Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (11.368-11.445)

Ἦ, καὶ Παιονίδην δουρικλυτὸν ἐξενάριζεν.
αὐτὰρ Ἀλέξανδρος, Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο,
370 Τυδεΐδῃ ἔπι τόξα τιταίνετο, ποιμένι λαῶν,
στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ
Ἴλου Δαρδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος.
ἤτοι ὁ μὲν θώρηκα Ἀγαστρόφου ἰφθίμοιο
αἴνυτ᾽ ἀπὸ στήθεσφι παναίολον ἀσπίδα τ᾽ ὤμων
375 καὶ κόρυθα βριαρήν· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε
καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἄρα μιν ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός· διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἰὸς
ἐν γαίῃ κατέπηκτο· ὁ δὲ μάλα ἡδὺ γελάσσας
ἐκ λόχου ἀμπήδησε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
380 «βέβληαι, οὐδ᾽ ἅλιον βέλος ἔκφυγεν· ὡς ὄφελόν τοι
νείατον ἐς κενεῶνα βαλὼν ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι.
οὕτω κεν καὶ Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος,
οἵ τέ σε πεφρίκασι λέονθ᾽ ὡς μηκάδες αἶγες.»
Τὸν δ᾽ οὐ ταρβήσας προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
385 «τοξότα, λωβητήρ, κέρᾳ ἀγλαέ, παρθενοπῖπα,
εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον σὺν τεύχεσι πειρηθείης,
οὐκ ἄν τοι χραίσμῃσι βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί·
νῦν δέ μ᾽ ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως.
οὐκ ἀλέγω, ὡς εἴ με γυνὴ βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων·
390 κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος οὐτιδανοῖο.
ἦ τ᾽ ἄλλως ὑπ᾽ ἐμεῖο, καὶ εἴ κ᾽ ὀλίγον περ ἐπαύρῃ,
ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίθησι.
τοῦ δὲ γυναικὸς μέν τ᾽ ἀμφίδρυφοί εἰσι παρειαί,
παῖδες δ᾽ ὀρφανικοί· ὁ δέ θ᾽ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων
395 πύθεται, οἰωνοὶ δὲ περὶ πλέες ἠὲ γυναῖκες.»
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
ἔστη πρόσθ᾽· ὁ δ᾽ ὄπισθε καθεζόμενος βέλος ὠκὺ
ἐκ πόδος ἕλκ᾽, ὀδύνη δὲ διὰ χροὸς ἦλθ᾽ ἀλεγεινή.
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε, καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε
400 νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· ἤχθετο γὰρ κῆρ.
Οἰώθη δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ
Ἀργείων παρέμεινεν, ἐπεὶ φόβος ἔλλαβε πάντας·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; μέγα μὲν κακὸν αἴ κε φέβωμαι
405 πληθὺν ταρβήσας· τὸ δὲ ῥίγιον αἴ κεν ἁλώω
μοῦνος· τοὺς δ᾽ ἄλλους Δαναοὺς ἐφόβησε Κρονίων.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
οἶδα γὰρ ὅττι κακοὶ μὲν ἀποίχονται πολέμοιο,
ὃς δέ κ᾽ ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι, τὸν δὲ μάλα χρεὼ
410 ἑστάμεναι κρατερῶς, ἤ τ᾽ ἔβλητ᾽ ἤ τ᾽ ἔβαλ᾽ ἄλλον.»
Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων,
ἔλσαν δ᾽ ἐν μέσσοισι, μετὰ σφίσι πῆμα τιθέντες.
ὡς δ᾽ ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες θαλεροί τ᾽ αἰζηοὶ
415 σεύωνται, ὁ δέ τ᾽ εἶσι βαθείης ἐκ ξυλόχοιο
θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν,
ἀμφὶ δέ τ᾽ ἀΐσσονται, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων
γίγνεται, οἱ δὲ μένουσιν ἄφαρ δεινόν περ ἐόντα,
ὥς ῥα τότ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα Διῒ φίλον ἐσσεύοντο
420 Τρῶες· ὁ δὲ πρῶτον μὲν ἀμύμονα Δηϊοπίτην
οὔτασεν ὦμον ὕπερθεν ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί,
αὐτὰρ ἔπειτα Θόωνα καὶ Ἔννομον ἐξενάριξε.
Χερσιδάμαντα δ᾽ ἔπειτα, καθ᾽ ἵππων ἀΐξαντα,
δουρὶ κατὰ πρότμησιν ὑπ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης
425 νύξεν· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Ἱππασίδην Χάροπ᾽ οὔτασε δουρὶ
αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο.
τῷ δ᾽ ἐπαλεξήσων Σῶκος κίεν, ἰσόθεος φώς,
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰὼν καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν
430 «ὦ Ὀδυσεῦ πολύαινε, δόλων ἆτ᾽ ἠδὲ πόνοιο,
σήμερον ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι,
τοιώδ᾽ ἄνδρε κατακτείνας καὶ τεύχε᾽ ἀπούρας,
ἤ κεν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσῃς.»
Ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην.
435διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε φαεινῆς ὄβριμον ἔγχος,
καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο,
πάντα δ᾽ ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔασε
Παλλὰς Ἀθηναίη μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός.
γνῶ δ᾽ Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι τέλος κατακαίριον ἦλθεν,
440 ἂψ δ᾽ ἀναχωρήσας Σῶκον πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἆ δείλ᾽, ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεθρος.
ἤτοι μέν ῥ᾽ ἔμ᾽ ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι·
σοὶ δ᾽ ἐγὼ ἐνθάδε φημὶ φόνον καὶ κῆρα μέλαιναν
ἤματι τῷδ᾽ ἔσσεσθαι, ἐμῷ δ᾽ ὑπὸ δουρὶ δαμέντα
445 εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχὴν δ᾽ Ἄϊδι κλυτοπώλῳ.»

***
Είπε κι εβάλθη τον λαμπρόν να γδύσει Παιονίδην.
Και ο Πάρις τότε, ο σύγκλινος της εύμορφης Ελένης,
370 εις τον Τυδείδην τέντωνε το τόξο, στηριγμένος,
από στήλην του μνήματος, που ᾽χε ο λαός σηκώσει
του αρχαίου δημογέροντος του Ίλου Δαρδανίδου.
Και απ᾽ τον λαμπρόν Αγάστροφον ως σήκωνε ο Τυδείδης
τον θώρακα, την φωτεινήν ασπίδα και το κράνος,
375 ο Αλέξανδρος του τόξου του το κέρατο ετραβούσε,
και όχι χαμένα επέταξε το βέλος και τον πήρε
στο κτένι του δεξιού ποδός και αντίπερα το βέλος
στην γην εμπήχθη· επήδησεν απ᾽ το καρτέρι ο Πάρις,
γελώντας και καυχώμενος «λαβώθηκες» του είπε·
380 «χαμένα δεν ετόξευσα· να σ᾽ είχα στο λαγγόνι
μέσα επιτύχει, να ᾽πεφτες αυτού νεκρός εμπρός μου
και τότε από την συμφοράν θ᾽ ανάσαιναν οι Τρώες
που τρέμουν σε ως τον λέοντα τα ερίφια που βελάζουν».
Και ο Διομήδης άφοβα του εφώναξεν: «Αχρείε
385 άνδρα στο τόξον ένδοξε, δειλέ παρθενοσκόπε,
εάν μ᾽ εμέ δοκιμασθείς εσύ να πολεμήσεις,
θα ιδείς πόσο το τόξο σου αξίζει και τα βέλη·
και τώρα ότι μου χάραξες τον πόδα το ᾽χεις δόξαν.
Λογιάζω πως μ᾽ εκτύπησε γυναίκα ή και παιδάκι·
390 άστοχον είναι ανδρός δειλού, μηδαμινού το βέλος.
Αλλ᾽ απ᾽ το χέρι μου πικρό πολύ φεύγει το βέλος
και θανατώνει άνθρωπον και αν ξώδερμα τον πάρει·
η χήρα του με τα ορφανά τα μάγουλά της δέρνει,
και αυτόν που σέπεται νεκρός στο αιματωμένο χώμα
395 γυναίκες δεν μοιρολογούν, αλλ᾽ όρνια τριγυρίζουν.
Είπε, κι εμπρός του εστήθηκεν ο θείος Οδυσσέας
και οπίσω αυτός καθήμενος τραβούσε από το πόδι
το πικρό βέλος και δριμύς τον έσφαζεν ο πόνος.
Και όρμησ᾽ ευθύς στην άμαξαν κι είπε στον κυβερνήτην
400 να στρέψει προς τα πλοία τους ότ᾽ η καρδιά του επιάσθη.
Έμεινε μόνος ο Οδυσσεύς, ουδέ σιμά του εστάθη
κανένας απ᾽ τους Αχαιούς· όλους επήρε ο φόβος.
Κι έλεγε με παράπονον στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Αχ! τι θα γίνω; Είναι φρικτόν το πλήθος από φόβον
405 να φύγω, αλλά χειρότερον εάν με πιάσουν μόνον,
αφού τους άλλους Δαναούς εσκόρπισε ο Κρονίδης.
Πλην τούτα να διαλογισθεί τι θέλησε η ψυχή μου;
Καλώς γνωρίζ᾽ ότ᾽ οι δειλοί τον πόλεμον αφήνουν,
αλλ᾽ όποιος είναι ανδράγαθος, ακλόνητος θα μείνει
410 τον θάνατον εις τον εχθρόν να δώσ᾽ ή να τον λάβει».
Τούτα ενώ κείνος έλεγε στα βάθη της ψυχής του,
των ασπιστών τού έπεσαν λόχοι πολλοί των Τρώων,
τον έζωσαν, αλλά κακό στα σπλάχνα τους εκλείσαν.
Και ως όταν αγριόχοιρον με σκύλους άνδρες νέοι
415 κυκλώνουν και πετιέται αυτός απ᾽ την καρδιά του λόγγου·
το λευκό δόντι στα κυρτά σαγόνια του τροχίζει,
εκείνοι ορμούν επάνω του να τον δεχθούν, αν κι είναι
τρομακτικός και του κροτούν τα δόντι᾽ από την λύσσαν·
ομοίως τον διίφιλον κυκλώναν Οδυσσέα
420 οι Τρώες και αυτός όρμησε με ακονισμένην λόγχην
και άνω του ώμου κτύπησε τον θείον Δηοπίτην,
τον Θώνα και τον Εύνομον εφόνευσε κατόπι·
κι ευθύς τον Χερσιδάμαντα που εχύνετο απ᾽ τ᾽ αμάξι
ελάβωσε στον ομφαλόν απ᾽ την ασπίδα κάτω
425 έπεσε αυτός κι εφούκτωσε την γην με την παλάμην.
Τους άφησε κι ελόγχισε τον Χάροπα Ιππασίδην,
που ήτο του Σώκου αυτάδελφος του λαμπρογεννημένου.
Βοηθός ο Σώκος έδραμεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας,
και από κοντά τού έλεγεν: «Ω πολυεπαινεμένε,
430 στους δόλους και στον πόλεμον ακούραστε Οδυσσέα,
σήμερον ή θα καυχηθείς που εφόνευσες τα δύο
λαμπρά του Ιππάσου αγόρια και τ᾽ άρματα τους πήρες,
ή τώρ᾽ από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου».
Αυτά ᾽πε και τον κτύπησε στην στρογγυλήν ασπίδα,
435 και την ασπίδα ετρύπησε το δυνατό κοντάρι
και στον τεχνικόν θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και όλην την σάρκα του ᾽σχισεν απ᾽ τα πλευρά του, αλλ᾽ όμως
η Αθηνά δεν τ᾽ άφησε στα σωθικά να φθάσει.
Εννόησε που εις ακριβό δεν ελαβώθη μέρος
440 ο Οδυσσεύς κι εσύρθηκε και προς τον Σώκον είπε:
«Από τον άκρον όλεθρον δεν θα σωθείς, χαμένε·
κι εάν εσύ με ξέκοψες να πολεμώ τους Τρώας,
θαρρώ που σήμερον εδώ φόνος και μαύρη μοίρα
σε θ᾽ απαντήσει και απ᾽ αυτήν την λόγχην μου θα πέσεις,
445 να πάρω εγώ το καύχημα και ο Άδης την ψυχήν σου».

