Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Φιλίππου ἐπιστολή (20-23)

[20] Ῥᾴδιον μὲν οὖν ἐστί μοι παῦσαι τῆς βλασφημίας αὐτοὺς μικρὰ πάνυ προεμένῳ, καὶ ποιῆσαι λέγειν ἐπαίνους ὑπὲρ ἡμῶν. ἀλλ᾽ αἰσχυνοίμην ἄν, εἰ τὴν πρὸς ὑμᾶς εὔνοιαν παρὰ τούτων φαινοίμην ὠνούμενος, οἳ πρὸς τοῖς ἄλλοις εἰς τοῦτο τόλμης ἥκουσιν ὥστε καὶ περὶ Ἀμφιπόλεως πρὸς ἡμᾶς ἀμφισβητεῖν ἐπιχειροῦσιν, ὑπὲρ ἧς τῶν ἀντιποιουμένων αὐτῆς οἶμαι πολὺ δικαιότερα λέγειν αὐτός.

[21] εἴτε γὰρ τῶν ἐξ ἀρχῆς κρατησάντων γίγνεται, πῶς οὐ δικαίως ἡμεῖς αὐτὴν ἔχομεν, Ἀλεξάνδρου τοῦ προγόνου πρώτου κατασχόντος τὸν τόπον, ὅθεν καὶ τῶν αἰχμαλώτων Μήδων ἀπαρχὴν ἀνδριάντα χρυσοῦν ἀνέστησεν εἰς Δελφούς; εἴτε τούτων μὲν ἀμφισβητήσειέ τις, ἀξιοῖ δὲ γίγνεσθαι τῶν ὕστερον γενομένων κυρίων, ὑπάρχει μοι καὶ τοῦτο τὸ δίκαιον· ἐκπολιορκήσας γὰρ τοὺς ὑμᾶς μὲν ἐκβαλόντας, ὑπὸ Λακεδαιμονίων δὲ κατοικισθέντας, ἔλαβον τὸ χωρίον.

[22] καίτοι πάντες οἰκοῦμεν τὰς πόλεις ἢ τῶν προγόνων παραδόντων ἢ κατὰ πόλεμον κύριοι καταστάντες. ὑμεῖς δ᾽ οὔτε πρῶτοι λαβόντες οὔτε νῦν ἔχοντες, ἐλάχιστον δὲ χρόνον ἐν τοῖς τόποις ἐμμείναντες, ἀντιποιεῖσθε τῆς πόλεως, καὶ ταῦτα πίστιν ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοὶ βεβαιοτάτην ἐπιθέντες· πολλάκις γὰρ ἐμοῦ γράφοντος ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ὑπὲρ αὐτῆς, ἐγνώκατε δικαίως ἔχειν ἡμᾶς, τότε μὲν ποιησάμενοι τὴν εἰρήνην ἔχοντος ἐμοῦ τὴν πόλιν, κᾆτα συμμαχίαν ἐπὶ ταῖς αὐταῖς ὁμολογίαις.

[23] καίτοι πῶς ἂν ἑτέρα γένοιτο βεβαιοτέρα ταύτης κτῆσις, τῆς τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς καταλειφθείσης ἡμῖν ὑπὸ τῶν προγόνων, πάλιν δὲ κατὰ πόλεμον ἐμῆς γεγενημένης, τρίτον δὲ συγχωρηθείσης ὑφ᾽ ὑμῶν τῶν εἰθισμένων ἀμφισβητεῖν καὶ τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων;

Ἃ μὲν οὖν ἐγκαλῶ, ταῦτ᾽ ἐστίν· ὡς δὲ προϋπαρχόντων καὶ διὰ τὴν ἐμὴν εὐλάβειαν μᾶλλον ἤδη τοῖς πράγμασιν ἐπιτιθεμένων καὶ καθ᾽ ὅσον ἂν δύνησθε κακοποιούντων ὑμῶν, ἀμυνοῦμαι μετὰ τοῦ δικαίου, καὶ μάρτυρας τοὺς θεοὺς ποιησάμενος διαλήψομαι περὶ τῶν καθ᾽ ὑμᾶς.

***
[20] Μου είναι βέβαια εύκολο με πολύ λίγα χρήματα να σταματήσω τις βρισιές τους και να τους κάνω να λένε επαίνους για μένα. Αλλά θα ντρεπόμουν, αν έδινα την εντύπωση ότι εξαγοράζω την εύνοιά σας προς εμένα από ανθρώπους οι οποίοι κοντά σε όλα τα άλλα έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο θράσους, ώστε επιχειρούν να αμφισβητήσουν την εξουσία μου επί της Αμφιπόλεως, επί της οποίας πιστεύω ότι μπορώ να αναφέρω πολύ πιο δίκαια κυριαρχικά δικαιώματα από ό,τι αυτοί που τη διεκδικούν.

[21] Αν δηλαδή ανήκει στους αρχικούς κατόχους της, τότε πώς δεν είναι δίκαιο να κατέχουμε εμείς την Αμφίπολη, αφού ο πρόγονός μας ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που κατέλαβε αυτή την περιοχή, από όπου με τα λύτρα των αιχμαλώτων Μήδων έστησε χρυσό ανδριάντα στους Δελφούς; Αν πάλι κάποιος αμφισβητήσει αυτά και προβάλει την αξίωση να περάσει η πόλη στα χέρια των κατοπινών κατόχων της, και τότε ακόμη το δίκαιο είναι με το μέρος μου, γιατί κατέλαβα την περιοχή, αφού κατέβαλα ύστερα από πολιορκία αυτούς που σας έδιωξαν από την πόλη και αντικαταστάθηκαν από Λακεδαιμονίους.

[22] Πράγματι, όλοι μας κατέχουμε τις πόλεις μας, είτε επειδή μας τις κληροδότησαν οι πρόγονοί μας είτε γιατί τις κατακτήσαμε με πόλεμο. Εσείς όμως χωρίς να την έχετε καταλάβει πρώτοι και χωρίς να την κατέχετε σήμερα, αλλά έχοντας μείνει σε εκείνα τα μέρη ελάχιστο χρονικό διάστημα, διεκδικείτε αυτήν την πόλη, και μάλιστα παρά τις πλέον προς εμένα επίσημες διαβεβαιώσεις σας. Γιατί, όταν εγώ επανειλημμένα έκανα λόγο στις επιστολές μου για την Αμφίπολη, εσείς αναγνωρίσατε ότι δίκαια την κατέχω, τότε που κάνατε μαζί μου την ειρήνη, όσο εγώ κατείχα την πόλη, και συμμαχία αργότερα με τους ίδιους όρους.

[23] Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να γίνει κάποια άλλη κτήση πιο σίγουρη από αυτήν, που κληροδοτήθηκε εξαρχής σε μας από τους προγόνους μας, που αποκτήθηκε για δεύτερη φορά από εμάς με πόλεμο και που για τρίτη φορά αναγνωρίστηκε ως δική μου από σας, που κατά κανόνα διεκδικείτε ακόμη και περιοχές που δεν σας ανήκαν καθόλου;

Αυτά λοιπόν είναι τα παράπονα για τα οποία σας εγκαλώ. Επειδή όμως κάνατε αρχή «χειρών αδίκων» και λόγω της ανεκτικής μου στάσης γίνεστε όλο και πιο επιθετικοί και με βλάπτετε όσο περισσότερο μπορείτε, θα σας αντιμετωπίσω έχοντας το δίκαιο με το μέρος μου, και επικαλούμενος ως μάρτυρες τους θεούς θα κανονίσω τη στάση μου απέναντί σας.

Ο ανθρωποκεντρικός πολιτισμός του Αιγαίου

Από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι και τους ιστορικούς χρόνους,
τα έργα τέχνης αποτυπώνουν τον πυρήνα της κοινωνίας που είναι το άτομο
 
Ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο Αιγαίο είναι ο ανθρωποκεντρισμός. Το δε περίφημο απόφθεγμα του σοφιστή Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» (για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος) μοιάζει σαν το απαύγασμα μιας σκέψης που καλλιεργήθηκε επί χιλιάδες χρόνια. Αυτό βεβαιώνουν τα έργα που ο πολιτισμός αυτός δημιούργησε σε όλη την εξελικτική πορεία του, τουλάχιστον από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι και τους ιστορικούς λεγόμενους χρόνους: Κανένα δεν ξεπέρασε την ανθρώπινη κλίμακα. Τα κολοσσιαίων διαστάσεων μνημεία –ναοί, τάφοι, αγάλματα– των πολιτισμών της Ανατολής είναι άγνωστα στο Αιγαίο. Γιατί εδώ, σε αντίθεση με τους πολιτισμούς εκείνους, πυρήνας της κοινωνίας δεν είναι ο ηγεμόνας, ο δυνάστης που λειτουργεί και ως εκπρόσωπος του θεού, αλλά το ίδιο το άτομο.
 
Ο ανθρωποκεντρισμός χαρακτηρίζει και την τέχνη του Αιγαίου, όπου κύριο αντικείμενο σπουδής παρέμεινε ο άνθρωπος, οι ασχολίες του, τα προβλήματά του. Σε χιλιάδες αριθμούνται τα πήλινα ή –σπανιότερα– λίθινα ειδώλια που δημιούργησαν οι νεολιθικές κοινωνίες από την 6η χιλιετία π.Χ. στις εύφορες πεδιάδες της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της Πελοποννήσου ή της Κρήτης. Ελάχιστα από τα ειδώλια αυτά εικονίζουν ζώα ή πράγματα (βάρκες, σπίτια), ενώ στη μέγιστη πλειονότητά τους παριστάνουν ανθρώπινες –ανδρικές ή γυναικείες– μορφές. Μερικά από τα ανθρωπόμορφα ειδώλια συνοδεύονται από στοιχεία που καθιστούν εύκολα αναγνωρίσιμη την ιδιότητα που ο δημιουργός της ήθελε να τους αποδώσει. Χαρακτηριστικά είναι δύο έργα στη Νεολιθική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου: Η βρεφοκρατούσα «κουροτρόφος» επιβεβαιώνει τον ρόλο της γυναίκας ως μητέρας και δημιουργού ζωής, ενώ ο περίφημος «στοχαστής» από τη Λάρισα αποτυπώνει τις ανησυχίες του.
 
Οι μεγάλες αλλαγές που σημειώθηκαν στις κοινωνίες του Αιγαίου με το τέλος της νεολιθικής περιόδου φαίνεται πως ανέτρεψαν παλιές αντιλήψεις, πίστεις και δοξασίες που εκφράζονταν με τα ειδώλια. Μόνο στα νησιά των Κυκλάδων συνεχίστηκε η παράδοση με τα περίφημα μαρμάρινα ειδώλια, όπου πάλι κυρίαρχη μορφή είναι ο άνθρωπος. Παρά την τυποποίηση κανόνων και μορφών, η τέχνη αυτή εξυπηρέτησε επί χίλια χρόνια (3η χιλιετία π.Χ.) τις ανάγκες και εξέφρασε τις πνευματικές ανησυχίες της κυκλαδικής κοινωνίας με αριστουργήματα που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης. Η κυριαρχία της γυναικείας μορφής στα κυκλαδικά ειδώλια φαίνεται πως απηχεί τις αντιλήψεις του καιρού για τη γυναίκα και τον ρόλο της στην κοινωνία, όπως π.χ. οι έγκυοι μορφές, ενώ τον ρόλο του άνδρα εκφράζουν τύποι όπως του πολεμιστή, του αρπιστή ή του αυλητή.
 
Την πρωτοπορία στην εικονιστική τέχνη οι Κυκλάδες την κράτησαν και κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (περίπου 2000–1650 π.Χ.), αλλά όχι με τη γλυπτική. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στις αναδυόμενες πόλεις–λιμάνια κατέστησαν κοινωνούς της τέχνης νέες κοινωνικές ομάδες με άλλα ενδιαφέροντα και άλλες ανησυχίες. Έτσι, η τέχνη εγκαταλείποντας το μάρμαρο εστίασε στον εντυπωσιασμό που ασκούσε η πολύχρωμη διακόσμηση των αγγείων. Την απεικόνιση ζώων και φυτών δεν άργησε να ακολουθήσει και η ανθρώπινη μορφή, μεμονωμένη αρχικά, σε ομάδες λίγο αργότερα, σε μια προσπάθεια να αποδοθούν σκηνές αφηγηματικού χαρακτήρα. Η τέχνη αυτή μεσουράνησε προς το τέλος της περιόδου, οπότε, στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (γύρω στα 1650 π.Χ.), με την εισαγωγή της τοιχογραφίας, η ανθρώπινη μορφή εξαφανίστηκε από τον διάκοσμο των πήλινων σκευών και αναβαθμιζόμενη μεταπήδησε στη ζωγραφική των τοίχων. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν τα αριστουργήματα από το Ακρωτήρι της Θήρας.
 
Την περίοδο που ακολούθησε, που είναι γνωστή και ως Μυκηναϊκή, η ανθρώπινη μορφή εκτός από την τοιχογραφία και την αγγειογραφία, αποδόθηκε επίσης στον πηλό και σε ποικιλία μεγεθών που ενίοτε έφτασε τις διαστάσεις αγαλμάτων, καθώς μαρτυρούν οι γυναικείες μορφές από το ιερό στον οικισμό της Αγίας Ειρήνης στην Κέα. Κατά την επόμενη, τη λεγόμενη Γεωμετρική, περίοδο (περίπου 1100–700 π.Χ.) πάλι με τη μορφή ειδωλίων η ανθρώπινη μορφή εξακολουθεί να αποτελεί το αντικείμενο σπουδής, ενώ αμέσως μετά, με την είσοδο στην Αρχαϊκή Εποχή (7ος–6ος αι. π.Χ.) γίνεται το τεράστιο άλμα της ελληνικής τέχνης με τους μαρμάρινους κούρους και τις κόρες να στολίζουν τάφους και ιερά.
 
Το αποκορύφωμα
Η σπουδή της ανθρώπινης μορφής έφτασε κυριολεκτικά στο αποκορύφωμά της κατά την κλασική (5ος και 4ος αι. π.Χ.) και την ελληνιστική (3ος–1ος αι. π.Χ.) περίοδο, δημιουργώντας έργα αιώνιας και ανεπανάληπτης ομορφιάς. Τότε όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θεών έχουν αποκρυσταλλωθεί και οι μορφές τους εύκολα αναγνωρίζονται. Για τις δημιουργίες όλων των προηγουμένων περιόδων οι μελετητές βρίσκονται σε δίλημμα, αν δηλαδή τα νεολιθικά, τα κυκλαδικά, τα μυκηναϊκά, τα γεωμετρικά ειδώλια, ή οι αρχαϊκοί κούροι και οι κόρες παριστάνουν θεϊκές ή ανθρώπινες μορφές. Η απάντηση βρίσκεται, κατά την άποψή μου, σ’ αυτό το ίδιο το δίλημμα: Στον κόσμο του Αιγαίου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να δίνει υπόσταση στον θεό, μέχρι και σήμερα, ποτέ δεν έπαψε να τον παριστάνει με ανθρώπινη μορφή. Και είναι ακριβώς αυτή η επί χιλιάδες χρόνια σύλληψη του θεού κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου που οδήγησε σε παταγώδη αποτυχία την προσπάθεια των εικονομάχων του Βυζαντίου να επιβάλουν ανεικονική λατρεία. Αυτή η «ανθρωποποίηση» του θεού είναι που έκανε τον μεγάλο διανοητή της Ευρώπης, τον Karl Marx, να δηλώσει ότι ο μόνος λαός της γης που δεν προσκύνησε τα ζώα, ήταν οι Έλληνες.

Πρέπει ή όχι να λέμε στα παιδιά την αλήθεια;

Αναμφισβήτητα, κάθε οικογένεια περνά τις δικές της δυσκολίες στη διαδρομή της ζωής της και αντιμετωπίζει κάθε λογής προβλήματα που, ανάλογα με το πώς τα διαχειρίζεται, άλλοτε την αναστατώνουν και την πονάνε, και άλλοτε την ενδυναμώνουν και την εξελίσσουν. Πολύ συχνά και όχι αδικαιολόγητα, οι γονείς αγωνιούν για το εάν και για το πώς θα μοιραστούν με τα παιδιά τις ενδεχόμενες προκλήσεις με τις οποίες η οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη. Φόβοι και αγωνίες όπως «μήπως αν πω στο παιδί την αλήθεια θα το επιβαρύνω;» «μήπως δε θα το αντέξει;» «κι αν κάνει ερωτήσεις για τις οποίες δεν έχω απαντήσεις;» διατυπώνονται συχνά από γονείς ή φροντιστές/κηδεμόνες παιδιών. Τέτοιες εσωτερικές συγκρούσεις μπορεί να αφορούν θέματα σχετικά με κάποια απώλεια ή πένθος, με διαμάχες των γονιών ή και απόφαση διαζυγίου, κάποιο τραυματικό γεγονός που βίωσε κάποιο μέλος της οικογένειας και άλλα πολλά.

Ας ξεκινήσουμε με το να αναλογιστούμε τις πιθανές επιπτώσεις της απόκρυψης μιας τέτοιας πραγματικότητας. Πολλές φορές οι γονείς τείνουν να αποκρύπτουν από το παιδί αλήθειες που όχι μόνο το αφορούν αλλά και έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ώστε να μπορεί να κάνει τη δική του συναισθηματική επεξεργασία, όπως λόγου χάρη όταν αποκρύπτουν ή δίνουν ασαφείς πληροφορίες για το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή μια ασθένεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί καταβάλλεται από μεγάλη σύγχυση και καταλήγει να κατακλύζεται από άγχος διότι βιώνει μια πραγματικότητα που δεν την κατανοεί. Στην προσπάθεια του να την καταλάβει επιδίδεται σε μια σειρά από φαντασιώσεις (κατά πάσα πιθανότητα καταστροφικές) με αποτέλεσμα να βιώνει την πραγματικότητα ακόμα πιο απειλητική και τρομακτική. Παράλληλα, κάτω από αυτές τις συνθήκες δε δίνεται στο παιδί ο χώρος να εκφράσει τα όποια συναισθήματα και σκέψεις μπορεί να έχει, το οποίο με τη σειρά του γεννά αισθήματα ανασφάλειας και μοναξιάς. 

Από την άλλη μεριά, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου παρατηρούμε να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Κάποιοι γονείς φαίνεται να έχουν την ανάγκη να αποκαλύπτουν τα πάντα στο παιδί, αντιμετωπίζοντας το σαν ικανό και έτοιμο να κουβαλήσει οποιοδήποτε φορτίο. Το παιδί αναπόδραστα υιοθετεί ένα γονικό ρόλο (ευθύνης), γεγονός που επιφέρει πολλές επιπτώσεις στην ψυχολογική του ανάπτυξη και ισορροπία. Η πιθανότητα να «γονεοποιηθεί» το παιδί με το να αναλαμβάνει έναν υποστηρικτικό-φροντιστικό ρόλο προς το γονέα αυξάνεται όταν οι γονείς βιώνουν οι ίδιοι δυσκολίες στο να σχετιστούν και όταν δεν καλύπτονται οι συναισθηματικές τους ανάγκες (Byng-Hall, 2002). 

Συχνά, τα διλήμματα των γονέων εδράζονται στο δίπολο του «άσπρο ή μαύρο», στα πλαίσια δηλαδή μιας λογικής του «να τα πω όλα ή να μην πω τίποτα», σαν να αποκλείονται όλες οι ενδιάμεσες αποχρώσεις του γκρι. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο είτε να γίνουν υπερπροστατευτικοί εμποδίζοντας τη συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού και το δέσιμο με το γονιό είτε να το υπερφορτώνουν εξυπηρετώντας ασυνείδητα δικά τους κίνητρα. 

Είναι σημαντικό, επίσης, να κρατάμε στο μυαλό μας ότι αυτό που δεν εκφράζεται με λέξεις, δε σημαίνει ότι δεν επικοινωνείται κιόλας. Οι γονείς αναπόφευκτα και χωρίς τις περισσότερες φορές να το αντιλαμβάνονται στέλνουν εξωλεκτικά μηνύματα στα παιδιά. Τα παιδιά «διαβάζουν» αυτά τα «σήματα» και αποκτούν μια ανείπωτη και ανεξήγητη αίσθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά», «κάτι δε λέγεται». 

