Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (13.455-13.525)

Ὣς φάτο, Δηΐφοβος δὲ διάνδιχα μερμήριξεν,
ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων
ἂψ ἀναχωρήσας, ἦ πειρήσαιτο καὶ οἶος.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
βῆναι ἐπ᾽ Αἰνείαν· τὸν δ᾽ ὕστατον εὗρεν ὁμίλου
460 ἑσταότ᾽· αἰεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ,
οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ ἐσθλὸν ἐόντα μετ᾽ ἀνδράσιν οὔ τι τίεσκεν.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αἰνεία, Τρώων βουληφόρε, νῦν σε μάλα χρὴ
γαμβρῷ ἀμυνέμεναι, εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει.
465 ἀλλ᾽ ἕπευ, Ἀλκαθόῳ ἐπαμύνομεν, ὅς σε πάρος γε
γαμβρὸς ἐὼν ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα·
τὸν δέ τοι Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς ἐξενάριξεν.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε,
βῆ δὲ μετ᾽ Ἰδομενῆα μέγα πτολέμοιο μεμηλώς.
470 ἀλλ᾽ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς,
ἀλλ᾽ ἔμεν᾽, ὡς ὅτε τις σῦς οὔρεσιν ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τε μένει κολοσυρτὸν ἐπερχόμενον πολὺν ἀνδρῶν
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, φρίσσει δέ τε νῶτον ὕπερθεν·
ὀφθαλμὼ δ᾽ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον· αὐτὰρ ὀδόντας
475 θήγει, ἀλέξασθαι μεμαὼς κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας·
ὣς μένεν Ἰδομενεὺς δουρικλυτός, οὐδ᾽ ὑπεχώρει,
Αἰνείαν ἐπιόντα βοηθόον· αὖε δ᾽ ἑταίρους,
Ἀσκάλαφόν τ᾽ ἐσορῶν Ἀφαρῆά τε Δηΐπυρόν τε
Μηριόνην τε καὶ Ἀντίλοχον, μήστωρας ἀϋτῆς·
480 τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«δεῦτε, φίλοι, καί μ᾽ οἴῳ ἀμύνετε· δείδια δ᾽ αἰνῶς
Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν, ὅς μοι ἔπεισιν,
ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν·
καὶ δ᾽ ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
485 εἰ γὰρ ὁμηλικίη γε γενοίμεθα τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ,
αἶψά κεν ἠὲ φέροιτο μέγα κράτος, ἠὲ φεροίμην.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες
πλησίοι ἔστησαν, σάκε᾽ ὤμοισι κλίναντες.
Αἰνείας δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκέκλετο οἷς ἑτάροισι,
490 Δηΐφοβόν τε Πάριν τ᾽ ἐσορῶν καὶ Ἀγήνορα δῖον,
οἵ οἱ ἅμ᾽ ἡγεμόνες Τρώων ἔσαν· αὐτὰρ ἔπειτα
λαοὶ ἕπονθ᾽, ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα
πιόμεν᾽ ἐκ βοτάνης· γάνυται δ᾽ ἄρα τε φρένα ποιμήν·
ὣς Αἰνείᾳ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει,
495 ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ.
Οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀλκαθόῳ αὐτοσχεδὸν ὡρμήθησαν
μακροῖσι ξυστοῖσι· περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ᾽ ὅμιλον
ἀλλήλων· δύο δ᾽ ἄνδρες ἀρήϊοι ἔξοχον ἄλλων,
500 Αἰνείας τε καὶ Ἰδομενεύς, ἀτάλαντοι Ἄρηϊ,
ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος,
αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
505 ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα Οἰνόμαον βάλε γαστέρα μέσσην,
ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς
ἤφυσ᾽· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἐκ μὲν νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος
510 ἐσπάσατ᾽, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἄλλα δυνήσατο τεύχεα καλὰ
ὤμοιιν ἀφελέσθαι· ἐπείγετο γὰρ βελέεσσιν.
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι,
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐπαΐξαι μεθ᾽ ἑὸν βέλος οὔτ᾽ ἀλέασθαι.
τῶ ῥα καὶ ἐν σταδίῃ μὲν ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ,
515τρέσσαι δ᾽ οὐκέτι ῥίμφα πόδες φέρον ἐκ πολέμοιο.
τοῦ δὲ βάδην ἀπιόντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
Δηΐφοβος· δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί.
ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτεν, ὁ δ᾽ Ἀσκάλαφον βάλε δουρί,
υἱὸν Ἐνυαλίοιο· δι᾽ ὤμου δ᾽ ὄβριμον ἔγχος
520 ἔσχεν· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
οὐδ᾽ ἄρα πώ τι πέπυστο βριήπυος ὄβριμος Ἄρης
υἷος ἑοῖο πεσόντος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν
ἧστο, Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, ἔνθα περ ἄλλοι
525 ἀθάνατοι θεοὶ ἦσαν ἐεργόμενοι πολέμοιο.

***
455 Τον άκουσε ο Δηίφοβος κι εδίσταζε αν θα στρέψει
να πάρει κάποιον σύντροφον απ᾽ τους γενναίους Τρώας,
βοηθόν του ή και τον πόλεμον να δοκιμάσει μόνος
κι έκρινε αυτό καλύτερο, να υπάγει εις τον Αινείαν.
Τον εύρηκε να στέκεται μες στου στρατού την άκρην
460 ως είχε προς τον Πρίαμον θυμόν πάντοτ᾽ εκείνος,
διότι αν κι ήτο ανδράγαθος ποσώς δεν τον τιμούσε.
Του έλεγε ο Δηίφοβος: «Των Τρώων βουληφόρε,
Αινεία, τώρα εκδικητής να δράμεις του γαμβρού σου
χρωστείς, εάν ο θάνατος του συγγενούς σε θλίβει.
465 Αλλ᾽ έλα τον Αλκάθοον μαζί να εκδικηθούμε,
όπου γαμβρός στα σπίτια σας σ᾽ έχει αναστήσει βρέφος.
Τον φόνευσεν ο Ιδομενεύς ο μέγας πολεμάρχος».
Είπε και πόνον άκουσεν ο Αινείας κι επετάχθη
με ορμήν πολέμου ακράτητην προς τον Ιδομενέα.
470 Πλην τούτος δεν εδείλιασεν ως τρομερόν αγόρι,
αλλ᾽ όπως χοίρος ορεινός με θάρρος στην ανδρειά του,
σ᾽ έρημο μέρος καρτερεί πολλών ορμήν ανθρώπων,
καίουν τα μάτια του φωτιά, τα νώτα του αγριώνει
κι έτοιμος εις τον πόλεμον τα δόντια του ακονίζει
475 και άνδρες και σκύλους αψηφά· παρόμοια καρτερούσε
ο ανδράγαθος Ιδομενεύς, επάνω του ως ερχόνταν
ο Αινείας· κι έσυρε φωνήν να κράξει τους συντρόφους
Ασκάλαφον, Δηίπυρον σιμά του και Αφαρέα
Μηριόνην και Αντίλοχον στον πόλεμον τεχνίτες.
480Αυτούς καλούσε κι έλεγεν: «Βοηθάτε αγαπημένοι,
και μόνος είμαι· τρομερά φοβούμαι τον ανδρείον
Αινείαν τον πτερόποδα, που ορμά να με χτυπήσει·
στην μάχην είναι ακούραστος αυτός ανθρωποφόνος·
έχει και της νεότητος το θάρρος και την ρώμην.
485 Αν είχα εγώ τα χρόνια του με τούτην την ψυχήν μου,
η νίκη γρήγορα σ᾽ εμέ θα τύχαιν᾽ ή σ᾽ εκείνον».
Είπε και αυτοί πλησίον του με μίαν γνώμην όλοι
εστήθηκαν, στους ώμους των φορώντας τες ασπίδες.
Και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος έκραζεν ο Αινείας τους συντρόφους
490 Δηίφοβον και Πάριδα και Αγήνορα τον θείον,
που ήσαν των Τρώων αρχηγοί, μ᾽ αυτόν, και ακολουθούσαν
τα πλήθη, ωσάν τα πρόβατα κατόπι στο κριάρι,
όταν θα πιουν και την βοσκήν για το ποτάμι αφήνουν
και μέσα χαίρεται ο βοσκός· παρόμοια τότ᾽ εχάρη
495 ο Αινείας στον πολύν λαόν, που τον ακολουθούσε.
Και γύρω εις τον Αλκάθοον με μακριά κοντάρια
εκείνοι ορμήσαν, και ο χαλκός, καθώς αντικτυπούντο,
μες στον αγώνα φοβερά στα στήθη τους βροντούσε.
Και απ᾽ όλους δύο μαχηταί πλιότερο εμανίζαν,
500 ο Αινείας και ο Ιδομενεύς, ισόπαλοι του Άρη,
ο ένας τον άλλον μ᾽ άπονον χαλκόν να σχίσει πέρα.
Ο Αινείας πρώτος έριξεν εις τον Ιδομενέα·
τον είδε αυτός κι εξέφυγε το χαλκοφόρο ακόντι·
κι έπεσε τινακτά στην γην η λόγχη του Αινείου
505 ανώφελ᾽ αφού πέταξεν απ᾽ το βαρύ του χέρι
και τον Οινόμαον κτύπησε στην μέσην στην γαστέρα
ο Ιδομενεύς· του έσχισε τον θώρακα ως τα σπλάχνα·
στην σκόνην έπεσεν αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.
Και ο Ιδομενεύς απ᾽ τον νεκρόν το μακρινό κοντάρι
510 έσυρε, αλλά δεν μπόρεσε και τ᾽ άρματα τα ωραία
να του αφαιρέσει, ότι πολλές τον εστενεύαν λόγχες.
Ότι την πρώτην δύναμιν τα πόδια του δεν είχαν
να ορμήσει προς την λόγχην του ή καν ν᾽ αναμερίσει·
όθεν στρατός επάλαιεν να σώσει την ζωήν του,
515 και οι πόδες δεν είχαν ορμήν να φύγει από την μάχην.
Κι εκεί που αναχωρούσε αργά, του έριξεν ακόντι
ο Δηίφοβος, που πάντοτε του ᾽χε χολήν και μίσος.
Όμως και τούτο του ᾽σφαλεν· και το βαρύ κοντάρι
στον ώμον τον Ασκάλαφον υιόν του Άρη εβρήκε·
520 στην σκόνην έπεσεν αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.
Και ο Άρης ο βροντόφωνος δεν είχε ακόμη γνώσιν,
ότι στην μάχην έπεσεν ο αγαπητός υιός του,
αλλά κλεισμένος κάθονταν, ως ήθελεν ο Δίας,
κάτω από σύγνεφα χρυσά στην κορυφήν του Ολύμπου,
525 όπου κι οι άλλοι αθάνατοι, μακράν από την μάχην.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 5. Μια μέρα στον ιππόδρομο

5.6.3. Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω


Πάνω στον χρόνο έμαθα ότι ήμουν έτοιμος για την πρώτη επίσημη εμφάνισή μου σε μονομαχία. Μέχρι τότε ήξερα μόνο από ψευτομονομαχίες για προπόνηση, αν και μια δυο φορές από εκνευρισμό λίγο έλειψε να «καθαρίσω» κάποιον συμμαθητή μου. Ένα πρωί ο αρχιεκπαιδευτής, παρουσία του Πολέμωνα, μας συγκέντρωσε στη μεγάλη αυλή της Σχολής και μας ανακοίνωσε ότι τριάντα από μας θα ταξίδευαν στη Ρώμη για τους αγώνες μονομαχίας που έδινε ο καίσαρας. Ήμουν φυσικά ένας από τους τριάντα. Μας είπαν ακόμη ότι θα μονομαχούσαμε σε ζεύγη· ο αντίπαλός μας μπορεί να ήταν από άλλη Σχολή, αλλά δεν αποκλειόταν η κλήρωση να μας έφερνε αντιμέτωπους με πρώην συμμαθητές μας. Αυτό το τελευταίο δεν μας άρεσε και πολύ· όταν το ακούσαμε κοιταχτήκαμε σιωπηλά στα μάτια με τον Μυταρά - γιατί ξέραμε ότι διχτάδες και Σαμνίτες ήταν συνδυασμός που πολύ ενθουσίαζε τους Ρωμαίους θεατές. Μας έδωσαν κι άλλες οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουμε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα - που θα γινόταν, μας είπαν, στο αμφιθέατρο του Φλαβίου στη Ρώμη, που είχε εγκαινιαστεί πέντε χρόνια νωρίτερα και χωρούσε κάπου 50.000 θεατές.

Ήταν η τέταρτη χρονιά της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού· κι ήταν η δεύτερη φορά, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, που πήγαινα στη Ρώμη, αυτή τη φορά όχι σαν αιχμάλωτος πολέμου αλλά σαν «αριστούχος απόφοιτος» της Σχολής Μονομάχων της Νάπολης. Σεπτέμβρης μήνας κι η πόλη γιόρταζε. Νόμιζα πως οι άμαξες θα μας μετέφεραν κατευθείαν στο αμφιθέατρο για τους αγώνες. Αλλά μας περίμενε μια έκπληξη - και μια εμπειρία από αυτές που δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω.

Όσοι είχαν σχολές μονομάχων, σαν τον Πολέμωνα, είχαν καθιερώσει τη συνήθεια να παραθέτουν επίσημο δείπνο στους μονομάχους που επρόκειτο να αγωνιστούν στην αρένα την επόμενη μέρα. Το δείπνο μας, λοιπόν, γινόταν με την ευγενή χορηγία του δικού μας Πολέμωνα και ενός άλλου σχολάρχη, που οι μονομάχοι του θα έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Το μενού ήταν πολύ πλούσιο· αλλά τι να το κάνεις; Ο ποιητής Οράτιος, αν δεν κάνω λάθος, λέει κάπου ότι και το βασιλικότερο γεύμα είναι άνοστο γι᾽ αυτόν που νιώθει ότι από πάνω του κρέμεται το σπαθί του Δαμοκλή. Από πάνω μας κρέμονταν τα σπαθιά των αυριανών αντιπάλων μας, και συνειδητοποιήσαμε ακριβώς εκείνες τις ώρες ότι για πολλούς από μας εκείνο θα ήταν το τελευταίο δείπνο.

Εκείνο το βράδυ κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το προαίσθημα του θανάτου κάνει τους ανθρώπους να φέρονται με παράξενους τρόπους. Ορισμένοι από τους θανατοποινίτες, που ήξεραν ότι έτσι κι αλλιώς οι ώρες τους ήταν μετρημένες, έτρωγαν ασταμάτητα και με φοβερή βουλιμία ό,τι περνούσε μπροστά από τα μάτια τους και ό,τι μπορούσαν να φτάσουν με τα χέρια τους - μέχρι που έγερναν μισολιπόθυμοι από το φαγητό. Άλλοι έμεναν σιωπηλοί και κοίταζαν στο κενό, ακουμπώντας μετά βίας τα φαγητά. Ο Μυταράς ήταν ένας από αυτούς· γύριζε συχνά και με κοίταζε χωρίς να μιλάει· δεν φαινόταν να φοβάται αλλά ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του και έμενε πολύ μακριά από τις συνηθισμένες γαστριμαργικές επιδόσεις του. Άλλοι πάλι έχαναν σε κάποια στιγμή την ψυχραιμία τους, ξεσπούσαν σε λυγμούς και ζητούσαν να κάνουν τη διαθήκη τους.

Πρέπει να διευκρινίσω ότι αυτό το δείπνο ήταν ελεύθεροι να το παρακολουθούν ως απλοί θεατές διάφοροι περίεργοι, από τους φανατικούς των μονομαχιών, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες φανερώνοντας μια αρρωστημένη ικανοποίηση από το θέαμα. Γι᾽ αυτούς η ιδέα του θανάτου ήταν ένα παιχνίδι που το έβλεπαν από απόσταση ασφαλείας. Προφανώς ηδονίζονταν με το παιχνίδι και διασκέδαζαν με τους ακούσιους παίκτες. Ίσως, είπα τότε στον εαυτό μου, πιο σκληρή κι από τον θάνατο να είναι η ανθρώπινη φύση.

Αλλά στο μεταξύ η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να αποσυρθούμε για ύπνο. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Σκεφτόμουν, και έφερνα τόσο καθαρά στο μυαλό μου για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τους δικούς μου, το χωριό μου στη Γερμανία, τα περήφανα δάση του Μέλανα Δρυμού, όπου μεγάλωσα και όπου ένιωσα τη χαρά της ελευθερίας. Τα έβλεπα καθαρά αλλά και πολύ μακριά, παράξενα μακριά. Στο χάραμα οι φύλακες μας ξύπνησαν φωνάζοντας δυνατά και μας παρότρυναν να ετοιμαστούμε.

Αιωνιότητα

Άχρονος χρόνος, πραγματικός χρόνος, νοητικός χρόνος

Η αντίληψη του χωροχρόνου, κάποιου αντικειμενικού χωροχρόνου (και η εκ των υστέρων, θεωρητική περιγραφή αυτής της αντίληψης) προϋποθέτει πάντα την ύπαρξη μίας Συνειδητότητας, που αντιλαμβάνεται τον χωροχρόνο κι έναν αντικειμενικά εκδηλωμένο χωροχρόνο: Η «αντίληψη του χωροχρόνου» προκύπτει από την Σχέση της Συνειδητότητας με τον χωροχρόνο.

Η Συνειδητότητα όμως δεν λειτουργεί σαν καθρέφτης που συλλαμβάνει ό,τι υπάρχει αντικειμενικά, ενώ οι ιδιαίτερες συνθήκες διαμορφώνουν ανάλογα τον κάθε χωρόχρονο. Θεωρώντας ότι μία Συνειδητότητα λειτουργεί σε ένα συγκεκριμένο χωροχρόνο, (θεωρώντας δηλαδή τον χωροχρόνο «σταθερό», όπως το ηλιακό σύστημα, η γη), μπορούμε να δούμε πως ανάλογα με την ποιότητα της Συνειδητότητας, με την κατάσταση της επίγνωσης, διαφοροποιείται η αντίληψη του χωροχρόνου...

Όταν η Συνειδητότητα διοχετεύεται στον εξωτερικό κόσμο, αντιλαμβάνεται την μεταβολή, τις διαδοχικές στιγμές των φαινομένων, από στιγμή σε στιγμή. Με βάση αυτή την εμπειρία η νόηση δομεί την αντίληψη του χρόνου σαν μία λογική ακολουθία (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Αυτό όμως είναι μόνο μία νοητική κατασκευή, μία ερμηνεία της νόησης, κι όχι κάτι αντικειμενικό. Αυτή η κοινή αντίληψη του χρόνου είναι ο νοητικός χρόνος.

Στην πραγματικότητα η Συνειδητότητα υπάρχει κι αντιλαμβάνεται μόνο στο παρόν. Ο πραγματικός χρόνος λοιπόν (ο μόνος που υπάρχει) είναι μόνο το παρόν που ρέει, μαζί με τις μεταβολές του χώρου: Πιο αναλυτικά αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν πραγματικό χρόνο είναι η ροή του χώρου (των φαινομένων, των αντικειμένων). Έτσι η Συνειδητότητα αποσύρεται από το άμεσα αντικειμενικό, (τα εξωτερικά πράγματα), κι αντιλαμβάνεται αυτό που συμβαίνει τώρα, την ροή του χώρου. Είναι ακριβώς αυτή η ροή του χώρου που αντιλαμβάνεται σαν πραγματικό χρόνο, σαν ένα παρόν που ρέει μαζί με τις μεταβολές του χώρου... Έτσι ο χρόνος γίνεται αλληλένδετος με τον χώρο... είναι ιδιότητα του χώρου... μία ακόμη διάσταση του παλιού τρισδιάστατου χώρου...

