Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

3. Υποκοριστικό -υ(λ)λο-


§ 326. Το - lo - εξυπηρετούσε από παλιά τη δήλωση της μείωσης και γι' αυτό ήταν κατάλληλο για χαϊδευτικά ονόματα· πρβ. γερμ. Wulf - ila, Att - ilaκαι το πλήθος λατινικών υποκοριστικών σε -lus -la -lum (-ulus -ellus -illus κτλ.). Στα ελληνικά αυτή η έννοια συνδέθηκε ιδίως με το -υλος και παρόμοια επιθήματα:

παχυλός 'κάπως παχύς, κάπως αδρανής' (Αριστοτ.) από το παχύς 'παχύς',

δρῑμύλος 'κάπως οξύς' (Μόσχος· σχετικά με τη μετάθεση του τόνου πρβ. κουρο-τρόφος § 152) από το δριμύς 'οξύς'.

Σύμφωνα με τέτοια παραδείγματα σχηματίζονται επίσης

μικκύλος (Μόσχος) από το μικκός μικρός,

ἀρκτύλος 'νεαρή αρκούδα, αρκουδάκι' (Πολυδεύκης) από το ἄρκτος.

§ 327. Στα κύρια ονόματα το -υλος έχει μάλλον διπλή προέλευση, χωρίς όμως να μπορούμε να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο ομάδες. Από τη μια μεριά μπορεί να προέρχεται από συντμημένα ονόματα με διατήρηση του αρχικού φθόγγου του β΄ συνθετικού: π.χ. Ἀστύλος αντί για Ἀστύ-λαος όπως Σθένελος αντί για Σθενέ-λαος κτλ.· έπειτα το -υλος προστίθεται γενικά σε εκείνα τα διπλόθεμα ονόματα, που το α΄ συνθετικό τους λήγει σε -υ-: Ἡδύλος από το Ἡδυ-· σε αυτά τα συντμημένα ονόματα έχει επίσης υιοθετηθεί από παλιά ο διπλασιασμός του συμφώνου (§ 23): Θράσυλλος Βάθυλλος όπως Θέολλος (αντί για Θεόλαος) Χάριλλος και επιπλέον Φίλλιος Σθέννις Ἀγαθθώ κτλ. Από την άλλη μεριά η παραγωγή με το -υλος (και άλλα επιθήματα) από προσηγορικά που χρησιμοποιούνται ως κύρια ονόματα είναι κληρονομιά της προϊστορικής εποχής: Χοιρύλος από το Χοῖρος (χοῖρος 'γουρουνάκι'). Κατ' αναλογία το -υλος -υλλος προσκολλήθηκε τελικά σε διαφόρων ειδών α΄ συνθετικά: Δημύλος αντί για Δημο-, Νίκυλλος αντί για Νικο-.

Συζητήσιμο είναι πώς ακριβώς συσχετίζονται τα προσηγορικά υποκοριστικά σε -ύλλιον (§ 294).

Ο θυμός προς τους άλλους είναι θυμός προς τον εαυτό μας

Κάθε φορά που νομίζουμε πως θυμώνουμε με τους άλλους, στην ουσία θυμώνουμε με τον εαυτό μας. Και αν αρχίσουμε να παρατηρούμε τι γίνεται μέσα μας, αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ψάξει βαθύτερα, θα το διαπιστώσουμε αυτό.

Ο θυμός μας προς τους άλλους είναι απλά η προβολή του δικού μας, κεκαλυμμένου εσωτερικού θυμού, για την απογοήτευση που νιώθουμε, για τις προσδοκίες που δεν επαληθεύτηκαν, για την έλλειψη ικανοτήτων ή σωστής κρίσης από μέρους μας ενδεχομένως…

Νομίζουμε πως θυμώνουμε γιατί κάποιος μας κορόιδεψε για παράδειγμα και στην ουσία ο θυμός μας είναι προς τον εαυτό μας που δεν κατάλαβε τι άνθρωπος ήταν, που του έδωσε περισσότερα από όσα έπρεπε να του δώσει, που εθελοτυφλούσε ίσως στα σημάδια του χαρακτήρα που δεν ήθελε να δει.

Νομίζουμε πως θυμώνουμε για το ψέμα και την προδοσία κάποιου και στην ουσία θυμώνουμε με τον εαυτό μας που επέτρεψε να έχει προσδοκίες μεγαλύτερες από αυτές που άξιζε ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Προσδοκίες που πονούν, αφού δεν ικανοποιήθηκαν και προκαλούν θυμό προς εμάς που επιτρέψαμε αυτόν τον πόνο, τον οποίο μπορούσαμε να αποτρέψουμε, έχοντας λιγότερες προσδοκίες.

Νομίζουμε πως θυμώνουμε για την απαξίωση που μας δείχνει κάποιος ή την απόρριψή του και στην ουσία θυμώνουμε με τον εαυτό μας που δεν κατάφερε να τον κάνει να δει την αξία μας, τις ικανότητές μας, όλα όσα έχουμε να προσφέρουμε. Ή ίσως θυμώνουμε γιατί νιώθουμε και οι ίδιοι ανεπαρκείς, οπότε επαληθεύεται μέσω της συμπεριφοράς του, η άσχημη αυτοεικόνα μας κι αυτό μας θυμώνει πολύ.

Νομίζουμε πως θυμώνουμε γιατί δεν μας καταλαβαίνουν, αλλά βαθιά μέσα μας θυμώνουμε με εμάς που δεν γίναμε κατανοητοί.

Νομίζουμε πως θυμώνουμε γιατί δεν μας φροντίζουν, στην ουσία όμως θυμώνουμε με τον εαυτό μας που δεν γίνεται πιο διεκδικητικός ή που νιώθει πως δεν αξίζει φροντίδα κι επιβεβαιώνεται.

Νομίζουμε πως θυμώνουμε με όσους μας κακοποιούν, αλλά θυμώνουμε με εμάς είτε γιατί δεν καταφέραμε να βάλουμε σαφή όρια απέναντί τους, είτε γιατί δεν καταφέραμε να τους κάνουμε να τα δουν και να τα σεβαστούν.

Θυμώνουμε ακόμη και απρόσωπα. Με την πολιτεία, το κράτος, τους θεσμούς που δεν τηρούνται, για παράδειγμα. Και πάλι όμως, θυμώνουμε με τον εαυτό μας που νιώθει τόσο μικρός απέναντί τους και τόσο αδύναμος να τους αντισταθεί και να τους νικήσει.

Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να σε πληγώσει αν δεν του το επιτρέψεις, την επόμενη φορά που θα νιώσεις τον θυμό σου να προβάλλεται στο πρόσωπο κάποιου άλλου, κοίταξε στον καθρέφτη σου και προσπάθησε να αναγνωρίσεις το θυμό προς τον εαυτό σου.

Κι αφού το κάνεις αυτό, συγχώρεσε τις αδυναμίες που εντόπισες σε εσένα, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να συγχωρήσεις κι εκείνον, που έγινε απλά ο καθρέφτης του δικού σου θυμού.

Ο Άφθαρτος Θησαυρός: Μια Φιλοσοφική Εξερεύνηση

Εισαγωγή

Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης, πλοηγούμαστε συνεχώς στα μεταβαλλόμενα όρια της γνώσης, των πεποιθήσεων και της αντίληψης. Αυτό το ταξίδι μας οδηγεί συχνά στο να αναλογιστούμε τη φύση της πραγματικότητας, την ύπαρξη του θείου και τη βαθιά επίδραση της δικής μας συνείδησης. Στην αναζήτηση του νοήματος και της κατανόησης, πέφτουμε πάνω σε μια έννοια που υπερβαίνει τα εγκόσμια πλούτη: Ο Ακατάλυτος Θησαυρός.

Σοφία: Ο εσωτερικός πλούτος

Η Σοφία, μια μεταφορική ενσάρκωση της εσωτερικής σοφίας και της φώτισης, δεν μπορεί να κλαπεί από εμάς. Μάλλον, είναι μια πηγή που εμπλουτίζει τόσο τον κάτοχό της όσο και αυτούς που έρχονται σε επαφή μαζί της. Αυτός ο πολύτιμος θησαυρός δεν είναι μια φυσική οντότητα αλλά μια μεταφυσική, που βρίσκεται στα βάθη της συνείδησής μας. Είναι το αποκορύφωμα των βιωμένων εμπειριών, της γνώσης και της κατανόησης της πραγματικότητας. Όσο περισσότερο καλλιεργούμε τη Σοφία μέσα μας, τόσο περισσότερα έχουμε να προσφέρουμε στον κόσμο, και παραδόξως, τόσο πλουσιότεροι γινόμαστε στο πνεύμα.

Βεβαιότητα και παραδοχή

Η ανθρώπινη γνώση είναι μια επισφαλής ισορροπία μεταξύ βεβαιότητας και παραδοχής. Οι βεβαιότητές μας προέρχονται από την άμεση εμπειρία, ενώ οι υποθέσεις μας διαμορφώνονται ελλείψει τέτοιων εμπειριών. Σκεφτείτε τον παραλληλισμό μεταξύ της βεβαιότητας εκείνων που έχουν βιώσει την «Αιωνιότητα» και του σκεπτικισμού εκείνων που δεν έχουν αποτολμήσει στη σφαίρα του άπειρου. Οι πρώτοι έχουν μια ακλόνητη πίστη στην ύπαρξη του Θεού, ενώ οι δεύτεροι αφήνονται να περιηγηθούν στα σκοτεινά νερά της αμφιβολίας.

Φαντασία και Αλήθεια

Η ανθρώπινη φαντασία είναι μια ισχυρή δύναμη, ικανή να εμπνεύσει ζωή και δύναμη στο άγνωστο. Ωστόσο, μπορεί επίσης να μας παρασύρει, καθώς μερικές φορές αντικαθιστούμε την αλήθεια με ψέματα στις αφηγήσεις μας για τον κόσμο. Αυτή η τάση για φαντασία έναντι της λογικής είναι μια υπενθύμιση ότι η σοφία δεν βρίσκεται στις ιδιοτροπίες του νου, αλλά στην ένωση της εμπειρίας και του ορθολογισμού. Η σοφία βρίσκεται στην κατανόηση των ορίων της γνώσης και της φαντασίας μας.

Σταθερά πράγματα στον ψευδή αντικατοπτρισμό

Στην αντανάκλαση του κόσμου, βρίσκουμε συχνά σταθερές οντότητες όπως η Αρετή, η Γνώση και η Ελευθερία. Αυτές οι έννοιες δίνουν νόημα και σκοπό στη ζωή μας, ακόμα κι αν υπάρχουν κυρίως στο μυαλό μας. Είναι μέσα από αυτά τα σταθερά ιδανικά που πλοηγούμαστε στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Καθοδηγούν τις ενέργειές μας, διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας και μας δίνουν μια ηθική πυξίδα με την οποία καθοδηγούμαστε.