Αξίζει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε πριν πάρουμε την απόφαση να μοιραστούμε ή όχι μια δύσκολη ή επώδυνη αλήθεια, για ποιο σκοπό επιλέγουμε να το μοιραστούμε ή αντίστοιχα να το αποκρύψουμε, τι θα είναι επωφελέστερο για το παιδί, και ποιες δικές μας ανάγκες πιθανόν εξυπηρετούνται. Είναι πολύ χρήσιμο να αναστοχαζόμαστε και να διερευνούμε προσεκτικά το ενδεχόμενο η απόφασή μας να σχετίζεται με δική μας δυσκολία με το εν λόγω θέμα, με κάλυψη δικών μας συναισθηματικών αναγκών ή με προβολή δικών μας φόβων ή επιθυμιών (πχ. το αρνούμαστε ή το αποφεύγουμε εμείς οι ίδιοι). Αναμφισβήτητα, κάθε γονιός θέλει και παλεύει για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πλην όμως δεν έχουμε πάντα επίγνωση των ενδοψυχικών μας διεργασιών, των συναισθημάτων μας, των κινήτρων μας και των μηχανισμών άμυνάς μας. Επομένως, δε σημαίνει ότι πρέπει είτε να επιβαρύνουμε το παιδί με περιττές και επουσιώδεις (και συνήθως τρομακτικές) λεπτομέρειες της πραγματικότητας είτε να μην του επιτρέπουμε καμία γνώση αυτής. Μπορούμε να επιλέξουμε να πούμε την αλήθεια που κρίνουμε ότι αντέχει κι αυτό να το κάνουμε με απλά λόγια και με σαφήνεια χωρίς υπεκφυγές και ευφημισμούς, με τρόπο που να συμβαδίζει με την ηλικία του παιδιού.

Ας έχουμε κατά νου ότι όταν εμείς ως γονείς βιώνουμε άγχος, οι ασυνείδητες κεραίες του παιδιού το εισπράττουν και έτσι νιώθει ανασφαλές και διστακτικό να στραφεί σε εμάς για στήριξη. Ο ρόλος του «αρκετά καλού» γονέα (Winnicott, 1965) είναι να μπορεί να αντέχει και να «εμπεριέχει» ό,τι αισθάνεται το παιδί διευκολύνοντάς το έτσι να αντέξει και το ίδιο μια επώδυνη συναισθηματική εμπειρία, να την επεξεργαστεί, να την νοηματοδοτήσει και να τη μετασχηματίσει. Επιπλέον, ο ρόλος του γονέα είναι να καθρεφτίσει, να αναγνωρίσει τη συναισθηματική εμπειρία του παιδιού και με ενσυναίσθηση να είναι «σιωπηλά» παρόν σε αυτή τη διαδικασία. Το να νιώθει το παιδί ότι έχει ένα στέρεο ώμο να ακουμπήσει το διευκολύνει να αντέχει τις ματαιώσεις της ζωής ενώ ενδυναμώνει τη σχέση με το γονέα/ πρόσωπο φροντίδας.

Οτιδήποτε κι αν αποφασίζουν οι γονείς σε σχέση με το αν θα συζητήσουν μια οδυνηρή αλήθεια, είναι γεγονός ότι ο πόνος κι οι επιπτώσεις που βιώνει το παιδί δεν ξεκινούν τη στιγμή που του γνωστοποιείται η αλήθεια αλλά πολύ νωρίτερα. Ωστόσο, το τι είδους δυσκολίες και προβλήματα είναι αυτά που μας προβληματίζουν αν θα μοιραστούμε με το παιδί είναι καθοριστικής σημασίας. Καλούμαστε, λοιπόν, να αναλογιστούμε εάν αυτό που θα μοιραστούμε θα είναι βοηθητικό για το παιδί και με ποιο τρόπο. Στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, θα ήταν ωφέλιμο να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του παιδιού και να κατανοήσουμε το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του, δηλαδή τον υποκειμενικό του κόσμο. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο η αποκάλυψη να συμβαδίζει με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και το παιδί να μην βλάπτεται από την απόκρυψη ή την αποκάλυψη. Πυξίδα είναι πάντα το συμφέρον του παιδιού και μέλημά μας να καλλιεργήσουμε μια ανοιχτή, πορώδη και αυθεντική σχέση μέσα στην οποία μπορεί να αισθάνεται και να λειτουργεί ελεύθερα με τη διακριτική μας παρουσία.

Κλείνοντας, το ερώτημα του πόσα πρέπει να γνωρίζουν τα παιδιά είναι ένα ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί και δικαίως ταλανίζει τις οικογένειες. Κάθε παιδί, κάθε περίπτωση και κάθε σχέση είναι μοναδική άρα και οποιαδήποτε απόλυτη απάντηση θα ενείχε τον κίνδυνο να αποτελέσει μια υπεργενικευμένη δήλωση που αγνοεί το ρόλο που παίζει ο συνδυασμός διαπροσωπικών, ατομικών, κοινωνικών παραγόντων. Αυτό που μοιάζει να είναι ζωτικής σημασίας είναι να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά σαν όντα που έχουν την ικανότητα να σκέφτονται. Ας θυμόμαστε ότι τα παιδιά «πιάνουν» τη μυστικότητα στην οικογενειακή ατμόσφαιρα, λαμβάνοντας τα ανείπωτα μηνύματα. Αν κάτι σημαντικό μας απασχολεί θα ανησυχούν έτσι κι αλλιώς...οπότε είναι καλύτερο να μην ανησυχούν μόνα τους. 
-----------------
Πηγές: 
Byng-Hall, J. (2002). Relieving parentified children’s burdens in families with insecure attachment patterns. Family Process, 41, 3, 375-388.

Johnson, E. (2011). Children have the right to the truth. In E. Johnson, 
The Children's Bill of Emotional Rights: A Guide to the Needs of Children (pp.29-56). Plymouth: Jason Aronson.

Winnicott, D.W. (1965). The Maturational Process and the Facilitating Environment. International Psychoanalytic Library, 64, 1-276. London: The Hogarth Press and The Institute of Psychoanalysis.

Ελπίζουμε μια μέρα να βρούμε την ευτυχία που προσποιούμαστε

«Ο καθένας μας έχει δύο ζωές. Η μία είναι αυτή που ζει, η άλλη είναι αυτή που ονειρεύεται», είχε πει κάποτε ο αείμνηστος Δημήτρης Μητροπάνος. Απ’ τις πιο αληθινές εκφράσεις που μπορεί κανείς να διαβάσει. Δύο κόσμοι ασυμβίβαστοι κι αντικριστοί. Το μέσα μας και το έξω μας.  Συνήθως δε συμβαδίζουν και βρίσκονται σε μία μόνιμη σύγκρουση.
Πόσοι από εσάς δεν κάνετε πράγματα καθημερινά τα οποία θεωρείτε ότι πρέπει να τα κάνετε, έστω και με το ζόρι; Πόσοι έχετε νιώσει καταπιεσμένοι ανά τακτά χρονικά διαστήματα κι εγκλωβισμένοι σε μία εικόνα; Μία εικόνα που αποτελείται απ’ την πολύ γνωστή σε όλους μας έκφραση «Τι θα πει ο κόσμος;». Το να ευχαριστήσεις τους γύρω σου δε σημαίνει ότι ευχαριστείς και τον ίδιο σου τον εαυτό.

Ο κόσμος λοιπόν ας πει ό,τι θέλει. Έτσι και αλλιώς πάντα θα έχει κάτι να πει, αυτή είναι η δουλειά του εξάλλου. Κανείς δεν ασχολείται με τα κύρια δικά του προβλήματα. Πάντα η ζωή των άλλων έχει περισσότερο ενδιαφέρον απ’ τη δική μας. Το αποτέλεσμα είναι να δείχνουμε έναν εαυτό που δεν έχει καμία σχέση με το πραγματικό μας εγώ. Έναν εαυτό που κοιτάζουμε στον καθρέφτη, αλλά δε μας μοιάζει.

Παρ’ όλα αυτά σε κάθε μας έξοδο δείχνουμε τόσο ευτυχισμένοι όλοι μαζί. Και δωσ’ του τα χαμόγελα και δωσ’ του οι selfies και τα check in το ένα να διαδέχεται το άλλο και τα likes να πέφτουν βροχή. Η ζωή μας στα social media να παίρνει φωτιά κι εμείς μέσα μας να καιγόμαστε απ’ τη μοναξιά. Γιατί όταν δεν είσαι ο εαυτός σου, είσαι μόνος ανεξάρτητα απ’ τον αριθμό των ατόμων που σε περιτριγυρίζουν.

Το να σκίζεις τη σιωπή σου είναι λυτρωτικό. Όλα εκείνα που δεν έχουν ποτέ ειπωθεί, όλα εκείνα που έχουν σφραγίσει τη μιλιά σου, όλα εκείνα τα καθώς πρέπει που σε στοιχειώνουν, πρέπει να ελευθερωθούν από μέσα σου. Καιρός να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου μακριά απ’ τους νταβατζήδες του σωστού και του λάθους, του «πρέπει» και του «δεν πρέπει». Καιρός να πλησιάσεις στα θέλω σου. Στα πραγματικά σου θέλω. Ανεξάρτητα απ’ το τι πιστεύουν οι άλλοι για εσένα.

Γιατί να μη ζήσεις τη ζωή που ονειρεύεσαι; Μια ζωή που δε θα σε πληγώνει και δε θα πληγώνεις; Οι πιο ξεκάθαρες καταστάσεις μας φέρνουν πιο κοντά στην ευτυχία. Μια ευτυχία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας και στα θέλω μας.

Καιρός να γίνουν οι ζωές μας πιο ρεαλιστικές, πιο ανθρώπινες και πιο προσιτές. Κυνηγάμε τα πραγματικά μας θέλω χωρίς να συμβιβαζόμαστε στα μέτρια και στα ουδέτερα. Κανείς δε χρειάζεται να συμβιβαστεί σε κάτι λιγότερο από αυτό που ονειρεύεται.

Να είστε ευτυχισμένοι και να το διατυμπανίζετε αλλά πραγματικά ευτυχισμένοι. Η ευτυχία δε μετριέται στα likes  ούτε στους followers. Δε μετριέται στα πόσα άτομα μας περιτριγυρίζουν ανά πάσα στιγμή. Η ευτυχία δε βασίζεται στη θέα που έχεις μπροστά σου, αλλά με ποιον τη μοιράζεσαι. Πολλές φορές ίσως να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός η καλύτερη παρέα.

Η ζωή δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ποτήρι καλό κρασί, ηρεμία κι ένα ειλικρινές χαμόγελο. Εξάλλου ας κρατήσουμε και κάτι για τους εαυτούς μας.

Όταν οι κοινωνικοί ρόλοι καταβροχθίζουν την προσωπικότητά μας

Κάντε ένα μικρό διάλειμμα και σκεφτείτε τους τόσους διαφορετικούς ρόλους που έχετε στην καθημερινή σας ζωή: ο ρόλος της ευσυνείδητης κόρης, της τέλειας μητέρας, του σοβαρού δικηγόρου, του πιστού φίλου, του γοητευτικού οικοδεσπότη, του σωστού πολίτη… Αλλάζετε ρόλους στη στιγμή, ανάλογα με το που βρίσκεστε, στο εργασιακό πλαίσιο, σε ένα πάρτι ή με τα παιδιά στο σπίτι. Ο κάθε ρόλος διαθέτει και τη δική του κοινωνικά αναγνωρισμένη προσωπικότητα, όπως επίσης και προσδοκίες· συνοδεύεται από συγκεκριμένους τρόπους ομιλίας, ντυσίματος, γλώσσας του σώματος, στάσης και συναισθηματικής έκφρασης.

Ως οικοδεσπότες είστε κοινωνικοί, λέτε ανέκδοτα, γεμίζετε τα ποτήρια και τραβάτε τον κόσμο να χορέψει. Ως ευσυνείδητα ενήλικα παιδιά φροντίζετε τους μεγαλύτερους γονείς σας ή τα μικρότερα αδέρφια σας. Ως τέλειες μητέρες, τα παιδιά σας είναι πάντα η προτεραιότητα σας και διασφαλίζετε ότι είναι ήσυχα όταν επισκέπτεστε κάποιον.

Δεν υπάρχει τίποτα λάθος στους εναλλασσόμενους ρόλους, είναι φυσιολογικό να έχουμε, αλλά το πρόβλημα ξεκινάει όταν οι ρόλοι αρχίζουν να γίνονται ο ίδιος ο εαυτός μας. Με τον καιρό, οι διαφορετικοί χαρακτήρες που «υποδυόμαστε», μερικές φορές εισβάλλουν στο ασυνείδητό μας, διαμορφώνοντας τον τρόπο που μιλάμε, σκεφτόμαστε και πράττουμε. Κατά την έρευνά μου πάνω στο θέμα συνάντησα έναν πολύ πετυχημένο σύμβουλο επιχειρήσεων, ο οποίος μου περιέγραψε πώς ο ρόλος του αυτός είχε αρχίσει να καταλαμβάνει την προσωπικότητά του:
«Είχα παγιδευτεί τελείως στην περιγραφή του τι σημαίνει να είσαι σύμβουλος μιας επιχείρησης. Στα συμβούλια, όταν μιλούσαμε για τους προσωπικούς στόχους μας, εγώ πάντα έλεγα ότι ήθελα να αναλάβω περισσότερες ευθύνες και άλλα τέτοια. Πράγματα δηλαδή για τα οποία δεν νοιαζόμουν ή δεν πίστευα, αλλά που αναμένονταν από εμένα. Ύστερα, άρχισα να πηγαίνω για σκι, καθώς αυτό αποτελεί μέρος της κοινωνικής εικόνας ενός συμβούλου. Αν και στην αρχή, γνωρίζεις ότι υποδύεσαι έναν ρόλο, ύστερα αυτή η περιγραφή αρχίζει να γίνεται μέρος του εγώ σου».
Όταν τέτοια μοτίβα συμπεριφοράς εδραιώνονται τόσο βαθιά που δεν μπορούμε καν να τα παρατηρήσουμε, τίθεται ένα ερώτημα: πόσο αυθεντικοί είμαστε στους διάφορους ρόλους που παίρνουμε; Πρόκειται για ένα ερώτημα που τέθηκε και από τον φιλόσοφο Jean-Paul Sartre στο βιβλίο του «Το είναι και το μηδέν», στο οποίο περιγράφει έναν σερβιτόρο που φαίνεται να υποδύεται έναν ρόλο. Οι κινήσεις του είναι υπερβολικές, γέρνει προς τους πελάτες του με μεγάλη προθυμία- η φωνή και οι εκφράσεις του είναι αρκετά περιποιητικές. «Υποδύεται έναν σερβιτόρο σε ένα καφέ», θα γράψει ο Sartre. « Δεν είναι ο εαυτός του, αποτελεί σχεδόν μια καρικατούρα σερβιτόρου». Δεν είναι ελεύθερος.

Επομένως, πώς δραπετεύουμε από τους τόσο βαθιά εσωτερικευμένους ρόλους μας; Και τι σχέση έχει αυτό με την περίφημη φράση «άδραξε τη μέρα»; Κι εδώ έρχεται η Eve Hoare, μια ακόμη από τις συνεντευξιαζόμενές μου, ετών 70, με μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία που μοιράστηκε με εμένα: «Τα καλύτερα μου χρόνια ήταν από τα 60 μέχρι τα 70 μου», είπε. Γιατί όμως; Όταν ήταν 62 ετών έτυχε να παρακολουθήσει μια σειρά σεμιναρίων για την αξιολόγηση της πορείας της ζωής τους. Τότε ήταν που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε ποια ήταν. «Ήμουν ένα υπάκουο παιδί, εργαζόμενη, σύζυγος, δασκάλα, μητέρα. Ήμουν πάντα οι ρόλοι μου. Ήταν ένα πραγματικό σοκ». Τα εκπαιδευτικά σεμινάρια στα οποία βρέθηκε, περιελάμβαναν σκληρές σωματικές προκλήσεις (όπως πεζοπορία σε φαράγγι, ορειβασία), αλλά επίσης προσέφεραν και εργαλεία για ενδοσκόπηση και αναστοχασμό.

Το πραγματικό μάθημα όμως ήταν η συνειδητοποίηση των ρόλων που έπαιρνε σε όλη της τη ζωή, που τελικά δεν φάνηκε να ήταν δικές της επιλογές. Οι συνθήκες πολλές φορές διαμόρφωσαν την εξέλιξή της, τη δουλειά που έπρεπε να κάνει και το πώς θα φερόταν ανάλογα με τη θέση της. Αφού συνειδητοποίησε το παραπλανητικό στοιχείο των ρόλων, η Eve άρχισε να ανοίγει τους ορίζοντες και τις προοπτικές της, άδραξε τη μέρα με εκπληκτικό σθένος. Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε λογοτεχνία, έκανε μαθήματα ζωγραφικής και ποίησης και έγινε εθελόντρια στη εμπόλεμη Βοσνία, όπου βοήθησε τραυματισμένα παιδιά.
«Συνειδητοποίησα τελικά ότι αν δεν απολαμβάνουμε τον τρόπο που ζούμε, οφείλουμε να τον αλλάξουμε αμέσως, γι’ αυτό κι εγώ αποφάσισα να παραιτηθώ από τη δουλειά μου… Μπορείτε να δείτε πόσο εύκολα χάνουν την ισορροπία τους τα νέα παιδιά, χωρίς να μπορούν να εκμεταλλευτούν πλήρως τα νιάτα τους. Κι έτσι νιώθω ότι έχω μια αποστολή· να κάνω τον κόσμο να δει ότι πρέπει να αρπάξει κάθε ευκαιρία που συναντά στο δρόμο του, αφού η ζωή κυλά τόσο γρήγορα».
Ποια ήταν η πραγματική αλλαγή που έκανε στη ζωή της η Eve; Αφού συνειδητοποίησε ότι οι κοινωνικοί της ρόλοι είχαν περιορίσει τις επιλογές της και την είχαν εγκλωβίσει χωρίς να το θέλει, αποφάσισε να σπάσει τον φαύλο κύκλο και να δώσει μια νέα πνοή ελευθερίας στον εαυτό της, επιλέγοντας συνειδητά νέους, συναρπαστικότερους για εκείνη ρόλους.

Roman Krznaric, PhD, κοινωνικός φιλόσοφος

Η φιλοσοφία της ευτυχίας

Αποτέλεσμα εικόνας για Η φιλοσοφία της ευτυχίαςΣπουδαίοι φιλόσοφοι μιλούν για την ευτυχία. Φράσεις από σπουδαία ιστορικά πρόσωπα που κρύβουν μεγάλες αλήθειες και μπόλικη σοφία για την ευτυχία και το νόημα της ζωής. Σίγουρα μπορούμε να μάθουμε πολλά από αυτές.
Το μυστικό της ευτυχίας δεν βρίσκεται στην αναζήτηση, αλλά στο να είσαι ικανοποιημένος με όσο γίνεται λιγότερα
Σωκράτης

Τι είναι ευτυχία; Το αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει, ότι μια αντίσταση εξουδετερώνεται
Φρίντριχ Νίτσε

Έχω μάθει να αναζητώ την ευτυχία μου περιορίζοντας τις επιθυμίες μου, αντί να προσπαθώ να τις ικανοποιήσω
Τζον Στιούαρτ Μιλ

Όσο περισσότερο διαλογίζεται ο άνθρωπος σε καλές σκέψεις, τόσο καλύτερος θα είναι και ο κόσμος του
Κομφούκιος

Αν είσαι καταθλιπτικός ζεις στο παρελθόν, αν είσαι αγχώδης ζεις στο μέλλον, αν είσαι γαλήνιος ζεις στο παρόν
Λάο Τζε

Η ευτυχία είναι σαν την πεταλούδα. Όσο περισσότερο την κυνηγάς, τόσο θα σου ξεφεύγει. Όμως αν στρέψεις αλλού την προσοχή σου, θα έρθει απλά και θα καθίσει στον ώμο σου
Χένρι Ντέιβιντ Θορώ

Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις
Ζαν Ζακ Ρουσσώ

Μην ψάχνεις την ευτυχία, είναι πάντα μέσα σου
Πυθαγόρας

Αν στον κόσμο σήμερα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που επιθυμούσε τη δική του ευτυχία περισσότερο απ’ ό,τι επιθυμούσε τη δυστυχία των άλλων, σε μερικά χρόνια θα είχαμε έναν παράδεισο
Μπέρτραντ Ράσελ

Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι
Μοντεσκιέ

Αριστοτέλης: Η κακία είναι μία ανοησία για εκείνους που δεν έχουν καταλάβει ότι δεν ζούμε για πάντα.

Ο Αριστοτέλης θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου και από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών. Φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής.

“Ο Αριστοτέλης υπήρξε ο πρώτος γνήσιος επιστήμονας στην ιστορία… και κάθε κατοπινός επιστήμονας του οφείλει κάτι γράφει η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα για εκείνον.

Η διδασκαλία του διαπερνούσε τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Στα 17 του χρόνια εισέρχεται στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στην Αθήνα, όπου παραμένει για 20 χρόνια.

Εκεί συνδέεται τόσο με τον Πλάτωνα, τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και άλλους στοχαστές.Τα έργα του αναφέρονται σε πολλές επιστήμες. Ανάμεσά τους φυσική, βιολογία, ζωολογία, μεταφυσική, λογική, ηθική, ποίηση, θέατρο, μουσική, ρητορική, πολιτική. Η περίοδος της ωριμότητας αρχίζει με τις βιολογικές έρευνες και τα συμπεράσματά του είναι η πρώτη συστηματοποίηση των βιολογικών φαινομένων στην Ευρώπη. Η σκέψη και οι διδασκαλίες του Αριστοτέλη, έχουν μεγάλη επιρροή στη φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική σκέψη έως και μετά τον Μεσαίωνα.

Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, φεύγει από την Αθήνα και  αναλαμβάνει το 343 π.Χ./42 τη διδασκαλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ως διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης, αποκτά διάφορες ευκαιρίες και αφθονία προμηθειών. Ιδρύει  μια βιβλιοθήκη στο Λύκειο, η οποία γίνεται αρωγός στην παραγωγή εκατοντάδων έργων του. Το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, τον οδηγεί στις απόψεις του πλατωνισμού. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, οδηγείται περισσότερο, σε εμπειρικές μελέτες και μετατοπίζεται από τον πλατωνισμό στον εμπειρισμό. Θεωρεί ότι οι ιδέες και οι γνώσεις όλων των λαών βασίζονται στην αντίληψη.

Το έργο του είναι τεράστιο (400 βιβλία, κυρίως σε μορφή διαλόγων). Από αυτά έχουν σωθεί 47 βιβλία και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα.

Σας παραθέτω κάποιες από τις σπουδαίες ρήσεις του…
“Η φτώχεια είναι έλλειψη πολλών πραγμάτων και η απληστία όλων.”
Το Ελληνικό γένος ζει ελεύθερα και διοικείται άριστα και θα μπορούσε να κυριαρχήσει, αν ήταν πολιτικά ενωμένο.”
“Αυτό που πέτυχα με τη φιλοσοφία, ήταν να κάνω με τη θέλησή μου αυτά που οι άλλοι τα κάνουν επειδή φοβούνται τους νόμους.”
Περισσότερο αγαπούν οι ευεργέτες τους ευεργετούμενους παρά οι ευεργετούμενοι τους ευεργέτες.
Όταν άκουσε ότι κάποιος τον κορόιδευε, “όταν λείπω, μπορούν και να με μαστιγώσουν”, είπε
Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.
“Τα πράγματα που πρέπει να κάνεις, τα μαθαίνεις κάνοντάς τα.”
Οι μητέρες αγαπούν τα παιδιά τους πιο πολύ από τους πατεράδες. Κι αυτό, διότι πρώτον ο τοκετός είναι οδυνηρός, και δεύτερο, είναι σίγουρες ότι τα παιδιά που γέννησαν είναι δικά τους.”
“Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Η φτώχεια είναι ο γονιός της επανάστασης και του εγκλήματος.
“Είναι χαρακτηριστικό του μεγαλόψυχου ανθρώπου να μη ζητάει χάρες, αλλά να είναι έτοιμος να κάνει το καλό στους άλλους.”
Συνήθως, την ισχυρότερη μνήμη την έχουν εκείνοι που είναι αργοί στην αντίληψη.
“Είμαστε όλοι φίλοι των ευτυχούντων, ενώ των δυστυχούντων δεν είναι φίλος ούτε ο πατέρας.”
Άμιλλα είναι η τάση να φτάσει κανένας τον άλλον, που τον θαυμάζει, ή και να τον ξεπεράσει, χωρίς να αισθάνεται φθόνο, αν ο άλλος τον ξεπερνάει.
“Κάθε εργασία επί πληρωμή αποσπά και φθείρει το μυαλό.”
Το κύριο γνώρισμα του πολίτη είναι η συμμετοχή στην απονομή δικαιοσύνης και στην άσκηση εξουσίας.”
“Οι βάρβαροι είναι εκ φύσεως πιο δουλοπρεπείς από τους Έλληνες.”
H κακία είναι μία ανοησία για εκείνους που δεν έχουν καταλάβει ότι δεν ζούμε για πάντα.”
“Η ομορφιά είναι η καλύτερη συστατική επιστολή.”
Tίποτα απ’ όσα είναι δοσμένα από τη φύση δεν είναι χωρίς τάξη.”
“Τα περισσότερα από αυτά που θα γίνουν στο μέλλον είναι ίδια μ’ αυτά που έχουν γίνει.”
Ξεχώρισε από παλιά το Ελληνικό έθνος από τους βαρβάρους όντας πιο ικανό και περισσότερο απαλλαγμένο από την ηλιθιότητα.”
“Η μοχθηρία και η αδικία υπάρχουν από πρόθεση και όχι τυχαία ή κατά λάθος.”
Είναι χαρακτηριστικό του καλλιεργημένου μυαλού να μπορεί να απολαύσει μια ιδέα χωρίς να την αποδεχθεί.
“Η φτώχεια είναι ο γονιός της επανάστασης και του εγκλήματος.”
Τα πράγματα που πρέπει να κάνεις, τα μαθαίνεις κάνοντάς τα.
“Είναι χαρακτηριστικό του μεγαλόψυχου ανθρώπου να μη ζητάει χάρες, αλλά να είναι έτοιμος να κάνει το καλό στους άλλους.”
Συνήθως, την ισχυρότερη μνήμη την έχουν εκείνοι που είναι αργοί στην αντίληψη.
“Όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν ως αίτιο ένα από τα εξής επτά: τύχη, φύση, παρόρμηση, συνήθεια, λογική, πάθος, πόθο.”
Τις περιουσίες οι μικρές δαπάνες τις εξαφανίζουν.”
“Ανδρείος είναι αυτός που δεν φοβάται τον τιμημένο θάνατο.”
Κάλλιο τρελός με όλους παρά συνετός και μόνος.
“Το όλον είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του.”
Η οικογένεια είναι η ένωση που καθιερώθηκε από τη φύση για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ανθρώπου.

Στο τρένο της ζωής, χωράνε λίγοι και καλοί. Οι πολλοί κάνουν θόρυβο.

Ξεκινάει η ζωή σου και αρχίζεις να μετράς τους ανθρώπους δίπλα σου.
Συνήθως είστε αρκετοί στο ίδιο βαγόνι.

Και αρχίζει το ταξίδι σας.
Συνταξιδιώτες που αποκαλούνται φίλοι, γνωστοί, συμμαθητές, γείτονες, κολλητοί.
Και πέφτεις στην παγίδα να νομίζεις ότι η ζωή σου είναι πολύ γεμάτη με τόσους ανθρώπους να σε πλαισιώνουν.
Συνεχίζεται η ζωή σου, αρχίζεις να μεγαλώνεις και αλλάζουν οι προτεραιότητές σου.
Βλέπεις ότι σιγά σιγά αρχίζει να αδειάζει το βαγόνι με τους συνοδοιπόρους σου.
Κάποιους τους έδιωξες και κάποιοι αποχώρησαν οικειοθελώς.
Όχι, μην στεναχωριέσαι.
Δεν θα σε λογοκρίνουν όλοι αυτοί, πιθανότατα ούτε και εσύ.
Απλά έτσι είναι τα πράγματα στην ζωή.
Δεν ταιριάζουμε με όλους, αποδέξου το.

Έχουμε άλλους ηθικούς κανόνες, πρέπει και θέλω.
Συνεχίζεις λοιπόν το ταξίδι σου χωρίς να ξέρεις ότι στο βαγόνι σου προμηνύονται εκπλήξεις.
Αποφασίζεις λίγο να σταματήσεις τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των δικών σου ανθρώπων.
Επιλέγεις να σταματήσεις να κάνεις έναν μικρό απολογισμό και ανεφοδιασμό των καυσίμων σου.
Σταματάς για λίγο την αμαξοστοιχία της ζωής σου.
Θεωρείς πως ακόμα έχουν μείνει αρκετοί και δεν σε επηρεάζουν οι αποχωρήσεις τους.
Ξαναξεκινάς και  αντιλαμβάνεσαι ότι οι θέσεις δίπλα σου ολοένα και αδειάζουν.
Μα στην συνέχεια της διαδρομής προστίθενται μερικοί.
Όχι πολλοί.
Ελάχιστοι.

Μόλις κατάλαβες ότι κατέβηκαν από το βαγόνι όλοι αυτοί που πίστευες  ότι δεν θα φύγουν ποτέ και έδωσαν την θέση τους σε όλους αυτούς που δεν πίστευες ποτέ ότι θα σε ακολουθήσουν.
Κοιτάζεις τους συνταξιδιώτες σου και σκέφτεσαι πόσοι λίγοι μείνατε και πόσοι από αυτούς είναι υποψήφιοι προς αποχώρηση.
Νιώθεις αρχικά πανικό.
Νομίζεις ότι τους έδιωξε η δική σου συμπεριφορά.
Θεωρείς πως έκανες λάθος.
Μα που πήγαν όλοι αυτοί, αναρωτιέσαι.
Ρίχνεις κλεφτές και γρήγορες ματιές γύρω σου.
Λίγοι έμειναν, το ξέρω.
Ησύχασε όμως.
Δεν φταις εσύ.
Κανένας δεν φταίει.

Διαφορετικές προσωπικότητες, χαρακτήρες και αντιλήψεις.
Διαφορετική ματιά στην ζωή.
Άλλες οπτικές γωνίες.
Συνεχίζεις με αυτούς τους λίγους που απέμειναν.
Αυτοί που δεν παραιτούνται από τους αγώνες που δώσατε ή που θα δώσετε παρέα στο μέλλον.
Μετρημένοι στα δάχτυλα οι δικοί σου άνθρωποι.
Αφουγκράζεσαι την αύρα τους.
Αισθητή και η παρουσία τους και η απουσία τους.
Χαμογελάς πλέον αφού έχεις αντιληφθεί ποιοι από όλους αυτούς κατέληξαν να είναι η «οικογένειά» σου.
Σταμάτησες να φοβάσαι αν αδειάσει κι άλλο το βαγόνι σου.
Και αν ξεκίνησες με πολλούς και κατέληξες με ελάχιστους να είσαι ευτυχής.
Λίγοι και καλοί.
Οι πολλοί κάνουν θόρυβο, μάτια μου.

Ο σεβασμός είναι όμορφη λέξη

 O σεβασμός είναι όμορφη λέξη. Είναι ένα από τα πιο όμορφα σύμβολα. Φανταστείτε ότι δεν έχετε ξανακούσει ποτέ τη λέξη. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να την επινοήσουμε και να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για τη σημασία της. Άλλωστε, όπως συμβαίνει με όλα τα σύμβολα, πρέπει να συμφωνήσουμε με το σύμβολο, ειδάλλως αυτό δεν θα σημαίνει τίποτα για εμάς. Ο σεβασμός, όπως πολλά σύμβολα, αρχίζει από τον εαυτό μας και επεκτείνεται στους γύρω μας. Αν δεν σεβόμαστε τον εαυτό μας, πώς είναι δυνατόν να σεβαστούμε οτιδήποτε ή οποιονδήποτε άλλο;

Όταν σεβόμαστε τον εαυτό μας, αποδεχόμαστε τον εαυτό μας έτσι όπως είναι. Όταν σεβόμαστε τους άλλους, αυτό σημαίνει ότι τους αποδεχόμαστε έτσι όπως είναι. Όταν σεβόμαστε τα πάντα στη φύση —τα ζώα, τους ωκεανούς, την ατμόσφαιρα, τη γη- αποδεχόμαστε όλη την φύση έτσι όπως είναι.

 Όταν ερχόμαστε στον κόσμο, όλα είναι ήδη δημιουργημένα. Δεν ήταν δική μας επιλογή να εκτεθούμε στα δημιουργημένα πράγματα. Συνέβη, και το σεβόμαστε. Μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο; Δεν νομίζω. Σεβασμός είναι η πλήρης αποδοχή των πάντων, έτσι όπως είναι, όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ερμηνεία της λέξης σεβασμός.

Μόλις αποδεχτούμε τον εαυτό μας έτσι όπως είναι, παύουμε να επικρίνουμε τον εαυτό μας. Τότε, μας συμβαίνει κάτι εκπληκτικό: γαληνεύουμε. Παύουμε να έχουμε ψυχικές εντάσεις και δεν αντιμαχόμαστε κανέναν. Όλες οι εντάσεις που βιώνει η ανθρωπότητα οφείλονται στην έλλειψη σεβασμού. Όλοι οι πόλεμοι οφείλονται στο ότι κάποιοι δεν σεβάστηκαν τον τρόπο ζωής ορισμένων καλλιτεχνών. Αντί να σεβόμαστε τα δικαιώματα των άλλων, προσπαθούμε να τους επιβάλουμε τις δικές μας πεποιθήσεις. Και έτσι ξεσπά πόλεμος.

Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης

Το μυαλό μας έχει την ανάγκη να μειώνει την πληροφορία και γι’ αυτό τον λόγο είναι πιθανότερο να προσπαθήσουμε να στριμώξουμε ένα φαινόμενο σε κάποια γνωστή κατηγορία (ακρωτηριάζοντας το άγνωστο) παρά να καταργήσουμε την κατηγοριοποίηση και να το κάνουμε πιο χειροπιαστό. Χάρη στην ικανότητά μας να ανιχνεύουμε ανύπαρκτα μοτίβα αλλά και πραγματικά, το τυχαίο θα φαίνεται λιγότερο τυχαίο και πιο βέβαιο – ο υπερδραστήριος εγκέφαλός μας είναι πιθανότερο να επιβάλει τη λανθασμένη, απλοϊκή αφήγηση παρά καμία απολύτως αφήγηση.

Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης – δεν σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει πολυπλοκότητες και μη γραμμικές αβεβαιότητες. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, περισσότερη πληροφορία σημαίνει και περισσότερες αυταπάτες: η ικανότητά μας να εντοπίζουμε ανύπαρκτα μοτίβα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο ως παρενέργεια της νεωτερικότητας και της εποχής της πληροφορίας: υπάρχει μια ασυμβατότητα μεταξύ του μπερδεμένου τυχαίου του πλούσιου σε πληροφορία σύγχρονου κόσμου μας, με όλες τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις του, και των ερμηνειών που δίνουμε εμείς στα γεγονότα, που προέρχονται από ένα απλούστερο προγονικό περιβάλλον. Η δομή του μυαλού μας βρίσκεται σε συνεχώς αυξανόμενη ασυμφωνία με τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Από την εποχή του Διαφωτισμού, στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ ορθολογισμού (πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα ώστε να βγάζουν νόημα) και εμπειρισμού (πώς είναι τα πράγματα), κατηγορούμε τον κόσμο, επειδή δεν χωρά στα κρεβάτια των «ορθολογικών» μοντέλων, προσπαθούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους ώστε να ταιριάξουν στην τεχνολογία, παραποιούμε την ηθική μας ώστε να ταιριάξει με την ανάγκη μας για εργασία, ζητάμε από την οικονομική ζωή να χωρέσει στις θεωρίες των οικονομολόγων και από την ανθρώπινη ζωή να στριμωχτεί σε μια αφήγηση.

Είμαστε στιβαροί όταν τα λάθη στην αναπαράσταση του αγνώστου και στην κατανόηση των τυχαίων γεγονότων δεν οδηγούν σε δυσμενή αποτελέσματα – διαφορετικά είμαστε ευάλωτοι.

Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης από τους αφορισμούς μου, σέβομαι τις μεθόδους στιβαρότητας της μητέρας φύσης (το πέρασμα δισεκατομμυρίων χρόνων επιτρέπει στα περισσότερα από τα αδύναμα να καταστραφούν)· η κλασική σκέψη είναι πιο στιβαρή (στον σεβασμό της απέναντι στο άγνωστο, στην επιστημική ταπεινότητα) απ’ ό,τι ο σύγχρονος, μετα-διαφωτιστικός, αφελής, ψευτο-επιστημονικός αυτισμός. Έτσι, οι κλασικές μου αξίες με κάνουν να υποστηρίζω το τρίπτυχο ευρυμάθεια, φινέτσα και θάρρος, έναντι της ψευτιάς, των σπασίκλων και του φιλισταϊσμού της σύγχρονης εποχής.

Η τέχνη είναι στιβαρή· η επιστήμη όχι πάντα (για να το θέσω λεπτά). Κάποιες Προκρούστειες κλίνες δίνουν νόημα στη ζωή: η τέχνη και η πιο ισχυρή από όλες, ο ποιητικός αφορισμός.

Όσα σε έναν γίνονται, σ’ όλους μπορούν να γίνουν (ΠΟΠΛΙΛΙΟΣ)

Αν κάποιος επιτρέψει σ’ αυτή τη σκέψη να εισχωρήσει στην καρδιά του και, όταν βλέπει τις δυστυχίες των άλλων, που κάθε μέρα υπάρχουν εν αφθονία, αναλογίζεται ότι άνετα θα μπορούσαν να έλθουν και στον ίδιο, θα εξοπλιστεί εναντίον τους πολύ πριν αυτές τον επισκεφθούν. Είναι πολύ αργά να εφοδιάζεται κανείς για να υπομείνει τους κινδύνους όταν αυτοί είναι ήδη παρόντες. Μπορεί βέβαια να πεις: «Δεν νόμιζα ότι αυτό θα συμβεί» και «Πίστευες ποτέ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;»

Όμως γιατί όχι; Ποια είναι τα πλούτη εκείνα που δεν τα ακολουθούν κατά πόδας η φτώχεια, η πείνα και η αθλιότητα; Ποιοι αξιωματούχοι στον ποδόγυρο της εσθήτας τους, ποιοι οιωνοσκόποι στη ράβδο τους ή ποιοι πατρίκιοι στους ιμάντες των παπουτσιών τους δεν μεταφέρουν ακαθαρσίες και άθλια σκουπίδια – χιλιάδες στίγματα και σκέτη ντροπή; Ποιο βασίλειο υπάρχει για το οποίο να μην καιροφυλακτεί η καταστροφή και η ερήμωση, ο τύραννος και ο δήμιος;

Και όλα αυτά δεν χωρίζονται μεταξύ τους με τεράστια διαλείμματα χρόνου, αλλά, ανάμεσα στο θρόνο και στη γονυκλισία του βασιλιά μπροστά στα γόνατα κάποιου άλλου, κάποτε μεσολαβεί μία μόνο ώρα. Πρέπει επομένως να έχεις υπόψη σου ότι κάθε μοίρα στη ζωή είναι μεταβλητή και ό, τι συμβαίνει σε κάποιον μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σ’ εμένα. Είσαι πλούσιος` είσαι όμως πλουσιότερος από τον Πομπήιο;

Και όμως, αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ούτε ψωμί και νερό όταν ο Γάιος, ένας γέρος συγγενής και καινούριος οικοδεσπότης του, του άνοιξε το σπίτι του Καίσαρα, για να έχει έτσι την ευκαιρία να του κλείσει το δικό του! Όσο κι αν ήταν ιδιοκτήτης πολυάριθμων ποταμών, που πήγαζαν από τα δικά του κτήματα και είχαν την εκβολή τους στις δικές του περιοχές, ήταν υποχρεωμένος να ζητιανεύει για μερικές σταγόνες νερό. Πέθανε από πείνα και δίψα στο ανάκτορο του συγγενούς του και, ενώ λιμοκτονούσε, ο κληρονόμος του φρόντιζε να ταφεί δημοσία δαπάνη! Έχεις αποκτήσει ύψιστα αξιώματα` απέκτησες όμως κάποιο τόσο μεγάλο, τόσο απρόσμενο και με τέτοια ευρύτητα όσο εκείνο του Σηιανού;

Και όμως, τη μέρα εκείνη που η Σύγκλητος τον συνόδευε, ο λαός τον καταξέσχιζε` από τον άνθρωπο που είχε συγκεντρώσει επάνω του ό, τι θεοί και άνθρωποι θα μπορούσαν να δώσουν τίποτα δεν έμεινε για να το σύρει στο ποτάμι ο δήμιος! Έστω ότι είσαι βασιλιάς: δεν θα σε παραπέμψω στον Κροίσο, που έζησε για να δει τη θανατική του πυρά να ανάβει και να σβήνει, που εξαναγκάστηκε να ζήσει για να δει το θάνατο του βασιλείου του, και όχι μόνο του εαυτού του, ούτε και στον Ιουγούρθα, που ο ρωμαϊκός λαός τον είδε, μέσα στον ίδιο χρόνο, αιχμάλωτο μπροστά του, ενώ πριν τον έτρεμε.

