Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ - ΕΡΩΤΙΚΑ Γ'

ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ1 – ἤδη λευκόιον θάλλει

Η φιλέραστος Ζηνοφίλα

ἤδη λευκόιον θάλλει, θάλλει δὲ φίλομβρος
νάρκισσος, θάλλει δ᾽ οὐρεσίφοιτα κρίνα·
ἤδη δ᾽ ἡ φιλέραστος, ἐν ἄνθεσιν ὥριμον ἄνθος,
Ζηνοφίλα Πειθοῦς ἡδὺ τέθηλε ῥόδον.
5 λειμῶνες, τί μάταια κόμαις ἔπι φαιδρὰ γελᾶτε;
ἁ γὰρ παῖς κρέσσων ἁδυπνόων στεφάνων.
ΠΑ 5, 144

***
Άνθισε ήδη ο άσπρος μενεξές κι ο νάρκισσος ακόμη,
ο αγαπημένος της βροχής, κι οι ορεσίβιοι κρίνοι.
Κι η Ζηνοφίλα, άνθος μες στα άνθη ωραίο, του Έρωτα δοσμένη,
ρόδο γλυκό της γοητείας, άνθισε κι εκείνη.
Γιατί να επαίρεσθε, λιβάδια, για την άνθινή σας κόμη;5
Στα ηδύπνοα ανάμεσα άνθη η κόρη πρώτη παραμένει.

-------------------
1 Ο Μελέαγρος, που πιθανώς, γεννήθηκε στα Γάδαρα της Παλαιστίνης μεγάλωσε στην Τύρο και πέθανε στην Κω. Σώζονται περίπου 130 επιγράμματά του, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ερωτικό περιεχόμενο. Ο Μελέαγρος υπήρξε ο πρώτος που, γύρω στο 70 π.Χ., συγκρότησε ανθολογία επιγραμμάτων, τον περίφημο Στέφανο, στον οποίο ανθολόγησε επιγράμματα πρωτίστως ποιητών της ελληνιστικής εποχής και περιέλαβε και δικά του επιγράμματα.
 
~~~
 
ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ  – πλέξω λευκόιον
 
Η μυροβόστρυχος Ηλιοδώρα
 
 πλέξω λευκόιον, πλέξω δ᾽ ἁπαλὴν ἅμα μύρτοις
νάρκισσον, πλέξω καὶ τὰ γελῶντα κρίνα,
πλέξω καὶ κρόκον ἡδύν· ἐπιπλέξω δ᾽ ὑάκινθον
πορφυρέην, πλέξω καὶ φιλέραστα ῥόδα,
5 ὡς ἂν ἐπὶ κροτάφοις μυροβοστρύχου Ἡλιοδώρας
εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος.
ΠΑ 5, 147
 
***
Άσπρο θα πλέξω μενεξέ και νάρκισσο απαλό κι ακόμη
μυρτιά θα πλέξω και μαζί κρίνο αναγαλλιασμένο
και κρόκο ηδυπαθή θα πλέξω κι από τα άλλα θα διαλέξω
υάκινθο πορφυρό με ρόδο ερωτικό να πλέξω.
Και στης μυρόπνοης Ηλιοδώρας τους κροτάφους αφημένο5
με άνθη θα ραίνει το στεφάνι την ωραία της κόμη.

~~~

ΑΝΩΝΥΜΟΣ – οὗτος ὁ τὸν δαλὸν φυσῶν

«φλέγομαι ολόκληρος»

οὗτος ὁ τὸν δαλὸν φυσῶν ἵνα λύχνον ἀνάψῃς,
δεῦρ᾽ ἀπ᾽ ἐμῆς ψυχῆς ἅψον· ὅλος φλέγομαι.
ΠΑ 16, 209
 
***
Εσύ που φυσάς το δαδί για ν᾽ ανάψεις τον λύχνο,
έλα και άναψέ τον από την καρδιά μου·
φλέγομαι ολόκληρος

~~~

ΡΟΥΦΙΝΟΣ1 – ἀρνεῖται τὸν ἔρωτα Μελισσιάς

ἀρνεῖται τὸν ἔρωτα Μελισσιάς

ἀρνεῖται τὸν ἔρωτα Μελισσιάς, ἀλλὰ τὸ σῶμα
κέκραγεν ὡς βελέων δεξάμενον φαρέτρην,
καὶ φάσις ἀστατέουσα καὶ ἄστατος ἄσθματος ὁρμή
καὶ κοῖλαι βλεφάρων ἰοτυπεῖς βάσιες.
5 ἀλλά, Πόθοι, πρὸς μητρὸς ἐυστεφάνου Κυθερείης,
φλέξατε τὴν ἀπιθῆ, μέχρις ἐρεῖ· «Φλέγομαι».
ΠΑ 5, 87

***
Λέει πως δεν είναι ερωτευμένη η Μελισσιάς· μα το κορμί της
λέει πως βελών ολόκληρη φαρέτρα έχει αδειάσει
πάνω του· το ίδιο κι η κομμένη ανάσα και η άστατη λαλιά της
κι οι πονεμένοι κύκλοι γύρω από τα βλέφαρά της.
Εμπρός, Πόθοι, στο όνομα της μητέρας σας της Αφροδίτης,5
την άθλια αναφλέξτε, ώσπου «Φλέγομαι» να κραυγάσει.

-------------------
1 Ο Ρουφίνος πιθανολογείται ότι έζησε γύρω στο 100 μ.Χ. ή ενδεχομένως μερικές δεκαετίες αργότερα. Παραδίδεται ότι έζησε -τουλάχιστον ένα διάστημα- στην Έφεσο. Σώζονται περίπου 35 ερωτικά επιγράμματά του - κάποια από αυτά είναι ιδιαίτερα τολμηρά.

Ο πολίτης

Εισαγωγή

Τον 6ο π.Χ. αιώνα, σε πολλές ελληνικές πόλεις, οι αριστοκρατίες, υποστηριζόμενες από το σπαρτιάτικο στρατό, εκδίωξαν τους περιβόητους τυράννους και απέκτησαν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.

Οι τυραννίες, απ’ όσο γνωρίζουμε, είχαν συνήθως λαϊκή βάση: ο τύραννος ήταν αρχικά ένας δημαγωγός. Ωστόσο στην πολιτική και φιλολογική παράδοση η τυραννία απέκτησε οριστικά, μιαν αρνητική συνυποδήλωση και κατέληξε (όπως θα δούμε στη συνέχεια) να συγχέεται με την ολιγαρχική εξουσία.

Η Σπάρτη ήταν το κέντρο και παράλληλα το πρότυπο των ελληνικών αριστοκρατιών. Εδώ η έννοια της ελίτ (οι Σπαρτιάτες) συμπίπτει με την έννοια του ελεύθερου ανθρώπου, δηλ. αυτού που είναι αυτοδίκαια πολίτης. Η κυριαρχία αυτής της ιδεώδους αριστοκρατίας, που καταγίνεται πριν απ’ όλα με τον πόλεμο, στηρίζεται σε μια σημαντική βάση εξαρτημένων τάξεων (περίοικοι, είλωτες). Η αντίθεση ελεύθεροι άνθρωποι/δούλοι συγχέεται με την αντίθεση ελίτ/μά­ζα. Ανάμεσα στους δύο «κόσμους» (οι Σπαρτιάτες και οι Κάθε χρόνο -και δεν πρόκειται μόνο για μια συμβολική ενέργεια- οι έφοροι Σπαρτιάτες «κηρύσσουν τον πόλεμο» στους είλωτες, και οι νέοι Σπαρτιάτες πραγματοποιούν έτσι την πρώτη τους πολεμική δραστηριότητα, επιδιδόμενοι σ' ένα ιδιαίτερο άθλημα: το νυχτερινό κυνήγι των ειλώτων, ο θάνατος των οποίων, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, αποκτά -πέρα από τον αναμενόμενο τρόμο- την εμφανή διάσταση μιας τελετουργικής θυσίας. Ο πολίτης, ο Σπαρτιάτης, ο άρρην. πρέπει να μάθει πριν απ’ όλα να σκοτώνει.

Ο Α.Η. Jones υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι αριστοκράτες, παρόλο που εκδήλωναν σταθερά το θαυμασμό τους για το σπαρτιατικό σύστημα (αρκεί να θυμήσουμε τον Κριτία και τον ανιψιό του. Πλάτωνα), θα εξοικειώνονταν ωστόσο δύσκολα με μια τόσο κλειστή και πνευματικά άγονη κοινότητα. Το πρώτο κείμενο σε αττικό ύφος. η 'Αθηναίων Πολιτεία -που βρέθηκε μέσα στις μικρές πραγματείες του Ξενοφώντα (χωρίς να είναι δικό του)- εξαιρεί για πρώτη φορά τις τιμές που θα αποδίδονταν στο σπαρτιατικό ιδεώδες. Ο συγγραφέας εκφράζει τη λύπη του. για παράδειγμα, που δεν υπάρχει στην Αθήνα η σκληρή μεταχείριση των δούλων, που δικαιωματικά επέβαλλαν στη Σπάρτη, και εύχεται ένα πολιτικό καθεστώς, την ευνομία (τη «χρηστή διακυβέρνηση»), όπου ο λαός. αδαής και ανίκανος, επομένως χωρίς τις προϋποθέσεις να κατέχει την εξουσία, θα «περιήρχετο σε κατάσταση δουλείας».

Ωστόσο αυτό το ιδεώδες. τόσο προσφιλές σε μιαν αριστοκρατία διόλου παραιτημένη και αφοπλισμένη, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ συγκεκριμένα στην Αθήνα. Οι στρατιωτικές ήττες που υπέστη στη μακρά της σύγκρουση με τη Σπάρτη τής πρόσφεραν τη δυνατότητα να εγκαθιδρύσει το «πρότυπο» της τελευταίας, αλλά δύο φορές, πολύ σύντομες, το 411 και το 404-403 π.Χ. το πείραμα κατέληξε σε αποτυχία. Γιατί αυτή η αποτυχία, αν βέβαια μπορούμε να μιλήσουμε για αποτυχία; Ο ίδιος ο συγγραφέας του έργου Ἀθηναίων Πολιτεία, αν και υπογραμμίζει το κύριο μειονέκτημα της δημοκρατίας (την πρόσβαση των ανικάνων στα δημόσια καθήκοντα), αναγνωρίζει ωστόσο ότι στην Αθήνα ο λαός παραχώρησε τις ευαίσθητες στρατιωτικές λειτουργίες στους «άρχοντες». Η αθηναϊκή αριστοκρατία στην πραγματικότητα προσαρμόστηκε, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. σ’ ένα ανοιχτό πολιτικό σύστημα - τη δημοκρατία των συνελεύσεων - που έθεσε σε νέες βάσεις το κεφαλαιώδες ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη.

Η αριστοκρατία αυτή διατήρησε - αν και σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον πιο ταραγμένο από τη Σπάρτη - το νόμιμο δικαίωμά της να διοικεί το κράτος, θεμελιωμένο στις ιδιαίτερες ικανότητές της (που δεν περιορίζονταν στον πολεμικό τομέα) και τη σταθερή κυριαρχία των αξιών της. επικυρώνοντας το μάλιστα μέσω της πολιτικής ορολογίας: σωφροσύνη σημαίνει ακριβώς «ολιγαρχική κυβέρνηση» (Θουκυδίδης. Η'. 64. 5).

Στην Ευρώπη του 18ου αιώνα, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση και αργότερα, συνήθιζαν να παραλληλίζουν τη Ρώμη με τη Σπάρτη. Αυτό δεν ήταν αβάσιμο. Ο Πολύβιος τις συνέκρινε από άποψη πολιτεύματος και αναγνώριζε στο ρωμαϊκό πολιτικό σύστημα μια ισορροπία μεταξύ των εξουσιών. Ωστόσο δεν απέκρυπτε το γεγονός ότι ο μοχλός αυτής της ισορροπίας ήταν μια αριστοκρατία, παρότι δεν διακρινόταν από το ίδιο το όργανο (τη Σύγκλητο) διαμέσου του οποίου ασκούσε την εξουσία.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η αριστοκρατία είναι ο κύριος πρωταγωνιστής του πολιτικού πειράματος στο οποίο αναφερθήκαμε. Αν θέλαμε να συμπεριλάβουμε σε μια διατύπωση αυτό που χαρακτηρίζει μια τόσο διαρκή ηγεμονία, θα υπογραμμίζαμε την ικανότητα για ανανέωση και επιλογή των νέων μελών.

Είναι λοιπόν περίεργο που σ' αυτό τον τομέα η σπαρτιατική αριστοκρατία επέδειξε, στη δοκιμασία των γεγονότων, την πιο κοντόφθαλμη πρακτική.

Οι Έλληνες και οι άλλοι

«Οι πόλεις δεν ήταν μεγάλες και ο λαός ζούσε στην ύπαιθρο, ασχολούμενος αποκλειστικά με αγροτικές εργασίες»: αυτό είναι το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο όπου ο Αριστοτέλης τοποθετεί τη διαμόρφωση των τυραννιών, στο πέμπτο βιβλίο των Πολιτικών του (1305 a 18). «Λόγω των διαστάσεων της πόλης οι πολίτες δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους»: αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που επικαλείται ο Θουκυδίδης για να ερμηνεύσει το κλίμα καχυποψίας και τη δυσκολία στic ανθρώπινες σχέσεις, που επικρατούσαν στην Αθήνα τι; μέρες που εξυφαινόταν το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 41 I π.Χ (Η'. 66. 3). Η αρχαϊκή πόλη είναι ωστόσο μικρή, καθιστώντας αναπόφευκτη την άμεση δημοκρατία. δηλαδή τη συμμετοχή όλων των «πολιτών» στις αποφάσεις, μια εξέλιξη ανεπίστρεπτη πλέον, καθώς ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός «πολιτών» (ή ανθρώπων που φιλοδοξούν να γίνουν τέτοιοι) δεν μένουν καθηλωμένοι στην επαρχία, όπου ήταν απορροφημένοι ολοκληρωτικά στις αγροτικές εργασίες, και συγκλίνουν προς την αγορά. Όσο η κατάσταση είναι αυτή που περιγράφει ο Αριστοτέλης - «ο λαός ζούσε στην ύπαιθρο, ολοκληρωτικά απασχολημένος με τις αγροτικές εργασίες» -, η μάχη για την εξουσία είναι υπόθεση μερικών «αρχόντων». Αυτοί οι άρχοντες έχουν το προνόμιο να φέρουν όπλα και να επιβάλλουν έτσι την ηγεμονία τους. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε από τα κτερίσματα των αττικών τάφων (στους αρχαίους τάφους των δήμων των Αφιδνών. του Θορικού και της Ελευσίνας οι ευγενείς ενταφιάζονταν με τα όπλα τους. ενώ οι απλοί άνθρωποι του λαού στερούνταν αυτού του προνομίου). Η σιδηροφορία, βάρβαρο έθιμο, κατά το οποίο μετακινείται κανείς οπλισμένος, «είναι ένα σημάδι ευγένειας», γράφει ο Gustave Glotz, «που ακολουθεί τον αριστοκράτη μέχρι τον τάφο».

Στη διάρκεια αυτής της αρχαϊκής φάσης οι μορφές διακυβέρνησης. που καθόριζε η εναλλαγή των αρχόντων στην εξουσία -αριστοκρατία, τυραννία, «μεσοβασιλεία» (ενός «μεσολαβητή»: αἰσυμνήτης, διαλλακτής) - παρά τις διαφορετικές ονομασίες, που οφείλονταν συχνά στις απόψεις του κάθε συγγραφέα, στην πραγματικότητα δεν διακρίνονταν εύκολα μεταξύ τους. Ας αναλογιστούμε τις διαρκείς ανατροπές στη Λέσβο του Αλκαίου και μορφές όπως τον Πιττακό: ο τελευταίος μολονότι εμφανιζόταν ως διαλεκτής στις βίαιες συμπλοκές ανάμεσα στις αριστοκρατικές κάστες. θα χαρακτηριστεί από τον Αλκαίο «τύραννος» και θα υψωθεί στη συνέχεια στο πάνθεον των «Επτά Σοφών», δίπλα στον Αθηναίο ομόλογό του Σόλωνα. Αυτοί που ο Αλκαίος και οι όμοιοι του χαρακτήριζαν «τυράννους» ήταν -σύμφωνα με τον Αριστοτέλη- οι ίδιοι που θα αναλάμβαναν την ευθύνη να «καθοδηγήσουν το λαό» (.προστάτες του δήμου). Απολάμβαναν - γράφει ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα που ήδη αναφέρθηκε - της εμπιστοσύνης του λαού. και η «εγγύηση» (πίστις) αυτής της εμπιστοσύνης ήταν «το μίσος τους ενάντια στους πλουσίους»: μίσος, για παράδειγμα, που οδήγησε τον «τύραννο» Θεαγένη να σφάξει τα κοπάδια των πλουσίων στα Μέγαρα, ενώ βοσκούσαν στην όχθη του ποταμού. 0 Πεισίστρατος. που αναφέρει ο Αριστοτέλης στο ίδιο κείμενο, έχαιρε επίσης της ίδιας υπόληψης.

Η σκληρή εργασία όμως στους αγρούς (ἀσχολία) κάποια τους και τότε μια μάζα που δεν γνώριζε ούτε δικαιοσύνη ούτε νόμους, θρηνεί ο Θέογνις (περίπου το 540 π.Χ.), φορώντας μόνο ένα δέρμα κατσίκας γύρω από τους γοφούς, ξεχύνεται μέσα στην πόλη. Αριθμητικά είναι κατά πολύ περισσότεροι από τους ευγενείς. που πλέον περιορίζονται σε άθλιες συνθήκες ζωής. Πριν, παρατηρεί με λύπη ο Θέογνις. αυτός ο όχλος ζούσε. ή μάλλον, για να χρησιμοποιήσουμε την περιφρονητική έκφραση του συγγραφέα, «βοσκούσε» έξω απύ την πύλη. Τώρα είναι στο εσωτερικό της πόλης μεταμορφώνοντας την όψη της (Α'_ 53-56). Είναι φανερό ότι η προτροπή για μιαν άμεση διαχείριση της κοινότητας, για την άμεση δημοκρατία, γεννιέται ακριβώς τη στιγμή που οι άνθρωποι του λαού αρχίζουν να περιφέρονται όλο και περισσότερο μέσα στο περιτείχισμα της πόλης: ο μετριασμός της ασχολίας και η δημοκρατική ώθηση αποτελούν δύο παράλληλες διαδικασίες. Αυτό καθίσταται δυνατό επειδή η κοινότητα είναι μικρή και οποιαδήποτε μη προσωπική εξουσία είναι εύκολα πραγματοποιήσιμη. Δεν πρέπει λοιπόν να έχουμε αυταπάτες ότι υπήρξε μια έμφυτη ώθηση των Ελλήνων προς την πολιτική, μολονότι οι ίδιοι οι Έλληνες διεκδικούσαν μια τέτοια αξιολογική διάκριση απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο που χαρακτήριζαν «βάρβαρο».