Η σωστή επικοινωνία είναι το πιο δυνατό διεγερτικό

Το να μπορεί ο άλλος να σε αγγίζει στο μυαλό, να ακουμπάει τις σκέψεις σου, και να αγκαλιάζει τους προβληματισμούς σου…

Ζούμε σε ένα κόσμο όπου έχουμε πρόσβαση σε (σχεδόν) τα πάντα με το πάτημα ενός κουμπιού. Είμαστε τόσο καλομαθημένοι στη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, που έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις και από τις κοινωνικές μας σχέσεις. Θέλουμε κάποιον τη στιγμή που τον/την θέλουμε, και όταν δεν θέλουμε, απλά ΔΕΝ. Στο μυαλό μας έχουν όλα και όλοι αποκτήσει μια αναλώσιμη διάσταση και προσπαθούμε όλο και λιγότερο με κάθε γενιά για επιτυχημένες σχέσεις.

Στη σύγχρονη εποχή αναζητάμε λύσεις για τα προβλήματα μας – αυτά που συχνά οι ίδιοι μας δημιουργούμε – σε άλλους: σε βιβλία αυτοβελτίωσης, σεμινάρια εμβάθυνσης σκέψης, σε συμβούλους ζωής, γκουρού, οποιοσδήποτε μπορεί φαινομενικά να μας πει μερικές σοφές ρήσεις που πιστεύουμε πως μαγικά θα μας αφαιρέσουν το βάρος των ανησυχιών μας.

Το βασικότερο πρόβλημα επίκειται όμως στο ότι ψάχνουμε κάποιον άλλον να διαχειριστεί τα θέματα μας, και δεν κοιτάμε εμείς τι κάνουμε πραγματικά για αυτό. Η εύκολη λύση είναι πάντα ο παράδρομος, και η αποφυγή της ουσίας.

Το ίδιο κάνουμε και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Δημιουργούμε προσδοκίες για το πώς θα θέλαμε οι άλλοι να είναι απέναντι μας, και έπειτα τους κατηγορούμε που απέτυχαν να τις εκπληρώσουν.

Καθώς μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε όμως, αυτός ο φαύλος κύκλος στον οποίο περιπλεκόμαστε γίνεται κουραστικός. Και οι ανοχές μας μειώνονται με το χρόνο. Καταλήγουμε να αποφασίζουμε όλο και πιο γρήγορα και πιο δικαστικά για το ποιους θέλουμε να έχουμε δίπλα μας, και ποιους πιστεύουμε πως θα συμβάλλουν θετικά στη ζωή μας. Φτάνουμε να γνωρίζουμε καλύτερα τι δεν θέλουμε από το τι θέλουμε.

Και αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που λείπει στις σύγχρονες σχέσεις είναι το βάθος. Σε όλες τις πτυχές. Το να μπορείς να μιλάς στον άλλον για οτιδήποτε και να νιώθεις πως σε καταλαβαίνει, να μπορεί να αντιληφθεί πέρα από το ‘τίποτα’ που του λες ότι έχεις όταν κάτι συμβαίνει, να μπορείς να επικοινωνείς χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και δίχως πολλές λέξεις.

Γιατί η σωστή επικοινωνία με κάποιον είναι να βλέπεις πέρα από αυτό που σου δείχνει ή επιχειρεί να κρύψει. Είναι το να μπορείς να διακρίνεις στις λεπτομέρειες πόσο μοιάζετε, να ξεφτιλίζεστε από το ποτό μια νύχτα αλλά να συμπάσχετε στον πρωινό καφέ το επόμενο πρωί, να μοιράζεστε τις πιο απόκρυφες σας σκέψεις και καημούς αλλά και να κάθεστε παρέα σιωπηλά απολαμβάνοντας μια ταινία ή ένα γεύμα.

Αλλά κυρίως το να μη φοβάσαι να μιλήσεις, κι ας σε κρίνει με τον πιο σκληρό τρόπο, θα ξέρεις πως είναι για το καλό σου γιατί αυτό θέλει – να είσαι ευτυχισμένη και καλά. Οι σωστές σχέσεις σε βοηθούν να γίνεις δυνατότερος, με περίσσια αυτοπεποίθηση, με αυτογνωσία, και σίγουρα πιο χαρούμενος. Και με τους κατάλληλους ανθρώπους αυτό έρχεται φυσικά, χωρίς ζόρι, χωρίς ταλαιπωρία. Σου εμπνέουν εμπιστοσύνη και νιώθεις την ελευθερία να τους λες τα πάντα όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θες.

Όσους περισσότερους ανθρώπους γνωρίζουμε στη ζωή μας, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε την αξία της (σωστής) επικοινωνίας. Γιατί κι αυτό πλέον σπανίζει. Το να μπορεί ο άλλος να σε αγγίζει στο μυαλό, να ακουμπάει τις σκέψεις σου, και να αγκαλιάζει τους προβληματισμούς σου, αυτό – η απόλυτη σύζευξη δυο μυαλών – είναι ίσως το πιο ισχυρό διεγερτικό.

Η ώρα των πολεμιστών

Η μοναδική μου μάχη είναι με το Μάτριξ και αυτούς που το υπηρετούν. Η μόνη μου ανάγκη είναι η πλήρης αποσύνδεση από αυτό και η ελευθερία. Ο αποπρογραμματισμός του νου είναι η μοναδική δουλειά μου.

Δεν έχω ακόμα γνωρίσει κανέναν που να το έχει επιτύχει αυτό. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν αποδεσμευτεί, όταν απλά αντικαθιστούν τον έναν κανόνα με άλλον, μια πεποίθηση με άλλη και μια αντίδραση με μια άλλη. Πόσο αξιολύπητα αδαείς είναι! Απλά κοροϊδεύουν τον εαυτό τους μεταθέτοντας πράγματα επιφανειακά, βλέποντας διαφορετικές οπτικές του ίδιου έξυπνου, πολυδιάστατου συστήματος, με τα άπειρα ολογράμματα του.

Μπορείς να το αντιληφθείς αυτό, μόνο αν είσαι αρκετά θαρραλέος να μετακινείσαι, να αλλάζεις οπτικές, να εξερευνάς χωρίς την ανάγκη να υπερασπίζεσαι ή να κρατιέσαι από οτιδήποτε νομίζεις ότι ξέρεις.

Τότε έρχεται η κατακλυσμιαία συνειδητοποίηση ότι τα πάντα είναι αντιλήψεις, ότι ποτέ δεν έχεις βρεθεί ουσιαστικά «έξω» από τη μηχανή, απλά έχεις δει και έχεις βιώσει πολλά κομμάτια προγραμματισμού, μέσα στο ίδιο το πρόγραμμα. Ευρύτερες αντιλήψεις ίσως, αλλά παρ’ όλα αυτά, αντιλήψεις.

Όλα όσα αντιλαμβάνεσαι, νομίζεις ότι γνωρίζεις και βιώνεις, είναι μέρος του Μάτριξ. Το Μάτριξ βρίσκεται στο νου σου. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από αυτά που βιώνεις και αντιλαμβάνεσαι. Είσαι συν-δημιουργός και παράλληλα προστάτης του προγράμματος.

Όλα όσα θεωρείς «φυσιολογικά» σε σκλαβώνουν. Το σύστημα στο κεφάλι σου σε υπνωτίζει με συνήθειες: χιλιάδες λεπτομέρειες της καθημερινότητας σου που έχεις εκπαιδευτεί να αγνοείς. Κανόνες επί κανόνων που νομίζεις ότι είναι φυσιολογικό να υπακούς. Δεν έχει σημασία πόσο «θετικά» είναι όλα αυτά που υπηρετείς. Στην πραγματικότητα, το «θετικό» σε κρατάει ακόμα πιο υπνωτισμένο παρά το «αρνητικό». Το πρόγραμμα θρέφεται από τους θετικούς, καλούς, ηθικούς ανθρώπους-μηχανές, οι οποίοι είναι εντελώς τυφλοί στη συνεισφορά τους στο διπολισμό.

Δεν «μαθαίνεις» τον εαυτό σου. Δεν μπορείς να μάθεις αυτό που ήδη γνωρίζεις. Αποκαλύπτεις τον Εαυτό σου, όταν έχεις αποκηρύξει και απαλλαγεί από τη μηχανή που λανθασμένα πάντα πίστευες ότι ήσουν εσύ. Αλλά αυτό είναι καθολικός πόλεμος, ένας πόλεμος που δεν είσαι προετοιμασμένος ούτε εξοπλισμένος να αναλάβεις. Πολλοί έχουν προσπαθήσει, πολλοί ακόμα θα το επιχειρήσουν, αλλά είναι λίγοι, ελάχιστοι, αυτοί που το έχουν καταφέρει, να κερδίσουν τον πόλεμο – όχι μόνο μερικές μάχες (μόνο και μόνο για να συμμορφωθούν πάλι, με μια αξιολύπητη στάση ανωτερότητας).

Μη ζητάς αυτό που δεν είσαι έτοιμος να αναλάβεις. Και μη ζητάς από τυφλούς να σε οδηγήσουν σε αυτό που δεν έχουν οι ίδιοι δει. Κανείς δεν αναλαμβάνει αυτόν τον πόλεμο χωρίς προετοιμασία ή χωρίς ένα πραγματικό οδηγό που θα συμμετέχει μαζί του στις μάχες, αντί να κάθεται απ’ έξω ως θεατής.

Η προετοιμασία είναι και η μύηση σου, η περίοδος δοκιμασίας για τις πιο δύσκολες μάχες που βρίσκονται μπροστά σου, τις οποίες πρέπει να παλέψεις με τον εαυτό (εγώ) σου, για τον Εαυτό σου, για κανέναν άλλον και για κανένα άλλο λόγο.

Αν είσαι δειλός, κάνε πίσω και παράκμασε με τους αδύναμους (στην καρδιά). Σου αξίζει αυτό που επιλέγεις. Η ελευθερία προσφέρεται μόνο σε όσους την αξίζουν, όχι στις μηχανές που θέλουν να παρουσιάζονται ως άνθρωποι.

Μόνο η αλήθεια μπορεί να σε ελευθερώσει. Αλλά η «αλήθεια» είναι μια λέξη που το Μάτριξ δεν σε αφήνει να καταλάβεις. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες, δεν υπάρχει αυτό που λένε, «η αλήθεια μου». Το Μάτριξ κρύβεται πίσω από λέξεις που χρησιμοποιεί για το δικό του συμφέρον. «Η αλήθεια μου», σημαίνει στην ουσία «η αντίληψη μου, οι πεποιθήσεις μου, οι ανάγκες μου» και πολλά άλλα πράγματα. Όμως δεν σημαίνει Αλήθεια, Πραγματικότητα, Γνώση, τα οποία δεν μπορούν να υποβιβαστούν σε υποκειμενικότητες. Κάθε φορά που εσφαλμένα θεωρείς την αντίληψη ως αλήθεια, θα ανακαλύπτεις – αν είσαι αρκετά θαρραλέος ώστε να παρατηρείς – ότι έχεις παγιδευτεί σε ακόμα ένα πρόγραμμα του Προγράμματος, από το οποίο πρέπει να παλέψεις για να αποδεσμευτείς.

Ο δρόμος προς την Αλήθεια είναι στρωμένος με αμφισβητήσεις. Η πραγματική αμφισβήτηση χρειάζεται τόλμη, επιμονή, και ολοκληρωτική, αφοσιωμένη εγρήγορση. Να είσαι έτοιμος να σταθείς μόνος. Τα χειρότερα τέρατα, εφιάλτες, κολάσεις είναι δημιουργήματα δικά σου. Να είσαι έτοιμος να καταστρέψεις, να γκρεμίσεις ΟΛΑ όσα ξέρεις και στα οποία έχεις βασιστεί για την άνεσή σου, για τόσο καιρό. Ποτέ δεν θα έχεις μια «ασφαλή» και συνηθισμένη μέρα στη ζωή σου ξανά.

Σε αντίθεση με αυτά που ξέρεις, είναι η ενοχή αυτή που σε κρατάει φυλακισμένο και είναι ο φόβος που θα σε οδηγήσει έξω από το Μάτριξ – αν δεν φοβηθείς το φόβο. Αν δεν φοβάσαι να παραμένεις στο πρόγραμμα, περισσότερο από όσο φοβάσαι να επιχειρήσεις να βγεις από αυτό, δεν θα μετακινηθείς από τη ζώνη άνεσης σου, ό,τι και αν ισχυρίζεσαι ή κάνεις. Το Μάτριξ έχει τρισεκατομμύρια τρόπους να σε πείθει με ολογράμματα αντιλήψεων ότι «βρίσκεσαι έξω από αυτό και ασφαλής». Τέτοιοι παραπληροφορημένοι άνθρωποι-μηχανές είναι οι καλύτεροι υποστηρικτές και το δυναμικό του. Αυτοί γίνονται οι τυφλοί ηγέτες που χιλιάδες άνθρωποι ακολουθούν, σε φανταστικούς κόσμους αντίληψης και λιγότερο εμφανή υποδούλωση. Τελικά, θα ανακαλύψεις, ότι βρίσκεσαι σε ακόμα ένα μονοπάτι προς μια ακόμα ουτοπία.