Εμείς οι ίδιοι υπήρξαμε μάρτυρες της εικόνας ενός Πτολεμαίου, βασιλιά της Αφρικής, και ενός Μιθριδάτη, βασιλιά της Αρμενίας, που περιήλθαν υπό τον έλεγχο της φρουράς του Γαΐου` ο ένας στάλθηκε εξορία, ό άλλος ικέτευε να σταλεί πίσω και να του έχουν τώρα περισσότερη εμπιστοσύνη!
Αν λάβεις υπόψη σου αυτή τη φοβερή μεταβλητότητα της τύχης, που τη μια σε ανεβάζει και την άλλη σε κατεβάζει, δεν έχεις παρά να υποχωρήσεις στη δύναμη της κακοτυχίας – την οποία ο καθένας θα μπορούσε να συντρίψει, αν είχε πρώτα τη δυνατότητα να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο -, εκτός μόνο αν αποδεχθείς το γεγονός πως οτιδήποτε συμβαίνει είναι πιθανόν να συμβεί και σ’ εσένα.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της πνευματικής γαλήνης

Η ιστορία της λέξης Μόρφωση

Παιδεία είναι η μόρφωση για ν’ αποκτά ο αμόρφωτος νέα μορφή· εύμορφη, όμορφη.
Μορφώνω σημαίνει δίνω μορφή, σχήμα, σε κάτι α-σχημάτιστο, α-διαμόρφωτο, α-διάπλαστο.
Παιδί, για πολλούς παιδαγωγούς, είναι το α-διάπλαστο ον που δια-πλάθεται με την κατάλληλη αγωγή όσο να αποκτήσει ευμορφία· μόρφωση· ομορφιά. Η «πρώτη, ζωντανή ύλη» του παιδιού, «το υπόστρωμά» του θεωρείται «εύπλαστο». Η «ύλη» του, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι «εκμαγείο» που μορφοποιείται διαρκώς, όσο να πάρει την τελική μορφή. Το είδος, το ορισμένο είδος το ανθρώπου. Αυτό γίνεται με τη συνεχιζόμενη μορφοποίηση καθώς αναπτύσσονται όλες οι λανθάνουσες ιδιότητες του παιδιού με:

Τη διδασκαλία της γλώσσας, που αναπτύσσει τις νοητικές ικανότητές του (γραφή – ανάγνωση).
Τη διδασκαλία των αριθμών που καλλιεργεί την ευφυΐα του.
Την κατάλληλη γυμναστική, που διαπλάθει το σώμα του. (Σκοπός της γυμναστικής – λέει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του – δεν είναι ο βάναυσος αθλητισμός που αποθηριώνει την ψυχή…).
Τη διδασκαλία της μουσικής, που καλλιεργεί την προσωπικότητά του.
Το παιδί φθάνει, κάποτε, σε κατάσταση «εντελεχείας», τέλειας ανάπτυξης.
Ο απόφοιτος «έχει εντελώς», απέκτησε πλέον την ύψιστη εντέλεια, την τελειότητα… Αυτή την τελική μορφή, το είδος, το ορισμένο είδος του ανθρώπου.

Καρπός της παιδείας είναι ο εύμορφος, όμορφος, ωραίος πολίτης.
Καρπός της παραπαιδείας, του «κατευθυνόμενου τεχνοκρατικού επαγγελματισμού» είναι ο δύσμορφος ιδιώτης, ο ιδιοτελής και μικρόψυχος, που νιώθει περιφρόνηση για τους συνανθρώπους του, που έμαθε να πιστεύει ότι το νόημα της ζωής είναι η υπακοή του υπ-ήκοου, ή η απόκτηση πλούτου διά πυρός και σιδήρου, αντί της δημιουργίας: της προσφοράς δηλαδή ωφέλιμου έργου στο σύνολο.

Χωρίς την έννοια της μορφής δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το προϊόν της παιδείας, τη μόρφωση δηλαδή (ή τον καρπό της παρα-παιδείας: την παρα-μόρφωση).
Αλλά ας κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση.
Μορφή, στη μυθολογία μας, έχει μονάχα ο Μορφεύς, ο γιος του Ύπνου, από το γένος της Νύχτας· ο θεός των ονείρων.
Μετά, από το σώμα του Μορφέως, φτιάχνονται οι πρωτόπλαστοι, που… όμοιοι με μορφές ονείρων ζούσαν σ όλο το μάκρος της ζωής τους. («Αλλ’ ονειράτων αλίγκιοι Μορφαίσι τον μακρόν βίον». Βλ. Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, στ. 435-471).
– Και πώς ξύπνησαν; Πώς πήραν μορφή ανθρώπου; Αποβάλλοντας τη Μορφή του… Μορφέως:
Ρωτούν οι Ωκεανίδες τον Προμηθέα – εξηύρον αυτοίς- λέει ο Τιτάνας – γραμμάτων τε συνθέσεις, μνήμην απάντων…» (Με τα γράμματα ξύπνησαν, που χαράζουν, άσβηστα, τα πάντα στην ανθρώπινη μνήμη.)

Στον Όμηρο, που έπεται των μύθων, η λέξη μορφή, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα γράμματα, για τις λέξεις που φτιάχνουν το λόγο και τη λογική.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στον Όμηρο η λέξη μορφή, υπάρχει μόνο δύο φορές:
Στο θ170 της Οδύσσειας στη φράση «Θεός μορφήν έπεσι στέφει» και στο λ367, στη φράση «Μορφή επέων».
Στο θ', μάλιστα, ο Οδυσσέας κάνει μια αισθητική παρατήρηση. Ο ένας έχει «μορφή επέων», ευ-μορφία στα λόγια του, που του τη χορηγεί ο Θεός [κατα το «Θεός μορφήν έπεσι στέφει»], ενώ ο συνομιλητής του δεν έχει.
Ο πρώτος είναι ασχημούτσικος. Έχει από φυσικού του, από γεννησιμιού του μια ασχημία (αναλογίες χαρακτηριστικών προσώπου κτλ) που απαλύνει και χάνεται, εξαιτίας της… μορφής επέων.
Ο δεύτερος είναι όμορφος… τρανά τα κάλλη του… αλλά τι να το κάνεις; Η ασχημία των λόγων του τον ασχημεύει· το κάλλος ανθεί στο πρόσωπο του πρώτου με την ευμορφία των λόγων.

Μετά τον Όμηρο, κορυφαίος φιλόσοφος της μορφής είναι ο Δημόκριτος.
Σύμφωνα με αυτόν, η «μορφή επέων» του Ομήρου, δεν είναι χάρισμα Θεού, αλλά προϊόν της διδαχής πάνω στη βαθύτερη εσωτερική δομή του ανθρώπου, που την ονομάζει Ρυσμό (:Ρυθμό, από το Ρέω). Σε κάθε άνθρωπο, στο βάθος της υποστάσεώς του, υπάρχει Ρυσμός – εδώ ο ρυσμός αντιπροσωπεύει, το δυναμικό σχήμα, τον προσχηματισμό, της ροής των ατόμων.
Στην επιφάνεια των ανθρώπων, στο πρόσωπο, στα μάτια, στην όψη, εκεί όπου ανθεί το κάλλος, ή η δυσ-μορφία, υπάρχει μετα-ρυσμός, από την επίδραση της διδαχής, στο ρυσμό (της εσωτερικής δομής).

Έτσι λοιπόν:
«Φύσις και διδαχή απλήσιόν εστί και γαρ η διδαχή μεταρυσμούσα δε φυσιοποιεί» (Απ. Β, 33).
(Η φύση και η διδαχή είναι παραπλήσια. Η διδαχή «μεταρυσμεί»… μεταμορφώνει, μετασχηματίζει τον άνθρωπο, κάνοντάς τον μια δεύτερη φύση.)

Με την παρέμβαση της διδαχής που μεταρυσμεί, ο άνθρωπος δεν διατηρεί την αρχική του μορφή, αλλά αποκτά άλλη, που μπορεί να είναι εύμορφη: όμορφη… του μορφωμένου ή δύσ-μορφη… του παραμορφωμένου.

NASA: Αποστολή στον «16 Psyche» - Ο αστεροειδής με αμύθητες ποσότητες μεταλλευμάτων

gwrteerterururuuutyer1Η NASA προωθεί μια αποστολή σε έναν αστεροειδή που θα χαρακτήριζε κανείς σωστό θησαυρό. Το μετάλλευμά του, μεταλλικός σίδηρος και νικέλιο, εκτιμάται στα 9.000 τετράκις εκατ. ευρώ, ένα ποσό που θα μπορούσε άνετα να συντρίψει την παγκόσμια οικονομία! Τον λένε 16 Psyche (16 Ψυχή) και ήταν γνωστός στους επιστήμονες ήδη από το 1852 ως ο μεγαλύτερος ίσως μεταλλικός αστεροειδής που περιφέρεται γύρω από τον ήλιο.
Η NASA έχει βάλει πλέον για τα καλά πλώρη για τον αστεροειδή. Η αποστολή αναμένεται να ξεκινήσει το καλοκαίρι του 2022 και να φτάσει το 2026, την ίδια ώρα που εταιρίες μεταλλεύματος προγραμματίζουν να στείλουν και μερικά διαστημικά οχήματα ώστε να εξορύξουν το πολύτιμο μετάλλευμα και να το φέρουν πίσω στη Γη.
«Αυτή είναι μια ευκαιρία να εξερευνήσουμε έναν νέο τύπο κόσμου, όχι έναν με πέτρα ή πάγο, αλλά με μέταλλο», δήλωσε η επικεφαλής της αποστολής και διευθύντρια της Διαστημικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, Lindy Elkins-Tanton, για να συνεχίσει: «Ο 16 Ψυχή είναι το μόνο γνωστό αντικείμενο αυτού του είδους στο ηλιακό μας σύστημα και ο μόνος τρόπος να επισκεφτεί ο άνθρωπος έναν πυρήνα».

Με μέση διάμετρο στα 240 χιλιόμετρα, ο αστεροειδής αποτελείται κατά 90% από μέταλλα όπως ο σίδηρος και το νικέλιο, παρόμοια δηλαδή με αυτά που συναντά κανείς στον πυρήνα της Γης. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι δεν αποκλείεται να πρόκειται πράγματι για εκτεθειμένο πυρήνα κάποιου νεαρού πλανήτη, έπειτα από χρόνια συγκρούσεων με άλλα διαστημικά σώματα.

Η αποστολή του 2022 θα κομίσει νέες γνώσεις αναφορικά με τον σχηματισμό των πλανητών αλλά και τους αστεροειδείς, αν και το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι αποκλειστικά επιστημονικό. Η αμερικανική εταιρία Planetary Resources χαρακτήρισε τέτοιου είδους αστεροειδείς ως «το ώριμο φρούτο του ηλιακού μας συστήματος», μιας και «500 μέτρα αστεροειδούς πλούσιου σε πλουτώνιο περιέχουν περισσότερο πλουτώνιο από όσο έχει μαζευτεί στην ιστορία της ανθρωπότητας».

Αν και εφόσον κατορθώσουν να μεταφέρουν στη Γη το μετάλλευμα αξίας 9.000 τετράκις εκατ. ευρώ, τότε κινδυνεύουμε ως ανθρωπότητα να δούμε την παγκόσμια οικονομία να καταστρέφεται, όπως εκτιμούν οικονομολόγοι και αναλυτές της αγοράς!

«Αν καταφέρουμε να αρπάξουμε ένα μεγάλο κομμάτι μετάλλου και το σύρουμε πίσω … τι θα το κάνουμε;», αναρωτιέται η ίδια η Lindy Elkins-Tanton, «θα το έκρυβες και θα έλεγχες τα παγκόσμια αποθέματα, όπως κάνουν οι εταιρίες που ελέγχουν τα διαμάντια, προστατεύοντας την αγορά; Και τι θα γινόταν αν αποφάσιζες να το φέρεις πίσω για να λύσεις ισοβίως το πρόβλημα των αποθεμάτων μετάλλων της ανθρωπότητας;».

Άβολα ερωτήματα, πράγματι. Ίσως εικόνες του μέλλοντος και της εκμετάλλευσης του διαστήματος για βιομηχανικούς και οικονομικούς λόγους

Υπερυπολογιστής προσομοιώνει την εξέλιξη του Σύμπαντος και τη δράση της βαρύτητας στη σκοτεινή ύλη

primordial-universeΣε μια από τις μεγαλύτερες κοσμολογικές προσομοιώσεις που έχουν παρουσιαστεί ως σήμερα, υπερυπολογιστής του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας μοντελοποιεί την εξέλιξη του Σύμπαντος από τη βρεφική του ηλικία μέχρι σήμερα. Το αποτέλεσμα; Ένας ωκεανός δεδομένων που φτάνει τα 2,5 petabyte, ή 2,5 εκατομμύρια gigabyte.
 
H ύλη του Σύμπαντος ήταν αρχικά σχετικά ομοιογενής (αριστερά), σταδιακά όμως συσσωματώθηκε και σχημάτισε τον κοσμικό ιστό (δεξιά)

Ερευνητές του Εθνικού Εργαστηρίου του Αργκόν, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Ενέργειας, χρησιμοποίησαν για την προσομοίωση τον υπερυπολογιστή Titan, ο οποίος ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο ισχυρότερος του κόσμου.
 
Χρησιμοποιώντας λογισμικό που αναπτύχθηκε ειδικά για κοσμολογικές προσομοιώσεις (Hardware/Hybrid Accelerated Cosmology Code), η ερευνητική ομάδα προσομοίωσε την πορεία του Σύμπαντος από τα 50 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη μέχρι τη σημερινή εποχή.
 
Πρακτικά, το Σύμπαν χωρίστηκε σε μισό τρισεκατομμύριο κύβους με πλευρά 100.000 χιλιομέτρων ο καθένας, προσφέροντας εντυπωσιακά υψηλή ανάλυση.
 
Στη βρεφική του ηλικία, το Σύμπαν ήταν ένα γιγάντιο σύννεφο από ελεύθερα άτομα κανονικής ύλη αλλά και από «σκοτεινή ύλη» -ένα υλικό άγνωστης σύστασης που περιέργως αντιστοιχεί στο 84% της μάζας του Σύμπαντος.
 
Τα μοντέλα των κοσμολόγων δείχνουν ότι η σκοτεινή ύλη ήταν η πρώτη που άρχισε να συσσωματώνεται λόγω της έλξης της βαρύτητας. Σταδιακά συμπυκνώθηκε σε δίσκους, οι οποίοι τελικά τράβηξαν προς το μέρος τους και την κανονική ύλη. Μέχρι και σήμερα, δισεκατομμύρια χρόνια μετά, οι γαλαξίες πιστεύεται ότι περιβάλλονται από αυτά τα «φωτοστέφανα» σκοτεινής ύλης, μέσα στα οποία γεννήθηκαν.
 
«Η βαρύτητα επιδρά στη σκοτεινή ύλη, η οποία αρχίζει να συσσωματώνεται όλο και περισσότερο. Μέσα στους σβόλους που σχηματίζονται γεννιούνται γαλαξίες» λέει η Κάτριν Χέιτμαν, πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης στο Astrophysical Journal Supplement Series.
 
«Είναι μια πολύ πλούσια προσομοίωση» προσθέτει. «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα δεδομένα για να εξετάσουμε το γιατί οι γαλαξίες συμπυκνώνονται με αυτόν τον τρόπο, καθώς και τη θεμελιώδη φυσική του ίδιου του σχηματισμού κοσμικών δομών» εξηγεί.
 
Υπήρχε όμως και αρκετό υλικό στο νεαρό Σύμπαν που δεν έπεσε στην παγίδα της σκοτεινής ύλης. Το υλικό αυτό, τεράστιες ποσότητες αερίου, πιστεύεται ότι διατάχθηκε σε μορφή νημάτων τα οποία εκτείνονται ανάμεσα στους γαλαξίες.
 
Στο σημερινό, ενήλικο Σύμπαν, προβλέπει το κυρίαρχο μοντέλο της Κοσμολογίας, οι γαλαξίες βρίσκονται σήμερα διατεταγμένοι σαν χάντρες πάνω σε έναν «σκελετό» από νήματα που θυμίζει σφουγγάρι, τον λεγόμενο κοσμικό ιστό.
 
Εκτός του ότι αποκαλύπτει το ρόλο της κοσμικής ύλης στο σχηματισμό του κοσμικού ιστού, αναφέρουν οι ερευνητές σε ανακοίνωσή τους, η προσομοίωση βοηθά τους κοσμολόγους να κατανοήσουν την ακόμα πιο μυστηριώδη σκοτεινή ενέργεια, μια μυστηριώδη δύναμη που δρα αντίθετα από τη βαρύτητα και επιταχύνει τη διαστολή του Σύμπαντος.
 
Η ανάλυση των 2,5 petabyte δεδομένων μόλις έχει αρχίσει, θα διαρκέσει όμως «αρκετά ακόμα χρόνια».

Θα μπορούσαν οι αρχέγονες μαύρες τρύπες να είναι η σκοτεινή ύλη;

Όταν πολλοί από εμάς σκεφτόμαστε τις μαύρες τρύπες νομίζουμε ότι πρόκειται για ένα τεράστιο κοσμικό αντικείμενο που απορροφά τα πάντα γύρω του. Ωστόσο, υπάρχει και η δυνατότητα να υπάρχουν μικρές μαύρες οπές. "Η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν επιτρέπει τις μαύρες τρύπες", λέει ο Michael Kesden, ένας θεωρητικός φυσικός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, “αλλά δεν ορίζει ένα μέγεθος. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι το πρώιμο σύμπαν παρήγαγε πολύ μικρές μαύρες τρύπες. Αυτές θα έλκουν σαν τις τεράστιες μαύρες τρύπες, επιπλέοντας μέσα στο σύμπαν και φτιάχνοντας δίκτυα. "
 
“Γνωρίζουμε ότι περίπου το 25% της ύλης στο σύμπαν είναι η σκοτεινή ύλη, αλλά δεν ξέρουμε τι είναι," λέει ο Michael Kesden."Υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρίες για το τι θα μπορούσε να είναι η σκοτεινή ύλη , αλλά πιστεύουμε ότι μία εναλλακτική λύση μπορεί να είναι οι πολύ μικρές αρχέγονες μαύρες τρύπες."
 
Ο Kesden συνεργάστηκε με τον Shravan Hanasoge, από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και το Ινστιτούτο Max Planck, για να εκπονήσει μια μέθοδο της χρησιμοποίησης των ηλιακών ταλαντώσεων για να καθοριστεί αν μια μικρή, αρχέγονη μαύρη τρύπα διαπέρασε ένα άστρο. Εάν τα δεδομένα μπορούν να αποδείξουν ότι αυτές οι μικρές μαύρες τρύπες που σχηματίστηκαν κοντά στις απαρχές του σύμπαντος υπάρχουν, θα μπορούσαν να γίνουν καλοί υποψήφιοι για την σκοτεινή ύλη.
 
Την εργασία τους μπορεί να την δει κανείς στο Physical Review Letters: “Transient Solar Oscillations Driven by Primordial Black Holes."
 
"Η προσέγγισή μας εξετάζει τι θα συμβεί εάν έχετε σκοτεινή ύλη από αρχέγονες μαύρες τρύπες, που διέρχονται από τον ήλιο," λέει ο Kesden. “Ήταν μια σκέψη εδώ και καιρό, αλλά κανείς δεν είχε κάνει τους υπολογισμούς που κάναμε τώρα."
 
Ο Kesden εξηγεί ότι ο ήλιος δημιουργεί την ενέργεια του από την πυρηνική σύντηξη στο κέντρο του: “Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της προς τα έξω πίεσης λόγω της ενέργειας που απελευθερώνεται από τη σύντηξη και της προς το εσωτερικό δύναμης της βαρύτητας. Αν ο ήλιος, ή οποιοδήποτε αστέρι, ενοχληθεί από κάτι εξωτερικό αμέσως θα ‘ταρακουνηθεί’ λίγο. "
 
"Μία μικρή, αρχέγονη μαύρη τρύπα θα ήταν στο μέγεθος ενός ατόμου, αλλά θα έχει τη μάζα ενός αστεροειδή,” επισημαίνει ο ίδιος. "Το ισχυρό βαρυτικό της πεδίο, καθώς διασχίζει τον ήλιο, θα τον συμπιέζει, στη συνέχεια θα τον αφήνει, αναγκάζοντας έτσι τον ήλιο να ταλαντώνεται πριν τελικά σταματήσει."
 
Η ιδέα των επιστημόνων είναι να μετρηθεί η ταλάντωση και να προσδιοριστεί τι την προκάλεσε." Ο Shravan Hanasoge έγραψε ένα πρόγραμμα για να μας βοηθήσει με μια προσομοίωση ώστε να δούμε με τι θα έμοιαζε ο ήλιος, αν μια αρχέγονη μαύρη τρύπα τον διαπερνούσε. Η μικρότερη μάζα που θα ήταν ανιχνεύσιμη είναι 1021 γραμμάρια, " συνεχίζει ο Kesden.
 
Τώρα που οι Kesden και Hanasoge ξέρουν τι να ψάξουν, είναι δυνατή η μέτρηση των διακυμάνσεων στα διάφορα αστέρια. Επειδή αυτές οι αρχέγονες μαύρες τρύπες πιστεύεται ότι κινούνται μέσα στο σύμπαν, θα πρέπει να μπορούν να παρατηρηθούν σε διάφορα αστέρια. "Ξέροντας για την συνολική ποσότητα της σκοτεινής ύλης στο σύμπαν, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να καθορίσουμε πόσο συχνά μια αρχέγονη μαύρη τρύπα θα περνά μέσα από τον ήλιο – αν φυσικά είναι η σκοτεινή ύλη," λέει ο Kesden. Δυστυχώς, η σκοτεινή ύλη θα διέρχονται απλώς από τον ήλιο κάθε λίγα εκατομμύρια χρόνια. "Είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να κοιτάζουμε τον ήλιο μας, περιμένοντας για κάποιο φαινόμενο."
 
Αντί όμως να περιμένουμε εκατομμύρια χρόνια για να περάσει μια αρχέγονη μαύρη τρύπα μέσα από τον ήλιο μας, είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε εκατομμύρια άστρων. Ένα από αυτά τα αστέρια θα συναντήσει πιθανόν μια αρχέγονη μαύρη τρύπα κάθε λίγα χρόνια. Ο Kesden επισημαίνει ότι οι τρέχουσες και μελλοντικές διαστημικές αποστολές θα μπορούσαν να συλλέξουν τα απαραίτητα στοιχεία.
 
