Ο Αιώνας της Μελαγχολίας αντικαθιστά τον Αιώνα του Άγχους.
“Δεν μπορείς να αναγκάσεις τον εαυτό σου να αισθανθεί κάτι που δεν συναισθάνεται, αλλά μπορείς να τον αναγκάσεις να κάνει το σωστό παρά τα συναισθήματά σου.” –
Pearl Buck
«Ο καθένας μπορεί να θυμώσει – αυτό είναι εύκολο. Αλλά το να θυμώσει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και στη σωστή στιγμή, για τη σωστή αιτία και με το σωστό τρόπο – αυτό δεν είναι εύκολο» -
Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια
«Αν θέλετε το παιδί σας να γίνει έξυπνο, διαβάστε του παραμύθια. Αν θέλετε να γίνει πιο έξυπνο, διαβάστε του περισσότερα παραμύθια» -
A.K.
Η Σημασία της Ενσυναίσθησης
Τα ανθρώπινα συναισθήματα σπάνια περιγράφονται. Πολύ συχνότερα εκδηλώνονται μέσα από άλλα σήματα. Το κλειδί για να μαντέψει κανείς τα συναισθήματα του άλλου βρίσκεται στην ικανότητά του
να διαβάζει τα μη λεκτικά στοιχεία της επικοινωνίας. Να ερμηνεύει τον τόνο της φωνής, τις χειρονομίες, την έκφραση του προσώπου και άλλα.
Ένας γενικός κανόνας που χρησιμοποιείται στην έρευνα της επικοινωνίας είναι ότι το 90% ή και περισσότερο του συναισθηματικού μηνύματος είναι
μη λεκτικό. Και τέτοια μηνύματα, άγχος στη φωνή, εκνευρισμός και ταχύτητα μιας κίνησης, μιας χειρονομίας, σχεδόν πάντα
γίνονται αντιληπτά με τρόπο ασυνείδητο, χωρίς να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στη φύση του μηνύματος, αλλά απλώς με τη σιωπηλή πρόσληψή του και την αντίδραση σε αυτό.
Συναισθήματα έχουμε όλοι οι άνθρωποι και όλοι μας επηρεαζόμαστε από αυτά! Καθημερινά βιώνουμε μια τεράστια γκάμα συναισθημάτων. Την μια στιγμή μπορεί να βρισκόμαστε στην συναρπαστική κορύφωση της ευτυχίας ή του ενθουσιασμού, και λίγο αργότερα να πιάνουμε τον εαυτό μας να αισθάνεται πλήξη ή θλίψη. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα συναισθήματα διαδραματίζουν πολλούς ρόλους. Είναι αυτά που δίνουν ώθηση, κίνητρα και ενέργεια στη ζωή! Μπορούν επίσης να καθορίσουν την σκέψη και την συμπεριφορά μας, να μας βοηθήσουν να αποφύγουμε τον κίνδυνο και να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας, να κάνουμε φίλους, να αγαπήσουμε, να ερωτευθούμε, να κάνουμε τον απολογισμό της ζωής μας!
Επομένως, τα συναισθήματα παίζουν ένα καθοριστικό και ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή όλων μας! Τι γίνεται όμως όταν κάποιος δυσκολεύεται να κατανοήσει τόσο τα δικά του συναισθήματα όσο και τα συναισθήματα των άλλων, ή τι συμβαίνει όταν κάποιος δεν μπορεί να ελέγξει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις; Οφείλονται σε αυτό που ονομάζουν οι ειδικοί “συναισθηματική νοημοσύνη”.
Η συναισθηματική νοημοσύνη αναφέρεται στην ικανότητα να κατανοείς τα συναισθήματα τα δικά σου και τα συναισθήματα των άλλων, καθώς και στην ικανότητα να τα διαχειρίζεσαι και να έχεις τον έλεγχο του εαυτού σου.
Έρευνες δείχνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις οι αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις των παιδιών οφείλονται σε αυτό που ονομάζεται ελλιπής συναισθηματική νοημοσύνη, ή με άλλα λόγια
συναισθηματική αναπηρία. Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι προβλεπτικός παράγοντας της ικανότητας, να διαμορφώνονται σχέσεις και φιλίες, να τα πηγαίνουν καλά στο σπίτι και στο σχολείο, και της ισορροπημένης εικόνας του εαυτού του και της ζωής γενικότερα. Από την άλλη πλευρά, η συναισθηματική αναπηρία δυσκολεύει την καθημερινότητα όλων. Μπορεί για παράδειγμα να περιορίζει την ικανότητά του να ηρεμεί και να χαλαρώνει τον εαυτό του, να επιλύει με αποτελεσματικό τρόπο προβλήματα ή διαφωνίες, να δυσκολεύει την επικοινωνία και την επαφή με τους άλλους, και να αυξάνει τα επίπεδα συναισθηματικής και σωματικής έντασης.
Ενσυναίσθηση είναι η συναισθηματική ταύτιση με ένα άλλο άτομο. Η αναγνώριση και η κατανόηση της θέσης, του συναισθήματος, των σκέψεων ή της κατάστασης κάποιου άλλου. Ένα άτομο που χρησιμοποιεί την ενσυναίσθηση μπορεί να αναγνωρίσει, να αντιληφθεί και να αισθανθεί αυτό που αισθάνεται ένα άλλο άτομο. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να βάλει τον εαυτό του στην θέση του άλλου, να κατανοήσει τη συμπεριφορά του και να αναγνωρίσει τα κίνητρά της. Να δει δηλαδή τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο επικοινωνίας. Για μια ικανότητα που, αν και όλοι διαθέτουμε, την αγνοούμε. Γι’ αυτό και παραμένει αναξιοποίητη.