Παρατηρώντας ακόμα πιο προσεκτικά αυτό που συμβαίνει (σε βαθύτερο επίπεδο επίγνωσης) αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι η Συνειδητότητα που ρέει αλλά ο χωροχρόνος... όλα συμβαίνουν «έξω» από την Συνειδητότητα. Η Συνειδητότητα βρίσκεται σε ένα «αιώνιο τώρα» αμετάβλητο, εντός του οποίου συμβαίνουν όλες οι εξωτερικές μεταβολές του χωροχρόνου. Αυτό το «αιώνιο τώρα», το «Άχρονο», είναι η τρίτη βαθύτερη αντίληψη του «Αιώνιου Χρόνου», της Αιωνιότητας...

Μία τέτοια Συνειδητότητα που φτάνει σε αυτή την κατάσταση επίγνωσης μπορεί να αντιλαμβάνεται και την Αιώνια Φύση της Συνειδητότητας και τον φυσικό χωροχρόνο (μέσω του σώματος, του εγκεφάλου, του νευρικού συστήματος)... Αλλά μία τέτοια Συνειδητότητα, απελευθερωμένη από την ροή αντιλαμβάνεται τώρα τον Εαυτό και τον φυσικό κόσμο σαν ένα όλον, σαν μία ενότητα (όπου υποκείμενο-αντικείμενο έχουν ξεπερασθεί)... Μία τέτοια Συνειδητότητα, που έχει ήδη ανεξαρτητοποιηθεί από τον κατώτερο υλικό φορέα της και μπορεί να έχει εμπειρία πέρα από τον φυσικό κόσμο, ενός άλλου κόσμου (μεταφυσικού)... όπου μπορεί να προχωρήσει σε μία «ανώτερη σύνθεση της αντίληψης».

Βέβαια, η ανάδυση από την (νοητική, φανταστική) κοινή αντίληψη της πραγματικότητας, στην αντίληψη της ρέουσας πραγματικότητας κι από εκεί στην αιώνια πραγματικότητα, δεν είναι μία εύκολη υπόθεση και πρέπει να πραγματοποιηθεί όχι μόνο στο επίπεδο της εξωτερικής αντίληψης (νοητικός χωροχρόνος) αλλά και στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης (πραγματικός χρόνος) και ακόμα βαθύτερα στο υπαρξιακό επίπεδο (αιώνιο τώρα).

Η απελευθέρωση από τις λειτουργίες της αντίληψης, της σκέψης, του εγώ, για να φτάσουμε στην επίγνωση της Αληθινής Αιώνιας Φύσης μας, είναι το πνευματικό έργο για το οποίο μιλούν όλες οι μεγάλες θρησκείες, οι αληθινές φιλοσοφίες, το πνευματικό έργο που καλείται να πραγματοποιήσει ο κάθε άνθρωπος...

Ο Οδυσσέας Ελύτης για τη βαρβαρότητα

«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα.

Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις.

Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου.

Για τον πλήρη εξευτελισμό του.

Για την ατίμωσή του.

Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας;

Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν.

Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ.

Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα.

Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη.

Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό.

Είναι η αμάθεια και το σκότος.

Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί- μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.

Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν.

Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα 'μαστε πια εδώ.

Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς.

Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας -και της εποχής μας.»
---------------------------
Από τη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1979, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευση του Έλληνα ποιητή με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Eckhart Tolle: Αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «αγάπη» είναι η στρατηγική του «εγώ» για να αποφύγει να αφεθεί

Αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «αγάπη» είναι η στρατηγική του «εγώ» για να αποφύγει να αφεθεί.

Αναζητάτε κάποιον να σας δώσει κάτι το οποίο μπορεί να έρθει σε εσάς μόνο στην κατάσταση της παράδοσης, στην κατάσταση του να αφήνεστε.

Η Ισπανική γλώσσα είναι η πιο ειλικρινής σε αυτή την εκτίμηση. «Te quiero» σημαίνει ταυτόχρονα «σ' αγαπώ» και «σε θέλω» ενώ η αληθινή αγάπη δεν έχει μέσα της το «σε θέλω», δεν έχει επιθυμία να κατέχει κάποιον ή να θέλει να αλλάξει ο άλλος σύντροφος.

Το «εγώ» θεωρεί τον άλλον ξεχωριστό. Χρησιμοποιεί αυτό το άτομο για να καλύψει τη διαρκή αίσθηση της δυσφορίας που νιώθει, την αίσθηση του ανικανοποίητου, τον θυμό ή το μίσος που αισθάνεται και όλα αυτά συνδέονται στενά μεταξύ τους.

Αυτές είναι εκφάνσεις μιας υποκειμενικής στάσης η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάσταση του «εγώ».

Όταν το «εγώ» ξεχωρίζει κάτι και λέει «αγαπώ» αυτό ή εκείνο, είναι μια ασυνείδητη προσπάθεια να σκεπάσει ή να αφαιρέσει τα βαθιά ριζωμένα αισθήματα που πάντα συνοδεύουν το «εγώ»: τη δυσαρέσκεια, τη δυστυχία ή την αίσθηση της ανεπάρκειας η οποία είναι τόσο οικεία.

Για λίγο, αυτή η ψευδαίσθηση πραγματικά λειτουργεί.

Έπειτα αναπόφευκτα, σε κάποιο βαθμό, το άτομο που έχετε ξεχωρίσει στα μάτια σας, αποτυχαίνει να λειτουργήσει ως σκέπασμα του πόνου, του μίσους, της δυσαρέσκειας ή της δυστυχίας, τα οποία όλα αυτά έχουν τις ρίζες τους στην ανεπάρκεια και στην μη ολοκλήρωση που αισθάνεται το «εγώ» σας.

Έπειτα, έρχεται το συναίσθημα πως όλα σκεπάστηκαν και έτσι προβάλλετε στο ξεχωριστό εκείνο πρόσωπο την προσδοκία πως θα «σας σώσει».

Ξαφνικά όμως η αγάπη γυρνάει σε μίσος. Το «εγώ» δεν συνειδητοποιεί ότι το μίσος είναι προβολή του γενικού πόνου που ακόμη νιώθετε μέσα σας. Το «εγώ» πιστεύει ότι αυτό το πρόσωπο δημιουργεί αυτόν τον πόνο.

Κι έτσι δεν συνειδητοποιείτε πως ο πόνος είναι το γενικό συναίσθημα το οποίο προέρχεται από το γεγονός ότι δεν είσαστε συνδεδεμένοι με το βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξής σας.

Το αντικείμενο της αγάπης είναι ανταλλάξιμο όπως ανταλλάξιμο είναι και το αντικείμενο που θέλει το «εγώ».

Μερικοί άνθρωποι κάνουν πολλές σχέσεις. Ερωτεύονται και παύουν να είναι ερωτευμένοι πολλές φορές. Αγαπούν έναν άνθρωπο για όσο καλύπτει τον πόνο τους, μέχρι να σταματήσει να το κάνει.

Μόνο το να αφήνεστε μπορεί να σας δώσει αυτό που αναζητάτε ως αντικείμενο αγάπης.

Το «εγώ» λέει πως το να αφήνεστε δεν είναι απαραίτητο επειδή αγαπάτε αυτό το άτομο. Είναι φυσικά μια ασυνείδητη διαδικασία.

Τη στιγμή που αποδέχεστε εντελώς αυτό που είναι στην παρούσα στιγμή, κάτι μέσα σας συνειδητοποιεί πως νιώθει μια έμφυτη, μόνιμη γαλήνη, ακίνητη και γεμάτη ζωντάνια.

Είναι άνευ όρων, είναι η αληθινή σας ουσία. Είναι αυτό που αναζητούσατε ως αντικείμενο αγάπης. Είναι ο εαυτός σας.

Όταν συμβαίνει, ένα εντελώς διαφορετικό είδος αγάπης είναι παρόν το οποίο δεν υπόκειται στο δίδυμο αγάπη / μίσος.

Αυτή η αγάπη δεν ξεχωρίζει κανέναν. Είναι παράλογο να χρησιμοποιείται ακόμη και η ίδια λέξη γι' αυτήν την κατάσταση.

Τώρα ακόμη και η φυσιολογική αγάπη / μίσος σχέση μπορεί να εισέλθει στην κατάσταση της απελευθέρωσης.

Προσωρινά και για σύντομο χρονικό διάστημα θα συμβαίνει: θα βιώνετε μια βαθύτερη, εσωτερική αγάπη η οποία αποδέχεται ολοκληρωτικά το γεγονός ότι μερικές φορές θα λάμπει ακόμη και μέσα από μια εγωιστική σχέση.

Αν αυτή η απελευθέρωση και παράδοση δεν επιτυγχάνεται, θα καλύπτεται ξανά με το παλιό εγωιστικό μοτίβο.

Οπότε, δεν λέω ότι η βαθιά, αληθινή αγάπη δεν μπορεί να είναι παρούσα σποραδικά, ακόμη και σε μια φυσιολογική αγάπη / μίσους σχέση. Αλλά είναι σπάνιο και κρατάει λίγο.

Όταν αποδεχθείτε αυτό που είναι στην παρούσα στιγμή, κάτι βαθύτερο συγχωνεύεται από αυτό που είναι. Οπότε, μπορεί να τύχει να παγιδευτείτε στο πιο επώδυνο εσωτερικό ή εξωτερικό δίλλημα, στα πιο επώδυνα αισθήματα ή καταστάσεις αλλά από τη στιγμή που αποδέχεστε όλα αυτά ακριβώς όπως είναι, πηγαίνετε πέρα από αυτά.

Ακόμη και αν αισθάνεστε μίσος, τη στιγμή που αποδέχεστε αυτό το μίσος, αυτό δηλαδή που αισθάνεστε, το υπερβαίνετε. Μπορεί ακόμη να βρίσκεται εκεί αλλά απρόσμενα θα βρεθείτε σε αυτό το βαθύτερο μέρος όπου το μίσος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πλέον.

Όλη η φαινομενική ατομικότητα υπάρχει λόγο της έντασης μεταξύ των αντιθέτων. Ζέστη και κρύο, ανάπτυξη και φθορά, κέρδος και απώλεια, επιτυχία και αποτυχία, δηλαδή οι πολικότητες που είναι μέρος της ύπαρξης και φυσικά μέρος κάθε σχέσης.

Eckhart Tolle, Σχέσεις – Η αληθινή αγάπη και η υπέρβαση της δυαδικότητας

Η δημοφιλία της Επικούρειας φιλοσοφίας στην Ιταλία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ο πρώτος Ρωμαίος Επικούρειος.
2. Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.
3. “Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio”.
4. Η πρώτη εμφάνιση της Επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη.
5. Επικούρειοι στα γραπτά του Κικέρωνα.
6. Ο Επικουρισμός στην Καμπανία (Φιλόδημος – Σείρων).
7. Lucretius & άλλοι Επικούρειοι λόγιοι.
8. Επίλογος - Συμπεράσματα.

1) Ο πρώτος Ρωμαίος Επικούρειος

Η φιλοσοφία του Επίκουρου μπολιάζοντας το δημοκρατικό κορμό της Ρώμης, γνώρισε υψηλή βλάστηση. Το πέρασμα της στη χερσόνησο των Απεννίνων καταγράφεται τον 2ο, και η άνθηση της στον 1ο π.Χ. αι. Στους δύο αυτούς αιώνες στην Ιταλία επικρατούσαν συνθήκες ανάλογες με αυτές που είχαν υπάρξει στην Ελλάδα στον 4ο και 3ο π.Χ. αι. (X. Θεοδωρίδη: «Επίκουρος – Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου»).

Η πρώτη συνάντηση της Επικούρειας φιλοσοφίας με τους Ρωμαίους. (Αρχικά με την ανώτερη τάξη της Ρωμαϊκής κοινωνίας, που αυτή μόνη είχε τότε πρόσβαση στη παιδεία, και την οποίαν -παραδοσιακά- συνιστούσε μια ελίτ πολιτών, οι λεγόμενοι “πατρίκιοι”) καταγράφεται στα τέλη του 2ου π.Χ. αι., δηλαδή, σχεδόν δύο αιώνες μετά την ίδρυση του “Κήπου των Αθηνών”. Και ο πρώτος αναφερόμενος γνήσια Επικούρειος Ρωμαίος στην Ιταλική χερσόνησο, είναι ο Τίτος Αλμπούκιος (Titus Albucius).

Ο Τίτος Αλμπούκιος υπήρξε διάσημος ρήτορας στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ως νέος, σπούδασε στην Αθήνα (τέλη του 2ου αιώνα π.Χ.). Τότε, η προσοχή της Ρώμης είχε αρχίσει να στρέφεται προς την Ελλάδα. Πολύ σύντομα και άλλοι νεαροί Ρωμαίοι αριστοκράτες θα καθιερωθεί να σπουδάζουν φιλοσοφία στην Αθήνα.

Ο Τίτος Αλμπούκιος, εντάχθηκε στη σχολή των Επικουρείων, και σε άριστο βαθμό γνώρισε και την Ελληνική λογοτεχνία, μάλιστα σε σημείο που ο Κικέρων τον αναγνώριζε ως “φωτισμένο πνεύμα”. Ο Τίτος Αλμπούκιος σαν επέστρεψε στη Ρώμη, ασχολήθηκε με την πολιτική, και το 105 π.Χ. περίπου έλαβε το αξίωμα του πραίτορα. Όμως, η ατυχής θητεία του σαν κυβερνήτης - propraetor της Σαρδηνίας κατέληξε σε εξορία.

Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία “propraetor” ονομαζόταν ο κυβερνήτης μιας επαρχίας, εάν αμέσως πριν την τοποθέτησή του είχε υπηρετήσει ως “praetor” (πραίτορας) στην πόλη της Ρώμης. Αρμόδιο όργανο για το διορισμό του ήταν η Σύγκλητος με τη σύμφωνη γνώμη των λαϊκών συνελεύσεων. Η θητεία του ήταν ενιαύσια αλλά μπορούσε να παραταθεί.

Ο Τίτος Αλμπούκιος γύρισε ξανά στην Αθήνα και έκτοτε αφοσιώθηκε στην μελέτη της Επικούρειας φιλοσοφίας. Έγινε, σύμφωνα με το Κικέρωνα “σοφός” (dictus) και έφτασε να θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο. Φαίνεται, προσαρμόστηκε και σε μια ζωή αυστηράς υπαγωγής προς τα προστάγματα του Επικουρισμού. Ίσως, η διακοπή της πολιτικής του σταδιοδρομίας στη Ρώμη και η αναγκαστική του μετανάστευση στην Αθήνα, να εξηγεί τον κατοπινό ζήλο του προς τις αυστηρές Επικούρειες αρχές.

2) Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα την 21η Απριλίου 753 π.Χ. από τα δίδυμα αδέλφια - απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία - Ρωμύλο και Ρέμο (ή Ρώμο), που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Ο Νουμάς Πομπίλιος υπήρξε ο δεύτερος βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ρωμύλου και ακολουθούν πέντε ακόμα βασιλείς, ώσπου, περίπου το 509 π.Χ., εγκαθιδρύεται σύστημα, βάσει του οποίου κυβερνούν πλέον αιρετοί άρχοντες, που εκλέγονται κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Έτσι συστήνεται καθεστώς Δημοκρατίας στη Ρώμη, η Res Publica Romana, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το 27 π.Χ. Τότε, ο Οκταβιανός περιεβλήθη με εξουσίες μονάρχη, έλαβε και τον τίτλο του Αugustus (Σεβαστός), έτσι συστάθηκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Imperium Romanum) (27 π.Χ.- 476 μ.Χ.)

Περίοδοι της Ρωμαϊκής Ιστορίας:

Roman Kingdom: 753–509 π.Χ., Roman Republic: 509–27 π.Χ., Roman Empire: 27 π.Χ. – 395 μ.Χ, Principate: 27 π.Χ. – 284 μ.Χ., Dominate: 284 – 641, Western (Δυτ. Αυτ.): 395–476, Eastern (Ανατ. Αυτοκρ.): 395–1453. Σημ: Principate / (Ηγεμονία: 27 π.Χ. – 284 μ.Χ.) Χαρακτηρίζεται από τη εξουσία ενός μόνο ηγεμόνα (princeps) και από μια προσπάθεια εκ μέρους των πρώτων αυτοκρατόρων, τουλάχιστον, να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση της τυπικής συνέχειας, σε ορισμένες πτυχές, της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία (509 - 27 π.Χ.) δύο Ύπατοι (Consules) ασκούν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, απαραίτητα συνεργαζόμενοι με τη Σύγκλητο (Senatus), την οποία συγκροτούν οι ευγενείς, οι γνωστοί ως “πατρίκιοι”.

Ύπατος (Consul) το ανώτατο αξίωμα στην Αρχαία Ρώμη. Κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι, οι οποίοι αναλάμβαναν από κοινού - με δικαίωμα αρνησικυρίας του ενός στις αποφάσεις του άλλου - τη διακυβέρνηση της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου. Αλλά και οι εκτός Ιταλίας περιοχές, οι αποκαλούμενες επαρχίες, πολύ συχνά διοικούνταν από πρώην υπάτους. Κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο οι ύπατοι ήταν οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους για το έτος της θητείας τους, το οποίο έπαιρνε τα ονόματά τους. Σε καιρό ειρήνης είχαν διευρυμένες αρμοδιότητες στους τομείς της διοίκησης, της νομοθεσίας και της δικαιοσύνης. Ασκούσαν επίσης συγκεκριμένα θρησκευτικά καθήκοντα που απαιτούσαν υψηλόβαθμο κρατικό στέλεχος. Στον πόλεμο ήταν οι αρχηγοί του στρατού και αυτοί που ερμήνευαν τους θεϊκούς οιωνούς πριν ξεκινήσει η μάχη. Κατά την αυτοκρατορική και βυζαντινή εποχή οι περισσότερες εξουσίες του θεσμού αφαιρέθηκαν (ιδιαίτερα όσες είχαν να κάνουν με το στρατό) και πέρασαν στην αρμοδιότητα του αυτοκράτορα. Το αξίωμα εξακολούθησε να υφίσταται με υψηλό ηθικό κύρος αλλά μειωμένη πολιτική - στρατιωτική ισχύ.

Άλλα αξιώματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είναι: Οι πραίτορες (praetor), οι αγορανόμοι (aedile), οι δήμαρχοι (tribunus), οι ταμίες (quaestor). Τα αξιώματα αυτά αρχικά παρέχονταν κατά αποκλειστικότητα στους πατρικίους, αργότερα και μετά από σκληρούς – αιματηρούς ταξικούς αγώνες έγιναν προσιτά και στους ανθρώπους του λαού, τους γνωστούς με το όνομα “πληβείοι”.

Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν και αφομοίωσαν τους πληθυσμούς της Ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Κατενίκησαν τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο, παρά τις “Πύρρειες νίκες” του, όταν αυτός εισέβαλλε (280 - 275 π.Χ.) στην Ιταλική χερσόνησο.

Σε τρεις πολέμους, μεταξύ των ετών 264 - 146 π.Χ., κατέβαλαν την Καρχηδόνα, υπερδύναμη στην Δυτική Μεσόγειο μέχρι που πλήρως την κατέστρεψαν το 146 π.Χ., παρ’ όλο που το 216 π.Χ., ο στρατηγός των Καρχηδονίων Αννίβας, μετά τη συντριπτική νίκη του στη μάχη των Καννών, έφτασε προ των πυλών της Ρώμης (“Hannibal ante portas”).

Υπό την αρχηγία του ύπατου Μάρκου Κλαυδίου Μαρκέλλου, πολιόρκησαν τις Συρακούσες και μετά από πολιορκία ενός έτους τις κατέλαβαν το 212 π.Χ. Κατά τη λεηλασία της πόλης, σκότωσαν και τον μεγάλο μαθηματικό και μηχανικό της αρχαιότητας Αρχιμήδη, ο οποίος κατασκευάζοντας ειδικές μηχανές είχε ενισχύσει την άμυνα των Συρακουσών. Από τότε οι Ρωμαίοι έγιναν κυρίαρχοι στο νησί. Στη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι επεκτείνονται και στην Ελλάδα και ακόμα ανατολικότερα...