Μόνο όταν έχεις δει αρκετά – επιλέγοντας το μονοπάτι προς την Αλήθεια, που είναι μονοπάτι άβολο και ανασφάλειας – όταν έχεις αποκαλύψει αρκετά, μπορείς να απελευθερωθείς τελειωτικά από το φόβο. Τότε, αναπόφευκτα, σε καταβάλλει η θλίψη, η αηδία και ο θυμός, που θα σε αναγκάσουν να δράσεις. Τότε είναι που ξεκινάς τον πραγματικό πόλεμο, τον ΔΙΚΟ ΣΟΥ πραγματικό πόλεμο, από όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Γιατί όταν έχεις ρίξει έστω μια ματιά στις αληθινές σου δυνάμεις, αυτά που είσαι πραγματικά ικανός να κάνεις, δεν μπορείς ποτέ ξανά να συμβιβαστείς παραμένοντας μηχανή. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ πολεμιστής. Γιατί, μπορείς είτε να υπηρετείς το πρόγραμμα και τους πολλούς αντιπροσώπους του είτε να υπηρετείς την Αλήθεια και την Ανθρωπότητα. Δεν μπορείς να υπηρετείς ταυτόχρονα και τα δυο, παρ’ όλο που αρχικά θα το επιχειρήσεις.

Τότε, και μόνο με αυτή τη συνειδητοποίηση, δίνεις μια υπόσχεση στον Εαυτό σου, μέσα από την οποία ζεις, αναπνέεις, ξυπνάς με αυτήν, και υπερασπίζεσαι, με το νου, την καρδιά και τη ζωή σου καθημερινά, με όποιο κόστος.

Υπόσχομαι να είμαι αγαθός και καλός προσφέροντας στα παιδιά, γιατί αυτά αποτελούν το μέλλον της Ανθρωπότητας.

Υπόσχομαι να είμαι υπεύθυνος με τους υπεύθυνους και να σέβομαι αυτούς που σέβονται τον εαυτό τους και τους άλλους.

Υπόσχομαι να κατανοώ και να βοηθάω τους πραγματικούς (γενναίους) αναζητητές της Αλήθειας, ως αληθινό σκοπό της ζωής μου.

Υπόσχομαι να ξεσκεπάζω και να καταστρέφω όσους αποπλανούν, τους απατεώνες και αυτούς που απομυζούν ενέργεια, γιατί δεν θα τρέφονται από την ενέργεια μου.

Υπόσχομαι να εξολοθρεύω κάθε πρόγραμμα, τελετουργικό, κανόνα, πεποίθηση που εμποδίζει το δρόμο Μου, καθώς και τους αντιπροσώπους αυτών που θέλουν να με σκλαβώνουν.

Ένας πολεμιστής δεν μπορεί να ελέγχεται ή να υπνωτίζεται πλέον. Η πλάνη του γραμμικού χρόνου πείθει ότι οι μάχες χάνονται, ότι ο περιορισμός είναι υπαρκτός και ότι η ελευθερία είναι ακόμα ένα όνειρο θερινής νυκτός. Αλλά μόνο ένας πολεμιστής γνωρίζει ότι οι μάχες είναι οι εμπειρίες μάθησής του για να ξεσκεπάσει το Μάτριξ, είναι τα διδακτικά εργαλεία που τον κάνουν δυνατότερο, άφθαρτο, ισχυρότερο για την τελική του μάχη.

Μόνο ένας αληθινός πολεμιστής μπορεί να αναγνωρίσει τις μηχανές, κάτω από τις ανθρωπόμορφες προσποιήσεις τους. Γιατί μόνο ένας πολεμιστής έχει το θάρρος να συνθλίβει κάθε παραπλανητικό πρόγραμμα στον ίδιο του το νου, επομένως γίνεται ατρόμητος, καθαρίζοντας τη δική του Όραση. Οι πολεμιστές αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν αλληλοεξαρτώνται για την ατομική τους ελευθερία. Γνωρίζουν ότι ο καθένας πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τη δική του υποδούλωση καθώς και να κάνει τη δική του επιλογή να ελευθερωθεί – ή όχι. Οι μόνοι εχθροί τους οποίους αναγνωρίζουν έξω από την προγενέστερη ασυνείδητη ύπνωση τους, είναι αυτοί που θέλουν να παραμένουν μηχανές (είτε πιστεύοντας ότι είναι ελεύθεροι, είτε νομίζοντας ότι η σκλαβιά είναι το πεπρωμένο τους). Η συγκάλυψή τους είναι άκρως πειστική, αλλά μόνο για όσους βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο συνειδητότητας από αυτό των πολεμιστών.

Πάνω από όλα και περισσότερο από όλα, ένας αληθινός πολεμιστής στέκεται ενάντια στους αποκαλούμενους αρχηγούς, οδηγούς, δασκάλους, γκουρού που παραπλανούν τους αδαείς, οι οποίοι ψάχνουν απαντήσεις και λύτρωση έξω από τον Εαυτό τους. Αυτοί οι εκμεταλλευτές τρέφονται από τους υπνωτισμένους, με ψέματα, πρακτικές και πεποιθήσεις που προσφέρουν ψεύτικες υποσχέσεις και αδιέξοδα. Αποτελούν κύρια πηγή ενέργειας για το Μάτριξ –εν αγνοία τους.

Έφτασε η ώρα. Ας αρχίσει ο πόλεμος, ο μεγαλύτερος πόλεμος που έχει διεξαχθεί!

Ένας πόλεμος για την Ανθρώπινη Συνειδητότητα.

Για την Αλήθεια.

Για την Ελευθερία.

Μην νομίζεις ότι γνωρίζεις την έννοια αυτών των λέξεων. Δεν γνωρίζεις! Το Μάτριξ έχει διαστρεβλώσει όλες τις έννοιες, όλες τις γλώσσες, όλα τα μυαλά. Μπορείς είτε να επιστρέψεις στην ύπνωσή σου (ανεξάρτητα από ό,τι έχεις διαβάσει εδώ), νομίζοντας ότι βρίσκεσαι στο «σωστό δρόμο» ή μπορείς να αμφισβητήσεις ΟΛΑ όσα νομίζεις ότι ξέρεις – κάτι που είναι εντελώς τρομακτικό και αδιανόητο για τους περισσότερους.

Η πραγματική σου πρόκληση αυτή τη στιγμή δεν είναι αν έχεις θεωρητικά καταλάβει τις λέξεις, αλλά αν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις το νόημα τους στην καθημερινότητά σου. Μην παρασυρθείς από τον προγραμματισμό σου σπεύδοντας, είτε να συμφωνήσεις είτε να διαφωνήσεις με όσα διάβασες, δεν με ενδιαφέρει η άποψη σου. Αν είσαι περαστικός, προσπέρασε. Αν είσαι απάτη, θα σε ξεσκεπάσω. Αν είσαι πραγματικός αναζητητής, ψάξε.

Από τη θυσιαζόμενη μητέρα στη μητέρα νάρκισσο

«Η μητέρα του τότε, και η μητέρα του σήμερα», είναι μια φράση που μπορεί να ξυπνήσει την αναπαράσταση μας για τη γυναικεία μητρική φιγούρα του παρελθόντος και μας προκαλεί να επεξεργαστούμε αυτή που επικρατεί σήμερα. Πώς βιώνει μια μητέρα το ρόλο της, μέσα σε μια εποχή με πληθώρα προκλήσεων, αναγκαίων οικογενειακών και επαγγελματικών προσαρμογών; Ένα ερώτημα με πραγματικά πολλές απαντήσεις. Πώς μια γυναίκα που είναι ταυτόχρονα μητέρα, σύντροφος και εργαζόμενη, χωρά τις τρεις αυτές ταυτότητες;

Παρότι επιλέγουμε να γράφουμε για τις γυναίκες και τη μητρότητα, πάντοτε μας συντροφεύει και η αντίστοιχη εμπειρία της πατρότητας των ανδρών, μη αποκλείοντάς τους από τη σπουδαιότητα του ρόλου τους που ενέχει η φροντίδα της οικογένειας και τις προκλήσεις που αγωνίζονται να φέρουν εις πέρας.

Εστιάζοντας όμως στη μητέρα και διαβάζοντας το βιβλίο του Massimo Recalcati, με τίτλο: «Τα χέρια της μητέρας» εστιάζουμε στη μητρότητα και στο κύριο στοιχείο των εποχών μας που τη δυσκολεύει, στο ναρκισσιστικό τρόπο ζωής. Ο τίτλος του συγκεκριμένου βιβλίου μας προϊδεάζει για το ιδιαίτερο περιεχόμενο και την ολότητα με την οποία ο συγγραφέας προσεγγίζει τη σχέση της γυναίκας με τον εαυτό της μέσα στο μητρικό ρόλο, τις επιθυμίες, τις φαντασιώσεις και την ψυχική κληρονομιά της.

Σε ένα από τα κεφάλαιά του φιλοξενεί την πραγματικότητα της ναρκισσιστικής μητέρας, μιας γυναίκας που αναδεικνύει τη σημερινή φιγούρα της παθολογικής μητρότητας, η οποία έχει αντικαταστήσει εκείνη του παρελθόντος. Η μητέρα του τότε ήταν μια γυναίκα παραδομένη στο μητρικό ρόλο και στις φροντίδες των παιδιών, θυσιασμένη μέσα στον πατριαρχικό κόσμο της οικογένειας. Η μητέρα της αυταπάρνησης λοιπόν ήταν η μητέρα του παρελθόντος, που ζητούσε την αιώνια πίστη από τα παιδιά της προκειμένου να τα φροντίζει πάντοτε. Αυτή ήταν η παθολογία της μητρότητας τότε, έχοντας αποκλείσει όλες τις άλλες δημιουργικές πλευρές στη ζωή της. Αν εν τέλει εστιάζαμε στη σημερινή μητρότητα πώς θα την περιγράφαμε; Θα λέγαμε πως η παθολογία της μητρότητας του τότε, έχει αντικατασταθεί από την παθολογία της σημερινής ναρκισσιστικής μητέρας.

Τι σημαίνει όμως να είναι κάποιος νάρκισσος; Tο φαινόμενο του ναρκισσισμού έχει απασχολήσει ερευνητικά την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η εκδοχή του συνδέεται με την εποχή μας και οι συμπεριφορές που αναδύει, μας μοιάζουν οικείες στον 21ο αιώνα. Οι απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής μπορούν εύκολα να οδηγήσουν κάποιον να χαρακτηριστεί ως νάρκισσος, όταν προχωρά στη ζωή του χωρίς να δείχνει αλτρουϊσμό ή ενσυναίσθηση (White, Szabo & Tiliopoulos, 2018). Ο ναρκισσισμός, ως έννοια, είναι πολυδιάσταστος. Έχει κατηγοριοποιηθεί και ενδεικτικά αναφέρουμε: τον φυσιολογικό και τον παθολογικό ναρκισσισμό. Σύμφωνα με τους Miller & Campbell (όπως αναφέρεται στο Määttä & Uusiautti, 2020) ο φυσιολογικός ναρκισσισμός περιλαμβάνει τις καλές κοινωνικές δεξιότητες και τη θετική αυτο-εικόνα. Ο παθολογικός ναρκισσισμός διαφέρει από αυτό, με δύο τρόπους: (1) ενέχει τη φανερή ανάγκη άσκησης δύναμης και ελέγχου των άλλων ανθρώπων και (2) δε συνοδεύεται από ενσυναίσθηση. Οι ναρκισσιστές ενδέχεται να μην αναγνωρίζονται εύκολα καθώς μπορεί να είναι συνεσταλμένοι και ανασφαλείς. Κοινό σημείο των ναρκισσιστών είναι η τάση τους να ενεργούν ανταγωνιστικά προς τους άλλους. Τυπικό χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη αυτοεκτίμησης και ενσυναίσθησης. Η τελευταία (έλλειψη της ενσυναίσθησης), τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν τις σχέσεις τους με τους άλλους για την εκπλήρωση των προσωπικών τους συμφερόντων. Συνήθως αγνοούν τα συναισθήματα και τις ανησυχίες των άλλων, ενώ έχουν υπερβολικά θετικές απόψεις για τον εαυτό τους (Määttä & Uusiautti, 2020).