Ο άφθαρτος θησαυρός

Μέσα στη ροή της ανθρώπινης ύπαρξης, ένας θησαυρός παραμένει άφθαρτος: η αληθινή κατανόηση της πραγματικότητας, ο Διαφωτισμός. Είναι ένας θησαυρός που ξεπερνά τα όρια του φυσικού μας κόσμου, προσφέροντας φώτιση σε αυτή τη ζωή και την υπόσχεση για κάτι μεγαλύτερο. Η φώτιση δεν είναι μια πεπερασμένη πηγή. Είναι κάτι απεριόριστο και ανοιχτό σε όλους όσους το αναζητούν. Είναι το αποκορύφωμα της σοφίας, της βεβαιότητας και της αρμονικής ένωσης λογικής και εμπειρίας.

Συμπέρασμα

Στη συνεχώς εξελισσόμενη ταπισερί της ανθρώπινης σκέψης, η έννοια του Ακατάλυτου Θησαυρού χρησιμεύει ως φάρος ελπίδας και φώτισης. Μας υπενθυμίζει ότι ανάμεσα στις αβεβαιότητες και τις υποθέσεις της ζωής, υπάρχει κάτι διαρκές και ανεκτίμητο μέσα μας - μια πηγή σοφίας και κατανόησης που εμπλουτίζει όχι μόνο τη δική μας ύπαρξη αλλά και τον κόσμο γύρω μας. Καθώς περιηγούμαστε στα όρια της φαντασίας και της αλήθειας, ας προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε την εσωτερική μας Σοφία και να ξεκλειδώσουμε τον αληθινό θησαυρό που μας συνοδεύει σε αυτή και την επόμενη ζωή: το αιώνιο φως της φώτισης.

Το τίμημα που δεν είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε για τον έρωτα

Ο έρωτας γεννιέται μαζί με την αντίληψη της καμπύλης μιας πλάτης, του μήκους ενός φρυδιού, με το σκάσιμο ενός χαμόγελου.

"Συμβαίνει!"

Η παρουσία ενός άλλου πλάσματος κινητοποιεί την προσοχή, τις αισθήσεις.

Η φαντασία αναλαμβάνει αυτή την πραγματικότητα κι αρχίζει να χτίζει φαντασιώσεις, όνειρα, σχέδια...

Δημιουργεί τη δική της ανάγκη, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις περικλείει ολόκληρη τη ζωή.

Γίνεται η φωνή εκείνη μέσα στη νύχτα που σου λέει "σ' αγαπώ", αποσταθεροποιώντας συθέμελα την ύπαρξή σου.

Τέλος, εκτείνεται μέχρι τις σφαίρες εκείνες όπου αρχίζεις να διερωτάσαι για ολόκληρο το Σύμπαν εξημερώνει τη σκέψη και τελικά γίνεται εθισμός.

Τότε, στις τραγικότερες περιπτώσεις, βυθίζεται στην άβυσσο, εκεί όπου αντηχούν κραυγές οδύνης, εκεί όπου οι εραστές χάνουν κάθε αίσθηση του χώρου και της πραγματικότητας.

Σε τέτοιες στιγμές ένας ποιητής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο έρωτας αλλάζει τη ροή του χρόνου.

Αυτή η κατάσταση του ερωτευμένου είναι μια άβολη κατάσταση: είναι ασταθής, ανοιχτή σε όλους τους ανέμους, σχεδόν παράλογη.

Εύκολα προκαλεί μια αίσθηση τρόμου, γίνεται εμμονή.

Αυτό συμβαίνει όταν αυξάνουν οι χτύποι της καρδιάς, και κάποιος σβήνει τα φώτα, ξαπλώνει πλάι σε ένα άλλο σώμα και βυθίζεται σε ένα είδος απελπισμένης ευδαιμονίας.

Όταν κανείς ερωτεύεται γίνεται παιδί: τεντώνει το λαιμό του κι ακούει ένα τραγούδι που δεν προορίζεται να τραγουδηθεί.

Μένει άναυδος.

Ωστόσο ολοένα και πληθαίνουν όλοι εκείνοι που δεν θα ρισκάρουν τη ζωή τους για τη στιγμή αυτή.

Δεν θα ρισκάρουν ούτε και πολύ λιγότερα, δεν θα κάνουν το παραμικρό.

Φοβούνται, αισθάνονται καλύτερα μέσα στη μετριότητά τους.

Τους καταλαβαίνουμε: ο έρωτας σε όλες του τις μορφές είναι το σημαντικότερο πράγμα με το οποίο ερχόμαστε ποτέ αντιμέτωποι, αλλά επίσης και το πιο επικίνδυνο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ενοχλητικό.

Όμως είναι και ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας που γνωρίζουμε.

Η ακατανίκητη δύναμη του συναισθήματος

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι είναι αυτό που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα ένας άνθρωπος; Τι είναι αυτό που τον καίει περισσότερο; Τι είναι αυτό που τον καθορίζει και τον παρασέρνει;

Σίγουρα μιλάμε για τον ατομικισμό του απόλυτα. Αλλά τι είναι αυτό που τον παρακινεί στην πραγματικότητα να σκεφτεί, να δράσει, να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ακόμα και το πιο απλό πράγμα.

Αυτό που ¨αναγκάζει¨ τον άνθρωπο να κάνει το οτιδήποτε, είναι το συναίσθημα.

Μπορεί σε μερικούς να είναι αδύνατον να το πιστέψουν, κι όμως, είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας των πράξεων και των σκέψεων μας. Το συναίσθημα είναι τόσο απόλυτο, τόσο ισχυρό ώστε να φέρει στα ύψη τον άνθρωπο, αλλά και να τον καταστρέψει τελείως.

Οι άνθρωποι πάντα χρησιμοποιούνε το συναίσθημα. Όχι εσκεμμένα, ούτε ηθελημένα. Αλλά ασυνείδητα, απρόοπτα. Είναι δύσκολο να αποφύγουμε τα συναισθήματα μας. Για αυτό κάποιες φορές φτάνουν στο σημείο να μας κυριεύουν.

Όλος ο κόσμος κυριαρχείται και περιβάλλεται από ένα σωρό ανεξήγητα συναισθήματα. Κάνουν τον άνθρωπο να περιθωριοποιήσει την λογική. Διώχνει κάθε ίχνος καθαρής σκέψης. Το συναίσθημα, είναι ένας έντονος πόθος που κυριεύει την ψυχή και το μυαλό μας. Εγκλωβίζει κυρίως το μυαλό μέσα σε μία σακούλα τρεμάμενη από τις φωνές τους και ύστερα σταθεροποιεί τις θελήσεις τους μέσω της ψυχής. Τότε είναι που λέμε ότι λειτουργεί πιο πολύ το παρασυμπαθητικό και δεν υπάρχει συνοχή, δεν υπάρχει λογική πλευρά.

Όλοι αυτοί που κυριεύονται από τα αυταρχικά συναισθήματα τους λέγονται δειλοί. Δειλοί γιατί δεν μπορούν να αντισταθούν στις φωνές που βομβαρδίζουν τη λογική τους. Επομένως ο πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος δεν είναι αυτός που δεν φοβάται να αντιμετωπίσει κάποιες δύσκολες καταστάσεις, αλλά αυτός που μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τα συναισθήματα του και τα πάθη του. Αυτός θεωρείται ο πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος, εκείνος που απελευθερώνει τα δεσμά του, που αντιστέκεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Ο οποίος μπορεί άλλοτε να είναι ο καλύτερος σου φίλος , αλλά και ο χειρότερος σου εχθρός.

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πως θα ήταν η ζωή χωρίς συναισθήματα; Θα ήταν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα; Αν δεν υπήρχε το συναίσθημα για να θολώσει το μυαλό μας, μήπως θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι;

Είναι υποθέσεις του μυαλού για να γαληνέψει την καταπονημένη ψυχή. Ίσως να χρειαζόμασταν και μία δόση απανθρωπιάς και αναισθησίας μέσα μας. Όλοι μας. Ίσως έτσι δεν θα πονούσαμε τόσο, δεν θα μαραζώναμε τόσο, δεν θα αναρωτιόμασταν γιατί αυτός έκανε εκείνο, γιατί είπε αυτό. Δεν θα καθόμασταν τα βράδια να σκεφτόμαστε αργά πως έχει καταντήσει η ζωή μας και αν αξίζουμε αυτό που λαμβάνουμε. Απλά θα προσπερνούσαμε κάθε δυσάρεστο γεγονός που θα βρίσκαμε μπροστά μας, θα το ποδοπατούσαμε μέχρι να εξαφανιστεί από την μνήμη της ψυχής και θα συνεχίζαμε ήρεμοι και ακατάπαυστοι.

Και έτσι έρχεται αυτή η στιγμή που απογοητεύεσαι και αποκαρδιώνεσαι και αυτά είναι σημάδια κακά, ολισθηρά και από εκεί και πέρα ακολουθεί ο θάνατος της ωραίας σκέψης. Δεν τη σώζει τίποτα, όσο κι αν τρέχεις να προλάβεις. Είναι σαν το γυαλί που όταν ραγίζει δεν ξανά κολλάει.

Έτσι, απογοητευμένος και προβληματισμένος κλείνεσαι στον εαυτό σου. Βρίσκεις πως μόνο αυτός σου μένει πιστός. Κάνεις χίλιους όρκους , να μην ξαναφησεις την καρδιά σου να την ποδοπατήσουν. Οχυρώνεσαι, βάζεις σύρτες και αμπάρες , μα κάποια στιγμή πνίγεσαι ασφυκτιάς. Και αρχίζεις σιγά σιγά να ξεκλειδώνεις , ετοιμάζεσαι και πάλι να βγεις στον ήλιο.

Μόνος του κανένας δεν ζει ούτε στον παράδεισο. Όσες απογοητεύσεις και αν δοκιμάσει, πάλι θα δεχτεί ή θα προσφέρει «χείρα φιλίας». Το αντίθετο θα ήταν αφύσικο.

Αυτή είναι η ακατανίκητη δύναμη του συναισθήματος. Έτσι λειτουργεί. Το συναίσθημα σου θυμίζει είτε ότι υπάρχεις ευχάριστα, είτε το πόσο ανόητος είσαι.

Κάνε μια αγκαλιά τον εαυτό σου

Κάνε μια αγκαλιά τον εαυτό σου και πες μπράβο έχω καταφέρει αρκετά μέχρι σήμερα!

Παράλληλα αποδέξου και αναγνώρισε την άγνοιά σου. Είναι αυτή η μοναδικη στιγμή λύτρωσής σου.

Αγκάλιασε κάθε κομμάτι του εαυτού σου! Η αποδοχή της άγνοιας είναι η απαρχή της συνειδητής ζωής. Ασε τα συστήματα πεποιθήσεων και τις ομάδες στις οποίες ανήκεις. Δεν τις έχεις ανάγκη για να νιώσεις ότι προσφέρεις. Εσύ είσαι από μόνος η ομάδα. Η αποδοχή της άγνοιας θα σε μεταφέρει στο μονοπάτι της γνώσης και του φωτός· αυτού του φωτός που πάντα είναι εκεί αλλά κρύβεται πίσω από τα σύννεφα των σκέψεων και των συναισθημάτων από τα οποία κατακλύζεσαι και νομίζεις ότι είσαι αυτά.