- Το 197 π.Χ., με τον Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο (Titus Quinctius Flamininus) νίκησαν το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε' στις Κυνός Κεφαλές, στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200 – 197 π.Χ.). Ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (214-205 π.Χ) είχε διεξαχθεί ανάμεσα στους Ρωμαίους, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με την Αιτωλική Συμπολιτεία και τον Άτταλο Α΄ της Περγάμου, εναντίον του Φίλιππου Ε΄ της Μακεδονίας.

Το 197 π.Χ., στα αφιερώματα που έστειλε στους Δελφούς, ο Φλαμινίνος κατέγραψε το εκπληκτικό (μεγαλόστομο) μήνυμα, κάτι σαν επίλογο… στον Τρωικό Πόλεμο! “Γιοι του Δία, που ευφραίνεστε με την ταχεία ιππική τέχνη, και Τυνδαρείδες, βασιλείς της Σπάρτης, ο Τίτος των Αινειάδων (δηλαδή, αυτός ως δήθεν απόγονος του Αινεία!) σας έφερε το πιο πολύτιμο από όλα τα δώρα. Για τους γιους των Ελλήνων, έχει διαμορφώσει τις συνθήκες για την Ειρήνη”. (Πλουτ. Φλαμινίνος 12.6.). 22 αιώνες μετέπειτα, το 1940, Ιταλοί φασίστες θα θεωρήσουν την ιταμή Ιταλική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα ως τη ρεβάνς του Τρωικού πολέμου!

Επίσης, κατά τους αγώνες των Ισθμίων, ο Φλαμινίνος διακήρυξε την “Ελευθερία και Ανεξαρτησία των Ελλήνων”, προς τις γενικές επευφημίες και πανηγυρισμούς των παρευρισκόμενων.

- Το 190 π.Χ. στη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου, στη Μικρά Ασία, ο Αντίοχος Γ' ηττάται οριστικά από τους Ρωμαίους και χάνει σημαντικό μέρος των εδαφών του.

- Το 168 π.Χ. ο στρατηγός τους Αιμίλιος Παύλος, νικητής του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στη μάχη της Πύδνας, οριστικά υποτάσσει τη Μακεδονία. Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (171 – 168 π.Χ.) μεταξύ των Μακεδονικού βασιλείου υπό τον Περσέα, και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Η έκβαση του, με τους Ρωμαίους να είναι νικητές, αποτελεί και το τέλος του επίσημου Μακεδονικού Βασιλείου.

- Το 146 π.Χ., υπό το στρατηγό τους Λεύκιο Μόμμιο νίκησαν το στρατό της Αχαϊκής Συμπολιτείας στη Λευκόπετρα της Κορίνθου και υπέταξαν τη Πελοπόννησο, τον ίδιο χρόνο που η Καρχηδόνα καταστράφηκε.

- Το 137 π.Χ. πεθαίνει ο ηγεμόνας του Ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου Άτταλος Γ΄ και στη διαθήκη του κληροδοτεί την επικράτειά του στο Ρωμαϊκό κράτος. Ο Τιβέριος Γράκχος, δήμαρχος της Ρώμης, χρησιμοποιεί το θησαυροφυλάκιο του Αττάλου για την αποπληρωμή των αγροτικών χρεών.

- Το 87 π.Χ. ο περιώνυμος Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός Σύλλας (Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, 138-78 π.X.), θα καταλάβει και θα καταστρέψει την πόλη της Αθήνας και του Πειραιά, στην διάρκεια εκστρατείας του ενάντια στον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη.

Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ Διόνυσος (132 - 63 π.Χ.), από τους πιο οναμαστούς και επιτυχημένους εχθρούς της Ρώμης. Στους (τρεις) Μιθριδατικούς πολέμους (88 έως 63 π.Χ.) ενεπλάκησαν τρεις εξέχοντες στρατηγοί της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας: ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, ο Λούκιος Λικίνιος Λούκουλλος και ο Γναίος Πομπήιος ο Μέγας.

Λέγεται ότι, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών του, των Ρωμαίων, όταν οριστικά είχε ηττηθεί, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έδωσε εντολή να αυτοκτονήσουν όλες οι γυναίκες και τα παιδιά του που τον συνόδευαν, και ύστερα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ο ίδιος με δηλητήριο. Επειδή όμως ο οργανισμός του είχε συνηθίσει στα δηλητήρια (Βλ. όρος: “Μιθριδατισμός”), τον αποτελείωσε -ύστερα από εντολή του- ένας Γαλάτης μισθοφόρος…

Ο Πλούταρχος περιγράφει την αγριότητα του Σύλλα κατά τη κατάληψη της πόλης της Παλλάδος με τ’ ακόλουθα λόγια.

« περὶ μέσας νύκτας εἰσήλαυνε, φρικώδης ὑπό τε σάλπιγξι καὶ κέρασι πολλοῖς, ἀλαλαγμῷ καὶ κραυγῇ τῆς δυνάμεως ἐφ’ ἁρπαγὴν καὶ φόνον ἀφειμένης ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ φερομένης διὰ τῶν στενωπῶν ἐσπασμένοις τοῖς ξίφεσιν, ὥστε ἀριθμὸν μηδένα γενέσθαι τῶν ἀποσφαγέντων, ἀλλὰ τῷ τόπῳ τοῦ ῥυέντος αἵματος ἔτι νῦν μετρεῖσθαι τὸ πλῆθος ἄνευ γὰρ τῶν κατὰ τὴν ἄλλην πόλιν ἀναιρεθέντων ὁ περὶ τὴν ἀγορὰν φόνος ἐπέσχε πάντα τὸν ἐντὸς τοῦ Διπύλου Κεραμεικόν· πολλοῖς δὲ λέγεται καὶ διὰ πυλῶν κατακλύσαι τὸ προάστειον. ἀλλὰ τῶν οὕτως ἀποθανόντων, τοσούτων γενομένων, οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν οἱ σφᾶς αὐτοὺς διαφθείροντες οἴκτῳ καὶ πόθῳ τῆς πατρίδος ὡς ἀναιρεθησομένης». Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι / Σύλλας, 14).

Όλοι κατακτητικοί πόλεμοι των Ρωμαίων διηξήχθησαν με αφάνταστη βιαιότητα και αρπακτικότητα από μέρους τους. Χιλιάδες οι νεκροί, σφαγιασμένοι (κάθε μάχη κι’ ένα «λουτρό αίματος), χιλιάδες οι αιχμάλωτοι που θα πουληθούν σκλάβοι, μεγάλες οι καταστροφές, βουνά τα λαφυρά, κλπ.

Ενδεικτικά: Στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) οι Ρωμαίοι έσφαξαν 8.000 Μακεδόνες, αφού προηγούμενα είχαν σκοτώσει άλλες 2.000, ενώ 5.000 πούλησαν σκλάβους. Στη Μαγνησία (190 π.Χ.) έσφαξαν και πούλησαν 50.000, στη Πύδνα (168 π.Χ.) έσφαξαν 20.000 και πούλησαν 11.000.

Οι Κίμβροι και οι Τεύτονες, στη περίφημη μάχη των Βερτσέλλλων (Vercellae), 101 π.Χ., υπέστησαν απίστευτο όλεθρο από τους, υπό την κοινή διοίκηση του ύπατου (consul) Gaius Marius και ανθύπατου (proconsul) Quintus Lutatius Catulus, Ρωμαίους. Περίπου 140.000 φονεύτηκαν και 60.000 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν 1.000 μόνον άνδρες (Τίτος Λίβιος: "Ιστορία της Ρώμης" / “Ab Urbe Condita”). O Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι / Γάιος Μάριος, 21) αναφέρει ότι από τα κόκκαλα τους έφτιαχναν φράκτες στ’ αμπέλια, η δε γης τόσο λιπάνθηκε, ώστε η σοδιά της χρονιάς ξεπέρασε κάθε μέτρο…..

 Όταν το 146 π.Χ. τελικά έπεσε η Καρχηδόνα “σβήστηκε και από το χάρτη”. Από ένα πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 250.000, σύμφωνα με τον Στράβωνα, παρέμειναν κατά την τελική παράδοση της πόλης μόνο 50.000. Η πόλη κατεδαφίστηκε και καταδικάστηκε με επίσημους αναθεματισμούς να μείνει ακατοίκητη για πάντα. Μάλιστα, οι Ρωμαίοι σκόρπισαν αλάτι στα ερείπια της πόλης έτσι ώστε η γη να μην μπορεί να καλλιεργηθεί ξανά.

Ο Μεσογειακός κόσμος αιματοκυλίστηκε και λεηλατήθηκε από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες. Τεράστιος πλούτος αποσπάστηκε από τις κατακτημένες χώρες, μεταφέρθηκε στη πρωτεύουσα τους και οικειοποιήθηκε από λίγους Ρωμαίους ευγενείς.

H Ρώμη κατ’ εκείνα τα χρόνια ήταν μια πολυάνθρωπη πόλη, έφτασε να έχει 1 εκατ. κατοίκους, διαιρεμένη κοινωνικά σε δυο αυστηρά χωρισμένες τάξεις:

- Στην μειοψηφία των πλουσίων αριστοκρατών (optimates / βέλτιστοι), που ήσαν ιδιοκτήτες και ενός τεράστιου αριθμού δούλων, τη τάξη των “ιππέων” (αυτοί που είχαν δυνατότητα να έχουν ίππο), τους ισχυρούς γεοκτήμονες, τους μεγαλέμπορους, κ.ά., και

- Στο μέγα πλήθος της αστικής μάζας (όχλου) αποτελούμενο από φτωχούς, άνεργους, ακτήμονες κλπ. (populares / λαός), των οποίων η διαβίωση ήταν κυριολεκτικά αξιοθρήνητη, η όλη κατάσταση τραγική.

Από τις ανώτερες τάξεις εκλέγονταν οι συγκλητικοί και οι αξιωματούχοι του απέραντου κράτους, άπληστοι άρπαγες και διεφθαρμένοι κατά κανόνα. Στον αδύναμο λαό, αμαθή και δεισιδαίμονα, εξαθλιωμένο από τη πείνα και τις αρρώστιες, προσφέρονταν πότε-πότε, απ’ τους διοικούντες σαν παρηγοριά και για να μην εξεγείρεται, “άρτος και θεάματα” {“panem et circenses” ως έγραψε ο Γιουβενάλης. Πενιχρά τροφή και αποτρόπαια θεάματα σε αρένες (μονομαχίες, θηριομαχίες)}. Έτσι κατάφερναν να τον ελέγχουν, χειραγωγούν, να κατευνάζουν την οργή του, να τον αποσπούν από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας.

Αλλά και ουκ ολίγες εμφύλιες διαμάχες των Ρωμαίων, ως και οι στρατιωτικές εκστρατείες της επίσημης Ρώμης για τη κατάπνιξη εξεγέρσεων σκλάβων της, δεν συνεπάγονταν μικρότερες φρικαλεότητες, από αυτές των κατακτητικών τους πολέμων…

Περιώνυμοι υπήρξαν οι εμφύλιοι πόλεμοι του Μάριου με τον Σύλλα, του Πομπήιου με τον Καίσαρα, του Αντώνιου με τον Οκτάβιο, που περιελάμβαναν ομαδικές-μαζικές σφαγές και λίστες προγραμμένων χιλιάδων πολιτών, πολεμικές αναμετρήσεις σε πεδία μάχης με χιλιάδες νεκρούς Ρωμαίους στρατιώτες, αμέτρητες μεμονωμένες δολοφονίες, διώξεις, εμπρησμούς, κατασχέσεις περουσιών κ.ά. φρικτές πράξεις.

Η επανάσταση του Σπάρτακου (73 – 71 π.Χ.), η μεγαλύτερη επανάσταση δούλων της Ρωμαϊκής Ιστορίας, κατεπνίγη στο αίμα. Οι αιχμάλωτοι δούλοι, από τον νικητή τους Κράσσο / Marcus Licinius Crassus (Υπήρξε ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Ρωμαϊκή ιστορία, μέλος της α΄ Ρ. τριανδρίας, ενέτασσε τον εαυτό του στους μαθητές του Αριστοτέλη), περίπου 6.000 τον αριθμό, σταυρώθηκαν κατά μήκος της Αππίας Οδού, ενώ εκτιμάται ότι οι νεκροί στο πεδίο της μάχης ήταν πολύ περισσότεροι. Οι σταυροί με τα αποσυντιθέμενα πτώματα «κοσμούσαν» επί χρόνια την Αππία Οδό, προς παραδειγματισμό.

3) “Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio”

Όσο οι Ρωμαίοι τον 2ο και 1ο αι. π.Χ. κατακτούσαν στρατιωτικά, και λεηλατούσαν καταστρέφοντας, την Ελλάδα και την Ελληνιστική Ανατολή, οι Έλληνες εισχωρούσαν πνευματικά -με τα γράμματα και τις τέχνες τους- στη Ρώμη, αναπτύσσοντάς την πολιτιστικά. Ο Οράτιος το εξέφρασε παροιμιωδώς (με το πασίγνωστο ρητό): “Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον νικητή, και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο”

“Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio”. (Οράτιος, Επιστολές 2.1, 156-157)

Η Ελληνική παιδεία -φιλολογία και φιλοσοφία- εισέδυσαν τότε και σε μεγάλο βαθμό στη Ρώμη. Ο Κάτων (ο πρεσβύτερος), θεματοφύλακας των πιο ακραίων συντηρητικών αξιών της Ρώμης, πρώτος, νωρίς, διείδε κινδύνους σ’ αυτό και ο Πλούταρχος, παρά την εκτίμηση που επέδειξε κατά την σύνθεση του πορτραίτου του εμβληματικού Κάτωνα, κατακεραύνωσε αυτή του την θέση:

“Ο Κάτων κήρυξε με το ύφος ενός προφήτη, ή ενός μάντη, ότι η Ρώμη θα έχανε την Αυτοκρατορία της εάν μολυνόταν από τα Ελληνικά γράμματα. Αλλά ο χρόνος με βεβαιότητα έχει αποδείξει την κενότητα αυτού του αρρωστημένου λόγου, διότι ενώ η πόλη βρίσκεται στο μεσουράνημα της αυτοκρατορίας της, μετατρέπει κάθε μορφή Ελληνικής μόρφωσης και πολιτισμού σε δική της”. (Πλούταρχος, Κάτων ο πρεσβύτερος 23.2-3).

Μάρκος Πόρκιος Κάτων (Marcus Porcius Cato, 234 – 149 π.Χ.) Ρωμαίος πολιτικός, ο επιλεγόμενος Πρεσβύτερος για να διακρίνεται από τον ομώνυμο δισέγγονό του, Κάτωνα τον Νεότερο. Προσηλωμένος στα αυστηρά ρωμαϊκά ήθη, ο Κάτων θεωρούσε τον ελληνικό τρόπο ζωής, που είχε επηρεάσει τους πατρίκιους της Ρώμης, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ως ύπατος (consul) το 195 π.X. αλλά κυρίως ως τιμητής (censor) το 184, αξίωμα με το οποίο συνδέθηκε ολόκληρη η πολιτεία του, ο Κάτων έβαλε σκοπό της ζωής του να αναμορφώσει τα “διεφθαρμένα από την ελληνική επιρροή” ήθη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας…

Μάρκος Πόρκιος Κάτων ο Ιτυκαίος (Marcus Porcius Cato Uticensis, 95 – 12 46 π.Χ.), κοινώς γνωστός ως Κάτων ο Νεότερος για να τον διακρίνουν από τον προπάππου του, τον Κάτωνα τον πρεσβύτερο, ήταν Ρωμαίος πολιτικός προς το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υποστηρικτής της Στωικής φιλοσοφίας. Ήταν ένας διακεκριμένος ρήτορας, που έχει μείνει στην ιστορία για το πείσμα του και την επιμονή του (ειδικά στη μακρά διαμάχη του με τον Ιούλιο Καίσαρα) καθώς και την ηθική του ακεραιότητα και τη διάσημη αποστροφή του για την πανταχού παρούσα διαφθορά εκείνης της περιόδου.

Πράγματι, ο πιο πάνω αρρωστημένος λόγος, ανησυχία και φοβία του Κάτωνα, διαλύθηκε εν πολλοίς. Σύντομα, η ευχέρεια που αποκτήθηκε στις πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις των Ρωμαίων, αύξησε τις διανοητικές αναζητήσεις τους, και οι πολυάριθμες ρητορικές και φιλοσοφικές σχολές, κέντρα Ελληνικής παιδείας, που ήδη ήταν διάσπαρτες και άκμαζαν στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, και βεβαίως, πάνω απ’ όλες, οι μεγάλης φήμης σχολές των Αθηνών, άρχισαν ολοένα να γίνονται πυκνότερες και από εκ Ρώμης φοιτητές.

Αν λάβουμε υπόψη τη κατεύθυνση σπουδών, που οι νέοι της Ρωμαϊκής οικονομικής ελίτ διοχέτευσαν το ενδιαφέρον τους στη φιλοσοφία, θα τοποθετούσαμε μπροστά πρώτο το Στωικισμό, ιδιαίτερα αν βασίσουμε την κατάταξη μας, στην μεγαλύτερη επίδραση - επιρροή που άσκησαν αυτοί μεταγενέστερα και στους πιο προβεβλημένους Ρωμαίους της ιστορίας. Διότι ως Στωικοί πιστώθηκαν οι Κάτων ο Ιτυκαίος, Κικέρων, Σενέκας, Οκταβιανός Αύγουστος, Μάρκος Αυρήλιος, κ.ά.. Τον δε Επικουρισμό, θα ταξινομούσαμε στη δεύτερη θέση.

Η απήχηση της Πλατωνικής και της Περιπατητικής (Αριστοτελικής) φιλοσοφίας δείχνει πιο αδύναμη, με τον Πλατωνισμό να ανακάμπτει, όμως δύο αιώνες μετέπειτα, με τον Λούκιο Απουλήιο, (Λούκιος Απουλήιος (123 - 170) ο επιλεγόμενος Πλατωνικός και Σοφιστής, υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής και ρήτορας), ακόμα αργότερα με τον «Νεοπλατωνισμό», και τα άλλα παρακλάδια του.

Γενικά, στη διάρκεια των τριών τελευταίων προ-χριστιανικών αιώνων, δηλαδή στη διάρκεια των “Ελληνιστικών χρόνων”, που αρχίζουν από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνουν με την ήττα του Μάρκου Αντώνιου στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) τρία είναι τα φιλοσοφικά συστήματα που θα επικρατήσουν στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο: Ο Στωικισμός, ο Επικουρισμός και ο Σκεπτικισμός, ενώ αξιόλογη πρόοδο θα καταγράφει στη φιλοσοφία, όπως και στις θρησκείες, στις τέχνες κ.ά., και ο λεγόμενος “Συγκρητισμός”.

Ο “Συγκρητισμός” (στη σύγχρονη λατινική: syncretismus), συλλέγει επιλεκτικά, συγχωνεύει και αφομοιώνει, ό,τι καλλίτερο θεωρεί από κάθε φιλοσοφική σέχτα. Ο “Συγκρητισμός” την εποχή εκείνη ευνοήθηκε και από την όλο και μεγαλύτερη εδαφική εξάπλωση του Ρωμαϊκού κράτους, μια γενικευμένη αποκέντρωση που συντελέστηκε, καθώς και από την ένταξη στο νέο κόσμο ποικίλων φυλών ανθρώπων με διαφορετικές παραδόσεις και συνήθειες.

