Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (14.378-14.457)

Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο·
τοὺς δ᾽ αὐτοὶ βασιλῆες ἐκόσμεον οὐτάμενοί περ,
380 Τυδεΐδης Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεΐδης Ἀγαμέμνων·
οἰχόμενοι δ᾽ ἐπὶ πάντας ἀρήϊα τεύχε᾽ ἄμειβον·
ἐσθλὰ μὲν ἐσθλὸς ἔδυνε, χέρεια δὲ χείρονι δόσκεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν,
βάν ῥ᾽ ἴμεν· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
385 δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ,
εἴκελον ἀστεροπῇ· τῷ δ᾽ οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι
ἐν δαῒ λευγαλέῃ, ἀλλὰ δέος ἰσχάνει ἄνδρας.
Τρῶας δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἐκόσμει φαίδιμος Ἕκτωρ.
δή ῥα τότ᾽ αἰνοτάτην ἔριδα πτολέμοιο τάνυσσαν
390 κυανοχαῖτα Ποσειδάων καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ,
ἤτοι ὁ μὲν Τρώεσσιν, ὁ δ᾽ Ἀργείοισιν ἀρήγων.
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα ποτὶ κλισίας τε νέας τε
Ἀργείων· οἱ δὲ ξύνισαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ.
οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον,
395 ποντόθεν ὀρνύμενον πνοιῇ Βορέω ἀλεγεινῇ·
οὔτε πυρὸς τόσσος γε ποτὶ βρόμος αἰθομένοιο
οὔρεος ἐν βήσσῃς, ὅτε τ᾽ ὤρετο καιέμεν ὕλην·
οὔτ᾽ ἄνεμος τόσσον γε περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι
ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων,
400 ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ
δεινὸν ἀϋσάντων, ὅτ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν.
Αἴαντος δὲ πρῶτος ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ
ἔγχει, ἐπεὶ τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε,
τῇ ῥα δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην,
405 ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου ἀργυροήλου·
τώ οἱ ῥυσάσθην τέρενα χρόα. χώσατο δ᾽ Ἕκτωρ,
ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός,
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων.
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἀπιόντα μέγας Τελαμώνιος Αἴας
410 χερμαδίῳ, τά ῥα πολλά, θοάων ἔχματα νηῶν,
πὰρ ποσὶ μαρναμένων ἐκυλίνδετο, τῶν ἓν ἀείρας
στῆθος βεβλήκει ὑπὲρ ἄντυγος ἀγχόθι δειρῆς,
στρόμβον δ᾽ ὣς ἔσσευε βαλών, περὶ δ᾽ ἔδραμε πάντῃ.
ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς
415 πρόρριζος, δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμὴ
ἐξ αὐτῆς, τὸν δ᾽ οὔ περ ἔχει θράσος ὅς κεν ἴδηται
ἐγγὺς ἐών, χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο κεραυνός,
ὣς ἔπεσ᾽ Ἕκτορος ὦκα χαμαὶ μένος ἐν κονίῃσι·
χειρὸς δ᾽ ἔκβαλεν ἔγχος, ἐπ᾽ αὐτῷ δ᾽ ἀσπὶς ἑάφθη
420 καὶ κόρυς, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
οἱ δὲ μέγα ἰάχοντες ἐπέδραμον υἷες Ἀχαιῶν,
ἐλπόμενοι ἐρύεσθαι, ἀκόντιζον δὲ θαμειὰς
αἰχμάς· ἀλλ᾽ οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν
οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν· πρὶν γὰρ περίβησαν ἄριστοι,
425 Πουλυδάμας τε καὶ Αἰνείας καὶ δῖος Ἀγήνωρ
Σαρπηδών τ᾽, ἀρχὸς Λυκίων, καὶ Γλαῦκος ἀμύμων.
τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ τίς εὑ ἀκήδεσεν, ἀλλὰ πάροιθεν
ἀσπίδας εὐκύκλους σχέθον αὐτοῦ. τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἑταῖροι
χερσὶν ἀείραντες φέρον ἐκ πόνου, ὄφρ᾽ ἵκεθ᾽ ἵππους
430 ὠκέας, οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο
ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔχοντες·
οἳ τόν γε προτὶ ἄστυ φέρον βαρέα στενάχοντα.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο,
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
435 ἔνθα μιν ἐξ ἵππων πέλασαν χθονί, κὰδ δέ οἱ ὕδωρ
χεῦαν· ὁ δ᾽ ἐμπνύνθη καὶ ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν,
ἑζόμενος δ᾽ ἐπὶ γοῦνα κελαινεφὲς αἷμ᾽ ἀπέμεσσεν·
αὖτις δ᾽ ἐξοπίσω πλῆτο χθονί, τὼ δέ οἱ ὄσσε
νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα· βέλος δ᾽ ἔτι θυμὸν ἐδάμνα.
440 Ἀργεῖοι δ᾽ ὡς οὖν ἴδον Ἕκτορα νόσφι κιόντα,
μᾶλλον ἐπὶ Τρώεσσι θόρον, μνήσαντο δὲ χάρμης.
ἔνθα πολὺ πρώτιστος Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας
Σάτνιον οὔτασε δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι
Ἠνοπίδην, ὃν ἄρα νύμφη τέκε νηῒς ἀμύμων
445 Ἤνοπι βουκολέοντι παρ᾽ ὄχθας Σατνιόεντος.
τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
οὖτα κατὰ λαπάρην· ὁ δ᾽ ἀνετράπετ᾽, ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῷ
Τρῶες καὶ Δαναοὶ σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην.
τῷ δ᾽ ἐπὶ Πουλυδάμας ἐγχέσπαλος ἦλθεν ἀμύντωρ
450 Πανθοΐδης, βάλε δὲ Προθοήνορα δεξιὸν ὦμον,
υἱὸν Ἀρηϊλύκοιο, δι᾽ ὤμου δ᾽ ὄβριμον ἔγχος
ἔσχεν, ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
Πουλυδάμας δ᾽ ἔκπαγλον ἐπεύξατο μακρὸν ἀΰσας·
«οὐ μὰν αὖτ᾽ ὀΐω μεγαθύμου Πανθοΐδαο
455 χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα,
ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ, καί μιν ὀΐω
αὐτῷ σκηπτόμενον κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω.»

