίνει επίσης ότι ανεδαφικά είναι όσα λέει η χριστιανική θεολογία. Στην πρώτη γενική επιστολή του «Ιωάννη», ο συγγραφέας είναι σαφέστατος όσον αφορά την εμπειρία του χριστιανού με τον Ιησού της ιστορίας: «Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς ὃ ἀκηκόαμεν ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1:1-3). Δεν φτάνει όμως κάποιος να λέει κάτι, πρέπει και να αποδεικνύεται αυτό που λέει. Εδώ βλέπουμε ότι η μαρτυρία που παραδίδεται στις γενεές των χριστιανών, με άλλα λόγια «η αγία» παράδοση, στηρίζεται σε ανθρώπους που «άκουσαν», «είδαν», «ψηλάφησαν», και κατόπιν μετέφεραν- παρέδωσαν αυτό που βίωσαν και σε άλλους. Αν η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού και είναι παρούσα στην ιστορία, το ίδιο θα έπρεπε να είναι και η κεφαλή της, ο ίδιος ο Χριστός. Διαφορετικά, έχουμε ένα ακέφαλο πτώμα, έστω και αν αυτό είναι ντυμένο στα χρυσά.
Όταν λοιπόν θελήσει ο χριστιανός να τεκμηριώσει όσα πιστεύει από την ιστορία, τότε αρχίζει να μπαίνει σε μια βαθιά έρευνα που μπορεί να λειτουργήσει για αυτόν ως δίκοπο μαχαίρι. Εισέρχεται ασυναίσθητα σε μια διαδικασία που αν τη συνεχίσει, μπορεί να αποδειχτεί λυτρωτική για αυτόν, που μπορεί να τον οδηγήσει στην ζωή του σε νέα μονοπάτια και αναζητήσεις που θα του ανοίξουν νέους ορίζοντες. Αν όμως σταματήσει γιατί αρχίζει να κατανοεί ότι κάτι δεν πάει καλά φοβούμενος μην καταρρεύσουν για αυτόν όλα όσα είχε οικοδομήσει ως τότε, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε αρετή ούτε τόλμη κατά τον ποιητή, ώστε να γίνει ελεύθερος. Δεσμά δουλείας ας έχει.
Κατά την ιστορική έρευνα που θα θελήσει ο άνθρωπος που αγαπά πραγματικά την αλήθεια, τι πιο φρόνιμο από το να ξεκινήσει από το να παρατηρεί τι γράφουν τα ευαγγέλια. Το πρώτο που θα διαπιστώσει τότε, είναι ότι πουθενά δεν γράφουν αυτά ότι η γέννηση του Ιησού συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου. Στην πραγματικότητα, δεν θα βρει καμία ημερομηνία. Αν κρίνουμε από τα γραφόμενα στο «κατά Λουκά», μάλλον επρόκειτο περί ανοίξεως και όχι χειμώνος, διότι εκεί αναφέρονται ποιμένες που φύλαγαν τα ποίμνιά τους, όταν ευαγγελίστηκαν από τους αγγέλους τη γέννηση του Ιησού (2:8). Ένα δεύτερο που παρατηρεί, είναι ότι τα στοιχεία τα ιστορικά των ευαγγελίων είναι ελάχιστα. Περιέργως, το πρώτο χρονικά ευαγγέλιο, το «κατά Μάρκον», αρχίζει απότομα με τη βάπτιση του Ιησού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο ευαγγέλιο τελειώνει απότομα, καθώς δεν αναφέρει ούτε την ανάσταση ως ιστορικό γεγονός. Το τμήμα που ορίζουν τα χωρία 9-20 του τελευταίου κεφαλαίου, έχει αποδεδειγμένα προστεθεί αργότερα, και είναι μια περίληψη των άλλων δύο συνοπτικών ευαγγελίων. Ούτε στο «κατά Ιωάννη» αναφέρεται κάτι. Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται η θεολογική (και όχι η ιστορική) παρουσίαση της γεννήσεως του Ιησού (ο Λόγος έγινε σαρξ). Τα μόνα ευαγγέλια που αναφέρονται σε «γεγονότα» που αφορούν το θέμα μας, είναι το «κατά Ματθαίον» και το «κατά Λουκά». Ωστόσο, η σύγκρισή τους είναι δύσκολη, εάν δεν τα «σπάσουμε» σε επιμέρους ενότητες. Οι ενότητες πρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους εκ παραλλήλου, και να μπουν στη σειρά. Για να έχουμε σαφή εικόνα των διαφορών των δύο διηγήσεων, πρέπει να τις εξετάσουμε εκ παραλλήλου και απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα με στοιχεία του κειμένου (όχι δικά μας). Να δοθούν απαντήσεις στο «πότε», στο «που», και σε «ποιους» συμβαίνει το περιγραφόμενο. Χρόνος, τόπος, και εμπλεκόμενα πρόσωπα. Θα δούμε πρώτα τα περί του ευαγγελισμού και μετά όσα διαδραματίζονται μετά από αυτόν.
α) Ευαγγελισμός
1) Στο «κατά Ματθαίον».
Η γέννηση του Ιησού λαμβάνει χώρα όταν βασιλιάς στην Ιουδαία ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως» (2:1). Άρα, εκείνη την εποχή (και πιο συγκεκριμένα εννέα μήνες πριν), η Μαρία έμεινε έγκυος. Επειδή όμως στο ευαγγέλιο αυτό δεν φαίνεται καμία μετακίνηση προς τη Βηθλεέμ, ούτε έχουμε καμία απογραφή, αλλά στο τέλος της ιστορίας αναφέρεται ότι τελικώς εγκαθίστανται στην Ναζαρέτ («καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ», 2:23), έπεται ότι συνέλαβε στην Βηθλεέμ. Όσον αφορά σε ποιον δόθηκε η αναγγελία της σύλληψης, ο συγγραφέας δεν λέει τίποτα περί αγγέλου που έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα στην Μαρία: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἠν• μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτούς, εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ πνεύματος ἁγίου» (1:18). Μάλιστα στην συνέχεια (και προφανώς όταν είχε αρχίσει να φαίνεται η εγκυμοσύνη μετά από μήνες), ο Ιωσήφ ήθελε να την διώξει κρυφά. Δεν ήθελε να την θεατρίσει, κάτι που θα είχε συνέπεια ακόμα και το θάνατό της, καθώς η νομοθεσία τιμωρούσε αυστηρά τη μοιχεία: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν» (1:19). Τότε παρουσιάστηκε άγγελος στον ύπνο του και του είπε να μην το κάνει, δίνοντας στον Ιωσήφ τη χαρούμενη είδηση: «ἰδού, ἄγγελος κυρίου κατ’ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων, Ἰωσὴφ υἱὸς Δαβίδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου• τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν• αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (1:20-21). Έτσι ο Ιωσήφ παρουσιάζεται να έχει άγνοια περί του ευαγγελισμού της Μαρίας (προφανώς επειδή δεν συνέβη ποτέ στο ευαγγέλιο αυτό).
Συνοψίζοντας λοιπόν, στο «κατά Ματθαίον», δεν έχουμε ευαγγελισμό της Μαρία, αλλά ο Ιωσήφ μαθαίνει από άγγελο μήνες μετά τη σύλληψη της Μαρίας. Και βρίσκονται στη Βηθλεέμ (Ιουδαία).
Εδώ, έχει προηγηθεί η σύλληψη της Ελισάβετ κατά έξι μήνες. Κάτι που επαναλαμβάνεται στα λόγια του αγγέλου προς την Μαρία (1:36). Αναφέρεται ότι ο άγγελος έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα στον άνδρα της, τον Ζαχαρία (1:5-25). Πότε συνέβη; «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας» (1:5). Άρα, η σύλληψη της Μαρίας συνέβη επί των ημερών του Ηρώδη του Μέγα. Επίσης, έχουμε λεπτομερή παρουσίαση του ευαγγελισμού της από τον άγγελο, και αυτό συμβαίνει στην Ναζαρέτ (Γαλιλαία). Το ότι βρίσκονταν και έμεναν εκεί, φαίνεται από το τέλος της ιστορίας, όπου επιστρέφουν πάλι εκεί: «Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν αὑτῶν Ναζαρέτ» (2:39). Σε κανένα σημείο δεν παρουσιάζεται ο Ιωσήφ να δυσανασχετεί. Ο συγγραφέας εδώ μιλάει για μια απογραφή που διατάχθηκε από τον Καίσαρα, που ανάγκασε τον Ιωσήφ και την Μαρία να φύγουν από την Ναζαρέτ που έμεναν και να πάνε στην Βηθλεέμ, τον τόπο καταγωγής του Ιωσήφ (2:1-5). Αυτή η απογραφή έλαβε χώρα όταν διοικητής στην Συρία ήταν ο Κυρήνιος: «αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου» (2:2). Όπως όμως θα δούμε παρακάτω, με βάση τις ιστορικές πηγές της εποχής, ο Ηρώδης ο Μέγας είχε αποβιώσει δέκα χρόνια πριν αναλάβει ο Κυρήνιος διοικητής στην Συρία.
Συνοψίζοντας, η Μαρία ευαγγελίστηκε την εποχή του Ηρώδη του Μέγα, ούσα στην Ναζαρέτ.
Όπως καθίσταται σαφές στους νουνεχείς, αυτές οι δύο ιστορίες ως τώρα έχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες θα συνεχίσουν και παρακάτω. Εκκινούν από μια πρωταρχική παράδοση-πυρήνα, και στην συνέχεια ξεχωρίζουν (είτε προσθέτοντας οι συγγραφείς στις καταγραφές τους είτε αφαιρώντας επί μέρους στοιχεία). Οι απολογητές-θεολόγοι, ισχυρίζονται ότι ο ένας ευαγγελιστής συμπληρώνει τον άλλο. Αυτό όμως δεν στέκει για τους εξής λόγους. Ο πιο σημαντικός λόγος αναφέρεται από τον συγγραφέα του «κατά Λουκά» ευαγγελίου, ο οποίος γράφει στο προοίμιο: «ἔδοξεν κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν» (1:3-4). Λέει στον αποδέκτη του ευαγγελίου, τον Θεόφιλο, ότι θα του γράψει τα πάντα κατά σειρά. Αυτό από μόνο του αποκλείει την περίπτωση να μην αναφέρει κάτι, διότι το αναφέρει άλλος ευαγγελιστής. Άρα, οτιδήποτε υπάρχει αλλού και δεν αναφέρεται εδώ, είναι στοιχείο όχι μόνο άγνωστο, αλλά και ψευδές. Στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο είχε γράψει: «καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου» (1:2). Για ότι γράφει, μας δίνει την εγγύηση ότι προέρχεται από αυτόπτες. Κατά την ορθόδοξη παράδοση, τις λεπτομέρειες του ευαγγελισμού, τις άντλησε από την ίδια την Μαρία. Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να ισχύει αυτό που προβάλλουν ως δικαιολογία για τις αντιφάσεις, είναι ότι οι παραλήπτες δεν είναι οι ίδιοι. Και ενώ εδώ έχουμε τον Θεόφιλο, για το «κατά Ματθαίον» είναι εβραίοι που έγιναν χριστιανοί. Εφόσον αυτά αποστέλλονται σε διαφορετικά πρόσωπα, δεν υπάρχει λόγος να παραληφθεί κάτι ήδη «γνωστό». Και το τρίτο το οποίο συνδέεται με το προηγούμενο, ότι ο χρόνος συγγραφής τους είναι διαφορετικός.
Να θυμόμαστε πάντα ότι την πρώιμη εκείνη εποχή, δεν υπήρχε η Κ. Διαθήκη ως ένα βιβλίο. Υπήρχαν επί μέρους κείμενα (και όχι μόνο όσα πολύ αργότερα αποφασίστηκε συνοδικά να μπουν στον κανόνα), τα οποία ήταν ξεχωριστά. Επίσης, ότι ο χριστιανισμός ακόμα δεν ήταν τόσο «συμπαγής» και οργανωμένος όπως παρουσιάζεται σε μεταγενέστερες εποχές. Αλλά περισσότερο ως ένα συνονθύλευμα ρευμάτων, άλλα από τα οποία συγχωνεύτηκαν (πχ. βλέπε διαφορά στην διδασκαλία του Ιακώβου που τονίζει τη σημασία πρώτα των έργων, από τον Παύλο που τονίζει πρώτα τη σημασία της πίστης, χρησιμοποιώντας και οι δύο το ίδιο παράδειγμα, αυτό του Αβραάμ!), άλλα ξεχώρισαν (βλέπε την μεταγενέστερη επιστολή Α΄ Ιωάννου, όπου αναφέρεται ότι υπήρχαν στις κοινότητες πιστοί που όμως δεν πίστευαν στο δόγμα της μεσσιανικότητας του Ιησού. Αυτοί διώχτηκαν από τις κοινότητες και ονομάστηκαν «αντίχριστοι»).
Οι διαφοροποιήσεις συνεχίζονται και στις αναφορές στα μετά του «ευαγγελισμού».
β) Όσα ακολούθησαν
1) Στο «κατά Ματθαίον».
Η σειρά, όπως παρουσιάζεται εδώ, είναι η ακόλουθη:
* Η επίσκεψη των μάγων πρώτα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα (2:1-2). * Ο Ηρώδης μαθαίνει από τους γραμματείς τον τόπο γέννησης, και από τους μάγους τον χρόνο όπου φαίνονταν ο αστέρας (2:3-8). * Οι μάγοι βρίσκουν την Μαρία και το παιδί στην οικία στη Βηθλεέμ (2:9-11). Όπως φαίνεται από την διαταγή θανάτωσης των νηπίων στη Βηθλεέμ που δίνει ο Ηρώδης με βάση τον καιρό του εμφαινομένου αστέρος, ο Ιησούς ήταν έως δύο ετών (2:16-18). * Οι μάγοι δεν γυρίζουν πίσω στον Ηρώδη για να του πουν που βρίσκεται το νήπιο, αλλά φεύγουν από αλλού. Ταυτόχρονα, ειδοποιείται ο Ιωσήφ κατ’ όναρ να φύγουν για την Αίγυπτο, όπου μένουν μέχρι το θάνατο του Ηρώδη (2:12-15). * Ο Ιωσήφ ειδοποιείται κατ’ όναρ όταν πέθανε ο Ηρώδης και ότι βασιλεύει ο γιος του ο Αρχέλαος στην Ιουδαία. Πάλι όμως φοβάται, και εγκαθίστανται στην Ναζαρέτ που βρίσκεται στην Γαλιλαία (2:19-23).
Το ότι ο Ιησούς βρέθηκε σε σπίτι («καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εὗρον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ»), το ότι δεν υπάρχει πουθενά καμία μετακίνηση προς την Βηθλεέμ, και από το χρόνο του αστέρος, φαίνεται ότι όσα διαδραματίζονται εδώ, είναι μεταγενέστερα από όσα αναφέρονται στο «κατά Λουκά». Εκεί, ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ως «βρέφος» και όχι ως «νήπιο» ή «παιδίον» όπως στο «κατά Ματθαίον», και βρίσκεται σε φάτνη την ίδια μέρα που γεννήθηκε (άρα, σε στάβλο). Ο Λουκάς αναφέρει επίσης τα τυπικά που έπρεπε να κάνουν ο Ιωσήφ με την Μαρία, σύμφωνα με την νομοθεσία, σαράντα μέρες από τη γέννησή του.
2) Στο «κατά Λουκάν».
