Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

3.8. Επιλεγόμενα στην Κλασική εποχή

Εύκολα διαπιστώνουμε, μελετώντας τον πίνακα, ότι η Κλασική εποχή χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ζωηρή πνευματική κίνηση όπου μετέχουν προσωπικότητες πρώτου μεγέθους: φιλόσοφοι σαν τον Δημόκριτο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ποιητές σαν τον Πίνδαρο και τους μεγάλους τραγικούς, ιστορικοί σαν τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, ρήτορες και πολιτικοί σαν τον Περικλή, τον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη, επιστήμονες σαν τον Ιπποκράτη κλπ.

Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι καλλιτέχνες και οι άνθρωποι των γραμμάτων έζησαν και έδρασαν στην Αθήνα, που με τις επιτυχίες της στα Περσικά, με το μεγαλόπνοο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή, με τη Συμμαχία της Δήλου, με τη φωτισμένη διακυβέρνηση του Περικλή και με το φιλελεύθερο δημοκρατικό της πολίτευμα ευνοούσε την πολιτισμική ανθοφορία όσο καμιά άλλη πόλη.[1] Αντίθετα, είναι χαρακτηριστικό ότι στα κλασικά χρόνια η ξενόφοβη, ολιγαρχική και στρατοκρατούμενη Σπάρτη, ακόμα και μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν έχει να επιδείξει ούτε έναν αξιόλογο συγγραφέα ή καλλιτέχνη.

Η ακμή της Αθήνας ας μην επισκιάσει την πνευματική κίνηση που συνεχιζόταν αμείωτη στη Μεγάλη Ελλάδα (Παρμενίδης, Ζήνων, Εμπεδοκλής, Αριστόξενος, Επίχαρμος, Σώφρων, Κόρακας, Τισίας κ.ά.), στη Μικρασία (Ηράκλειτος, Αναξαγόρας, Πανύασης, Αντίμαχος, Τιμόθεος κ.ά.), στα νησιά του Αιγαίου (Εύηνος, Βακχυλίδης, Ήριννα, Ελλάνικος, Στησίμβροτος, Κτησίας, Θεόπομπος, Ιπποκράτης κ.ά.) και αλλού. Σε πολλά, άλλωστε, η αθηναϊκή πνευματική άνθιση είχε τις ρίζες της έξω από την Αθήνα: η κωμική φλέβα διαπιστώσαμε ότι ξεκίνησε από τη Σικελία, όπως και η διδασκαλία της ρητορικής· και οι πρωτεργάτες του σοφιστικού κινήματος κατάγονταν ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο Γοργίας από τη Σικελία και ο Πρόδικος από τη Τζια.

Αξιοπρόσεχτο ότι η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η κατάληψή της και η (προσωρινή) κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, γεγονότα που σημείωσαν το τέλος της πολιτικής της κυριαρχίας, δεν επηρέασαν αρνητικά την υπεροχή της στα γράμματα, που συνεχίστηκε και τον τέταρτο αιώνα. Κάθε άλλο: η καταδίκη του Σωκράτη, αποτέλεσμα της πολιτικής κακοδαιμονίας που ακολούθησε την καταστροφή, γονιμοποίησε τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς και οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων φιλοσοφικών σχολών και η βαθμιαία επέκταση και κυριαρχία της Μακεδονίας προκάλεσε έντονες πολιτικές συγκρούσεις όπου αναδείχτηκαν πολιτικοί στοχαστές και ρήτορες σαν τον Ισοκράτη, τον Δημοσθένη, τον Αισχίνη κ.ά.
---------------------------
1. Αθηναίοι ήταν (αλφαβητικά): ο Αισχίνης, ο Αισχύλος, ο Ανδοκίδης, ο Αντιφών, ο Αριστοφάνης, ο Δημοσθένης, ο Εύπολης, ο Ευριπίδης, ο Θουκυδίδης, ο Ισοκράτης, ο Κράτης, ο Κρατίνος, ο Κριτίας, ο Λυκούργος, ο Ξενοφών, ο Πλάτων, ο Σοφοκλής, ο Σπεύσιππος, ο Σωκράτης, ο Υπερείδης, ο Φερεκράτης, ο Φρύνιχος, ο Χοιρίλος κ.ά.π. Από άλλες πόλεις ήρθαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα: ο Αλκιδάμας από την Ελέα της Αιολίας, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές, ο Αριστοτέλης από τα Στάγειρα, ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη της Σικελίας, ο Διογένης ο κυνικός από τη Σινώπη, ο Διοκλής από την Κάρυστο, ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό, ο Θεόφραστος από τη Μυτιλήνη, ο Ισαίος από τη Χαλκίδα, ο Λυσίας από τις Συρακούσες, ο Ξενοκράτης από τη Χαλκηδόνα, ο Πρατίνας από τον Φλειούντα, ο Πρόδικος από την Τζια, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, κ.ά.π.

Χορός και αρχαίο δράμα

Ένα βασικό στοιχείο σχετικό με το αθηναϊκό δράμα της κλασικής αρχαιότητας που αδυνατούμε να συλλάβουμε και σταθερά μας διαφεύγει είναι ο ρόλος του Χορού. Ο ρόλος δηλαδή μιας 15μελούς ή 12μελούς ομάδας στις τραγωδίες ή και μεγαλύτερης στις κωμωδίες, που καταλάμβανε τον κυκλικό χώρο της ορχήστρας. Σε αυτή τη θέση, η οποία ήταν χώρος πρωτογενής για το αρχαίο θέατρο, ο Χορός τραγουδούσε και, παράλληλα, εκτελούσε χορευτικές κινήσεις (ὄρχησιν), διαμοιρασμένος σε ημιχόρια και υπό τους ήχους της μουσικής αυλού.

Οι χορικές παραστάσεις –και η χορική ποίηση ως απαραίτητο συστατικό τους– δεν αποτελούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό του αθηναϊκού δράματος. Είναι φαινόμενο που παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα στις προ-βιομηχανικές κοινωνίες, καθώς μέσα από τέτοιες πρακτικές οι άνθρωποι αναπαριστούν τελετουργικά τους αρχετυπικούς τους μύθους και τις αφηγήσεις τους πάνω στις κάθε λογής κοινές αξίες τους, συσφίγγοντας έτσι τους δεσμούς τους, διαμορφώνοντας και αναδιαμορφώνοντας συλλογικές ταυτότητες.

Και με τον τρόπο ακριβώς αυτόν λειτουργούσαν και στον ελληνόφωνο κόσμο της αρχαιότητας, όπου την πρωτοκαθεδρία στα χορικά δρώμενα την είχαν οι δωρικές πόλεις, με τη γνωστή τους εμμονή στις φυλετικές παραδόσεις. Στο πλαίσιο των δωρικών αυτών δρωμένων καλλιεργήθηκε και ο διθύραμβος, ύμνος αφιερωμένος στον Διόνυσο, στον οποίο Χορός 50 θιασωτών, μεταμφιεσμένων σε Σατύρους και Σειληνούς (δηλαδή στους θρυλικούς διονυσιακούς ακόλουθους), τραγουδούσε και απέδιδε με τις κινήσεις του σώματος τα πάθη και τους άθλους του θεού.

Ωστόσο, όταν το είδος αυτό εισήχθη στην Αττική, που διέθετε τη δική της, ιωνική – και μάλλον ισχυρότερη– φλέβα διονυσιασμού, ο ριζοσπαστισμός του αθηναϊκού πνεύματος επέφερε μια σημαντική καινοτομία. Κι έτσι, στην κρασομάνα πεντελική Ικαρία, που αποτελούσε βασικό πυρήνα της ντόπιας διονυσιακής λατρείας, ο Αθηναίος ποιητής Θέσπις στάθηκε απέναντι στον διθυραμβικό Χορό, διαλεγόμενος μαζί του, ως υποκριτής που για πρώτη φορά υποδυόταν τον θεό τον ίδιο. Έτσι γεννήθηκε –λένε οι πηγές– το αθηναϊκό δράμα. Κι έτσι πραγματώθηκε ο συγκερασμός δύο διαφορετικών αντιλήψεων: της συλλογικής και της ατομικής. Ή για να το πούμε πιο σωστά, αναδύθηκε η ατομική ταυτότητα μέσα από τη συλλογική και, από τελετουργική άποψη, της αφέθηκε το περιθώριο για να αναπνεύσει και να υπάρξει ελεύθερα. Κι από τότε, στο αθηναϊκό θέατρο άρχισε να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο η έκφραση της ατομικής σκέψης και τα δράματα απέβαλαν τους περιορισμούς της διονυσιακής θεματολογίας κι απέκτησαν ποικιλία στο περιεχόμενο κι οι βασικοί χαρακτήρες των έργων έγιναν περισσότεροι κι αυξήθηκε ο αριθμός των υποκριτών κι, αντίστοιχα, μειώθηκε ο αριθμός των συμμετεχόντων στον Χορό.

Και φτάνουμε, λοιπόν, στα έργα της ακμής που, στα δικά μας μάτια, περιστρέφονται αποκλειστικά γύρω από τη σύγκρουση –από άποψη θέσεων, στάσεων και συμπεριφορών– δύο τουλάχιστον διαφορετικών χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν ο καθένας τους μια διαφορετική τάξη δικαίου. Εν μέρει, δεν έχουμε άδικο να το βλέπουμε το θέμα έτσι. Γιατί τι άλλο αποτελούσε άξονα στη δραματική πλοκή από τον αγώνα λόγων μεταξύ αντιτιθέμενων ηρώων; Το πράγμα αποτελούσε αντανάκλαση, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Jean-Pierre Vernant, των αγώνων λόγου που συνηθίζονταν στις συνελεύσεις του αθηναϊκού δήμου ή στα λαϊκά δικαστήρια. Και το κοινό του θεάτρου διψούσε για τέτοιες κορυφώσεις της έντασης, ίσως ακόμη περισσότερο απ’ όσο διψάμε εμείς τώρα.

Κι έτσι, στα μάτια τα δικά μας, το αθηναϊκό δράμα πραγματωνόταν στα λεγόμενα επεισόδια, δηλαδή στον θεατρικό χρόνο που προοριζόταν για τους ήρωες, με τους εκτενείς τους μονολόγους ή τις κεραυνοβόλες τους στιχομυθίες. Οπότε, στα μάτια τα δικά μας, τι ήτανε τα χορικά; Μικρά μουσικο-χορευτικά διαλείμματα, εκτελεσμένα από ομάδες με πολύχρωμα κοστούμια, μικρές επιβραδύνσεις και ανάπαυλες στην περιπέτεια, προορισμένες να ξεκουράσουν λίγο το κοινό απ’ το πολύ suspense και να διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του μέχρι το τέλος. Μόνο που δεν σκεφτόμαστε τα χορικά ως χρόνο κατάλληλο για κατανάλωση ποπ-κορν και αναψυκτικών!

Παραβλέπουμε, λοιπόν, το γεγονός ότι, όταν ένας ποιητής ζητούσε άδεια απ’ τις αρχές της πόλης να συμμετάσχει στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων, σύμφωνα με το θεατρικό πρωτόκολλο, «ᾔτει χορόν» κι έψαχνε χορηγό, χρηματοδότη δηλαδή για να ασκήσει τον Χορό του. Παραβλέπουμε επίσης ότι ο Χορός εμπλεκόταν διαρκώς (συνήθως μέσω του Κορυφαίου του) σε άμεσο διάλογο με τους βασικούς χαρακτήρες κάθε έργου ή συνέπασχε μαζί τους, και ότι στα τραγούδια του εξέφραζε τις δικές του σκέψεις του γύρω από τα τεκταινόμενα στην υπόθεση. Κι ούτε που το σκεφτόμαστε ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ο Χορός λειτουργούσε σχεδόν σαν κομβικής σημασίας ήρωας, όπως στις Ευμενίδες του Αισχύλου, στις οποίες ο Κορυφαίος ενός Χορού Ερινύων εκτέλεσε τόσο βίαια τον Δέσμιο Ύμνο γύρω από τον μητροκτόνο Ορέστη, τρελαίνοντάς τον με τύψεις, ώστε πολλοί από το κοινό λιποθύμησαν απ’ την τρομάρα τους –κι ήτανε τόσο έντονη η ανάμνηση εκείνου του άγριου χορού, που διαπέρασε τους αιώνες και διασώθηκε για εμάς σε όσα έγραφε για εκείνη την πρώτη παράσταση βυζαντινός σχολιαστής!

Γιατί, λοιπόν, συνέβαιναν όλα αυτά που εμείς αδυνατούμε να συλλάβουμε; Επειδή στο αθηναϊκό δράμα ο Χορός αντιπροσώπευε όχι τόσο τον φορέα απολιθωμένων παραδόσεων (έτσι όπως γινόταν συνήθως στις κοινωνίες φυλετικής οργάνωσης), αλλά ένα ισχυρότατο συλλογικό σώμα, σώμα πολιτικό, με άποψη και αίτημα δικαιοσύνης. Αντιπροσώπευε τον ίδιο τον αθηναϊκό δήμο που ήταν απαιτητικός και επιθετικός κι, εν τέλει, από την ψήφο του κρίνονταν οι υποθέσεις όλες και στην αγορά και στα λαϊκά δικαστήρια και στους ίδιους τους δραματικούς αγώνες.

Κατά ειρωνεία της τύχης, όπως συνέπασχε με τους ήρωες του ο Χορός του αρχαίου δράματος, έτσι κατέληξε να συμπάσχει –και μάλιστα να πέφτει– μαζί με τους πολιτικούς του “ήρωες” κι ο αθηναϊκός δήμος. Κανένας άλλος δεν διέκρινε καλύτερα την αναλογία αυτήν μεταξύ θεάτρου και πολιτικής, με έμφαση μάλιστα στον ρόλο του Χορού, από τον ιστορικό Θουκυδίδη. Γιατί εκείνος παρουσίασε τους αθηναίους οπλίτες, οι οποίοι από διάφορα σημεία στην ξηρά παρακολουθούσαν την τελική ναυμαχία που έμελλε να κρίνει την έκβαση της μεγαλεπήβολης, αλλά και ριψοκίνδυνης, επιχείρησης των Αθηναίων στη Σικελία, σαν να ήταν μέλη ενός Χορού τραγωδίας. Ανάλογα με την ορατότητα που είχαν –λέει– διάφορες ομάδες οπλιτών προς διαφορετικές εστίες της ναυτικής σύγκρουσης είτε ζητωκραύγαζαν όλοι μαζί, είτε θρηνούσαν, και με τις κινήσεις των σωμάτων τους εκδήλωναν με αγωνία τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά τους. Επρόκειτο για εκείνο το μεγάλο δράμα στο οποίο η πόλη εκτελούσε την πιο πικρή της ὄρχησιν.

Το Ανεξιχνίαστο

Η Ενότητα της Ύπαρξης συμπεριλαμβάνει και το ιδιαίτερο, το μερικό, το κάθε τι μεμονωμένο, το χαμένο στην απλωσιά του κόσμου.

Η Ζωή είναι κάτι πιο βαθύ από τον τροχό των επιθυμιών που γυρνάει πάντα στα ίδια και τα ίδια χωρίς ν’ αλλάζει τίποτα.

Αν δεν μπορείς να ελευθερωθείς από την φυλακή της σκέψης είναι γιατί απλά δεν υπάρχει φυλακή… εσύ τροφοδοτείς τη σκέψη κι εσύ αποδεσμεύεσαι από αυτή… η απόφαση είναι δική σου.

Όποιο μυστικό δρόμο κι αν πάρεις κάποια στιγμή θα φτάσεις στο ίδιο αδιέξοδο, στο ίδιο αναπόφευκτο δίλλημα, να βιώσεις προσωπικά την Πραγματικότητα, να ενωθείς εσύ ο ίδιος με τον Θεό, να ψηλαφίσεις την Αιωνιότητα.

Όσο η Αντίληψη επεκτείνεται στο Χώρο της Άγνοιας, Φωτίζοντάς τον, τόσο γενικότερες αντιλήψεις συλλαμβάνει… μέχρι που να φτάσει στο Ανεξιχνίαστο. Κι είναι Αυτό που πρέπει να ψηλαφίσεις ο ίδιος, προσωπικά, εγκαταλείποντας (στο τέλος) τον ίδιο τον εαυτό σου.

Η Πραγματική Δράση: Αγκαλιάζοντας τη Ροή της Ζωής

Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε και να πλοηγηθούμε στις πολυπλοκότητες της ζωής, βασιζόμαστε συχνά σε νοητικές διατυπώσεις και διανοητικές κατασκευές. Αυτά χρησιμεύουν ως οδηγοί, προτροπές ή κίνητρα για δράση, αλλά δεν αποτελούν την ουσία της αληθινής εμπειρίας. Η νοητική διατύπωση της αλήθειας, αν και είναι χρήσιμη με τον δικό της τρόπο, διαφέρει από το φυσικό γεγονός της εμπειρίας της αλήθειας. Η αληθινή σωματική δράση δεν είναι αποτέλεσμα πνευματικής κατανόησης ή πειθαρχημένων προσπαθειών που στοχεύουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Προκύπτει από μια βαθιά βύθιση στην ίδια τη ζωή, μια εγκατάλειψη που μας επιτρέπει να κινηθούμε φυσικά προς το σωστό τέλος των περιστάσεων.

