Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (939-988)

ΟΡ. λέγοιμ᾽ ἄν· ἀρχαὶ δ᾽ αἵδε μοι πολλῶν πόνων.
940 ἐπεὶ τὰ μητρὸς ταῦθ᾽ ἃ σιγῶμεν κακὰ
ἐς χεῖρας ἦλθε, μεταδρομαῖς Ἐρινύων
ἠλαυνόμεσθα φυγάδες, ἔνθεν μοι πόδα
ἐς τὰς Ἀθήνας δῆτ᾽ ἔπεμψε Λοξίας,
δίκην παρασχεῖν ταῖς ἀνωνύμοις θεαῖς.
945 ἔστιν γὰρ ὁσία ψῆφος, ἣν Ἄρει ποτὲ
Ζεὺς εἵσατ᾽ ἔκ του δὴ χερῶν μιάσματος.
ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖσε… πρῶτα μέν μ᾽ οὐδεὶς ξένων
ἑκὼν ἐδέξαθ᾽, ὡς θεοῖς στυγούμενον·
οἳ δ᾽ ἔσχον αἰδῶ, ξένια μονοτράπεζά μοι
950 παρέσχον, οἴκων ὄντες ἐν ταὐτῷ στέγει,
σιγῇ δ᾽ ἐτεκτήναντ᾽ ἀπόφθεγκτόν μ᾽, ὅπως
δαιτός γενοίμην πώματός τ᾽ αὐτῶν δίχα,
εἰς δ᾽ ἄγγος ἴδιον ἴσον ἅπασι βακχίου
μέτρημα πληρώσαντες εἶχον ἡδονήν.
955 κἀγὼ ᾽ξελέγξαι μὲν ξένους οὐκ ἠξίουν,
ἤλγουν δὲ σιγῇ κἀδόκουν οὐκ εἰδέναι,
μέγα στενάζων, οὕνεκ᾽ ἦ μητρὸς φονεύς.
κλύω δ᾽ Ἀθηναίοισι τἀμὰ δυστυχῆ
τελετὴν γενέσθαι, κἄτι τὸν νόμον μένειν,
960 χοῆρες ἄγγος Παλλάδος τιμᾶν λεών.
ὡς δ᾽ εἰς Ἄρειον ὄχθον ἧκον, ἐς δίκην
ἔστην, ἐγὼ μὲν θάτερον λαβὼν βάθρον,
τὸ δ᾽ ἄλλο πρέσβειρ᾽ ἥπερ ἦν Ἐρινύων.
εἰπὼν ‹δ᾽› ἀκούσας θ᾽ αἵματος μητρὸς πέρι,
965Φοῖβός μ᾽ ἔσῳσε μαρτυρῶν· ἴσας δέ μοι
ψήφους διηρίθμισε Παλλὰς ὠλένῃ·
νικῶν δ᾽ ἀπῆρα φόνια πειρατήρια.
ὅσαι μὲν οὖν ἕζοντο πεισθεῖσαι δίκῃ,
ψῆφον παρ᾽ αὐτὴν ἱερὸν ὡρίσαντ᾽ ἔχειν·
970 ὅσαι δ᾽ Ἐρινύων οὐκ ἐπείσθησαν νόμῳ,
δρόμοις ἀνιδρύτοισιν ἠλάστρουν μ᾽ ἀεί,
ἕως ἐς ἁγνὸν ἦλθον αὖ Φοίβου πέδον,
καὶ πρόσθεν ἀδύτων ἐκταθείς, νῆστις βορᾶς,
ἐπώμοσ᾽ αὐτοῦ βίον ἀπορρήξειν θανών,
975 εἰ μή με σώσει Φοῖβος, ὅς μ᾽ ἀπώλεσεν.
ἐντεῦθεν αὐδὴν τρίποδος ἐκ χρυσοῦ λακὼν
Φοῖβός μ᾽ ἔπεμψε δεῦρο, διοπετὲς λαβεῖν
ἄγαλμ᾽ Ἀθηνῶν τ᾽ ἐγκαθιδρῦσαι χθονί.
ἀλλ᾽ ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν,
980 σύμπραξον· ἢν γὰρ θεᾶς κατάσχωμεν βρέτας,
μανιῶν τε λήξω καὶ σὲ πολυκώπῳ σκάφει
στείλας Μυκήναις ἐγκαταστήσω πάλιν.
ἀλλ᾽, ὦ φιληθεῖσ᾽, ὦ κασίγνητον κάρα,
σῷσον πατρῷον οἶκον, ἔκσωσον δ᾽ ἐμέ·
985 ὡς τἄμ᾽ ὄλωλε πάντα καὶ τὰ Πελοπιδῶν,
οὐράνιον εἰ μὴ ληψόμεσθα θεᾶς βρέτας.
ΧΟ. δεινή τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσε
τὸ Ταντάλειον σπέρμα διὰ πόνων τ᾽ ἄγει.

***
ΟΡΕ. Το λέω· κι αυτή η αρχή ᾽ναι των παθών μου.
Σαν πέρασαν στα χέρια μου της μάνας
940 οι συμφορές —γι᾽ αυτές ας μη μιλούμε—,
στα ξένα οι Ερινύες με κυνηγούσαν,
ώσπου ο Λοξίας με στέλνει στην Αθήνα,
στις τρομερές θεές να δώσω λόγο.
Είν᾽ ένα εκεί ιερό κριτήριο· ο Δίας
κάποτε το ᾽χε ιδρύσει για τον Άρη,
που με αίμα είχε τα χέρια του μολύνει.
Πήγα· κανένας στην αρχή δεν είχε
την προθυμία να με δεχτεί σαν ξένο·
με κρίνανε θεομίσητο· όσοι νιώσαν
950 λίγη σπλαχνιά, μου πρόσφερναν στα σπίτια
φιλοξενία σε χωριστό τραπέζι
και, σιωπηλοί, βουβό κι εμένα με είχαν,
χώρια απ᾽ αυτούς να τρώγω και να πίνω·
σε κούπες χωριστές —μέτρο ίσο για όλους—
κρασί κερνούσαν, κι έτσι τρωγοπίναν.
Να ελέγξω εγώ τους ξένους δεν μπορούσα·
πονούσα σιωπηλός και καμωνόμουν
πως τίποτα δε νιώθω, και βογκούσα
πολύ, γιατί φονιάς της μάνας μου ήμουν.
Κι ακούω πως στην Αθήνα οι συμφορές μου
έγιναν τελετή· η συνήθεια μένει
και τώρ᾽ ακόμα· της χοϊκής κανάτας
960 γιορτή ο λαός γιορτάζει της Παλλάδας.
Σαν έφτασα στο βράχο του Άρη, η δίκη
άρχισε· απ᾽ τα δυο βάθρα πιάνω το ένα
και τ᾽ άλλο η πιο προεστή απ᾽ τις Ερινύες.
Είπα και μου είπαν για της μάνας το αίμα,
κι η μαρτυριά με γλίτωσε του Φοίβου·
στη διαλογή, το χέρι της Παλλάδας
μέτρησε ισοψηφία· κι έφυγα τότε,
αφού τη φονική κέρδισα δίκη.
Όσες την κρίση αυτή Ερινύες δεχτήκαν,
έμειναν, και κοντά στο δικαστήριο
970 διάλεξαν θέση για ιερό τους· οι άλλες
με κέντριζαν αδιάκοπα να τρέχω·
στου Φοίβου το ναό ξανά έτσι πήγα,
μπρος στο άδυτό του ξάπλωσα και, δίχως
να τρώγω, ορκίστηκα ότι στη ζωή μου
θα ᾽βαζα τέρμα εκεί, αν ο Φοίβος ο ίδιος
δε μ᾽ έσωζε, που με είχε καταστρέψει.
Φωνή του Φοίβου απ᾽ το χρυσό τριπόδι
ακούστη τέλος· μ᾽ έστελνε εδώ πέρα
να πάρω την εικόνα, που έχει πέσει
από τον ουρανό, και να τη στήσω
στων Αθηναίων τη χώρα. Βοήθησέ με
λοιπόν για να σωθώ, σαν που έχει ορίσει·
980 αν το άγαλμα της θεάς δικό μας γίνει,
θα γιατρευτώ, και το πολύκουπό μου
καράβι στη Μυκήνα θα σε πάει.
Αγαπημένη εσύ, ακριβή αδερφή μου,
σώσε το πατρικό μας, γλίτωσέ με
κι εμέ· γιατί αν δεν πάρουμε στα χέρια
την απ᾽ τον ουρανό πεσμένη εικόνα,
κι εγώ κι οι Πελοπίδες σβήνουμε όλοι.
ΚΟΡ. Άγρια, καυτή η οργή των θεών πλακώνει
στου Τάνταλου το σόι και το παιδεύει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γλώσσας

1.4 Όλες οι γλώσσες είναι ίδιες: όλες είναι σχεδιασμένες με τον ίδιο τρόπο

Όλες οι γλώσσες κατασκευάζουν τον πολύ μεγάλο αριθμό λέξεων που έχουν με έναν μικρό, περιορισμένο αριθμό κομματιών ήχου. Και έτσι, παρά τις διαφορές τους ως προς τους ήχους που χρησιμοποιούν, είναι κατά βάθος ίδιες. Δηλαδή έχουν τον ίδιο σχεδιασμό. Και αν διαφέρουν ως προς τους γλωσσικούς ήχους που χρησιμοποιούν, δεν διαφέρουν ως προς τις σημασίες που εκφράζουν. Γι' αυτό και μπορούμε να κάνουμε μεταφράσεις από γλώσσα σε γλώσσα, χωρίς να εμποδιζόμαστε από τις διαφορές των γλωσσικών ήχων (των φθόγγων που χρησιμοποιεί κάθε γλώσσα) και των συνδυασμών τους.

Το μεγάλο μυστικό της γλώσσας λοιπόν είναι ότι με έναν μικρό αριθμό ήχων (τους ονομάσαμε φθόγγους) δημιουργεί τη μεγάλη ποικιλία των λέξεων που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Αυτό είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς, όπως έχουμε ήδη πει, αν σκεφτεί τα γράμματα του αλφαβήτου. Με τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που απεικονίζουν τους ήχους (τους φθόγγους) της ελληνικής γλώσσας, κατασκευάζονται όλες αυτές οι λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να μιλήσουμε για μας και για τον κόσμο γύρω μας.

Friedrich Nietzsche: είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής του

Οι εκρήξεις μας.