***
Τον λόγον του όλοι υπάκουσαν, και αυτούς τακτοποιούσαν
και λαβωμέν᾽ οι βασιλείς, ο Ατρείδης Αγαμέμνων,
380 με τον Τυδείδην ο Οδυσσεύς και ολόγυρα επηγαίναν·
κι έβαζαν όλους τ᾽ άρματα ν᾽ αλλάξουν και οι γενναίοι
τα καλά παίρναν κι έδιναν των αγενών τ᾽ αχρεία.
Και τ᾽ άρματ᾽ άμα εφόρεσαν τα ολόλαμπρα εκινήσαν·
εβάδιζ᾽ επικεφαλής ο Ποσειδών με ξίφος
385 τρομακτικό, μακρύτατο στην δυνατήν παλάμην,
ως αστραπήν, οπού μ᾽ αυτό να σμίξει στον αγώνα
δεν συγχωρείται αλλά κρατεί τους άνδρες μόν᾽ ο τρόμος·
και ο μέγας Έκτωρ αντικρύς εσύνταζε τους Τρώας.
Κι έριδα τότε φοβερήν ετέντωσαν πολέμου
390 ο μακροχαίτης Ποσειδών και ο λαμπρισμένος Έκτωρ,
των Τρώων τούτος πρόμαχος, των Δαναών εκείνος.
Και η θάλασσα προς τες σκηνές ανέβη και τα πλοία
κι εκείνοι με σφοδρήν κραυγήν ν᾽ ανταμωθούν ορμούσαν.
Τόσο στους βράχους δεν βοά το κύμα της θαλάσσης
395 που από το πέλαγ᾽ ο Βοριάς φυσομανώντας σπρώχνει·
τόσος δεν είναι της φωτιάς ο κρότος εις το δάσος
του όρους όταν άρχισε και όλα τα δένδρα καίει·
ουδέ στα φουντωτά δρυά τόσος ο βρόντος είναι
του ανέμου που βοά πολύ· χειρότερ᾽ από εκείνα,
400 όση εσηκώθηκε βοή των Αχαιών και Τρώων
την ώραν που αλαλάζοντας να συγκρουσθούν ορμήσαν.
Ο Έκτωρ πρώτος έριξε στον Αίαντα το δόρυ,
καθώς τον είχε ίσι᾽ αντικρύ, κι εκτύπησε το μέρος
που ήσαν στο στήθος διπλωτά δυο κρεμαστάρια, το ᾽να
405 εις τ᾽ ασημόκουμπο σπαθί και στην ασπίδα τ᾽ άλλο.
Εκείνα του επροφύλαξαν το τρυφερό του σώμα.
Και ότι χαμέν᾽ ακόντισεν ο Έκτωρ εχολώθη,
και στους συντρόφους σύρθηκε τον θάνατον να φύγει.
Και στην φυγήν τον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας·
410 πέτραν σηκώνει απ᾽ τες πολλές, που εκ᾽ ήσαν κυλημένες
στα πόδια των πολεμιστών, σκαριά για τα καράβια,
και τον βαρεί προς τον λαιμόν, επάνω απ᾽ την ασπίδα·
σαν σβούρον τον ετράνταξε, κι έφερ᾽ εκείνος γύρες·
καθώς στον κτύπον του πατρός Διός σύρριζο πέφτει
415 δέντρο και οσμή βαρύτατη θειάφης εκείθε βγαίνει·
και άνθρωπος που εγγύς το ιδεί ζαλίζεται από φόβον,
ότ᾽ είναι ακαταμάχητος ο κεραυνός του Δία·
έτσι στο χώμα εβρόντησεν ο Έκτωρ και απολνάει
το δόρυ, πέφτ᾽ η ασπίδα του, το κράνος πέφτει, και όλα
420 το χαλκοκόλλητ᾽ άρματα στο σώμα του αντηχούσαν.
Κι οι Αχαιοί με αλαλαγμόν τού εχύθηκαν θαρρώντας
πως θα τον σύρουν, και πυκνά του ακόντιζαν τα βέλη.
Αλλά δεν μπόρεσε κανείς ουδέ ν᾽ ακρολαβώσει
τον μέγαν Έκτορα, ότι ευθύς οι πρώτοι πολεμάρχοι
425 ολόγυρά του εστήθηκαν, Αινείας, Πολυδάμας,
Αγήνωρ, Γλαύκος, Σαρπηδών, στρατάρχης των Λυκίων,
ούδ᾽ έμενεν απόνετος γι᾽ αυτόν κανείς των άλλων,
αλλ᾽ όλοι εμπρός του πρόβαλαν τες κυκλωτές ασπίδες.
Και απ᾽ τον αγώνα οι σύντροφοι στα χέρια τους τον πήραν
430 στους γοργούς ίππους πόστεκαν μακράν από την μάχην
εις την ωραίαν άμαξαν σιμά στον κυβερνήτην·
αυτοί στην πόλιν έφερναν τον ήρωα που εβογγούσε.
Και ότ᾽ έφθασαν στο πέραμα του βαθυρρόου Ξάνθου,
του ποταμού που εγέννησεν ο αθάνατος Κρονίδης,
435 τον πέζευσαν και με νερό τον εδροσολογήσαν·
κι εκείνος πήρε αναπνοήν, κι εσήκωσε τα μάτια,
εκάθισε γονατιστά κι έφτυσε μαύρον αίμα·
έπεσε πάλι κι έκλεισε τα μάτια του σκοτάδι
και ακόμη απ᾽ την πετροβολιά δαμάζετο η καρδιά του.
440 Και καθώς είδαν οι Αχαιοί να φύγει ο μέγας Έκτωρ
με δίψαν μάχης όρμησαν σφοδρότερην στους Τρώας.
Ο Οϊλείδης Αίας ο γοργός, μ᾽ ακονητό κοντάρι,
πρώτος ορμώντας κτύπησε τον Σάτνιον που εγεννήθη
απ᾽ τον βουκόλον Ήνοπα και από Ναϊάδα ωραίαν
445 νύμφην, στην ακροποταμιάν, που βρέχει ο Σατνιόεις.
Από σιμά τον πλήγωσεν ο Οϊλείδης στην λαπάραν·
ο νέος έπεσε νεκρός τ᾽ ανάσκελα και μάχην
επάνω του έσμιξαν κακήν οι Δαναοί και οι Τρώες.
Ήλθεν εκείνου εκδικητής ο ανδρείος Πολυδάμας
450 κι εκεί τον Προθοήνορα του Αρηιλύκου αγόρι
στον δεξιόν ώμον κτύπησε· το δυνατό κοντάρι
τον πέρασε, κι έπεσε αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.
Και με τρομακτικήν φωνήν καυχήθη ο Πολυδάμας:
«Τώρα θαρρώ που ανώφελα δεν έριξα τ᾽ ακόντι
455 του Πανθοΐδου η δυνατή παλάμη τού γενναίου,
αλλ᾽ ένας απ᾽ τους Αχαιούς το επήρε εις το κορμί του,
θα το ᾽χει στήριγμα, θαρρώ, να κατεβεί στον Άδη».

Ο άνθρωπος που ξέρει να συγχωρεί, ξέρει να ζητάει και συγχώρεση

Χάνεις ανθρώπους από δίπλα σου όταν δεν σου αξίζουν αλλά κι όταν δεν τους αξίζεις.

Η αυτογνωσία είναι το μεγαλύτερο προτέρημα στον άνθρωπο.

Όταν ξέρεις ποιος είσαι, ξέρεις τα ελαττώματα σου και τα προτερήματα σου, τις αδυναμίες σου και που υπερέχεις, πατάς γερά στα πόδια σου. Και αυτό σε κάνει έναν σχεδόν ακέραιο χαρακτήρα.

Πρόσεχε όμως όλα αυτά από την υπεροψία, τη μεγαλομανία και τον υπέρμετρο εγωισμό, τα χωρίζει μια λεπτή κόκκινη γραμμή.

Που μπορεί να μην αντιληφθείς πότε την πέρασες.

Ο άνθρωπος που ξέρει να συγχωρεί, ξέρει να ζητάει και συγχώρεση.

Δεν γίνεται να χάνεις ανθρώπους και να φταίνε πάντα και μόνο αυτοί.

Πρόσεχε επίσης τις παλιές πληγές, καμιά φορά βγάζουμε τα απωθημένα μας σε λάθος ανθρώπους.

Το να ζητάς συγγνώμη είναι τόσο ανθρώπινο όσο και το να κάνεις λάθη.

Και είναι μια τόση δα λεξούλα που, αν την πεις θα δείξεις σε κάποιον ότι είναι σημαντικός για σένα αλλά και πως τον αγαπάς.

Και αυτά τα δυο θα είναι πάντα τα πιο πολύτιμα όπλα σου, ώστε να μην χάνεις ανθρώπους που κάποτε θα ψάχνεις.

Βλέπεις οι άνθρωποι που πια είναι λιγοστοί, όποτε όταν τους βρεις, ζήτα και καμιά συγγνώμη.

Ταυτότητα του ζευγαριού: η επικοινωνία και το μικροκλίμα της συντροφικής σχέσης

Η επικοινωνία μεταξύ των συντρόφων αποτελεί δομικό στοιχείο για την ταυτότητα του ζευγαριού. Χτίζεται με την πάροδο του χρόνου και είναι το αποτέλεσμα συνάντησης των δύο προσώπων. Αποτελεί τη συνέχεια των «εαυτών» των συντρόφων. Η αυτοεκτίμηση, η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια, η αυτογνωσία που έχει ο καθένας από τους δυο, θα γίνουν το «χωράφι», στο οποίο θα καλλιεργείται το «κοινό», το «μαζί», το ζευγάρι. Η καλλιέργεια δεν σταματά. Ούτε το θέρισμα. Όσο είμαστε άνθρωποι που συνεχώς εμπλουτίζουμε την ταυτότητα και την προσωπικότητα μας, τόσο εμπλουτίζουμε και την ταυτότητα του ζευγαριού.

Όταν όμως δεν υπάρχει η αυτοεκτίμηση, η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια, η αυτογνωσία ως στοιχεία στον κάθε σύντροφο, είναι πολύ εύκολο το «χωράφι» να μετατραπεί σε αρένα. Και η επικοινωνία να έχει μόνο στόχο την επικράτηση του ενός. Παιχνίδια εξουσίας. Ποιος θα έχει τον τελευταίο λόγο; Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Ποιος πλήγωσε ποιον; Ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης; Ποιος θα φωνάξει περισσότερο; Ποιος θέλει τον καβγά και θέλει ποιος να τον αποφύγει; Ποιος θα χρησιμοποιήσει τα πιο σωστά λόγια για να αποστομώσει τον άλλον; Φαύλος κύκλος. Ο στόχος είναι η επικράτηση με κάθε κόστος και ο εξευτελισμός του άλλου προσώπου.

Αντίθετα, η λειτουργική επικοινωνία στο ζευγάρι εμπεριέχει ως προϋπόθεση την ανάδειξη του πιο καλού εαυτού του άλλου. Εμπεριέχει την παραίτηση από την τελειότητα και την παραδοχή της ανθρώπινης φύσης. Μόνο αυτό επιτρέπει την ισότιμη σχέση, γιατί μόνο αυτό οδηγεί στην ανάληψη της προσωπικής ευθύνης για τους σπόρους που ρίχνω εγώ στο χωράφι. Η αυθεντική αγάπη με ελευθερώνει, γιατί δεν στηρίζεται ούτε στη θυσία του εαυτού, αλλά ούτε στην κατηγόρια του άλλου. Μόνο αυτό επιτρέπει να ξεπεράσω τους φόβους και να συναντήσω τον αυθεντικό εαυτό μου, αλλά και το αυθεντικό πρόσωπο του άλλου.

ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΜΟΥ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΩΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΚΟΥΣΩ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΟΛΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ.

Διαφορετικά θα κλειστώ και θα τον κατηγορήσω. Υπάρχουν όμως πολλοί μύθοι που αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων και έχουν δημιουργηθεί πολλές γενιές πίσω και είναι ακόμη σε ισχύ. Μύθοι που δηλητηριάζουν τη συντροφική σχέση και δεν επιτρέπουν την καλή κοντινότητα.

Η επικοινωνία του ζευγαριού δημιουργεί και το μικροκλίμα της σχέσης. Το μικροκλίμα της συντροφικής σχέσης είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργείται στη σχέση από την αλληλεπίδραση των συντρόφων. Ποιο γίνεται το ζητούμενο στο ζευγάρι; Ο ανταγωνισμός; Οι παρεξηγήσεις; Η εξουσία; Η κάλυψη των αναγκών επιβίωσης; Η εκτόνωση; Σε αυτές τις περιπτώσεις οι σύντροφοι είναι αντίπαλοι και όχι σύμμαχοι. Το προχώρημα του ενός γίνεται πρόβλημα για τον άλλον. Η φροντίδα του ενός γίνεται η θυσία του άλλου. Η κοντινότητα γίνεται η αφορμή για την έκθεση των κακών στοιχείων του άλλου.

