Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2.4. Ποίηση

2.4.Α. Επική ποίηση


Η χρήση της γραφής δεν κατάργησε την προφορική παράδοση. Οι ραψωδοί συνέχισαν να οργανώνονται σε συντεχνίες,[1] να παίρνουν μέρος σε μουσικούς αγώνες, να τραγουδούν στα συμπόσια και στις θρησκευτικές και άλλες γιορτινές συγκεντρώσεις· μόνο που, μετά τη διάδοση της γραφής και την επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αυτή η επαγγελματική ας την πούμε υπόσταση και λειτουργία του έπους συνυπάρχει με τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες ποιητών που συνειδητά επιχείρησαν όχι τόσο να ανταγωνιστούν τον Όμηρο, αλλά να σταθούν δίπλα του και να ολοκληρώσουν την προσφορά του. Αυτοί οι κυκλικοί, όπως ονομάστηκαν, ποιητές έγραψαν έπη που το ένα με το άλλο συμπλήρωναν τα κενά που είχαν αφήσει στην αφήγηση του επικού μυθολογικού κύκλου η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.

Τα έργα των κυκλικών έχουν όλα χαθεί και η απόδοσή τους στον ένα ή τον άλλο ποιητή είναι πολύ αμφίβολη.[2] Σώζονται όμως κάποιες περιλήψεις, ελάχιστα αποσπάσματα και οι τίτλοι.

ΕΠΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Προκαταρκτικά:

Η Τιτανομαχία, έπος του Εύμηλου από την Κόρινθο, διηγόταν τη γένεση των θεών από την πρώτη ένωση του Ουρανού με τη Γη ως τον πόλεμο των Ολύμπιων με τους Τιτάνες και την τελική επικράτηση του Δία.

Θηβαϊκός μυθολογικός κύκλος:

Η Οἰδιπόδεια, του Κιναίθωνα από τη Λακεδαίμονα, διηγόταν την ιστορία του Οιδίποδα.

Η Θηβαΐς, έπος ενός άγνωστου ποιητή, διηγόταν την αποτυχημένη εκστρατεία των Επτά εναντίον της Θήβας.

Οι Ἐπίγονοι, έπος του Αντίμαχου από την Τέω, διηγόταν την εκστρατεία των Επιγόνων, παιδιών των Επτά, που αυτοί κατάφεραν να αλώσουν τη Θήβα.

Τρωικός μυθολογικός κύκλος:

Τα Κύπρια, έπος του Στασίνου ή του Ηγησία από την Κύπρο, διηγόνταν τον γάμο του Πηλέα με τη Θέτιδα, την κρίση του Πάρη, την αρπαγή της Ελένης, τα προκαταρκτικά της εκστρατείας των Αχαιών και όσα έγιναν στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου ως και την αρχή του δέκατου χρόνου, όπου ξεκινά η Ιλιάδα.

Η Αἰθιοπίς, έπος του Αρκτίνου από τη Μίλητο, άρχιζε εκεί που τελειώνει η Ιλιάδα και διηγόταν όσα έγιναν ως και την ημέρα που ο Πάρης και ο Απόλλωνας σκότωσαν τον Αχιλλέα.

Η Μικρά Ἰλιάς, έπος του Λέσχη από τη Μυτιλήνη, διηγόταν όσα έγιναν από τον θάνατο του Αχιλλέα ως και την κατασκευή του δούρειου ίππου.

Η Ἰλίου πέρσις (= άλωση), έπος του Αρκτίνου από τη Μίλητο, διηγόταν την άλωση της Τροίας και την αναχώρηση των Ελλήνων από την Τρωάδα.

Οι Νόστοι, έπος του Αγίου από την Τροιζήνα, διηγόταν την επιστροφή των πολεμιστών στην πατρίδα τους (εκτός από την επιστροφή του Οδυσσέα).

Η Τηλεγονία, έπος του Ευγάμμωνα από την Κυρήνη, άρχιζε εκεί που τελειώνει η Οδύσσεια και διηγόταν όσα έγιναν ώσπου ο Τηλέγονος, γιος του Οδυσσέα από την Κίρκη, έφτασε στην Ιθάκη και σκότωσε κατά λάθος τον πατέρα του.

Ελάχιστα αποσπάσματα και πληροφορίες σώζονται και για κάποια ακόμα ηρωικά έπη που γράφτηκαν στα αρχαϊκά χρόνια. Ανάμεσά τους τρία τουλάχιστον είχαν τον τίτλο Ἡράκλεια και διηγόνταν τα κατορθώματα του μεγάλου ήρωα των Δωριέων. Έναν άλλο μεγάλο μυθολογικό κύκλο, την Αργοναυτική εκστρατεία, αντιπροσώπευαν τα Ναυπάκτια του Καρκίνου και τα Ἀργοναυτικά του Επιμενίδη (7ος/6ος π.Χ. αι.).

Χαμένα είναι και τα πολλά αρχαϊκά θρησκευτικά-διδακτικά έπη. Τα περισσότερα σχετίζονταν με μυστικές λατρείες και κυκλοφορούσαν ως έργα γραμμένα από μυθικές προσωπικότητες, θείους ἄνδρες σαν τον Ορφέα και τον Μουσαίο, τους μυθικούς τραγουδιστές, ή σαν τον Άβαρη, τον μάντη από τη Σκυθία που ζούσε χωρίς τροφή και ταξίδευε κρατώντας χρυσό βέλος, σύμβολο του θεού Απόλλωνα (Ηρόδοτος). Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι Θεογονία, Χρησμοί, Τελεταί, Καθαρμοί, Ὕμνοι κ.ά.

Στη θρησκευτική επική ποίηση ανήκουν και οι λεγόμενοι ομηρικοί ύμνοι, μια συλλογή από 33 ύμνους σε διάφορες θεότητες. Προοίμια τους ονομάζει η αρχαία παράδοση, γιατί οι ραψωδοί συνήθιζαν να υμνούν ένα θεό πριν ξεκινήσουν το καθαυτό τραγούδι τους. Είναι βέβαια λάθος να αποδίδονται στον Όμηρο· όμως οι τέσσερις πολύστιχοι αφηγηματικοί ύμνοι[3] (εἰς Δήμητραν, εἰς Ἀπόλλωνα, εἰς Ἑρμῆν και εἰς Ἀφροδίτην) έχουν υψηλή ποιότητα και δεν εκφράζουν μόνο την ευσέβεια αλλά και τη ζωντάνια και την ποιητική μαστοριά της Αρχαϊκής εποχής.

Έντονα θεολογικές και διδακτικές διαστάσεις είχε και ένα χαμένο φιλοσοφικό έπος που αναφέρεται με τον συμβατικό τίτλο Περὶ φύσεως. Ποιητής του ο Ξενοφάνης (6ος/5ος π.Χ. αι.), στοχαστής από την Κολοφώνα της Μικρασίας που όμως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Κάτω Ιταλία. Εκεί, στην Ελέα, μεταφύτεψε τα σπέρματα της ιωνικής φιλοσοφίας, εκεί λένε πως είχε μαθητή τον κατοπινό ιδρυτή της ελεατικής σχολής, τον Παρμενίδη (Χαρακτηριστική για τη σκέψη του είναι η ρητή διαφωνία του με την ομηρική και ησιόδεια θεολογία, όπου οι θεοί παρουσιάζονται να κάνουν «όλα όσα στους ανθρώπους φέρνουν ντροπή και ψόγο: να κλέβουν, να μοιχεύουν και να εξαπατούν ο ένας τον άλλον» (απόσπ. 11 DK.)· γι᾽ αυτόν «ένας θεός είναι ο πιο μεγάλος, μήτε στην όψη παρόμοιος με τους θνητούς, μήτε στη σκέψη» (απόσπ. 23 DK.). Ο Ξενοφάνης έγραψε ακόμα σατιρικά-επικριτικά τραγούδια, τους Σίλλους, και ελεγείες (σ. 71 (2:2.4.Β.iii.δ.)).

Στα αρχαϊκά χρόνια πρωτοσυναντούμε και μια σημαντική κατηγορία διδακτικών επών, τις τοπικές ιστορίες. Έτσι, για παράδειγμα, ο κυκλικός ποιητής Εύμηλος αφηγήθηκε στα Κορινθιακά τη μυθική προϊστορία της πατρίδας του και στην Εὐρωπία τα σχετικά με την Κεντρική Ελλάδα, που τα πρώιμα εκείνα χρόνια ονομαζόταν Ευρώπη.[4] Παρόμοια είναι και τα έργα του Ξενοφάνη Κολοφῶνος κτίσις και Ὁ εἰς Ἐλέαν τῆς Ἰταλίας ἀποικισμός, όπου περιγράφονταν γεγονότα της πρόσφατης και σύγχρονης ιστορίας. Είναι κρίμα, και για τους ιστορικούς, τα παραπάνω έργα να έχουν όλα χαθεί.[5]

Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι, εκτός από τα ηρωικά και διδακτικά έπη, οι ραψωδοί είχαν στο ρεπερτόριό τους και άλλα τραγούδια, σατιρικά, για να τα τραγουδούν όταν το ζητούσε η ώρα. Τέτοια τραγούδια (παίγνια, «παιχνίδια», τα ονομάζουν οι φιλόλογοι) υπήρχαν από παλιά,[6] αλλά όσα μας είναι γνωστά, ακόμα και όταν η παράδοση τα αποδίδει στον Όμηρο, πιστεύουμε ότι γράφτηκαν στην Αρχαϊκή εποχή.

Πιο συνηθισμένη μορφή στα παίγνια είναι η παρωδία, όπου με τα μεγαλόπρεπα ύφος, γλώσσα και μέτρο του έπους περιγράφονται ηρωικές τάχα συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορα ζωάκια. Μας έχει σωθεί μόνο η Βατραχομυομαχία, με πρωταγωνιστές τον βασιλιά των βατράχων Φυσίγναθο (= Φουσκομάγουλο) και τον άρχοντα ποντικό Ψιχάρπαγα (= Ψιχουλαρπάχτη), αλλά ξέρουμε ότι παρόμοια έργα ήταν και τα χαμένα Γερανομαχία, Ψαρομαχία και Ἀραχνομαχία, που και αυτά η παράδοση τα αποδίδει στον Όμηρο.

Στα παίγνια ανήκουν (και πάλι αποδίδονταν στον Όμηρο) διάφορα ακόμα χαμένα αρχαϊκά έργα: ένα ερωτικό, οι Ἐπικιχλίδες, όπου οι πρωταγωνιστές αδελφοί Κέρκωπες ήταν «πανούργοι, δόλιοι, απατεώνες κόλακες», και ένα για κάποιον χαζό, με το όνομα Μαργίτης, που «πολλές δουλειές εκάτεχε, αλλά σωστά καμία», που δε μπορούσε να μετρήσει πέρα από το πέντε και που παντρεμένος δεν πλησίαζε τη γυναίκα του, γιατί φοβόταν, όπως έλεγε, «μην τον αδικοβάλει στη μαμά της»!
------------------------------
1. Γνωστή είναι η συντεχνία των «Ὁμηριδῶν στη Χίο, που φυσικά ισχυρίζονταν ότι συνέχιζαν αδιάσπαστη την παράδοση του Ομήρου.

2. Οι μαρτυρίες δε συμφωνούν μεταξύ τους, και τυχαίνει μερικά έπη να αποδίδονται και στον ίδιο τον Όμηρο.

3. Η έκτασή τους κυμαίνεται από 545 (ο μεγαλύτερος) ως 293 στίχους. Οι υπόλοιποι ύμνοι, που χρονολογικά ανήκουν σε νεότερες εποχές, καλύπτουν από 60 ως και 4 μόνο στίχους.

4. Ευρώπη ονομάστηκε αργότερα η ηπειρωτική Ελλάδα και στη συνέχεια, τον 5ο π.Χ. αιώνα, ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος, σε αντιδιαστολή με την Ασία.

5. Ανάλογο ιστορικό περιεχόμενο είχαν και τα χαμένα ποιητικά έργα Σμυρνηΐς του Μίμνερμου και Ἰωνικά του Πανύαση.

6. Έτσι και στην Οδύσσεια ο Δημόδοκος στην υπαίθρια σύναξη των Φαιάκων τραγουδά, με ευτράπελη διάθεση, τον παράνομο έρωτα του Άρη και της Αφροδίτης και πώς ο απατημένος σύζυγος, ο Ήφαιστος, τους έπιασε στο δίχτυ.

Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι μύθοι της παράδοσής μας

Τι σημαίνει το γεγονός ότι διερωτώμεθα για τη σχέση μας με την παράδοση; Ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ’ την παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την παράδοση σαν παράδοση: ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής. Και μπορούμε να το καταλάβουμε και λογικά: για να διερωτηθούμε για τη σχέση μας με την παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια απόσταση απ’ την παράδοση. Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά. Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης με την παράδοση.

Ο πρώτος που ασφαλώς πρέπει να ήταν και μόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι την 1η χιλιετία πΧ, είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουμε ότι σε αυτές τις κοινωνίες, τρόπος ζωής, έθιμα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες ηωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές.Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι μόνο υπάρχει μια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και μια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν μια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως μια ιερή φύση που φυσικά μεταβιβάζουν και στα δημιουργήματά τους. Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι μια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.

Η κλασσική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ’ όλο που προέρχεται από μια κοινωνία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει μια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, εδιάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς μια φυλή στην οποία μια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» –Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.

Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οποιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών με την παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική. Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται με την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στην Δυτική Ευρώπη – και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση με την παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη με αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική με τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη με τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια με μια ριζική ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καμιά σχέση με τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της μυθικής παράδοσης του κόσμου. Πχ και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματα τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης. Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.

Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω με παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ο Όμηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασσική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης ότι μετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν, δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασσικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά μόνο στην αλεξανδρινή εποχή, εποχή παρακμής, με τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται μια προσπάθεια μίμησης των ομηρικών επών, φυσικά με πολύ μέτρια αποτελέσματα.

Αλλά το πιο λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μεταμόρφωσης της παράδοσης μας το δίνει η Αθηναϊκή τραγωδία και η σχέση της με την άλλη προαιώνια μεγάλη ελληνική δημιουργία, τον μύθο. Όλοι οι λαοί έχουν ωραίους μύθους, αλλά μόνο οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται με μυθική μορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιό βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Έλληνες, ας πούμε του 6ου πΧ αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι ότι η τραγωδία, που με μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Άλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το μεταμορφώνει και του δίνει μιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση με την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει με τα καινούργια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.

Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη μας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η μυθοσκοπία.

Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Συνοπτικά η τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί μια καινούργια μορφή τέχνης που της επιτρέπει, σε μια οργανική συνέχεια με το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική ή τη ζωγραφική όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.

Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να μακρυγορήσω, θα υπενθυμίσω πόσο ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθειά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασσικοί Γερμανοί, ο Chpin, o Musorsgy, μ’ αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας.

Η περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μοναδικό εκκλησιαστικό άσμα.

Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.

Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.

Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σημερινοί Βυζαντινοκάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.

Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.

Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή – τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου. Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες.

Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια.

Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης. Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθειά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση -και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά-θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

Κορνήλιος Καστοριάδης, Διάλεξη στον Τριπόταμο της Τήνου στις 20/8/1994

Μη θυμώνετε. Ξεπεράστε το

Είναι πολύ όμορφο να μένετε σιωπηλοί όταν οι άλλοι περιμένουν να είστε εξοργισμένοι.

Οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν το πραγματικό νόημα, συχνά λένε τη λέξη «κάρμα» σαν κάτι αρνητικό. Από τη δική μου εμπειρία, το κάρμα λειτουργεί και θετικά και αρνητικά.

Η λέξη κάρμα δηλώνει τον κύκλο του αιτίου και του αιτιατού, κάτι που σημαίνει πως κάθε πράξη που κάνει κάποιος στη ζωή του θα τον επηρεάσει σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Αυτός ο κανόνας ισχύει επίσης για τις σκέψεις και τα λόγια κάποιου.

Στη ζωή σας έχετε απίστευτη δύναμη να δημιουργήσετε καλές και άσχημες εμπειρίες που θα βασίζονται στα λόγια και τις πράξεις σας. Αν και έχετε όλη την καλή διάθεση να κάνετε το καλύτερο που μπορείτε ανά πάσα στιγμή, μερικές φορές το «καλύτερο που μπορείτε» προκαλεί πόνο και στενοχώρια σε κάποιον άλλον.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάνει κακές επιλογές για χάρη κάποιου άλλου για τις οποίες αργότερα έχουν μετανιώσει. Μερικές φορές οι δικές μας ανάγκες παρεμποδίζουν αυτό που ξέρουμε στην καρδιά μας πως είναι το σωστό.

Το Σύμπαν θα φέρει πίσω σε εσάς όλα όσα κάνατε ή όσα συναισθήματα προκαλέσατε σε κάποιον άλλον. Αυτό το καρμικό μπούμερανγκ σας βοηθάει να πάρετε ένα μάθημα για το πώς οι πράξεις σας επηρεάζουν τους άλλους και πώς να είστε πιο συμπονετικοί.

Αντί να ελπίζετε πως ο προκλητικός άνθρωπος θα εισπράξει τα καρμικά χρωστούμενα, προσπαθήστε να έχετε μια πιο συμπονετική οπτική. Τι θα θέλατε να εύχονται οι άλλοι για εσάς;

Ακολουθήστε τα πέντε βήματα που ακολουθούν ώστε να κάνετε ένα καρμικό καθάρισμα στον εαυτό σας:

1. Να νιώθετε ευγνωμοσύνη για κάθε εμπειρία, είτε καλή είτε κακή.

2. Να ενεργείτε από αγάπη προς όλους, άσχετα με τι έχουν κάνει εκείνοι.

3. Ελέγξτε τα κίνητρά σας και βεβαιωθείτε πως προέρχονται από αγάπη προς εσάς και τους άλλους.

4. Προσέξτε τη συμπεριφορά σας γιατί οι αρνητικές σκέψεις δημιουργούν αρνητική ενέργεια η οποία κατευθύνεται σε εσάς.

5. Συγχωρήστε. Μπορεί να είναι το δυσκολότερο πράγμα αλλά και το πιο σημαντικό ώστε να δημιουργήσετε ένα όμορφο κάρμα.

Την επόμενη φορά που ένας φίλος, ένας ξένος ή ένα μέλος της οικογένειάς σας πει ή κάνει κάτι κακό σε εσάς ή σε άλλους, πείτε στον εαυτό σας να του στείλει αγάπη και φως. Θυμηθείτε πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται άσχημα όταν βρίσκονται κάτω από πίεση ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη ζωή τους. Δεν έχει να κάνει με εσάς αλλά με τους άλλους. Πάντα έχει να κάνει με τους άλλους.

Αυτό λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο αν εσείς είστε εκείνοι που μοιράζετε την αρνητικότητα. Έχει να κάνει με εσάς, όχι με τους άλλους.

Θα σας συμβούν μερικές εκπληκτικές και θετικές εξελίξεις όταν θα σταματήσετε να εύχεστε άσχημο κάρμα στους ανθρώπους που σας έχουν πληγώσει.

Για εμένα λειτούργησε. Η συγγραφική μου σταδιοδρομία άνθισε και η σχέση μου με τα παιδιά μου βελτιώθηκε επειδή σταμάτησα να είμαι σκληρή με τον εαυτό μου. Άρχισα να λαμβάνω γενναιοδωρία και αφθονία.