-Αναρίθμητα πράγματα που ιδιοποιήθηκε σε προγενέστερα στάδια η ανθρωπότητα, αλλά με μορφή τόσο αδύναμη και εμβρυακή που κανένας δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την ιδιοποίηση αυτή, έρχονται ξαφνικά στο φως πολύ αργότερα, ίσως αιώνες αργότερα- στο μεταξύ έχουν γίνει δυνατά κι έχουν ωριμάσει.

Ορισμένες εποχές, όπως και ορισμένοι άνθρωποι, μοιάζουν να μην έχουν καθόλου το τάδε ή το δείνα ταλέντο, την τάδε ή τη δείνα αρετή: περιμένετε όμως τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, αν μπορείτε να περιμένετε τόσο πολύ - θα φέρουν στο φως ό,τι είχαν μέσα τους οι παππούδες τους, ό,τι είχαν μέσα τους δίχως να το ξέρουν ακόμη.

Συχνά, ήδη ο γιος αποκαλύπτει τον πατέρα του: ο πατέρας καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του από τη στιγμή που έχει ένα γιο.

Όλοι έχουμε μέσα μας κρυμμένους κήπους και φυτείες· και, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής τους· κανένας δεν ξέρει όμως πότε, σε λίγο ή σε πολύ, θα γίνει η έκρηξη αυτή -ούτε καν ο καλός Θεός.

Περνώντας το γεφυράκι.

-Στις σχέσεις μας με ανθρώπους που ντρέπονται για τα συναισθήματα τους πρέπει να ξέρουμε να προσποιούμαστε.

Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν ξαφνικό μίσος για όποιον τους τσακώνει να έχουν ένα τρυφερό, ενθουσιώδες ή υψηλό συναίσθημα, σαν να είχε δει τα μυστικά τους.

Αν θέλετε να τους κάνετε να νιώσουν καλά τέτοιες στιγμές, κάντε τους να γελάσουν ή πείτε μια ψυχρή και δηκτική κακία· τότε το συναίσθημα τους παγώνει και συνέρχονται αμέσως.

Λέω όμως το επιμύθιο πριν πω την ιστορία.

-Κάποτε ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο μέσα στη ζωή που τίποτα δεν φαινόταν να εμποδίζει τη φιλία και την αδελφοσύνη μας, και μόνον ένα μικρό γεφυράκι υπήρχε ανάμεσα μας.

Ακριβώς τη στιγμή που πήγαινες να ανεβείς ο' αυτό σε ρώτησα:

«Θέλεις να περάσεις το γεφυράκι για να με συναντήσεις;» -και τότε έπαψες πια να το θέλεις* κι όταν σε ξαναπαρακάλεσα, έμεινες σιωπηλός.

Από τότε βουνά κι ορμητικοί ποταμοί κι ό,τι άλλο χωρίζει και αποξενώνει μπήκαν ανάμεσά μας· κι ακόμη κι όταν το θέλαμε, δεν ήταν μπορετό να συναντηθούμε!

Μα όταν θυμάσαι τώρα εκείνο το μικρό γεφυράκι δεν έχεις πια λόγια -μόνο λυγμούς και απορία.

Friedrich Nietzsche, Η χαρούμενη επιστήμη (1882)

Ο έρωτας αρχίζει από την επιθυμία, αλλά δεν στέκεται σ’ αυτήν, πηγαίνει πιο πέρα, ορθότερα: παραπάνω

Για να συναντήσουμε τον έρωτα, πρέπει να εγκαταλείψουμε τους άγριους χώρους του ζώου και να μεταφερθούμε στα ήμερα δώματα του ανθρώπου…

Η μετάβαση από την επιθυμία στον έρωτα γίνεται με ένα είδος «μπολιάσματος»: μπολιάζεται το άγριο δέντρο, η φυσική ορμή, μ’ ένα ήμερο κλαδί, προϊόν μακράς και επίπονης καλλιέργειας, δηλαδή με την τρυφερότητα, τη στοργή, την εμπιστοσύνη, το θαυμασμό (και τα τρία θα τα έλεγα με μια λέξη: «αγάπη», ευτυχής που υπάρχει στην εθνική μου γλώσσα χωριστή ονομασία γι’ αυτή την συναισθηματική ομάδα), και αν το μπόλι πιάσει (δυστυχώς πιάνει πολύ σπάνια), αναπτύσσεται ένα νέο φυτό που δίνει θαυμάσια λουλούδια: ο έρωτας.

Και πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι η έλξη μας από το πρόσωπο που «αγαπούμε» δεν βρίσκεται στο επίπεδο της απλής επιθυμίας παρά είναι γνήσια ερωτική;

Από τα κριτήρια που έχει δώσει η ανάλυση και η πείρα, θα απαριθμήσω τα σπουδαιότερα κατά τη γνώμη μου.

Α. Η επιθυμία είναι κεντρομόλος ο έρωτας φυγόκεντρος.

Για τη φυσική ορμή ο «άλλος» είναι «αντικείμενο» που υπάρχει και λογαριάζεται μόνο ως μέσον για την ικανοποίηση μιας «δικής» μου ανάγκης. Ο άνθρωπος που επιθυμεί είναι γεμάτος από την επιθυμία του αυτή μόνο τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί, αυτή δεσπόζει στις σχέσεις του με τους άλλους. Ο ορίζοντας της ψυχής του είναι κλειστός. – στον έρωτα η ροπή αντιστρέφεται, η κίνηση διευθύνεται προς έναν αυθύπαρκτο «άλλο» που καλεί το «εγώ» να στραφεί προς αυτόν και να ενωθεί μαζί του. Το πρόσωπο που αγαπώ ερωτικά υπάρχει απέναντι μου όχι απλώς ως ισάξιο, αλλά ως περισσότερο άξιο από μένα. Καθώς έλκομαι απ’ αυτό, θεωρώ ευτυχία μου το προνόμιο ότι μπορώ να του δοθώ ολόκληρος.

Β. Στον έρωτα όσο περισσότερο δίνεται κανείς, τόσο πλουσιότερος επιστρέφει στον εαυτό του.

Με την επιθυμία, συμβαίνει το αντίθετο: όσο παίρνεις από τον «άλλο», τόσο χάνεις τον εαυτό σου, αδειάζεις και φτωχαίνεις. Όποιος αρπάζει σα λάφυρο το «αντικείμενο» της επιθυμίας του και το νέμεται με βουλιμία, ληστεύεται από την ίδια την ηδονή του και ενώ όλο «παίρνει», το έχει του διαρκώς λιγοστεύει. Αντίθετα εκείνος που προσφέρεται ερωτικά, αισθάνεται ότι πολλαπλασιάζεται αι περισσεύει το έχει του. Το παράδοξο τούτο είναι της ερωτικής μαγείας το έργο. Δίνεσαι, θυσιάζεσαι για τον «άλλο», και όμως – επειδή εδώ λειτουργεί ένας άλλος νόμος και όχι ο φυσικός – τώρα είσαι πιο στερεός και πιο σίγουρος.

Γ. Η ερωτική σχέση, όταν ιδρυθεί και ευδοκιμήσει, είναι και για τους δύο όρους της ευφρόσυνη και δημιουργική, γόνιμη σε έργα που τιμούν τον άνθρωπο.

Χαρίζει ευτυχία και αυτοπεποίθηση, παρορμά σε δράση θετική, φωτίζει τη ζωή μ’ ένα εσωτερικό φως. Αντίθετα η επιθυμία, όταν μένει χωρίς έλεγχο, όρεξη άπληστη και τυφλή, κατεβάζει χαμηλά το επίπεδο των απαιτήσεων, εμπνέει μικρόχαρες σκέψεις, οδηγεί στη βαναυσότητα, στην πνευματική στειρότητα, στην ηθική αναπηρία. Γίνεται ο φαύλος κύκλος μιας διαλεκτικής που όταν μας παρασύρει ο τροχός της, ζούμε –όπως ακούσαμε τον Kierkegaard να λέγει – δίπλα από τον εαυτό μας, όχι μέσα στον εαυτό μας. Ούτε πλήρωση λοιπόν πραγματική μπορούμε να περιμένουμε από την άνευ όρων παράδοσή μας στην επιθυμία, ούτε ευτυχία.

Δ. Η επιθυμία δημιουργεί σχέσεις απρόσωπες, ενώνει όλους μέσα στην ανωνυμία (μας εξισώνει προς τα «κάτω»).

Αντίθετα ο έρωτας είναι σχέση που συνάπτεται μόνο μεταξύ ορισμένων, επώνυμων προ (μας διαφοροποιεί προς τα «άνω»). Άλλο σωματοψυχική οργανική υπόσταση, και άλλο ύπαρξη προσωπική. H πρώτη είναι μια φυσική έννοια, μονάδα μέσα σε πλήθος ομοειδών όντων, η δεύτερη είναι έννοια ηθική, άτομο με πνευματικές ανάγκες και αξιώσεις, με δική του ιστορία, ιδιόρρυθμο και ανεπανάληπτο. Πρόσωπο δεν είναι «ο οποιοσδήποτε», αλλά «κάποιος», μορφή ορισμένη από την τροχιά της προσωπικής ζωής και σφραγισμένη από το πεπρωμένο της, συνείδηση ηθική, πνευματική φυσιογνωμία με τη δική της τοποθέτηση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ζωής.

Αντίθετα λοιπόν προς την επιθυμία που δεν «εκλέγει» τον έτερο, ο έρωτας απαιτεί τη θερμή και αμοιβαία προσήλωση επώνυμων, «εκλεκτών» όντων που υψώθηκαν έως τη στάθμη της προσωπικής ύπαρξης χάρη στο ηθικό τους ποιόν.

Ε. Οι σχέσεις που συνάπτονται με την επιθυμία είναι «κατά συμβεβηκός».