Αντίθετα, το καλό μικροκλίμα σε μια σχέση δεν καθορίζεται από τις εξωτερικές συνθήκες, αρνητικές ή θετικές. Είναι το κλίμα που επιτρέπει το καμάρι του ενός προς τον άλλον. Η έκθεση ενός αρνητικού στοιχείου του συντρόφου ακολουθείται από την πιο μεγάλη αγκαλιά, αφού όσο είμαστε άνθρωποι έχουμε τόσα αρνητικά όσα και θετικά. Μια δυσκολία γίνεται η αφορμή να καμαρώσω τις λύσεις που μπορεί να παράγει ο σύντροφός μου. Τα βλέμματα είναι γεμάτα εμπιστοσύνη, λαχτάρα, καμάρι. Το καλό μικροκλίμα παράγει σιγουριά, ελευθερία, ζεστασιά, εμπιστοσύνη. Έχει πείσμα, επιμονή, επιθυμίες και αποφάσεις ζωής που είναι για το καλό και των δύο συντρόφων. Έχει όρκους ζωής που προϋποθέτουν την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης. Έχει έρωτα. Έχει αγάπη. Έχει καθαρότητα στα βλέμματα. Έχει λαχτάρα στην ψυχή.

Αντίδραση fight or flight: αρχέγονη αλλά ελέγξιμη

Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να μπορούν να ελέγξουν τα περισσότερα πράγματα, αν όχι τα πάντα, στη ζωή τους. Η (ψευδ)αίσθηση του ελέγχου δίνει δύναμη, όμως αντίστοιχα απογοητευτική είναι η συνειδητοποίηση ότι ο έλεγχος των πάντων δεν είναι εφικτός.

Υπάρχει η τάση να προσπαθούμε να ελέγξουμε τα πάντα, είτε περνάνε από το χέρι μας ή όχι. Γεγονός είναι ότι δεν μπορούμε να έχουμε πάντα τον έλεγχο στις καταστάσεις και τα δρώμενα. Πιο συγκεκριμένα, συνήθως δεν έχουμε τον έλεγχο σε αυτά που συμβαίνουν, καθώς είναι έξω από τις δυνατότητες ελέγχου μας.

Αυτό, όμως, που σίγουρα μπορούμε να ελέγξουμε είναι οι αντιδράσεις μας σε αυτά που διαδραματίζονται. Εκεί έχουμε τον πλήρη έλεγχο, ακόμα κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη, έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί τη λογική του, να σκέφτεται, να προγραμματίζει και να πράττει αναλόγως, όντας σε ήρεμη κατάσταση.

Όταν, όμως, θεωρήσει ότι απειλείται, η σκέψη θολώνει και υπάρχει η ενστικτώδης, αμυντική και αρχέγονη, αντίδραση «fight or flight», δηλαδή «αντίδραση μάχης ή φυγής». Με απλά λόγια ετοιμάζεται να πολεμήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή τρέπεται σε φυγή.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Αμερικανός φυσιολόγος Walter Bradford Cannon εισήγαγε τον όρο «fight or flight» στοχεύοντας στην περιγραφή της αντίδρασης των ανθρώπων όταν, χιλιάδες χρόνια πριν, η ζωή τους απειλείτο από κάποιο άγριο ζώο.

Όταν ένας οργανισμός νιώθει απειλή, ενεργοποιείται το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυξάνοντας την έκκριση της αδρεναλίνης, διαστέλλοντας τις κόρες των ματιών και αυξάνοντας τους καρδιακούς παλμούς ή την αρτηριακή πίεση κ.ά.

Η ενεργοποίηση αυτή αποσκοπεί στην καλύτερη προστασία του οργανισμού από την απειλή, δηλαδή είτε μάχη ή φυγή.

Στη σημερινή κοινωνία έχουμε διασφαλίσει ότι δεν θα κινδυνέψουμε από άγρια ζώα, όμως η αντίδραση «fight of flight» έχει διατηρηθεί ως μηχανισμός προστασίας μας σε περίπτωση που νιώσουμε απειλή, ενώ σε πολλές περιπτώσεις καθορίζει ολοκληρωτικά τη συμπεριφορά μας σε έντονα στρεσογόνες καταστάσεις.

Ευτυχώς, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί και να χαλιναγωγήσει την αντίδραση πάλης ή φυγής, διατηρώντας τον έλεγχο του εαυτού του και μειώνοντας τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλείται.

Υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορούμε να κάνουμε και τα οποία βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Τι μπορούμε να κάνουμε όταν βρισκόμαστε υπό πίεση

Έτσι, όταν βρισκόμαστε υπό πίεση, μπορούμε να ακολουθήσουμε τα παρακάτω βήματα, ώστε να θέσουμε βάσεις για μία λογική, ήπια και αποτελεσματική αντιμετώπιση και επίλυση του εκάστοτε θέματος.

Το πρώτο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αξιολογήσουμε, σε μία κλίμακα από το 1 έως το 10, πόσο σημαντικό είναι το θέμα που έχει προκύψει. Συνήθως, όταν βρισκόμαστε υπό πίεση, τείνουμε να υπερβάλλουμε και να θεωρούμε τραγικό και ανυπέρβλητο αυτό που μας συμβαίνει.

Είναι, όμως, όντως έτσι; Αν συνέβαινε σε ένα φίλο μας, πώς θα το αξιολογούσαμε, με δεδομένο ότι δεν θα μας επηρέαζε άμεσα; Μήπως, λοιπόν, βοηθάει να απομακρυνθούμε από το θέμα και να το δούμε υπό άλλο πρίσμα, ώστε να το αξιολογήσουμε, ει δυνατόν, πιο αντικειμενικά;

Στη συνέχεια, θέτουμε την παράμετρο του χρόνου. Δηλαδή, σε 6 μήνες ή σε 1 χρόνο, ακόμα και σε 1 μήνα από τώρα, πόσο σημαντικό θα είναι το συγκεκριμένο θέμα και πόσο θα μας απασχολεί – έστω ότι θα μας απασχολεί;

Αναλογιζόμενοι αυτή την ερώτηση, μπορούμε να σκεφτούμε και άλλα περιστατικά που μας απασχόλησαν παλιότερα αλλά την παρούσα στιγμή είναι απλές αναμνήσεις, ιστορίες ή εμπειρίες. Άρα, αυτό που μας απασχολεί τώρα, είναι πραγματικά τόσο δυσχερές ώστε να μας προκαλεί υπερβολικό άγχος;

Μέχρι τώρα αντιδρούσαμε με κάποιους τρόπους, όπως να εκνευριστούμε, να φωνάξουμε, να μαλώσουμε, να κλάψουμε, να επιρρίψουμε ευθύνες στους άλλους, να τα παρατήσουμε ή ακόμα και να ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι το θέμα θα λυθεί μόνο του.

Πώς εξελίχθηκε αυτό; Είχε κάποιο αποτέλεσμα – κι αν ναι, θετικό ή αρνητικό για εμάς;

Αν εκτιμήσουμε τις μέχρι τώρα αντιδράσεις μας, θα δούμε αν είχαν αποτέλεσμα ή όχι, αν ήταν επιτυχημένες ή όχι, και ως εκ τούτου θα αξιολογήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά για να έχουμε το καλύτερο για εμάς αποτέλεσμα.

Η δράση φέρνει αντίδραση, όμως συνήθως η αντίδραση είναι υποσυνείδητη και ενστικτώδης. Αν πριν αντιδράσουμε πάρουμε μερικές ανάσες και, αντί να αντιδράσουμε, σκεφτούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να δράσουμε, θα βρούμε τρόπους για να βελτιώσουμε την κατάσταση, εφαρμόζοντας νέες στρατηγικές για διαφορετικά αποτελέσματα.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι είναι τουλάχιστον παράλογο να κάνουμε τα ίδια πράγματα και να περιμένουμε άλλα αποτελέσματα.

Αφού λοιπόν αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, μπορούμε να κάνουμε μία εκτίμηση του πώς λύθηκε το πρόβλημα, πώς διευθετήθηκαν οι όποιες δυσκολίες και να δούμε σε μία ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, ώστε να έχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα για εμάς ή, ακόμα καλύτερα, να αποφύγουμε εντελώς μία παρεμφερή κατάσταση.

Τέλος, μία κατάσταση που διευθετήθηκε ή ένα πρόβλημα που λύθηκε μπορούν να συνδράμουν με εποικοδομητική κριτική και δημιουργική σκέψη, ώστε η δυσκολία να μετατραπεί σε εμπειρία και εφόδιο για το μέλλον.

Επομένως, σκεπτόμενοι τη θετική πλευρά μίας αρνητικής κατάστασης, διαπιστώνουμε ότι γινόμαστε πιο ώριμοι, πιο έμπειροι, πιο ανθεκτικοί και πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που ίσως μας δυσκολέψουν στο μέλλον.

Αυτό που χρειάζεται για την εφαρμογή των παραπάνω είναι επίδειξη ψυχραιμίας η οποία θα οδηγήσει σε πιο ήρεμη και ώριμη σκέψη. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουμε τη δυνατότητα να νιώθουμε ότι ασκούμε έλεγχο στις καταστάσεις και ότι μπορούμε να αναλάβουμε την καλύτερη, για εμάς, δράση.

Τι είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε ωραία μετά την παραδοχή των λαθών μας;

Όταν έχουμε διαπράξει μια συμπεριφορά για την οποία δεν είμαστε πολύ περήφανοι, το πιθανότερο είναι να προσπαθήσουμε να κλείσουμε τα μάτια μας μπροστά στην αλήθεια και να την αρνηθούμε. Μπορεί βέβαια να είναι σκληρό για την αίσθηση του εαυτού μας ως έντιμου ατόμου να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι δεν ανταποκριθήκαμε στην εσωτερική μας ηθική πυξίδα.

