Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (900-956)

900 ΗΛ. αἰσχύνομαι μέν, βούλομαι δ᾽ εἰπεῖν ὅμως.
ΟΡ. τί χρῆμα; λέξον· ὡς φόβου γ᾽ ἔξωθεν εἶ.
ΗΛ. νεκροὺς ὑβρίζειν, μή μέ τις φθόνωι βάληι.
ΟΡ. οὐκ ἔστιν οὐδεὶς ὅστις ἂν μέμψαιτό σε.
ΗΛ. δυσάρεστος ἡμῶν καὶ φιλόψογος πόλις.
905 ΟΡ. λέγ᾽ εἴ τι χρήιζεις, σύγγον᾽· ἀσπόνδοισι γὰρ
νόμοισιν ἔχθραν τῶιδε συμβεβλήκαμεν.
ΗΛ. εἶἑν· τίν᾽ ἀρχὴν πρῶτά σ᾽ ἐξείπω κακῶν,
ποίας τελευτάς; τίνα μέσον τάξω λόγον;
καὶ μὴν δι᾽ ὄρθρων γ᾽ οὔποτ᾽ ἐξελίμπανον
910 θρυλοῦσ᾽ ἅ γ᾽ εἰπεῖν ἤθελον κατ᾽ ὄμμα σόν,
εἰ δὴ γενοίμην δειμάτων ἐλευθέρα
τῶν πρόσθε. νῦν οὖν ἔσμεν· ἀποδώσω δέ σοι
ἐκεῖν᾽ ἅ σε ζῶντ᾽ ἤθελον λέξαι κακά.
ἀπώλεσάς με κὠρφανὴν φίλου πατρὸς
915 καὶ τόνδ᾽ ἔθηκας, οὐδὲν ἠδικημένος,
κἄγημας αἰσχρῶς μητέρ᾽ ἄνδρα τ᾽ ἔκτανες
στρατηλατοῦνθ᾽ Ἕλλησιν, οὐκ ἐλθὼν Φρύγας.
ἐς τοῦτο δ᾽ ἦλθες ἀμαθίας ὥστ᾽ ἤλπισας
ὡς ἐς σὲ μὲν δὴ μητέρ᾽ οὐχ ἕξεις κακὴν
920 γήμας, ἐμοῦ δὲ πατρὸς ἠδίκει λέχη.
ἴστω δ᾽, ὅταν τις διολέσας δάμαρτά του
κρυπταῖσιν εὐναῖς εἶτ᾽ ἀναγκασθῆι λαβεῖν,
δύστηνός ἐστιν, εἰ δοκεῖ τὸ σωφρονεῖν
ἐκεῖ μὲν αὐτὴν οὐκ ἔχειν, παρ᾽ οἷ δ᾽ ἔχειν.
925 ἄλγιστα δ᾽ ὤικεις, οὐ δοκῶν οἰκεῖν κακῶς·
ἤιδησθα γὰρ δῆτ᾽ ἀνόσιον γήμας γάμον,
μήτηρ δὲ σ᾽ ἄνδρα δυσσεβῆ κεκτημένη.
ἄμφω πονηρὼ δ᾽ ὄντ᾽ ἀνηιρεῖσθον τύχην
κείνη τε τὴν σὴν καὶ σὺ τοὐκείνης κακόν.
930 πᾶσιν δ᾽ ἐν Ἀργείοισιν ἤκουες τάδε·
Ὁ τῆς γυναικός, οὐχὶ τἀνδρὸς ἡ γυνή.
καίτοι τόδ᾽ αἰσχρόν, προστατεῖν γε δωμάτων
γυναῖκα, μὴ τὸν ἄνδρα· κἀκείνους στυγῶ
τοὺς παῖδας, ὅστις τοῦ μὲν ἄρσενος πατρὸς
935 οὐκ ὠνόμασται, τῆς δὲ μητρὸς ἐν πόλει.
ἐπίσημα γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη
τἀνδρὸς μὲν οὐδείς, τῶν δὲ θηλειῶν λόγος.
ὃ δ᾽ ἠπάτα σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα,
ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων·
940 τὰ δ᾽ οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι χρόνον.
ἡ γὰρ φύσις βέβαιος, οὐ τὰ χρήματα.
ἡ μὲν γὰρ αἰεὶ παραμένουσ᾽ αἴρει κακά·
ὁ δ᾽ ὄλβος ἀδίκως καὶ μετὰ σκαιῶν ξυνὼν
ἐξέπτατ᾽ οἴκων, σμικρὸν ἀνθήσας χρόνον.
945 ἃ δ᾽ ἐς γυναῖκας (παρθένωι γὰρ οὐ καλὸν
λέγειν) σιωπῶ, γνωρίμως δ᾽ αἰνίξομαι.
ὕβριζες, ὡς δὴ βασιλικοὺς ἔχων δόμους
κάλλει τ᾽ ἀραρώς. ἀλλ᾽ ἔμοιγ᾽ εἴη πόσις
μὴ παρθενωπὸς ἀλλὰ τἀνδρείου τρόπου.
950 τὰ γὰρ τέκν᾽ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται,
τὰ δ᾽ εὐπρεπῆ δὴ κόσμος ἐν χοροῖς μόνον.
ἔρρ᾽, οὐδὲν εἰδὼς ὧν ἐφευρεθεὶς χρόνωι
δίκην δέδωκας. ὧδέ τις κακοῦργος ὢν
μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ᾽ ἐὰν δράμηι καλῶς
955 νικᾶν δοκείτω τὴν Δίκην, πρὶν ἂν πέρας
γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψηι βίου.

***
900 ΗΛΕ. Διστάζω, ωστόσο θέλω να το πω.
ΟΡΕ. Τί πράμα; Μίλα, φόβος δεν υπάρχει.
ΗΛΕ. Μην πουν πως ατιμάζω τους νεκρούς.
ΟΡΕ. Κανένας δεν θα πει κακό για σένα.
ΗΛΕ. Κακόβουλή ᾽ναι η πόλη, δεν μας στέργει.
ΟΡΕ. Λέγε, αδερφή μου, ό,τι θελήσεις· έχθρα
θανάσιμη μας χώριζε με τούτον.
ΗΛΕ. Καλά. Ποιά κατηγόρια να διαλέξω
πρώτη να ξεστομίσω, ποιά στο τέλος
να πω, και ποιά λόγια μου να βάλω
στη μέση; Όμως δεν έπαψα ποτέ μου
την κάθε αυγή να σιγολέω εκείνα
910 που θα ᾽θελα να τα φωνάξω μπρος σου,
αν ήμουν λεύτερη από τους παλιούς μου
φόβους. Τώρα είμαι· κι όλες σου τις πράξεις
τις άτιμες απάνω σου θα ρίξω,
όσες ποθούσα να σου πω όταν ζούσες.
Μ᾽ αφάνισες κι ορφάνεψες εμένα
κι αυτόν από πατέρα αγαπημένο,
χωρίς να σ᾽ αδικήσουμε καθόλου.
Έκανες γάμο ανόσιο με τη μάνα μου,
της σκότωσες τον άντρα, των Ελλήνων
τον στρατηλάτη, εσύ που δεν επήγες
να πολεμήσεις με τους Τρωαδίτες.
Φάνηκες τόσο ανέμυαλος σαν πήρες
920 τη μάνα μου κι ατίμαζες το στρώμα
του γονιού μου, λογαριάζοντας πως θα ᾽ταν
πιστή σε σένα. Όμως καθένας πρέπει
να ξέρει αυτό: πως άμα ξεπλανέψει
ξένη γυναίκα με κρυφές αγάπες
κι ύστερα αναγκαστεί να τηνε πάρει,
είναι δυστυχισμένος αν λογιάζει
πως θα ᾽ναι φρόνιμη μ᾽ εκείνον, όταν
δεν ήταν με τον πρώτο της τον άντρα.
Μέσα στις συμφορές εκατοικούσες
κι ανυποψίαστος νόμιζες πως ήσουν
ευτυχισμένος. Βέβαια το ᾽ξερες πως είχες
ανόσιο γάμο κάνει, το ᾽ξερε κι η μάνα
πως είχε πάρει άνομον άντρα. Οι δυο σας,
όντας κακοί, κρύβατ᾽ ο ένας του άλλου
τη δυστυχία· εκείνη τη δική σου
κι εσύ πάλι τη δικιά της. Οι Αργίτες
930 έλεγαν όλοι: «Της κυράς ο άντρας, κι όχι
ο αφέντης της γυναίκας». Μες στο σπίτι,
αν κυβερνά η γυναίκα κι όχι ο άντρας,
είναι ντροπή μεγάλη. Εγώ αποστρέφομαι
τα τέκνα αυτά που δεν τα ονοματίζουν
απ᾽ τον πατέρα τους μέσα στην πόλη,
αλλά απ᾽ τη μάνα τους. Γιατί άμα πάρει
καλύτερη απ᾽ αυτόν κανείς γυναίκα
κι από λαμπρότερη γενιά, καθόλου
γι᾽ αυτόν δεν θα μιλούν, παρά για κείνη.
Και με το λίγο σου μυαλό είχες πέσει
σε μια μεγάλη πλάνη: για σπουδαίος
περνούσες μ᾽ όση δύναμη σου δίναν
τα πλούτη. Μα τα χρήματα είναι κάτι
940 που δεν μπορείς πολύν καιρό να το ᾽χεις.
Το φυσικό του ανθρώπου είναι μονάχα
σταθερό κι όχι ο πλούτος· γιατί εκείνο,
μαζί μας πάντα μένοντας, νικάει
τις συμφορές. Η άνομη ευτυχία
σε φαύλους όταν πάει, φτερουγίζει
μακριά απ᾽ τα σπιτικά τους, αφού μόνο
λίγο καιρόν ανθίσει. Δεν μιλάω
για τα φερσίματά σου στις γυναίκες
— δεν πρέπει να τα λέει μια παρθένα·
μα σκεπαστά που θα τα πω, θα γίνουν
ευκολονόητα πάλι. Τις ατίμαζες,
γιατί ᾽χες, λέει, βασιλικά παλάτια
κι ήσουνα κι όμορφος. Εγώ τον άντρα μου
δεν τονε θέλω με θωριά παρθένας,
αλλά πραγματικό άντρα. Τέτοιων τα παιδιά
950 τον Άρη υπηρετούν, τα καλοκαμωμένα
για τους χορούς στολίδια είναι μονάχα.
Χάσου λοιπόν, γιατί ανόητος φάνηκες
κι ήρθε ο καιρός αυτά να τα πληρώσεις.
Κάθε κακούργος σαν αυτόν, κι αν πάει
καλά στο πρώτο βήμα, ας μη νομίζει
πως τη δικαιοσύνη έχει νικήσει,
προτού να φτάσει στης ζωής το τέρμα.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, 1. Η τέχνη στην Ελλάδα κατά τους «Σκοτεινούς Αιώνες» και τη γεωμετρική περίοδο

1.2. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Αθήνα: Η εικόνα μιας αριστοκρατικής κοινωνίας

Οι εξελίξεις στις οποίες αναφερθήκαμε αποτυπώνονται με αρκετά σαφή τρόπο στα αρχαιολογικά ευρήματα από την Αττική, η οποία μετά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής γνωρίζει σημαντική άνθηση και βρίσκεται στην πρωτοπορία ως προς την ανάπτυξη των τεχνών και του εμπορίου. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι η πολιτιστική αλλαγή στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να συνδεθεί με την εγκατάσταση νέων πληθυσμιακών ομάδων, καθώς η Αττική δεν γνώρισε την εισβολή των Δωριέων και οι κάτοικοι της πίστευαν ότι ήταν αυτόχθονες.
 
Ιδιαίτερα πλούσια και ενδιαφέροντα είναι τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, στο οποίο ήδη στον 10ο και τον 9ο αιώνα είχαν αναπτυχθεί μεγαλύτερα ή μικρότερα χωριά, το καθένα με το δικό του νεκροταφείο. Το σημαντικότερο από τα χωριά αυτά πρέπει να ήταν χτισμένο στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης, φτάνοντας ως τις όχθες του Ηριδανού, ενός παραπόταμου του Ιλισού που διασχίζει το μετέπειτα αστικό κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται για τον οικισμό με τον οποίο σχετίζεται το μεγαλύτερο ως σήμερα γνωστό νεκροταφείο των αρχών της 1ης χιλιετίας π.Χ., που βρίσκεται στον Κεραμεικό, τη συνοικία των κεραμέων, εκεί όπου αργότερα υψώθηκε η γνωστότερη πύλη των τειχών της πόλης, το Δίπυλο. Από τάφους κοντά στο Δίπυλο προέρχονται τα περισσότερα και καλύτερα δείγματα κεραμικής.
 
Οι οικισμοί στην περιοχή της Αθήνας ενδέχεται να ήταν στην αρχή πολιτικά αυτόνομοι· συνδέονταν όμως μεταξύ τους με πολύ στενούς δεσμούς, αφού οι οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινές. Από τον 8ο αιώνα και έπειτα, η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας δημιούργησε την ανάγκη για μια πιο αποτελεσματική διοικητική οργάνωση με ισχυρή κεντρική εξουσία, και οδήγησε στη βαθμιαία συγχώνευση των οικισμών. Δημιουργήθηκε έτσι μια πόλη με ενιαία περίμετρο και κοινά νεκροταφεία, αφού οι νεκροί θάβονταν πλέον έξω από αυτήν. Παράλληλα, στους βορειοδυτικούς πρόποδες της Ακρόπολης, προς τη μεριά του Αρείου Πάγου, δημιουργήθηκε ο πρώτος ανοιχτός δημόσιος χώρος, η πρώτη αγορά. Στην Ακρόπολη άρχισαν να αφιερώνονται μνημειακοί χάλκινοι τρίποδες, δείγματα πλούτου και νέων τεχνικών δυνατοτήτων. Στους τάφους των πλουσιότερων βρίσκουμε ως κτερίσματα πήλινα αγγεία εξαιρετικής τέχνης, φτιαγμένα κατά παραγγελία γι᾽ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ενώ στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα αγγεία μνημειακών διαστάσεων, αμφορείς και κρατήρες, άρχισαν να στήνονται επάνω από τους τάφους ως σήματα. Στα ίδια χρόνια εμφανίζονται σε πλούσιες ταφές διαδήματα και άλλα κοσμήματα από χρυσό καθώς και αντικείμενα από ελεφαντόδοντο. Τα κτερίσματα από τις πολυτελείς ταφές που ήρθαν στο φως στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας μάς επιτρέπουν να βγάλουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα όχι μόνο για την ευμάρεια της ανώτερης τάξης και για το επίπεδο της κεραμικής και των άλλων τεχνών, αλλά και για την πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Οι άνδρες θάβονται συχνά με τα όπλα τους, κυρίως σπαθιά και δόρατα ή ακόντια. Σε ορισμένους γυναικείους τάφους βρίσκουμε κοσμήματα.
 