4) Η πρώτη εμφάνιση της Επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη

Σε διάφορους λόγους αποδίδεται το γιατί ο προτιμώμενος φιλοσοφικός προσανατολισμός ενός Ρωμαίου πολίτη της αριστοκρατικής ελίτ, στα ύστερα χρόνια της Δημοκρατίας - Πρώιμη Αυτοκρατορία, εμφανίζεται να είναι ο Στωικισμός, με τον Επικουρισμό να έπεται. Ο κυριότερος λόγος δείχνει να είναι η φαινομενική αδυναμία των ορθολογικών, μετριοπαθών, ειρηνόφιλων Επικούρειων δογμάτων να συνταιριάσουν με τα αυστηρά Ρωμαϊκά ήθη, με τις συντηρητικές παραδόσεις, και με τις αγαπημένες, αριστοκρατικές, αντιλήψεις της άρχουσας τάξης των Ρωμαίων, που ήταν…

Η συμμετοχή στην πολιτική, η διάκριση και ανέλιξη σε αξιώματα, η άσκηση εξουσίας, η απόκτηση ισχύος και πλούτου βεβαίως, και αυτά σε μια περίοδο ιστορίας της Ρώμης που χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή -εκρηκτική κυριολεκτικά- επέκταση σε χώρο, δύναμη και πλούτο, και βαρβαρότητα.

Ωστόσο, η δύναμη της αλήθειας των Επικούρειων ιδεών κατάφερε, κατά τη διάρκεια του 1ου π.Χ. αι., να μετατρέψει αυτή τη “φαινομενικά” απρόσφορη κουλτούρα υποδοχής, σε ένα από τα πιο δεκτικά και πρόθυμα ακροατήρια στην ιστορία της σχολής του Επίκουρου, καθιερώνοντας την φιλοσοφία του Αθηναίου σοφού και διαφωτιστή Επίκουρου ως κορυφαία επιλογή σπουδών για τους Ρωμαίους δημοκράτες - φιλοπρόοδους νέους.

Στην αρχή του άρθρου μας αναφερθήκαμε στον πρώτο δεδηλωμένο Ρωμαίο Επικούρειο, από την ανώτερη τάξη, για την δράση του οποίου διαθέτουμε ικανά στοιχεία, τον Τίτο Αλμπούκιο (Titus Albucius). Ωστόσο, μια πρώτη εμφάνιση Επικουρισμού στην Ιταλία, καταγράφεται μισό αιώνα παλαιότερα, και προέρχεται από μερικές φευγαλέες αναφορές σε δύο Επικούρειους θεωρούμενους, τον Αλκέα (Alceus) και τον Φιλίσκο (Philiscus), οι οποίοι, για λόγους που δεν είναι απολύτως σαφείς, εκδιώχθηκαν από τη Ρώμη το 173, ή το 154 π.Χ.

Ο Ρωμαίος συγγραφέας και δάσκαλος της Ρητορικής Κλαύδιος Αιλιανός (λατ. Claudius Aelianus) ο επιλεγόμενος «Σοφιστής» (άκμασε επί Σεπτιμίου Σεβήρου), αναφέρει ότι εκδιώχθηκαν “επειδή είχαν εισαγάγει στη νέα γενιά πολλές αφύσικες απολαύσεις”. Το ρωμαϊκό δίκαιο σε αυτή την περίοδο επέτρεπε την εκδίωξη (relegatio) οποιουδήποτε ανεπιθύμητου προσώπου από τη Ρώμη με αυταρχικό διάταγμα, το οποίο συχνά χρησιμοποιήθηκε για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Το 161 π.Χ. ορισμένοι δάσκαλοι της ρητορικής και της φιλοσοφίας είχαν εκδιωχθεί από την πόλη.

Το 155 π.Χ., η περίφημη πρεσβεία φιλοσόφων που είχε σταλεί από την Αθήνα στη Ρώμη, αποτελούμενη από τους Καρνεάδη ​​(Ακαδημεικό), Διογένη Σελεύκιο (Στωικό) και Κριτόλαο (Περιπατητικό), αναγκάστηκε να φύγει, διότι οι διδασκαλίες τους προκάλεσαν αίσθηση και αντιδράσεις. Αν ο Αλκαίος και ο Φιλίσκος εκδιώκτηκαν από την πόλη το 154 π.Χ., τότε θα είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από αυτό το γεγονός.

Το 155 π.Χ. επισκέφτηκαν τη Ρώμη ως πρεσβευτές της Αθήνας ο Ακαδημεικός Καρνεάδης, ο Κριτόλαος ο Περιπατητικός και ο Στωικός σχολάρχης Διογένης ο Σελεύκιος (ή Διογένης ο Βαβυλώνιος). Η σχολή του «Κήπου» δεν έστειλε αντιπρόσωπο της, πιθανόν λόγω αποφυγής ενασχόλησης των Επικουρείων σε πολιτικά ζητήματα. Καθήκον των πρεβευτών ήταν να επιτύχουν (με διαπραγμάτευση) την κατάργηση ή τουλάχιστον τη μείωση ενός προστίμου 500 ταλάντων, το οποίο είχε επιβληθεί στην πόλη των Αθηνών για την καταστροφή και λεηλασία της πόλης του Ωρωπού.

Εκεί, με διαλέξεις, εισήγαγαν τις φιλοσοφικές τους ιδέες στην καρδιά της Ιταλίας. Ο Καρνεάδης στη Ρώμη έδωσε δύο διαλέξεις με θέμα τη δικαιοσύνη. Στην πρώτη την εγκωμίαζε, ενώ στη δεύτερη την κατέκρινε. Αυτή η ευμετάβλητη διαλεκτική συλλογιστική του απέσπασε το θαυμασμό της ρωμαϊκής νεολαίας. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση του προστίμου σε 100 τάλαντα. Ο Καρνεάδης έδωσε και άλλες δημόσιες διαλέξεις στην πόλη. Οι εμφανίσεις του προσήλκυσαν πολλούς ακροατές και εντυπωσίασαν. Όμως, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, με εκπρόσωπό της τον Κάτωνα (Πρεσβύτερο), πίεσε για την απομάκρυνσή του από τη Ρώμη, για να μη διαφθείρει τη νεολαία.

Εκτός από την πιο πάνω σύντομη αναφορά στους Αλκέα (Alceus) και Φιλίσκο (Philiscus), οι πηγές που θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν για την ιστορία του Επικουρισμού σ’ αυτή τη περίοδο είναι μηδαμινές. Όμως, δύο - τρεις γενιές αργότερα, εποχή της ύστερης Δημοκρατίας, εντοπίζουμε τον Επικουρισμό να βρίσκεται σε μια εντυπωσιακά διαφορετική κατάσταση, να ακμάζει, κι’ αυτό διότι είχαν δημιουργηθεί κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, ώστε να προσληφθεί και αφομοιωθεί από τη Ρωμαϊκή κοινωνία και τον αξιοσέβαστο φιλοσοφικό διάλογο.

5) Επικούρειοι στα γραπτά του Κικέρωνα

Ο διασημότατος ρήτορας, πολιτικός και συγγραφέας της Ρώμης Κικέρων (Marcus Tullius Cicero, 106 - 43 π.Χ.) μιλά για ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού φίλων της Επικούρειας φιλοσοφίας, συμπολιτών του “… cum tam multi sint Epicurei…” (De Finibus I 7,25). Μάλιστα, απ’ αυτόν τον ίδιο, τα συγγράμματα και τις επιστολές του, γνωρίζουμε τα ονόματα των περισσοτέρων Επικουρείων της Ιταλίας. Και γι’ αυτούς, παρατηρεί, ο Κικέρων:

“Σε μένα το υψηλότερο καλό φαίνεται να βρίσκεται στην ψυχή, σ’ αυτούς στο σώμα. Σε μένα στην αρετή, σ’ αυτούς στην ηδονή. Αλλά αυτοί παλεύουν γι' αυτά που πιστεύουν, και επικαλούνται την αφοσίωση των διπλανών τους. Πράγματι, υπάρχουν πολλοί που προσέρχονται πρόθυμα, συντασσόμενοι στο πλευρό τους. Εγώ είμαι κάποιος που εξηγεί πως δεν αναλαμβάνω δεσμεύσεις. Εγώ θα πάρω δεδομένο αυτό που έχει γίνει”.

Ο Κικέρων υπήρξε σφοδρός αντίπαλος της φιλοσοφίας του Επίκουρου, και στα γραπτά του μπορούμε να δούμε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε για να υπηρετήσει αυτό το σκοπό. Η εμμονική ιδεοληψία του, για τους - τάχα - φοβερούς κινδύνους που διέτρεχε η Ρωμαϊκή κοινωνία από την διείσδυση των Επικούρειων ιδεών σ’ αυτήν, τον οδήγησε να δηλώσει ανάγκη να τον πολεμήσει “με «άλογο και πόδι” (εννοεί με ιππικό και στρατό), δηλ. με όλες του τις δυνάμεις.

Στη πραγματικότητα, από τον Επικούρειο διαφωτισμό, κίνδυνο διέτρεχαν οι αυταρχικές - αντιδημοκρατικές ιδέες, οι αριστοκρατικές αντιλήψεις, οι φοβίες - δεισιδαιμονίες των ανθρώπων, η εξαπάτηση του λαού, τα συμφέροντα της Ρωμ. ολιγαρχίας και ο Ρωμ. μιλιταρισμός και ιμπεριαλισμός.

Ωστόσο, περιώνυμοι φίλοι του Κικέρωνα, μερικοί από τους πιο στενούς συνεργάτες και έμπιστους του ονομαστοί Ρωμαίοι, υπήρξαν φλογεροί Επικούρειοι, τους οποίους, όπως είπαμε αναφέρει στα κείμενα του. Αναγνωρίζει αυτή την ασυνήθιστη συλλογικότητα φίλων του, παρά τη γνωστή ενάντια στον Επικουρισμό στάση του, μέσω του εκπροσώπου του, του Λουκίλιου με τα εξής λόγια:

“Παραμένω σταθερός κατά των Επικούρειων, αν και γνωρίζω τόσους από αυτούς. Και είναι τόσο καλοί άνθρωποι, και τόσο καλοί φίλοι μεταξύ τους”.

Παρέλκει να μπούμε στο κόπο να συγκεντρώσουμε εμείς ένα κατάλογο Ρωμαίων Επικουρείων. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τη σημαντική παρουσία τους μέσα σ’ αυτή τη γενιά, και μόνο ερευνώντας τις προσπάθειες που κατέβαλε ο επικριτής τους Κικέρων για να τους αντιμετωπίσει. Βέβαια, δεν θα συμπεράνουμε την ευδοκίμηση του Επικουρισμού στη Ρώμη βασιζόμενοι μόνο στα γραφόμενα του Κικέρωνα για τη δημοτικότητά του.

Όμως, μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση και αντιπαραβολή των αναφορών του πάνω σ’ αυτό το θέμα, μπορούμε να δείξουμε, αξιόπιστα, τη μεγάλη εισφορά της Επικούρειας φιλοσοφίας στη πνευματική ζωή της Ρώμης, με δεδομένο και ότι ο Κικέρων αποτελεί την μεγαλύτερη, αν όχι την αποκλειστική, ίσως, πηγή πληροφοριών για το θέμα που εξετάζουμε.

Ξεκινάμε την απαρίθμηση Ρωμαίων - Επικούρειων θιασωτών που μας παρέχει ο Κικέρων… από την Ρωμαϊκή ελίτ προέρχονται όλοι, αφεύκτως, με τον ευγενή Λεύκιο Σαουφέιο (Lucius Saufeius), τον συγκλητικό Γάιο Βέλληιο (Gaius Velleius), τον ύπατο Γάιο Βίβιο Πάνσα Καιτρονιανό (Gaius Vibius Pansa Caetronianus) και τον Λεύκιο Καλπούρνιο Πείσωνα Καισόνινο (Lucius Calpurnius Piso Caesoninus). Στον τελευταίο (Πείσωνα), που τυγχάνει και ο πιο αξιόλογος ανταγωνιστής του, θ’ αναφερθούμε και πιο κάτω εκτενώς.

Οι επιστολές του Κικέρωνα αποκαλύπτουν επίσης συζητήσεις που είχε με διαφόρους φίλους του, σχετικά με τις Επικούρειες τάσεις τους, όπως για παράδειγμα πειράγματα του Γάιου Τρεμπάτιου Τέστα (Gaio Trebazio Testa) για να γίνει κάποιος Επικούρειος κατά την παραμονή του στο στρατόπεδο του Καίσαρα, και έρευνα των Επικούρειων πεποιθήσεων του Γάιου Κάσσιου Λογγίνου (Gaius Cassius Longinus).

Ο Gaio Trebazio Testa / Γάιος Τρεμπάτιος Τέστα ( 1ος αι. π.Χ.,) ήταν νομικός και πολιτικός της αρχαίας Ρώμης. Διατηρούσε στενές σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με τον Καίσαρα, τον Αύγουστο, τον Οράτιο, τον Μαικήνα καθώς και με τον Κικέρωνα, με τον οποίο είχε εκτενή αλληλογραφία και που του αφιέρωσε το ρητορικό έργο “Topica”, αφήγηση του ομώνυμου έργου του Αριστοτέλη.

Ο Gaius Cassius Longinus / Γάιος Κάσσιος Λογγίνος ( 87 ή 86 – 3 Οκτωβρίου 42 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός και ηγετικός υποκινητής της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα. Ήταν διοικητής των στρατευμάτων με τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο (Marcus Iunius Brutus) κατά τη διάρκεια της μάχης των Φιλίππων εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού, πρώην υποστηρικτών του Καίσαρα, και αυτοκτόνησε μετά την ήττα του από τον Μάρκο Αντώνιο.

Μια άλλη ένδειξη της διάδοσης και της ικμάδας του Επικούρειου λόγου στις τάξεις της μορφωμένης Ρωμαϊκής ελίτ της εποχής, παρέχεται, όταν ο Κικέρων, στον ονομαστό φιλοσοφικό του διάλογο: “De Natura Deorum” (Σχετικά με τη φύση των θεών), γράφτηκε το 45 π.Χ., περιγράφει έρευνα και συζήτηση για το θέμα των “αθάνατων θεών”.

Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι του φίλου του Γάιου Αουρέλιου Κόττα (Gaius Aurelius Cotta, 124–73 π.Χ., Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, Pontifex Maximus. Ακαδημεικός σκεπτικιστής. Θείος του Ιουλίου Καίσαρα), ο οποίος στον διάλογο εκπροσωπεί τον, “αποχρώσεως” του Κικέρωνα, “Ακαδημεικό Σκεπτικισμό”. Ο Κουίντος Λουκίλιος Βάλβος (Quintus Lucilius Balbus, Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Παναιτίου) υποστηρίζει τις απόψεις των Στωικών και ο (προαναφερθείς) Γάιος Βέλληιος (Gaius Velleius) αυτές των Επικουρείων.

Γράφει, λοιπόν, ο Κικέρων στο “De Natura Deorum” ότι “Τον βρήκα (τον οικοδεσπότη φιλόσοφο Cotta) να κάθεται σε μια κόγχη, να συζητά με τον Gaius Velleius, ένα μέλος της Συγκλήτου, τον οποίον οι Επικούρειοι θεωρούσαν ως τον κορυφαίο Ρωμαίο υποστηρικτή τους, εκείνη την εποχή”.

Καλύτερα πάντως, η θυελλώδης σχέση του Κικέρωνα με τον Επικουρισμό δείχνεται επισημαίνοντας ότι ο επιστήθιος φίλος και μυστικοσύμβουλος του, ο φημισμένος Ρωμαίος λόγιος Τίτος Πομπόνιος, ο επονομασθείς Αττικός (Titus Pomponius Atticus, 110 – 32 π.Χ.), λόγω της βαθιάς Ελληνικής παιδείας του και της υπερ-εικοσαετούς διαμονής του εις την πόλη της Παλλάδος, ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του Επικούρου. Εκτός, από συμμαθητές και στενοί φίλοι αυτοί οι δύο: Titus Pomponius Atticus και Marcus Tullius Cicero, γνώριζαν πολύ καλά τα Ελληνικά γράμματα και την Ελληνική φιλοσοφία, έχοντας κάνει λαμπρές σπουδές και στην Αθήνα…

Titus Pomponius Atticus (110 – 32 π.Χ.)

Ο Titus Pomponius Atticus (110 – 32 π.Χ.) - αργότερα ονομάστηκε Quintus Caecilius Pomponianus Atticus – ήταν Ρωμαίος εκδότης βιβλίων, τραπεζίτης, μεγαλο-ιδιοκτήτης γαιών, επιχειρηματίας, αλλά και μεγάλος προστάτης των γραμμάτων. Γνωστός για την αλληλογραφία και τη στενή του φιλία με τον Κικέρωνα. Ο Αττικός καταγόταν από πλούσια ρωμαϊκή οικογένεια της τάξης των ιππέων (κατώτερη αριστοκρατική, μη άρχουσα τάξη) και από το γένος Pomponia, που ανάγεται μέχρι το βασιλιά της αρχαιότατης Ρώμης Νουμά Πομπίλιο. Έτυχε λαμπράς Ελληνικής παιδείας. Σύμφωνος με τις Επικούρειες επιλογές του, έμεινε μακριά από την πολιτική, τηρώντας αυστηρή πολιτική ουδετερότητα, μάλιστα σε πολύ ταραχώδεις εποχές. Ο Αττικός κληρονόμησε από στενό συγγενή του κολοσσιαία περιουσία την οποίαν διαχειρίστηκε με σύνεση και επαύξησε.

Υποστήριξε τα γράμματα. Παθιασμένος συλλέκτης αρχαίων συγγραμμάτων, είχε εκπαιδεύσει γραφείς να γράφουν σε παπύρους αντίγραφα προς εμπορίαν. Απέκτησε φήμη λόγιου αρχαιογνώστη, θεωρείται ο μεγαλύτερος και παλαιότερος βιβλιο-εκδότης της αρχαιότητας. Οι εκδόσεις Ελλήνων συγγραφέων του Αττικού, όπως Πλάτωνας, Δημοσθένης, Αισχίνης, βραβεύτηκαν για την ακρίβειά τους στον αρχαίο κόσμο. Στο πλήθος των έργων που δημοσίευσε, και αυτά του φίλου του Κικέρωνα. Σε 14 βιβλία διασώζεται η συλλογή 454 επιστολών του Κικέρωνα προς τον Αττικό, από ένα σύνολο 813 επιστολών του ρήτορα που μας έχουν διασωθεί, ενώ αυτές του Αττικού προς τον Κικέρωνα έχουν εξαφανιστεί. Επίσης, δυστυχώς, όλα τα βιβλία που ο Αττικός συνέγραψε -πολλά και σημαντικά- χάθηκαν.

Ο Titus Pomponius Atticus, όπως μαθαίνουμε από τον φίλο του Κορνήλιο Νέπωτα (Cornelius Nepos, 100 - 24 π.Χ. Ρωμαίος βιογράφος και ιστορικός. Είχε αφιερώσει στον Αττικό το βιβλίο του: “Περί επιφανών ανδρών”), έκρινε -κάποτε- πως η κοινωνική αναταραχή στην Ρώμη ήταν τέτοια που ένας άνδρας της δικής του θέσης δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον τρόπο που του υπαγόρευε η αξιοπρέπειά του (dignitas) χωρίς να αδικήσει το ένα μέρος ή το άλλο. Και θεώρησε την εποχή κατάλληλη να ασχοληθεί με πολιτιστικές αναζητήσεις.