"Είναι πιθανό να ψάξουμε στα δεδομένα που συλλέγονται από αστροσεισμικές αποστολές για τα γεγονότα αυτά, τώρα που ξέρουμε τι να ψάξουμε. Κάποιος θα μπορούσε ακόμη και να κοιτάξει μέσα από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά το παρελθόν για να προσπαθήσει να εντοπίσει αυτές τις ταλαντώσεις. "
 
“Στον επιταχυντή LHC, ορισμένοι επιστήμονες προσπαθούν να καθορίσουν εάν η υπερσυμμετρία είναι η σκοτεινή ύλη," λέει ο Kesden. “Αλλά αν δεν βρεθεί στον LHC, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να ψάχνουν για άλλες εναλλακτικές λύσεις, και οι αρχέγονες μαύρες τρύπες μπορεί να είναι η απάντηση στο εκκρεμές ζήτημα του τι είναι η σκοτεινή ύλη."

Πλάτων: πώς παράγεται ο φαύλος πολιτικός;

Ο αληθινός φιλόσοφος και ο φαύλος πολιτικός χτες και σήμερα

§1: Είναι κοινός τόπος πια πως η φιλοσοφική έγνοια της πολιτικής σκέψης του Πλάτωνα δεν παύει να περιστρέφεται γύρω από τον αληθινό φιλόσοφο, τον οποίο διαχωρίζει ρητά από τους κίβδηλους περιφερόμενους «φιλοσόφους» –ίδιους και όμοιους με κάποιους πλανόδιους αμπελοφιλοσόφους κομματικών, διακομματικών, συντεχνιακών παρασυναγωγών του σήμερα– και συναφώς από τον φαύλο πολιτικό. Γιατί ο Πλάτων προβαίνει σε έναν τέτοιο διαχωρισμό και δεν στρέφεται προς τον έντιμο πολιτικό ως αντιστάθμισμα στον φαύλο πολιτικό; Επειδή ουδείς επαγγελματίας πολιτικός, είτε του ολιγαρχικού είτε του δημοκρατικού είτε οποιουδήποτε άλλου ιδεολογικού προσανατολισμού, είναι οντολογικά έντιμος: δεν έχει το υψηλό φιλοσοφικό ήθος ταύτισης του Εαυτού με το συμφέρον της πόλης ως όλου ούτε βαθιά συνείδηση κοινοκτημοσύνης των αγαθών, ώστε να μην έχει ανάγκη, αλλά και να μη μπορεί αντικειμενικά να κλέβει τον δημόσιο πλούτο για ίδιον όφελος:

«σε όποια πόλη λένε για το ίδιο πράγμα “αυτό είναι δικό μου” ή “αυτό δεν είναι δικό μου”, η εν λόγω πόλη δεν κυβερνιέται με τον άριστο τρόπο» (Πολιτεία 462c).

Το ήθος είναι ο θεός του ανθρώπου, μας λέει ο Ηράκλειτος. Νοούμενο βέβαια όχι απλώς ως μια ηθικότητα αλλά οντολογικά: ως διαμονή, ως ύπαρξη του ανθρώπου εντός της αντάξιας στο Dasein του κοινότητας.

§2: Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ένα τέτοιο ήθος συνυφαίνεται με τη φιλοσοφική γνώση και παιδεία. Ετούτη εδώ επιτρέπει στο άτομο να αντι-στέκεται σθεναρά στο μυθολογικό και απατηλό μασκάρεμα μίσθαρνων λογοποιών και μυθοποιών. Πρόκειται για ένα μασκάρεμα σαν αυτό της τρέχουσας ελληνικής πολιτικής, όπου πρώην αφισοκολλητές, γαντζωμένοι κιόλας σε κυβερνητικούς θώκους, αποδεικνύονται άριστοι μυθοποιοί επί του πρακτέου και δημιουργούν ολική συσκότιση στο άγνωμο πλήθος. Απεναντίας, ο άνθρωπος, που από νεαρή ακόμα ηλικία μαθαίνει να εσωτερικεύει την ως άνω γνώση και να την ενεργοποιεί στη ζωή ως δεύτερη φύση του, αποκτά εσωτερική αυτοτέλεια, υψηλή αίσθηση του ευ ζην, προδιάθεση για ευψυχία και για αποκήρυξη με βδελυγμία όλων των παλαιών και νέων μυθοποιών της εξουσιομανίας, του εγωκεντρισμού και της ηδονοθηρίας. Από την πλευρά του, ο μυθοποιός πολιτικός παντός καιρού, ακριβώς επειδή απέχει πόρρω από μια τέτοια παίδευση, υπόσχεται να φέρει δήθεν την ευδαιμονία στην πόλη, χωρίς μια παράλληλη ανάπτυξη της εαυτού συνείδησης και της συνείδησης του αγελαίου πλήθους. Χωρίς όμως την ανάπτυξη τούτη, καμιά ευδαιμονία δεν μπορεί να κάνει πράξη πέρα από την καλλιέργεια φρούδων ελπίδων. Χρησιμοποιεί έτσι το μαγικό δακτυλίδι του Γύγη για να αφανίζει ή να φανερώνει κατά βούληση ό,τι τον συμφέρει (Πολιτεία 359 κ.εξ): για να παρουσιάζει το άδικο για δίκαιο, για να αναστρέφει την αλήθεια –σαν τους τωρινούς πολιτικάντηδες, που παρουσιάζουν τις νέες μνημονιακές υποδουλώσεις ως αντιμνημονιακές ρήξεις– για να καθιδρύει στην κοινωνία την φαυλότητα και να κρύβει το φάσμα της δικής του ευθύνης.

§3: Καθότι άδειο Εγώ, διαθέτει μόνο μια άμεση, υλική ζωή και καμιά πνευματική. Συνδέει λοιπόν αυτή τη ζωή, δηλαδή «τόν ἄρτον τόν ἐπιούσιον», με την επιθυμία να ασκήσει εξουσία για να ζήσει μέσα στην τρυφή και την πολυτέλεια, αδιαφορώντας για τη δυστυχία των άλλων. Αυτό δείχνει πόσο φιλοσοφικά απαίδευτος είναι: στερείται τη στοιχειώδη παιδεία ψυχής (ψυχ-αγωγία) και δεν αισθάνεται την ανάγκη να νοιάζεται για την κοινή μοίρα. Όπως αναφέρει ο φιλόσοφος στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας, τούτο προκύπτει από την τυπική του, καθεστωτική παιδεία, που παραδίδει το άτομο στην πολυπραγμοσύνη, στη στάση, στη διχόνοια και ανοίγει το δρόμο για τον φαύλο πολιτικό. Εάν η φιλοσοφική παιδεία παράγει αληθινούς φιλοσόφους, δηλαδή εκείνους που συλλαμβάνουν τα πράγματα όχι ως έναν απέραντο σωρό τεμαχίων, αλλά στην ενότητα των αναφορικών τους νοημάτων, η τυπική εκπαίδευση εισάγει στη ψυχή των ανθρώπων και δη των νέων διαλυτικές, έκπτωτες αξίες, που τους διαφθείρουν και τους καθιστούν ευάλωτους στα πολιτικά αγρίμια (Πολιτεία 495-97), δεσμώτες μέσα στον ψεύτικο κόσμο των σκιώνˑ με λόγια του Χέγκελ: ενύπαρκτους θαμώνες ενός ανεστραμμένου κόσμου. Να γιατί και τα σημερινά αγρίμια του παλαιού και του νέου καθεστώτος, με βάση την τυπική τους εκπαίδευση λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο αναστρέφοντας τη λογική των πραγμάτων, αλλά φροντίζοντας συνάμα να συγκαλύπτουν την αναστροφή τούτη με λαϊκιστικές πολιτικές. Λαϊκιστική πολιτική σημαίνει ολοκληρωτισμός και στην πραγματικότητα είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός μιας αυθεντικά λαϊκής πολιτικής. Λαϊκισμός και λαϊκή πολιτική είναι σύγχρονοι όροιˑ χαρακτηρίζουν ωστόσο πολιτικές ασκηθείσες ήδη από τα αρχαία χρόνια.

§4: Έτσι, η φιλοσοφική αντιπαράθεση του Πλάτωνα με το τότε πολιτικό σύστημα είναι μια τιτάνια προσπάθεια, μεταξύ άλλων, διαχωρισμού της πρώτης από τη δεύτερη πολιτική. Κύρια μέριμνα μιας αυθεντικά λαϊκής πολιτικής δεν είναι:

«στο πώς θα είναι ευτυχισμένη μόνο μια ομάδα ανθρώπων, αλλά πώς θα ευτυχεί, στο μέγιστο βαθμό, όλη η πόλη» (Πολιτεία 420b). 

Κατά τη λαϊκιστική πολιτική όμως οι κυβερνήτες ανάγουν την εξουσία σε αυτοσκοπό, με αποτέλεσμα να διατηρούν τις υλικές ανισότητες ανάμεσα στους εαυτούς τους και τους πολίτες, να ευνοούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες σε βάρος του όλου και να ισοπεδώνουν τα ανθρώπινα άτομα πνευματικά. Π.χ. κυβερνήτες σε τομείς παιδείας και πολιτισμού, όχι σπάνια, διώκουν το άριστο, που σπάνια συμβαδίζει με την τυπική εκπαίδευση, για χάρη του τυπικά εκπαιδευμένου, ήτοι του απαίδευτου, του δημαγωγικού, του χαμερπούς, που κολακεύει τη μάζα. Διαγράφουν, ας πούμε, τον φοιτητή με καθυστερημένη ολοκλήρωση σπουδών, λες και όποιος ολοκληρώνει εντός ορισμένης προθεσμίας είναι πιο ικανός ή πιο πνευματικός από τον πρώτο. Μάλλον είναι πιο «ικανός», χωρίς βέβαια πρόθεση γενίκευσης, στις αντιγραφές και στις κομματικές μεσολαβήσεις για εύκολα πτυχία και ακόμη πιο εύκολα διδακτορικά, και πολύ πιο εύκολους διορισμούς σε ανώτατες καθηγητικές θέσεις. Εξαφανίζουν, κατ’ αυτό τον τρόπο, την πνευματική ιδιαιτερότητα κάθε νέου, για να εμφανίζονται, ετούτοι οι διορισμένοι και μετέπειτα εξουσιαστές, ως ανώτερα όντα. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι ρέπουν προς διαγραφές όχι τα αληθώς πνευματικά ιδρύματα της χώρας, αλλά τα πιο υποβαθμισμένα, για να αποκτούν έτσι το κύρος που δεν έχουν από τη φύση τους. Το ίδιο και με τα εκάστοτε κυβερνητικά πρόσωπα του υπουργείου παιδείας: όσο πιο ατάλαντα, αφιλοσόφητα, αμόρφωτα είναι, τόσο λυσσομανούν για διαγραφές και αδιαφορούν για την ουσία της παιδείας. Τέτοιου είδους ατάλαντα όντα όμως δεν διανοούνται ούτε για μια στιγμή να μειώσουν τον παχυλό μισθό τους στο επίπεδο του μισθού του μέσου υπαλλήλου του υπουργείου τους, ώστε όλοι να εκκινούν από ίδιες αφετηρίες.

§5: Ανήκει στα ουσιώδη γνωρίσματα του λαϊκισμού το φαινόμενο: «μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες» (Π. Κονδύλης, Θεωρία πολέμου, σ. 410) να παρουσιάζονται ως θεόσταλτοι «σωτήρες» ολόκληρης της πολιτείας και στην πράξη να απολαμβάνουν τερατωδώς υλικά προνόμια, χωρίς παράλληλα να μπορούν να συγκρατήσουν στοιχειωδώς τον αχαλίνωτο ναρκισσισμό τους. Σε ένα περίφημο χωρίο του (Πολιτεία 488) ο Πλάτων παρουσιάζει την πολιτεία με καράβι που ταξιδεύει στη θάλασσα και του οποίου ο κυβερνήτης είναι μεν ο πιο σωματώδης και δυνατός, αλλά παρακούει, θαμποβλέπει και έχει μειωμένη λογική ικανότητα. Οι ναύτες γύρω του μαλώνουν μεταξύ τους ποιος θα πάρει το τιμόνι στα χέρια του, παρά την έλλειψη ουσιαστικής γνώσης στην κυβερνητική. Όχι μόνο δεν γνωρίζουν τίποτα το ουσιώδες αλλά είναι και έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον μιλήσει υπέρ της αναγκαιότητας κεφαλαιώδους μάθησης. Αυτοί οι ακατέργαστοι, οι βαρβαροκένταυροι ναύτες, τη μόνη «ικανότητα» που έχουν είναι να κολακεύουν τον κυβερνήτη, να τον μεθούν ή να τον αποκοιμίζουν με μανδαγόρα και τελικά να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διοίκηση του καραβιού. Τότε συνεχίζουν το ταξίδι, κλέβοντας το εμπόρευμα, μεθώντας και ρίχνοντάς το σε υλικές απολαύσεις και ηδονές. Η τακτική τους είναι να ευνοούν τους ομοϊδεάτες τους και να σπιλώνουν όσους αντιστέκονται στις αθλιότητές τους. Χαρακτηρίζουν τους πραγματικά ικανούς, γνώστες και ταλαντούχους, ως απατεώνες, πολυλογάδες, ανίκανους, παράξενους, άχρηστους. Η παραβολή αυτή του κυβερνήτη του πλοίου και των ναυτών αποτυπώνει την κατάσταση μιας πόλης που κακοδιοικείται από διεφθαρμένους πολιτικούς και εχθρεύεται την αληθινή φιλοσοφική παιδεία, δηλαδή το άριστο των αρίστων, το πολυτιμότερο της πόλης. Συναφώς υποδηλώνει πως φιλαυτία, ναρκισσισμός και φιλοδοξία, από τη μια πλευρά, και φιλοσοφία, από την άλλη, αποτελούν δυο διαφορετικούς κόσμους: η πρώτη περίπτωση τον κόσμο της μπαρουφακικής αερολογίας, μαζί και των «ἐν πολλοῖς καὶ παντοίως πλανωμένων», δηλαδή τον κόσμο των ανάξιων προσώπων του δημόσιου βίου και των αγελαίων συντεχνιών τουςˑ η δεύτερη το ιερό τέμενος των Μουσών.

M. Heidegger: τι είναι λαός;

Μάρτιν Χάιντεγκερ: 1889-1976

Ο λαός είναι το πεπρωμένο του

Ο Χάιντεγκερ αναγνωρίζει ότι η έννοια λαός δεν είναι μονοσήμαντη: χρησιμοποιείται πολυδύναμα και ανάλογα με τις επί μέρους νοηματικές διεκδικήσεις ή φανερώσεις (GA 38, σ. 61). Ωστόσο αναζητεί εκείνη τη διακριτική και όχι λιγότερο διακριτή ενότητα, κάτω από την οποία μπορούν να υπαχθούν όλες οι σχετικές διαφοροποιήσεις. Για να δούμε τι είναι λαός, μας λέει ο φιλόσοφος, πρέπει να ξεκινάμε από το τι δεν είναι λαός. Τι δεν είναι λοιπόν λαός; Δεν είναι ένα πλήθος ανθρώπων, που συνδέει τον ενιαίο χαρακτήρα του με γεωγραφικά, βιολογικά, φυλετικά δεδομένα. Κατά την τρέχουσα αντίληψη είναι κι αυτό λαός, μας λέει ο φιλόσοφος, αλλά αποτελεί κυρίως μια συλλογική έκφραση ατόμων, εν πολλοίς χθαμαλή και καθεύδουσα: μια μαζοποίηση χωρίς αυθεντικότητα και καμιά αυθεντική εννόηση του λαού ως ενιαίας δημιουργικής ολότητας, δηλαδή υπό τη μορφή «του λαϊκού-κρατικού Dasein» (Μ. Χάιντεγκερ: περί πολιτικής …, εκδ. Ηριδανός, σ. 119). Επίσης δεν μπορεί να συλλαμβάνεται ο λαός ως ένας κλειστός κόσμος μιας ορισμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής συλλογικότητας. Σ’ αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η έννοια του λαού είναι εντελώς αφηρημένη, καθώς η έννοια του ανθρώπου, που εμπεριέχεται μέσα στην έννοια του λαού, δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά του, στο πεπρωμένο του, αλλά ως συμβεβηκός, ως συμπτωματική ιδιότητα, με αποτέλεσμα πλήθη και μάζες ανθρώπινων κοινωνιών να μετατρέπονται σε όχλο, σε συρφετό, αγόμενο και φερόμενο από τους εκάστοτε πολιτικούς, επιστημονικούς και άλλους δυνάστες του.

Ενώ είναι όχλος, εν τούτοις δεν κατανοεί τον εαυτό του ως όχλο –γιατί τότε δεν θα ήταν όχλος– αλλά ως τον πιο σπουδαιοφανή παράγοντα μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Συμπεριφορά όχλου π.χ. έχει ο ψηφοφόρος, που άγεται και φέρεται από τα τερατώδη ψεύδη των ανίκανων πολιτικάντηδων. Στον όχλο βέβαια ανήκει και το γένος των πολιτικάντηδων, ανεξάρτητα από το προσωπείο του, καθώς είναι ένα συμβεβηκός και καμιά ιστορική ουσία και παρ-ουσία. Ορισμένως λοιπόν το τι είναι λαός παραπέμπει στην κοινότητα που ρωτάει: ποιοι είμαστε ως λαός; Αυτή η μετατόπιση από το τι στο ποιοι δεν είναι απλώς μετατροπή της μιας λέξης στην άλλη, αποφαίνεται ο Χάιντεγκερ, αλλά και μετασχηματισμός του δικού μας Είναι, ημών των ίδιων (GA 38, σ. 70). Ο λαός παύει να είναι όχλος, όταν ως ύπαρξη, ως Dasein, ρωτά για τον Είναι του, για το ποιος είναι. Αυτή η ερωτηματική στάση τον οδηγεί σε αναζήτηση του νοήματος σε σχέση με αυτό που είναι ή ακόμη δεν είναι. Τον καθιστά ικανό για απόφαση, καθώς η τελευταία ιδιάζει στην φύση του (ό.π.). Αλλά για ποια απόφαση; Για την απόφαση να σκεφτεί το Είναι της ύπαρξής του (GA 65, σ. 97). Η απόφαση λοιπόν, η ιδιάζουσα στο λαό, σημαίνει, στην παρούσα θεματική, δύο τινά: πρώτον τον φέρνει αντιμέτωπο με το πεπρωμένο του. Φυσικά, αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του είναι κάποιος, άτομο ή λαός, όπως καλή ώρα ο ελληνικός, κάθε στιγμή και κάθε ώρα. Το ζητούμενο όμως είναι πώς και πόσο το κατανοεί αυτό, και συνακόλουθα ποια είναι η μέριμνά του.

Το πώς, το πόσο και το ποια υλοποιoύνται: δεύτερον, με το να τον τοποθετεί, από πλευράς χρόνου, ανάμεσα στη αρχή και το τέλος, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Τούτο το Ανάμεσα με τη σειρά του: α) προσδιορίζει το Dasein του λαού ως μέριμνα και β) το συνδέει με την ιστορικότητά του. Το εν λόγω Dasein αφανίζεται ή ευδοκιμεί, όταν έχει επίγνωση σχετικά με το εάν είναι πραγματικά, αυθεντικά στον εαυτό του ή μόνο κατ’ επίφαση και επιφανειακά (GA 65, σ. 50-51)ˑ τουτέστιν, όταν μεριμνά για την ιστορία του εαυτού του ως ανθρώπινου Dasein, δηλαδή για το να υπάρχει ιστορικά. Τι σημαίνει όμως, για έναν λαό, να υπάρχει ιστορικά; Σημαίνει όχι μόνο να μετέχει με κάποιο τρόπο στην ιστορία, αλλά να την παράγει με κάποιο τρόπο. Ο τρόπος που την παράγει ανοίγει ή κλείνει τον δρόμο στην υπαρκτική κατανόηση της ιστορικότητάς του, στο φωτισμό που εκπέμπει το Είναι του. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον ελληνικό λαό: εάν αυτοπαγιδεύεται σε μουσειακές νοο-τροπίες, σε χρονολογικές αναφορές, σε παρελθοντικές αφηγήσεις, σε πολιτικο-κυβερνητικούς παλιμπαιδισμούς και κάθε τέτοιου είδους σαθρά ιδεολογήματα αρρωστημένων προσώπων ή συντεχνιών, τότε αφανίζεται μέσα στο ένα ή το άλλο περιορισμένο χρονικό σημείο, ας πούμε στο χρονικό σημείο των εκλογών, ενός θεάματος, των ασυνάρτητων μπαρουφακισμών νέου τύπου κ.λπ., και χάνει από μπροστά του τον ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα, δηλαδή το δικό του παρατηρητήριο κατόπτευσης των συμβάντων, τον ιδιάζοντα στη φύση του τρόπο απόφασης για την ύπαρξή του. Εάν, απεναντίας, εδώ και τώρα μάχεται για τη δέουσα αυθεντική του στιγμή, διαμορφώνει με ελεύθερο τρόπο την προσωπική του μοίρα και αποτρέπει, στο δυνατό βαθμό, παρενέργειες ενός μαζοποιημένου πεπρωμένου: δεν ασχολείται ή δεν παρηγορείται με τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου άλλων λαών και ανθρώπων, αλλά με τη δική του αντίστοιχη νύχτα, «που δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» (Σεφέρης).