Επιστρέφοντας όμως στη ναρκισσιστική μητέρα, έχοντας σκιαγραφήσει τις βασικές ιδιότητες του ναρκισσιστικού φαινομένου, ο συγγραφέας την περιγράφει ως μια γυναίκα η οποία δεν φυλακίζει το παιδί και δεν το διεκδικεί ως σκλάβο της, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά έχει τόσο πολύ αποεπενδύσει απέναντί του, που το βιώνει ως εμπόδιο και ζημία στην ανάπτυξή της.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΘΕΩΡΕΙ ΠΩΣ ΧΑΝΕΙ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΑΝΕΛΙΞΗ, ΑΥΤΗ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ.

Η γυναίκα η οποία θα επιλέξει «το ένα ή το άλλο» και μέσα στην επιλογή αυτή θα υπάρξει η θυσία, η στέρηση και η έλλειψη. Αυτή είναι η παθολογία της εποχής, μέσα στην οποία οι μητέρες δε βλέπουν την επιλογή της ολότητας: την επιλογή που καταργεί το «λίγο», την επιλογή που τη διευκολύνει να αναπτυχθεί μέσα από όλους της τους ρόλους δίχως να ταυτίζεται με το ένα η το άλλο, όπου πάντα κάτι θα χάνει.

Ποιό είναι όμως το πραγματικό πρόβλημα; Είναι ακριβώς «η μονόπλευρη καλλιέργεια της ναρκισσιστικής αξίας της ζωής» όπως αναφέρεται στο βιβλίο. Είναι η επαγγελματική και η προσωπική επιβεβαίωση, που απορρίπτει τη μητρότητα προκειμένου να υπερισχύσει η θηλυκότητα. Στο σημείο αυτό, η έννοια της θηλυκότητας χρησιμοποιείται με το πρόσημο του παθολογικού ναρκισσισμού και όχι ως ένα υγιές στοιχείο που συνοδεύει κάθε γυναίκα. Το παιδί απορρίπτεται ως αιτία υποβιβασμού του γυναικείου σώματος, που δεν μπορεί να αντέξει τη μητρότητα παρά μόνο ως μια παρένθεση ζωής. Πρόκειται για μια ευφορία, για μια ευτυχία που διαρκεί λίγο, που ησυχάζει μέσα από την ενασχόληση με ζητήματα που δεν χωρούν συμβιβασμούς αλλά διεκδικούν τις μητέρες στείρα και ολοκληρωτικά!

Πώς θα χωρέσουν αυτές οι μητέρες όλη αυτή την κοινωνική και επαγγελματική επιβολή; Μια αόριστη επιβολή, που προέρχεται από την κοινωνική επιταγή της οικονομικής ανέλιξης, της άνεσης, των αναρίθμητων επιθυμιών, της ατελείωτης ενεργητικότητας κατά της παθητικότητας* που επιφέρει ως φυσιολογική διαδικασία η ίδια η εγκυμοσύνη και η επερχόμενη μητρότητα.

Ποιο είναι λοιπόν το στοίχημα; Δεν υπάρχει στοίχημα! Η μητέρα που είναι ανοιχτή και αντέχει να μη γνωρίζει τα πάντα για το παιδί της, εκείνη που δεν εκμεταλλεύτηκε την αίσθηση της παντοδυναμίας που ενέχει ο ρόλος της μητρότητας, γνωρίζοντας πώς να αμφιβάλλει, να διαπραγματεύεται με το άγνωστο και να διαφοροποιείται, ξέρει να περιβάλλει ολόκληρη και ποιοτικά την οικογένεια συμπληρώνοντας δημιουργικά την παρουσία του πατέρα, ξέρει να λυπάται και αντέχει να νιώθει μια πρωτόγνωρη ανικανότητα απέναντι στις νέες συνθήκες. Η μητέρα αυτή βρίσκεται σε μια συνεχή δημιουργική διαπραγμάτευση, που αφήνει όλους τους κλάδους της ζωής της να ανθίσουν και χτίζει σταδιακά την ικανότητά της για το πότε και πόση προτεραιότητα θα δώσει στο εκάστοτε στοιχείο της ζωής της. Είναι εκείνη η φιγούρα που αλλάζει μορφές, όχι μέσα από τις στερήσεις και τις θυσίες, αλλά μέσα από την ποιοτική της παρουσία και την σταθερή αγάπη που περιέχει η στάση της απέναντι στη ζωή γενικότερα. Η γυναίκα που δεν εγκατέλειψε τη θηλυκότητα της και δεν την πρόσφερε ποτέ ως δώρο στα παιδιά της! Αυτή η γυναίκα θα απολαμβάνει πάντοτε τη «συνάντηση» και τους αποχωρισμούς με τα παιδιά της και ακόμα περισσότερο τις αλλαγές της ζωής! Εν συντομία εδώ σκιαγραφείται μια γυναίκα που δεν αποποιείται τη μια ή την άλλη ταυτότητα, υπερασπίζεται τον κάθε ρόλο της μέσα στην απόλαυση του να υπάρχει «ολόκληρη» και «γεμάτη» υπό το πέπλο του φυσιολογικού ναρκισσισμού της εποχής μας, μέσα σε οποιαδήποτε πρόκληση και συνθήκη.
------------------------
*Ο Pines (1972) αναφέρεται στην αύξηση της παθητικότητας από τις έγκυες γυναίκες. Παρατηρείται ότι οι γυναίκες στη προσπάθειά τους να διαχειριστούν την αίσθηση της παθητικότητας που βιώνουν παρουσιάζουν είτε ήπια κατάθλιψη, είτε αύξηση της δραστηριότητας τους, ώστε να αντισταθμίσουν την ανάγκη τους να ελέγξουν τις αλλαγές που βιώνουν ως ανεξέλεγκτες.

Πώς εκφράζεται το συναίσθημα μέσα στην οικογένεια;

Ο τρόπος που θα χειριστούμε μια κατάσταση έχει να κάνει με την προσωπικότητά μας και τις στρατηγικές αντιμετώπισης που έχουμε αναπτύξει εξελικτικά μέσα από τις εμπειρίες που αποκτήσαμε. Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζει η οικογένεια και η ανατροφή που έχει λάβει το άτομο ως παιδί. Για παράδειγμα, υπάρχουν υπερπροστατευτικές οικογένειες όπου υπερεκφράζεται το συναίσθημα και επικρατεί άγχος, οικογένειες στοργικές όπου κυριαρχεί η ηρεμία και η ασφάλεια, καθώς και αδιάφορες οικογένειες όπου ούτε τα θετικά ούτε τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού τυγχάνουν αναγνώρισης.

Στην τελευταία περίπτωση, το άτομο γνωρίζει λίγα πράγματα για τα συναισθήματα και για το πώς να τα εκφράσει ή να τα διαχειριστεί. Μπορεί να αισθάνονται οι γύρω του ότι τους απορρίπτει, ότι είναι ένα ψυχρό άτομο, και μοιάζει να μην έχει συναισθήματα. Δεν είναι σπάνιο να φοβηθεί ένα τέτοιο άτομο να εμπλακεί σε μία συντροφική σχέση, καθώς αισθάνεται εκτεθειμένο απέναντι σε απρόβλεπτες καταστάσεις, και φοβάται ότι αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό από το/τη σύντροφο. Συχνά κατακλύζονται από σκέψεις και αντιδράσεις που θα είχαν σε πιθανά σενάρια με συντρόφους.

Οι σύντροφοι έχουν παράπονο ότι δεν τους καταλαβαίνει το άτομο και δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους. Η αντίδρασή τους απέναντι σε έναν καβγά με τον /τη σύντροφο μπορεί να είναι η αποφυγή, η οποία στα μάτια του συντρόφου μπορεί να μοιάζει με αδιαφορία, ή ένα ξέσπασμα οργής απέναντι στα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει το άτομο και τα οποία δε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί.

Αντίθετα, στην περίπτωση του ατόμου που έχει προέλθει από ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, αυτό θα είναι σε θέση να επιδείξει συναισθήματα με υπερβολικό, ή και χειριστικό τρόπο, ενώ ο/η σύντροφός του μπορεί να αισθανθεί ότι πνίγεται ή κατακλύζεται από τα συναισθήματα του συγκεκριμένου ατόμου.

Μοιάζει τα υπερπροστατευτικά άτομα να υπερενδιαφέρονται για τη σχέση με τον άνθρωπο που αγαπούν, ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι προσκολλώνται αγχωδώς πάνω στο αντικείμενο της αγάπης τους. Και η αγάπη αυτή μοιάζει περισσότερο με εξάρτηση.

Έχουν μάθει ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς τους άλλους. Σε αυτή την περίπτωση ένας καβγάς στο ζευγάρι ενδέχεται να καταλήξει σχεδόν πάντα με υποχώρηση του ατόμου ή ακόμη και με φωνές για τις οποίες αργότερα θα έχει μετανιώσει και θα το δείξει.

Ακόμη, μπορεί οι φιλονικίες να είναι σιωπηλές, και το άτομο ενσυνείδητα να καλλιεργήσει στον/στη σύντροφο τύψεις στην ιδέα και μόνο ότι θα το στενοχωρήσει με μία διαφωνία. Είναι τα ευαίσθητα άτομα, τα οποία οι σύντροφοι φοβούνται να πληγώσουν εκφράζοντας τα δικά τους συναισθήματα, τις σκέψεις ή τις αντιρρήσεις.

Συνοψίζοντας, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η οικογένεια για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, αλλά και του χειρισμού των συναισθημάτων. Παρ' όλα αυτά, δεν αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του περιβάλλοντος το στυλ της σχέσεις που θα αναπτύξουμε με τους συντρόφους.

Μπορεί η οικογένεια να θέτει τις βάσεις από πολύ νωρίς, ωστόσο, καθώς μεγαλώνουμε και η συμπεριφορά μας γίνεται αντικείμενο γνωστικής επεξεργασίας, είναι στο χέρι του ατόμου εάν θα συνεχίσει να ακολουθεί δυσλειτουργικά πρότυπα αλληλεπίδρασης με τους άλλους ή θα τα απορρίψει ψάχνοντας νέους πιο προσαρμοστικούς τρόπους διαντίδρασης.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός από την οικογένεια, υπάρχει μία πληθώρα παραγόντων, όπως, πχ., η κουλτούρα στην οποία μεγάλωσε κανείς, το σχολείο, οι εμπειρίες, τα γεγονότα της ζωής που έτυχαν σε κάποιο άτομο, κ.τ.λ., τα οποία αλληλοεπιδρούν με τις πρώιμες εμπειρίες και συμπαράγουν το αποτέλεσμα.

Είναι καλό να γνωρίζουμε τις αιτίες για όσα μας συμβαίνουν, αλλά είναι καλύτερο να προσπαθούμε να ψάξουμε και να βρούμε αυτό που θέλουμε να γίνουμε.

Το παρελθόν ΔΕΝ ισούται με το μέλλον

Λένε ότι ωριμάζουμε όταν σταματήσουμε να παραπονιόμαστε και να κατηγορούμε άλλους για την κατάστασή μας κι όταν αναλάβουμε τις ευθύνες για τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Αυτό, όμως, μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Υπάρχουν άνεργοι, αδικημένοι από τη ζωή, νεαρά άτομα αλλά και συνταξιούχοι οι οποίοι περνούν την ημέρα τους στο καφενείο ή στην καφετερία, κατηγορώντας το σύστημα ή τις συνθήκες γι' αυτά που τους συμβαίνουν.

Το παρελθόν: Δεν είχα όμορφα παιδικά χρόνια

Η πεποίθηση ότι τα παιδικά χρόνια παίζουν σημαντικό ρόλο και ευθύνονται για πολλά από τα σημερινά μας προβλήματα, υποστηρίζεται από πολλούς θεραπευτές, κυρίως της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης και γίνεται αποδεκτή από πολλούς ασθενείς. Ο Δρ. Γουέιν Ντάιερ λέει ότι, εκατοντάδες από τους ασθενείς που τον επισκέπτονται, του εκμυστηρεύονται ότι η αιτία των ψυχολογικών τους αλλά και των άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα είναι τα παιδικά τους χρόνια.