Η αργή διαμόρφωση της «τάσης για ισονομία» στον ελληνικό κόσμο, ανάμεσα στον 8ο και τον 5ο π.Χ. αιώνα, συντελείτο στο βαθμό που όλα τα ἐν ὅπλοις άτομα, και επομένως «πολίτες», εκδήλωναν την «πολιτική τους παρουσία» (C. Meier).

Η εξιδανίκευση αυτού του μηχανισμού οδήγησε στην κοινοτοπία ύτι οι Έλληνες είναι οι «εφευρέτες» της πολιτικής. Ωστόσο ο Ηρόδοτος, ένας Έλληνας της Ασίας που διέθετε εξαιρετικές γνώσεις για τον περσικό κόσμο, προσπάθησε να δείξει (χωρίς αποτέλεσμα, όπως σημειώνει ο ίδιος, αφού «δεν έδωσαν πίστη σ’ αυτό») ότι η Περσία μετά το θάνατο του Καμβύση - την περίοδο μάλιστα που κυβερνούσε στην Αθήνα ο γιος του Πεισίστρατου -, εξέταζε σοβαρά τη δημοκρατική υπόθεση, δηλαδή «τη συμμετοχή στην πολιτική» (ἐς μέσον καταθεῖναι τά πράγματα - Γ', 80). Ο Ηρόδοτος θα επικαλεστεί επίσης το γεγονός ότι. στην εκστρατεία του Δαρείου στην Ελλάδα το 492 π.Χ.. ο Μαρδόνιος. πατέρας και συνεργάτης του σ' αυτήν την επιχείρηση, βαδίζοντας με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο. «σκότωσε τους τυράννους της Ιωνίας και εγκαθίδρυσε δημοκρατίες στις πόλεις» (ΣΤ΄. 43). Οι φόβοι του όμως για τη δυσπιστία των Ελλήνων, «οι οποίοι δεν είχαν πιστέψει ότι ο Οτάνης (στην κρίση που ακολούθησε το θάνατο του Καμβύση) είχε προτείνει στους Πέρσες ένα δημοκρατικό καθεστώς», παρέμεναν.

      Δεν βλέπουμε το λόγο να μην πιστέψουμε τον Ηρόδοτο. Το έργο του μας προσφέρει πολύτιμες γνώσεις, οι οποίες μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε τόσο τους Έλληνες όσο και τους Πέρσες: δύο κόσμοι ανάμεσα στους οποίους η ιδεολογική εικόνα που σχημάτισαν οι Έλληνες για τον εαυτό τους δημιούργησε ένα χάσμα, μολονότι η συγκεκριμένη τους πρακτική ήταν παραπλήσια και υπήρχε μια αμοιβαία επίδραση που άγγιζε ακόμη και θέματα της πολιτικής ζωής. Αυτό μαρτυρεί άλλωστε η φυσικότητα με την οποία πολιτικοί άνδρες. όπως ο Θεμιστοκλής, ο Αλκιβιάδης και ο Λύσανδρος, ανέπτυξαν σχέσεις με τον περσικό κόσμο, όπως ακρι­βώς συνέβη, πριν από αυτούς, με τους Αλκμεωνίδες. αν και ο Ηρόδοτος πάσχισε να καλύψει αυτή την υπόθεση μ’ ένα σεμνό πατριωτικό πέπλο (Ε΄, 71-73 και ΣΤ', 115. 121-124). Μπορούμε, επομένως, βάσιμα να υποθέσουμε ότι η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Οτάνης (δημοκρατική υπόθεση), ο Μεγάβυζος (ολιγαρχική υπόθεση) και ο Δαρείος (μοναρχική υπόθεση - η οποία και επικράτησε), στη διαμάχη γύρω από το πολίτευμα, που εκτυλίσσεται στο έργο του Ηροδότου, ήταν το ίδιο οικεία και στους καλλιεργημένους Πέρσες αξιωματούχους. και δεν αφορούσε επομένως αποκλειστικά την ελληνική πολιτική εμπειρία.

Ο πολίτης-πολεμιστής

Η αρχαία δημοκρατία είναι το καθεστώς το οποίο περιλαμβάνει. στο βαθμό που έχουν πρόσβαση στη συνέλευση, όλους όσοι έχουν την ιδιότητα του πολίτη. Το πρόβλημα επομένως τίθεται ως εξής: ποιος διαθέτει την ιδιότητα του πολίτη στην αρχαία πόλη; Αν πάρουμε το πιο γνωστό και βέβαια το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, την Αθήνα, διαπιστώνουμε ότι μόνο ένας μικρός αριθμός διέθετε αυτό το ανεκτίμητο αγαθό: οι ενήλικες άνδρες. υπό τον όρο να είχαν γεννηθεί ελεύθεροί και από Αθηναίους γονείς. Πρόκειται για τον πιο σημαντικό περιορισμό, αν σκεφτούμε ότι ακόμη και με τους πιο μέτριους υπολογισμούς η αναλογία ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους ήταν ένας προς τέσσερις. ενώ επίσης ο αριθμός των ατόμων που είχαν γεννηθεί από ένα μόνο «καθαρόαιμο» γονέα - σε μια πόλη ανοιχτή στο εμπόριο, με πλήθος συναλλαγών με τον εξωτερικό κόσμο - δεν ήταν καθόλου αμελητέος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε τέλος ότι. τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Σόλωνα (6ος π.Χ. αιώνας), οι άποροι δεν διέθεταν το σύνολο των πολιτικών δικαιωμάτων (ό, τι συνιστά δηλαδή το ίδιο το περιεχόμενο της δημοκρατίας). Οι σύγχρονοι ιστορικοί μάλιστα ερίζουν για τη μαρτυρία του Αριστοτέλη στην 'Αθηναίων Πολιτεία. σύμφωνα με την οποία ο Σόλωνας είχε επεκτείνει το δικαίωμα συμμετοχής στη συνέλευση και σ' αυτούς. Με λίγα λόγια, στην κλασική εποχή η ιδιότητα του πολίτη ανάγεται στην ταυτότητα πολίτη-πολεμιστή. Πολίτης - δηλαδή αυτοδίκαια αναπόσπαστο μέλος της κοινότητας μέσω της συμμετοχής στις συνελεύσεις – είναι όποιος δύναται να ασκήσει την κύρια λειτουργία των ενήλικων ανδρών, δηλαδή τον πόλεμο. Ενώ οι δούλοι με τη σειρά τους και σ’ ένα βαθμό οι γυναίκες προορίζονταν να καλύψουν τις εργασιακές υποχρεώσεις της κοινότητας.

Δεδομένου όμως ότι ένας πολεμιστής έπρεπε να διαθέτει τα μέσα για να προμηθεύεται τον εξοπλισμό του. η έννοια του πολίτη-πολεμιστή ταυτίστηκε στη συνέχεια με αυτήν του ευπόρου: ο δυνάμει πολεμιστής έπρεπε να διαθέτει εισοδήματα (συνήθως προερχόμενα από τη γη) που θα του επέτρεπαν να εξοπλίζεται με δικά του έξοδα. Μέχρι τότε όσοι δεν διέθεταν αυτά τα εισοδήματα αποτελούσαν μια πολιτική και αστική μειονότητα, οι συνθήκες της οποίας προσέγγιζαν αυτές των δούλων. Έναν αιώνα περίπου μετά τον Σάλωνα, καθώς η Αθήνα θα στραφεί προς τη θάλασσα και με τη νίκη σε βάρος των Περσών θα γεννηθεί ένας μόνιμος πολεμικός στόλος, η ανάγκη ενός σημαντικού εργατικού δυναμικού που θα συμμετέχει στις πολεμικές επιχειρήσεις γίνεται πλέον αισθητή: τότε θα κάνουν την εμφάνισή τους οι ναύτες, από τους οποίους δεν απαιτείται «να εξοπλίζονται μόνοι τους». Πρόκειται για ένα πολιτικοστρατιωτικό γεγονός-καμπή, καθοριστικό για την επέκταση της ιδιότητας του πολίτη -στις παράλιες δημοκρατίες- στους απόρους (τους «θήτες»), που αποκτούν έτσι την αίγλη των πολιτών-πολεμιστών - ιδιαίτερα μάλιστα στην Αθήνα ως ναύτες του πιο ισχυρού στόλου του ελληνικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με την πολιτική σκέψη, όπως εκδηλώνεται μέσα από τη δριμεία κριτική της δημοκρατίας, του ανώνυμου συγγραφέα του έργου Ἀθηναίων Πολιτεία[1] (στον οποίο πρέπει μάλλον να αναγνωρίσουμε τον Κριτία), τα πρότυπα των κρατών διαιρούνται σε δύο κατηγορίες (Β'. 1 - 6): αυτοί που πολεμούν διά θαλάσσης (η Αθήνα και οι ισότιμοι σύμμαχοί της) και αυτοί που αναπτύσσονται διά ξηράς (η Σπάρτη και τα παρόμοια μ’ αυτήν κράτη).

Αυτό λοιπόν που αλλάζει δεν είναι η φύση του συστήματος αλλά ο αριθμός όσων επωφελούνται απ’ αυτό. Έτσι. όταν οι Αθηναίοι -ή μάλλον ορισμένοι θεωρητικοί Αθηναίοι που ενδιαφέρονταν για το ζήτημα των πολιτικών μορφών- προσπάθησαν να συλλάβουν τις διαφορές ανάμεσα στο σπαρτιατικό σύστημα και στο δικό τους. ήταν αναπόφευκτο να αναδείξουν μόνο ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως την αντίθεση, που πρόβαλλε αρκετές φορές ο Θουκυδίδης, ανάμεσα στους «βραδείς» Σπαρτιάτες και τους «ταχείς» Αθηναίους (Α'. 70. 2-.Ί και II . 96. 5). Αντίθετα, διατρέχοντας την αθηναϊκή πολιτική φιλολογία, μπορούμε να συναντήσουμε εγκώμια στη σπαρτιατική «δημοκρατία», ενώ ο Ισοκράτης, στον Ἀρεοπαγητικόν, φθάνει να διακηρύξει ότι υπάρχει μια βαθιά ταυτότητα ανάμεσα στις αθηναϊκές και τις σπαρτιατικές οργανώσεις (61).

Η επέκταση της ιδιότητας του πολίτη - που εθιμικά αποκάλεσαν «δημοκρατία» - είναι καθεαυτή συνδεδεμένη. στην Αθήνα, με τη γέννηση της ναυτικής αυτοκρατορίας και την εξουθενωτική χρησιμοποίηση των ναυτών ως ένα δυναμικό δούλων. Από την άλλη θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την επέκταση του δημοκρατικού συστήματος στις σύμμαχος κοινότητες ως ένα δεσμό αλληλεγγύης της Αθήνας με τους συμμάχους-υπηκόους της. Αυτό σημαίνει ότι. ακόμη και αν η Αθήνα εκμεταλλευόταν τους συμμάχους της. υπήρχε πά­ντοτε στους κόλπους τους ένα τμήμα της κοινωνίας που είχε συμφέρον από τη συμμαχία μαζί της. την οποία μπορούσε να εδραιώσει υιοθετώντας το πολιτικό σύστημα του κρά- τους-ηγεμόνα. Υπήρχε εν ολίγοις μια κοινωνική βάση της δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένων και των πόλεων που ήταν υποδουλωμένες στην Αθήνα.

Στο εσωτερικό του κράτους-ηγεμόνα, η επέκταση της ιδιότητας του πολίτη στους απόρους προκάλεσε μια σημαντική εξέλιξη στην κορυφή του συστήματος: οι διευθυντικές ομάδες - όσοι δηλαδή, λόγω της υψηλής κοινωνικής τους θέσης διέθεταν πολιτική παιδεία, έλεγχαν την τέχνη του λόγου και διοικούσαν επομένως την πόλη- διασπάστηκαν .Ένα μέρος τους. το πιο σημαντικό, αναλαμβάνει να διευθύνει ένα σύστημα, του οποίου οι μη-έχοντες αποτελούν την πλειοψηφία. Από αυτούς τους πολυάριθμους «άρχοντες» (μεγάλες οικογένειες, πλούσιοι ιδιοκτήτες, ιππείς κ.λπ.). που αποδέχονται το σύστημα, προβάλλει η «πολιτική τάξη» που θα διοικήσει την Αθήνα από τον Κλεισθένη οχ τον Κλέωνα. Στους κόλπους της τάξης αυτής αναπτύσσεται μια πολιτική διαλεκτική, που συχνά είναι θεμελιωμένη στην προσωπική αντιπαράθεση και τις μάχες γοήτρου, όπου ο καθένας είναι ακλόνητα πεπεισμένος - συμπεριφορά που είναι ευδιάκριτη σ' όλη την πολιτική δραστηριότητα του Αλκιβιάδη- ότι ενσαρκώνει τα γενικά συμφέροντα της πόλης και ότι η επικράτηση του στην πολιτική σκηνή αποτελεί εγγύηση για τη διοίκηση της κοινότητας. Αντίθετα μια μειοψηφία των «αρχόντων» απορρίπτει το σύστημα και συγκεντρωμένοι σε λί- γο-πολύ μυστικές οργανώσεις (τις περιβόητες εταιρείες) παρακολουθούν και τις παραμικρές ρωγμές του συστήματος. κυρίως όταν αντιμετωπίζει στρατιωτικές δυσκολίες, αποτελώντας έτσι μια διαρκή απειλή γι’ αυτό. Πρόκειται για τους περίφημους «ολιγαρχικούς». Βέβαια δεν διακηρύσσουν ανοιχτά ότι επιδιώκουν να συγκροτήσουν την κυβέρνηση μιας στενής κάστας. ούτε αυτοπροσδιορίζονται ως «ολιγαρχικοί», αλλά μιλούν περί «χρηστής διακυβέρνησης», σωφροσύνης κ.λπ. Μάχονται ωστόσο για έναν δραστικό περιορισμό της «ιδιότητας του πολίτη», αποβλέποντας σ’ έναν της κοινότητα; στο στάδιο όπου οι μόνοι «πολίτες» που θα διαθέτουν αυτοδίκαια αυτή την ιδιότητα θα είναι όσοι είναι «ικανοί να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα». Ο ίδιος ο όρος ολίγοι - παρατηρεί όμως ο Αριστοτέλης - προκαλεί σύγχυση: το ζήτημα δεν είναι αν αυτοί που διαθέτουν την «ιδιότητα του πολίτη» είναι «πολυάριθμοι» ή «ολιγάριθμοι», αλλά αν είναι εύποροι ή άποροι· οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι λοιπόν «τυχαίο γεγονός» (Πολιτικά. 1279b 35). εξάλλου «στις ολιγαρχίες την εξουσία την κατέχει η πλειοψηφία» (1290a 31).

Με αφετηρία αυτό το απόσπασμα του Αριστοτέλη ο Arthur Rosenberg διατυπώνει μια πολύ διαφωτιστική ανα­λογία:

Η εφαρμογή των αριστοτελικών ορισμών στο παρόν θα οδηγούσε σε πολύ παράδοξα αλλά και πολύ ρεαλιστικά συμπεράσματα: η Σοβιετική Ρωσία του 1917-18 θα ήταν δημοκρατία. ενώ η σημερινή Γαλλική Δημοκρατία ολιγαρχία. Οι δύο αξιολογήσεις δεν θα είχαν αξία επαίνου και μομφής αντίστοιχα. αλλά θα ήταν απλώς η διαπίστωση μιας κατάστασης πραγμάτων.

Βασιζόμενος σε πολύ αμφίβολους αλλά ενδεικτικούς υπολογισμούς, ο Rosenberg υπογραμμίζει ότι. ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αθήνας, η αριθμητική υπεροχή των απόρων σε σχέση με το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα δεν ήταν μια παγιωμένη κατάσταση: «Η αριθμητική σχέση ανάμεσα στους απόρους και τους εύπορους ήταν μόνο τέσσερα προς τρία. Αρκούσε λοιπόν οι τελευταίοι, μ’ ένα οποιοδήποτε τέχνασμα. να προσελκύσουν με το μέρος τους ένα έστω ελάχιστο τμήμα της τάξης των φτωχών για να αποκτήσουν την πλειοψηφία στη λαϊκή συνέλευση». Ο Rosenberg θα σημειώσει επίσης το ρόλο μιας ενδιάμεσης κατηγορίας, μέσα στην αθηναϊκή κοινωνική και πολιτική δυναμική, την οποία θα ορίσει cog «τη μικρομεσαία τάξη» (der kleine Mittelstand): η υποστήριξη της κατηγορίας αυτής διεύρυνε κατά πολύ την κοινωνική βάση της δημοκρατίας. Όπως διαπιστώθηκε όμως σε κρίσιμες στιγμές, μπορούσε εξίσου να την προδώσει. Ήταν μια κοινωνική κατηγορία που αποτελείτο κυρίως από μικρούς ιδιοκτήτες (με σύμβολο ίσως τον Δικαιόπολι στους Αχαρνείς). για την οποία ο Rosenberg παρατηρούσε δικαιολογημένα ότι η δημοκρατία «αποτελούσε τη χωρίς περιορισμό πρόσβαση στις πολιτιστικές κατακτήσεις και τη δυνατότητα απαλλαγής από τον καθημερινό κάματο, με την ανάληψη κατά διαστήματα διάφορων δημόσιων καθηκόντων».

Μετά τη στρατιωτική ήττα της Αθήνας στον πόλεμο ενάντια ο τη μακεδονική μοναρχία (στο Λαμιακό Πόλεμο. στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα), η τάξη των ευπόρων, υποστηριζό- μενη από τα στρατεύματα των νικητών, θα αφαιρέσει την ιδιότητα του πολίτη από 12.000 απόρους (Διόδωρος Σικελιώτης. ΙΗ'. 18. 5 και Πλούταρχος. Φωκίων. 28. 7). δηλαδή όσους δεν διέθεταν την απαιτούμενη εισφορά των 2.000 δραχμών (το όριο για να αποκτήσει κανείς το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι): η «μεσαία τάξη» θα βρεθεί τότε με το μέρος του Φωκίωνα, του Δημάδη και των άλλων Σλαβομακεδόνων «μεταρρυθμιστών», αλλά η ήττα του δημοκρατικού συστήματος θα είναι προσωρινή λόγω της απομόνωσης των απόρων.