Αξιομνημόνευτο είναι το παράδειγμα του τάφου μιας πλούσιας γυναίκας που πέθανε γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. και θάφτηκε στον χώρο της μετέπειτα Αγοράς, σε ένα μικρό αλλά φροντισμένο (πιθανόν οικογενειακό) νεκροταφείο στη βόρεια πλαγιά του Αρείου Πάγου. Την εποχή αυτή δεν είχαν ακόμη ενοποιηθεί οι οικισμοί της Αθήνας. Ο τάφος βρέθηκε κατά καλή τύχη ασύλητος· αξίζει να σταθούμε σε δύο από τα αγγεία που περιείχε: (α) τον τεφροδόχο αμφορέα (όπου είχαν τοποθετηθεί τα υπολείμματα της καύσης της νεκρής), έργο ενός πρωτοπόρου κεραμικού εργαστηρίου με ταλαντούχους τεχνίτες· και (β) μια ασυνήθιστα μεγάλη και καλοφτιαγμένη πυξίδα (κιβώτιο για αντικείμενα καλλωπισμού), που το κάλυμμά της κοσμείται με πέντε οξυκόρυφες στρογγυλές προεξοχές σε σχήμα σιρού, δηλαδή σιταποθήκης. Η εντελώς ασυνήθιστη αυτή διακόσμηση δεν μπορεί να είναι τυχαία. Οι πυξίδες ήταν από τα σπουδαιότερα αποκτήματα των γυναικών της ανώτερης τάξης και συχνά τα καλύμματά τους διακοσμούνται με μορφές ή σύμβολα που δηλώνουν πλούτο και αριστοκρατική καταγωγή, όπως είναι τα άλογα. Δεν αποκλείεται λοιπόν η νεκρή να ανήκε σε οικογένεια γαιοκτημόνων που αντλούσε τον πλούτο της από την καλλιέργεια του σιταριού. Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση που χωρίζει ταφή από την εποχή του Σόλωνα (πάνω από 250 χρόνια), οι πέντε σιροί στο κάλυμμα της πυξίδας της μοιάζουν σαν υπαινιγμός στους πεντακοσιομέδιμνους, την πλουσιότερη τάξη της αρχαϊκής Αθήνας, στην οποία ανήκαν οι οικογένειες που τα κτήματά τους έδιναν σοδειά πεντακόσιους μεδίμνους σιταριού τον χρόνο. Δεν μπορούμε επομένως να δεχτούμε την άποψη όσων πιστεύουν ότι οι Αθηναίοι του 10ου και του 9ου αιώνα ήταν μια κοινωνία βοσκών που καλλιεργούσαν παράλληλα μικρούς κλήρους και είχαν ελάχιστη σχέση με το εμπόριο. Σύμφωνα με μια γοητευτική υπόθεση, στον τάφο κάτω από τον Άρειο Πάγο είχε θαφτεί η γυναίκα του Αρίφρονος, που ήταν βασιλιάς της Αθήνας στα μέσα του 9ου αιώνα, σύμφωνα με ένα χρονικό της ελληνιστικής εποχής.

Το σύμπαν είναι στην πραγματικότητα αιώνιο

Το σύμπαν ξεκίνησε με μια έκρηξη – μια μεγάλη έκρηξη. Η έκρηξη «τέντωσε» τον ίδιο τον χωροχρόνο, εκτοξεύοντας υπέρθερμη ύλη προς όλες τις κατευθύνσεις. Με την διαστολή του σύμπαντος, η ύλη ψύχθηκε και άρχισε να συγκεντρώνεται σχηματίζοντας τους πρώτους πυρήνες, τα πρώτα άτομα, στη συνέχεια τα άστρα, μετά τους γαλαξίες, και τελικά, όλα όσα σήμερα βλέπουμε και γνωρίζουμε.

Για τον φυσικό και κοσμολόγο Alan Guth, καθηγητή Φυσικής στο MIT, υπάρχει ένα μεγάλο αναπάντητο ερώτημα για την μεγάλη έκρηξη: «τι ήταν αυτό που την προκάλεσε;»

Η απάντηση σύμφωνα με τον Guth βρίσκεται στην θεωρία του κοσμικού πληθωρισμού, οποίος καθορίζει τις προϋποθέσεις της μεγάλης έκρηξης. Για την θεωρία αυτή ο Guth, ο Andrei Linde από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και ο Alexei Starobinsky του Ινστιτούτου Θεωρητικής Φυσικής Landau της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, τιμήθηκαν με το βραβείο Kavli 2014 στην αστροφυσική.

Σύμφωνα με τη θεωρία, για λιγότερο από ένα εκατομμυριοστό του τρισεκατομυριοστού του τρισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου μετά την γέννηση του σύμπαντος, μια εξωτική μορφή ύλης άσκησε μια (πέραν της διαισθήσεώς μας) δύναμη, μια βαρυτική απωστική δύναμη. Παρότι θεωρούμε την βαρυτική δύναμη ελκτική (η εικόνα του Νεύτωνα και το μήλο που πέφτει), η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν επιτρέπει μια τέτοια δύναμη.

Σύμφωνα με τον Guth, στις συνθήκες που επικρατούσαν στο αρχέγονο σύμπαν, όταν οι θερμοκρασίες ήταν εξαιρετικά υψηλές η ύπαρξη ενός τέτοιου υλικού ήταν λογικά πιθανή. Δεν ήταν παρά μια μικροσκοπική κηλίδα, αλλά όταν άρχισε να μεγαλώνει η διαστολή ήταν εκθετική. Εξετάζοντας αυτά τα μοιραία γεγονότα – και το τι συνέβη στη συνέχεια – εγείρονται μερικά από τα πιο συναρπαστικά ερωτήματα στην επιστήμη: Πως άρχισε το σύμπαν μας, πως θα εξελιχθεί και τι προκάλεσε την δημιουργία του;

Δεν περιμένουμε να απαντήσουμε άμεσα σ’ αυτές τις ερωτήσεις, αλλά οτιδήποτε μας οδηγεί σε μικρά βήματα κατανόησης αυτών των ερωτημάτων είναι εντυπωσιακό.

Ας δούμε λοιπόν πως απαντά ο Guth στα ερωτήματα, από πού προήλθε το σύμπαν μας, τι άλλο υπάρχει εκεί έξω, πως ο πληθωρισμός μπορεί να δημιουργήσει αρχέγονες μαύρες τρύπες, μια υποθετική οντότητα που θα μπορούσε να είναι συστατικό της σκοτεινής ύλης του σύμπαντος.

Τι υπήρχε πριν αρχίσει ο πληθωρισμός;

Αυτό είναι κάτι που έχω σκεφτεί στο πλαίσιο μιας δημοσίευσης που γράφω με τον Sean Carroll [από το Caltech]. Η ιδέα είναι ότι το σύμπαν είναι στην πραγματικότητα αιώνιο. Υπήρχε πάντοτε, οπότε δεν υπάρχει κάποια αρχή που να απαιτεί εξήγηση. Οι ίδιοι οι νόμοι της Φυσικής δεν φαίνεται να κάνουν σημαντική διάκριση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Καθώς το σύμπαν εξελίσσεται, η εντροπία του, το μέγεθος που μετράει την αταξία, αυξάνεται. Αυτό που αποκαλούμε μέλλον είναι απλά μια κατεύθυνση προς μεγαλύτερη εντροπία. Μια κατάσταση χαμηλότερης εντροπίας είναι αυτό που αποκαλούμε παρελθόν.

Όμως ένα περίεργο πράγμα συμβαίνει όταν πάρουμε αυτήν την αρχική κατάσταση χαμηλής εντροπίας και την παρακολουθήσουμε πίσω στον χρόνο, προς αυτό που αποκαλούμε παρελθόν: η εντροπία θα αρχίσει να αυξάνεται επίσης και προς αυτήν την κατεύθυνση. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που θα ζούσαν [κατά μήκος αυτού του βέλους του χρόνου] δεν θα ένιωθαν κάτι διαφορετικό από αυτό που αισθανόμαστε τώρα. Όλοι θα σκέφτονται ότι ζουν από το παρελθόν προς το μέλλον, μόνο που αυτό που αποκαλούν μέλλον θα είναι αυτό που εμείς αποκαλούμε παρελθόν.

Τι μπορεί να μας πει ο πληθωρισμός σχετικά με τις δυνάμεις που συγκροτούν το σύμπαν μας;

Αν η μόνη ύλη στους γαλαξίες ήταν η ύλη που βλέπουμε, τότε δεν θα ήταν αρκετή για να τους συγκρατήσει ώστε να μην διαλυθούν εξαιτίας της γρήγορης περιστροφής τους – ή δεν θα είχαν σχηματιστεί ποτέ. Γι' αυτό υπάρχει η υπόθεση της σκοτεινής ύλης, απαραίτητη ώστε να συγκρατείται η ύλη των γαλαξιών. Σε συνεργασία με άλλους φυσικούς και φοιτητές υπολογίζω την παραγωγή των αρχέγονων μαύρων τρυπών σε μια εκδοχή της πληθωριστικής θεωρίας που ονομάζεται υβριδικός πληθωρισμός. Οι αρχέγονες μαύρες τρύπες θα μπορούσαν να είναι συστατικό της σκοτεινής ύλης. Θα μπορούσαν επίσης να είναι οι σπόροι οι οποίοι οδήγησαν στον σχηματισμό των τεράστιων μαύρων τρυπών που εντοπίζονται στα κέντρα των γαλαξιών – μαύρες τρύπες που έχουν εκατομμύρια έως και δισεκατομμύρια ηλιακές μάζες. Αν ποτέ εντοπίσουμε τις αρχέγονες μαύρες τρύπες, θα πρόκειται για συγκλονιστική ανακάλυψη.

 Είναι το σύμπαν μας όλο αυτό που βλέπουμε;

Η θεωρία του αιώνιου πληθωρισμού μας λέει ότι άπαξ και ξεκινήσει ο πληθωρισμός, δεν θα σταματήσει ποτέ. Μάλλον εκεί που τελειώνει δημιουργούνται σύμπαντα. Τα αποκαλούμε σύμπαντα τσέπης γιατί κανένα δεν από αυτά δεν είναι αυτό που εκφράζει μόνη της έννοια συν-πάν. Ζούμε σε ένα από αυτά. Και παρόλο που τα σύμπαντα τσέπης συνεχίζουν να σχηματίζονται, υπάρχει πάντα ένας όγκος εξωτικού υλικού απωστικής βαρύτητας που μπορεί να αυξάνεται για πάντα, παράγοντας έναν άπειρο αριθμό αυτών των κόσμων τσέπης σε μια ατελείωτη διαδικασία.

Κάθε ξεχωριστό σύμπαν-τσέπης τελικά πιθανώς να πεθάνει, με την έννοια ότι θα εξαντληθεί η ενέργειά του και θα κρυώσει. Όμως, στη μεγάλη εικόνα όλων των συμπάντων τσέπης, η ζωή θα εμφανιζόταν συνεχώς σε όλο και περισσότερα από αυτά.

Υπάρχει κάτι αρνητικό στο να ζεις σε ένα πολυσύμπαν;

Το πρόβλημα με ένα άπειρο πολυσύμπαν είναι ότι αν θέσουμε μια απλή ερώτηση όπως, «εάν ρίξετε ένα νόμισμα ποια είναι η πιθανότητα να εμφανιστεί κορώνα», συνήθως θα λέγατε 50%. Αλλά στο πλαίσιο του πολυσύμπαντος, η απάντηση είναι ότι υπάρχει ένας άπειρος αριθμός κορωνών και άπειρος αριθμός γραμμάτων. Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε άπειρες ποσότητες, δεν υπάρχει σαφής τρόπος να λέμε ότι κάποιοι τύποι γεγονότων είναι πιο πιθανοί και κάποιοι άλλοι τύποι σπάνιοι. Αυτό οδηγεί σε θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την σημασία της πιθανότητας. Και οι πιθανότητες είναι ζωτικής σημασίας για τους φυσικούς, επειδή η βασική μας θεωρία είναι η κβαντική θεωρία, η οποία θεμελιώνεται με τις πιθανότητες, επομένως θα πρέπει να αποκτήσουμε μια βαθύτερη γνώση γι' αυτές.

Ανεύθυνοι ή απλώς πιο ψύχραιμοι από μας;

Έχουμε την τάση να θεωρούμε ανεύθυνο όποιον δεν έχει την υπευθυνότητα που περιμένουμε. Δηλαδή η υπευθυνότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που απαιτεί συγκεκριμένα στοιχεία και όποιος δεν τα έχει θεωρείται λάθος;

Σαφώς και πρέπει να είμαστε άτομα υπεύθυνα και υπεύθυνος είναι κάποιος στην εργασία του μα και στο σπιτικό του. Θέλει υπευθυνότητα για να μεγαλώσεις σωστά τα παιδιά σου λένε οι γύρω, μα ίσως να θέλει περισσότερο αγάπη σε συνεργασία με την υπεύθυνη στάση. Θα έλεγα πως η λέξη αυτή τις περισσότερες φορές ακολουθείται και από κάτι άλλο. Στην εργασία συνδέεται με την ευσυνειδησία, στα παιδιά με την αγάπη, στη σχέση με το σεβασμό προς στο ταίρι μας.

Η υπευθυνότητα είναι ευθύνη, είναι ευσυνειδησία, είναι το θάρρος να στεκόμαστε απέναντι στους άλλους και με σοβαρότητα να αναλαμβάνουμε την ευθύνη των πράξεων μας. Ίσως για αυτό να είναι ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων καθότι εκεί φαίνεται κατά πόσο είμαστε ολοκληρωμένοι ως πρόσωπα. Ίσως. τολμώ να πω, πως η υπευθυνότητα αντιτίθεται στη θρασυδειλία.

Ξέρετε όμως τι σκεφτόμουν; Πως υπάρχουν ορισμένοι που επιλέγουν το δρόμο της ανευθυνότητας και οι υπόλοιποι τους κατακρίνουν χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος ότι πρέπει να κατακρίνουν τους αποκαλούμενους ανεύθυνους και όχι τους εαυτούς τους πρωτίστως. Ξέρετε κάποιος που επιλέγει να ακολουθήσει το δρόμο της ανευθυνότητας πιθανόν να έχει μεγαλώσει σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον, με γονείς που τόνιζαν σε μόνιμη βάση στο παιδί πως πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και ο τρόπος που του εφιστούσαν την προσοχή πιθανόν να ήταν σκληρός και αντιπαιδαγωγικός. Σκεφτείτε συνεπώς έναν άνθρωπο που από τη στιγμή που θυμάται τον εαυτό του έχει τους υπόλοιπους να του λένε πως πρέπει να είναι υπεύθυνος, να υπακούει στους κανόνες. Θα έρθει επομένως εκείνη η ώρα που θα αντιδράσει, θα επιλέξει να ακολουθήσει άλλο μονοπάτι μόνο και μόνο για να μη γίνει σαν τους γονείς του και για να αισθανθεί πως είναι κύριος της ζωής του. Και για να μην το παραβλέψουμε και αυτό, αν ένας γονιός έχει μεγαλώσει το παιδί του με ευκολίες χωρίς να το αφήσει να πέσει στα βαθιά και να βραχεί, τότε πιθανόν να εξελιχθεί σε ενήλικα που η λέξη υπευθυνότητα θα του είναι άγνωστη και τότε θα έχει δυσκολίες στην καθημερινότητά του. Δεν είναι λάθος να μιλάς στα παιδιά για υπευθυνότητα, λάθος είναι ο τρόπος που του το λες.