* Μετακίνηση από την Ναζαρέτ στην Βηθλεέμ λόγω της απογραφής (2:1-7). * Βοσκοί ειδοποιούνται ότι «σήμερα» γεννήθηκε ο Χριστός: «Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν καὶ ἰδού, ἄγγελος κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος Μὴ φοβεῖσθε ἰδού, γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ ὅς ἐστιν Χριστὸς κύριος ἐν πόλει Δαβίδ». Ο Ιησούς αναφέρεται ως «βρέφος» και όχι ως «νήπιο», το οποίο θα βρουν στην φάτνη (2:8-20). * Ο συγγραφέας, αφού αναφέρει τη συνέβη την πρώτη μέρα, μετά πάει στην όγδοη που έγινε η περιτομή, και φτάνει στο τέλος των ημερών του καθαρισμού, όπου έπρεπε να πάνε στα Ιεροσόλυμα και να προσφέρουν τις καθιερωμένες θυσίες (2:21-24). Το χρονικό περιθώριο για την αποβολή της ακαθαρσίας της γέννας, ήταν σαράντα μέρες. Άρα, ως εδώ, είμαστε στον πρώτο μήνα ζωής του Ιησού. Έλεγε ο Νόμος ότι η γυναίκα αν συνουσιαστεί και γεννήσει, θα είναι ακάθαρτη για επτά ημέρες. Την όγδοη μέρα θα γίνει η περιτομή του άρρενος τέκνου, και για επιπλέον τριάντα τρείς μέρες δεν θα αγγίζει τίποτα άγιο, ούτε θα μπορεί να μπει στο ιερό. Αν γεννούσε θηλυκό, οι μέρες της ακαθαρσίας της ήταν πολύ περισσότερες. Όταν λοιπόν περάσει αυτό το χρονικό διάστημα, θα πρέπει να προσφέρει άμωμο αμνό και νεοσσό περιστεριών ή τρυγόνια «περί αμαρτίας» στον Ναό, ενώπιον ιερέως (Λευιτικό, κεφάλαιο 12). * Όντας λοιπόν στον Ναό, συνάντησαν τον Συμεών και την Άννα (2:25-38). * Αφού τέλεσαν όσα όριζε ο νόμος των Ιουδαίων, επέστρεψαν στην πόλη τους Ναζαρέτ. «Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν αὑτῶν Ναζαρέτ» (2:39).
Προσπάθεια εναρμόνισης.
Αν και δεν εναρμονίζονται, ας επιχειρήσουμε να τα βάλουμε σε μια σειρά.
Ο άγγελος πηγαίνει στην Ναζαρέτ όπου φέρνει τα χαρμόσυνα νέα στην Μαρία- ευαγγελισμός (κατά Λουκά). Εκείνη, αμέσως μετά, φεύγει και πάει στο σπίτι του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, όπου κάθεται τρείς μήνες (κατά Λουκά). Μετά επιστρέφει στο σπίτι της στη Ναζαρέτ (Γαλιλαία), όπου είναι ήδη τριών μηνών έγκυος (κατά Λουκά). Κάποιο καιρό αργότερα, και ενώ διαμένουν στην Βηθλεέμ (Ιουδαία), ο Ιωσήφ διαπιστώνει ότι είναι έγκυος και σκέπτεται να την διώξει κρυφά (κατά Ματθαίον). Τότε του παρουσιάζεται άγγελος και του εξηγεί τι συμβαίνει (κατά Ματθαίον). Η Μαρία τίκτει τον Ιησού στην Βηθλεέμ (ερχόμενη από την Ναζαρέτ λόγο της απογραφής), και τον σπαργανώνει σε φάτνη (κατά Λουκά). Άγγελοι ανακοινώνουν σε βοσκούς την γέννηση του Χριστού, δίνοντας το σημείο αναγνωρίσεως: είναι το βρέφος που βρίσκεται σε φάτνη, εντός στάβλου, αφού δεν βρέθηκε χώρος σε κάποιο από τα καταλύματα για να τους φιλοξενήσει. Μετά το περιστατικό με τους βοσκούς, παρουσιάζονται οι επόμενες σαράντα μέρες. Έχουμε την περιτομή, τον καθαρισμό, και τις θυσίες. Το σκηνικό μεταφέρεται στα Ιεροσόλυμα, όπου στον Ναό γίνεται η συνάντησή τους με τον Συμεών και την Άννα. Μετά, επιστρέφουν στην Ναζαρέτ (κατά Λουκά). Για κάποιο άγνωστο λόγο, βρίσκονται μετά από περίπου δύο χρόνια στην Βηθλεέμ, όπου βρίσκουν το νήπιο οι μάγοι. Έχουμε έπειτα την οργή του Ηρώδη που διατάζει τη σφαγή των νηπίων από δύο ετών και κάτω, και ταυτόχρονα την φυγή του Ιωσήφ και της Μαρίας με το νήπιο, στην Αίγυπτο. Από εκεί γυρίζουν όταν πέθανε ο Ηρώδης, και βασίλευε ο γιος του ο Αρχέλαος στην Ιουδαία. Επειδή όμως φοβήθηκαν και αυτόν, πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Ναζαρέτ, στην Γαλιλαία (κατά Ματθαίον), παρότι έμεναν εκεί (κατά Λουκά).
Η παραπάνω ιστορία που προέκυψε από τη σύνθεση, δεν συμφωνεί με καμία από τις δύο διηγήσεις που έχουμε, αν τις λάβουμε ξεχωριστά όπως πρέπει.. Η σύνθεση δηλαδή, διαφωνεί με τις υπάρχουσες πηγές μας και μας βγάζει έξω από τα κείμενα. Είτε αναγκαστικά θα προσθέσουμε στοιχεία που δεν υπάρχουν σε κανένα ευαγγέλιο (όπως πχ ότι ο άγγελος έκανε δύο ξεχωριστές επισκέψεις, μια στη Μαρία και μια στον Ιωσήφ), είτε να αφαιρέσουμε (πχ πρέπει να δεχτούμε ότι ή ζούσαν στην Βηθλεέμ- άρα, πρέπει να απορρίψουμε τα περί μετακίνησης και απογραφής, ή μετακινήθηκαν εκεί από τη Ναζαρέτ- άρα, πρέπει να απορρίψουμε τα περί του διωγμού του Ηρώδη και της φυγής στους στην Αίγυπτο που έγινε έως και δύο έτη μετά τη γέννηση του Ιησού, εφόσον έμεναν στη Ναζαρέτ- Γαλιλαία και όχι στη Βηθλεέμ- Ιουδαία, εκεί όπου ο Ηρώδης και ο Αρχέλαος δεν είχε καμία δικαιοδοσία. Απόδειξη για αυτό, είναι ότι σύμφωνα με το «κατά Ματθαίον», κατά την επάνοδό τους, προτίμησαν να πάνε εκεί αντί της Ιουδαίας, επειδή έκριναν τον τόπο ασφαλή.
Αλλά ακόμα και αν κάποιος παρέβλεπε τα παραπάνω στραμπουλώντας την κριτική του ικανότητα, και δέχονταν την οποιαδήποτε σύνθεση με άλλες εκδοχές, υπάρχει ένα άλλο ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ιστορικότητα της γέννησης του Ιησού. Ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Ηρώδης (κατά Ματθαίον), και όταν ήταν διοικητής στη Συρία ο Κυρήνιος (κατά Λουκά). Όμως, με βάση τον Ιώσηπο, όταν ο Κυρήνιος έγινε διοικητής της Συρίας, ο Ηρώδης ήταν δέκα χρόνια πεθαμένος.
Η απάτη των ευαγγελίων
Σύμφωνα με τα ευαγγέλια, ο Ιησούς γεννήθηκε α) όταν ήταν ο Κυρήνιος διοικητής της Συρίας (Λουκάς 2:17), β) όταν βασίλευε ο Ηρώδης (Ματθαίος 2:1). Οι δύο αυτές χρονολογίες έχουν μεταξύ τους μια διαφορά τουλάχιστον δέκα ετών. Ο Ηρώδης ο Μέγας, στον οποίο αναφέρεται ο Ματθαίος, πέθανε το 4 π.κ.ε., ενώ ο Κυρήνιος έγινε διοικητής της Συρίας το 7 κ.ε. Από το 4 π.κ.ε. μέχρι το 7 κ.ε. είναι ένδεκα χρόνια αλλά επειδή το έτος μηδέν δεν υπήρξε και από το 1 π. κ. ε πήγαμε στο 1 κ.ε., η διαφορά είναι δέκα χρόνια. Αν υποθέσουμε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε τουλάχιστον δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Ηρώδης, τότε το χρονικό χάσμα ανάμεσα στα δύο αυτά ευαγγέλια αυξάνει στα δώδεκα χρόνια. Μια από τις ιστορικές πηγές, ο Ιώσηπος Φλάβιος μας πληροφορεί σχετικά με την εποχή: “Τώρα ο Ηρώδης άλλαξε τη διαθήκη του, αναθεωρώντας την απόφασή του. Τον Αντύπα, τον οποίο πριν άφηνε βασιλιά, τώρα καθιστά τετράρχη της Γαλιλαίας και της Περαίας, ενώ κάνει βασιλιά τον Αρχέλαο (…) κι αφού έκανε όλα αυτά, την πέμπτη μέρα πέθανε” (Ιουδ. Αρχ. 17,8.1). “Το δέκατο έτος της διακυβέρνησης του Αρχελάου, οι προεστοί της Ιουδαίας και της Σαμάρειας, μην αντέχοντας την τυραννία και την ωμότητα του, τον κατηγόρησαν στον Καίσαρα (…) και ο Καίσαρας αφού άκουσε μερικούς κατηγόρους και αφού είπε ό,τι είχε να πει, τον διώχνει και ορίζει να μένει στη Βιέννη της Γαλατίας, ενώ ταυτόχρονα του πήρε τα χρήματα” (ο. π. 17,13.2). “Στη Συρία, που ήταν χώρα υποτελής στον Αρχέλαο, στέλνεται από τον Καίσαρα ο Κυρήνιος, άνδρας υπάκουος, για να εκτιμήσει τα της Συρίας και να πουλήσει το σπίτι του Αρχέλαου” (ο. π 17,13.5). “Αφού διέθεσε ο Κυρήνιος τα χρήματα του Αρχελάου και αφού έβαλε μια τάξη στα φορολογικά, τα οποία έγιναν το τριακοστό έβδομο έτος από την ήττα του Αντωνίου από τον Καίσαρα στο Άκτιο…” (ο. π. 18,2.1). Από τις παραπάνω αναφορές του Ιώσηπου Φλαβίου, έχουμε τα εξής στοιχεία: 1) Ο Κυρήνιος τοποθετείται στη Συρία το τριακοστό έβδομο έτος από τη ναυμαχία στο Άκτιο. 2) Ο Κυρήνιος τοποθετείται στη Συρία μετά τον Αρχέλαο. 3) Ο Αρχέλαος βασίλεψε για δέκα χρόνια μετά τον Ηρώδη. 4) Άρα, ο Ηρώδης πέθανε δέκα χρόνια πριν αναλάβει ο Κυρήνιος
Η ναυμαχία στο Άκτιο, έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.κ.ε. Επομένως, ο Κυρήνιος έγινε διοικητής στη Συρία το 7 κ.ε. (τριάντα επτά χρόνια μετά την συγκεκριμένη ναυμαχία). Η βασιλεία του Αρχελάου διήρκησε δέκα χρόνια, ως το 7 κ.ε. Άρα, ξεκίνησε το 4 π.κ.ε. Τότε ακριβώς πέθανε ο Ηρώδης ο μέγας, ο πατέρας του, που τον άφησε διάδοχό του.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το «κατά Ματθαίον», ο Ιησούς γεννήθηκε μεταξύ 4-6 π.κ.ε., ενώ με το «κατά Λουκά», στο 7 κ.ε.
Δεν είναι λοιπόν μόνο το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για τη δράση και ύπαρξη του Ιησού σε εθνικούς συγγραφείς, αλλά και τα ίδια τα ευαγγέλια φάσκουν και αντιφάσκουν μεταξύ τους. Για αυτόν τον λόγο, ο καθηγητής συγκριτικής φιλοσοφίας της θρησκείας κος Μ. Μπέγζος, σε ερώτηση της Ρίκας Βαγιάννη «τι λένε οι ιστορικοί για τον Ιησού», στην ΕΤ1 στις 29 Μαρτίου 2010, απάντησε τα εξής: «Υπάρχουν κάποιες ιστορικές μαρτυρίες για τον Ιησού, αλλά το σημαντικότερο για τον Ιησού δεν είναι η ιστορική του ύπαρξη. Είναι η πίστη των ανθρώπων. Δηλαδή είναι σαν να ρωτάμε –αν φέρω παράδειγμα από το χώρο της τέχνης- αν οι αδελφοί Καραμάζωφ υπήρχαν και αν έγινε η δίκη τους και αν έχουμε τα πρακτικά και αν είναι ή δεν είναι έτσι. Πάντοτε στο χώρο της πίστης μιλάς για τη σημασία του πράγματος και όχι για το ίδιο το πράγμα, το οποίο σε τελευταία ανάλυση χλωμιάζει. Κάτι το οποίο αποδεικνύεται, επιβάλλεται κιόλας. Αν η ύπαρξη του Ιησού αποδεικνυότανε μαθηματικώς, ιστορικώς, θα ήταν υποχρεωτική για τους ανθρώπους. Ενώ τώρα είναι στη διάθεση των ανθρώπων. Δεν είναι υποχρεωτική, δεν είναι δεσμευτική».
Πόσο αντίθετα είναι τα λόγια του καθηγητή αν συγκρίνουμε το νόημά τους με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή από την πρώτη επιστολή του Ιωάννου! Ο καθηγητής γνωρίζει πολύ καλά ότι οι «ιστορικές μαρτυρίες» που είπε στην αρχή, στην πραγματικότητα είναι ανίσχυρες (π.χ. του Ιώσηπου είναι αποδεδειγμένη πλαστογραφία, ο Σουητώνιος αναφέρεται σε κάποιον «Chestus» που υποκινούσε ιουδαϊκές επαναστάσεις στην Ρώμη επί Κλαυδίου κλπ). Για αυτό και στην συνέχεια το άλλαξε, λέγοντας ότι η ιστορικότητα του Ιησού είναι χλωμή. Αν η απόδειξη ισοδυναμεί με «υποχρέωση», τότε και ο Παύλος υποχρεώθηκε να πιστέψει στον Ιησού, εφόσον του εμφανίστηκε στο δρόμο προς τη Δαμασκό. Όμως βλέπουμε στα ευαγγέλια ότι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τον είδαν (άρα, έχουμε κάτι παραπάνω από μαρτυρίες άλλων), άλλοι τον ακολουθούν και άλλοι τον απορρίπτουν. Άρα, δεν τίθεται θέμα υποχρεωτικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτοι χριστιανοί δεν γνώριζαν πότε γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός! Για αυτόν τον λόγο και μέχρι την θεσμοθέτηση της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου που έγινε τον 4ο αιώνα, αυτά γιορτάζονταν μαζί με τα «Θεοφάνεια» στις 6 Ιανουαρίου, όπου και πάλι η ημερομηνία είναι αυθαίρετη!
Γράφει ο Β. Στεφανίδης, αρχιμανδρίτης και καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών: «Πότε εγεννήθη και εβαπτίσθη ο Ιησούς Χριστός ήτο άγνωστον. Αν ήτο γνωστόν, θα είχομεν σχετικάς εορτάς λίαν πρωίμως και όχι μετά τρείς εκατονταετηρίδας, δεν θα συνεδυάζοντο τα δύο τόσον απέχοντα χρονολογικώς γεγονότα εις μιαν και την αυτήν εορτήν, της 6ης Ιανουαρίου, ουδέ θα απεσπάτο βραδύτερον η γέννησις του Χριστού ίνα μετατεθή εις την 25 Δεκεμβρίου» («Εκκλησιαστική Ιστορία», σ. 116).
Η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου εισήχθη για πρώτη φορά στην Ρώμη το 335 κ. ε, και από εκεί μεταδόθηκε στην χριστιανοσύνη της υπόλοιπης δύσης και της ανατολής. Υπάρχει η αναφορά σε σχετικό λόγο του Χρυσοστόμου το 386 κ. ε, ότι μόλις «πριν δέκα χρόνια» έγινε γνωστή η 25η Δεκεμβρίου, ως ημέρα της γέννησης του Ιησού (ο. π σ. 313).
Η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας δεν είναι διόλου τυχαία. Ήταν μέσα στην πολιτική προπαγάνδα της εκκλησίας, προκειμένου να προσελκύσει στην πίστη τους εθνικούς που εόρταζαν τη γέννηση των ηλιακών θεοτήτων, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Μην λησμονούμε ότι ο Ιησούς λέγεται επίσης και «Ήλιος της Δικαιοσύνης».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αν η ύπαρξη του Ιησού ήταν μαθηματικώς αποδεδειγμένη, ιστορικώς, οι άνθρωποι θα ήταν υποχρεωμένοι να πιστέψουν στην ιστορική του ύπαρξη. Όπως, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την ύπαρξη διαφόρων προσώπων που είναι αποδεδειγμένα υπαρκτά πρόσωπα ( Περικλής, Σαίξπηρ, Ναπολέων κλπ). Δεν συνδυάζει την τυχόν αποδεδειγμένη ύπαρξη του Ιησού με την αναγκαστική πίστη, διότι αν εννοούσε αυτό, τότε θα ερχόταν σε αντίθεση με τους σκοπούς του, μιας και οι άνθρωποι, δεδομένου ότι κι αυτός αμφιβάλλει με την πραγματική ύπαρξή του, θα έπρεπε υποχρεωτικά να μην πιστεύουν στον Ιησού. Ακριβώς, για να μην περιορίσει τους πιστούς σ' ένα εξαιρετικά μικρό κοινό, θέτει ζήτημα για την σημασία του πράγματος και όχι το ίδιο το πράγμα.