Οι εξομολογήσεις έχουν σαφώς μακρά ιστορία στην Εκκλησία, αλλά ακόμη και σε ένα μη θρησκευτικό πλαίσιο, φαίνεται να έχουν μια ορισμένη αξία. Πολλοί μυθιστορηματικοί εγκληματίες έχουν εμφανιστεί τόσο βασανισμένοι από την ενοχή τους που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την ελευθερία τους προκειμένου να επιτύχουν ηθική ανακούφιση. Αρκεί να φέρετε στο μυαλό σας την εικόνα της Λαίδης Μάκβεθ, η οποία ως γνωστόν βασανιζόταν από εμμονές σχετικά με όσα είχε διαπράξει.

Ακόμη και μια μη εγκληματική, αλλά ηθικά αμφισβητήσιμη, συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει τα άτομα να αισθάνονται υποχρεωμένα να την παραδεχτούν, να τη φωνάξουν. Στη δική σας ζωή, ποιες αμφιλεγόμενες πράξεις του παρελθόντος σας βάραιναν μέχρι να τις αποκαλύψετε σε άλλους; Παρά την αντιμετώπιση των όποιων συνεπειών αυτές συνεπάγονται, υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού σας που ένιωθε καλύτερα στην ιδέα της εξομολόγησης;

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η επιθυμία να θεωρούμε τον εαυτό μας «καλό και ηθικό» αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς μας. Η ομολογία ενός παλιού παραπτώματος μπορεί να απειλήσει αυτή τη φήμη. Η ισχυρή προκατάληψη που οδηγεί τους ανθρώπους να βλέπουν τον εαυτό τους υπό ευνοϊκό πρίσμα μπορεί να ανταγωνίζεται την εξίσου ισχυρή επιθυμία να ανακουφιστούν από την ενοχή που σχετίζεται με την παραβίαση αυτού του συστατικού του εαυτού.

Η ταυτότητα και η ανάγκη εξομολόγησης

Αν αυτή η συνεπής αίσθηση του εαυτού μας απειλείται από τη γνώση των παραβάσεων του παρελθόντος, οι ειδικοί προτείνουν ότι ένας τρόπος για να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να τις παραδεχτεί και να προχωρήσει, θα ήταν να αποστασιοποιηθούμε ψυχολογικά από το «εμείς» που διέπραξε την πράξη στο «εμείς» που είμαστε τώρα. Σκεπτόμενοι μια πράξη για την οποία δεν είστε ιδιαίτερα περήφανοι, ήταν κάτι που πιστεύετε ότι θα κάνατε τώρα; Αν έχετε γίνει σοφότεροι, τότε το να αφήσετε πια την πράξη αυτή στο μακρινό παρελθόν μπορεί να χρησιμεύσει στο να την κατακερματίσετε, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά σας.

Το δεύτερο στοιχείο της παραδοχής ενός παρελθοντικού λάθους μπαίνει στη συνέχεια στο παιχνίδι, όταν καταλήγουμε στο λόγο αυτής της πράξης. Χρησιμοποιείτε μια λίστα δικαιολογιών ή αφήνετε τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους; Οι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι λιγότερο πιθανό να απαριθμήσουμε όλους τους άλλους λόγους εκτός από τη δική μας συμμετοχή σε αυτό, αν δούμε τον εαυτό μας ως ένα διαφορετικό άτομο από ό,τι ήμασταν στο παρελθόν. Δεν είναι μόνο η ίδια η ομολογία, όπως λένε, αλλά και η συγκάλυψη που μπορεί να έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

Είναι ευκολότερο, λοιπόν, να ομολογήσουμε ακόμη και ένα σχετικά μικρό παράπτωμα αν μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ψυχολογική απόσταση μεταξύ του παρελθοντικού και του σημερινού μας εαυτού.

Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, τα ευρήματα διαφόρων μελετών πάνω στο ζήτημα αυτό υποδηλώνουν ότι ο λόγος που αισθανόμαστε τόσο καλά αφού εξομολογηθούμε είναι ότι μας επιτρέπει να επανασυνδεθούμε με αυτή τη θεμελιώδη πτυχή της ταυτότητάς μας. Μπορούμε επιτέλους να νιώσουμε αυτή την τόσο σημαντική αίσθηση συνέχειας στη σκέψη σχετικά με τον εαυτό μας στο πέρασμα των χρόνων, αν όχι των δεκαετιών. Κατά τη διαδικασία αυτή, μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, με τα ηθικά ελαττώματα και να αποδεχόμαστε ότι η ζωή περιλαμβάνει προκλήσεις και αλλαγές.

Η υπομονή που δοκιμάζεται πολλές φορές γίνεται θυμός

Σίγουρα έχεις ακούσει την φράση «η υπομονή είναι αρετή». Επιπλέον, αν κάνεις μια γρήγορη ανασκόπηση στους ανθρώπους που έχεις στη ζωή σου, σίγουρα θα βρεις ένα άτομο που το δυνατό του στοιχείο είναι η υπομονή. Ίσως το ρόλο του υπομονετικού ανθρώπου να τον έχεις αναλάβει εσύ.

Ο άνθρωπος με υπομονή διακρίνεται από μια αίγλη, μία ηρεμία αν θέλεις. Δε βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα ούτε προβαίνει σε βιαστικές κινήσεις. Εξετάζει με σύνεση τα γεγονότα και είναι εγκρατής με τα συναισθήματά του. Είναι ο άνθρωπος που κάνει υπομονή σε μια προσπάθεια να πετύχει ένα στόχο, να διορθώσει μια κατάσταση ή να δώσει μια ευκαιρία σε κάτι που δεν περίμενε να τον πληγώσει.

Ευελπιστεί δια μέσου της υπομονής σε μια αλλαγή της κατάστασης που βιώνει τη δεδομένη χρονική περίοδο. Τον άνθρωπο που διακρίνεται από υπομονή δύσκολα μπορείς να τον φανταστείς να νευριάζει και να θυμώνει. Θεωρείς πως πάντα θα περιβάλλεται με υπομονή και αντοχή. Κακώς.

Ο υπομονετικός άνθρωπος είναι ον εξοπλισμένο με όλα τα συναισθήματα που μπορεί να έχει κάποιος. Το γεγονός πως έχει περισσότερο ανεπτυγμένη την υπομονή από την ορμητικότητα δεν αναιρεί τη φύση του να βιώνει αρνητικά συναισθήματα όπως ο θυμός ή η λύπη. Η διαφορά με τους παρορμητικούς έγκειται στο γεγονός πως υπομένει με μεγαλύτερη ευκολία και καθαρότητα μυαλού.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι στιγμές που η υπομονή έχει φτάσει το ανώτατο όριο στην κλίμακα μέτρησης συναισθημάτων και τη θέση καταλαμβάνει ο θυμός. Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αν τύχει να βρεθείς, βλέπεις τον υπομονετικό άνθρωπο όπως δε θα πίστευες ποτέ. Ίσως γιατί δεν πιστεύεις ότι ο άνθρωπος με υπομονή, θυμώνει. Ο υπομονετικός, βιώνει μια ψυχική κούραση και εξάντληση που δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια υπομονής και ανοχής.

Εξαντλείται η υπομονή και τη θέση της παίρνει η κούραση και ο θυμός. Ένας θυμωμένος άνθρωπος -συνήθως- είναι ένας κουρασμένος άνθρωπος. Κουρασμένος να προσπαθεί, να υπομένει και να αντιμετωπίζει τις λάθος επιλογές των άλλων. Να προσπαθεί, να βελτιώνει και να ξαναφτιάχνει αυτά που οι άλλοι με ευκολία παρατάνε, απομακρύνουν ή χαλάνε.

Όταν ο θυμός αντικαθιστά την υπομονή, συμβαίνει γιατί θυμώνουμε με εμάς τους ίδιους, που δώσαμε παραπάνω ευκαιρίες από όσες έπρεπε. Ενδεχομένως σε μερικές περιπτώσεις δεν έπρεπε καν. Θυμώνεις που και ο άλλος δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να διορθώσει το λάθος. Βιώνει μια ματαίωση πως η ευκαιρία που έδωσε και η υπομονή που έκανε δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε.

Υπομένει καταστάσεις που ίσως δεν άξιζαν. Στιγμές που έπρεπε να μιλήσει και να ξεσπάσει. Να αναμετρηθεί με αυτούς που τον μειώνουν και τον περιορίζουν. Με αυτούς που πάτησαν στην ανοχή και την επιείκειά του. Εκείνος σιώπησε. Γιατί ο άνθρωπος -εκτός των άλλων- είναι ον εγωιστικό και εγωκεντρικό. Παρόλο που δεν του αρέσει να πληγώνεται πάντα βρίσκει τρόπο να πληγώνει. Και είναι εύκολο να πληγώσεις έναν άνθρωπο που προτέρημα του είναι η υπομονή και η κατανόηση.

Ακριβώς επειδή έχει αναπτύξει περισσότερο το αίσθημα της υπομονής, αφήνοντας μακρυά την οργή και το θυμό, δύσκολα μπορεί να τα διαχειριστεί. Για αυτό, όταν θυμώνει ίσως εκφράσει σκέψεις που είχε κρύψει βαθιά μέσα του. Γιατί μπορεί η υπομονή να είναι αρετή αλλά ο θυμός κάνει το στόμα να δουλεύει πιο γρήγορα από το μυαλό. Και φέρνει στην επιφάνεια σκέψεις και λόγια που δεν εξέφραζε εξαιτίας της υπομονής του.

Γι΄ αυτό προσπάθησε να μην ωθείς στα όρια του έναν υπομονετικό άνθρωπο. Κάποια στιγμή θα ξεσπάσει και πίστεψέ με δε θα σου αρέσει αυτό που θα αντιμετωπίσεις. Αντιθέτως, κράτησε τον στη ζωή σου, σαν κάτι πολύτιμο. Ξέρει να υπομένει και να βλέπει καθαρά εκεί που εσύ θα επέλεγες να ανυπομονείς και να φερθείς παρορμητικά.