Είναι ενδεικτικό της πρωταρχικής σημασίας που απέδιδαν στην ιδιότητα του πολίτη οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί - που διατήρησαν την εξουσία μόνο μερικούς μήνες - το γεγονός ότι πριν από κάθε άλλο μέτρο επανέφεραν τον προηγούμενο αριθμό των 5.000 πολιτών, καθώς επίσης και ότι, σε προπαγανδιστικό επίπεδο, προσπάθησαν να μετριάσουν τη δύναμη του στόλου, υποστηρίζοντας ότι τελικά στην πράξη ένας τόσο μεγάλος αριθμός ατόμων δεν θα συμμετείχε ποτέ πραγματικά στις συνελεύσεις (Θουκυδίδης. IΗ'. 72. I). Πα­ρόμοια, όταν θα επικρατήσουν στη συνέχεια οι θιασώτες της δημοκρατίας, θα στερήσουν, με τη σειρά τους. μαζικά, την πολιτική ιδιότητα από τους οπαδούς του ολιγαρχικοί) πειράματος. υποβιβάζοντάς τους στην κατηγορία του «ελάσσονα» πολίτη (άτιμοι).

Το φαινόμενο αυτό είχε πάρει τέτοια έκταση, ώστε ένας μεγάλος δραματουργός συγγραφέας, ο Αριστοφάνης, αξιοποιώντας την ευθύτητα του πολιτικού λόγου, απηύθυνε έκκληση στην πολιτεία να αποδώσει πάλι στους άτιμους - θύματα «των χειρισμών του Φρυνίχου» (ενός από τους κύριους υποκινητές του πραξικοπήματος του 411 π.Χ.)- την πλήρη ιδιότητα του πολίτη (Βάτραχοι. 686-705). Όταν, τέλος, οι ολιγαρχικοί θα επανέλθουν εκ νέου στην εξουσία, το 404 π.Χ.. υπό την προστασία των Σπαρτιατών, όχι μόνο θα εγκαθιδρύσουν ένα αστικό σώμα ακόμη πιο περιορισμένο (3.000 πολίτες), αλλά θα ευνοήσουν και τη φυγή των δημοκρατών, των ανθρώπων του λαού, καθώς και όλων όσοι για πολιτικούς ή ταξικούς λόγους ήταν συνδεδεμένοι με το δημοκρατικό σύστημα - και αυτό με κίνδυνο να «ερημωθεί» η Αττική, όπως υπογράμμιζε ο Σωκράτης σε μια συγκλονιστική συζήτηση με τον ίδιο τον Κριτία και τον Χαρικλή, που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στα ‘Aπομνημονεύματά του (Α\ 2. 32-38).

Έτοιμοι να συγκρουστούν μεταξύ τους για το πολύτιμο αγαθό της ιδιότητας του πολίτη, οι «καθαρόαιμοι» πολίτες ήταν από την άλλη ομόθυμοι ενάντια στην επέκτασή της έξω από τα όρια της κοινότητας. Μόνο σε στιγμές πολύ σοβαρού κινδύνου και πραγματικής απόγνωσης ήταν διατεθειμένοι να εξετάσουν τη δυνατότητα μιας ουσιαστικής διεύρυνσης του δικαιώματος αυτού. Έτσι. μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου από τους Σπαρτιάτες, στο τέλος του εξοντωτικού Πελοποννησιακού Πολέμου (Αιγός Ποταμοί, καλοκαίρι του 405 π.Χ.). οι Αθηναίοι παραχώρησαν στους κατοίκους της Σάμου, της πιο πιστής τους συμμάχου, την ιδιότητα του πολίτη της Αθήνας: ένα μέτρο χωρίς προηγούμενο αλλά και μια καθυστερημένη και απελπισμένη απόπειρα της Αθήνας να «πολλαπλασιαστεί» ως αστική κοινότητα. Αυτή η προσωρινή διάταξη (Pouilloux, Ανθολογία ελληνικών επιγραφών, 23) ανατράπηκε με την παράδοση της Αθήνας (Απρίλιος του 404 π.Χ.) και με τον εξορισμό μερικούς μήνες αργότερα των δημοκρατών της Σάμου, με διαταγή του νικητή Λυσάνδρου (Ξενοφών, Ελληνικά. Β'. 3. (3-7). Αργότερα με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, το μέτρο αυτό θα προταθεί εκ νέου στη διάρκεια της αρχοντίας του Ευκλείδη (403-402 π.Χ.). προς τιμή των εξόριστων δημοκρατών της Σάμου (Pouilloux. CIC. 24). Εβδομήντα χρόνια αργότερα, μετά τη συντριβή, στη Χαιρώνεια. του συνασπισμοί) των δυνάμεων που ηγείτο η Αθήνα (338 π.Χ.). από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, και με το φόβο της προέλασης του νικητή (που ερήμωνε τις ηττημένες πόλεις) προς τη σχεδόν ανυπεράσπιστη Αθήνα, ο Υπερείδης - οπαδός της δημοκρατίας αλλά και άνθρωπος «έξω από νόρμες», τόσο λόγω των πολιτικών του θέσεων όσο και λόγω της «ιδιότροπης» συμπεριφοράς του- θα προτείνει την απελευθέρωση εκατόν πενήντα χιλιάδων δούλων, που εργάζονταν στους αγρούς και στα ορυχεία (αποσπ. 27-29 Balss-Jensen). Μια ακόμη «εξωφρενική» πρωτοβουλία θα γίνει αφορμή να συρθεί στα δικαστήρια από τον Αριστογείτονα. μια παθιασμένη ηγετική μορφή, ο οποίος είχε εξεγερθεί. στο όνομα της δημοκρατίας, ενάντια στην αδικαιολόγητη επέκταση της ιδιότητας του πολίτη. Αυτό το γεγονός θα δώσει την ευκαιρία στον Αριστογείτονα να εκφωνήσει το λόγο που αγαπούσαν οι Αθηναίοι δημοκρατικοί: «Οι εχθροί της δημοκρατίας σέβονται τους νόμους όσο υπάρχει ειρήνη. Είναι, θα λέγαμε, υποχρεωμένοι να μην τους παραβιάζουν· σε συνθήκες όμως πολέμου βρίσκουν κάθε είδους πρόσχημα για να τρομοκρατήσουν τους πολίτες διαβεβαιώνοντάς τους ότι είναι αδύνατο να σωθεί η πόλη», αν δεν καταφύγουν σε «παράνομα μέτρα» (Jander, Oratorum Fragmenta. 32).

To τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα υπήρξε για τον ελληνικό κόσμο μια ιδιαίτερα αιματηρή περίοδος: επρόκειτο για ένα γενικευμένο πόλεμο που αφορούσε όλες σχεδόν τις πόλεις, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για τις ουδέτερες πολιτείες - έναν πόλεμο όχι μόνο ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη αλλά ανάμεσα σε δυο συνασπισμούς που αποτελούσαν τις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής τους - και παράλληλα έναν εμφύλιο πόλεμο, αναπόφευκτη και άμεση συνέπεια αυτής της γενικής σύγκρουσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο πόλεμος ενάντια σε αλλόφυλους και ο εμφύλιος πόλεμος αλληλοτροφοδοτούνταν αμοιβαία, ενώ το ισχύον καθεστώς κάθε πόλης άλλαζε ανάλογα με το στρατόπεδο στο οποίο αυτή εκάστοτε ανήκε· σε κάθε αλλαγή του καθεστώτος οι σφαγές των αντιπάλων και οι μαζικοί εξορισμοί έδιναν το ρυθμό της εναλλαγής στην εξουσία των δύο φατριών. Στον εμφύλιο πόλεμο που γνώρισε η Αθήνα. οι ολιγαρχικοί κατάκτησαν και έχασαν την εξουσία μέσα σ’ ένα διάστημα μερικών μηνών (το 411 π.Χ.. επτά χρόνια πριν την οριστική της ήττα)· η ανατροπή τους αυτή ήταν αποτέλεσμα της πατριωτικής και δημοκρατικής δράσης των ναυτών, που δημιούργησαν στη Σάμο ένα αντι-κράτος, το οποίο αντιπολιτευόταν τη μητρόπολή τους. που είχε πέσει στα χέρια των «εχθρών του λαού». Ο παρατεταμένος αυτός εξωτερικός-εμφύλιος πόλεμος θα έχει το 404 π.Χ. έναν επίλογο μάλλον οριστικό: τη στρατιωτική ήττα της Αθήνας, την ολοκληρωτική εγκατάλειψη του στρατού και του στόλου της και την ταπεινωτική ένταξή της. με μιαν ακόμη πιο αμείλικτη ολιγαρχική κυβέρνηση (τους «Τριάκοντα»), στη σφαίρα των συμμάχων της Σπάρτης. Το πιο χαρακτηριστικό, ωστόσο, γεγονός αυτής της περιόδου είναι ότι, σχεδόν ένα χρόνο μετά, το καθεστώς των Τριάκοντα κατέρρευσε και οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν να ευνοούν οι ίδιοι την εγκαθίδρυση της δημοκρατία; στην ηττημένη πολιτεία της αντίπαλοι; τους. Η Αττική είχε αποτρέψει τον «εκλακωνισμό» της: η επιλογή του Κλεισθένη είχε δημιουργήσει μια βαθιά τομή στην αθηναϊκή πολιτική πραγματικότητα, ενώ η εγγύηση της ιδιότητας του πολίτη στους μη-έχοντες αποδείχτηκε πιο ουσιαστική προϋπόθεση για την εδραίωση του δημοκρατικού συστήματος, από το δεσμό δημοκρατίας και ναυτικής δύναμης.

Η «αστείρευτη πηγή»

Ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες που προσέδωσαν σταθερότητα στο «συμβόλαιο» ανάμεσα στους μη-έχοντες και τους άρχοντες ήταν ο θεσμός της «λειτουργίας». η αυθόρμητη δηλαδή λίγο-πολύ. και συνήθως σταθερή. συμβολή των πλουσίων στη λειτουργία της κοινότητας: από τις απαραίτητες δαπάνες για τον εξοπλισμό των πλοίων μέχρι και τα ποσά που προσφέρονταν αφειδούς για τις γιορτές και το κρατικό θέατρο.

Το αρχαίο «λαϊκό» καθεστώς δεν κατέφευγε στην απαλλοτρίωση, εκτός αν επρόκειτο να επιβάλει τιμωρίες για συγκεκριμένα παραπτώματα: επέτρεπε στους πλούσιους να διατηρούν τις περιουσίες τους, επιβαρύνοντάς τους όμως με τεράστια κοινωνικά βάρη.

Ο καπιταλιστής (έγραφε ο Arthur Rosenberg, χρησιμοποιώντας μιαν αποτελεσματική σύγχρονη ορολογία) ήταν σαν μια τετράπαχη αγελάδα την οποία η κοινότητα απομυζούσε συστηματικά. Έπρεπε όμως γι’ αυτό να της εξασφαλίζει και τη φορβή της. Ο Αθηναίος προλετάριος δεν είχε τίποτε ενάντια στο γεγονός ότι ένας κατασκευαστής, ένας έμπορος η ένας πλοιοκτήτης κέρδιζε περισσότερα χρήματα στο εξωτε­ρικό· θα είχε έτσι να καταβάλει και ένα μεγαλύτερο ποσό στο κράτος.

Από αυτό προέκυπτε - συμπεραίνει δικαιολογημένα ο Rosenberg - το κοινό στον Αθηναίο «προλετάριο» και τον Αθηναίο «καπιταλιστή» συμφέρον της εκμετάλλευσης των συμμάχων της Αθήνας, και γενικότερα μιας ιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής.

Οι φωνές που κατήγγειλαν την πολιτική της λεηλασίας σώπασαν. και οι άποροι Αθηναίοι στήριξαν στη διάρκεια της εξουσίας τους ανεπιφύλακτα τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των επιχειρηματιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αθήνα εξαπέλυσε δύο πραγματικά ληστρικούς πολέμους ακριβώς μετά την άνοδο στην εξουσία του προλεταριάτου: τον έναν ενάντια στους Πέρσες για την κατάκτηση της Αίγυπτου - που φανερώνει τα ηγεμονικά σχέδια της Αθήνας την εποχή εκείνη - και τον άλλο στο εσωτερικό της Ελλάδας. με σκοπό την εξολόθρευση δύο εμπορικών ανταγωνιστούν της. της δημοκρατίας της Αίγινας και εκείνης της Κορίνθου.

Ο Rosenberg υποστηρίζει εδώ έμμεσα τη θέση. που δεν πρέπει να υποτιμούμε, ότι η εμπορική αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αθήνα και την Κόρινθο (τις δύο μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις δηλαδή) ήταν η ουσιαστική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Για λόγους γοήτρου και για να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα. οι άρχοντες που διαχειρίζονται το σύστημα διανέμουν τα χρήματά τους. όχι μόνο μέσω των λειτουργιών, αλλά και με τη μορφή επίσης πλουσιοπάροχων δωρεών, από τις οποίες μπορούσε να ωφεληθεί άμεσα ο λαός: όπως ήταν η απόφαση του Κίμωνα - του αντιπάλου του Περικλή - να αφήσει ανοιχτή την ιδιοκτησία του στο κοινό.

Κατήργησε (γράφει σχετικά ο Πλούταρχος) το φράχτη της ιδιοκτησίας του. ώστε να μπορούν οι ξένοι και οι άποροι πολίτες να μαζεύουν ελεύθερα φρούτα. Κάθε μέρα ετοίμαζε στο σπίτι του ένα απλό γεύμα, αρκετό όμως να σιτίζει ένα μεγάλο αριθμό ατόμων. Όσοι φτωχοί επιθυμούσαν ήταν ευπρόσδεκτοι. εξασφαλίζοντας έτσι τροφή που δεν προϋπέθετε καμιά εργασία, ενώ τους επέτρεπε παράλληλα να ασχολούνται μόνο με τις δημόσιες υποθέσεις (Κίμων. 10).

Ο Αριστοτέλης (αποσπ. 363 Rose) διευκρινίζει ωστόσο ότι αυτή η πρωτοβουλία του Κίμωνα δεν απευθυνόταν αδιάκριτα σ' όλους τους Αθηναίους, αλλά μόνο σε όσους ανήκαν στο δήμο του. Από την άλλη. στον περιορισμό του επισιτιστικού προβλήματος συνέβαλαν και οι γιορτές, καθώς στη διάρκειά τους οι φτωχοί μπορούσαν να καταναλώνουν άφθονο κρέας, που ήταν σπάνιο και ακριβό προϊόν. Ο αποκαλούμενος «Γερο-Ολιγαρχικός». ο εικαζόμενος συγγραφέας της 'Αθηναίων Πολιτείας (ψευδο-Ξενοφών). δεν συγχώρησε ποτέ αυτό τον παρασιτισμό του λαού και τον καταδίκασε ρητά στο έργο του: «Η πόλη πραγματοποιεί πολλές θυσίες με έξοδα του κράτους» (Β, 9). Ο Κίμωνας χορηγούσε επιπλέον και ρούχα: «Όταν έβγαινε», αφηγείται ο Πλούταρχος, «συνοδευόταν πάντοτε από καλοντυμένους φίλους του και κάθε φορά που συναντούσαν στο δρόμο έναν κακοντυμένο γέρο. ένας από τους νεαρούς αντάλλασσε το πανωφόρι του με το δικό του· αυτή η χειρονομία εθεωρείτο άξια σεβασμού».

Ο Περικλής δεν επιδείκνυε τέτοια γενναιοδωρία, αν και η οικογένειά του δεν ήταν λιγότερο σημαντική από αυτήν του Κίμωνα. Ο τελευταίος ήταν γιος του Μιλτιάδη, του νικητή Ολόρου. της Θράκης. Ο Περικλής ήταν απόγονος του Κλεισθένη (από το γένος της μητέρας του Αγαρίστης). ο οποίος με τη βοήθεια της Σπάρτης είχε εκδιώξει από την Αθήνα τους Πεισιστρατίδες και είχε εγκαθιδρύσει τη δημοκρατία, που βασιζόταν στις δέκα φυλές, που υποδιαιρούνταν σε δήμους. Οι δέκα φυλές υποσκέλισαν το προηγούμενο σύστημα των τεσσάρων φυλών και των ναυκραριών. Ωστόσο, η οικογένεια του φημολογείτο ότι είχε επαφές με τους Πέρσες την εποχή της εισβολής του Δαρείου: την εισβολή ακριβώς που είχε αποκρούσει ο Μιλτιάδης. Επρόκειτο για έναν ένδοξο αλλά αμφιλεγόμενο οίκο. ανάμεσα στ’ άλλα και εξαιτίας του βέβηλου τρόπου με τον οποίο είχε καταστείλει την απόπειρα εγκαθίδρυσης τυραννικοί) καθεστώτος από το μεγάλο αθλητή Κύλωνα (σε μια εποχή την οποία ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης τοποθετούν διαφορετικά): ένας οίκος κατεστραμμένος από τη μακρά εξορία και ταπεινωμένος από την ήττα. που έφθασε να παραποιήσει το χρησμό των Δελφών για να αποκτήσει την υποστήριξη της Σπάρτης· ένας οίκος ωστόσο που. με το θάνατο του Πεισίστρατου. αποδείχτηκε έτοιμος να συνθηκολογήσει με τους γιους του τυράννου, επιτρέποντας στον Κλεισθένη να γίνει άρχοντας το 525-524 π.Χ.