Πώς εκδηλώνεται η ενσυναίσθηση
Την στιγμή που η Χόουπ, μόλις εννέα μηνών, είδε ένα άλλο παιδάκι να πέφτει, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και, σαν να είχε χτυπήσει η ίδια, μπουσούλησε προς τη μητέρα της ζητώντας παρηγοριά. Η Uta Frith και οι συνεργάτες της στο Medical Research Council’s Cognitive Development Unit στο Λονδίνο, αναφέρθηκαν στην ικανότητα που έχει κανείς να σκέπτεται για τις σκέψεις ή να φαντάζεται την πνευματική κατάσταση κάποιου άλλου.
Η δύναμη αυτού του στοιχείου στην κανονική ανάπτυξη φανερώνεται από πολύ νωρίς. Τα παιδιά αρχίζουν να παίρνουν μέρος σ’ αυτό που αποκαλούμε
«μοιραζόμενη προσοχή». Για παράδειγμα, ένα κανονικό παιδί θα συγκεντρωθεί σε κάτι χωρίς λόγο, περισσότερο για να μοιραστεί το ενδιαφέρον του με κάποιον άλλο. Τα αυτιστικά παιδιά δεν επιδεικνύουν μοιραζόμενη προσοχή. Αντίθετα η απουσία αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να είναι μια από τις πρώιμες ενδείξεις αυτισμού.
Βλέποντας την μητέρα του να κλαίει, ένα παιδάκι σκούπισε τα μάτια του, παρόλο που δεν είχαν δάκρυα. Αυτή
η κινητική μίμηση, όπως λέγεται, αποτελεί την πρωταρχική τεχνική έννοια της λέξης ενσυναίσθηση (
empathy), όπως πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1920 από τον Αμερικανό ψυχολόγο Ε.Μπ. Τίτσενερ. Χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθεί η έννοια του
«αισθάνομαι εντός», όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από θεωρητικούς της αισθητικής για να περιγράψει την ικανότητα σύλληψης της υποκειμενικής εμπειρίας ενός άλλου ατόμου. Η θεωρία του Τίτσενερ ήταν ότι η εμπάθεια προερχόταν από ένα είδος φυσικής μίμησης της δυστυχίας του άλλου, η οποία στη συνέχεια προκαλεί τα ίδια συναισθήματα στον άνθρωπο.
Ανακάλυψε ότι τα παιδιά ήταν πιο ενσυναισθητικά όταν η διαπαιδαγώγησή τους εφιστούσε την προσοχή στην κακή συμπεριφορά του παιδιού που προκαλούσε δυστυχία στους άλλους: «Κοίταξε τώρα πόσο την στενοχώρησες» αντί του «Αυτό που έκανες ήταν κακό». Βρήκαν επίσης ότι η ενσυναίσθηση των παιδιών αναπτύσσεται και καθώς τα παιδιά βλέπουν πώς αντιδρούν οι άλλοι στην στενοχώρια τρίτων προσώπων.
Μιμούμενα αυτό που βλέπουν, τα παιδιά αναπτύσσουν μια γκάμα
ενσυναισθητικής ανταπόκρισης, ιδιαίτερα στο να βοηθούν άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση.
Ο Ντάνιελ Στερν, ψυχίατρος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κορνέλ, πιστεύει ότι τα βασικότερα μαθήματα συναισθηματικής ζωής σ’ αυτές τις προσωπικές στιγμές, κατά τις οποίες, πιο κρίσιμες είναι όσες αφήνουν το παιδί να καταλάβει ότι τα συναισθήματά του αντιμετωπίζονται με ενσυναίσθηση, ότι γίνονται δεκτά και ανταποδίδονται, σε μια διαδικασία που ο Στερν αποκαλεί
εναρμόνιση.
Η πλέον γενική περιγραφή της κοινωνικής μειονεξίας του αυτισμού είναι η απουσία συναισθηματικής συμμετοχής. Οι αυτιστικοί άνθρωποι διακρίνονται για την αδιαφορία τους για τις συμφορές των άλλων, την ανικανότητά τους να προσφέρουν παρηγοριά και ανακούφιση, ακόμη και να αποδεχτούν την προσφορά παρηγοριάς και ανακούφισης. Αυτό που απαιτεί η συναισθηματική συμμετοχή είναι η ικανότητα να γνωρίζει κανείς τι σκέφτεται ή αισθάνεται ο άλλος άνθρωπος, παρά το γεγονός ότι αυτό που σκέφτεται ή αισθάνεται είναι διαφορετικό από την δική του νοητική κατάσταση και ψυχική διάθεση την δεδομένη στιγμή.