Όλη η ζωή είναι επιλογές

Όλη η ζωή είναι επιλογές, μόνο στη μοναχικότητα δεν υπάρχει επιλογή. Επιλογή, οποιουδήποτε είδους, σημαίνει σύγκρουση. Στην επιλογή υπάρχουν αναπόφευκτα αντιθέσεις. Αυτές οι αντιθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, γεννάνε σύγχυση και δυστυχία. Για να ξεφύγει κανείς από αυτή τη δυστυχία, κάνει να μοιάζουν οι θεοί, τα πιστεύω, ο εθνικισμός και η αφοσίωση σε διάφορα μοντέλα δραστηριότητας, σαν πραγματικές ανάγκες.

Ξεφεύγοντας με αυτές τις κάνεις να αποκτήσουν πολύ μεγάλη σημασία, αλλά η φυγή είναι ο δρόμος της ψευδαίσθησης και τότε εμφανίζονται ο φόβος κι η ανησυχία. Ο δρόμος της επιλογής είναι ο δρόμος της θλίψης όπου ο πόνος δεν έχει τέλος. Η επιλογή, η εκλογή, θα υπάρχει πάντα όσο υπάρχει εκείνος που επιλέγει -που είναι η συσσωρευμένη μνήμη πόνου και ευχαρίστησης- και κάθε εμπειρία επιλογής, το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει τη μνήμη, που η αντίδρασή της γίνεται σκέψη και συναίσθημα.

Η μνήμη έχει μόνο μερική σημασία, καθώς είναι φτιαγμένη για να αντιδρά μηχανικά κι αυτή η αντίδραση είναι η επιλογή.

Δεν υπάρχει ελευθερία στην επιλογή. Διαλέγεις σύμφωνα με τον τρόπο που έχεις ανατραφεί, σύμφωνα με την κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική διαμόρφωσή σου. Η επιλογή δυναμώνει, χωρίς εξαίρεση, αυτή τη διαμόρφωση. Δεν υπάρχει φυγή από αυτή τη διαμόρφωση που μόνο γεννάει όλο και περισσότερα βάσανα.

Η επιλογή γεννάει πάντα δυστυχία. Παρακολούθησέ την και θα δεις να καραδοκεί, να απαιτεί, να επιμένει, να εκλιπαρεί και πριν το καταλάβεις, θα βρίσκεσαι πιασμένος στο δίχτυ των αναπόφευκτων υποχρεώσεων, ευθυνών και απογνώσεων που φέρνει.

Παρακολούθησέ την και θα έχεις επίγνωση αυτού που πραγματικά συμβαίνει. Έχε επίγνωση αυτού που συμβαίνει, δε μπορείς να αλλάξεις αυτό που συμβαίνει, μπορείς να το κουκουλώσεις, να το βάλλεις στα πόδια, αλλά δε μπορείς να το αλλάξεις. Είναι εκεί. Αν το αφήσεις ήσυχο χωρίς να παρεμβαίνεις με τις απόψεις σου και τις ελπίδες σου, τους φόβους σου και τις απελπισίες σου, με τις υστερόβουλες και πανούργες κρίσεις σου, θα ανθίσει και θα φανερώσει όλη τη δαιδαλώδη μορφή του, όλες τις λεπτές κινήσεις του -και υπάρχουν πολλές- τη φαινομενική σημασία και ηθική του, τα κρυμμένα του κίνητρα και τις κρυμμένες φαντασιώσεις του.

Αν αφήσεις εκείνο που πραγματικά συμβαίνει ήσυχο, θα σου δείξει όλα αυτά και περισσότερα. Αλλά πρέπει να έχεις μια χωρίς επιλογές επίγνωσή του, περπατώντας ήσυχα. Τότε θα δεις ότι η επιλογή, έχοντας ανθίσει, πεθαίνει και μένει η ελευθερία, όχι ότι είσαι ελεύθερος, αλλά υπάρχει ελευθερία.

Εσύ είσαι εκείνος που κάνει τις επιλογές, εσύ είσαι εκείνος που σταμάτησε να τις κάνει. Δεν υπάρχει τίποτα να επιλέξεις. Μέσα από αυτήν την χωρίς επιλογές κατάσταση ανθίζει η μοναχικότητα. Ο θάνατος της επιλογής δεν είναι ποτέ το τέλος της. Πάντοτε ανθίζει και πάντοτε είναι καινούρια. Το να πεθαίνεις για το γνωστό σημαίνει να είσαι μόνος. Κάθε επιλογή βρίσκεται στο πεδίο του γνωστού. Η δράση σε αυτό το πεδίο φέρνει πάντα θλίψη.

Τέλος της θλίψης υπάρχει στη μοναχικότητα.

Σε αντίθεση με κάθε άλλη πνευματική διδασκαλία, ο άνθρωπος πρέπει μόνος του να βρει τον δρόμο και εκείνος το μόνο που του δίνει είναι τα εργαλεία. Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να ακολουθούμε πιστά και τυφλά πνευματικούς ή θρησκευτικούς ηγέτες.

Η αμφιβολία προς οτιδήποτε είναι κύριο στοιχείο της φιλοσοφίας. Η κρισιμότητα της παρούσας στιγμής και την απαγκίστρωση από σκέψεις του παρελθόντος του μέλλοντος χωρίς όμως ο νους να χάνει την εγρήγορση του.

Ο Αριστοτέλης αποκαλεί αυτή την κακή έξη δειλία

Ο Αριστοτέλης αποκαλεί μια άλλη πτυχή της ηθικής αρετής θάρρος. Όπως εγκράτεια είναι η καθ’ έξιν προδιάθεση να αντιστεκόμαστε στη σαγήνη των ηδονών για χάρη πιο σημαντικών αγαθών τα οποία η υπερβολική παράδοσή μας στην ηδονή θα μας εμπόδιζε να τα αποκτούμε, έτσι θάρρος είναι η καθ’ έξιν προδιάθεση να αποδεχόμαστε οποιαδήποτε επώδυνη κατάσταση μπορεί να ενυπάρχει σε ό,τι οφείλουμε να κάνουμε για χάρη μιας καλής ζωής.

Για παράδειγμα, αναγνωρίζουμε πως η απόκτηση γνώσης και η ανάπτυξη ορισμένων δεξιοτήτων αποτελούν διανοητικές αρετές που οφείλουμε να έχουμε. Όμως η απόκτηση γνώσης και δεξιοτήτων μπορεί να είναι επώδυνη. Η μελέτη είναι συχνά μια σκληρή υπόθεση το να μάθουμε να παίζουμε καλά ένα μουσικό όργανο, να γράφουμε καλά ή να σκεφτόμαστε καλά περιλαμβάνει μια πρακτική που είναι συχνά ενοχλητική.

Η έξη της αποφυγής κάθε δύσκολου ή ενοχλητικού πράγματος επειδή είναι επώδυνο μπορεί ασφαλώς να εμποδίσει την απόκτηση της γνώσης δεξιοτήτων που είναι όντως καλές για εσάς. Ο Αριστοτέλης αποκαλεί αυτή την κακή έξη δειλία.

Το πρόσωπο που καθ’ έξιν αποφεύγει επώδυνες και κοπιαστικές καταστάσεις οι οποίες θα τον οδηγούσαν στην απόκτηση πραγματικών αγαθών είναι εξίσου δειλό με τον στρατιώτη που εγκαταλείπει τη μάχη επειδή φοβάται μήπως πληγωθεί. Ο στρατιώτης που διακινδυνεύει τη ζωή του ή ξεπερνά τον φόβο του τραυματισμού για χάρη της νίκης για καλό σκοπό διαθέτει θάρρος. Όπως θάρρος διαθέτει και όποιος καθ’ έξιν καταβάλλει κόπο, υποβάλλεται σε δυσκολίες και υφίσταται επώδυνες καταστάσεις προ κειμένου να αποκτήσει πράγματα που είναι όντως καλά για αυτόν.

Αριστοτέλης: Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους, το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο

Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι να αποτύχεις στον στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)- να γιατί η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής: «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους». Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που,

α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο.
β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το «σε σχέση προς εμάς»· 

το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική -πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος- είναι μεσότητα μεταξύ δύο κακιών, που η μία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης- και ακόμη με το νόημα ότι ορισμένες κακίες αποτελούν έλλειψη και άλλες πάλι υπερβολή σε σχέση με αυτό που πρέπει, είτε στα πάθη είτε στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον. Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Οι κοινωνικές αξίες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική συμβίωση

Χωρίς αμφιβολία, οι κοινωνικές αξίες και οι κανόνες συνιστούν τον βασικό πυλώνα στις διαδικασίες της αγωγής και της κοινωνικοποίησης και, γενικά, στους θεσμούς κάθε κοινωνικού συστήματος.

Είναι γνωστό, τουλάχιστον, στους ειδικούς, ότι η κοινωνική συμβίωση προϋποθέτει έναν ελάχιστο βαθμό συναίνεσης ανάμεσα στα μέλη που απαρτίζουν το κοινωνικό σύστημα. Προϋποθέτει, δηλαδή, επίγνωση πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς σε κάθε περίσταση. Το συνεκτικό και ρυθμιστικό αυτόν ρόλο τον παίζουν, σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, οι κοινωνικές αξίες, οι οποίες, συνεπικουρούμενες από τους κανόνες, προσδιορίζουν και προσανατολίζουν την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων, συμβάλλοντας έτσι στη συνέχιση και τη διάρκεια των σχέσεών τους. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές αξίες αποτελούν «ύψιστα κοινωνικά αγαθά», τα οποία η κάθε κοινωνική ομάδα, αλλά και το ίδιο το άτομο, ταξινομούν και ιεραρχούν με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το πολιτισμικό και μορφωτικό τους επίπεδο, καθώς και τις χωροχρονικές και λοιπές περιστάσεις.