Βέβαια ο Περικλής γνώριζε καλά τους σταθμούς και τα τεχνάσματα που ήταν απαραίτητα για μια πετυχημένη σταδιοδρομία. Όταν ο Αισχύλος αποφάσισε να σκηνοθετήσει τους Πέρσες (472 π.Χ.). την τραγωδία που εξυμνούσε τη μορφή του Θεμιστοκλή (ο οποίος δεν είχε ακόμη εξοριστεί), ο Περικλής ανέλαβε τα έξοδα για την εκπαίδευση του χορού UG. ΙΙ/IΙΙ[2] . 2318. col. 4. 4). Λίγο αργότερα όταν ο Θεμιστοκλής εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, ο Περικλής προσέγγισε σταδιακά τον Εφιάλτη, ο οποίος αγωνιζόταν για την πα­ραχώρηση της ιδιότητας του πολίτη στους απόρους. Αρχικά ο Περικλής εκδήλωσε την επιθυμία του να συναγωνιστεί τον Κίμωνα σε δωρεές. «Αλλά ο Κίμωνας». σημειώνει ο Πλούταρχος. «υπερτερούσε λόγω του μεγέθους της περιουσίας του. χάρη στην οποία κέρδιζε τη συμπάθεια των φτωχών» (Περικλής. 9). Έτσι. υπογραμμίζει ο Πλούταρχος, ο Περικλής ακολούθησε τη μέθοδο της «δημαγωγίας», εκδίδοντας διατάγματα που επέτρεπαν την απόσπαση χρημάτων από τα ταμεία του κράτους με τη μορφή διάφορων επιχορηγήσεων. Η μόνιμη εικόνα του Περικλή ήταν έτσι από παράδοση η εικόνα ενός «διαφθορέα» των μαζών: καθιέρωσε άλλωστε μια κρατική αμοιβή για όποιον συμμετείχε στα θεάματα και στις ένορκες επιτροπές των δικαστηρίων, ενώ εισήγαγε παράλληλα νέες γιορτές και άλλες μορφές δημόσιων ανταμοιβών. II υιοθέτηση αητών των δημόσιων μισθών προσέδωσε μια συγκεκριμένη μορφή στην αθηναϊκή δημοκρατία, σε μιαν ακμάζουσα περίοδο της ιστορίας της. ενισχύοντας την εικόνα ενός λαού ο οποίος, αφοσιωμένος στην πολιτική και δικονομική δραστηριότητα, καθώς και στη διοργάνωση γιορτών και θεατρικών παραστάσεων. ήταν σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένος από τη χειρωνακτική εργασία: ήταν η περίοδος κατά την οποία πλήθη δούλων συνέρρεαν στην Αθήνα και - σύμφωνα με τον Λυσία - και ο πιο εξαθλιωμένος Αθηναίος διέθετε τουλάχιστον ένα δούλο (Ε'. 5).

Τα μεγάλα, ωστόσο. «δημαγωγικά» μέσα του Περικλή ήταν η θρασύτητα με την οποία χρησιμοποιούσε προσωπικά το συμμαχικό ταμείο και η εξίσου αυθαίρετη πολιτική του των δημόσιων έργων - σημεία στα οποία στρέφονταν οι επιθέσεις των αντιπάλων του. «Φώναζαν ότι η μεταφορά του κοινού θησαυρού των Ελλήνων από τη Δήλο στην Αθήνα ήταν καταχρηστική, ότι θα είχε ως συνέπεια τη λοιδορία της πόλης και θα έβλαπτε την καλή φήμη των Αθηναίων. Ο Περικλής ανταπαντούσε στους πολίτες ότι «δεν όφειλαν να δίνουν λογαριασμό στους συμμάχους τους για τη χρήση του κοινού θησαυρού, αφού πολεμούσαν τους βαρβάρους για το συμφέρον τους». Ανέπτυσσε επίσης τη θεωρία ότι τα χρήματα. από τη στιγμή που καταβάλλονται, ανήκουν σε όποιον τα εισπράττει. θεωρώντας έτσι απόλυτα θεμιτή τη χρησιμοποίησή τους για την πραγματοποίηση δημόσιων έργων (αφού είχαν ρυθμιστεί τα προβλήματα που αφορούσαν στη δημόσια άμυνα): γιατί να μην χρησιμοποιήσει λοιπόν η Αθήνα αυτά τα χρήματα σε έργα τα οποία «μετά την αποπεράτωσή τους θα της εξασφαλίσουν αιώνια δόξα και στη διάρκεια της εκτέλεσής τους ευρωστία;» Και εξηγούσε ότι τα δημόσια έργα αποτελούν την κινητήρια δύναμη και τον πυρήνα ολόκληρου του συστήματος: «Δημιουργούν επιχειρήσεις κάθε είδους, που καλύπτουν ποικίλες ανάγκες αφυπνίζουν τις τέχνες, απασχολούν όλα τα εργατικά χέρια και καταβάλλουν μισθούς σε όλο σχεδόν τον πληθυσμό, ο οποίος», καταλήγει ο Πλούταρχος, «μπορεί να εξασφαλίζει πλέον μόνος του τη διατροφή του και την αισθητική του καλλιέργεια» (Πλούταρχος. Περικλής. 12). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Περικλής είχε την άποψη ότι έπρεπε να επωφελούνται όλοι από την ευημερία της πολιτείας: έτσι παράλληλα με τους νέους, οι οποίοι, όντες σε στρατεύσιμη ηλικία, πλούτιζαν κατά τη διάρκεια των εκστρατειών, έπρεπε να συμμετέχουν στα κέρδη του πολέμου, στο βαθμό που εργάζονταν γι’ αυ­τόν. και οι εργάτες που δεν στελέχωναν τις τάξεις του στρατού. Με την έγκριση δε από τη συνέλευση μεγαλεπήβολων σχεδίων, η εκτέλεση των οποίων «θα απαιτούσε πολύ χρόνο και θα κινητοποιούσε πολυάριθμα επαγγέλματα, ο μόνιμος πληθυσμός θα είχε τα ίδια δικαιώματα, στην παροχή βοήθειας, με τους στρατιώτες ή τους ναύτες, που υπηρετούσαν σε φρουρές ή ήταν σε εκστρατεία, ενώ θα μπορούσε επίσης να εισπράξει το μερίδιό του από τα δημόσια έσοδα». Ο Πλούταρχος προσθέτει, μια εντυπωσιακή περιγραφή των διαφόρων εργατών, που θα απασχολούσε αυτό το τεράστιο («ρουσβελτικό» θα λέγαμε σήμερα) κύμα των δημόσιων έργων: ξυλουργοί, γλύπτες, σιδηρουργοί, λαξευτές, βαφείς, επιχρυσωτές και ελεφαντουργοί. ζωγράφοι και χαράκτες, χωρίς να αναφέρουμε τις κατηγορίες των εργατών που θα απασχολούνταν στην εξόρυξη και τη μεταφορά των πρώτων υλών. από τους οπλοποιούς ως τους ναύτες, τους πλοηγούς, τους σχοινοποιούς, τους βυρσοδέψες, τους μεταλλωρύχους κ.λπ. «Κάθε επαγγελματική κατηγορία αποδεχόταν το ρόλο ενός στρατηγού, υπό τις διαταγές του οποίου υπήγετο η μάζα των εργατών». Το αρχικό σχέδιο του Παρθενώνα, που συνέλαβε ο Καλλικράτης, ο αρχιτέκτονας που συνδέθηκε με τον Κίμωνα (ο οποίος είχε ήδη κατασκευάσει, με τη λεία της μάχης του Ευρυμέδοντα. το νότιο τείχος της Ακρόπολης), εγκαταλείφτηκε. Ο Καλλικράτης απολύθηκε και τη διεύθυνση των εργασιών την ανέλαβε ο Ικτίνος, ο οποίος -σύμφωνα με τον Βιτρούβιο- συνέγραψε μια πραγματεία σχετικά με την κατασκευή του Παρθενώνα (l)e architecture. VII. pr. 16).

Για όλα αυτά δεν έλειπε βέβαια ο χλευασμός των κωμικών συγγραφέων (Κρατίνος. απ. 300 Kock). ο σαρκασμός των λιβελογράφων καθώς και οι επιθέσεις των πολιτικών ανδρών. Οι ρήτορες «που είχαν στενές σχέσεις με τον Θουκυδίδη. το γιο του Μελησίου», γράφει ο Πλούταρχος, «σφυροκοπούσαν τον Περικλή στη συνέλευση με κατηγορίες για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος». Η αντίδραση του Περικλή ήταν συμβολική: απευθυνόμενος στο λαό, ρώτησε τη συνέλευση εάν είχε ξοδέψει πραγματικά πολλά- όλοι απάντησαν εν χορώ: «ναι. και μάλιστα υπερβολικά πολλά»· τότε ο Περικλής αντέτεινε: «15! λοιπόν, η δαπάνη θα καταλογιστεί σ’ εμένα και όχι σ’ εσάς. αλλά και οι αναθηματικές επιγραφές (όπου αναγραφόταν το όνομα του δωρητή) δεν θα αναφέρουν παρά μόνον ένα όνομα, το δικό μου» (Πλούταρχος, Περικλής. 14). II ενέργεια αυτή είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα: ο Περικλής απέκτησε πλέον την άδεια να απο­μυζά ανεμπόδιστα το δημόσιο ταμείο, είτε -σημειώνει ο Πλούταρχος - επειδή θαύμασαν τη μεγαλοψυχία του. είτε επειδή δεν ήθελαν να στερηθούν τη δόξα που εξασφάλιζαν αυτά τα έργα.

Η προσωπική περί κράτους αντίληψη

II αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα πρόσωπα που είναι προικισμένα με την ιδιότητα του πολίτη είναι το κράτος και τα έσοδα του κράτους είναι δικά τους έσοδα, καθώς και το γεγονός ότι ο Περικλής μπορούσε να χρησιμοποιεί τα συμμαχικά χρήματα όπως ο Κίμωνας την προσωπική του περιουσία, αποτελούν ενδείξεις ότι υπήρχε μια «προσωπική» περί κράτους ιδέα: το κράτος δεν διαθέτει κάποια αυτόνομη νομική οντότητα πέρα και πάνω από τα πρόσωπα, αλλά αντίθετα συμπίπτει μαζί τους. δηλαδή με τους πολίτες του. Με βάση αυτήν τη θεώρηση ο Θεμιστοκλής «μετέφερε» την Αθήνα στο νησί Αίγινα, όταν διαφαινόταν η εισβολή των Περσών. ενώ ο πολιορκητής Νικίας, από τη θέση πλέον του πολιορκούμενου στις Συρακούσες, για να εμψυχώσει τους ναύτες του και να τους καταστήσει υπεύθυνους, τους απηύθυνε τα παρακάτω λόγια: «Οι άνθρωποι είναι η πολιτεία και όχι τα τείχη ή τα πλοία που είναι άδεια από ανθρώπους» (Θουκυδίδης. Ζ'. 77.7).

Αυτή η έννοια του κράτους έχει βέβαια συνέπειες, κυρίως σε συνθήκες διχασμού της κοινότητας από κάποια στάση - ή εμφύλιο πόλεμο - περιπτώσεις όχι σπάνιες στον ελληνικό κόσμο, εκτός από ορισμένα κράτη, ιδιαίτερα ισχυρά, όπως η Σπάρτη, την οποία αναφέρουν με θαυμασμό ο Θουκυδίδης (Α΄,18) και ο Λυσίας (Ὀλυμπιακός,7). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η κοινότητα μπορεί να διασπαστεί. ακόμη και μορφολογικά. σε δύο ή περισσότερα μέρη -όπως συνέβη αρκετές φορές στην Αθήνα, στη διάρκεια διάφορων κρίσεων που ξέσπασαν στον παρατεταμένο πόλεμο στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Μπορεί τότε ένα τμήμα του κράτους να συγκροτήσει ένα «αντι-κράτος» και να διακηρύξει - επικαλούμενο ότι βρίσκεται σε μεγαλύτερη συμφωνία με το «πολίτευμα των προγόνων του» (πάτριος πολιτεία), μέσα σ' ένα ασαφές πάντοτε περίγραμμα των θέσεών του- ότι είναι το μοναδικό νόμιμο κράτος. Αυτό συνέβη το 411 π.Χ.. ένα χρόνο μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών - ο Θουκυδίδης υπογραμμίζει αυτή την εκατονταετή διατήρηση της δημοκρατίας (Η', 68, 4) - όταν οι ολιγαρχικοί, που καιροφυλακτούσαν διαρκώς τα λάθη του επονείδιστου συστήματος, πήραν την εξουσία σε μιαν Αθήνα κλονισμένη από τη σικελική καταστροφή, και στη συνέχεια βρέθηκαν απέναντι σε μιαν απρόβλεπτη αντίδραση του στόλου που φρουρούσε τη Σάμο (που συνιστούσε την ένοπλη, λόγω πολέμου, κοινωνική βάση της δημοκρατίας). Ο στόλος συγκρότησε ένα αντι- κράτος, εξέλεξε τους στρατηγούς του. αφοί) δεν αναγνώριζε όσους εξαρτώνταν από την ολιγαρχία, και διακήρυξε ότι «ο πόλεμος συνεχίζεται», παρόλο που οι ολιγαρχικοί επιδίωκαν μια συμφωνία με τη Σπάρτη. Αυτή η πρωτοβουλία βασιζόταν. από τη μια. στην ακλόνητη πεποίθηση ότι το κράτος εδράζεται στα πρόσωπα, και. από την άλλη. στην καλά εδραιωμένη βεβαιότητα, συνυφασμένη με τη δημοκρατική ιδεολογία, ότι -όπως διακηρύσσει σ' ένα λόγο (που συνέγραψε εκ νέου ο Θουκυδίδης) ο Αθηναγόρας των Συρακουσών - «ο δήμος είναι το παν» (ΣΤ'. 39). Πρόκειται για ένα σόφισμα, που βασίζεται σ’ ένα λεκτικό διφορούμενο: ο όρος δήμος υποδηλώνει εξίσου τη λαϊκή φατρία όσο και την κοινωνική της βάση. ή ακόμη και την κοινότητα στο σύνολό της. Αλλά ακόμη και ως σόφισμα. ο όρος αυτός έχει τη δική του εσωτερική λογική που συμβάλλει στην απόδειξη της ανωτέρω θεώρησης, εφόσον παραπέμπει εκ νέου σε μια προσκοπική αντίληψη του κράτους.

Το 404-403 π.Χ. στη διάρκεια του πιο σοβαρού και παρατεταμένου εμφύλιου πολέμου που γνώρισε ποτέ η Αττική. η χώρα βρέθηκε σε μια στιγμή χωρισμένη στα τρία. Πρώτον υπήρχε η απόλυτη ηγεμονία των Τριάκοντα, οι οποίοι, επιθυμώντας να καταστήσουν την Αττική μιαν αγροκτηνοτροφική Λακωνία, απομακρυσμένη από τα ναυτικά τη; ενδιαφέροντα (είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό, που αναφέρει ο Πλούταρχος {Θεμιστοκλής. 19, 6). σύμφωνα με το οποίο ο Κριτίας απαίτησε, το βήμα από το οποίο μιλούσαν οι ρήτορες, «να στραφεί προς τη γη»), όχι μόνο αδιαφόρησαν για τη μαζική έξοδο των ανθρώπων του λαού και των οπαδών της δημοκρατίας - που ακολούθησε τη νίκη της ολιγαρχίας - αλλά επιπλέον την υποκίνησαν με κάθε τρόπο. Οι δημοκρατικοί, όμως, οι οποίοι είχαν διασκορπιστεί ανάμεσα στη Βοιωτία και τη Μεγαρίδα. συνασπίστηκαν αρκετά γρήγορα. οχυρώθηκαν στον Πειραιά μετά από μερικές στρατιωτικές επιτυχίες και συγκρότησαν εκεί μια δημοκρατική αντι-Αθήνα. Οι ολιγαρχικοί, αντίθετα, κλονισμένοι από την ήττα. χωρίστηκαν στα δύο και είχαν εφεξής δύο κυβερνήσεις, που έδρευαν στην Αθήνα και την Ελευσίνα αντίστοιχα. Όταν αργότερα οι Σπαρτιάτες επέβαλαν την ειρήνευση, δηλαδή ουσιαστικά την επιστροφή των δημοκρατικών και την αποκατάσταση του παλιού δημοκρατικοί) πολιτεύματος -με τη δέσμευση των δημοκρατικών να μην προβούν σε καμία εκκαθάριση εκδικητικού χαρακτήρα - αποφάσισαν παράλληλα τη διατήρηση στην Ελευσίνα μιας ολιγαρχικής δημοκρατίας (που ίσχυσε μερικά χρόνια). στην οποία μπορούσε να βρει καταφύγιο όποιος αισθανόταν ότι δεν ήταν σε θέση να αποδεχτεί την ειρηνευτική συμφωνία.

Η άλλη όψη αυτής της αντίληψης περί κράτους προβάλλει στην περίπτωση που διαλύεται το σύμφωνο ειρήνης, όταν δηλαδή ο εξορισμένος, ο κυνηγημένος από την πόλη. συνασπίζεται με τους εχθρούς της πολιτείας για να επιχειρήσει να επιστρέφει σ’ αυτήν. Ενεργώντας μ΄ αυτό τον τρόπο που έχει ως αφετηρία την αρχή ότι ο υπεύθυνος για την εξορία του δεν είναι ­το κράτος (αφηρημένη οντότητα πάνω από τα πρόσωπα), αλλά οι πολίτες. Όποιος επομένως υφίσταται αυτό το μέτρο και το θεωρεί ατεκμηρίωτο και μεροληπτικό, κηρύσσει τον πόλεμο στην πόλη του. με σκοπό να διορθωθεί το λάθος και να αποκατασταθεί η αδικία. Να γιατί ο Αλκιβιάδης περνάει στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών και επιτίθεται μαζί τους ενάντια στο αθηναϊκό πολιτικό σύστημα (Θουκυδίδης. ΣΤ'. 89. β). ενώ. όταν αργότερα επιστρέφει και απολογείται για την πράξη του. προβάλλει με πάθος τα κίνητρά του και καταγγέλλει το άδικο που του έγινε. όχι από το κράτος, αλλά από «αυτούς που τον εξόρισαν» (Ξενοφών, Ἑλληνικά Α΄ 4. 14-16). Παρόμοια, ο Γερο-Ολιγαρχι­κός δηλώνει ότι είναι ευτυχής που η Αθήνα δεν είναι νησί. γιατί στην αντίθετη περίπτωση οι ολιγαρχικοί «δεν θα μπορούσαν να καταφύγουν στην προδοσία και να ανοίξουν τις πόρτες στον εχθρό» (Β΄, 15).

Η έννοια της «προδοσίας», επομένως, είναι σχετικοποιημένη. Δύο αιώνες αργότερα ο Πολύβιος, μελετώντας την ελληνική πολιτική εμπειρία - στις πιο ακραίες εκφάνσεις της οποίας είχε συμμετάσχει - θα εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά του σχετικά με την έννοια αυτή:

Εντυπωσιάζομαι συχνά - γράφει - για τα λάθη που διαπράττουν οι άνθρωποι σε πολλούς τομείς, αλλά ιδιαίτερα όταν βάλλουν κατά των «προδοτών». Δράττομαι της ευκαιρίας για να πω δυο λέξεις σχετικά με αυτό. αν και δεν αγνοώ ότι πρόκειται για ένα θέμα δύσκολο να οριστεί και να αξιολογηθεί. Δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε ποιον πραγματικά πρέπει να χαρακτηρίζουμε ως «προδότη».