Ηράκλειτος: ο Λόγος και η ὕβρις του μαζικού

Ηράκλειτος: 544-484 π.Χ.

Καθολικός Λόγος: πόλεμος για το άριστο

Η σημασία του Ηρακλείτειου στοχασμού συμπυκνώνεται στο θείο κεραυνό που κρύβει μέσα του: «τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός» [=όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός] (απ. 64). Ο Κεραυνός δεν είναι ο κεραυνός του Δία ούτε ο Δίας, δηλαδή ο θεός ως τέτοιος. Απεναντίας μας παραπέμπει στο αείζωον πυρ, στον κόσμο, που δεν τον έφτιαξε κανένας θεός ή άνθρωπος, αλλά αποτελεί έναν περιδινούμενο κύκλο και μοιάζει με το πυρ, που ανάβει και σβήνει σε τακτά χρονικά διαστήματα (απ. 30). Αυτός ο Κεραυνός είναι η εκρηκτική δύναμη του πυρός και φωτός εν ταυτώ, που κατευθύνει, κυβερνά ό,τι συμβαίνει ως επαναλαμβανόμενη δράση ανθρώπων και πραγμάτων μέσα στο χρόνο. Πώς νοείται όμως ο κυβερνητικός ρόλος του Κεραυνού; Πρωτίστως ως ένας μεταφορικός λόγος, για να δηλωθεί η πρωταρχική αιτία των συμβαινόντων κάθε φορά και δεύτερον, με την ίδια ποιοτική διαβάθμιση, για να τονιστεί η ενύπαρξη του διαλεκτικού Λόγου μέσα στην κοσμική κίνηση. Ετούτος ο Λόγος είναι η αφανής αρμονία, δηλαδή η σύμφυτη με τούτη την κίνηση τάξη, ο αλάθητος ρυθμός, που κατευθύνει και καθοδηγεί τα πάντα. Εύλογα εδώ μπορεί να διερωτηθεί κανείς; Εάν υπάρχει ένας τέτοιος αλάθητος ρυθμός που κυβερνά τα πάντα, τότε σε τι διαφέρει από κάποια εξωτερική θεότητα, που οι άνθρωποι τη φαντάζονται ακριβώς ως το αλάθητο κέντρο της ζωής τους και ως εκ τούτου εξαρτούν μοιρολατρικά, δεισιδαιμονικά τη μοίρα τους από τούτο το κέντρο; Όχι, λέει ο Ηράκλειτος. Το αλάθητο του ρυθμικού Λόγου δεν προκύπτει φαταλιστικά, αλλά από την εγγενή Έριδα των αντίρροπων δυνάμεωνˑ μια Έριδα που διασφαλίζει την ισορροπία και την ισοζυγία τους.

Εδώ ακριβώς έγκειται όλη η σαγηνευτική έλξη της Ηρακλείτειας σκέψης: ο Κεραυνός είναι η τάξη του Είναι, η ανα-λογική τάξη των ποικίλων στοιχείων που συνθέτουν τον κόσμο και τα όντα. Ως τέτοια τάξη δεν αποτελεί κάποια δύναμη, που επιβάλλεται έξωθεν και πλανάται πάνω από τον κόσμο ως γενετική του αρχή. Ο κόσμος δεν έχει καμιά εξωτερική αρχή, γιατί υπήρχε και υπάρχει πάντα: ενιαία δυναμικός και αρμονικόςˑ έχει όμως την εσωτερική του αρχή, την κατά Λόγο τάξη. Και ο άνθρωπος; Ανάλογα με το βαθμό, που ανακαλύπτει μέσα του και εντός του κόσμου αυτή την κατά Λόγο αρχή ή τάξη κατηγοριοποιείται σε κοιμώμενο, ασύνετο ον ή σε άριστο. Ο Ηράκλειτος δεν διαφοροποιεί τους ανθρώπους σε αρίστους και κοιμωμένους με ποσοτικά κριτήρια: καταγωγή, οικονομική ή πολιτική επιφάνεια, αξίωμα και παρόμοια, όπως νομίζουν ή πράττουν κάποιοι, κάτω του μετρίου, απ’ αυτούς που αμπελοφιλοσοφούν εντός των μορφωτικών ιδρυμάτων ή τους απαράλλακτους καφενόβιους του βουλευτηρίου, αλλά με ποιοτικά: ως ποιο βαθμό οι άνθρωποι διαγιγνώσκουν και εναρμονίζονται με τον εσωτερικό ρυθμό-Λόγο του κόσμου, πόσο κατανοούν την ενότητα και το αδημιούργητο αυτού του κόσμου κ.λπ. Ό,τι Ηρακλείτειο δεν καταλαβαίνουν οι θρασύτατοι και θορυβώδεις γελωτοποιοί παντός καθεστωτικού στερεώματος, το γελοιοποιούν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους: αναγορεύουν το μέτριο σε άριστο και εξαφανίζουν το τελευταίοˑ έτσι αντλούν ex officio το δικαίωμα να ανυψώνουν σε αρχή του δημόσιου βίου τον εγωκεντρικό πομφόλυγα. Πομφόλυγας στις σκονισμένες αίθουσες της φιλοσοφίαςˑ πομφόλυγας στην οικονομία, πομφόλυγας στην πολιτική, πομφόλυγας στην κοινωνία του θεάματος. Τι μένει, μετά από όλα τούτα; Η μομφή ότι ο Ηράκλειτος περιφρονεί του πολλούς ή ό,τι ο διαλεκτικός Λόγος σκοτώνει τη «δημοκρατία».

Το μέτριο και το άριστο, για τον Ηράκλειτο, εναρμονίζονται με τη δυναμική του πολέμου των αντίρροπων δυνάμεων και δεν εξαρτώνται από την κρίση της ασύνετης υποκειμενικότητας. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν τοποθετεί εαυτόν στους αρίστους ετσιθελικά, σαν τους πολλούς κάθε φορά ετσιθελικούς κυβερνήτες ή ομογάλακτους κυβερνώμενους –που τους βδελύσσεται ως τις αίσχιστες ασημαντότητες– αλλά αγωνίζεται/πολεμά να φωτίσει, με παραδειγματική σαφήνεια, το αντικειμενικό νόημα του υποκειμενικού [του] λόγου και να διαχωρίζει τον τελευταίο από τον κοσμικό Λόγο. Αναφέρει σχετικά στο απ. 50: «οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἕν πάντα εἶναι». Αν και ο φιλόσοφος κατανοεί σωστά τον κοσμικό Λόγο και εξίσου σωστά τον διερμηνεύει, εν τούτοις απεκδύεται το ρόλο του θείου Κεραυνού, του θεόσταλτου σωτήρα: ομολογεί πως ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καθοδηγείται, να κυβερνιέται από τους ιδιωτικούς λόγους των λογής υποκειμένων, αλλά από τον Έναν κοσμικό Λόγο. Γιατί μόνο απ’ αυτόν τον Ένα; Επειδή ενσαρκώνει το αιώνιο γίγνεσθαι του κόσμου και το καθιστά προσιτό, το εισάγει στη ζωή, με την ευρυθμία και την κανονικότητα, την αναλογικότητα, των πολύτροπων στοιχείων και μεταστοιχειώσεων αυτού του κόσμου. Και ο ρόλος του ανθρώπινου υποκειμένου; Μέσα σε τούτο το αιώνιο γίγνεσθαι, το δημιουργικό έργο του ανθρώπου είναι να ακολουθεί τον κοινόν Λόγον: «δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ». Ετούτος ο Λόγος είναι κοινός με την έννοια του καθολικού, συμπαντικού, καθολικώς φρόνιμου Λόγου και όχι με εκείνη της μαζικής αερο-λογίας. Αυτή εδώ αφορά τον ιδιωτικό λόγο, εκφράζει ιδιοτελή ή κάποτε και ανόητη προσωπική στάση. Ο κοινός Λόγος, απεναντίας, συνιστά την Ουσία, τον θείο Κεραυνό της οικουμενικής ανθρωπότητας, άρα είναι η περι-Ουσία της. Η τελευταία όμως προβάλλει στη ζωή μας μόνο ως δυνατότητα κτήσης τηςˑ δεν είναι ποτέ κεκτημένη. Επομένως, για όλους τους ανθρώπους ισχύει ως κριτήριο του μέτριου ή του άριστου όχι το τι νομοθετεί ο εκάστοτε νάνος των αξιωματικών θώκων, αλλά η ενεργοποίηση των δυνατοτήτων των ανθρώπων να σκέπτονται σωστά (απ. Β 113) και η προϋπόθεση, για να σκέπτονται σωστά, να γνωρίσουν τον εαυτό τους (απ. Β116). Όσοι δεν μετέχουν σε τούτη τη δια-Λογική διεργασία αυτοπροσδιορισμού ανήκουν, κατά τον Ηράκλειτο, στους κοιμωμένους. Σε τούτους συγκαταλέγονται πρωτίστως, τότε και τώρα και πάντα, η οχλοκρατική πληθύς των φουσκωμένων χαοτικών των «θεσμών» και των ακροατών τους. Αχ, αυτός ο οχλολοίδωρος Ηράκλειτος! Γιατί γκρεμίζει την πολιτεία των αποστεωμένων ειδώλων, παλαιόφυτων και νεόφυτων, και δεν τ’ αφήνει να μας «σώσουν» από την «ανθρωπιστική» κρίση; Δηλαδή, να μας βουλιάξουν μέσα σε έναν καινούριο και όχι λιγότερο επώδυνο Πίθο των Δαναΐδων!

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Φιλίππου ἐπιστολή (16-19)

[16] Εἰς τοῦτο δὲ προβεβήκαμεν ἔχθρας ὥστε βουλόμενος ταῖς ναυσὶν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον παραβαλεῖν ἠναγκάσθην αὐτὰς παραπέμψαι διὰ Χερρονήσου τῇ στρατιᾷ, τῶν μὲν κληρούχων κατὰ τὸ Πολυκράτους δόγμα πολεμούντων ἡμῖν, ὑμῶν δὲ τοιαῦτα ψηφιζομένων, τοῦ δὲ στρατηγοῦ Βυζαντίους τε παρακαλοῦντος καὶ διαγγέλλοντος πρὸς ἅπαντας ὅτι πολεμεῖν αὐτῷ προστάττετε, ἂν καιρὸν λάβῃ. τοιαῦτα δὲ πάσχων ὅμως τῆς πόλεως καὶ τῶν τριήρων καὶ τῆς χώρας ἀπεσχόμην, ἱκανὸς ὢν τὰ πλεῖστα λαβεῖν ἢ πάντα, καὶ διατετέλεκα προκαλούμενος ὑμᾶς εἰς κρίσιν ἐλθεῖν ὑπὲρ ὧν αἰτιώμεθ᾽ ἀλλήλους.

[17] καίτοι σκοπεῖσθε πότερον κάλλιόν ἐστιν ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι, καὶ πότερον αὐτοὺς εἶναι βραβευτὰς ἢ πεῖσαί τινας ἑτέρους· καὶ λογίζεσθ᾽ ὡς ἄλογόν ἐστιν Ἀθηναίους Θασίους μὲν καὶ Μαρωνίτας ἀναγκάσαι περὶ Στρύμης διακριθῆναι λόγοις, αὐτοὺς δὲ πρὸς ἐμὲ μὴ διαλύσασθαι περὶ ὧν ἀμφισβητοῦμεν τὸν τρόπον τοῦτον, ἄλλως τε καὶ γιγνώσκοντας ὅτι νικηθέντες μὲν οὐδὲν ἀποβαλεῖτε, κρατήσαντες δὲ λήψεσθε τὰ νῦν ὑφ᾽ ἡμῖν ὄντα.

[18] Πάντων δέ μοι δοκεῖ παραλογώτατον εἶναι, διότι πέμψαντος ἐμοῦ πρέσβεις ἀπὸ τῆς συμμαχίας πάσης, ἵν᾽ ὦσι μάρτυρες, καὶ βουλομένου ποιήσασθαι πρὸς ὑμᾶς δικαίας ὁμολογίας ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων, οὐδὲ τοὺς περὶ τούτων λόγους ἐδέξασθε παρὰ τῶν πρεσβευόντων, ἐξὸν ὑμῖν ἢ τῶν κινδύνων ἀπαλλάξαι τοὺς δυσχερὲς ὑποπτεύοντάς τι καθ᾽ ἡμῶν, ἢ φανερῶς ἐξελέγξαι με φαυλότατον ὄντα τῶν ἁπάντων.

[19] τῷ μὲν οὖν δήμῳ ταῦτα συνέφερε, τοῖς δὲ λέγουσιν οὐκ ἐλυσιτέλει. φασὶ γὰρ οἱ τῆς πολιτείας τῆς παρ᾽ ὑμῖν ἔμπειροι τὴν μὲν εἰρήνην πόλεμον αὐτοῖς εἶναι, τὸν δὲ πόλεμον εἰρήνην· ἢ γὰρ συναγωνιζομένους τοῖς στρατηγοῖς ἢ συκοφαντοῦντας ἀεί τι λαμβάνειν παρ᾽ αὐτῶν, ἔτι δὲ τῶν πολιτῶν τοῖς γνωριμωτάτοις καὶ τῶν ἔξωθεν τοῖς ἐνδοξοτάτοις λοιδορουμένους ἐπὶ τοῦ βήματος περιποιεῖσθαι παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν ὡς εἰσὶ δημοτικοί.

***
 [16] Η έχθρα μας έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ενώ ήθελα να στείλω τον στόλο στον Ελλήσποντο, αναγκάστηκα να τον στείλω κατά μήκος της ακτής μαζί με τον στρατό ξηράς μέσω της Χερρονήσου, επειδή οι κληρούχοι σας πολεμούσαν εναντίον μου σύμφωνα με πρόταση του Πολυκράτη και δική σας παρόμοια απόφαση, ενώ ο στρατηγός σας καλούσε σε βοήθεια τους Βυζαντίους και διακήρυττε δημόσια προς όλους ότι οι διαταγές σας προς αυτόν ήταν να κάνει πόλεμο εναντίον μου, αν βρει ευκαιρία. Και μολονότι πάθαινα αυτά, εντούτοις απέφυγα να κάνω κακό στην πόλη, στις τριήρεις σας και στην ύπαιθρο χώρα, αν και ήμουν σε θέση να αρπάξω τα περισσότερα, αν όχι όλα, και συνεχώς σας προκαλούσα να προσφύγουμε σε διαιτησία για όσα ζητήματα κατηγορούσαμε η μια πλευρά την άλλη.

[17] Αλήθεια, σκεφθείτε, ποιο είναι περισσότερο τιμητικό για μας, να λύσουμε τις διαφορές μας με τα όπλα ή με διαπραγματεύσεις; Να είμαστε οι ίδιοι κριτές των διεκδικήσεών μας ή να πείσουμε κάποιους άλλους να αναλάβουν τη διαιτησία; Ακόμη αναλογισθείτε πόσο παράλογο είναι να αναγκάζετε σεις οι Αθηναίοι τους Θασίους και τους Μαρωνίτες, να λύσουν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις (με προσφυγή σε διαιτησία) για τη Στρύμη, αλλά οι ίδιοι εσείς να μην δέχεστε να λύσετε με εμένα με τον ίδιο τρόπο τις μεταξύ μας διαφορές, παρόλο που ξέρετε ότι, αν δεν κερδίσετε την υπόθεση, δεν έχετε να χάσετε τίποτε, ενώ, αν την κερδίσετε, θα πάρετε όσες περιοχές κατέχω τώρα εγώ.

[18] Το πιο παράλογο από όλα νομίζω πως είναι ότι, ενώ εγώ έστειλα πρέσβεις σε όλους τους συμμάχους μου, για να παρίστανται ως μάρτυρες, και ενώ επιθυμούσα να συνάψω μαζί σας δίκαιη συνθήκη προς το συμφέρον των Ελλήνων, δεν δεχτήκατε ούτε καν να ακούσετε τους αντιπροσώπους μου σχετικά με αυτά, ενώ μπορούσατε να απαλλάξετε από τους κινδύνους όσους απέδιδαν σε εμένα κάποια σκοτεινά ελατήρια ή να με ξεσκεπάσετε τελείως ως τον χειρότερο άνθρωπο από όλο τον κόσμο.

[19] Αυτά βέβαια ήταν προς το συμφέρον του λαού, αλλά αντίθετα προς τα συμφέροντα των πολιτικών σας. Όσοι γνωρίζουν πολύ καλά την πολιτική σας, λένε ότι γι᾽ αυτούς ειρήνη σημαίνει πόλεμος και πόλεμος σημαίνει ειρήνη. Γιατί είτε υποστηρίζοντας είτε συκοφαντώντας τους στρατηγούς σας πάντοτε κάτι κερδίζουν από αυτούς· ακόμη, εκστομίζοντας από το βήμα ύβρεις άλλοτε εναντίον των πιο επιφανών συμπολιτών τους, άλλοτε εναντίον των πιο ευυπόληπτων ξένων, κερδίζουν από τον λαό τη φήμη ότι είναι άνθρωποι δικοί του.

Οι αδιέξοδες περιπλανήσεις του Αλκιβιάδη

 416 πΧ  Στο σπίτι του ποιητή Αγάθωνα έχουν συγκεντρωθεί φίλοι του, διακεκριμένα πρόσωπα της Αθήνας, για να γιορτάσουν τη νίκη του στους τραγικούς αγώνες. Aνάμεσά τους και ο Σωκράτης. Πίνουν, διασκεδάζουν και συζητούν για τον έρωτα.1 H νύχτα κυλά ήρεμα, χωρίς απρόοπτα, ως τη στιγμή που εμφανίζεται απροσδόκητα ο Αλκιβιάδης: μεθυσμένος, στεφανωμένος με κισσό και μενεξέδες, συνοδευόμενος από μια αυλητρίδα, εύθυμος, ίδιος έφηβος, παρά τα τριάντα πέντε του χρόνια, κάθεται δίπλα στον Σωκράτη και αρχίζει αυθόρμητα να εξομολογείται τον έρωτά του για τον Δάσκαλο.
 
Η θορυβώδης είσοδός του συνιστά την πιο γλαφυρή περιγραφή της προσωπικότητάς του. Ορμητικός, ενθουσιώδης, γοητευτικός, όπου κι αν εμφανιζόταν ο Αλκιβιάδης βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής όλων. Τα εξαιρετικά του χαρίσματα, η σκανδαλώδης ζωή και η πολιτική του δράση, τον καθιστούν μία από τις πιο φημισμένες και πολυσυζητημένες μορφές της κλασικής Αθήνας. Έτσι το ερώτημα «ποιος ήταν ο Αλκιβιάδης;» μπορεί να θεωρηθεί περιττό, καθώς η επίσημη ιστοριογραφία, σύγχρονη και μεταγενέστερή του, έχει αποφανθεί οριστικά για το πρόσωπό του. O Αλκιβιάδης ήταν ένας δημαγωγός, νοσηρά φιλόδοξος, καιροσκόπος, άνθρωπος αδίστακτος, διεφθαρμένος, παραδομένος σε κάθε λογής σωματικές ηδονές και στο πάθος της εξουσίας. Ένας προδότης, ο μεγαλύτερος ίσως προδότης της Ιστορίας, ήταν εκείνος που, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, οδήγησε την πατρίδα του στην ολοσχερή καταστροφή της.2 H απάντηση μοιάζει με ετυμηγορία, βασισμένη σε στοιχεία ακλόνητα που δεν αφήνουν περιθώρια αντιρρήσεων, ωστόσο, εξετάζοντας τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς συναντούμε πάντα έναν αντίλογο που δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε, έναν αντίλογο που μοιάζει με την «πραγματικότητα» του πλατωνικού αισθητού, όπου καθετί άσχημο ενέχει και κάτι όμορφο, καθετί άδικο από μια άλλη άποψη φαντάζει δίκαιο κ.ο.κ.
 