Η αποδοχή της άγνοιας και της ευαλωτότητας της ανθρώπινης ύπαρξης ισούται με τη σταδιακή αποταύτιση από τις σκέψεις και τα συναισθήματα, για μια ζωή πλήρη και γεμάτη ευδαιμονία. Βέβαια, οι προκλήσεις θα έρθουν ξανά, αλλά τότε θα είσαι εκεί με διαφορετική οπτική, πιο φωτεινή, πιο ξεκάθαρη· μια οπτική γεμάτη αγάπη και φως.

Ακόμα και αν το φώς κρυφτεί για λίγο, πλέον ξέρεις ότι δεν είναι αυτό που ευθύνεται αλλά οι δικές σου σκέψεις και πεποιθήσεις, η δίκη σου περιορισμένη αντίληψη για την ζωη και για σένα. Δεν χάνεται αλλά εξακολοθεί να υπάρχει μέσα σου ανεξάρτητα από τα εξωτερικά φαινόμενα! Δεν δύει ούτε ανατέλλει! Είναι εκεί μόνιμα και σου δείχνει την οδό για μία ζωή γεμάτη αγάπη, συμπόνια, γαλήνη για οτιδήποτε σε περιστοιχίζει. Δείξε εμπιστοσύνη, άστο να ζεστάνει την καρδούλα σου και τις σκέψεις σου, να γίνεις ένα μ’ αυτό.

Ζωή με φως σημαίνει ζωή με αγάπη και συμπόνια. Μην την αρνηθείς! Είναι στο χέρι σου να το αφήσεις να σε κατακλύσει οποιαδήποτε στιγμή το αποφασίσεις. Κάνε αυτό το δώρο σε σένα γιατί το φώς είναι δώρο και το αξίζεις! Παρατήρησε πώς νιώθεις όταν κάθεσαι κάτω απο τον ήλιο και το φως ζεσταινει ολόκληρο το σύστημά σου. Τότε θα καταλάβεις…

Με εκτίμηση και απεριόριστη αγάπη!

Οι ανησυχίες στην επικούρεια φιλοσοφία

Ο Επίκουρος απέδιδε στις ανησυχίες πρωτεύοντα ρόλο υποστηρίζοντας ότι μόλις εκλείψουν ή ατονήσουν, οι άνθρωποι επιστρέφουν στη φυσιολογική τους κατάσταση της ευτυχίας.

Ο ισχυρισμός του για τον κυρίαρχο ρόλο των ανησυχιών στην επιδίωξη της ευτυχίας επιβεβαιώνεται από την εμπειρική διαπίστωση ότι τον περισσότερο χρόνο μας τον αφιερώνουμε στην αντιμετώπιση ανησυχιών, παρά στην ικανοποίηση επιθυμιών. Αυτό συμβαίνει, γιατί και οι επιθυμίες μας μετατρέπονται σε ανησυχίες, από τη στιγμή που αποφασίσουμε να τις πραγματοποιήσουμε.

Το πλήθος, η ένταση και η αποτελεσματική διαχείριση των ανησυχιών παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιδίωξη της ευτυχίας μας. Ένας προφανής τρόπος για να τις μειώσουμε είναι να απορρίψουμε τις περιττές και υπερβολικές μας απαιτήσεις. Η μέθοδος αυτή μειώνει άμεσα το στρες γιατί η εφαρμογή της εξαρτάται αποκλειστικά από μας. Ας κάνουμε προς στιγμή μια σύντομη ενδοσκόπηση. Ας αναρωτηθούμε ποιες επιθυμίες στριφογυρίζουν αυτή τη στιγμή στο μυαλό μας. Ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι στόχοι μας; Το πιθανότερο είναι πως το μυαλό μας κατακλύζεται από υπερβολικές ή ακόμη και παράλογες απαιτήσεις, που θα μπορούσαμε να αποβάλλουμε χωρίς καμιά συνέπεια στη ζωή μας. Μεγάλα σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά, επώνυμα ρούχα και παπούτσια, ταξίδια και ψυχαγωγία, ανεβάζουν ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων από τον Εαυτό μας.

Είναι και ο κοινωνικός περίγυρος που μας πιέζει να μην υστερούμε έναντι των «άλλων» και κατά προτίμηση να υπερέχουμε. Όλες αυτές τις επιθυμίες το μυαλό μας τις μεταφράζει ως ένα ασήκωτο φορτίο στις πλάτες του Εαυτού μας. Αντιλαμβάνεται ότι για να τις ικανοποιήσει χρειάζεται να ξεπεράσει τις δυνάμεις του και ίσως να μην μπορέσει ποτέ να ικανοποιήσει μερικές από αυτές. Η διαπίστωση αυτή προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις, που γεννούν αισθήματα ανεπάρκειας, ενοχές, ανησυχίες και άγχος. Το υπόστρωμα για την κλινική κατάθλιψη το έχουμε ήδη στρώσει μόνοι μας. Αν δεν έχουμε αποθέματα «δύναμης» να αντισταθούμε στους πειρασμούς και επιμείνουμε στην ικανοποίηση των άμετρων επιθυμιών μας, οι ανησυχίες θα μονιμοποιηθούν και θα θέσουν σε κίνηση τους αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμούς μας. Όπως ήδη έχουμε περιγράψει στη «βιολογία της ευτυχίας», οι βιολογικές μας αντιδράσεις στις ανησυχίες οδηγούν νομοτελειακά σε ψυχικές διαταραχές.

Έτσι λοιπόν, οι υπερβολικές καθημερινές επιθυμίες προκαλούν άμετρες ανησυχίες. Σε αυτές έρχονται να προστεθούν και οι έμφυτες υπαρξιακές ανησυχίες μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και αυτές μεγεθυμένες στη σκέψη μας και με τη σειρά τους προκαλούν νέες υπερβολικές ανησυχίες.

Ο συνδυασμός καθημερινών και υπαρξιακών ανησυχιών συνθέτει ένα εκρηκτικό μίγμα άγχους, που ταράζει το μυαλό μας και το κρατά σε διαρκή εγρήγορση προκειμένου να αμύνεται στους κινδύνους που εμπεριέχουν. Αν δεν διαθέτουμε αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να τους διαχειριστούμε, όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ηρεμήσουμε και να επιδιώξουμε την ευτυχία μας, αντίθετα κινδυνεύουμε να παρουσιάσουμε ψυχοσωματικά συμπτώματα. Η επικούρεια φιλοσοφία δίνει αποτελεσματικές διεξόδους διαφυγής από τη μάστιγα των υπέρμετρων επιθυμιών και ανησυχιών, όπως θα αναλύσουμε στα επόμενα κεφάλαια.

Την εποχή που έζησε ο Επίκουρος τα υπαρξιακά ζητήματα προκαλούσαν έντονο φόβο στους ανθρώπους. Συχνά χρησιμοποιούνταν ως μέσο εκφοβισμού για να υποτάξουν τους ανθρώπους στο θρησκευτικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας.

Ο Επίκουρος μελέτησε σε βάθος τις «τελικές ανησυχίες» της σύγχρονης υπαρξιακής ψυχολογίας. Ο θάνατος, η ελευθερία βούλησης και το Νόημα Ζωής, αποτελούν τα θεμέλια της φιλοσοφίας του. Οι πρωτοποριακές θέσεις που διατύπωσε επιβεβαιώθηκαν από την εμπειρία της ζωής ανά τους αιώνες, αλλά και από τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα. Γι αυτό παραμένουν επίκαιρες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ - Η σχολή του Πλάτωνα

H Ακαδημία ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα για τη διάπλαση πολιτικών ανδρών. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η μελέτη των μαθηματικών και η άσκηση της διαλεκτικής, μέσα από συζητήσεις στις οποίες συμμετέχουν ο ίδιος ο Πλάτων, επιστήμονες όπως ο Εύδοξος και μαθητές όπως ο Σπεύσιππος ο Ξενοκράτης. ο Ηρακλείδης και ο Αριστοτέλης. Η πιο γνωστή συζήτηση είναι για την κίνηση των πλανητών, για την πραγματικότητα των ιδεών, για τη φύση των αρχών και για τη σχέση ηδονής και αγαθού. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πολιτική δράση των μελών της Ακαδημίας στις Συρακούσες, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και οι σχέσεις τους με τους Μακεδόνες βασιλείς.

Η σχολή του Πλάτωνα

Η Ακαδημία είναι η σχολή που ο Πλάτων ιδρύει στο εσωτερικό του γυμνασίου που είναι αφιερωμένο στον ήρωα Ακάδημο και από αυτόν παίρνει το όνομά της· με το πέρασμα του χρόνου ο όρος «ακαδημία» θα χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει τα δημόσια ιδρύματα ανώτατων σπουδών. Ο Πλάτων ιδρύει τη σχολή επιστρέφοντας από τα ταξίδια που έκανε μετά τον θάνατο του Σωκράτη, συγκεκριμένα επιστρέφοντας από τις Συρακούσες, τις οποίες επισκέφθηκε το 388-387 π.Χ., προσπαθώντας μάταια να πείσει τον τύραννο Διονύσιο A’ τον Πρεσβύτερο να κυβερνήσει με γνώμονα τη δικαιοσύνη. Από τις Συρακούσες διώχτηκε και πουλήθηκε ως σκλάβος. Μπορούμε, λοιπόν, να τοποθετήσουμε την ίδρυσή της γύρω στο 387 π.Χ. και να θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων έκανε αυτό το βήμα θέλοντας να διαπλάσει πολιτικούς άντρες μέσω της διδασκαλίας της φιλοσοφίας, όπως φαίνεται από το πρόγραμμα που παρουσίασε στην Πολιτεία. Το γυμνάσιο όπου στεγαζόταν η σχολή βρίσκεται έξω από τα τείχη της Αθήνας, περίπου 1.500 μέτρα από το Δίπυλο, απ’ όπου άρχιζε η πορεία των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη.

Η λίστα των ατόμων που συχνάζουν στην Ακαδημία είναι καταγεγραμμένη σε έναν πάπυρο από τον Ερκολάνο, ο οποίος περιέχει την ιστορία των φιλοσόφων, με την επιμέλεια του Φιλόδημου από τα Γάδαρα (περ. 110 – περ. 35 π.Χ.), και περιλαμβάνει 19 ονόματα, μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί ήταν ο Σπεύσιππος, ανιψιός του Πλάτωνα και διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής, ο Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, διάδοχος του Σπευσίππου, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο Ερμόδωρος και ο Πυθαγόρειος Αρχύτας ο Ταραντίνος.

Άλλες πηγές αναφέρουν και τον Εύδοξο τον Κνίδιο, γνωστό μαθηματικό και αστρονόμο, τον Φίλιππο Οπούντιο, «γραμματέα» του Πλάτωνα και συντάκτη του στον τελευταίο διάλογο (Νόμοι), τον Θεόφραστο τον Ερέσιο, ο οποίος θα γίνει μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλη, τον Ερμία τον Αταρνέα, την ανιψιό του οποίου θα παντρευτεί ο Αριστοτέλης, και έναν γιατρό από τη Σικελία (ίσως τον Φιλιστίωνα), καθώς και πρόσωπα που έγιναν ρήτορες, στρατηγοί, νομοθέτες, πολιτικοί στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις.