Στη συνέχεια υπογραμμίζει ότι η έννοια της προδοσίας δεν συνίσταται στην «καθιέρωση καινούριων συμμαχιών» - αφαιρώντας έτσι. θα λέγαμε, κάθε δυνατό νόημα από αυ­τήν- σημειώνει δε αντίθετα ότι «όσοι υποκίνησαν την πόλη τους. ανάλογα με τις περιστάσεις, να συνάψει άλλες φιλίες ή συμμαχίες θεωρήθηκαν συνήθως ευεργέτες της»· ο τρόπος επομένως με τον οποίο ο Δημοσθένης κοσμεί με το επίθετο του «προδότη» τους πολιτικούς του αντιπάλους δεν έχει κανένα νόημα (III. 13-14). II προδοσία επομένως δεν είναι παρά ένας μονόπλευρος τρόπος να κρίνεται η πολιτική συμπεριφορά. Όλα αυτά βέβαια αφορούν την οπτική του Αλκιβιάδη, του Γερο-Ολιγαρχικού και του Πολύβιου, οι οποίοι δεν συμμερίζονται σε καμιά περίπτωση τη δημοκρατική διακήρυξη ότι «ο δήμος είναι το παν».

Η αλλαγή των νόμων

Αλλά αν «ο δήμος είναι το παν», αν ο λαός ως σύνολο πολιτών που συγκροτεί το κράτος είναι υπεράνω κάθε νόμου, εφόσον είναι η πηγή κάθε νόμου, τότε δεν υπάρχει, με την ακριβή σημασία της λέξης, παρά μόνο ένας νόμος: «να κάνει ο λαός ό, τι θέλει» - όπως αναφωνεί «το πλήθος», σε μια κρίσιμη στιγμή της περίφημης δίκης ενάντια στους νικητές στρατηγούς στις Αργινούσες (Ξενοφών. Ελληνικά. I. 7. 12· πρόκειται μάλιστα για την ίδια διατύπωση με την οποία ο Οτάνης του Ηροδότου (Γ΄, 80) ορίζει και την εξουσία της μοναρχίας). Αφού όμως ο λαός είναι υπεράνω του νόμου, ο τελευταίος δεν μπορεί να θεωρείται αναλλοίωτος και ανεξάρτητος από τη λαϊκή θέληση, αλλά πρέπει να προσαρμόζεται σ’ αυτήν - μολονότι η τάση της «αλλαγής των νόμων» (κινεῖν τούς νόμους) αποτελούσε μια από τις κλασικές κα­τηγορίες που απηύθυναν οι δημοκρατικοί στους παραδοσια­κούς αντιπάλους τους.

Και τα δύο στρατόπεδα θεωρούσαν πάντως ενδεδειγμένη την αναφορά τους στο «πολίτευμα των προγόνων τους» (πάτριος πολιτεία): έτσι ο Θρασύβουλος, ο υποκινητής του πολέμου ενάντια στους Τριάκοντα, διακήρυττε - σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (1Δ'. 32. 6)- ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν μέχρι «να ανακτήσει ο λαός την πάτριον πολι­τεία». ενώ οι Τριάκοντα με τη σειρά τους διαβεβαίωναν εξίσου - σύμφωνα με τον Αριστοτέλη- ότι σκοπός τους ήταν η επαναφορά αυτής της πατρίου πολιτείας (Ἀθηναίων Πολι­τεία, 35. 2). Ωστόσο ο πρώτος επιδίωκε να αποκαταστήσει την πλήρη δημοκρατία, ενώ οι δεύτεροι σχεδίαζαν να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. ανατρέποντας ακριβώς τα στηρίγματα της τελευταίας, δηλαδή - εξηγεί ο Αριστοτέλης - τους νόμους, δυνάμει των οποίων ο Εφιάλτης είχε καταργήσει. την εξουσία του Αρείου Πάγου, ιδρύοντας αυτήν τη ριζοσπαστική δημοκρατία. Ο Θρασύμαχος. ο σοφιστής από τη Χαλκηδόνα -στον οποίο αποδίδει ο Πλάτωνας, στην Πολιτεία. τη βάναυση αντίληψη ότι δικαιοσύνη είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου - αποκαλύπτει την ακόλουθη αντίφαση, η οποία τροφοδοτεί παράλληλα την ειρωνική του συμπεριφορά απέναντι στην ευφράδεια των πολιτικών: «Πεπεισμένοι ότι προβάλλουν αντίθετα επιχειρήματα από τους αντιπάλους τους (οι ρήτορες), δεν αντιλαμβάνονται ότι αποβλέπουν από κοινού στο ίδιο αποτέλεσμα και ότι οι θέσεις των αντιπάλων τους περιέχονται στους δικούς τους λόγους» (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. Περί της λεκτικής Δημοσθένους δεινότητας. 3=1. σ. 132-134 Usener-Radermacher). Η χρησιμοποίηση του ίδιου συνθήματος σε διαφορετικά προγράμματα αποτελεί βέβαια την ένδειξη ενός γενικότερου φαινομένου: ότι η δημοκρατία. όταν «εκφράζεται», καταλήγει σχεδόν πάντοτε να ευθυγραμμίζεται με την κυρίαρχη ιδεολογία. Έτσι. η αναφορά στο παρελθόν, σαν ένα. καθαυ­τό, θετικό δεδομένο, συνιστά μιαν αρνητική συνυποδήλωση των ισχυόντων νόμων, μια αλλο ίωση (κινεῖν ακριβῶς) του αρχικού πρωτοτύπου (δεν είναι τυχαίο ότι ο Θησέας κατέληξε να θεωρείται ως ο πρώτος «θεμελιωτής της δημοκρατίας). Επιπλέον. μια τέτοια αμετακίνητη. θα λέγαμε, θέση συγκρούεται, ή μπορεί να συγκρουστεί. με την αναγκαιότητα να είναι ο δήμος υπεράνω των νόμο)ν. μοναδικός κύριος των ενδεχόμενων αλλαγών του.

Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση. ο νόμος τροποποιείται με την πάροδο του χρόνοι), ιδιαίτερα αφού κοινή επιδίωξη - σημειώνει ο Αριστοτέλης- είναι το «καλόν» και όχι η «παράδοση» (το πάτριον) (Πολιτικά. 1269a. 4). Λυτό το φαινόμενό ταράσσει γενικά τη συντηρητική σκέψη, όπως των πυθαγορείων (Αριστομένης, απ. 19 Muller), στους πλατωνικούς Νό­μους (772 D), αν και ο Πλάτωνας δεν αποκρύπτει ότι αυτή η αλλαγή είναι αναπόφευκτη (769 1)). Το κινεῖν είναι επιπλέον μια λέξη με διπλή σημασία: υποδηλώνει την αλλαγή αλλά και την ανάπτυξη (Ισοκράτης, Εὐαγόρας, 7). και γι’ αυτό τελικά συγχέεται σχεδόν αναπόφευκτα με την έννοια της επιδόσεως (της προόδου, αναφορικά με τις διάφορες τέχνες) - ένα φαινόμενο που αναφέρουν ο Ισοκράτης στο απόσπασμα του Ευαγόρα και ο Δημοσθένης σ’ ένα φημισμένο δοκίμιο της ιστορίας της στρατιωτικής τέχνης (Γ' Φι­λιππικός, 47, όπου κεκινῆσθαι και ἐπιδεδωκέναι είναι συνώνυμα). Ένα φαινόμενο που αφορά και το νόμο - αν τοποθετηθούμε σε μια πιο ευρεία χρονική κλίμακα- αφού, υπογραμμίζει ο Αριστοτέλης, η δημιουργία των προηγουμένων επικυρώνουν το μεταβλητό του χαρακτήρα και εξοικειώνουν το λαό με την ιδέα της τροποποίησής του (Πολιτικά. Β'. 1268b 30-1269a 290).

Σε μια μελέτη του ο Αριστοτέλης – παραθέτοντας διάσημες (και αναγνωρίσιμες από την «αρχαιολογία» του Θουκυδίδη ) ρήσεις, οι οποίες υποδεικνύουν το χρόνο ως το «θέατρο» των αλλαγών - παρουσιάζει ένα είδος αρχαιολογίας του δικαίου, ανάλογη με τη γενική αρχαιολογία του Θουκυδίδη (η απήχηση και η αποτελεσματικότητα της οποίας - μερικές δεκαετίες μετά τη διάδοση του έργου του συγγραφέα της - επιβεβαιώνεται τόσο στο προοίμιο του Εφόρου (απ. 9 Jacoby) - όσο και σ’ αυτό το έξοχο αριστοτελικό έργο). Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης αποτελεί μια σύνθεση καινοτομίας και συντήρησης. καθιστώντας το δίκαιο το μοναδικό λογικό σύστημα που μπορεί να θεμελιώσει έναν μετασχηματισμό. Ο Αριστοτέλης πασχίζει επίσης να ορίσει ένα μέτρο, ένα κριτήριο το οποίο Οα επιτρέπει να εκτιμά κάνει; τη στιγμή και το βαθμό που πρέπει να καινοτομεί, η αντίθετα να παραιτείται. παρά τις εμφανείς ελλείψεις. από μιαν ανάλογη πρωτοβουλία. Πρόκειται για ένα γενικό και εμπειρικό κριτήριο: «Επειδή είναι επιζήμια η συνήθεια των ανθρώπων να τροποποιούν απερίσκεπτα τους νόμους, πρέπει να επιδιώκονται μέτριες βελτιώσεις, διατηρώντας τους ατελείς κανόνες εν ισχύ- άλλωστε η ουσιαστική βελτίωση των νόμων δεν θα πρόσφερε κανένα επιπλέον πλεονέκτημα, αφού θα είχε καθιερωθεί η συνήθεια ανυπακοής στους νόμους».

Ελευθερία/δημοκρατία, τυραννία/ολιγαρχία

Επιχειρώντας να περιγράφει το αθηναϊκό πολιτικό σύστημα. ο Περικλής του Θουκυδίδη προβάλλει μιαν αντίθεση ανάμεσα στη «δημοκρατία» και την «ελευθερία»: ελλείψει άλλων όρων – αναφέρει - συνηθίσαμε να προσδιορίζουμε αυτό καθεστώς ως δημοκρατία, επειδή το πλήθος συμμετέχει στην πολιτεία· στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για ένα ελεύθερο πολιτικό σύστημα (ελεύθερος να πολιτεύομαι). Σ’ ένα βαθμό, λοιπόν, ο ρήτορας παρουσιάζει τη δημοκρατία και την ελευθερία με αντιθετικό τρόπο, βέβαια αυτός ο επιτάφιος δεν αποτελεί ακριβώς «μνημείο της αθηναϊκής δημοκρατίας», όπως τον θεωρούσε ένα μέρος των ερμηνευτών του (ανάμεσα στους οποίους ο Πλάτωνας παρουσιάζει μια παρωδία του στον Μενέξενο, μέσα από την απαγγελία του επιτάφιου από την Ασπασία). Άλλωστε το εγκώμιο της Αθήνας, που περιέχεται στον επιτάφιο του Περικλή, φθάνει σ’ εμάς μέσω ενός διπλού φίλτρου: το πρώτο συνίσταται στον ίδιο το λογοτεχνικό χαρακτήρα του επικήδειου λόγου, που μετατρέπεται αναπόφευκτα σε πανηγυρικό· το δεύτερο οφείλεται στην προσωπικότητα του ρήτορα, του πολιτικού άνδρα. ο οποίος, κατά την κρίση του Θουκυδίδη, είχε στην πραγματικότητα παραποιήσει το δημοκρατικό σύστημα, διατηρώντας μόνο τα επιφανειακά του χαρακτηριστικά. Η ίδια η λέξη που χρησιμοποιεί (δημοκρατία) δεν προσιδιάζει στη δημοκρατική γλώσσα, η οποία χειρίζεται συνήθως τον όρο δήμος (στις διάφορες σημασίες του)· μια τυπική, για παράδειγμα, έκφραση των δημοκρατών ήταν: λύειν τον δῆμον, δηλαδή καταλύω, ή επιχειρώ να καταλύσω τη δημοκρατία. Η δημοκρατία, αντίθετα, αποτελεί. αρχικά, ένα βίαιο και πολεμικό όρο («η κυριαρχία του δήμου»). επινοημένο από τους εχθρούς της δημοκρατικής οργάνωσης. και όχι όρο που θυμίζει συνύπαρξη. Εκφράζει την κυριαρχία ενός μέρους του πληθυσμού, ο οποίος δεν μπορεί παρά να υποδηλωθεί με ταξικούς όρους: έτσι ο Αριστοτέλης. για να το αποσαφηνίσει αυτό. διατυπώνει το παράδοξο εικονικό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο, σε μια κοινότητα 1.300 πολιτών, η κυριαρχία 300 απόρων (αν βέβαια υπάρχουν τόσοι) συνιστά μια «δημοκρατία». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα η δημοκρατία εμφανίζεται τελικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά της τυραννίας: όταν επιδιώκει ο δήμος να είναι υπεράνω του νόμου, ποιεῖν ὅ,τι βούλεται, διεκδικεί ουσιαστικά ένα χαρακτηριστικό προνόμιο του τυράννου.

Στην αθηναϊκή πολιτική γλώσσα εμφανίζεται, επίσης, ένα σύνολο όρων και εννοιών που ταυτίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία από τη μια, και την ολιγαρχία και την τυραννία από την άλλη. Ο Θουκυδίδης μάς δίνει σχετικές πληροφορίες στο 8υ βιβλίο του (Η'. 68), όπου κάνει τον απολογισμό των συνεπειών του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ. - ενός προσωρινού και βίαιου πραξικοπήματος, αιματηρού αλλά κυρίως απρόσμενου, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης: του πρώτου ολιγαρχικού πειράματος εκατό χρόνια μετά την εξορία των τυράννων. Αφού λοιπόν περιγράφει με εγκωμιαστικό τρόπο τους τρεις κύριους υπεύθυνους του πραξικοπήματος, στη συνέχεια σχολιάζει: «Βέβαια μόνο πρόσωπα αυτού του διαμετρήματος μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μια τόσο μεγάλη επιχείρηση: να στερήσουν από το λαό της Αθήνας την ελευθερία του. εκατό χρόνια αφότου είχε εκδιώξει τους τυράννους». Σ’ αυτή την περίπτωση είναι προφανές ότι ο Θουκυδίδης ταυτίζει το δημοκρατικό καθεστώς με την έννοια της ελευθερίας, όπως ακριβώς στο 4ο βιβλίο χαρακτηρίζει -περιγράφοντας το φόβο που επικράτησε στην Αθήνα μετά το μυστηριώδη και σκανδαλώδη ακρωτηριασμό των αγαλμάτων του Ερμή - ως «ολιγαρχική και τυραννική» τη συνωμοσία που κρυβόταν, σύμφωνα με τους φόβους των Αθηναίων, πίσω από το φρικιαστικό και φαινομενικά ανεξήγητο αυτό σκάνδαλο. Εδώ η ανασύσταση των εννοιών αντανακλά, πλήρως, αυτό που υπογραμμίσαμε στο 8ο βιβλίο: από τη μια. ελευθερία=δημοκρατία (καταλύω τη δημοκρατία σημαίνει στερώ από τους Αθηναίους την ελευθερία τους. που είχαν κατακτήσει εκδιώκοντας τους τυράννους), από την άλλη τυραννία=ολιγαρχία (δηλαδή μια συνωμοσία που αποσκοπεί σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας· επομένως η κατάλυση της δημοκρατίας είναι ταυτόχρονα «ολιγαρχική» και «τυραννική»). Πρόκειται για μια γλώσσα, ωστόσο, σε πλήρη ασυμφωνία με τα ιστορικά δεδομένα, αφού οι αριστοκράτες. βοηθούμενοι από τους συμμάχους τους Σπαρτιάτες, ήταν οι πρωταίτιοι της πτώσης της τυραννίας, με τη μορφή της οποίας. αντίθετα. εκδηλώθηκε ακριβώς η αρχαία δημοκρατία.

Η λύση αυτής της φαινομενικής αντινομίας μάς παραπέμπει εκ νέου στη συμφωνία που εδραίωσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα. την κλασική εποχή: τη συμφωνία ανάμεσα στο λαό και τους άρχοντες, όπου δέσποζε το πνεύμα, η πολιτική κουλτούρα και η γλώσσα των τελευταίων στη διοίκηση της δημοκρατικής πολιτείας. Γι’ αυτούς, λοιπόν, η δημοκρατία ήταν ένα επιθυμητό καθεστώς στο βαθμό που ήταν συνώνυμο της «ελευθερίας» (δεν είναι τυχαίο ότι ο Περικλής χρησιμοποιεί αδιάφορα τη λέξη δημοκρατία, ενώ απαιτεί ταυτόχρονα ένα καθεστώς «ελευθερίας» για την πολιτεία των Αθηναίων: ένα καθεστώς απαλλαγμένο από κάθε «τυραννικό» κατάλοιπο).

Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η εμπειρική καταγωγή της. χαρακτηριστικής για τους Έλληνες στοχαστές, συστηματικής ταξινόμησης, που αποβλέπει στο διαχωρισμό κάθε φορά των πολιτικών μορφών σε δύο υπο-είδη. το καλό και το κακό. Αυτή η απάντηση, άλλωστε, στην αντινομία που αναφέρθηκε προηγούμενα. θα γίνει γρήγορα αντιληπτή από την ελληνική σκέψη. Τη συναντούμε ήδη θεωρητικοποιημένη στον Αριστοτέλη, ο οποίος μάλιστα θα χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικούς όρους: Οα ονομάσει πολιτεία τη «χρηστή» δημοκρατία, ενώ τη δημοκρατία που δεν σέβεται την ελευθερία θα την αποκαλέσει. όπως αναμενόταν, δημοκρατία.

Αλλά η διάκριση αυτή είναι εξίσου παρούσα στη διαμάχη γύρω από το πολίτευμα, που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος. Οι τρεις παρεμβάσεις που συνθέτουν αυτή τη συζήτηση (ή καλύτερα η σύνοψή τους) προβάλλουν την ίδια υπόθεση: κάθε μορφή πολίτικοι; καθεστώτος εκφυλίζεται στην αρνητική του όψη· αυτή η διαδικασία του εκφυλισμού καθιερώνει έναν ιστορικό κύκλο, όπου γίνεται η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο. Με αυτή την έννοια η παρέμβαση του Δαρείου ήταν η σαφέστερη, θέτοντας άμεσα το θέμα του διαχωρισμού οιασδήποτε πολιτικής μορφής στην «εξιδανικευμένη» εκδοχή της και στη συγκεκριμένη πραγματοποίησή της.