Αυτό είναι πονηρό, αλλά είναι αλήθεια. Το αποδεικνύει όλη η ιστορία των θρησκειών και των θεών. Ο άνθρωπος έκανε τον θεό και όχι το αντίθετο (Νίτσε).
Ακόμη κι αν μπορούσαμε να πείσουμε όλους τους Χριστιανούς για την ανυπαρξία του Ιησού μ' αποτέλεσμα να χάσουν τη πίστη τους, αργά ή γρήγορα, μια άλλη θεότητα - τες θα έπαιρναν την θέση του, και βέβαια το ίδιο ανύπαρκτη θεότητα όσο και ο Ιησούς.
Εγώ, προτιμώ να εστιάσω στα "καλά νέα" που κομίζει ο "ερχομός" του.
Θα σταθώ σε δύο.
1 "Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» 36 Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» 37 «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». 38 Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε. 39 Και ο Ιησούς είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δε βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’αποδειχθούν τυφλοί». Κατά Ιωάννην 9
Νομίζω, πως δεν χρειάζεται να αναλύσει κάποιος ενδελεχώς το νόημα των λέξεων "του Ιησού" . Εννοεί πως ήρθε να αντιστρέψει τις επικρατούσες αξίες της τότε εποχής, ώστε όσοι ήταν ¨τυφλοί", άρρωστοι και παρακατιανοί, να "δούνε", να εξουσιάσουν, να καταλύσουν τις τότε γνώσεις και στις θέσεις τους να τοποθετήσουν την "τυφλαμάρα" τους, που θα ονομάσουν "όραση". Από την άλλη, όλοι οι "βλέποντες" μέχρι τότε, οι ηγέτες, οι φιλόσοφοι, οι πνευματικοί, οι άνθρωποι της τέχνης, του πολιτισμού, οι νομοθέτες, να καταστούν "τυφλοί". Να φιμωθούν, να εξευτελιστούν, να γελοιοποιηθούν, να εξοντωθούν πνευματικά, ηθικά, ακόμη και φυσικά, ώστε να πέσουν σε λήθη και περιφρόνηση.
2 «Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω το νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να τα πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δε θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μία οξεία από το νόμο. Όποιος, λοιπόν, καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού. Ενώ όποιος τις τηρήσει όλες και διδάξει έτσι και τους άλλους, αυτός θα θεωρηθεί μεγάλος στη βασιλεία του Θεού" ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 5:17-41
Εδώ, ο Ματθαίος μας τον παρουσιάζει ως συνεχιστή της Αγίας Γραφής, την οποία δεν διανοείται να αλλάξει έστω κατά ένα γιώτα.
Ο Ιησούς εννοεί πως ο "ερχομός" του θα είναι καταλυτικός παράγοντας να πραγματοποιηθούν και ο νόμος και οι προφήτες. Αυτός είναι ο λόγος που στάλθηκε εδώ στη γη. Το μεγάλο όπλο του Ιησού δεν είναι τόσο το κήρυγμά του, τα θαύματά του, όσο ο θάνατός του στον σταυρό. Ένα γεγονός που μεν εξοργίζει τους Ιουδαίους που δεν μπορούν να φανταστούν τον μεσσία τους να πεθαίνει ταπεινωμένος στον σταυρό, αλλά την ίδια στιγμή, γοητεύει και συναρπάζει όλους τους "τυφλούς" του κόσμου, που πρόθυμα θα γίνουν φανατικοί οπαδοί του και δεν θα διστάσουν να αφανίσουν τον αρχαίο κόσμο και να τον υποτάξουν σε έναν ασιάτη θεό.
Βέβαια, στα ευαγγέλια εμφανίζεται να λέει πως "ήρθα για τα απολωλότα πρόβατα του Ισραήλ". Αυτό μάλλον αποδεικνύει την σύγχυση που επικρατούσε στο μυαλό όλων όσων συνέγραψαν τα ευαγγέλια. Είναι προφανές, πως δεν είχαν όλοι την ίδια άποψη, τους ίδιους στόχους. Κάποιοι έβλεπαν τον Ιησού σαν μια ευκαιρία να απευθυνθούν στους Ιουδαίους αποκλειστικά, κάποιοι όχι.
Κατά την γνώμη μου, όλη αυτή την σύγχυση την έβαλε σε τάξη ο Παύλος, με κάθε μέσον. Ακόμη και αν χρειάστηκε να πει ωμά ψέματα περί εμφανίσεως του Ιησού μπροστά του, του Κυρίου του, που του παραπονιέται ότι τον καταδιώκει ή όταν βεβαιώνει τους "τυφλούς" ότι η δεύτερη παρουσία του Ιησού θα γίνει επί εποχής τους.
Τι υπόσχονται όμως οι προφήτες μέσα από την Π. Διαθήκη; Τον θρίαμβο του Κυρίου και της Ιερουσαλήμ επί όλων των εθνών. Πώς θα γίνει αυτό; Το λένε κάπως διαφορετικά από τον Ιησού, αλλά αναμφίβολα εννοούν το ίδιο πράγμα:
«Διότι ούτω λέγει προς εμέ Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, Λάβε το ποτήριον τούτο του οίνου εκ της χειρός μου και πότισον εξ αυτού πάντα τα έθνη… και θέλουσι πίει και θέλουσι ταραχθή και παραφρονήσει. Τότε έλαβον το ποτήριον εκ της χειρός του Κυρίου και επότισα πάντα τα έθνη προς τα οποία ο Κύριος με απέστειλε… διά να καταστήσω αυτούς ερήμωσιν, θάμβος, συριγμόν και κατάραν… και πάντας τους βασιλείς της γης τους μακράν και τους εγγύς, ένα μετά του άλλου. Πίετε και μεθύσατε και εμέσατε και πέσετε και μη σηκωθήτε». Ιερεμίας 25:15-27.
Θα ήταν πραγματικά παράλογο, αν όχι ένα κακόγουστο αστείο να πιστέψουν τα "πρόβατα" στην ύπαρξη του Ιεχωβά, μιας παγανιστική θεότητα που σύμφωνα με την τελευταία σχεδόν ομόφωνη αποδεκτή από τους ιστορικούς “Kenite hypothesis”του 2009, ο Ιεχωβάς ήταν μια παγανιστική θεότητα των Κενιτών, Αμωριτών και Αράβων Βεδουίνων της περιοχής Σάσου. Αυτός λοιπόν ο θεός του Kuntillet Ajrud με την γυναίκα του την Ασερά και τον Βα’αλ ήταν ο πατέρας του Γιεχόσουα που γκάστρωσε την Μαρία όπως ο Δίας; Η μήπως ήταν ο Ελ, που το όνομά του αναφέρεται περισσότερες φορές στην μετάφραση των 70κοντα από ότι ο Ιεχωβάς, αλλά ακόμα και στις Εβραϊκές γραφές, ως ο θεός του Τορά, της Γένεσις και της Εξόδου;
Το 139 π.Χ., η Ρωμαϊκή Σύγκλητος κατηγόρησε τους Εβραίους για διάδοση μιας λατρείας που υπονόμευε τα θεμέλια της ρωμαϊκής θρησκείας. Αλλά οι Ρωμαίοι δεν έδιωξαν τους Εβραίους για τη διάδοση της λατρείας του YHWH, όπως ήταν αναμενόμενο. Αντίθετα, τους κατηγόρησαν ότι «μόλυναν» τα ρωμαϊκά έθιμα με τη λατρεία του Δία-Σαμπάζιου, μια θρακική εκδοχή του Διόνυσου. Το διάταγμα αυτό ακολουθεί ένα προηγούμενο από το 186 π.Χ. που απαγόρευε τη λατρεία του Διονύσου στη Ρώμη για παρόμοιο λόγο. Μαρτυρίες έχουμε για το γεγονός αυτό και από τον Πλούταρχο. Για ποιο μονοθεϊσμό λοιπόν μιλάμε, όταν υπήρχε μια πληθώρα θεοτήτων όχι μόνο στην Παλαιστίνη, αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους Εβραίους;
'Οσο για τα ευαγγέλια, είναι προϊόντα της μετά του 4ου αιώνα παραμυθολογίας με αναφορές, δανεισμένα κείμενα, δοξασίες, σύμβολα και ιεροτελεστίες αντιγραμμένες από την Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Βαβυλώνα και Ελλάδα (Ελευσίνια Μυστήρια, Ορφικά, Πλάτωνα, Ηράκλειτο, Αριστοτέλη, Παρμενίδη, Ερμή Τρισμέγιστο, τους Στωικούς κτλ). Η Ρωμαϊκή (Ιταλική και κατ’ επέκταση Ευρωπαϊκή) Αναγέννηση βασίστηκε κυρίως στις αξίες του Παρμενίδη. Ο Γιεχόσουα ήταν ένας αναρχικός-αιρετικός Εβραίος που δίδασκε το Τορά και τίποτα άλλο. Αυτά που διαβάζουμε σήμερα στα ευαγγέλια είναι «κατασκεύασμα της Ρωμαιοκαθολική Εκκλησίας του 4ου αιώνα μχ. Ο Εβραιο-Χριστιανισμός είναι ένα συνονθύλευμα παγανιστικών δοξασιών, αιρέσεων και θρησκειών. Διαβάζουμε επίσης από τον Ιώσηπο, ότι ορισμένοι Ιουδαίοι, αφιέρωσαν έναν ναό στο όρος Γαριζίμ στον “Ελλήνιο Δία“ (Jupiter Hellenius).
Τώρα, για ποιες παγανιστικές δοξασίες μιλάμε, όταν ακόμα και ιστορικοί συγκάλυψαν ιστορικά γεγονότα και μαρτυρίες για την παγανιστική προέλευση του Εβραιο-Χριστιανισμού; Και ακόμα συζητάμε για τα μυθεύματα και ασυμφωνίες των Ευαγγελίων; Η Ρωμαϊκή Εκκλησία παραδέχεται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν τα τελευταία 1400 χρόνια με αναρίθμητες διορθώσεις και πλαστογραφίες από «διορθωτικές επιτροπές» και ακόμα συζητάμε για τον Ιεχωβά, την γυναίκα του την Ασερά (δες αρχικό Δευτερονόμιο 33.2-3 μετάφραση των 70κοντα, πλαστογραφημένη σήμερα), για τον Ζαμπαζιο, τον Βα’αλ, ή τον Ελ με το πάνθεό του; Να σοβαρευτούμε λίγο. Χιλιάδες είναι τα ξενόγλωσσα βιβλία που αποδεικνύουν περίτρανα την παγανιστική και πολυθεϊστική προέλευση του Εβραιο-Χριστιανισμού, αλλά ποιος τα διαβάζει; Όλοι αυτοί οι ερευνητές, ιστορικοί, θεολόγοι και συγγραφείς είναι «αιρετικοί, κουμουνιστές, σατανιστές, άθεοι, αντίχριστοι, ή πλανεμένοι»; Δεν νομίζω!
«Tην συνταγή της ανατροπής του κόσμου δεν την αναζητήσαμε στα βιβλία, αλλά αλητεύοντας». -Γκύ Ντεμπόρ
Η 25η Δεκεμβρίου ήταν στην αρχαιότητα μια πολύ σημαντική ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία του ήλιου και των διάφορων ηλιακών θεοτήτων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Μίθρας του οποίου τα γενέθλια εορτάζονταν στις 25 Δεκεμβρίου.
Η χριστιανική εκκλησία καπηλεύθηκε την ημερομηνία αυτή εξ αιτίας της τεράστιας δημοφιλίας της και απλώς άλλαξε το περιεχόμενο της προχριστιανικής αυτής εορτής.
Άλλωστε κατά την διάρκεια των πρώτων αιώνων της χριστιανικής χρονολόγησης τα γενέθλια του Ιησού εορτάζονταν σε διάφορες ημερομηνίες, όπως η 15η Απριλίου, η 20η Μαΐου, η 1η Σεπτεμβρίου (αρχή εκκλησιαστικού έτους), η 17η Νοεμβρίου και η 6η Ιανουαρίου.
Η ημερομηνία γέννησης του Ιησού (εάν πράγματι υπήρξε, καθότι δεν είναι ιστορικά διαπιστωμένη η ύπαρξη του) είναι αμφιλεγόμενη και σίγουρα πάντως όχι γνωστή. Σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές Λουκά και Ματθαίο ο Ιησούς γεννήθηκε τον καιρό που ο Ηρώδης ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας και ο Κυρήνιος κυβερνήτης της Συρίας. Ο Ηρώδης όμως πέθανε το έτος 4 π.Χ. ενώ ο Κυρήνιος δεν ανακηρύχθηκε κυβερνήτης πριν από το 7 μ.Χ.…
Η γενέθλια μέρα του Ιησού ορίστικε τελικώς ως η 25η Δεκεμβρίου στη Ρώμη στα μέσα του 4ου αιώνα από τον πάπα Ιούλιο τον Α΄.
Ποια ειναι η πραγματική καταγωγή του Χριστουγέννων;
Οι εορτασμοί των ημερών των Χριστουγέννων είναι κατά πολύ παλαιότεροι του Ιησού. Παλαιοτέρα και από τον Μίθρα στην Αίγυπτο εορτάζονταν με μεγάλες τιμές η γέννηση του Θεού Όσιρη. Σε ότι αφορά το περιεχόμενο και το νόημα των «Χριστουγέννων», πρέπει κανείς να ανατρέξει στην ελληνορωμαϊκή παράδοση και τους εορτασμούς των Κρονίων κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι άναβαν κεριά, απελευθέρωναν δούλους, ξεχνούσαν πάθη και μίση και αντάλλασσαν δώρα μεταξύ τους.
Αρχικά η εορτή ελάμβανε χώρα στις 17 Δεκεμβρίου αλλά από το 400 π.Χ. περίπου μεταφέρθηκε νια εβδομάδα αργότερα.
Έτσι συνέπεσε να εορτάζεται με την μεγάλη γιορτή του Ηλίου (Μίθρα) στις 25 Δεκεμβρίου. Η χριστιανική εκκλησία καπηλεύτηκε την γιορτή αυτή των ηλιούγεννων και την μετέτρεψε σε χριστιανική ονομάζοντάς την «Χριστούγεννα»
Έχουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο και η βασιλόπιτα χριστιανική καταγωγή;
Το έθιμο του στολισμένου δένδρου δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον Ιησού αλλά και το χριστιανισμό γενικότερα. Στον Ελληνικό χώρο, από τα Ομηρικά κιόλας χρόνια, οι άνθρωποι τιμούσαν τα Κρόνια, στολίζοντας δένδρα με στολίδια και πορτοκάλια, τιμώντας έτσι τον αναγεννώμενο ήλιο. Στις βόρειες παραδόσεις σημειώνονται αντιστοίχως παρόμοιοι στολισμοί με παρόμοιο νοηματικό περιεχόμενο. Στους σύγχρονους καιρούς, μόλις την τελευταία εκατονταετία το έθιμο αυτό γνώρισε την καθολικότητα που παρατηρούμε σήμερα.