Στη συναισθηματική συμμετοχή συμμερίζεται κανείς τις συναισθηματικές αντιδράσεις παρά τη διαφορετική νοητική κατάσταση του ανθρώπου που τις εκφράζει. Η συναισθηματική συμμετοχή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση των διαφορετικών νοητικών καταστάσεων και ψυχικών διαθέσεων. Επίσης, προϋποθέτει ότι προχωρεί κανείς, πέρα από αυτή την αναγνώριση, στην υιοθέτηση του νοητικού πλαισίου του άλλου ατόμου με όλες τις παρεπόμενες συναισθηματικές αντιδράσεις. Ακόμα και οι ικανοί αυτιστικοί άνθρωποι δείχνουν να έχουν πολύ μεγάλη δυσκολία στο να επιτύχουν τη συναισθηματική συμμετοχή κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Η ικανότητα χειρισμού, δηλαδή της ρύθμισης, των συναισθημάτων κάποιου άλλου ατόμου είναι ο πυρήνας της τέχνης των ανθρώπινων σχέσεων. Η εναρμόνιση προς τους άλλους απαιτεί μια στοιχειώδη
ηρεμία από τον άνθρωπο. Άρα πρέπει να κατακτηθεί ένα
σημείο αυτοελέγχου, όπως ανακοπής του θυμού και της δυστυχίας, των παρορμήσεων και των εξάψεων. Στη βάση αυτή οι «δεξιότητες των ανθρώπων» ωριμάζουν. Αυτές είναι οι κοινωνικές ικανότητες που καθιστούν αποτελεσματικές τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Γενικά, όταν οι άνθρωποι δουν ένα χαμογελαστό ή θυμωμένο πρόσωπο, δείχνουν κι εκείνοι ίχνη της ίδιας διάθεσης μέσα από ανεπαίσθητες μεταβολές των μυών του προσώπου τους. Οι μεταβολές είναι σαφείς μέσα από ηλεκτρονικούς αισθητήρες, αλλά κατά κανόνα δεν είναι ορατές στο γυμνό μάτι.
Ο συγχρονισμός δασκάλων και μαθητών δείχνει πόσο αρμονικά νιώθουν μεταξύ τους. Μελέτες σε αίθουσες διδασκαλίας δείχνουν ότι όσο πιο σαφής είναι η εναρμόνιση των κινήσεων δασκάλου και μαθητή, τόσο πιο φιλικά νιώθουν, πιο χαρούμενοι, με περισσότερο ενδιαφέρον και άνεση καθώς αλληλεπιδρούν. Αν ο δεσμός είναι ισχυρός, οι διαθέσεις αρχίζουν να συγχωνεύονται, είτε θετικές είναι είτε αρνητικές.
Την ικανότητα ενός παιδιού να αναγνωρίζει τα συναισθήματα των συντρόφων του στο παιχνίδι και να κάνει γρήγορες και ήρεμες επαφές μαζί τους, αποκαλύπτει ένα ταλέντο στην εναρμόνιση, μια συναισθηματική ικανότητα ουσιαστική στη διατήρηση στενών ανθρώπινων σχέσεων (τα αυτιστικά παιδιά δεν αναπτύσσουν στενούς φιλικούς δεσμούς), αναγνωρίζουν οι Χατς και Γκάρντνερ ως συστατικά της διαπροσωπικής νοημοσύνης.
Η δυσσημία (dyssemia) αφορά μια μαθησιακή δυσκολία στην σφαίρα των μη λεκτικών μηνυμάτων. Περίπου ένα στα δέκα παιδιά αντιμετωπίζουν ένα ή περισσότερα προβλήματα σ’ αυτόν τον τομέα. Το πρόβλημα μπορεί να έγκειται στην κακή ερμηνεία ή χρήση της γλώσσας του σώματος, στην παρερμηνεία ή την κακή χρήση των εκφράσεων του προσώπου, λόγω της αδυναμίας του παιδιού να επικοινωνεί με το βλέμμα, ή σε μια ελλιπή αίσθηση προσωδίας, της συναισθηματικής ποιότητας της ομιλίας, με αποτέλεσμα η φωνή του παιδιού να είναι είτε πολύ διαπεραστική είτε πολύ άτονη.
Πολλές έρευνες εστιάστηκαν στον εντοπισμό παιδιών που είχαν σημάδια κοινωνικής ανεπάρκειας, παιδιών που η ιδιομορφία τους ήταν η αιτία που οι φίλοι τους τα αγνοούσαν ή τα απέρριπταν. Τέτοια είναι τα παιδιά που δεν ξέρουν πώς να παίξουν
με χάρη ένα παιχνίδι, που αγγίζουν τα άλλα παιδιά με τρόπο που περισσότερο προκαλεί δυσφορία παρά δείχνει φιλικές διαθέσεις – με λίγα λόγια τα παιδιά …«ούφο». Είναι αυτά που απέτυχαν να κυριαρχήσουν πάνω στη σιωπηλή γλώσσα των συναισθημάτων και που άθελά τους στέλνουν μηνύματα που προκαλούν αμηχανία.
Η τάξη είναι μια κοινωνική δομή, το ίδιο και το αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου. Το κοινωνικά αδέξιο παιδί θα παρερμηνεύσει και κατά συνέπεια, θα αντιδράσει με λάθος τρόπο τόσο προς το δάσκαλο όσο και προς τα άλλα παιδιά. Η κοινωνική ανικανότητα είναι πιο οδυνηρή και πιο ξεκάθαρη όταν επέρχεται σε μια από τις πιο καθοριστικές στιγμές στη ζωή ενός παιδιού: την στιγμή που το παιδί βρίσκεται δίπλα σε μια ομάδα παιχνιδιού και θέλει να παίξει κι αυτό.