Η «κυκλική» θεωρία

Η συζήτηση των τριών εκτυλίσσεται ως εξής: ο Δαρείος σημειώνει ότι καθεμιά από τις τρεις πολιτικές μορφές χαρακτηρίζεται πράγματι από δυο αντίθετα στοιχεία· ο Οτάνης κάνει απολογισμό των τυπικών ελαττωμάτων της μοναρχικής εξουσίας και εξυμνεί, με ορισμένες εύστοχες παρατηρήσεις, τη δημοκρατία. Ο Μεγάβυζος. αντίθετα, επιδοκιμάζει μεν την κριτική στη μοναρχική εξουσία αλλά ανατρέπει τη θετική εικόνα της δημοκρατίας, εξυμνώντας την αριστοκρατία. Στη συνέχεια, ο Δαρείος, με τη σειρά του. αναλαμβάνει, με ιδιαίτερο μάλιστα ζήλο. να προβάλει τα ελαττώματα της αριστοκρατικής διακυβέρνησης και. ανατρέποντας ριζικά την αφετηριακή του θέση. να πλέξει τυ εγκώμιο της μοναρχικής εξουσίας. Έχοντας, λοιπόν, απέναντι του τον πλήρη πίνακα το)ν έξι δυνατών αξιολογικών διακρίσεων των τριών συστημάτων, ο Δαρείος αρχίζει την παρέμβασή του λέγοντας ότι. «στα λόγια» (Γ'. 80. 1: τῷ λόγῳ - που είναι η μόνη σωστή ανάγνωση, η οποία διασώθηκε από τον Στοβαίο), τα τρία καθεστώτα είναι «έξοχα». Υπογραμμίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι υπάρχει μια θετική παραλλαγή καθενός από τα τρία πρότυπα, η οποία διέπεται αμιγώς από τις «θεωρητικές» προϋποθέσεις (αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος). στις οποίες βασίζονται τα πρότυπα αυτά. Αυτό συνεπάγεται, - σημειώνει ο Δαρείος - τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την αριστοκρατία και τη δημοκρατία, ότι η αρνητική τους όψη προβάλλει ακριβώς όταν περνάμε από τον ορισμό τους στην πρακτική.

Προχωρώντας περισσότερο, παρουσιάζει δύο τύπους μετάβασης από το ένα καθεστώς στο άλλο. Παρατηρεί, λοιπόν, ότι η δημοκρατία και η αριστοκρατία, στην υλοποιημένη τους μορφή, οδηγούν με την πρακτική τους σε μια τέτοια αποδιοργάνωση του αστικού συστήματος, απ’ όπου στη συνέχεια προβάλλει η αναγκαιότητα ενός μονάρχη: η μοναρχική εξουσία, επομένως, η οποία γεννιέται συνήθως με μιαν αιματηρή στάση, είναι το επακόλουθο της πρακτικής αποτυχίας των δύο άλλων πολιτικών μορφών. Ωστόσο, μια φαύλη μοναρχία με τη σειρά της. γεγονός που γνωρίζει φυσικά ο Δαρείος. μπορεί να οδηγήσει εκ νέου σε στάση: έτσι την επομένη της πτώσης του Καμβύση (τέλεια ενσάρκωση του τυράννου) και του εμφύλιου πολέμου που προκάλεσε ο σφετεριστής του θρόνου (ο ψευδό-Σμέρδης»). οι Πέρσες αξιωματούχοι θα αναζητήσουν την πολιτική μορφή της Περσίας σε άλλους τύπους πολιτεύματος, μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα της μοναρχίας. Ήταν πλέον καθαρό, ιδιαίτερα μέσα στη συγκυρία στην οποία εκτυλισσόταν η συζήτηση. ότι η μετάβαση από τη μια μορφή πολιτεύματος στην άλλη συντελείτο με επώδυνο τρόπο: τη στάση και τον εμφύλιο πόλεμο.

Ο Δαρείος θα επικρατήσει επομένως στη διαμάχη, αλλά στο πεδίο της ιστορίας και όχι της διαλεκτικής: από αποδεικτική άποψη τα επιχειρήματα του προστίθεντο σ’ αυτά των συνομιλητών του. δεν τα καταργούσαν. Σε διαλεκτικό επίπεδο η συζήτηση δεν είχε νικητές και ηττημένους και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού το «ανοιχτό» συμπέ­ρασμά της συμφωνούσε με την κυκλική διαδοχή των «πολιτευμάτων». με αυτή την ατέρμονη εξέλιξη όπου το καθένα επικρατεί χάρη στα ελαττώματα του άλλου και οικοδομεί- ται πάνω στα ερείπιά του. Όλες οι κατοπινές προσεγγίσεις της ελληνικής πολιτικής σκέψης θα έχουν την αφετηρία τους στον Ηρόδοτο. Όταν, λοιπόν, ο Θουκυδίδης θα αντιμετωπίσει το παράδοξο γεγονός της βραχύβιας αποτυχίας της ολιγαρχικής κυβέρνησης των Τετρακοσίων - η οποία αποτελείτο, ωστόσο, από «προσωπικότητες πρώτου μεγέθους» - θα καταφύγει στην ερμηνεία του Δαρείου. σχετικά με την αναπόφευκτη αποτυχία οιασδήποτε αριστοκρατίας, επιτιμώντας ο ίδιος με τη σειρά του τον αρχηγικό ανταγωνισμό που αποβλέπει στην απόκτηση ηγεμονικοί θέσεων (Η', 89. 3). Ενώ αναφερόμενος στο πέρασμα από τη μια πολιτική μορφή στην άλλη. προορισμένη επίσης να ηττηθεί. θα διατυπώσει εκ νέου την ιδέα του «τμήματος» του «κύκλου»: «Έτσι η ολιγαρχία, που πρόβαλε μέσα από την κρίση της δημοκρατίας, καταρρέει».

Η εξέλιξη, λοιπόν, των μορφών του πολιτεύματος εμφανίζεται σαν μια παλιρροϊκή κίνηση και η εικόνα αυτή θα δεσπόσει στη θεωρητική σκέψη που θα επικρατήσει στη συνέχεια. από το 8ο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα μέχρι και το 3ο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, στο οποίο υπάρχει μια αφθονία παραδειγμάτων για τους πολιτικούς κλυδωνισμούς των ελληνικών πόλεων (των 158 Πολιτειών. ανάμεσα στις οποίες το παράδειγμα της Αθήνας μάς μεταφέρθηκε σχεδόν ακέραιο). II προσπάθεια να προσδιοριστεί αυτή η διαδικασία περάσματος από το ένα καθεστώς στο άλλο θα αποτελέσει άλλωστε το αντικείμενο έρευνας και θεωρητικών αναζητήσεων αρκετών μεταγενέστεροί στοχαστούν, από τον όψιμο Όκελλο τον Λευκανό μέχρι τον Πολύβιο, οι οποίοι θα συνδέσουν την εμπειρική τους έρευνα με τη φιλοσοφική ιδέα μιας «επιστροφής», μιας «ανακύκλωσης».

Για να βελτιωθεί η αέναη επανάληψη του κύκλου, υπάρχει το «μεικτό» πολίτευμα: ένα σύστημα, δηλαδή, το οποίο περιλαμβάνει τα καλύτερα στοιχεία των τριών τύπων και αποσκοπεί να μετριάσει τις αρνητικές τους πλευρές (ή έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να το κάνει), εξουδετερώνονται τα καταστροφικά ή αυτοκαταστροφικά φαινόμενα που παράγουν. Έναν τέτοιο υπαινιγμό, ότι μια «μεικτή» μορφή θα ήταν ιδιαίτερα θετική, τον συναντούμε ήδη στον Θουκυδίδη (Η'. 97), όταν ο ιστορικός εγκωμιάζει το εφήμερο πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στην Αθήνα στη διάρκεια της πτώσης των Τετρακοσίων. Στην πραγματικότητα, αυτό το σύστημα - γνωστό ως καθεστώς των Πέντε Χιλιάδων- δεν ήταν και τόσο «μεικτό». Επρόκειτο για ένα καθεστώς που ο Αριστοτέλης 0α χαρακτήριζε ολιγαρχικό, αφοί) στηριζόταν στον περιορισμό τη; ιδιότητας του πολίτη ανάλογα με την καταβαλλόμενη εισφορά. Άλλωστε και οι υπόλοιπε; θεωρητικές αναζητήσεις γύρω από το «μεικτό» καθεστώς - του Αριστοτέλη και κυρίως των μαθητών του, Θεοφράστου. Δικαιάρχου και Στράτωνα - διακρίνονταν. εξίσου, για την απουσία αυτού του τυπικοί) χαρακτηριστικού τη; δημοκρατίας. της παραχώρησης, δηλαδή, ανεξαιρέτως σε όλους της ιδιότητας του πολίτη, συμπεριλαμβανομένων και των απόρων. Επρόκειτο. λοιπόν, ουσιαστικά για ολιγαρχικά καθεστώτα. Ωστόσο, αυτό το θέμα του «μεικτοί)» πολιτεύματος θα κυριαρχήσει στην ελληνική σκέψη της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Αντιμέτωπος, μάλιστα, με τη σύνθετη και πρωτότυπη λύση που δόθηκε από τη ρωμαϊκή πόλιν στο πρόβλημα της ιδιότητας του πολίτη και στο θέμα της απαραίτητης σύνδεσης με μια σταθερή και ισχυρή εξουσία, ο Πολύβιος θα θεωρήσει ότι βρήκε στη Ρώμη το συγκεκριμένο και βιώσιμο τύπο αυτής της μορφής του μεικτού καθεστώτος. Το 6ο βιβλίο των Ιστοριών - τοποθετημένο συμπτωματικά μετά το χρονικό της τρομερής ήττας στις Κάννες και προορισμένο να αποσαφηνίσει τους λόγους της επιβίωσης της Ρώμης μετά από μια πανόμοια ήττα- είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένο στη μορφή του ρωμαϊκού πολιτεύματος, το οποίο θεωρείτο ως ένα έξοχο παράδειγμα «μεικτού» καθεστώτος.

Με τον Πολύβιο, όμως. πρέπει να σταματήσουμε την παρουσίαση της «ελληνικής περί πολιτικής αντίληψης». Υπό την επίδραση, κατ’ αρχήν, των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και κατόπιν της ρωμαϊκής πόλεως. η ελληνική σκέψη - και εφεξής η ελληνιστικό-ρωμαϊκή σκέψη - θα ακολουθήσει πλέον καινούριους δρόμους. Εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία...
----------------
Βιβλιογραφία

ΒASLEZ ( M. D.J L'Etranger dans la Grece antique. Paris, Les Belles Lettres 1984

CANFORA (L.). · Studi sull’ Athenaion Politeia pseudo-senofontea».

Memorie dell’Accadcmia delle Scienze di Torino. V. 1980, n.4.

CAPRENDER (R.). The Architects of the Parthenon. Harmondsworth.

Middlesex. «The Architect and Society». 1970.

CORCELLA (A.), Storici greci. Rome-Bari. Laterza. 1988.

FARRAR (C.). The Origins of Democratic Thinking. Cambridge. 1988.

GAUTHIER (P.). Symbola: lew etrangers et la justice dans les cites grecques, Universite de Nancy II «Annates de l’est. Memoires». XLIII. 1972.

GERNET (L.). «La notion de democratic chez les Grecs», Revue de la Mediterranee. 1948. p. 385-393; repris dans Les Grecs sans miracle. Paris. La Decouverte, 1983. p. 272-279.

GILLIS (D.). «Collaboration with the Persians», Historia. Kinzel- schriften. 34. Wiesbaden. 1979.

GLOTZ (G.) (avec la collaboration de R. Cohen). Histoire grecque. t. I.

Des migines aux guerres niediques. Paris. Presses Universitaires de France. 1925'

LA ROCCA (E.) (dir.). L'esperimento della perfezione. Arte e societa nell ’Atene di Pericle. Milan. 1988.

LORAUX (N.). L’ Invention d’ Athcnes. Paris-La Have, Mouton. 1981. MlilliR (C.). Die Enstchung des PSitischen bei den Cricchen. Francfort. 1980.

MOSSE (C.). «Le theme de la patrios politcia dans la pensee grecque du ive siecle». Eirene n° 16, 1978. p. 81-89.

MUSTI (D.). «Polibio». in L. Firpo (dir).. Storia delle idee politiche, economiche e sociali. T. 1. Turin, 1982. p. 609-652.

RODKWALD (C.). Democracy: Ideas ami Realities. Londres. 1974.


ROSENBERG (A.). Demokratie and Klassenkampf im Altertum. Leipzig. 1921.
—, «Aristotoles uber Diktatur und Demokratie». Rheinisches Museum. no 32, 1933, p. 339-30!.

ROUSSEAU (J.-J.). Note 1 * a la «Dedicace» du Discours sur I inegalite parmi les hommes (1754). in (Euvres completes. t. III Paris. Gallimard. 1964. p. 195.

VATIN (C.). Citoyens ct Non-Citoyens dans le monde grec, Paris. SEDES, 1984.

WEIl (R. ), «Philosophie et histoire. La vision de L’ histoire chez Aristote», in La Politique d’Aristote, Gcneve-Vandoeuvres, Fondation Hardt, «Fntretiens sur l’Antiquite classique». XI, diffusion Champion-Slatkine. 1964, p. 159-189.

VON WI LAMOWITZ-MOELLENDORFF (U.). Staat und Cesellschaft der Griechen. «Die Kultur der Gegenwart», IV. 1. Leipzig. 3e ed.
---------
Κείμενα

Ηροδότου, Ἱστορίαι. Γ'. 80-82

Όταν πέρασαν πέντε μέρες και κόπασε ο θόρυβος, οι επαναστάτες συνήλθαν σε σύσκεψη για να Εξετάσουν την όλη κατάσταση. Είπαν τότε πράγματα που πιθανόν μερικοί Έλληνες να μη τα πιστέψουν, ωστόσο είναι βέβαιο πως ειπώθηκαν. Ο Οτάνης είπε ότι οι ίδιοι οι Πέρσες πρέπει να διαχειρίζονται την εξουσία. Και κατέληξε: «Η γνώμη μου είναι πως πρέπει να καταργηθεί η μοναρχία. Δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε σωστό. Είδαμε σε ποιες ακρότητες οδήγησε τον Καμβύση η αλαζονεία του και τι υποφέρατε από την αλαζονεία του μάγου. Πώς μπορεί, λοιπόν, να είναι η μοναρχία ένα ορθό πολίτευμα, αφού επιτρέπει στο μονάρχη να επιβάλλει ανεξελέγκτως τη θέλησή του: Κι ο πιο τέλειος άνθρωπος αν γίνει μονάρχης, θ’ αλλάξει αυτόματα συμπεριφορά. Το ίδιο το αξίωμα θα τον γεμίσει υπεροψία και πότε από φθόνο, που είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Με τα δυο αυτά αποκτά κάθε κακία και παραζαλισμένος πότε από υπεροψία και πότε από φθόνο, κάνει πολλά πράγματα άδικα, αν κι ένας τύραννος δεν θα έπρεπε να φθονεί, αφού τάχει όλα· όμως είναι μέσα στη φύση του ν’ αποδεικνύει το αντίθετο στους υπηκόους του. Φθονεί τους καλύτερους που ζουν γύρω του και τον περιστοιχίζουν και χαίρεται για τους ευτελείς, ακούει δε πρόθυμα κάθε διαβολή. Το πιο ανάρμοστο όμως απ’ όλα είναι το ότι αν κανείς τον κολακεύει συγκρατημένα, θυμώνει επειδή δεν είναι αρκετή η κολακεία- αν πάλι τον κολακεύει πολύ. οργίζεται για την υπερβολή. Και θα σας πω και το χειρότερο. Ανατρέπει θέσμια πατροπαράδοτα, βιάζει γυναίκες, σκοτώνει ανθρώπους χωρίς δίκη. Αν ο λαός έχει την εξουσία στα χέρια του, τότε το πολίτευμα έχει το πιο ωραίο όνομα: ισονομία. Ύστερα δεν μπορεί να συμβεί τίποτε απ’ όσα κάνει ο τύραννος. Οι άρχοντες ορίζονται με κλήρο και αυτοί πρέπει να λογοδοτήσουν, ενώ κάθε απόφασή τους απαιτεί τη λαϊκή έγκριση. Η γνώμη μου. λοιπόν. είναι να καταργηθεί η μοναρχία και να δοθεί η εξουσία στο λαό. γιατί κάθε εξουσία πηγάζει από τους πολλούς».

Αυτή ήταν η άποψη του Οτάνη, ενώ ο Μεγάβυζος πρότεινε ολιγαρχικό πολίτευμα, υποστηρίζοντας ως εξής την άποψή του: «Τα όσα ακούσαμε από τον Οτάνη για την κατάργηση της τυραννίας τα αποδέχομαι κι εγώ, αλλά πιστεύω πως σας συμβουλεύει σφαλερά λέγοντας να δώσετε την εξουσία στο λαό. γιατί αυτή είναι η καλύτερη λύση. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αχρείο και πιο αλαζονικό από τον αμόρφωτο όχλο και είναι αδιανόητο να υποστηρίζουμε ότι για ν’ αποφύγουμε την αλαζονεία ενός τυράννου πρέπει να υποταχτούμε στην ασυγκράτητη αλαζονεία του όχλου. Κάθε πράξη του τυράννου είναι συνειδητή, ενώ το πλήθος δρα ασυνείδητα. Και πραγματικά πώς θα μπορούσε να δράσει αλλιώς, τη στιγμή που δεν έχει καμιά καλλιέργεια, ούτε ξέρει κάτι το σωστό από την ίδια του την πείρα; Όταν αναμειχθεί στη δράση, ενεργεί ασυλλόγιστα, σαν πλημμυρισμένος χείμαρρος. Όσοι, λοιπόν, θέλουν το κακό της Περσίας ας διαλέξουν τη δημοκρατία. Εμείς ας εκλέξουμε μια ομάδα από τους καλύτερους πολίτες και ac τους παραδώσουμε την εξουσία. Οα είμαστε κι εμείί ανάμεσα τους και φυσικό είναι οι καλύτεροι πολίτες να παίρνουν τις καλύτερες αποφάσεις».