Αν είστε γενναιόδωροι αλλά έχετε ατυχίες, δεν σας τιμωρεί το Σύμπαν. Το κάρμα δεν ακολουθεί τον χρόνο. Υποχωρεί και έρχεται ξανά αλλά όχι σύμφωνα με τον δικό μας χρόνο. Έρχεται όμως.

Μη θυμώνετε. Μην ανταποδίδετε. Κάντε κάτι καλύτερο. Ξεπεράστε το. Απορροφηθείτε τόσο από τη δική σας επιτυχία ώστε να ξεχάσετε ότι σας συνέβη.

Ο τρόπος ντυσίματος των προγόνων μας

Γένια και μουστάκια

Οι περισσότεροι Έλληνες της κλασικής εποχής συνήθιζαν να αφήνουν μουστάκια και γένια. Οι πιο πολλοί ήταν «πωγωνοφόροι», δηλαδή άφηναν γένια μόνο στο πιγούνι, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Ωστόσο, κάποτε έπρεπε να τα κόβουν, κυρίως για τις ανάγκες του πολέμου, αφού κινδύνευαν να προσφέρουν πρόχειρη λαβή στον εχθρό. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που απέφευγαν τα γένια για λόγους καλαισθησίας. Αυτοί χαρακτηρίζονταν θηλυπρεπείς και αποτελούσαν πάντοτε στόχο για ειρωνικά σχόλια εκ μέρους των φιλοσόφων.

Μακριά μαλλιά ή «γουλί»

Οι νεαροί Αθηναίοι του 5ου αιώνα συνήθιζαν να κόβουν τα μαλλιά τους σχετικά κοντά, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που τα άφηναν μακριά ή, αντίθετα, τα κούρευαν «γουλί». Οι μεγαλύτεροι είχαν συνήθως μακριά μαλλιά, ενώ άφηναν και γένια. Οι γυναίκες συνήθιζαν να πιάνουν τα μαλλιά τους σε αλογοουρά που την έδεναν με μία κορδέλα, ή σε κότσο πιασμένο με κορδέλες, ή τα σκέπαζαν με μαντίλι για το κεφάλι. Μόνο όταν πενθούσαν έκοβαν τα μαλλιά τους.

Βιοτεχνία ενδυμάτων

Το μαλλί των προβάτων ήταν η βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των ενδυμάτων στην Αττική. Τα καλοκαιρινά ρούχα έπρεπε να είναι λεπτοϋφασμένα, ώστε απλώς να καλύπτουν το σώμα και να μην είναι ζεστά, ενώ τα χειμερινά ήταν πυκνοϋφασμένα και βαριά, για να προφυλάσσουν από το κρύο και τον αέρα. Το έργο της ύφανσης αναλάμβαναν οι γυναίκες του σπιτιού, η μητέρα και οι θυγατέρες, μαζί με τις δούλες. Η τέχνη του αργαλειού, μάλιστα, ήταν βασικό προσόν για τα κορίτσια που επρόκειτο να παντρευτούν.

Ανδρική κολεξιόν

Οι Έλληνες φορούσαν ρούχα κυρίως από μαλλί αλλά και από λινάρι, καθώς και ένα ρούχο κατασκευασμένο από ύφασμα τριχών ζώων, τον «σάκκο». Το βασικό ρούχο τους ήταν ο χιτώνας, που ήταν δύο ειδών: η «εξωμίς», που τη φορούσαν οι δούλοι και οι χειρώνακτες ριχτή στον αριστερό ώμο, ενώ ο δεξιός ώμος παρέμενε ελεύθερος. Ο χιτώνας ήταν μια πιο ραφινάτη εκδοχή, κάλυπτε και τους δύο ώμους και έφερε και ζώνη. Τα παιδιά φορούσαν κοντό χιτώνα χωρίς ζώνη. Οι άνδρες φορούσαν επίσης και ιμάτιο, ένα μεγάλο ορθογώνιο μάλλινο ύφασμα, που το έριχναν στον αριστερό τους ώμο και κάλυπτε το σώμα ως τα πόδια. Συχνά χρησιμοποιούσαν κι ένα είδος παλτού, τη χλαμύδα, η οποία κατασκευαζόταν από πιο χοντρό ύφασμα. Εσώρουχα δεν χρησιμοποιούσαν. Παπούτσια φορούσαν διαφόρων ειδών. Από ελαφρά σανδάλια μέχρι πολύ καλής ποιότητας μπότες.

Γυναικεία κολεξιόν

Οι γυναίκες φορούσαν συνήθως έναν μάλλινο χιτώνα που έφτανε ως τους αστραγάλους ή έναν λινό, που ήταν πιο πολυτελής απ’ τον μάλλινο. Το φόρεμά τους το συγκρατούσαν με δύο καρφίτσες στους ώμους ή σε διαφορετικές θέσεις, ανάλογα με τα μανίκια. Φορούσαν και οι γυναίκες ιμάτιο, που συνήθως ήταν παρόμοιο με το ανδρικό. Σε διάφορες αρχαίες παραστάσεις απεικονίζονται με γυμνά πόδια, αλλά αυτό δεν φαίνεται να ήταν ο κανόνας, αφού επίσης εικονίζονται να φορούν ελαφρά σανδάλια.

Το μακρύ και το κοντό τους…

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν ειδικοί υπάλληλοι, οι «γυναικονόμοι», που επέβλεπαν την τήρηση των κανονισμών σχετικά με τα φορέματα των γυναικών, ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές. Αλλά και ο κοινωνικός έλεγχος για την εμφάνιση των ανδρών δεν ήταν λιγότερο αυστηρός. Το μήκος του ανδρικού χιτώνα μπορούσε να δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια: ένας χιτώνας υπερβολικά κοντός συνιστούσε απρέπεια, ενώ όταν ήταν υπερβολικά μακρύς, ώστε να σέρνεται στο έδαφος, θεωρείτο στοιχείο επίδειξης αμφίβολης αρετής, ακόμα και θηλυπρέπειας.

Στην Αθήνα η ροπή των γυναικών στην πολυτελή εμφάνιση είχε βρει μιμητές μεταξύ των ανδρών. Δεν ήταν λίγοι οι γνωστοί άνδρες που φορούσαν πολύχρωμα και πολυτελή ενδύματα, καθώς και πολύτιμα κοσμήματα. Ο Αλκιβιάδης κυκλοφορούσε με πορφυρόχρωμα ενδύματα και έσφιγγε τις μπότες του με επιχρυσωμένους ιμάντες. Ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης φορούσαν μακριά και λεπτά πολυτελή ενδύματα, ενώ ο Γοργίας και ο Ιππίας πορφυρόχρωμα. Λένε ότι ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα φορούσε παπούτσια από ορείχαλκο, ενώ ο ζωγράφος Ζεύξις εμφανίστηκε στην Ολυμπία με ένα φόρεμα στο οποίο ήταν κεντημένο το όνομά του με χρυσά γράμματα. Ωστόσο, οι άνδρες που από ματαιοδοξία μιμούνταν τη μόδα των γυναικών ήταν εκτεθειμένοι στη χλεύη των κωμικών ποιητών.

Γυναικεία «όπλα»

Οι Αθηναίες ενδιαφέρονταν πολύ για την εμφάνισή τους. Της μόδας ήταν οι «εσθήτες» και οι χιτώνες με έντονα χρώματα, ειδικά μάλιστα οι κίτρινοι χιτώνες θεωρούνταν ιδιαίτερα προκλητικοί. Στα μαλλιά μπορούσαν να φορούν μαντίλι, τον «κεκρύφαλον», στους ώμους ένα είδος εσάρπας, το «επώμιον», ενώ για το στήθος είχαν το «στρόφιον», ένα είδος στηθόδεσμου. Οι περούκες, επίσης, δεν ήταν άγνωστες, ενώ ο καθρέφτης ήταν μόνιμο αξεσουάρ, όπως και το ξυράφι για την αφαίρεση των ενοχλητικών τριχών.

Τον «περόνιασαν»

Κάποτε οι Επιδαύριοι, για να καρποφορήσει η γη τους, είχαν λάβει χρησμό να κατασκευάσουν δύο αγάλματα από ξύλο ελιάς. Οι Αθηναίοι τους επέτρεψαν να κόψουν ένα από τα δέντρα τους, με τον όρο να στέλνουν κάθε χρόνο προσφορές στην Πολιάδα Αθηνά και στον Ερεχθέα. Αργότερα, οι Αιγινήτες άρπαξαν τα αγάλματα αυτά και οι Επιδαύριοι σταμάτησαν να στέλνουν τις προσφορές. Για να τα πάρουν πίσω, οι Αθηναίοι έστειλαν στρατό στην Αίγινα. Οι Αιγινήτες εξολόθρευσαν το εκστρατευτικό αυτό σώμα, από το οποίο μόνο ένας στρατιώτης κατόρθωσε να σωθεί και να επιστρέψει στην Αθήνα. Όταν γύρισε και ανήγγειλε την καταστροφή, οι γυναίκες όσων είχαν εκστρατεύσει μαζί του, και είχαν χαθεί, στάθηκαν γύρω του και, ρωτώντας η καθεμία πού ήταν ο άντρας της, τον κεντούσε με την περόνη που συγκρατούσε το φόρεμά της. Με αυτόν τον τρόπο τον σκότωσαν. Ύστερα από το έγκλημα αυτό, επιβλήθηκε στις γυναίκες της Αθήνας η υποχρέωση να φορούν ιωνικά φορέματα αντί για δωρικά, ώστε να μη μεταχειρίζονται περόνες.

Τα ξύλινα παπούτσια

Στην αρχαία Αθήνα ένα είδος γυναικείων παπουτσιών ήταν οι «κόθορνοι». Είχαν το ίδιο σχήμα, με αποτέλεσμα να ταιριάζουν και στα δύο πόδια, ενώ οι σόλες τους ήταν κατασκευασμένες από ξύλο αρκετά παχύ, ώστε να αυξάνεται το ύψος αυτών που τα φορούσαν. Φαίνεται ότι για τον ίδιο λόγο στο εσωτερικό τμήμα της φτέρνας υπήρχε πρόσθετο υλικό. Οι «κόθορνοι» φοριούνταν από τους ηθοποιούς στο θέατρο, κυρίως γιατί έτσι οι ηθοποιοί φαίνονταν ψηλότεροι. Ωστόσο, επειδή ταίριαζαν και στα δύο πόδια, θεωρούνταν σύμβολο άστατου χαρακτήρα.

Για τα κακά πνεύματα…

Η συνήθεια να τρυπούν οι γυναίκες τον λοβό του αυτιού για να κρεμάσουν από εκεί σκουλαρίκια επικρατούσε και στην αρχαία Ελλάδα. Οι Ελληνίδες της εποχής του Περικλή δεν φορούσαν τα βαριά και περίπλοκα σκουλαρίκια της μυκηναϊκής χρυσοχοΐας, αλλά συνήθως μικρούς μεταλλικούς δίσκους, με μια τρύπα στη μέση, πλούσια στολισμένους, π.χ. με έναν ρόδακα. Μπορούσαν επίσης να φορούν μικρά αγαλματάκια ζώων, σαν φυλαχτά. Η μόδα να περνούν «δαχτυλίδια» στον αστράγαλο ή τη γάμπα ήταν πολύ διαδεδομένη και ήταν συνέπεια πεποιθήσεων που σχετίζονταν με δεισιδαιμονίες για αποτροπή του κακού.

Εφεύρεση 2.500 ετών!

Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή η βεντάλια, δηλαδή το «ριπίδιον», ωστόσο αυτό δεν έμοιαζε καθόλου με τη σημερινή βεντάλια, καθώς δεν ήταν πτυσσόμενο. Αντίθετα, η ομπρέλα, το «σκιάδιον», ήταν σχεδόν ίδιο με τη σημερινή ομπρέλα. Κατασκευαζόταν από ένα κομμάτι στρογγυλό ύφασμα, που το κρατούσαν τεντωμένο μεταλλικές βέργες, οι οποίες συμπιέζονταν από έναν κρίκο που γλιστρούσε ελεύθερα κατά μήκος ενός ραβδιού.

Χρώματα και αρώματα…

Τέλος, στην Αθήνα της κλασικής εποχής η χρήση των αρωμάτων, τόσο από τους άνδρες όσο και από τις γυναίκες, ήταν συνήθεια καθημερινή. Η περιποίηση του προσώπου, όμως, με την προσθήκη διαφόρων υλικών, ήταν αποκλειστικά έργο των γυναικών.

Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από ουσίες κατάλληλες για να βάφονται τα μάγουλα, τα χείλη και τα μάτια: πούδρες και διάφορα έλαια, αναμεμειγμένα με χρωστικές ουσίες σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις. Το ψιμύθιο έδινε λευκό χρώμα και ο μίλτος κόκκινο, για τα μάγουλα και τα χείλια, ενώ με το φούμο βάφονταν τα βλέφαρα και τα φρύδια. Όλα αυτά απλώνονταν στο πρόσωπο με σπάτουλες, κουτάλια και ραβδάκια από ξύλο και άλλα υλικά. Το βάψιμο των μαλλιών ήταν συνήθεια των εταίρων (σ.σ. οι πόρνες της αρχαιότητας), ενώ τα τατουάζ φαίνεται ότι συνηθίζονταν από δούλες βαρβαρικής προέλευσης.

Ο θάνατος του άλλου είναι και δικός μας θάνατος

Όταν θνήσκει ο άλλος, θνήσκει και ένα κομμάτι του εαυτού μας. Θνήσκει το κομμάτι της τρέχουσας καθημερινότητας και ο μελλοντικός εαυτός μας, δηλαδή οι προσδοκίες που είχαμε για όσα θα ζούσαμε μαζί και αυτοί που θα γινόμασταν μαζί, ο ένας για χάρη του άλλου. Γι’ αυτούς τους λόγους με κάθε απώλεια απομένουμε λιγότεροι. Η οδύνη της απώλειας δεν μεταστοιχειώνεται ποτέ πλήρως σε σοφία, πράγμα που σήμερα παραγνωρίζεται σε ένα καθεστώς επιβεβλημένης διαρκούς αυτοβελτίωσης.

Ο έρωτας έχει πάντοτε ημερομηνία λήξης; Είναι μια αμοιβαία παρεξήγηση με ημερομηνία λήξης που ενίοτε οδηγεί στο θαύμα. Συνήθως αναζητούμε στον άλλον κάτι που έχουμε απολέσει ή κάτι που ποτέ δεν είχαμε ή κάτι που νομίζουμε ότι θα θέλαμε να έχουμε. Υπάρχει όμως μια διαφορά μεταξύ αυτού που χρειάζεται κανείς και αυτού που επιθυμεί. Συχνά θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε αυτό που επιθυμούμε, γι’ αυτό η επιθυμία απολήγει στην οδύνη.

Και η αγάπη τι περιεχόμενο έχει; Δεν γνωρίζω, όμως έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα από τον έρωτα, διότι προσφέρεται δίχως αντάλλαγμα ή απαιτήσεις. Η αγάπη δεν ελπίζει σε τίποτα. Δεν την ενδιαφέρει ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Είναι εντός του χρόνου, αλλά συνάμα τον υπερβαίνει.

Τελικά είναι πιο χρήσιμο να θυμόμαστε ή να ξεχνάμε; Όταν ήμουν νεότερος προέκρινα τη μνήμη έναντι της λήθης. Μεγαλώνοντας, πιστεύω ότι είναι εξίσου σημαντικό να λησμονούμε. Απώλειες, τραύματα, διαψεύσεις, δεν χρειάζεται να τα μνημονεύουμε διαρκώς και με συγκινησιακή ένταση. Παρεξηγήσεις της καθημερινότητας, ένας φίλος που μας απογοήτευσε, μια σύντροφος που μας πλήγωσε ή ένας οικογενειακός καβγάς είναι πράγματα που συχνά είναι φρονιμότερο να λησμονούμε.

Ακόμη και στο επίπεδο της κοινωνίας η ιστορική μνήμη συνυπάρχει με τη λήθη, η μία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την άλλη. Η σημασία της λήθης είναι σημαντικότερη στην εποχή μας όπου όλα αποθηκεύονται ψηφιακά. Το δικαίωμα στη λήθη βαραίνει ιδιαίτερα σε ένα διηνεκές παρόν, όπου το παρελθόν δεν παρέρχεται. Οι απόγονοί μας θα διατρέχουν τα ψηφιακά χρονολόγιά μας στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, γνωρίζοντας ασυγκρίτως περισσότερα για εμάς απ’ ό,τι εμείς για τους δικούς μας προγόνους.

Και στην επιλογή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική; Εξίσου και τα δύο. Αλλά προτιμώ το πάθος να καίει όπως ο πάγος και όχι όπως η φωτιά.

Και πράγματι, οι διαδρομές που κάνουμε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα ταξίδι στον χρόνο. Παιδιά που είχαν σχολάσει, παντοπωλεία μιας άλλης εποχής, διαρκής κίνηση, στάσεις αναψυχής και ατμόσφαιρα γειτονιάς που σε εντυπωσιάζει.

Βέβαια, δεν μπορώ να μη ρωτήσω έναν άνθρωπο του οποίου η σκέψη κυριαρχείται από υπαρξιακά ερωτήματα τι εκείνος κρίνει ως σημαντικό στον βίο μας; Για μένα, είναι η ικανότητα να συμπάσχουμε και να αγαπάμε που καθορίζει, μαζί με τη φαντασία, την ανθρωπινότητά μας.

Για το τέλος έχω κρατήσει ένα τελευταίο ερώτημα. Ακόμα και όλα να τα έχουμε, πάντα κάτι λείπει. Το ανικανοποίητο είναι ίδιον του ανθρώπου, όπως και η διαρκής επιδίωξη της ευτυχίας. Ωστόσο νομίζω ότι είναι προτιμότερη η ελευθερία από την ευτυχία, διότι η τελευταία είναι φευγαλέα, εύθραυστη και καθορίζεται σημαντικά και από την τύχη. Ενώ η ελευθερία εξαρτάται περισσότερο από εμάς τους ίδιους, λαμβάνοντας υπόψη και τους άλλους, διότι, δίχως τους άλλους, παύει να υφίσταται.

Πλούταρχος: Η θέση της φιλοσοφίας στην παιδεία

Θα πρέπει ο ελεύθερος νέος να μπορεί να παρακολουθήσει και τα άλλα, τα λεγόμενα «εγκύκλια» μαθήματα, έτσι για να πάρει μια γεύση θα έλεγα (γιατί είναι αδύνατο να τελειοποιηθεί σε όλα), τη φιλοσοφία όμως θα πρέπει να τη λατρεύει.

Και για να διατυπώσω την γνώμη μου ετούτη κάπως παραστατικά: το να ταξιδέψεις σε πολλές πόλεις είναι καλό, όμως το να κατοικήσεις στην καλύτερη είναι χρήσιμο. Αλλά και ο Βίων ο φιλόσοφος, κάνοντας μια χαριτωμένη παρομοίωση έλεγε ότι, όπως οι μνηστήρες της Πηνελόπης, μη μπορώντας να συνουσιαστούν μαζί της, τα έφτιαχναν με τις υπηρέτριες της, έτσι και όσοι δεν μπορούν να τα βρουν με τη φιλοσοφία, χαραμίζονται σε άλλους τομείς της γνώσης που δεν αξίζουν τον κόπο.