Γενικότερα πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι το πάντα πράσινο (ever green) δένδρο αναγνωριζόταν ως σύμβολο γονιμότητας και αθανασίας. Τόσο η γονιμότητα, όσο και η αθανασία της φύσης αποτελούν συστατικά στοιχεία όλων σχεδόν των προχριστιανικών κοσμολατρευτικών παραδόσεων και θρησκειών. Το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιοελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς, σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Στη θέση των «Χριστουγέννων», οι Αρχαίοι Έλληνες εώρταζαν το λεγόμενο «Τριέσπερον», μία εορτή η οποία γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους κι εντεύθεν, προς τιμήν των πυρφόρων και ηλιακών θεοτήτων Ηρακλέους (ο οποίος κατά τον Κορνούτο ορίζεται ως «ο εν τοίς όλοις Λόγος καθ’όν η Φύσις ισχυρά και κραταιά εστί και απεριγένητος ούσα, μεταδοτικός ισχύος και τοίς κατά μέρος και αλκής υπάρχων») και Ηλίου. Το «Τριέσπερον» ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους) και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του φωτοδότη Ηλίου (τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα έχει ήδη μείνει «στάσιμη» επί 3 ημέρες μετά το Ηλιοστάσιο και αρχίζει πλέον να μεγαλώνει).
Αργότερα, με την επιβολή της κρατικής ηλιολατρίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό, το ελληνικό «Τριέσπερον» επισκιάσθηκε (κατά μίμηση της παρσικής λατρείας του Θεού Μίθρα που εώρταζε και αυτή την γέννηση του Θεού στις 25 Δεκεμβρίου) από την «επίσημη» ρωμαϊκή εορτή του «Ανίκητου Ήλιου» («Sol Invictus»). Η «Ημέρα της Γεννήσεως του Ανίκητου Ηλίου» («Dies Natalis Solis Invicti»), η στιγμή δηλαδή που ο ακατάβλητος Ήλιος, έχοντας θριαμβεύσει επάνω στο σκοτάδι της «bruma» (βλέπε κατωτέρω), αρχίζει να ανέρχεται δυναμικά και υπερήφανα στον ουράνιο θόλο, είχε, φυσικά, ως προεόρτιο τη νύκτα του Χειμερινού Ηλιοστασίου, όταν ετιμάτο σιωπηρώς η Θεά του Κάτω Κόσμου Αντζερόνα (Angerona, Dea Tacita), προστάτις των νεκρών και προσωποποίηση της Θελήσεως, της Εσωτερικής Φωνής, της Ενοράσεως και της Σιωπής, στα λεγόμενα «Ντιβάλια» ή «Αντζερονάλια» («Divalia» ή «Angeronalia», βλ. Claudio Rutilio, «Η Θεολογία των Ρωμαίων»). Τα «Divalia» έκλειναν τις λεγόμενες «σύντομες ημέρες» («brevissimi dies», «bruma») που σηματοδοτούσαν την ολοκλήρωση της ηλιακής διαδρομής μέσα στον ενιαυτό.
Ο Sol «Invictus» συνέχισε να λατρεύεται ως Ανώτατος Θεός και καθοδηγητής της οργανωμένης κοινωνίας και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος άρχισε την βασιλεία του ως τυπικός ηλιολάτρης. Υπάρχουν νομίσματα ως το 324 μ.α.χ.χ. που εμφανίζουν τον Κωνσταντίνο να δοξάζει τον Sol ως «Πηγή της Αυτοκρατορικής Δυνάμεως», μόνον δε κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του οι αναφορές στον Sol και τις άλλες εθνικές θεότητες εξαφανίσθησαν από τα νομίσματα.
Η εορτή πάντως του «Sol Invictus» επικαλύφθηκε με τη σειρά της αμέσως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού (4ος αιώνας, με απόφαση του Πάπα Ιουλίου) από τα γνωστά μας «Χριστούγεννα» (που έως τότε υπολογίζονταν στις 6 Ιανουαρίου -ημερομηνία που στην Ανατολή παρέμεινε μέχρι τουλάχιστον τη βασιλεία του αυτοκράτορα Γιουτπράβδα, Eλληνιστί Ιουστινιανού-, ή στις 19 Απριλίου, ή στις 20 Μαϊου κατ’ άλλους, ενώ στο «Pascha Compustus» του 243 μ.α.χ.χ. η «γέννηση» του Τζεσουά ορίζεται στις 28 Μαρτίου). Η μετέπειτα χυδαία ιδιοποίηση του ελληνικού «Τριεσπέρου» δεν εμπόδισε φυσικά τους πιο σκληροπυρηνικούς απολογητές της νέας Θρησκείας να περιγελούν τους Εθνικούς, κατά την προσφιλή τους πρακτική, ακόμη και κατά τον 3ο αιώνα μ.α.χ.χ. (!!), ως τάχα… ανόητους που εώρταζαν γενέθλια Θεών (Αρνόβιος, περίπου 296 μ.α.χ.χ.).
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Τα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ο μελετητής ανακαλύπτει ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο. Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ο μελετητής ανακαλύπτει ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του Σωτήρα.
Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 – 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή. Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει: «Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών».
Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.
Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα ειδωλολατρικό έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά: «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών».
Έτσι τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30 «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι».
Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή.
Τι όμως εόρταζαν οι ειδωλολάτρες με τόση ευλάβεια που κατέστη αδύνατο από τους Χριστιανούς να απαγορέψουν. (Είναι χαρακτηριστικό δε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί κατά αντιστοιχία με την παγανιστική τελετουργία της λατρείας του Θεού Ήλιου, δεν προσεύχονταν ποτέ αν δεν γύριζαν προς την Ανατολή του ήλιου, ενώ και ναοί τους είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο, αλλά και όλοι οι ναοί είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο). Και αυτό βέβαια όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρει στη Β΄ Κορινθίους 6:14 & 17:
«Μη ομοζυγείτε με τούς απίστους, διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; Τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Δια τούτο εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε, λέγει ο Κύριος, και μη εγγίσητε ακάθαρτον και εγώ θέλω σας δεχθή».
Η απάντηση είναι ο Ήλιος, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει η ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη η εποχή της αναγέννησης για την φύση.
Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη.
Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο Ίσις κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ, οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει», ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται: «Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα».
Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρναλίων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης. Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες ονομάζονταν «DIES INVICTI SOLIS» (= Ημέρα του αήττητου ήλιου), και άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσαν επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του.
Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί-ειδωλολάτρες» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού:
«…σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ “ΚΡΟΝΟΥ” και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) “ΗΛΙΟΥ” και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του…»
Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες.
Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα τα οποία πήραν τ' όνομά τους από τις αρχαίες Ρωμαϊκές καλένδες του Γεναρίου, ήταν μία ρωμαϊκή εορτή κατά την οποία οι Ρωμαίοι ξεχύνονταν στους δρόμους και στις πλατείες με τραγούδια, φωνές και λαϊκά ξεφαντώματα για να γιορτάσουν το διπρόσωπο θεό Ιανό.(απ' αυτόν πήρε το όνομα του ο μήνας Ιανουάριος). Πίσω όμως από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών.
Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνάνθρωπους. Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).
Οι ευχές και τα τραγούδια περνώντας από γενιά σε γενιά, κληρονομήθηκαν στα Ρωμαϊκά Χρόνια με τις Καλένδες, απ' τις οποίες έλαβαν τη μορφή που απαντάμε σήμερα, από τα Πρωτοχριστιανικά κιόλας χρόνια. Ένα άλλο Χριστουγεννιάτικο έθιμο αυτό του Χριστουγεννιάτικου δένδρου όπως είδαμε έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αίγυπτο.
Σύμφωνα με την παράδοση αυτός που καθιέρωσε το έλατο ως «χριστουγεννιάτικο δέντρο» ήταν ο Άγιος Βονιφάτιος, που θέλησε να αντικαταστήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, και αυτό παρότι στον Ιερεμία 10: 2-4 αναφέρεται: «Μη μανθάνετε την οδόν των εθνών... Διότι τα έθνη πτοούνται εις αυτά. Διότι τα νόμιμα των λαών είναι μάταια. Διότι κόπτουσιν ξύλον εκ του δάσους, έργον χειρών τέκτονος με τον πέλεκυν. Καλλωπίζουσιν αυτό με άργυρον και χρυσόν. Στερεόνουσιν αυτό με καρφία και με σφύρας δια να μη κινείται».
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως – τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων. Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιο-Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Η ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Η 25η Δεκεμβρίου συμπίπτει παραδοσιακά με το χειμερινό ηλιοστάσιο, δηλαδή με τη νύχτα με τη μεγαλύτερη διάρκεια. Η επόμενη νύχτα είναι θεωρητικά μικρότερη για κάποια δευτερόλεπτα, καθώς ο ήλιος ανατέλλει νωρίτερα και δύει αργότερα, ενώ μέχρι την ημερομηνία αυτή συμβαίνει το αντίθετο (λόγω όμως των εκατοντάδων χρόνων που έχουν περάσει από την καθιέρωση της ημερομηνίας αυτής, αυτή δεν είναι πια σωστή, καθώς μετακινείται αργά κατά ¾, η ακριβής ημερομηνία του χειμερινού ηλιοστασίου του 1999 είναι το ξημέρωμα της 22ης Δεκεμβρίου).
Όλοι οι πολιτισμοί είχαν καθιερώσει γιορτές για αυτή την ημερομηνία, καθώς πίστευαν πως είναι η μέρα της ανάστασης του ηλιακού θεού.
Η αρχαιότερη απόδειξη της σημαντικότητας της ημερομηνίας αυτής για τους αρχαίους λαούς είναι το μεγαλιθικό μνημείο του Newgrange στην Ιρλανδία, το οποίο θεωρείται παλιότερο από τις πυραμίδες και είναι μια κυκλικό πέτρινο κτίριο απίστευτης τεχνικής. Κατασκευασμένο, υποτίθεται, από πρωτόγονους, είναι παρόλα αυτά έτσι χτισμένο που ο κεντρικός του θάλαμος φωτίζεται κάθε χειμερινό ηλιοστάσιο και μόνο. Η ακτίνα του ήλιου περνά μέσα από πολλά μέτρα πέτρας και φωτίζει μια λεκάνη στολισμένη με ηλιακά σύμβολα και σπείρες. Σήμερα δε γνωρίζουμε ποιο σκοπό εξυπηρετούσε και τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε.
Οι Σουμέριοι και οι Μεσοποτάμιοι γιόρταζαν το ηλιοστάσιο σαν την ημέρα της μάχης του Μαρντούκ με τις δυνάμεις του Χάους. Επειδή, μάλιστα, η παράδοση απαιτούσε την αυτοκτονία του βασιλιά τους για να «μεταφερθεί» στο πλευρό του Μαρντούκ και να τον βοηθήσει, ανακήρυτταν βασιλιά τους για την περίοδο του δωδεκαήμερου κάποιον τυχαίο και, αφού του πρόσφεραν βασιλικές τιμές, τον έσφαζαν τη δωδέκατη μέρα τελετουργικά.
Οι Βαβυλώνιοι και οι Πέρσες εκτελούσαν την ίδια περίοδο παρόμοιους εορτασμούς, στους οποίους οι άρχοντες και οι δούλοι άλλαζαν τίτλους.
Οι Σκανδιναβοί, που αντιμετώπιζαν νύχτες μεγαλύτερες από 25 ώρες(!), γιόρταζαν το Yuletide, κατά το οποίο οι κυνηγοί έφευγαν στα ψηλά βουνά για να δουν πρώτοι την επιστροφή του Ήλιου που είχε χαθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο πρώτος που θα την αντίκριζε έφερνε τα καλά νέα στους καταυλισμούς και ήταν επικεφαλής στο πλούσιο γλέντι που διοργανωνόταν στην επιστροφή του. Στα ίδια μέρη του Βορρά, έδεναν μήλα στα κλαδιά των δέντρων για να υπενθυμίζουν πως η άνοιξη θα γυρίσει, ξεκινώντας ίσως έτσι την παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Δεν ήταν μόνο ο Χριστός και ο μιθραϊκός ηλιακός θεός που λέγεται πως γεννήθηκαν τη μέρα αυτή, αλλά και ο Όσιρις, ο Ώρος, ο Διόνυσος, ο Άδωνις, ο Δίας και ο Jupiter, ο Tammuz, ο Ηρακλής και όλοι οι ηλιακοί ημίθεοι. Η περσική μυστηριακή θρησκεία του Μίθρα, που μέχρι την επίσημη καθιέρωση του χριστιανισμού ήταν η βασική θρησκεία των Ρωμαίων στρατιωτών, την ονόμαζε «Ημέρα της Γέννησης του Ήλιου».
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την περίοδο αυτή τα Σατουρνάλια και τα Κρόνια, τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στο χθόνιο θεό της γης, τον Κρόνο. Οι εορτάζοντες φώναζαν στους δρόμους «Ιώ Σατουρνάλια!», αντάλλασσαν δώρα και γλυκά και διοργάνωναν γλέντια με φαγητό. Θεωρούσαν πως η εποχή της κυριαρχίας του Κρόνου ήταν η Χρυσή Εποχή της ζωής, μια παραδείσια κατάσταση ευδαιμονίας, που την έκλεψε και τη σταμάτησε ο Δίας, όταν μαχαίρωσε τον Κρόνο για να του αποσπάσει την εξουσία.
Σαν χθόνιος θεός, ο Κρόνος ήταν ταυτόχρονα και θεός του θανάτου και του σκότους. Έτσι, οι εκδηλώσεις είχαν αρκετά σκοτεινά σημεία. Σε συνδυασμό με τους εορτασμούς του Βάκχου Διόνυσου που γίνονταν την ίδια εποχή, πολλοί «μετατρέπονταν» σε σάτυρους και κρατώντας τεράστιους φαλλούς, επιτίθονταν στους περαστικούς με σκοπό να τους τρομοκρατήσουν. Η υποχρεωτική δωροδοκία ήταν ο κανόνας, για να τους αφήσουν τελικά στην ησυχία τους. Ο σάτυρος, που μιμούνταν τον Βάκχο, υποδυόταν την εμφάνιση που σήμερα θεωρούμε μορφή του διαβόλου: φορούσε κέρατα, τριχωτά ενδύματα, προβιές και οπλές κατσίκας.
Η «τραγωδία», τα τραγούδια των τράγων δηλαδή, ήταν στην πρώτη τους μορφή μέρη των πρωτόγονων αυτών εορτασμών. Αν νομίζετε πως τελικά εξαφανίστηκαν με την έλευση του χριστιανισμού, έχετε μεγάλο λάθος! Θα σας περιγράψω το τυπικό που ακολουθούσαν πχ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, στα Κουφάλια μέχρι πρόσφατα, το 1950:
Τις μέρες των Χριστουγέννων, τα παιδιά έπαιρναν ξύλα στα χέρια τους και έβγαιναν στους δρόμους φωνάζοντας «Κόλιεντα!» (Κόλεντα ή Κόλιεντα ονομάζονταν και οι σλάβικες τελετές προς τιμή του Τρίγκλαβ, που σημαίνει Τρικέφαλος). Μετά χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών και απαιτούσαν φιλοδώρημα, απειλώντας τους σπιτονοικοκύρηδες με το ποιηματάκι αυτό: «Δώσε μπάμπω μια κουρούδα (μπισκότο ή κουλούρι ή γλύκισμα) μη σε βγάλ’ απ’ την καμινούδα (καμινάδα)», που φυσικά συσχετίζεται με την δοξασία πως η καμινάδα κρύβει μια μαγική είσοδο-έξοδο. Μετά όμως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εκδικούνταν τα παιδιά, καθώς ντύνονταν «καμήλες», φορούσαν κακομούτσουνες στολές με δερμάτινες μάσκες και κουδούνια και τρομοκρατούσαν τα μικρά παιδιά, απαιτώντας χρήματα. Παρόμοιες παραδόσεις κρατούσαν σε όλη την Ευρώπη σε κάθε τόπο, παραδόσεις που σταμάτησαν ξαφνικά καθώς τα Χριστούγεννα μετατράπηκαν στην αμερικανική έκδοσή τους, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος της κατασκευασμένη για εμπορικούς σκοπούς.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, που επέβαλε το χριστιανισμό έχοντας αρκετούς πολιτικούς σκοπούς (βλέπε «εν τούτω νίκα»), στην προσπάθειά του να σιγάσει τους εορτασμούς του Μίθρα που συνεχίζονταν κρυφά και μετά την επιβολή του χριστιανισμού, διέταξε το 336 μ.Χ. τον επίσκοπο της Ρώμης, Ιούλιο Α΄, να επιβάλει την 25η Δεκεμβρίου σαν τη μέρα των Χριστουγέννων. Ο σκοπός του ήταν να «υπεξαιρέσει» τους εορτασμούς των Μιθραϊστών και των υπόλοιπων παγανιστών, επειδή δεν μπορούσε να τους σταματήσει με άλλο τρόπο.