Οι περιορισμοί των νοητικών κατασκευών

Οι ερμηνείες, οι αιτιολογήσεις και οι χειρισμοί σκέψης, δράσης ή καταστάσεων ανήκουν στη σφαίρα του νοητικού, συμβολικού και συχνά φανταστικού. Αυτές οι κατασκευές είναι χρήσιμες για την πλοήγηση σε ορισμένες πτυχές της ζωής, αλλά υπολείπονται όταν πρόκειται να βιώσουμε την πραγματικότητα στην πιο αγνή της μορφή. Η πραγματικότητα δεν διαμορφώνεται από τις αντιλήψεις ή τα σχέδιά μας. δομείται από φυσικά γεγονότα και ρέει ανεξάρτητα από τις νοητικές μας κατασκευές. Για να ασχοληθούμε αληθινά με τη ζωή, πρέπει να υπερβούμε αυτές τις συμβολικές αναπαραστάσεις και να συνδεθούμε με τη φυσική πραγματικότητα των φυσικών γεγονότων.

Πραγματική Δράση και Όχι-Δράση

Η πραγματική δράση στο φυσικό επίπεδο είναι εγγενώς μια μορφή μη δράσης σε νοητικό, συμβολικό και κατασκευασμένο επίπεδο. Η ζωή είναι μια σειρά από φυσικά γεγονότα και καταστάσεις που ρέουν, που συνεχώς αλλάζουν και μεταμορφώνονται σύμφωνα με τις πραγματικές φυσικές ανάγκες. Είναι ζωντανή και δυναμική, κινείται με τρόπους που συχνά είναι πέρα από τη διανοητική μας αντίληψη. Η αληθινή σωματική δράση ευθυγραμμίζεται με αυτή τη φυσική ροή, ενώ τα νοητικά κατασκευάσματα προσπαθούν να επιβάλουν τάξη και έλεγχο όπου δεν χρειάζεται.

Η Ενότητα της Ύπαρξης

Όσοι μπορούν να δουν ολόκληρη την ύπαρξη κατανοούν και βιώνουν την ενότητά της. Αντιλαμβάνονται την αλληλεξάρτηση όλων των μερών, τη χρονικότητα όλων των συνδυασμών και την παροδικότητα των φαινομένων. Σε αυτή την κατανόηση, βιώνουν τη διαχρονικότητα της παρουσίας και την αιωνιότητα της ροής των φαινομένων. Αυτή η οπτική αποκαλύπτει ότι όλα υπάρχουν χωρίς να εξαρτώνται από κάτι παροδικό. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που υπερβαίνει την ανάγκη σκέψης, ερμηνείας, σχεδιασμού ή παρέμβασης στη φυσική ροή των γεγονότων.

Ζώντας σε αρμονία με τη ζωή

Το να ζεις σε αρμονία με τη ζωή σημαίνει να συμβαδίζεις με τη φυσική της ροή. Σημαίνει να περπατάς ήσυχα, με ειρήνη στον εαυτό σου και να ενεργείς με αγάπη. Αυτή η κατάσταση ύπαρξης δεν αφορά την παθητικότητα ή την αδράνεια. Πρόκειται για την ενασχόληση με τη ζωή με τρόπο που είναι απαλλαγμένος από τους περιορισμούς των νοητικών κατασκευών και των διανοητικών προσπαθειών. Έχει να κάνει με το να είσαι πλήρως παρών, να βιώνεις τη ζωή καθώς εκτυλίσσεται και να ανταποκρίνεσαι στους φυσικούς της ρυθμούς.

Το μυστικιστικό μονοπάτι προς την αληθινή δράση

Η μυστικιστική πορεία προς την αληθινή δράση περιλαμβάνει μια βαθιά αλλαγή στην αντίληψη και την κατανόηση. Απαιτεί να εγκαταλείψουμε την εξάρτησή μας σε νοητικές κατασκευές και διανοητικές προσπάθειες και να αγκαλιάσουμε τη ροή της ζωής όπως είναι. Αυτό το μονοπάτι δεν αφορά την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ή αποτελεσμάτων αλλά για την ευθυγράμμιση του εαυτού μας με τους φυσικούς ρυθμούς και διαδικασίες της ύπαρξης.

1. Υπερβαίνοντας τις νοητικές κατασκευές: Για να εμπλακούμε σε πραγματική δράση, πρέπει να υπερβούμε την εξάρτησή μας από νοητικές κατασκευές. Αυτό περιλαμβάνει την αναγνώριση των περιορισμών των πνευματικών προσπαθειών μας και την αφαίρεση της ανάγκης ελέγχου ή χειραγώγησης της πραγματικότητας. Κάνοντας αυτό, ανοίγουμε τον εαυτό μας στην αληθινή εμπειρία της ζωής.

2. Αγκαλιάζοντας τη Ροή της Ζωής: Η ζωή είναι μια σειρά από φυσικά γεγονότα και ρέουσες καταστάσεις. Αγκαλιάζοντας αυτή τη ροή, ευθυγραμμιζόμαστε με τη δυναμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη φύση της ύπαρξης. Αυτό απαιτεί βαθιά εμπιστοσύνη στις φυσικές διαδικασίες και προθυμία να εγκαταλείψουμε τις προκαταλήψεις και τις προσδοκίες μας.

3. Βιώνοντας την ενότητα και την αλληλεξάρτηση: Όσοι βλέπουν ολόκληρη την ύπαρξη κατανοούν την ενότητα και την αλληλεξάρτησή της. Αυτή η προοπτική αποκαλύπτει τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων και τη χρονικότητα των φαινομένων. Βιώνοντας αυτή την ενότητα, υπερβαίνουμε την ανάγκη για πνευματικές προσπάθειες και ασχολούμαστε με τη ζωή με έναν πιο ολιστικό και αρμονικό τρόπο.

4. Ζώντας σε Διαχρονική Παρουσία: Η εμπειρία της διαχρονικής παρουσίας περιλαμβάνει την πλήρη παρουσία στη στιγμή, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς του χρόνου και των πνευματικών κατασκευών. Αυτή η κατάσταση ύπαρξης μας επιτρέπει να ασχολούμαστε με τη ζωή με τρόπο αυθόρμητο και φυσικό, ανταποκρινόμενο στους ρυθμούς και τις ανάγκες της στιγμής.

5. Δρώντας με Αγάπη και Ειρήνη: Η αληθινή δράση χαρακτηρίζεται από αγάπη και ειρήνη. Ευθυγραμμίζοντας τους εαυτούς μας με τη φυσική ροή της ζωής, ενεργούμε από μια θέση εσωτερικής γαλήνης και αγάπης. Αυτή η κατάσταση της ύπαρξης μας επιτρέπει να ασχολούμαστε με τη ζωή με έναν τρόπο συμπονετικό και αρμονικό, ενισχύοντας μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.

Συμπέρασμα

Η πραγματική δράση δεν αφορά την πνευματική κατανόηση ή τις πειθαρχημένες προσπάθειες που στοχεύουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Πρόκειται για την ευθυγράμμιση του εαυτού μας με τη φυσική ροή της ζωής και την ενασχόλησή μας με αυτήν με τρόπο αυθόρμητο και αρμονικό. Υπερβαίνοντας τις νοητικές κατασκευές και αγκαλιάζοντας τη δυναμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη φύση της ύπαρξης, βιώνουμε την αληθινή ουσία της ζωής. Αυτό το μυστικιστικό μονοπάτι οδηγεί σε μια κατάσταση διαχρονικής παρουσίας, ενότητας και αλληλεξάρτησης, όπου ενεργούμε με αγάπη και ειρήνη. Αυτή είναι η αληθινή ουσία της πραγματικής δράσης, ο απόλυτος προορισμός του πνευματικού μας ταξιδιού.

Απόδειπνο

(Στο Βάθος της Αγιότητας) - (ΕΝΑ)… Πραγματικότητες

Η Βεβαιότητα της ύπαρξής σου βρίσκεται στη «συνείδηση ότι υπάρχεις», δεν εξαρτάται από συνθήκες ύπαρξης, εμπειρίες, ή το περιβάλλον.

Οι Ορίζοντες της ψυχής σου χαράζονται όχι από όσα επιθυμείς αλλά από αυτά που δεν τολμάς (σχεδόν) να ονειρευτείς.

Αυτό που υπάρχει πέρα από την σκέψη δεν θα στο πει ποτέ η σκέψη, αυτή είναι η αδυναμία της… κι είναι αυτή η αδυναμία της σκέψης που κρατά τον Χώρο της Αιωνιότητας Ιερό κι Απαραβίαστο… Υπάρχει τόση Σοφία!

Αυτό που Είσαι Πραγματικά δεν φαίνεται από εκείνα που μπορείς να συλλάβεις, από όσα απορρίπτονται μέχρι να μη μείνει τίποτα, αλλά από το «Τίποτα» που απομένει στο τέλος.

Η Αδυναμία να Αντιληφθείς το Ανεξιχνίαστο, το Ανέγγιχτο Βάθος της Πραγματικότητας, είναι ακριβώς αυτό που σου Αποκαλύπτει το Άπειρο, που σε κάνει Ένα με το Άπειρο.

Εσπερινός

(Στην Απεραντοσύνη της Δύναμης) - (Έκστασις)… Στοχασμοί κι αλήθειες

Ο Χώρος της Εμπειρίας μπορεί να απλώνεται πολύ πιο πέρα από την σκέψη, στα Ανεξιχνίαστα Βάθη της Αντίληψης, εντούτοις όταν μιλάμε για βιώματα της Εσωτερικής Ζωής δεν έχουμε παρά μονάχα τις λέξεις (που φτιάχτηκαν όμως για τον κόσμο της σκέψης)…

Όταν μιλάμε για το μυστικό βίωμα πάντα εννοούμε πράγματα πίσω από τις λέξεις… αλλά αυτός που ακούει συχνά μεταχειρίζεται αυτό που λέμε απλά σαν μια νοητική σύλληψη, μια σύνθεση εννοιών, μια λεκτική έκφραση… κι έτσι το μήνυμα διαλύεται σαν την πρωινή ομίχλη χωρίς ν’ αφήνει ίχνη, παρά μονάχα σταγόνες χωρίς νόημα στο άγονο έδαφος του νου.

Στον Αληθινό Κόσμο της Αιωνιότητας καθένας πρέπει μόνος του να πραγματώσει την Αλήθεια… δεν υπάρχουν οδηγοί, μονοπάτια, χάρτες, μήτε ακόμα προσπάθεια, ή κατάκτηση… ίσως αυτή να είναι η Ομορφιά της Αληθινής Ζωής, ότι είναι Ανέγγιχτη από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Πως γίνεται όλοι μας, όταν ξεπερνούμε τα όρια του εγώ και Αναδυόμαστε στο Άπειρο να έχουμε τις ίδιες εμπειρίες (την ίδια εμπειρία που ρέει στην Αιωνιότητα); Ίσως επειδή πέρα από τα εγώ όλα είναι Ένα.

Η Αλήθεια Είναι Ανέγγιχτη, γι’ αυτό δεν έχει μορφή για την αντίληψη των ανθρώπων… είναι απέραντη χωρίς όρια, χωρίς κατευθύνσεις, μια απλωσιά ίδια όπου κι αν είσαι.

Οι Πόντιοι και το τέλος της Ελληνικής διασποράς

Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους, ο Αλέξιος Α', ο επιλεγόμενος Μέγας Κομνηνός, ιδρύει αυτόνομο κράτος στον Πόντο, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, που ζει 257 χρόνια και καταλύεται μετά την άλωση της Πόλης, το 1461, από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Το κράτος της Τραπεζούντας, που για δυόμισι περίπου αιώνες πορεύεται παράλληλα με τη θνήσκουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σφύζει από ζωή, έτσι που κόβει τις σχέσεις του με το διεφθαρμένο Βυζάντιο. Και γίνεται γιαυτό ο πόλος έλξης των καλών χριστιανών.

Είναι τότε ακριβώς, διά του ελληνόφωνου οικουμενικού χριστιανισμού, που εδραιώνεται περισσότερο η ελληνική, δηλαδή η ελληνιστική γλώσσα σ’ αυτή την περιοχή. Πάντως, κάποιοι Πόντιοι μπορεί να μιλούσαν την εποχή του Αλεξίου κάποια παραφθαρμένα αρχαία ελληνικά. Αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να το βεβαιώσει. Όπως και νάναι, τα ποντιακά δεν είναι τα γνησιότερα ελληνικά επειδή βρίσκονται πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά, αλλά διότι βρίσκονται πιο μακριά από τα οικουμενικά αλεξανδρινά, από τα οποία προέκυψε η σημερινή νεοελληνική γλώσσα. Φαίνεται πως ο ελληνιστικός πολιτισμός δεν είχε μεγάλη επίδραση στον Πόντο. Ίσως γιαυτό η ποντιακή ελληνική διάλεκτος μοιάζει ατελέστερη από την νεοελληνική, αν και διατηρεί φωνολογικούς και λεξικούς τύπους της αρχαίας ελληνικής. Ωστόσο, ούτε την κομψότητα, ούτε την εκφραστική πληρότητα, ούτε τη συντακτική και γραμματική ευκαμψία της έχει.

Για εφτακόσια ολόκληρα χρόνια, από τα μέσα του 11ου αιώνα, που οι Σελτζούκοι Τούρκοι καταχτούν την περιοχή, μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για τους Έλληνες του Πόντου. Ούτε καν οι χρονικογράφοι του Αλεξίου, του βασιλιά του κράτους του Πόντου και των διαδόχων του δεν κάνουν λόγο για Έλληνες. Και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα ούτε ένας Ευρωπαίος περιηγητής δεν προχωρεί παραπέρα από την περιοχή της Σμύρνης, για να έχουμε μια κάποια μαρτυρία για τους Έλληνες του Πόντου. Αλλά ούτε κάποιος Τούρκος χρονικογράφος σημειώνει έστω μια λέξη γι’ αυτούς. Παράξενη και δυσεξήγητη σιωπή. Κι ωστόσο μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών υπήρχαν πολλοί εκεί, που μιλούσαν ελληνικά. Όμως, η ελληνική γλώσσα δεν ήταν ούτε το μόνο ούτε το κύριο κριτήριο για την ανταλλαγή τους. Το κύριο κριτήριο ήταν η χριστιανική πίστη. Γιαυτό και ανταλλάχτηκαν και χριστιανοί που δε μιλούσαν ελληνικά, οι Καππαδόκες.

Επειδή, λοιπόν, η ανταλλαγή έγινε με βασικό κριτήριο την πίστη και όχι τη γλώσσα, εύκολα συμπεραίνουμε πως δεν ήταν όλοι Έλληνες την καταγωγή αυτοί που ανταλλάχτηκαν, αν και όλοι ήταν χριστιανοί. Άλλωστε, ούτε Τούρκοι ήταν όλοι οι μουσουλμάνοι που έφυγαν απ’ την Ελλάδα το 1924. Η περίπτωση των περίφημων Τουρκοκρητικών είναι μια αδιάψευστη μαρτυρία του γεγονότος πως η ανταλλαγή έγινε με ένα μόνο από τα κύρια εθνολογικά γνωρίσματα, αυτό του θρησκεύματος. (Οι Τουρκοκρητικοί σε καμιά περίπτωση δεν ήταν Τούρκοι. Ήταν ένα κράμα εκμουσουλμανισθέντων Βενετσιάνων, Αράβων και Ελλήνων).

Οι χριστιανοί δεν δεινοπάθησαν απ’ τους Τούρκους καταχτητές για μόνο το λόγο πως ήταν χριστιανοί. Ο μουσουλμανισμός είναι υποδειγματικά ανεξίθρησκος, κυρίως όσον αφορά τις δυο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό. Οι χριστιανοί άρχισαν να δεινοπαθούν ως εξεγερμένοι ραγιάδες. Επειδή όμως οι ραγιάδες (οι υποταγμένοι στους Τούρκους) στην περιοχή των Βαλκανίων ήταν κυρίως χριστιανοί (στις αραβικές περιοχές, που επίσης ήταν υποταγμένες στους Τούρκους, μουσουλμάνοι δυνάστευαν μουσουλμάνους), ήταν φυσικό να συσπειρώνονται κατά των Τούρκων ως χριστιανοί μάλλον, παρά ως Έλληνες, ή Σέρβοι, ή ό,τι άλλο. Άλλωστε, οι αγωνιστές του ’21 δεν αυτοχαρακτηρίζονταν μόνο Έλληνες, αλλά και Ρωμιοί (Ρωμαίοι), και προτιμούσαν αυτόν τον δεύτερο χαρακτηρισμό.