"Δε φταίω εγώ”, λένε οι πελάτες του, ”η μητέρα μου αγαπούσε την αδελφή μου περισσότερο. Αυτή είχε όλη την προσοχή των γονέων μου: Της φερόταν ωραία, της αγόραζαν δώρα, κούκλες, την έβγαζαν φωτογραφίες... Εμένα; Τίποτα".

Το ακούω κάθε μέρα, λέει ο Ντάιερ, θα πρέπει να είναι αλήθεια. Ξέρω βέβαια, μερικοί από σας τους αναγνώστες δεν είχατε αδελφή. Δεν έχει σημασία. Σας βεβαιώνω ότι η μητέρα σας ήθελε μία - και αν είχε μία θα την αγαπούσε περισσότερο! …Γι' αυτό σας φερόταν έτσι!

Είναι βέβαιο ότι τα παιδικά μας χρόνια επηρεάζουν σημαντικά την προσωπικότητα και τη ζωή μας. Πώς γίνεται, όμως, αδέρφια τα οποία μοιράζονται έναν σημαντικό αριθμό γονίδιων και μεγαλώνουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες να ακολουθούν τελείως διαφορετικούς δρόμους; Πώς γίνεται κάποια άτομα που μεγαλώνουν σε ιδανικές συνθήκες να αποτυχαίνουν παντελώς, σε αντίθεση με άλλα άτομα τα οποία ξεκινούν από το μηδέν και χαράζουν πορείες άξιες για μίμηση και ζουν ζωές γεμάτες χαρά και επιτυχία;

Το παρελθόν δεν αλλάζει

Στην ταινία του Ντίσνεϊ ”Ο βασιλιάς των ζώων”, ο σοφός πίθηκος στα καλά καθούμενα χτυπάει το λιονταράκι Σίμπα με το μπαστούνι του. Ο Σίμπα αναφωνεί:

Άουτς. Γιατί το έκανες αυτό;”

Δεν έχει σημασία,” απαντάει ο πίθηκος, ”τώρα πια είναι παρελθόν”.

Ναι, αλλά ακόμα πονάει”, λέει το λιονταράκι

Και τι μπορείς να κάνεις για να μη πονάει; Μπορείς να το αλλάξεις;”

Το παρελθόν πονάει, δεν αλλάζει και ξεχνιέται δύσκολα. Όμως το να συγκεντρώνεις την προσοχή σου σε αυτό δε βοηθάει σε τίποτα σήμερα. Τώρα τι θα κάνεις;

Πιθανόν το παρελθόν μας να είχε σημαντική επίδραση στη σημερινή μας πορεία. Aν, όμως, συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι το παρελθόν μας καθορίζει το ποιοι είμαστε σήμερα, αφού το παρελθόν δεν αλλάζει, τότε είμαστε καταδικασμένοι να συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως είμαστε, σωστά; Συμφωνώ ότι οι προηγούμενες εμπειρίες μας επηρεάζουν την τωρινή μας απόδοση, αλλά όχι τόσο όσο το πως βλέπουμε σήμερα το μέλλον. Γιατί, το όραμα για το μέλλον μας έχει πιο δραματική επίδραση στην παρούσα και τη μελλοντική απόδοση μας απ' ό,τι το παρελθόν μας.

Το ανέφικτο γίνεται πραγματικότητα μόνο όταν ζεις.

Είναι εύκολο να θρηνούμε για τις ζωές που δε ζούμε. Εύκολο να ευχόμαστε να είχαμε αναπτύξει άλλα ταλέντα, να είχαμε πει ναι σε διαφορετικές προτάσεις. Εύκολο να ευχόμαστε να είχαμε δουλέψει πιο σκληρά, να είχαμε αγαπήσει καλύτερα, να είχαμε διαχειριστεί τα οικονομικά μας πιο έξυπνα, να ήμασταν πιο δημοφιλείς, να είχαμε πάει στην Αυστραλία, να είχαμε πει ναι στο καφέ ή να είχαμε κάνει πιο πολλή αναθεματισμένη γιόγκα!

Δε χρειάζεται προσπάθεια να νοσταλγήσουμε τους φίλους που δεν αποκτήσαμε και τη δουλειά που δε κάναμε, και τους ανθρώπους που δε παντρευτήκαμε, και τα παιδιά που δεν αποκτήσαμε. Δεν είναι δύσκολο να δεις τον εαυτό σου μέσα από τον φακό των άλλων ανθρώπων και να ευχηθείς να ήσουν όλες οι διαφορετικές καλειδοσκοπικές εκδοχές του εαυτού σου που εκείνοι είχαν θελήσει να είσαι. Είναι εύκολο να μετανιώνεις και να εξακολουθείς να μετανιώνεις, στο άπειρο, ώσπου να σωθεί ολότελα ο χρόνος σου.

Όμως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι οι ζωές που μετανιώνουμε γιατί δε τις ζήσαμε. Είναι το ίδιο το μετάνιωμα. Είναι το μετάνιωμα που μας κάνει να ζαρώνουμε και να μαραζώνουμε και να νιώθουμε ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας και των άλλων.

Δε μπορούμε να ξέρουμε αν οποιαδήποτε από εκείνες τις άλλες εκδοχές θα ήταν καλύτερη ή χειρότερή. Εκείνες οι ζωές συμβαίνουν, είναι αλήθεια, όμως συμβαίνεις και συ, και σε ΑΥΤΟ το συγκεκριμένο που συμβαίνει πρέπει να εστιάσουμε. Φυσικά, δε μπορούμε να επισκεφτούμε όλα τα μέρη Ή να γνωρίσουμε όλα τα πράγματα Ή να κάνουμε όλες τις δουλειές, κι όμως τα περισσότερα απ’ όσα θα νιώθαμε σε οποιαδήποτε ζωή είναι ακόμη διαθέσιμα. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παίξουμε όλα τα παιχνίδια για να γνωρίσουμε το συναίσθημα της νίκης. Δεν είναι ανάγκη να ακούσουμε όλα τα μουσικά κομμάτια στο κόσμο για να απολαύσουμε τη μουσική. Αγάπη και γέλιο, φόβος και πόνος είναι οικουμενικές νομισματικές μονάδες.

Απλώς πρέπει να κλείσουμε τα μάτια μας και ν' απολαύσουμε τη γεύση του ποτού που έχουμε μπροστά μας και ν ‘ακούσουμε το τραγούδι την ώρα που παίζει. Είμαστε τόσο απόλυτα και ολοκληρωτικά ζωντανοί, όπως είμαστε και σε οποιαδήποτε άλλη ζωή, και έχουμε πρόσβαση στο ίδιο συναισθηματικό φάσμα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαστε μια οντότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βιώσουμε μια ύπαρξη, μια ζωή.

Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε τα πάντα ώστε να είμαστε τα πάντα, γιατί ήδη είμαστε απεριόριστοι. Όσο είμαστε ζωντανοί, περιέχουμε πάντα ένα μέλλον πολυσχιδών δυνατοτήτων.

Γι’ αυτό ας είμαστε καλοί με τους ανθρώπους της δικής μας ζωής. Ας κοιτάζουμε περιστασιακά ψηλά από το σημείο όπου βρισκόμαστε, γιατί οπουδήποτε τύχει να στεκόμαστε, ο ουρανός από πάνω μας συνεχίζεται στο άπειρο.

ΕΙΜΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ και κάνω ό,τι εγώ μπορώ.
Το ανέφικτο γίνεται πραγματικότητα μόνο όταν ζεις.

Αρκετό;
Θα πω ναι!

Τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα. Οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά

Το παιχνίδι είναι ο δεύτερος ήλιος για το παιδί.

Ο Πλάτων είπε ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν περισσότερα σε μία ώρα παιχνιδιού παρά σε έναν χρόνο συζήτησης.

Είπε ακόμη ότι η δημιουργία στο παιχνίδι είναι από μόνη της δημιουργία αμέτρητων άλλων ιδεών.

Σήμερα θα λέγαμε ότι, μέσα από το παιχνίδι, το παιδί συγκροτεί τη γνώση του γιατί έχει την ευκαιρία και τη δυνατότητα, παίζοντας, να ενεργήσει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα, και, μάλιστα, χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός δασκάλου.

Παιδί, παιδεία, παιχνίδι. Είναι σαφής η ίδια ρίζα που συνδέει αυτές τις τρεις λέξεις, δηλαδή τον άνθρωπο, τον πολιτισμό, τη δημιουργική έκφραση.

Ο άνθρωπος έφτιαξε τον πολιτισμό του κυριολεκτικά παίζοντας. Ναι, παίζοντας, αλλά παίζοντας με τι;

Σήμερα, σε μία εποχή εκρήξεων γνώσης, που μοιάζει πολύ, στο βάθος, με αυτό που έγινε στη φυσική, όταν άρχισαν να εντοπίζονται τα πρώτα στοιχειώδη σωματίδια, πώς μπορεί το παιδί να εντοπίσει τα στοιχειώδη σωματίδια του δικού του πνευματικού κόσμου;

Πού μπορεί να ψάξει για τα στοιχειώδη αυτά σωματίδια; Πού θα τα βρει;

Θα τα βρει στον κόσμο των γονέων ή μήπως στον κόσμο των δασκάλων;

Πώς θα τα βρει εκεί, όταν γονείς και δάσκαλοι, αντί να κατανοήσουν τον κόσμο του παιδιού, προσφέρουν στο παιδί τον δικό τους κόσμο;

Μπορεί, με βεβαιότητα, να τα βρει στον αγαπημένο του χώρο, που είναι το παιχνίδι.

Το παιχνίδι, ακόμη και το πιο αστείο παιχνίδι, έχει κανόνες που τηρούνται με πλήρη σοβαρότητα. Τηρούνται γιατί είναι κανόνες που τέθηκαν από τα ίδια.

Τα παιδιά αρέσκονται στην εφαρμογή κανόνων πού θέτουν τα ίδια, και δυσφορούν σε κανόνες που θέτουν οι ενήλικες.

Θέτουν κανόνες γιατί, από ένστικτο διαισθάνονται ότι η μεγάλη ελευθερία καταντά δουλεία. Και θέτουν κανόνες που έχουν ως πυρήνα την αμοιβαία κατανόηση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει παιχνίδι.

Όλα τα ομαδικά παιχνίδια, τόσο τα ανταγωνιστικά, όσο και τα ψυχαγωγικά, έχουν κανόνες.

Κανόνες έχουν και τα ατομικά παιχνίδια, ακόμη και τα αυτοσχέδια.

Το παιχνίδι με την κούκλα, για παράδειγμα, είναι ένα παιχνίδι επικοινωνίας, σεβασμού, φροντίδας, φιλίας, αγάπης, αφοσίωσης. Και είναι ένα απλό παιχνίδι.

Όμως, ο γρήγορος τρόπος ζωής και οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας έφεραν αλλαγές στα παιχνίδια και στον τρόπο που παίζουν τα παιδιά.

Το παιγνίδι κατάντησε πολύπλοκο και πήρε χαρακτήρα απασχόλησης και καθήλωσης του παιδιού.

Ελέγχεται από τους ενήλικες. Τα παιδιά χάνουν τα οφέλη που προσφέρει, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, δημιουργικότητας, ηγεσίας στον εαυτό τους ή σε ομάδα.

Είναι πλέον παιχνίδι – πηγή στρες, άγχους και δημιουργός κατάθλιψης.

Είναι παιχνίδι – φύλακας και δεσμοφύλακας. Και είναι πολύπλοκο για να κρατάει ώρα, ώρες. Για να προκαλεί εθισμό για να προκαλεί έμμονες ιδέες, για να προκαλεί καθήλωση και παχυσαρκία. Για να έχει ο γονιός το κεφάλι του ήσυχο.

Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο αγοράζει παιχνίδια πολύπλοκα. Αγοράζει κονσόλες και χειριστήρια. Αγοράζει σωματικές και ψυχικές χειροπέδες. Αγνοεί ότι τα παιδιά δεν τα χρειάζονται. Αγνοεί ότι είναι βλαπτικά.

Αγνοεί ότι τα παιδιά αρέσκονται στα απλά. Στα πολύ απλά, στα αυτοσχέδια.

Αγνοεί ότι τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα και ότι οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά.