Δεν γεννιέται κανένας ανεύθυνος, γίνεται από συνθήκες και έτσι δε μαθαίνει ποτέ του πως η υπευθυνότητα είναι πολύτιμο αγαθό, σημαντικός αρωγός μας. Από την άλλη κάποια άτομα έχουν τον δικό τους τρόπο αντιμετώπισης των καταστάσεων, έναν τρόπο που πιθανόν να μην ακολουθεί την πεπατημένη παρ’ όλ΄ αυτά δε σημαίνει πως δεν αντιλαμβάνονται τη σημαντικότητα των πραγμάτων.

Σε έναν κόσμο όπου ό,τι δεν είναι πάνω στις συνηθισμένες ράγες θεωρείται λανθασμένη διαδρομή, εκείνοι που έχουν διαφορετική στάση αποκαλούνται ανεύθυνοι. Δηλαδή πρέπει να παίρνουμε όλοι ένα σοβαρό, σχεδόν βλοσυρό βλέμμα, να σφίγγουμε τα χείλη και με αποφασιστικότητα να λέμε πως είναι η ώρα να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων; Τι λέτε να αλλάξουμε λίγο την εικόνα και να φέρουμε στο νου μας εκείνους που αποφασίζουν όπως και εμείς πως πρέπει να σταθούν στο ύψος των γεγονότων μας με ύφος ψύχραιμο, χαλαρό και πιθανόν πιο λογικό. Τι λέτε; Είναι ανεύθυνοι πραγματικά ή υπεύθυνοι με διαφορετικό τρόπο;

Σαφώς και η υπεύθυνη στάση μάς βοηθάει να αντιμετωπίζουμε οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο στην καθημερινότητά μας ίσως για αυτό θα πρέπει να βλέπουμε με μια ανοιχτή ματιά τους γύρω μας, καθότι ο απέναντί μας μπορεί να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με εμάς με μια αλλιώτικη στάση. Δε σημαίνει ότι δεν είναι υπεύθυνος, απλώς επιλέγει με πιο ψύχραιμο μάτι να βλέπει όσα συμβαίνουν γύρω του.

Ο πραγματικά ανεύθυνος από την άλλη, απόρροια του τρόπου που μεγάλωσε, δεν είναι αποδεκτός από τους γύρω του μα είναι δική του επιλογή το πώς θα σταθεί και το αν θα έχει δυσκολίες λόγω τούτης της απόφασης είναι κάτι που θα πρέπει ο ίδιος να έρθει αντιμέτωπος με αυτό και όσο και αν δεν το πιστεύετε, αυτή η αντιμετώπιση δείχνει υπευθυνότητα. Γιατί όσο και αν προσπαθούμε να την αποφύγουμε αυτή τη λέξη πάντα θα υπάρχουν στιγμές που εκείνη θα ξεφυτρώνει και θα μας φανερώνει πως βρίσκεται σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας.

Αυτό που είμαστε

Ποιός από μας δεν έχει γνωρίσει κάποιον άνθρωπο (ίσως τον ίδιο μας τον εαυτό) που να είναι τόσο στραμμένος προς τα έξω, τόσο απορροφημένος στη συσσώρευση αγαθών ή στο τι σκέφτονται οι άλλοι, ώστε να χάνει κάθε αίσθηση του εαυτού του; Ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν του τίθεται κάποιο ερώτημα, αναζητεί την απάντηση προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα. Διατρέχει δηλαδή τα πρόσωπα των άλλων, για να μαντέψει ποιά απάντηση επιθυμούν ή περιμένουν.

Για έναν τέτοιον άνθρωπο θεωρώ χρήσιμο να συνοψίσω μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ προς το τέλος της ζωής του. (Για όποιον έχει φιλοσοφικές τάσεις είναι γραμμένα σε γλώσσα σαφή και προσβάσιμη στον μη ειδικό). Βασικά τα δοκίμια τονίζουν ότι το μόνο που μετράει είναι αυτό που το άτομο είναι.

Ούτε ο πλούτος ούτε τα υλικά αγαθά ούτε η κοινωνική θέση ούτε η καλή φήμη φέρνουν την ευτυχία. Αν και οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένα τα υπαρξιακά θέματα, παρ’ όλ’ αυτά μας βοηθούν να μετακινηθούμε από ένα επιφανειακό επίπεδο προς βαθύτερα ζητήματα.

1. Αυτό που κατέχουμε. Τα υλικά αγαθά είναι απατηλά. Ο Σοπενάουερ υποστηρίζει πολύ κομψά ότι η συσσώρευση πλούτου και αγαθών είναι ατελείωτη και δεν προσφέρει ικανοποίηση. Όσο περισσότερα κατέχουμε, τόσο πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις μας. Ο πλούτος είναι σαν το νερό της θάλασσας: όσο περισσότερο πίνουμε, τόσο πιο πολύ διψάμε. Στο τέλος δεν κατέχουμε εμείς τα αγαθά μας – μας κατέχουν εκείνα.

2. Αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων. Η φήμη είναι το ίδιο εφήμερη όσο και τα υλικά πλούτη. Ο Σοπενάουερ γράφει: “Οι μισές μας ανησυχίες και αγωνίες έχουν προέλθει από την έγνοια μας για τις γνώμες των άλλων… πρέπει να βγάλουμε αυτό το αγκάθι απ’ τη σάρκα μας”. Είναι τόσο ισχυρή η παρόρμηση να κάνουμε μια καλή εμφάνιση, ώστε για μερικούς φυλακισμένους, την ώρα που βαδίζουν προς τον τόπο της εκτέλεσής τους, αυτό που κυρίως απασχολεί τη σκέψη τους είναι το ντύσιμο και οι τελευταίες τους χειρονομίες.

Η γνώμη των άλλων είναι ένα φάντασμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξει όψη. Οι γνώμες κρέμονται από μια κλωστή και μας υποδουλώνουν στο τι νομίζουν οι άλλοι, ή, ακόμα χειρότερα, στο τι φαίνεται να νομίζουν – γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μάθουμε τι σκέφτονται πραγματικά.

3. Αυτό που είμαστε. Μόνο αυτό που είμαστε έχει πραγματική αξία. Μια καλή συνείδηση, λέει ο Σοπενάουερ, αξίζει περισσότερο από μια καλή φήμη. Ο μεγαλύτερος στόχος μας θα έπρεπε να είναι η καλή υγεία κι ο πνευματικός πλούτος, ο οποίος οδηγεί σε ανεξάντλητα αποθέματα ιδεών, στην ανεξαρτησία και σε μια ηθική ζωή. Η ψυχική μας γαλήνη πηγάζει από τη γνώση ότι αυτό που μας αναστατώνει δεν είναι τα πράγματα, αλλά η ερμηνεία μας για τα πράγματα.

Αυτή η τελευταία σκέψη – ότι η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πως ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες – είναι ένα σημαντικό θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα. Κεντρικό αξίωμα στη σχολή του στωικισμού, πέρασε από τον Ζήνωνα, τον Σενέκα, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Σπινόζα, τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε κι έφτασε να γίνει θεμελιώδης έννοια τόσο στην ψυχοδυναμική όσο και στη γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.

Συνειδησιακή Μοναδικότητα: Η “'Ανοδος” του Ανθρώπου

Η «Συνειδησιακή Μοναδικότητα» (Consiousness Singularity) αναφέρεται σε ένα υποθετικό σημείο μέσα στον μελλοντικό χρόνο στο οποίο η Ανθρώπινη Συνειδητότητα σε προσωπικό αλλά και σε συνολικό επίπεδο θα βιώσει μία αιφνίδια μετάβαση, μία μεταβατική φάση που θα επιφέρει μία συλλογική κατάσταση υπερβατικότητας που ως τώρα είναι αδύνατο για εμάς να φανταστούμε με βάση τις ως τώρα περιορισμένες «διανοητικές» ικανότητες μας.
 
Ο Όρος «Μοναδικότητα» (Singularity) είναι μία αναλογία στην γνωστή Μοναδικότητα της Φυσικής, η μαύρη τρύπα στην οποία δεν μπορείς να δεις τίποτε πίσω από τον ορίζοντα γεγονότων καθώς το φως δεν μπορεί να διαφύγει από αυτή. Με ένα παρόμοιο τρόπο, δεν μπορούμε να δούμε (ή να φανταστούμε) τι βρίσκεται πίσω από την Συνειδησιακή Μοναδικότητα καθώς βρίσκεται πίσω από τις Διανοητικές και Φαντασιακές ικανότητές μας.
 
Η Συνειδησιακή Μοναδικότητα δεν σχετίζεται με την Τεχνολογική Μοναδικότητα (Αρχή του Τρανσουμανισμού) που εμπεριέχει την δημιουργία εξυπνότερων Τρανσουμανιστικών Μηχανών. Φυσικά δεν σχετίζεται αλλά ούτε είναι και συνώνυμη με το σημείο Ωμέγα (Θα ακολουθήσει άρθρο που θα αναλύει την ιδέα αυτή του Σημείου Ωμέγα) του Tielhard de Chardin, που είναι ο πυρήνας γύρω από το Σύνολο της Ανθρώπινης Συνειδητότητας που εν τέλει θα αποκρυσταλλωθεί. Η Συνειδησιακή Μοναδικότητα είναι μία ξεκάθαρη αρχή που αναφέρεται σε μία Συλλογική Υπερβατικότητα της ανθρώπινης Συνειδητότητας πηγαίνοντάς την στο επόμενο επίπεδο.
 
Για να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα την  Συνειδησιακή Μοναδικότητα μπορούμε να φανταστούμε τι θα βίωνε μία μαϊμού ή ένας ποντικός αν η συνειδητότητά τους πλησίαζαν το ανθρώπινο επίπεδο. Πριν την μετάβαση θα ήταν αδύνατο για αυτά τα όντα να καταφέρουν να φανταστούν πως είναι να διαθέτεις ανθρώπινη συνειδητότητα, ακριβώς επειδή η έννοια βρίσκεται πέρα από τις διανοητικές ικανότητές τους. Κατά τον ίδιο τρόπο το είδος μας θα υποβληθεί σε μεταβάσεις της τόσο μεγάλου μεγέθους που δεν θα μπορούμε καν να αντιληφθούμε πως είναι αυτά τα στάδια της Συνειδητότητας. Η Ανθρώπινη Συνειδητότητα τώρα βρίσκεται σε μία μισοκοιμισμένη κατάσταση. Όμως το Σύμπαν θα «ξυπνήσει» τον εαυτό του και θα αντιληφθεί το νέο αποκαλυπτικό επίπεδο Συνειδητότητας.
 
Σε αυτό το στάδιο της Συνειδησιακής Μοναδικότητας η Ιστορία όπως την γνωρίζουμε θα πάψει να υπάρχει. Το Σύμπαν όπως το βιώνουμε ως τώρα θα πάψει να υπάρχει ως τέτοιου είδους εμπειρία. Ας αναλογιστούμε τις πιο υπερβατικές και Μυστικιστικές πτυχές της Συνειδητότητας που ακόμη δεν έχουν ανακαλυφθεί από την Ανθρωπότητα. Το πιθανότερο είναι πως θα ωχριούν μπροστά στην Συνειδησιακή μεταβολή που θα επέλθει.
 
Με την Συνειδησιακή Μοναδικότητα, η  Συνειδητότητά μας θα εξαπλωθεί πέρα από τα όρια της Εγωκεντρικής αίσθησης του εαυτού και θα συμπεριλαμβάνει υπερβατικές εμπειρίες και μία Υπερβατική ταυτότητα του Εγώ. Η νέα αυτή ύπαρξη θα σχηματίσει μία Συλλογική Συνειδητότητα και μία διευρυμένη ατομική Συνειδητότητα. Αυτές οι δύο περιγραφές της Υπερβατικότητας είναι στην ουσία η ίδια όψη του νομίσματος. Η Συνειδησιακή Μοναδικότητα είναι πολύ ανώτερη από την φυσική συνειδητότητα του ατόμου, και έτσι δεν μπορούμε καν να φανταστούμε ή να βιώσουμε την εμπειρία της μετάβασης αυτής.
 

Η Συνειδησιακή Μοναδικότητα

 
Η Συνειδησιακή Μοναδικότητα είναι το τελικό αποτέλεσμα της σύνδεσης του Βουδιστικού και Ταοϊστικού Διαλογισμού με την Νεύροεπιστήμη. Όπως προαναφέραμε διαφέρει από το Σημείο Ωμέγα και τις θεωρίες της Τεχνολογικής Συνειδητότητας καθώς δεν υπονοεί ένα φανταστικό σημείο «ανάδυσης» στο μέλλον. Αντίθετα, η Συνειδησιακή Μοναδικότητα μπορεί να περιγραφεί ως ένα νευροεπιστημονικό μοντέλο της Ασιατικής περιγραφής της Πνευματικής Αφύπνισης ή Διαφώτισης που προσεγγίζεται κατ’ ελάχιστον μέσα από τον Διαλογισμό. Η ακριβής μετάβαση σε αυτή την Αφύπνιση μέσα από τις Φυσικές, ανεπαίσθητες και υπερ-ανεπαίσθητες δομές του Ανθρώπινου Σώματος θα είναι σταδιακή.
 
Η Επιστημονική εδραίωση δεν θα αναπηδήσει για να αναγνωρίσει την πραγματικότητα του Αιθέριου Σώματος Dharmakaya, που είναι γνωστό και ως «έμβρυο της Διαφώτισης» στην Κίνα για χιλιάδες χρόνια ως ο στόχος του Διαλογισμού. Όταν θα μεταφραστεί σωστά και θα εξηγηθεί επιστημονικά ως το υπόστρωμα της Διαφωτισμένης Συνειδητότητας που δημιουργείται μέσα από την εμβρυακή ανάπτυξη, η Συνειδησιακή Μοναδικότητα θα περιγράφει εν τέλει την Dharmakaya/Τελική Φάση ως το Τελικό σημείο Αφύπνισης, το στάδιο ολοκλήρωσης του Διαλογισμού και Διαφώτισης.
 
Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι νέα ανακάλυψη. Αντίθετα πρόκειται για την επιστημονική επεξήγηση ενός Βουδιστικού και Ταοϊστικού διαλογισμού που ίσως αλλάξει τον ρου της ιστορίας και τον Δαρβινικό Προσδιορισμό για την επανάσταση της Συνειδητότητας. Από μία  συμβατική επιστημονική προοπτική η Συνειδησιακή Μοναδικότητα στην κυριολεξία ίσως αντιστρέψει την αφήγηση της Δυτικής Ιστορίας καθώς ο τελικός στόχος της επιστήμης, το Ερμητικό Ανδρόγυνο είναι η ταντρική Dharmakaya/Τελική Φάση, ο στόχος της Ινδουιστικής – Θιβετιανής παράδοσης Mahamudra. Ο Κινέζικος Πολιτισμός περιστρέφεται γύρω από το Πνευματικό Έμβρυο shengtai, που επίσης είναι η βάση για την κλασική και Εσωτερική Αλχημική παράδοση..
Το στάδιο ολοκλήρωσης, η ένωση των Αιθερικών και Υπεραιθερικών δομών του Σώματος ήταν γνωστό ως «Coniunctio» (Ανάμιξη) στον Δυτικό Πολιτισμό, η Ένωση του Δράκου και της Τίγρης στην Κινέζικη παράδοση, και η ένωση του Φωτός της Μητέρας και του Παιδιού (Dharmakaya/Rupakaya) στην παράδοση Mahamudra. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως η Συνειδησιακή Μοναδικότητα ίσως ανοίξει τα μάτια της Επιστήμης για πρώτη φορά από τότε που η Φιλοσοφική Λίθος θεωρήθηκε μύθος. Η πτώση του ανθρώπου είναι η Διαφωτισμένη βάση για την Συνειδητότητα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο είδος, μία αδρανής αιθερική σωματική δομή που επιστρέφει το άτομο στην αυθεντική κατάσταση Εσωτερικής Διαφώτισης όταν ολοκληρωθεί το στάδιο του Διαλογισμού.
 

Συνειδησιακή Μοναδικότητα: Η “Πτώση” του Ανθρώπου

 
Αυτή η ιδέα πως οι Σύγχρονοι άνθρωποι έχουν από-εξελιχθεί από ένα πολύ ανώτερο Στάδιο Συνειδητότητας που έχει περιγραφεί ως η Χρυσή Εποχή από την Μυθολογία, και η Πτώση του Ανθρώπου από τις Δυτικές παραδόσεις είναι κατ’ ουσίαν ασύμβατη με την Δαρβινική έννοια της Εξελικτικής Διαδικασίας. Αυτή η υπόθεση μίας αρκετά ανώτερης κλίμακας της Συνειδητότητας που βρίσκεται αδρανής σε όλα τα ανθρώπινα όντα συγκλίνει με τις διδαχές και τα Μοντέλα της  Εξέλιξης της Ανθρώπινης συνειδητότητας που εισήγαγαν ο Βουδισμός, ο Ταοϊσμός και η Ερμητική παράδοση. Αυτή η προσέγγιση μίας ανώτερης Συνειδητότητας συμπεριλαμβάνει τον Σαμανισμό, την Γιόγκα, τον Διαλογισμό και την Εσωτερική Αλχημεία. Αυτές οι ενεργειακές πρακτικές λαμβάνουν χώρα σε αρκετούς Πολιτισμούς και είναι το κεντρικό σημείο σε στοχαστικές παραδόσεις που βασίζονται στην ιδέα της επίτευξης Εσωτερικής Διαφώτισης ή Πνευματικής Αφύπνισης.
 
Αν και μέσω της Επιστήμης έχουν υπάρξει αρκετές εμφανίσεις της Αδρανούς Εσωτερικής Διάνοιας μέσα στον ανθρώπινο Νου  ως Αυτιστικό Σύνδρομο, δεν έχει αναπτυχθεί μία πλήρης Νευροεπιστημονική εξήγηση της Έννοιας Nirvana ή Πλήρους Διαφώτισης ως η ένωση των τριών Σωμάτων, του Φυσικού, του Αιθερικού, και του Υπεραιθερικού, σε μία προσπάθεια να αντιστρέψουμε συλλογικά την υπάρχουσα κατάσταση της Ασυνειδητότητας που επήλθε με την Πτώση του Ανθρώπου.
 
Από μία επιστημονική σκοπιά οι άνθρωποι είμαστε ακούσια Ασυνείδητοι με την πνευματική έννοια και ανίκανοι στον παρών χρόνο να ασπαστούμε την πρότερη Συνειδητότητά μας, που παραμένει αδρανής μέσα μας.  Από την στιγμή που ο Πραγματικός Διαλογισμός βασίζεται σε μία οπισθοδρομική συνειδητότητα που έρχεται στο βασικό της στάδιο και διαλύεται στο τίποτα, το διαστρεβλωμένο εξελικτικό μοντέλο είναι άκρως προβληματικό και αποτρέπει την προοδευτική Πνευματική αφύπνιση που είναι ο στόχος της Συλλογικής Εξέλιξης.
 
Αν βασίσουμε την υπόθεση αυτή σε χιλιάδες χρόνων Εσωτερικής επιστήμης και μελέτης, μπορούμε να υποθέσουμε πως ζούμε σε σκοτεινές εποχές καθώς η Παγιωμένη Δυτική Επιστήμη δεν μπορεί να αναγνωρίσει πως η Δαρβινική προσέγγιση για την ανάπτυξη της Συνειδητότητας είναι ανεπαρκής. Εξακόσια χρόνια πριν η πρώιμη επιστήμη γνώριζε για το Coniunctio, την ανάμιξη των αιθερικών σωμάτων που μετατρέπονται στο Ερμητικό Ανδρόγυνο όταν η Ταντρική Γιόγκα επέτρεπε μία πλήρη ενεργοποίηση της Κουνταλίνι που αντέστρεφε την Πτώση του Ανθρώπου ενεργοποιώντας την επίφυση.
 
Ο επιστημονικός Σκεπτικισμός που περικύκλωσε τον υποτιθέμενο μύθο της Φιλοσοφικής Λίθου (και εν τέλει την ακύρωσε στις συνειδήσεις των ανθρώπων) δεν μπορεί να περιοριστεί όταν η Ινδουιστική – Θιβετιανή παράδοση Mahamudra και η Κινέζικη Εσωτερική Αλχημεία εξηγηθούν επακριβώς. Και αυτό διότι η Επιστήμη δεν έχει επικεντρωθεί στο γεγονός πως ο Βουδισμός και ο Ταοισμός έχουν παραδόσεις Διαλογισμού που βασίζονται στην έννοια του «Έμβρυου της Διαφώτισης», κάτι που σημαίνει πως η Φιλοσοφική Λίθος που αντιστρέφει την Πτώση του Ανθρώπου επιφέροντας την Νιρβάνα επιτυγχάνεται συχνά στην Ασία αλλά και παντού στον Κόσμο ως ο υπέρτατος  Στόχος του Διαλογισμού.
 
Η Πραγματική Αποκάλυψη των Σκοτεινών Χρόνων που ζούμε στα τελευταία 600 χρόνια Επιστήμης είναι η εκπληκτική βεβαιότητα πως ο Σαμανισμός είναι στην ουσία Σχιζοφρένεια, ο Διαλογισμός είναι τεχνική Κατατονία, και η Διαφώτιση είναι η Ανατολική πνευματική Παραίσθηση/ Εμβρυακή Νοσταλγία. Η επιστήμη ίσως έπεσε στην παγίδα του Δόγματος που βασίζεται στο μοντέλο, και απλά ακύρωσε τα τελευταία 300 χρόνια της Εσωτερικής επιστήμης που δεν μπόρεσε να μεταφράσει επακριβώς χρησιμοποιώντας τον Υλιστικό τρόπο προσέγγισής της.
 
Το πιό καλά κρυμμένο Πνευματικό μυστικό ίσως είναι το γεγονός πως η Σεξουαλική Ένωση και τα Ενθεογενή Φυτά (Μονάχα όταν χρησιμοποιούνται σε Πρακτικές Διαλογισμού & Άλλες εσωτερικές πρακτικές) έχουν την δυνατότητα να ενεργοποιήσουν πλήρως την επίφυση που αντιστρέφει την Πτώση του Ανθρώπου (Ασυνειδησία). Ο Κύριος μηχανισμός της Διαφώτισης που ενυπάρχει μέσα στο ανθρώπινο σώμα ονομάζεται Έμβρυο της Διαφώτισης στις Ανατολικές Παραδόσεις και Ανδρόγυνο στην Ερμητική παράδοση. Ο Μηχανισμός αυτός παραμένει αδρανής μέσα στο σώμα του ανθρώπου ώσπου να επιτευχθεί η Συνειδησιακή Μετατόπιση.

SENECA: Εκείνο που βλάπτει είναι η υπερβολή της ηδονής

Όποιος έχει κάνει βήματα προς την αρετή έχει δώσει δείγματα του ευγενικού του χαρακτήρα· όποιος όμως ακολουθεί την ηδονή φαίνεται απονευρωμένος, συντριμμένος, εκθηλυμένος, επιρρεπής προς την ακολασία, εκτός πια αν κάποιος του μάθει να ξεχωρίζει τις ηδονές, έτσι ώστε να ξέρει ποιες από αυτές βρίσκονται μέσα στα όρια των φυσικών επιθυμιών και ποιες ορμούν ασυγκράτητες μπροστά και, όσο περισσότερο τις ικανοποιείς, τόσο πιο ακόρεστες γίνονται. Έλα λοιπόν, άφησε την αρετή να σου δείξει το δρόμο, και τότε κάθε σου βήμα θα είναι ασφαλές. Εκείνο επίσης που βλάπτει εξίσου είναι η υπερβολή της ηδονής· στην περίπτωση όμως της αρετής δεν υπάρχει φόβος κάποιας υπερβολής, μια και το μέτρο είναι στοιχείο αυτής της ίδιας της αρετής. Δεν υπάρχει αγαθό που να δοκιμάζεται από το δικό του μέγεθος. Και πέρα απ’ αυτό, ποιος καλύτερος οδηγός υπάρχει από τον λόγο σε πλάσματα προικισμένα με φύση λογική; Αν τώρα αυτός ο συνδυασμός αρετής και ηδονής σε ευχαριστεί, αν σε ευχαριστεί να επιδιώκεις μια ευτυχισμένη ζωή έχοντας τέτοια συνοδεία, άφησε τουλάχιστον την αρετή να προηγείται και την ηδονή να έπεται και να παρακολουθεί το σώμα σαν σκιά του. Το να παραδώσεις την αρετή, την πιο υπέροχη δέσποινα, στην υπηρεσία της ηδονής μαρτυρεί άνθρωπο που τίποτε μεγάλο δεν κλείνει μέσα του.

Ας πηγαίνει μπροστά η αρετή, αυτή ας κρατεί τη σημαία. Φυσικά, θα είναι μαζί μας και η ηδονή, αλλά εμείς θα είμαστε τα αφεντικά της, εμείς θα την ελέγχουμε. Μπορεί σε κάποια υπόδειξή της να μας πείθει, ουδέποτε όμως θα μας εξαναγκάζει. Εκείνοι πάντως που παραδίνουν τα ηνία στην ηδονή στερούνται και τις δύο- γιατί και την αρετή χάνουν και στην ηδονή δεν κυριαρχούν αλλά, αντίθετα, εκείνη είναι που τους κάνει ό,τι θέλει και ή υποφέρουν από την έλλειψή της ή πνίγονται από την πληθωρική της παρουσία, δυστυχείς αν τους εγκαταλείψει, ακόμη δυστυχέστεροι αν τους κατακυριεύσει. Μοιάζουν, πράγματι, με τους ναύτες που τους έχουν κατακλύσει τα νερά γύρω από τις Σύρτεις, και τη μια τούς αφήνουν στη στεγνή αμμουδιά, την άλλη τούς σκεπάζουν με το αφρισμένο κύμα. Αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής έλλειψης αυτοελέγχου και της υπερβολικής αφοσίωσης σε ένα μόνο πράγμα· γιατί, αν κάποιος επιδιώκει το κακό αντί για το καλό, η επιτυχία του γίνεται επικίνδυνη. Όπως συμβαίνει όταν κυνηγάμε άγρια θηρία με κόπο και με κίνδυνο και, ακόμη και μετά τη σύλληψή τους, η κατοχή τους καταλήγει να είναι πολύ δύσκολη -αφού συχνά ξεσκίζουν τα αφεντικά τους-, έτσι συμβαίνει και με τις μεγάλες απολαύσεις:

εξελίσσονται σε μεγάλο κακό και από αιχμάλωτες γίνονται κυρίαρχες. Όσο μάλιστα πιο πολλές και μεγάλες είναι αυτές οι απολαύσεις, τόσο πιο χαμηλά πέφτει και τόσο πιο πολλών δούλος γίνεται εκείνος που το πλήθος ονομάζει ευτυχή. Εγώ τουλάχιστον θα ήθελα να είμαι όσο γίνεται πιο μακριά από τέτοιες καταστάσεις. Όπως συμβαίνει μ’ εκείνον που, στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει τα ίχνη των θηρίων μέχρι τις φωλιές τους -επειδή το νομίζει μεγάλη του επιτυχία

με τη θηλιά τα άγρια θηρία να τ’ αρπάζει
και
με σκυλιά το ισκιερό το δάσος να το ζώνει,

ώστε να μπορεί να παρακολουθήσει τα ίχνη τους- αφήνει στην άκρη σημαντικότερα πράγματα και αναβάλλει πολλά από τα καθήκοντα του, έτσι και εκείνος που επιδιώκει την ηδονή μεταθέτει τα πάντα και, πριν απ’ όλα, αψηφά την ελευθερία του, κι αυτό το κάνει υπακούοντας στην κοιλιά του και μόνο. Δεν αγοράζει όμως ηδονές για τον εαυτό του, αλλά πουλάει τον εαυτό του στις ηδονές.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Για μια ευτυχισμένη ζωή

ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΥΝΗΘΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΒΓΑ

Είτε είναι συχνές είτε έντονες, για να είναι αρκετά επιβλαβείς, είτε όχι, ο κόσμος είναι γεμάτος με προκλήσεις. Το μόνο κομμάτι αυτού του σεναρίου που μπορείτε αξιόπιστα να ελέγξετε είναι η αντίδρασή σας.

Το πώς αντιδράτε σε προσφερόμενες προσβολές εξαρτάται από την εμπειρία της ζωής σας, όπως επίσης και από τις στάσεις σας και τις συνήθειές σας, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από τη φιλοσοφία σας. Αν το τωρινό σας modus operandi δεν είναι προς όφελός σας, η φιλοσοφία με την οποία ζείτε μπορεί να χρειάζεται “κούρδισμα”.