Τα μικρά παιδιά είναι απίστευτα σκληρόκαρδα σε ό,τι αφορά τη συναισθηματική πλευρά μιας απόρριψης σ’ ένα παιχνίδι. Ας δούμε τι έκανε ο Ρότζερ, ο τετράχρονος που ο Τόμας Χατς χαρακτήρισε προικισμένο με υψηλό ποσοστό διαπροσωπικής νοημοσύνης. Η τακτική διείσδυσης του Ρότζερ σε μια ομάδα ήταν η ακόλουθη: πρώτα παρατηρούσε, ύστερα έκανε ό,τι έκανε ένα άλλο παιδάκι και εντασσόταν στη δραστηριότητα της ομάδας. Στο σχολείο, μέσα από το παιχνίδι, το θεατρικό παιχνίδι, τις ομαδικές εργασίες και δραστηριότητες, την ομαδική ζωγραφική, τις συζητήσεις, εκπαιδευόμαστε να λύνουμε τις διαφορές μας και όχι να τις δημιουργούμε.
Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Υπάρχουν εκατοντάδες μελέτες που δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς συμπεριφέρονται στα παιδιά τους – είτε πρόκειται για άτεγκτη πειθαρχία είτε για ενσυναισθητική κατανόηση, αδιαφορία ή ζεστασιά – έχει βαθιά και διαρκή επίδραση στη συναισθηματική ζωή του παιδιού. Παρόλο που ορισμένες συναισθηματικές δεξιότητες «ακονίζονται» με τους φίλους όσο περνούν τα χρόνια, οι συναισθηματικά επαρκείς γονείς μπορούν να κάνουν πολλά για να βοηθήσουν τα παιδιά τους στα βασικά στοιχεία της συναισθηματικής νοημοσύνης: μπορούν να τους μάθουν πώς να αναγνωρίζουν, να χειρίζονται και να χαλιναγωγούν τα συναισθήματά τους, να ενσυναισθάνονται και να χειρίζονται τα συναισθήματα που προβάλλουν στις σχέσεις τους.
Στιγμές που χαρακτηρίζουν την επαφή μεταξύ παιδιού και γονιών, διαπλάθουν τις συναισθηματικές προσδοκίες του παιδιού ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, προσδοκίες που θα δώσουν το στίγμα της συμπεριφοράς του σε κάθε σφαίρα της ζωής του, είτε προς το καλό είτε προς το κακό. Συνήθειες που αποκτήθηκαν στην παιδική ηλικία παγιώνονται στο βασικό συναπτικό δίκτυο της νευρωνικής αρχιτεκτονικής και είναι πιο δύσκολο να αλλάξουν σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Δεδομένης της σημασίας των προμετωπιαίων λοβών στο χειρισμό των συναισθημάτων, το πολύ μεγάλο άνοιγμα συναπτικής διάπλασης στην περιοχή αυτή του εγκεφάλου μπορεί κάλλιστα να σημαίνει ότι, στο μεγαλειώδες σχέδιο του εγκεφάλου, οι εμπειρίες ενός παιδιού μπορούν με τα χρόνια να δημιουργήσουν συνδέσεις που διαρκούν στο ρυθμιστικό κύκλωμα του συγκινησιακού εγκεφάλου. Οι βασικές εμπειρίες σχετίζονται με το πόσο αξιόπιστοι και θετικοί είναι οι γονείς προς το παιδί, με τις ευκαιρίες και την καθοδήγηση που του προσφέρουν έτσι ώστε να μάθει να χαλιναγωγεί την στενοχώρια του, να ελέγχει την παρόρμησή του και να εκδηλώνει ενσυναίσθηση. Με τον ίδιο τρόπο η παραμέληση ή η κακοποίηση, η έλλειψη εναρμόνισης από έναν υπεραπασχολημένο ή αδιάφορο γονέα ή η βίαιη συμπεριφορά μπορεί ν’ αφήσουν τα ίχνη τους στο συγκινησιακό κύκλωμα.
Μια μελέτη πάνω σε παιδιά που υπήρξαν θύματα κακής μεταχείρισης αποκάλυψε ότι τα παραμελημένα παιδιά συμπεριφέρονταν χειρότερα απ’ όλα: ήταν τα πιο αγχωτικά, τα πιο απρόσεκτα, τα πιο απαθή, η δε έκδηλη συμπεριφορά τους χαρακτηριζόταν από μια αλληλοδιαδοχή αντιδράσεων επιθετικότητας και απομόνωσης. Τα παιδιά αυτά χρειάστηκε να επαναλάβουν την πρώτη δημοτικού σε ποσοστό 65%.
Βλέποντας πώς, ο ίδιος ο εγκέφαλος, διαπλάθεται από την βιαιότητα ή από την αγάπη, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η παιδική ηλικία αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερο παράθυρο στον κόσμο της συναισθηματικής μάθησης. Η ετοιμότητα ενός παιδιού για το σχολείο εξαρτάται από την πιο ουσιώδη, από τις γνώσεις, από το πώς μαθαίνουμε. Τα επτά συστατικά κλειδιά αυτής της κρίσιμης ικανότητας είναι
η εμπιστοσύνη, η περιέργεια, η πρόθεση, ο αυτοέλεγχος, η αρμονικότητα, η ικανότητα επικοινωνίας και η συνεργασιμότητα.
Μετεκπαιδεύοντας το συγκινησιακό εγκέφαλο, μπορούν να επέλθουν εγκεφαλικές μεταβολές
και το συγκινησιακό κύκλωμα μπορεί να μπει στη διαδικασία της επαναμάθησης. Το θεατρικό παιχνίδι και η τέχνη είναι από τους τρόπους που μπορούμε να εισχωρήσουμε στην ακινητοποιημένη εικόνα που μοιάζει να έχει παγώσει μέσα στην αμυγδαλή, οι οποίοι είναι από μόνοι τους διάμεσοι του ασυνειδήτου. Τα συναισθηματικά μαθήματα της παιδικής ηλικίας μπορούν να έχουν μια βαθιά επίδραση στην ψυχοσύνθεση είτε διευρύνοντας είτε αποσιωπώντας μια έμφυτη προδιάθεση.