Τμηματικές, προσωρινές, τυχαίες και για τούτο, όταν ο δεύτερος όρος αλλάζει (άλλο «αντικείμενο» παίρνει τη θέση του προηγούμενου), η κατάσταση δεν μεταβάλλεται ριζικά, εξακολουθεί να είναι όπως και πριν (η τυχόν διαφορά περιορίζεται στον βαθμό της ικανοποίησης). Αντίθετα, ο ερωτικός είναι δεσμός «αναγκαίος» – ολικός, διαρκής και ουσιαστικός, επειδή ανάμεσα στα πρόσωπα που ενώνει υπάρχει ένα είδος «προκαταστημένης αρμονίας»: αμοιβαία κατανόηση και εκτίμηση, παραδοχή κοινών μέτρων, αναγνώριση κοινής κλίμακας αξιών, συνεργασία σ’ ένα κοινό πρόγραμμα ζωής. Ο ένας αισθάνεται, σκέπτεται, θέλει δια του άλλου, σα να υπάρχει μια ευαισθησία, μια συνείδηση, μια βούληση μοιρασμένη σε δύο πρόσωπα, σα να είναι το ένα πρόσωπο συνέχεια και συμπλήρωση του άλλου. Μόνο στον έρωτα μιλούμε για «ολοκλήρωση» της προσωπικής ύπαρξης.

Tο συμπέρασμα από την ανάλυσή μας είναι –πιστεύω- ότι κακώς ταυτίζεται η επιθυμία με τον έρωτα. Ο έρωτας αρχίζει από την επιθυμία, αλλά δεν στέκεται σ’ αυτήν, πηγαίνει πιο πέρα, ορθότερα: παραπάνω.

Από το ζευγάρωμα που είναι μια φυσιολογική ανάγκη (στην ωμή γλώσσα του ο βιολόγος θα την έλεγε υπόθεση αδένων), ο άνθρωπος με την καλαισθησία του, με τις ηθικές του αξιώσεις, με τη λάμψη του πνεύματός του, με τη δημιουργική του ορμή προχωρεί σε κάτι «άλλο» (τον έρωτα) που στηρίζεται βέβαια στην αρχική βάση αλλά και την υπερβαίνει.

Μάρκος Αυρήλιος: Είναι παράλογο και αδύνατο να περιμένεις από τους άλλους να μη σφάλλουν

Από νωρίς το πρωί να λες στον εαυτό σου: σήμερα θα συναντηθώ με τον πολυπράγμονα, με τον αχάριστο, με τον αλαζόνα, τον δολερό, τον φθονερό, τον ακοινώνητο. Τους συμβαίνουν αυτά επειδή αγνοούν το αγαθό και το κακό.

Εγώ, όμως, στοχάστηκα τη φύση του καλού, κι είδα την ομορφιά του και τη φύση του κακού, κι είδα την ασχήμια του και τη φύση του ανθρώπου που σφάλλει, κι είδα ότι είναι συγγενής μου, όχι από το ίδιο αίμα ή σπέρμα αλλά από τον ίδιο Νου, και ότι έχει τη θέση του μέσα στο θείο έργο.

Δεν μπορεί να με βλάψει κανείς από τους παραπάνω, γιατί κανείς τους δεν μπορεί να με εμπλέξει στην αισχρότητα.

Επίσης δεν μπορώ να οργίζομαι μ’ ένα συγγενικό μου πρόσωπο ούτε να το μισώ.

Γεννηθήκαμε για να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας, όπως τα πόδια, τα χέρια τα βλέφαρα, όπως η πάνω και η κάτω σειρά των δοντιών.

Το να κάνουμε αντίπραξη ο ένας στον άλλον είναι παρά φύσιν.

Και η αγανάκτηση και η αποστροφή αποτελούν αντίπραξη» Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, 2.1

Η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις. Ανέκαθεν ήταν.

Για τους Στωικούς, η ευτυχία που αναζητούμε όλοι πηγάζει από την εσωτερική ηρεμία, αταραξία, απέναντι σε ό,τι μας αποσπά από αυτό που θέλουμε να είμαστε.

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι προσδοκίες και οι εκτιμήσεις μας για τα γεγονότα και τους άλλους ποδηγετούν τη ζωή μας.

Ο Στωικισμός έχει δοκιμαστεί σε βάθος αιώνων, καταλήγοντας η δημοφιλέστερη σύγχρονη φιλοσοφία του βίου, ένας οδηγός ζωής.

Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, απέδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να τιθασεύσει τον εαυτό του, αντί να προσπαθεί να αλλάξει τους άλλους.

Εν τέλει, ακόμη κι αν δεν αλλάξουμε τον κόσμο και τους άλλους, μπορούμε πάντα να αλλάξουμε τον εαυτό μας.

Η αλλαγή ξεκινάει από εμάς, τώρα: «Πόσο εναργές γίνεται ότι καμία άλλη περίσταση της ζωής δεν είναι τόσο κατάλληλη για να φιλοσοφήσεις, όσο αυτή στην οποία βρίσκεσαι τώρα». 11.7

Στο ημερολόγιό του «τα Εις εαυτόν» ο Μάρκος Αυρήλιος μας προσφέρει εννέα δώρα από τις Μούσες και ένα δέκατο από τον «Μουσηγέτη» Απόλλωνα.

Τα δώρα των Μουσών είναι κατ’ αρχάς καθημερινές υπενθυμίσεις στον ίδιο του τον εαυτό, καθώς ουδέποτε τα κείμενά του προορίζονταν για δημοσίευση, με σκοπό να τον κάνουν πιο «ανθρώπινο», προφυλάσσοντάς τον από τον θυμό. «Ο θυμός δεν είναι ανδρεία» σε αντίθεση με την πραότητα και την ηρεμία. Είναι όμως στον έλεγχό μας.

Ο Μάρκος Αυρήλιος καταγράφει, ώστε να μείνει δυνατός (11.18):

1. Έχουμε γεννηθεί ο ένας για χάρη του άλλου.

2. Φέρε στον νου σου πώς ζουν οι άνθρωποι συνολικά για να καταλάβεις τα κίνητρά τους.

3. Αναλογίσου ότι όταν οι άλλοι σφάλλουν δρουν εν αγνοία ή αθέλητα.

4. Ακόμη και εσύ μπορεί να σφάλλεις.

5. Πολλές φορές μπορεί να μη γνωρίζεις γιατί οι άλλοι δρουν έτσι.

6. Όταν αγανακτείς ή θλίβεσαι να σκέφτεσαι ότι όλοι θα πεθάνουμε.

7. Αυτό που με ενοχλεί δεν είναι οι πράξεις των άλλων, αλλά οι δικές μου κρίσεις για αυτές.

8. Η οργή που νιώθουμε για ένα γεγονός είναι χειρότερη από το ίδιο το γεγονός.

9. Η καλοσύνη είναι το αντίδοτο στον θυμό.

10. Είναι παράλογο και αδύνατο να περιμένεις από τους άλλους να μη σφάλλουν.

Ο Μάρκος Αυρήλιος υπενθυμίζει τους κανόνες της ζωής στον εαυτό του με έναν σκοπό: «Θεώρησέ τους δώρα που σου έχουν χαρίσει οι Μούσες και άρχισε επιτέλους να είσαι άνθρωπος για όσο ζήσεις».

Στο χέρι μας είναι να ανοίξουμε και εμείς τα δώρα των Μουσών. Το κόστος θα είναι μικρό, αλλά το κέρδος τεράστιο.

Ο μύθος του Ορφέα: Γιατί όσο και να προχωρούμε στη ζωή, κοιτάμε πάντα πίσω;

Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε τον μύθο. Ο Ορφέας, κύριος εκπρόσωπος της τραγουδιστικής τέχνης, γιος του θεού Απόλλωνα, νυμφεύτηκε την αγαπημένη του, την Ευρυδίκη. Εκείνη όμως πεθαίνει και μάλιστα νέα. Ο Ορφέας δεν το αποδέχεται και κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί καταφέρνει να γοητεύσει τον Άδη και την Περσεφόνη και να τους πείσει να επιτρέψουν στην Ευρυδίκη να φύγει μαζί του.

Όλα αυτά όμως υπό έναν όρο: να ολοκληρώσει το ταξίδι του αυτό χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του πίσω ούτε μια φορά. Προσπάθησε και σχεδόν θα τα κατάφερνε. Παραβίασε τον όρο και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε.

Ο μύθος αυτός, σε αντίθεση με τους άλλους, είναι δυσκολότερο να εξηγηθεί, να αποσυμβολοποιηθεί. Γιατί ο Ορφέας γύρισε πίσω; Μια ερμηνεία που έχει δοθεί είναι ότι κοίταξε πίσω απλώς επειδή φοβόταν ότι θα είχε φύγει και ήθελε τόσο πολύ να βεβαιωθεί. Μια άλλη αναφέρει ότι ξαφνική «τρέλα» τον κυρίευσε και αμέσως μετά βρίσκοντας τη λογική του, το μετάνιωσε.

Ο Πλάτωνας καταδικάζει τον Ορφέα ως δειλό επειδή προσπάθησε να ξεγελάσει τον θάνατο αντί να αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Μία πιο πρόσφατη ματιά συμπεραίνει ότι υποπτεύθηκε πως ο Άδης τον είχε κοροϊδέψει και γι’ αυτό γύρισε πίσω θυμωμένος. Και θα αναρωτιέστε: Γιατί τόσες διαφορετικές ερμηνείες; Γιατί ο Ορφέας γύρισε πίσω; Και τι μπορούμε εμείς οι θνητοί να μάθουμε από αυτή την τραγωδία;

Είναι δελεαστικό να προσεγγίσουμε τον μύθο ως ένα συμβολικό παζλ, ως μια είσοδο προς τα συλλογικά όνειρα και την ανάλυσή τους. Ωστόσο, εδώ θα προσπαθήσουμε να τον δούμε όχι ως μια αλληγορία, αλλά ως μια αφηγηματική εξερεύνηση της ανθρώπινης εμπειρίας.

Η βασική ανθρώπινη εμπειρία που σχετίζεται με αυτό τον μύθο δεν είναι άλλη από την αμφιβολία. Η αμφιβολία δεν αποτελεί ένα προσωπικό μειονέκτημα, όπως προσπαθούν να την ερμηνεύσουν ορισμένοι σχολιαστές, αλλά είναι ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό, έμφυτο της ανθρώπινης φύσης μας.

Η σύγχρονη ψυχολογία στηρίζει αυτή την πεποίθηση. Ο ανθρώπινος νους είναι ευάλωτος κατά τη διάρκεια ενός μακρινού ταξιδιού με αβέβαιο αποτέλεσμα. Όταν κάποιος, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, περάσει από σκοτεινά σημεία και νιώσει αβοήθητος, μπορεί να γίνει ευάλωτος στην κατάθλιψη και την απελπισία. Αν αυτό συνεχιστεί, η αίσθηση αδυναμίας απειλεί ξεκάθαρα την ικανότητά του να διατηρήσει την ελπίδα και το κουράγιο του. Αυτός ο συνδυασμός είναι τοξικός για τον εαυτό μας.