Αλλάζοντας, λοιπόν, τη φιλοσοφία σας μπορείτε επίσης να αλλάξετε τον τρόπο με τον οποίο αντιδράτε στις προκλήσεις. Μπορείτε ακόμη να μειώσετε την πιθανότητα ότι οι άλλοι θα επιχειρήσουν να σας προκαλέσουν.

Οι αντιδράσεις στην προσβολή ποικίλλουν καλύπτοντας ένα πολύ ευρύ φάσμα, από κουλτούρα σε κουλτούρα και από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Η χειρότερη επιλογή είναι η βία, που ξεπληρώνει την προσβολή με βλάβη. Μια άλλη επιλογή είναι το “μία σου και μία μου”: Να ανταλλάσσεις προσβολή με προσβολή.

Μπορείτε επίσης να χρησιμοποιήσετε χιούμορ για να εκτονώσετε την κατάσταση.

Μπορείτε να είστε κυνικοί ή καυστικοί, παίρνοντας εκδίκηση με τέτοιον τρόπο, ώστε να περνά ξυστά από αυτόν που σας προσέβαλε.

Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν αποτύχει να μάθουν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους έναντι των προσβολών και φαίνονται σαν να ζουν σε μια αιώνια κατάσταση προσβολής ή τουλάχιστον είναι συνεχώς έτοιμοι να προσβληθούν. Πολλοί από αυτούς φαίνονται να μην έχουν καμία αίσθηση του χιούμορ. Αρκετοί δεν αγαπούν τους εαυτούς τους ή τον κόσμο πάρα πολύ. Νιώθουν συνεχή δυσαρέσκεια. Αντί να γίνουν αυτοί χαρούμενοι, θέλουν οι χαρούμενοι άνθρωποι να μοιραστούν τη δυσαρέσκειά τους.

Έτσι εφευρίσκουν κανόνες για να ελέγχουν τι επιτρέπεται να λένε, ακόμη και να σκέφτονται οι άνθρωποι, προσέχοντας συνεχώς να μην αφήνουν κανέναν να προσβάλει κανέναν άλλο, προστατεύοντας έτσι (όπως νομίζουν) και τους εαυτούς τους επίσης.

Εν τέλει αυτό δημιουργεί ένα αντιπαραγωγικό σύστημα που όχι μόνο αντιτίθεται στην προσωπική ελευθερία, αλλά εμποδίζει την ελεύθερη ροή της αγάπης για τη ζωή, καθώς και τη θεραπευτική φύση του χιούμορ. Είναι κατά κύριο λόγο ένα σοβιετικού στιλ σύστημα, που αντί για κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας έχει κεντρικό σχεδιασμό της σκέψης.

Μόνο ένα πράγμα είναι σίγουρο γι’ αυτό το σύστημα: Παράγει περισσότερη δυσαρέσκεια από ό,τι ευαρέσκεια για κάθε ενδιαφερόμενο.

Είναι πιο σοφό για εσάς να αποκρούετε τις μηδαμινότητες, ίσως ανατρέποντας επιδέξια την κατάσταση.

Το αγαπημένο μου παράδειγμα αυτού του είδους αφορά το μαέστρο Χέμπερτ φον Κάραγιαν. Μια μέρα ο φον Κάραγιαν περπατούσε ζωηρά σε έναν κεντρικό δρόμο μιας πόλης και ένας άλλος άνθρωπος περπατούσε το ίδιο ζωηρά σε έναν κάθετο δρόμο. Βρίσκονταν σε πορεία σύγκρουσης, αλλά δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο να έρχεται, γιατί ένα μεγάλο γωνιακό συγκρότημα γραφείων εμπόδιζε την ορατότητά τους. Κυριολεκτικά συγκρούστηκαν στη γωνία, και οι δυο τους αναπήδησαν από το σοκ και την έκπληξη της σύγκρουσης.

“Ηλίθιε!” φώναξε ο άντρας στον φον Κάραγιαν.

Σε αυτό, ο φον Κάραγιαν απλά έβγαλε το καπέλο του σαν σε χαιρετισμό και απάντησε “φον Κάραγιαν”.

Αυτό το ανέκδοτο απεικονίζει ένα μεσαίο επίπεδο ηθικής αυτοάμυνας.

Το ονομάζω “κοινωνικό τζούντο” , όταν το διδάσκω σε σεμινάρια.

Αντί να προσβληθεί και να κάνει αντίποινα με παρόμοια κοσμητικά επίθετα ή και χειρότερα, ο φον Κάραγιαν έκανε δύο εκπληκτικά πράγματα.

Πρώτον, αντανάκλασε την προσφερόμενη προσβολή στον προσβάλλοντα. Σαν να ήταν μια πάπια που τίναζε νερό από πάνω της, ποτέ δεν τον άγγιξε ουσιαστικά.

Δεύτερον, μεταμόρφωσε ένα δυνητικό καβγά σε κωμικό επεισόδιο – το αντίθετο της προσβολής που δεν είναι πλέον προσβολή, αλλά γέλιο.

Αλλά οι άνθρωποι που μπορούν να γελούν με τους εαυτούς τους, και να κάνουν τους άλλους να γελούν, δεν είναι μόνο οι πιο ευτυχισμένοι γενικά, αλλά είναι επί πλέον πολύ πιο δύσκολο να τους προσβάλεις.

Τώρα αν ο φον Κάραγιαν αποκαλούνταν “ηλίθιος” τακτικά, όπου και να πήγαινε, αργά ή γρήγορα θα κουραζόταν να βγάζει το καπέλο του, επειδή η συνεχής ροή της προσβολής θα έφθειρε ακόμη και την ικανότητά του να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Αλλά έτσι όπως έγινε, έπαιξε ακριβώς τη σωστή συγχορδία.

Αυτό δεν είναι καθόλου εκπληκτικό για ένα μεγάλο μαέστρο, αλλά και εσείς μπορείτε να το κάνετε.

Η μοναξιά είναι ο δρόμος από τον οποίο το πεπρωμένο θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στον εαυτό του

Ο Νίτσε έλεγε ότι το περπάτημα μας βοηθάει να κατεβάσουμε ιδέες, να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Το να χαρίζουμε στον εαυτό μας μια στιγμή μοναξιάς μας επιτρέπει να βάζουμε σε τάξη τις σκέψεις μας, να διερωτόμαστε για τη ζωή, για το τι στ’ αλήθεια θέλουμε. Είναι δική μας στιγμή περισυλλογής, ο δικός μας χώρος για να γινόμαστε δημιουργικοί.

Είναι σημαντικό να φυλάμε ένα τμήμα της μέρας για τον εαυτό μας, όχι απλώς για χουζούρεμα, αλλά για να είμαστε παρόντες εδώ και τώρα, να χαλαρώνουμε και να μη μας βαραίνουν τα γεγονότα. Έχουμε ανάγκη από έναν προσωπικό χώρο για να ξεφεύγουμε από τον θόρυβο και να σκεφτόμαστε, ή για το εντελώς αντίθετο: για να αδειάζουμε το μυαλό μας από τα καθημερινά προβλήματα.

Ο Έκχαρτ Τόλλε μας μιλάει για το πόσο προβληματικός μπορεί να γίνει ο διανοητικός θόρυβος, το να σκεφτόμαστε διαρκώς. Αν ο εγκέφαλος μας βρίσκεται πάντα σε διέγερση, δε θα μπορέσουμε να απολαύσουμε ούτε μια στιγμή ησυχίας ούτε να ζήσουμε εδώ και τώρα. Γι’ αυτό είναι καλό να αποσυνδεόμαστε. Να κάνουμε switch off. Όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν για λίγα λεπτά.

Η απομάκρυνση από τον θόρυβο, έστω και για λίγο, μας ξαναδίνει την ηρεμία και το νόημα της ύπαρξης. Μας δίνει μία κατεύθυνση για να αποσαφηνίσουμε τα σχέδια μας και να ενεργήσουμε με σιγουριά.

Μπορούμε να αναπνέουμε το οξυγόνο της μοναξιάς έξω στη φύση ή σε ένα δωμάτιο του σπιτιού, σε ένα καφέ, οπουδήποτε μπορούμε να σκεφτούμε.

Αυτή είναι η σημασία του να αποσυνδέεσαι για μερικές στιγμές από τον κόσμο και να συνδέεσαι με τον εαυτό σου. Ανακαλύπτεις ότι η μοναξιά είναι θεραπευτική, δημιουργική και απελευθερωτική. Αν κρατάς ένα μικρό κομμάτι της μέρας για σένα, θα πάψεις να νιώθεις χαμένος.

Πώς οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν τις προσβολές

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν πραγματικοί ήρωες, αλλά δεν ήξεραν τίποτα για την ιπποτική τιμή. Η δική τους μονομαχία δεν είχε καμία σχέση με τον τρόπο ζωής των ευγενών, ήταν απλώς ένα θέαμα με μισθοφόρους μονομάχους, σκλάβους καταδικασμένους σε θάνατο και εγκληματίες, που στέλνονταν στην αρένα, μαζί με άγρια θηρία, για να διασκεδάσουν τους Ρωμαίους.

Όταν επικράτησε ο χριστιανισμός, τα θεάματα με τους μονομάχους καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν αργότερα από τη μονομαχία, που ήταν ο τρόπος επίλυσης των διαφορών μέσω της θεοδικίας. Αν η μάχη μεταξύ των μονομάχων ήταν μια βάρβαρη θυσία στον βωμό της επιθυμίας για εντυπωσιακά θεάματα, οι μονομαχίες είναι μια βάρβαρη θυσία στον βωμό των προκαταλήψεων – όπου δεν θυσιάζονται εγκληματίες, δούλοι και αιχμάλωτοι, αλλά οι ευγενείς και οι ελεύθεροι άνθρωποι. Πάμπολλα στοιχεία του χαρακτήρα των αρχαίων δείχνουν ότι ήταν απολύτως απαλλαγμένοι από τέτοιες προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, όταν ένας Τεύτονας αρχηγός κάλεσε τον Μάριο σε μονομαχία, εκείνος του πρότεινε, αν είχε βαρεθεί τη ζωή του, να πάει να κρεμαστεί• παράλληλα, του παραχώρησε, αν ήθελε να μονομαχήσει, έναν βετεράνο μονομάχο.

Ο Πλούταρχος αναφέρει στον βίο του Θεμιστοκλή ότι κάποτε ο επικεφαλής του στόλου, ο Ευρυβιάδης, σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει• τότε ο Θεμιστοκλής, αντί να τραβήξει το σπαθί του, είπε απλά: Πάταξον μέν ούν, άκουσον δέ [«Χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με»]. Πόσο οικτρά πρέπει να απογοητεύεται ο αναγνώστης, εάν είναι άνθρωπος της τιμής, ανακαλύπτοντας ότι δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι Αθηναίοι αξιωματικοί αρνήθηκαν μαζικά να υπηρετούν υπό τον Θεμιστοκλή μετά από αυτή την απάντηση!

Ο Πλάτωνας σε ένα σημείο των Νόμων αναφέρεται εκτενώς στην αικία, την προσβλητική συμπεριφορά, όπου και φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι αρχαίοι δεν συνέδεαν ούτε στο παραμικρό το αίσθημα της τιμής με αυτά τα ζητήματα. Μια φορά, όταν κάποιος κλότσησε το Σωκράτη, η ανεκτικότητά του προκάλεσε την απορία ενός από τους φίλους του. «Αν με κλοτσούσε ένας γάιδαρος» είπε ο Σωκράτης «θα έπρεπε να νιώσω αδικημένος;». Και κάποια άλλη φορά, όταν τον ρώτησαν «Αυτός δεν σε προσέβαλε και σου φέρθηκε άσχημα;» εκείνος απάντησε: «Όχι, τίποτα απ’ όσα λέει δεν με αφορά».

Ο Στοβαίος έχει διασώσει ένα εκτενές χωρίο του Μουσώνιου, στο οποίο φαίνεται πώς οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν τις προσβολές. Δεν γνώριζαν καμία άλλη μορφή αποκατάστασης της προσβολής εκτός από εκείνη που όριζε ο νόμος, και οι σοφοί άνθρωποι περιφρονούσαν ακόμη κι αυτή. Αν ένας Έλληνας δεχόταν ένα χαστούκι, μόνο μέσω του νόμου θα δικαιωνόταν, όπως αναφέρεται και στον Γοργία του Πλάτωνα, όπου υπάρχει και η γνώμη του Σωκράτη πάνω στο θέμα αυτό. Το ίδιο βλέπουμε και σε μια αναφορά του Γέλλιου για κάποιον Λούκιο Βεράτιο, ο οποίος είχε το θράσος να χαστουκίζει Ρωμαίους πολίτες στον δρόμο χωρίς καμιά αιτία• για να αποφύγει όμως ενδεχόμενες συνέπειες, είχε μαζί του έναν δούλο με μια τσάντα γεμάτη νομίσματα, ο οποίος πλήρωνε επιτόπου στους έκπληκτους παθόντες το ασήμαντο ποσό που όριζε ο νόμος.

Ο Κράτης, ο περίφημος κυνικός φιλόσοφος, δέχτηκε ένα τόσο δυνατό χαστούκι από τον Νικόδρομο τον μουσικό, που το πρόσωπό του πρήστηκε και μελάνιασε. Τότε έβαλε μια μικρή ταμπέλα στο μέτωπό του με την επιγραφή Νικόδρομος εποίει [‘Εργο του Νικόδρομου], κάτι που επέφερε τον χλευασμό για τον μουσικό, ο οποίος είχε φερθεί με τόση βαρβαρότητα στον άνθρωπο που όλη η Αθήνα τιμούσε σαν εφέστιο θεό. Και σε ένα γράμμα στον Μελήσιππο, ο Διογένης από τη Σινώπη αναφέρει ότι τον ξυλοφόρτωσαν μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, αλλά προσθέτει ότι πρόκειται για ασήμαντο ζήτημα.

Και ο Σενέκας, επίσης, αφιερώνει τα πέντε τελευταία κεφάλαια του έργου του De constantίa sapientίs σε μια εκτενή συζήτηση πάνω στο θέμα της προσβολής (contumelia), με στόχο να δείξει ότι ένας σοφός άνθρωπος θα την παραβλέψει. Στο κεφάλαιο 14 διερωτάται: «Τι κάνει ένας σοφός άντρας αν τον χτυπήσουν; Ό,τι έκανε και ο Κάτωνας όταν κάποιος τον χτύπησε στο στόμα. Δεν οργίστηκε, ούτε εκδικήθηκε την προσβολή, ούτε καν ανταπέδωσε το χτύπημα• απλώς το αγνόησε».