Στον πυρήνα των αποκαλούμενων οικουμενικών αξιών ανήκουν η ζωή, η δημοκρατία, η ειρήνη, η ψυχική ηρεμία, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η παιδεία κ.ο.κ., οι οποίες χαρακτηρίζουν τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και τους σκοπούς του σχολείου, τουλάχιστον σε θεωρητική βάση. Επομένως, ο ρόλος της αγωγής και της κοινωνικοποίησης στο θέμα αυτό αναδεικνύεται καθοριστικός για τη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς του μαθητή και, συνολικά, της συγκρότησης της προσωπικότητάς του.

Αναμφίβολα, η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι κοινωνικές σχέσεις βρίσκονται στην καρδιά της οικογενειακής ζωής, της σχολικής εκπαίδευσης και της κοινωνικής συμβίωσης. Εκεί αποκτούν οι άνθρωποι την κουλτούρα της συμπεριφοράς τους, μέσα από τις πρακτικές και τις εμπειρίες που βιώνουν καθημερινά, περισσότερο ως προϊόν καθημερινού βιώματος και λιγότερο ρητορικής διδασκαλίας και διακήρυξης.

Το σχολείο διακηρύσσει και διδάσκει τις αξίες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης στις εκπαιδευτικές του διαδικασίες. Ωστόσο, και σύμφωνα με τις έρευνες, στην πράξη μονοπωλούν το εκπαιδευτικό κέντρο βάρους οι ατομικές διαδικασίες μάθησης, εξέτασης και βαθμολόγησης, ενώ μειονεκτούν οι ομαδικές και συλλογικές διαδικασίες που προάγουν τη συνεργασία και την ομαδικότητα ανάμεσα στους μαθητές. Και αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι ο μαθητής ενεργεί και εξετάζεται ατομικά: ατομικά μαθαίνει, ατομικά γράφει, ατομικά επιλύει τις ασκήσεις, αναπτύσσει τις σκέψεις του και, γενικά, διαχειρίζεται όλες τις μαθησιακές διαδικασίες και, τελικά, ατομικά «λογοδοτεί» σε όλα. Με άλλα λόγια, ο μαθητής διαπαιδαγωγείται και κοινωνικοποιείται να δρα και να λειτουργεί με ατομικιστικό τρόπο. Οι εμπειρίες αυτές εκπαίδευσης και μάθησης συμπληρώνουν αυτές που ο μαθητής βιώνει, επίσης, καθημερινά στο οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχεί, κατά κανόνα, η υπερπροστατευτική αγωγή, με το παιδί να απολαμβάνει, χωρίς οριοθετημένους κανόνες, την ικανοποίηση των περισσότερων επιθυμιών του. Για παράδειγμα, του δίνεται η δυνατότητα να οδηγεί, χωρίς κανένα μέτρο ασφάλειας και εκπαίδευσης, ακόμη και δίτροχη μηχανή σε ηλικία μόλις 12 ετών, μια παραχώρηση με την οποία εξοικειώνεται «εγκαίρως» στην παραβατικότητα, έτσι, με την ενηλικίωσή του, να έχουν εδραιωθεί (sic) πρακτικές και νοοτροπίες παραβατικότητας ως αυτονόητες και φυσιολογικές πράξεις.

Επιπλέον, ζήτημα εμπειριών και νοοτροπιών είναι η συμπεριφορά, σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας, συνήθως, έχει άποψη επί παντός του επιστητού, με μία απόλυτη ισχυρογνωμοσύνη. Επίσης, σπάνια κάνει λάθος (sic), γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να ζητήσει συγγνώμη, η οποία, εξάλλου, εκλαμβάνεται από τον ίδιο και ως υποτιμητική ενέργεια. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ατομικισμού αποτελεί η στάση του ότι το δίκιο είναι σχεδόν πάντα με το μέρος του και ότι οι οποιεσδήποτε ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στους άλλους, και με μία επιρρέπεια να ασκεί αβάσιμη κριτική σε όλους και σε όλα. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί, δυστυχώς, στέρεο γνώρισμά του, ενεργώντας χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεών του. Γι’ αυτό και εκδηλώνεται με παρορμητισμό, επιθετικότητα και έλλειψη ορθολογικής διαχείρισης σε οποιαδήποτε προστριβή, οδηγούμενος με ευκολία σε αμετροέπειες και σε πλήγματα κατά της αξιοπρέπειας του άλλου.

Κλείνοντας, θα υποστηρίζαμε ότι η πολιτεία οφείλει να αναβαθμίσει το σχολείο ως προς τον παιδευτικό του ρόλο, αποδίδοντας την δέουσα παιδαγωγική σημασία στις εκπαιδευτικές του διαδικασίες και να περιορίσει αποφασιστικά τον γνωσιοκεντρικό, εξετασιοκεντρικό και βαθμοθηρικό του ρόλο, ο οποίος προάγεται και ενισχύεται από την εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική. Επομένως, και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αξιοποιούν τις δικές τους δυνατότητες στην κατεύθυνση προαγωγής και ενίσχυσης των διαδικασιών συλλογικότητας και συνεργασίας ανάμεσα στους μαθητές τους. Το παιδί και ο νέος είναι απαραίτητο να διαπαιδαγωγηθούν και κοινωνικοποιηθούν, τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον, με αξίες, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο θα παίζουν πραγματικά η συλλογικότητα, η συνεργασία, ο σεβασμός στον άλλο, στο περιβάλλον και στο διαφορετικό. Αυτό συνεπάγεται, πρωτίστως, ότι και το ίδιο το σχολείο, το οποίο ασκεί πιο συστηματική αγωγή, πρέπει να αναβαθμίσει το ρόλο του στις παιδευτικές διαδικασίες που προάγουν και ενισχύουν την πληρότητα επικοινωνίας και πράξης και, τελικά, τη συγκρότηση της προσωπικότητας του μαθητή. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να συμβάλλουν, βεβαίως, τα ΜΜΕ και το στενότερο και ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα.

Η ιστορία και οι ονομασίες των αρχαίων ελληνικών φύλων από τα οποία προήλθε το σύγχρονο ελληνικό Έθνος

Η αρχαία ελληνική φυλή ήταν ενιαία σε ότι αφορά την καταγωγή και την προέλευσή της από την νότια βαλκανική χερσόνησο, αλλά μέσα της συνυπήρχαν διαφορετικά φύλα.

Ας δούμε τα κυριότερα από αυτά.

Πελασγοί: Το κοινό όνομα όλων των προϊστορικών ελληνικών φύλων. Σύγχρονοι ιστορικοί, αρχαιολόγοι και γλωσσολόγοι έχουν προσπαθήσει να συνδέσουν τους «Πελασγούς», έναν όρο με μάλλον ασαφές περιεχόμενο, με διάφορους υλικούς πολιτισμούς, γλωσσολογικές ομάδες κ.λ.π. αλλά πρόκειται περί άλυτου «προβλήματος».

Οι συνεχείς επεξεργασίες των ελληνικών παραδόσεων και μύθων καθιστούν δύσκολο το διαχωρισμό σαφών «αναμνήσεων ιστορικών γεγονότων» και μυθοπλασίας όσον αφορά τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τους Πελασγούς.

Όπως η Θεσσαλία και η Αττική θεωρούνταν παραδοσιακά ως περιοχές στις οποίες κατοικούσαν Πελασγοί. Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός. Με τ’ όνομά του συνδέθηκαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.

Αχαιοί: Ελληνικό φύλο πού ήλθε από την Ήπειρο. Τό όνομα προέρχεται απ’ τόν Αχαιό γιό τού Ξούθου, εγγονό τού Έλληνα καί δισέγγονο του Δευκαλίωνος. Στήν εκστρατεία κατά τής Τροίας περί τό 1200 π.Χ κατά τήν συμβατική ιστορία έλαβαν μέρος 44 ηγεμόνες, από τήν Ήπειρο καί Θεσσαλία μέχρι τήν Κρήτη, αυτόνομοι μέν αλλά στά μάτια τών ξένων φάνταζαν ως έν έθνος, όπως άλλωστε ήταν αφού ίσχυε τό όμαιμον, τό ομόγλωσσον τό ομόθρησκον καί κυρίως η κοινή συνείδησις.

Τούς απέδιδαν δέ διάφορα ονόματα, όπως Αργείοι, Δαναοί, Αχαιοί μέ κυρίαρχο τό Αχαιοί.

Ίωνες: Ελληνικό φύλο πού ήλθε κι αυτό από τήν Ήπειρο καί τά παράκτια νησιά τού Ιονίου. Τό όνομα έλκει τήν καταγωγή του από τόν Ίωνα, αδελφό τού Αχαιού, γιό τού Ξούθου, εγγονό τού Έλληνα καί δισέγγονο τού Δευκαλίωνος. Εγκαταστάθηκαν περί τό 1900 π.Χ. κατά τήν συμβατική πάντα ιστορία στήν Αττική. Ήλθαν σέ επαφή μέ τούς ανατολικούς λαούς καί γι αυτό τόν λόγο οι τελευταίοι αποκαλούσαν όλους τούς Έλληνες Ίωνες (Γιουνάν), πράγμα πού εξακολουθεί νά ισχύει καί σήμερα καί μάλιστα καί η ίδια η Ελλάδα αποκαλείται Γιουνανιστάν.

Οι Ίωνες κατά την εποχή του Χαλκού ήταν εξαπλωμένοι μεταξύ της Εύβοιας, της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Το 1100 π.Χ. περίπου κατά την αρχή της γεωμετρικής περιόδου, που σηματοδοτήθηκε από την κάθοδο των Δωριέων, οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ελληνικής χερσονήσου τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν μεγάλο μέρος της περιοχής στην οποία ζούσαν.