Συναισθηματική Αγραμματοσύνη
Η βασική ελπίδα ενός έθνους στηρίζεται στη σωστή εκπαίδευση της νεολαίας του – EΡΑΣΜΟΣ
Εάν δεν συνειδητοποιούμε αυξητικά την ασυνειδησία μας ώστε να μην νιώσουμε σαν τους ανθρώπους που μπορούν να σταθούν δίπλα σ’ ένα καταρράκτη και να μην ακούσουν τίποτα ή σαν τον άνθρωπο μιας ιστορίας που κοιτάζει σ’ έναν καθρέφτη και δεν βρίσκει πρόσωπο ή τον άνθρωπο σ’ ένα όνειρο που απλώνει το χέρι του σ’ ένα ορατό αντικείμενο και δεν έχει την αίσθηση της αφής.
Οι εκπαιδευτικοί, που για πολύ καιρό ένιωθαν δυσαρεστημένοι από τις απογοητευτικές επιδόσεις των παιδιών στην αριθμητική και την ανάγνωση, συνειδητοποιούν σήμερα την ύπαρξη μιας διαφορετικής και περισσότερο ανησυχητικής μειονεξίας:
της συναισθηματικής αγραμματοσύνης.
Ο Γεώργιος Δράκος, στο βιβλίο του «Ζητούμενα Ζητήματα» αναφέρεται στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων μιας κοινωνίας:
«Συχνά ο πομπός λειτουργεί αυτόματα ή τουλάχιστον μη συνειδητά. Αντίθετα ο δέκτης εισπράττει και αποκωδικοποιεί με τις δικές του δυνατότητες, ερμηνεύοντας καταστάσεις του πομπού για τις οποίες αρχικά (ο πομπός) δεν έχει επίγνωση. Παρεμβάλλονται δηλαδή ως παρεμφερείς με το κύριο μήνυμα ασύνειδες εκδηλώσεις. Μόνο με την αντιστροφή των ρόλων τους, δηλαδή εάν ο δέκτης γίνει πομπός με τις συγκεκριμένες ενέργειες και ο πομπός μεταβληθεί σε δέκτη, θα συνειδητοποιήσει (ο πομπός) τις παραπάνω εκδηλώσεις (μορφασμοί, τικς, κ.τ.ό.).
Η αντίδραση του δέκτη δείχνει ότι αυτός δεν είναι πάντοτε σε ετοιμότητα να αποδεχθεί το μήνυμα. Η ετοιμότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένα μήνυμα δηλαδή που πέμπεται, δεν εισπράττεται απαραίτητα σύμφωνα με τις προθέσεις του πομπού, αλλά εξαρτάται από την παιδεία, την ευρύτητα σκέψης, την συναισθηματική ευφυΐα του κάθε δέκτη, την ατομική θέαση των πραγμάτων, την χρονική στιγμή, τον χώρο, την κατάσταση του οργανισμού εκείνη τη στιγμή π.χ. σημεία κοπώσεως κ.ά».
Η αδυνατότητα επικοινωνίας και η κακή συναισθηματική κατάσταση οδηγούν τις μετρήσεις και τις αξιολογήσεις των παιδιών σε ολοένα και χειρότερα συμπεράσματα. Τα παιδιά, κατά μέσο όρο, τα πήγαιναν χειρότερα με τους εξής πολύ συγκεκριμένους τρόπους:
*Απομόνωση & κοινωνικά προβλήματα. Προτιμούσαν να μένουν μόνα. Ήταν μυστικοπαθή. Κατσούφιαζαν συχνά. Δεν ήταν ενεργητικά. Ένιωθαν δυστυχισμένα. Ήταν πολύ εξαρτημένα.
*Άγχος & κατάθλιψη: Αισθάνονταν μοναξιά. Είχαν πολλούς φόβους και ανησυχίες. Ήθελαν να είναι τέλεια. Πίστευαν πως δεν τα αγαπούν. Ένιωθαν νευρικά ή λυπημένα και καταπιεσμένα.
*Προβλήματα στη συγκέντρωση προσοχής ή στη σκέψη: Δεν ήταν σε θέση να προσέξουν και να μείνουν ακίνητα. Ονειροβατούσαν. Ενεργούσαν χωρίς να σκεφτούν πρώτα. Ήταν υπερβολικά νευρικά για να συγκεντρωθούν. Δεν τα πήγαιναν καλά στο σχολείο. Δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από μια σκέψη.
*Εγκληματικότητα & επιθετικότητα: Συναναστρέφονταν με παιδιά που έμπλεκαν σε φασαρίες. Έλεγαν ψέματα και εξαπατούσαν τους άλλους. Απαιτούσαν την προσοχή. Κατέστρεφαν τα πράγματα των άλλων. Έδειχναν ανυπακοή στο σπίτι και στο σχολείο. Ήταν ξεροκέφαλα και κατσούφικα. Μιλούσαν πάρα πολύ. Κορόιδευαν πάρα πολύ. Ήταν θερμόαιμα.