“Στην Αθήνα (όπου ο Αττικός έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια, στη Ρώμη επέστρεψε το 65 π.Χ.) απέκτησε μεγάλο κύρος. Εκεί ζούσε με τέτοιον τρόπο που δικαίως ήταν αγαπητός σε όλους τους Αθηναίους, επειδή συχνά βοηθούσε τις δημόσιες ανάγκες με τον πλούτο του. Για παράδειγμα, όταν η πόλη χρειαζόταν να διαπραγματευτεί ένα δάνειο και δεν μπορούσε να το κάνει με δίκαιους όρους, πάντα έσπευδε στη διάσωσή του. Προσέθεσε στις υπηρεσίες του και ακόμα μία πράξη γενναιοδωρίας, καθώς οργάνωσε μία διανομή σίτου σε όλο τον λαό της Αθήνας… Το αποτέλεσμα ήταν πως το κράτος ανταπέδωσε [στον Αττικό] όλες τις πιθανές τιμές και ήθελε να τον κάνει πολίτη της Αθήνας. Όσο αυτός ήταν στην Αθήνα, αντιτάχθηκε στην ανέγερση οποιουδήποτε αγάλματος προς τιμή του, αλλά δεν μπορούσε να το αποτρέψει αφότου έφυγε. Και έτσι οι Αθηναίοι έστησαν μερικά προς τιμήν του στα πιο ιερά τους μέρη, επειδή τον θεώρησαν σύμβουλο και βοηθό τους στην όλη διοίκηση του κράτους τους”. (Νέπως, Αττικός 2.3).

Οικογενειακά του Titus Pomponius Atticus: Ο πατέρας του Αττικού πέθανε όταν αυτός ήταν πολύ μικρός. Η αδερφή του Πομπονία παντρεύτηκε τον Quintus Tullius Cicero (νεότερο αδερφό του ρήτορα και φίλου του Κικέρωνα). Ο Αττικός το 58/56 π.Χ., όταν ήταν ήδη 53/54 ετών, παντρεύτηκε μια συγγενή του, την Πηλία (εγγονή του Κράσσου). Η Πηλία, που πέθανε μετά από 12 χρόνια γάμου (στα 29 της χρόνια) του γέννησε έναν γιο με το ίδιο όνομα, τον Τίτο Πομπόνιο Αττικό (για τον οποίο λίγα είναι γνωστά), καθώς και μια κόρη, την Αττική (Pomponia Caecilia Attica), η οποία έγινε η πρώτη σύζυγος του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα (του στενού φίλου-υπαρχηγού του Οκταβιανού Αυγούστου)…

{Η κόρη της Αττικής και του Αγρίππα, η Βιψάνια Αγριππίνα, γεννήθηκε το 36 π.Χ., αρραβωνιάστηκε σε ηλικία μόλις ενός έτους με τον μελλοντικό αυτοκράτορα Τιβέριο. Παντρεύτηκαν γύρω στο 19 π.Χ. Ο γιος τους Δρούσος Ιούλιος Καίσαρας (γεννήθηκε το 14 π.Χ.), πιθανότατα θα ήταν διάδοχος του πατέρα του Τιβέριου, αν δεν πέθαινε δηλητηριασμένος από τον Σεγιανό, τον ισχυρό Πραιτοριανό έπαρχο της Ρώμης}

Ο Αττικός έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Ρώμη. Αμέσως μετά τα 77α γενέθλιά του αρρώστησε και στην αρχή η ασθένειά του φαινόταν μικρή. Αλλά μετά από τρεις μήνες η υγεία του επιδεινώθηκε. Αποφασίζοντας να επιταχύνει το αναπόφευκτο, απείχε από την κατάποση οποιασδήποτε τροφής, λιμοκτονούσε μέχρι θανάτου και πέθανε την πέμπτη ημέρα τέτοιας νηστείας, το έτος 32 π.Χ. Ετάφη στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται στο Πέμπτο Μίλι της Αππίας Οδού.

Η σχέση των δύο ανδρών (Κικέρωνα και Αττικού) κράτησε, χωρίς διακοπή και χωρίς σύννεφα, μέχρι τον θάνατό τους. Σε κάθε απουσία τους έγραφαν ο ένας στον άλλον και περισσότερες από μία φορές την ημέρα. Δείγμα της στενής φιλίας τους, πέραν των εκατοντάδων επιστολών που αντάλλαξαν, είναι και το ότι ο Κικέρων αφιέρωσε στον Αττικό, δύο πραγματείες του: “Περί φιλίας” και “Περί γήρατος”, και ο Αττικός, σε μια περίοδο κινδύνου του Κικέρωνα, όταν ο Κικέρων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα το 49 π.Χ., του έκανε δώρο 250.000 σεστερτίες. Sestertius (plural sestertii), or sesterce (plural sesterces), was an ancient Roman coin. During the Roman Republic it was a small, silver coin issued only on rare occasions. During the Roman Empire it was a large brass coin.

Εντούτοις, ο μεν Titus Pomponius Atticus αγάπησε, και δια βίου συνετάχθη με τον Επικουρισμό, ο δε Marcus Tullius Cicero σύντομα στράφηκε προς τον Πλατωνισμό, που τότε διάνυε την Ακαδημεική – Πέμπτη περίοδο του, με σχολάρχη στην Αθήνα τον Αντίοχο Ασκαλωνίτη. Το χειρότερο, ο Κικέρων εξελίχθηκε σε σφοδρό πολέμιο του Επικουρισμού, παρ’ όλο που και για τους τρείς σχολάρχες του “Κήπου Αθηνών” που γνώρισε, προσωπικά στη ζωή του, κατά σειράν: Ζήνωνα τον Σιδώνιο, Φαίδρο και Πάτρωνα, εκφράζεται με κολακευτικά λόγια.

- Τον Ζήνωνα το Σιδώνιο (στο “De Natura Deorum”, i. 21), που γνώρισε - άκουσε κατά τα χρόνια παραμονής (σπουδών) του στην Αθήνα, χαρακτηρίζει «Kορυφαίο Eπικούρειο» (coryphaeus epicureorum).

- Τον Φαίδρο, που εκτιμούσε ιδιαίτερα, αποκαλώντας τον “επιφανή φιλόσοφο, άνδρα μεγάλης αξίας και πνευματικό σημείο αναφοράς” και στο διάσημο (προαναφερθέν) έργο του “De Natura Deorum” (Περί της φύσεως των Θεών) χρησιμοποίησε ως πρότυπο, το αντίστοιχο σύγγραμμα του «Περί Θεών».

- Τον Πάτρωνα (Patro), που πέρασε κι’ αυτός κάποιο χρόνο στη Ρώμη όπου είχε συναντήσεις και συζητήσεις με ελλόγιμους Ρωμαίους, και που σε γραπτά του Κικέρωνα εντοπίζουμε:

«Έχω κάθε είδους δεσμούς με τον Πάτρωνα τον Επικούρειο, εκτός από το ότι στη φιλοσοφία διαφωνώ κάθετα μαζί του. Όμως, κατά τις πρώτες ημέρες του στη Ρώμη, ήμουν ένας από αυτούς που ιδιαίτερα επεδίωκε επαφές».

Φαίδρος – Πάτρων - Γάιος Μέμμιος

Φαίδρος (138 – 70/69 π.Χ.): Έλληνας Επικούρειος φιλόσοφος. Μαθητής του Απολλόδωρου και του Ζήνωνα του Σιδώνιου. Eπιφανής άνδρας του δημοσίου βίου της Αθήνας, ιδιαίτερα γνωστός και πολύ ευπρόσδεκτος όμως και στη Ρώμη, όπου έζησε για κάποιο διάστημα. Για τα μέλη της Ρωμαϊκή ελίτ ήταν “philosophus nobilis” / ευγενής φιλόσοφος. Σχολάρχης της Επικούρειας σχολής στην Αθήνα μετά το θάνατο του Ζήνωνα του Σιδώνιου (γύρω στο 75 π.Χ.) και μέχρι τον θάνατό του το 70 ή 69 π.Χ. Τον Φαίδρο διαδέχθηκε ο Πάτρων.

Πάτρων, Επικούρειος φιλόσοφος. Έζησε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη , όπου γνώρισε, μεταξύ άλλων, τον Κικέρωνα και την οικογένεια του Γάιου Μέμμιου. Απέκτησε και τη φιλία του Αττικού. Από τη Ρώμη είτε απομακρύνθηκε είτε επέστρεψε στην Αθήνα και εκεί διαδέχθηκε τον Φαίδρο ως επικεφαλής της Επικούρειας σχολής, γύρω στο 70/69 π.Χ.

Γάιος Μέμμιος: (πέθανε περίπου το 49 π.Χ.) Ρωμαίος ρήτορας και ποιητής. Ήταν δήμαρχος (Tribune of the Plebs, 66 π.Χ.), πιθανώς προστάτης του Λουκρήτιου και γνώριμος του Κάτουλλου και του Χέλβιου Σίννα. Ενώ στην αρχή ήταν ισχυρός υποστηρικτής του Πομπήιου, αργότερα μάλωσαν και πήγε με το μέρος του Καίσαρα. Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο Μέμμιος ήταν συγγραφέας ερωτικών ποιημάτων. Διέθετε σημαντικές ρητορικές ικανότητες, αλλά η περιφρόνηση του για τα Λατινικά γράμματα και η προτίμηση στα Ελληνικά μείωσαν την αποτελεσματικότητά του ως συνήγορου. Ο Μέμμιος ήταν παντρεμένος με τη Φαύστα Κορνηλία, κόρη του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα. Είχαν τουλάχιστον έναν γιο, τον Γάιο Μέμμιο, ύπατο το 34 π.Χ. Καταδικάστηκε για παράνομες πρακτικές σε εκλογές, αποχώρησε στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Πέθανε περίπου το έτος 49. Στον Μέμμιο ο Λουκρήτιος απηύθυνε το “De rerum natura” και γι’ αυτό ο Μέμμιος κέρδισε μια θέση στην ιστορία μας!

Από τον Κικέρωνα φαίνεται ότι ο Μέμμιος απέκτησε ένα κτήμα στην Αθήνα, μέσα στο οποίο βρίσκονταν ερείπια του σπιτιού του Επίκουρου (Η “σχολή του Κήπου”;), και ότι είχε αποφασίσει να χτίσει στην τοποθεσία αυτή ένα σπίτι για τον ίδιο. Έτσι ο Μέμμιος, είχε πάρει άδεια από τον Άρειο Πάγο - δικαστήριο να γκρεμίσει έναν παλιό τοίχο που ανήκε σ’ αυτή, την πρώην ιδιοκτησία του Επίκουρου. Αυτό θεωρήθηκε από τον Πάτρωνα ως ένα είδος βεβήλωσης, και ως εκ τούτου απευθύνθηκε στον Αττικό και τον Κικέρωνα, να τους παρακινήσει να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στον Άρειο Πάγο για να ακυρωθεί το διάταγμα. Ο Αττικός επίσης έγραψε στον Κικέρωνα για το θέμα αυτό. Ο Κικέρων έφτασε στην Αθήνα την επομένη της αναχώρησης του Μέμμιου για τη Μυτιλήνη. Διαπιστώνοντας ότι ο Μέμμιος είχε εγκαταλείψει το σχέδιό του για την ανέγερση του οικοδομήματος στο οποίο θα είχε παρέμβει ο εν λόγω τοίχος, συμφώνησε να βοηθήσει. Νομίζοντας όμως ότι ο Άρειος Πάγος δεν θα ανακαλούσε το διάταγμα χωρίς τη συγκατάθεση του Μέμμιου, έγραψε στον τελευταίο, προτρέποντας το αίτημά του, σε μια κομψή επιστολή, που υπάρχει ακόμη.

Οι έπαινοι του Κικέρωνα για τον χαρακτήρα των γνωστών σ’ αυτόν Επικούρειων δεν σταματούν στους Επικούρειους δασκάλους Ζήνωνα τον Σιδώνιο, Φαίδρο και Πάτρωνα. Στο έργο του “De Finibus” επαινεί τον απ’ αυτόν επιλεγμένο συνομιλητή του, εκπρόσωπο και υποστηρικτή των Επικούρειων θέσεων, Lucius Manlius Torquatus, ως ένα “άνθρωπο βαθιά μορφωμένο”. Lucius Manlius Torquatus, πολιτικός και στρατιωτικός, ύπατος το 65 π.Χ. Κορυφαίος Επικούρειος, διακρίθηκε από τον Κικέρωνα για τις γνώσεις του στην Ελληνική λογοτεχνία και το εύρος της μόρφωσής του.

“De finibus bonorum et malorum”

To “De finibus bonorum et malorum”, γράφτηκε μέσα σε λίγους μήνες, ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 45 π.Χ., όταν ο Κικέρων ήταν 61 ετών. Αφιερωμένο στον Marcus Junius Brutus (που επρόκειτο σύντομα να γίνει ένας από τους δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα). Αποτελείται από πέντε βιβλία, στα οποία ο Κικέρων εξηγεί τις φιλοσοφικές απόψεις του Επικουρισμού, του Στωικισμού και του Πλατωνισμού. Θέμα του αποτελεί μια εκδοχή του Σωκρατικού ζητήματος: «Πώς πρέπει να ζούμε». Κεντρικό είναι το ερώτημα: Ποιο θεωρείται το μεγαλύτερο αγαθό (finis bonorum, summum bonum) που θα πρέπει να επιδιώκουμε και ποιο το μεγαλύτερο κακό που θα πρέπει να αποφεύγουμε (finis malorum, summum malum). Οι απαντήσεις δίνονται σε τρεις διαλόγους ενωμένους μεταξύ τους, στους οποίους παρουσιάζονται -κριτικά- οι ηθικές θεωρίες του Επίκουρου (βιβλία I-II), των Στωικών (III-IV) και του Πλατωνικού (Νεότερη περίοδος) Αντίοχου Ασκαλωνίτη (V).

Στο πρώτο βιβλίο, παρουσιάζεται η Επικούρεια θεωρία του ηδονισμού, η οποία υποστηρίζει ότι η ηδονή με τη μορφή απονίας (απουσία πόνου) αποτελεί το ύψιστο αγαθό. Στο δεύτερο βιβλίο, ο Κικέρων επικρίνει αυτή την άποψη, επιτίθεται στον Επικούρειο ορισμό της ηδονής και υποστηρίζει ότι είναι ασυνεπές να θεωρούμε την ηδονή - απουσία πόνου ως το τελικό αγαθό, αφού αυτά δεν είναι ένα και το αυτό αγαθό, αλλά μάλλον δύο ξεχωριστά αγαθά. Ο Torquatus υπερασπίζεται τις Επικούρειες θέσεις.

Στο τρίτο και τέταρτο βιβλίο συζητείται η ηθική των Στωικών, με συνομιλητή του Κικέρωνα τον Marcus Porcius Cato Uticensis (τον Νεώτερο Κάτωνα), στο δε πέμπτο-τελευταίο βιβλίο ο Κικέρων παρουσιάζει με τη μορφή διαλόγου μεταξύ του ίδιου και πολλών φίλων τη θεωρία της ευδαιμονίας που διδάσκει ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης.

Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης. Σχολάρχης της (Σκεπτιστικής) Ακαδημίας στην Αθήνα (88–86 π.Χ.). Αντιμετώπιζε τον Αριστοτελισμό ως υποομάδα του Πλατωνισμού, επεδίωξε να δείξει ότι οι τρεις σχολές, Ακαδημεική, Περιπατητική και Στωική διαφέρουν περισσότερο στη διατύπωση παρά στην ουσία, έτσι άνοιξε το δρόμο για τον “Εκλεκτικισμό”. Είχε ως μαθητή τον Κικέρωνα, ο οποίος στα έργα του αναφέρεται συχνά στον Αντίοχο Ασκαλωνίτη.

Συνεκτικό στοιχείο του έργου “De Finibus” είναι η σκεπτικιστική μέθοδος του Κικέρωνα, ο οποίος δηλώνει ότι εμπνέεται από τον Σωκράτη και την Σκεπτικιστική Ακαδημία (του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη). Έτσι, το “De finibus” υποδέχεται εκτός από τις εξεταζόμενες ηθικές θεωρίες και αυτή της Σκεπτικής Ακαδημίας, όπως την αντιλαμβανόταν ο Κικέρων. Η συγκεκριμένη θέση αποτυπώνεται στη διαλογική μορφή του έργου, στην εξέταση της πειστικότητας των ηθικών θεωριών (έλεγχος) και στον απορητικό (= ο προς το “απορείν / αμφιβάλλειν”) επίλογο του.

Το “De finibus” συγκαταλέγεται στα πολυτιμότερα κείμενα της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, όχι μόνο ως βασική πηγή των ελληνιστικών ηθικών θεωριών, αλλά και για την ενδελεχή διερεύνηση των ηθικών ερωτημάτων και των δυνατών απαντήσεων, η οποία εμπλέκει τον αναγνώστη με τρόπο ανάλογο των σωκρατικών διαλόγων.

Και σε μια συζήτηση με τον Λεύκιο Παπίριο Παέτο (Lucius Papirius Paetus), ο Κικέρων σημειώνει για τον Επικούρειο γνώριμό τους Φάβιο Γάλλο (M. Fabius Gallus) ότι “Πραγματικά αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, όχι μόνο λόγω του πολύ υψηλού βαθμού ειλικρίνειας και την ασυνήθιστη ευπρέπεια του, αλλά και επειδή συνηθίζω να χρησιμοποιώ την εξαιρετική δουλειά του στις διαφωνίες που έχω με πότες Επικούρειους”.

Ότι όλες αυτές οι φιλοφρονήσεις για τη πολυμάθεια και τον χαρακτήρα προσώπων που του είναι γνωστά, και συγχρόνως φίλα προσκείμενοι στον Επικουρισμό, καθώς και παρόμοιες επαινετικές δηλώσεις για τους Φιλόδημο και Λουκρήτιο, στους οποίους θ’ αναφερθούμε ευθύς στη συνέχεια, ειπώθηκαν από έναν τόσο καυστικό επικριτή της Επικούρειας φιλοσοφίας, - επαναλαμβάνουμε - καταδεικνύει την επιτυχία της Επικούρειας φιλοσοφίας στο να προσελκύει μια αξιοθαύμαστη κατηγορία πιστών οπαδών, ταυτόχρονα ιδιαίτερα δραστήριων – ηγετικών στελεχών του Ρωμαϊκού κράτους.

6) Ο Επικουρισμός στην Καμπανία (Φιλόδημος – Σείρων)

Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη συγκέντρωση αναφορών παραπέμπουν στην παρουσία σημαντικού Επικουρισμού και στην περιοχή της Καμπανίας, της εγγύς της Ρώμης περιφέρειας της νοτιοδυτικής Ιταλίας, όπου οι πιο πάνω αναφερθέντες επιφανείς Ρωμαίοι Επικούρειοι Fabius και Cassius, και άλλοι πλούσιοι Ρωμαίοι, είχαν αγροκτήματα ή βίλες.

Στη Νεάπολη αναφέρεται ένας τάφος, χρονολογούμενος του 1ο π.Χ. αι., που αποκαλύπτει την πότε παρουσία του Γάιου Στάλλιου Αουράνου (Gaius Stallius Hauranus), ενός Επικούρειου, στην περιοχή. Ο Stallius ήταν γνωστός λόγω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των αγαθοεργιών του, τώρα αναγνωρίζεται και ως Επικούρειος. Γράφει η επιτύμβια του επιγραφή: “Stallius Gaius has sedes Hauranus tuetur, ex Epicureio gaudivigente choro”

“Gaius Stallius Hauranus, κύριος αυτής της περιοχής, μέρους Επικούρειας κοινότητας, που ανθίζει από χαρά”

Ο Επικουρισμός στην Καμπανία, όμως, διακρίνεται όχι μόνο μέσω συνδέσμων των οπαδών του, που φαίνεται να είχαν ερείσματα στην περιοχή, αλλά και μέσω ενός εξαιρετικά μεγάλου επιστημονικού έργου που συντελείτο εκεί, αναφορικά με την Επικούρεια φιλοσοφία. Και ο πιο αξιόλογος Επικούρειος διανοούμενος στην Καμπανία ήταν, βέβαια, ο Φιλόδημος. Τα γραπτά του αντιπροσωπεύουν την πιο εμπεριστατωμένη ερμηνεία και διασαφήνιση της Επικούρειας φιλοσοφίας, που μας έχει κληροδοτήσει η κλασική αρχαιότητα.

Φιλόδημος ο Γαδαρινός (περ. 100-40/35 π.Χ.)