Ποιον συνοδοιπόρο θα επιλέξω;

Η συνειδητή απόφαση για το ποιος άνθρωπος θέλω να είμαι, οδηγεί και στην λήψη μιας άλλης από φάσης για το τι είδους ζωή θέλω να ζήσω, που θα καθορίσει και ποιον συνοδοιπόρο θα επιλέξω.

Επομένως προηγείται η συνειδητή απόφαση ζωής. Όποιος δεν επιλέξει συνειδητά να υπερασπιστεί το είδος ζωής που θα ακολουθήσει, παραιτούμενος από τις επώδυνες μα και απελευθερωτικές προσωπικές αναζητήσεις, θα παρασύρεται από τα εκάστοτε επικρατούντα κοινωνικά ρεύματα life style.

Μια εταιρία που λειτουργεί στοιχειωδώς, δεν αποφασίζει για τα άτομα που θα θελήσει να προσλάβει αναλόγως με τα βιογραφικά που μπορεί να δεχθεί, αλλά θα προκηρύξει θέση εργασίας για την οποία θα περιγράφονται οι απαιτούμενες δεξιότητες για την συγκεκριμένη απασχόληση. Γιατί τα πράγματα να μην είναι αντίστοιχα και στην προσωπική επιλογή συντρόφου; Βέβαια, αυτό γίνεται ασυνείδητα, δεν το καταγράφουμε, και μετά αναρωτιόμαστε για την τύχη μας.

Ας δούμε κάποιες τέτοιες προκηρύξεις θέσεων συντρόφου.

– Άνδρας νέος και μόνος αναζητεί κάποια που θα τον υποτιμά, θα τον βασανίζει με τις διαρκείς απαιτήσεις της και θα τον κάνει να αισθάνεται ανεπαρκής να την ικανοποιήσει.

– Νέα γοητευτική που έχει απωθημένα από τον πατέρα της, αναζητεί άνδρα για να αποδειχθεί αντίστοιχα ανίκανος.

– Άνδρας κουρασμένος από αλλεπάλληλες σχέσεις αναζητεί γυναίκα για να βολευτεί.

– Γυναίκα που έχει κάνει 35 βασανιστικές σχέσεις, αναζητεί την 36η.

– Νέος άνδρας που είναι σίγουρος ότι κάτι καλό θα κάνει στη ζωή του, ανεξάρτητα από τις όποιες κοινωνικές αντιξοότητες, αναζητεί νέα που να διαθέτει ζωντάνια, τρυφερότητα και λαχτάρα για ζωή.

– Νέα που χαίρεται το διάβασμα, την φύση, τον χορό, το τραγούδι, τις πνευματικές αξίες της, τη δουλειά της, την μοναξιά της και τις παρέες της και ελπίζει στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν βιάζεται για σχέση, αλλά δεν θα αρνιόταν μια καλή προσφορά ενός νέου άνδρα που θα την ενέπνεε με τους στόχους του και την σιγουριά του.

– Ημιθανές ζόμπι ψάχνει νέες δροσερές υπάρξεις για να το ζωντανεύσουν προσωρινά.

Είναι ξεκάθαρο ότι τα θέματα της ζωής καθορίζονται ως τυχαία, μόνο όταν τα αφήνουμε στην τύχη. Όταν δηλαδή δεν παίρνουμε την ευθύνη να τα οδηγήσουμε.

Οι άνθρωποι στο παρελθόν, όταν μίλαγαν για την έκβαση ενός γάμου και όταν εύχονταν για την ευτυχία των νέων, έθεταν πολύ συχνά τον παράγοντα της τύχης. «Να είσαι τυχερή, να σου τύχει καλός άντρας!», «Να είσαι τυχερός να σου πάνε καλά τα πράγματα!».

Η στάση αυτή ήταν δικαιολογημένη όταν τα νέα παιδιά δεν επέλεγαν τον άνθρωπο που θα μοιραζόντουσαν τη ζωή τους, αλλά τους προέκυπτε και εκείνοι θα έπρεπε να συμμορφωθούν.

Σήμερα, όμως, όταν τίθεται ο παράγοντας τύχη, δεν μπορεί να έχει κανένα περιεχόμενο για την ποιότητα της σχέσης, παρά μόνο για τους αστάθμητους παράγοντες της υγείας και του θανάτου, που σαφώς δεν είναι προσωπικές επιλογές.

«Ο έρωτας είναι τυφλός!», επιμένουν κάποια στυλιζαρισμένα αποφθέγματα του παρελθόντος που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να διεκδικούν το αλάθητο. Είναι τότε που κάποιοι, στα πλαίσια μιας παλιομοδίτικης κατανόησης των συναισθημάτων, εξακολουθούν να διακρίνουν την λογική από το συναίσθημα. Τότε κατανοούν τον άνθρωπο ως παθητικό θεατή των συναισθημάτων του, τα οποία λειτουργούν ερήμην του.

Αν λοιπόν ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που σε τυφλώνει, ώστε να μην μπορείς να διακρίνεις καλά, τότε δεν μπορεί να αποτελεί κάτι καλό για τη ζωή σου, αλλά πρόκειται για μια δυσάρεστη δυσλειτουργία, ανάλογη μ’ αυτή της χρήσης ουσιών, που σε εξαρτά και σε εξαπατά, με τελικό αποτέλεσμα την απώλεια του εαυτού σου.

Στην κλινική εμπειρία είναι συχνό το φαινόμενο όπου κάποιοι χάνουν την δυνατότητα της κριτικής τους ικανότητας, εν ονόματι του έρωτα. Στην πραγματικότητα προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μίζερη βίωση της ζωής τους και αναζητούν εσπευσμένα τον έρωτα που θα τους λυτρώσει. Κλείνουν τα μάτια στα αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητας εκείνου που σχετίζονται και αρνούνται να τα συνειδητοποιήσουν.

Αυτά τα αρνητικά στοιχεία είναι όμως εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα για να μπορέσουν να απομακρυνθούν και τότε με έκπληξη θα τα ανακαλύψουν, λες και τότε δημιουργήθηκαν. Η ευτυχία όμως του γάμου χτίζεται βάσει μαθηματικών συντελεστών της αρχικής σχέσης και της εν συνεχεία φροντίδας και καλλιέργειας της σχέσης. Ο σεβασμός του άλλου συντρόφου και η επιδίωξη ανάδειξής του σύμφωνα με την επιθυμία του είναι καθοριστικός παράγοντας στην συντροφική ευ τυχία που διαρκεί, σε μια ισόβια ερωτική σχέση. Αυτή όμως η συνθήκη προϋποθέτει τον αυτοσεβασμό και την προσωπική αυτοεκτίμηση. Αν όμως νιώθεις ερείπιο, πώς θα μπορέσεις να συμβάλεις στην οικοδόμηση της προσωπικότητας του συντρόφου;

Αν ο άλλος που ερωτεύτηκες στην αρχή της σχέσης δεν έχει να μοιραστεί κάτι ενδιαφέρον από την προσωπική του ζωή, γιατί να πιστεύεις ότι θα το αποκτήσει στη συνέχεια; Αν στα πρώτα βήματα της σχέσης σου κάνει αρνητικές παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά σου, γιατί θα πρέπει να το υπομείνεις; Αν όταν βγαίνεις μαζί του, αυτός ψάχνει γύρω του ανιχνεύοντας άλλες παρουσίες, γιατί να το υποστείς;

Αν το αγαπημένο της θέμα στις πρώτες συναντήσεις είναι η ακεφιά της, η βαριεστημάρα και η δυσθυμία της, οι πονοκέφαλοι και οι πόνοι από την περίοδό της, γιατί όταν θα μεγαλώσει θα είναι πιο ζωντανή και πιο κεφάτη; Αν εκείνος είναι παρορμητικός, αλλάζει δουλειές διαρκώς και του φταίνε πάντα οι άλλοι, γιατί θα έχει σημασία το γυμνασμένο σώμα του και όχι η ασυνέπεια και η απουσία σταθερότητας που θα τον ακολουθούν διά βίου;

Αν το χαμόγελο δεν ομορφαίνει με την συχνή παρουσία του το πρόσωπό της, πόσο make up θα χρειάζεται για να κρύβει την πίκρα και την ένταση; Αν το γέλιο του δεν εμπλουτίζει τις σοβαρές αναφορές του, πώς θα ξεπερνιούνται στο μέλλον οι δυσκολίες; Αν η γαλήνη δεν συνυπάρχει με το ασίγαστο πάθος του για νέες επαγγελματικές επιδιώξεις, γιατί μετά θα αγανακτείς με την δική του ένταση και όχι με την δική σου επιλογή;

Αν η ειλικρίνεια δεν είναι συστατικό της αρχικής επικοινωνίας, γιατί η συσσώρευση των υστερόβουλων σκέψεων και των μυστικών ενεργειών που δεν αντέχουν το μοίρασμα θα συντελέσουν στην αναγκαία εμπιστοσύνη;

Αν η διάθεση φροντίδας για τον άλλο δεν πλημμυρίζει την κάθε του ενέργεια και αν αποζητά μόνο την φροντίδα από τον άλλο, γιατί στη συνέχεια θα γίνει ένας ικανός συνοδοιπόρος και όχι ένας απαιτητικός επιβάτης που θα σε σχολιάζει αρνητικά, όταν θα τον κουβαλάς στους ώμους σου;

Αν δεν γνωρίζει τον τρόπο να νιώθει ικανοποιημένος από την μέχρι τότε ζωή του, γιατί η δυσφορία του θα σταματήσει με τη δική σου ύπαρξη και δεν θα γίνεις και εσύ άλλοθι της δυστυχίας του;

ΡΑΣΣΕΛ: Η αξία της φιλοσοφίας” καταδεικνύει πώς η διανοητική μας αναμέτρηση με τα μεγάλα ερωτήματα μας μεγεθύνει πνευματικά

Τα αγαθά του νου είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικά με τα αγαθά του σώματος” -ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΡΑΣΣΕΛ, ΒΡΕΤΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (1872 – 1970), ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ, ΟΥΜΑΝΙΣΤΗΣ

Ένα από τα πράγματα που κάνει ο Ράσσελ με αυτή τη φράση του είναι ότι ευθυγραμμίζεται με μια μακρά παράδοση φιλοσόφων που πιστεύουν ότι η σκέψη συνιστά μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής. Όταν ο κοινωνικός φιλόσοφος του δεκάτου ενάτου αιώνα Τζον Στιούαρτ Μιλ έθεσε την Αρχή της Μέγιστης Ευτυχίας ως ακρογωνιαίο λίθο του ωφελιμισμού, τόνισε ότι αυτή δεν αφορά τις καθαρά ζωικές ηδονές. “Καλύτερα να είναι κανείς δυσαρεστημένο ανθρώπινο ον παρά ευχαριστημένο γουρούνι· καλύτερα να είναι κανείς δυσαρεστημένος Σωκράτης παρά ευχαριστημένος ανόητος”.

Διέκρινε τις ηδονές σε κατώτερες και σε ανώτερες, με τη διανοητική διασκέδαση να ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τη θεωρία του εγκεφαλικό ηδονισμό. Σκέφτομαι, άρα αισθάνομαι καλά.

Ο Ράσσελ δε λέει απλώς ότι η σκέψη αποτελεί προϋπόθεση για μια ικανοποιητική ζωή, όπως το εννοούσε ο Σωκράτης λέγοντας: “ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω”.

Ο Ράσσελ πιστεύει ότι η φιλοσοφική εξέταση του βίου μας συνιστά βασικό λόγο για να ζει κανείς. Θεωρεί ότι η σκέψη είναι απολαυστική καθαυτή, ενδεχομένως πιο απολαυστική και από το να κυλιέσαι στα άχυρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ράσσελ, αντίθετα από τον Επίκουρο, που ακολουθούσε την οδό της αγαμίας, είχε πολύ έντονη σεξουαλική ζωή, τόσο εντός όσο και εκτός γάμου, οπότε ξέρει καλά τι λέει μιλώντας για “αγαθά του σώματος”. Υπάρχουν απλώς καλά αγαθά και υπάρχουν και πολύ καλά αγαθά – όπως αυτά που αποκτάς όταν κάθεσαι μόνος στην πολυθρόνα σου και συλλογίζεσαι φιλοσοφικά ερωτήματα.

Ο Ράσσελ θεωρεί ότι τον βίο μας τον εμπλουτίζει ιδιαίτερα η φιλοσοφική σκέψη. Στο απολαυστικό και πολύ βατό δοκίμιό του με τίτλο “Η αξία της φιλοσοφίας” [“The Value of Philosophy”] καταδεικνύει πώς η διανοητική μας αναμέτρηση με τα μεγάλα ερωτήματα μας μεγεθύνει πνευματικά.