Η φιλοσοφία, λοιπόν, θα πρέπει να είναι η κεφαλή της παιδείας. Για τη φροντίδα του σώματος οι άνθρωποι εφεύραν δυο επιστήμες, την ιατρική και τη γυμναστική’ η πρώτη τού δίνει υγεία κι η δεύτερη το μπολιάζει με ευεξία. Όμως για τις αρρώστιες και τα πάθη της ψυχής το μόνο φάρμακο είναι η φιλοσοφία.

Χάρη σ’ αυτήν και μέσω αυτής μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι καλό και τι αισχρό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, και γενικά τι επιλογές να κάνουμε στη ζωή και τι να αποφεύγουμε. Τι στάση να τηρούμε προς τους θεούς, προς τους γονείς, προς τους γεροντότερους, προς τους νόμους, προς τους ξένους, τους κυβερνήτες, τους φίλους, τις γυναίκες και τα παιδιά μας, τους δούλους. Ότι πρέπει να λατρεύουμε τους θεούς, να τιμούμε τους γονείς, να σεβόμαστε τους ηλικιωμένους, να πειθαρχούμε στους νόμους και στους κυβερνήτες, ν’ αγαπάμε τους φίλους, να είμαστε συνετοί με τις γυναίκες, στοργικοί με τα παιδιά, και να μη φερόμαστε προσβλητικά στους δούλους.

Και κυρίως, το να μην χαιρόμαστε υπερβολικά όταν όλα μας πάνε καλά μήτε να μας πιάνει θλίψη όταν μας τυχαίνουν συμφορές μήτε να κάνουμε έκλυτη ζωή μήτε να οργιζόμαστε και να γινόμαστε θηρία. Αυτά κρίνω πως είναι τα μεγαλύτερα αγαθά που έχει να προσφέρει η φιλοσοφία. Το να ευτυχείς με τρόπο αξιοπρεπή, είναι ένδειξη ανδρείας, όμως το να ευτυχείς με τρόπο που να μη προκαλείς το φθόνο δείχνει άνθρωπο που δεν έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα’ κι αν δεν είσαι σοφός δεν μπορείς να υποτάσσεις τις ηδονές στη λογική’ όπως και το να συγκρατείς την οργή σου είναι κάτι που δεν μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε.

Τέλειους ανθρώπους θεωρώ εκείνους που μπορούν και συνδυάζουυ την πολιτική με την φιλοσοφία, κατέχοντας και τα δύο μέγιστα αγαθά: το να ’ναι η ζωή τους ωφέλιμη για την κοινωνία, καθώς θ’ ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα, και συνάμα γαλήνια και ατάραχη, καθώς θα καταγίνονται με τη φιλοσοφία.

Υπάρχουν τρεις τρόποι ζωής: ο πρακτικός, ο θεωρητικός και ο απολαυστικός. Ο τελευταίος τρόπος, το να ζεις έκλυτα και να ’σαι δούλος των ηδονών, είναι ζωώδης και μικροπρεπής’ ο δεύτερος τρόπος, ο θεωρητικός, είναι ανώφελος γιατί χωλαίνει στην πράξη’ ενώ ο πρακτικός τρόπος, επειδή είναι άμοιρος φιλοσοφίας, είναι αγροίκος και πλανημένος. Πρέπει λοιπόν να καταβάλλει κανείς τη μεγαλύτερη προσπάθεια, και να μετέχει στα κοινά και να καταγίνεται με τη φιλοσοφία, όσο το επιτρέπουν ot περιστάσεις.

Έτσι έζησαν μες στην κοινωνία ο Περικλής και ο Αρχύτας ο Ταραντίνος’ όπως και ο Δίων ο Συρακούσιος και ο Επαμεινώνδας ο Θηβαίος, που κι οι δυο τους υπήρξαν φίλοι του Πλατωνα. (Περί παίδων αγωγής, αποσπ.).

Πατέρες και γιοι

Αυτά που θα πω τώρα, θίγουν την ανθρώπινη πλευρά του ζητήματος: το ξαναλέω, δεν έχω καμιά αξίωση να δείχνουν οι πατεράδες σκληρό και άκαμπτο χαρακτήρα’ αντίθετα, να θυμίζουν στον εαυτό τους πως και αυτοί υπήρξαν νέοι, και συχνά να συγχωρούν κάποια σφάλματα του παιδιού. Κι όπως οι γιατροί ανακατεύουν τα πικρά φάρμακα με γλυκούς χυμούς, επινοώντας έτσι έναν τρόπο να πετύχουν το ωφέλιμο μέσω της ευχαρίστησης, έτσι θα πρέπει και οι πατέρες την αυστηρότητα της επιτίμησης να την συνδυάζουν με την πραότητα, και πότε να χαλαρώνουν τα ηνία και να κάνουν παραχωρήσεις στις επιθυμίες των παιδιών, και άλλοτε πάλι να σφίγγουν τα λουριά’ και πάνω απ’ όλα να αντιμετωπίζουν τα σφάλματα των παιδιών με ηρεμία —κι αν όχι, η οργή τους ας είναι προσωρινή κι ας μαλακώνει γρήγορα.

Καλύτερα ένας οξύθυμος πατέρας παρά ένας μονίμως δύσθυμος’ γιατί ο εχθρικός πατέρας που δεν σηκώνει κουβέντα, με τον τρόπο του αποδεικνύει ότι αντιπαθεί το παιδί του. Καλό είναι, καμιά φορά να προσποιείται ότι δεν τα βλέπει μερικά στραβοπατήματα, ότι δήθεν λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν καλοβλέπει και δεν ακούει καλά, ακριβώς όπως και σε άλλες περιπτώσεις κάποια πράγματα τα βλέπει κι είναι σα να μη τα βλέπει ή τα ακούει και κάνει πως δεν τ’ ακούει. Των φίλων μας τα λάθη τα δεχόμαστε’ τι το παράδοξο, να δεχτούμε και των παιδιών μας; Εδώ, τόσες και τόσες φορές παραβλέψαμε το ότι ένας δούλος μας ήταν τύφλα στο μεθύσι, και δεν τον μαλώσαμε.

Κατά καιρούς είσαι σφιχτοχέρης με το γιο σου’ όμως δίνε του κιόλας. Κάποτε αγανακτάς’ μάθε και να υποχωρείς. Εκείνος χρησιμοποίησε τον υπηρέτη για να σε ξεγελάσει’ εσύ δώσε τόπο στην οργή. Πήρε την άμαξα από το χωράφι’ όταν γύρισε σπίτι μύριζε κρασί από το χθεσινοβραδυνό μεθύσι’ αγνόησέ το. Βρωμοκοπάει αρώματα’ τσιμουδιά εσύ. Η νιότη που σκιρτάει, μόνο έτσι δαμάζεται.

Και όσους είναι πλέον υποταγμένοι στις ηδονές και κωφεύουν στις επιπλήξεις, ας επιχειρήσουμε να τους δεσμεύσουμε παν-τρεύοντάς τους, γιατί ο γάμος είναι το πιο σίγουρο χαλινάρι της νιότης. Και μάλιστα, θα πρέπει η γυναίκα που θα πάρει να μην είναι ανώτερή του, μήτε στην καταγωγή μήτε στα πλούτη’ είναι σοφή η συμβουλή που λέει, «πάρε γυναίκα στα μέτρα σου». Όποιος παίρνει γυναίκα πολύ καλύτερή του δεν είναι σύζυγος γυναίκας μα δούλος της προίκας χωρίς να το ξέρει.

Θα προσθέσω εν συντομία λίγα ακόμα και θα τελειώσω με τις συμβουλές: Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει οι πατέρες όχι μόνο να αποφεύγουν τα σφάλματα, αλλά να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να αποτελέσουν οι ίδιοι ζωντανό παράδειγμα για τα παιδιά τους, κι ο τρόπος ζωής τους να γίνει ένας καθρέφτης που κοιτώντας τον τα παιδιά τους να αποστρέφονται τα αισχρά έργα και λόγια.

Γιατί κάποιοι που επιτιμούν τους γιους τους τη στιγμή που κι οι ίδιοι πέφτουν στα ίδια σφάλματα, δεν το καταλαβαίνουν πως στην πραγματικότητα επιτιμούν τον ίδιο τον εαυτό τους. Κι αν η ζωή τους είναι γενικά φαύλη, τότε δεν έχουν δικαίωμα ούτε τους δούλους τους να επιτιμήσουν, πόσο μάλλον τους γιους τους. Για να μη πω ότι γίνονται οι ίδιοι δάσκαλοι και σύμβουλοι του κακού.

Βέβαια, το να εφαρμοστούν όλες οι παραπάνω συμβουλές είναι περισσότερο ευχής έργον παρά κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με παραινέσεις’ όμως οι περισσότερες -αν και χρειάζεται καλή τύχη και πολλή προσοχή- δεν είναι ακατόρθωτες για την ανθρώπινη φύση.

Ανεξαρτησία της εκπαίδευσης

Το μυαλό δεν είναι ένα βάζο που πρέπει να γεμίσει. Είναι σαν ένα δεμάτι ξύλα, που θέλει ένα προσάναμμα μόνο για ν’ ανάψει η φλόγα της αναζήτησης κι η λαχτάρα για την αλήθεια. Όπως όταν πάει κανείς να ζητήσει φωτιά από τον γείτονα, και βρίσκοντας εκεί στο τζάκι αναμμένη μια μεγάλη και λαμπρή φωτιά, κάθεται για ώρα και ζεσταίνεται, με τον ίδιο τρόπο, πηγαίνοντας κανείς σε κάποιον άλλο για να «μεταλάβει τον λόγο», δεν αντιλαμβάνεται ίσως ότι πρέπει ο ίδιος να ανάφει ένα δικό του φως και να διαμορφώσει δική του σκέψη, παρά κάθεται χαρούμενος και ακούει, επειδή τον θέλγει η ακρόαση.

Κι αυτά που διδάσκεται του δίνουν εξωτερικά μια λάμψη’ όμως τη μούχλα εντός του και το σκοτάδι της ψυχής δεν τα ’χει θερμάνει ούτε τα ’χει αποδιώξει με τη δύναμη της φιλοσοφίας. Αν λοιπόν χρειάζεται μια συμβουλή για το πώς να ακούει κανείς τη διδασκαλία, η συμβουλή είναι, να θυμάται ότι ταυτόχρονα με τη μάθηση πρέπει να ασκείται στην έρευνα και ανακάλυψη (την ευρεσιν), έτσι ώστε να μη γίνεται κάτοχος γνώσεων πληροφοριακού ή σοφιστικού χαρακτήρα, αλλά γνώσεων που τις οφείλει στη δική του νόηση και στη φιλοσοφία, έχοντας ως βασική αρχή για το καλώς ζην το καλώς ακούειν. (Περί του ακούειν, απόσπ.)

Αφαντασία και υπερφαντασία: Δύο παράξενα φαινόμενα

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος Το σύμπαν διαστέλλεται με ταχύτητα και δεν ξέρουμε γιατί - Προβληματισμός στους επιστήμονεςΟι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να αναπαριστούν, να ανακαλούν, να φαντάζονται δηλαδή εικόνες στο κεφάλι τους: την εικόνα ενός μήλου, πώς είναι η κουζίνα τους ή το χαμόγελο του καλύτερου φίλου τους. Όμως, αυτό δεν μπορούν να το κάνουν όλοι.

Όσοι δεν μπορούν να αναπαραστήσουν με εικόνες τίποτα στο μυαλό τους ανήκουν πιθανότατα στο 1% των ατόμων με ακραία αφαντασία, σύμφωνα με επισκόπηση μελετών για το φαινόμενο.

Είναι επίσης λιγότερο πιθανό να αναγνωρίζουν πρόσωπα, να θυμούνται τον ήχο ενός μουσικού κομματιού ή την αίσθηση του γυαλόχαρτου και είναι πιο πιθανό να ασχολούνται επαγγελματικά με την επιστήμη, τα μαθηματικά ή τους υπολογιστές.

Έως και 6% των ανθρώπων, δε, μπορεί να εμφανίζουν κάποιο βαθμό αφαντασίας.

Η αφαντασία δεν είναι διαταραχή και δεν συνεπάγεται έλλειψη φαντασίας, αλλά μπορεί να έχει ανεπαίσθητες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή, λέει ο καθηγητής Adam Zeman, επίτιμος καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Exeter, ο οποίος εφηύρε τον όρο πριν από σχεδόν 10 χρόνια.

Η Mary Wathen, 43 ετών, από το Cheltenham στο Gloucs, θεωρεί «συναρπαστικό» το ότι άλλοι άνθρωποι μπορούν να δημιουργούν εικόνες στο κεφάλι τους, μεταδίδει το BBC.

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι πραγματικά εννοούν – πού είναι αυτή η εικόνα και πώς μοιάζει;», λέει.

«Για μένα, αν δεν μπορείς να δεις κάτι με τα μάτια σου, δεν είναι εκεί», εξηγεί.

Η Mary δεν μπορεί να φανταστεί σημαντικά γεγονότα στη ζωή της, όπως την ημέρα του γάμου της. Και αν δεν είναι μαζί της, δεν μπορεί να ανακαλέσει ούτε την εικόνα των δύο νεαρών αγοριών της.

«Δεν έχω εικόνα στο μυαλό μου. Έχω όλες τις αναμνήσεις, απλώς τις θυμάμαι πολύ διαφορετικά», λέει.

«Όπως το περιέγραψε κάποιος κάποτε, το υλικό είναι όλο εκεί και λειτουργεί – αλλά η οθόνη δεν είναι αναμμένη», εξομολογείται.

Αφαντασία και υπερφαντασία

Ο καθηγητής Zeman ανακάλυψε αυτόν τον τρόπο να βιώνει κανείς τον κόσμο όταν είδε έναν ασθενή που είχε χάσει την ικανότητα οπτικοποίησης.

Όταν έγραψε για την περίπτωση του συγκεκριμένου ασθενούς, επικοινώνησαν μαζί του κι άλλοι, για να του πουν ότι ήταν πάντα έτσι.

Και ο καθηγητής Zeman έκτοτε ανακάλυψε ότι υπάρχει και το άλλο άκρο, η υπερφαντασία, στην οποία οι άνθρωποι βλέπουν εικόνες τόσο ζωντανά στο κεφάλι τους που δεν μπορούν να πουν αν είναι πραγματικές ή φανταστικές. Υπολογίζεται ότι ένα 3% του πληθυσμού βλέπει τον κόσμο έτσι.

«Ο ένας όρος γέννησε τον άλλον», λέει, αφού δανείστηκε τη λέξη του Αριστοτέλη για το «μάτι του νου».

Ο καθηγητής Zeman λέει την τελευταία δεκαετία έχουν επικοινωνήσει μαζί του 17.000 άνθρωποι, με εμπειρίες αφαντασίας και υπερφαντασίας.

Πολλοί είπαν ότι γνώριζαν ότι επεξεργάζονταν τις πληροφορίες διαφορετικά από τους άλλους, αλλά δεν μπορούσαν να περιγράψουν πώς.

Πού μπορεί να οφείλεται το φαινόμενο

Οι διαφορές στη συνδεσιμότητα μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου ίσως μπορούν να εξηγήσουν γιατί, λέει ο καθηγητής Zeman.

Για παράδειγμα, όταν τους ζητείται να φανταστούν ένα μήλο, οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν από κάποια βήματα, όπως το να παροτρύνουν τον εγκέφαλο να θυμηθεί πώς μοιάζει ένα μήλο και να τον βάλουν να δημιουργήσει μια εικόνα του.

Αλλά στους ανθρώπους με αφαντασία, η διαδικασία αυτή μπορεί να χαλάσει ανά πάσα στιγμή.

«Οι σκέψεις παραμένουν σκέψεις», λέει ο καθηγητής Zeman, «ενώ για άλλους, η σκέψη μεταφράζεται σε αισθητηριακούς όρους».

Ενώ οι αφαντασιακοί σκέφτονται τις αναμνήσεις, οι άλλοι άνθρωποι είναι σε θέση να ανακαλέσουν και να ζήσουν τις αναμνήσεις αυτές.

Το ενδιαφέρον είναι, όμως, ότι πολλοί αφαντασιακοί μπορούν να οραματιστούν εικόνες ενώ ονειρεύονται – πιθανώς επειδή είναι μια πιο αυθόρμητη εργασία που ξεκινά βαθιά στον εγκέφαλο, λέει ο καθηγητής Zeman.

Και η αφαντασία μπορεί να έχει οφέλη. Μπορεί να έχει προστατευτική επίδραση στην ψυχική υγεία κάποιου, επειδή είναι πιο πιθανό να ζει τη στιγμή και λιγότερο πιθανό να φαντάζεται τρομακτικά ή αγχωτικά γεγονότα, για παράδειγμα.

Αλλά για τον καθηγητή Zeman, «η μεγάλη έκπληξη» ήταν οι αφαντασιακοί καλλιτέχνες, οι οποίοι του είπαν ότι η δυσκολία τους να οπτικοποιήσουν εικόνες τούς έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο να κάνουν τέχνη, χρησιμοποιώντας τον καμβά ως μάτι του μυαλού τους.

Ο κόσμος μέσα από την υπερφαντασία

Κανονικά, οι υπερφαντασιακοί είναι πιο πιθανό να είναι δημιουργικοί, όπως η Geraldine van Heemstra.

Η Geraldine, μια καλλιτέχνις, είχε πάντα «τεράστια φαντασία» ως παιδί, χτίζοντας ολόκληρα χωριά στο μυαλό της.

Και πάντα έβλεπε το αλφάβητο έγχρωμο, όπως και τους αριθμούς και τις ημέρες της εβδομάδας.

Στο σχολείο, η Geraldine συνήθιζε να αλλάζει απαντήσεις σε μαθηματικά προβλήματα, επειδή τα χρώματα των αριθμών στο κεφάλι της έμοιαζαν λάθος όταν κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο.

Αλλά ανακάλυψε ότι έβλεπε τον κόσμο διαφορετικά από τους περισσότερους άλλους μόνο όταν συνεργαζόταν με μουσικούς και χορευτές, ζωγραφίζοντας στροβιλισμούς και σχήματα ως απάντηση στους ρυθμούς τους.

«Θυμάμαι ότι ρωτούσα τους μουσικούς πώς έβλεπαν τη μουσική – αλλά δεν καταλάβαιναν τι εννοούσα», λέει η Geraldine.

«Νόμιζα ότι όλοι οι μουσικοί έβλεπαν έγχρωμες νότες», εξηγεί.

Η Geraldine ζει μια αντίστοιχα έντονη εμπειρία όταν ζωγραφίζει.

«Μπορώ να περπατήσω, να σχεδιάσω, να απολαύσω το τοπίο και να ξαναζήσω την εμπειρία αργότερα», λέει.

Ακόμη και όταν κάνει σχέδια να κάνει κάτι, η Geraldine αισθάνεται ότι μεταφέρεται στο μέλλον.

Αλλά η συνεχής οπτικοποίηση μπορεί επίσης να είναι κουραστική.

Και ο εγκέφαλος της Geraldine μπορεί να αισθάνεται υπερφορτωμένος μερικές φορές, δυσκολεύοντας τον ύπνο της.

Τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την αφαντασία και την υπερφαντασία εξακολουθούν να είναι πολλά, όπως ποιοι είναι οι διαφορετικοί υποτύποι και γιατί μπορεί να είναι κάτι γενετικό.