Φιλόδημος ο Γαδαρινός (περ. 100-40/35 π.Χ.). Από την πόλη Γάδαρα της Παλαιστίνης κειμένης πλησίον της λίμνης Τιβεριάδος (θάλασσα της Γαλιλαίας). Υπήξε μαθητής του Ζήνωνα του Σιδώνιου στον «Κήπο των Αθηνών». Ο Φιλόδημος, με τη διδασκαλία του, επηρέασε τους Ρωμαίους ποιητές Βιργίλιο, Βάρο και Οράτιο.

Έγραψε τα εξής βιβλία (αρκετά αποσπάσματα σώζονται από τους παπύρους του Ερκολάνο): Περί Αισθήσεως, Περί Θεών, Περί Ευσεβείας, Περί των Στωικών, Περί Πλούτου, Περί Οργής, Περί Ποιητικής, Περί Ρητορικής, Περί Φιλαργυρίας, Επικούρειες Δόξες, Περί Ομιλίας, Περί Αρετών και Κακιών, Περί Υπερηφάνειας, Περί σύνταξις των Φιλοσόφων, Περί Θανάτου, Περί Σημείων και Σημειώσεων, Περί Ηθικής, Περί Χάριτος, Περί Οικονομίας, Περί Παρρησίας, Περί Μουσικής, Περί του καθ΄ Όμηρον αγαθού βασιλέως, Περί Κολακείας, Περί Επιχαιρεκακίας.

Στη Συρία – Παλαιστίνη κατά την Ελληνιστική περίοδο ανθούσε ο Επικουρισμός. Και άλλοι σημαίνοντες Επικούρειοι φιλόσοφοι κατάγονταν από την Συρία, όπως: Ζήνων ο Σιδώνιος, Βασιλείδης από τη Τύρο, Φιλονίδης ο Λαοδίκειος (200 - 130 π.Χ.) (Ο Φιλονίδης προσπάθησε να προσηλυτίσει τον Αντίοχο Δ´ Επιφανή στον Επικουρισμό, κατόπιν υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας του Δημήτριου Α´, του ανιψιού του Αντίοχου), Διογένης ὁ Ταρσεύς, Διογένης από τη Σελεύκεια, κ.ά.

Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, γνωρίζαμε για τον Φιλόδημο περιλήψεις 38 επιγραμμάτων του, τα περισσότερα με ερωτική θεματολογία, σε διάφορες ανθολογίες. “Παλατινή”, “Πλανούδεια”, “Ελληνική Ανθολογία του Μελέαγρου” / Ο Μελέαγρος ήταν κυνικός φιλόσοφος, ποιητής και επιγραμματοποιός. Γεννήθηκε κι’ αυτός, όπως και ο Φιλόδημος, στα Γάδαρα της Κοίλης Συρίας. Έζησε στην Τύρο και πέθανε το 60 π.Χ. στην Κω).

Τα 39 φιλοσοφικά συγγράμματα του Φιλόδημου, ευρείας θεματολογίας, θεωρούνταν χαμένα στους μεταγενέστερους. Ωστόσο, από τη μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., που έθαψε σε στάχτες εκτός από την Πομπηία και την πόλη Herculaneum (Ηράκλειον), μπόρεσαν -κατά καλή τύχη- μέσα σε κρύπτη μιας επιβλητικής βίλας στο Herculaneum, που ονομάστηκε “βίλα των παπύρων”, ή “βίλα του Πείσωνα”, (βλ. πιο κάτω για τον L. Calpurnius Piso) να διατηρηθούν αρκετά από τα έργα του Φιλόδημου, όμως σε απανθρακωμένους κυλίνδρους παπύρου. Πιθανόν αυτή η “βίλα των παπύρων” να συνέπιπτε και με την Επικούρεια σχολή του Φιλόδημου, και οι πάπυροι να συνιστούσαν την βιβλιοθήκη του, που είναι και η μόνη διασωθείσα βιβλιοθήκη της αρχαιότητας (Στην “βίλα του Πείσωνα” διασώθηκε και μια εκτενής συλλογή από ογδόντα γλυπτά εξαιρετικής ποιότητας).

Το έργο της αναζήτησης, ανασκαφής και της αποκρυπτογράφησης αυτών των κυλίνδρων είναι ιδιαίτερα δύσκολο και οι εργασίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυόμισι σχεδόν αιώνες μετά την εύρεση των πρώτων γραπτών του Φιλοδήμου.

Πέραν της αξίας που έχουν για την Επικούρεια φιλοσοφία και τη διαχρονική της εξέλιξη, τα έργα του Φιλόδημου που ανευρέθηκαν στο Herculaneum, προφανής είναι η σπουδαιότητα της αρχαιολογικής αυτής ανακάλυψης και ως προς την αποκάλυψη - ανάδειξη της ισχυρής παρουσίας και επιρροής του Επικουρισμού στους κύκλους της μορφωμένης Ρωμαϊκής κοινωνίας εκείνης της εποχής (1ος αι. π.Χ.).

Στο έργο του Κικέρωνα “In Pisonem” (Κατά του Πείσωνα, βλ. πιο κάτω για τον L. Calpurnius Piso) ο Κικέρων εξυμνεί τις αρετές του Φιλοδήμου, λέγοντας:

“Τώρα ο Έλληνας για τον οποίο μιλάω είναι ακτινοβόλος όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και σε άλλα επιτεύγματα, που λέγεται ότι οι Επικούρειοι συνήθως παραμελούν. Επιπλέον, συνθέτει ποίηση τόσο πνευματώδη, εύθετη και κομψή, που καμία άλλη δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδιοφυής”.

“ Est autem hic de quo loquor non philosophia solum, sed etiam ceteris studiis quae fere ceteros Epicureos neglegere dicunt perpolitus; poema porro facit ita festivum, ita concinnum, ita elegans, nihil ut fieri possit argutius”.

Η φιλική σχέση μεταξύ Κικέρωνα και Φιλοδήμου υποδηλώνεται και σε μια αναφορά του Κικέρωνα, σε συνάντηση του με τον Φιλόδημο, όπου αποκαλύπτει και ο εύθυμος χαρακτήρας του τελευταίου.

Ωστόσο, ο πιο αξιοσημείωτος συνεργάτης του Φιλόδημου φαίνεται να ήταν ο πιο πάνω αναφερθείς Πείσων (Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισόνινος), Ρωμαίος συγκλητικός.

Ο Πείσων (Lucius Calpurnius Piso Caesoninus, 101 – περ. 43 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός. Απόκτησε υψηλά αξιώματα, εξελέγη ύπατος της Ρώμης το 58 π.Χ. και ανθυπάτος (κυβερνήτης) της Μακεδονίας το 57-55 π.Χ. Υπήρξε και πεθερός, ο τέταρτος και τελευταίος πεθερός, του Ιουλίου Καίσαρα, μέσω της κόρης του, της Calpurnia…..

Η Καλπουρνία ήταν η σύζυγος (59 - 44 π.Χ. ) του Ι. Καίσαρα την εποχή της δολοφονίας του. Πιστή και ενάρετη, φαίνεται ανεχόταν τις αμέτρητες ερωτοδουλειές του Καίσαρα. Ο Καίσαρας νυμφεύτηκε την Καλπουρνία, όταν διαζεύχτηκε την Πομπηία, εγγονή του Σύλλα, με το αιτιολογικό ότι. η σύζυγος του Pontifex Maximus (Αρχιερέα), είχε τότε αυτό το αξίωμα ο Κ., έπρεπε να είναι όχι απλά τίμια, αλλά και υπεράνω κάθε υποψίας!

Η Καλπουρνία παντρεύτηκε τον Ιούλιο Καίσαρα στα τέλη του 59 π.Χ., κατά τη διάρκεια της υπατείας του. Ήταν περίπου δεκαεπτά ετών και πιθανότατα νεότερη από τη προγονή της (την κόρη του Ι. Καίσαρα από τη 2η σύζυγό του Κορνηλία), την Ιουλία. Περίπου τότε και η Ιουλία παντρεύτηκε τον Γναίο Πομπήιο, τον Μέγα, τον πρώην προστατευόμενο του Σύλλα ο οποίος ήταν ύπατος το 70 π.Χ. και πρόσφατα είχε γίνει ένας από τους στενότερους πολιτικούς συμμάχους του Καίσαρα (Οι: Γναίος Πομπήιος Magnus, Μάρκος Λικίνιος Κράσσος, και Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, θα αποτελέσουν την “Πρώτη Τριανδρία” της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Και οι τρεις θα έχουν αξιοθρήνητο τέλος).

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Πείσων ήταν οπαδός Επικούρειας σχολής - με τροποποιήσεις για να ταιριάζει σε πολιτικούς, αφού το αυθεντικό δόγμα του Επικούρου συνιστούσε απομάκρυνση από την πολιτική. Σύμφωνα με τον Ronald Syme, ο Piso “Συνένωσε την αφοσίωση στα Ρωμαϊκά πρότυπα συμπεριφοράς και το ζωηρό ενδιαφέρον για τα Ελληνικά γράμματα και τη φιλοσοφία”. Ο Piso πιστεύεται ότι ήταν χορηγός του Φιλόδημου και ο ιδιοκτήτης της βίλας των παπύρων στο Herculaneum.

Η με τον Πείσωνα σχέση θα ήταν, όλα δείχνουν, ιδιαίτερης σημασίας για τον Φιλόδημο, γιατί δεν συναναστρεφόταν απλά με κάποιο συγκλητικό, αλλά με έναν από τους πιο μεγάλους πολιτικούς της ύστερης Δημοκρατίας. Η στενή φιλία των δύο ανδρών, εκτός από αυτά που γράφει ο Κικέρων, προκύπτει και εκ του ότι ένα από τα επιγράμματα του Φιλοδήμου ήταν αφιερωμένο στον Πείσωνα και, όπως αποκαλύφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ότι το έργο του Φιλόδημου: «Περί του καλού βασιλιά κατά τον Όμηρο», («Περί του καθ΄ Όμηρον αγαθού βασιλέως»), προφανώς απευθύνονταν σ’ αυτόν.

Οι πάπυροι του Herculaneum αποκαλύπτουν επίσης σχέσεις του Φιλοδήμου, ως φίλου και δάσκαλου, και με άλλους διακεκριμένους και ταλαντούχους Ρωμαίους, και ίσως η πιο σημαντική από αυτές να είναι αυτή με τον Γάιο Βίβιο Πάνσα Καιτρονιανό (Gaius Vibius Pansa Caetronianus, ο οποίος στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία έλαβε τα αξιώματα tribune (δημάρχου) το 51 π.Χ. και ύπατου το 43 π.Χ., για τον Επικούρειο προσανατολισμό του οποίου έχουμε ήδη σημειώσει σχόλια του Κικέρωνα.

Η σύνδεση του Gaius Vibius Pansa Caetronianus με τον Φιλόδημο αποκαλύφθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, όταν ο Tiziano Dorandi διαπίστωσε ότι στον Pansa Caetronianus ήταν αφιερωμένο το Ρητορικό Βιβλίο IV του Φιλοδήμου.

Είναι φανερό, ότι η ικανότητα του Φιλόδημου να δημιουργεί φιλίες με υψηλόβαθμους πολιτικούς της Ρεπουμπλικανικής Δημοκρατίας, (Κικέρωνα, Piso, Pansa κ.ά. Ρωμαίους ευγενείς, όπως οι Quintilius και Lucius Varius Rufus), το ταλέντο του στο σχηματισμό σχέσεων με αξιόλογα μέλη της κοινωνίας, επισημαίνει και τον ζήλο, και τον αγώνα του, να διαδώσει την Επικούρεια φιλοσοφία, ευρύτερα από ένα στενό κύκλο.

- Για τον Κουιντίλιο (Quintilius) λίγα είναι γνωστά, εκτός από το ότι κατείχε “ιππικό βαθμό”.

- Ο Βάριος (Lucius Varius Rufus, περίπου 70-15 π.Χ.) φαίνεται είχε μια ιδιαίτερα γόνιμη και εγκωμιαστική λογοτεχνική σταδιοδρομία. Ήταν συγγραφέας ενός διδακτικού ποιήματος, που δεν υπήρχε πια, με τίτλο “De Moret” («Περί θανάτου»), το οποίο προφανώς συνδέετε με την Επικούρεια διδασκαλία. Υποστηρίζεται ότι ο ίδιος, μαζί με τον Πλώτιο Τούκα (Plotius Tucca), βοήθησαν στην επεξεργασία της “Αινειάδας” μετά τον θάνατο του Βεργίλιου. Όμως φαίνεται ότι έτυχε μεγάλης φήμης κατά τη διάρκεια της ζωής του μέσω του διάσημου έργου του: “Θυέστης” (κι’ αυτό δεν υπάρχει πλέον), μια τραγωδία για την οποία κέρδισε έπαινο και χρηματικό βραβείο από τον αυτοκράτορα Αύγουστο καθώς και την αναγνώριση από τον Κουιντιλιανό (Marcus Fabius Quintilianus, 35 - 100 μ.Χ.).

Ο Φιλόδημος ωστόσο δεν υπήρξε ο μόνος μεγάλος Επικούρειος σοφός και δάσκαλος στην Καμπανία, εκείνα τα χρόνια. Ένας άλλος, μεγάλος Επικούρειος λόγιος, ήταν και ο Σείρων (Siro).

Σείρων (Siro)

Ο Κικέρων στο έργο του: “De Finibus” (2.119), στη ανίχνευση και κριτική που κάνει των Επικούρειων θέσεων, αναφέρει τους Φιλόδημο και Σείρωνα “ως τις σύγχρονες αυθεντίες της Επικούρειας φιλοσοφίας”, και ισχυρίζεται ότι: “είναι εξαιρετικοί και λόγιοι φίλοι” του!

Και όταν αποκρυπτογραφήθηκε ένα θραύσμα παπύρου από το Herculaneum, όπου ο Φιλόδημος αναφέρεται απευθείας στον Σείρωνα και τη σύνδεσή του με τη Νάπολη, η συσχέτιση των δύο ανδρών επιβεβαιώθηκε. Αναφορικά με τον Σείρωνα, στο “Catalepton”, τη συλλογή διαφόρων ποιημάτων και επιγραμμάτων της αρχαιότητας, υπάρχει και το πιο κάτω επίγραμμα, αμφισβητούμενης αλλά πιθανής συγγραφής από τον Βιργίλιο:

Aπλώνουμε τα πανιά μας για τ' αραξοβόλια της ευδαιμονίας,
γυρεύοντας ένα φορτίο με τα σοφά λόγια του Σείρωνα,
που θ’ απαλλάξει τη ζωή μας από κάθε της έγνοια.
Μικρό σπίτι, του Σείρωνα κάποτε, κι εσύ, ω μικρό χωραφάκι,
οι αληθινοί και τέλειοι θησαυροί ενός τέτοιου δάσκαλου.


“nos ad beatos vela mittimus portus magni petentes docta dicta Sironis, vitamque ab omni vindicabimus cura. Villula, quae Sironis eras, et pauper agelle, verum illi domino tu quoque divitiae”.

“we spread our sails for the ports of happiness, Seeking a cargo of Siro's learned sayings, And shall free our life from every care. Little villa, once Siro's, and you, o tiny field, The true and perfect riches of such a master”.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Σείρων αξίζει μια θέση δίπλα στον Φιλόδημο, που πολύ κοπίασαν για την διείσδυση, προώθηση και διάδοση του Επικουρισμού, σε όλη τη Ρωμαϊκή Ιταλία.

Βιργίλιος

Μια κλασική παράδοση διατεινόταν ότι κάποια απ’ τα νιάτα του Βιργίλιου είχαν περάσει κάτω από την επιρροή του Σείρωνα, υπήρχαν όμως ελάχιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτή την πρόταση. Ωστόσο, οι Ιταλοί μελετητές Marcello Gigante και Mario Capasso, σαν απέκτησαν πρόσβαση σε μερικούς παπύρους - απ’ αυτούς που είχαν σταλεί στο Παρίσι το 1802 ως δώρο για τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα - μπόρεσαν να αποκρυπτογραφήσουν σχέσεις του Φιλόδημου με τους Πλώτιο (Plotius Tucca), Βάριο (Lucius Varius Rufus), Βιργίλιο και Κουιντίλιο (Quintilius), επιβεβαιώνοντας πως ο Βιργίλιος υπήρξε φίλος, συνεργάτης του Φιλόδημου και, όπως συλλογίστηκε αργότερα ο Gigante: “αυτό που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν μόνο μια έξυπνη εικασία έχει γίνει μια υπέροχη πραγματικότητα”.

Marcus Pompilius Andronicus

Στοιχεία για έναν άλλο Επικούρειο λόγιο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Καμπανίας, συγκεκριμένα στην πόλη Κύμη (Cumae), προκύπτουν από γραπτά του Σουετώνιου.

Gaius Suetonius Tranquillus, 1ος -2ος αι. μ.Χ. Το σημαντικότερο έργο του που μας διασώζεται είναι το “De Vita Caesarum” (Περί του βίου των Καισάρων), αποτελούμενο από δώδεκα βιογραφίες διαδοχικών αυτοκρατόρων από τον Ιούλιο Καίσαρα ως τον Δομιτιανό.

Ο Σουετώνιος περιγράφει κάποιον Μάρκο Πομπήλιο Ανδρόνικο (Marcus Pompilius Andronicus, καταγόμενον (κι’ αυτόν) από τη Συρία). Αυτός, λόγω της προσήλωσής του σε Επικούρεια στάση ζωής θεωρήθηκε νωθρός για την εργασία γραμματικού που έκανε, ακόμα ακατάλληλος να διευθύνει μια σχολή. Συνειδητοποιώντας ότι στη Ρώμη μικράς αποδοχής έχαιρε, μετακόμισε στη Κύμη (Cumae) της Καμπανίας.

Η Κύμη της Καμπανίας, υπήρξε η πρώτη Ελληνική αποικία στην ηπειρωτική χώρα της Ιταλίας, που ιδρύθηκε από αποίκους από την Εύβοια στο 8ο αιώνα π.Χ.. Σύντομα έγινε μια από τις ισχυρότερες αποικίες, αργότερα έγινε μια πλούσια Ρωμαϊκή πόλη.

Ο Marcus Pompilius Andronicus στην Cumae έζησε πολύ φτωχική ζωή, αλλά με πολύ ελεύθερο χρόνο για να γράφει βιβλία. Όντας άπορος αναγκάστηκε να πουλήσει τα αξιοθαύμαστα έργα του, όπως το: “Κριτική στα Χρονικά του Έννιου / Annalium Ennii Elenchorum”.

Quintus Ennius (περ. 239 – περ. 169 π.Χ.) συγγραφέας και ποιητής. Συχνά θεωρείται ο πατέρας της ρωμαϊκής ποίησης. Η επιρροή του στη λατινική λογοτεχνία ήταν σημαντική, ιδιαίτερα στη χρήση ελληνικών λογοτεχνικών προτύπων. Το πιο διάσημο έργο του, ένα ιστορικό έπος σε εξάμετρα, ονομάζεται “Annales”. Πρόκειται για ένα επικό ποίημα σε δεκαπέντε βιβλία, που αργότερα επεκτάθηκε σε δεκαοκτώ, καλύπτοντας τη Ρωμαϊκή ιστορία από την πτώση της Τροίας το 1184 π.Χ. μέχρι τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο το 184 π.Χ. Ήταν το πρώτο λατινικό ποίημα που υιοθέτησε τον δακτυλικό εξάμετρο που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική επική και διδακτική ποίηση. Τα Annals έγιναν σχολικό κείμενο για τους Ρωμαίους μαθητές, μέχρι που αντικαταστάθηκε από την Αινειάδα του Βιργίλιου. Σώζονται περίπου 600 γραμμές. Ένα αντίγραφο του έργου βρίσκεται ανάμεσα στα λατινικά ρολά της βιβλιοθήκης Herculaneum .