Αλλά αυτή η ψυχολογική τροπή που παίρνει κανείς σε ένα μακρύ ταξίδι στο σκοτάδι δεν εξηγεί γιατί ο χαρακτήρας του Ορφέα, κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή ως απόκριση στις συνθήκες του. Η περιγραφή του χαρακτήρα του και η θαρραλέα πράξη του να ταξιδέψει στον Κάτω Κόσμο και να διαπραγματευτεί δεν δείχνουν έναν δειλό άνδρα.

Η απάντηση είναι ότι, στον ανθρώπινο νου, το «πάω μπροστά» και «κοιτώ πίσω» δεν υπάρχουν το ένα ανεξάρτητα από το άλλο, αλλά είναι αλληλοσυνδεόμενα. Ως βρέφη, ένα από τα πρώτα μας εργαλεία για την κατανόηση του κόσμου είναι η αντίθεση, το να ξεχωρίζουμε με αυτό τον τρόπο τα αντικείμενα γύρω μας.

Και γενικά χρησιμοποιούμε πολύ την αντίθεση και τη σύγκριση στη ζωή μας: Για παράδειγμα, θα πούμε ότι ένα αντικείμενο είναι βαρύτερο σε σύγκριση με κάποιο άλλο αντικείμενο, που είναι ελαφρύ. Αυτό υποδεικνύει ότι η φυσική ακολουθία της μάθησης περιλαμβάνει τη μάθηση της αυθαίρετης σχέσης της αντίθεσης πριν ακόμα και από την συγκριτική σχέση. Μαθαίνουμε ότι τα πράγματα πάντα σχετίζονται με τα αντίθετά τους. Το πάνω μας φέρνει στο νου το κάτω, η ζωή μας φέρνει στο νου το αντίθετό της, τον θάνατο.

Η προτροπή «δεν πρέπει να κοιτάξω πίσω» περιλαμβάνει το ίδιο το αντίθετό της. Είναι κυριολεκτικά αδύνατο να διαβάσουμε δυνατά αυτή την πρόταση χωρίς ταυτόχρονα να μη σκεφτούμε το αντίθετο, το «αρνητικό». Κάθε φορά που επαναλαμβάνετε «δεν πρέπει να κοιτάξω πίσω», αναγκάζεστε να πείτε «κοιτάξω πίσω».

Οπότε ίσως το θανάσιμο λάθος του Ορφέα είναι ότι, αποδεχόμενος την προσφορά του Άδη, αρνείται να αποδεχτεί το ψυχολογικό κόστος αυτής. Το ταξίδι του μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σχετικά εύκολο. Για ολόκληρη τη ζωή του, το ταλέντο του Ορφέα έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό στο να πείθει τους άλλους.

Η φωνή του γοητεύσει την Ευρυδίκη, τον Κέρβερο, τον ίδιο τον Άδη. Αλλά σκαρφαλώνοντας έξω από τον Κάτω Κόσμο, ανήσυχος και αβέβαιος, ο Ορφέας αναγκάζεται να διαπραγματευτεί με έναν νου τον οποίο δεν μπορεί να επηρεάσει με το τραγούδι του: τον δικό του. Μόνος με αυτή τη σκέψη, ο σπουδαίος τραγουδιστής προβληματίζεται από τις σκέψεις που δεν μπορεί να καταστείλει με τα τραγούδια του. Ο Ορφέας δεν μπορεί να γοητεύσει τον εαυτό του.

Αν γινόταν οι όμορφες στιγμές να επαναλαμβάνονταν πολλές φορές

Η αιώνια επιστροφή είναι ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε, με την ιδέα αυτή, έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα κι η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;

Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει μοιάζει με μια σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα. Δεν πρέπει να τα υπολογίζει κανείς περισσότερο απ’ όσο έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο αφρικανικά βασίλεια του αιώνα, που τίποτα δεν άλλαξε στην όψη του κόσμου, παρ’ όλο που τριακόσιες χιλιάδες μαύροι θα είχαν βρει εκεί το θάνατο μέσα σε απερίγραπτα βασανιστήρια.

Αλλά μήπως πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα και σ’ αυτόν τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο αφρικανικά βασίλεια του αιώνα αν επαναληφθεί ατελείωτες φορές μέσα στην αιώνια επιστροφή;

Ναι οπωσδήποτε: θα εξελιχθεί σ’ έναν όγκο που ορθώνεται και διαρκεί, και η ανοησία του θα είναι ασυγχώρητη.

Αν η Γαλλική Επανάσταση έπρεπε να επαναλαμβάνεται αιωνίως, η γαλλική ιστοριογραφία θα ήταν λιγότερο περήφανη για τον Ροβεσπιέρο. Καθώς, όμως, μιλάει για ένα πράγμα που δεν πρόκειται να επαναληφθεί, τα αιματοβαμμένα χρόνια δεν είναι παρά λέξεις, θεωρίες, συζητήσεις, είναι πιο ελαφρά από ένα πούπουλο, δεν προξενούν φόβο. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα σ’ ένα Ροβεσπιέρο που δεν εμφανίστηκε παρά μόνο μία φορά στην Ιστορία και σ’ ένα Ροβεσπιέρο που θα επέστρεφε αιωνίως να κόβει τα κεφάλια των Γάλλων.

Ας πούμε λοιπόν ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής διαγράφει μια προοπτική όπου τα πράγματα δεν μοιάζουν να είναι έτσι όπως τα ξέρουμε: μας εμφανίζονται χωρίς το ελαφρυντικό του φευγαλέου τους χαρακτήρα. Αυτό το ελαφρυντικό μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να εκδώσουμε οποιαδήποτε ετυμηγορία. Μπορεί κανείς να καταδικάσει ό,τι είναι εφήμερο; Τα πορτοκαλιά σύννεφα του δειλινού φωτίζουν όλα τα πράγματα με τη γοητεία της νοσταλγίας, ακόμα και την καρμανιόλα.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που κι εγώ ο ίδιος βρέθηκα αντιμέτωπος με κάτι τέτοιο: μου φαινόταν απίστευτο, αλλά, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο, συγκινήθηκα με ορισμένες από τις φωτογραφίες του· με ξανάφερναν στα παιδικά μου χρόνια, που τα έζησα, και μου θύμιζε μια περασμένη εποχή της ζωής μου, μια εποχή που δεν θα ξαναρχόταν πια;

Αυτή η συμφιλίωση προδίδει τη βαθιά ηθική διαστροφή, που είναι αναπόσπαστη από έναν κόσμο θεμελιωμένο κυρίως πάνω στην ανυπαρξία της επιστροφής, γιατί σ’ αυτόν εκεί τον κόσμο όλα συγχωρούνται εκ των προτέρων και όλα είναι, λοιπόν, με κυνισμό επιτρεπτά.

Αν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας είναι να επαναληφθεί αμέτρητες φορές, είμαστε καρφωμένοι στην αιωνιότητα. Τι φριχτή ιδέα! Στον κόσμο της αιώνιας επιστροφής κάθε κίνηση φέρει το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης. Αυτό είναι που έκανε τον Νίτσε να λέει ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι το πιο βαρύ φορτίο (das schwerste Gewicht).

Αν η αιώνια επιστροφή είναι το πιο βαρύ φορτίο, οι ζωές μας μπορούν, σ’ αυτό το πλαίσιο, να φανερωθούν σ’ όλη τους τη λαμπρή ελαφρότητα. Στ’ αλήθεια, όμως, είναι φριχτή η βαρύτητα και ωραία η ελαφρότητα;

Η φροντίδα να ικανοποιήσουμε τη βούληση, η οποία διαρκώς απαιτεί κάτι, όποιας μορφής κι αν είναι αυτό, διακατέχει και κινεί διαρκώς τη συνείδηση

Κάθε βουλητικό ενέργημα πηγάζει από την ανάγκη, επομένως από στέρηση, επομένως από πόνο. Με την πλήρωση της ανάγκης ο πόνος σταματά, ωστόσο σε κάθε επιθυμία που έχει εκπληρωθεί αντιστοιχούν τουλάχιστον δέκα ανεκπλήρωτες· κι ακόμα, η επιθυμία διαρκεί πολύ, οι απαιτήσεις τείνουν στο άπειρο, ενώ η πλήρωση είναι σύντομη και λειψή. Αλλά κι αυτή ακόμα η τελική ικανοποίηση είναι μόνο φαινομενική, η επιθυμία που εκπληρώθηκε δίνει αμέσως τη θέση της σε άλλη επιθυμία: η προηγούμενη ήταν πλάνη που την έχουμε πια καταλάβει, η νέα επιθυμία είναι πλάνη που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή. 

Δεν υπάρχει αντικείμενο της βούλησης που η απόκτησή του να μπορεί να μας δώσει σταθερή, αμετακίνητη πια ικανοποίηση: Το πράγμα μοιάζει με την ελεημοσύνη που πετάει κανείς στον ζητιάνο και που τον βοηθάει να τα βγάλει πέρα σήμερα παρατείνοντας έτσι το μαρτύριό του ώς αύριο. Για τούτο λοιπόν, όσο η συνείδησή μας εξακολουθεί να διακατέχεται από τη βούλησή μας, όσο είμαστε έρμαιο των επιθυμιών, με τις ελπίδες και τους φόβους που διαρκώς τις συνοδεύουν, όσο είμαστε υποκείμενα του βούλεσθαι, δεν θα έχουμε ποτέ σταθερή ευτυχία και γαλήνη. Αδιάφορο αν επιδιώκουμε κάτι ή αν προσπαθούμε να γλιτώσουμε από κάτι, αν φοβόμαστε κάτι κακό ή αν επιδιώκουμε μιαν απόλαυση, ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα: Η φροντίδα να ικανοποιήσουμε τη βούληση, η οποία διαρκώς απαιτεί κάτι, όποιας μορφής κι αν είναι αυτό, διακατέχει και κινεί διαρκώς τη συνείδηση και μοιάζει με την ελεημοσύνη που πετάει κανείς στον ζητιάνο και που τον βοηθάει σήμερα παρατείνοντας το μαρτύριό του ως αύριο

Ένας υποψήφιος για τη σκοτεινή ύλη – το αξιόνιο – θα μπορούσε να εμφανίσει εικόνα χορδής στο εργαστήριο

Ένα υποθετικό σωμάτιο που θα μπορούσε να λύσει το μεγαλύτερο αίνιγμα στην κοσμολογία μόλις έγινε λιγότερο(;) μυστηριώδες. Ένας φυσικός του RIKEN και δυο συνάδελφοί του αποκάλυψαν τα μαθηματικά στηρίγματα που θα μπορούσαν να εξηγήσουν πώς τα αποκαλούμενα αξιόνια μπορούν να δημιουργήσουν οντότητες όμοιες με χορδές που δημιουργούν μια παράξενη διαφορά δυναμικού σε εργαστηριακά υλικά. Ας τα ξεκαθαρίσουμε σιγά-σιγά.