Τα δεδομένα από μεγάλες βιοτράπεζες μπορεί να δώσουν την απάντηση.

Η ανασκόπηση, στο Trends in Cognitive Sciences, διαπίστωσε ότι η αφαντασία εμφανιζόταν σε οικογένειες, με τα αδέρφια των αφαντασιακών να είναι 10 φορές πιο πιθανό να επηρεαστούν και τα ίδια.

Έχει επίσης προταθεί ότι οι αφαντασιακοί είναι πιο πιθανό να έχουν αυτισμό.

Ο καθηγητής Zeman λέει ότι η έρευνα δείχνει ότι «η συνειδητή αισθητηριακή εικόνα δεν είναι προϋπόθεση για την ανθρώπινη γνώση» ή τη δημιουργική φαντασία.

Και ο καθένας απεικονίζει εικόνες στο μυαλό του διαφορετικά.

«Η εμπειρία μας δεν είναι ο κανόνας και οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορετική εσωτερική ζωή», προσθέτει.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΕΡΑ

Δελφοί

Oι Δελφοί ήταν το γεωγραφικό κέντρο της γης, ο ομφαλός του κόσμου, όπου συναντήθηκαν οι δυο αετοί που έστειλε ο Δίας από τα ακρότατα σημεία του σύμπαντος θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου. Τίποτα δεν υπήρξε πιο δυνατό μέσα στην ψυχή των αρχαίων Ελλήνων από τον φόβο και την έκσταση που πήγαζαν από το ασύγκριτο μεγαλείο των Δελφών. Στα σημερινά ερείπια αντικατοπτρίζεται ολόκληρη η ιστορία του ελλαδικού χώρου με τις εξάρσεις αλλά και τις μικρότητες της. Τα σημαντικότερα γεγονότα της αρχαιότητας σημάδεψαν την πορεία του μαντείου στην ελληνική ιστορία, μια πορεία που καθρεπτίζεται στο ελληνικό πνεύμα...

Θέση, Ονομασία και Ίδρυση του Μαντείου

Μια θέση θεϊκά χαρισματική, όπου οι γεωλογικές μεταβολές δημιούργησαν βάραθρα και ύψωσαν απότομους βράχους, διαλέχτηκε από τους Έλληνες και «υποδείχθηκε από τους Θεούς», για να ιδρυθεί το διασημότερο μαντείο του αρχαίου κόσμου και ένα από τα σπουδαιότερα ιερά. Στα ριζά δυο πελώριων βράχων, των Φαιδριάδων, αναπτύχθηκε το ιερό. Σ' ένα τρομερά υποβλητικό τοπίο που όμως δεν καταπιέζει τον επισκέπτη και μαλακώνει περισσότερο από τις απαλές κορυφογραμμές της απέναντι οροσειράς, της Κίρφης. Παλιότερα το όνομα της περιοχής ήταν Θυία και είχε σχέση με τις Θυιαδες που ήταν μαινάδες του Διόνυσου. Στην εποχή του Όμηρου, και συγκεκριμένα στο έργο του μεγάλου επικού ποιητή «Ιλιάδα» το μαντείο αναφέρεται με το όνομα «Πειθώ», που σημαίνει «σαπίζω», επειδή αφέθηκε να σαπίσει το σώμα το Πύθωνα μετά τον φόνο του από τον Απόλλωνα. Νεότερο όνομα που επικράτησε (τον 7ο ίσως π.Χ. αιώνα) είναι το Δελφοί, από την λέξη «δελφύς» που σημαίνει «μήτρα, κοιλιά, κοίλον».

Σύμφωνα με τον μύθο το μαντείο ιδρύθηκε τυχαία. Κάποιος βοσκός, ο Κουρητας, παρατήρησε ότι πάνω από ένα χάσμα η κατσίκα του φερόταν τρελά. Πλησίασε, ζαλίστηκε κι ο ίδιος και άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός, ol γύρω κάτοικοι πήγαιναν στην περιοχή και όλοι εμπνέονταν από τους ατμούς του χάσματος, αλλά και πολλοί, ζαλισμένοι, έπεφταν και σκοτώνονταν. Γι’ αυτό τοποθέτησαν πάνω στο χάσμα έναν τρίποδα και μια γυναίκα ανέλαβε τον ρόλο του χρησμοδότη. Αργότερα έχτισαν στην θέση αυτή τον ναό και οργανώθηκε το μαντείο.

Ιστορική ανάδρομη

Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της περιοχής των Δελφών ανάγονται στα μυκηναϊκά χρόνια (14ος - 11ος π.Χ. αιώνας). Την εποχή αυτή η κύρια θεότητα που λατρευόταν στο μικρό οικισμό ήταν η Γη (Γαία). Στην επόμενη περίοδο (11ος - 9ος αι. π.Χ.) εγκαθιδρύεται στους Δελφούς η λατρεία του Απόλλωνα, αφού όπως λέει ο μύθος σκότωσε τον υιό της Γαίας δράκοντα Πύθωνα που φύλαγε το μαντείο. Ο 8ος και ο 7ος αι. π.Χ. υπήρξαν εποχή διαμόρφωσης του ιερού χώρου και προς το τέλος του 7ου αιώνα χτίστηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι Δελφοί προσχωρήσαν στην Αμφικτιονία, ένωση πόλεων-κρατών με κοινούς πολιτικούς σκοπούς, η οποία προστάτευε το ιερό από κατακτητικές βλέψεις. Με τον καιρό η Δελφική Αμφικτιονία απέκτησε αποφασιστικές αρμοδιότητες στην διοίκηση του ιερού του Απόλλωνα και το 582 π.Χ. αναδιοργάνωσε τους Πυθικούς αγώνες (ή Πύθια) που τελούνταν κάθε 4 χρόνια προς τιμήν του Απόλλωνα, για να θυμίζουν την νίκη του θεού εναντίον του Πύθωνα. Εκτός από τα Πύθια γίνονταν και διάφορες άλλες γιορτές. Για τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και την σωτηρία των κατοίκων των Δελφών από τους λύκους (οι οποίοι τους οδήγησαν στον Παρνασσό όπου και ιδρύσαν την Λυκώρεια) γινόταν το Φεβρουάριο η θυσία Αίγλη.

Για να τιμήσουν τον Απόλλωνα γίνονταν οι εξής γιορτές:

• τα Δελφίνια, κάθε Απρίλιο σε ανάμνηση της μεταμόρφωσης του Θεού σε δελφίνι που οδήγησε τους Κρητες στην περιοχή και την ίδρυση του ιερού.

• Τα Θαργηλεια, κάθε άνοιξη, για την ιδιότητα του Θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς.

• Τα Σεπτηρια ή Στεπτηρια σε ανάμνηση της αναχώρησης του Θεού για κάθαρση μετά το φόνο του δράκοντα, και

• Τα Θεοφάνια, γιορτή για την επιστροφή του Θεού από την κάθαρση.

Ολυμπία

Ολυμπία: Από το επίθετο Ολύμπιος που αποδιδόταν στον Δια και σημαίνει θεϊκός, ουράνιος, υπερκόσμιος

Η Ολυμπία είναι ο τόπος όπου γεννήθηκαν και τελούνταν κατά την αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και είναι ένα από τα σημαντικότερα Ιερά της Αρχαιότητας, αφιερωμένο στον πατέρα των θεών, τον Ολύμπιο Δία.

Το Ιερό της Ολυμπίας βρίσκεται στο εσωτερικό της δυτικής Πελοποννήσου, στους νότιους πρόποδες του λόφου Κρονίου και στο σημείο της συμβολής του Αλφειού και του Κλαδέου ποταμού. Η κοιλάδα μεταξύ των δύο ποταμών στην αρχαιότητα ήταν κατάφυτη από ελιές, λεύκες, δρύες, πεύκα και πλατάνια, γι' αυτό το Ιερό ονομάστηκε Άλτις, δηλαδή άλσος. Στα πολύ αρχαία χρόνια, η περιοχή ανήκε στην κυριαρχία της πόλης Πίσας, αλλά μετά το 570 π.Χ. περιήλθε στην κηδεμονία της Ηλείας.

Η λατρεία, οι αγώνες και η ειρηνοποιός όψη τους

Η απαρχή της λατρείας αλλά και των μυθικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα στην Ολυμπία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ήδη από την Πρωτοελλαδική εποχή υπάρχει μια οικιστική εγκατάσταση στην περιοχή. Συμφωνά με τον Παυσανία ο πρώτος βασιλιάς της Ηλείας ήταν ο Αίθλιος και ο γιος του, Ενδυμίων ήταν ο πρώτος που οργάνωσε αγώνα δρόμο στην Ολυμπία. Ο αγώνας αυτός διεξήχθη μεταξύ των τριών γιων του, Παίονα, Επειού και Αιτωλού με έπαθλο το βασίλειο. Ο Επειός κέρδισε τον αγώνα και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Επειοί, όπως τους ονομάζει και ο Όμηρος. Κατά την βασιλεία του Επειου, ο Πέλοπας παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια (κόρη του Οινόμαου, κυβερνήτη της Πισας) και αφού έγινε βασιλιάς της Πισας κατέλαβε την Ολυμπία. Αργότερα, γύρω στο 1200 π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή του Ιερού εγκαθίστανται οι Αιτωλοί με αρχηγό τον Όξυλο. Τότε ήταν που πιθανότατα άρχισε και η λατρεία του Διός και η Ολυμπία από τόπος κατοίκησης έγινε τόπος λατρείας. Σύντομα εξελίσσεται σε πανελλήνιο κέντρο. Τα πρώτα κτήρια του ιερού ιδρύθηκαν κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκίνησαν το 776 π.Χ. προς τιμήν του Διός και λάμβαναν μέρος στοιερό άλσος της Άλτις έως το τέλος του 4ου αιώνος π.Χ. Να σημειώσουμε εδώ πως η Άλτη περικλειόταν από περίβολο, όπου και περιλαμβάνονταν τα κυριότερα θρησκευτικά οικοδομήματα και αναθήματα του ιερού, ενώ οι βοηθητικοί χώροι όπως ήταν οι κατοικίες των ιερέων, τα λουτρά, οι χώροι προετοιμασίας των αθλητών, και οι ξενώνες βρίσκονταν έξω από τον περίβολο αυτό. Οι αγώνες, που από την αρχή έως το τέλος του θεσμού περιβάλλονται από θρησκευτικό χαρακτήρα και αυστηρό τελετουργικό, αρχικά διεξάγονταν μπροστά από το χώρο τωνβωμών, διαρκούσαν μόνο μία μέρα και περιλάμβαναν μόνον ένα αγώνισμα, τον αγώνα δρόμου, ο οποίος γίνονταν κατά το μήκος του σταδίου. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα αγωνίσματα όπως οι αρματοδρομίες, η δισκοβολία, το άλμα, το ακόντιο, η πυγμαχία, η πάλη και το πένταθλο, και η διάρκεια των αγώνων αυξήθηκε από μια μέρα σε πέντε. Σ' αυτό το ενοποιητικό γεγονός, μόνον ελεύθεροι Έλληνες επιτρέπονταν να λάβουν μέρος. Έλληνες από τις Πύλες του Ηρακλέους, την Κασπία Θάλασσα και την Αφρική έρχονταν να αγωνισθούν και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, μεταξύ αυτών φιλόσοφοι, σοφοί, ήρωες και φημισμένοι άνδρες. Οί νικητές των Αγώνων θεωρούνταν ήρωες, οι ποιητές και οι μουσικοί τραγουδούσαν την δύναμη και την ομορφιά τους, οι γλύπτες έφτιαχναν τα αγάλματα τους. Το έπαθλο τους δε, ήταν ο κότινος, ένα στεφάνι από αγριελιά. Κατά την περίοδο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων και όλη τους την διάρκεια κάθε εχθροπραξία μεταξύ των Ελληνίκών πόλεων έπρεπε να σταματήσεί καί όποίος έμπαίνε στην Ηλεία ήταν υποχρεωμένος να παραδίνεί τα όπλα του, τα οποία μπορούσε να πάρεί πίσω μονό όταν έφευγε. Η συμφωνία αυτή ήταν έγκυρη και σεβαστή από τις Ελληνικές πόλείς γία πολλούς αίώνες. Ο Αρίστοτέλης γράφεί πως η συμφωνία αυτή ήταν γραμμένη πάνω σε ένα χάλκίνο δίσκο, ο οποίος φυλάσσονταν στο ίερό της Ήρας.

Τα αναθήματα και η τέχνη

Τα αναρίθμητα αφιερώματα του 7ου-6ου π.Χ. αιώνα τοποθετούνταν στο ύπαιθρο, επάνω στα δέντρα καί σε βωμούς. Σημαντίκότερα από τα αναθήματα αυτής της περίόδου είναί οι εξαιρετικής τέχνης χάλκινοι τρίποδες και λέβητες, καθώς και τα όπλα. Με το πέρασμα των αιώνων διαμορφώνεται το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα του Ιερού, το οποίο ολοκληρώνεταί στο τέλος του 4ου αίώνα π.Χ.

Ωστόσο και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, κατασκευάζονται νέα οικοδομήματα (κυρίως θέρμες, επαύλείς, ξενώνες, υδραγωγείο κ.α.), παρότί έχεί ήδη αρχίσεί η παρακμή του Ιερού. Η Ολυμπία λείτουργούσε ανέκαθεν ως χώρος πολίτίκής προβολής καί οί αγώνες γίνονταν συχνά - ίδίως κατά την ύστερη αρχαίότητα - θύμα πολίτίκής εκμετάλλευσης από μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Φίλιππος Β', ο Μέγας Αλέξανδρος και οι δίάδοχοί του. Οί Ρωμαίοί παρουσίάζοντας πείστήρία γία την ελληνίκή τους καταγωγή, μετείχαν καί αυτοί στους αγώνες, μετά την πλήρη υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, όμως η λάμψη και το ίδεολογίκό υπόβαθρο των αγώνων εξασθένίσε σημαντίκά. Άμεσα συνδεδεμένη με τους αγώνες καί το Ιερό της Ολυμπίας ήταν η πόλη της Ηλίδας, της οποίας μέλημα καί προνόμίο ήταν η τέλεση καί η προετοίμασία των αγώνων.

Το 267 μ.Χ. υπό την απείλή της επίδρομής των Ερούλων, οί οποίοί τελίκά δεν έφτασαν στο Ιερό, κτίστηκε βίαστίκά ένα τείχος, γία να προστατευθούν τα σημαντίκότερα κτήρία, τα αναθήματα καί κυρίως το χρυσελεφάντίνο άγαλμα του Δίός. Τότε αρκετά κτήρία υπέστησαν σοβαρές ζημίές, προκείμένου το οίκοδομίκό υλίκό τους να χρησίμοποίηθεί στην κατασκευή του τείχους.

Η Ολυμπία ήταν γεμάτη από έργα απαράμίλλης τέχνης με σημαντίκότερα το Χρυσελεφάντίνο άγαλμα του Δία, τον Ερμή του Πραξίτέλη, τα περίφημα αετώματα του ναού του Δίός, τα γνωστά γλυπτά ου αναπαρίστούν τους άθλους του Ηρακλή (Στυμφαλίδες Όρνίθες, οί Στάβλοί του Αυγεία, τα Μήλα των Εσπερίδων) καθώς καί πολλά αγάλματα θεϊκών μορφών όπως του Απόλλωνα, του Δία με τον Γανυμήδη, της Νίκης του Παναινου κ.λπ. Θα ήθελα όμως να εστιάσουμε λίγο στα πιο σημαντικά...

Πρώτον, το Χρυσελεφάντίνο Άγαλμα του Δίός.

Κατασκευάσθηκε από τον Φειδία γύρω στο 432 π.Χ. και είχε ύψος περίπου 12 μέτρα (επτά φορές το ύψος του κανονίκού ανθρώπου).

Ο Δίας καθόταν επάνω σε θρόνο, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από χαλκό, χρυσό, ελεφαντοστό καί δίάφορες πολύτίμες πέτρες καί ήταν δίακοσμημένος από τους μαθητές του, Πάναινο και Κολώτη, με μυθολογικές παραστάσεις. Το γυμνό σώμα του Διός ήταν φτιαγμένο από ελεφαντοστό και η ρόμπα του ήταν καλυμμένη από χρυσά φύλλα, δίακοσμημένα με κρίνους καί ζωδίακές σκηνές. Τα σανδάλία του ήταν χρυσά. Το κεφάλί ήταν στεφανωμένο με ασημένίο στεφάνί ελίάς καί τα μαλλίά του καί η γενείάδα του ήταν από χρυσό. Στο δεξί του χέρι κρατούσε την Νίκη, φτιαγμένη από χρυσό και ελεφαντοστό καί στο αρίστερό του κρατούσε ένα σκήπτρο με έναν αετό στην κορυφή το οποίο ήταν φτιαγμένο από όλα τα γνωστά μέταλλα εκείνων των χρόνων. Το πρόσωπο του ήταν επίβλητίκό, καί όταν ο Πάναίνος ρώτησε τον Φείδία από που το εμπνεύσθηκε, αυτός απάντησε με κάποιους στίχους από την Ιλίάδα του Ομήρου που περιγράφουν το μέτωπο και τα μαλλίά του Δία.

Ο Παυσανίας γράφεί ότί όταν τελείωσε το έργο ο Φείδίας ρώτησε τον Δία αν του άρεσε καί ο θεός απάντησε με ένα κεραυνό που δίαπέρασε τον ναό, χωρίς να καταστρέψεί τίποτα. Στο σημείο που χτύπησε ο κεραυνός, τοποθετήθηκε μία χάλκίνη υδρία. Το άγαλμα παρέμείνε στην Ολυμπία μέχρί το 393 μ.Χ. οπότε καί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντίνούπολη, όπου καταστράφηκε στην μεγάλη φωτίά του Λαυσείου, το 476 μ.Χ.

Ο Ερμής του Πραξιτέλη

Το άγαλμα χρονολογείταί από το 343 π.Χ. καί είναί κατασκευασμένο από μάρμαρο της Πάρου. Αξίοσημείωτο είναί πως είναί το μόνο αυθεντίκό έργο του Πραξίτέλη που έχεί δίασωθεί.

Βρέθηκε στην Ολυμπία, απείραχτο στο βάθρο του, αρκετά μέτρα κάτω από την γη καί έχεί ύψος 2.10 μ. Ήταν αφίερωμένο από τους Ηλείους καί Αρκάδες στο ίερό Άλτίς γία να γίορτάσουν την συνθήκη είρήνης καί αργότερα είχε τοποθετηθεί στον ναό της Ήρας, όπου καί βρέθηκε το 1877.

Το έργο αυτό που χαρακτηρίζεταί καί ως "το δίαμάντί της Ολυμπίας", παρίστάνεί τον Ερμή με τον μίκρό Δίόνυσο να προσπαθεί να πάρεί κάτί από το χέρί του. Η ίστορία έχεί πως η Σεμέλη, μητέρα του Δίόνυσου, αφού ζήτησε από τον Δία να εμφανίστεί μπροστά της με την θεϊκή του μορφή, με κεραυνούς καί λάμψη (παρακίνούμενη αρχίκά από την Ήρα) πέθανε από τον τρόμο της. Ήταν όμως έγκυος καί ο Δίας πήρε το βρέφος καί το έστείλε στίς νύμφες της Κρήτης με τον Ερμή. Όταν το μωρό άρχίσε να κλαίεί, ο Ερμής γία να το καθησυχάσεί, του έδείξε κάποίο γυαλίστερό αντίκείμενο.