Ο Μύθος του Μίθρα και του Γιαχβέ-Ιησού
Γιατί γιορτάζονται στις 25 Δεκέμβρη;
Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 4ο μ.κ.ε. αιώνα, οι γιορτές και οι τελετές των προηγούμενων θρησκειών όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκαν αλλά μεταμορφώθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις ενισχύθηκαν κιόλας. Οι Ελληνες και οι Ρωμαίοι, συνηθισμένοι κι εθισμένοι στο Διονυσιακό πνεύμα, θεωρούσαν πολύ σημαντικές αυτές τις εορτές και δεν ήταν διατεθειμένοι να τις εγκαταλείψουν ξαφνικά και εντελώς για χάρη ενός νέου θεού από την Ιουδαία.
Μια τέτοια δημοφιλή γιορτή ήταν και η Ρωμαϊκή γιορτή των Καλενδών, η οποία ξεκινούσε στις 25 Δεκεμβρίου και κρατούσε έως στις 7 Ιανουαρίου, κατά την διάρκεια δηλαδή του Χειμερινού Ηλιοστασίου. Την περίοδο αυτή, του “θανάτου” (Χειμερινό Ηλιοστάσιο 22 Δεκεμβρίου) και της Αναγέννησης του 'Ηλιου, ο Ελληνικός κι αργότερα ο Ρωμαϊκός κόσμος ξεφάντωνε με πανηγύρια, οινοποσίες, συμπόσια, θεατρικές παραστάσεις και κάθε λογής δρώμενα και θεάματα.
Με την επίσημη υιοθέτηση του χριστιανισμού ως “κυρίαρχης θρησκείας” από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην αρχή έγινε προσπάθεια να σταματήσουν αυτές οι πανάρχαιες γιορτές προς τιμήν των προηγούμενων θεών. Επειδή ωστόσο ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες στην παράδοση και στις συνήθειες του Ελληνικού κόσμου δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεριζωθούν εντελώς, και γι’ αυτό επιχειρήθηκε η “μετάλλαξή” τους με την μετατροπή του περιεχομένου τους σε χριστιανικό. Μέσα σε αυτή την μεταμόρφωση και τον εκχυδαϊσμό του αρχαίου πολυθεϊστικού Ελληνικού κόσμου σε μονοθεϊστικό χριστιανικό κόσμο, προέκυψε και η γιορτή των Χριστουγέννων ως κατάλοιπο αρχαίων παγανιστικών εορτών που “παντρεύτηκαν” με τον χριστιανισμό.
Ως γνωστόν, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ύπαρξης του χριστιανισμού, η γέννηση του Γιαχβέ-Χριστού δεν εορτάζονταν καθόλου. Για την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού δεν γίνεται καμιά αναφορά στην Καινή Διαθήκη, αλλά και κανείς από τους Αποστόλους δεν μιλά για την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γενεθλίων. Οι μεγάλες χριστιανικές εορτές ήταν τα Θεοφάνια, στις 6 Ιανουαρίου και το Πάσχα. Η πρώτη επίσημη αναφορά της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα γιορτής της γέννησης του Ιησού εμφανίζεται σε Ρωμαϊκό ημερολόγιο του 336 μ.κ.ε. Ο Πάπας Ιούλιος Α΄ (337-352) καθιέρωσε επίσημα στην Ρώμη τον εορτασμό της “Χριστού Γεννήσεως” και από τότε στην Δύση κατέστη η σημαντικότερη χριστιανική γιορτή.
Στην Ρώμη το “καλαντάρι των Φιλοκαλίων” (354 μ.κ.ε.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική “Natalis invicti” δηλαδή “γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)” την φράση “VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea”. Ιστορικές μαρτυρίες μας πληροφορούν πως το 356 στην Ρώμη εορτάζονταν πλέον τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ αντίθετα στην Αρμενία και Συρία εορτάζονταν στις 6 Ιανουαρίου. Στην Ανατολή η 25η Δεκεμβρίου έγινε αποδεχτή λίγο αργότερα (τέλος 4ου με αρχές 5ου αιώνα). Και το διάστημα μέχρι 6η Ιανουαρίου παρέμεινε γνωστό ως “Δωδεκαήμερο Εορτών”, όπως ήταν και στον παγανιστικό Ελληνικό κόσμο.
Πότε γεννήθηκε ο Γιαχβέ-Ιησούς;
Γεννήθηκε ο Ιησούς στις 25 Δεκεμβρίου; Σιγουρότατα όχι. Εξάλλου η “Αγία Γραφή” δεν αναφέρει ημερομηνία και η ιστορία της γέννησης περιέχει πολλά αντικρουόμενα στοιχεία. Για παράδειγμα η παρουσία των βοσκών με τα μικρά προβατάκια παραπέμπει περισσότερο σε άνοιξη και όχι στο καταχείμωνο. Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ούτε καν αν γεννήθηκε ο Γιαχβέ-Ιησούς. Χρονολογικά, με βάση υπολογισμούς, θεωρείται ως πιθανή χρονική περίοδος μεταξύ του 6-2 π.κ.ε.
Η ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον επίσκοπο Ρώμης, Ιππόλυτο, το έτος 235 μ.κ.ε. και μόλις το 336 μ.κ.ε. εμφανίζονται για πρώτη φορά επίσημα στο Ρωμαϊκό ημερολόγιο. Η επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου έγινε από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.κ.ε. αιώνα μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά της επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων, επειδή η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπιπτε με τα ειδωλολατρικά τελετουργικά για το Χειμερινό Ηλιοστάσιο ή την Επιστροφή του Ηλιου. Αυτό το φυσικό φαινόμενο θεωρούνταν κατάλληλο σύμβολο της εμφάνισης του “Ηλιου της Δικαιοσύνης” που διέλυε την μακρά νύχτα της αμαρτίας και των σφαλμάτων.
Στις αρχές του 4ου μ.κ.ε. αιώνα η Εκκλησία αποφάσισε να τοποθετήσει οριστικά τη γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου πιθανότατα για λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους και όχι θεολογικούς και ιστορικούς. Η απόφαση αυτή φαίνεται πως ελήφθη ώστε τα “Χριστούγεννα” να συμπέσουν και να καλύψουν τις δημοφιλείς παγανιστικές εορτές του Σατούρνου (Θεός των Ρωμαίων προστάτης της Γεωργίας που ταυτίζεται με τον Κρόνο) στην Δύση αλλά και του Μίθρα, του “μεσολαβητή” του θεού του Φωτός και της Σοφίας των Περσών) η λατρεία του οποίου, αν και ξεκίνησε από τη Μέση Ανατολή είχε διασπαρεί σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Μιθρούγεννα;
Αξιοσημείωτο είναι πως τα γενέθλια του Θεού Μίθρα -μια δημοφιλή θεότητα του Ινδοϊρανικού πανθέου- εορτάζονταν αμέσως μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο και συγκεκριμένα στις 25 Δεκεμβρίου, μια ημερομηνία που υιοθετήθηκε αργότερα κι από τους χριστιανούς και είναι πλέον τα γνωστά μας Χριστούγεννα. Ως γνωστόν, μέχρι το 336 μ.κ.ε. ο εορτασμός της γέννησης του Γιαχβέ-Χριστού, όταν άρχισε καθυστερημένα να εορτάζεται, αρχικά λάμβανε χώρα την 1η Ιανουαρίου. Η αλλαγή της ημερομηνίας των Χριστουγέννων επιβλήθηκε από την αυτοκρατορική εξουσία και την εκκλησία προκειμένου να προσελκύσει στον χριστιανισμό και τους πολυάριθμους οπαδούς του Μίθρα που ήταν διασκορπισμένοι σε όλη αυτοκρατορία και ειδικά ανάμεσα στους Ρωμαίους λεγεωνάριους.
Σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση και τους μύθους του Ζωροαστρικού κόσμου ο Μίθρας γεννήθηκε από “παρθένο” στις 25 Δεκέμβρη. Είχε 12 μαθητές και έκανε πολλά θαύματα. Μετά τον θάνατό του θάφτηκε για τρεις μέρες και μετά αναστήθηκε. Ο ίδιος ονομαζόταν επίσης “Αλήθεια”, “Φως” αλλά είχε και άλλα ονόματα, για τους αρχαίους Πέρσες ο Μίθρας ακούει τα πάντα, βλέπει τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα και κανείς δεν μπορεί να τον εξαπατήσει. Είναι ο θεός της ηθικής, της αλήθειας και της ακεραιότητας.
Αυτός επικαλείται με επίσημους όρκους, επιβλέπει την τήρηση των συμφωνιών και τιμωρεί του επίορκους. Είναι το φως που διαλύει το σκοτάδι, αποκαθιστά την ευτυχία, την αφθονία, την αγάπη και την ζωή πάνω στην γη. Πέρα από τα υλικά αγαθά δίνει ακόμα πνευματική καλλιέργεια, γαλήνη και ειρήνη. Αντίθετοι από αυτόν είναι οι Ντέβα (κακοποιά πνεύματα) όπου διασπείρουν στην γη την στειρότητα, την οδύνη και κάθε είδους κακού μιάσματος. Το κυριότερο πνεύμα του κακού είναι ο Αριμάν όπου υπάρχει στα έγκατα της κόλασης και από ‘κει στέλνει τους κακούς Ντέβα στην επιφάνεια της γης. Ο Μίθρας πάντα άγρυπνος και σε ετοιμότητα φορώντας την πανοπλία του, τους καταπολεμά κάνοντας τον Αριμάν να τρέμει.
Ο Μίθρας είναι ο γιος του Αχούρα Μάζδα και ταυτόχρονα ο ποιο εξυψωμένος από όλους τους πολεμιστές. Είναι ο άριστος μεταξύ των αρίστων ο πρώτος μεταξύ των πρώτων και δεν μπορεί να νικηθεί. Θεωρούνταν ότι προστάτευε τους βασιλιάδες και αυτοί πάντα θυσίαζαν σε αυτόν πριν από τις εκστρατείες γιατί πίστευαν ότι θα τους έφερνε νίκη. Επίσης φαίνεται ότι τον τιμούσαν αρκετά εφόσον έδιναν το όνομα του θεού στα παιδιά τους φτάνοντας έτσι να έχουν μια σειρά από βασιλιάδες με το όνομα Μιθριδάτης.
Παρ όλη την επίδραση της Ελληνικής και κατόπιν της Ρωμαϊκής θρησκείας μετά τις κατακτήσεις του Μακεδόνα Αλεξάνδρου και μετέπειτα με την βίαιη επικράτηση του χριστιανισμού ο Μιθραϊσμός δεν έχασε καθόλου την δύναμή του. Οι οπαδοί του κατά καιρούς προσπαθούσαν να προσαρμόζονται συνέχεια στα νέα δεδομένα αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Μιθραϊσμό να διατηρήσει ως το τέλος ένα τελετουργικό που ήταν ουσιαστικά περσικό.
Οι ψαλμωδικές προσευχές μπροστά στο βωμό του πυρός, το ματσάκι των ιερών κλαδιών, οι σπουδές (γάλα, λάδι και μέλι), η δέκατη έκτη μέρα που ήταν αφιερωμένη στον Βασιλιά και στο Μίθρα, οι ιερείς που ήταν μυημένοι με Περσικές περιβολές και διάφοροι άλλοι κανόνες σχολαστικής αφοσίωσης, όλα αυτά ανήκαν στις αρχαίες ιερές συνήθειες των Περσών. Ο “Αγιος” Βασίλειος αναφέρει στις επιστολές του το γεγονός της συνέχισης τους ακόμα και μετά το τέλος του τέταρτου αιώνα. Αρχικά λατρευόταν στις κορυφές των βουνών, αργότερα σε σπηλιές και άντρα, ενώ μετέπειτα στις πόλεις σε τεχνητές υπόγειες κρύπτες σαν τους πρώτους χριστιανούς.
Η ηγεσία ήταν αρχικά κληρονομικό δικαίωμα μιας φυλής στην οποία διαβιβαζόταν από πατέρα σε γιο και μετέπειτα οι αρχιερείς τους άρχισαν να κοινοποιούν τα μυστικά δόγματα σε ξένους μέσα από κατάλληλες μυητικές τελετές. Ακόμα και στην ίδια την Περσία οι ιερείς ή μάγοι όπως τους ονόμαζαν αποτελούσαν μια ξεχωριστή κάστα η οποία διαιρούνταν σε δευτερεύουσες τάξεις ενώ οι ξένοι που προσηλυτίζονταν γίνονταν δεκτοί βαθμιαία σε όλες τις τελετές της λατρείας τους μετά από σκληρές δοκιμασίες.
Η διασπορά του Ιρανικού πληθυσμού μπορεί να συγκριθεί μόνο με του ιουδαϊκού, ανάμεσα σε ξένα έθνη η γνώση των μυστικών δογμάτων τους χάριζε μια υψηλόφρονα συνείδηση της ηθικής τους ανωτερότητας. Αν κάνουμε μια τομή στο μιθραϊσμό όπως σε ένα γεωλογικό σχηματισμό, τότε θα βλέπαμε το κατώτερο, το πρωταρχικό στρώμα είναι η πίστη του αρχαίου Ιράν, κατόπιν εναποτέθηκε στην Βαβυλώνα ένα παχύ ίζημα σημιτικών δοξασιών έπειτα οι τοπικές πίστεις της Μικράς Ασίας και τελικά μια πλούσια βλάστηση ελληνικών ιδεών.
Κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Μιθραϊκή λατρεία μεταφέρεται από τους Ρωμαίους λεγεωναρίους, τους σκλάβους, ξένους πληθυσμούς αλλά και από τους έμπορους κυρίως Σύριους που ανθούν λόγω της Ρωμαϊκής ειρήνης. Στην αρχή σιγά-σιγά μεταφέρεται μέσω μυστικών θρησκευτικών αδελφοτήτων και κάποια στιγμή χωρίς να έχει βρεθεί ιστορικά το γιατί, εξαπλώνεται αστραπιαία, αποκτά μεγάλη φήμη.
Στα χρόνια του Κόμμοδου (180-192 μ.κ.ε.) νομιμοποιείται πλήρης και θεωρείται ο θρίαμβος των ανατολικών λατρειών πάνω στην δυτική σκέψη, η λατρεία πάνω στο νόμο. Βλέπουμε τους αυτοκράτορες να επηρεάζονται από την Μιθραϊκή λατρεία και παίρνουν επίσημα βάση αυτοκρατορικού πρωτοκόλλου τους τίτλους PIUS (ευσεβής) FELIX (ευτυχής ή καλότυχος) ή φωτισμένος από την “θεία χάρη” και INVICTUS (ανίκητος). Αυτό δείχνει ότι οι επιρροές του Μιθραϊσμού στην Δύση ήταν μεγάλες αλλά με κάποιο περίεργο ανορθόδοξο τρόπο.
Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός (212-275 μ.κ.ε) σκέφτηκε να εδραιώσει μια θρησκεία αρκετά πλατιά ώστε να αγκαλιάσει όλες τις λατρείες και πίστεις που υπήρχαν στην επικράτεια του ενώ ο ίδιος θα υπηρετούσε σαν συνήγορος και στυλοβάτης της αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι ελπίδες του όμως συντρίφτηκαν εξαιτίας της απειθαρχίας των χριστιανών η συμμαχία μεταξύ του θρόνου και του βωμού που ονειρευόταν εκείνοι οι καίσαρες θα πραγματοποιηθεί αργότερα και για ένα ιστορικό παράδοξο η ίδια η χριστιανική εκκλησία κλήθηκε να στηρίξει το οικοδόμημα εκείνο του οποίου τα θεμέλια υπονόμευε. Το έργο για το οποίο αγωνιζόταν οι ιερείς του Μίθρα, του Βαάλ και του Σέραπη επιτεύχθηκε χωρίς αυτούς και τέλος σε αντίθεση με αυτούς.