Έτσι έλεγαν και οι Βυζαντινοί τους κατοίκους των δυτικών επαρχιών, των κοντινότερων προς τη Ρώμη. Η λέξη Ρωμιός, συνεπώς, σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο της λέξης Έλληνας, αν και οι ομιλούντες την ελληνική Ρωμιοί είχαν ένα βασικό εθνολογικό γνώρισμα που θα τους επέτρεπε να αυτοπροσδιοριστούν ως Έλληνες. Πράγμα που, ωστόσο, το έκαναν μόνο οι λόγιοι. Ο λαός επέμενε να αυτοπροσδιορίζεται ως Ρωμιός, κι αυτό εν πολλοίς γίνεται και σήμερα.

Παρά την μουσουλμανική ανεξιθρησκία, το 1461, που ο Μωάμεθ ο Πορθητής καταλαμβάνει τον Πόντο, γίνεται άγρια σφαγή εκεί. Όχι με θανατικό κριτήριο τη θρησκεία, αλλά διότι όλοι οι από βαρβάρους φρεσκοκαταχτημένοι λαοί έχουν συνήθως την ίδια φρικτή μοίρα. Το ότι ο Μωάμεθ δεν έσφαξε τους Πόντιους με κριτήρια θρησκευτικά φαίνεται και από το γεγονός πως σεβάστηκε όλα, μα όλα τα θρησκευτικά κέντρα των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και το πανάρχαιο μοναστήρι της περίφημης Παναγίας Σουμελά.

Όπως και νάναι, η μη αναφορά των Ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους χρονικογράφους για εφτακόσια ολόκληρα χρόνια σημαίνει μάλλον πως τους αντιμετώπιζαν σαν χριστιανούς παρά σαν Έλληνες. Και επειδή η επίσημη γλώσσα του χριστιανισμού ήταν, από την εμφάνισή του ακόμα, η ελληνική, εύκολα έγινε η σύγχυση ανάμεσα στους χαρακτηρισμούς Έλλην και χριστιανός, τόσο από τους χριστιανούς, όσο και από τους μουσουλμάνους. Αλλά και από τους Ευρωπαίους.

Αυτό σημαίνει πως ο όρος ελληνοχριστιανισμός δεν είναι ένα αυθαίρετο σχήμα λόγου. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, με τη γλώσσα κυρίως, και ο ελληνόφωνος χριστιανισμός (ασχέτως άλλων εθνολογικών γνωρισμάτων) ταυτίστηκαν τόσο, που τώρα πλέον είναι αδύνατο να χωριστούν. Ωστόσο, καλό είναι να ξέρουμε πως, πας ελληνόφων ορθόδοξος δεν είναι κατ’ ανάγκην Έλλην. Άλλωστε, είναι αστείο να μιλάμε για ελληνική καταγωγή ύστερα απ’ αυτό το τρομερό μπέρδεμα που επέφερε ο ελληνόφωνος οικουμενικός (παγκόσμιος) χριστιανισμός, που υποχρέωσε τουλάχιστον τους λόγιους χριστιανούς να μιλούν ελληνικά, ήταν δεν ήταν Έλληνες.

Τα παραπάνω σημαίνουν επιπροσθέτως πως οι Πόντιοι Έλληνες πολύ μικρή σχέση έχουν με τους αρχαίους Έλληνες αποίκους του Πόντου. Απλά και καθαρά, οι Έλληνες Πόντιοι είναι μια πανσπερμία λαών που διέσωσαν την ελληνική γλώσσα διά του χριστιανισμού κυρίως. Άλλωστε, από φυλετικής φυσιογνωμικής απόψεως οι «καθαροί» Πόντιοι είναι ίδιοι κι απαράλλαχτοι με τους άλλους κατοίκους του Πόντου, και από τις δυο μεριές της θάλασσας. Είναι απολύτως αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς φυσιογνωμικά έναν Έλληνα Πόντιο από έναν Γεωργιανό, για παράδειγμα. Φυσικά, ελληνικό αίμα, αν επιμένουμε να αιματολογούμε ηλιθίως, υπάρχει και στους Γεωργιανούς, και στους Αζέρους, και στους Αρμένιους και σ’ όλους τους κατοίκους του Πόντου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άλλωστε, πως οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι δεν είχαν κανέναν απολύτως ενδοιασμό να παντρεύονται ντόπιες (βάρβαρες).

Μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με βάση το θρήσκευμα, δεν απομένει παρά να θεωρούμε και μεις τους Πόντιους «γνήσιους» Έλληνες. Αλλά με την ίδια ακριβώς έννοια που «γνήσιοι» Έλληνες είναι κι όλοι οι άλλοι Έλληνες, τόσο της Μητρόπολης όσο και της διασποράς. Που μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν ο κορμός και η ψυχή του ελληνισμού, με μια πολιτιστική έννοια. Και είναι ακριβώς οι Έλληνες της διασποράς και όχι της Μητρόπολης που πρωτοχρησιμοποίησαν στα νεότερα χρόνια τον χαρακτηρισμό Έλλην αντί Ρωμιός. Πράγμα που σημαίνει πως είχαν μεγαλύτεροι συνείδηση της σχέσης τους με τους αρχαίους Έλληνες. Και βέβαια ο Ίων Δραγούμης είχε δίκιο όταν έλεγε πως αν εκλείψει ο ελληνισμός της διασποράς, θα εκλείψει νέτα σκέτα ο ελληνισμός. Πράγμα που γίνεται καταφάνερο στις μέρες μας, τώρα που δεν υπάρχουν πια παρά ψήγματα ελληνισμού της διασποράς.

Αμέσως μετά τα ορλωφικά (1770) ένα πλήθος Ελλήνων της Πελο-ποννήσου βρίσκουν άσυλο και καταφύγιο στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, όπου σχεδόν απόλυτος άρχων είναι ο Καραοσμάνογλου, ένας φιλέλληνας Τούρκος, που προστατεύει τους Έλληνες που διώκει στην Ελλάδα ο σουλτάνος. Είναι αυτήν ακριβώς την εποχή, λίγο μετά τα ορλωφικά, που στοιχίζουν τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων της Πελοποννήσου, που οι Έλληνες της Μυτιλήνης, του Πηλίου, της Δωδεκανήσου, της Κύπρου και των νησιών του Αιγαίου, αρχίζουν να συρρέουν μπουλουκηδόν στη Μικρά Ασία για να μπερδευτούν με τους από παλιότερα εγκαταστημένους εκεί Έλληνες, αλλά και με τους εκχριστιανισθέντες Τούρκους. Άλλωστε, μουσουλμάνοι και χριστιανοί συζούν αρμονικότατα σ’ αυτή τη μακάρια περιοχή των παραλίων της Μικράς Ασίας μέχρι την καταστροφική μικρασιατική εκστρατεία, που δημιουργεί μίση και πάθη στα καλά καθούμενα.

Από τα ορλωφικά και μέχρι την εξαφάνιση του ελληνισμού ολόκληρης της Μικράς Ασίας, οι Έλληνες του Πόντου, των άγονων οροπεδίων της Καππαδοκίας και των δυτικών παραλίων (της κυρίως ειπείν Μικράς Ασίας) θα κινούνται ελεύθερα εντός της χερσονήσου. Χιλιάδες Καππαδόκες και Πόντιοι θα εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, ή όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες. Αυτό σήμαινε πως αυτοί που απόμειναν στην Καππαδοκία και τον Πόντο από το 1770 και μετά είτε ήταν πλούσιοι, είτε δε νοιάζονταν να παν να συναντήσουν άλλους χριστιανούς. Περνούσαν καλά παρέα με τους φιλόξενους Τούρκους. Οι οποίοι, όπως ξέρουμε ήδη, ελάχιστη σχέση έχουν με τους «γνήσιους» (τους Σελτζούκους και τους Οθωμανούς) Τούρκους σε μια περιοχή που οι γηγενείς πληθυσμοί πριν απ’ την έλευση των Τούρκων υπερτερούσαν συντριπτικά. Υπάρχουν, λοιπόν, τόσοι «γνήσιοι» Τούρκοι στην Τουρκία, όσοι και «γνήσιοι» Έλληνες στην Ελλάδα, το ξαναλέμε. Το τι λέει ο τούρκικος σοβινισμός, είναι μια άλλη ιστορία, ανάλογη μ’ αυτήν που λέει ο ελληνικός σοβινισμός.

Τις δυσκολότερες μέρες της ιστορίας τους, οι Πόντιοι τις περνούν το 1914. Με το πρόσχημα της ασφάλειας των παραλίων από τους Ρώσους που προελαύνουν και καταλαμβάνουν στα γρήγορα την Τραπεζούντα, σφάζονται ή πεθαίνουν απ’ τις κακουχίες της εξορίας 200.000 Πόντιοι. Πολλοί, για να γλυτώσουν, ακολουθούν το 1917 τα ρωσικά στρατεύματα που υποχωρούν στην απέναντι παραλία του Πόντου, ενώ μερικοί έρχονται στην Ελλάδα από τότε. Πολλοί από τους σημερινούς Ρωσο-πόντιους, δεν είναι παρά οι φυγάδες του 1917 απ’ τον τούρκικο Πόντο στον ρώσικο Πόντο. Αλλά όχι μόνο. Το πήδημα στην άλλη μεριά του Εύξεινου Πόντου δεν ήταν ποτέ στην ιστορία αυτής της κατάφορτης από ιστορία περιοχής πάρα πολύ δύσκολο. Τα σούρτα φερτά των λαών απ’ τη μια παραλία στην άλλη δε σταμάτησαν ποτέ σε τούτη την κλειστή θάλασσα.

Το 1919 νέα δεινά αρχίζουν για όλους τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Στη διάσκεψη των Παρισίων αυτή τη χρονιά, ένα μεγάλο μέρος του βιλαετιού του Αϊδινίου (της Σμύρνης), επιδικάζεται στην Ελλάδα ως προτεκτοράτο, για λόγους συμμαχικής στρατηγικής, και ειδικότερα για να έχουν οι νικητές του Α' Παγκοσμίου Πομέμου, κυρίως οι Άγγλοι, ένα φιλικό (ελληνικό) προγεφύρωμα κοντά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Τα μυαλά των Ελλήνων παίρνουν αέρα απ’ αυτή την, για δικούς τους και μόνο λόγους τελεσθείσα παραχώρηση των συμμάχων προς τους Έλληνες, και την 2α Μαίου 1919 αποβιβάζεται στη Σμύρνη μια ελληνική μεραρχία. Η περίφημη μικρασιατική εκστρατεία έχει αρχίσει. Διαρκεί τρία χρόνια και τέσσερις μήνες. Και λήγει άδοξα την 5η Σεπτεμβρίου 1922 με την τρομερή ήττα του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης.

Το κωμικό σ’ αυτήν την τραγωδία είναι πως την πρωτοφανή σφαγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν την προκαλούν οι αντιδραστικοί φίλοι του παραπαίοντος σουλτάνου, αλλά οι προοδευτικοί Νεότουρκοι του Μουσταφά Κεμάλ, του επιλεγόμενου Ατατούρκ. Ωστόσο, ο Θεσσαλονικιός Κεμάλ δεν έχει τίποτα με τους Έλληνες. Τους πονηρούς συμμάχους των Ελλήνων διώκει διώκοντας τους Έλληνες. Που τους πήρε η μπόρα εντελώς κατά λάθος, και κάτω από την ιστορική συγκυρία του θανάτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δέχεται τη χαριστική βολή απ’ τον Ατατούρκ τότε ακριβώς.

Μέχρι να βάλουν το χεράκι τους οι καταραμένοι σύμμαχοι και να παρασύρουν τους Έλληνες σ’ αυτή τη συμφορά, τα προβλήματα μεταξύ μουσουλμάνων Τούρκων και χριστιανών Ελλήνων ήταν από ελάχιστα έως ανύπαρχτα. Οι Σμυρνιοί και οι Κωνσταντινουπολίτες έχουν να λεν ακόμα για τις άριστες σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων μέχρι το 1919. Κι αν πιστεύετε πως οι Τούρκοι είναι οι «προαιώνιοι εχθροί» των Ελλήνων διότι άλωσαν την Πόλη, υποδούλωσαν την Ελλάδα για 400 χρόνια και κατέστρεψαν τους Μικρασιάτες το 1922 είναι γιατί σας γέμισαν το κεφάλι αέρα οι δημαγωγοί και οι εθνοκάπηλοι. Όλα αυτά τα γεγονότα δε συνέβησαν από εχθρότητα προς τους Έλληνες ειδικά. Είναι ιστορικά γεγονότα ευρύτερης σημασίας.

Εντούτοις, οι τραμπούκοι της άλλης μεριάς ρήμαξαν τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης το 1955. Τους έκαναν τη ζωή μαρτύριο για να τους υποχρεώσουν να φύγουν από κει και να έρθουν στην Ελλάδα. Ποτέ δεν ξέχασαν οι Τούρκοι τη μικρασιατική εκστρατεία και το ρόλο των Ελλήνων ως δούρειου ίππου (εγώ θα έλεγα γαϊδάρου) των φρικτών συμμάχων. Κι έτσι σήμερα όλοι οι Έλληνες, ιθαγενείς και πρώην διεσπαρμένοι, ζούμε σε μια οικτρή χώρα, που μόνο ο γνωστός Θεός των Ελλήνων θα μπορούσε να την κάνει Ελλάδα.

Η ανάσταση του Γλαύκου και ο Ασκληπιός

Ο Γλαύκος ήταν γιος του Μίνωα και της Πασιφάης. Παιδί ακόμα, κυνηγώντας ένα ποντικό έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πνίγηκε.

Μετά έρευνες, βρέθηκε το πτώμα του Γλαύκου με τη βοήθεια του Θεού Απόλλωνα.

Σύμφωνα με χρησμό, ο μικρός Γλαύκος θα μπορούσε να αναστηθεί από όποιον κατάφερνε να περιγράψει το χρώμα μιας αγελάδας του κοπαδιού του Μίνωα, το χρώμα της οποίας άλλαζε τρεις φορές τη μέρα.

Ο Μίνωας ζήτησε από τους σοφότερους συμβούλους του, να περιγράψουν το χρώμα του θαυμαστού αυτού ζώου. Τον γρίφο έλυσε ο Πολύιδος, γιος του Κοιρανού, λέγοντας πως το ζώο αυτό είχε το χρώμα του μούρου: άσπρο στην αρχή (άγουρο), κόκκινο αργότερα και τελικά μαύρο (ώριμο). Ο Μίνωας έκλεισε τότε τον Πολύιδο μαζί με το πτώμα του Γλαύκου και τον διέταξε να ξαναδώσει τη ζωή στον γιο του.

Καθώς ο Πολύιδος καθόταν απελπισμένος δίπλα στο πτώμα του μικρού Γλαύκου, είδε να προχωρά προς αυτόν ένα φίδι, φοβήθηκε φυσικά, και το σκότωσε. Λίγο αργότερα όμως φάνηκε δεύτερο φίδι που βλέποντας το πρώτο νεκρό, έφυγε για να επιστρέψει σε λίγο έχοντας στο στόμα του ένα χόρτο, με το οποίο άγγιξε το νεκρό φίδι και αμέσως αυτό αναστήθηκε.

Ο Πολύιδος άρπαξε τότε το χόρτο, άγγιξε με αυτό τον νεκρό Γλαύκο και αυτός αναστήθηκε. Ο Μίνωας όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος, και πριν αφήσει τον Πολύιδο να επιστρέψει στην πατρίδα του, του ζήτησε να μάθει την τέχνη στον Γλαύκο. Ο Πολύιδος υπάκουσε, αλλά φεύγοντας έφτυσε στο στόμα του Γλαύκου, κάνοντάς τον να ξεχάσει όλα όσα είχε μάθει.

Σύμφωνα πάντως με άλλη παράδοση, ο Γλαύκος αναστήθηκε από τον Ασκληπιό. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Μίνωας έστειλε απελπισμένος τον νεκρό γιο του Γλαύκο, στο ασκληπιείο της Επιδαύρου, στον Ασκληπιό. Και αυτό διότι θεωρούσαν τον Ασκληπιό θνητό ήρωα με θεραπευτικές ικανότητες, που έφθαναν μέχρι και την επαναφορά των νεκρών στη ζωή.

Ο Ασκληπιός ήταν γιος της Κορωνίδας και του Θεού Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας θεός του φωτός, της ιατρικής και της μουσικής, ερωτεύτηκε την Κορωνίδα, πριγκίπισσα της Θεσσαλίας. Από τον ερωτά τους συνελήφθη ο Ασκληπιός, η Κορωνίδα όμως σύναψε σχέση με έναν θνητό κατά την εγκυμοσύνη της.

Ένας κόρακας αποκάλυψε στον Απόλλωνα πως η ερωμένη του επρόκειτο να παντρευτεί τον θνητό. Ο Απόλλωνας τιμώρησε για τα κακά μαντάτα τον κόρακα, αλλάζοντας το λευκό του φτέρωμα στο γνωστό μας μαύρο. Κατόπιν τιμώρησε την ερωμένη του καίγοντάς τη, αν και σε άλλη εκδοχή του μύθου ήταν η Άρτεμις που εξέθεσε την «άπιστη» Κορωνίδα (ή Αρσινόη). Πριν να αποτεφρωθεί εντελώς η Κορωνίς, ο Απόλλωνας διέσωσε το έμβρυο που έφερε στη μήτρα της από τις φλόγες.