Αυτήν την σκηνή απείκονίζεί το έργο, το οποίο παρουσίάζεί τον Ερμή νωθρό, αλλά αρρενωπό, να ακουμπάεί στον κορμό ενός δένδρου. Στα χείλία του, που αφήνουν μία ελαφρά σκίά δίακρίνεταί η αρχή ενός χαμόγελου. Η λεπτότητα του στόματος έρχεταί σε αντίθεση με την δυνατή μύτη του ενώ τα μαλλίά του είναί άτακτα καί κάνουν το δέρμα του να φαίνεταί πίο απαλό καί πίο λείο. Η απαράμίλλη τέχνη του Πραξίτέλη, στο να αφαίρεί την σκληράδα από το μάρμαρο καί να κάνεί την όψη του να μοίάζεί ίδία με αυτή της σάρκας οφείλεταί στην μεγάλη δεξίοτεχνία του στην χρήση των σκίών. Ο Πραξίτέλης γία να δώσεί ζωντάνία στο άγαλμα, σκοπίμως δεν κρατάεί τίς αναλογίες. Εάν το παρατηρήσεί κανείς από τ' αρίστερά φαίνεταί λυπημένο από τα δεξίά φαίνεταί γελαστό καί όταν το κοίτάξείς από μπροστά φαίνεταί ήρεμο.

Το άδοξο τέλος

Το τέλος του Ιερού του Δίός ήλθε στα 393 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσίος ο Α' με ένα δίάταγμά του απαγόρευσε τη λείτουργία των είδωλολατρίκών ίερών καί δίέταξε την κατάργηση των αγώνων. Ήταν ο ίδίος χρόνος, όπου το χρυσελεφάντίνο άγαλμα του Δίός, το έργο του Φείδία, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντίνούπολη γία να καταστραφεί αργότερα στην μεγάλη πυρκαγίά του Λαυσείου. Λίγο αργότερα το 426 μ.Χ. ο Θεοδόσίος ο Β' δίέταξε την καταστροφή των κτηρίων της Άλτεως. Τον 5ο καί 6ο αί. μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Ολυμπία ένα μίκρός χρίστίανίκός οίκίσμός καί το εργαστήρίο του Φείδία δίαμορφώθηκε σε χρίστίανίκή βασίλίκή. Στον 6ον αίώνα μ.Χ., ένας μεγάλος καί καταστρεπτίκός σείσμός, κατέστρεψε ότί είχε απομείνεί καί οί πλημμύρες των δύο ποταμών, του Αλφείού καί του Κλαδέου, καθώς καί οί κατολίσθήσείς του Κρονίου, κάλυψαν με λάσπη τα χαλάσματα του Ιερού. Γία πολλούς αίώνες η Ολυμπία ξεχάσθηκε, μέχρί που άρχίσαν οί πρώτες έρευνες το 19ο αίώνα μ.Χ. Οί ανασκαφές στην Ολυμπία άρχίσαν τον Μάίο του 1829, δύο χρόνία μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, από Γάλλους αρχαίολόγους. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου, όπου εκτίθενταί μέχρί σήμερα. Όταν η ελληνίκή κυβέρνηση πληροφορήθηκε το γεγονός της αρπαγής των ευρημάτων, οί ανασκαφές δίακόπηκαν γία να ξαναρχίσουν αργότερα, το 1875 από Γερμανούς αρχαίολόγους. Οί έρευνες συνεχίζονταί έως σήμερα από το Γερμανίκό Αρχαίολογίκό Ινστίτούτο της Αθήνας υπό την εποπτεία της Εφορείας Αρχαίοτήτων Ολυμπίας.

Ενδιαφέρουσες Πληροφορίες

~ Αν καί οί αγώνες ίστορίκά αρχίζουν από το 776 π.Χ., ημερομηνία που θεωρείταί ως η πρώτη Ολυμπίάδα, λάμβαναν μέρος από τους πανάρχαίους χρόνους καί σύμφωνα με την παράδοση ένας από τους ανακαίνίστές τους ήταν ο ήρωας Ηρακλής που ανακαίνίσε τους Αγώνες καί έκτίσε βωμούς

~ Οί Αγώνες εγκαταλείφθηκαν επί πολλά χρόνία καί ανακαίνίσθηκαν από τον Ίφίτο, απόγονο του Όξυλου, ο οποίος ήταν σύγχρονος του βασίλίά Λυκούργου της Σπάρτης.

~ Το 433 π.Χ., οί Ηλείοί πήραν μέρος στην ναυμαχία στα Σύβοτα, με δέκα πλοία καί από το ένα δέκατο των λαφύρων, έκτίσαν την στοά των Κερκυραίων, στην αγορά της Ηλείας

~ Το 420 π.Χ., η Ηλεία έκανε συμμαχία με την Αθήνα. Τον ίδίο χρόνο, κατά την δίάρκεία των Ολυμπίακών Αγώνων, η Σπάρτη προσπάθησε να καταλάβεί το οχυρό του Φείρκου καί η Ηλεία της επέβαλλε αυστηρό πρόστίμο, αλλά οί Σπαρτίάτες αρνήθηκαν να το πληρώσουν καί έτσί η Ηλεία τους απέκλείσε από τους Ολυμπίακούς Αγώνες.

~ Το 364 π.Χ. όταν οί Αρκάδες επανέκτησαν την πόλη Κρόμνος, είσέβαλλαν στην Ηλεία καί οχύρωσαν την Ολυμπία. Από τα λάφυρα του ίερού, έκοψαν χρυσά νομίσματα. Την ίδία χρονίά κατά την δίάρκεία των Ολυμπίακών Αγώνων, οί Ηλείοί με τους συμμάχους τους, Αχαίούς καί Αργείους, επίτέθηκαν στην Ολυμπία. Παρόλο που κέρδίζαν την μάχη δυστυχώς γί' αυτούς ο ηγέτης των τρίακοσίων επίλεκτων, Στρατόλας, σκοτώθηκε καί αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν. Οί Αρκάδες αναγκάσθηκαν να φύγουν από την Ολυμπία καί το 363 π.Χ. έκαναν συμφωνία με τους Ηλείους, δίνοντας πίσω τίς πόλείς τους, εκτός από το Λέπρεο καί το Λάσίο, οί οποίες αφίέρωσαν ένα μπρούτζίνο άγαλμα του Δίός στην

Ολυμπία.

~ Το 87 π.Χ., ο Σύλλας λεηλάτησε την Ολυμπία, γία να κάνεί πόλεμο εναντίον του Μίθρίδάτη, αλλά μετά την επίτυχή έκβαση του πολέμου έδωσε την μίσή περίοχή των Θηβαίων, στους Ηλείους. Γενίκά η Ολυμπία καί η υπόλοίπη Ηλεία ωφελήθηκε από τους Ρωμαίους καί κατά τον 2ο μ.Χ., η Ηλεία ευημερούσε.

~ Ήταν ντροπή να πεθάνεί κανείς χωρίς να επίσκεφθεί την Ολυμπία γία να δεί το άγαλμα. Ο Θείος Χρυσόστομος, σε ομίλία του μπροστά στον Ναό το 97 μ.Χ., είπε: "Αν ένας άνθρωπος, με βαρίά καρδίά από τίς στεναχώρίες καί λύπες της ζωής, βρεθεί μπροστά στο άγαλμα, τα ξεχνάεί όλα".

Δωδώνη

Το μαντείο της Δωδώνης ήταν το δεύτερο σημαντικότερο μαντείο της αρχαιότητας, μετά τους Δελφούς, και η αρχαία παράδοση το θεωρούσε ως το αρχαιότερο ελληνικό μαντείο και το μοναδικό ως έναν καιρό. Βρίσκεται 22 χλμ. νότια των Ιωαννίνων, στη στενή κοιλάδα ανάμεσα στον Τόμαρο και τη Μανολίάσα, σε ύψος 600 μέτρων και η χρήση της θέσης αυτής ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους.

Το μαντείο αναφέρεται στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην Ιλίάδα και την Οδύσσεια του Όμηρου, από τον Αριστοτέλη καθώς και από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αφού επισκέφθηκε τη Δωδώνη αναφέρει ότι οι. ιέρειες του επιβεβαίωσαν το μύθο για τα δύο μαύρα περιστέρια που πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου. Από αυτά το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίσθηκε ο ναός του Άμμωνος Διός, και το άλλο στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο.

Λατρεία, Χρησμοί και Ιερείς του Μαντείου

Στην Δωδώνη από τον 30ο αιώνα π.Χ. και μέχρι τον 20ο αι.. π.Χ. λατρευόταν η Θεά Γαία στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Η λατρεία του Δία και της Δρυός εισάγεται στη Δωδώνη από κλάδο των Θεσπρωτών (Σελλοί) (19ος - 14ος π.Χ. αιώνας) και σύντομα εξελίσσεται σε κυρίαρχη λατρεία. Πιο συγκεκριμένα στο Ιερό αυτό λατρεύονταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος καθώς και η σύζυγός του Διώνη (ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός που μαζί με το Δία σχηματίζουν το «Ιερό Ζεύγος». Αργότερα προσετέθη και η Θεά Αφροδίτη ως «Κόρη») και όλα αυτά σε συνδυασμό με το ιερό δέντρο, τη δρυ (βελανιδιά) όπου και κατοικούσε το θεϊκό ζευγάρι.

Οι. χρησμοί στο μαντείο δίνονταν με την ερμηνεία του θροίσματος των φύλλων της βελανιδιάς, του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, των κρωγμών των ιερών περιστεριών που φώλιαζαν στην Φηγό καθώς και των ήχων από τους χάλκινους λέβητες με τρίποδες που περιστοίχιζαν το ιερό δέντρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου (μεγάλος λέβητας) που ήταν αναρτημένος επάνω στο δέντρο. Οι ερωτήσεις για τους χρησμούς χαράζονταν πάνω σε μολυβένια ελάσματα, πολλά από τα οποία έχουν βρεθεί στις ανασκαφές.

Ο Ακοντισμός (2 εκατ. ετών), καθοριστικός για την Εξέλιξη του Ανθρώπου

Οι σημερινοί ακοντιστές –αλλά και γενικότερα οι άνθρωποι ως είδος– οφείλουν την επιτυχία τους στους προγόνους μας που κυνηγούσαν μαμούθ. Οι προϊστορικοί άνθρωποι ανέπτυξαν για πρώτη φορά την ικανότητα να ρίχνουν αντικείμενα με ακρίβεια και σε απόσταση πριν από περίπου 2 εκατ. χρόνια και αυτό τους βοήθησε καθοριστικά να εξελιχτούν στο πιο πετυχημένο είδος του πλανήτη, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα...

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Νιλ Ρόουτς του Τμήματος Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον και τον Ντάνιελ Λίμπερμαν του Τμήματος

Ανθρώπινης Εξελικτικής Βιολογίας του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, σύμφωνα με το BBC και το New Scientist, αναφέρουν ότι μια σειρά από ανατομικές αλλαγές που συνέβησαν στους «όρθιους ανθρώπους» (Homo erectus) στον ώμο, στο μπράτσο και στον κορμό, επέτρεψαν στα σώματα των προγόνων μας να αποθηκεύουν ενέργεια στους ώμους, με αποτέλεσμα να τους χρησιμοποιούν σαν σφεντόνες και με αυτό τον τρόπο να μπορούν πλέον να πετούν γρήγορα και μακριά πέτρες, δόρατα και άλλα αντικείμενα.

Έτσι, οι προϊστορικοί άνθρωποι κατάφεραν να αναπτύξουν την τέχνη του κυνηγιού, κάτι που τους επέτρεψε να διαφοροποιηθούν από τα άλλα πρωτεύοντα (τους μεγάλους πιθήκους) και να βελτιώσουν σημαντικά τη διατροφή τους με πλούσιο σε θερμίδες κρέας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δυνατότητα μεγέθυνσης του ανθρώπινου εγκεφάλου, η εμφάνιση της γλώσσας και οι μαζικές μεταναστεύσεις. Τα υπόλοιπα αποτελούν την ιστορία της ανθρωπότητας – και τα περισσότερα ξεκίνησαν από την ικανότητα της ρίψης. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ντάνιελ Λίμπερμαν, «αν δεν είχαμε αναπτύξει την ικανότητα να ρίχνουμε κάτι, δεν θα ήμασταν σήμερα αυτοί που είμαστε».

Η ικανότητα ρίψης είναι μοναδική στους ανθρώπους μεταξύ όλων των ζώων. Ο στενότερος συγγενής μας, ο χιμπαντζής, αν και είναι πολύ δυνατός, μπορεί να ρίξει κάτι μακριά με ταχύτητα μόνο έως 32 χιλιομέτρων την ώρα, ενώ ένας επαγγελματίας αθλητής φθάνει τα 144 χλμ./ώρα.

Οι επιστήμονες δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα με βεβαιότητα ποια ήταν τα αρχαιότερα όπλα που χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για τα πρώτα κυνήγια τους, αν και οι πέτρες θεωρούνται η πιθανότερη απάντηση, όταν ακόμα δεν υπήρχαν καν πρωτόγονα εργαλεία. Πάντως άλλοι ερευνητές δήλωσαν ότι η εν λόγω υπόθεση για την ανατομική εξέλιξη της ικανότητας ρίψης πριν από 2 εκατ. χρόνια στον Homo erectus είναι κάτι που πρέπει να επιβεβαιωθεί από παλαιοντολογικά και άλλα στοιχεία.

Ο Αριστοτέλης, οι αισθήσεις, το φως και το διαφανές

Η τοποθέτηση Για τον Αριστοτέλη αποτελεί πάγια θέση ότι οι αισθήσεις αποτελούν πηγή της γνώσης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που τις υποτιμά θεωρώντας τες παραπλανητικές και αντιπροτείνοντας τον κόσμο των ιδεών ως μοναδική διέξοδο για την αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζεται εμπειρικός φιλόσοφος, ενώ ο Πλάτωνας φέρει τον τίτλο του θεωρητικού.

Η αντίληψη αυτή της γνώσης που προκύπτει μόνο με τη λογική επεξεργασία των ερεθισμάτων της αίσθησης επαναλαμβάνεται και στο έργο Περί Ψυχής: «Επιπλέον, η αίσθηση σε ενέργεια αντιστοιχεί στην άσκηση της γνώσης·» (417b 20-21). Η τοποθέτηση που εκλαμβάνει την πραγμάτωση της αίσθησης ως άσκηση της γνώσης καταδεικνύει το αδιαίρετο των εννοιών, αφού γνώση χωρίς ερέθισμα από τον εξωτερικό κόσμο είναι αδύνατο να υπάρξει, και δεν υπάρχει άλλος διαμεσολαβητής από τις αισθήσεις.

Αναμφισβήτητα οι αισθήσεις είναι ο δέκτης των εξωτερικών μηνυμάτων κι όχι ο πομπός. Με άλλα λόγια, η ενέργεια δεν ανήκει σε αυτές, αλλά στον περιβάλλοντα κόσμο που δρα και τις ενεργοποιεί: «… αυτά που προκαλούν την ενέργεια βρίσκονται έξω, το αντικείμενο δηλαδή της όρασης και της ακοής, το ίδιο και τα υπόλοιπα αισθητά» (417b 21-23). Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Η αιτία είναι πως η ενεργητική αίσθηση είναι για τα επιμέρους πράγματα, ενώ η γνώση για τα γενικά» (417b 24-25).

Οι αισθήσεις δεν μπορούν παρά να ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο τομέα τον οποίο εκφράζουν. Η ακοή αφορά μονάχα τους ήχους, η όραση τις εικόνες και πάει λέγοντας. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι αναφέρονται στα επιμέρους πράγματα. Από την άλλη, η γνώση σχετίζεται με τη λογική σύνθεση αυτών των επιμέρους που θα οδηγήσει σε γενικότερα συμπεράσματα.
Η ερμηνεία της φύσης ή της ψυχής (που αφορά και τον παρόν έργο) έχει να κάνει με τα επιμέρους δεδομένα που προκύπτουν από τις αισθήσεις και την επεξεργασία τους από τη λογική, η οποία έχει τη δυνατότητα να τα συνδυάσει και να διεισδύσει σε βάθος προτείνοντας συμπεράσματα. Η διαδικασία αυτή μπορεί να ονομαστεί γνώση.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα υποστηρίξει: «και αυτά τα τελευταία» (εννοείται τα γενικά που σχετίζονται με τη γνώση) «υπάρχουν μέσα στην ίδια την ψυχή» (417b 25-26). Φυσικά, δεν υπονοείται ότι η γνώση προϋπάρχει μέσα στην ψυχή ως αιώνια αλήθεια (αυτή είναι η πλατωνική εκδοχή), αλλά ότι η ψυχή έχει τα εργαλεία που θα αποκωδικοποιήσουν τα δεδομένα των αισθήσεων οδηγώντας προς τη γνώση.

Εξάλλου, η ίδια η έννοια της σκέψης που θα δώσει τις απαντήσεις εντάσσεται στις ψυχικές δυνατότητες: «Γι’ αυτό το να σκεφτεί, όταν θελήσει, εξαρτάται από το ίδιο το υποκείμενο, ενώ δεν εξαρτάται από αυτό να αισθάνεται· γιατί είναι απαραίτητο να υπάρχει το αισθητό. Το ίδιο ισχύει και για τις ενασχολήσεις με τα αισθητά πράγματα, και για την ίδια αιτία· επειδή τα αισθητά είναι επιμέρους πράγματα και εξωτερικά» (417b 26-29).

Η κατάδειξη του αδιαπραγμάτευτης σημασίας ρόλου των αισθήσεων στην αναζήτηση της γνώσης καθιστά σαφή την ανάγκη της διερεύνησης του αισθητού: «Σε ό,τι τώρα αφορά την κάθε αίσθηση, πρέπει πρώτα να μιλήσουμε για τα αισθητά. Στο “αισθητό” δίνουμε τρεις σημασίες· στις δύο από τις οποίες υποστηρίζουμε ότι αισθανόμαστε τα πράγματα καθαυτά, ενώ στη μία κατά περίσταση» (418a 8-10).

Για να δοθούν εξηγήσεις: «στις δύο πρώτες σημασίες το ένα αισθητό είναι ιδιαίτερο για κάθε αίσθηση, ενώ το άλλο κοινό για όλες. Λέω μάλιστα πως είναι ιδιαίτερο αυτό που δεν μπορεί να γίνει αισθητό με άλλη αίσθηση, και για το οποίο η αίσθηση αυτή δεν μπορεί να πλανηθεί· για παράδειγμα η όραση είναι αίσθηση του χρώματος, η ακοή του ήχου και η γεύση του γευστικού» (418a 11-15).

Το ότι η αίσθηση δεν μπορεί να πλανηθεί είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Το βέβαιο είναι ότι εδώ δε γίνεται λόγος για την αξιοπιστία των αισθήσεων, αλλά για την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή για να οδηγηθούμε στη γνώση. Η γνώση, ως κάτι αφηρημένα θεωρητικό, η οποία προϋπάρχει στην ψυχή που καλείται να την επαναφέρει με τη μορφή της ανάμνησης, αφορά τον Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει τη γνώση με τρόπο καθαρά πρακτικό που θα προκύψει μονάχα από την ενδελεχή μελέτη του φυσικού κόσμου. Αναμφίβολα, η άποψη του Αριστοτέλη θα εμπνεύσει όλες τις επιστήμες κι όχι του Πλάτωνα.