Ο κωμικός Επικράτης, σε απόσπασμα ενός έργου που έχει χαθεί, παρουσιάζει τον Πλάτωνα, τον Σπεύσιππο και τους άλλους Ακαδημαϊκούς που σκόπευαν να ταξινομήσουν μια κολοκύθα, με έναν ειρωνικής φύσεως υπαινιγμό για τις πρακτικές ταξινόμησης των φυτών και των ζώων που υιοθετούσαν στη σχολή.

Οι πιο σημαντικές δραστηριότητες της Ακαδημίας πρέπει να ήταν η μελέτη των μαθηματικών, τα οποία, σύμφωνα με την Πολιτεία, αποτελούν εισαγωγή στην άσκηση της διαλεκτικής, δηλαδή της φιλοσοφίας, και οι διαλογικές συζητήσεις, που αφορούσαν κυρίως επιστημονικά και φιλοσοφικά προβλήματα. Παρότι είναι αναξιόπιστη η παράδοση σύμφωνα με την οποία στην είσοδο της Ακαδημίας ήταν χαραγμένη η επιγραφή «απαγορεύεται η είσοδος σε όποιον δεν γνωρίζει γεωμετρία», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η 7η Επιστολή, η οποία αποδίδεται στον Πλάτωνα, αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ακαδημίας, τονίζοντας ότι η γνώση της αλήθειας επιτυγχάνεται μέσα από την κοινή ζωή που είναι αφιερωμένη σε «ερωτήσεις και απαντήσεις που δίνονται σε φιλικό κλίμα» (344 b-c), όπως επίσης τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο ευτυχία είναι το να κάνει κανείς μαζί με τους φίλους του αυτό για το οποίο περισσότερο απ’ όλα επιθυμεί να ζει, δηλαδή στην περίπτωση των φιλοσόφων “να φιλοσοφούν μαζί” (1172 a 1-7).

Η Συζήτηση περί ηδονής

Σε σχέση με τη συζήτηση περί αρχών, δηλαδή περί καλού, λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της Ακαδημίας μία άλλη συζήτηση, αντικείμενο της οποίας είναι η ηδονή. Τη συζήτηση μπορούμε να ανασυνθέσουμε, βασιζόμενοι και πάλι στις μαρτυρίες που μας δίνει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Πιθανότατα ξεκίνησε από τον Εύδοξο, ο οποίος κατά την παραμονή του στην Ακαδημία υποστήριξε ότι η ηδονή, δεδομένου ότι την επιθυμούν όλοι όσοι ζουν, είναι το υπέρτατο αγαθό. Μία διαμετρικά αντίθετη θέση, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, υποστήριξε ο Σπεύσιππος, ο οποίος θεωρεί ότι η ηδονή δεν είναι ποτέ κάτι αγαθό. Στη συζήτηση εικάζεται ότι παρενέβη ο Πλάτων μέσω του Φίληβου, διαλόγου στον οποίο υποστηρίζει ότι η καλύτερη ζωή δεν συμπίπτει ούτε μόνο με την ηδονή ούτε μόνο με τη σύνεση, αλλά είναι η ζωή που εμπεριέχει ηδονή και σύνεση στην οποία η ηδονή δεν είναι πάντοτε αγαθό, αλλά είναι μόνον όταν συνδέεται με τη σύνεση.

Πιθανώς συμμετείχε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος γνωρίζουμε ότι έγραψε τον διάλογο Περί ηδονής, ο οποίος αρχικά χάθηκε αλλά βρέθηκε στη συνέχεια, όπως σχεδόν όλοι οι χαμένοι του διάλογοι από το πέρασμά του από την Ακαδημία. Οι θέσεις του καταγράφονται στις πραγματείες που διασώθηκαν, όπως στα Ηθικά Νικομάχεια. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η ηδονή αυτή καθαυτή είναι αγαθό, αλλά όχι το υπέρτατο, δηλαδή η ευτυχία, η οποία βρίσκεται στην άσκηση όλων των αρετών και κυρίως όλων των διανοητικών αρετών (σύνεση και σοφία). Η ηδονή επιδρά πάνω στο υποκείμενο λόγω της συνειδητοποίησης της τελειότητας, δηλαδή είναι ένδειξη ότι συντελείται μία τέλεια δραστηριότητα, στην οποία ανάγεται το υπέρτατο αγαθό που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος (αυτή δεν είναι, προφανώς, η δραστηριότητα του κινούν ακίνητου, αλλά έχει κοινά στοιχεία).

Η πολιτική δράση των Ακαδημαϊκών

Ο Πλάτων θεωρεί ότι η διάπλαση των πολιτικών ανδρών συντελείται κυρίως από τη φιλοσοφία, δηλαδή από τη διαλεκτική: αυτή γεννά τις συζητήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες διαμορφώνουν την κύρια δραστηριότητα της σχολής. Αλλά τα μέλη της Ακαδημίας δεν αποφεύγουν τα πολιτικά καθήκοντα. Πρώτος απ’ όλους δίνει το παράδειγμα ο Πλάτων, ο οποίος, μετά την αποτυχία του πρώτου του ταξιδιού στις Συρακούσες, κατά το οποίο προσπαθεί να πείσει τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο να κυβερνήσει με δικαιοσύνη, πραγματοποιεί και δεύτερο, το 367 π.Χ., κατόπιν αιτήματος του φίλου του Δίωνα, προκειμένου να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο με τον Διονύσιο τον Νεώτερο. γιο και διάδοχο του τυράννου. Και αυτή η προσπάθεια πέφτει στο κενό, εξαιτίας της έπαρσης του Διονύσιου, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Πλάτωνα να πραγματοποιήσει και τρίτο ταξίδι, και να φτάσει και πάλι στις Συρακούσες με διάφορους άλλους Ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων ο Σπεύσιππος και ο Ξενοκράτης, τo 361 π.Χ., και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο Δίων αναχωρεί το 357 π.Χ. για τις Συρακούσες μαζί με άλλους Ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων ο Κάλιππος από την Αθήνα, και τις κατακτά. Έπειτα από τρία χρόνια ο Δίων δολοφονείται από τον Κάλιππο στη διάρκεια μιας εξέγερσης στην οποία χάνει τη ζωή του και ένας άλλος Ακαδημαϊκός ο Εύδημος ο Κύπριος, φίλος του Αριστοτέλη, στη μνήμη του οποίου γράφει τον ομώνυμο διάλογο για την αθανασία της ψυχής.

Ένα άλλο παράδειγμα της πολιτικής δράσης των μελών της Ακαδημίας είναι η προσπάθεια που έκανε ο Αριστοτέλης, στο όνομα της σχολής, να «προσηλυτίσει» στη φιλοσοφία του Πλάτωνα έναν πρίγκιπα από μία πόλη της Κύπρου, τον Θεμίσωνα. Αυτή η προσπάθεια έχει καταγραφεί στον Προτρεπτικό, έργο του Αριστοτέλη που έχει χαθεί και από το οποίο σώζονται λίγα αποσπάσματα. Ο Ισοκράτης, ο οποίος ίδρυσε στην Αθήνα μια ρητορική σχολή για να διαπλάσει πολιτικούς άνδρες, προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική σκηνή της Κύπρου, απευθύνοντας διάφορους λόγους στη βασιλική δυναστεία του νησιού, στον Ευαγόρα και στον Νικοκλή. Ο Αριστοτέλης γράφει τον Προτρεπτικό ανταγωνιζόμενος τον Ισοκράτη, ο οποίος αντιδρά με έναν λόγο που φέρει τον τίτλο Αντίδοσις («ανταλλαγή» αγαθών, 353 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Προτρεπτικό, κλειδί για τη διάπλαση πολιτικών ανδρών δεν είναι η ρητορική, αλλά η διαλεκτική, δηλαδή η φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης κάνει μαθήματα ρητορικής στην Ακαδημία, τα οποία ξεκινάει λέγοντας: «Είναι αισχρό να σιωπά κανείς και να αφήνει τον Ισοκράτη να μιλήσει».

Τέλος, υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες για την πολιτική δράση των Ακαδημαϊκών, μερικοί εκ των οποίων (Πύθων και Ηρακλείδης) απελευθερώνουν πόλεις από τυράννους, άλλοι (Κάβριας και Φωκίων) γίνονται στρατηγοί στην υπηρεσία της Αθήνας, άλλοι (Αριστώνυμος, Φορμίων, Μενέδημος) γράφουν νόμους για διάφορες πόλεις, ενώ κάποιοι αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της πόλης (Ευφραίος, Εβέων, Τιμόλαος, Χείρων). Τέλος, γνωστές είναι οι σχέσεις τους με τους βασιλείς Μακεδόνες, τόσο πριν όσο και μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα γράμμα του Σπεύσιππου προς τον Φίλιππο Β’, από το οποίο προκύπτει ότι η Ακαδημία, λόγω ανταγωνισμού με τον Ισοκράτη, προτείνει ένα μέλος της ως παιδαγωγό του Αλέξανδρου, πρόταση η οποία στη συνέχεια γίνεται δεκτή από τον Αριστοτέλη, που με τη σειρά του θα πρέπει να ευχαριστήσει την Αθήνα, διότι οι Αθηναίοι τού αφιερώνουν ένα αστέρι (αν και μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου τον αναγκάζουν να φύγει).

Όλα αυτά αφορούν την «αρχαία» Ακαδημία, η οποία ακολουθεί τη διδασκαλία του Πλάτωνα, υπό τους Σπεύσιππο, Ξενοκράτη, Πολέμωνα, Κράντωρα και Κράτη, ενώ με την απομάκρυνση του Αρκεσίλαου (περ. το 315 – 241 π χ) αρχίζει η «μέση» Ακαδημία, κύριο χαρακτηριστικό της οποία είναι ο σκεπτικιστικός προσανατολισμός, ο οποίος συνεχίζεται με τον Καρνεάδη (214-129 π.Χ.). Τέλος, με τov Φίλωνα από τη Λάρισα (2ος-1ος αι.) και τον Αντίοχο από ro Ασκελόν (140; περ. το 67 πΧ} αναπτύσσεται η επονομαζόμενη «νέα» Ακαδημία.

Η σπουδαιότητα της Βιοτεχνολογίας

Βιοτεχνολογία με την ευρεία έννοια είναι η χρήση ζωντανών οργανισμών προς όφελος του ανθρώπου.

Ο όρος βιοτεχνολογία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ούγγρο Kark Ereky το 1912, για να περιγράψει τη «διαδικασία παραγωγής προιόντων από ακατέργαστα υλικά με τη βοήθεια ζωντανών οργανισμών».

Η Βιοτεχνολογία στηρίζεται κυρίως σε τεχνικές καλλιέργειας και ανάπτυξης των μικροοργανισμών και σε τεχνικές ανασυνδυασμένου DNA. Οι τελευταίες βρίσκουν άμεση εφαρμογή στη Βιοτεχνολογία, επειδή παρέχουν τη δυνατότητα εισαγωγής νέων επιθυμητών ιδιοτήτων στους ζωντανούς οργανισμούς σε μικρότερο χρόνο και με μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι στο παρελθόν.