Ο νεογέννητος Ασκληπιός χρειαζόταν κάποιον για να τον μεγαλώσει. Έτσι ο Απόλλωνας τον άφησε να μεγαλώσει και να εκπαιδευτεί δίπλα στον σοφό κένταυρο Χείρωνα, εκπαιδευτή πολλών ηρώων όπως ο Αχιλλέας, ο Ιάσωνας, ο Πηλέας κ.α.

Ο Ασκληπιός έφερε τα προσωνύμια «ηπιόδωρος» που σημαίνει αυτός που δωρίζει την γαλήνη, «ηπιοδότης» που σημαίνει αυτός που προσφέρει καταπράυνση των πόνων, και «ηπιόφρων» που σημαίνει αυτόν που παρέχει αγάπη, στοργή και την ηρεμία. Το Ασκλ- παράγεται από την λέξη ασκάλαβο που σημαίνει φίδι, σαύρα, ερπετό. Το –ήπιος είναι κατά τον Πλούταρχο το δεύτερο συνθετικό και φυσικά σημαίνει ότι η λέξη ήπιος εννοεί, δηλαδή ο ήρεμος, ο πράος. Αυτή λοιπόν η λεκτική παραγωγή δίνει ως αποτέλεσμα «ο όφις που θεραπεύει, καταπραΰνει».

Τόση μεγάλη ήταν η πίστη στον Θεό Ασκληπιό, ώστε τον ονόμαζαν «Σωτήρα» όπως αυτός αναγραφόταν σε νομίσματα και επιγραφές. Ο Ασκληπιός απεικονίζεται γενειοφόρος με μακριά μαλλιά ακουμπισμένος σε βακτηρία (ρόπαλο) γύρω από την οποία είναι τυλιγμένο το φίδι, σύμβολο του θεραπευτή - θεού, έμβλημα σωφροσύνης και μυστικής γνώσης.

Επανερχόμενος στον μύθο ο Ασκληπιός έτυχε να παρατηρήσει, πως στο ρόπαλο στο οποίο στηριζόταν, τυλίχθηκε περιέργως ένα φίδι. Ο Ασκληπιός φοβούμενος το σκότωσε. Τότε ένα άλλο φίδι πλησίασε το σκοτωμένο, το δάγκωσε και το σκοτωμένο φίδι επανήλθε στην ζωή.

Ο Ασκληπιός κατάλαβε τότε πως το δηλητήριο του φιδιού, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε κατάλληλες, ελεγχόμενες δόσεις ως φάρμακο!

Ο Ασκληπιός πήρε τον Γλαύκο στο Εγκοιμητήριο ή Άβατον, όπου κατακλίνονταν οι ασθενείς περιμένοντας να εμφανιστεί στον ύπνο τους για να τους υποδείξει τον τρόπο θεραπείας τους. Με το δηλητήριο του φιδιού, ο Ασκληπιός παρασκεύασε μια ουσία, την οποία έδωσε στον νεκρό Γλαύκο και τον ανάστησε! Έκτοτε το φίδι έγινε σύντροφος και σύμβολο του Ασκληπιού.

Ο Γλαύκος επέστρεψε ζωντανός στην Κρήτη κι εμφανίσθηκε στον έκπληκτο πατέρα του προς δόξα του Ασκληπιού.

Λέγεται μάλιστα πως κατόπιν τούτου, ο Ασκληπιός ανάστησε και άλλους νεκρούς, (τον Καπανέα, τον Λυκούργο, και τον Ιππόλυτο γιο του Θησέα), ώστε ο Άδης διαμαρτυρήθηκε στον Δία, και αυτός έριξε έναν κεραυνό και σκότωσε τον θεό της Ιατρικής!

Δεν είναι φυσικά τυχαίο, πως το φίδι που τυλίγεται γύρω από το ρόπαλο μοιάζει πολύ με το κηρύκειο του Θεού Ερμή, για αυτό τον λόγο το κηρύκειο του Ερμή καθιερώθηκε και ως σύμβολο της Ιατρικής.

Είναι χαρακτηριστικό πως μετά τον θάνατο της Μέδουσας από τον Περσέα, το αίμα της δόθηκε από την Θεά της Σοφίας Αθηνά, στον Ασκληπιό.

Με αίμα της Μέδουσας από την αριστερή της αρτηρία, ο Ασκληπιός μπορούσε να σκοτώσει και με αίμα από τη δεξιά της αρτηρία μπορούσε να θεραπεύσει. Αυτό αναπαραστάθηκε στο σύμβολο του κηρυκείου. Ο συμβολισμός όμως του Κηρυκείου δεν περιορίζεται σε αυτή μόνο την ερμηνεία.

Σύμφωνα με τον Πέτρο Γράβιγγερ, το Κηρύκειο του Ερμή με τα δυο συνεστραμμένα φίδια γύρω από μια κατακόρυφη ράβδο παριστάνει την πτώση της πρωταρχικής ύλης στη σταθμητή ύλη της γέννησης και την κατοπινή επιστροφή της στην αρχική πηγή από την οποία αυτή απέρρευσε. Τα δυο φίδια συμβολίζουν τα δυο ρεύματα του πρωταρχικού Χάους, το πέρας-άπειρο, φως-σκοτάδι ή άρρεν-θήλυ (το φίδι στα αριστερά είναι το «θηλυκό» ενώ στα δεξιά το «αρσενικό). Ο κεντρικός λοιπόν άξονας είναι αυτός που διαχωρίζει και συγχρόνως συμβιβάζει τα αιωνίως αντίθετα και αντιστοιχεί στον Άξονα του Κόσμου.

Η καθοδική και ανοδική αντίστοιχα κατεύθυνση των δυο φιδιών συμβολίζει επίσης τις δυο πύλες των ηλιοστασίων και κατ' επέκταση τα δυο λειτουργήματα του Ερμή σαν αγγελιαφόρου των θεών στους ανθρώπους και σαν ψυχοπομπού, που επαναφέρει δηλαδή τις ψυχές στη πηγή από την οποία προήλθαν. Όπως ο Θύρσος του Διόνυσου, έτσι και το Κηρύκειο του Ερμή φαίνεται να αναφέρεται στο Δένδρο της Ζωής και στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, το οποίο πρέπει να κυριαρχήσει ο μύστης.

Τα φτερά στην κορυφή του άξονα, συμβολίζουν την ατομική συνείδηση που ενώνεται με την κοσμική, όταν η ενέργεια ρέει ανεμπόδιστα σε όλο το σώμα μέχρι που ενεργοποιεί το ενεργειακό κέντρο της κορυφής και αυτή η διαδικασία φέρνει την πραγματική & ολοκληρωμένη ίαση.

Τρείς είναι οι βασικές ιδιότητες των φιδιών, που συμβάλουν στη χρησιμοποίηση τους, ως σύμβολο της ιατρικής ή του ελιξιρίου της ζωής. Η απόρριψη κατά τακτά διαστήματα του παλιού δέρματος του φιδιού και η εμφάνιση του νέου, η εκούσια νάρκη όμοια προς την ύπνωση στην οποία πέφτουν, και τέλος το δηλητήριό του, το οποίο σε κατάλληλες, ελεγχόμενες δόσεις μπορεί να αποτελέσει ιατρικό και φάρμακο. Αυτό συμβολίζει η ράβδος του Ασκληπιού.

Οι «Όφεις» που κατείχαν το μυστικό της αθανασίας ήταν ένα αλληγορικό όνομα για τους αρχαίους μυημένους ή «Δράκοντες της Σοφίας», οι οποίοι θεωρούνταν ότι κατέχουν τα μυστικά της Αθανασίας. Η υπερνίκηση του θανάτου, προϋποθέτει τη γνώση των μυστηρίων του υπνωτισμού. Οι απόκρυφες αυτές γνώσεις διδάσκονταν κατά τις μυητικές τελετές Αιγυπτιακών μυστηρίων που λάμβαναν χώρα στις υπόγειες στοές των Πυραμίδων.

Όπως προαναφέρθηκε, οι θεραπείες στα Ασκληπιεία (υπήρχαν περίπου τριακόσια) λάμβαναν χώρα στο Εγκοιμητήριο, όπου σημαντικό ρόλο στην θεραπεία των ασθενών, έπαιζαν τα όνειρα που έβλεπαν οι ασθενείς, μετά από ειδικές τελετουργίες.

Όταν οι ασθενείς προσέρχονταν στο ιερό αναζητώντας θεραπεία, δεν τους επιτρεπόταν αμέσως η είσοδος, παρά μόνο μετά τον εξαγνισμό τους.

Της διαδικασίας των τελετουργιών προϊστατο ο Πρωθιερέας ή Μεγάλος Ιερέας και τον βοηθούσαν οι Πυροφόροι, που εκτελούσαν χρέη διακόνου και βοηθών στις ιατρικές εργασίες, οι Ιερομνήμονες και οι θεράποντες νοσοκόμοι που ονομάζονταν Ασκληπιάδες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και γυναίκες οι οποίες ανήκαν στην τάξη των Νακόρων ή Ζακόρων. Ο Γαληνός αναφέρει πως πριν από τον Ασκληπιό, η ιατρική ήταν απολύτως εμπειρική, και πως μόνο δια των φυτών εθεραπεύοντο οι άνθρωποι, ενώ αυτός την ανύψωσε σε θεία επιστήμη.

Ο προσερχόμενος ασθενής στα Ασκληπιεία, πριν από την εγκοίμηση, έπρεπε να ακολουθήσει ένα προκαταρκτικό στάδιο. Μέρος της προετοιμασίας αποτελούσαν η νηστεία, λουτρά ζεστά και κρύα, παρακολούθηση θεατρικών πράξεων, μουσικών δρώμενων, ανάγνωση στη βιβλιοθήκη, γυμναστική, μαλάξεις, εισπνοή διαφόρων αναθυμιάσεων, πιθανώς χρήση ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών. Συζητήσεις με τους ιερείς και γιατρούς του Ασκληπιείου, ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις.

Προκειμένου για το Ασκληπιείο της Επιδαύρου για το οποίο έχουμε περισσότερες πληροφορίες, ο προσκυνητής – ικέτης μετά τα Προπύλαια, ακολουθούσε την ιερά οδό, που οδηγούσε στο ναό του Ασκληπιού. Μετά το ναό, ο ικέτης έπρεπε να σταθεί στην Ιερή Κρήνη, το νερό της οποίας χρησίμευε για τον καθαρμό του σώματος (συμβολική ψυχική κάθαρση), και συμβολικό ψυχικό εξαγνισμό.

Εν συνεχεία πήγαινε στο βωμό να προσφέρει τη θυσία. Μετά την θυσία μέσα στο ιερό έβλεπε τα αναθήματα και τις επιγραφές αυτών που είχαν θεραπευτεί. Μετά τις προσευχές, τους εξαγνισμούς και τις θυσίες, ο ασθενής έπρεπε να περάσει από θρησκευτικές δοκιμασίες για να ενισχυθεί η πίστη του και η ψυχή του να είναι έτοιμη να πλησιάσει το Θεό. Εκεί περίμεναν με αγωνία τον αριερέα να μπει από την είσοδο της ανατολής και να φωνάξει τρεις φορές: «Ασκληπιέ θαυματουργέ, σε περιμένουμε».

Μετά από αυτήν την προετοιμασία, η οποία ανάλογα με τη περίπτωση διαρκούσε μικρότερο ή περισσότερο χρονικό διάστημα, έφτανε η μεγάλη ώρα της εγκοίμησης.

Την κατάλληλη ημέρα, την οποία έκριναν οι ιερείς-θεραπευτές του Ασκληπιού, ο ασθενής οδηγούνταν στο Αβατον ή στον θάλαμο της Εγκοίμησης. Το κτίριο είχε έναν τμήμα του βυθισμένο μέσα στη γη ένας θάλαμος που έμοιαζε σαν μήτρα. Εκεί λάμβανε χώρα η θεραπευτική ύπνωση ενώ ο ασθενής ήταν ξαπλωμένος πάνω στο δέρμα ζώου. Κατά την διάρκεια του ύπνου του θα λάμβανε για ένα θεραπευτικό όνειρο – σύμβολο, την ‘επιφάνεια’ του θεού. Ο Θεός άγγιζε ή περιποιούταν το πάσχον σημείο ή έδινε συμβουλές.

Ο Λουκιανός αναφέρει ότι οι μετέχοντες στην θεραπευτική διαδικασία έπαιρναν όρκο σιωπής ότι δεν θα φανέρωναν τα ιατρικά ή άλλα μυστικά τους. Μόνον οι ανώτεροι στην ιεραρχία ασκούσαν την ιατρική, οι άλλοι περιορίζονταν στις θρησκευτικές θεραπείες, οι οποίες παρουσίαζαν στενές σχέσεις με τα Ελευσίνια μυστήρια.

Ο ύπνος λοιπόν και το όνειρο ήταν το μέσον για τη θεραπεία. Πολλές φορές στα αρχαία μυστήρια ο ύπνος ήταν μέσα στο τυπικό και αποτελούσε ένα είδος συμβολικού προσωρινού θανάτου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυούμενος περνούσε σημαντικές εμπειρίες και μετά επέστρεφε ανανεωμένος, ξαναγεννημένος. Την άλλη μέρα, οι ασθενείς εξιστορούσαν τι είδαν στον ύπνο τους στους ιερείς, και ανάλογα με το όνειρο, τους δινόταν κάποια αγωγή για να ακολουθήσουν. Ήταν πολλές οι φορές όμως που ο ασθενής ξυπνούσε εντελώς θεραπευμένος και σε κάποιες περιπτώσεις, η θεραπεία έφτανε στα όρια του θαύματος, μετά από μακροχρόνιες ασθένειες.

H έννοια της ίασης για τα Ακσληπειία αφορούσε μία ευρύτερη σε σχέση με την σημερινή έννοια της θεραπείας πρακτική. Σε αντιστοιχία με την σύγχρονη ολιστική ιατρική, υπήρχε η αντίληψη του ανθρώπου ως ένα ενεργειακό πλέγμα, αρμονικά ενταγμένο, και αλληλοεξαρτόμενο τμήμα της κοσμικής τάξης.

Σε αυτό το πλαίσιο η Ίαση προυπόθετε την αποκατάσταση συνολικότερα των δυσλειτουργιών, τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα. Αυτό περιλάμβανε την επαφή με αυτό που ο ψυχίατρος Roberto Assagioli, ο θεμελιωτής της Ψυχοσύνθεσης, ονομάζει «ανώτερο ψυχοπνευματικό» μέρος του ανθρώπου.

Η αποκατάσταση της υγείας επιτυγχανόταν με την υπερ-ατομική αντίληψη, μια προσπάθεια σύνδεσης με το κοσμικό γίγνεσθαι και το Όλον. Η σύγχρονη ομοιοπαθητική, η ινδική Αγιουβέρδα ή η κινέζικη ιατρική, αποτελούν αντίστοιχες προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν τον άνθρωπο σαν ένα ενεργειακό όν και την ασθένεια σαν ένα μπλοκάρισμα ή αγκύλωση ροής της ενέργειας. Η ολιστική ιατρική αναγνωρίζει καθαρά την σημασία της αντιμετώπισης των ασθενειών μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων και αλληλεπίδρασης της σωματικής, της συναισθηματικής, της νοητικής και ευρύτερα της ψυχικής ενέργειας.

Η εγκοίμηση συνεπώς ήταν ένας μυητικός τρόπος θεραπείας που εφαρμοζόταν με αρκετή επιτυχία στα αρχαία θεραπευτήρια. Για όσους ήθελαν να προχωρήσουν περισσότερο στις τεχνικές αυτές, πίσω από τα κατά τόπους ιερά υπήρχαν τα Μυστήρια, τα οποία πρόσφεραν σ' έναν μικρό αριθμό ανθρώπων τη δυνατότητα της Μύησης, δηλαδή του περάσματος σ' ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης.

Την θεραπευτική τέχνη του Ασκληπιού συνέχισαν , οι γιοι του, Μαχάονας και Ποδαλείριος. Ο Μαχάονας σύμφωνα με τον Όμηρο, θεράπευσε τον Μενέλαο, όταν ο τελευταίος είχε τραυματιστεί σε μάχη κατά τον τρωικό πόλεμο, από το βέλος ενός Τρώα πολεμιστή. Η σύζυγος του Ασκληπιού η Επιόνη, ανακούφιζε τον πόνο, η κόρη του Υγεία ήταν η θεά της υγείας, η κόρη του Πανάκεια, αντιπροσώπευε την ίαση και ο γιος του, Τελεσφόρος την ανάρρωση.