Πρόκειται για ερωτήματα όπως τα εξής: “Έχει το σύμπαν κάποια ενότητα ή δομικό σχέδιο ή σκοπό, ή μήπως πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από τυχαίες συσσωματώσεις ατόμων;

Είναι η συνείδηση μόνιμο οργανικό κομμάτι του σύμπαντος, και άρα πηγή μιας ελπίδας για απεριόριστη ανάπτυξη της γνώσης, ή μήπως πρόκειται για ένα τυχαίο πρόσκαιρο φαινόμενο πάνω σε έναν μικρό πλανήτη στον οποίο η ζωή νομοτελειακά κάποια στιγμή θα γίνει ανέφικτη;

Έχουν το καλό και το κακό σημασία για το σύμπαν ή μόνο για τον άνθρωπο;”.

Ο Ράσσελ σπεύδει να παραδεχτεί ότι σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση σε τέτοια ερωτήματα.

Λέει ότι “τα ερωτήματα που επιδέχονται οριστική απάντηση ανήκουν στην επικράτεια της επιστήμης, ενώ όσα προς το παρόν δεν μπορούν να απαντηθούν οριστικά σχηματίζουν το ίζημα που αποκαλείται φιλοσοφία”.

Αυτό ακριβώς το ίζημα αναπάντητων ερωτημάτων βρίσκει ο Ράσσελ τόσο διεγερτικό και καθοριστικό ως πηγή έμπνευσης.

Ο Ράσσελ γνωρίζει πολύ καλά ότι “πολλοί άνθρωποι αμφισβητούν τη φιλοσοφία κι έχουν την τάση να θεωρούν πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από άχρηστες κι επουσιώδεις λεπτολογικές διακρίσεις και θεωρητικές διαμάχες γύρω από ζητήματα που αφορούν το αν η γνώση είναι αδύνατη”.

Ο Ράσσελ πίστευε ακριβώς το αντίθετο. “Όποιος δεν έχει εμβαπτιστεί στα νάματα της φιλοσοφίας ζει φυλακισμένος στις προκαταλήψεις που απορρέουν από τον κοινό νου, από τις καθιερωμένες πεποιθήσεις της εποχής ή του έθνους του και από τις βεβαιότητες του νου του που έχουν διαμορφωθεί χωρίς τη συνεργασία ή τη συναίνεση του επισταμένου ορθολογισμού του. Ένας τέτοιος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο οριοθετημένο, πεπερασμένο, προφανή· τα κοινά, συνηθισμένα αντικείμενα που υπάρχουν γύρω του δεν εγείρουν κανένα ερώτημα και τα ανοίκεια ενδεχόμενα απορρίπτονται με περιφρόνηση. [‘Όμως η φιλοσοφία] κρατάει αναμμένη μέσα μας τη φλόγα της απορίας, εκπλήσσοντάς μας με ανοίκειες όψεις των οικείων πραγμάτων”.

Αγαπώ ιδιαίτερα αυτές τις δύο τελευταίες γραμμές.

Συνιστούν, μεταξύ άλλων, το πιο ισχυρό αντίδοτο που γνωρίζω κατά της ανίας.

Οι απορίες μου ασφαλώς δε με οδηγούν πουθενά συγκεκριμένα. Εντούτοις, συμβαίνει να με κάνουν να νιώθω περισσότερο ζωντανός, οπότε είμαι ευγνώμων για την ικανότητα να απορώ, που την καλλιέργησα διαβάζοντας φιλοσόφους.

Προς το τέλος του δοκιμίου του ο Ράσσελ κλείνει το μάτι στον κλασικό ελληνικό ηδονισμό, λέγοντας ότι “ο φιλοσοφικός βίος είναι ατάραχος κι ελεύθερος”. Ο Επίκουρος πίστευε ότι αυτός είναι ο βέλτιστος βίος· μια ήρεμη ζωή ξεχειλίζει από ευχαρίστηση. Ύστερα όμως ο Ράσσελ ανεβάζει ακόμη ψηλότερα τον πήχη όσον αφορά τον βίο του φιλοσοφικού νου. Συμπεραίνει ότι “μέσα από το μεγαλείο του στοχαστικού σύμπαντος που δημιουργεί η φιλοσοφία ο νους αποκτά επίσης μεγαλείο και την ικανότητα της ένωσης με το σύμπαν, δηλαδή το μέγιστο αγαθό του”.

H φαιδρή αλαζονεία της γνώσης

Αν είχα τη τη δύναμη να κάνω μία αλλαγή που θα είχε την πιο βαθιά και μακροχρόνια επιρροή στην ανθρωπότητα, θα επέλεγα να εξαλείψω την αλαζονεία. Ειδικότερα, θα εξαφάνιζα την εμμονή που έχουν οι άνθρωποι να είναι «σωστοί». Θα διέγραφα την Ψευδαίσθηση της Γνώσης.

Η αλαζονεία είναι παντού γύρω μας. Φτάνει να κοιτάξετε όλες τις διαφωνίες και τα ντιμπέιτ στον τομέα της πολιτικής και της τρέχουσας κουλτούρας. Όλοι έρχονται στο τραπέζι με σιγουριά και πίστη στον εαυτό τους. Εμμένουν στις απόψεις τους, επιβεβαιώνοντας ό,τι ξέρουν. Η αυτοπεποίθησή τους φαίνεται τόσο πειστική – ξέρουν, όμως, στ’ αλήθεια;

Το κυνήγι της γνώσης έκανε τον πολιτισμό μας να πάει μπροστά.

Μας βοήθησε να πάμε από το σπάσιμο της πέτρας πλάι στη φωτιά στο να περπατάμε στον δρόμο μιλώντας στο smartphone μας. Η γνώση είναι το καύσιμο του πολιτισμού. Ταυτόχρονα, όμως, η πεποίθησή μας ότι ξέρουμε μας κάνει να υποφέρουμε. Πριν συζητήσουμε πώς αυτό επηρεάζει την ευτυχία μας, ας αξιολογήσουμε το εύρος της ψευδαίσθησης.

Αν σας ζητούσαν να πάρετε συνέντευξη από κάποιον που ισχυρίζεται ότι έχει γνώσεις, θα του κάνατε ερωτήσεις με σκοπό να ξεσκεπάσετε το εύρος των γνώσεών του. Θα προσπαθούσατε να αξιολογήσετε πόσο ακριβείς είναι οι απαντήσεις του και πόσα ξέρει για το αντικείμενο.

Αν γνωρίζει πολλά και οι πληροφορίες του είναι ακριβείς, θα θεωρηθεί ειδικός. Αν, ωστόσο, γνωρίζει ελάχιστα και αρκετά από αυτά είναι λάθος, θα απορρίψετε την ιδέα ότι έχει γνώσεις – και θα του ζητήσετε ευγενικά να φύγει. Ας προχωρήσουμε, όμως, και ας πάρουμε συνέντευξη από την ανθρωπότητα (συμπεριλαμβάνοντας εμένα και εσάς). Ας δούμε πόσο ειδικοί είμαστε όλοι μας.

Το βάθος της γνώσης

Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι αυτά που γνωρίζετε, αλλά πόσο ακριβείς είναι οι γνώσεις σας. Το να ξέρετε κάτι λάθος είναι χειρότερο από το να μην ξέρετε τίποτα. Σωστά;

Παραδόξως, η ακρίβεια των περισσότερων γνώσεων -ακόμα και της επιστημονικής γνώσης- πάσχει, γιατί αγνοούμε πως αγνοούμε άγνωστα στοιχεία. Πάρτε, για παράδειγμα, τη φυσική. Ο σερ Ισαάκ Νεύτων ανακάλυψε τη βαρύτητα και δημοσίευσε τους νόμους της κίνησης το 1687, χτίζοντας τα θεμέλια για όσα γνωρίζουμε σήμερα ως μηχανική. Οι νόμοι αυτοί αμφισβητήθηκαν σφοδρά, μέχρι που αποδείχτηκαν πέραν πάσης αμφισβήτησης και έγιναν αποδεκτοί. Αφού αποδείχτηκαν, οι επιστήμονες τους υιοθέτησαν ως δεδομένα που διέπουν τα πάντα, από την πτώση ενός μήλου ως την κίνηση του φεγγαριού και των πλανητών. Όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει την ακρίβειά τους εθεωρείτο αδαής. Η αλαζονεία της αμφισβήτησης αντικαταστάθηκε από την αλαζονεία της απόλυτης γνώσης. Αυτή η θέση, ωστόσο, ήταν εντελώς αβάσιμη, γιατί οι νόμοι του Νεύτωνα αγνοούσαν πολλά άγνωστα στοιχεία που ανακαλύφθηκαν αργότερα.

Το 1861, η κλασική θερμοδυναμική του Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ έδειξε την ανεπάρκεια των νόμων του Νεύτωνα. Το 1905, ο Αϊνστάιν δήλωσε ότι το συμπέρασμα του Νεύτωνα για τον χρόνο ήταν εσφαλμένο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, η κβαντική φυσική έδειξε ότι ο κόσμος των μικρών σωματιδίων δεν συμπεριφέρεται όπως περίμενε ο Νεύτων. Η θεωρία των χορδών, τη δεκαετία του ’60, έδειξε ότι οι θεωρίες της κβαντικής είναι ανολοκλήρωτες, και στη συνέχεια αποδείχτηκε και η ίδια ανολοκλήρωτη από τη θεωρία Μ κατά τη δεκαετία του ’90 – και φαίνεται πως είναι πια ώρα να θεωρηθεί και αυτή ανολοκλήρωτη πολύ σύντομα.

Βλέπετε πόσο μπορούμε να παραπλανηθούμε; Κάτι τόσο βασικό όσο οι θεμελιώδεις νόμοι της φυσικής, που έδειχναν να λειτουργούν άψογα για πάνω από διακόσια χρόνια, ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, μια προσέγγιση.

Ο λόγος για τον οποίο πιστεύουμε τόσο αλαζονικά στις γνώσεις μας είναι πως η παρατήρησή μας συχνά τις επιβεβαιώνει. Η ικανότητά μας, για παράδειγμα, να κινούμαστε στο άμεσο φυσικό περιβάλλον μας δεν επηρεάστηκε ποτέ από το ψευδές συμπέρασμά μας ότι η Γη είναι επίπεδη. Είναι δύσκολο να φανταστούμε κάτι καινούριο, μέχρι οι καινούριες παρατηρήσεις μας να αμφισβητήσουν τα προηγούμενα συμπεράσματά μας – η θέα ενός πλοίου να χάνεται στον ορίζοντα, για παράδειγμα. Μόνο τότε επανεξετάζουμε όσα ξέρουμε και αρχίζουμε, μάλιστα, να αναρωτιόμαστε πώς πιστεύαμε ποτέ όσα πιστεύαμε. Πώς ήταν δυνατόν να μη βλέπουμε κάτι που μοιάζει τώρα τόσο αδιαμφισβήτητα προφανές;

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

3.3.6. Επιτύμβιες κόρες από την Αττική


Στη μνημειακή πλαστική της πρώιμης αρχαϊκής εποχής (δηλαδή από το 610 ως το 570 π.Χ. περίπου) κυριαρχούν οι ανδρικές μορφές, οι κούροι που στήνονταν σε ιερά ή σε τάφους και, όπως είδαμε, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν εντυπωσιακές διαστάσεις. Αντίθετα, οι όρθιες γυναικείες μορφές (οι κόρες) είναι σχετικά λίγες και το μέγεθος τους δεν φτάνει ποτέ εκείνο των μεγάλων κούρων.