Το νέο στη Βιοτεχνολογία είναι όχι οι ιδέες, εφόσον και στο παρελθόν είχαν γίνει προσπάθειες τροποποίησης των ιδιοτήτων των οργανισμών, αλλά οι τεχνικές για την υλοποίησή τους.

Οι ζωντανοί οργανισμοί χρησιμοποιούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια για την παραγωγή χρήσιμων προϊόντων. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν κυρίως για την παραγωγή ψωμιού, μπίρας και κρασιού. Σήμερα οι εξελίξεις στην Επιστήμη και στην Τεχνολογία δίνουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των ζωντανών οργανισμών για την παραγωγή ευρείας κλίμακας προϊόντων όπως τροφίμων, αντιβιοτικών και εμβολίων. Σήμερα η Βιοτεχνολογία αποτελεί συνδυασμό Επιστήμης και Τεχνολογίας, με στόχο την εφαρμογή των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί από τη μελέτη των ζωντανών οργανισμών για την παραγωγή σε ευρεία κλίμακα χρήσιμων προϊόντων. Τέτοια προϊόντα είναι, για παράδειγμα, η αλκοόλη, που παράγεται με ζύμωση, και η ανθρώπινη ινσουλίνη, που παράγεται από γενετικά τροποποιημένα βακτήρια.

Η Βιοτεχνολογία συνεισφέρει σε διάφορους τομείς όπως είναι η Ιατρική, η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιομηχανία και τo περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται μια σειρά θρεπτικών συστατικών. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται ο άνθρακας, το άζωτο, διάφορα μεταλλικά ιόντα και το νερό.

Η πηγή άνθρακα για τους αυτότροφους μικροοργανισμούς είναι το CΟ2 της ατμόσφαιρας, ενώ για τους ετερότροφους διάφορες οργανικές ενώσεις όπως οι υδατάνθρακες.

Η πηγή αζώτου για τους περισσότερους μικροοργανισμούς είναι τα αμμωνιακά ή τα νιτρικά ιόντα (ΝΟ3″).

Τέλος, τα μεταλλικά ιόντα είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση των χημικών αντιδράσεων στο κύτταρο και ως συστατικά διαφόρων μορίων.

Το pH επηρεάζει σημαντικά την ανάπτυξη των μικροοργανισμών. Οι περισσότεροι αναπτύσσονται σε pH 6-9. Υπάρχουν όμως μικροοργανισμοί που αναπτύσσονται σε διαφορετικό pH, όπως είναι τα βακτήρια του γένους Lactobacillus, που αναπτύσσονται σε pH 4-5.

Η παρουσία ή απουσία Ο2 μπορεί να βοηθήσει ή να αναστείλει την ανάπτυξη των μικροοργανισμών. Υπάρχουν μικροοργανισμοί που για την ανάπτυξή τους απαιτούν υψηλή συγκέντρωση Ο2 (υποχρεωτικά αερόβιοι) όπως τα βακτήρια του γένους Mycobacterium. Άλλοι μικροοργανισμοί, όπως οι μύκητες που χρησιμοποιούνται στην αρτοβιομηχανία, ανήκουν στην κατηγορία των μικροοργανισμών που αναπτύσσονται παρουσία Ο2 με ταχύτερο ρυθμό απ’ ότι απουσία Ο2 (προαιρετικά αερόβιοι). Τέλος, υπάρχουν μικροοργανισμοί όπως βακτήρια του γένους Clostridium για τους οποίους το Ο2 είναι τοξικό (υποχρεωτικά αναερόβιοι).

Η θερμοκρασία είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν το ρυθμό ανάπτυξης των μικροοργανισμών. Οι περισσότεροι μικροοργανισμοί αναπτύσσονται άριστα σε θερμοκρασία 20-45°C. Για παράδειγμα, η Escherichia coli, που χρησιμοποιείται σε πειράματα Μοριακής Βιολογίας, αναπτύσσεται άριστα σε θερμοκρασία 37°C. Υπάρχουν όμως ορισμένοι που για την ανάπτυξή τους απαιτούν θερμοκρασία μεγαλύτερη από 45°C, όπως αυτοί που αναπτύσσονται κοντά σε θερμοπηγές, και άλλοι που αναπτύσσονται σε θερμοκρασία μικρότερη των 20° C.

Η Βιοτεχνολογία περιλαμβάνει την χρήση ζωντανών οργανισμών (ή προϊόντων τους) ή βιολογικών συστημάτων-αντιδράσεων για την παραγωγή αγαθών, την εφαρμογή τεχνικών in vitro χειρισμού ή ανασυνδυασμού νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA), τεχνικών σύντηξης, κλωνοποίησης κυττάρων εκτός της ταξινομικής οικογένειας που ξεπερνά τα φυσικά, φυσιολογικά ή αναπαραγωγικά όρια και δεν είναι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στην κλασική βελτίωση και επιλογή.

Οι μικροβιακές καλλιέργειες αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο για τη Βιοτεχνολογία

Οι μικροοργανισμοί όταν βρεθούν σε κατάλληλες συνθήκες, αυξάνονται σε μέγεθος και διαιρούνται με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού τους. Τα κύτταρα που προκύπτουν μετά από κάθε διαίρεση έχουν πρακτικά το ίδιο μέγεθος με το αρχικό κύτταρο. Ο ρυθμός ανάπτυξης ενός πληθυσμού μικροοργανισμών, δηλαδή ο ρυθμός με τον οποίο διαιρούνται τα κύτταρά του, καθορίζεται από τον χρόνο διπλασιασμού Κάθε είδος μικροοργανισμού έχει χαρακτηριστικό χρόνο διπλασιασμού. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το χρόνο διπλασιασμού και κατά συνέπεια το ρυθμό ανάπτυξης των μικροοργανισμών είναι η διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών, το pH, το Ο2 και η θερμοκρασία.

Οι επιστήμονες είχαν ήδη αρχίσει από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα τις προσπάθειες για την καλλιέργεια βακτηρίων και μυκήτων.

Ο Louis Pasteur στο Παρίσι υπήρξε από τους πρωτοπόρους αυτής της προσπάθειας. Για το σκοπό αυτό ήταν απαραίτητη η απομόνωση αρχικά των διάφορων ειδών βακτηρίων ή μυκήτων, η παρασκευή κατάλληλων θρεπτικών υλικών και η διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών ανάπτυξης.

Σήμερα οι μικροοργανισμοί οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χρήσιμων προϊόντων, όπως αντιβιοτικά ή ένζυμα, μπορούν να αναπτυχθούν στο εργαστήριο και σε μεγάλη κλίμακα στις βιομηχανικές μονάδες κάτω από αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες καλλιέργειας. Για την ανάπτυξή τους χρησιμοποιούνται τεχνητά θρεπτικά υλικά. Αυτά πρέπει να περιέχουν πηγή άνθρακα, πηγή αζώτου και ιόντα. Στην περίπτωση αερόβιων μικροοργανισμών, είναι απαραίτητη η παρουσία οξυγόνου. Τα θρεπτικά υλικά που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη των μικροοργανισμών στο εργαστήριο μπορεί να είναι υγρά ή στερεά. Τα υγρά θρεπτικά υλικά περιέχουν όλα τα θρεπτικά συστατικά που αναφέρθηκαν προηγουμένως διαλυμένα σε νερό. Τα στερεά θρεπτικά υλικά παρασκευάζονται με ανάμιξη του υγρού θρεπτικού υλικού με έναν πολυσακχαρίτη που προέρχεται από φύκη, το άγαρ. Το άγαρ είναι ρευστό σε θερμοκρασίες πάνω από 45° C αλλά στερεοποιείται σε μικρότερες θερμοκρασίες. Μία καλλιέργεια ξεκινάει με την προσθήκη μικρής ποσότητας κυπάρων στο θρεπτικό υλικό, μια διαδικασία που ονομάζεται εμβολιασμός. Μετά τον εμβολιασμό οι μικροοργανισμοί παραμένουν σε ένα κλίβανο που εξασφαλίζει σταθερή θερμοκρασία κατάλληλη για την ανάπτυξή τους. Με αυτό τον τρόπο σε μικρό χρονικό διάστημα, 12-76 ωρών, παράγεται μεγάλος αριθμός μικροοργανισμών.

Οι καλλιέργειες αυτές μπορούν να διατηρηθούν σε αδρανή μορφή στην κατάψυξη (-80°C) για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Για την αποφυγή ανάπτυξης άλλων μικροοργανισμών, εκτός εκείνων που πρόκειται να καλλιεργηθούν, τα θρεπτικά υλικά και οι συσκευές αποστειρώνονται πριν από την έναρξη της καλλιέργειας.

Όταν γίνεται καλλιέργεια μικροοργανισμών σε μεγάλη κλίμακα (βιομηχανική καλλιέργεια) χρησιμοποιούνται κατάλληλες συσκευές που ονομάζονται ζυμωτήρες η βιοαντιδραστήρες . Οι βιοαντιδραστήρες επιτρέπουν τον έλεγχο και τη ρύθμιση των συνθηκών (θερμοκρασία, pH, συγκέντρωση Ο2) που αφορούν την καλλιέργεια. Στο θρεπτικό υλικό, που προστίθεται στους βιοαντιδραστήρες, χρησιμοποιούνται φθηνές πηγές άνθρακα όπως η μελάσα που αποτελεί παραπροϊόν της επεξεργασίας ζαχαροκάλαμου ή σακχαρότευτλων. Η καλλιέργεια στο βιοαντιδραστήρα ξεκινάει με τον εμβολιασμό από μια αρχική καλλιέργεια μικροοργανισμών που έχει γίνει στο εργαστήριο. Μέσα στο βιοαντιδραστήρα οι μικροοργανισμοί αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται χρησιμοποιώντας τα συστατικά του θρεπτικού υλικού. Όλες οι διεργασίες πρέπει να γίνονται κάτω από στείρες συνθήκες για να μην γίνει μόλυνση της καλλιέργειας. Ο ίδιος ο βιοαντιδραστήρας και το θρεπτικό υλικό αποστειρώνονται πριν από τη χρήση. Με τον όρο ζύμωση εννοούμε τη διαδικασία ανάπτυξης μικροοργανισμών σε υγρό θρεπτικό υλικό κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ο όρος ζύμωση παλαιότερα χρησιμοποιείτο μόνο για αναερόβιες διεργασίες αλλά σήμερα χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει όλες τις διεργασίες, αερόβιες και αναερόβιες. Τα προϊόντα της ζύμωσης είναι είτε τα ίδια τα κύτταρα που ονομάζονται βιομάζα είτε προϊόντα των κυττάρων όπως πρωτεΐνες και αντιβιοτικά.