Το ότι κάθε αίσθηση αφορά το δικό της συγκεκριμένο τομέα έχει ήδη αναφερθεί. Αυτό που μένει είναι ο ρόλος της αφής που κρίνεται πολυπλοκότερος: «Η αφή, βεβαίως, έχει για αντικείμενό της πολλές διαφορές» (418a 15). «Εννοεί ότι αντιλαμβάνεται» (εννοείται η αφή) «πολλές διαφορετικές ποιότητες, όπως το ψυχρό και το θερμό, το ξηρό και το υγρό, το απαλό και το τραχύ, το βαρύ και το ελαφρύ κτλ.».

Για τον Αριστοτέλη η χρηστική αυτή πολλαπλότητα της αφής την καθιστά κυρίως υπεύθυνη και για τις τυχόν υπερβολές που μπορεί να απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη μεσότητα της αρετής. Η ακράτεια στην τροφή ή στις ερωτικές απολαύσεις (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία να αντισταθεί κανείς στα καλέσματα της αφής.

Όλες οι σωματικές ηδονές έχουν τη βάση τους στην αφή, πολύ περισσότερο από ότι στη γεύση ή την όσφρηση. Ακόμη και η τροφή γίνεται ηδονική κυρίως από την επαφή της τροφής στον οισοφάγο. Αυτός είναι και ο λόγος που οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις σειρήνες της αφής.

Το βέβαιο όμως είναι ότι υπάρχει ξεκάθαρη διανομή ρόλων σε όλες τις αισθήσεις: «κάθε αίσθηση, όμως, κρίνει τουλάχιστον για τα δικά της αντικείμενα και δεν εξαπατάται ως προς το ότι κάτι είναι χρώμα ή ήχος, αλλά σχετικά με το τι είναι αυτό που έχει χρώμα ή πού βρίσκεται ή τι είναι αυτό που παράγει ήχο ή πού βρίσκεται» (418a 16-18).

Κι ενώ κάθε αίσθηση έχει το δικό της πεδίο δράσης, υπάρχουν και άλλα που είναι κοινά και αφορούν την αντιληπτική δυνατότητα όλων των αισθήσεων: «Παρόμοια αισθητά, λοιπόν, λέμε πως είναι ιδιαίτερα για κάθε αίσθηση, ενώ κοινά είναι η κίνηση, η ηρεμία, ο αριθμός, το σχήμα, το μέγεθος· γιατί τα αισθητά αυτού του είδους δεν είναι ιδιαίτερα σε καμία αίσθηση, αλλά είναι κοινά σε όλες, αφού κάποια κίνηση είναι αισθητή και με την αφή και με την όραση» (418a 18-21).

Αυτό που μένει είναι η επιμέρους διερεύνηση κάθε αισθητού: «Αντικείμενο της όρασης είναι το ορατό. Ορατό, τώρα, είναι και το χρώμα μα και κάτι που, βέβαια, μπορείς να το περιγράψεις με λόγια, αλλά συμβαίνει να μην έχει όνομα·» (418a 28-30). «Ο Αριστοτέλης εννοεί τα φωσφορίζονται σώματα, που είναι ορατά μόνο στο σκοτάδι».

Η διερεύνηση της όρασης θα συνεχιστεί εστιάζοντας στο χρώμα: «Το ορατό, πράγματι, είναι χρώμα. Και αυτό είναι που υπάρχει στο ορατό καθαυτό· λέγοντας καθαυτό, όμως, δεν εννοούμε ότι είναι ορατό λόγω της ουσίας του, αλλά ότι μέσα του έχει την αιτία για να είναι ορατό» (418a 31-33). Με άλλα λόγια, το χρώμα είναι ορατό όχι χάρη στην υπόστασή του (μέγεθος, όγκος κτλ.) αλλά χάρη στο αίτιο που έχει μέσα του να διεγείρει την όραση. Κι αυτό το αίτιο ο Αριστοτέλης θα το αποδώσει στην ιδιότητα των χρωμάτων να κινητοποιούν το ενεργητικά διαφανές: «Κάθε χρώμα, τώρα, μπορεί να κινήσει το ενεργητικά διαφανές, και αυτό είναι η φύση του. Γι’ αυτό, ακριβώς, δεν είναι ορατό χωρίς το φως, αλλά του κάθε πράγματος το χρώμα είναι ορατό στο φως» (418b 1-3).

Το διαφανές όταν ενεργοποιείται από το φως εκπέμπει τα χρώματα. Ο Αριστοτέλης θα δώσει εξηγήσεις: «Υπάρχει, λοιπόν, κάτι διαφανές. Και διαφανές λέω αυτό που είναι βέβαια ορατό, όμως όχι καθαυτό ορατό, για να ακριβολογήσουμε, αλλά διαμέσου κάποιου ξένου χρώματος. Κάτι τέτοιο είναι ο αέρας και το νερό και πολλά από τα στερεά·» (418b 4-7). «Εννοεί το γυαλί, τους κρυστάλλους κτλ».

Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει στα παραδείγματα του νερού και του αέρα που έδωσε: «Γιατί δεν είναι διαφανή ως νερό ούτε ως αέρας, αλλά επειδή η ίδια φύση ενυπάρχει και στα δύο αυτά και στο αιώνιο σώμα που βρίσκεται στην υψηλότερη περιοχή του σύμπαντος» (418b 8-10). Το διαφανές δεν είναι ύλη όπως το νερό ή ο αέρας κι αυτός είναι ο λόγος που δεν ταυτίζεται μαζί τους. Το διαφανές ορίζεται ως ιδιότητα ή δυνατότητα της ύλης να αποδώσει χρώμα. Γιατί και το νερό και το γυαλί μπορούν να αποδώσουν χρώμα κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Από αυτή την άποψη το φως ορίζεται ως εντελέχεια, δηλαδή ενεργοποίηση, του διαφανούς, καθώς μόνο με τη συνδρομή του φωτός αποδίδονται όλα τα χρώματα: «Φως, τώρα, είναι η εντελέχειά του, του διαφανούς ως διαφανές. Και εκεί που το διαφανές υπάρχει μόνο σε κατάσταση δυνατότητας, εκεί υπάρχει και το σκοτάδι. Το φως, λοιπόν, είναι κάτι σαν το χρώμα του διαφανούς, όταν το διαφανές πραγματώνεται στην εντελέχειά του από τη φωτιά ή από κάτι όπως το σώμα που βρίσκεται στην υψηλότερη περιοχή του σύμπαντος· γιατί και αυτό το σώμα έχει ένα και το ίδιο χαρακτηριστικό με τη φωτιά» (418b 10-15).

Η τελική συμπληρωματική επεξήγηση για το διαφανές κρίνεται καθοριστική: «δηλαδή δεν είναι ούτε φωτιά ούτε γενικά σώμα ούτε απόρροια κανενός σώματος (γιατί και έτσι θα ήταν κάποιο σώμα), αλλά είναι η παρουσία της φωτιάς ή κάποιου παρόμοιου πράγματος μέσα στο διαφανές· γιατί ούτε δύο σώματα είναι δυνατό να βρίσκονται συγχρόνως στον ίδιο τόπο» (418b 16-19). Φυσικά, ως παρουσία της φωτιάς εννοείται η επίδρασή της, δηλαδή, η ιδιότητα να προσδίδει φως φέρνοντας το διαφανές σε κατάσταση εντελέχειας.

Το σκοτάδι είναι η στέρηση του φωτός που ακυρώνει την εντελέχεια του διαφανούς αποκρύπτοντας τα χρώματα: «το φως θεωρείται πως είναι το αντίθετο στο σκοτάδι. Το σκοτάδι, όμως, είναι στέρηση της συγκεκριμένης διάθεσης από το διαφανές· επομένως, είναι φανερό ότι το φως είναι η παρουσία της διάθεσης αυτής» (418b 19-22).

Από κει και πέρα, θα δοθούν και οι περαιτέρω διευκρινίσεις: «Τώρα, αυτό που μπορεί να δεχτεί το χρώμα είναι το άχρωμο, ενώ αυτό που δέχεται τον ήχο είναι το δίχως ήχο. Και άχρωμο είναι το διαφανές και το αόρατο ή αυτό που μόλις είναι ορατό, όπως φαίνεται πως είναι το σκοτεινό. Τέτοιο βέβαια είναι το διαφανές, όμως όχι όταν είναι σε εντελέχεια διαφανές, αλλά όταν είναι σε δυνατότητα· γιατί η ίδια η φύση πότε είναι σκοτάδι και πότε φως» (418b 29-32 και 419a 1-2).

Κι όχι μόνο αυτό: «Όλα τα ορατά, όμως, δεν είναι ορατά μέσα στο φως, αλλά μόνο το ιδιαίτερο χρώμα κάθε πράγματος· γιατί μερικά ορατά δεν τα βλέπουμε μέσα στο φως, ενώ μέσα στο σκοτάδι κάνουν αίσθηση· όπως για παράδειγμα τα πράγματα που φαίνονται να φλέγονται και να λάμπουν (και αυτά δεν ονομάζονται με ένα κοινό όνομα)· τέτοια είναι το μανιτάρι, το κέρατο, τα κεφάλια των ψαριών, τα λέπια και τα μάτια· αλλά κανενός από αυτά δεν γίνεται ορατό το ιδιαίτερο χρώμα» (419a 2-8).

Εν τέλει, ο Αριστοτέλης θα οδηγηθεί στην ουσία του χρώματος: «… αυτή ήταν η ουσία του χρώματος: να μπορεί να κινεί το διαφανές στην εντελέχειά του· και η εντελέχεια του διαφανούς είναι το φως. Η απόδειξη γι’ αυτό που λέμε είναι εμφανής· γιατί, αν κάποιος τοποθετήσει το αντικείμενο που έχει χρώμα πάνω στο ίδιο το μάτι, δε θα το δει. Όμως, το χρώμα κινεί το διαφανές, για παράδειγμα τον αέρα, και από αυτόν, επειδή είναι συνεχής, κινείται το αισθητήριο» (419a 11-16).

Η διαφωνία με τον Δημόκριτο είναι εμφανής: «Ο Δημόκριτος, δηλαδή, δεν έχει δίκιο να πιστεύει ότι, αν το μεταξύ διάστημα ήταν κενό, θα έβλεπε κανείς με ακρίβεια ακόμη κι ένα μυρμήγκι που θα βρισκόταν στον ουρανό· γιατί αυτό είναι αδύνατο. Αφού η όραση παράγεται όταν παθαίνει κάτι η ικανότητα της αίσθησης· καθώς, λοιπόν, είναι αδύνατο να πάθει κάτι από το ίδιο το χρώμα που γίνεται ορατό, απομένει να πάθει από το ενδιάμεσο και επομένως είναι ανάγκη να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο· αν, όμως, το ενδιάμεσο αυτό είναι κενό, όχι μόνο δε θα δούμε ακριβώς, αλλά δε θα δούμε απολύτως τίποτε» (419a 17-24).

Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει άλλη επιλογή για την ενεργοποίηση της όρασης, ώστε να εντοπίσει τα χρώματα από την εντελέχεια του διαφανούς. Από αυτή την άποψη, η παρουσία του διαφανούς που δίνει τη δυνατότητα της ενεργοποίησης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να φανερωθούν τα χρώματα.

Η τοποθέτηση του Δημόκριτου ότι ο αέρας, ως σώμα, περιορίζει την όραση, ώστε, αν έλειπε, θα μπορούσε να εντοπιστεί ακόμη και το μυρμήγκι που θα βρισκόταν στον ουρανό, απορρίπτεται από τον Αριστοτέλη όχι μόνο ως λογικά αδύνατη (το μάτι θέτει κι αυτό τους περιορισμούς του, αφού δεν μπορεί να βλέπει πέρα από κάποιες αποστάσεις), αλλά και ως τεχνικά μη επιτρεπτή, καθώς δε θα υπήρχε το στοιχείο εκείνο που θα επέτρεπε την ενεργοποίηση των χρωμάτων. Το κενό σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής

Γεώργιου Παπαδόπουλου: η απολογία του προς το δικαστήριο

Κύριε Πρόεδρε, Κύριοι Εφέται.

Δεν αποδέχομαι την θέσιν του κατηγορουμένου και εν συνεπεία προς αυτό το οποίον έταξα εις τον εαυτόν μου, αφού εξετέθην από απεινή διωγμόν με βάσιν νομοθέτημα αναδρομικής ισχύος, δεν θα έπρεπε να απολογηθώ.

Επειδή όμως το αντικείμενον της παρούσης δίκης είναι η έρευνα των συνθηκών της απωλείας ζωής συνανθρώπων μας και του τραυματισμού συνανθρώπων μας, είμαι υποχρεωμένος σήμερα να αναφερθώ προς το δικαστήριόν σας, όχι επί τω σκοπώ να αποσείσω την αποδιδομένην κατηγορίαν, αλλά επί τω σκοπώ να θέσω εις την διάθεσίν σας ορισμένας σκέψεις μου οι οποίες ενδεχομένως θα σας βοηθήσουν εις το να αχθήτε εις δικαιωτέραν κατά την άποψίν μου κρίσιν.

Θα αρχίσω την αναφοράν μου αντικρύζοντας δεδομένα τινά εις το κυριαρχήσαν κατά τας ημέρας των γεγονότων σύνθημα: ψωμί, παιδεία, ελευθερία, και θα τελειώσω με την αναφορά επίσης εις ένα άλλο σύνθημα της συγκεντρώσεως, το οποίον έχει άμεσον σχέσιν με το άτομόν μου, δηλαδή, με το σύνθημα θάνατος εις τον Παπαδόπουλο.

Κύριοι Δικασταί μην ανησυχήσετε, δεν πρόκειται να θίξω ουδέναν, δεν πρόκειται να αναφερθώ ευθέως ως αντιμετωπίζων θέσεις μου ως πολιτικάς θέσεις ή άλλας πολιτικάς θέσεις, δεν πρόκειται πολύ περισσότερον να προσθέσω προβλήματα εις τα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπευθύνως διαχειριζόμενοι τας τύχας της χώρας μας σήμερον.

Επομένως βέβαιοι όντες, ότι δεν θα πράξω τούτο, σας καλώ να μην ανησυχήσετε εξʼ υπʼ αρχής.

Δεν ξέρω τι άλλο κακόν ή καλόν έπραξεν η Επανάστασις κατά την διαδρομήν της από την ζωήν της χώρας, είμαι υποχρεωμένος όμως σήμερον να αναφέρω ενώπιόν σας δείγματα τινά της προσπαθείας την οποίαν αναλάβομεν εν συνειδήσει ότι προσφέραμε κάποιας μορφής έργον εις τον τόπον.

Ως προς το ψωμί, την οικονομίαν, παραλάβαμεν το εθνικόν εισόδημα εις τα 565 δολλάρια, και παραδώσαμε την διαχείρισιν της εξουσίας όταν ανετράπημεν εις 1.100.

Παραλάβαμεν τον προϋπολογισμόν της χώρας εις το ύψος των 29 δισεκατομμυρίων και παραδώσαμεν την αρχήν, με τον προϋπολογισμόν της χώρας εις 109 δισεκατομμύρια.

Παραλάβαμεν το συναλλαγματικόν απόθεμα της χώρας εις τα 200 εκατομμύρια δολλάρια και το παραδώσαμεν εις τον ένα δισεκατομμύριον πεντήκοντα εκατομμύρια δολλάρια.

Θα είχα την δυνατότητα να δώσω και άλλα τινά στοιχεία εις ό,τι αφορά την οικονομικήν ανάπτυξιν την οποίαν επέτυχεν η “επάρατος τυραννία με την αλλοπρόσαλον πολιτικήν εις τον οικονομικόν τομέα, την οποίαν ηκολούθησεν”, κατά τους χαρακτηρισμούς οι οποίοι δίδονται σήμερον εις ότι αφορά την προσπάθειάν μας.

Δεν το πράττω, διότι δεν νομίζω ότι χρειάζεται διά τον Ελληνικόν λαόν και υμάς, διότι το γνωρίζετε, δεν το πράττω ακόμη διά να μην θεωρηθή ότι εκμεταλλεύομαι μετά δεκαέξ μήνας σιωπής το βήμα τούτο ίνα πολιτικολογήσω, αναφερόμενος προς το σεβαστόν δικαστήριόν σας.

Παιδεία! Δύο δισεκατομμύρια τετρακόσια εκατομμύρια ήσαν αι δαπάναι του προϋπολογισμού υπέρ της παιδείας όταν αναλάβομεν την αρχήν. Και παραδώσαμεν κονδύλιον εγγεγραμμένον εις τον προϋπολογισμόν ύψους 15 δισεκατομμυρίων.

Εξακόσιες είκοσι επτά ήσαν αι θέσεις των λειτουργών της ανωτάτης παιδείας, διότι δεν θα αναφερθώ εις την γενικήν, και ανεπτύξαμεν τας καθηγητικάς έδρας εις τον αριθμόν των εννεακοσίων εβδομήκοντα περίπου.

Δύο χιλιάδες εξακόσιοι ήσαν οι προβλεπόμενοι βοηθοί Καθηγητών, ως βοηθητικόν εκπαιδευτικόν προσωπικόν εις τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, και όταν παραδώσαμεν την αρχήν αι νομοθετημέναι θέσεις ανήρχοντο εις έξι χιλιάδας επτακοσίας, εάν δεν με απατά η μνήμη, εξ αυτών δε είχε κατορθωθεί να συμπληρωθούν περί τας τέσσερεις χιλιάδας οκτακοσίας.

Εδιπλασιάσαμε τας δυναμένας να προσφερθώσι υπηρεσίας εκ μέρους των φοιτητικών λεσχών, εβελτιώσαμε το φοιτητικόν συσσίτιον. Εχορηγήσαμεν τα φοιτητικά δάνεια.

Εχορηγήσαμε δωρεάν τα συγγράματα προς τους φοιτητάς. Εν πάση δε περιπτώσει ολοκληρώσαμε την έννοιαν εις την πραγματικήν μορφήν της δωρεάν παιδείας εις τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ταύτα μόνον εν αντιπαραθέσει προς το τμήμα του συνθήματος παιδεία.

Και έρχομαι εις το τμήμα το αναφερόμενον, εις το τμήμα Ελευθερία. Βεβαίως κύριοι δικασταί επρόκειτο κατά την πολιτολογίαν περί δικτατορικού καθεστώτος. Είχαν ανασταλεί αι πολιτικαί ελευθερίαι του Ελληνικού Λαού.

Κατά συνείδησιν δεν υπήρξα ουδ’ επί στιγμήν κατά την διαδρομήν της μέχρι αυτής της στιγμής ζωής μου κατά τας αντιλήψεις μου τύραννος ή τυραννικός.

Ουδέποτε επίστεψα ως πολίτευμα την τυραννίαν. Εάν θέλετε δε εις την ενάσκησιν των καθηκόντων μου, ασκών την εξουσίαν, ουδεμίαν στιγμήν επολιτεύθην εις τον χώρον που εκινούμην με διαδικασίες άλλες από τις διαδικασίες του διαλόγου της Δημοκρατίας.