Πριν από όλα τα αξιόνια (axions, μια καλλιτεχνική απεικόνιση στην εικόνα). Οι υποθετικές (ακόμη) αυτές οντότητες προτάθηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970 από φυσικούς που μελετούσαν τη θεωρία της κβαντικής χρωμοδυναμικής, η οποία περιγράφει πώς ορισμένα στοιχειώδη σωμάτια συγκρατούνται μαζί στον ατομικό πυρήνα. Το πρόβλημα ήταν ότι η θεωρία αυτή προέβλεπε ορισμένες παράξενες ιδιότητες για γνωστά σωμάτια, που όμως δεν παρατηρούνται. Τι έκαναν οι φυσικοί για να διορθώσουν το πρόβλημα; Επινόησαν ένα νέο σωμάτιο – που αργότερα ονομάστηκε αξιόνιο, από το όνομα ενός καθαριστικού πλυντηρίου σε χρωματιστό κουτί που τράβηξε το μάτι του Dr Frank Wilczek. Το πρότεινε, όπως έγραψε, και το όνομα κόλλησε. Η λογική της πρότασης ήταν ότι το (υποθετικό) σωμάτιο αυτό θα βοηθούσε στο να καθαρίσει το χάος της κατάστασης στη θεωρία.

Οι φυσικοί σύντομα συνειδητοποίησαν ότι τα αξιόνια θα μπορούσαν να καθαρίσουν και ένα κοσμικό αίνιγμα. Ποιο είναι αυτό; Περισσότερο από 80% της ύλης του σύμπαντος θεωρείται ότι συγκροτείται από μια μυστηριώδη αόρατη ουσία, τη σκοτεινή ύλη. «Τα αξιόνια είναι ένας υποψήφιος για τη σκοτεινή ύλη, αλλά δεν τα έχουμε βρει ακόμη», θα πει ο Yoshimasa Hidaka, του Διεπιστημονικού Προγράμματος Θεωρητικών και Μαθηματικών Επιστημών του RIKEN. Τα αξιόνια ίσως έχουν τις σωστές ιδιότητες και έτσι οι φυσικοί αναζητούν για σημάδια που εμφανίζονται σε διάφορα πειράματα. Σε ένα από αυτά, το πείραμα XENON1T, που έγινε τον Ιούνιο του 2020 στο Εργαστήριο του Gran Sasso, στην Ιταλία, αναφέρθηκαν στοιχεία ότι μπορεί να έχει ανιχνευτεί το αξιόνιο – όμως το αποτέλεσμα δεν έχει ακόμη να επιβεβαιωθεί. Έτσι προχωρά η Επιστήμη.

Για να προσεγγίσουμε την προσπάθεια των επιστημόνων του RIKEN, ας δούμε και ένα άλλο πεδίο όπου μπορούν να μελετηθούν οι ιδιότητες του αξιόνιου: Οι φυσικοί μπορούν να παρασκευάσουν εξωτικά υλικά – αποκαλούνται τοπολογικοί μονωτές – στο εργαστήριο, στα οποία εμφανίζονται παράξενες ιδιότητες, όπως ότι άγουν τον ηλεκτρισμό στις επιφάνειές τους ενώ παραμένουν ηλεκτρικοί μονωτές στο εσωτερικό τους. Τέτοια υλικά εμφανίζουν και άλλες περίεργες συμπεριφορές. Μερικές φορές, τα ηλεκτρόνια ομαδοποιούνται και κινούνται με έναν τέτοιο τρόπο που το υλικό εμφανίζεται να αποτελείται από «οιονεί σωμάτια» με ασυνήθιστες ιδιότητες. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια μη αναμενόμενη διαφορά δυναμικού κατά μήκος του υλικού, που αποκαλείται ανώμαλο φαινόμενο Hall. Για το φαινόμενο Hall θα μιλήσουμε άλλη φορά.

Λοιπόν συνεχίζουμε: το αξιόνιο προβλέπεται επίσης ότι αναδύεται με αυτόν τον δρόμο, στους τοπολογικούς μονωτές, όπου θα πρέπει να αλληλεπιδρά με σωμάτια φωτός ή αλλιώς φωτόνια, με ένα διαφορετικό τρόπο από ότι τα κανονικά σωμάτια. Εδώ είναι που μπαίνουν στο παιχνίδι ο Hidaka και οι συνάδελφοί του (Muneto Nitta και Ryo Yokura), οι οποίοι εξέτασαν τη θεωρία που διέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ αξιονίων και φωτονίων. Παρόλο που τα αξιόνια είναι σημειακά σωμάτια, η ομάδα των επιστημόνων υπολόγισε ότι μέσα στα υλικά, το φως στην πραγματικότητα αλληλεπιδρά με εκτεταμένες σαν νήμα διαμορφώσεις από αξιόνια, που αποκαλούν αξιονικές χορδές (axionic strings). Αυτό θα οδηγούσε στο ανώμαλο φαινόμενο Hall, το οποίο παρατηρείται στα πειράματα.

«Έχουμε βρει την υποκείμενη μαθηματική δομή για το φαινόμενο», θα σημειώσει ο Hidaka.

Ο νόμος των ακούσιων συνεπειών

Στις κοινωνικές επιστήμες οι απρόβλεπτες ή ακούσιες συνέπειες είναι αποτελέσματα που δεν έχουν προβλεφθεί μετά από μία πολιτική απόφαση. “Είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένα απλό σύστημα προσπαθεί να ρυθμίσει ένα περίπλοκο σύστημα”, έγραφε ο Alex Tabarrok. Σαν τους ανθρώπους, τη ζωή, τα οικοσυστήματα που είναι περίπλοκα, αλλά που πιστεύουμε ότι με μία απλή ενέργεια ή νόμο θα βελτιωθούν. Ή να βγάζεις μία απαγόρευση συνάθροισης και να σου προκύπτουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που ήθελες να λύσεις.

Ο νόμος αυτός αναφέρεται και σε πρακτικά θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής και στις αποκλίσεις ανάμεσα στους στόχους και στα τελικά αποτελέσματα μιας ενέργειας. Αυτό συμβαίνει συχνά σε οποιοδήποτε είδος κυβερνητικού προγράμματος, κανονισμούς, νόμους ή απόπειρας ελέγχου εντός ενός σύνθετου συστήματος που ζούμε, με μια σχετικά απλή δράση. Τελικά θα συμβούν πράγματα και καταστάσεις που δεν περιμέναμε. Είναι ότι συμβαίνει όταν αλλάζετε λογισμικό στον υπολογιστή.

Ο όρος διαδόθηκε τον εικοστό αιώνα από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Robert Merton. Οι ανεπιθύμητες συνέπειες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις τύπους:

-Απροσδόκητο όφελος: Ένα θετικό απροσδόκητο όφελος (αναφέρεται επίσης ως τύχη ή απροσδόκητο).

-Απροσδόκητο μειονέκτημα: Μία απροσδόκητη βλάβη που συμβαίνει μακριά από το επιθυμητό αποτέλεσμα της πολιτικής (π.χ., ενώ τα συστήματα άρδευσης παρέχουν στους ανθρώπους νερό για τη γεωργία, μπορούν να αυξήσουν τις μεταφερόμενες ασθένειες που έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία).

-Ανεπιθύμητο αποτέλεσμα: Ένα αποτέλεσμα χειρότερο με αυτό που είχε αρχικά προβλεφθεί (όταν μια επιδιωκόμενη λύση επιδεινώνει ένα πρόβλημα).

Οι πιθανές αιτίες των ανεπιθύμητων συνεπειών περιλαμβάνουν την εγγενή πολυπλοκότητα του κόσμου, τα λανθασμένα κίνητρα, την ανθρώπινη ηλιθιότητα, τις αυταπάτες, την αποτυχία λογοδοσίας για τις ανθρώπινες δραστηριότητες ή άλλες γνωστικές ή συναισθηματικές προκαταλήψεις. Επίσης, ας μην ξεχνάμε τη χαοτική φύση του σύμπαντος – και ιδιαίτερα το χαοτικό φαινόμενο της πεταλούδας.

Το 1936, ο Ρόμπερτ Μέρτον απαρίθμησε πέντε πιθανές αιτίες απρόβλεπτων συνεπειών: 

-Άγνοια, καθιστώντας αδύνατη την πρόβλεψη όλων των παραμέτρων, οδηγώντας έτσι σε ατελή ανάλυση.

-Σφάλματα στην ανάλυση του προβλήματος ή μετά από συνήθειες που λειτούργησαν στο παρελθόν αλλά ενδέχεται να μην ισχύουν για την τρέχουσα κατάσταση.

-Άμεσα συμφέροντα που υπερισχύουν των μακροπρόθεσμων συμφερόντων.

-Βασικές εκτιμήσεις που ενδέχεται να απαιτούν ή να απαγορεύουν συγκεκριμένες ενέργειες, ακόμη και αν το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα μπορεί να είναι δυσμενές.

-Αυτοκαταστροφική προφητεία, ή, ο φόβος για κάποια συνέπεια που οδηγεί τους ανθρώπους να βρουν λύσεις πριν εμφανιστεί το πρόβλημα, επομένως δεν αναμένεται η μη εμφάνιση του προβλήματος.

Για παράδειγμα η ποτοαπαγόρευση τη δεκαετία του 1920 στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία αρχικά θεσπίστηκε για να καταστείλει το εμπόριο αλκοόλ, παγίωσε τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος μεγάλης κλίμακας. Δεδομένου ότι το αλκοόλ ήταν ακόμη δημοφιλές, οι εγκληματικές οργανώσεις που παράγουν αλκοόλ χρηματοδοτήθηκαν καλά και ως εκ τούτου αύξησαν επίσης τις άλλες δραστηριότητές τους. Ομοίως, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών, με σκοπό την καταστολή του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, αντ' αυτού αύξησε τη δύναμη και την αποδοτικότητα των καρτέλ ναρκωτικών που έγιναν η κύρια πηγή των προϊόντων.