Η Ομηρική Γεωγραφία της Αχαΐας

Η γεωγραφική περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως Αχαΐα, δεν κατελάμβανε την ίδια έκταση στην αρχαιότητα. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Αχαΐα κατείχε κυρίως την παραλιακή και ημιορεινή ζώνη ανάμεσα στη Σικυώνα ανατολικά και στον Άραξο δυτικά, με τους ποταμούς Σύθα και Λάρισσο να αποτελούν τα σύνορα προς τη Σικυωνία και την Ηλεία αντίστοιχα. Το ανατολικότερο τμήμα της αρχαίας Αχαΐας μεταξύ Σικυώνος και Αιγείρας ανήκει σήμερα στην Κορινθία και η στενή λωρίδα νότια του Αράξου στην Ηλεία. Στο νότιο ορεινό τμήμα της, η αρχαία Αχαϊα δεν συμπεριελάμβανε την επαρχία Καλαβρύτων που τότε ανήκε στη βόρεια Αρκαδία.

Η Ομηρική Αχαΐα διέφερε ακόμη περισσότερο από τη σημερινή σε σχέση με εκείνη των ιστορικών χρόνων καθώς εκτεινόταν μεταξύ της Πελλήνης ανατολικά κοντά στο σημερινό Ξυλόκαστρο και του Αιγίου δυτικά. Δηλαδή η Ομηρική Αχαΐα ουσιαστικά κατελάμβανε τη ζώνη που αντιστοιχεί στη σημερινή Αιγιάλεια. Η περιοχή του Ξυλοκάστρου που σήμερα ανήκει στην Κορινθία, αποτελούσε τότε το ανατολικότερο τμήμα της.

H ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΧΑΪΑ

Την παλαιότερη μαρτυρία για την Αχαΐα ως ενιαία χώρα των Αχαιών βρίσκουμε στην ιστορία του Ηροδότου (5ος αι. π.Χ.), όπου απαριθμούνται οι Δώδεκα πόλεις της με φορά από ανατολάς προς δυσμάς ως εξής: Πελλήνη, Αίγειρα, Αιγαί, Βούρα, Ελίκη, Αίγιον, Ρύπες, Πατρέες, Φαρέες, Ώλενος, Δύμη καί Τριταιέες. Είναι ενδιαφέρον ότι οκτώ από αυτές τις δώδεκα πόλεις (Αίγειρα, Βούρα, Κερύνεια, Ελίκη, Αίγιον, Ρύπες, Δύμη και Ώλενος), αναφέρονται σε απόσπασμα κειμένου του Αισχύλου που είναι παλαιότερο της ιστορίας του Ηροδότου κατά μερικές δεκαετίες. Οι πόλεις των Πατρών, Φαρών και Τριταίας αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο. Από αυτές, οι Φαρές ήσαν νωρίτερα γνωστές ως πόλη της Ηλείας ενώ η Τριταία που αναφέρεται σαν Αχαϊκή αλλά και Αρκαδική πόλη, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επανίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας κατά την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (3ος αι. π.Χ.) από κοινού με την Πάτρα, τη Δύμη και τις Φαρές.
Την Ηροδότεια διαίρεση της Αχαΐας σε δώδεκα πόλεις-επικράτειες, ακολουθούν ο γεωγράφος Στράβων (1ος αι. π.Χ.- 1ος αι. μ. Χ.) και ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.). Ο ιστορικός Πολύβιος (3ος-2ος αι. π.Χ.) γνωρίζει την ίδια διοικητική διαίρεση αλλά αναφέρει ότι η Ελίκη και η Ώλενος δεν υπήρχαν στην εποχή του. Η μεν Ελίκη γιατί είχε καταστραφεί από το σεισμό του 373 π.Χ., η δε Ώλενος γιατί είχε παρακμάσει μπροστά στην άνοδο της γειτονικής της Δύμης. Στη θέση τους αναφέρονται το Λεόντιον και η Κερύνεια, το πρώτο ΒΑ της Τριταίας και η δεύτερη ΝΑ της Ελίκης.

Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΑΧΑΪΑ

Από την Αχαϊκή Δωδεκάπολη των ιστορικών χρόνων, όπως αυτή αναφέρεται στον κατάλογο του Ηροδότου, μόνο πέντε πόλεις είναι γνωστές στον Όμηρο: η Πελλήνη, η Υπερησίη (η μεταγενέστερη Αίγειρα), οι Αιγές, η Ελίκη και το Αίγιον. Αν και οι Αιγές δεν περιλαμβάνονται στον Κατάλογο των Πλοίων, είναι γνωστές στον Όμηρο ως κέντρο λατρείας του Ποσειδώνα μαζί με το κατεξοχήν κέντρο λατρείας του θεού που βρισκόταν στην Ελίκη (Ιλ. 8.201-204 και 20, 403-405) και όπου ο Ποσειδών λατρευόταν ως Ελικώνιος με την πρωταρχική του ιδιότητα ως θεού των υδάτων και της βλάστησης, όπως έχω δείξει σε δημοσιευμένες μελέτες μου επί του θέματος (1995 και 1999). Η Ελίκη, το Αίγιον, η Πελλήνη και η Υπερησίη (Αίγειρα) απαριθμούνται στον Νηών Κατάλογο (2. 573-575) ως πόλεις του μυκηναϊκού βασιλείου του Αγαμέμνονα που έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας.
Σύμφωνα με το Ομηρικό κείμενο, το βασίλειο του Αγαμέμνονα αποτελείται από ένδεκα πόλεις που βρίσκονται μεταξύ των Μυκηνών και της περιοχής του Αιγίου: Μυκήνες, Κλεωνές, Ορνειές και Αραιθυρέα στην Αργολίδα, Κόρινθος, Σικυών και Γονόεσσα στην Κορινθία, Πελλήνη, Υπερησία, Ελίκη και Αίγιον στην Αχαΐα. Το βασίλειο αυτό, ο Αιγιαλός όπως δηλώνεται στον καταληκτικό στίχο 575, δεν περιλαμβάνει καμία από τις Αχαϊκές πόλεις δυτικά του Αιγίου και διαφέρει σημαντικά από την ιστορική Αχαΐα που εκτείνεται δυτικά ως τα σύνορα με την Ηλεία. Εξάλλου η Ώλενος, οι Φαρές και η Δύμη, όλες πόλεις της δυτικής ιστορικής Αχαΐας ανήκουν, σύμφωνα με την Ομηρική γεωγραφία, στην Ηλεία. Ο πυρήνας, επομένως, της χώρας που μετεξελίχθηκε στη μετέπειτα γνωστή Αχαΐα βρίσκεται στον Ομηρικό Αιγιαλό (Αιγιάλεια) και στις παλαιές μυκηναϊκές πόλεις.

Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Αχαϊκό αποικισμό της Δύσης στον οποίο πήραν μέρος μόνον πόλεις της ανατολικής Αχαΐας. Πρώτη η Ελίκη το 730 π.Χ., ηγήθηκε του αποικισμού στην Κάτω Ιταλία με την ίδρυση της διάσημης αποικίας της Συβάρεως. Σε αυτή την πρωτοβουλία συμμετείχαν και άποικοι των Αιγών και της Βούρας. Το παράδειγμα της Ελίκης ακολούθησαν οι Ρύπες και το Αίγιον που ίδρυσαν τις αποικίες του Κρότωνα και της Καυλωνίας πριν από το τέλος του 8ου αι. π.Χ. Αλλά ακόμη και αργότερα, τις τελευταίες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ., μόνον Αχαιοί από τις πόλεις της ανατολικής Αχαΐας συμμετείχαν στην ίδρυση του Μεταποντίου και της Ποσειδωνίας που ήσαν θυγατρικές αποικίες της Συβάρεως στο Ιόνιο και στο Τυρρηνικό πέλαγος αντίστοιχα. Σε αυτές τις κινήσεις, καμία πόλη της δυτικής Αχαΐας δεν συμμετείχε.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και όταν επιχειρήσουμε επισκόπηση των ιστορικών γεγονότων στην Πελοπόννησο κατά τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ. Στις εξελίξεις με πρωτοβουλία του Αργους, ηγεμονικής πόλης στην Πελοπόννησο του 8ου αιώνα, μόνον οι πόλεις της ανατολικής Αχαϊας συμμετείχαν. Οι ίδιες αυτές πόλεις έστειλαν τις αποικίες στη Δύση, ακολουθώντας το παράδειγμα της Κορίνθου που ίδρυσε την Κέρκυρα και τις Συρακούσες, και επιχείρησαν να αποκτήσουν ηγεμονική θέση στην Πελοπόννησο. Το Αίγιον, για παράδειγμα, πολέμησε εναντίον των Αιτωλών για να επιτύχει τον έλεγχο του Κορινθιακού κόλπου. Η Πελλήνη και η Αίγειρα πολέμησαν κατά των Σικυωνίων. Η Αίγειρα μάλιστα που πριν ονομαζόταν Υπερησία, πήρε το νέο της όνομα μετά τη νίκη που επέτυχε κατά των Σικυωνίων το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ., χάρη στο τέχνασμα με τις αίγες, όπως διηγείται ο Παυσανίας (7.26.2-3).

Μια εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι στην περιοχή που ταυτίζεται ως Ομηρικός Αιγιαλός και εκτείνεται ανάμεσα στο 'Αργος και το Αίγιον, επικρατούν ονόματα πόλεων, περιοχών και προσώπων με την ίδια ρίζα αιγ. Για παράδειγμα, ο Αιγιαλεύς από τον οποίο πήρε το όνομά της η παράλια ζώνη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου είναι ο αυτόχθων βασιλιάς της Σικυώνας, της οποίας το αρχαιότατο όνομα ήταν Αιγιάλη ή Αιγιαλοί (Παυσ. 2.6.5, Στρ. 8.6.25). Αιγιάλη ή Αιγιάλεια ονομαζόταν η κόρη του Αδράστου, πρώτου βασιλιά του Άργους που υπήρξε για μικρό διάστημα και βασιλιάς της Σικυώνας. Τρεις από τις πόλεις του Αιγιαλού φέρουν τα ονόματα Αίγιον, Αίγειρα και Αιγές. Το παλαιό όνομα Αιγιαλός, παρέμενε σε χρήση στην Αχαΐα ακόμη και κατά την ύστερη αρχαιότητα, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίες πηγές (Παυσ. 2.5.6 και 7.1.4, Στρ. 8.7.1), δηλαδή πολλούς αιώνες μετά την εγκατάσταση των Αχαιών στον Αιγιαλό υπό την ηγεσία του Τισαμενού γιου του Ορέστη στα τέλη της Μυκηναϊκής περιόδου (12ος αι. π.Χ.) και τη μετονομασία της χώρας σε Αχαΐα.

Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΧΑΪΚΟ ΑΙΓΙΟΝ

Παρά το γεγονός ότι οι επήλυδες Αχαιοί υπό τονΤισαμενό εγκαταστάθηκαν στον Ιωνικό Αιγιαλό μετά τη σύγκρουση με τους Ίωνες Αιγιαλείς και έζησαν μαζί, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους παρέμεινε ισχυρός. Η πλέον χαρακτηριστική ένδειξη αυτής της έχθρας υποδηλώνεται, πιστεύω, από τον ανταγωνισμό που παρατηρείται ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα ιερά της περιοχής, του Αχαϊκού Δία στο Αίγιον και του Ιωνικού Ποσειδώνα στην Ελίκη.

Το Αίγιον είχε ισχυρούς δεσμούς με το βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα και τον βασιλικό οίκο των Ατρειδών που έλκει την καταγωγή του από τον Δία. Σύμφωνα με την παράδοση ο Δίας είναι πατέρας του Ταντάλου, πατέρα του Πέλοπα, πατέρα του Ατρέα ιδρυτή του οίκου των Ατρειδών και πατέρα του Αγαμέμνονα. Στο ιερό του Δία στο Αίγιον συγκέντρωσε ο Αγαμέμνων τους αρχηγούς των Ελλήνων για να συσκεφθούν προ της εκστρατείας κατά της Τροίας, ένδειξη της σπουδαιότητάς του ως Αχαϊκού ιερού στην περιοχή κατά την Υστερη Μυκηναϊκή περίοδο. Η απόφαση επομένως του εγγονού του Αγαμέμνονα Τισαμενού στα τέλη του 12ου αι. π.Χ. να αναζητήσει για τους διωγμένους Αχαιούς του καταφύγιο στον Αιγιαλό που εξουσιαζόταν από τους Ίωνες, πρέπει σε μεγάλο βαθμό να οφείλεται στο γεγονός ότι στην περιοχή του Αιγίου κατοικούσαν από παλιά ομόεθνοι Αχαιοί. Την ενωμένη δύναμη των παλαιών και νέων Αχαιών που κάτω από την ηγεμονία του ένδοξου απογόνου του Αγαμέμνονα θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυριαρχία του Αιγιαλού, φαίνεται πως φοβήθηκαν οι Ίωνες και γι’ αυτό δεν επέτρεψαν στους Αχαιούς την εγκατάσταση στην περιοχή τους. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Αχαιοί νίκησαν και εγκαταστάθηκαν στον Ιωνικό Αιγιαλό διατηρώντας την ισχυρή πρωτεύουσα των Ιώνων, την Ελίκη, ως πρωτεύουσα πόλη και της νέας διοίκησης. Όμως ένα νέο στοιχείο σίγουρα προστέθηκε ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας στον Αιγιαλό: η συσπείρωση των Αχαιών γύρω από το ιερό του Δία στο Αίγιον και των Ιώνων γύρω από το ιερό του Ποσειδώνα στην Ελίκη.

Σε αντίθεση με τον Δία, ο Ποσειδών ήταν ο πανίσχυρος θεός των Ιώνων, πατέρας του Νηλέα και του Σελινούντα, βασιλιά των Αιγιαλέων και πατέρα της Ελίκης, συζύγου του Ίωνα. Το ιερό του στην Ελίκη ήδη από τους Μυκηναϊκούς χρόνους ήταν το κέντρο της Ιωνικής ομοσπονδίας και είχε πανελλαδική σπουδαιότητα την οποία φαίνεται πως διατήρησε μέχρι περίπου τον 6ο αι. π.Χ., οπότε με την ανάδυση της ενιαίας Αχαΐας η σημασία του περιορίστηκε πιθανότατα γύρω από την περιοχή της Ελίκης και από τους Ίωνες. Αυτή η ερμηνεία, θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει και τα γεγονότα που παραδίδονται γύρω από την καταστροφή της Ελίκης τον 4ο αι. π.Χ. σε σχέση με το ιερό του Ποσειδώνα και τους Ίωνες πρεσβευτές από τη Μικρά Ασία. Όπως γνωρίζουμε από τις αρχαίες πηγές (Παυσανίας, Διόδωρος, Στράβων), όταν ήρθαν στην Ελίκη πρεσβευτές από την Ιωνία για να θυσιάσουν στο βωμό του Ποσειδώνα, οι Ελικείς δεν τους επέτρεψαν ή κατά άλλη εκδοχή τους συνέλαβαν μετά τη θυσία μέσα στο ιερό και τους κακομεταχειρίστηκαν προκαλώντας έτσι τη μήνι του θεού που τιμώρησε αργότερα την πόλη με καταστροφή από σεισμό και τσουνάμι. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι οι Ελικείς δεν επέτρεψαν τη θυσία, παρότι οι πρέσβεις από την Ιωνία είχαν ζητήσει και λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Κοινού των Αχαιών, με το επιχείρημα ότι το ιερό ανήκε σε εκείνους μόνον και όχι στο Κοινό των Αχαιών. Το περιστατικό της αποστολής των πρέσβεων που φαίνεται να έχει ιστορική βάση και συνέβη πιθανότατα κάπου στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., όπως δείχνουν ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα από την Ιωνία, καταδεικνύει τη σθεναρή ένωση των Ιώνων γύρω από την Ελίκη και το ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα που αντιπροσώπευε ακόμη στον 4ο αιώνα το προγονικό ιερό για τη φυλή των Ιώνων. Αντίστοιχη σημασία για τους Αχαιούς πρέπει να είχε το ιερό του Δία στο Αίγιον.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1. Από τα πιο πάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: Η Ομηρική Αχαΐα εκτεινόταν μεταξύ Πελλήνης (κοντά στο Ξυλόκαστρο) προς ανατολάς και Αιγίου προς δυσμάς, κατελάμβανε δηλαδή την περιοχή που αντιστοιχεί πρωτίστως στη σημερινή Αιγιάλεια η οποία διατηρεί και το αρχαιότατο όνομα της χώρας.

2. Ο σχηματισμός της ενιαίας ιστορικής Αχαΐαςξεκίνησε αρχικάαπό τον Αιγιαλό δηλαδή την Ομηρική Αχαΐα, αμέσως μετά τη λήξη της βασιλείας και την καθιέρωση της αριστοκρατίας γύρω στον 9ο αι. π.Χ. Ο 8ος αιώνας φαίνεται πως υπήρξε η κρίσιμη καμπή για την αυτονομία των Αχαϊκών πόλεων, όπως δείχνουν οι αποικισμοί και οι απόπειρες ηγεμονίας στην Πελοπόννησο, που σταδιακά οδήγησε στην μετεξέλιξη της ενιαίας Αχαΐας.