«Αυτοί όμως ήταν φιλόσοφοι» λέτε εσείς οι άνθρωποι της τιμής. Και εσείς τι είστε; Ανόητοι; Ακριβώς.

Το πρόβλημα του νοήματος της ζωής

Η θρησκεία και το «πρόβλημα της ζωής»

Δεν σκοπεύουμε να δώσουμε πολύ μεγάλο βάρος στις παραπάνω ιστορικές-κοινωνιολογικές εκτιμήσεις, διότι το πρόβλημα αν η επιστήμη και η θρησκεία είναι πράγματα ασυμβίβαστα ή μη είναι ζήτημα αξιώματος και όχι γεγονότος, δηλαδή δεν μπορεί να λυθεί λαμβάνοντας υπόψη στατιστικά μεγέθη: εάν υπάρχουν περισσότεροι πιστοί ή άπιστοι επιστήμονες. Επομένως, αφού έχουμε απεικονίσει επαρκώς στις σελίδες αυτού του βιβλίου «τι» είναι η επιστήμη (συμπεριλαμβανομένης και της τρέχουσας μορφής της τεχνοεπιστήμης), πρέπει να πούμε, τουλάχιστον σε συντομία, τι εννοούμε με τον όρο θρησκεία, όσο κι αν το ερώτημα φαίνεται περιττό.

Συνεπώς, διευκρινίζουμε ότι, όσον αφορά την κουβέντα μας, ως θρησκεία εννοούμε εκείνη τη στάση που βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει μια σφαίρα της πραγματικότητας η οποία είναι ιερή, ανώτερη από την ορατή πραγματικότητα (υπερφυσική) και από την οποία εξαρτάται ο ορατός κόσμος. Αυτή η σφαίρα του υπερφυσικού ονομάζεται συνήθως η σφαίρα του θείου και μπορεί να γίνει κατανοητή, όπως και πράγματι έγινε, με πολλούς τρόπους μέσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς. Κοινή σε αυτές τις προοπτικές είναι η πεποίθηση ότι το θείο είναι προικισμένο με εξαιρετικές δυνάμεις και, ειδικότερα, μπορεί να παρέμβει στην πορεία των κοσμικών γεγονότων και ειδικά σε αυτά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Εξίσου συχνή είναι η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν κανείς να έρθει σε επαφή με το θείο, να λάβει βοήθεια και συμβουλές σχετικά με τον σωστό τρόπο δράσης. Αυτή η ανθρώπινη στάση γίνεται συγκεκριμένη μέσα από τις διάφορες ιστορικές θρησκείες, καθεμία από τις οποίες έχει αναπτύξει τη δική της «αναπαράσταση» του θείου (πολυθεϊστική ή μονοθεϊστική, εμμανιστική ή υπερβατική), των σχέσεων με τον φυσικό και ανθρώπινο κόσμο, καθώς και μια σειρά από τελετές σε επαφή με αυτό. Από όλα αυτά προήλθαν οι κοσμολογικές οπτικές, οι ηθικοί κώδικες και οι αντιλήψεις για τη φύση του ανθρώπου και τη δομή της κοινωνίας.

Σε κάθε θρησκεία, δημιουργείται μια τάξη ανθρώπων (ιερείς) επιφορτισμένη με την αφοσίωση σε αυτές τις σχέσεις με το θείο, το οποίο, συνήθως, βασίζεται σε κάποια μορφή παρατεταμένης αποκάλυψης, σε μια παράδοση της οποίας οι ιερείς θεωρούνται θεματοφύλακες. Πώς εξηγείται αυτό το τόσο γενικό άνοιγμα του ανθρώπου στο ιερό και το θείο; Κάθε άτομο φιλοδοξεί να λύσει με τον καλύτερο τρόπο το καθολικό πρόβλημα της ύπαρξής του, δηλαδή να ενεργεί με τον «σωστό» τρόπο μέσα στον κόσμο της ζωής όπου βρέθηκε, χωρίς να το έχει επιλέξει. Αυτός ο «κόσμος της ζωής» περιλαμβάνει ό,τι κατά κάποιο τρόπο είναι παρόν, από το φυσικό τοπίο, το οικογενειακό πλαίσιο, τα κοινωνικά έθιμα, τις πολιτιστικές παραδόσεις, τους θεσμούς, τις πεποιθήσεις, τις ηθικές αρχές που «περιβάλλουν» την ύπαρξή μας. Αλλά περιλαμβάνει επίσης την δική μας ατομική συγκρότηση: τα χρωμοσώματά μας, τις κλίσεις και τις συνήθειές μας, τις συναισθηματικές μας σχέσεις, τις γνώσεις μας, σε απλή γλώσσα: ολόκληρη την ατομική μας ιστορία.

Το άτομο αναπόφευκτα βρίσκεται υπό αυτόν τον κόσμο της ζωής, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι κανένας τρόπος δράσης (μέσα σε αυτόν) δεν είναι ισοδύναμος με οποιονδήποτε άλλο και θέλει να επιλέξει τον δικό του τρόπο, ώστε να είναι παρών και ενεργό, και ταυτόχρονα αυτό να το κάνει με τον καλύτερο τρόπο για το ίδιο. Εν ολίγοις, κανείς δεν θέλει να σπαταλήσει τη ζωή του, αντιθέτως επιθυμεί να «περισώσει την αξία του» και αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε «το πρόβλημα της ζωής».

Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η σπατάλη και η απώλεια, είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο της ζωής, σε μια συνεχή σύμπλεξη γνώσης, ερμηνείας και δράσης, στην οποία ορισμένες φορές η αληθινή γνώση και η σωστή ερμηνεία μπορούν να αναζητηθούν από πνευματική περιέργεια, από στοχαστικό πνεύμα, για την «αγάπη της γνώσης», αλλά που έχουν επίσης ένα βαθύτερο νόημα και ανταποκρίνονται σε μια πιο ριζοσπαστική ανάγκη, αυτή της εγγύησης του «σωστού» τύπου δράσης, που αντιστοιχεί στο «τι είναι καλό να κάνω».

Ονομάζουμε σοφία μια γνώση προσανατολισμένη και σχεδιασμένη με αυτή την έννοια. Θέλοντας να μεταφραστεί σε κρίσεις σχετικά με το «τι είναι καλό να κάνουμε και τι όχι», η σοφία δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε πραγματικές γνώσεις (de facto), δηλαδή σε εμπειρικά επαληθεύσιμες μερικές γνώσεις, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και πολύ πιο γενικές γνώσεις που προέρχονται από τις ερμηνείες των γεγονότων, οι οποίες επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν πώς είναι ο κόσμος και πώς είμαστε εμείς, και πρέπει ακόμη να περιλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς τύπους γνώσης, που αφορούν τις αξίες και τις υποχρεώσεις.

Όσον αφορά τον φυσικό κόσμο, οι φυσικές επιστήμες προσφέρουν έναν όλο και αυξανόμενο πλούτο γνώσεων, που τάχιστα εφαρμόζονται στα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά και σε σχέση με τον ιστορικό-κοινωνικό κόσμο, οι επιστήμες του ανθρώπου μας προσφέρουν πλούτο γεγονότων και ερμηνειών που αναμφίβολα μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς τα εννοιολογικά μας συστήματα, οι τρόποι κατηγοριοποίησης του κόσμου, οι ερμηνείες μας για την κοινωνία και την ιστορία, οι αξίες που εμπνέουν τους θεσμούς και τις δράσεις μας, ο τρόπος ζωής μας έχουν ωριμάσει ιστορικά.

Η γνώση και η κατανόηση «από πού προέρχονται» και «πώς» δημιουργήθηκαν όλα τούτα, είναι πολύ σημαντική ώστε να μπορούμε να τα προσεγγίσουμε κριτικά και να δικαιολογήσουμε την εγκυρότητά τους ακόμη και στην παρούσα κατάσταση. Ωστόσο, προειδοποιούμε ότι όλες αυτές οι συνεισφορές δεν είναι αρκετές να ικανοποιήσουν αυτή την κλήση στην οποία από την αρχαιότητα είχε εντοπιστεί η ουσία της σοφίας: «το γνῶθι σ' αὐτόν».

Πράγματι, μόνο αφού καταλάβουμε επαρκώς «τι είμαστε», αποκτά νόημα το ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε» για να φροντίσουμε τον εαυτό μας, να μην σπαταλήσουμε τη ζωή μας, να καταλάβουμε τις σχέσεις που πρέπει να δημιουργήσουμε μεταξύ μας, στον κόσμο και την κοινωνία. Καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, οι θρησκείες παρείχαν απαντήσεις σε πανανθρώπινα ερωτήματα, κάποια συνοψίζονται εδώ, παρέχοντας τις ερμηνείες του κόσμου, του ανθρώπου, της κοινωνίας που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίλυση του «προβλήματος της ζωής» και συνεχίζουν να επιτελούν αυτή τη λειτουργία ακόμα και σήμερα. Μέσα στον δυτικό πολιτισμό (λιγότερο συγκεκριμένα και σε κάποιους άλλους) οι φιλοσοφίες φρόντιζαν να απαντούν σ’ αυτά τα ερωτήματα.

Σήμερα η φωνή της θρησκείας ακούγεται λιγότερο, θεωρείται ότι μπορεί να μιλήσει μόνο στην ιδιωτική συνείδηση και η φιλοσοφία, σε μεγάλο βαθμό, αποφεύγει να αντιμετωπίζει τα «μεγάλα προβλήματα» του ανθρώπου, ενώ θεωρείται ότι ο δημόσιος λόγος (δηλαδή ο διυποκειμενικός) είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της επιστήμης. Αλλά είναι δυνατόν να επιφορτιστεί με μια τέτοια λειτουργία η επιστήμη;

Η «επίδοση νοήματος» στον κόσμο της ζωής

Έχουμε ήδη δει κάποιους λόγους για τους οποίους η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αρνητική όταν ασχοληθήκαμε με την «φυσικοποίηση» του ανθρώπου, όπου χρειάστηκε να αναγνωρίσουμε ότι αυτή μπορεί να ιδωθεί όχι τόσο ως πρόοδος, αλλά ως οπισθοδρόμηση σε ένα όραμα «προ-Σωκρατικού» τύπου. Σε όσα έχουν ήδη ειπωθεί, θέλουμε να προσθέσουμε ότι αυτή η προοπτική εμποδίζει τον άνθρωπο να λύσει το «πρόβλημα της ζωής του», καθώς αποκλείει τη δυνατότητα να δώσει στη ζωή ένα πραγματικό νόημα, και αυτό επειδή, όπως επιμείναμε, οι μοντέρνες επιστήμες (τόσο οι φυσικές όσο και αυτές του ανθρώπου) έχουν εξορίσει, από το εννοιολογικό τους υπόβαθρο, την έννοια του σκοπού. Είναι ξεκάθαρο ότι, όπου δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει έναν σκοπό, δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει ένα νόημα. Πράγματι το νόημα δεν του αποκαλύπτεται όταν μπορεί απλά να πει: «αυτό συμβαίνει εξαιτίας» αντί να πει «ενόψει ποιου πράγματος συμβαίνει αυτό».

Αυτό προκύπτει ήδη από τη μελέτη μιας εκ των εννοιολογήσεων του «νοήματος», που το θεωρεί συνώνυμο ή εξειδίκευση της «κατεύθυνσης», δηλαδή ως ένδειξη μιας πορείας «προς τα εκεί…». Η ανάγκη νοήματος, με τη βαθύτερη έννοια, εμφανίζεται και στον διαφορετικό τρόπο που σε συγκεκριμένες περιστάσεις προσεγγίζεται το ερώτημα «γιατί;». Για παράδειγμα, αναρωτιόμαστε «γιατί η λευχαιμία οδήγησε στο θάνατο αυτού του αθώου παιδιού;». Εάν η απάντησή μας περιοριζόταν σε γενετικές, περιβαλλοντικές και φυσιολογικές αιτίες που είναι ικανές να «εξηγήσουν» αυτό το τρομερό κακό, σίγουρα δεν θα θεωρούσαμε ότι πήραμε και την απάντηση που ψάχνουμε.

Ο λόγος για τον οποίο θα θέλαμε να μάθουμε, έχει ακριβώς να κάνει με το «αγωνιώδες πρόβλημα του κακού», το οποίο έχει ταλαιπωρήσει για αιώνες τη φιλοσοφία και τη θεολογία και στο οποίο καμία επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει, ακριβώς επειδή είναι ένα υπαρξιακό ερώτημα που αναζητά μια αίσθηση νοηματοδότησης αυτού του φυσικού γεγονότος, την πιθανότητα δηλαδή να το εγγράψει σε κάποιο σχέδιο ή σκοπό όπου αυτό δεν θα μπορεί πλέον να εμφανίζεται ως το απόλυτο κακό. Επομένως, η παγκοσμιοποίηση του μηχανιστικο-επιστημονικού σχήματος, το οποίο αναλύσαμε σε αυτόν τον τόμο, κατέληξε να καταστείλει το νόημα, όχι μόνο όσον αφορά τον άψυχο κόσμο, αλλά και όσον αφορά τον κόσμο της ζωής, ακόμη κι αν αυτή κατανοείται αποκλειστικά και μόνο με τη βιολογική της έννοια.

Το τελευταίο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου: ενώ ο εξελικτισμός του Λαμάρκ αναγνώριζε ακόμη στη ζωντανή ύλη μια εγγενή τάση να δημιουργεί, στο υψηλότερο επίπεδο συμβατό με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ένα ενυπάρχον σχέδιο, η θεωρία του Δαρβίνου εφαρμόζει στα έμβια όντα το σχήμα μιας ντετερμινιστικής πορείας της ζωής ως το αποτέλεσμα αμιγώς εξωτερικών αιτιών, που ενεργούν χωρίς ένα σχέδιο και σε υλικές συνθήκες που προκύπτουν τυχαία. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται απλά το προϊόν αυτών των τυχαίων μηχανισμών όχι μόνο σε σχέση με τη βιολογική του δομή, αλλά και (σύμφωνα με τις νατουραλιστικές προοπτικές που έχουμε λάβει υπόψη) σε όλες τις «υψηλότερες» διαστάσεις του.

Φαίνεται λοιπόν αναπόφευκτο ότι μέσα στα ερμηνευτικά πλαίσια του ανθρώπου και του κόσμου που παρέχονται από το σύμπλεγμα των επιστημών, δεν μπορούν καν να διατυπωθούν ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής. Στην πραγματικότητα, αυτά τα ερωτήματα είναι δυνατά μόνο αν θεωρήσουμε ότι μπορεί να υπάρχουν διαστάσεις της πραγματικότητας -και της ύπαρξης- που δεν μπορούν να εκπέσουν σε αυτό που είναι εμπειρικά εξακριβώσιμο ή επαληθεύσιμο και για τα οποία μπορεί ωστόσο να γίνει μια ορθολογική έρευνα.