Οι μετακινήσεις αυτές των αρχαίων ελληνικών φύλων ονομάζονται Α’ Ελληνικός αποικισμός. Οι Ίωνες λοιπόν μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά δημιουργώντας αποικίες στα νησιά του Αιγαίου (Χίος, Σάμος κ.α.) καθώς και στην κεντρική Μικρά Ασία, στην περιοχή γνωστή ως Ιωνία. Το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, με εξαίρεση τη Λέσβο, την Τένεδο και τη Ρόδο αποικήθηκε από τους Ίωνες, ενώ οι σημαντικότερες αποικίες στην Ιωνία ήταν η Μίλητος και η Έφεσος.

Η δημιουργία αποικιών στη Μικρά Ασία ήταν μια προοπτική που χρόνια απασχολούσε τα αρχαία ελληνικά φύλα και κυρίως τους Αχαιούς, δεδομένου ότι ήταν πολύ πιο εύπορα από την ορεινή και σχετικά άγονη ελληνική χερσόνησο.

Οι Ίωνες μιλούσαν την ιωνική διάλεκτο. Η διάλεκτος αυτή αποτελεί τη γλώσσα της επικής ποίησης, καθώς το ομηρικό ιδίωμα έχει ως βάση του την ιωνική εμπλουτισμένη με στοιχεία από την αιολική και την αρκαδοκυπριακή.

Οι λυρικοί ποιητές όπως ο Τυρταίος, ο Αρχίλοχος και άλλοι, χρησιμοποιούσαν την ιωνική διάλεκτο για τις ελεγείες τους. Επίσης ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος έγραφαν στην ιωνική. Χαρακτηριστικά τα α και ε μακρά γράφονται η και η εξάλειψη του συμφώνου F (δίγαμμα). Επίσης ο σχηματισμός των απαρεμφάτων σε -ναι είναι ιωνικό στοιχείο. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. η Μίλητος και η Έφεσος έγιναν κέντρα όσον αφορά τη σκέψη πάνω στο φυσικό κόσμο.

Με βάση αυτή τη σκέψη δημιουργούνταν υποθέσεις που εξηγούσαν τα φυσικά φαινόμενα χωρίς να αποδίδεται το αίτιό τους στο θείο, όπως γινόταν μέχρι τότε. Οι υποθέσεις αυτές διαχέονταν από την έρευνα και από προσωπικές εμπειρίες. Οι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος λέγονταν «Φυσικοί» ή «Φυσιολόγοι».

Κύριος εκπρόσωπος ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο οποίος ήταν κι ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Και ο λεγόμενος «σκοτεινός» φιλόσοφος Ηρακλειτος από την Έφεσο.

Δωριείς: Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα τέσσερα της αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου.

Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα περίπου τον 12ο π.Χ. αιώνα και κατέλυσαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων.

Νεώτερες όμως μελέτες συνδυάζουν την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να συνηγορούν σε μια τέτοια βίαιη εισβολή και γλωσσολογικών στοιχείων από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, και αμφισβητούν έντονα την εκδοχή αυτή.

Η μετακίνησή τους αυτή, που είναι γνωστή ως «Κάθοδος των Δωριέων», παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σκοτεινότερα σημεία της ελληνικής ιστορίας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν βασίλευε ο Δευκαλίων, οι Δωριείς κατοικούσαν στην Φθιώτιδα. Από εκεί, ενώ βασιλιάς τους ήταν ο Δώρος, από τον οποίο πήραν και το όνομά τους, πήγαν στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στην περιοχή που ονομαζόταν Ιστιαιώτις.

Οι Κάδμειοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αυτή και να εγκατασταθούν στην Πίνδο, σε μια περιοχή που εκτείνεται από την περιφέρεια Καστοριάς, Γρεβενών έως και την επαρχία Μετσόβου, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί.

Από εκεί ξεκίνησε η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ., μέσω του περάσματος της Δεσκάτης, που αποτέλεσε ιστορικό γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας, και είχε το χαρακτήρα εγκατάστασης ενός λαού σε πιο εύφορα και προσοδοφόρα εδάφη.

Αυτή η εσωτερική μετανάστευση των Δωριέων αποτέλεσε τμήμα της γενικότερης προσπάθειας των δυτικών φυλετικών ομάδων να κατακτήσουν νέες περιοχές. Οι ακριβείς συνθήκες της μετακίνησής τους προς νότον παραμένουν άγνωστες. Οι Δωριείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους εγκατάστασής τους, καθώς είτε δέχτηκαν την πίεση άλλων φυλετικών ομάδων, είτε οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι δεν επαρκούσαν.

Ενώ παλαιότερα εικάζοταν ότι η εξάπλωση των Δωριέων ήταν το κυριότερο αίτιο κατάρρευσης του μυκηναϊκού κόσμου, οι ιστορικοί σήμερα τείνουν στην αντίθετη εκδοχή, ότι η κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου των Αχαιών αποτέλεσε το κυριότερο αίτιο της γρήγορης εξάπλωσης του δωρικού στοιχείου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται η άποψη ότι ότι οι Δωριείς ήταν ένα ελληνικό ποιμενικό και πρωτόγονο σχετικά φύλο που κατοικούσε στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, και το οποίο μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου κατέλαβε πεδινές περιοχές.

Πέρα από τις μαρτυρίες των ιστορικών, υπάρχει και το αντίστοιχο μυθολογικό πλαίσιο. Οι Δωριείς κατάγονταν από τον Δώρο, γιο του Έλληνα, ο οποίος είχε υπό την εξουσία του την ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτούς κατέφυγαν οι απόγονοι του Ηρακλή, μετά το θάνατο του Ύλλου και τον διωγμό τους από την Πελοπόννησο.

Ακόμη, αναφέρεται ότι, όταν οι Ηρακλείδες έφθασαν στον Αιγιμιό, βασιλιά των Δωριέων, ο Ύλλος ζούσε. Ο Αιγιμιός υιοθέτησε τον Ύλλο και μαζί με τους δυο γιους του, Πάμφυλο και Δυμάνα, τον έκανε συγκληρονόμο στο ένα τρίτο του βασιλείου του. Διωγμένοι από τα γειτονικά φύλα οι Δωριείς κατέφυγαν, μετά από πολλές μετακινήσεις, στη Δωρίδα και από εκεί στην Πελοπόννησο.

Τη χώρα τη μοίρασαν οι δισέγγονοι του Ύλλου, Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος, μαζί με τους Πάμφυλο και Δυμάνα. Την κατάκτηση της Πελοποννήσου και την κυριαρχία τους στους αχαϊκούς πληθυσμούς, οι Δωριείς την ερμήνευσαν με το μύθο της «επανόδου των Ηρακλειδών», δηλαδή την επιστροφή των απογόνων του Ηρακλή στην αρχαία τους κοιτίδα.

Αιολείς: Ήλθαν από τήν Θεσσαλία περί τό 1900 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στήν Πελοπόννησο καί συγχωνεύτηκαν μέ τούς Αχαιούς. Τό όνομα ανατρέχει φυσικά στόν Αίολο τόν γιό τού Έλληνα καί εγγονό τού Δευκαλίωνος. Γιός τού Αιόλου ήταν ο Αθάμας, ο οποίος μέ τήν Νεφέλη έκανε τόν Φρίξο καί τήν Έλλη, εξ ής καί ο Ελλήσποντος καλείται.

Γραικοί: Από τόν Γραικό πού όπως καί ο Έλλην γενεαλογείται απ’ τόν Δευκαλίωνα ή κατ’ άλλους θεωρείται αδελφός τού Λατίνου. Τό όνομα ετυμολογείται από τό γηραιός καί γραία κι αυτό από τήν Γαία καί επομένως αντιλαμβάνεται κανείς τό παμπάλαιον αφ’ ενός τού ονόματος αφ’ ετέρου δέ τό γηγενές αυτού. Επεκράτησε κατά τούς μέσους χρόνους (ανασυρθέν φυσικά από τό βαθύτατο παρελθόν) ως εθνική ονομασία τών Ελλήνων ιδίως στήν ύπαιθρο, διότι τό Έλληνες σήμαινε πλέον ειδωλολάτρες.

Διά τών Λατίνων πού τό παρέλαβαν από τήν γειτονική Ήπειρο διαδόθηκε στήν Δύση (παρεφθάρη φυσικά όπως άλλωστε καί η Ελληνική γλωσσα πού κατακρεουργημένη κατέληξε στίς διαφόρους διαλέκτους), καί έχουμε τό γνωστό Graeci καί τά σημερινά ακατανόητα Greece, Grece, καί τά λοιπά παρόμοια.

Μετά μάλιστα τήν δημιουργία νέας αυτοκρατορίας απ’ τούς Δυτικούς μέ φορέα τού αξιώματος τόν Κάρολο τό 800 μ.Χ., πού ήταν τό αποκορύφωμα τής διάστασης μεταξύ τής παπικής εξουσίας καί τής πολιτικής εξουσίας τής Κωνσταντινουπόλεως, έγινε κατασυκοφάντησις τών Ελλήνων, ώστε τό όνομα Γραικός νά σημαίνει αίρεση καί κατά τούς χρόνους τής Φραγκοκρατίας μάλιστα ενισχύθηκε εντονότατα ο μισελληνισμός.

Γνωστή είναι η φράση τού » πρωθυπουργού» τού Κ. Παλαιολόγου Λουκά Νοταρά » κρειττότερον ιδείν εν μέσει Πόλει φακιόλιον Τούρκου ή ρωμαϊκήν καλύπτραν». Νά σημειώσουμε μέ τήν ευκαιρία ότι ο Κάρολος ζήτησε σέ γάμο τήν 1η γυναίκα αυτοκράτειρα τήν Ειρήνη τήν Αθηναία.