Τελική κατεργασία είναι η διεργασία καθαρισμού του προϊόντος που παραλαμβάνεται από το βιοαντιδραστήρα. Αρχικά, γίνεται διαχωρισμός των υγρών από τα στερεά συστατικά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα κύτταρα. Αυτό γίνεται συνήθως με διήθηση ή με φυγοκέντρηση. Το επιθυμητό προϊόν μπορεί να περιλαμβάνεται στα στερεά ή υγρά συστατικά, από όπου παραλαμβάνεται με τη χρήση κατάλληλων μεθόδων. Τα προϊόντα της ζύμωσης μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο όταν είναι απόλυτα καθαρά, δηλαδή όταν δεν έχουν προσμείξεις .

Η παραγωγή της πενικιλίνης αποτελεί την πρώτη εφαρμογή μεθόδων Βιοτεχνολογίας με χρησιμοποίηση των μικροοργανισμών για παραγωγή και άλλων προϊόντων εκτός από τρόφιμα και ποτά. Η πενικιλίνη είναι προϊόν μυκήτων του γένους Penicillium.

Η παραγωγή της εξαρτάται από το στέλεχος του μύκητα που χρησιμοποιείται, από το θρεπτικό υλικό στο οποίο αναπτύσσεται και από τις συνθήκες καλλιέργειας. Στελέχη τα οποία έχουν επιλεγεί για την υψηλή απόδοσή τους καλλιεργούνται αρχικά στο εργαστήριο σε στερεό θρεπτικό υλικό. Στη συνέχεια, τα στελέχη αυτά χρησιμοποιούνται ως αρχική καλλιέργεια για ανάπτυξη σε βιοαντιδραστήρες. Το θρεπτικό υλικό περιέχει, εκτός των άλλων, και γλυκόζη ως πηγή άνθρακα. Στα αρχικά στάδια της καλλιέργειας (λανθάνουσα και εκθετική φάση), που διαρκούν 30-40 ώρες αυξάνεται η βιομάζα του μύκητα. Στη συνέχεια, προστίθεται γλυκόζη σε χαμηλή συγκέντρωση, σταματάει η ανάπτυξη του μύκητα (στατική φάση) και αρχίζει η παραγωγή της πενικιλίνης. Η καλλιέργεια διαρκεί έως και 15 ημέρες. Για την παραλαβή πενικιλίνης σε καθαρή μορφή χρησιμοποιούνται φυσικές και χημικές μέθοδοι.

Αριστοτέλης: «Αθηναίων Πολιτεία». Η ανάπτυξη της δημοκρατίας. Ο εξοστρακισμός

Αφού δε έγιναν αυτά, το πολίτευμα απέβη πολύ πλέον δημοκρατικόν παρά το του Σόλωνος· διότι πράγματι οι μεν νόμοι του Σόλωνος συνέβη να επιφέρωσι την εξάλειψιν του τυραννικού αξιώματος — διότι τούτο δεν είχε χρησιμοποιηθή καλώς — ο δε Κλεισθένης άλλους νέους νόμους εισήγαγεν αποβλέπων εις ενίσχυσιν της λαϊκής δυνάμεως, μεταξύ δε τούτων παρενεβλήθη και ο περί εξοστρακισμού νόμος. Πρώτον μεν λοιπόν κατά το πέμπτον έτος μετά την νέαν αυτήν πολιτικήν κατάστασιν επί της αρχοντίας του Ερμοκρέοντος έκαμε διά την βουλήν των πεντακοσίων τον όρκον[1] τον οποίον ακόμη και τώρα ομνύουν οι βουλευταί· έπειτα τους στρατηγούς εξέλεγον κατά φυλάς, από κάθε φυλήν ένα, όλου δε του στρατεύματος αρχηγός ήτον ο πολέμαρχος. Κατά δε το δωδέκατον μετά ταύτα έτος νικήσαντες εις την εν Μαραθώνι μάχην επί της αρχοντίας του Φαινίππου, μετά πάροδον δύο ετών από της νίκης, ότε ο λαός ανέλαβε το θάρρος του, τότε διά πρώτην φοράν εφήρμοσαν τον νόμον τον περί εξοστρακισμού, ο οποίος είχε τεθή από υποψίαν προς τους έχοντας δύναμιν, υποψίαν προκύψασαν εκ του ότι ο Πεισίστρατος, ηγέτης πολιτικής μερίδος ων και στρατηγός, έγινε τύραννος. Και πρώτος εξωστρακίσθη ο εκ των συγγενών εκείνου (του Πεισιστράτου) ο Ίππαρχος ο υιός του Χάρμου, Κολλυτεύς, διά τον οποίον και κυρίως έθεσε τον νόμον ο Κλεισθένης, θέλων να διώξη αυτόν εκ της πόλεως. Διότι οι Αθηναίοι σύμφωνα με την συνειθισμένην αγαθότητα του λαού των άφηναν να κατοικώσιν εις την πόλιν τους φίλους των τυράννων, εκείνους όσοι δεν ήθελαν συμπαρεκτραπή εις τας ταραχάς· των οποίων (φιλοτυράννων) αρχηγός και προστάτης ήτον ο Ίππαρχος. Το επόμενον δε αμέσως έτος επί της αρχοντίας του Τελεσίνου διά κυάμων (ψήφων) εξέλεξαν τους εννέα άρχοντας κατά φυλάς εκ του καταλόγου των προεκλεγέντων υπό των δημοτών πεντακοσίων,[2] δια πρώτην τότε φοράν [μετά την εποχήν της τυραννίας]·[3] προηγουμένως δε όλοι οι άρχοντες εξελέγοντο απ’ ευθείας.

Και τότε εξωστρακίσθη ο Μεγακλής, ο υιός του Ιπποκράτους εκ του δήμου της Αλωπεκής. Επί τρία μεν λοιπόν έτη εξωστράκιζαν (ούτω) τους φίλους των τυράννων, διά τους οποίους και έγινεν ο νόμος αυτός· μετά δε ταύτα κατά το τέταρτον έτος και εκ των άλλων, εάν κανείς εφαίνετο ότι ήτο μεγαλύτερος (εις την δύναμιν), εξωρίζετο· και πρώτος εκ των μη εχόντων σχέσιν προς τους τυράννους εξωστρακίσθη ο Ξάνθιππος ο υιός του Αρίφρονος. Εις το τρίτον δε κατόπιν έτος επί της αρχοντίας του Νικομήδους, κατά τον καιρόν που ευρέθησαν τα μεταλλεία εις την Μαρώνειαν[4] και επορίσθη εξ αυτών η πόλις εκατόν τάλαντα, ενώ μερικοί εσυμβούλευαν τον δήμον να γίνη διανομή του χρήματος (εις τους πολίτας), ο Θεμιστοκλής εμπόδισε τούτο, μη λέγων μεν κατά ποίον τρόπον θα εχρησιμοποίει τα χρήματα, αλλά προτείνων να δοθώσι ταύτα ως δάνειον εις τους πλέον πλουσίους εκ των Αθηναίων εκατόν, ανά εν τάλαντον εις καθένα, κατόπιν δε, εάν μεν ήθελεν είναι αρεστός (εις τον λαόν) ο τρόπος της δαπάνης, να λογίζεται αύτη εις βάρος της πόλεως, ει δ’ άλλως να εισπράττωνται τα χρήματα από τους δανεισθέντας, δια του τρόπου δε τούτου λαβών τα χρήματα κατεσκεύασεν εκατόν τριήρεις, με το να ναυπηγήση καθένας από τους εκατόν ανά μίαν, με τας οποίας έκαμε την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν προς τους βαρβάρους. Εξωστρακίσθη δε κατ’ εκείνον τον καιρόν ο Αριστείδης ο υιός του Λυσιμάχου. Μετά τρία δε έτη επί της αρχοντίας του Υψιχίδου εψήφισαν να δεχθώσι την επάνοδον όλων των εξωστρακισμένων, τούτο δε ένεκα της εκστρατείας του Ξέρξου.[5] Και ώρισαν εις το εξής, οι εξοστρακιζόμενοι να μη εγκαθίστανται πέραν της Γεραιστού και του Σπηλαίου,[6] ει δ’ άλλως να κηρύττωνται διά παντός στερημένοι των πολιτικών αυτών δικαιωμάτων.
----------------------------------
Σημειώσεις και παραπομπές

[1] Ο όρκος ούτος των πεντακοσίων βουλευτών έλεγεν ότι ομνύουν να διαχειρισθούν νομίμως το αξίωμά των και ουδέποτε άνευ κρίσεως και παρά το δίκαιον να εξορίσωσιν ή να φυλακίσωσιν ή να φονεύσωσιν.

[2] Κατά διόρθωσιν του Headlam δέον να τεθή «πεντακοσιομεδίμνων» αντί «πεντακοσίων».

[3] Η φράσις του κειμένου αύτη «μετά την τυραννίδα» φαίνεται παρέμβλητος.

[4] Εν εκ των βουνών της Λαυρεωτικής. Κατά Αρποκρ. εις λέξιν Μερώνεια — «τόπος εστίν της Αττικής· έστι μεν τοι και πόλις εν Θράκη».

[5] Διότι εφοβούντο μη οι ούτως εξόριστοι, και μάλιστα ο Αριστείδης, συνταχθώσι με τους Πέρσας. Πλουτάρχ. Αριστ. 8.

[6] Δύο ακρωτήρια (το έν εις την Δάκραν της Ευβοίας και το άλλο εις την Α άκραν της Πελοποννήσου) θεωρούμενα ως σύνορα της Αττικής.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ

ΠΛ Ευθυδ 288b–290d

Ποια "ἐπιστήμη" είναι ωφέλιμη;

Ο Σωκράτης αφηγείται στον Κρίτωνα τη συζήτηση που είχε την προηγούμενη ημέρα με τους σοφιστές Ευθύδημο και Διονυσόδωρο μπροστά στον νεαρό Κλεινία, όπου ανέπτυξε την αντίθεσή του απέναντι στην σοφιστική εριστική. Ενώ οι δύο σοφιστές υποσχέθηκαν στον νεαρό ότι θα τον έπειθαν για την ανάγκη να φιλοσοφεί και να είναι ενάρετος, κάνοντας επίδειξη της σοφιστικής τους δεινότητας τού έδειξαν πως, όποια απάντηση κι αν έδινε σε κάποια τους ερώτηση, οι ίδιοι ήταν σε θέση να τον πείσουν ότι ήταν λανθασμένη. Ο Κτήσιππος, φίλος του Κλεινία, αντέδρασε έντονα για την πρακτική των δύο σοφιστών. Τον λόγο τότε παίρνει ο Σωκράτης:


Ὦ Κτήσιππε, καὶ νυνδὴ ἃ
πρὸς Κλεινίαν ἔλεγον, καὶ πρὸς σὲ ταὐτὰ ταῦτα λέγω, ὅτι
οὐ γιγνώσκεις τῶν ξένων τὴν σοφίαν ὅτι θαυμασία ἐστίν.
ἀλλ’ οὐκ ἐθέλετον ἡμῖν ἐπιδείξασθαι σπουδάζοντε, ἀλλὰ τὸν
Πρωτέα μιμεῖσθον τὸν Αἰγύπτιον σοφιστὴν γοητεύοντε ἡμᾶς.
[288c] ἡμεῖς οὖν τὸν Μενέλαον μιμώμεθα, καὶ μὴ ἀφιώμεθα τοῖν
ἀνδροῖν ἕως ἂν ἡμῖν ἐκφανῆτον ἐφ’ ᾧ αὐτὼ σπουδάζετον·
οἶμαι γάρ τι αὐτοῖν πάγκαλον φανεῖσθαι, ἐπειδὰν ἄρξωνται
σπουδάζειν. ἀλλὰ δεώμεθα καὶ παραμυθώμεθα καὶ προσευχώ-
μεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι. ἐγὼ οὖν μοι δοκῶ καὶ αὐτὸς πάλιν
ὑφηγήσασθαι οἵω προσεύχομαι αὐτὼ φανῆναί μοι· ὅθεν γὰρ
[288d] τὸ πρότερον ἀπέλιπον, τὸ ἑξῆς τούτοις πειράσομαι, ὅπως ἂν
δύνωμαι, διελθεῖν, ἐάν πως ἐκκαλέσωμαι καὶ ἐλεήσαντέ
με καὶ οἰκτίραντε συντεταμένον καὶ σπουδάζοντα καὶ αὐτὼ
σπουδάσητον.