Αυτή την άποψη διατύπωσε ο Μεγάζυβος. Τρίτος μίλησε ο Δαρείος. ο οποίος είπε: «Τα όσα είπε ο Μεγάβυζος για την κυριαρχία του λαού τα βρίσκω σωστά, αλλά όχι και όσα είπε για την ολιγαρχία. Έχουμε τριών ειδών πολιτεύματα και ας πω πως και τα τρία είναι θαυμάσια, τη δημοκρατία, την ολιγαρχία και τη μοναρχία. Έχω τη γνώμη ότι αυτό το τελευταίο υπερέχει πολύ από τα άλλα και αν ο μονάρχης είναι άριστος. καλύτερο δεν θα υπάρξει. Προικισμένος με τόσες αρετές θα φροντίζει με τον καλύτερο τρόπο τα λαϊκά συμφέροντα και όσα σχεδιάζει εναντίον του εχθρού θα μένουν κρυφά. Στην ολιγαρχία, όταν προσφέρουν στη μάζα πολλοί τις υπηρεσίες τους. δημιουργούνται συνήθως ανάμεσά τους μεγάλες έχθρες. 0 κάθε ολιγαρχικός θέλει να είναι ηγέτης και να επιβάλλει τις αντιλήψεις του κι έτσι δημιουργούνται ανάμεσά τους οι μεγάλες εχθρότητες που γεννούν τις εξεγέρσεις κι από τις εξεγέρσεις οδηγούνται σε φόνους κι από τους φόνους βγαίνει η μοναρχία κι αυτό πάει να πει πως είναι το καλύτερο πολίτευμα. Αν πάλι έχει την εξουσία ο λαός. είναι αδύνατο να μη διαφθαρεί. Και η διαφθορά στη λαϊκή κυριαρχία δεν οδηγεί σε έχθρες. αλλά σε φιλικούς δεσμούς ανάμεσα στους κακούς πολίτες για να συνεννοούνται και να μπορούν να δρουν κι αυτό εξακολουθεί ώσπου να βγει κάποιος επικεφαλής του δήμου και θα τους τσακίσει και τότε, λόγω της επιτυχίας του αυτής, η μάζα τον θαυμάζει και τον αναδεικνύει ηγέτη. Είναι, λοιπόν, απόδειξη και τούτο. ότι η μοναρχία είναι το καλύτερο πολίτευμα. Αλλά για να πει κανείς όλα με μια λέξη, πώς μας δόθηκε η ελευθερία και ποιος μας την έδωσε; Ο λαός; Η ολιγαρχία; Ο μονάρχης; Πιστεύω, λοιπόν, ότι αφού η ελευθερία μάς παραχωρήθηκε από έναν άνθρωπο, πρέπει να διατηρήσουμε τη μοναρχία και. εκτός αυτού, να μη καταργήσουμε τους πάτριους νόμους μας. όταν είναι καλοί. Τίποτε δεν υπάρχει καλύτερο».

Παραχώρηση του δικαιώματος της πόλης στους Σαμίου

Ο Κηφισοφών του δήμου της Παιανίας ήταν γραμματέας για όλους τους Σάμιους που πήραν το μέρος του λαού της Αθήνας.

Ήταν αρεστός στο συμβούλιο και στο λαό’ η Κεκροπίδα φυλή ασκούσε την Πρυτανεία, ο Πόλυμνις του δήμου της Ευωνυμίας ήταν γραμματέας, ο Αλεξίας άρχοντας, ο Νικοφών του δήμου της Αθμονίας επιστάτης. Με πρόταση του Κλεισόφου και της συνόδου των πρυτάνεων προτάθηκε να αποδοθεί έπαινος στους αντιπροσώπους που είχαν στείλει προηγουμένως οι Σάμιοι και σε αυτούς που ήλθαν τώρα, καθώς και στο συμβούλιο, στους στρατηγούς και στους υπόλοιπους Σάμιους. λόγω της χρηστής τους διαγωγής και της προθυμίας τους να πράξουν το καλύτερο δυνατό, για τις ενέργειες τους στο παρελθόν, διότι διαπιστώνουμε ότι έπραξαν σωστά απέναντι στην Αθήνα και τη Σάμο· παίρνοντας υπόψη τις ευεργεσίες τους απέναντι στους Αθηναίους, την υπόληψη που διαθέτουν σήμερα και τα ορθά μέτρα που προτείνουν, ας ευαρεστηθεί το συμβούλιο και ο λαός οι Σάμιοι να γίνουν Αθηναίοι πολίτες, μετέχοντες στα δημόσια πράγματα κατά την κρίση τους· σχετικά με τον τρόπο που θα καταστούν δυνατές αυτές οι αποφάσεις, οι πλέον επωφελείς για τα δύο μέρη. όπως λένε τα ίδια. όταν θα εγκαθιδρυθεί η ειρήνη, που θα έχουν αποφασίσει σε όλα τα σημεία από κοινού, εφαρμόζοντας το καθένα τους δικούς του νόμου, θα αυτοδιοικούνται και θα ενεργούν σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τους όρκους και τις συμβάσεις που θα έχουν καθιερωθεί μετάξύ Αθήνας και Σάμου.

Πλουτάρχου, Περικλής, 12

Εκείνο δε που έτερψε πάρα πολύ και εκόσμησε τας Αθήνας, προκάλεσε πολύ μεγάλην έκπληξη στους άλλους ανθρώπους και αποτελεί απόδειξη ότι δεν είναι ψέμα εκείνη η φημιζομένη δύναμη της Ελλάδος και η παλαιά ευδαιμονία της. είναι η κατασκευή μνημείων αφιερωμένων στους θεούς. Γούτο κυρίως από όλα τα πολιτικά έργα του Περικλή φθονούσαν οι εχθροί του και τον κατηγορούσαν θορυβωδώς στις συνελεύσεις του λαού. ότι τάχα η πολιτεία ατιμάζεται και κακολογείται. επειδή μετέφερε σα δικά της από τη Δήλο τα κοινά χρήματα των Ελλήνων, τη δε πρόφαση, την οποία μπορούσε ευλογώτατα να αντιτάξη η πόλη στους κατηγόρους, ότι δηλ. επήρε από κει τα κοινά χρήματα για να τα φυλάξη σε ασφαλές μέρος, επειδή φοβήθηκε μήπως τα πάρουν οι Πέρσες, και αυ­τήν την ανήρεσε ο Περικλής· και παρουσιάζεται η Ελλάς να υφίσταται φοβερό εξευτελισμό και απροκαλύπτως να τυραννήται. όταν βλέπη με όσα αυτή κατ' ανάγκην συνεισφέρει για τον πόλεμο (εναντίον των Περσών). να στολίζουμε εμείς την πόλη μας με χρυσάφια και να την καλλωπίζουμε, σαν φιλάρεσκη γυναίκα, με κοσμήματα από πολύτιμους λίθους και αγάλματα και ναούς που ο καθένας τους στοιχίζει χίλια τάλαντα.

Ο Περικλής όμως ανέπτυσσε στον λαόν την αντίληψη, ότι δεν οφείλουν καμμιά εξήγηση στους συμμάχους για τα χρήματα αυτά. εφ' όσον πολεμούν (οι Αθηναίοι) για να υπερασπίζωνται εκείνους και κρατούν τους βαρβάρους μακριά, ενώ οι σύμμαχοι δεν συνεισφέρουν ούτε ίππο. ούτε πλοίο, ούτε στρατιώτη, αλλά μόνο χρήματα. τα οποία ανήκουν όχι σε κείνους που τα δίνουν, αλλά σε κεί­νους που τα παίρνουν, εφ’ όσον αυτοί τους παρέχουν εκείνα για τα οποία τα έλαβαν. Πρέπει δε εφ’ όσον η πόλη είναι επαρκούς εφοδιασμένη με όσα χρειάζονται για τον πόλεμο, να εξοδεύη την ευπορία της σ’ αυτά τα έργα για τα οποία, όταν γίνουν, θα απο­κτήση αθάνατη δόξα καθ ον δε χρόνον θα γίνωνται. θα απολαμβάνη έτοιμη ευπορία, εφ’ οσον με τα έργα αυτα παρέχεται (στους ανέργους) κάθε λογής εργασία και παρουσιάζονται ποικίλες ανάγκες, οι οποίες αναζωογονούν κάθε τέχνη, θέτουν σε κίνηση όλα τα χέρια και παρέχουν την ευκαιρία σε όλους σχεδόν τους πολίτες να παίρνουν μισθό, έτσι δε η πόλη αφ" εαυτής στολίζεται και συγχρόνως τρέφεται.

Γιατί σε κείνους μεν που είχαν την κατάλληλη ηλικία και σωμα­τική δύναμη, οι εκστρατείες παρείχαν τη δυνατότητα να μετέχουν της κοινής ευπορίας, επειδή δε ο Περικλής ήθελε και ο άλλος λαός. που δεν μπορούσε να καταταγή στο στρατό και εγνώριζε χειρωνα­κτικές εργασίες, να μη στερήται τα χρηματικά ωφελήματα, ούτε όμως να τα παίρνη χωρίς να εργάζεται και χωρίς να ασχολήται με κάτι. επρότεινε και ανέθεσε στον λαό μεγάλες επιχειρήσεις οικο­δομών και έδωσε σχέδια μακροχρονίων και πολυτέχνων έργων, για να μπορούν οι πολίτες που έμεναν στην πόλη. να ωφελούνται και να παίρνουν μερίδιο από τα δημοσία χρήματα, όπως και εκείνοι που έπλεαν, φρουρούσαν και εξεστράτευαν.

Ύλη των έργων αυτών ηταν ο λίθος, ο χαλκός, το ελεφαντοστούν, ο χρυσός, ο έβενος. το κυπαρίσσι, τεχνίτες δε που μεταχειρίζονταν και κατεργάζονταν αυτή (την ύλη), ήταν κτίστες, πλά­στες. χαλκείς. λιθοξόοι, βαφείς, χρυσοχόοι. τεχνίτες ελεφαντοστοιλ ζωγράφοι, διακοσμηταί. ξυλουργοί. Προμηθευταί δε τούτων και μεταφορείς ήταν κατά θάλασσαν έμποροι και ναύτες και πλοίαρ­χοι. κατά ξηράν δε αμαξοποιοί και ζευγολάτες και καρραγωγείς και σχοινοπλέκτες και λιναράδες και δερματάδες και οδοποιοί και μεταλλουργοί. Όπως δε κάθε στρατηγός έχει δικό του στρατό, έτσι και κάθε τέχνη είχε συντεταγμένους τους εργάτες και τους ιδιώτες της. οι οποίοι εγίνοντο όργανο και σώμα της υπηρεσίας της. μ’ ένα ηλικία και σε κάθε ειδικότητα.

Αριστοτέλη, Πολιτικά, Η', 1268b- 1269a

Αλλά και εάν κάμη τις τους αυτούς πολίτας καλλιεργητάς και των ιδικών του γαιών και των δημοσίων, τότε και οι πολίται θ’ απορούν πόσην γην να καλλιεργούν διά την συντήρησιν δύο οικιών, και εν τοιαύτη περιπτώσει διά ποίον λόγον ευθύς εξ αρχής να μη δοθή εις έκαστον γεωργόν εις κλήρος γης, ικανός όμως εκ της πα­ραγωγής του καλλιεργούμενος να δώση την διατροφήν και του γε­ωργού και του μαχίμου; Όλα αυτά γεννούν αληθώς μεγάλην σύγ- χυσιν. Αλλά και ο νόμος ο αφορών τας δικαστικάς αποφάσεις δεν είναι ορθός, διότι απαιτεί από τον δικαστήν να διαιρή την κρίσιν του μάλλον παρά να την δίδη απόλυτον, και μεταβάλλει αυτόν ού- τω εις διαιτητήν. Αυτός όμως ο τρόπος της δικαστικής κρίσεως δύ- ναται να εφαρμοσθή εις την διαιτησίαν, διότι οι δικασταί είναι πολλοί μεν, αλλά δύνανται να συνεννοούνται μεταξύ των προ της αποφάσεως· αλλ’ εις τα δικαστήρια δεν δύναται να εφαρμοσθή, διότι απ’ επαντίας οι περισσότεροι των νομοθετών λαμβάνουν πρόνοιαν να μη συνεννοούνται οι δικασταί προς αλλήλους (προς της εκδόσεως της αποφάσεως). Έπειτα πώς είναι δυνατόν η απόφασις να μη προκαλή σύγχυσιν όταν νομίζη ο δικαστής ότι ο ενα­γόμενος οφείλει μεν αλλά δεν οφείλει τόσα όσα ζητεί ο ενάγων; Διότι π.χ. ο μεν απαιτεί είκοσι μνας, ο δε δικαστής κρίνει ότι μόνον δέκα μνων δικαιούται (ή άλλος περισσοτέρων, άλλος δε ολιγωτέρων), άλλος δηλαδή εις πέντε μνας. ο δε εις τέσσαρας (και κατ’ αυτόν τον τρόπον θα κομματιάσουν την αξίωσιν του ενάγοντος), άλλοι δε θα καταδικάσουν τον εναγόμενον εις όλην την απαίτησιν. άλλοι δε θα τον απαλλάξουν. Κατά ποίον τρόπον τότε θα γίνη η διαλογή των ψήφων; Πλην τούτου, κανείς δεν αναγκάζει τον απολύτως καταδικάσαντα ή αθωώσαντα δικαστήν να επιορκήση· διότι και η έγκλησις απολύτως είναι διατυπωμένη· και δικαίως· διότι ο αθωώσας δεν αποφαίνεται ότι τίποτε δεν οφείλει ο εναγόμενος, αλλ' ότι τας είκοσι μνας δεν οφείλει· αλλ’ εκείνος ο δικαστής επιορκεί ο οποίος εξέδωσε καταδικαστήν απόφασιν. αν και εσχημάτισε την γνώμην ότι δεν οφείλει ο εναγόμενος τας είκοσι μνας.

Όσον αφορά την απονομήν τιμής εις τους εφευρίσκοντας κάτι το ωφέλιμον διά την πόλιν. αυτός είναι νόμος ολίγον επικίνδυνος και μόνον εις τον ακούοντα προκαλεί ευχάριστον εντύπωσιν. Διότι θα δώση αφορμήν εις συκοφαντίας και πιθανόν εις ανατροπάς του πολιτεύματος· γεννάται δε και άλλο ζήτημα και άλλαι σκέψεις· διότι συζητείται το ζήτημα εάν είναι επωφελές ή επιβλαβές εις τας πόλεις το να μεταβάλλωνται οι πάτριοι νόμοι, εν η περιπτώσει εί­ναι καλύτερος ο νέος νόμος. Δι’ αυτό δεν είναι εύκολον να συμφω- νήσωμεν ταχέως προς την γνώμην ταύτην (του Ιπποδάμου). εάν φρονούμεν ότι δεν είναι συμφέρουσα η μεταβολή των νόμων. Διότι είναι πιθανόν να εισηγηθή τις την κατάργησιν των νόμων ή του πο­λιτεύματος ως δημόσιον αγαθόν. Αφού δε εκάμαμεν μνείαν του ζητήματος τούτου, είναι καλύτερον να είπωμεν περί αυτού και ολίγα ακόμη χάριν μεγαλυτέρας σαφηνείας. Διότι, ως είπομεν. αμ­φισβητείται και ίσως θα θεωρηθή καλύτερον το να μεταβάλλωνται οι νύμοι. Εις μεν τας λοιπάς επιστήμας η τοιαύτη μεταβολή ωφέ- λησεν. ως π.χ. η ιατρική, η οποία προώδευσεν όταν εγκατέλειψε τας πατροπαραδότους ιδέας, ως και η γυμναστική και όλαι αι τέ- χναι και αι ικανότητες· ώστε επειδή πρέπει ως μίαν εξ αυτών να θεωρήσωμεν και την πολιτικήν. έπεται ότι και δι’ αυτήν κατ’ ανά­γκην το αυτό θα συμβαίνη. Απόδειξιν δε τούτου δίδουν αυτά ταύτα τα πράγματα· διότι οι παλαιοί νόμοι ήσαν πολύ απλοϊκοί και όμοιοι προς τους των βαρβάρων. Διότι τότε οι Έλληνες ήσαν πά­ντοτε οοπλισμένοι και ηγόραζαν τας γυναίκας από αλλήλους. και όσοι εκ των αρχαίων νόμων υπολείπονται ακόμη εις καμμίαν πόλιν είναι καθ’ ολοκληρίαν βλακώδεις.

Θουκυδίδου, Ἱστορία Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, Β΄37

»Το πολίτευμα που έχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους παρά μιμητές τους. Το πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο για τις ιδιωτικές τους διαφορές. Για τα δημόσια αξιώματα προτιμώνται εκείνοι που είναι ικανοί και τα αξίζουν και όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη. Κανείς, αν τύχη και δεν έχει κοινωνική θέση ή αν είναι φτωχός, δεν εμποδίζεται γι’ αυτό να υπηρετήση την πολιτεία, αν έχη κάτι άξιο να προσφέρη. Στη δημό­σια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπομε ο ένα; τον άλλο. δεν θυμώνομε με τον γείτονα μας αν διασκεδάζη και δεν του δείχνομε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάφτη. όμως τον στενοχωρεί. Αν. ωστόσο, η αυστηρότητα λειπη απο την καθημερινή μας ζωή. στα δημοσία πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε. Σεβόμα­στε τους άρχοντες. πειθαρχούμε στους νόμους, και, μάλιστα, σε όσους έχουν γίνει για να προστατεύουν του; αδυνάτους και όσους που. αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τους παραβαίνη κανείς.