Οι Δοξασίες, τα Σύμβολα, ο Κλήρος και η Λειτουργία του Μιθραϊσμού
Ο Μίθρας στην εισαγωγή του στην Δύση συνοδευόταν από μια αντιπροσωπεία του Μαζνταικού πάνθεου. Παρόλο που δεν ήταν ο υπέρτατος θεός της συγκεκριμένης θρησκείας για τα μάτια των πιστών αυτός ήταν ο κύριος ήρωας της, όπου μερικές φορές τον αποκαλούσαν Αιώνα ή και Κρόνο, και θεωρείται ανέκφραστος στερούμενος ονόματος, φύλου και παθών. Τον απεικονίζουν σαν ένα θηρίο με λιονταρίσιο κεφάλι και ανθρώπινο σώμα που είναι περιτυλιγμένο από ένα φίδι. (Γιαλνταμπαώθ) Το λιονταρίσιο κεφάλι δείχνει, πιθανόν, την κατάκτηση ή τον έλεγχο των συναισθημάτων μέσω της διάνοιας. Το φίδι που περιτυλίγεται γύρω από το σώμα σημαίνει, πιθανόν, την πορεία του 'Ηλιου πάνω στην ελλειπτική.
Φέρει μαζί του το σκήπτρο και τους κεραυνούς σαν σύμβολο ισχύος, κρατάει από ένα κλειδί σε κάθε χέρι σαν σύμβολο του μονάρχη των ουρανών ή σαν αυτόν που κατέχει την πύλη για την γνώση, την σοφία και την αθανασία. 'Εχει φτερά που συμβολίζουν την ταχύτητα του ή την πνευματική του φύση, ενώ τα σημεία του ζωδιακού που είναι χαραγμένα στο σώμα του μαζί με τα εμβλήματα των εποχών συμβολίζουν την διέλευση των ετών, την αχρονικότητά του αλλά και ότι η παρουσία του διασφαλίζει την λειτουργία των φυσικών ή συμπαντικών νόμων.
Ταυτίζεται με το πεπρωμένο με το αρχέγονο φως ή πυρ όπου κατά τους Στωικούς αυτή η φλόγα είναι που διαπερνά και σχηματίζει όλα τα πράγματα. Γι’ αυτό βρέθηκαν αναπαραστάσεις του με δάδες, τις οποίες κρατούσαν στις τελετές και οι αφοσιωμένοι πιστοί σε αυτόν κάτι ανάλογο με το σημερινό κερί που κρατάνε οι χριστιανοί στις εκκλησίες. Η Μιθραϊκή κοσμογέννεση μοιάζει πάρα πολύ με την αρχαία Ελληνική και μια παρόμοια πίστη βρίσκουμε στην αρχαία Ινδία.
Σύμφωνα με αυτήν λοιπόν η πρώτη αρχή γέννησε ένα αρχέγονο ζευγάρι τον Ουρανό (Ορμάζντ) και την Γη (Σπέντα Αμραίτι) οι οποίοι έκαναν τον τεράστιο ωκεανό (Απαμ-Ναπατ) έχοντας έτσι την πρώτη θεϊκή τριάδα. Τα ονόματα και οι συσχετισμοί ανάμεσα στο Μιθραϊκό και Ελληνικό πάνθεο μπερδεύονται ενώ είναι πολύ ασαφές το πότε και από τι δημιουργείται ο Μίθρας.
Αλλες φορές τον ταυτίζουν με τον Κρόνο ή Χρόνο, άλλες με τον Ζευ το σίγουρο είναι όμως ότι κάποια στιγμή παίρνει την εξουσία από τον βασιλιά των πρώτων εποχών (βρέθηκαν αναπαραστάσεις να τοποθετούν στα χέρια του τα αστροπελέκια) και με την σειρά του να δημιουργήσει μια άλλη σειρά από πλήθος θεούς και Αθανάτους (Αριάδνη, Σαχριβάρ, Αταρ, Χαόμα κ.ά.).
Μια βασική πίστη του Μιθραϊσμού είναι ότι σε αντίθεση με όλους αυτούς τους ύψιστους και λαμπερούς θεούς υπήρχαν και τα κακά πνεύματα με βασιλιά τον Αριμάν όπου ζούσαν στα έγκατα της γης. Κάποια στιγμή επαναστάτησαν και θέλησαν να εκθρονίσουν τον βασιλιά αλλά εκσφενδονίστηκαν πίσω στην άβυσσο από την οποία είχαν προέλθει, αλλά κατάφεραν να ξεφύγουν από κει και περιπλανώνται πάνω στην γη όπου διαιωνίζουν την αθλιότητα και φθείρουν τις καρδιές των ανθρώπων.
Ο μυημένος ήξερε με κατάλληλες τελετές και επικλήσεις να τα θέτει στην υπηρεσία του και να τα χρησιμοποιεί όπως αυτός θέλει κάτι ανάλογο με την ονομαζόμενη σημερινή «μαύρη μαγεία» όπου η χριστιανική πίστη δεν την αγνοεί αλλά την αναγνωρίζει την καταδικάζει και την καταπολεμά με προσευχές και εξορκισμούς όπως αυτή του Κυπριανού. Η αρχαία πίστη των Περσών υπέστη αναγκαστικά στην Βαβυλώνα μια επιρροή της θεολογίας που βασιζόταν στην επιστήμη της εποχής όπου η πλειοψηφία των Ιρανικών θεών παρουσιάστηκε σύμφωνα με τα άστρα που λατρευόταν.
Απέκτησαν έτσι ένα νέο χαρακτήρα τελείως διαφορετικό από το αρχικό αλλά οι μάγοι δεν κατάφεραν να εναρμονίσουν αυτές τις νέες δοξασίες. Ούτε η σημιτική αστρολογία ούτε ο ματουραλισμός του Ιράν ούτε ο παγανισμός της Ελλάδος κατόρθωσαν να εναρμονίσουν παρόλο που ήταν διαβαθμίσεις της μιας και μόνο αλήθειας. Έτσι γεννήθηκε το διπλό νόημα, ο κλήρος διατήρησε σε μια ελίτ τις αρχικές μαζνταικές δοξασίες ενώ τα πλήθη ικανοποιούνταν από το λαμπρό μα επιφανειακό συμβολισμό εμπνευσμένο από τις θεωρίες των Χαλδαίων.
Οι αστρονομικές αλληγορίες έκρυβαν από την περιέργεια του όχλου τον παλιομοδίτικο σκοπό των ιερών αναπαραστάσεων καθώς και τις δοξασίες σχετικά με την καταγωγή και το πεπρωμένο του ανθρώπου και του κόσμου. Οι πιο ισχυρές από τις ουράνιες θεότητες ήταν οι πλανήτες όπου σύμφωνα με τις αστρολογικές θεωρίες ήταν προικισμένοι με δυνάμεις και ιδιότητες για τις οποίες είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε.
Το κάθε ένα από τα πλανητικά σώματα προΐστατο μια ημέρα της εβδομάδος, στο καθένα είχε αφιερωθεί ένα μέταλλο, συνδεόταν με μια βαθμίδα μύησης και ο αριθμός ήταν η αιτία που αποδόθηκε θρησκευτική ισχύ στον αριθμό επτά. Οι πλανήτες και τα σημεία του ζωδιακού δεν έπαψαν ποτέ να τυγχάνουν ζωηρού ενδιαφέροντος γιατί σύμφωνα με τους αστρολόγους έλεγχαν και κατεύθυναν την πορεία των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Έτσι εισάγεται μια μεγάλη δοξασία: η πίστη στο μοιραίο, η ιδέα του αναπόφευκτου πεπρωμένου που ελέγχει τα συμβάντα του κόσμου. Η ανεξάρτητη δύναμη που απέδιδε ο Μιθραϊσμός στην αρχή του κακού δικαίωνε κάθε είδους απόκρυφων πρακτικών όπως η νεκρομαντεία, η πίστη στο κακό μάτι, στα φυλακτά, στη μαγεία, στους εξορκισμούς, βρήκαν την δικαίωση τους στο ρόλο που αποδίδονταν στους δαίμονες οι οποίοι παρέβαιναν ασταμάτητα στις υποθέσεις των ανθρώπων. Κάτι ανάλογο με την χριστιανική δοξασία ότι ο διάβολος καραδοκεί και παραφυλάει για να διαφθείρει τις αθώες ψυχές.
Τα Περσικά μυστήρια δεν ήταν απαλλαγμένα από την βαριά κατηγορία ότι συγχωρούσαν αυτές τις βαριές δεισιδαιμονίες και ο τίτλος ταυτίστηκε μετέπειτα για την κοινή γνώμη σαν συνώνυμο του μαύρου μάγου. Ο πιστός ήταν ταυτισμένος με τους ουράνιους θεούς και αγωνιζόταν μαζί τους ενάντια στις δυνάμεις του κακού γι' αυτό και δόθηκε κυρίαρχη θέση στο Μίθρα λόγω των εξαιρετικών κατορθωμάτων του. Για τους αρχαίους μάγους ο Μίθρας ήταν θεός του φωτός και καθώς το φως γεννιέται από τον αέρα αυτός θεωρείται ότι κατοικεί στην μεσαία ζώνη ανάμεσα στον ουρανό και την κόλαση γι’ αυτό τον λόγο του δόθηκε και το όνομα μεσίτης. Έτσι του αφιερώθηκε η 16η μέρα του μήνα, η μεσαία μέσα κάθε μήνα και ταυτίστηκε με τον 'Ηλιο ο οποίος κατείχε την μεσαία θέση στον πλανητικό χώρο.
Αυτή η μεσαία θέση περικλείει μια σπουδαία ηθική σημασία, ο Μίθρας ο μεσολαβητής ανάμεσα στους ανθρώπους και στον απροσέγγιστο, στον άγνωστο θεό, ο γιος του πατρός κατά την χριστιανική θρησκεία, η οδός για το θείο. Για τον απλό πιστό είναι η προσωποποιημένη ανώτατη αρχή όπου μπορεί να ταυτιστεί μαζί του, η λογικοποιημένη μορφή που μπορεί να εξηγήσει τις αιτίες για τις χαρές ή τις συμφορές. Γι' αυτήν ακριβώς την πρόσθετη ιδιότητα αναπαριστανόταν ανάμεσα σε δυο φιγούρες νέων, ο ένας με ανυψωμένο πυρσό και ο άλλος με αντεστραμμένο.
Αυτοί οι δυο νέοι έφερναν τα αινιγματικά επίθετα CANTI και CAUTOPΑTI που μάλλον ήταν διπλή ενσάρκωση του προσώπου του ή ότι ο Μίθρας ήταν κύριος και των δυο καταστάσεων. Αυτοί οι δυο δαδοφόροι και ο Μίθρας σχημάτιζαν μια τριάδα που εξηγείται ποικιλοτρόπως και συμβολιζόταν ανάλογα π.χ. για το πρωινό χάραμα με τον πετεινό, με τον ήλιο όταν έμπαινε στον αστερισμό του ταύρου και ερχόταν η άνοιξη στον αστερισμό του σκορπιού το χειμώνα και άλλα.
Η ιστορία του θρύλου είναι χαμένη αλλά κάποιες ανάγλυφες παραστάσεις μας αφηγούνται μερικά επεισόδια γι αυτήν ενώ από τα σύμβολα και από τα γεγονότα καταλαβαίνουμε την ισχυρή επιρροή που είχε στην δύση και πόσα πράγματα η δύση έκλεψε από αυτόν.
Ο Μύθος του Μίθρα
Το φως εκπορευόμενο από τον ουρανό ο οποίος κατά την μυθολογία είναι στέρεος έγινε ο Μίθρας που γεννήθηκε από βράχο. Το γεγονός συμβαίνει πλάι στις όχθες ενός ποταμού κάτω από την σκιά ενός ιερού δέντρου. Αυτόπτες μάρτυρες στο συμβάν αυτό ήταν μόνο οι ποιμένες που βρίσκονταν στο γειτονικό βουνό και τον είδαν να ξεπροβαίνει από την πέτρινη μάζα φορώντας στο κεφάλι του ένα φρυγικό καπέλο, κρατώντας ένα μαχαίρι κι ένα πυρσό που φώτιζε τα σκοτεινά πάθη. Λατρευτικά οι ποιμένες τον πλησίασαν και του πρόσφεραν τους πρώτους καρπούς της σοδειάς και τους ποίμνιους τους αλλά ο νεαρός ήρωας ήταν εκτεθειμένος στους ανέμους που φυσούσαν δυνατά και γι αυτό κρύφτηκε στα κλαδιά μιας συκιάς όπου με το μαχαίρι του έκοψε τους καρπούς της για να τραφεί, ενώ με τα φύλλα της έφτιαξε τα ρούχα του.
Έτσι λοιπόν εξοπλισμένος για την μάχη μπόρεσε να αναμετρήσει την δύναμή του με άλλες δυνάμεις που υπήρχαν στον κόσμο. Ο θεός με τον οποίο αναμετρήθηκε πρώτα ήταν ο 'Ηλιος όπου ο νικητής τοποθέτησε πάνω στο κεφάλι του το ακτινοβόλο στέμμα το οποίο γεννά στην καθημερινή πορεία μέχρι την Δύση, έπειτα τον αναγκάζει να ανατείλει ξανά και του απλώνει το δεξί του χέρι σε μια σοβαρή συμφωνία φιλίας και συμμαχίας. Η πιο γνωστή αλλά και ασυνήθιστη περιπέτεια του Μίθρα είναι αυτή με τον ταύρο που ήταν δημιούργημα του Ορμαζούς.
Ο φοβερός ταύρος που βοσκούσε στην πλαγιά του βουνού παγιδεύτηκε από ένα έξυπνο στρατήγημα του ήρωα όπου τον έπιασε από τα κέρατα και το καβάλησε. Ο ταύρος εξοργισμένος άρχισε να χτυπιέται και να τρέχει με μάγια αλλά ο Μίθρας ούτε μια στιγμή δεν άφησε τα κέρατά του. Το ζώο τελικά εξαντλημένο από τις προσπάθειες του αναγκάστηκε να παραδοθεί και στη συνέχεια ο νικητής τον έπιασε από τις οπλές των πισινών ποδιών και τον έσυρε στη σπηλιά όπου ήταν και η κατοικία του. Το επίπονο ταξίδι του Μίθρα έγινε σύμβολο των ανθρώπινων βασάνων ενώ ο ταύρος ξέφυγε από την φυλακή του και ξαναγύρισε στα βοσκοτόπια. Τότε ο 'Ηλιος έστειλε το κοράκι του αγγελιοφόρο του ώστε ο Μίθρας να ξαναπιάσει τον φυγάδα.
Ο ήρωας δέχεται απρόθυμα αυτήν την αποστολή μια και δεν ήθελε να φονεύσει αυτό το θαυμάσιο ζώο όμως υποτασσόμενος στην θέληση του ουρανού καταδιώκει το ζώο με το άγριο σκυλί του και κάποια στιγμή το πιάνει και το φονεύει μπήγοντας το μαχαίρι του στα πλευρά του. Αμέσως έγινε ένα θαύμα και από το σώμα του ταύρου ξεπήδησαν όλα τα χρήσιμα βότανα και φυτά που κάλυψαν τη γην με πρασινάδα.
Από την σπονδυλική στήλη του ζώου ξεπήδησε το σιτάρι και από το αίμα του το κρασί, που παράγει το ιερό ποτό των μυστηρίων και το σπέρμα του ταύρου παρείχε όλα τα ποικιλότροπα είδη των ζώων ενώ η ψυχή του ταύρου προστατευμένη από το σκύλο του Μίθρα ανέβηκε στους ουρανούς όπου έγινε δεκτή με τιμές θεότητας. Το κακό πνεύμα έστειλε τους ακάθαρτους δαίμονες του να μολύνουν και να δηλητηριάσουν την πηγή της ζωής αλλά μάταια ενώ ο σκορπιός το μυρμήγκι και το φίδι αγωνίστηκαν μάταια να καταβροχθίσουν τα γεννητικά του όργανα. Έτσι ο ταυροκτόνος ήρωας έγινε ο δημιουργός όλων των ωφέλιμων όντων στην γη και από το θάνατο που αυτός προκάλεσε γεννήθηκε μια νέα ζωή.
Στο μεταξύ γεννήθηκε το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι και ο Μίθρας επιφορτίστηκε να έχει πάντα πάνω του το άγρυπνο βλέμμα του. Το πνεύμα του σκότους άρχισε να στέλνει διάφορα δεινά στους ανθρώπους πρώτα έφερε παρατεταμένη ξηρασία και οι άνθρωποι βασανιζόμενοι από την δίψα ζήτησαν τη βοήθεια του Μίθρα όπως ο θεός τοξότης κατεύθυνε τα βέλη του σε ένα βράχο όπου ξεπήδησε πηγή ζώντος ύδατος. Κατόπιν ακολούθησε φοβερός κατακλυσμός, ένας παγκόσμιος κατακλυσμός όπου μόνο ένας άνθρωπος σώθηκε επειδή συμβουλεύτηκε μυστικά τους θεούς φτιάχνοντας ένα πλοίο και σώθηκε μαζί με το κοπάδι του.