3. Η ιστορική Αχαΐα φαίνεται πως γεννήθηκε τον 6ο αι. π.Χ., μετά την προσχώρηση και ένωση των πόλεων της δυτικής Αχαΐας. Τότε πρέπει να καθιερώθηκε και η Αχαϊκή Δωδεκάπολις, δηλαδή η Συμπολιτεία των Δώδεκα πόλεων της Αχαΐας που περιελάμβανε τις πόλεις του παλαιού Ομηρικού Αιγιαλού και τη νεότερη ένωση των πόλεων της δυτικής Αχαΐας. Μπορούμε να ορίσουμε ως terminus post για αυτή τη διαδικασία τον αποικισμό στη Δύση (8ος αι. π.Χ.) και ως terminus ante την αναφορά των πρώτων Αχαϊκών πόλεων στο απόσπασμα του Αισχύλου κατά τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ.

4. Το ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα στην Ελίκη που είναι και το αρχαιότερο ιερό της περιοχής, λειτούργησε ως πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Αχαΐας για πολλούς αιώνες από την ίδρυση της Ελίκης κατά την προϊστορική περίοδο (14ος αι. π.Χ.) μέχρι τον 6ο αι. π.Χ. Από αυτή την εποχή και μετά φαίνεται πως αναπτύχθηκε έντονος ανταγωνισμός με το ιερό του Δία στο Αίγιον σε σχέση με την πρωτοκαθεδρία στην Αχαϊκή Ομοσπονδία. Κατά την Κλασσική περίοδο και μέχρι την καταστροφή του 373 π.Χ., η σημασία του ιερού του Ποσειδώνα είχε πιθανότατα περιορισθεί σε αυτήν του Ιωνικού ιερού γύρω από την Ελίκη αντί του ομοσπονδιακού ιερού, όπως παλαιότερα. H καταστροφή του διοικητικού κέντρου της Ελίκης το 373 π.Χ. μαζί και του ιερού, έδωσε τη δυνατότητα στο γειτονικό Αίγιον να αναδειχθεί ως η νέα πρωτεύουσα πόλη της Αχαϊας στη θέση της Ελίκης με την ανασύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας γύρω στο 280 π.Χ.

Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΘΗΝΑ



Ο γάμος αποτελούσε τη διαδικασία δημιουργίας της οικογενειακής μονάδας, του οίκου, μέσα από τον οποίο διαβιβαζόταν το δικαίωμα του πολίτη στην αθηναϊκή κοινωνία και εξασφαλιζόταν η αναπαραγωγή νόμιμων παιδιών. Oι γυναίκες στην κλασική Αθήνα παντρεύονταν σε μικρή ηλικία, δηλαδή από δεκαπέντε χρονών και εξής. Αντίθετα, οι άντρες δεν νυμφεύονταν πριν από την ενηλικίωσή τους -πριν δηλαδή από τα δεκαοχτώ τους χρόνια- ενώ συχνά αυτό συνέβαινε μετά τη στρατιωτική τους θητεία, η οποία διαρκούσε δύο χρόνια, από τα δεκαοχτώ τους μέχρι τα είκοσι τους.

Ήδη από την εποχή του Σόλωνα η διαδικασία του γάμου ξεκινούσε με μία προφορική συμφωνία -ένα είδος συμβολαίου- ανάμεσα στο μελλοντικό σύζυγο και στον πατέρα ή στον κηδεμόνα της κοπέλας, η οποία ονομαζόταν εγγύη. H μέλλουσα σύζυγος δεν παρευρισκόταν συνήθως σε αυτήν την τελετή, αφού μάλιστα η συγκατάθεσή της δεν ήταν υποχρεωτική (;).

Στην Αθήνα, η προίκα αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο του γάμου και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις μία κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί και χωρίς αυτήν. Ο σύζυγος έδινε εγγύηση ότι θα επέστρεφε την προίκα σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ή θανάτου της συζύγου του, αν δεν υπήρχε κληρονόμος.

Ενώ ο γάμος υφίστατο νομικά από τη στιγμή της εγγύης, οι διαδικασίες ολοκληρώνονταν με τη μετακόμιση της κοπέλας στο σπίτι του μελλοντικού συζύγου της. Οι γαμήλιες τελετές στην κλασική Αθήνα διαρκούσαν τρεις ημέρες. Tην ημέρα πριν από το γάμο τελούνταν τα προαύλια και την επομένη του γάμου τα επαύλια (τα ονόματα αυτά παράγονται από το ρήμα «αυλίζομαι», που σημαίνει «περνώ τη νύχτα»). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι Αθηναίοι προτιμούσαν να παντρεύονται το χειμώνα. Πολλοί γάμοι τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος αποτελούσε τον έβδομο μήνα του αθηναϊκού έτους και ήταν αφιερωμένος στην Ήρα, στην προστάτιδα του γάμου.

Οι μελλόνυμφοι τελούσαν τα προτέλεια, δηλαδή τις θυσίες για τον εξευμενισμό των θεών. Στην Αθήνα, θυσίες γίνονταν προς τιμήν της Αφροδίτης, τηςΑρτεμης, της Ήρας, του Ουρανού και της Γης, των πατρογονικών θεών (Τριτοπατόρων) και της προστάτιδας της πόλης, της Αθηνάς. Επειδή ο γάμος σηματοδοτούσε την ενηλικίωση της κοπέλας, συνηθιζόταν εκείνη να αφιερώνει τα παιχνίδια της και ορισμένα από τα ρούχα της σε μία από τις γαμήλιες θεότητες. Συχνά οι κοπέλες προσέφεραν βοστρύχους από τα μαλλιά τους ή το δίχτυ που τα συγκρατούσε, τη ζώνη τους και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.

Το λουτρό της νύφης και του γαμπρού ήταν αναπόσπαστο τμήμα της γαμήλιας τελετουργίας, γιατί σηματοδοτούσε το τέλος μίας φάσης της ζωής τους και την έναρξη μιας καινούριας. Εξάλλου, ο εξαγνισμός με νερό πριν από οποιαδήποτε επαφή με τα θεία αποτελούσε παράδοση για τους ΄Eλληνες. Το νερό για το γαμήλιο λουτρό αντλούνταν από συγκεκριμένη πηγή και στην Αθήνα- πιο συγκεκριμένα- προερχόταν από την Eννεάκρουνο. Tο αγγείο για τη μεταφορά του ήταν η λουτροφόρος. Τo θέμα του λουτρού της νύφης απεικονίζεται πιο συχνά από ότι του γαμπρού, αλλά η σκηνή συνοψίζεται στην πομπή προς ή από την κρήνη.

Στην κοιλιά του αγγείου η νύφη κάθεται σε ένα δίφρο, ακουμπά τα πόδια της σ’ ένα υποπόδιο και με τα δυο της χέρια παίζει μια άρπα, υποδηλώνοντας τα τραγούδια που ακούγονταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της νύφης. Μία από τις ακόλουθες πλησιάζει από πίσω, κρατώντας μια λουτροφόρο, αγγείο που χρησιμοποιούταν κυρίως στους γάμους για τη μεταφορά νερού για το γαμήλιο μπάνιο. Τρεις γυναίκες πλησιάζουν προς τη νύφη κρατώντας σε κασέλες τα δώρα για το γάμο. Στην άλλη πλευρά του αγγείου δύο γυναίκες προσφέρουν κασέλες με δώρα.Κάτω από τις λαβές εικονίζονται φτερωτές γυναίκες οι οποίες μπορεί να είναι Νίκες που υποδηλώνουν τη θριαμβευτική δύναμη της ομορφιάς ή μπορεί να αντιπροσωπεύουν θεότητες του Κάτω Κόσμου, σχετικές με τη γονιμότητα. Οι κορδέλες ή οι κλάδοι που φέρουν αντιπροσωπεύουν τη θεία ευλογία που φέρνουν στη νύφη.Δεδομένου ότι η νύφη δε φοράει πέπλο και στεφάνι και ότι δεν είναι ντυμένη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απεικονίζονται τα «επαύλια», μία ημέρα μετά το γλέντι του γάμου και τη νυφική πομπή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η νύφη καλωσόριζε τους φίλους και την οικογένεια στο νέο σπίτι της και έπαιρνε τα δώρα τους, υφαντά, καλάθια, μπαούλα, πυξίδες, καθρέφτες κ.τ.λ

Μετά το λουτρό η νύφη και ο γαμπρός έπρεπε να ντυθούν για τη γαμήλια τελετή. Οι γονείς της κοπέλας όριζαν την νυμφεύτρια, την υπεύθυνη δηλαδή για την επιτήρηση του γάμου και τον καθορισμό της νυμφοκόμου, η οποία φρόντιζε για την ένδυση και τον καλλωπισμό της νύφης. Η προετοιμασία του γαμπρού ήταν μικρότερης σημασίας. Φορούσε ιμάτιο, αρωματιζόταν και στεφανωνόταν με ταινία από κλαδιά σουσαμιού και μέντας, φυτά τα οποία είχαν ιδιαίτερο συμβολισμό στο γάμο. Το σουσάμι εξασφάλιζε τη γονιμότητα, ενώ η μέντα ήταν αφροδισιακή. Στον καλλωπισμό της νύφης όμως δινόταν μεγάλη σημασία, όπως άλλωστε διαπιστώνεται και από τις πολυάριθμες αναπαραστάσεις του θέματος στα αθηναϊκά αγγεία. Δε σώζονται γραπτές μαρτυρίες από την Aθήνα που να αναφέρονται στο χρώμα του νυφικού φορέματος και η αγγειογραφία δεν παρέχει σχετικές πληροφορίες. Oι νυμφίδες, τα νυφικά παπούτσια ή σανδάλια, τύχαιναν ιδιαίτερης προσοχής σε πολλές απεικονίσεις καλλωπισμού. Tο νυφικόπέπλο τοποθετούνταν πάνω από τη στεφάνη (στέμμα) και κάλυπτε το πρόσωπο της κοπέλας μέχρι τη στιγμή των αποκαλυπτηρίων από το μέλλοντα σύζυγό της.

Το σπίτι της νύφης και του γαμπρού διακοσμούνταν με κλαδιά δάφνης και ελιάς, για να τονιστεί η εορταστική ατμόσφαιρα. Η γαμήλια γιορτή, συνήθως με πολλούς προσκεκλημένους, λάμβανε χώρα στο ένα από τα δύο σπίτια, ενώ αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. ανάλογες εκδηλώσεις τελούνταν και σε ιερά. Το γαμήλιο δείπνο ήταν ένα συμπόσιο, στο οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες και το παραδοσιακό έδεσμα για την περίσταση ήταν ένα γλυκό με σουσάμι και μέλι. Ο χορός, στον οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες σε χωριστές ομάδες, και το τραγούδι αποτελούσαν τα αναπόσπαστα στοιχεία της γιορτής.

Μετά το ηλιοβασίλεμα, ο πατέρας της νύφης παρουσίαζε την κοπέλα στο γαμπρό μπροστά σε όλους τους προσκεκλημένους. Πιθανόν αυτή να ήταν η χρονική στιγμή των ανακαλυπτηρίων, οπότε η νύφη απομάκρυνε το πέπλο από το πρόσωπό της.

H γαμήλια πομπή με τους πυρσούς, τα τραγούδια και τους χορούς είχε σκοπό να συνοδεύσει τη νύφη στη νέα της κατοικία. Ο γαμπρός δε συμμετείχε πάντοτε στη γαμήλια πομπή, αλλά συχνά περίμενε τη νύφη στο σπίτι. Aν ο άντρας παντρευόταν για δεύτερη φορά έστελνε ένα φίλο του, το νυμφαγωγό, να συνοδεύσει τη νύφη. Tο σπίτι του γαμπρού ήταν διακοσμημένο με ταινίες και κλαδιά που έφεραν μαλλί προβάτου, όπως συνέβαινε και σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες η οικογένεια αποκτούσε ένα νέο μέλος (π.χ. μετά την αγορά ενός δούλου). Το κέντρο των οικιακών τελετουργιών, η εστία, αποτελούσε τον τελετουργικό χώρο για την ένταξη της νύφης στην οικογένεια.

Tο συζυγικό δωμάτιο, ο θάλαμος, ήταν το πιο διακοσμημένο δωμάτιο του σπιτιού του γαμπρού. Η νυφική κλίνη ήταν αρωματισμένη και στρωμένη με ωραία υφάσματα. Στην κλασική Αθήνα , εκτός από τη νυφική κλίνη υπήρχε μάλιστα και ένα δεύτερο κρεβάτι, ο παράβουστος, στο οποίο μπορούσε να κοιμηθεί ο ένας από τους δύο συζύγους, αν το επιθυμούσε. Μετά την είσοδο του ζευγαριού στο θάλαμο, ένας φίλος του γαμπρού έκλεινε και φύλασσε την πόρτα, ενώ φίλοι και των δύο παρέμεναν απ’ έξω και τραγουδούσαν.

H οικογένεια της νύφης και του γαμπρού και οι φίλοι τους ξυπνούσαν από τα χαράματα για την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων που είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη μέρα, όπως ήταν για παράδειγμα η προσφορά των δώρων, των επαυλίων, τα οποία και έδιναν το όνομά τους σε ολόκληρη την ημέρα. Σύμφωνα με τον Hσύχιο, δώρα προσφέρονταν και στη νύφη και στο γαμπρό, αλλά οι αρχαιολογικές και οι φιλολογικές μαρτυρίες επικεντρώνονται στα επαύλια της νύφης. Μετά τα επαύλια, η ένταξη της νύφης στη νέα της κατοικία είχε πια ολοκληρωθεί. Τότε ο γαμπρός οργάνωνε τα γαμήλια, μία γιορτή για τη φρατρία του, ώστε να την πληροφορήσει για το σχηματισμό του νέου οίκου.Τα διαφορετικά στάδια της γαμήλιας τελετουργίας απεικονίζονται στην αττική αγγειογραφία της Κλασικής περιόδου.

Η πλουσιότερη πηγή πληροφοριών για την απεικόνιση του γάμου στην κλασική Aθήνα είναι οι παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων. Το θέμα απεικονίζεται σε αγγεία γυναικείας χρήσης, όπως η πυξίδα και η λεκανίδα, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται σε κύλικες, οινοχόες και κρατήρες, τα οποία λόγω της συγκεκριμένης διακόσμησης πιθανόν να χρησιμοποιούνταν στις γαμήλιες εκδηλώσεις. Η πλειοψηφία όμως των σκηνών διακοσμούσε λουτροφόρους και γαμικούς λέβητες, σκεύη που σχετίζονται με τη γαμήλια τελετουργία.

Tο ενδιαφέρον των αγγειογράφων επικεντρωνόταν σε τελετουργίες όπως, είναι ο καλλωπισμός της νύφης, η γαμήλια πομπή και η άφιξη της νύφης στη νέα της κατοικία. Τα υπόλοιπα στάδια του γάμου, δηλαδή η εγγύη, οι θυσίες και οι προσφορές στους θεούς, το γαμήλιο λουτρό, το δείπνο, ο χορός, τα ανακαλυπτήρια και τα επαύλια απεικονίζονται σπανιότερα.

H πιο δημοφιλής παράσταση είναι ο νυφικός καλλωπισμός. Στην αττική αγγειογραφία απεικονίζονται όλα τα στάδιά του από το δέσιμο των σανδαλιών μέχρι και την κόμμωση. Η μελλόνυμφη περιτριγυρίζεται από τις νυμφοκόμους, γυναίκες -μέλη της οικογένειάς της ή φίλες της-, οι οποίες τη βοηθούν να προετοιμαστεί ή καλλωπίζονται και οι ίδιες. Από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.X. και έπειτα, εικονίζονται σε ανάλογες παραστάσεις κάποιες γυναικείες μορφές να ασχολούνται με την επεξεργασία του μαλλιού, τη μεταφορά των οικιακών αντικειμένων ή σπανιότερα να διασκεδάζουν, δραστηριότητες δηλαδή που δε σχετίζονται με το νυφικό καλλωπισμό. Mερικές φορές στην ίδια παράσταση απεικονίζονται οι διάφορες φάσεις της νυφικής προετοιμασίας, χωρίς όμως κάποια αφηγηματική σύνδεση.

H πομπή προς το σπίτι του γαμπρού αποτελεί μία εξίσου δημοφιλή γαμήλια σκηνή στην αττική αγγειογραφία, όπου απεικονίζονται διάφορα στάδιά της, από την αναχώρηση της νύφης από το πατρικό της μέχρι το τέλος της πομπής και την υποδοχή του ζευγαριού στο σπίτι του γαμπρού. Στις παραστάσεις πάνω στα αγγεία συχνά εικονίζονται και οι δύο μητέρες. H μητέρα της νύφης, που κρατάει πυρσούς, ώστε η φωτιά από την οικογενειακή εστία να φωτίσει το δρόμο της κοπέλας και να την προστατέψει, και η μητέρα του γαμπρού, η οποία συνήθως περιμένει στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας επίσης πυρσούς, για να δώσει τη φλόγα στο νέο σπίτι της νύφης. Ένα άλλο θέμα που απεικονίζεται συνήθως στην αγγειογραφία είναι η πομπή προς το συζυγικό δωμάτιο.