Ενώ κανένα από αυτά τα προβλήματα μεμονωμένα δεν προκαλεί έκπληξη, αν τα εξετάσουμε όλα μαζί σαν ομάδα, θα διαπιστώσουμε ότι μεταβάλλονται σε βαρόμετρα μιας αναστροφής των συνθηκών,
ενός είδους τοξικότητας που διατρέχει και δηλητηριάζει την εμπειρία των παιδικών χρόνων, και που σηματοδοτεί σαρωτικά μειονεκτήματα στις συναισθηματικές ικανότητες των μετέπειτα ενηλίκων.
Ο Γιούρι Μπρονφενμπρένερ, του Πανεπιδτημίου Κορνέλ, ο οποίος πραγματοποίησε μια συγκριτική μελέτη σε παγκόσμιο επίπεδο γύρω από την ευημερία των παιδιών, λέει:
«Εφόσον απουσιάζουν τα συστήματα σωστής υποστήριξης, τα εξωτερικά άγχη έχουν τόσο διογκωθεί που ακόμα και οι δυνατές (υγιείς) οικογένειες συντρίβονται. Η αναστάτωση, η αστάθεια και η ασυνέπεια της οικογενειακής καθημερινής ζωής είναι ανεξέλεγκτες σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας μας, και εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι μορφωμένοι και οικονομικά ισχυροί… Στερούμε από τα παιδιά τις ικανότητες και την ηθική ανάπτυξη του χαρακτήρα τους».
Παιδιά που νιώθουν πως δεν έχουν φίλους, στρέφονται σε άλλους κοινωνικά απόβλητους, αφοσιώνονται στην περιθωριακή ομάδα τους και ζουν αψηφώντας το νόμο, είναι πέντε φορές πιο πιθανό να το σκάνε από το σχολείο, να πίνουν και παίρνουν ναρκωτικά, να διαπράττουν παραβάσεις, όπως ληστείες σε καταστήματα, κλοπές και διακίνηση ναρκωτικών ή τρομοκρατικές ενέργειες. Σημαντική διαπίστωση είναι ότι τα αντικοινωνικά κορίτσια στην εφηβεία δεν επιδίδονται στην βία αλλά στο σεξ, με όλες τις ακόλουθες συνέπειες.
Τα τελευταία χρόνια της χιλιετίας μας προαναγγέλλουν την έναρξη του
Αιώνα της Μελαγχολίας, όπως ο εικοστός αιώνας ονομάστηκε ο
Αιώνας του Άγχους. Η κατάθλιψη της παιδικής ηλικίας, που κάποτε ήταν εντελώς άγνωστη (ή τουλάχιστον δεν αναγνωριζόταν) προβάλλει ως ένα σταθερό στοιχείο στην σκηνή της σύγχρονης ζωής.
Ο Μάρτιν Σέλιγκμαν λέει:
«Κατά τα τελευταία τριάντα με σαράντα χρόνια, υπήρξαμε μάρτυρες της έντονης διάδοσης της εγωπάθειας και της αποδυνάμωσης των ευρύτερων θρησκευτικών πεποιθήσεων και των στηριγμάτων από την πλευρά της κοινωνίας και της διευρυμένης οικογένειας. Αυτό σημαίνει ότι χάνεις τις πηγές από τις οποίες αντλείς δύναμη και οι οποίες σε στηρίζουν στις αποτυχίες και στις ήττες. Αν όμως έχεις προσδοκίες όπως, πίστη στον θεό και στην μετά θάνατο ζωή, και τύχει να χάσεις τη δουλειά σου, το θεωρείς απλώς μια προσωπική ήττα.
Στις ΗΠΑ έχουν εφαρμοστεί προγράμματα όπως ειδικές μετασχολικές τάξεις για μαθητές που παρουσίαζαν ήπια κατάθλιψη. Παρόλο που οι συνεδρίες ήταν μόνο οκτώ, τα μαθήματα έμοιαζαν να έχουν μειώσει κατά το ήμισυ τον κίνδυνο της κατάθλιψης. Αυτό που μαθαίνει ένα παιδί σ’ αυτές τις ειδικές τάξεις είναι ότι οι διαθέσεις όπως το άγχος, η θλίψη και ο θυμός δεν σε κατακλύζουν έτσι, χωρίς εσύ να έχεις οποιονδήποτε έλεγχο πάνω τους, αλλά ότι μπορείς, με αυτό που σκέφτεσαι, να αλλάξεις τον τρόπο που νιώθεις.
Σε κάποια άλλη ειδική τάξη, τα παιδιά μάθαιναν να ενεργούν με τρόπους που συναντάμε στα πιο δημοφιλή παιδιά. Για παράδειγμα προτρέπονταν να σκεφτούν εναλλακτικές προτάσεις και συμβιβαστικές λύσεις (αντί να τσακώνονται) αν διαφωνούσαν με τους κανόνες. Να μην ξεχνούν να πιάνουν κουβέντα και να κάνουν ερωτήσεις στο άλλο παιδί στην διάρκεια του παιχνιδιού. Να ακούν με προσοχή και να παρακολουθούν το άλλο παιδί για να δουν πώς πηγαίνει. Να κάνουν κάποιο ευγενικό σχόλιο όταν ο άλλος πηγαίνει καλά. Να χαμογελούν και να προσφέρουν την βοήθειά τους, τις προτάσεις και την ενθάρρυνσή τους.