7) Lucretius & άλλοι Επικούρειοι λόγιοι

Αναφέραμε ήδη έναν αξιοσημείωτο κατάλογο Επικούρειων λόγιων που έδρασαν στην Ιταλική χερσόνησο, όμως - βέβαια - θα ήταν ατελής, αν δεν αναφερόμαστε και στον σπουδαιότερο! Και ασφαλώς, ο μακράν πιο σημαντικός απ’ όλους τους Λατίνους Επικούρειους, κάθε εποχής, είναι ο φημισμένος: Titus Lucretius Carus (c. 99 – c. 55 π.Χ.).

Το ανυπέρβλητο έργο του: “De Rerum Natura” (“Περί της φύσεως των πραγμάτων”), είναι ένα φιλοσοφικό και διδακτικό ποίημα σε 7.400 λατινικούς στίχους, λογοτεχνικό αριστούργημα της Ρωμαϊκής αρχαιότητας. Επηρέασε την επόμενη γενιά των Ρωμαίων ποιητών (ιδιαίτερα τον Βιργίλιο), όμως το πολύ σημαντικό είναι ότι περιγράφει - με άφταστο ποιητικό λόγο - όλες τις Επικούρειες διδασκαλίες και συνιστά τη σημαντικότερη πηγή κατανόησης της δογματικής σύνθεσης του κλασικού Επικουρισμού. Και η αξία του έργου: “De Rerum Natura” αυξάνει, όταν αναλογιστούμε, ότι είναι το μόνο μεγάλο Επικούρειο σύγγραμμα που σώθηκε ακέραιο, όταν από το μεγάλο συγγραφικό έργο του ίδιου του Επίκουρου, διασώθηκαν μόνον τρεις σύντομες επιστολές και μερικές δεκάδες αποφθέγματα, οι “Κύριες Δόξες” του.

Ο Κικέρων, σύγχρονος του Λουκρήτιου, θα σχολιάσει ότι το ποίημα “De Rerum Natura” περιέχει “λάμψεις ιδιοφυΐας”, αλλά ο Οβίδιος ήταν αυτός που εξέφρασε τον πιο γενναιόδωρο έπαινο για τον μόχθο του Λουκρήτιου, όταν έλεγε ότι: “οι υψηλοί στίχοι του Λουκρήτιου δεν θα χαθούν έως ότου η γη παραδώσει την τελευταία μέρα στην καταστροφή”.

Για τον Λουκρήτιο, όπως και για τον Φιλόδημο, έχουν γίνει, γίνονται και θα γίνονται -πάντα- ιδιαίτερες και μεγάλες αναφορές από Επικούρειους φίλους.

Μαζί με τον Λουκρήτιο, οφείλουμε να μνημονεύσουμε και μερικούς άλλους Ρωμαίους λόγιους που εργάστηκαν για τη διάδοση των Επικούρειων διδασκαλιών μέσω του λατινικού λόγου τους. Ο Κικέρων αναφέρει τον Επικούρειο φιλόσοφο Κάτιο τον Ίνσουβρο (Catius Insuber Insubri (Ίνσουβροι) Γαλατική φυλή που κατοικούσε στη σημερινή Λομβαρδία. Γύρω στο 400 π.Χ. ίδρυσαν την πόλη των Μεδιολάνων (Μιλάνο), η οποία κατακτήθηκε το 222 π.Χ. από τους Ρωμαίους) και τον πεζογράφο Γάιο Αμαφίνιο (Gaius Amafinius), ως συγγραφείς προσιτών κειμένων που έδωσαν την Επικούρεια φιλοσοφία στους πληβείους και σε απλούς ανθρώπους. Πράγματι, οι Επικούρειες συγγραφές των Κάτιου και Αμαφίνιου (Catius, Amafinius) και ενός ακόμα, του Ραμπίριου (Rabirius) ήταν οι πρώτες φιλοσοφικές πραγματείες που γράφτηκαν στη λατινική γλώσσα.

Catius, Amafinius και Rabirius

- Ο Catius Insuber (π. 45 π.Χ.), συνέθεσε μια πραγματεία για την Επικούρεια φιλοσοφία, σε τέσσερα βιβλία, με τον τίτλο: «Για τον φυσικό κόσμο και για το ύψιστο αγαθό» (De rerum natura et de summo bono). Τα γραπτά του δεν διασώζονται, όμως αναφέρονται από τον Κικέρωνα, μάλιστα ως έργα με τα οποία ο Catius αναμένει από τον φίλο του Cassius Longinus, τον από τους μελλοντικούς δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα και πρόσφατα προσήλυτο στον Επικουρισμό, καθώς και από τον κύκλο των Επικούρειων συνεργατών του, να είναι εξοικειωμένοι.

- Ο Gaius Amafinius/Amafanius πιθανώς έζησε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Συνέγραψε αρκετά έργα. Τα σπουδαιότερα έργα του Αμαφίνιου έχουν ως θέμα τους τη φιλοσοφία του Επικούρου και ιδιαίτερα το κεφάλαιο περί φυσικής. Τα έργα του Amafinius γρήγορα «κατέκτησαν την Ιταλία» (“Italiam totam occupaverunt”) έγραψε o Κικέρων, αν και τα κατέκρινε για έλλειψη κομψότητας και μεθόδου, όπερ μπορεί να οφείλεται στο ότι ο Κικέρων αντιτίθετο στη διδασκαλία του Επίκουρου.

- Ο Gaius Rabirius ήταν συγκλητικός του 1ου αι. π.Χ. που είχε κατηγορηθεί ως συμμέτοχος σε δολοφονία πολιτικού το 100 π.Χ. Οδηγήθηκε σε μια δίκη σκοπιμότητας 37 χρόνια αργότερα, το 63 π.Χ. Τον υπερασπίσθηκε ο Κικέρων, Ύπατος στη Ρώμη εκείνη τη χρονιά.

Ο φημισμένος Ρωμαίος λόγιος Κοϊντιλιανός (Quintilianus), ένα και πλέον αιώνα αργότερα, κάνει αναφορά στα έργα του Catius Insuber, επαινεί τα κείμενά του ως μια επωφελή έκθεση των Επικούρειων διδασκαλιών, πάντως σημειώνει ότι το έργο του στερείται βάρους, δηλαδή εμφανίζει αδυναμίες στο περιεχόμενο, ίσως σε σχέση με την μετάφραση στα λατινικά φιλοσοφικών εννοιών και αντιγνωμιών από τον Catius.

Marcus Fabius Quintilianus (35 - 100 μ.Χ.) Ρωμαίος ρήτορας και παιδαγωγός με καταγωγή από την Ιβηρική χερσόνησο. Από τους σημαντικότερους ρήτορες της αρχαιότητας, ενώ το παιδαγωγικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στον μετέπειτα ευρωπαϊκό αναγεννησιακό ουμανισμό. Το έργο για το οποίο είναι περισσότερο γνωστός είναι η 12τομη Ρητορική αγωγή (Institutio Oratoria) το οποίο αποτελεί λεπτομερή ανάλυση και διδασκαλία της ρητορικής καλύπτοντας όλα τα στάδια εκμάθησης και τύπους ρητορείας.

Ο Κοϊντιλιανός καινοτόμησε σε σχέση με τα ήθη και αντιλήψεις της εποχής του υποστηρίζοντας πως η σωματική τιμωρία των μαθητών έκανε κακό, ταπείνωνε τον μαθητή και θα έπρεπε να μην ασκείται, με την έμφαση να δίνεται στην δημιουργία αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ καθηγητή και μαθητευόμενου. Κατά τις περιόδους της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, το έργο του γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλη δημοφιλία μεταξύ των ανθρωπιστών της εποχής. Σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Έρασμος, ο Λούθηρος και ο Ρουσσώ έκαναν πολυάριθμες αναφορές στις θεωρίες του Κοϊντιλιανού, ως προς την παιδαγωγική και την πρόοδο που αυτές επέφεραν.

Μια ακόμα προσθήκη στη συλλογή Λατίνων εκφραστών του Επικούρου είναι ο Ιγνάτιος ο Ίνσουβρος (Egnatius Insuber). Η δραστηριότητα του τοποθετείται κάπου - πριν το 46 π.Χ. Από τα έργα του διασώθηκαν μόνον δύο αποσπάσματα, που μοιράζονται τον ίδιο στόχο με αυτόν του έργου του Λουκρήτιου: Να εξηγήσει τα Επικούρεια δόγματα μέσω της λατινικής γλώσσας. Μάλιστα και τα έργα του Ιγνάτιου μοιράζονται τον ίδιο τίτλο με αυτόν του Λουκρήτιου, και ονομάζονται: “De Rerum Natura”.

Τέλος, από έναν κατάλογο Επικούρειων της Ρώμης στα ύστερα χρόνια της Ρωμ. Δημοκρατίας, δεν πρέπει να παραληφθεί ο πρωτοπόρος στην Ιατρική Ασκληπιάδης (129/124 - 40 π.Χ.), που αναφέρεται από τον ονομαστό γιατρό του 2ου μ.Χ. αι. Κλαύδιο Γαληνό. Ο Ασκληπιάδης, γιατρός, από την Προύσα της Βιθυνίας, εισήγαγε μια μορφή ιατρικής στη Ρώμη του 1ου π.Χ. αι., βασισμένη στη φυσική (τον ατομισμό) και τον υλισμό του Επίκουρου.

8) Επίλογος – Συμπεράσματα

Ο Επικουρισμός στα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είχε αποκτήσει εκφρασμένη υποστήριξη από μια ισχυρή ελίτ Ρωμαίων οπαδών του. Και αυτός ο ισχυρισμός μας ενισχύεται αν αναλογισθούμε ότι για καμιά άλλη φιλοσοφική σχολή δεν μπορεί να συνταχθεί ένας μεγάλος κατάλογος υποστηρικτών, ως αυτός που παραθέσαμε πιο πάνω για τους Επικούρειους.

Σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο Άγγλος πολιτικός, διπλωμάτης και δοκιμιογράφος Sir William Temple (1628 – 1699), απ’ τους πρώτους φίλους της Επικούρειας φιλοσοφίας στη Βρετανία, στο δοκίμιο του: “Upon the Gardens of Epicurus“, 1685:

«Όμως ο Επίκουρος, έχει βρει τόσο μεγάλους υποστηρικτές της αρετής του, όπως και των γνώσεων και επινοήσεων του, ώστε δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Και μόνο οι καταγραφές του Διογένη Λαέρτιου φαίνονται πολύ ειλικρινείς και αντικειμενικές για ν’ αμφισβητηθούν ή να χρειάζονται τη βοήθεια σύγχρονων συγγραφέων. Εν τούτοις, ακόμα κι’ αν όλα αποτύγχαναν, ο Επίκουρος θα βρισκόταν πολύ καλά προστατευμένος, ως από την ανωτερότητα πολλών μελών της ανά τους αιώνες ομάδας υποστηρικτών του, και ιδιαίτερα εκείνων που βρέθηκαν κοντά στα σπουδαιότερα της ιστορίας πρόσωπα και γεγονότα. Δεν χρειάζεται να ονομάσω περισσότερους από τον Καίσαρα, τον Αττικό, τον Μαικήνα, τον Λουκρήτιο, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο. Όλοι, άντρες αξιοθαύμαστοι στα δικά τους διαφορετικά πεδία και ενδεχομένως απαράμιλλοι στην ιστορία».

Υπάρχει πάντως η απορία, πως; ο Επικουρισμός, η πλέον ειρηνική και α-πολιτική φιλοσοφία, υπήρξε επιτυχής στο να διεισδύσει και προσελκύσει ως μέλη του, άνδρες που συγκεντρώθηκαν από μια από τις πιο φιλόδοξες και αρχομανείς ομάδες της αρχαιότητας, όπως ήταν η τάξη των Ρωμαίων αριστοκρατών στα ταραχώδη και βάναυσα χρόνια της Res Publica Romana;

Ασφαλώς, πολλοί Ρωμαίοι έλκονταν προς τον Επίκουρο λόγω και της α-πολιτικής του στάσης, Σημειώνουμε ότι ο Αττικός και ο Paetus δεν διέτρεξαν πολιτικές σταδιοδρομίες. Όμως αυτό δεν αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των Ρωμαίων θιασωτών του, διότι παρατηρείται, οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους Επικούρειους που γνωρίζουμε, και από την ύπαρξη των οποίων μπορούμε να κρίνουμε την επιτυχία της φιλοσοφίας αυτής, να είναι ενεργοί πολιτικοί, στρατιωτικοί, ή επιχειρηματίες. Επίσης, πολλά από τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα γραπτά του Κικέρωνα, προέρχονται, ή είναι αναφορές, από Επικούρειους που συζητούσαν για τον φιλοσοφικό τους προσανατολισμό, ενώ βρίσκονταν σε στρατόπεδα πολεμώντας σε αποφασιστικούς πολέμους της Ρώμης.

Αντιλαμβανόμαστε, ότι πολλά μέλη της ελίτ της Ρωμαϊκής κοινωνίας από αυτά που δήλωναν Επικούρειοι, ήσαν ιδιαίτερα χαλαροί ως προς τη συμμόρφωσή τους με τα δόγματα της Επικούρειας φιλοσοφίας που αφορούν τη συμμετοχή των Επικουρείων στην πολιτική ζωή και στις διαμάχες που μια τέτοια ενασχόληση αναπόφευκτα συνεπάγεται.

Για την επιτυχία του Ρωμαϊκού Επικουρισμού στα χρόνια της ύστερης Ρ. Δημοκρατίας, ορισμένοι εξηγούν ότι…. Οι ανελέητοι πόλεμοι, οι σκληρές κοινωνικές αντιπαραθέσεις, γενικά τα τρομερά γεγονότα που σημάδεψαν τις δύο τελευταίες γενιές της Ρωμ. Δημοκρατίας, οι εμπειρίες που κατέλειπαν όλα αυτά, επέτρεψαν - τελικά - στο δόγμα του Επίκουρου να συνηχήσει με με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και την κοινωνικο-πολιτιστική κατεύθυνση, τη διάθεση - κύριο ρεύμα της εποχής, (mainstream ή trend), το Zeitgeist της εποχής.

Zeitgeist Τσάιτγκαϊστ (γερμανικά ετυμ.: zeit: χρόνος, geist:πνεύμα) είναι το γενικό πολιτιστικό, πνευματικό, ηθικό και / ή πολιτικό κλίμα μέσα σε ένα έθνος ή ακόμη και σε συγκεκριμένες ομάδες, παράλληλα με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και κοινωνικοπολιτιστική κατεύθυνση ή διάθεση μιας εποχής (παρόμοια με την αγγλική λέξη mainstream ή trend).

Και αυτή η ερμηνεία, φαίνεται, επαρκώς να εξηγεί την επιτυχία του Ρωμαϊκού Επικουρισμού, καθώς δείχνει να ερμηνεύει και τη χρονολογική του διακύμανση, αποκαλύπτοντας γιατί η ελκυστικότητα της Επικούρειας φιλοσοφίας μειώθηκε, όταν η Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Roman Republic: 509–27 π.Χ.) περιέπεσε στο καθεστώς της Ηγεμονίας (Principate 27 π.Χ. – 284 μ.Χ.) – Αυτοκρατορίας (Roman Empire 27 π.Χ. – 395 μ.Χ).

Πάντως, μετά την παρουσίαση και συνεκτίμηση όλων των πιο πάνω στοιχείων, “κατανοείται” η απογοήτευση του Κικέρωνα, ο οποίος θρηνολογεί τη δημοφιλία της Επικούρειας φιλοσοφίας σε σχέση με την Στωική:

“Άλλοι (εννοεί τους Επικούρειους) έχουν τη γνώμη ότι, η ζωή της τιμής πρέπει να συνδυαστεί με τη ζωή της ευχαρίστησης, συνδυάζοντας σιγά - σιγά ένα ζεύγος που σίγουρα θα εκτρέψει το ‘να - τ’ άλλο απ’ τη πορεία. Πάντως, αυτών που λένε (εννοεί τους Στωικούς): “Όχι, ο δρόμος προς τη δόξα οδηγεί κατευθείαν στη γη του μόχθου και της αυτοθυσίας”, ακούω τα λόγια ν’ αντηχούν σε σχεδόν άδειες αίθουσες διαλέξεων”.

Και συνοψίζοντας το συμπέρασμα μας: Η ικανότητα της Επικούρειας θεωρίας να συμπυκνώνει τις βασικές… ανθρώπινες, φιλελεύθερες και πρωτοποριακές δοξασίες της, σε χρήσιμες και χρηστικές, απλά κωδικοποιημένες καταληπτές αρχές, όπως φ.ε. η περίφημη “Tετραφάρμακος του Φιλόδημου”, βρήκε, αδιαμφισβήτητα, απήχηση στους Ρωμαίους των ύστερων χρόνων της Δημοκρατίας, και έτσι αυτοί ανταποκρίθηκαν θετικά στη μόνη φιλοσοφία Διαφωτισμού, την Επικούρεια, που τους προσέγγισε με φιλία, για να τους διδάξει πως θα φθάσουμε με βεβαιότητα στην επιστημονική γνώση, ποια τα κριτήρια της αλήθειας, ποια η αδιάψευστη φύση των πραγμάτων, ποια η σπουδαιότητα του λογισμού και της φρόνησης, ποιο το μεγαλύτερο αγαθό, ποιος ο σκοπός της ζωής, πώς θα ζήσομε ευδαίμονες…

Τσάι με λεμόνι στην… Βοστώνη (The Boston tea party)

Στις αρχές του 18ου αιώνα μεγάλο μέρος των ανατολικών περιοχών της Βόρειας Αμερικής είχε περιέλθει υπό τον έλεγχο των Ευρωπαίων αποίκων. Στα βόρεια, στην περιοχή του Λαμπραντόρ και των Μεγάλων Λιμνών, κυρίαρχοι ήταν οι Γάλλοι. Η Αγγλία ήλεγχε με την σειρά της το σύνολο των περιοχών των σημερινών ανατολικών Η.Π.Α., από το New Hampshire βόρεια μέχρι και την Georgia στο νότο, ένα σύνολο 13 Πολιτειών, οι οποίες αποτέλεσαν καταφύγιο για πολλούς Ευρωπαίους που έψαχναν μια νέα «Γη της επαγγελίας» στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τις καταπιέσεις (θρησκευτικές και πολιτικές) που υφίσταντο στην Γηραιά Ήπειρο. Επίσης οι συχνοί ευρωπαϊκοί πόλεμοι ήταν ένας ακόμη λόγος που πολλοί Ευρωπαίοι κατέφευγαν στην μετανάστευση προς το Νέο Κόσμο, αλλά, δυστυχώς, οι διαμάχες των Ευρωπαίων τους ακολουθούσαν κατά πόδας…

Στα 1755 ξεσπά στην Ευρώπη ο «Επταετής πόλεμος». Η Γαλλία σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει την αγγλική κυριαρχία θα συμπήξει συμμαχία με την Αυστρία, την Ρωσία (μέχρι το 1762), την Ισπανία (από το 1762) και την Σουηδία. Η Αγγλία, με τη σειρά της βρήκε στήριγμα στην Πρωσία και την Πορτογαλία. Έτσι η Ευρώπη θα χωριστεί σε δυο αντίπαλους σχηματισμούς, σηματοδοτώντας τον πρώτο πανευρωπαϊκό πόλεμο, έπειτα από τον Τριακονταετή πόλεμο του 1618-48. Η αντιπαράθεση Άγγλων και Γάλλων, όμως μεταφέρθηκε ταχύτατα και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού παίρνοντας τη μορφή αντιπαράθεσης για τον έλεγχο των νέων εδαφών, τα οποία στα δυτικά, σε μεγάλο βαθμό, ήταν εντελώς παρθένες εκτάσεις. Η περικύκλωση των αγγλικών αποικιών από τους Γάλλους αποτέλεσε το έναυσμα του πολέμου, που στην αμερικανική ήπειρο έμεινε γνωστός ως ο «Γαλλοϊνδιάνικος Πόλεμος». Εξ αρχής φάνηκε ότι το πλεονέκτημα βρισκόταν στους Άγγλους, οι οποίοι πληθυσμιακά υπερείχαν συντριπτικά των Γάλλων. Περίπου 2 εκ. άποικοι των 13 Πολιτειών αντιμετώπιζαν όχι πάνω από 60.000 Γάλλους αποίκους. Έτσι, οι τελευταίοι σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν την πληθυσμιακή διαφορά κατέφυγαν σε συμμαχίες με πολλές γηγενείς ινδιάνικες φυλές, τακτική που ακολούθησαν και οι Άγγλοι, σε μικρότερο, όμως, βαθμό. Η βρετανική κυριαρχία στις θάλασσες έγειρε τη ζυγαριά προς τους κατοίκους των βρετανικών αποικιών, οι οποίοι μπορούσαν να εφοδιάζονται απρόσκοπτα από την μητρόπολη. Μέχρι το 1763 ο πόλεμος είχε κριθεί υπέρ του βρετανικού στέμματος και οι Γάλλοι περιορίστηκαν σε ορισμένα οχυρά του Καναδά.