Σκηνές θυσιών εικονίζονται συχνά στην αττική αγγειογραφία, αλλά δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί ο σκοπός τους. Επιμέρους εικονογραφικά στοιχεία, όπως το στεφάνι, η παρουσία του Έρωτα και η ένδυση των μορφών συμβάλλουν στην ταύτιση των σχετικών παραστάσεων με γαμήλιες θυσίες.

Oι περισσότερες απεικονίσεις προσφορών είναι αόριστες και επικεντρώνονται στην επαφή μεταξύ πιστού και θεότητας. Προγαμιαίες προσφορές αναγνωρίζονται σε σκηνές όπου εικονίζεται μία κοπέλα σε ηλικία γάμου να κρατά τη ζώνη της ή ένα από τα παιχνίδια της και να ετοιμάζεται να τα εναποθέσει στο άγαλμα μίας θεότητας, η οποία προφανώς σχετίζεται με το γάμο.

Η σπουδαιότητα της μελέτης των γαμήλιων σκηνών είναι μεγάλη, γιατί συχνά αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφοριών για τα έθιμα του γάμου στην κλασική Aθήνα , ή συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των γραπτών μαρτυριών. Ακόμη και όταν οι σκηνές είναι μυθολογικές, εικονίζουν δηλαδή τους γάμους ηρώων και Ολύμπιων θεών και όχι των θνητών, αντανακλούν τα έθιμα και τις αντιλήψεις της εποχής.

ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ

Επτά ημέρες από τη γέννηση ενός παιδιού, γινόταν η επίσημη αποδοχή του, μέσα από συγκεκριμένη τελετουργία, κατά την οποία ο πατέρας το έφερε γύρω από την εστία του σπιτιού. Tη δέκατη ημέρα δινόταν και το όνομά του. Στην ηλικία των 16 χρόνων, κατά τη γιορτή των Aπατουρίων, το παιδί εγγραφόταν στη φρατρία του πατέρα του, στη συγκέντρωση της οποίας ο πατέρας έδινε, μεταξύ άλλων, όρκο -μετά το νόμο, που θέσπισε ο Περικλής το 451 π.Χ.- ότι η σύζυγός του ήταν γεννημένη στην Aθήνα και ο γιος του νόμιμος γόνος από έγκυρο γάμο. Μετά την ψηφοφορία των μελών και την αποδοχή του παιδιού, ακολουθούσε η εγγραφή στον κατάλογο. Το αγόρι, όταν έκλεινε τα 18 του χρόνια, γραφόταν στο δήμο, ο πατέρας του ορκιζόταν, οι δημότες ψήφιζαν και, μετά από την αποδοχή, γινόταν η εγγραφή του στο μητρώο του δήμου. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρωνόταν η γνησιότητα του ως Aθηναίου, βασική προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη.

Στην περίπτωση έλλειψης άρρενος απογόνου υπήρχε η δυνατότητα της υιοθεσίας. Παρ’ όλο που ο νόμος δεν το επέβαλλε, εν τούτοις προτιμούνταν άτομα από το συγγενικό περιβάλλον και κατά κανόνα ενήλικα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης της οικογενειακής περιουσίας. Στην περίπτωση της υιοθεσίας ακολουθούσαν, επίσης, την ίδια διαδικασία: εισαγωγή στη φρατρία του θετού πατέρα και εγγραφή στο μητρώο του δήμου.

Διαφορετική ήταν η κατάσταση με τα νόθα παιδιά. Ήταν γόνοι ενός μη έγκυρου γάμου και δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ούτε στα πλαίσια της πόλης, ούτε στα πλαίσια του οίκου (κληρονομικές διεκδικήσεις, συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετουργίες της οικογένειας).

Η πόλις της κλασικής Αθήνας δεν αναμειγνυόταν στην ανατροφή των παιδιών, η οποία ήταν αποκλειστικό θέμα της οικογένειας. Έτσι, μέχρι την ηλικία των 7 περίπου χρόνων, την ανατροφή των παιδιών αναλάμβαναν οι μητέρες ή οι τροφοί στις εύπορες οικογένειες. Aρχαιολογικά ευρήματα δίνουν μια εικόνα για τα παιχνίδια των παιδιών (κούκλες, ρόκανα, διάφορες κατασκευές), ενώ από τις πηγές μαθαίνουμε για τις ιστορίες που τους διηγούνταν (ιστορίες ηρώων, τους μύθους του Aισώπου, κ.ά.).

Aπό τα 7 διαφοροποιούνταν τα αγόρια από τα κορίτσια. Tο αγόρι πήγαινε στο σχολείο συνοδευόμενο από έναν έμπιστο δούλο, τον παιδαγωγό. Η εκπαίδευση ήταν ιδιωτική και οι δάσκαλοι πληρώνονταν επομένως από τους γονείς. Τα βασικά μαθήματα ήταν η ανάγνωση, η γραφή και η αριθμητική και διδάσκονταν από το γραμματιστή. Επιπλέον για τη μουσική παιδεία υπεύθυνος ήταν ο κιθαριστής, ενώ τη γύμναση επέβλεπε ο παιδοτρίβης. Ανώτερη βαθμίδα μόρφωσης αποτελούσε η μαθητεία κοντά στους σοφιστές, η αμοιβή των οποίων όμως ήταν τόσο υψηλή, ώστε η δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοια μαθήματα περιοριζόταν στους νέους των εύπορων οικογενειών.

Οι έφηβοι (18-20 χρόνων) υπηρετούσαν για 2 χρόνια στο στρατό. Η περίοδος αυτή ήταν η σημαντικότερη της ζωής τους, αφού αποτελούσε το μεταβατικό στάδιο για την απόκτηση πολιτικής υπόστασης και για την κατ’ επέκταση ένταξή τους στην πόλη.

Η Ψυχοθεραπευτική Τέχνη του Ηράκλειτου

Ο Νόμος της Εναντιοδρομίας, η Άγνωστη Ψυχοθεραπευτική Τέχνη του Ηράκλειτου που μπορεί να θεραπεύσει τη Δυσαρμονία που βασιλεύει στον Ψυχικό μας Κόσμο αλλά και στην Κοινωνία.
 
«Τα σύνορα της ψυχής δε θα τα βρείς, όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσεις, τόσο βάθος έχει η ουσία της.»
(Ηράκλειτος, απόσπ. 45)

Σε μια τόσο σύντομη φράση, όπως η παραπάνω, ο μεγάλος Εφέσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος – ο αποκαλούμενος σκοτεινός φιλόσοφος του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος – μπόρεσε να συλλάβει την αλήθεια για την ανθρώπινη ψυχή, διατυπώνοντας την με μια απέριττη αλλά και συγκλονιστική σαφήνεια.

Ο Ηράκλειτος κατέχει μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, αλλά και στο χώρο της -γιουνγκιανής κυρίως– ψυχοθεραπείας, αφού η ηρακλειτική φιλοσοφία επηρέασε φανερά τον Ελβετό ψυχίατρο και μύστη της ψυχολογίας, Carl G.Jung.

Ο Jung ενσωμάτωσε στο φιλοσοφικό του σύστημα αλλά και στις μεθόδους ψυχοθεραπείας που εφάρμοσε, τον περίφημο Νόμο της Εναντιοδρομίας ο οποίος βασίζεται στη φιλοσοφία του Ηρακλείτου περί αρμονίας των αντιθέτων.

Ο Jung απέδωσε την έμπνευση και τη φιλοσοφική σύλληψη αυτού του Νόμου στον ίδιο τον Ηράκλειτο, ο οποίος πρώτος μίλησε για την επιτακτική ανάγκη της συνένωσης των αντιθέτων,τόσο μέσα στη Φύση όσο και μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Πάνω σε αυτή την ηρακλειτική αρχή, ο Jung προσπαθούσε πάντα –στη διάρκεια της ψυχοθεραπευτικής του πορείας-να απλώσει μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο φαινομενικά αντίθετα στοιχεία στην προσωπικότητα των εκάστοτε ασθενών του: στο συνειδητό από τη μία (με την ορθολογική σκέψη και τον κριτικό νου)και το ασυνείδητο από την άλλη (με όλες τις αρχέγονες και ατιθάσευτες ενέργειες του.)

Aυτή η συνύπαρξη συνειδητού και ασυνείδητου, με τις εκ διαμέτρου αντίθετες δυνάμεις τους, ήταν για τον Jung το κλειδί της ψυχικής ισορροπίας κάθε ανθρώπου, όπως ακριβώς για τον Ηράκλειτο η θαυμαστή τάξη και λειτουργίας του Σύμπαντος βασιζόταν στην αρμονία των αντίθετων στοιχείων μέσα στη Φύση: μέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, ζέστη και κρύο, χειμώνας και καλοκαίρι.

Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ

Για τον Jung, ο Νόμος της Εναντιοδρομίας είναι ο πιο σοφός ψυχολογικός νόμος, αφού εξυπηρετεί την πορεία του ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωσή του, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό και την εκ νέου νοηματοδότηση της ζωής του. Σύμφωνα με το Νόμο της Εναντιοδρομίας, όταν μία ενεργειακή ροή, ένα ψυχικό δυναμικό αναπτυχθεί μονομερώς και παγιωθεί ως τρόπος ή στάση ζωής – χωρίς τη συμπλήρωση του αντιθέτου του- θα φτάσει στο ανώτατο σημείο ανάπτυξης και εκδήλωσης και μετά θα ακολουθήσει μία διαμετρικά αντίθετη πορεία από την αρχική, για να μπορέσει η εκδηλωθείσα ψυχική ενέργεια να συμπεριλάβει και να αφομοιώσει το αντίθετό της, που μέχρι τότε είχε παραμεληθεί. Ο Jung είχε πεί πως κάθε ενέργεια έχει πάντα δύο πόλους. Σκοπός λοιπόν της Εναντιοδρομίας είναι η ισορροπία των δύο αυτών αντίθετων πόλων. Για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει εκφράσει μια μονοδιάστατη σεξουαλική ζωή, βασισμένη στο έντονο ερωτικό πάθος, την ηδονή, τη συναισθηματική έξαψη και την ενστικτώδη διέγερση, σε βάρος όμως της πνευματικότητας του και της συλλογικής διάστασης της ψυχής του (που περιλαμβάνει τις ανάγκες και των άλλων ανθρώπων, συντρόφων – ερωτικών και μη), με άξονα ικανοποίησης μόνο τη δική του ατομική ψυχή και τις εγωκεντρικές, ναρκισσιστικές της ανάγκες, τότε θα έρθει κάποια στιγμή στη ζωή αυτού του ατόμου, είτε ένα «απροσδόκητο», συνταρακτικό γεγονός (με τη μορφή ενός σοβαρού ατυχήματος ή μιας καταλυτικής «ατυχίας»), είτε ένα «ανεξήγητο», αλλά επίμονο σύμπτωμα (ψυχοσωματικό ή οργανικό), είτε μία παρατεταμένη, βαθιά μελαγχολία, ή ακόμα μια τυραννική ιδεοληψία (φοβίες που πρίν δεν υπήρχαν και μοιάζουν ακατανόητες, έντονες υποχονδριακές τάσεις καί ιδεοψυχαναγκαστικές-καταναγκαστικές συμπεριφορές), που θα εκδηλωθούν ως μία κρίσιμη και αποφασιστική καμπή, μια σχεδόν οριακή κατάσταση-ανάμεσα στην κατάρρευση και την ανύψωση-, μια ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί, ώστε να μπορέσει η μέχρι τότε μονομερής και εγωκεντρική έκφραση της σεξουαλικότητας να μεταστοιχειωθεί στο συναισθηματικό μοίρασμα με τον άλλον και στην αναγνώριση μιας πνευματικής,ανώτερης διάστασης στη ψυχή του ίδιου του ατόμου, που μέχρι τότε παρέμενε ανεκδίπλωτη.

Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΖΩΗ

Η πορεία της ανθρώπινης σεξουαλικότητας για τον Jung, είναι μία τέλεια εφαρμογή του Νόμου της Εναντιοδρομίας: Ξεκινάει δυναμικά και ορμητικά μέσα στα ένστικτα και τα πάθη, φτάνει σε ανώτατα επίπεδα κορύφωσης, διέγερσης και πλήρωσης για να ακολουθήσει στη μέση περίπου ηλικία (το χρονικό σημείο όπου εμφανίζεται η Εναντιοδρομία) μια σταδιακά, καθοδική πορεία.
 
Τα ένστικτα και οι ορμές υποχωρούν για να εισέλθουν πιο πνευματικά και ψυχικά στοιχεία. Κάποιος που δε θα λάβει υπ’ όψιν του την εκδήλωση του Νόμου της Εναντιοδρομίας, θα οδηγηθεί σύμφωνα με τον Jung, σε σεξουαλικές νευρώσεις και συναισθηματικές διαταραχές, η σοβαρότητα των οποίων θα εξαρτηθεί από την μέχρι τότε ζωή του ατόμου.
 
Ο Νόμος της Εναντιοδρομίας, έχει τις δικές του συνέπειες.
 
Μια ζωή στραμμένη αποκλειστικά στη σεξουαλικότητα και τον αισθησιασμό, θα φέρει αρχικά ίσως ηδονή και ικανοποίηση, αργότερα όμως σεξουαλικές δυσλειτουργίες και κατάθλιψη. Βέβαια, η Εναντιοδρομία, μπορεί να ισχύσει και στην αντίθετη περίπτωση:

Κάποιος που ζει μια αποστειρωμένη – συναισθηματικά, ερωτικά και σεξουαλικά – πνευματική ζωή, προς χάριν της διανόησης και σε βάρος της σεξουαλικής και της υλιστικής του πλευράς, να νιώσει- σε κάποια αναπάντεχη φάση της ζωής του- ένα πρωτόγνωρο, ερωτικό πάθος, τόσο έντονο και παράφορο, που να τον εκτρέψει τελείως από την μέχρι τότε πνευματική και ήρεμη πορεία της ζωής του. Ή πάλι μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα ανίας, κατάθλιψης, συναισθηματικού κενού, που θα του υπενθυμίζουν πάντα ότι ένα κομμάτι του εαυτού του – λιγότερο πνευματικό αλλά εξίσου σημαντικό έχει μείνει ανέκφραστο και ανολοκλήρωτο.

Ο ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ

Ο ίδιος Jung ανέφερε ως «τυπικό παράδειγμα Εναντιοδρομίας» την περίπτωση ενός ασθενή του, ο οποίος κατάφερε να γίνει ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας με πάρα πολλά λεφτά.
 
Ζούσε μόνο για τη δουλειά του. Όλο του το είναι είχε αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση της υλικής μόνο δημιουργίας με τα πολλά χρήματα, τα πολλά ταξίδια, τα πολυτελή σπίτια και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Όταν αυτός ο άνθρωπος αποφάσισε κάποια στιγμή να ξεκουραστεί από αυτόν τον τρόπο ζωής, και να ζήσει πιο ήρεμα, έπεσε σε μια κατάσταση παρατεταμένου άγχους, με επίμονες σωματικές ενοχλήσεις. Αποφάσισε να ξαναγυρίσει στον γνώριμο τρόπο ζωής, με τις συνεχείς ασχολίες, αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν καθώς ο επιχειρηματίας δεν είχε πλέον την παραμικρή διάθεση να εργαστεί, να βγάζει λεφτά ή να ταξιδεύει. Άρχισε να εμφανίζει έντονες υποχονδριακές κρίσεις και καταθλιπτικά συμπτώματα. Κατά τον Jung, όλα αυτά ήταν εκδηλώσεις του Νόμου της Εναντιοδρομίας, αφού ο άνθρωπος αυτός είχε παραμελήσει βαθύτερες ανάγκες του ευατού του και του σώματός του, για να πετύχει μόνο σε ένα καθαρά εξωτερικό, υλικό επίπεδο. Η υποχονδρία και η κατάθλιψη ήταν το μήνυμα να αρχίσει να στρέφει το ενδιαφέρον του από την εξωτερική εικόνα του εαυτού του προς τις πιο εσωτερικές πτυχές της προσωπικότητάς του.
 
Η Εναντιοδρομία ζητάει αυτό ακριβώς: ίση μεταχείριση και της πνευματικής και της υλικής μας πλευράς. Να μη ζούμε μόνο ούτε μέσα στο σώμα, αλλά ούτε και έξω από αυτό.

Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Πέρα όμως από τις ατομικές περιπτώσεις του καθενός από εμάς, η Εναντιοδρομία μπορεί να εκδηλωθεί και σε κοινωνικό επίπεδο, ως το ψυχικό αντιστάθμισμα απέναντι στην κυρίαρχη τάση που επικρατεί σε έναν πολιτισμό.