Άλλο παράδειγμα. Πριν 40 χρόνια έγινε προσπάθεια να μειωθεί η κυκλοφορία των αυτοκινήτων με βάση τους μονούς ή ζυγούς αριθμούς στις πινακίδες. Που οδήγησε τους ανθρώπους να παρακάμψουν την πολιτική αυτή αγοράζοντας περισσότερα αυτοκίνητα.

Και ένα απροσδόκητο όφελος. Για παράδειγμα, η ασπιρίνη, ένα παυσίπονο, είναι επίσης αντιπηκτικό που μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη καρδιακών προσβολών και στη μείωση της σοβαρότητας και της βλάβης από θρομβωτικά εγκεφαλικά επεισόδια. Επίσης, είναι γνωστό ότι το Viagra αναπτύχθηκε για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, και είδαμε ότι είχε μία απροσδόκητη παρενέργεια. Για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας.

Η σκοτεινή πλευρά του διαδικτύου

Ρώτησαν κάποτε τον Βόλφγκανγκ Γκέτε, τον μεγάλο Γερμανό ρομαντικό ποιητή, αν η ζωή του ήταν ευτυχισμένη. Η απάντηση: «Βέβαια, έζησα μια ζωή πολύ ευτυχισμένη, αλλά δεν θυμάμαι να έχω περάσει έστω και μία μόνο βδομάδα ευτυχίας». Το μήνυμα που περιέχεται στην απάντηση είναι πολύ σαφές: η ευτυχία δεν βρίσκεται στην απαλλαγή από προβλήματα, αλλά στη χαρά να ξεπερνάμε τα προβλήματα.

Το να αντιμετωπίζουμε προβλήματα και να τα λύνουμε με τη δράση, τη φαντασία και την αποφασιστικότητά μας είναι το μυστικό μιας ευτυχισμένης ζωής. Το μήνυμα που μας άφησε ο Γκέτε είναι σαφές και, κατά τη γνώμη μου, όλα τα νέα τεχνολογικά εργαλεία, συνοδευόμενα από τη συνεχή αναζήτηση ευκολιών και ανέσεων, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να τον δικαιώνουν. Ακόμη και σήμερα, οι κοινωνιολογικές έρευνες για την ευτυχία των προσώπων αποκαλύπτουν τα ίδια ποσοστά υποκειμένων που ισχυρίζονται ότι δεν είναι ικανοποιημένα.

Η συνολική ποσότητα δυσθυμίας δεν φαίνεται να έχει μειωθεί με την έλευση της ψηφιακής εποχής. Το διαδίκτυο μας προσφέρει μια πρωτόγνωρη ποσότητα δυνατοτήτων, επιτρέποντας σε όποιον έχει μια μικροσκοπική ηλεκτρονική συσκευή στην τσέπη του να διαθέτει πρόσβαση σε απέραντη γνώση, σε κάθε τόπο και σε απευθείας σύνδεση. Αυτό το απίστευτο θαύμα της τεχνολογίας, όπως και πολλά άλλα, έχει μια σκοτεινή πλευρά.

Όταν ήμουν νέος, όπως και τόσοι άλλοι συγκαιρινοί μου, νόμιζα ότι αυτό που μας εμπόδιζε να υλοποιήσουμε κάθε επιθυμία μας ήταν η έλλειψη γνώσης. Σήμερα, αν θέσω ένα ερώτημα στο Google, πολύ πιθανά ο αριθμός των απαντήσεων που θα μου δοθούν θα υπερβαίνει τα δύο ή τρία εκατομμύρια· πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να τις διαβάσω όλες ή έστω να φανταστώ το περιεχόμενό τους. Αν προηγούμενα το πρόβλημα ήταν η έλλειψη γνώσης, σήμερα είναι η υπεραφθονία της. Για να το πούμε απλά: είναι αδύνατο να καταπιεί κανείς, να χωνέψει και να αφομοιώσει αυτή την πελώρια ποσότητα πληροφοριών. Και αυτό το πράγμα μας τρομάζει εξίσου.

Μια άλλη παράπλευρη ζημιά, που αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε, είναι η απώλεια της ικανότητας να σκεφτόμαστε μακρόπνοα. Έχουμε όλο και λιγότερη υπομονή, μολονότι γνωρίζουμε ότι, για να πετύχουμε μεγάλους στόχους, πρέπει να ξέρουμε να περιμένουμε.

Καθώς προχωράμε, πρέπει να ξεπερνάμε τα εμπόδια που συναντάμε· εμπόδια που δεν είχαμε προβλέψει και που γι’ αυτό μας αιφνιδιάζουν, περιπλέκουν τα σχέδιά μας και παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μας και την επιτυχία. Σήμερα θέλουμε τα πάντα και αμέσως, αναζητώντας μια άμεση ικανοποίηση. Όταν η σύνδεση με το διαδίκτυο είναι αργή, νιώθω αμέσως απογοήτευση και οργή. Δεν είμαι πλέον ικανός να περιμένω και κάθε στιγμή που περνάει μου φαίνεται σπαταλημένη.

Μια άλλη αξιοσημείωτη παράπλευρη ζημιά είναι η απώλεια της ικανότητας να αποθηκεύουμε πληροφορίες στον νου μας. Είμαστε όλο και λιγότερο ικανοί να αφομοιώνουμε τη γνώση και να τη διατηρούμε στη μνήμη μας και ο λόγος είναι κατεξοχήν πρακτικός. Σήμερα οι πληροφορίες είναι περισσότερο διαθέσιμες από όσο υπήρξαν οποτεδήποτε άλλοτε.

Για να βρούμε μια σημαντική πληροφορία, δεν χρειάζεται πλέον να μελετήσουμε εκατοντάδες ή χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη. Δεν χρειάζεται ούτε καν να πάμε στη βιβλιοθήκη για να συμβουλευτούμε ένα βιβλίο. Μπορούμε να κάνουμε τις έρευνές μας καθισμένοι άνετα στον καναπέ του σπιτιού μας.

Τελικά δεν οφείλουμε πλέον να φορτώνουμε το φτωχό μας μυαλό με πληροφορίες, που σήμερα είναι όλο και περισσότερο διαθέσιμες ή μπορούμε να τις συμβουλευτούμε σε κάποιον server. Αυτές οι πληροφορίες όμως, καθώς βρίσκονται σε έναν τόπο διαφορετικό από το μυαλό μας, δεν φιλτράρονται από τη σκέψη μας. Δεν περνούν μια περίοδο «επώασης» ούτε αναπτύσσονται μέσα μας. Ετσι, εμείς δεν τις επεξεργαζόμαστε ούτε συνειδητά ούτε ασυνείδητα. Εγώ συχνά, μετά από αυτή τη διαδικασία «επώασης», ξυπνώ με μια πλήρη και ολοκληρωμένη φράση στον νου μου, ακόμη και αν δεν ψάχνω συνειδητά την απάντηση σε κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα. Ξαφνικά, η απάντηση μου έρχεται στον νου, σαν να φιλτραρίστηκε με ώσμωση από το ασυνείδητο στη συνείδησή μου.

Ο νους εργάζεται, ανακυκλώνει δεδομένα και πληροφορίες, ακόμη και αν εμείς δεν το συνειδητοποιούμε. Όταν όμως οι πληροφορίες που προορίζονται για τον εγκέφαλό μας παραμένουν στους servers, το πιο σημαντικό όργανό μας μένει χωρίς υλικό προς επεξεργασία. 'Ενας αυξανόμενος αριθμός ψυχολόγων φοβάται ότι μακροπρόθεσμα αυτό το φαινόμενο θα έχει αρνητική επίπτωση στην ανθρώπινη δημιουργικότητα.

Σε τελική ανάλυση, η δημιουργικότητα έγκειται στο να κάνουμε συνθέσεις, να αναδιατυπώνουμε και να αναδιατάσσουμε τις διάσπαρτες, διάχυτες και ανάκατες πληροφορίες που βρίσκονται ήδη κάπου στο νευρικό μας σύστημα.

Διάφορες έρευνες οδήγησαν στην ανακάλυψη ότι, μεταξύ των πιο απρόβλεπτων, απροσδόκητων και ισχυρών επιπτώσεών του, το διαδίκτυο ωθεί τους πιο επίμονους χρήστες του να περνούν τον περισσότερο χρόνο τους με πρόσωπα που συμμερίζονται τις ίδιες γνώμες. Το διαδίκτυο δημιουργεί το ισοδύναμο μιας κλειστής κοινότητας (ή gated community) για όποιον έχει στη διάθεσή του έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μια gated community δεν είναι παρά ένας αποκλειστικός τόπος στον οποίο πληρώνει κάποιος μια περιουσία για να αγοράσει ένα διαμέρισμα σε μια συνοικία προστατευόμενη από φρουρές ασφαλείας.

Μόνον τα πρόσωπα που έχουν προσκληθεί ή έχουν την άδεια των κατοίκων μπορούν να μπουν. Το θέλγητρο αυτών των κοινοτήτων είναι ότι μας δίνουν τη δυνατότητα να ζούμε μαζί με πρόσωπα όμοια με μας. Ζώντας σε μια κοινότητα αυτού του τύπου, δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να καυγαδίζουμε με τον γείτονα, να συγκρουόμαστε μαζί του για πολιτικά, ιδεολογικά ή όποια άλλα θέματα.

Χάρη στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σήμερα μπορούμε να πετύχουμε το ίδιο θαυμαστό αποτέλεσμα, χωρίς να χρειάζεται να αγοράσουμε ένα πολύ ακριβό διαμέρισμα σε μια gated community. Όταν πέφτουμε σε μια σελίδα στο διαδίκτυο που εκφράζει μια ιδέα αντίθετη από τη δική μας, που δεν μας αρέσει ή δεν τη συμμεριζόμαστε, αντί να σκεφτούμε τους λόγους που οδήγησαν στη διατύπωσή της -αναμφίβολα κάθε ιδέα είναι καρπός ενός συλλογισμού- ή και να σκεφτούμε θέσεις και επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε τη δική μας άποψη και να αντικρούσουμε την άλλη, περιοριζόμαστε στο να πατήσουμε το πλήκτρο «cancel» και να περάσουμε στην επόμενη σελίδα.