Τέλος με μια μεγάλη πυρκαγιά έκαψε τους ανθρώπους και τα ζώα αλλά πάλι κάποιοι άνθρωποι επέζησαν και χάρις στην ουράνια προστασία το ανθρώπινο γένος αυξάνεται και πληθύνεται ειρηνικά. Η ηρωική περίοδος της ιστορίας έκλεισε και η αποστολή του Μίθρα εκπληρώθηκε. Σε ένα μυστικό δείπνο μαζί με τους συντρόφους του γιόρτασε την νίκη του κάτι που όλοι αναπαριστούν οι μυημένοι με γιορτές αγάπης. Έπειτα ανέβηκαν στους ουρανούς μαζί με τους υπόλοιπους αθανάτους όμως αυτός ποτέ δεν έπαψε να προστατεύει τους πιστούς του.
Ο Μίθρας είναι ένας πολεμιστής, ένας Γιαζάτα όπως ονομάζονταν στην Αρχαία Περσία. Δεν είναι ο πρώτος Δημιουργός αλλά είναι και αυτός ένα δημιούργημα του μεγάλου Υπέρτατου 'Οντος, του Αχούρα Μάζδα. Η Ιερή του ημέρα είναι η Κυριακή -και όχι το Σάββατο, η ιερή ημέρα των Ιουδαίων. Καθόλου τυχαίο λοιπόν ότι επιλέχθηκε η 25η Δεκεμβρίου, η γενέθλια γιορτή του Μίθρα, ώστε να συμπέσει με την εορτή της γέννησης του Γιαχβέ-Χριστού, για να δοθεί έτσι ένα σήμα συνέχειας και σύνθεσης προκειμένου ο επίσημα αναγνωρισμένος χριστιανισμός να επιτελέσει το νέο ρόλο του ως οικουμενική θρησκεία της Αυτοκρατορίας.
Οι Ζωροάστρες “Μάγοι με τα Δώρα”
Οι δε περίφημοι τρεις Μάγοι της Ανατολής, που πρώτοι εντόπισαν σε μια ταπεινή φάτνη στη Βηθλεέμ και προσκύνησαν το νεογέννητο Γιαχβέ-Ιησού ως “βασιλιά του κόσμου”, είναι ιστορικά γνωστό πως ήταν μια ιρανική κάστα που αποτελούσε το ένα από τα δύο συμβούλια της Αυτοκρατορίας των Παρθών, δρώντας παράλληλα ή σε συνεργασία με τους Ζωροάστρες ιερείς.
Οι Μάγοι της Ανατολής χρησιμοποιούσαν φυλακτά, ξόρκια, αστρολογία, τελετές, ψυχοτρόπα βότανα καθώς κι ένα πρώιμο είδος αλχημείας, για να προστατεύσουν τους πιστούς τους από τον Αριμάν, το αρχέγονο Κακό. Τέτοιοι φαίνεται πως ήταν και οι “τρεις Μάγοι με τα Δώρα”, που επισκέφτηκαν το νεογέννητο Γιαχβέ-Ιησού στη φάτνη του. Οι Μάγοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την πορεία του Γιαχβέ-Ιησού, τον οποίο και θεωρούσαν “μαγικά σημαντικό” εφόσον μπορούσε να θεραπεύει και να κάνει θαύματα. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια ο Γιαχβέ-Ιησούς ισχυρίζονταν πως οι δυνάμεις του προέρχονταν από τον θεό, και όχι από κάποιον υποταγμένο σ’ αυτόν δαίμονα, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Πέρσες Μάγοι.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως, όταν οι Πέρσες του Χοσρόη Β’ κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ (614 μ.κ.ε.) επί αυτοκράτορα Ηρακλείου και ισοπέδωσαν τους περισσότερους χριστιανικούς ναούς της, άφησαν ανέπαφο το Ναό της Γεννήσεως*, όπου υπήρχε η φάτνη στην οποία γεννήθηκε ο Γιαχβέ-Ιησούς, διότι υπήρχε μια απεικόνιση των “τριών Μάγων με τα δώρα” την οποία και θεωρούσαν αφιερωμένη στην δική τους θρησκεία και γι’ αυτό δεν την πείραξαν!
-----------------------
*Η αγία Ελένη ''ανακάλυψε'' στην Βηθλεέμ τον ναό-σπήλαιο (άντρο) του Άδωνη με ένα μεγάλο άγαλμά του -το οποίο εγκρέμισε- και το μετέτρεψε στο δήθεν σπήλαιο της γέννησης αντιγράφοντας τον Μίθρα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Θεοί και μύθοι
Έρχονται πάλι οι εορτές των Χριστουγέννων, πανάρχαια γιορτή στην οποία γιορταζόντουσαν πάντα οι γεννήσεις θεών και ηρώων, που σηματοδοτούνται από αυτή την χαρακτηριστική περίοδο του Χειμερινού Ηλιοστασίου. Είναι η εποχή που ο ´Ήλιος, σταματάει την κάθοδό του στον ορίζοντα, και αρχίζει δειλά δειλά να ξανανεβαίνει, υποδηλώνοντας την Αναγέννηση της Φύσης που θα γίνει σε τρεις μήνες, δηλαδή στην Άνοιξη. Το σκότος θα αρχίσει πάλι να υποχωρεί και το φως αργά αλλά σταθερά θα πλημμυρήσει την Γη για έναν ακόμα χρόνο δίνοντας ζωή και εκ τούτου χαρά και αγαλλίαση.
Η γνωστή μας παράδοση επιβάλλει τον εορτασμό και τον διάκοσμο, αυτόν που όλοι βλέπουμε σήμερα, με την φάτνη, την βρεφοκρατούσα, το θείο βρέφος, τους μάγους, τους βοσκούς, το άστρο, τους αγγέλους, τις μελωδίες, τους αγιοβασίληδες και τα στολισμένα δένδρα ή τις φανταχτερές διακοσμήσεις. Θα δούμε πόσο αυτά, αλλά και άλλα σύμβολα που όπως ξέρουμε προέρχονται από τον μύθο της Γέννησης του Ιησού και γενικά από τις ιστορίες των Ευαγγελίων, είναι χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης θρησκείας ή πανάρχαιοι συμβολισμοί και δηλώσεις της παρουσίας θεών ή ηρώων. Εν ολίγοις θα δούμε ένα θέμα για το οποίο αν και έχουμε πει πολλά δεν έχουμε μια συνολική εικόνα: Τις προχριστιανικές επιρροές από τους αρχαίους μύθους που περιλαμβάνει ο Χριστιανισμός, οι οποίες στο ποίμνιο είναι μάλλον άγνωστες.
Στην αναζήτησή μας αυτή θα χρησιμοποιήσουμε το βιβλίο του Μηνά Παπαγεωργίου, Το Πρόβλημα της Ιστορικότητας του Ιησού, το Ρεύμα των Μυθικιστών, που περιλαμβάνει όλη την ιστορική συνέχεια της αμφισβήτησης της ιστορικότητας του Ιησού, τόσο παγκόσμια όσο και στα μέρη μας, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από συνεντεύξεις προσώπων που αρκετά από αυτά σήμερα έχουν μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα αυτό.
Κριτήρια ηρωοποίησης
Στις αρχές του 20ου αιώνα, αφού ήδη έχει γίνει η θεμελίωση από τον Φρόιντ της Ψυχανάλυσης, που έδωσε μια νέα προοπτική στην έρευνα της ψυχολογίας και της κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού, ο Otto Rank, Αυστριακός ψυχολόγος και συγγραφέας, στενός συνεργάτης του Φρόιντ, στην μονογραφία που έγραψε το 1909 Ο μύθος της γέννησης ενός ήρωα, δηλώνει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συγκεντρώνει το πρότυπο ενός ήρωα, με την παράθεση 15 χαρακτήρων από την παγκόσμια συλλογή ηρώων και φέρνει σαν παραδείγματα τις βιογραφίες πασίγνωστων ηρώων όπως του Μωυσή, του Οιδίποδα, του Πάρη, του Ηρακλή, του Χριστού, του Γκιλγκαμές, του Περσέα και άλλων.
Ακολούθησε ο ανθρωπολόγος Lord Raglan, με το έργο του Ο ήρωας, μελέτη της παράδοσης με 21 ήρωες από τους οποίους συγκέντρωσε και απομόνωσε τα παρακάτω 22 κριτήρια που συνήθως περιλαμβάνει η βιογραφία ενός καθώς πρέπει ήρωα και αυτά είναι τα παρακάτω:
1. Η μητέρα του να είναι παρθένα. 2. Ο πατέρας του είναι βασιλιάς. 3. Ο πατέρας σχετίζεται με την μητέρα. 4. Ο τρόπος σύλληψης του ήρωα είναι ασυνήθιστος. 5. Ο ήρωας προορίζεται ήδη να γίνει υιός θεού. 6. Γίνεται απόπειρα να θανατωθεί ο ήρωας. 7. Ο ήρωας φυγαδεύεται μακριά. 8. Ανατρέφεται από θετούς γονείς σε ασφαλή περιοχή μακριά από τον τόπο καταγωγής του. 9. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τα παιδικά του χρόνια. 10. Όταν έρθει η ώρα επισκέπτεται το μελλοντικό του βασίλειο. 11. Νικά τον βασιλιά της περιοχής (συνήθως σφετεριστή της εξουσίας), ή έναν τεράστιο δράκο ή τέρας ή και όλα μαζί. 12. Παντρεύεται μια πριγκίπισσα. 13. Γίνεται βασιλιάς. 14. Για μια περίοδο βασιλεύει σε καθεστώς ηρεμίας. 15. Καθορίζει νόμους. 16. Αργότερα χάνει την εύνοια των θεών ή του περιβάλλοντος του. 17. Απομακρύνεται από τον θρόνο του και την πόλη. 18. Πεθαίνει με έναν τρόπο που αναδύει μυστήριο. 19. Αυτό συνήθως γίνεται στην κορυφή ενός λόφου. 20. Τα παιδιά του αν υπάρχουν δεν τον διαδέχονται. 21. Το άψυχο σώμα του δεν μένει στο χώμα. 22. Έχει έναν ή περισσότερους ιερούς τάφους.
Στους 21 αυτούς ήρωες δεν περιέλαβε τον Ιησού, για να μην έχει προστριβές με τον εκδότη του, αλλά το έργο αυτό το ολοκλήρωσε ο Αμερικανός λαογράφος Alan Dundes με το έργο του το μοτίβο του ήρωα και η ζωή του Ιησού στο οποίο διαπιστώνει ότι από τα 22 κριτήρια του Reglan, ο Ιησούς ικανοποιεί τα 17 βάζοντας τον στην κορυφή της λίστας των ηρώων.
Ο Dundes ολοκληρώνοντας το έργο του αναφέρει: “την Ιστορία του Ιησού οφείλουμε να την κατανοήσουμε σαν μια πολύ ειδική εκδοχή, ενός τυπικού ινδοευρωπαϊκού ηρωικού μοτίβου… Η ιστορία του Ιησού είναι αδύνατον να κατανοηθεί δίχως γνώση του πολιτισμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Είναι επίσης αδύνατον να κατανοηθεί χωρίς την σύγκριση με άλλα μοτίβα ηρώων που συναντώνται σε γειτονικούς πολιτισμούς…”. (σελ. 78-80).
Αυτά τα μοτίβα και το γενικότερο πολιτισμικό περιβάλλον θα πρέπει να δούμε τώρα. Ένα περιβάλλον που πάντα επικοινωνούσε, αλλά από την ενοποίηση κάτω από τον Μέγα Αλέξανδρο, η ανάμειξη εθίμων, παραδόσεων και θρησκειών είναι πλέον σίγουρο και ξεκάθαρο γεγονός.
Θρησκευτικές ομοιότητες
Θα ξεπεράσουμε όλους τους υπόλοιπους που προσέφεραν ένα σημαντικό λιθαράκι στην έρευνα και θα πάμε στην Dorothy Milne Murdock που ήταν ανεξάρτητη ερευνήτρια της συγκριτικής θεολογίας και μυθολογίας και μεγάλη γνώστρια όλων των θρησκευτικών μύθων. Ας δούμε τι συμβαίνει λοιπόν με τις άλλες θρησκείες και τις επιπλέον αντίστοιχες δοξασίες που φόρτωσαν τους θεούς τους ή τι ομοιότητες υπάρχουν με την χριστιανική παράδοση.
Αιγυπτιακή θρησκεία
Στο βιβλίο της Christ in Egypt με έρευνα σε πάνω από 900 αιγυπτιακές πηγές, αποδεικνύει τις ομοιότητες ανάμεσα στην αιγυπτιακή και την ίουδαιοχριστιανική θρησκεία πολλές από τις οποίες παρουσιάζονται στην ταινία Zeitgeist:
Οι Αιγύπτιοι είχαν ήδη έναν ιδιότυπο μονοθεϊσμό, πέρα από την γνωστή προσπάθεια του Αμενόφι. Εύκολα συναιρούσαν πολλούς θεούς σε έναν, συνειδητοποιώντας ότι πολλές δυνάμεις συσχετίζονταν και μπορούσαν να θεωρηθούν σαν διαφορετικές εκφράσεις μιας θεϊκής ύπαρξης.
Υπάρχει ο καλός θεός του φωτός ο Ώρος και ο κακός ο Σεθ, θεός του σκότους ή το “ερπετό του κάτω κόσμου”. Να σημειωθεί ότι ο “κακός” Σεθ γράφεται επίσης και σαν “Σουτ”, “Σατ” ή “Σάτα” που φυσικά μοιάζει πάρα πολύ με την λέξη “Σατανάς”.
Ο Ώρος επιπλέον:
Έχει γεννηθεί και αυτός στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο, σε μια στάνη.
Έχει και αυτός ευγενική καταγωγή και γεννήθηκε φυσικά από παρθένα ονόματι Mery.
Ο ερχομός του προαναγγέλθηκε από άστρο στην Ανατολή και στην γέννησή του παραβρέθηκαν σοφοί άνδρες.
Στην ηλικία των 12 ήταν δάσκαλος στον ναό και στα 30 του βαπτίστηκε.
Είχε 12 συντρόφους – βοηθούς – αποστόλους.
Βαπτίστηκε από τον Anup τον Βαπτιστή που και αυτός αποκεφαλίστηκε.
Έκανε θαύματα, εξόρκιζε δαίμονες, ανέσταινε νεκρούς.
Περπατούσε στο νερό.
Σταυρώθηκε σε σταυρό ανάμεσα σε δύο κλέφτες.
Αυτός (ή ο Όσιρις) θάφτηκε για 3 ημέρες και μετά αναστήθηκε.
Ο Ώρος / Όσιρις αποκαλούνταν επίσης “η οδός”, “η Αλήθεια και η Ζωή”, “Μεσσίας”, “ο καλός βοσκός”.
Οι αιγυπτιακές αντιλήψεις για τον θάνατο την ανάσταση και την μετά θάνατον ζωή αποτέλεσαν την βάση της αντίστοιχης χριστιανικής θέασης. Επιπροσθέτως η χριστιανική εικόνα του Παραδείσου και της Κόλασης ακολουθεί στενά την αιγυπτιακή, τόσο που οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν τον Χριστιανισμό συνέχεια της δικής τους θρησκείας.
Βούδας
Σύμφωνα με τις πηγές έχουν υπάρξει πολλοί βούδες στο παρελθόν και όχι μόνο ο γνωστός μας Σιντάρτα Γκαουτάμα που υποτίθεται ότι έζησε τον 6ο π.κ.ε. αιώνα.
Ο Βούδας είχε ήδη λάβει πολλές μετενσαρκώσεις, συμπεριλαμβανομένου και ενός ξυλουργού, ένα επάγγελμα που επίσης αποδίδεται στον Ιησού.