Το να διασχίσουν τον ορίζοντα της εμπειρισμού δεν τα καταδικάζει να είναι «χωρίς νόημα», ούτε τα υποβιβάζει σε απλές συναισθηματικές καταστάσεις, απαιτεί όμως την αποδοχή σημασιολογικών κριτηρίων που είναι διαφορετικά από εκείνα που υιοθετήθηκαν από τις επιστήμες, και αυτό για το απλό γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι «καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται» όταν τίθενται αυτά τα ερωτήματα (κάτι που θα ήταν αδύνατο αν δεν είχαν νόημα), και όχι μόνο· συνειδητοποιούν ότι αυτά είναι ακριβώς τα θεμελιώδη ζητήματα που μας θέτει ο κόσμος της ζωής: τα προβλήματα νοήματος, δηλαδή υπαρξιακού προσανατολισμού και όχι η αιτιώδης εξήγηση των γεγονότων.

Nietzsche: Η γέννηση της τραγωδίας - Ελληνισμός και απαισιοδοξία

Φρίντριχ Νίτσε: 1844–1900

Το τραγικό πνεύμα του πολιτισμού: Όνειρο και Μέθη

§1

Το πρώτο αυθεντικά φιλοσοφικό έργο του Νίτσε είναι το βιβλίο του: Η γέννηση της τραγωδίας . Για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1872 και αυτο-κατανοείται ως συμβολή στην Αισθητική, ενώ στο πρακτικό του αντίκρισμα μπορεί να θεωρηθεί ως φιλοσοφική πραγματεία του πνευματικού πολιτισμού. Καθ’ όλη τη στοχαστική πορεία ζωής του φιλοσόφου, το εν λόγω έργο αξιολογείται ως ένα από τα πιο διαδεδομένα και συναρπαστικά δημιουργήματά του. Μια νέα έκδοσή του δημοσιεύτηκε το 1886 με τον τίτλο: Η γέννηση της τραγωδίας ή Ελληνισμός και απαισιοδοξία. Με τούτο το έργο ο Νίτσε επιχειρεί μια εξαρχής ανάγνωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Με βάση αυτή την ανάγνωση, στην αρχαία ελληνική τέχνη και πιο ειδικά στην ποίηση μπορεί κανείς να διακρίνει δυο αντίθετα στοιχεία ζωτικής σημασίας για την οντολογική μας υπόσταση: το Απολλώνιο και το Διονυσιακό:

 «Θα έχουμε επιτύχει πολλά στην αισθητική επιστήμη, μόλις φτάσουμε όχι μόνο να καταλάβουμε λογικά, αλλά και να διαισθανθούμε με άμεση βεβαιότητα πως η εξέλιξη της τέχνης συνδέεται με τη δυϊκότητα του Απολλώνιου και του Διονυσιακού»[1].

Η φιλοσοφική πρόκληση του σπουδαίου τούτου έργου έγκειται στην ερμηνευτική του που θεμελιώνεται στην αισθητική επιστήμη. Όπως μαρτυρεί το ως άνω κείμενο, ο Νίτσε ερμηνεύει ως πρώτη φιλοσοφία την αισθητική επιστήμη και καμιά οντολογία ή γνωσιοθεωρία. Κατά ταύτα, η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκει τον αυθεντικό προσδιορισμό της και την αντίστοιχη αιτιολόγησή του στην πράξη της τέχνης και στην πρακτική εκδίπλωση της τελευταίας.

§2

Το αντικείμενο που δίνει τον τίτλο στο υπό συζήτηση έργο είναι η αττική τραγωδία. Τούτο σημαίνει πως ο Νίτσε αναγνωρίζει στην τελευταία το αποκορύφωμα του πνευματικού πολιτισμού των Ελλήνων και παράλληλα το ενδεικτικό στοιχείο για τον υπαρξιακό χαρακτήρα της τέχνης ως τέτοιας. Συνακόλουθα, η αττική τραγωδία παραπέμπει στην έννοια του “Τραγικού”, που εξίσου διατηρεί αμείωτη τη δυναμική της και στη σύγχρονη εποχή. Για την έννοια της αττικής τραγωδίας, όπως και για εκείνη της τέχνης και της φιλοσοφίας, στο έργο καθοριστική είναι η αντίθεση και η αντιθετική σύζευξη ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό:

«Τα ονόματα ‘‘Απολλώνιο’’ και “Διονυσιακό” τα δανειζόμαστε από τους Έλληνες, που εκφράζουν, για τον καθένα που κατανοεί, τα βαθυστόχαστα κρυφά διδάγματα της καλλιτεχνικής τους αντίληψης όχι με αφηρημένες έννοιες, αλλά με τις σαφείς και πειστικές μορφές του κόσμου των θεών τους. Οι δυο θεότητές τους που σχετίζονται με την τέχνη, ο Απόλλων και ο Διόνυσος, μας παρέχουν τη γνώση ότι στον ελληνικό κόσμο υπάρχει μια τρομερή αντίθεση, ως προς την προέλευση και τους σκοπούς, ανάμεσα στην πλαστική τέχνη, την απολλώνια, και τη μη-πλαστική της μουσικής, την τέχνη του Διόνυσου: αμφότερες αυτές οι τόσο διαφορετικές παρορμήσεις/ορμές κινούνται η μια δίπλα στην άλλη· τις περισσότερες φορές σε κατάσταση ανοικτής σύγκρουσης, αμοιβαία ερεθιζόμενες για νέες, όλο και πιο ισχυρές γέννες, για να διαιωνίσουν ανάμεσά τους τη διαμάχη που γεννά η αντίθεσή τους και την οποία μόνο φαινομενικά γεφυρώνει αυτό που είναι κοινό και ονομάζεται “τέχνη”· ώσπου, τελικά, δυνάμει ενός μεταφυσικού θαύματος της ελληνικής “Βούλησης”, εμφανίζονται ζευγαρωμένες και με το ζευγάρωμά τους αυτό γεννούν εν τέλει το έργο τέχνης που είναι συγχρόνως διονυσιακό και απολλώνιο, την αττική τραγωδία»[2].

§3

Η διάκριση ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό δεν είναι μια αφηρημένη, παγιωμένη και ακίνητη αντίθεση δυο καλλιτεχνικών παρορμήσεων, ορμών ή δυνάμεων παρά εισάγεται ως ένα είδος “διπλασιασμού”, τουτέστι ως παραγωγική αλληλεπίδραση μεταξύ τους: Απολλώνιο και Διονυσιακό εμφανίζονται ως αμοιβαία αντιθετικοί κόσμοι, καθένας για τον εαυτό του και παράλληλα συμπληρωματικός του άλλου, ο θεράπων παράγοντας του άλλου. Αμφότερα συγκροτούν πνευματικό πολιτισμό και μας παρέχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούμε το ψεύδος για να βρίσκουμε «ισορροπία νοήματος» στη ζωή. Να τη βρίσκουμε όχι ως άρνηση της αλήθειας, με την κανονιστική σημασία του όρου, αλλά ως άγνοια αυτού που δεν θέλουμε να γνωρίζουμε. Εάν, για παράδειγμα, η αλήθεια για οποιαδήποτε πολιτική-κοινωνική καταρράκωση του ανθρώπινου Είναι μας, εκ μέρους της μιας ή της άλλης πολιτικής, μπορεί κάλλιστα να εγγίζει τα όρια μιας εθνικής μειοδοσίας, αυτή την αλήθεια –που προκαλεί φοβερό σεισμό στη ζωή μας– δεν θέλουμε να τη γνωρίζουμε. Το να επιδιώξουμε να γνωρίσουμε μια τέτοια αλήθεια σημαίνει να στερήσουμε την ύπαρξή μας από το βέβαιο, το σταθερό, το σίγουρο της ήρεμης καθημερινής βίωσης και επιβίωσης. Μια τέτοια στέρηση υποδηλώνει περίπου κλονισμό της βούλησής μας για ζωή. Και τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι και παραμένει ένα ιδιοτελές κοινωνικο-πολιτικό ζώο, προέχει η βούληση για ζωή, γιατί μέσα από τούτη τη βούληση διέρχεται όχι μόνο η πιο πάνω «ισορροπία νοήματος» –ως αναγκαίος ίσως συμβιβασμός– αλλά και κάποια μελλοντική ανατροπή αυτού του «ισορροπημένου» με δουλόφρονα νοοτροπία βίου. Αυτό που επιζητεί ο Νίτσε, μέσα από αυτούς τους ερμηνευτικούς δρόμους, δεν είναι να δοξάσει το υφιστάμενο αλλά να μας προσφέρει γνώση, αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης μας, έτσι ώστε η τελευταία να είναι σε θέση να επινοεί νέες μορφές ζωής.

§4

Γιατί όμως το Απολλώνιο και το Διονυσιακό μας παρέχουν τις ως άνω δυνατότητες; Κατ’ αρχήν, επειδή αμφότερα αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της πνευματικότητάς μας. Πιο ειδικά: Το πρώτο συνδέεται με το όνειρο, ενώ το δεύτερο με τη μέθη. Ποια η σημασία αυτού του ονείρου; Στη σφαίρα του ονείρου, ο άνθρωπος πλάθει, δημιουργεί την όμορφη φαινομενικότητα από κόσμους εναρμονισμένους με τις ατομικές του ανάγκες και ικανούς να τον πλημμυρίζουν με ένα βαθύ αίσθημα συγκατάνευσης και γαλήνης. Συγχρόνως τον κάνει να αισθάνεται πως καθημερινά κινείται μέσα σε μια ονειρική πραγματικότητα, που αυτόματα παραπέμπει σε έναν κόσμο επιφανειακό, φαινομενικό, πίσω από τον οποίο κρύβεται ένας άλλος κόσμος. Έτσι εισέρχεται σε μια αλήθεια που ίσταται πάνω από το βιοτικό ή καθημερινό στοιχείο της ύπαρξής του. Μέσα στο όνειρο λοιπόν δύναται –ως αυτόνομος, αυτεξούσιος, αυτάρκης, φωτεινός, σύμμετρος με το Είναι του– να εξατομικεύεται, να ενδυναμώνει την ατομικότητά του και στη συνέχεια να κατέρχεται στην καθημερινή ζωή με εμπιστοσύνη, με αυτοπεποίθηση και με τάση για αυτοδιάθεση, για αυτοπροσδιορισμό. Με το Απολλώνιο στοιχείο συνεπώς είναι παρούσα η φιλοσοφική γαλήνη.
Στη σφαίρα της μέθης ο άνθρωπος δεν συναδελφώνεται μόνο με τον συνάνθρωπό του, αλλά χάρη στην κατάσταση της συλλογικής έκστασης απελευθερώνει το σύμπαν της σκλαβωμένης του φύσης, εκμηδενίζει κάθε ακαμψία, αποδυναμώνει κάθε συστολή και γκρεμίζει όλους τους φραγμούς, ορατούς και αόρατους, της αυθαιρεσίας, της εχθρότητας, της δουλικότητας, της συμβεβλημένης ηθικότητας κ.λπ., που του επιφυλάσσουν οι καταστάσεις ζωής και οι οποίοι τον χωρίζουν από την ουσία του ως ανθρώπου. Η αφύπνιση του διονυσιακού πνεύματος έτσι του επιτρέπει να θραύει τα δεσμά, μεταξύ άλλων, μιας δουλικής ηθικής και μιας εξαρτημένης σχέσης του βίου που του επιβάλλουν οι «δυνατοί» και δια της οποίας διαφεντεύουν την ύπαρξή του με δική του συγκατάθεση.
-----------------------------
[1] Kritische Studienausgabe (KSA) 1, die Geburt der Tragödie u.a., σ. 25.
[2] Ό.π., σσ. 25-26.

ΠΛΑΤΩΝ: Ἀπολογία Σωκράτους (24b-26a)

Ο Σωκράτης αντικρούει την κατηγορία του Μέλητου

Περὶ μὲν οὖν ὧν οἱ πρῶτοί μου κατήγοροι κατηγόρουν αὕτη ἔστω ἱκανὴ ἀπολογία πρὸς ὑμᾶς· πρὸς δὲ Μέλητον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλόπολιν, ὥς φησι, καὶ τοὺς ὑστέρους μετὰ ταῦτα πειράσομαι ἀπολογήσασθαι. αὖθις γὰρ δή, ὥσπερ ἑτέρων τούτων ὄντων κατηγόρων, λάβωμεν αὖ τὴν τούτων ἀντωμοσίαν. ἔχει δέ πως ὧδε· Σωκράτη φησὶν ἀδικεῖν τούς τε νέους διαφθείροντα καὶ θεοὺς οὓς ἡ πόλις
[24c] νομίζει οὐ νομίζοντα, ἕτερα δὲ δαιμόνια καινά. τὸ μὲν δὴ ἔγκλημα τοιοῦτόν ἐστιν· τούτου δὲ τοῦ ἐγκλήματος ἓν ἕκαστον ἐξετάσωμεν.
Φησὶ γὰρ δὴ τοὺς νέους ἀδικεῖν με διαφθείροντα. ἐγὼ δέ γε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀδικεῖν φημι Μέλητον, ὅτι σπουδῇ χαριεντίζεται, ῥᾳδίως εἰς ἀγῶνα καθιστὰς ἀνθρώπους, περὶ πραγμάτων προσποιούμενος σπουδάζειν καὶ κήδεσθαι ὧν οὐδὲν τούτῳ πώποτε ἐμέλησεν· ὡς δὲ τοῦτο οὕτως ἔχει, πειράσομαι καὶ ὑμῖν ἐπιδεῖξαι. καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ· ἄλλο τι ἢ
[24d] περὶ πλείστου ποιῇ ὅπως ὡς βέλτιστοι οἱ νεώτεροι ἔσονται;
Ἔγωγε.
Ἴθι δή νυν εἰπὲ τούτοις, τίς αὐτοὺς βελτίους ποιεῖ; δῆλον γὰρ ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι. τὸν μὲν γὰρ διαφθείροντα ἐξευρών, ὡς φῄς, ἐμέ, εἰσάγεις τουτοισὶ καὶ κατηγορεῖς· τὸν δὲ δὴ βελτίους ποιοῦντα ἴθι εἰπὲ καὶ μήνυσον αὐτοῖς τίς ἐστιν. — Ὁρᾷς, ὦ Μέλητε, ὅτι σιγᾷς καὶ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν; καίτοι οὐκ αἰσχρόν σοι δοκεῖ εἶναι καὶ ἱκανὸν τεκμήριον οὗ δὴ ἐγὼ λέγω, ὅτι σοι οὐδὲν μεμέληκεν; ἀλλ᾽ εἰπέ, ὠγαθέ, τίς αὐτοὺς ἀμείνους ποιεῖ;
Οἱ νόμοι.
[24e] Ἀλλ᾽ οὐ τοῦτο ἐρωτῶ, ὦ βέλτιστε, ἀλλὰ τίς ἄνθρωπος, ὅστις πρῶτον καὶ αὐτὸ τοῦτο οἶδε, τοὺς νόμους;
Οὗτοι, ὦ Σώκρατες, οἱ δικασταί.
Πῶς λέγεις, ὦ Μέλητε; οἵδε τοὺς νέους παιδεύειν οἷοί τέ εἰσι καὶ βελτίους ποιοῦσιν;
Μάλιστα.
Πότερον ἅπαντες, ἢ οἱ μὲν αὐτῶν, οἱ δ᾽ οὔ;
Ἅπαντες.
Εὖ γε νὴ τὴν Ἥραν λέγεις καὶ πολλὴν ἀφθονίαν τῶν ὠφελούντων. τί δὲ δή; οἱ δὲ ἀκροαταὶ βελτίους ποιοῦσιν