Σὺ δέ, ὦ Κλεινία, ἔφην, ἀνάμνησόν με πόθεν τότ’ ἀπε-
λίπομεν. ὡς μὲν οὖν ἐγᾦμαι, ἐνθένδε ποθέν. Φιλοσοφη-
τέον ὡμολογήσαμεν τελευτῶντες· ἦ γάρ; ―Ναί, ἦ δ’ ὅς.
―Ἡ δέ γε φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης· οὐχ οὕτως; ἔφην.
―Ναί, ἔφη. ―Τίνα ποτ’ οὖν ἂν κτησάμενοι ἐπιστήμην ὀρθῶς
[288e] κτησαίμεθα; ἆρ’ οὐ τοῦτο μὲν ἁπλοῦν, ὅτι ταύτην ἥτις ἡμᾶς
ὀνήσει; ―Πάνυ γ’, ἔφη. ―Ἆρ’ οὖν ἄν τι ἡμᾶς ὀνήσειεν, εἰ
ἐπισταίμεθα γιγνώσκειν περιιόντες ὅπου τῆς γῆς χρυσίον
πλεῖστον κατορώρυκται; ―Ἴσως, ἔφη. ―Ἀλλὰ τὸ πρότερον,
ἦν δ’ ἐγώ, τοῦτό γε ἐξηλέγξαμεν, ὅτι οὐδὲν πλέον, οὐδ’ εἰ
ἄνευ πραγμάτων καὶ τοῦ ὀρύττειν τὴν γῆν τὸ πᾶν ἡμῖν
χρυσίον γένοιτο· ὥστε οὐδ’ εἰ τὰς πέτρας χρυσᾶς ἐπισταί-
[289a] μεθα ποιεῖν, οὐδενὸς ἂν ἀξία ἡ ἐπιστήμη εἴη. εἰ γὰρ μὴ καὶ
χρῆσθαι ἐπιστησόμεθα τῷ χρυσίῳ, οὐδὲν ὄφελος αὐτοῦ
ἐφάνη ὄν· ἢ οὐ μέμνησαι; ἔφην ἐγώ. ―Πάνυ γ’, ἔφη,
μέμνημαι. ―Οὐδέ γε, ὡς ἔοικε, τῆς ἄλλης ἐπιστήμης ὄφελος
γίγνεται οὐδέν, οὔτε χρηματιστικῆς οὔτε ἰατρικῆς οὔτε ἄλ-
λης οὐδεμιᾶς, ἥτις ποιεῖν τι ἐπίσταται, χρῆσθαι δὲ μὴ ᾧ ἂν
ποιήσῃ· οὐχ οὕτως; ―Συνέφη. ―Οὐδέ γε εἴ τις ἔστιν ἐπι--
[289b] στήμη ὥστε ἀθανάτους ποιεῖν, ἄνευ τοῦ ἐπίστασθαι τῇ
ἀθανασίᾳ χρῆσθαι οὐδὲ ταύτης ἔοικεν ὄφελος οὐδέν, εἴ τι
δεῖ τοῖς πρόσθεν ὡμολογημένοις τεκμαίρεσθαι. ―Συνεδόκει
ἡμῖν πάντα ταῦτα. ―Τοιαύτης τινὸς ἄρα ἡμῖν ἐπιστήμης δεῖ,
ὦ καλὲ παῖ, ἦν δ’ ἐγώ, ἐν ᾗ συμπέπτωκεν ἅμα τό τε ποιεῖν
καὶ τὸ ἐπίστασθαι χρῆσθαι τούτῳ ὃ ἂν ποιῇ. ―Φαίνεται,
ἔφη. ―Πολλοῦ ἄρα δεῖ, ὡς ἔοικεν, ἡμᾶς λυροποιοὺς δεῖν
[289c] εἶναι καὶ τοιαύτης τινὸς ἐπιστήμης ἐπηβόλους. ἐνταῦθα
γὰρ δὴ χωρὶς μὲν ἡ ποιοῦσα τέχνη, χωρὶς δὲ ἡ χρωμένη
διῄρηται τοῦ αὐτοῦ πέρι· ἡ γὰρ λυροποιικὴ καὶ ἡ κιθαριστικὴ
πολὺ διαφέρετον ἀλλήλοιν. οὐχ οὕτως; ―Συνέφη. ―Οὐδὲ
μὴν αὐλοποιικῆς γε δῆλον ὅτι δεόμεθα· καὶ γὰρ αὕτη ἑτέρα
τοιαύτη. ―Συνεδόκει. ―Ἀλλὰ πρὸς θεῶν, ἔφην ἐγώ, εἰ τὴν
λογοποιικὴν τέχνην μάθοιμεν, ἆρά ἐστιν αὕτη ἣν ἔδει κεκτη-
μένους ἡμᾶς εὐδαίμονας εἶναι; ―Οὐκ οἶμαι, ἔφη, ἐγώ, ὁ
Κλεινίας ὑπολαβών.

[289d] Τίνι τεκμηρίῳ, ἦν δ’ ἐγώ, χρῇ;

Ὁρῶ, ἔφη, τινὰς λογοποιούς, οἳ τοῖς ἰδίοις λόγοις, οἷς
αὐτοὶ ποιοῦσιν, οὐκ ἐπίστανται χρῆσθαι, ὥσπερ οἱ λυροποιοὶ
ταῖς λύραις, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἄλλοι δυνατοὶ χρῆσθαι οἷς
ἐκεῖνοι ἠργάσαντο, οἱ λογοποιεῖν αὐτοὶ ἀδύνατοι· δῆλον οὖν
ὅτι καὶ περὶ λόγους χωρὶς ἡ τοῦ ποιεῖν τέχνη καὶ ἡ τοῦ
χρῆσθαι.

Ἱκανόν μοι δοκεῖς, ἔφην ἐγώ, τεκμήριον λέγειν, ὅτι οὐχ
αὕτη ἐστὶν ἡ τῶν λογοποιῶν τέχνη, ἣν ἂν κτησάμενός τις
εὐδαίμων εἴη. καίτοι ἐγὼ ᾤμην ἐνταῦθά που φανήσεσθαι
[289e] τὴν ἐπιστήμην ἣν δὴ πάλαι ζητοῦμεν. καὶ γάρ μοι οἵ τε
ἄνδρες αὐτοὶ οἱ λογοποιοί, ὅταν συγγένωμαι αὐτοῖς, ὑπέρ-
σοφοι, ὦ Κλεινία, δοκοῦσιν εἶναι, καὶ αὐτὴ ἡ τέχνη αὐτῶν
θεσπεσία τις καὶ ὑψηλή. καὶ μέντοι οὐδὲν θαυμαστόν· ἔστι
γὰρ τῆς τῶν ἐπῳδῶν τέχνης μόριον μικρῷ τε ἐκείνης ὑπο--
[290a] δεεστέρα. ἡ μὲν γὰρ τῶν ἐπῳδῶν ἔχεών τε καὶ φαλαγγίων
καὶ σκορπίων καὶ τῶν ἄλλων θηρίων τε καὶ νόσων κήλησίς
ἐστιν, ἡ δὲ δικαστῶν τε καὶ ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων
ὄχλων κήλησίς τε καὶ παραμυθία τυγχάνει οὖσα· ἢ σοί,
ἔφην ἐγώ, ἄλλως πως δοκεῖ;

Οὔκ, ἀλλ’ οὕτω μοι φαίνεται, ἔφη, ὡς σὺ λέγεις.

Ποῖ οὖν, ἔφην ἐγώ, τραποίμεθ’ ἂν ἔτι; ἐπὶ ποίαν τέχνην;

Ἐγὼ μὲν οὐκ εὐπορῶ, ἔφη.

Ἀλλ’, ἦν δ’ ἐγώ, ἐμὲ οἶμαι ηὑρηκέναι.

Τίνα; ἔφη ὁ Κλεινίας.

[290b] Ἡ στρατηγική μοι δοκεῖ, ἔφην ἐγώ, τέχνη παντὸς μᾶλλον
εἶναι ἣν ἄν τις κτησάμενος εὐδαίμων εἴη.

Οὐκ ἔμοιγε δοκεῖ.

Πῶς; ἦν δ’ ἐγώ.

Θηρευτική τις ἥδε γέ ἐστιν τέχνη ἀνθρώπων.

Τί δὴ οὖν; ἔφην ἐγώ.

Οὐδεμία, ἔφη, τῆς θηρευτικῆς αὐτῆς ἐπὶ πλέον ἐστὶν ἢ
ὅσον θηρεῦσαι καὶ χειρώσασθαι· ἐπειδὰν δὲ χειρώσωνται
τοῦτο ὃ ἂν θηρεύωνται, οὐ δύνανται τούτῳ χρῆσθαι, ἀλλ’ οἱ
μὲν κυνηγέται καὶ οἱ ἁλιῆς τοῖς ὀψοποιοῖς παραδιδόασιν, οἱ
[290c] δ’ αὖ γεωμέτραι καὶ οἱ ἀστρονόμοι καὶ οἱ λογιστικοί ―θηρευ-
τικοὶ γάρ εἰσι καὶ οὗτοι· οὐ γὰρ ποιοῦσι τὰ διαγράμματα
ἕκαστοι τούτων, ἀλλὰ τὰ ὄντα ἀνευρίσκουσιν― ἅτε οὖν χρῆ-
σθαι αὐτοὶ αὐτοῖς οὐκ ἐπιστάμενοι, ἀλλὰ θηρεῦσαι μόνον,
παραδιδόασι δήπου τοῖς διαλεκτικοῖς καταχρῆσθαι αὐτῶν τοῖς
εὑρήμασιν, ὅσοι γε αὐτῶν μὴ παντάπασιν ἀνόητοί εἰσιν.