Από αυτό το σημείο ξεκινά, όμως, μια διαφορετική αντιπαράθεση, που θα συγκλονίσει όχι μόνο την αμερικανική ήπειρο, αλλά θα επηρεάσει ποικιλότροπα και την Ευρώπη. Μέχρι το 1764 τα πνεύματα στην Ευρώπη είχαν ηρεμήσει, οι δυο αντίπαλοι σχηματισμοί, της Αγγλίας και της Γαλλίας, με την Συνθήκη των Παρισίων του 1763 ρύθμισαν τις εδαφικές τους διαφορές και τα πράγματα φαινόταν να επανέρχονται στο προηγούμενο status quo. Αυτά ίσχυαν στην Ευρώπη, διότι στις 13 Πολιτείες η κατάσταση πήρε διαφορετική τροπή… Ο «Επταετής πόλεμος» είχε γονατίσει την οικονομία της Αγγλίας, η οποία έψαχνε αποδοτικούς τρόπους να αντισταθμίσει τα πολεμικά έξοδα. Το βρετανικό κοινοβούλιο, ελαφρά τη καρδία, αποφάσισε ότι μέρος των ζημιών έπρεπε να καλυφθεί και από τις αποικίες, αφού η βρετανική παρουσία εκεί είχε αποτρέψει την γαλλική επέκταση. Έτσι, η Αγγλία επέβαλε επιπρόσθετους δασμούς και φόρους στις αποικίες, με στόχο να αποφύγει πρωτίστως την επιβολή τους στους Άγγλους γαιοκτήμονες… Επιπρόσθετα, οι υψηλοί δασμοί στα προϊόντα που έρχονταν από τις αποικίες στόχο είχαν την προστασία του βρετανικού εμπορίου από τον αποικιακό ανταγωνισμό. Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, η Αγγλία είχε επιβάλει διάφορους δασμούς στα αποικιακά προϊόντα με κύριο στόχο την προστασία της εγχώριας παραγωγής. Έτσι, αρχής γενομένης από το 1699 επέβαλε φόρο στο μαλλί, στα 1732 στα καπέλα, στα 1733 στη μελάσα, στα 1750 στον σίδηρο, ενώ την ίδια χρονιά απαγόρευσε στις αποικίες την έκδοση τραπεζογραμματίων. Τώρα, με πρόσχημα την προστασία των αποικιών από τους Γάλλους, ο Βασιλιάς και το κοινοβούλιο αποφάσισαν ότι έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα του πολέμου και οι αποικίες. Η αρχική αντίδραση των αποίκων φαίνεται ότι δεν ήταν εντελώς αρνητική, αλλά απαίτησαν και κάτι εξίσου αυτονόητο. Άπαξ και καλούνταν να πληρώσουν το κόστος ενός πολέμου που έγινε, σύμφωνα με την Αγγλία, για την προστασία τους, απαίτησαν να έχουν και αντίστοιχη αντιπροσώπευση στο βρετανικό κοινοβούλιο. Συνόψισαν την θέση τους στην γνωστή ρήση «καμία φορολόγηση, χωρίς αντιπροσώπευση» (no taxation without representation).

Όταν από το 1760 ξεκίνησε η εφαρμογή των νέων μέτρων πολλές αποικίες αντέδρασαν. Η φορολόγηση χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους κατοίκους των αποικιών θεωρήθηκε από τους τελευταίους ως τυραννική πράξη. Σταδιακά σε πολλές αμερικανικές πόλεις οι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται. Οι διαμαρτυρίες, όμως, εξελίχθηκαν σε ανοιχτή εξέγερση όταν στα 1764 η Αγγλία επέβαλε στους αποίκους τον φόρο στην ζάχαρη και ένα χρόνο αργότερα τον φόρο χαρτοσήμου και τον νόμο περί στρατωνισμού, που υποχρέωνε τις αποικίες να πληρώσουν για το κόστος συντήρησης των βρετανικών δυνάμεων στην Αμερική. Έτσι, στα 1764, οι άποικοι αποφασίζουν να μποϊκοτάρουν τα βρετανικά προϊόντα. Αναφέρει ο Νιλ Φόκνερ: «Στις πόλεις μαχητικά πλήθη τεχνιτών ή μικροβιοτεχνών, μικροεμπόρων, τοπικών καλλιεργητών και διαφωνούντων διανοούμενων οργάνωσαν μποϊκοτάζ των βρετανικών προϊόντων». Ειδικά ο νόμος περί χαρτοσήμου (Stamp Act) του 1765 εξερέθισε έντονα πολλούς της μεσαίας αστικής τάξης που χρειάζονταν για την δουλειά τους χαρτί. Δημοσιογράφοι, δικηγόροι, έμποροι αλλά και δάσκαλοι δυσανασχετούσαν έντονα για το νέο φόρο, που όριζε ότι όλες οι εφημερίδες, τα γραμμάτια, τα διαφημιστικά φυλλάδια, τα επίσημα έγγραφα ακόμη και οι τράπουλες έπρεπε να φέρουν ειδικό χαρτόσημο το οποίο όφειλαν να πληρώνουν απευθείας στην βρετανική κυβέρνηση. Επρόκειτο για τον πρώτο άμεσο φόρο στις αποικίες.

Αμέσως σε πολλές πόλεις οργανώθηκαν κινήματα αντίδρασης. Κυριότερο και πιο οργανωμένο ήταν το κίνημα των «Γιών της Ελευθερίας» (Sons of Liberty). Ήδη από το 1765 στην Βοστώνη μικροέμποροι και διανοούμενοι συγκεντρώνονταν γύρω από μια λεύκα στην πόλη για να διαβουλευτούν σχετικά με την δράση τους. Το δέντρο αυτό πήρε την ονομασία «δέντρο της ελευθερίας» (Liberty tree), εξ ου και το όνομα του κινήματος των διαμαρτυρομένων. Στους κόλπους του σταδιακά θα οργανωθούν πολλοί από την μεσαία αστική τάξη και θα το μπολιάσουν σταδιακά και με πιο ταξικά αιτήματα. Η δράση των «Γιων της Ελευθερίας» ακολουθούσε τα πρότυπα των μυστικών λεσχών και στηριζόταν στην συνωμοτική δράση. Αντίστοιχη ήταν και η δράση των «Ρυθμιστών» (Regulators), κινήματος που εμφανίστηκε στην Β. Καρολίνα περί τα 1765 και αντιπροσώπευε, κυρίως, τους μικροϊδιοκτήτες γης. Η δράση τους επικεντρωνόταν, ως επί το πλείστον, στην παρεμπόδιση της είσπραξης των καταπιεστικών φόρων. Καρδιά, πάντως, της αντιβρετανικής αντίδρασης αναδείχτηκε η Βοστώνη. Εκεί τον Αύγουστο του 1765 οργανώθηκε η πρώτη πορεία διαμαρτυρίας η οποία κατέληξε σε ανοιχτή εξέγερση καθώς το «εξαιρετικά ερεθισμένο» πλήθος των περίπου 3.000 συμμετεχόντων, γρήγορα παρεκτράπηκε και έφτασε στο σημείο να κάψει την οικία του ανώτατου διοικητή Thomas Hutchinson. Το γεγονός θορύβησε τους Άγγλους οι οποίοι έσπευσαν την επόμενη χρονιά να ακυρώσουν τον νόμο. Βρήκαν όμως άλλους τρόπους ηπιότερους να φορολογήσουν τις αποικίες. Όπως σωστά το θέτει ο Isaac Asimov: «Οι Βρετανοί προσπάθησαν να φορολογήσουν με άλλες μεθόδους τις αποικίες, με πολύ πιο ήπιο τρόπο – δηλαδή όχι τόσο για να αρχίσουν να συγκεντρώνουν ικανοποιητικά έσοδα αμέσως, όσο για να υπερασπίσουν την αρχή ότι μπορούν, αν θέλουν, να φορολογήσουν τις αποικίες. Αλλά αυτήν ακριβώς την αρχή ήθελαν να καταπολεμήσουν οι άποικοι».

Η εξέλιξη των πραγμάτων μετά την εξέγερση της Βοστώνης θορύβησε τη συντηρητική πτέρυγα των διαμαρτυρομένων η οποία έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση της από τους ταραξίες. Γίνεται φανερό ότι η ανώτερη κοινωνική τάξη στις αποικίες δεν επιθυμούσε μεν την φορολόγηση, αλλά απεχθανόταν δε την άμεση και οριστική ρήξη με την μητρόπολη, καθώς και την αλλαγή του κοινωνικού στάτους των αποικιών. Για τους εξεγερμένους, όπως σωστά επισημαίνει ο Chris Harman: «η οργή ενάντια στους Βρετανούς αναμειγνυόταν και με την εχθρότητα εναντίον της ελίτ που επιδείκνυε τον πλούτο της σε μια περίοδο γενικευμένων στερήσεων». Πολλοί από τους ιδεολογικούς ηγέτες των εξεγερμένων που ανήκαν στην ανώτερη αστική τάξη, όπως ο James Otis ή ο Samuel Adams, πλέον δήλωναν ανοιχτά: «όχι στον όχλο, όχι στο χάος, όχι στην αναταραχή». Στους κόλπους των «Γιών της Ελευθερίας» θα ενταχτούν σταδιακά και μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων με σκοπό να περιορίσουν τις ανοιχτά επαναστατικές απόψεις πολλών μελών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η αντιπαράθεση, εν τέλει, με τους Βρετανούς θα γινόταν με τους όρους των πλουσίων και όχι με τους όρους των αγροτών και των εργατών των αποικιών…

Την κατάσταση, όμως, πυροδότησε ακόμη περισσότερο η αντικατάσταση του Νόμου περί χαρτοσήμου από ένα σύνολο φόρων που θεσπίστηκαν στα 1767 με τον νόμο περί των φόρων των αμερικανικών εισαγωγών (American Import Duties Act), που έφερε προς ψήφιση ο Θησαυροφύλακας του Βασιλείου, λόρδος Townshend. Φόροι πλέον επιβάλλονταν σε διάφορα είδη όπως το τσάι, το γυαλί ακόμη και τα χρώματα ζωγραφικής. Για να επιβληθεί η βρετανική νομιμότητα στάλθηκαν και 2.000 στρατιώτες στην Βοστώνη μετά το 1768, δυναμιτίζοντας ακόμη περισσότερο το εύφλεκτο κοκτέιλ των αποικιών. Τον Μάρτιο του 1770 κάποιοι σχοινοποιοί που διαμαρτύρονταν ήρθαν σε συμπλοκή με τους Βρετανούς Redcoats. Μαζί τους ενώθηκαν πολλοί ακόμη κάτοικοι της πόλης με αποτέλεσμα οι Βρετανοί στρατιώτες γρήγορά να χάσουν τον έλεγχο της κατάστασης και να αναγκαστούν να πυροβολήσουν το άοπλο πλήθος. Το αποτέλεσμα της «Σφαγής της Βοστώνης» ήταν 5 νεκροί διαδηλωτές. Το κίνημα ενάντια στους Βρετανούς είχε αποκτήσει τους «μάρτυρες» που θα συντηρούσαν πλέον την αντίδραση προς τους Βρετανούς. O John Adams, ένας από τους μετέπειτα «πατέρες του έθνους», που ανέλαβε ως δικηγόρος την υπεράσπιση των στρατιωτών που πυροβόλησαν περιέγραφε το πλήθος ως «ένα ετερόκλητο τσούρμο από αυθάδεις νεαρούς, νέγρους, μιγάδες, Ιρλανδούς και ξενομερίτες θαλασσινούς»… Το μόνο που κατάφερε με αυτές τις δηλώσεις ήταν να συμμετάσχουν στην νεκρώσιμη πομπή των 5, περίπου 10.000 από τους συνολικά 16.000 κατοίκους της Βοστώνης…

Παρότι οι μετριοπαθείς και συντηρητικοί κάτοικοι των αποικιών δεν είχαν εκδηλώσει έντονα αντιβρετανικά αισθήματα, σταδιακά θα σύρονταν στο πλευρό των κατώτερων τάξεων που ζητούσαν ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς. Είτε από πεποίθηση, είτε επειδή έβλεπαν την θέση τους να κλονίζεται από τις συνεχείς εξεγέρσεις του λαού ενάντια στους συνεχείς φόρους της μητρόπολης, εκόντες άκοντες, ακολούθησαν με κύριο σκοπό να χαλιναγωγήσουν τις ακραίες φωνές και βέβαια να κατευθύνουν τις εξελίξεις προς όφελός τους. Όπως σωστά τονίζει ο Howard Zinn: «Αυτές οι ενέργειες [των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων] αποτέλεσαν τον προάγγελο της μελλοντικής αμερικανικής πολιτικής, δηλαδή της κινητοποίησης των κατώτερων τάξεων από τους πολιτικούς που ανήκουν στις ανώτερες, για να προασπίσουν δικά τους συμφέροντα». Σε πολλές αποικίες γινόταν ανοιχτές συζητήσεις και ακούγονταν προτάσεις για πιο δημοκρατική διακυβέρνηση, δικαιότερους φόρους και συμμετοχή των απλών ανθρώπων στην διοίκηση των αποικιών. Αντίστοιχα στην ύπαιθρο, όπου διαβιούσε η πλειοψηφία των αποίκων, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες αν και παραχωρούσαν κάποια προνόμια στους βιοπαλαιστές αγρότες, φρόντιζαν πάντα να εξασφαλίζουν ακόμη περισσότερα για τους ίδιους. Ζώντας οι ίδιοι μακριά από τα κτήματα τους, απολάμβαναν τα πλούσια εισοδήματα που τους παρείχαν ευζωία στα αστικά κέντρα.

Και ενώ συνέβαιναν όλες αυτές οι διεργασίες, τον Νοέμβριο του 1773 κατέπλευσαν στο λιμάνι της Βοστώνης τρία πλοία της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών φορτωμένα με 500.000 λίβρες τσαγιού. Από την επιβολή των φόρων του Townshend στα 1767, η εν λόγω εταιρία είχε αποκτήσει το μονοπώλιο του εμπορίου τσαγιού, με κυριότερο, και μάλλον επιμελώς κρυμμένο, στόχο να σωθεί η ίδια από τα συσσωρευμένα χρέη και την επαπειλούμενη χρεοκοπία… Ο ελλιμενισμός των τριών πλοίων της εταιρίας δημιούργησε αλγεινή εντύπωση στους εμπόρους της πόλης, ενώ οι αρχές φοβήθηκαν ότι θα τους ζητούνταν η αποπληρωμή παλαιότερων χρεών προς την μητρόπολη. Έτσι, το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου 1773, περίπου 180 μέλη των «Γιών της Ελευθερίας», με επικεφαλής τους Samuel Adams και Paul Revere, μεταμφιεσμένοι σε Ινδιάνους θα κάνουν ρεσάλτο στα πλοία της εταιρίας και θα πετάξουν στη θάλασσα 342 κιβώτια τσαγιού αξίας περίπου 10.000 λιρών. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια ενέργεια ακτιβισμού, που είχε καθαρά συμβολικό στόχο, αφού οι «επιδρομείς» δεν αφαίρεσαν τίποτε άλλο από τα πλοία. Αυτή η πράξη έμεινε στην ιστορία ως το «Κίνημα του τσαγιού της Βοστόνης» (The Boston tea party) και αποτέλεσε την θρυαλλίδα που θα εκκινούσε τον ανοιχτό πόλεμο μεταξύ Λονδίνου και βρετανικών αποικιών.

Αμέσως μετά η αντίδραση της Αγγλίας υπήρξε άμεση και σκληρή. Στα 1774 ψηφίστηκαν οι «Περιοριστικοί νόμοι» (Coercive Acts) με σκοπό να αποκατασταθεί η τάξη στις αποικίες, και ιδιαίτερα στην Βοστώνη. Με το διάταγμα αυτό ο βασιλιάς, Γεώργιος Γ΄, αφαιρούσε μεγάλο μέρος της αυτοδιοίκησης της Μασαχουσέτης, ενώ βρετανικά στρατεύματα στάλθηκαν στην Βοστώνη για την επιβολή του βρετανικού νόμου. Παράλληλα, οι «Περιοριστικοί νόμοι» όριζαν ότι όσοι συλλαμβάνονταν για αντιβρετανική δράση θα μεταφέρονταν και θα δικάζονταν στην Αγγλία. Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Chris Harman: «Το ζήτημα δεν ήταν πια η φορολογία, αλλά το αν οι κάτοικοι των αποικιών θα είχαν λόγο για τους νόμους που τους κυβερνούσαν». Μάταια ο Άγγλος στρατηγός Thomas Gage, στρατιωτικός διοικητής της Μασαχουσέτης, προσπάθησε να χρηματίσει τους πλούσιους της Βοστώνης, με σκοπό να τους πάρει με το μέρος του. Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί και οι αποικίες έμπαιναν δυναμικά στον αγώνα για την πλήρη ανεξαρτησία. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1774 συνέρχεται στην Φιλαδέλφεια το πρώτο Ηπειρωτικό Κογκρέσο με συμμετοχή όλων των αποικιών, όπου αποφασίζουν, με εξαίρεση την Georgia, όπου υπερίσχυαν οι πιστοί στο αγγλικό στέμμα, την επιβολή εμπάργκο στα βρετανικά προϊόντα, καθώς και στις εξαγωγές προς την Αγγλία. Σημαντικότερη, όμως, ήταν η απόφαση των αντιπροσώπων των αποικιών να ιδρύσουν εθνοφυλακή. Πρόκειται για τους περιβόητους «Ετοιμοπόλεμους» (Minutemen), τον πρώτο οργανωμένο στρατό για την αντιμετώπιση των Βρετανών. Επρόκειτο για ελαφρά οπλισμένους άνδρες, που είχαν τον δικό τους οπλισμό και στόχο είχαν, όχι τόσο την κατά μέτωπο μάχη με τον έμπειρο αγγλικό στρατό, όσο το αντάρτικο. Η τακτική τους (hit and run) σκοπό είχε την αργή αποψίλωση των γραμμών του εχθρού με στόχο να τους καταβάλει ηθικά ώστε να χάσουν την όρεξη να πολεμούν. Μια τακτική παρόμοια με αυτή που ακολουθούσαν και οι επαναστατημένοι Έλληνες στον δικό τους αγώνα για ανεξαρτησία στα 1821. Ο διαπρύσιος κήρυκας της αμερικανικής ανεξαρτησίας Patrick Henry διακήρυσσε και αυτός: «Δώσε μου την ελευθερία ή δώσε μου τον θάνατο». Η πρώτη μάχη και νίκη για τους επαναστάτες, που δόθηκε στο Bunker Hill της Μασαχουσέτης την 17η Ιούνη του 1775, ήταν η πρώτη πράξη για την επιδίωξη της ανεξαρτησίας των αποικιών και απέδειξε το αξιόμαχο των Minutemen.