[25a] ἢ οὔ;
Καὶ οὗτοι.
Τί δέ, οἱ βουλευταί;
Καὶ οἱ βουλευταί.
Ἀλλ᾽ ἄρα, ὦ Μέλητε, μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οἱ ἐκκλησιασταί, διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους; ἢ κἀκεῖνοι βελτίους ποιοῦσιν ἅπαντες;
Κἀκεῖνοι.
Πάντες ἄρα, ὡς ἔοικεν, Ἀθηναῖοι καλοὺς κἀγαθοὺς ποιοῦσι πλὴν ἐμοῦ, ἐγὼ δὲ μόνος διαφθείρω. οὕτω λέγεις;
Πάνυ σφόδρα ταῦτα λέγω.
Πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν. καί μοι ἀπόκριναι· ἦ καὶ περὶ ἵππους οὕτω σοι δοκεῖ ἔχειν; οἱ μὲν

[25b] βελτίους ποιοῦντες αὐτοὺς πάντες ἄνθρωποι εἶναι, εἷς δέ τις ὁ διαφθείρων; ἢ τοὐναντίον τούτου πᾶν εἷς μέν τις ὁ βελτίους οἷός τ᾽ ὢν ποιεῖν ἢ πάνυ ὀλίγοι, οἱ ἱππικοί, οἱ δὲ πολλοὶ ἐάνπερ συνῶσι καὶ χρῶνται ἵπποις, διαφθείρουσιν; οὐχ οὕτως ἔχει, ὦ Μέλητε, καὶ περὶ ἵππων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ζῴων; πάντως δήπου, ἐάντε σὺ καὶ Ἄνυτος οὐ φῆτε ἐάντε φῆτε· πολλὴ γὰρ ἄν τις εὐδαιμονία εἴη περὶ τοὺς νέους εἰ εἷς μὲν μόνος αὐτοὺς διαφθείρει, οἱ δ᾽ ἄλλοι
[25c] ὠφελοῦσιν. ἀλλὰ γάρ, ὦ Μέλητε, ἱκανῶς ἐπιδείκνυσαι ὅτι οὐδεπώποτε ἐφρόντισας τῶν νέων, καὶ σαφῶς ἀποφαίνεις τὴν σαυτοῦ ἀμέλειαν, ὅτι οὐδέν σοι μεμέληκεν περὶ ὧν ἐμὲ εἰσάγεις.
Ἔτι δὲ ἡμῖν εἰπέ, ὦ πρὸς Διὸς Μέλητε, πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ πονηροῖς; ὦ τάν, ἀπόκριναι· οὐδὲν γάρ τοι χαλεπὸν ἐρωτῶ. οὐχ οἱ μὲν πονηροὶ κακόν τι ἐργάζονται τοὺς ἀεὶ ἐγγυτάτω αὑτῶν ὄντας, οἱ δ᾽ ἀγαθοὶ ἀγαθόν τι;
Πάνυ γε.
[25d] Ἔστιν οὖν ὅστις βούλεται ὑπὸ τῶν συνόντων βλάπτεσθαι μᾶλλον ἢ ὠφελεῖσθαι; ἀποκρίνου, ὦ ἀγαθέ· καὶ γὰρ ὁ νόμος κελεύει ἀποκρίνεσθαι. ἔσθ᾽ ὅστις βούλεται βλάπτεσθαι;
Οὐ δῆτα.
Φέρε δή, πότερον ἐμὲ εἰσάγεις δεῦρο ὡς διαφθείροντα τοὺς νέους καὶ πονηροτέρους ποιοῦντα ἑκόντα ἢ ἄκοντα;
Ἑκόντα ἔγωγε.
Τί δῆτα, ὦ Μέλητε; τοσοῦτον σὺ ἐμοῦ σοφώτερος εἶ τηλικούτου ὄντος τηλικόσδε ὤν, ὥστε σὺ μὲν ἔγνωκας ὅτι οἱ μὲν κακοὶ κακόν τι ἐργάζονται ἀεὶ τοὺς μάλιστα πλησίον

[25e] ἑαυτῶν, οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἀγαθόν, ἐγὼ δὲ δὴ εἰς τοσοῦτον ἀμαθίας ἥκω ὥστε καὶ τοῦτ᾽ ἀγνοῶ, ὅτι ἐάν τινα μοχθηρὸν ποιήσω τῶν συνόντων, κινδυνεύσω κακόν τι λαβεῖν ὑπ᾽ αὐτοῦ, ὥστε τοῦτο ‹τὸ› τοσοῦτον κακὸν ἑκὼν ποιῶ, ὡς φῂς σύ; ταῦτα ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, ὦ Μέλητε, οἶμαι δὲ οὐδὲ ἄλλον ἀνθρώπων οὐδένα· ἀλλ᾽ ἢ οὐ διαφθείρω, ἢ εἰ διαφθείρω, 
[26a] ἄκων, ὥστε σύ γε κατ᾽ ἀμφότερα ψεύδῃ. εἰ δὲ ἄκων διαφθείρω, τῶν τοιούτων [καὶ ἀκουσίων] ἁμαρτημάτων οὐ δεῦρο νόμος εἰσάγειν ἐστίν, ἀλλὰ ἰδίᾳ λαβόντα διδάσκειν καὶ νουθετεῖν· δῆλον γὰρ ὅτι ἐὰν μάθω, παύσομαι ὅ γε ἄκων ποιῶ. σὺ δὲ συγγενέσθαι μέν μοι καὶ διδάξαι ἔφυγες καὶ οὐκ ἠθέλησας, δεῦρο δὲ εἰσάγεις, οἷ νόμος ἐστὶν εἰσάγειν τοὺς κολάσεως δεομένους ἀλλ᾽ οὐ μαθήσεως.

***
Και όσο για τις κατηγορίες των πρώτων μου κατηγόρων, αρκετά είναι αυτά που σας απολογήθηκα. Όσο για τον Μέλητο, τον καλό και πατριώτη, όπως τον λένε, και τους υστερινούς, θα δοκιμάσω τώρα ν᾽ απολογηθώ και σ᾽ αυτούς. Και επειδή αυτοί είναι άλλοι κατήγοροι, ας ξαναπάρουμε πάλι το κατηγορητήριό τους. Αυτό είναι: Λέει πως Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΧΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ
[24c] ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΑ ΝΕΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ, ΑΛΛΕΣ. Τέτοια λοιπόν είναι η κατηγορία μου και τώρα ας την εξετάσουμε στο καθετί. Λένε δηλαδή πως είμαι ένοχος, γιατί διαφθείρω τους νέους. Κι εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, λέω πως ένοχος είναι ο Μέλητος, γιατί αστειεύεται στα σοβαρά και βάζει σε αγώνες δικαστικούς τους ανθρώπους για το τίποτε, με την πρόφαση πως φροντίζει και χάνεται για πράγματα που ποτέ του γι᾽ αυτά δεν τον έμελε. Και ότι τούτο έτσι είναι θα δοκιμάσω να το αποδείξω και σ᾽ εσάς.
Κι έλα μου εδώ τώρα, Μέλητε, και πες μου. Η μόνη σου

[24d] φροντίδα δεν είναι πώς να γίνουν καλύτεροι οι νέοι; — Βέβαια. — Έλα λοιπόν, πες σε τούτους τώρα ποιός είναι αυτός που τους κάνει καλύτερους. Γιατί φανερό είναι πως θα τον ξέρεις, αφού τόσο σε μέλει. Εκείνον που τους διαφθείρει, καθώς λες, τον βρήκες και είμ᾽ εγώ, που με φέρνεις στο δικαστήριο μπροστά σ᾽ αυτούς εδώ και με κατηγορείς· πες μου τώρα και ποιός είν᾽ αυτός που τους κάνει καλύτερους και δείξε τούς τον. Βλέπεις, Μέλητε, πώς σωπαίνεις και δεν έχεις τί να πεις; και δεν ντρέπεσαι, που σου δείχνω τώρα με το παραπάνω πως δε σε μέλει καθόλου γι᾽ αυτό το πράγμα; Πες μας λοιπόν, καλέ μου, ποιός τους κάνει καλύτερους; — Οι νόμοι.
[24e] — Μα δεν σε ρωτώ αυτό, λαμπρέ άνθρωπε, σε ρωτώ ποιός άνθρωπος, αφού πρώτα έμαθε κι αυτό που λες, τους νόμους. — Αυτοί εδώ, Σωκράτη, οι δικαστές. — Πώς είπες, Μέλητε; Αυτοί είναι ικανοί να εκπαιδεύσουν τους νέους και να τους κάνουν καλύτερους; — Μάλιστα. — Και ποιό απ᾽ τα δύο; Όλοι, ή μερικοί απ᾽ αυτούς ναι και άλλοι όχι; — Όλοι. — Πολύ καλά τα είπες, μά την Ήρα, και μας βρήκες ένα σωρό ωφέλιμους ανθρώπους. Γιά πες μας ακόμα. Αυτοί εδώ οι ακροατές τούς κάνουν καλύτερους
[25a] ή όχι; — Κι αυτοί. — Και οι βουλευτές; — Και οι βουλευτές. — Το λοιπόν, Μέλητε, μήπως οι άνθρωποι των συνελεύσεων, οι «εκκλησιαστές», διαφθείρουν τους νέους, ή κι εκείνοι τους κάνουν καλύτερους; — Κι εκείνοι. — Όλοι λοιπόν, καθώς φαίνεται, οι Αθηναίοι τούς κάνουν καλούς και άξιους, εκτός από μένα και μόνος εγώ τους διαφθείρω. Έτσι λες; — Έτσι λέω βέβαια. — Μεγάλη δυστυχία μού φόρτωσες αλήθεια. Και τώρα αποκρίσου μου πάλι. Το ίδιο δε σου φαίνεται πως γίνεται και με τ᾽ άλογα: εκείνοι
[25b] που τα καλυτερεύουν είναι όλοι οι άνθρωποι και ένας μονάχα είναι που τα καταστρέφει, ή το εναντίο ένας ή πολύ λίγοι είναι που μπορούν να τα κάνουν καλύτερα, δηλαδή οι ιπποκόμοι, ενώ ο πολύς κόσμος, αν ανακατεύεται με τ᾽ άλογα και τα μεταχειρίζεται, τα καταστρέφει; Δεν είναι έτσι, ω Μέλητε, και για τ᾽ άλογα και για όλα τ᾽ άλλα ζώα; Έτσι είναι βέβαια, είτε το παραδεχθείτε και συ και ο Άνυτος είτε όχι· θέλω να πω πως πολλή ευτυχία θα ήτανε για τους νέους αν ένας μονάχα είναι που τους διαφθείρει και οι άλλοι όλοι
[25c] τούς ωφελούν. Φανερώθηκε όμως αρκετά τώρα, Μέλητε, πως ποτέ δεν φρόντισες για τους νέους και καθαρά δείχνεις την αφροντισιά σου, πως τίποτε δε σε μέλει γι᾽ αυτά που με καταγγέλλεις.
Πες μας ακόμα, Μέλητε, για όνομα του θεού, τί είναι καλύτερο, να ζει κανένας με πολίτες καλούς ή με κακούς; Αποκρίσου, φίλε μου, γιατί δε σε ρωτώ τίποτε δύσκολο. Δεν είν᾽ αλήθεια πως οι κακοί κακό πάντα κάνουν σε όσους έχουνε κοντά τους, και οι καλοί καλό; — Βέβαια.

[25d] — Είναι λοιπόν κανένας που να θέλει καλύτερα να τον βλάφτουν οι δικοί του, παρά να τον ωφελούν; Αποκρίσου καλέ μου· γιατί ο νόμος προστάζει ν᾽ αποκριθείς. Είναι κανείς που να ζητεί να τον βλάφτουν; — Όχι βέβαια. — Έλα λοιπόν, πες μου, ποιό από τα δύο έφερες εδώ: πως τάχα διαφθείρω τους νέους και τους κάνω χειρότερους γιατί το θέλω, ή χωρίς να το θέλω κι ο ίδιος; — Εγώ λέω πως το θέλεις. — Τί λοιπόν, Μέλητε; Τόσο σοφότερος είσ᾽ εσύ, με τα χρόνια που έχεις, από μένα, με τα χρόνια τα δικά μου, ώστε εσύ το κατάλαβες πως οι κακοί πάντα κακό κάνουν σ᾽ αυτούς που είναι
[25e] γύρω τους και οι καλοί καλό; Κι εγώ σε τέτοια αμάθεια κατάντησα, που κι αυτό ακόμα να μην το καταλαβαίνω, πως αν κάνω σε κανένα κακόν απ᾽ αυτούς που συναναστρέφομαι, ο ίδιος θα κινδυνέψω να πάθω κακό απ᾽ αυτόν, και το μεγάλο αυτό κακό να το κάνω ο ίδιος με το θέλημά μου, όπως λες εσύ; Αυτό ποτέ δεν το πιστεύω για σένα, Μέλητε, και θαρρώ πως ούτε άλλος άνθρωπος κανένας το πιστεύει. Λοιπόν, είτε δεν διαφθείρω, είτε κι αν διαφθείρω,
[26a] το κάνω χωρίς να το θέλω· ώστε όπως και να το πάρουμε, πάντα εσύ λες ψέματα. Κι αν διαφθείρω χωρίς να το θέλω, γι᾽ αυτά τα ακούσια σφάλματα ο νόμος δε λέει να με φέρεις στο δικαστήριο, μα να με πάρεις κατά μέρος και να με συμβουλέψεις. Γιατί είναι φανερό πως αν μάθω θα πάψω να κάνω ό,τι κάνω χωρίς να θέλω. Εσύ όμως απόφυγες να μ᾽ ανταμώσεις και να με διδάξεις και δεν το θέλησες· αλλά με φέρνεις εδώ, όπου ο νόμος λέει να φέρνουν όσους χρειάζονται τιμωρία κι όχι όσους χρειάζονται μάθηση.