Μετά τήν πτώση τής Πόλης, εκτός από τό ρεύμα λογίων πού συνέρευσε στήν Δύσι καί προκάλεσε τήν αναγέννηση, υπήρξαν καί πολλοί δυστυχείς πρόσφυγες, πολλοί από τούς οποίους παρανομούσαν γιά νά καταφέρουν νά επιβιώσουν καί αυτό συνέτεινε ώστε τό «Γραικός» νά σημαίνει καί «απατεών».

Δαναοί: Ελληνικό φύλο, πού προερχόμενο από τήν Ήπειρο, εγκαταστάθηκε κυρίως στήν Πελοπόννησο περί τό 2000 π.Χ. Timeo Danaos et dona ferentes (= φοβούμαι τούς Δαναούς καί δώρα φέροντας). Η φράση αυτή ανήκει στόν γαλάτη Βιργίλιο καί ασφαλώς εκφράζει τόν φθόνο κατά τών Ελλήνων αλλά καί τήν προσπάθεια υποτίμησης τού Ελληνικού Πνεύματος πού ήταν κυρίαρχο ακόμα καί κατά τήν Ρωμαϊκή στρατιωτική κυριαρχία. Άλλωστε κατά τόν Οράτιο «η Ελλάς ηττηθείσα τόν τραχύν νικητήν ενίκησε καί τάς τέχνας εισήγαγε εις τό αγροίκον Λάτιον».

Σελλοί: Κατά τόν Αριστοτέλη πανάρχαιοι κάτοικοι τής κεντρικής Ηπείρου πού καλούνταν τότε μέν Γραικοί, τώρα δέ Έλληνες. Απ’ τό όνομα αυτό κατά μία εκδοχή καί τό Έλληνες.

Έλληνες: Το ελληνικό φύλο τού Αχιλλέα πού κατοικούσε τήν Φθία. Εκαλούντο καί Μυρμιδόνες. Ήλθε από τήν Ήπειρο καί επεκτάθηκε σέ ευρύτερη περιοχή. Τό όνομα προέρχεται από τον Έλληνα, γιό τού Δευκαλίωνος πού γεννήθηκε μέ «σπέρμα Διός». Τόν 8ο π.Χ. αιώνα όλα τά Ελληνικά φύλα πήραν αυτό τό όνομα. Στά πρώτα χρόνια τής επικράτησης τού Χριστιαννισμού τό όνομα Έλλην κατέληξε νά σημαίνει ειδωλολάτρης.

Απ’ τόν 9ο αιώνα όμως μέ τόν Φώτιο καθηγητή καί μετέπειτα πατριάρχη, πού τό σπίτι του είχε μετατραπεί σέ κέντρο φιλολογικών συναναστροφών, πού επανιδρύθηκε τό Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως καί συνεστήθη πλήθος άλλων ιδιωτικών ανωτάτων σχολών έχουμε επανεμφάνιση τού ονόματος «Έλλην». Τόν 11ο αιώνα έχομε νέα ενίσχυση τού ονόματος μέ τόν Μιχαήλ Ψελλό καί τήν Άννα Κομνηνή.

Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις αυτοκράτωρ Νίκαιας έλεγε: «Πάσαν τοίνυν φιλοσοφίαν καί γνώσις Ελλήνων εύρεμα…Σύ δέ ώ Ιταλέ τίνος ένεκεν εγκαυχά; «Ο Γεώργιος Γεμιστός τόνιζε στόν Μανουήλ Παλαιολόγο, ότι οι άνθρωποι, τών οποίων ηγείται είναι «Έλληνες» τό γένος ως ή τε φωνή καί η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

5. Η τέχνη της ώριμης κλασικής εποχής

5.1. Η ερυθρόμορφη αττική αγγειογραφία των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ. και η σχέση της με τη μεγάλη ζωγραφική

Οι μαθητές και οι συνεχιστές των σπουδαίων αγγειογράφων του πρώτου τετάρτου του 5ου αιώνα π.Χ. δεν έφτασαν το επίπεδο των δασκάλων τους· το σχέδιό τους είναι πιο βιαστικό και η τεχνοτροπία τους γίνεται μανιεριστική, επαναλαμβάνει δηλαδή παλαιότερους τύπους και φανερώνει κάποια εκζήτηση. Ωστόσο, σε ορισμένα από τα αγγεία της περιόδου αυτής, ιδιαίτερα στα μεγάλα σχήματα, εμφανίζονται για πρώτη φορά τρόποι απεικόνισης και μοτίβα που προδίδουν την επίδραση της μεγάλης ζωγραφικής, για την οποία ξέρουμε ότι γνώρισε τότε μεγάλη άνθηση χάρη σε καλλιτέχνες που άνοιξαν νέους δρόμους. Η πιο σημαντική καινοτομία είναι η χρήση της προοπτικής, που είναι ένας τρόπος για να δηλωθεί με σχεδιαστικά μέσα η τρίτη διάσταση, δηλαδή το βάθος μιας εικόνας. Έτσι, όταν ο ζωγράφος θέλει να δείξει ότι κάποιες μορφές απέχουν σε σχέση με τον θεατή περισσότερο από άλλες, τις εικονίζει μικρότερες και σε υψηλότερο επίπεδο. Η προοπτική αναπτύχθηκε κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα για τη δημιουργία σκηνικών στο θέατρο και γι᾽ αυτό ονομάστηκε σκηνογραφία. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι αυτή η τεχνική ανακαλύφθηκε ήδη πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα και τη συναντούμε πράγματι σε αγγειογραφίες αυτής της περιόδου. Βλέπουμε, για παράδειγμα, να τοποθετούνται οι ανθρώπινες μορφές σε διαφορετικά επίπεδα, για να δηλωθεί η μεταξύ τους απόσταση ή να κρύβονται εν μέρει από στοιχεία του τοπίου, όπως βράχους ή εξάρματα του εδάφους. Μια άλλη ανακάλυψη της μεγάλης ζωγραφικής που τοποθετείται στα ίδια χρόνια (δηλαδή ανάμεσα στο 480 και το 450 π.Χ.) είναι η φωτοσκίαση, με την οποία δηλώνεται ο όγκος των σωμάτων.

Για κάποιους από τους ζωγράφους της περιόδου που εξετάζουμε οι αρχαίοι συγγραφείς μάς δίνουν πληροφορίες και μνημονεύουν έργα τους. Οι δύο σημαντικότεροι είναι ο Θάσιος Πολύγνωτος και ο Αθηναίος Μίκων, που εκτός από ζωγράφος ήταν και γλύπτης. Τα έργα των καλλιτεχνών αυτών, ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν δημόσια οικοδομήματα στην Αθήνα και στους Δελφούς, γρήγορα απέκτησαν μεγάλη φήμη και προκαλούσαν τον θαυμασμό ως το τέλος της Αρχαιότητας, παρόλο που στα μεταγενέστερα χρόνια δεν διατηρούνταν πολύ καλά. Αξίζει να αναφέρουμε τις τοιχογραφίες του Μίκωνος και του Πολυγνώτου στην Ποικίλη Στοά στην Αγορά της Αθήνας (ο Μίκων είχε ζωγραφίσει την Αμαζονομαχία και τη μάχη του Μαραθώνα και ο Πολύγνωτος την άλωση της Τροίας), του Μίκωνος στο ιερό του Θησέα (Αμαζονομαχία, Κενταυρομαχία και αναγνώριση του Θησέα) και του Πολυγνώτου στη λεγόμενη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς (άλωση της Τροίας και κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη). Δεν είναι παράξενο ότι έργα της μεγάλης ζωγραφικής όπως αυτά χρησίμευσαν ως πρότυπα για μερικούς από τους πιο άξιους Αθηναίους αγγειογράφους της ίδιας εποχής.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

13.4. Η ανθρωπογεωγραφία της φιλοσοφίας


Στὴν ἱστορία λίγες
γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα.

Κ. Π. Καβάφης, «Καισαρίων»

Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε καταλόγους φιλοσόφων από τα ελληνιστικά έως και τα αυτοκρατορικά χρόνια, μακροσκελείς σαν τον ομηρικό κατάλογο των πλοίων, με ονόματα λαμπερά μα πιο πολύ άσημα, ονόματα που συχνά έμειναν μια υποσημείωση στα παλιά βιβλία της ιστορίας της φιλοσοφίας.



Άνθρωποι από την Πελοπόννησο, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Αραβία, από όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, βρέθηκαν να σπουδάζουν σε κάποια από τις πολλές πόλεις που διέθεταν σχολή. Αγαπημένοι φοιτητικοί και φιλοσοφικοί προορισμοί παρέμεναν η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια και η Ρώμη. Οι φοιτητές είτε απλώς παρακολουθούσαν τα μαθήματα είτε επέλεγαν και ακολουθούσαν μία από τις μεγάλες φιλοσοφίες της εποχής, άλλοτε πιστά άλλοτε πιο ελεύθερα.

Οι τρεις μεγάλες σχολές της ελληνιστικής περιόδου διατηρήθηκαν στα αυτοκρατορικά χρόνια και έβγαλαν μερικά λαμπρά ονόματα. Αρκεί να θυμηθούμε τον Σενέκα, τον Επίκτητο και τον Μάρκο Αυρήλιο από τους Στωικούς, τον επικούρειο Διογένη από τα Οινόανδα, τον σκεπτικό Σέξτο Εμπειρικό. Οι Αριστοτελικοί περιορίστηκαν στον σχολιασμό του έργου του δασκάλου, με πρωτοπόρο τον Αλέξανδρο από την Αφροδισιάδα. Και η πλατωνική παράδοση, που έμελλε να επικρατήσει, δεν παρουσίασε έως τον Πλωτίνο κάποια σημαντική φιλοσοφική προσωπικότητα.