Μέσα από αυτό το πρίσμα, μια επανεξέταση του ζητήματος δεν θα ήταν άσκοπη, καθώς μπορεί να φωτίσει περισσότερο τον άνθρωπο που, ακόμη και μετά θάνατον, δεν έπαψε να απασχολεί τους συμπολίτες του.3 O Αλκιβιάδης γεννιέται το 450 π.Χ. Γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης, Ευπατρίδης από την πλευρά του πατέρα του και Αλκμεωνίδης από τη μητέρα του, ανιψιός και κηδεμονευόμενος του Περικλή, έχει μια ένδοξη καταγωγή που του υπόσχεται λαμπρές προοπτικές για τη μετέπειτα ζωή του. Γεννιέται και ζει την εποχή του αθηναϊκού μεγαλείου. H Αθήνα, πανίσχυρη χάρη στο ναυτικό της και τους πολιτικούς χειρισμούς του Περικλή, ηγετική δύναμη μιας εκτεταμένης στον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο συμμαχίας, οικονομικά ακλόνητη, αποτελεί «Ελλάδος παίδευσιν», το πνευματικό κέντρο που προσελκύει τους σπουδαιότερους σοφούς τού τότε γνωστού κόσμου. H δημοκρατία μεσουρανεί, θεμελιωμένη σε θεσμούς που εισήγαγε ή ενίσχυσε ο Περικλής.4
 
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Αλκιβιάδης αποκτά όλα τα εφόδια για μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία. O πόθος του να ασχοληθεί με τον δημόσιο βίο είναι αυτονόητος, όχι μόνο επειδή αυτός συνιστά την πεμπτουσία της ύπαρξης των Αθηναίων, αλλά και επειδή ζει και μεγαλώνει στην οικία του Περικλή, ένα κατεξοχήν πολιτικό περιβάλλον, οπότε εξοικειώνεται από νωρίς με την πολιτική πράξη. Οι παραπάνω καταβολές, σε συνδυασμό με την επίγνωση των δυνατοτήτων του, επιδρούν καθοριστικά στη ζωή του, δημιουργώντας ήδη από την εφηβική του ηλικία την ανάγκη να διακριθεί και να πρωτεύσει.
 
Τα προτερήματά του πολλά: απαράμιλλη ομορφιά, χάρη στην οποία γοητεύει όλους όσοι τον συναναστρέφονται,5 ρητορική δεινότητα, ευστροφία και διορατικότητα, δυναμισμός, εξαιρετικές στρατηγικές ικανότητες, ετοιμότητα στη λήψη αποφάσεων, του δίνουν ένα σαφές προβάδισμα έναντι των υπολοίπων.6
 
Πλάι σ' αυτά του τα χαρίσματα, μια σειρά ελαττωμάτων εξί­σου αξιοπρόσεκτων: υπερβολική αυτοπεποίθηση, που αγγί­ζει τα όρια του θράσους και της αλαζονείας, τάσεις επίδειξης μέσω αλόγιστης σπατάλης χρημάτων, ροπή προς ακρότητες και σκάνδαλα προκειμένου οι συμπολίτες του να ασχολούνται μαζί του, οριστικότητα και έκλυτος ερωτικός βίος.7 Με όλα τούτα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία, ο Αλκιβιάδης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος.
 
H προκλητική του συμπεριφορά δημιούργησε από νωρίς πολλούς εχθρούς στις τάξεις των πολιτικών, ο αθηναϊκός δήμος ωστόσο, αν και προς στιγμήν σκανδαλιζόταν, παρέβλεπε και συγχωρούσε όλες του τις παρεκτροπές, χαρακτηρίζοντάς τες «παιδιας καΐ φιλοτιμίας», παιχνίδια και καμώματα (Πλουτ. 16). Ο λαός γοητεύεται από τον Αλκιβιάδη και με την επιείκεια και την ανοχή του τον ενθαρρύνει ωθώντας τον σε περαιτέρω σκάνδαλα. Εκείνος με τη σειρά του δεν μένει ασυγκίνητος από την αγάπη που του δείχνουν οι Αθηναίοι.
 
Οι Αθηναίοι τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, σαν να εί­ναι το αγαπημένο τους παιδί, υποκύπτουν στη γοητεία του λόγου και της μορφής του, κι αυτός κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά τους. Θέλοντας να είναι ο μοναδικός μέσα στη δημοκρατία στρέφεται στην πολιτική και οραματίζεται να ξαναζωντανέψει με το δικό του τρόπο την «ενός ανδρός αρχήν» του Περικλή. Τίποτε δεν μπορεί να τον εμποδίσει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, ούτε καν ο δάσκαλός του, ο Σωκράτης, ο οποίος δεν παύει να του υπενθυμίζει ότι είναι αδύνατον να κυβερνήσει δίκαια τον αθηναϊκό λαό, αν δεν φροντίσει προηγουμένως να γνωρίσει και να βελτιώσει τον εαυτό του.8 Ο Αλκιβιάδης εμφανίζεται στον πολιτικό στίβο το 420 π.Χ., σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, όταν εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα του στρατηγού και παίρνει στα χέρια του την τύχη της πόλης του.
 
Εν τω μεταξύ, το σκηνικό στην Αθήνα έχει μεταβληθεί: στα έντεκα χρόνια που έχουν περάσει από τη στιγμή που ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, το κλεινόν άστυ έχει υποστεί σημαντικές ήττες, η οικονομία κλονίζεται, τα κρούσματα αποστασίας στους κόλπους της Ηγεμονίας πολλαπλασιάζονται. Ο Περικλής έχει πεθάνει και στην πολιτική σκηνή επικρατούν δημαγωγοί, άνθρωποι ατάλαντοι και εκφυλισμένοι, οι οποίοι θυσιάζουν το συλλογικό συμφέρον στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών (Θουκ. 2.65). Ο Αλκιβιάδης ακτινοβολεί και επισκιάζει τους πάντες. H πολιτική του, παράτολμη και διάφορη από εκείνη του Περικλέους, εισηγείται και υπερασπίζεται τον ιμπεριαλισμό. Προτείνει, στην κρίσιμη στιγμή της επισφαλούς ειρήνης με τη Σπάρτη, την εκστρατεία στη Σικελία (416 π.Χ.). Οραματίζεται να επεκτείνει την κυριαρχία της Αθήνας στη Δύση και να καταστήσει την πατρίδα του πανίσχυρη, αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα του ελλαδικού χώρου. H συνείδηση της προσωπικής του υπεροχής ταυτίζεται με την υπερηφάνεια της πόλεως.

Η αγόρευσή του συνεπαίρνει τους Αθηναίους (Θουκ. 6.17­18). «Την ηγεμονία μας έτσι την αποκτήσαμε ... βοηθώντας πρόθυμα οποιονδήποτε Έλληνα ή βάρβαρο κάθε φορά που το ζητούσε, γιατί, βέβαια, αν μέναμε άπρακτοι (εἰ ἡσυχάζοιεν) . λίγα θα προσθέταμε στην ηγεμονία μας ή μάλλον θα εκθέταμε σε κίνδυνο την ίδια μας την ύπαρξη . Και δεν είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεστε εσείς την ησυχία (τό ἥσυχον) όπως οι άλλοι, εκτός και αν αλλάξετε και τις αρχές της ζωής και της δράσης σας όμοια με των άλλων». Υπέρμαχος του δόγματος της πολυπραγμοσύνης,9 εκφράζει απόλυτα την ιδιοσυγκρασία των Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούν «ξυμφοράν τε οὐχ ἧσσον ἡσυχίαν ἀπράγμονα ἤ ἀσχολίαν ἐπίπονον» (1.70). Στην εν λόγω χρονική στιγμή, ο Αλκιβιάδης και ο αθηναϊκός δήμος συνιστούν δύο μορφές τέλεια εναρμονισμένες και αλληλεξαρτώμενες. «Παρά δύναμιν τολμηταί καί παρά γνώμην κινδυνευταί  ἄοκνοι και ἀποδημηταί» (1.70), οι Αθηναίοι έχουν τις ίδιες φιλοδοξίες και επιδιώξεις με εκείνον, προσβλέποντας στα υλικά οφέλη που θα αποκομίσουν από την κατάκτηση της Σικελίας (6.19, 24). Τα γεγονότα ωστόσο που ακολουθούν ανατρέπουν την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό που επικρατεί: η κοπή των Ερμών, παραμονές της σικελικής εκστρατείας, και οι καταγγελίες που αόριστα εμπλέκουν το όνομα του Αλκιβιάδη στην υπόθεση, δημιουργούν ανησυχία και τρόμο στον αθηναϊκό λαό. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εκμεταλλεύονται τεχνηέντως τις νεανικές απερισκεψίες και θρασύτητές του. Ο λαός, επιρρεπής σε προλήψεις και φοβικός αναφορικά με την ανατροπή της δημοκρατίας, αρχίζει να αμφιβάλλει γι' αυτόν,10 ωστόσο δεν τον δικάζει, παρά τις επίμονες παρακλήσεις του (Θουκ. 6.29).
 
 Ο Αλκιβιάδης ξεκινά για τη Σικελία αφήνοντας πίσω εχθρούς που ενεργούν ανενόχλητοι εναντίον του, με αποτέλεσμα την ανάκλησή του. Την απόφαση του δήμου τού αναγγέλλει η Σαλαμινία. Πρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα, για να εκδικαστεί η υπόθεσή του. Εκείνος δραπετεύει· στους Θουρίους κι από εκεί στο Άργος, όπου πληροφορείται ότι οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν σε θάνατο, δήμευσαν την περιουσία του, χάραξαν σε στήλη το όνομά του και του απήγγειλαν κατάρες. Τότε παίρνει την πιο παράτολμη απόφαση της ζωής του: να καταφύγει στη Σπάρτη!
 
Γιατί αυτή η αντίδραση; Οι αντιπρόσωποι των Αθηναίων δεν είχαν εντολή να τον συλλάβουν.11 Ο ίδιος δεν ήταν ένοχος. Είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί να ακολουθήσει, να παραμείνει στη Σικελία, όπου όλος ο στρατός ήταν με το μέρος του, να νικήσει και κατόπιν να επιστρέψει για να κριθεί. Δεν το έκανε. Ο Αλκιβιάδης αισθάνθηκε προδομένος από τον αθηναϊκό λαό, αυτόν που με την κατάκτηση της Σικελίας θέλησε να καταστήσει παντοδύναμο, το λαό που ενστερνίστηκε το όραμά του και που, σε μια μόνο στιγμή, παρασυρμένος από τους εχθρούς του, τον αμφισβήτησε, τον εκμηδένισε. H αίσθηση της απόρριψης υπερίσχυσε και τον οδήγησε σε μια τέτοια απόφαση. «Ο Αλκιβιάδης ακολούθησε από προσωπική φιλοδοξία το δρόμο που άνοιξαν οι λαϊκές επιθυμίες. Οι Αθηναίοι θα δειχθούν με την πολιτική τους τόσο ανακόλουθοι απέναντί του, όσο ανακόλουθοι είχαν δειχθεί και απέναντι στον Περικλή στην αρχή του πολέμου».12 Μόνο που ο Αλκιβιάδης δεν ενεργεί με τη λογική, όπως ο Περικλής· κατακλύζεται από το συναίσθημα. Δεν είναι σε θέση ούτε και επιδιώκει να συγκρατήσει το δήμο από ολέθριες παρεκτροπές. Δεν κυβερνά χαλιναγωγώντας τα πάθη των μαζών. Κυβερνά με το πάθος του, το οποίο αξιώνει να ενστερνιστεί ο λαός. Αν ο Περικλής υπήρξε «ο πατέρας» που νουθετούσε το πλήθος, ο Αλκιβιάδης είναι το «παιδί», που θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να του έχουν εμπιστοσύνη.13 H αμφισβήτηση του λαού επισύρει την οργή και την εκδικητικότητά του. Έτσι καταφεύγει εξόριστος στη Σπάρτη, αδικημένος από την πατρίδα του κι αποφασισμένος να της στερήσει ό, τι μέχρι τώρα της είχε χαρίσει ανεπιφύλακτα: το όραμά του και, κάτι περισσότερο, τον ίδιο του τον εαυτό.
 
Στη Σπάρτη, με θάρρος, αυτοπεποίθηση και ωμό ρεαλισμό, εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν ν' αλλάξει στρατόπεδο και να ενεργήσει εναντίον της πατρίδας του: «και έχω την αξίωση να μη με θεωρήσει κανείς σας τιποτένιο, επειδή, ενώ άλλοτε είχα θεωρηθεί πατριώτης (φιλόπολις), σήμερα χτυπώ με τόσο πάθος την πατρίδα μου σε συνεργασία με τους χειρότερους εχθρούς μου ούτε να δυσπιστεί στα επιχειρήματά μου, αποδίδοντάς τα στο ζήλο ενός εξόριστου . Χειρότεροι εχθροί μου δεν είναι εκείνοι που, όπως εσείς, έβλαψαν κάπου τους εχθρούς του, αλλά εκείνοι που ανάγκασαν τους φίλους να γίνουν εχθροί. Δεν αισθάνομαι πατριωτισμό όταν με αδικούν (τό τε φιλόπολι οὐκ ἐν ᾦ αδικούμαι), τον αισθάνομαι εκεί όπου ασκώ με ασφάλεια τα πολιτικά μου δικαιώματα.
 
 Ούτε αισθάνομαι ότι έχω πια πατρίδα και ότι τώρα ενεργώ εναντίον της. Αντίθετα, νομίζω ότι δεν έχω πια πατρίδα και θέλω να την ανακτήσω. Καλός πατριώτης (καί φιλόπολις οὗτος ὀρθῶς) δεν είναι εκείνος ο οποίος, αφού έχασε άδικα την πατρίδα του, αρνείται να βαδίσει εναντίον της, αλλά εκείνος που νοσταλγώντας την προσπαθεί να την ανακτήσει με κάθε τρόπο» (Θουκ. 6.92).
 
 Από το λόγο του διαφαίνεται ότι κατά την εποχή των διαδόχων του Περικλή η έννοια του πατριωτισμού είναι συνυφασμένη με την κρίση του πολιτικού ήθους. Πρόκειται για μια εποχή, κατά την οποία το κόμμα είναι πιο σημαντικό από την πατρίδα. Καθώς λοιπόν η επικράτηση μιας πολιτικής παράταξης συνεπάγεται την απομάκρυνση των πλέον επικίνδυνων αντιπάλων, για τους τελευταίους το ουσιώδες είναι η επάνοδός τους στην πόλη με οποιοδήποτε τίμημα και η εκδίωξη των εχθρών τους. Με αυτό το σκεπτικό, ο Αλκιβιάδης κρίνει ότι η λαϊκή Αθήνα δεν είναι η πόλη του· είναι ένα κόμμα, όχι η πατρίδα του, και, κατά την άποψή του, λαός και πόλη στην εν λόγω χρονική στιγμή δεν συμπίπτουν.14
 
 H απόφασή του ωστόσο να προδώσει την Αθήνα έχει, πέρα από τη λογική, και μια ψυχολογική εξήγηση: Για τον Αλκιβιάδη, η πατρίδα δεν είναι η υπέρτατη εκείνη αξία, στην οποία ο πολίτης υποκλίνεται με σεβασμό. Είναι μια έννοια οικεία, όπως η μητέρα, από την οποία περιμένει αποδοχή και επιβράβευση, όταν της αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι. H πικρία που αισθάνεται είναι φυσικό επακόλουθο της απόρριψης που εισπράττει. Ο Αλκιβιάδης αντιδρά σπασμωδικά, όπως ακριβώς ένα παιδί που νιώθει πως αδικείται. Επιθυμεί να εκδικηθεί,15 πίσω όμως από αυτή του την επιθυμία υποβόσκει ο πόθος της επανένταξης, της επιστροφής στην αγκαλιά της μητέρας-πόλεως (ὅς ἄν ἐκ παντός τρόπου δια τό ἐπιθυμεῖν πειραθῇ αὐτήν ἀναλαβεῖν). Πρόκειται για μια σχέση βαθύτατα ερωτική, στην οποία η αγάπη και το μίσος συνυπάρχουν. Έτσι δίνει στους Σπαρτιάτες τρεις πολύτιμες συμβουλές: Την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, την οχύρωση της Δεκέλειας και την καταστροφή των αθηναϊκών κτήσεων στα μικρασιατικά παράλια. Η Αθήνα βάλλεται από παντού. Μετά τον όλεθρο στη Σικελία (413 π.Χ.), οι αποστασίες των πόλεων της Ιωνίας και των νησιών διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ η Σπάρτη ενισχύεται οικονομικά από το σατράπη των Σάρδεων Τισσαφέρνη. Παρ' όλα αυτά, η Αθήνα αντέχει και κατορθώνει να θέσει τέλος στις αποστασίες των συμμάχων της. Οι νίκες των Αθηναίων εγείρουν τις υποψίες των Σπαρτιατών εναντίον του Αλκιβιάδη, οι οποίοι διατάζουν το διοικητή του στόλου τους στη Χίο να τον θανατώσει. Εκείνος το πληροφορείται εγκαίρως και αντιδρά ψύχραιμα. Αυτή τη φορά καταφεύγει στον Τισσαφέρνη και κατορθώνει να γίνει σύμβουλός του.16 Στόχος του πλέον είναι να βλάψει τη Σπάρτη. Έχει ήδη προκαλέσει αρκετό κακό στην πατρίδα του. Το μένος του εναντίον της έχει εξασθενίσει. Είναι πια καιρός να την ξανακερδίσει17 και μπορεί να το κατορθώσει.
 
Εξόριστος από την πόλη του, κυνηγημένος και επικηρυγμένος σε όλη την Ελλάδα, ο Αλκιβιάδης εξακολουθεί να είναι πανίσχυρος. Του ήταν εύκολο να πείσει τον Τισσαφέρνη, «διότι δεν υπήρχε κανένας χαρακτήρας που να μην υποχωρεί στη χάρη της καθημερινής συναναστροφής του και κανένας άνθρωπος που να μη γοητεύεται από αυτόν. Ακόμη κι εκείνοι που τον φοβούνταν και τον φθονούσαν, εύρισκαν ηδονή και θέλγητρο να τον συναναστρέφονται και τον βλέπουν» (Πλουτ. 24). Κατορθώνει λοιπόν να διαταράξει τις σχέσεις του Τισσαφέρνη με τους Σπαρτιάτες και εν συνε­χεία, φέρνοντας υποσχέσεις βοήθειας από την Περσία, να έρθει σε επαφή με τους αθηναίους στρατηγούς στη Σάμο18 και να αναλάβει την αρχηγία του αθηναϊκού στρατού. Στην Άβυδο (411 π.Χ.) και στην Κύζικο (410 π.Χ.) καταναυμαχεί τον σπαρτιατικό στόλο. Το 410 π.Χ., πέντε μόλις χρόνια μετά την καταδίκη του, ο Αλκιβιάδης είναι άτυπα ο ηγέτης του αθηναϊκού στόλου. Με σύνεση και μεθοδικότητα ανακτά και επαναφέρει στους κόλπους της αθηναϊκής συμμαχίας τις πόλεις της Προποντίδας. Το ηθικό των Αθηναίων αναπτερώνεται, αλλά θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι του 407 π.Χ., ώσπου ο δήμος να τον εκλέξει επίσημα στρατηγό. Ο Αλκιβιάδης θα επιστρέψει θριαμβευτής στη μητέρα-πόλη. Ο δήμος αίρει τις κατάρες, του επιστρέφει την περιουσία του, του απονέμει στεφάνους. Η Αθήνα, που φέρθηκε σκληρά στο απείθαρχο παιδί της, αυτή τη στιγμή του συγχωρεί τα πάντα. Δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στην ιστορία της. Μοναδική εξαίρεση, γι' αυτόν που είναι μοναδικός! Η πόλη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Αλκιβιάδη. «Ποθεῖ μέν, ἐχθαίρει δέ, βούλεται δ’ ἔχειν».19 Αλκιβιάδης και Αθηναίοι ταυτίζονται βιώνοντας μια δυνατή σχέση αντιφατικών συναισθημάτων. Η επανένταξη όμως στην πόλη δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ. Λίγους μήνες αργότερα, ο αθηναϊκός στόλος ηττάται στο Νότιον Ακρωτήριον. Η ναυμαχία πραγματοποιείται εν απουσία του και κατά παράβαση της εντολής του, οι Αθηναίοι όμως του καταλογίζουν ευθύνες για την ήττα και τον καθαιρούν. Ο Αλκιβιάδης δεν θα επιστρέψει ποτέ πια στην πόλη του, τα μάτια του ωστόσο θα είναι πάντοτε στραμμένα σ' αυτήν. Από το οχυρό του στη Θρακική Χερσόνησο παρακολουθεί τους Αθηναίους, που έχουν προσορμιστεί στους Αιγός ποταμούς και προσπαθεί μάταια να αποτρέψει την ολοκληρωτική καταστροφή τους.20 Λίγο αργότερα, ηττημένοι και παραδομένοι άνευ όρων στον Λύσανδρο και τους τριάκοντα τυράννους, οι Αθηναίοι μετανοούν για την απερισκεψία τους: Τον απέρριψαν χωρίς να έχει αδικήσει και στέρησαν για δεύτερη φορά την πόλη από τον «κράτιστον καί πολεμικώτατον στρατηγόν» (Πλουτ. 38).
 