Αποκλειστικός σκοπός μου υπήρξε η ταχυτέρα επαναφορά της εξουσίας εις χείρας του κυριάρχου λαού. Δεν με εβοήθησε ουδείς, διότι ουδείς επίστευεν μόνον ως σκοπόν την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας. Ομίλουν περί Δημοκρατίας, αλλά εις την ουσίαν επεθύμουν την Δημοκρατίαν η οποία θα ήρχετο ως τιμητής μίας παρενθέσεως παρεισάκτων εις τον πολιτικόν βίον, οι οποίοι είχαν την ατυχίαν να επιτύχουν εις την προσφορά υπηρεσιών προς την χώραν. Και εν τούτω τω λόγω ουδείς εβοήθησεν διά την ταχείαν αποκατάστασιν της Δημοκρατίας.

Παρά ταύτα εις κάποιο σημείον απεφασίσθη η κίνησις προς την ομαλοποίησιν.

Συνετάχθη ένα Σύνταγμα και επεκυρώθη δι’ ενός δημοψηφίσματος το οποίον εύχομαι να είναι το προτελευταίον εις την χώραν ταύτην από την σειράν όλων των ψηφοφοριών που εχαρακτηρίσθη ως νόθον. Λέγω δε το προτελευταίον διότι και η εγκυρότης ως προς την έκφρασιν της συνεπείας του αποτελέσματος προς την πραγματικότητα έχει αρχίσει να διαμφισβητείται και δια το περυσινόν Δημοψήφισμα.

Εν πάσει περιπτώσει με βάσιν εκείνο το Σύνταγμα εκινούμεθα προς ομαλοποίησιν.

Ποίο ήτο το Σύνταγμα εκείνο; Με το αδελφόν του, του 1968, ήτο το Σύνταγμα το οποίον πρώτο προέβλεπε προστασία και των κοινωνικών δικαιωμάτων του ατόμου. Ήταν το Σύνταγμα εκείνο το οποίον προέβλεπε και επέβαλε την λειτουργίαν της Δημοκρατίας μέσω πράγματι οργανωμένων κατά δημοκρατικόν τρόπον, κομμάτων. Ήτο το Σύνταγμα εκείνον το οποίον προέβλεπε την χρηματοδότησιν των εκλογικών αγώνων των κομμάτων από το κράτος ίνα επιβληθή κάποτε, επί τέλους εις τον τόπον αυτόν η πραγματική Δημοκρατία. Η Δημοκρατία η οποία θα έχει τους ασκούντας την πολτικήν εξουσίαν, αδεσμεύτους από το κεφάλαιον το οποίον χρηματοδοτεί εκάστοτε τους εκλογικούς αγώνας των.

Ήτο το Σύνταγμα εκείνο το οποίον προέβλεπε υπερτροφικάς λειτουργίας και εξουσίας εις τον προβλεπόμενον Ανώτατον Άρχοντα, Πρόεδρον της Δημοκρατίας. Διερωτήθη όμως κανείς διατί ετέθηκαν αυταί αι υπερτροφικαί εξουσίαι εις χείρας του Ανωτάτου Άρχοντος; Διερωτήθη κανείς πως θα έπρεπε να περάσωμεν το φράγμα, από την Δικτατορίαν εις την ομαλότητα;

Διερωτήθη κανείς ποίαι ήσαν αι διαδικασίαι αι οποίαι απητούντο διά να επανέλθουν οι Στρατιώται και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων εις τον Στρατώνα από την ανάμιξιν εις οίαν έκτασιν την είχον κατ’ εκείνην την περίοδον;

Διερωτήθη κανείς ποίον πρόβλημα ευθύνης τεράστιον αντιμετώπιζεν ο υποφαινόμενος; Προσέτρεξε κανείς εις τον να τον ακούση και να του προσφέρη την συμβουλήν του διά να επανέλθη επί τέλους εις τον τόπον αυτόν η Δημοκρατία;

Καλώ κύριοι, από αυτής της θέσεως, αυτήν την στιγμήν παρακαλώντας, τον προτελευταίον πρωθυπουργόν μου κ. Μαρκεζίνην, να ανακοινώση εις τον Τύπον, την συμφωνίαν εις την οποίαν είχομεν προέλθη, επί της Αναθεωρήσεως του Συντάγματος και την οποίαν με τας δεσμεύσεις που είχαμε αποδεχθεί πρέπει να είχε κοινοποιήση εις τους πολιτικούς Αρχηγούς οι οποίοι τότε διερωτώντο, εάν θα έπρεπε να βοηθήσουν εις την ομαλοποίησιν συνεργαζόμενοι εις τας προκηρυχθησομένας εκλογάς.

Είμαι βέβαιος ότι (Σ.Σ.: εάν) το περίγραμμα τουλάχιστον μαζί με την διαβεβαίωσίν του ότι επρόκειτο να αναθεωρηθούν από την Βουλήν η οποία επρόκειτο να εκλεγή και η οποία θα ήτο Αναθεωρητική, αι διατάξεις με τας υπερτροφικάς υπερεξουσίας του Προέδρου, είχε τεθεί υπ’ όψιν των πολιτικών Αρχηγών, (Σ.Σ.: δεν) θα έπρεπε να έχουν λόγον να αντιδρούν εις την προσπάθειαν η οποία είχε αναληφθεί.

Εν πάσει περιπτώσει και εις αυτό απέτυχα. Και φοβάμαι, παρ ότι εύχομαι να μην επιβεβαιωθή, ότι η αποτυχία μου εκείνη εκόστισε και δεν θα θελήσω να κάνω τον προφήτη, προφητεύοντας ότι θα κοστίση και μελλοντικώς εις τον τόπον αυτόν.

Προς τους φοιτητάς προσέφερα, εις τον τομέα Ελευθερία αναφέρομαι, να έχουν την ευκαιρίαν να είναι οι πρώτοι οι οποίοι θα εκφράσουν την ελευθέρα βούλησίν τους κατά τας φοιτητικάς εκλογάς ανακοινώσας αποδοχήν κανονικών ελευθέρων αρχαιρεσιών εις τους φοιτητικούς συλλόγους.

Παρά ταύτα εφθάσαμε εις τα θλιβερά γεγονότα της περιόδου εκείνης κάτω από το σύνθημα, ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Ποία πρέπει να θεωρηθή κύριοι Δικασταί η μορφή των εκδηλώσεων εκείνων;

Είναι αγνή, είναι άδολη, είναι άμετρη εις τας τάσεις για να μην πω εις την λατρείαν την οποίαν έχουν οι νέοι προς την ελευθερίαν. Γι' αυτό και παντού ανά την γήν χρησιμοποιούνται ως η ζύμη επάνω εις την οποία πλάθονται όλαι αι εξεγέρσεις, τη χρησιμοποιήσει αυτής της τάσεως των νέων από την αγάπην τους προς την ελευθερίαν.

Με αίτιον δήθεν, την αναβολήν των φοιτητικών εκλογών, παγιδεύεται μία μάζα νέων φοιτητών εις το Πολυτεχνείο κατά την 14ην του μηνός. Δεν ανησυχώ, διότι δεν πιστεύω ότι τα αστικά μεν κόμματα χωρίς καμμίαν υποδομήν οργανώσεως είναι δυνατόν να εξωθήσουν την αθώαν αυτήν συγκέντρωσιν εις επανάστασιν, γνωρίζω δε ότι αι Μαρξιστικαί αναρχικαί οργανώσεις και πολυπληθείς κατά τα μέλη των δεν είναι, αλλά και δεν συνηθίζουν να άγονται εις αγώνας εξεγέρσεως εάν δεν εξασφαλίσουν την μετωπικήν εκδήλωσιν μετά των λοιπών κοινωνικών ομάδων άλλου προσανατολισμού από τους ιδικούς των προσανατολισμούς.

Σφάλων εις την εκτίμησίν μου κατά την Πέμπτην, διότι οι τότε εις την “αντίστασιν” κατά της Επαναστάσεως, αναπτύσσοντες την δραστηριότητά τους πολιτικοί, αποπειρώνται την εκμετάλλευσιν αυτής της εκδηλώσεως των φοιτητών, κινητοποιούν μάζας και αρχίζουν να δημιουργούν το περιβάλλον.

Δημιουργούνται αι συνθήκαι διά τους αναρχικούς, αι συνθήκαι εκμεταλλεύσεως της συγκεντρώσεως. Και βεβαίως δεν την χάνουν. Προστρέχουν, προσφέρουν τας υπηρεσίας των, προσφέρουν την οργανωμένην δύναμίν των από του ραδιοφωνικού σταθμού και τας υπηρεσίας κατευθύνσεως της συγκεντρώσεως και αναπτύσσουν από της Παρασκευής το πρωί σε έναν αγώνα διελκυστίνδος μεταξύ των αθώων φοιτητών και αυτών, τον αγώνα τους διά την εξασφάλισιν της κυριαρχίας επί της συγκεντρώσεως. Και φθάνωμεν την Παρασκευήν το μεσημέρι με την περίφημον Συντονιστικήν Επιτροπήν, την αθώα ως ενεφανίσθη ενώπιόν σας, κατευθύνουσα με μάζα τους εγκλείστους και με στρατιάν τους περί το Πολυτεχνείον, εις την εκδήλωσιν της αναρχίας.

Θα με ερωτήσετε κύριοι Δικασταί: Είναι πράγματι αναρχική η τάσις η οποία έχει αναπτυχθεί πλέον την Παρασκευήν το μεσημέρι εις την συγκέντρωσιν αυτήν;

Δεν θα αναφερθώ εις τα όσα και εις την αίθουσαν αυτήν ελέχθησαν από τινάς των μαρτύρων όσον αφορά την μετακίνησιν από τα συνθήματα των φοιτητών και τα συνθήματα μίας εκδηλώσεως ομάδος ατόμων αγωνιζομένων διά τας ελευθερίας των, προς τα συνθήματα τα αναρχικά. Θα αναφερθώ μόνον εις ένα σημείον.

Θα σας προκαλέσω κύριοι Δικασταί, αποσυρόμενοι εις την διάσκεψιν διά να κρίνετε επί της υποθέσεως, να αναζητήσετε τα πρακτικά και από τους παρελάσαντας ως μάρτυρες εις την δίκην αυτήν μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, να αναζητήσετε την ηλικίαν των.

Τι θα είδητε εκτιμώντας το στοιχείον αυτόν; Θα είδητε ότι τα 4/5 αν όχι τα 9/10 αυτών εδήλωσαν από της θέσεως αυτής ηλικίαν 32 έως προς τα κάτω 30 ετών, πράγμα που σημαίνει ότι την περίοδον εκείνην ήσαν 28 – 30 ετών. Και είναι γνωστόν τοις πάσι, εις όλον τον κόσμον κύριοι Δικασταί, ότι αυτής της ηλικίας είναι μόνον τα επαγγελματικά συνδικαλιστικά στελέχη των αναρχικών οργανώσεων.

Παραμένουν οφείλοντα έστω και ένα μάθημα πριν πάρουν το Πτυχίον, έως ότου προπαρασκευάσουν από πίσω τους τα ερχόμενα νέα στελέχη διά να τους διαδεχθούν εις την καθοδήγησιν του συνδικαλιστικού κινήματος εντός της νεολαίας. Και μόνον το στοιχείον αυτό δι’ εμέ αρκεί και δεν θα σας κουράσω αναφερόμενος και εις άλλα στοιχεία.

Και ελέχθη, ότι η εκδήλωσις εκείνη ήταν διαδήλωσις αθώων διαδηλωτών, διαδηλούντων την επιθυμίαν τους προς ανατροπήν της τυραννίας. Εάν ήτο αθώα και αν ήταν ειρηνική η εδήλωσις έχω την εντύπωσιν ότι έχετε αρκετά στοιχεία μέσω των οποίων μπορείτε να οδηγηθείτε εις ασφαλές συμπέρασμα.

Σας παρακαλώ όμως, ξαναδιαβάστε πριν κρίνετε, άλλη μια φορά τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα των μαγνητοταινιών της Αμέσου Δράσεως. Άοπλος ελέγετο από τους μάρτυρας ο όχλος. Ενδεχομένως παρεδέχοντο τινές να εκράτουν ράβδους ή τούβλα.

Μήπως όμως κανείς από μας κύριοι Δικασταί έχει ξεχάσει ότι ο Λεμπόν καθομολογεί εις το σύγραμμα του περί όχλου, ότι δεν υπάρχει φοβερότερον όπλον από τον όχλον εις τας χείρας ικανού οχλοκράτους, ο οποίος αγώμενος καταλλήλως είναι ικανός να ανατρέψη και το ισχυρότερον φρούριον; Ποίαν βάσιν επομένως πρέπει να δώσωμεν εις την ενώπιόν σας εκτεθείσαν μορφήν της συγκεντρώσεως ως ειρηνικής διαδηλώσεως;

Προ της τοιαύτης καταστάσεως, κύριοι Δικασταί, δι’ εμέ ασκούντα την εξουσίαν νομίμως ή παρανόμως, αν θέλετε, ετέθη το ερώτημα τι πρέπει να πράξω. Και εκείνο που δεν μου επετρέπετο, διότι ουδέποτε το εσκέφθην κατά την διάρκειαν της ζωής μου, ήτο να φυγομαχήσω και να αφήσω έκθετον τον λαόν των Αθηνών εις τους στασιάσαντας ελαχίστους οχλοκράτας.

Έπρεπε να εξασφαλίσω υπέρ των πολλών το έννομον αγαθόν της δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Έπρεπε να προστατεύσω την ζωήν και τας περιουσίας των πολιτών ανεξαρτήτως πολιτικών ευθυνών, ανεξαρτήτως του αν ήμουν νόμιμος ή παράνομος και ανεξαρτήτως αν ήσκουν νομίμως ή διά της βίας την εξουσίαν.

Τούτο δε και έπραξα. Εγώ απεφάσισα την ενίσχυσιν των Αστυνομικών δυνάμεων διά τμημάτων του Στρατού: Όταν αι Αστυνομικαί δυνάμεις απώλεσαν την ικανότητα να επιβάλουν την τάξιν. Εγώ απεφάσισα την επέμβασιν διά την εκκένωσιν του Πολυτεχνείου και την εξαφάνισιν του πυρήνος της εστίας της όλης αναταραχής.

Δεν υπήρξα απάνθρωπος σε καμμία στιγμή της ζωής μου. Εσεβάστηκα πάντοτε την ανθρωπίνην ζωήν και την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν. Με αυτοθυσίαν θα προησπιζόμην την ζωήν του οιουδήποτε συνανθρώπου μου. Εκείνην όμως την στιγμήν είχα καθήκον, μιάς και καλώς ή κακώς ήσκον την εξουσίαν, να επιβάλω την τάξιν. Και η τάξις επιβάλλεται με νομίμως καθωριζομένας διαδικασίας. Ουδέν πέραν, ουδέν πλέον, αλλά και ουδέν έλαττον έπραξα των υπό του νόμου προβλεπομένων διαδικασιών.

Και με την βοήθειαν του Θεού δια της ασκήσεως της ψυχολογικής πιέσεως εξεκενώθη το Πολυτεχνείον χωρίς θύματα.

Ευρέθην βάσιν των πληροφοριών από της επομένης προ καταστάσεως η οποία ενεφανίζετο ως απειλούσα σοβαρότερον την Δημοσίαν Τάξιν και Δημοσίαν Ασφάλειαν. Απεφάσισα την κήρυξιν του Στρατιωτικού Νόμου. Εγώ κύριοι Δικασταί απεφάσισα την κήρυξιν του Στρατιωτικού Νόμου. Εγώ διέταξα την χρησιμοποίησιν και των Στρατιωτικών Τμημάτων εφ’ όσον απαιτείται προς βοήθειαν των Αστυνομικών διά την επιβολήν της Τάξεως και του Νόμου.

Και έρχομαι εις την μορφήν των γεγονότων τα οποία εξελίχθησαν με βάσιν την μορφήν της συγκεντρώσεως που περιέγραψα, και τας ενεργείας εις τας οποίας προέβην.

Αναζητείται εις την αίθουσαν αυτήν κύριοι Δικασταί κάποιον περίφημον σχέδιον. Το σχέδιον δια την “σφαγήν” του Πολυτεχνείου.

Για όνομα του Θεού κύριοι Δικασταί. Δεν είναι λαός δολοφόνων ο Ελληνικός Λαός. Δεν στεγάζονται εις τας Ενόπλους Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας δολοφόνοι. Δεν εκτρέφουν δολοφόνους. Θα έπρεπε είτε αυτοί να είναι δολοφόνοι διά να μπορέσω συνεργαζόμενος μαζί των εις όλους τους κόμβους της ιεραρχίας να εξυφάνω ένα σχέδιον σφαγής του Ελληνικού Λαού με βάσιν το Πολυτεχνείον, ή θα έπρεπε να έχω μαγικάς ικανότητας είτε να πρακτορεύσω τας ενεργείας των αναρχικών οργανώσεων και ρίπτοντάς τους εις εκδήλωσιν αναρχίας να προκαλέσω την σφαγήν, είτε να υποβάλω εις τα όργανα του Κράτους την δολοφονικήν προδιάθεσιν, εν αδυναμία των να αντιδράσουν εις την τοιαύτην σατανικήν διατειθεμένην υπ’ εμού δύναμιν. Και αν εγώ εχαρακτηρίσθην και από πολλούς πιστεύομαι ως σατανάς, θα πρέπει να δεχθήτε κύριοι Δικασταί ότι αυτήν την δύναμιν δεν την διαθέτω.

Αλλά και αν δεχθήτε ότι την διαθέτω, θα πρέπει να δεχθήτε ότι ο ηθικός εξοπλισμός των Ελληνοπαίδων, αλλά και ο ηθικός εξοπλισμός των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων είναι τοιούτος, ώστε να μην είναι δυνατή η οποιαδήποτε σατανική δύναμις να τους μετατρέψη εις δολοφόνους.

Ανεζητήθη από το Δικαστήριόν σας να διακριβωθή εάν εξεδώθησαν διαταγαί να εξοπλισθούν τα Στρατιωτικά Τμήματα με χειροβομβίδες. Προς θεού κύριοι Δικασταί, προς Θεού κύριοι Εισαγγελείς. Χειροβομβίδες προς τι; Να σκοτώσουμε τα Ελληνόπουλα; Είναι δυνατόν να το διανοηθή ως έχειν οιοσδήποτε άνθρωπος αναπτυχθείς εις την χώραν αυτήν οποιαδήποτε πόθησιν πάθους και μίσους και αν έχει και αν φέρει επάνω του;

Προσωπικά το αρνούμαι. Ανεζητήθη εις την αίθουσαν αυτήν η διαβεβαίωσις ενδεχομένης πληροφορίας ότι από ελικοπτέρου εβάλετο το πλήθος. Ας μου επιτραπή ο χαρακτηρισμός. Είναι κωμική κύριοι μία τοιαύτη θέσις. Και εάν διετίθετο σπείρα δολοφόνων δια να δολοφονήση τον λαόν, δεν έχει ανάγκην των πυρών από του ελικοπτέρου.

Εζητήθη η επιβεβαίωσις εδώ της πιθανής χρησιμοποιήσεως από τα κοινά όπλα των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων σφαιρών “ντουμ – ντουμ”. Και αφέθη ο υπαινιγμός από αξιότιμον υπερασπιστήν της Πολιτικής Αγωγής, ότι ενδεχομένως να είχαμε προμηθευτεί τέτοια βλήματα, να τα είχαμε μοιράσει εις τους κινηθέντας στρατιώτας ή αστυνομικούς, και δι’ αυτών να τους είχαμε καλέσει να φονεύσουν αποτελεσματικότερα απ’ ότι θα ηδύναντο με τα κοινά φυσίγγια τους Έλληνας. Δεν θα προσθέσω επί της θέσεως αυτής ουδέν πέραν.