Ουσιαστικά, στη διάρκεια των εφτάμισι ωρών που περνάμε καθημερινά στο διαδίκτυο, θα μπορούσαμε να μη συναντήσουμε κανέναν διαφορετικό από μας. Αν ο κόσμος online είναι εξ ορισμού ομόψυχος, όταν διακόπτουμε τη σύνδεση η κατάσταση γίνεται ριζικά διαφορετική, ποικιλόμορφη και ετερογενής. Τα πρόσωπα συγκρούονται, έχουν ιδέες διαφορετικές και μερικές φορές ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Στην ουσία, ο κόσμος offline, από την ίδια του τη φύση, βασίζεται στη σύγκρουση. Ορισμένοι σκέφτονται όπως εμείς, άλλοι διαφωνούν ολικά με μας και εμείς, από τη μεριά μας, αποστρεφόμαστε και απορρίπτουμε τις ιδέες άλλων. Είμαστε προορισμένοι να ζούμε σε αυτόν τον κόσμο.

B. Brecht: Οι πολιτικές αυταπάτες και οι προσταγές τους

Μπέρτολτ Μπρεχτ: 1898–1956

«Oι κρατούντες κατασκευάζουν τον όμοιό τους: τον μεγάλο παλιάνθρωπο»

§1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Ο ποιητικός λόγος έχει μια ιδιαίτερη φύση: από τη μια πλευρά αποτελεί ανάλαφρη ηχώ για πράγματα και καταστάσεις, που «κουβεντιάζονται με λιγότερες φωνές» (Σεφέρης), από την άλλη σου μιλάει «με παραμύθια και παραβολές/ …γιατί τ’ ακούς καλύτερα, κι η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» (Σεφέρης: Τελευταίος Σταθμός). Η φρίκη, σύμφωνα με τη βιωματική εμπειρία του Μπρεχτ –βλ. μεταξύ άλλων το ποίημά του: «Στους Μεταγενέστερους»– είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα του κόσμου και της ιστορίας του, με τους δικούς της νόμους και τη δική της πορεία, όπου ο άνθρωπος από ενεργό υποκείμενο μεταποιείται σε αντικείμενο, στο πιο ευτελισμένο πράγμα, σε εργαλείο ξένων προς τη φύση του δυνάμεων. Τότε συμβαίνει να πολτοποιείται σε αδρανή μάζα και να στρέφει τον εαυτό του ενάντια στον εαυτό του. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας αυτοκαταστροφής είναι να προσχωρεί ασμένως στην ακατάσχετη φλυαρία των κρατούντων περί ισότητας, δικαιοσύνης, ελπίδας που έρχεται και παρόμοιων λεκτικών διαστροφών και να συμβιβάζεται με την πολιτική του εξαπάτηση.

ΙΙ. Ο Μπρεχτ ωστόσο δεν ξεχνά πως πάνω απ’ όλα είναι καλλιτέχνης. Γι’ αυτό και δεν αρκείται σε οποιαδήποτε άχρωμη περιγραφή της κακοποίησης των ανθρώπων από τους κρατούντες ούτε απλώς στο να κατονομάζει τους συντελεστές της: Ανάλογα με τη δεσπόζουσα ιστορική στιγμή, με προεξάρχουσα εκείνη της ανόδου και της πτώσης του τρίτου Ράιχ, καθιστά το λόγο του θεάτρου και της ποίησης πρωτομάστορα ζωντανών εικόνων από την ιστορική και κοινωνικο-πολιτική εμπειρία των ανθρώπων. Το καλλιτεχνικό του μέλημα δεν είναι απλώς να συγκινήσει το θεατρικό και αναγνωστικό του κοινό, αλλά να το κάνει να σκεφτεί. Έτσι, ο λόγος του γίνεται λόγος του δια-λεκτικού πράττειν:: ψυχ-αγωγεί τις άριστες πτυχές του εσωτερικού Είναι του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να αυτονομείται από την ψευδή πραγματικότητα που τον περικυκλώνει: είτε από εκείνη του γερμανικού Ράιχ με τις προεκτάσεις της είτε από την άλλη της ανατολικής Γερμανίας, της λεγόμενης λαϊκής δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), όπου η φαινομενική ευφορία των εκεί κρατούντων έκρυβε τη μέγιστη εξαθλίωση της κοινωνίας. Ομοιώματα τέτοιων αντανακλάσεων εμφανίζουν και οι πολιτικοί θεατρίνοι της παρούσας Ελληνικής Τραγωδίας. Το ποίημα, που μεταφράζω και σχολιάζω στη συνέχεια, είναι αποκαλυπτικό της πολιτικής αποξένωσης χτες και σήμερα.

§2 DER RADWECHSEL

Ich sitze am Straßenrand
Der Fahrer wechselt das Rad.
Ich bin nicht gern, wo ich herkomme.
Ich bin nicht gern, wo ich hinfahre.
Warum sehe ich den Radwechsel
Mit Ungeduld?

Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΤΡΟΧΟΥ

Κάθομαι στου δρόμου την άκρη
Ο οδηγός αλλάζει τον τροχό.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, απ’ όπου ήρθα.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, που πρόκειται να πάω.
Γιατί τότε βλέπω την αλλαγή του τροχού
Με ανυπομονησία;

§3 Ερμηνεία –σχολιασμός

1. Τι εκφράζει εδώ ο ποιητής; Μια διάψευση ελπίδων και προσδοκιών. Μια εσωτερική ανησυχία, που προκαλούν τα παράσιτα ενός πολιτικού καθεστώτος με ανεστραμμένη τη Λογική του προοπτική: διατείνεται ότι υπηρετεί την ιδέα της βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, τα γνήσια συμφέροντα του λαού, αλλά στην πράξη εξυπηρετεί τα συμφέροντα του δικού του μαζικού μορφώματος εξουσίας. Θεμελιακή αρχή αυτής της ανησυχίας είναι η ανυπομονησία, για το κατά πόσο μπορεί αυτό το καθεστώς να ανταποκριθεί στο αίτημα του λαού για μια αυθεντικά χαρούμενη και ευτυχισμένη ζωή.
2. Εάν λάβουμε υπόψη πως η εν λόγω ελεγεία γράφτηκε το καλοκαίρι του 1953 στην ανατολική Γερμανία και αμέσως μετά τα γεγονότα της 17ης Ιουνίου, τότε το πολιτικό καθεστώς, που υπαινίσσεται ο ποιητής, ήταν το υποτιθέμενο λαϊκό καθεστώς της DDR.
3. Τι έγινε στις 17 Ιούνη; Εξέγερση των εργαζομένων μαζών ενάντια στους πολιτικούς και οικονομικούς σχεδιασμούς μιας κυβερνητικής μηχανής, που διέθετε μεν λαϊκό έρεισμα, αλλά πολιτευόταν ερήμην της «σοφίας του λαού» (Μπρεχτ), εντελώς εγκεφαλικά και γραφειοκρατικά: ως εκ τούτου ιδιοτελώς και στην πραγματικότητα ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας.
4. Στο παρόν ποίημα, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις λεκτικές υποσχέσεις των κρατούντων υπέρ της «ευημερίας» των πολιτών στη διάλυση των ψευδαισθήσεων και στη συνεπακόλουθη από-γοήτευση.
5. Από-γοήτευση με το νόημα ότι έπαψε πια να γοητεύει την ανθρώπινη κοινότητα το εγκεφαλικό-σχηματικό θεώρημα της οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» πατρίδας, ένα θεώρημα δηλαδή, περίπου παρόμοιο με τα παιδαριώδη μηχανεύματα των ελλαδικών τσαρλατάνων της τρέχουσας πολιτικής σκηνής.
6. στ.1: ο ποιητής, η συνειδητή φωνή του πονεμένου πλήθους, εγκλωβισμένου στις ποικίλες τεχνητές μάζες εξ-ουσίας, κάθεται στην άκρη [=Εκτός] του εκτυλισσόμενου πολιτικού θεάματος και το θεωρεί, το κρίνει:
7. στ. 2: δια-κρίνει, καθορά, χωρίς ψευδαισθήσεις πια, πως ο οδηγός της κινούμενης μηχανής, ήτοι ο ηγέτης της κυβερνητικής μηχανής, αλλάζει τον τροχό, δηλαδή την τροχιά, την πορεία της πολιτικής.
8. στ. 3-4: Δεν χαίρεται όμως γι’ αυτό, καθώς η αλλαγή προέρχεται από τα πάνω και όχι από τα κάτω, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή και σοφία του λαού. Πρόκειται συνεπώς για εναλλαγήˑ για ένα νέο μηχανισμό εξουσίας, απαράλλακτα φίλαυτο με τον παλιό: και στην πρότερη χώρα/κατάσταση, την καπιταλιστική, και στην τωρινή, τη «σοσιαλιστική», οι μάζες παίζουν το ρόλο του θεατή, του χειροκροτητή των υποτιθέμενων «αντιπροσωπευτικών» θεσμών της πολιτείας. Δεν είναι πλήρως απελευθερωμένες κοινωνικά.
9. στ. 5-6: Κάθε ριζική αμφισβήτηση, εκ μέρους τους, αυτών των εγωιστικών μορφωμάτων εξουσίας πληρώνεται ακριβά. Τα εν λόγω μορφώματα, καπιταλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά ή «σοσιαλιστικά», θέλουν τη μάζα να κυβερνάται, να υπακούει πειθήνια και να φοβάται τους κρατούντες. Γι’ αυτό και ο ποιητής διερωτάται με ανυπομονησία: τι νόημα έχει η αλλαγή πορείας; Για να εναλλάσσεται στην κυβερνητική μηχανή ο ένας παλιάνθρωπος μετά τον άλλο ή για να πάψουν τα πράγματα να είναι έτσι όπως «πρέπει» [=όπως θέλουν οι άρχοντες] να είναι;

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (515e-517e)