Αν για παράδειγμα, η κυρίαρχη τάση σε μια κοινωνία είναι μια ψευδεπίγραφη κατάκτηση λογικής καί συνείδησης, και υλικής μονάχα δημιουργίας, με τη μορφή του πλουτισμού και μιας στείρας-απονεκρωμένης συναισθηματικά- τεχνολογικής εξέλιξης, τότε η Εναντιοδρομία θα εκδηλωθεί ως μια παράλογη, ασυνείδητη, μαζική καταστροφή, ως μοναξιά, απομόνωση και απειλή για την ασφάλεια του πολιτισμού και τη λειτουργία της κοινωνίας. Ο Jung είχε πεί πως σε κοινωνικό επίπεδο η Εναντιοδρομία μπορεί να προσλάβει μια τόσο βίαιη και απειλητική μορφή έκφρασης, ώστε να μπορέσει να αφυπνίσει όσο το δυνατό περισσότερες συνειδήσεις. Μπορεί να πάρει ακόμα και την μορφή ενός πολέμου-«ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων» είχε πεί ο Ηράκλειτος. Από τον πόλεμο ξεκινούν όλα. Τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς μάχη.

Τα πρόσφατα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 στην Ελλάδα, με τις λεηλασίες και τις καταστροφές σε μαγαζιά και αυτοκίνητα, είναι σαφείς εκδηλώσεις του Νόμου της Εναντιοδρομίας σε κοινωνικό πλέον επίπεδο. Όσοι χαρακτήρισαν αυτές τις πραγματικά βίαιες συμπεριφορές ως «βανδαλισμούς των οργισμένων νέων απέναντι στην οικονομική κρίση και την διάβρωση των θεσμών», απλώς αναπαρήγαγαν μια ερμηνεία ευρείας κατανάλωσης. Η οργή δεν είναι τόσο απέναντι στην οικονομική κρίση (στην ψυχανάλυση άλλωστε όπως και στην γιουνγκιανή ψυχολογία τα χρήματα και κάθε τι που σχετίζεται με αυτά είναι συμβολισμοί των βαθύτερων, συναισθηματικών αναγκών μας) όσο απέναντι στην κρίση των σχέσεων μας με την Φύση, με τους άλλους και κυρίως με τις ανώτερες πνευματικές μας ανάγκες- η εκπλήρωση των οποίων θα μπορέσει να δώσει το πολυπόθητο νόημα στη ζωή μας. Η διαρκής αύξηση των ψυχικών διαταραχών δεν είναι τυχαία. Ο σημερινός άνθρωπος έχει περιέλθει σε τέτοια κατάσταση μονοδιάστατης ανάπτυξης καί επιβίωσης που μοιάζει πραγματικά να «προκαλεί την τύχη του» (Jung). Η μοναξιά, το άγχος, η απομόνωση των ανθρώπων, η αύξηση της κατάθλιψης και των ψυχοσωματικών παθήσεων παγκοσμίως, είναι επίσης εκδηλώσεις του Νόμου της Εναντιοδρομίας απέναντι σε μια εποχή πλούσιας τεχνολογικά και υλικά αλλά πολύ φτωχής σε συναισθηματικές αποχρώσεις που χαρακτηρίζονται από μια λεπτοφυή πνευματικότητα. Ειδικά στην σύγχρονη εποχή που ζούμε και στο επίπεδο που βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άνθρωπος μοιάζει πιο διχασμένος, πιο διασπασμένος από ποτέ. Η Ηρακλειτική αρμονία των αντιθέτων δείχνει να έχει διαταραχθεί σοβαρά. Και όταν η αρμονία των αντιθέτων διαταράσσεται, η εύθραυστη ψυχική ισορροπία κλονίζεται και καταρρέει. Κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να είναι βιώσιμος όταν ανπτύσσεται προς μία μόνο κατεύθυνση.

ΑΠΟΔΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Η Αναλυτική Ψυχολογία του Jung είχε ενσωματώσει στις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους της την τεράστια θεραπευτική αξία του Ηρακλειτικού Νόμου της Εναντιοδρομίας: ότι είναι χρήσιμο για τον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στην αυγή της ζωής του, θα πάψει να τον εξυπηρετεί το απομεσήμερο και πολύ περισσότερο στο σούρουπο του γήινου ταξιδιού του. Αναλύοντας κατ’αυτόν τον τρόπο την Εναντιοδρομία, ο Jung μπόρεσε να επινοήσει διαφορετικές θεραπευτικές τεχνικές και να τις προσαρμόσει ανάλογα με το ηλικιακό στάδιο των ασθενών του, ώστε να καλύπτει τις ασυνείδητες κάθε φορά ανάγκες τους και επιθυμίες τους. Με την Εναντιοδρομία, η χρησιμότητα των εμπειριών του παρελθόντος μεταστοιχειώνεται σε σοφία των αναγκών του παρόντος. Ο άνθρωπος τότε δεν έχει ανάγκη να ξαναζήσει ότι έζησε, εμμένοντας πεισματικά σε έναν ξεπερασμένο και άκαμπτο τρόπο ζωής, αλλά αποφασίζει να προχωρήσει συνειδητά μπροστά, συνθέτοντας ξανά τη ζωή του. Με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, γίνεται πλέον πιο σαφής η ανεκτίμητη αξία που έχει η κατανόηση και η αποκρυπτογράφηση του Νόμου της Εναντιοδρομίας στην ψυχοθεραπεία. Η αποκωδικοποίηση των απρόσμενων γεγονότων της ζωής και των ψυχοσωματικών διαταραχών, αλλά και των ακραίων ακόμα κοινωνικών φαινομένων, βοηθούν τον άνθρωπο να αποκτήσει μια άλλη οπτική απέναντι σε ότι του συμβαίνει και σε ότι παρατηρεί, ώστε να μπορέσει τελικά να συνενώσει όλα τα διασπασμένα στοιχεία μέσα του και να κατανοήσει πως η ψυχική του υγεία βρίσκεται στην ένωση των αντιθέτων και όχι στο βίαιο διαχωρισμό τους.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Ο Νόμος της Εναντιοδρομίας βρίσκεται πολύ κοντά στον άλλο κορυφαίο Νόμο, το Νόμο της Ενότητας : όλα ξεκινούν από την ίδια Ανώτερη Πηγή, επομένως και τα «αντίθετα» συνδέονται, ενώνονται μεταξύ τους και δεν διαχωρίζονται: «από όλα το ένα κι από το ένα τα πάντα» (Ηράκλειτος, απ.10). Ακόμα και οι δυσάρεστες, οι επώδυνες εμπειρίες που βιώνουμε, μας συμβαίνουν πάντα για έναν ανώτερο σκοπό. Το κακό δε βρίσκεται απέναντι από το καλό, αλλά ακριβώς δίπλα. Τα δυσάρεστα γεγονότα της ζωής δεν είναι οι αντίθετοι πόλοι των ευχάριστων καταστάσεων, αλλά το απαραίτητο συμπλήρωμά τους, ώστε να κατανοήσουμε τον ανώτερο προορισμό του γήινου ταξιδιού μας (Εναντιοδρομία) και να ενωθούμε με τον διχασμένο εαυτό μας, με τους συναθρώπους μας, και τελικά με την ίδια τη Ζωή (Νόμος της Ενότητας). Ο Νόμος της Εναντιοδρομίας όπως και ο Νόμος της Ενότητας δεν είναι μια ακόμα μεταφυσική προσέγγιση. Είναι ένας πραγματικός, ψυχολογικός Νόμος, που προάγει την αυτογνωσία και κατ’επέκταση τη ψυχική υγεία του ανθρώπου και αποτελεί αληθινό κλειδί γνώσης που ανοίγει τις πόρτες στην ιδιαίτερη και λεπτή τέχνη της ψυχοθεραπείας.

Οι Χάριτες

Θεότητες που προσωποποιούσαν τη χάρη, την ομορφιά και την ανεμελιά. Σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, κόρη του Ωκεανού. Αρκετοί τις θεωρούσαν κόρες του Διόνυσου και της Αφροδίτης ή του Ήλιου και της Ναϊάδας Αίγλης.

Στον Όμηρο αρχικά αναφερόταν η Χάρις σύζυγος του Ηφαίστου και η Πασιθέα, σύζυγος του θεού Ύπνου και μητέρα του Φάντασου και του Φοβήτορα και αλλού μνημονεύονται αόριστα χωρίς ιδιότητα και αριθμό, όπως εκείνες που ύφαιναν τον πέπλο της Αφροδίτης. Η Πασιθέα είχε δοθεί σύζυγος στον Ύπνο από την Ήρα επειδή εκείνος είχε κοιμίσει κρυφά το Δία κι έτσι οι θεοί μπόρεσαν να αναμιχθούν στον Τρωικό πόλεμο. Οι Αθηναίοι τιμούσαν δυο Χάριτες την Αυξώ και την Ηγεμόνη. Μερικές φορές ταυτίζονταν με τις Ώρες και τοποθετούσαν στην ομάδα των Χαρίτων τις Ώρες Καρπώ και Θαλλώ. Στη Σπάρτη τις ονόμαζαν Κλήτα ("αστραφτερή") και Φαέννα ("ακτινοβόλος"), και τις ταύτιζαν με τις Ώρες. Στην Αίγινα, την Τροιζήνα, την Επίδαυρο και στον Τάραντα τις ονόμαζαν Αυξησία και Δαμία ή "Αξεσίαι θεαί". Ο Ησίοδος αναφέρει τρεις Χάριτες, την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και τη Θάλεια ή Θαλία. Οι Χάριτες συνδέονταν με την ανθοφορία και τη γονιμότητα της φύσης κι ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν και η Ευνομία, η Εύκλεια και η Πειθώ. Ο Σώστρατος αναφέρει πως η Αφροδίτη και οι Χάριτες Πασιθέα, Καλή και Ευφροσύνη είχαν διαγωνιστεί σε καλλιστεία με κριτή το μάντη Τειρεσία, ο οποίος είχε ψηφίσει την Καλή σαν την πιο όμορφη. Η Αφροδίτη για να τον τιμωρήσει τον είχε μεταμορφώσει σε γριά.

Ο Αντίμαχος, ενώ δεν δίνει ούτε τον αριθμό ούτε τα ονόματα των Χαρίτων, λέει πως είναι κόρες της Αίγλης και του Ήλιου. Ο ελεγειακός ποιητής Ερμεσιάναξ διαφωνεί με τους προκατόχους του, αφού καθιστά και την Πειθώ μια από τις Χάριτες. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ως μητέρα τους: την Ήρα, την Ευνομία, τη Λήθη, την Αρμονία, την Αφροδίτη (με τον Διόνυσο ως πατέρα), την Κορωνίδα και τη Αίγλη από τον Ήλιο.

Οι Χάριτες κατοικούσαν στον Όλυμπο κι ήταν συνοδοί του Απόλλωνα, του Διονύσου, της Αφροδίτης, της Αθηνάς, του Ηφαίστου και των Μουσών. Όταν ο Απόλλωνας έπαιξε για πρώτη φορά τη λύρα του, οι Χάριτες έστησαν χορό γύρω του μαζί με τις άλλες θεές κι όταν η Άρτεμη είχε εισέλθει στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, εκείνες άρχισαν να υμνούν μαζί της και με τη συνοδεία των Μουσών τη Λητώ, (μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης)

Οι Χάριτες συνόδευαν την Αφροδίτη μαζί με το θεό Πάνα και την Πειθώ. Κάποτε η θεά είχε πιαστεί μαζί με τον Άρη σε ένα δίχτυ που είχε στήσει για τους δυο εραστές ο Ήφαιστος. Μετά από την περιπέτειά της είχε καταφύγει στην Πάφο της Κύπρου, όπου την περιποιήθηκαν οι Χάριτες, αλείφοντας την με αθάνατο λάδι και στολίζοντας την. Οι Χάριτες γνώριζαν την τέχνη να κατασκευάζουν αρωματικά λάδια με τα οποία ενίσχυαν την ερωτική επιθυμία. Απεικονίζονταν νέες και όμορφες και έφερναν στους θεούς και στους ανθρώπους ομορφιά, χάρη και δημιουργικότητα. Τις παρουσίαζαν γυμνές, να κρατιούνται από τους ώμους. Οι δυο από αυτές κοιτούσαν προς μια κατεύθυνση, ενώ εκείνη που βρισκόταν στη μέση κοιτούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με τους αρχαιοελληνικούς μύθους, η ποίηση, η μουσική, η ρητορική και ο χορός όφειλαν τα θέλγητρά τους στις Χάριτες, που ήταν παρούσες σε όλες τις γιορτές των θεών στον Όλυμπο.

Απέφευγαν τη μοναξιά και προτιμούσαν τη συντροφιά των θεών.Ο Πίνδαρος τις ονόμαζε Σεμνές, Πότνιες και Βασίλειες. Στη τέχνη απεικονίζονται με μακριά ενδύματα και λυτή ζώνη, ενώ στα έργα της ελληνιστικής εποχής παριστάνονταν πλέον τελείως γυμνές. Οι Βοιωτοί λένε πως ο Ετεοκλής ήταν ο πρώτος άνθρωπος που θυσίασε στις Χάριτες. Επιπλέον, γνωρίζουν πως καθιέρωσε τον αριθμό των Χαρίτων ως τρεις, αλλά δεν έχουν καμία παράδοση ως προς τα ονόματα που τους έδωσε.
 
Από τον Ετεοκλή από τον Ορχομενό μάθαμε το έθιμο προσευχής στις Χάρες. Και οι Αγγελίων και Τεκταύς, γιοί του Διονύσου, που έφτιαξαν την εικόνα του Απόλλωνα για τους Δηλίους, έθεσαν τρεις Χάρες στο χέρι του. Επίσης, στην Αθήνα, πριν από την είσοδο στην Ακρόπολη, οι Χάρες είναι τρεις σε αριθμό. Στην πλευρά τους εορτάζονται μυστήρια που δεν πρέπει να φανερωθούν στους πολλούς. Ο Πάμφος είναι ο πρώτος που γνωρίζουμε πως τραγούδησε για τις Χάρες, αλλά η ποίησή του δεν περιέχει πληροφορίες ούτε για τον αριθμό τους ούτε για τα ονόματά τους. Ο Όμηρος επίσης λέει πως ο Ύπνος ήταν εραστής της Πασιθέας, και στον λόγο του Ύπνου υπάρχει αυτός ο στίχος:"Αληθώς θα μου έδινε μία από τις νεώτερες Χάριτες". Επομένως μερικοί υποπτεύονται πως ο Όμηρος γνώριζε επίσης και γηραιότερες Χάριτες. Το ποίημα του Ονομάκριτου συμφωνεί με αυτή την αναφορά. Το παλαιότερο ιερό τους βρισκόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Στο θέατρο απέναντι από το ιερό τελούσαν προς τιμή τους τα Χαρίσια ή Χαριτήσια που περιλάμβαναν μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Τη νύχτα οι πιστοί πρόσφεραν γλυκίσματα από αλεύρι και μέλι.

Τα λατρευτικά τους αγάλματα ήταν τρεις μαύροι άμορφοι μετεωρόλιθοι, δηλαδή λίθοι που είχαν πέσει από τον ουρανό. Στην Αθήνα υπήρχε ιερό των Χαρίτων πάνω στην Ακρόπολη στα Προπύλαια, κοντά στα ιερά του Ερμή Προπυλαίου και της Εκάτης Επιπυργιδίας. Ιερό τους υπήρχε και στην Αγορά κοντά στο ναό του Ηφαίστου.

Ναός τους υπήρχε και στη Σπάρτη, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει πως στο ιερό των Χαρίτων στην Ήλιδα τα ξόανα τους είχαν πέτρινα χέρια και πόδια, ήταν στολισμένα με επίχρυσες εσθήτες και κρατούσαν η καθεμιά από ένα σύμβολο στο χέρι: τριαντάφυλλο η μία, αστράγαλο η δεύτερη και ένα κλαδί μυρσίνης (μυρτιάς) η τρίτη. Ο ποταμός Κηφισός κοντά στους Δελφούς ήταν ιερός γι αυτές.

Ιερά τους υπήρχαν στη Δήλο, στην Κύπρο και στην Πάρο. Στην Πάρο βρισκόταν ο Μίνωας όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου του Ανδρόγεω. Τότε πέταξε τα στεφάνια με τα άνθη, σταμάτησε τη μουσική, αλλά η τελετή ολοκληρώθηκε. Από τότε οι θυσίες προς τιμή των Χαρίτων στην Πάρο γίνονταν χωρίς άνθη και μουσική.

Ντυμένες απεικονίζονταν επίσης οι Χάριτες του Βουπάλου στο ιερό της Νέμεσης της Σμύρνης, η Χάρις που εικονίζεται με τον Ερμή σε πλάκα της Θάσου, οι ανάγλυφες Χάριτες στον θρόνο του Δία στην Ολυμπία, εκείνες που κοσμούσαν στεφάνι της Ήρας, έργο του Πολυκλείτου στο Άργος και οι Χάριτες του Απελλή.

Σε μερικές παραστάσεις απεικονίζονται να κρατούν η μία την άλλη ή να βαδίζουν πιασμένες χέρι-χέρι με χορευτικό βήμα. Συγγενείς τους θεότητες ήταν οι Ώρες, τις οποίες συχνά παρίσταναν μαζί τους ή και τις λάτρευαν μαζί.