Διερευνάται το ενδεχόμενον να διετάξαμεν την παραβίασιν της πύλης του Πολυτεχνείου με το άρμα, προκειμένου να συνθλίψωμεν τους όπισθεν αυτής ευρισκομένους φοιτητάς.

Δεν γνωρίζω κύριοι εάν είναι δυνατόν μίαν τοιαύτην ενέργεια να την χωρέση διανόηση ανθρώπου. Η δική μου τουλάχιστον δεν είναι δυνατόν να την χωρέση.

Ελέχθη και ενεφανίσθη από αξιότιμους μάρτυρας παρελάσαντας από του βήματος τούτου, από τινάς τραυματισθέντας ότι εν ψυχρώ επυροβολήθησαν από αστυνομικά όργανα ή από άνδρας των Ενόπλων Δυνάμεων. Να θεωρήσωμεν κύριοι ότι όλοι ήσαν ψυχοπαθείς; Είναι πάρα πολύ παράτολομον. Και αν θέλη η αξιότιμος υπεράσπισις της Πολιτικής Αγωγής, ας δεχθή ότι είμαι μόνον εγώ ο ψυχοπαθής εις τον τόπον αυτόν.

Τα Ελληνόπουλα, και τα υπηρετούντα εις τα Σώματα Ασφαλείας, και τα υπηρετούντα εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, δεν είναι δυνατόν κύριοι να χαρακτηρισθούν ως εν ψυχρώ δολοφονούντα Έλληνες πολίτες. Τίθεται εν τοιαύτη περιπτώσει, θα μου πείτε, το ερώτημα: Τι πρέπει να συμβαίνη εν τοιαύτη περιπτώσει κύριε κατηγορούμενε; Από του βήματος τούτου μάρτυρες κατέθεσαν περί του αντιθέτου.

Κύριοι Δικασταί, οι δίκες αυτές έχοντας σχέσιν με πολιτικάς συγκρούσεις, με πολιτικάς διαφοράς, με αναφοράν εις ένα κλίμα το οποίον δημιουργείται εκ πολιτικών ανταγωνισμών, δεν θα έπρεπε να γίνωνται. Θα ήταν προτιμώτερον η Πολιτεία να θεσμοθετήση κάποιες άλλες διατάξεις, οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις να τιμωρούν χωρίς την παρέμβασιν της Δικαιοσύνης όσους εκ των πολιτικών των αντιπάλων εκτιμήσουν ότι θα πρέπη να εξοντώσουν. Διότι ούτω θα εσώζετο τουλάχιστον η ανθρωπίνη αξιοπρέπεια από τας επιδράσεις που υφίσταται εν όψει ενός φορτισμένου κλίματος να άγεται και να παρουσιάζη μαρτυρίας αι οποίαι δεν θα είπω ότι είναι ψευδείς, αλλά δεν περιλαμβάνουν ολόκληρον την αλήθειαν.

Δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε τα περιστατικά ως περιεγράφησαν από τους μάρτυρας κατηγορίας. Διότι αν τα δεχθούμε θα πρέπη παραλλήλως να δεχθούμε ότι όλοι οι άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας είναι εκ προδιαθέσεως δολοφόνοι.

Σεις κύριοι Δικασταί ως ιερείς της Θέμιδος λέγεται ότι δεν μπορείτε να δικάσετε δίκην εάν δεν ακούσετε τον μύθον και των δύο πλευρών.

Σας ερωτώ όμως. Έναντι των μαρτύρων τραυματιών, έναντι των μαρτύρων των αναφερομένων εις τα περιστατικά θανατώσεων, ακόμη και έναντι των μαρτύρων των αναφερομένων εις βαναυσοτήτας, που είναι η άλλη πλευρά;

Ποία είναι η πραγματικότης; Υπήρξε διαδήλωσις; Υπήρξε πρόκλησις; Υπήρξε σύγκρουσις; Υπήρξε σύγχυσις εις τα όργανα των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, η οποία κακώς τα έφερε εις την ανάγκην να πυροβολήσουν; Αλλά κάτω από το κράτος κάποιων συνθηκών τας οποίας δεν ήλεγχον;

Εγώ προσωπικώς κύριοι Δικασταί αρνούμαι να αποδεχθώ την αλήθειαν των περιγραφέντων αδικημάτων περί των οποίων καλείσθε να κρίνετε. Κύριοι Δικασταί δεν θα σας κουράσω αναφέροντας περισσοτέρας μου σκέψεις.

Υπήρξα ο αρχηγός της Επαναστάσεως, είμαι ενώπιόν σας ο τύραννος. Επιτρέψατέ μου να απευθυνθώ τελευτών, με μίαν επίκλησιν προς τους κυρίους εισαγγελείς και τους αξιοτίμους υπερασπιστάς της πολιτικής αγωγής.

Ποιούμαι έκκλησιν κύριοι Εισαγγελείς και κύριοι υπερασπισταί της πολιτικής αγωγής. Έκκλησιν προς τα αισθήματα σεβασμού προς την ιστορίαν του λαού αυτού.

Μην ζητήσετε να αποδοθή κατηγορία οιασδήποτε μορφής εκ προθέσεως. Μην ανακόπτετε την ιστορίαν, την φύσιν, την αρετήν αυτού του ωραίου λαού, ο οποίος έζησεν επί της υδρογείου τρεις χιλιάδες χρόνια. Είμαι ενώπιόν σας.

Εάν εκτιμάτε ότι υπάρχει κάποια πρόθεσις δι’ ό,τι διεπράχθη, αποδώσατέ την ολόκληρον εις εμέ. Ζητήσατε την ιδικήν μου καταδίκην εις θάνατον.

Χαρακτηρίσατέ με ως τον ειδεχθέστερον των εγκληματιών. Μην σπιλώσετε όμως την ιστορίαν αυτών των ανθρώπων που σαν συγκατηγορούμενοί μου καλούνται σήμερον εντός της αιθούσης να δικασθούν.

Έχουν μιαν ιστορίαν, ιστορίαν προσφοράς υπηρεσιών προς την πατρίδα μας. Είτε επί του πεδίου της τιμής, είτε επί του πεδίου της μάχης. Μην τους σπιλώσετε εις το τέρμα της ζωής τους.

Έχετε εμέ. Ζητήσατε την παράδοσιν εμού ως εξιλαστηρίου θύματος όλης αυτής της τραγικής ιστορίας. Άλλωστε διεφάνη ότι προτίθεσθε να υποστηρίξετε ότι υπήρξα παράνομος και έλαβα τα μέτρα έναντι νομίμως διεκδικούντων τας ελευθερίας των πολιτών. Ιδού το σχήμα. Εάν δεν σας φθάνουν αι προηγουμένως πραγματοποιηθείσαι ομολογίαι μου. Ζητήσατε την ιδικήν μου κεφαλήν επί πίνακι. Ζητήσατε όμως να μην αποδοθή εις τους συγκατηγορούμενούς μου πρόθεσις επί των εγκλημάτων τούτων.

Κύριοι Δικασταί. Η απόφασίς σας θα είναι ιστορικής σημασίας επί της δίκης αυτής. Είστε οι εκπρόσωποι της Δικαιοσύνης της χώρας. Δεν πρέπει να θέσετε την σφραγίδαν της ατιμώσεως επί της ζωής των ανθρώπων που κάθονται εις τα εδώλια.

Στείλατε εμέ κύριοι Δικασταί εις το απόσπασμα. Στείλατέ με δια να ηρεμήση επιτέλους αυτή η χώρα. Ας μη σπείρωμεν άλλο μίσος, άλλο πάθος εις τον τόπον αυτόν.

Φτάνει αυτό το οποίον έχει σπαρεί μέχρι της στιγμής. Το περισσότερον ίσως πνίξει τα παιδιά μας και θα είναι αργά όταν το καταλάβωμεν διά να το ξεριζώσουμε.

Σας βεβαιώ ότι θα μου προξενήσετε τιμήν και θα μου προσφέρετε υπηρεσίαν, εάν τουλάχιστον μου δώσετε την δυνατότητα να μπορώ να εμφανιστώ με μίαν παραδεκτήν από όλους υπηρεσίαν προς την Πατρίδα. Την υπηρεσίαν να κατασιγάσουν τα μίση, να κατασιγάσουν τα πάθη, να αποδοθούν άσπιλοι, αθώοι άνθρωποι, οι οποίοι ήχθησαν εις το εδώλιον του κατηγορουμένου, και ηρεμώντας αυτός ο τόπος, με αδελφωμένον περαιτέρω τον λαόν του να προχωρήση εις την αντιμετώπισιν των τόσων και τόσων αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζει.

Είμαι ενώπιόν σας. Είμαι διατεθειμένος να συμβληθώ με το κεφάλι ψηλά εις το εκτελεστικόν απόσπασμα.

Ετελείωσα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ποιο ήταν το έργο των στρατιωτικών κυβερνήσεων της Επταετίας;

H ιστορία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, ειδικά από την στιγμή που έχουν περάσει πάνω από πέντε δεκαετίες από τα γεγονότα και η αποκάλυψη των πραγματικών συμβάντων δεν μπορεί να επηρεάσει το σήμερα που έτσι ή αλλιώς έχει διαμορφωθεί οριστικά.

Η προσέγγιση της περιόδου της δικτατορίας 1967-1974, παραμένει ιδεολογικά φορτισμένη, αλλά καλό θα είναι να δούμε τα πραγματικά γεγονότα και να τα συγκρίνουμε με άλλες περιόδους της διακυβέρνησης της χώρας, προκειμένου να εξαχθούν ορθά συμπεράσματα.

Ένας τομέας για τον οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι είναι το αν και ποια έργα έγιναν επί δικτατορίας, ο οποία εγκαθιδρύθηκε πριν από 54 χρόνια στην Ελλάδα με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Ας δούμε ορισμένα από αυτά:

Κατασκευή Φραγμάτων Ηλεκτροπαραγωγής

Αλιάκμονος
Καστρακίου
Πολυφύτου

Επέκτασις Θερμοηλεκτρικών Μονάδων

Ερετρίας
Πτολεμαϊδος

Κατασκευή μεγάλων Γεφυρών

Μέγδοβα
Ρυμνίου (Αλιάκμονος)
Σερβίων (Αλιάκμονος)

Κατασκευή Αεροδρομίων

Ζακύνθου
Καβάλας
Κυθήρων
Λήμνου
Μυκόνου
Πάρου
Ρόδου
Σάμου
Σκιάθου
Χίου

Αρδευτικά Έργα

Αγρινίου - Μεσολογγίου
Έβρου
Νέστου
Πηνειού Ηλείας
Σερρών

Κτίρια

Κρατικά Μέγαρα
Διοικητηρίου ΟΛΠ
Εθνικού Νομισματοκοπείου
ΕΙΡΤ
ΟΣΕ
ΟΤΕ
Πολεμικού Μουσείου
Υπουργείου Εξωτερικών

Δικαστικά Μέγαρα

Αθηνών
Θεσσαλονίκης
Ιωαννίνων
Λαρίσης
Πατρών

Επεκτάσεις Νοσοκομείων

Αντικαρκινικού
Βενιζελείου
Γενικού Κρατικού

Επέκτασις Ηλεκτροφωτισμού

Επίγειος Δορυφορικός Σταθμός Θερμοπυλών

Επέκτασις Οδικού Δικτύου

Ανδριάς Ελευθερίου Βενιζέλου σε Αθήνα και Χανιά

Δωρεάν Παιδεία και επίπεδο σπουδών:

Τα ελληνικά Πανεπιστήμια το 1970-1974 ήταν από τα πρώτα 100 καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο, ενώ το Πάντειο το 1973 ήταν στην 7η θέση παγκοσμίως σε επίπεδο μόρφωσης. Όλα τα συγγράματα ήταν δωρεάν και επίσης δωρεάν ήταν η σίτιση και διαμονή στις Πανεπιστημιουπόλεις που δημιουργήθηκαν τότε.

Ορισμένα έργα στην Παιδεία:

Έναρξις κατασκευής Πανεπιστημιουπόλεων
Αθηνών
Θεσσαλονίκης
Πατρών
Κατασκευή σχολείων σε όλα τα χωριά που υπήρχαν μικρά παιδιά, και δημιουργία σχολείων σε όποια μεγάλη πόλη χρειαζόταν.
Δωρίζονται σε 65 σχολεία της Αττικής και στην συνέχεια σε όλη την Ελλάδα προτομές του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να τοποθετηθούν σε βάθρο σε ειδικό χώρο του κάθε σχολείου, έτσι ώστε τα παιδιά να εμπνέονται από τον Μέγα στρατηλάτη και να τον έχουν ώς πρότυπο.
Καθιέρωση, κρατικών βραβείων για τους αριστούχους του 6ταξιου Γυμνασίου
2πλασιασμός των κονδυλίων για την παιδεία
Δίνονται η πρώτες υποτροφίες στους αριστούχους μαθητές, για μετέπειτα σπουδές.
Δίνεται Σημαντικό χρηματικό ποσό σε αριστούχους φοιτητές για την μετέπειτα επαγγελματική σταδιοδρομία
Παροχή Δωρεάν Ιατροφαρμακευτικής και Νοσοκομειακής περίθαλψης σε όλους τους φοιτητές
Χορηγήσει Σπουδαστικών Δανείων
Αύξηση της Χρηματικής αμοιβής για το ημερήσιο φοιτητικό συσσίτιο
Χορηγήσει ειδικού Κονδυλίου για την Ψυχαγωγία των φοιτητών
Παροχή 3ετούς Εξεταστικής στους Φοιτητές
Δωρεάν Χορήγηση Βιβλίων Για Όλους τους μαθητές και φοιτητές

Άμυνα

Μέχρι το 1967 ο ελληνικός προϋπολογισμός δεν είχε δαπανήσει για την αγορά πολεμικού υλικού αρκούμενες οι προδικτατορικές κυβερνήσεις στις δωρεάν αμερικανικές παραχωρήσεις μεταχειρισμένου υλικού.

Μέσα σε έξι χρόνια (1967-1973) αγοράσθηκαν 4 υποβρύχια Type 209/1100 από την Γερμανία, 4 πυραυλάκατοι La Combattante από την Γαλλία (το ελληνικό ΠΝ έγινε το πρώτο παγκοσμίως σε χρήση πυραύλων επιφανείας-επιφανείας) 40 μαχητικά αεροσκάφη F-4E, 204 AMX-30 και ισάριθμα 105 ΤΟΜΑ ΑΜΧ-10Ρ από την Γαλλία (τα μοναδικά ΤΟΜΑ ππου παρελήφθησαν ποτέ από τον ΕΣ. Μόνο η Ελλάδα, η Γερμανία και η Γαλλία είχαν ΤΟΜΑ), 40 μαχητικά Μιράζ F-1CG, 60 μαχητικά κρούσης A-7H Corsair αμερικανικής κατασκευής, 12 μεταφορικά αεροπλάνα C-130H, 75 ελικόπτερα εφόδου UH-1 και ΑΒ-205 από ΗΠΑ και Ιταλία, δεκάδες αντιαεροπορικά πυροβόλα L-40 Bofors κλπ. κλπ.!

Η συνολική αξία τους άνω των 3 δισ. δολ. της εποχής, τα οποία είχαν αποπληρωθεί μέχρι τα μέσα του 1974 σε ποσοστό 85%, χωρίς ούτε μία υποψία σκανδάλου και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος.

Οικονομία

Σύμφωνα με έκθεση της ΕΟΚ του 1973 ο μέσος ετήσιος ρυθμός του ΑΕΠ της Ελλάδος την περίοδο 1969-1973 ήταν 7,8% έναντι αντιστοίχου ρυθμού της Κοινότητας 4,6%.

Την περίοδο μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση (73-80) η αύξηση ήταν 3,5% έναντι 2,3% της Κοινότητας. Από το 1980 όμως και μετά και για την περίοδο 1980-1986 ο ρυθμός γίνεται μικρότερος του αντίστοιχου της Κοινότητας 0,7% έναντι 1,4%. Οι ρυθμοί για το 1986 και 1987 είναι 1,3% και 0,7% αντίστοιχα, ενώ η τότε ΕΟΚ είχε περί το 2,2% ανάπτυξη. Το 1989, η χώρα ουσιαστικά πτώχευσε μετά από μία οκταετία διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ με το δημόσιο χρέος να δεκαπλασιάζεται σχεδόν σε σχέση με το 1980.

Η κατανάλωση

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως της εσωτερικής ζητήσεως για προϊόντα μεταποιήσεως την περίοδο 1972-'79 σε πραγματικούς όρους ήταν 6,2% έναντι 3,6% της Κοινότητας.

Η εικόνα όμως άλλαξε τελείως την επόμενη περίοδο 79-85 με πτώση του μέσου ρυθμού στο -0,6% έναντι ρυθμού 0,1% για τους 4 της Κοινότητας. Η ανάκαμψη που άρχισε το 1983 δεν ήταν ακόμη επαρκής ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο του 1979. Στις εξωτερικές αγορές τα μερίδια της χώρας παρέμειναν σχετικά σταθερά μεταξύ των ετών 1974 και 1985.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το κόστος στο εσωτερικό δημιούργησαν αναμφίβολα προβλήματα στις εξαγωγές. Στην περίοδο 1970-'79 παρατηρήθηκε μια ανάπτυξη των κλάδων των υφαντικών, χημικών και μη μεταλλικών ορυκτών παρόμοια με εκείνη που χαρακτήρισε τις πρόσφατες βιομηχανοποιημένες χώρες (MICS). Μετά την κρίση του 1979-'80 οι κλάδοι των τροφίμων και των χημικών δεν επηρεάστηκαν αισθητά, ενώ δυσμενής ήταν η εξέλιξη του κλάδου των υφαντικών.

Η σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και απασχόλησης

Την περίοδο 1972-'79 η παραγωγικότητα της εργασίας για το σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό (2,8%) λίγο μεγαλύτερο από εκείνο της Κοινότητας (2,5%). Η τάση αυτή συνεχίστηκε και μεταξύ των ετών 1979-'85 1,3% έναντι 1,4% της Κοινότητος.

Η αύξηση της παραγωγικότητος για το 1986 εκτιμάται μικρότερη από εκείνη της Κοινότητος (1,0% έναντι 1,9%) ενώ το 1987 ήταν στο -0,8% έναντι θετικού ρυθμού της Κοινότητος 1,5%

Από το 1974 και μετά οι επενδύσεις στην μεταποίηση μειώνονται. Παρατηρείται μικρή ανάκαμψη το 1979-'80 και το ποσοστό στο σύνολο των επενδύσεων το 1984-'85 ανέρχεται στο 14.5% δηλαδή στα επίπεδα του 1970.

Επιπλέον οι επενδύσεις υλοποιούνται σε παραδοσιακές βιομηχανίες όπως τροφίμων, υφαντικών, ενδύσεως, τσιμέντου κλπ. Το ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων σε παραδοσιακούς κλάδους μειώνονταν μέχρι το 1970 και κατόπιν είχε ανοδική πορεία.