Εἶεν, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ κάλλιστε καὶ σοφώτατε Κλεινία·
τοῦτο οὕτως ἔχει;

Πάνυ μὲν οὖν. καὶ οἵ γε στρατηγοί, ἔφη, οὕτω τὸν αὐτὸν
[290d] τρόπον· ἐπειδὰν ἢ πόλιν τινὰ θηρεύσωνται ἢ στρατόπεδον,
παραδιδόασι τοῖς πολιτικοῖς ἀνδράσιν ―αὐτοὶ γὰρ οὐκ ἐπί-
στανται χρῆσθαι τούτοις ἃ ἐθήρευσαν― ὥσπερ οἶμαι οἱ
ὀρτυγοθῆραι τοῖς ὀρτυγοτρόφοις παραδιδόασιν. εἰ οὖν, ἦ δ’
ὅς, δεόμεθα ἐκείνης τῆς τέχνης, ἥτις ᾧ ἂν κτήσηται ἢ ποι-
ήσασα ἢ θηρευσαμένη αὐτὴ καὶ ἐπιστήσεται χρῆσθαι, καὶ ἡ
τοιαύτη ποιήσει ἡμᾶς μακαρίους, ἄλλην δή τινα, ἔφη,
ζητητέον ἀντὶ τῆς στρατηγικῆς.

***
Κτήσιππε, ό,τι έλεγα πριν και στον Κλεινία τα ίδια εντελώς λέγω και σε σένα, ότι δεν καταλαβαίνεις τη σοφία των ξένων, πως είναι αξιοθαύμαστη. Μόνο που δε θέλουν να μας κάμουν μια επίδειξη στα σοβαρά, αλλά μιμούνται τον Πρωτέα, τον Αιγύπτιο σοφιστή, και μας γητεύουν με τα μάγια τους. Ας μιμηθούμε λοιπόν και μεις το Μενέλαο, κι ας μην τους αφήσωμε και τους δυο, ώσπου να μας παρουσιαστούν με τη σοβαρή τους μορφή· γιατί νομίζω πως κάτι το πανέμορφο θα παρουσιάσουν, όταν αρχίσουν να σπουδαιολογούν. Μόνο ας τους ικετεύσωμε, ας τους εξορκίσωμε, ας τους κάνωμε προσευχές να μας παρουσιαστούν. Όσο για μένα βρίσκω καλό να τους υποδείξω πάλι μόνος μου, σαν τι λογής προσεύχομαι να μου παρουσιαστούν. Ξεκινώντας από κει που σταμάτησα πριν θα προσπαθήσω, όσο μπορώ καλύτερα, να τους αναπτύξω όλη τη συνέχεια, για να τους κάμω μια έκκληση. Να με ελεήσουν και να με λυπηθούν, που έτσι έχω εντείνει την προσοχή μου και σπουδαιολογώ και να σπουδαιολογήσουν κι αυτοί.

Και συ, Κλεινία, είπα, θύμησέ μου πού σταματήσαμε τότε. Όπως εγώ νομίζω, εκεί κάπου. Συμφωνήσαμε τελειώνοντας πως πρέπει να φιλοσοφούμε, να αναζητούμε τη γνώση· έτσι; ― Ναι, είπεν εκείνος.― Και η έρευνα αυτή βέβαια σημαίνει να αποκτούμε γνώση. Δεν είναι έτσι; είπα. ― Nαι, είπε. ― Ποια λοιπόνγνώση άμα αποκτήσωμε θα είναι καλάπου την αποκτήσαμε; Άραγε δεν είναι απλό, εκείνην που θα μας ωφελήση; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Θα μας ωφελούσε άραγε σε τίποτε, αν είχαμε την τέχνη, πηγαίνοντας εδώ καιεκεί, να καταλαβαίνωμε σε ποιο μέρος της γης υπάρχει μεγάλη ποσότητα χρυσάφι; ― Ίσως, είπε. ― Μα πριν, είπα εγώ, αποδείξαμε πως τίποτε δεν κερδίζομε, ακόμα κι αν, χωρίς σκοτούρες και χωρίς να σκάβωμε τη γη, είχαμε όλο το χρυσάφι του κόσμου· ώστε ούτε κι αν ξέραμε να κάνωμε τα βράχια μαλαματένια, ούτε και τότε η γνώση αυτή θα άξιζε τίποτα. Γιατί αν δεν ξέρωμε και να χρησιμοποιήσωμε το χρυσάφι, αποδείξαμε πως δεν αξίζει τίποτε· ή μήπως δε θυμάσαι, είπα εγώ;

― Πολύ καλά, είπε, θυμούμαι. ― Και, όπως φαίνεται, ούτε οι άλλες επιστήμες ωφελούν σε τίποτε, ούτε η οικονομολογία, ούτε η ιατρική, ούτε άλλη καμμιά, που ξέρει να κάμη κάτι, αυτό που κάνει όμως δεν ξέρει να το χρησιμοποιήση· δεν είναι έτσι; ― Συμφώνησε ― Ακόμη κι αν υπάρχη καμμιά επιστήμη που να φτιάνη αθάνατους, χωρίς να ξέρη σε τι να χρησιμοποιήση την αθανασία, ούτε κι αυτή, φαίνεται, να ωφελή σε τίποτε, αν πρέπει να στηριχτούμε στα προηγούμενα συμπεράσματά μας. ― Σε όλα αυτά συμφωνήσαμε. ― Χρειαζόμαστε λοιπόν μια τέτοια επιστήμη, ωραίε μου νέε, είπα εγώ, που να συγκεντρώνη και τη δημιουργία αλλά και τη γνώση σε τί θα χρησιμοποιήσωμε το δημιούργημα. ― Είναι φανερό, είπε. ― Όπως φαίνεται λοιπόν, είμαστε πολύ μακρυά, όντας σπουδαίοι λυροποιοί, την ίδια ώρα να είμαστε και κάτοχοι μιας τέτοιας επιστήμης. Γιατί, κι εδώ η τέχνη που δημιουργεί τα αντικείμενα, είναι εντελώς χωριστή από εκείνην που τα χρησιμοποιεί, κι ας αναφέρωνται στο ίδιο πράγμα· η λυροποιϊκή και η κιθαριστική διαφέρουν πολύ η μια από την άλλη· δεν είναι έτσι; ― Συμφώνησε. ― Κι είναι φανερό πως ούτε η αυλοποιϊκή μας χρειάζεται· άλλη κι αυτή σαν τις άλλες. ― Συμφωνούσε. ― Αλλά, για τους θεούς, είπα εγώ, αν σπουδάσωμε την τέχνη της λογοποιΐας; Μήπως άραγε είναι αυτή που έπρεπε να αποχτήσωμε για να είμαστε ευδαίμονες;

Δεν το πιστεύω εγώ, είπεν ο Κλεινίας, παίρνοντας το λόγο.

Και τι απόδειξη έχεις, είπα εγώ; ― Βλέπω, είπε, μερικούς λογοποιούς που δεν ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους λόγους, αυτούς που οι ίδιοι φτιάνουνε, ακριβώς όπως οι λυροποιοί τις λύρες τους. Γιατί εκεί άλλοι είναι που έχουν τη δύναμη να χρησιμοποιούν τα έργα εκείνων, εκείνοι που δεν ξέρουν να κάνουν λύρες. Είναι λοιπόν φανερό ότι και στους λόγους χωριστές είναι η τέχνη να κάνης και η τέχνη να χρησιμοποιής.

Αρκετή απόδειξη, είπα εγώ, μου φαίνεται πως φέρνεις, ότι δεν είναι η τέχνη των λογοποιών που άμα την αποκτήση κανείς θα ήταν ευτυχισμένος. Αν και εγώ νόμιζα ότι εδώ κάπου θα παρουσιαζόταν η επιστήμη, που τόση ώρα ζητούμε. Γιατί και οι ίδιοι οι λογοποιοί, όταν τους συναναστρέφομαι, μου φαίνονται πως είναι υπέρσοφοι και η τέχνη τους πάλι μου φαίνεται θεϊκή και υπέροχη. Και δεν είναι καθόλου παράξενο τούτο· γιατί είναι μέρος της τέχνης εκείνων που γοητεύουν, λίγο κατώτερη όμως από την τέχνη των μάγων. Η τέχνη των μάγων είναι να μαγεύουν τα φίδια, τα σφαλάγκια, τους σκορπιούς και τα άλλα θεριά και τις αρρώστιες· των λογοποιών η τέχνη είναι να μαγεύουν και να μαλακώνουν τους δικαστές, κι αυτούς που πηγαίνουν στην εκκλησία του δήμου και τα άλλα πλήθη· ή μήπως, είπα, εσύ έχεις άλλη γνώμη;

Όχι, είπε, έχω την ίδια γνώμη με σένα.

Πού λοιπόν, είπα εγώ, θα μπορούσαμε ακόμη να στραφούμε; Προς ποια τέχνη;

Εγώ, είπε, δεν έχω να πω.

Στάσου, είπα εγώ, νομίζω πως τη βρήκα.

Ποια είναι; ρώτησεν ο Κλεινίας.

Μου φαίνεται, είπα εγώ, πως η στρατηγική τέχνη περισσότερο από κάθε άλλο είναι αυτή, που άμα κανείς την αποκτήση θα ήταν ευτυχής.

Εγώ τουλάχιστο δεν το νομίζω.

Μα πώς; είπα εγώ.

Αυτή είναι μια τέχνη να κυνηγάς ανθρώπους.

Ε, και; είπα εγώ.

Καμμιά, είπε, από τις θηρευτικές τέχνες δεν πάει πιο μακρυά από τούτο: να κυνηγήση και να πιάση το θήραμα. Άμα όμως πιάσουν αυτό που κυνηγούν, δεν ξέρουν να το χρησιμοποιήσουν. Οι κυνηγοί και οι ψαράδες το παραδίνουν στους μαγείρους. Οι γεωμέτρες πάλι και οι αστρονόμοι και οι λογιστικοί ―γιατί κι αυτοί είναι θηρευτικοί― δεν δημιουργούν καθένας στον κλάδο του τα σχήματα, αλλά βρίσκουν εκείνα που υπάρχουν· επειδή λοιπόν δεν ξέρουν να τα χρησιμοποιήσουν αλλά μόνο να τα πιάσουν, παραδίνουν, όπως ξέρομε, τα ευρήματά τους στους διαλεκτικούς, να χρησιμοποιήσουν εκείνοι τα δικά τους ευρήματα, όσοι φυσικά απ' αυτούς δεν είναι εντελώς ανόητοι.

Αλήθεια, είπα εγώ, σοφώτατε και πανέμορφε Κλεινία, έτσι είναι;

Βεβαιότατα. Έτσι και οι στρατηγοί, είπε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, άμα καταλάβουν καμμιά πόλη, ή κανένα στρατόπεδο, τα παραδίνουν στους πολιτικούς άρχοντες ―γιατίαυτοί δεν ξέρουν τι να κάμουν το κυνήγι τους― όπως ακριβώς, θαρρώ, οι κυνηγοί ορτυκιών παραδίνουν το κυνήγι τους στους ορτυκοτρόφους. Αν λοιπόν, πρόσθεσε, χρειαζόμαστε την τέχνη εκείνη, που ό,τι αποκτά, είτε δημιουργώντας το, είτε πιάνοντάς το στο κυνήγι η ίδια, θα ξέρη τι να το κάμη, κι αν αυτή η τέχνη θα μας δώση τη μακαριότητα, ε, τότε, είπε, κάποιαν άλλη τέχνη πρέπει να ζητήσωμε και όχι τη στρατηγική.