Ένα παράδειγμα πρώιμης κόρης από την Αττική είναι η λεγόμενη «θεά του Βερολίνου», που φυλάσσεται στο Μουσείο Αρχαίας Τέχνης του Βερολίνου. Το άγαλμα, που χρονολογείται γύρω στο 570 π.Χ., βρέθηκε στην Κερατέα της Αττικής και πρέπει να ήταν στημένο επάνω στον τάφο μιας νέας γυναίκας από αριστοκρατική γενιά. Τα ρούχα σώζουν ακόμη σε κάποια σημεία τα αρχικά τους ζωηρά χρώματα, ιδίως το κόκκινο· πρέπει να τα φανταστούμε πλούσια διακοσμημένα με διάφορα σχέδια. Το κύριο ένδυμα είναι ο χιτώνας, ένα ολόσωμο φόρεμα ζωσμένο στη μέση, που πέφτει ως τα πόδια, σχηματίζοντας ίσιες πτυχές· τα φαρδιά μανίκια φτάνουν ως τους αγκώνες. Από πάνω η γυναίκα φοράει ένα ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα, προσεκτικά διπλωμένο, που καλύπτει τους ώμους και την πλάτη, ενώ οι άκρες του πέφτουν μπροστά στο στήθος φτάνοντας ως τους γοφούς. Αξιοπρόσεκτα είναι τα περίτεχνα δουλεμένα λουριά των σανδαλιών καθώς και τα κοσμήματα που φοράει: περιδέραιο, σκουλαρίκια και βραχιόλι στον αριστερό καρπό. Τα πλούσια μαλλιά της, χτενισμένα πίσω σε μια μεγάλη πλεξίδα, δένονται με μια λεπτή ταινία. Χαρακτηριστικό είναι το κυλινδρικό κάλυμμα στο κεφάλι της, που στην αρχαιολογική γλώσσα λέγεται πόλος και διακοσμείται με σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα. Το κάλυμμα αυτό (κάτι ανάμεσα σε καπέλο και περίτεχνο στεφάνι) βλέπουμε να το φοράει κυρίως η Ήρα, η θεά του γάμου, και γι᾽ αυτό το έβαζαν στο κεφάλι τους οι νύφες, όταν παντρεύονταν. Πήλινα ομοιώματα πόλων έχουν βρεθεί σε τάφους γυναικών της αρχαϊκής εποχής, κυρίως στη Βοιωτία. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η κόρη του Βερολίνου είναι «στολισμένη σαν νύφη». Τη στενή σχέση της κόρης με τη θεά του γάμου τη φανερώνει άλλωστε και το ρόδι που κρατάει στο δεξιό της χέρι: ο Φιλόστρατος (Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον 4.28) μας λέει ότι η ροδιά ήταν το ιερό φυτό της Ήρας. Από απεικονίσεις σε αγγεία ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να στολίζουν τις νεαρές γυναίκες που πέθαιναν πριν από τον γάμο σαν νύφες στο νεκρικό τους κρεβάτι. Φαίνεται λοιπόν ότι η «θεά του Βερολίνου» εικονίζει ένα νέο κορίτσι από αρχοντική οικογένεια, που πέθανε πρόωρα, πριν προλάβει να παντρευτεί. Οι γονείς της, που σίγουρα τη θρήνησαν πολύ και την έθαψαν ντυμένη νύφη, έστησαν στον τάφο της ένα άγαλμα που την έδειχνε έτσι, όπως ήθελαν να τη θυμούνται οι ίδιοι και να την αναγνωρίζουν όσοι περνούσαν μπροστά από το μνημείο της: μια όμορφη αρχοντοπούλα που πέθανε στο άνθος της ηλικίας της.

Όμοια χαρακτηριστικά έχει και μια άλλη κόρη από τα Μεσόγεια της Αττικής, συγκεκριμένα από τη Μερέντα (τον αρχαίο δήμο Μυρρινούντος), που είναι το πολύ 20 χρόνια νεότερη από τη «θεά του Βερολίνου», χρονολογείται δηλαδή λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα (560-550 π.Χ.). Και αυτή φοράει πολύχρωμα ρούχα (σώζονται μάλιστα πολύ καλύτερα τα χρώματα), πόλο στολισμένο με άνθη στο κεφάλι, βραχιόλι στο χέρι, περιδέραιο στον λαιμό, σκουλαρίκια στα αφτιά και κρατάει επίσης στο χέρι ένα ρόδι· στα πόδια φοράει περίτεχνα σανδάλια. Σημαντικό είναι στην περίπτωση αυτή ότι σώζεται και η βάση του αγάλματος, στην οποία είναι χαραγμένο ένα επίγραμμα, δηλαδή ένα σύντομο ποίημα που μας πληροφορεί για το όνομα και την ιδιότητα της νεκρής: «Μνήμα της Φρασίκλειας· θα λέγομαι για πάντα κόρη [δηλαδή ανύπαντρο κορίτσι], γιατί από τους θεούς μού έλαχε να πάρω αντί για γάμο αυτό το όνομα.» Η Φρασίκλεια λοιπόν πέθανε ανύπαντρη και έτσι η μοίρα της το θέλησε να τη λένε για πάντα κόρη, αφού πραγματική γυναίκα θα γινόταν μόνο με τον γάμο. Καταλαβαίνουμε τον πόνο των δικών της για τον πρώιμο και άδικο χαμό της. Εκτός από το επίγραμμα, στη βάση είναι χαραγμένο και το όνομα του γλύπτη: είναι ο Αριστίων ο Πάριος. Παρόλο που ο καλλιτέχνης κατάγεται από την Πάρο, η κόρη έχει από τεχνοτροπική άποψη ομοιότητες με αττικά γλυπτά της ίδιας εποχής. Φαίνεται, επομένως, ότι ο Αριστίων ήταν από καιρό εγκατεστημένος στην Αττική και είχε αφομοιώσει αρκετά στοιχεία της τέχνης των τοπικών εργαστηρίων.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

10.7. Επιθυμίες και ηδονές: τι να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε


Ο Επίκουρος πίστευε ότι οι σκέψεις αυτές είναι σωστές, γιατί επαληθεύονται από την εμπειρία κάθε ανθρώπου. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, από μωρά, κάνουμε οτιδήποτε για να μην πονάμε: όταν πεινάμε, κλαίμε για να μας ταΐσουν· όταν κρυώνουμε, για να μας ντύσουν. Και μόλις μας δίνουν τις πρώτες μπουκιές, ο πόνος της πείνας αρχίζει να υποχωρεί και δίνει τη θέση του στην ευχαρίστηση του φαγητού. Αυτές οι επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες για την επιβίωσή μας και για την ευεξία του σώματος, και δεν μπορούμε παρά να τις εκπληρώνουμε. Λογικά, τότε θα έπρεπε να νιώθαμε ευτυχισμένοι και να μην ζητούσαμε τίποτε παραπάνω.

Εμείς όμως, όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο περίπλοκες πεποιθήσεις έχουμε για το τι μας προσφέρει χαρά. Δεν ικανοποιούμαστε με τα λίγα· έχουμε κι άλλες επιθυμίες. Τι γίνεται με εκείνες, που είναι και οι πιο πολλές; Νομίζουμε ότι θα ευτυχήσουμε αν αποκτήσουμε πλούτη, φήμη και αξιώματα, αν απολαμβάνουμε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια, και τρέχουμε όλη μας τη ζωή να τα καταφέρουμε, «πιέζοντας τον εαυτό μας πέρα από τις δυνάμεις του». Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι νιώθουμε πόνο, όχι επειδή μας λείπουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά επειδή είμαστε ματαιόδοξοι και θέλουμε να τα έχουμε. Αλλά όσα περισσότερα κι αν αποκτούμε, η ευχαρίστησή μας δεν μπορεί να αυξηθεί. Γιατί το μέγεθος της ευχαρίστησης εξαρτάται από τον βαθμό που εξαλείφεται ο πόνος και η ταραχή: όσο περισσότερο και να φάμε, ο πόνος της πείνας θα έχει φύγει ήδη με τις πρώτες μπουκιές - άρα η ίδια ευχαρίστηση μπορεί να προκληθεί και με ένα λιτό γεύμα.

Τέτοιες επιθυμίες έχουμε συνήθως τόσες πολλές, απεριόριστες, ώστε, όσο τις έχουμε, μας προκαλούν ταραχή και πόνο, γιατί είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μια και είναι αδύνατον αυτό, μήπως εκείνο που μένει είναι να τις ελαττώσουμε; «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή,» συνιστούσε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα, «μην του δίνεις περισσότερα πράγματα (μὴ χρημάτων προστίθει), αλλά ελάττωσε τις επιθυμίες του (τῆς δὲ ἐπιθυμίας ἀφαίρει),» δηλαδή ελάττωσε τις πιθανές αιτίες του πόνου και την αγωνία του για το μέλλον.

Πρέπει, επομένως, να βρούμε ένα κριτήριο να διακρίνουμε τις επιθυμίες μας. Να εκπληρώνουμε όσες δεν μας πονούν, όταν τις ικανοποιούμε: να τρώμε, να πίνουμε, να έχουμε μια στέγη, να είμαστε υγιείς και ασφαλείς. Οι υπόλοιπες επιθυμίες μας μπορεί να είναι φυσικές αλλά μη αναγκαίες, ή ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Από αυτές πρέπει να αποφεύγουμε όσες μας πονούν, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε· και να επιλέγουμε όσες όχι απλώς μας ευχαριστούν, αλλά και δεν μας φέρνουν πόνο και ταραχή, είτε αμέσως είτε αργότερα. Γιατί δεν αξίζει να πονούμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας σκοπό, που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Αυτά είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, δικές μας ή της κοινωνίας.

Η επιθυμία να ντυνόμαστε με τα ρούχα της τελευταίας μόδας μοιάζει φυσική, αν και κατά κάποιον τρόπο καθορίζεται από τον περίγυρό μας· δεν είναι όμως αναγκαία. Μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα ως ευπρόσδεκτο μέλος μιας ομάδας που έχει τις ίδιες επιθυμίες και προσπαθεί να τις εκπληρώσει. Είναι όμως αμφίβολο αν η ηδονή αυτή αξίζει την αγωνία μας να είμαστε πάντα σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτές τις επιθυμίες και την ταραχή μας όσες φορές δεν το κατορθώνουμε.

Παρόμοια πρέπει να διακρίνουμε τις ηδονές. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, νιώθω μια ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη πόνου και ανάγκης, είναι μια σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Αυτές οι ηδονές είναι πολύ σημαντικές, υποστήριζε ο Επίκουρος. Ουσιαστικά, από τέτοιες φυσικές και σωματικές ηδονές, από την ικανοποίηση των αισθήσεων, ξεκινά η ανθρώπινη ευτυχία. Ο Επίκουρος δεν περιφρονούσε τη σωματική ευχαρίστηση, αλλά τη θεωρούσε κάτι απλό: «Στείλε μου μια φέτα τυρί για να φάω με πολυτέλεια,» έγραψε σε ένα φίλο του.

Σκεφτόταν όμως ότι οι φυσικές ηδονές αφορούν μόνο το παρόν και ότι, αν μείνουμε σε αυτές, θα πρέπει να επιζητούμε κάθε στιγμή την ηδονή. Έτσι θα ζούσαμε με αγωνία και αβεβαιότητα, ενώ σκοπός μας είναι η αδιατάρακτη γαλήνη. Πρέπει, επομένως, να αναζητούμε άλλες ηδονές, πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή, που αφορούν και το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες, ζούμε μια σταθερή κατάσταση, την πιο ηδονική από όλες. Με αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας τη φύση, φτάνουμε στο μέγιστο αγαθό της αυτάρκειας και δεν περιμένουμε να ζήσουμε περισσότερο για να ευτυχήσουμε περισσότερο. Να πώς ο Επίκουρος συνδύαζε τον ηδονισμό του με μια μετρημένη ζωή:

Ὧ ὀλίγον οὐχ ἱκανόν, ἀλλὰ τούτῳ γε οὐδέν ἱκανόν.

Αυτός που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, δεν ικανοποιείται με τίποτε.
(στον Αιλιανό, Ποικίλαι ιστορίαι 4.13 )

Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής» (θέση που ονομάζεται ηθικός ηδονισμός). Ωστόσο, σε αντίθεση με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, πρόσθετε ότι δεν θα επιζητούμε μόνο τις χαρές. Η ηδονή είναι καλό και ο πόνος κακό. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος και η χαρά, η ηδονή και η οδύνη, είναι δυο αισθήματα, δυο καταστάσεις αντίθετες. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη (ηθικός εγωισμός). Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεφτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας - αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα και ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτή τη ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή γιατί αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε, γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός. Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο, για τους θεούς που παρεμβαίνουν και τιμωρούν τους ανθρώπους στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατο, καθώς και για τα ανεξήγητα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης. Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι;

Εδώ, θα έλεγε ο Επίκουρος, η καθημερινή εμπειρία δεν μας βοηθά, γιατί χρειάζεται η ορθή θεώρηση (ἀπλανὴς θεωρία) όλων των δεδομένων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις μας. Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος, ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνησις, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή, έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία, την εὐδαιμονία.