Αυτός ο μικρός αγώνας δρόμου για να «συγκρωτισθούν» είχε ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα: ένα χρόνο αργότερα, τα παιδιά που είχαν εξασκηθεί – τα οποία ας σημειωθεί, είχαν επιλεγεί επειδή ακριβώς ήταν τα λιγότερο αγαπητά στην τάξη τους- ήταν τώρα δημοφιλή, ευρισκόμενα περίπου στο μέσο όρο από άποψη δημοτικότητας. Κανένα τους δε βρισκόταν στο περιθώριο.
Τα παιδιά που είχαν υποβληθεί σε πιο ουσιαστική εκπαίδευση – η οποία περιλάμβανε άσκηση σε συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες – ήταν πολύ περισσότερο σε θέση να υπερασπίσουν τον εαυτό τους απέναντι στον κίνδυνο της θυματοποίησης. Ο κατάλογος των βασικών δεξιοτήτων που ομάδα ερευνητών συμπέρανε ότι έπρεπε να καλυφθούν, ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος που έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί, ίδιος με τον κατάλογο των στοιχείων της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Οι συναισθηματικές δεξιότητες περιλαμβάνουν αυτοεπίγνωση, αναγνώριση, έκφραση κα χειρισμό συναισθημάτων, έλεγχο της παρόρμησης και υπομονή για την ανταμοιβή και, φυσικά, αντιμετώπιση του άγχους και του στρες. Μια βασική ικανότητα που πρέπει να έχει κανείς για να ελέγξει τις παρορμήσεις του, είναι το να μπορεί να διακρίνει την διαφορά ανάμεσα στα συναισθήματα και στις πράξεις και να μάθει καλύτερες συναισθηματικές αποφάσεις, πρώτα ελέγχοντας την παρόρμηση για δράση, ύστερα βρίσκοντας εναλλακτικούς τρόπους δράσης και τέλος, σταθμίζοντας τις συνέπειες πριν από την ανάληψη της συγκεκριμένης ενέργειας. Πολλές δεξιότητες αφορούν διαπροσωπικές σχέσεις, το να αναγνωρίζει κανείς τα κοινωνικά και συναισθηματικά σήματα, να ακούει με προσοχή, να είναι σε θέση να αντισταθεί σε αρνητικές επιρροές, να μπαίνει στη θέση των άλλων και να καταλαβαίνει ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή σε κάποια συγκεκριμένη περίσταση»
Στο Σχολείο των Συναισθημάτων
Η σχολική διδασκαλία είναι ένα οργανωμένο σύνολο σκόπιμων και μεθοδικών, άμεσων κι έμμεσων, πνευματικών και συναισθηματικών, ψυχοκινητικών και συμμετοχικών ενεργειών, για την προώθηση και της μόρφωσης των μαθητών με την αυτενεργό συμμετοχή των ιδίων και τη βοήθεια των δασκάλων τους. Η μάθηση δεν λαμβάνει μέρος, ανεξάρτητα από τα συναισθήματα του παιδιού. Η συναισθηματική αγωγή είναι εξίσου σημαντική με την εκμάθηση ενός κανόνα στα μαθηματικά ή την ανάγνωση. Το ζήτημα, από την ίδια του την φύση, απαιτεί τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι μαθητές να εστιάσουν την προσοχή τους στην συναισθηματική δομή της ζωής ενός παιδιού, η οποία χωρίς καμιά αμφιβολία αγνοείται σε κάθε τάξη.
Μερικοί, αναφερόμενοι στην ιδέα περί πολλαπλής νοημοσύνης του Χάουαρντ Γκάρντνερ, χρησιμοποιούν τον όρο
«προσωπική νοημοσύνη». Το κοινό νήμα που διαπερνάει αυτά τα μαθήματα είναι ο στόχος ν’ ανεβεί το επίπεδο της κοινωνικής και της συναισθηματικής επάρκειας των παιδιών μέσα στα πλαίσια της κανονικής τους εκπαίδευσης – και το οποίο δεν είναι κάτι που απλώς εφαρμόζεται ως θεραπευτική αγωγή σε παιδιά που δεν πηγαίνουν καλά στο σχολείο και χαρακτηρίζονται προβληματικά, αλλά ένα σύνολο ικανοτήτων και αντιλήψεων ουσιωδών για κάθε παιδί.
Τα μαθήματα της συναισθηματικής αγωγής έχουν κάποιες ρίζες στο αμερικάνικο εκπαιδευτικό κίνημα της δεκαετίας του ’60. Το κίνημα της συναισθηματικής παιδείας, όμως, έχει αλλάξει μορφή, προσδίδοντας μια διαφορετική έννοια στον όρο συναισθηματική εκπαίδευση:
αντί να χρησιμοποιηθεί το συναίσθημα για να μορφώσει, εκπαιδεύει το ίδιο το συναίσθημα. Πιο άμεσα πολλά από αυτά τα μαθήματα και η ορμή της εξάπλωσής τους προέρχονται από μια συνεχιζόμενη σειρά προγραμμάτων πρόληψης με επίκεντρο τα σχολεία, που το καθένα τους έχει στόχο την αντιμετώπιση ενός ειδικού προβλήματος.
Η μελέτη του Ιδρύματος Β.Τ. Γκραντ για τα προγράμματα πρόληψης βρήκε ότι αυτά είναι πολύ πιο αποτελεσματικά όταν διδάσκουν ένα σύνολο συναισθηματικών και κοινωνικών ικανοτήτων, όπως έλεγχο παρορμήσεων, χειρισμό του θυμού και εξεύρεση δημιουργικών λύσεων στα κοινωνικά ζητήματα.