Ο Αλκιβιάδης βρίσκεται μακριά τους κι όμως, ακόμη και τώρα, εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ' αυτόν. Εξόριστος αλλά ζωντανός, εξακολουθεί να είναι επικίνδυνος. Η Σπάρτη τον φοβάται κι εκείνος σχεδιάζει πλέον να καταφύγει στο βασιλιά Αρταξέρξη, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει την πατρίδα του. Δεν το κατορθώνει. Σ' ένα μικρό χωριό της Φρυγίας, όπου έχει σταθμεύσει, οι άνθρωποι του Φαρνάβαζου τον δολοφονούν.21 Η συνωμοσία Σπάρτης-σατράπη στέφεται με επιτυχία· κι η Αθήνα χάνει οριστικά το αγαπημένο της παιδί. Αναμενόμενο τέλος. Ο Αλκιβιάδης καταστράφηκε από τις σκευωρίες και τις διενέξεις, στις οποίες συνέβαλε με ελαφρότητα και τόλμη, με ασυνειδησία και φαντασία.22 Νικήθηκε από τους εχθρούς του, τους πολιτικούς αντιπάλους εκείνους στους οποίους έδωσε το έναυσμα να καταφέρονται εναντίον του, προκαλώντας κάθε τόσο σκάνδαλα γύρω από το όνομά του. Ξεπέρασε κάθε όριο προδίδοντας την πατρίδα του, θυσιάζοντάς την στο βωμό του υπέρμετρου εγωισμού και της φιλοδοξίας του. Διαπιστώσεις λογικοφανείς αλλά ανεπαρκείς. Όλη η ζωή του Αλκιβιάδη ήταν ένας αγώνας για διάκριση. Επεδίωκε εναγωνίως την υπεροχή, όποια κι αν ήταν αυτή: στον πόλεμο, στην πολιτική, στην πολυδάπανη ζωή, ακόμη και στα σκάνδαλα. Όλη του η ζωή ήταν μια προσπάθεια να κερδίσει τον αθηναϊκό δήμο με κάθε τρόπο. Το παιχνίδι της κατάκτησης δεν γνωρίζει όρια και ηθικούς φραγμούς. Χάριν αυτού του πάθους του, ο Αλκιβιάδης απαρνιέται τη συναναστροφή του με τον Σωκράτη και συνακόλουθα τον καλύτερο εαυτό του. Τα απαρνιέται όχι χωρίς οδύνη και ενδοιασμούς· το απόσπασμα από το πλατωνικό Συμπόσιον (216a-c) περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο το δίλημμα και την εσωτερική του πάλη: «Με εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχτώ ότι ενώ προσωπικά έχω πολλές ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλά ασχολούμαι με των Αθηναίων τις υποθέσεις. Βίαια λοιπόν, σαν να ήταν οι Σειρήνες, κλείνω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· διαφορετικά, όλη μου τη ζωή θα δαπανούσα καθισμένος στο πλευρό του, ώσπου να γεράσω. Ενώπιον αυτού μόνου από τους ανθρώπους έχω δοκιμάσει το αίσθημα που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να ντρέπομαι οποιονδήποτε. Κι όμως, αυτόν και μόνον ντρέπομαι. Γιατί γνωρίζω καλά ότι δεν έχω τη δύναμη να διαφωνήσω ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Κι όμως, μόλις απομακρυνθώ, ηττημένος από τις τιμές της μάζας, δραπετεύω κι εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω κι όταν τον συναντώ καταλαμβάνομαι από ντροπή για όσα είχα παραδεχτεί. Και πολλές φορές θα ήμουν ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα ανάμεσα στους ζωντανούς, εντούτοις, αν τυχόν συνέβαινε αυτό, ξέρω καλά ότι θα ήμουν πολύ περισσότερο δυστυχής. Έτσι, δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω μ' αυτόν τον άνθρωπο». Ο Αλκιβιάδης ταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και το κακό, συναισθάνεται την αθλιότητα και την κενότητα της τελικής επιλογής του, κι αυτή ακριβώς η επίγνωση τον καθιστά πρόσωπο τραγικό.23
 
Ο Σωκράτης αγωνίζεται να τον συγκρατήσει. Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει τούτη η επιμονή του φιλοσόφου, αν όχι ότι είχε διακρίνει βαθιά στην ψυχή του νεαρού Αλκιβιάδη το Κάλλος εκείνο που οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να αντικρίσουν, παγιδευμένοι στη σωματική του ομορφιά; «Ὁ δέ Σω­κράτους ἔρως μέγα μαρτύριον ἦν τῆς ἀρετῆς καί εὐφυΐας τοῦ παιδός» (Πλουτ. 4).24
 
Οι λόγοι του Σωκράτη συγκινούν την καρδιά του και του προκαλούν δάκρυα. Μόνον αυτόν σέβεται και φοβάται ο Αλκιβιάδης. Ωστόσο, οι κόλακες και οι διαφθορείς του τον πείθουν να ασχοληθεί πρόωρα με τα δημόσια πράγματα, λέγοντάς του ότι όχι μόνο θα επισκιάσει τους άλλους στρατηγούς, αλλά θα ξεπεράσει και τον Περικλή στη δύναμη και την πανελλήνια δόξα (Πλουτ. 6). Ο φόβος του Σωκράτη, ότι η δύναμη της πόλεως θα νικήσει και τους δυο τους, επαληθεύεται (Πλατ., Αλκ. 1.135b). Ο δήμος εξυψώνει τον Αλκιβιάδη. Εκείνος γοητεύει και γοητεύεται από την Αθήνα, την εμπιστεύεται και της χαρίζεται, χωρίς να υπολογίζει το ευμετάβλητο των διαθέσεων του όχλου. Τον προδίδει και την προδίδει. Το πάθος δεν υπακούει ποτέ στη λογική. Η μοίρα τους αλληλένδετη. Οι νίκες του και νίκες της, τα σφάλματά του και δικά της. Παιδί μιας παρηκμασμένης δημοκρατίας, ο Αλκιβιάδης παίζει με τους κανόνες της επιτείνοντας την παρακμή της. Η τραγικότητα του Αλκιβιάδη δεν έγκειται στο γεγονός ότι απέτυχε να κερδίσει τη δόξα που του ταίριαζε υπηρετώντας την πατρίδα του έτσι όπως θα έπρεπε, αλλά στο γεγονός ότι, χάριν αυτής της πόλης και της ανάγκης του να συμπορευτεί με εκείνη, απαρνήθηκε το ευγενέστερο κομμάτι της ψυχής του, τον καλύτερό του εαυτό.25 Παγιδευμένος στον έρωτά του για την Αθήνα, παραδομένος ολοκληρωτικά σε αυτήν, κατέστη θύμα και θύτης ταυτόχρονα, ένας πλανήτης που, ως το τέλος της ζωής του, κινήθηκε ανάμεσα στο καλό και το κακό, παραμένοντας πάντα εντός και εκτός των ορίων της πόλεως.
---------------- 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Πλάτ., Συμπόσιον.
2. Ulrich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφρ. Ι. Τουλουμάνου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976, σ. 225. Ο Αλκιβιάδης είναι ένας άνδρας με πλούσια χαρίσματα, τα οποία όμως χρησιμοποίησε μόνο για να ικανοποιήσει την προσωπική του φιλοδοξία και όχι για να υπηρετήσει την πατρίδα του και γι' αυτό η δράση του είχε ολέθριες συνέπειες για την Αθήνα. Εξαιρετικά ευ­φυής και με πολλά πάθη, μάταια μαθήτευσε κοντά στον Σωκράτη· αντίθε­τα, ήθελε να εφαρμόσει στην πράξη την ακραία θεωρία των σοφιστών περί του φυσικού δικαίου του ισχυροτέρου, περιφρονώντας το Νόμο και την παράδοση και μην έχοντας άλλο σκοπό, παρά την προσωπική του κυριαρχία. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που ήθελε να εξουσιάζει τους άλλους. Αντίστοιχη άποψη εκφράζουν και οι Botsford και Robinson, βλ. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφρ. Σωτηρίου Ε. Τσιτσώνη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21979, σ. 256 και Ιστο­ρία του Eλληνικού Έθνους, τόμ. Γ1, σ. 231, όπου αναφέρεται χαρακτηριστι­κά ότι «το κακό που έκανε στην Αθήνα και στη δημοκρατία δεν το έκαναν όλοι οι δημαγωγοί μαζί».
3. Jacqueline de Romilly, Αλκιβιάδης ή Oι κίνδυνοι της φιλοδοξίας, μτφρ. Α. Μπάμπη-Αθανασίου / Κ. Μηλιαρέση, «Το άστυ», Αθήνα 1995, σ. 241-242, η οποία παραθέτει μια σειρά συγγραφέων που εξακολουθούν να αναφέρονται στον Αλκιβιάδη, ανάμεσά τους και τον Πλάτωνα, στον ομώνυμο διάλογό του και στο Συμπόσιον. Σύμφωνα με την Claude Mosse , Aθήνα, Ιστορία μιας Δημοκρατίας, μτφρ. Δ. Αγγελίδου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σ. 112, 146, ο Αλκιβιάδης ήταν προσωπικότητα εξαιρετική, ιδιόρρυθμη και γοητευτική, που δεν μπορούσε κανείς να την κρίνει με ψυχραιμία. Οι σύγχρονοί του τον θαύμασαν όσο και τον μίσησαν.
4. Wilcken, ό.π., σ. 203-211.
5. Πλουτ. Μκιβιάδης 1.
6. Θουκ. 6.15: «τό μέγεδος τῆς διανοίας ὧν καθ’ ἕν ἕκαστον ἐν ὅτῳ γίγνοιτο ἔπρασσεν», «και δημοσίᾳ κράτιστα διαθέντι τά τοῦ πολέμου». Για την ευφυΐα και τη διορατικότητα του Αλκιβιάδη, βλ. Malcolm McGregor, ^rhe genius of Alcibiades», Phoenix 1965, σ. 27-43. Αντίθετα ο Ρ.Α. Brunt («ΤΙ-iucydides and Alcibiades», Revue des Etudes Grecques 65 (1952), σ. 59-96) θεωρεί ότι ο Θουκυδίδης μεροληπτεί και υπερεκτιμά τις ικανότητες του Αλκιβιάδη, πιθανώς επειδή συνδεόταν με προσωπική φιλία και επειδή αυτός υπήρξε η βασική πηγή πληροφόρησης του ιστορικού για τον πόλεμο. Η θέση του ωστόσο είναι αυθαίρετη, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης είναι ιδιαίτερα αυστηρός στις κρίσεις του αναφορικά με τον Αλκιβιάδη, όπως καταδεικνύει η Jacqueline de Romilly στο O Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός. H σκέψη του ιστορικού και η γένεση του έργου, μτφρ. Λ. Στεφάνου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 270-293.
7. Σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Αλκιβιάδη, ο Θουκυδίδης αναφέρεται μόνο στην πολυδάπανη ζωή του (6.15): «ταῖς ἐπιδυμίαις μείζοσιν η κατά τήν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο ἐς τε τάς ἱπποτροφίας καί τάς ἄλλας δαπάνας». Για τις υπερβολές στον ιδιωτικό του βίο, «τό μέγεθος τῆς κατά τό ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τήν δίαιταν», λεπτομέρειες μας δίνει ο Πλούταρχος, Αλκιβιάδης 2, 7-9, 11, 16.
8. Πλάτ., Aλκιβιάδης 1.133b-134e.
9. Το δόγμα της πολυπραγμοσύνης, όπως επισημαίνει ο John Finley (Θου­κυδίδης, μτφρ. Τ. Κουκουλιός, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988, σ. 225), αποτελεί την έσχατη άρνηση της πολιτικής του Περικλή. Στις αντιθέσεις Αλκιβιάδη-Περικλή έχουν εστιάσει ο Donald Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition, !thaca and London 1981, σ. 184-186 και η de Romilly, O Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, ό.π., σ. 280-281, 289-292. Οι δύο μελετητές επισημαίνουν εύστοχα ότι, παρά τις ομοιότητες που παρουσιάζουν η επιχειρηματολογία του Αλκιβιάδη και εκείνη του Περικλή (2.60-64 και 6.17-18), αντανακλώνται δύο τελείως διαφορετικές οπτικές και αντιπαραβάλλονται δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες. Ο Περικλής επεδίωκε να κατευνάσει τα πάθη του αθηναϊκού λαού (2.65: ὁπότε γοῦν αἴσδοιτό τι αὐτούς παρά καιρόν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπι τό φοβεῖσθαι), ενώ ο Αλκιβιάδης υποδαύλιζε το ήδη αλόγιστο θάρρος του (6.19 πολλῷ μᾶλλον ἤ πρότερον ὥρμηντο στρατεύειν, και 6.24).
10. Θουκ. 6.15: «Ο λαός φοβήθηκε την περιφρόνηση που έδειχνε για τους νόμους στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και την παρατολμία του σ' όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Νόμισαν ότι η επιδίωξή του ήταν να γίνει τύραννος κι έγιναν εχθροί του».
11. Πλουτ., Μκιβιάδης 21 και Goerge Grote, History of Greece, London 1869, τόμ. 2, σ. 49, ο οποίος αναφέρει ότι, αν ο Αλκιβιάδης επέστρεφε στην Αθήνα, η καταδίκη του σε θάνατο, αν και πιθανή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιη.
12. Jacqueline de Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, μτφρ. Ν. Αγκαβανάκης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992, σ. 71.
13. Είναι σωστή η παρατήρηση του Edmund F. Bloedow ^lcibiades "brilliant or intelligent?"», Historia 41 (1992), σ. 139-142), ότι ο Αλκιβιάδης υπήρξε ευφυής αλλά όχι συνετός, όπως ο Περικλής ή ο Θεμιστοκλής. Ωστόσο, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει τη θέση του, ο μελετητής παραποιεί τα ιστορικά γεγονότα, καθώς υποβαθμίζει το ρόλο του Αλκιβιάδη στις μάχες της Αβύδου (411 π.Χ.) και της Κυζίκου (410 π.Χ.), καθώς και όλη του τη δρά­ση για την αποκατάσταση της αθηναϊκής κυριαρχίας στην περιοχή του Ελλησπόντου (408 π.Χ.), στο ίδιο, σ. 150-153.
14. Η Jacqueline de Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, ό.π., σ. 208-211, επισημαίνει το παράδοξο να παρουσιάζεται ως δείγμα πατριωτισμού το εγχείρημα ενός ανθρώπου κατά της πατρίδας του. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο John Finley, ό.π., σ. 234-237, λέγοντας ότι η διαστρέβλωση της λέξης πατριώτης, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της προδοσίας και ενδεχομένως του εμφυλίου πολέμου, την απογυμνώνει από την παλαιά της σημασία και αντικατοπτρίζει ευρύτερα τη διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων και την αδιαφορία για τις παραδεδεγμένες αξίες, για την οποία κάνει λόγο ο Θουκυδίδης (3.82). Αντίθετα, ο Nathan Murch Pusey, «Alcibiades and τό φιλόπολις», Harvard Studies in Classical Philology U (1940), σ. 230-231, θεωρεί ότι η θέση του Αλκιβιάδη δεν είναι σοφιστεία ούτε και έλλειψη πατριωτισμού απέναντι στην πόλη του, δεδομένου ότι η ένταξη των ατόμων σε πολιτική ή όποια άλλη ομάδα με στόχο την προώθηση των προσωπικών τους συμφερόντων λειτούργησε αποτρεπτικά στην ανάπτυξη της πατριωτικής νομιμοφροσύνης προς την πόλη-κράτος. Από τις απόψεις που διατυπώθηκαν για το συγκεκριμένο ζήτημα, ανυπόστατη πρέπει να θεωρηθεί εκείνη της Claude Moss, ό.π., σ. 103, ότι εφόσον θεωρητικά η Αθήνα είχε ειρήνη με τη Σπάρτη, ίσως ο Αλκιβιάδης καταφεύγοντας εκεί να μην είχε το αίσθημα ότι γίνεται προδότης.
15. Η Jacqueline de Romilly, Μκιβιάδης..., ό.π., σ. 129 και ο George Grote, ό.π., σ. 53-54, παρατηρούν ότι στην αντίδραση του Αλκιβιάδη, όταν πληροφορείται ότι οι συμπολίτες του τον έχουν καταδικάσει σε θάνατο, διαφαίνεται η επιθυμία του για εκδίκηση (Πλουτ. 22.3) «όμως εγώ θα τους δείξω ότι ζω».
16. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Γ1, σ. 266-273.
17. Θουκ. 8.47. Ο Αλκιβιάδης ήξερε ότι, αν δεν προκαλούσε την καταστροφή της Αθήνας, θα μπορούσε κάποια στιγμή να πείσει τους Αθηναίους να τον ανακαλέσουν και πίστευε ότι θα το κατόρθωνε πιο εύκολα αν τον θεωρούσαν φίλο του Τισσαφέρνη.
18. Ο Αλκιβιάδης κατορθώνει να πείσει τους ολιγαρχικούς ηγέτες του αθηναϊκού στρατού ότι μπορούσε να επιτύχει συμμαχία με τον μεγάλο βασιλιά, υπό την προϋπόθεση να εγκαθιδρύσουν ολιγαρχικό καθεστώς στην Αθήνα. Για την επιβολή του καθεστώτος των Τετρακοσίων το 411 π.Χ. και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 410 π.Χ., βλ. de Romilly, Αλκιβιάδης..., ό.π., σ. 157­183. Η συγγραφέας παρουσιάζει διεξοδικά τα γεγονότα διασαφηνίζοντας το ρόλο που ο Αλκιβιάδης διαδραμάτισε τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
19. Αριστ., Βάτραχοι 1425, 1431.
20. Ξεν., Ελληνικά 2.1.25-26.
21. Αυτή φαίνεται να είναι η επικρατέστερη εκδοχή για το θάνατό του, σύμ­φωνα με τον Bernadotte Perrin, ^he death of Alcibiades», Transactions and Proceedings of the American Philological Association 37 (1906), σ. 25-37.
22. De Romilly, Μκιβιάδης..., ό.π., σ. 259.
23. Μια τέτοια οπτική κάνει να φαντάζει λιγότερο παράδοξο το γεγονός ότι ο Πλάτων επιλέγει τον Αλκιβιάδη, έναν άνθρωπο κατεξοχήν προσκολλημένο στις σωματικές ηδονές και τη ματαιότητα του γίγνεσθαι, για να πρωταγωνιστήσει σε ένα διάλογο, ο οποίος επιχειρεί να καταδείξει ότι ο έρωτας είναι η δύναμη εκείνη που εξυψώνει την ψυχή προς τη θέαση της υπέρτατης ιδέας του Κάλλους.
24. Διεισδυτική και εύστοχη η διαπίστωση του μεταφραστή και σχολιαστή του Συμποσίου Ι. Συκουτρή, εκδ. «Bιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1988, σ. 173, ότι «ο Πλάτωνας είδε στον Αλκιβιάδη όχι ένα συνήθη διεστραμμένο τύπο, αλλά τον δαιμόνιον, έναν από τους μεγαλοφυείς εκείνους στους οποίους έχει συμπυκνωθεί τόση περίσσεια ζωτικότητος, τόση ένταση ψυχικών και σωματικών δυνατοτήτων, ώστε να μην τους χωρούν πλέον τα συνηθισμένα πλαίσια ζωής, και τα κοινά αξιολογικά κριτήρια της τρέχουσας ηθικής να είναι ακατάλληλα για την περίπτωσή τους». Ανάλογη είναι και η θέση της Jacqueline de Romilly, Αλκιβιάδης..., ό.π., σ. 34, ότι η σχέση του Αλκιβιάδη με τον Σωκράτη υποδήλωνε, για ένα τουλάχιστον διάστημα, μια βαθιά διείσδυση του άλλου ιδεώδους που ενσάρκωνε ο φιλόσοφος, μια επι­θυμία να ακολουθήσει το δρόμο του δασκάλου του. Στον αντίποδα βρίσκε­ται η θέση του Edmund F. Bloedow, στα άρθρα του «Alcibiades "brilliant or intelligent?"», ό.π., και «On "nurturing lions in the state": Alcibiades' entry on the political stage in Athens», Clio 73 (1991), σ. 64-65. Θεωρώντας ότι η ιδιωτική και δημόσια ζωή του Αλκιβιάδη αντικατοπτρίζει την αρνητική πλευρά της σοφιστικής διδασκαλίας, ο μελετητής συντάσσεται με την άποψη ότι στο Συμπόσιον (216b-c) ο Πλάτων επισημαίνει ότι η συμπεριφορά του ήταν μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τη σωκρατική διδασκαλία. Υπεραπλουστευμένη η ερμηνεία αυτή, αποσιωπά την εσωτερική πάλη του Αλκιβιάδη, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια στο συγκεκριμένο χωρίο. Εξίσου αβάσιμη είναι και η υπόθεση που ο Bloedow παραθέτει, ότι κατά το διάστημα που ο Αλκιβιάδης συναναστρεφόταν τον Σωκράτη, ο τελευταίος ασχολούνταν με τις φυσικές επιστήμες και όχι με τη φιλοσοφία. 25 Ορθά ο Α.Ε. Taylor, Πλάτων. O άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21992, σ. 276-277, επισημαίνει ότι ο Αλκιβιάδης, προικισμένος από τη φύση του με όλα τα χαρίσματα που χρειάζονται για τη φιλοσοφία, ευάλωτος όμως στις επιθυμίες της σάρκας, της επίδειξης και της φιλοδοξίας, είναι ο άνθρωπος που απαρνήθηκε την πραγματικότητα για χάρη της σκιάς, ενώ ο John Finley, ό.π., σ. 226, αποδίδει τις αδυναμίες του στο γεγονός ότι ανήκε σε μια γενιά, η οποία μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο και την παρακμή.