[515e] Οὐκοῦν κἂν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν, ἀλγεῖν τε ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι σαφέστερα τῶν δεικνυμένων;Οὕτως, ἔφη.
Εἰ δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐντεῦθεν ἕλκοι τις αὐτὸν βίᾳ διὰ τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀνάντους, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἆρα οὐχὶ ὀδυνᾶσθαί τε [516a] ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι, αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ᾽ ἂν ἓν δύνασθαι τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν;
Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, ἐξαίφνης γε.
Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ᾽ ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι. καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιὰς ἂν ῥᾷστα καθορῷ, καὶ μετὰ τοῦτο ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα, ὕστερον δὲ αὐτά· ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ αὐτὸν τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ῥᾷον θεάσαιτο, προσβλέπων τὸ τῶν [516b] ἄστρων τε καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τὸν ἥλιόν τε καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ᾽ ἐν ἀλλοτρίᾳ ἕδρᾳ φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν καθ᾽ αὑτὸν ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ δύναιτ᾽ ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἷός ἐστιν.
Ἀναγκαῖον, ἔφη.
Καὶ μετὰ ταῦτ᾽ ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος ὁ τάς τε ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα [516c] ἐπιτροπεύων τὰ ἐν τῷ ὁρωμένῳ τόπῳ, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἑώρων τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος.
Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐπὶ ταῦτα ἂν μετ᾽ ἐκεῖνα ἔλθοι.
Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;
Καὶ μάλα.
Τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι εἴ τινες αὐτοῖς ἦσαν τότε παρ᾽ ἀλλήλων καὶ γέρα τῷ ὀξύτατα καθορῶντι τὰ παριόντα, καὶ μνημονεύοντι μάλιστα ὅσα τε πρότερα αὐτῶν καὶ ὕστερα [516d] εἰώθει καὶ ἅμα πορεύεσθαι, καὶ ἐκ τούτων δὴ δυνατώτατα ἀπομαντευομένῳ τὸ μέλλον ἥξειν, δοκεῖς ἂν αὐτὸν ἐπιθυμητικῶς αὐτῶν ἔχειν καὶ ζηλοῦν τοὺς παρ᾽ ἐκείνοις τιμωμένους τε καὶ ἐνδυναστεύοντας, ἢ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἂν πεπονθέναι καὶ σφόδρα βούλεσθαι «ἐπάρουρον ἐόντα θητευέμεν ἄλλῳ ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ» καὶ ὁτιοῦν ἂν πεπονθέναι μᾶλλον ἢ ᾽κεῖνά τε δοξάζειν καὶ ἐκείνως ζῆν;
[516e] Οὕτως, ἔφη, ἔγωγε οἶμαι, πᾶν μᾶλλον πεπονθέναι ἂν δέξασθαι ἢ ζῆν ἐκείνως.
Καὶ τόδε δὴ ἐννόησον, ἦν δ᾽ ἐγώ. εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο, ἆρ᾽ οὐ σκότους ‹ἂν› ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ ἡλίου;
Καὶ μάλα γ᾽, ἔφη.
Τὰς δὲ δὴ σκιὰς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα διαμιλλᾶσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ᾧ ἀμβλυώττει, [517a] πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ᾽ ὁ χρόνος μὴ πάνυ ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἆρ᾽ οὐ γέλωτ᾽ ἂν παράσχοι, καὶ λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἥκει τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειρᾶσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καὶ ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσὶ δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;
Σφόδρα γ᾽, ἔφη.
Ταύτην τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν εἰκόνα, ὦ φίλε Γλαύκων, [517b] προσαπτέον ἅπασαν τοῖς ἔμπροσθεν λεγομένοις, τὴν μὲν δι᾽ ὄψεως φαινομένην ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει ἀφομοιοῦντα, τὸ δὲ τοῦ πυρὸς ἐν αὐτῇ φῶς τῇ τοῦ ἡλίου δυνάμει· τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ τῆς γ᾽ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν. θεὸς δέ που οἶδεν εἰ ἀληθὴς οὖσα τυγχάνει. τὰ δ᾽ οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται, ἐν τῷ γνωστῷ τελευταία ἡ τοῦ [517c] ἀγαθοῦ ἰδέα καὶ μόγις ὁρᾶσθαι, ὀφθεῖσα δὲ συλλογιστέα εἶναι ὡς ἄρα πᾶσι πάντων αὕτη ὀρθῶν τε καὶ καλῶν αἰτία, ἔν τε ὁρατῷ φῶς καὶ τὸν τούτου κύριον τεκοῦσα, ἔν τε νοητῷ αὐτὴ κυρία ἀλήθειαν καὶ νοῦν παρασχομένη, καὶ ὅτι δεῖ ταύτην ἰδεῖν τὸν μέλλοντα ἐμφρόνως πράξειν ἢ ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ.
Συνοίομαι, ἔφη, καὶ ἐγώ, ὅν γε δὴ τρόπον δύναμαι.
Ἴθι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τόδε συνοιήθητι καὶ μὴ θαυμάσῃς ὅτι οἱ ἐνταῦθα ἐλθόντες οὐκ ἐθέλουσιν τὰ τῶν ἀνθρώπων πράττειν, ἀλλ᾽ ἄνω ἀεὶ ἐπείγονται αὐτῶν αἱ ψυχαὶ διατρίβειν· [517d] εἰκὸς γάρ που οὕτως, εἴπερ αὖ κατὰ τὴν προειρημένην εἰκόνα τοῦτ᾽ ἔχει.
Εἰκὸς μέντοι, ἔφη.
Τί δέ; τόδε οἴει τι θαυμαστόν, εἰ ἀπὸ θείων, ἦν δ᾽ ἐγώ, θεωριῶν ἐπὶ τὰ ἀνθρώπειά τις ἐλθὼν κακὰ ἀσχημονεῖ τε καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος ἔτι ἀμβλυώττων καὶ πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ ἀναγκαζόμενος ἐν δικαστηρίοις ἢ ἄλλοθί που ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν τοῦ δικαίου σκιῶν ἢ ἀγαλμάτων ὧν αἱ σκιαί, καὶ διαμιλλᾶσθαι [517e] περὶ τούτου, ὅπῃ ποτὲ ὑπολαμβάνεται ταῦτα ὑπὸ τῶν αὐτὴν δικαιοσύνην μὴ πώποτε ἰδόντων;
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν θαυμαστόν, ἔφη.

***
[515e] Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψει τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θα ᾽φευγε για να ξαναγυρίσει πάλι σε κείνα που μπορεί να βλέπει και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρότερα και αληθινότερα απ᾽ αυτά που του δείχνουν;
Έτσι βέβαια.
Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτρόχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια [516a] και δε θ᾽ αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θα ᾽φτανε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ᾽ τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δει και ένα καν απ᾽ όσα εμείς λέμε τώρα αληθινά;
Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.
Θα χρειάζονταν πραγματικώς να συνηθίσει πρώτα, για να κατορθώσει να βλέπει καθαρά όσα είναι εκεί επάνω· και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπει ευκολότερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια· κατόπι απ᾽ αυτά κι όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να στραφεί ή να κοιτάξει τη νύχτα ευκολότερα, [516b] με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.
Πώς όχι;
Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδεί, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλ᾽ αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήσει τί λογής είναι.
Αναγκαστικά.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά θα ᾽κανε τη σκέψη γι᾽ αυτόν πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς και [516c] διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.
Είναι φανερό πως σ᾽ αυτό το συμπέρασμα θα ᾽φτανε σιγά σιγά.
Και τί λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συνδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι᾽ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;
Και πολύ μάλιστα.
Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θα᾽ χε ισχυρότερη όραση να βλέπει ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποιά συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποιά κατόπι τους [516d] και ποιά μαζί μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύει καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστεί, τί λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλ᾽ αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; ή δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ᾽ έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;
[516e] Κάθε άλλο κι εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθει παρά να ζει μ᾽ εκείνον τον τρόπο.
Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα ᾽ρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;
Και πολύ βέβαια.
Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγεί με ᾽κείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε [517a] πριν αποκατασταθεί τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίσει, δεν θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλια και δε θα ᾽λεγαν γι᾽ αυτόν πως γύρισε από κει πάνω π᾽ ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς ν᾽ ανεβεί εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;
Χωρίς άλλο.
Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, [517b] πρέπει να την εφαρμόσεις σ᾽ όλα που λέγαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις αυτό τον κόσμο που βλέπομε με την όραση με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και την αντιλαμπή της φωτιάς μες σ᾽ αυτήν με τη δύναμη του ήλιου· αν ακόμα δεχτείς πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στον νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες ν᾽ ακούσεις. Κι ο θεός πια το ξέρει αν τυχαίνει να είναι αληθινή η ιδέα μου. Οπωσδήποτε για μένα έτσι φαίνονται πως είναι αυτά: πως μέσα στο νοητό κόσμο τελευταία που παρουσιάζεται [517c] είναι η ιδέα του αγαθού, μόλις και μετά βίας ορατή· όταν όμως μια φορά τη δει κανείς, δεν μπορεί να μη συμπεράνει πως αυτή είναι γενικώς η αιτία του κάθε καλού και ωραίου, πως αυτή είναι που γέννησε και μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και μέσα στον νοητό αυτή είναι η δέσποινα που χαρίζει την αλήθεια και το νου, και ότι σ᾽ αυτήν πρέπει να αποβλέπει όποιος το έχει σκοπό με φρόνηση να κυβερνηθεί και στον ιδιωτικό του και στο δημόσιο βίο.
Συμμερίζομαι κι εγώ τη γνώμη σου, με τον τρόπο τουλάχιστο που μπορώ.
Έλα τώρα λοιπόν να συμμεριστείς κι αυτήν ακόμα τη γνώμη και να μην παραξενεύεσαι αν όσοι έφτασαν ως εδώ δε βρίσκουν πια ευχαρίστηση να καταγίνουνται με τις συνηθισμένες ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ζουν πάντα εκεί επάνω οι ψυχές των· [517d] και είναι φυσικό να γίνεται έτσι, αν πάλι είναι σύμφωνο κι αυτό με την εικόνα που είπαμε πριν.
Είναι βέβαια φυσικό.
Τί λοιπόν; σου φαίνεται τίποτα παράξενο, αν ένας που κατεβαίνει από εκείνη τη θεϊκιά θεωρία στις ανθρώπινες αθλιότητες δε γνωρίζει πώς να φερθεί και φαίνεται φοβερά γελοίος, καθώς δεν βλέπει ακόμη καλά πριν συνηθίσει οπωσδήποτε με το σκοτάδι αυτού του κόσμου και αναγκάζεται, ή στα δικαστήρια ή όπου αλλού, να υποστηρίζει την ιδέα του για τις σκιές του δικαίου και για τα είδωλα που παρασταίνουν οι σκιές και να πολεμά [517e] τις δοξασίες που έχουν για τη δικαιοσύνη όπου ποτέ τού ποτέ δεν την είδαν;
Μα καθόλου βέβαια παράξενο.