Αυτό το νέο ξεκίνημα για μια συναισθηματική παιδεία στα σχολεία τοποθετεί τα συναισθήματα και την κοινωνική ζωή στο
επίκεντρο της προσοχής, αντί να τα θεωρεί παρεμβολές χωρίς σημασία. Ή και ακόμα, όταν οδηγούν σε εκρήξεις, να μην προσπαθεί να τα πατάξει με περιστασιακά πειθαρχικά μέτρα, όπως μια επίσκεψη στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου.
Οι τάξεις μέσα στις οποίες διδάσκονται αυτά τα μαθήματα, μπορεί με μια πρώτη ματιά να φαίνονται αναποτελεσματικές, και να μην πείθουν ότι αποτελούν την λύση στα δραματικά προβλήματα που επιχειρούν ν’ αντιμετωπίσουν. Αυτό όμως οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, όπως συμβαίνει και με την σωστή ανατροφή των παιδιών στο σπίτι, τα μαθήματα είναι μικρά αλλά σημαντικά, και παραδίδονται τακτικά και για πολλά χρόνια. Έτσι
η συναισθηματική παιδεία γίνεται κτήμα των παιδιών.
Καθώς οι εμπειρίες επαναλαμβάνονται αδιάκοπα, ο εγκέφαλος τις μετατρέπει σε σταθερές ατραπούς, σε νευρωνικές αντιδράσεις που μπορούν να εφαρμόζονται σε στιγμές πόνου, απογοήτευσης, θλίψης. Και ενώ το καθημερινό περιεχόμενο των μαθημάτων αυτών μπορεί να φαίνεται κοινότοπο, το αποτέλεσμά τους – δηλαδή η διάπλαση σωστών και ολοκληρωμένων ανθρώπων – είναι περισσότερο παρά ποτέ ζωτικό για το μέλλον μας.
Μια νέα στρατηγική που κερδίζει έδαφος στη συναισθηματική αγωγή, δεν είναι η δημιουργία ενός νέου τμήματος, αλλά η ανάμειξη των μαθημάτων πάνω στα συναισθήματα και στις σχέσεις με άλλα γνωστικά αντικείμενα που ήδη διδάσκονται. Μαθήματα περί συναισθημάτων μπορούν να συνδυαστούν με φυσικό τρόπο με την ανάγνωση και την γραφή, την φυσική και την χημεία, τις κοινωνικές επιστήμες και τα άλλα μαθήματα του αναλυτικού προγράμματος.
Αυτή η επικέντρωση στη συναισθηματική παιδεία αναδιαμορφώνει το σχολείο με έναν άλλον τρόπο: οδηγεί στην οικοδόμηση μιας σχολικής παιδείας που μεταβάλλει το σχολείο σε μια «κοινότητα που νοιάζεται», ένα μέρος όπου οι μαθητές αισθάνονται ότι τους σέβονται, τους φροντίζουν, νιώθουν δεμένοι με τους συμμαθητές, τους δασκάλους τους, ακόμα και με το ίδιο το σχολείο.
Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι δεν θα προκύψουν δυσκολίες κατά την εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων στα ελληνικά σχολεία. Πολλοί γονείς μπορεί να σκεφτούν ότι το θέμα που από μόνο του είναι ένα πολύ προσωπικό ζήτημα για να εμπλακεί το σχολείο και ότι αυτά τα ζητήματα ανήκουν στην δική τους αρμοδιότητα (ένα επιχείρημα που αποκτά πειστικότητα στο βαθμό που οι γονείς πράγματι ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα – και φυσικά χάνει την πειστικότητά του όσο οι γονείς αποτυγχάνουν σε αυτό τον τομέα). Οι δάσκαλοι μπορεί να διστάζουν να παραχωρήσουν κι άλλο ένα κομμάτι της ωφέλιμης διδακτικής ώρας σε ζητήματα που φαίνονται τόσο άσχετα προς τα βασικά στοιχεία της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης.
Άλλοι εκπαιδευτικοί μπορεί να νιώθουν αμήχανα αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να διδάξουν τα θέματα αυτά. Μερικά παιδιά επίσης θα αντισταθούν, ιδιαίτερα στο βαθμό που τα μαθήματα αυτά δεν συμβαδίζουν με τις ανησυχίες τους ή νιώθουν ότι υφίστανται μια εισβολή στην προσωπική τους ζωή. Και ο φιλόσοφος Τζων Ντιούι εξέφρασε την άποψη ότι μια εκπαίδευση πάνω στην ηθική είναι πολύ πιο ισχυρή όταν διδάσκεται στα παιδιά με αφορμή πραγματικά γεγονότα και όχι με αφηρημένο τρόπο. Αυτή είναι η μέθοδος της συναισθηματικής παιδείας.
Αν η ανάπτυξη του χαρακτήρα είναι ο θεμέλιος λίθος των δημοκρατικών κοινωνιών, το θεμέλιο του χαρακτήρα είναι η
αυτοπειθαρχία. Η ενάρετη ζωή, σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, βασίζεται στην αυτεπίγνωση και στον αυτοέλεγχο. Έτσι δίνουμε την ικανότητα για κίνητρα και καθοδήγηση στον εαυτό. Όταν η επιστήμη και η ηθική αμφισβητούνται, δεν μπορούμε ν’ αφήνουμε τα παιδιά να αναπτύσσουν προσωπικότητες από σύμπτωση, από λάθος, αλλά ως δάσκαλοι μπορούμε να βοηθήσουμε στην διάπλαση δημιουργών.