Ο Βουδισμός εξαπλώθηκε στην Ινδία από τον βασιλιά Asoka που έστελνε μισθοφόρους σε “όλες τις γωνιές του κόσμου” για να διαδώσει το μήνυμά του τον 3ο αιώνα. π.κ.ε. Φαίνεται όμως, ότι και πριν από αυτό, βουδιστές μοναχοί εμφανίστηκαν στην Δύση μέσα από τον δρόμο του μεταξιού. Ενώ φιλόσοφοι, όπως και ο Πυθαγόρας, φέρονται να πήγαν στην Ινδία για να μελετήσουν την φιλοσοφία του και ταυτόχρονα βουδιστές μοναχοί να υπάρχουν στην Αίγυπτο, πριν ο Μέγας Αλέξανδρος φέρει την Οικουμένη πιο κοντά και την διάχυση των ανατολικών δοξασιών στην Μεσόγειο.
Ένα ενδιαφέρον κείμενο που δείχνει την σχέση των Ιουδαίων με τους Ινδούς είναι μια πληροφορία υποτίθεται από τον Αριστοτέλη που μεταφέρει ο Ιώσηπος: “κἀκεῖνος τοίνυν τὸ μὲν γένος ἦν Ἰουδαῖος ἐκ τῆς κοίλης Συρίας. οὗτοι δέ εἰσιν ἀπόγονοι τῶν ἐν Ἰνδοῖς φιλοσόφων, καλοῦνται δέ, ὥς φασιν, οἱ φιλόσοφοι παρὰ μὲν Ἰνδοῖς Καλανοί, παρὰ δὲ Σύροις Ἰουδαῖοι τοὔνομα λαβόντες ἀπὸ τοῦ τόπου· προσαγορεύεται γὰρ ὃν κατοικοῦσι τόπον Ἰουδαία. τὸ δὲ τῆς πόλεως αὐτῶν ὄνομα πάνυ σκολιόν ἐστιν· Ἱερουσαλήμην γὰρ αὐτὴν καλοῦσιν.” (Κατ’ Απίωνος 1.179). Που στην απλούστερη περίπτωση μας δείχνει τον βαθμό επικοινωνίας και αλληλοεπηρεασμού των παραδόσεων της περιοχής, που ήταν γνωστή τότε σε όλους.
Υπάρχουν επίσης αρκετά στοιχεία που συνδέουν τον πατριάρχη των Εβραίων Αβραάμ με τον Ινδό θεό Βράχμα, εκτός από το όνομα.
Στα αρχαία κείμενα, ο Βούδας θεωρείται μια θεϊκή ύπαρξη, με εκπληκτικές ικανότητες όπως το να θεραπεύει αρρώστους και τυφλούς. Είχε επίσης βασιλική καταγωγή και αποκαλείται “πρίγκιπας”. Η γενεαλογία του επίσης αναγράφεται στα κείμενα για να επιβεβαιώσει την θεϊκή–βασιλική του καταγωγή. Και αυτός συνελήφθη από την μητέρα του σε μια κατάσταση οράματος, ενώ ο “πατέρας” του το έμαθε από αγγελικές υπάρξεις. Κατά την γέννησή του εμφανίζονται άγγελοι και φυσικά εμφανίστηκε και ένα λαμπρό άστρο για να την σηματοδοτήσει. Μάλιστα η μητέρα του Βούδα ήταν και αυτή παρθένος, γεγονός που το σημειώνει και ο Ιερώνυμος τον 4ο αιώνα. (Hieronymus, Adversus Iovinianum 1.42) και περιττό να προσθέσουμε ότι η μητέρα του όπως και η Παναγία πήγε στον παράδεισο με την παρθενιά της ανέγγιχτη. Ο Βούδας δελεάζεται και αυτός όπως ο Ιησούς να παρασυρθεί από τον δαίμονα Μάρα, αλλά φυσικά ο Βούδας ξεπέρασε τον πειρασμό όπως ακριβώς και ο Ιησούς, αυτό μάλιστα έγινε δίπλα σε ένα ποταμό τον ποταμό Neranjara. Στην βουδιστική παράδοση υπάρχει επίσης μια κόλαση στην οποία κατεβαίνει ο λυτρωτής Βούδας για να ελευθερώσει τις ψυχές και θεωρείται φυσικά και αυτός λυτρωτής της ανθρωπότητας. Στην θέση της 2ας παρουσίας, οι βουδιστές έχουν την αναμονή του Μαιτρέγια (του φίλου της ανθρωπότητας) που φυσικά θα είναι και αυτός ένας Βούδας για να σώσει τους ανθρώπους. Αυτά αναφέρονται σε έκταση στο βιβλίο της Ήλιοι του Θεού.
Κρίσνα
Ο θεός Κρίσνα επίσης γεννήθηκε από την “αγνή κόρη” Devaki, που φυσικά παρόλο που έχει γεννήσει ήδη 7 παιδιά θεωρείται κατά πολλούς παρθένος, αφού η Devaki θεωρειται μετενσάρκωση της θεάς της Αυγής Aditi που είναι η “αιώνια παρθένα” και η “ουράνια παρθένα”, παρά το γεγονός ότι και αυτή γέννησε 8 παιδιά (να σημειωθεί ότι στα Ευαγγέλια αναφέρεται επίσης η παρθένος Μαρία να έχει τουλάχιστον 7 παιδιά. Κατά Μάρκον 6.3).
Ο Κρίσνα θεωρείται μετενσάρκωση του ηλιακού θεού Βισνού που αναγεννάται και αυτός στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο. Η γέννησή του έγινε στο σπίτι ενός αγελαδοβοσκού και αμέσως αντιμετώπισε την απειλή της ζωής του από τυράννους που κατέληξαν να σφάξουν και αυτοί άλλα παιδιά όχι όμως τον Κρίσνα. Ο αδερφός του Κρίσνα ο Μπαλαράμα, ήταν ο Πρόδρομός του, μια φιγούρα που ταιριάζει στον ρόλο του Ιωάννη του Βαπτιστή. Να σημειωθεί ότι από τον 3ο αιώνα. π.κ.ε. ο Κρίσνα είχε ταυτιστεί από τους Έλληνες με τον Ηρακλή.
Ο Κρίσνα επίσης ήταν δάσκαλος και είχε μαθητές. Το ενδιαφέρον είναι ότι μπροστά τους μεταμορφωνόταν όπως και ο Ιησούς των Ευαγγελίων και επίσης αναφέρεται όπως ο Ιησούς το Α και το Ω, αλλά εδώ λίγο διαφορετικά ως η αρχή, η μέση και το τέλος. Ο θάνατός του επίσης ομοιάζει πολύ. Καρφώνεται σε ένα δένδρο με ένα βέλος, μετά από τον θάνατο του φυσικά ανέρχεται και αυτός στους ουρανούς.
Αρχαίες ασσυρο-βαβυλωνιακές θρησκείες
Στο Έπος του Γκιγκαμές αναφέρεται ένας θεάνθρωπος, μια μάχη στην ερημιά, μια θεϊκή φωνή από τον Ουρανό που μοιράζει ψωμί, και μια εξαφάνιση στον κάτω κόσμο.
Η σουμερο-ακκαδική θεά Ιστάρ κατεβαίνει στον κάτω κόσμο για τρεις ημέρες, ενώ έχει τοποθετηθεί σε έναν πάσαλο από τον οποίο ανασταίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον σύζυγό της τον Θαμούζ για τον οποίο θρηνούν και οι Εβραίοι (Ιεζεκιήλ 8:14). Ο Θαμούζ αναφέρεται και ως Άδωνις.
Μίθρας
Ο Μίθρας ήταν ο πλέον ανταγωνιστής θεός της εποχής που διαδίδεται ο Χριστιανισμός και τα στοιχεία που έχει με τον Χριστιανισμό είναι τόσα πολλά και εξόφθαλμα που οι ίδιοι οι χριστιανοί πατέρες τα εκλογίκευσαν ως προσπάθεια του διαβόλου να μπερδέψει το ποίμνιο.
Με παρόμοιο τρόπο με τους προηγούμενους λοιπόν έχουμε για τον Μίθρα:
Θαυματουργή γέννηση στις 25 Δεκεμβρίου, παρουσία βοσκών.
Έχει 12 μαθητές.
Περιελάμβανε την ιερότητα του σταυρού και ένα σημάδι στο μέτωπο.
Έκανε θαύματα και υποσχόταν στους ακολούθους του αθανασία.
Ανασταίνεται από τους νεκρούς κάθε χρόνο στην εποχή του Πάσχα των χριστιανών.
Ιερή μέρα του ήταν η Κυριακή.
(Σελ. 192-202)
Αρχαία ελληνική θρησκεία
Για την ελληνική θρησκεία θα πάμε στην κλασική φιλόλογο με μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία κα Χαρίτα Μήνη, συγγραφέα πέντε βιβλίων, που αρχικά μας δείχνει τις βασικές αρχετυπικές αφομοιώσεις της Μητέρας των Θεών Γαίας – Ρέας – Κυβέλης, ή της βρεφοκρατούσας, στην μητέρα του Ιησού. Αντίστοιχα τις έννοιες του “Νοητού Ήλιου” και του θνήσκοντος και ανασταίνοντος θεού από τον Ιησού. Το ίδιο και με έννοιες που είχαν δοθεί στην φύση, όπως Παντοκράτειρα, Παμβασίλεια (Βασιλεύς των Βασιλέων), σελασφόρος (εγώ ειμί το φως), αυτοπάτωρ και απάτωρ, δίκη=δικαιοσύνη (Ήλιος της Δικαιοσύνης), πάνσοφος, που αποδίδονται πλέον στον Ιησού και τον Γιαχβέ.
Στην ελληνική μυθολογία αναφέρονται πολλές μορφές που κατεβαίνουν στον Άδη και επιστρέφουν, όπως η Περσεφόνη, ο Άδωνις, ο Ορφέας, ο Οδυσσέας, ο Ηρακλής, ο Διόνυσος Ζαγρεύς.
Για τον θεό Βάκχο–Διόνυσο, πρέπει να σημειωθεί ότι είχε και αυτός μια γέννηση υπερφυσική, γιος θεού και θνητής. Καταδιώχθηκε, υπέφερε, πέθανε και αναστήθηκε. Εμφανίστηκε ως Σωτήρας και έκανε θαύματα, μάλιστα είχε και τον τίτλο “ιατρός”, “Υγιάτης” και “Λύσιος”=Λυτρωτής.
Τα στοιχεία είναι πολλά, ακόμα και η Θεία Κοινωνία των χριστιανών είναι φτιαγμένη από το οίνο του Βάκχου και τον άρτο της Δήμητρας. Το σταφύλι, και το αμπέλι, γίνονται από τα χαρακτηριστικότερα σύμβολα του Ιησού, ακριβώς όπως και του Βάκχου. Το πρώτο θαύμα του Ιησού ήταν η μετατροπή του νερού σε οίνου, αυτό ακριβώς που αναφέρει ο Ευριπίδης για τον Βάκχο. Υπάρχει επίσης και αυτό είναι εντυπωσιακότατο ένα εύρημα του 2ου αιώνα π.κ.ε. όπου ο Διόνυσος εμφανίζεται εσταυρωμένος με την επιγραφή “Ορφέας Βακχικός”. Άλλωστε στην τέχνη είναι γνωστό ότι οι χριστιανοί υιοθέτησαν τις απεικονίσεις του Ορφέα παραλληλίζοντας τον με τον Ιησού ως “Καλό Ποιμένα”.
Τέλος, η Μήνη έχει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση πως το χαρακτηριστικό του Βάκχου που είναι η “έκσταση” αντιστοιχίζεται στην “αγάπη” του Ιησού. (σ. 231-246).
Μια που μιλήσαμε νωρίτερα για παρθένες μητέρες θεών, διαβάστε εδώ περί παρθενογένεσης.
Μοτίβα και ιδέες από τα Ομηρικά Έπη.
Μια ενδιαφέρουσα επίσης μελέτη είναι του Dennis McDonald με τίτλο τα Ομηρικά Έπη και το Ευαγγέλιο του Μάρκου. Σύμφωνα με αυτήν, όπως ακριβώς γινόντουσαν στα σχολεία μελέτη και μίμηση των επών που ήταν και το κύριο βιβλίο ανάγνωσης της εποχής, με τον ίδιο τρόπο είναι γραμμένο το πρώτο Ευαγγέλιο του Μάρκου, σε ότι αφορά τα συμβάντα που περιγράφει. Οι σκηνές του Ευαγγελίου έχουν αντιστοιχία στα έπη όχι απαραίτητα με τον ίδιο ήρωα. Ο Ιησούς μοιάζει με τον Έκτορα, ή με άλλους ομηρικούς ήρωες, αλλά περισσότερο με τον Οδυσσέα.
Ας πάρουμε αρχικά τον Οδυσσέα, διαπλέει θάλασσες μαζί με τους συντρόφους του που είναι πολύ κατώτεροι του και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις, ο ίδιος κάνει εντυπωσιακά κατορθώματα, επιστρέφει στον οίκο του πατρός του τον οποίο λυμαίνονται αντίπαλοι, αντιμετωπίζει υπερφυσικούς εχθρούς, δειπνεί και αυτός με τους συντρόφους του και μετά επισκέπτεται τον Άδη, και προφητεύει σε τρίτο πρόσωπο την επιστροφή του. Μια σοφή γυναίκα τον αλείφει πριν την τελική μάχη, θεοί καταπαύουν τρικυμίες ή περπατούν στην θάλασσα, υπάρχουν τέρατα στις σπηλιές και γίνεται επίσης ένα τεράστιο γεύμα στην παραλία για χιλιάδες κόσμο (με ήρωα τον Τηλέμαχο). Ο Έκτορας επίσης πεθαίνει και το σώμα του σώζεται από τον αντίπαλό του, ενώ τον θρηνούν τρεις γυναίκες. Η καινοτομία είναι ότι ο Ιησούς ανασταίνεται (σελ. 80-82).
Φυσικά, η λίστα είναι εκτενέστερη, αλλά και μόνο αυτά μας βοηθούν στο να καταλάβουμε καλύτερα τον τρόπο δομής και πλοκής του Ευαγγελίου.
Επίλογος
Το λογικό συμπέρασμα που βγαίνει από όλα αυτά, είναι ότι η ανθρωπότητα δεν έπαψε ποτέ να γιορτάζει ένα σημαντικό αστρονομικό γεγονός, το σταμάτημα της πτώσης του Ηλίου και την ελπίδα της Άνοιξης, το έκανε στο παρελθόν, το κάνει και τώρα. Οι γεννήσεις και οι συμβολισμοί των θεών που κοσμούσαν και κοσμούν ακόμα τις θρησκείες, δεν είναι παρά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ηλιολατρείας που περιλαμβάνει φυσικά και τον Χριστιανισμό και η απόδειξη είναι ότι οι σημαντικότερες του εορτές, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, οριοθετούνται από τις δύο σημαντικότερες θέσεις του Ηλίου, το χειμερινό ηλιοστάσιο και την εαρινή ισημερία.
Το επόμενο συμπέρασμα βγαίνει αυτό που και ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στην ολοκλήρωση του βιβλίου (σ. 345): Είναι τόσο κραυγαλέες οι ομοιότητες της ευαγγελικής αφήγησης για τον Ιησού με με τα σύμβολα και τις παραδόσεις των άλλων προχριστιανικών θεοτήτων, που και μόνο αυτές θέτουν σε αμφιβολία την ιστορική του ύπαρξη, για την οποία ούτως ή άλλως υπάρχει απουσία άλλων ιστορικών ή αρχαιολογικών ενδείξεων, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται μια τεράστια προσπάθεια συγκάλυψης του κενού αυτού με πλαστογραφίες, θέματα, που επίσης περιλαμβάνει το βιβλίο του κυρίου Παπαγεωργίου και που έχουμε αναλύσει διεξοδικά σε αυτόν τον χώρο. Ο τρόπος δε που ο Χριστιανισμός επιβλήθηκε και πολέμησε όσους είχαν μικρή ή μεγάλη διαφορετική γνώμη, εντείνει την προβληματική της αλήθειας και της αγάπης που υποτίθεται ότι μεταφέρει, και αποδεικνύει ότι όλη αυτή η ιστορία που ομοιάζει συνωμοσία, έχει γίνει ή τουλάχιστον έχει χρησιμεύσει και συντηρείται για την εξουσία και την δύναμη του ιερατείου και μόνον, κρατώντας όμως την κοινωνία μας στην συντήρηση και το σκοτάδι του μεσαιωνικού Βυζαντίου.