Θουκυδίδου, Ἱστορία Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, Ζ΄, 38-39

»Αλλά αυτά όλα. όπως σας τα είπα. οι Αθηναίοι τα ξέρουν και είμαι βέβαιος ότι η πολιτική τους δεν επιδιώκει τίποτε άλλο παρά να προστατέψη τα όσα έχουν. Βρίσκονται, όμως. εδώ άνθρωποι που μιλούν για πράγματα τα οποία ούτε υπάρχουν, ούτε είναι δυνατά. Και τους ξέρω καλά αυτούς. Δεν είναι πρώτη φορά. αλλά από πάντα επιδιώκουν, με τέτοιου είδους διαδόσεις, και με ακόμη πιο τερατώδεις διαδόσεις ή πράξεις, να σπείρουν τον πανικό στο πλήθος και να πάρουν την εξουσία. Και φοβάμαι μήπως, με τις πολλές προσπάθειες που κάνουν, κάποτε το καταφέρουν. Αλλά και εμείς είμαστε ανίκανοι να πρυφυλαχτούμε προτού πάθωμε και να ενεργήσουμε εναντίον τους μόλις μάθουμε τα σχέδιά τους. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σπάνια η πολιτεία μας έχει ησυ­χία και υποφέρει από επαναστάσει; και αναλαβαίνει περισσότε­ρους αγώνες εναντίον του εαυτοί» τη; παρά εναντίον εχθρών και. καμιά φορά. υφίσταται την τυραννία ή και φοβερές προσωπικές δεσποτείες. Λλλ’ αν θέλετε σεις να με ακολουθήσετε. θα προσπα­θήσω να εμποδίσω να συμβή τίποτε από αυτά. πείθοντάς σας να τιμωρήσετε όχι μόνο όσους θα τα μηχανεόωνται και θα συλλαμβά- νωνται επ’ αυτοφόρω - γιατί είναι δύσκολο να γίνεται αυτό - αλλά και όσους επιδιώκουν τέτοιο σκοπό, αλλά δεν έχουν τα μέσα να τον επιτύχουν. Πρεπει κανείς να προφυλάγεται από τον εχθρό, όχι μόνο όταν αρχίση την δράση, αλλά και για τα όσα σχεδιάζει, γιατί αν δεν προλάβη κανείς να φυλαχτή, τότε ο εχθρός θα προφτάση να τον βλάψη. Όσο για τους ολιγαρχικούς, θα τους ξεσκεπάζω, θα τους παρακολουθώ και. ακόμα, θα τους καθοδηγώ και νομίζω ότι θα είναι ο καλύτερο; τρόπος να εμποδίζω τις παρανομίες τους. Πολλές φορές αναρωτήθηκα. Τι επιδιώκετε εσείς οι νεώτεροι; Ν’ ασκήσετε την εξουσία; .Αλλά τούτο το απαγορεύει ο νόμος, ο οποίος έγινε περισσότερό επειδή δεν έχετε τα προσόντα παρά για να σας στερήση από τις δημόσιες θέσεις αν τα έχετε. Μήπως δεν θέ­λετε να είσαστε ίσοι απέναντι του νόμου όπως είναι ο πολύς λαός; Αλλά είναι άραγε δίκαιο οι ίσοι άνθρωποι να μην έχουν τα ίδια δικαιώματα;

»Θα πουν μερικοί ότι η δημοκρατία δεν είναι ούτε λογική ούτε δίκαιη και ότι οι πλούσιοι είναι οι αξιότεροι για ν' ασκούν την εξουσία. Αλλά εγώ λέω, πρώτον, ότι ο όρος δημοκρατία περιλαμβάνει όλο τον λαό. ενώ ο όρος ολιγαρχία περιλαμβάνει ένα μέρος μόνο. Δεύτερον, ότι οι πλούσιοι είναι, βέβαια, οι καλύτεροι για να διαχειρίζωνται το χρήμα, αλλά οι συνετοί είναι οι καλύτεροι για να δίνουν συμβουλές και το πλήθος είναι το καλύτερο για να κρίνη αφού διαφωτιστή. Τα τρία αυτά στοιχεία έχουν, το καθένα χωριστά και όλα μαζί. ισοτιμία στο δημοκρατικό πολίτευμα. Η ολιγαρχία. ενώ κατανέμει τους κινδύνους σ’ όλο τον λαό. για τα ωφελήματα όχι μόνο παίρνει τα περισσότερα, αλλά τα κρατάει για τον εαυτό της, αφαιρώντας όλα από το λαό. Αυτά επιδιώκουν οι μεταξύ σας ισχυροί και οι νέοι, αλλά δεν είναι δυνατόν να επιβληθούν σε μια μεγάλη πολιτεία.
-------------------------
[1] Αθηναίων Πολιτεία. Πολίτευμα τής Ἀθήνας ή Πολίτευμα των Ἀθη­ναίων , που αποδίδεται στον ψευδο-Ξενοφώντα.
[2] Πᾶσα γάρ ἡ Ἑλλάς ἐσίδηροφόρει (Θουκυδίδης Α'. 6). Σημεῖον δ' ἐστί ταῦτα τῆς Ἑλλάδος (Α΄. 6· 10. 21), ἀπ’ αὐτῶν ταῶν ἔργων (Α'. 21). διά χρό­νου πλῆθος (Α'.1).

Ο Αριστοτέλης και παιδαγωγικό το χρέος του νομοθέτη

Για τον Αριστοτέλη ο νομοθέτης είναι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας. Ο νόμος, ως ρυθμιστικό πλαίσιο του πολιτεύματος, πέρα από το γεγονός ότι καθορίζει τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς, οφείλει να διαμορφώσει – να διαπλάσει – τους πολίτες σύμφωνα με το δίκαιο που ο ίδιος πρεσβεύει.

Υπό αυτή την έννοια, ο νομοθέτης είναι ο άνθρωπος που χαράσσει τους κανόνες του δικαίου και ταυτόχρονα ωθεί τους άλλους να τους εφαρμόσουν. Οι ποινές, ως μέσο σωφρονισμού κι όχι ως εκδικητικός μηχανισμός (όπως λέει και ο Πρωταγόρας), αποσκοπούν στη διαπαιδαγώγηση του παραβάτη, ώστε να αποφύγει στο μέλλον αξιόποινες συμπεριφορές. Η παιδεία οφείλει να λειτουργεί υποστηρικτικά συγκροτώντας προσωπικότητες σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου.

Σε τελική ανάλυση, ο νομοθέτης καθορίζει και το εκπαιδευτικό πλαίσιο, αφού η παιδεία δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να ακολουθήσει την πολιτειακή οργάνωση της πόλης: «Με δεδομένο ότι κάθε πολιτική κοινωνία αποτελείται από άρχοντες και αρχόμενους, επιβάλλεται να διερευνήσουμε το εξής, αν ενδείκνυται δηλαδή να εναλλάσσονται στους ρόλους τους οι άρχοντες και οι αρχόμενοι ή να είναι ισοβίως οι ίδιοι. Γιατί είναι φανερό ότι και η παιδεία θα χρειαστεί να ακολουθήσει τη διαίρεση αυτή». (1332b 12 – 16).

Το συμπέρασμα ότι η παιδεία θα «ακολουθήσει τη διαίρεση αυτή» είναι η κατάδειξη ότι η παιδεία θα ακολουθήσει τα πολιτειακά τεκταινόμενα. Το ζήτημα δηλαδή είναι να αποφασιστεί σε πολιτικό – θεσμικό επίπεδο αν πρέπει να εναλλάσσονται τα πρόσωπα που διαχειρίζονται την εξουσία ή όχι, ώστε η παιδεία να πράξει αναλόγως: «Αν λοιπόν τόσο διέφεραν οι άρχοντες από τους αρχόμενους, όσο φανταζόμαστε ότι διαφέρουν οι θεοί και οι ήρωες από τους ανθρώπους, αρχικά για τη μεγάλη σωματική υπεροχή τους και έπειτα για την ψυχική τους υπεροχή, ώστε να αναδεικνύεται φανερή και αναμφισβήτητη η ανωτερότητα των αρχόντων έναντι των αρχομένων, πράγματι σε αυτή την περίπτωση είναι καλύτερο οι ίδιοι πάντα να άρχουν και να άρχονται και να μην εναλλάσσονται στους ρόλους τους». (1332b 16 – 23).

Κάτι τέτοιο όμως, κρίνεται μάλλον αδύνατο: «Επειδή […] δεν είναι εύκολο να το παραδεχτούμε αυτό, ούτε είναι η διαφορά τόσο μεγάλη … γίνεται σαφές ότι πολλοί λόγοι υπαγορεύουν όλοι να μετέχουν το ίδιο σύμφωνα με την κοινωνική σειρά τους στο άρχειν και το άρχεσθαι». (1332b 23 – 27).

Φυσικά, το ζήτημα που τίθεται εδώ δεν είναι το πολιτικής φύσεως ερώτημα σχετικά με την εναλλαγή των προσώπων που ασκούν την εξουσία. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης έχει ήδη απαντήσει ότι σ’ ένα πολίτευμα όμοιων ανθρώπων είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή η μονοπώληση της εξουσίας κι έχει ξεκαθαρίσει διερευνώντας τη βασιλεία ότι η πρόοδος που σταδιακά επέρχεται στις πόλεις, συνοδευόμενη από την αντίστοιχη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και τις νέες κοινωνικές τάξεις, καθιστούν τη διαιώνιση της βασιλείας σχεδόν αδύνατη.

Γι’ αυτό και οι βασιλείς ή καθαιρούνται ή αναγκάζονται να παραχωρήσουν μεγάλο μέρος της εξουσίας τους. Η κοινωνική εξέλιξη κάνει τους πολίτες να νιώθουν όμοιοι και να μην ανέχονται εκλεκτούς που θα εξουσιάζουν από θέση αρχής, άποψη που επαναλαμβάνει εν συντομία: «Γιατί ισχύει η ίδια ισότητα ανάμεσα στους όμοιους, και γι’ αυτό το λόγο είναι δύσκολο να διατηρηθεί αμετάβλητο το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε αντίθετα προς τις υπαγορεύσεις του δικαίου». (1332b 27 – 29).

Όμως, και πέρα απ’ αυτό, έχει επίσης ξεκαθαρίσει ότι ο σταθερότερος εγγυητής για τη διατήρηση ενός πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Ο λαός που δεν αποδέχεται τους πολιτειακούς κανόνες, ως ανίκητη πλειοψηφία, είναι ικανός να ανατρέψει τα πάντα, και βέβαια, είναι απολύτως προφανές ότι η άποψη της ολοκληρωτικής ανωτερότητας κάποιων ισόβιων αρχόντων δεν μπορεί να έχει λαϊκό έρεισμα σε μια αναπτυσσόμενη κοινωνία. Γι’ αυτό και θα επαναλάβει: «… όλοι όσοι ανά τη χώρα θέλουν επαναστατική αλλαγή της πολιτικής κατάστασης, συμμαχούν με τους αρχόμενους, με αποτέλεσμα το πλήθος αυτών που μετέχουν στο πολίτευμα να είναι αδύνατο να υπερισχύει αριθμητικά». (1332b 29 – 32).

Κι αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση που οφείλει να φέρει σε πέρας ο νομοθέτης: «… με δεδομένη την αναμφισβήτητη θέση ότι οι άρχοντες πρέπει να υπερέχουν από τους αρχόμενους, ο νομοθέτης οφείλει να σκεφτεί και να βρει πώς θα συμβιβαστούν αυτά και πώς και οι δύο θα έχουν μερίδιο στο πολίτευμα». (1332b 32 – 35).

Μια ενδεικτική λύση που προτείνεται είναι η διαχείριση της εξουσίας με βάση την ηλικία: «Η φύση δηλαδή έχει προετοιμάσει τη διάκριση» (εννοείται των ανώτερων που πρέπει να μονοπωλούν την εξουσία) «χωρίζοντας αυτό το ίδιο το ανθρώπινο γένος σε νεότερους και σε μεγαλύτερους, από τους οποίους οι πρώτοι ταιριάζει να άρχονται και οι δεύτεροι να άρχουν. Κανείς δεν αγανακτεί ούτε νομίζει ότι είναι καλύτερος, όταν άρχεται με βάση την ηλικία και για άλλους λόγους και γιατί πρόκειται να κερδίσει αυτή την προσφορά, όταν φτάσει στην κατάλληλη ηλικία». (1332b 36 – 41).

Και για να στηρίξει αυτή τη θέση θα επικαλεστεί ότι ο σωστός άρχοντας πρέπει να γνωρίζει πρωτίστως να άρχεται: «Γιατί ο υποψήφιος καλός άρχοντας λένε ότι πρέπει πρώτα να είναι αρχόμενος». (1333a 2 – 3).

Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δε σκοπεύει να προβεί σε λεπτομερή επιχειρηματολογία επ’ αυτού. Θα λέγαμε ότι όλα αυτά τα αναφέρει κυρίως ως παραδείγματα προκειμένου να αναδείξει το βασικό θέμα, που τον απασχολεί εδώ: «Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει τρόπος να άρχουν και να άρχονται οι ίδιοι πάντα άνθρωποι αλλά και διαφορετικοί». (1332b 41 – 42).

Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι οι διαφορετικές πολιτειακές εκδοχές που μπορεί να προκύψουν ούτε η υποστήριξη κάποιας από αυτές (αυτά έχουν ήδη αναλυθεί ενδελεχώς), αλλά η συμπεριφορά της παιδείας, που σε κάθε περίπτωση οφείλει να προσαρμοστεί στο πολιτικά επικρατές: «Συνεπώς και η παιδεία μπορεί να είναι η ίδια από μία άποψη, διαφορετική από μία άλλη». (1333a 1 – 2). Κι όταν λέμε παιδεία εννοούμε και πάλι το νομοθέτη, ο οποίος οφείλει να καθορίσει τα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα με βάση τις πολιτειακές επιταγές.

Το σίγουρο είναι ότι η εξουσία διαμορφώνεται ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Γιατί άλλο η εξουσία που απευθύνεται στους δούλους κι άλλο (εντελώς διαφορετικό) η εξουσία που απευθύνεται σε ελεύθερους: «Η εξουσία, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της συνολικής διαπραγμάτευσης, είναι δύο ειδών: αυτή που ασκείται για χάρη του άρχοντα και εκείνη που ασκείται για χάρη του αρχόμενου. Κατά τη γνώμη μας η πρώτη είναι δεσποτική, η δεύτερη όμως γνώρισμα των ελεύθερων ανθρώπων». (1333a 3 – 6).

Κι εδώ δε χρειάζεται να σταθούμε στις διατυπώσεις, που θέλουν τη δεσποτική εξουσία «για χάρη του άρχοντα» (ασχέτως αν ο Αριστοτέλης έχει υποστηρίξει ότι και ο φύσει δούλος ωφελείται από τη δεσποτική εξουσία: «… υπάρχει μια σχέση συμφέροντος και φιλίας ανάμεσα στο δούλο και το δουλοκτήτη του που από τη φύση τους είναι προορισμένοι γι’ αυτούς τους ρόλους». 1255b 13 – 15), ενώ εκείνη των ελεύθερων ανθρώπων «για χάρη του αρχόμενου», για να κατανοήσουμε ποια από τις δύο είναι ευνοϊκή για το λαό. Και μόνο η αναγνώριση ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι πρέπει να έχουν και το σύστημα διακυβέρνησης που τους αξίζει είναι αρκετή. Το θέμα είναι ότι, αντιστοίχως, πρέπει να υπάρχει και ανάλογη παιδεία. Γιατί άλλο να εκπαιδεύει κανείς δούλους κι άλλο ελεύθερους.

Μ’ αυτό τον τρόπο φτάνουμε στο χρέος του νομοθέτη: «Επειδή όμως άποψή μας είναι ότι η αρετή του άριστου άντρα είναι ίδια με την αρετή του πολίτη και του άρχοντα, και ο ίδιος ο πολίτης πρώτα διατελεί αρχόμενος και μετά άρχοντας, χρέος του νομοθέτη είναι αυτό κυρίως να πραγματευθεί, πώς και με ποιους τρόπους ζωής γίνονται άντρες αγαθοί και ποιος είναι ο τελικός σκοπός της άριστης ζωής». (1333a 11 – 16).

Με δυο λόγια, ο νομοθέτης θα ορίσει τον άριστο βίο και – κατ’ επέκταση – θα βρει τον τρόπο ζωής που πρέπει να ακολουθούν οι πολίτες προκειμένου να γίνουν άριστοι. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με τις προτεραιότητες του εκάστοτε πολιτεύματος. Γι’ αυτό η παιδεία είναι πρωτίστως θέμα πολιτικό. Γιατί το πολίτευμα είναι εκείνο που θα θέσει τα χαρακτηριστικά του άριστου πολίτη. Γιατί άλλο πολίτης στη δημοκρατία κι άλλο στην ολιγαρχία.

Όλα προδιαγράφονται σύμφωνα με την αυστηρή μεθοδολογία όπου πρώτα πρέπει να οριοθετηθεί ο στόχος και στη συνέχεια οι κατάλληλες ενέργειες για την επίτευξή του: «Προς αυτή την κατεύθυνση δύο είναι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, για να έχει αίσια έκβαση οποιοδήποτε εγχείρημα γενικά. Η μία αναφέρεται στην ορθή θεμελίωση του σκοπού και των τελικών αποβλέψεων των ενεργειών. Η δεύτερη αναφέρεται στην εξεύρεση των αποτελεσματικών ενεργειών για το σκοπό αυτό». (1331b 26 – 29).

Ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η ευημερία της πόλης κι αποδεχόμενοι ότι η πόλη είναι το σύνολο των πολιτών είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι, τελικά, ο στόχος της άριστης πόλης είναι το συμφέρον των πολλών κι όχι των λίγων που λυμαίνονται τον πλούτο και την εξουσία. Η εξουσία δεν πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων που κυβερνούν, αλλά σ’ εκείνο των πολλών που κυβερνούνται. Με δεδομένο ότι η παιδεία που ταιριάζει στους δούλους (δεσποτική) είναι «για χάρη του άρχοντα» καθίσταται απολύτως σαφές ότι η παιδεία που αρμόζει στην ιδανική πόλη είναι εκείνη που απευθύνεται στους ελεύθερους πολίτες («για χάρη του αρχόμενου»).

Κι αυτό, βέβαια, πέρα από στόχος της εκάστοτε νομοθεσίας μπορεί να λειτουργήσει κι αντίστροφα. Μπορεί δηλαδή να αποτελέσει και κριτήριο για την αξιολόγηση οποιασδήποτε πόλης. Αν η παιδεία διαπλάθει δούλους, τότε η πόλη δεν απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους. Ως εκ τούτου είναι ανάξια πόλη.

Η οριοθέτηση της ορθής παιδείας, της παιδείας δηλαδή που απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατά Αριστοτέλη «διαίρεση της ψυχής»: «Η ψυχή αποτελείται από δύο μέρη, από τα οποία το ένα έχει αυτό καθαυτό λόγο, το άλλο δεν έχει λόγο καθαυτό, έχει όμως τη δυνατότητα να υπακούει στο λόγο. Στα δύο αυτά μέρη αποδίδουμε τις αρετές σύμφωνα με τις οποίες κάποιος άνθρωπος χαρακτηρίζεται αγαθός κατά κάποιον τρόπο». (1333a 16 – 19).

Είναι φανερό ότι το λόγον μέρος της ψυχής υπερτερεί έναντι του άλογου κι ότι το άλογον μέρος πρέπει να υπακούει, να τιθασεύεται από το λόγον μέρος. Ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή η ευδαιμονία που θα επιτευχθεί μόνο με την κατάκτηση της αρετής, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με την ανωτερότητα της λογικής: «Σε ποιο μέρος από τα δύο ανήκει μάλλον ο τελικός σκοπός, δεν αντιμετωπίζουν δυσκολία διατύπωσης όσοι συμφωνούν μαζί μας στη διαίρεση αυτή. Γιατί το χειρότερο υπάρχει για να υπηρετεί το καλύτερο, αυτό δείχνουν τα έργα της τέχνης και της φύσης, και το έχον λόγον είναι ποιοτικά ανώτερο». (1333a 19 – 24).

Ο διαχωρισμός αυτός είναι ευθέως ανάλογος και με τις απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία, καθώς ο δούλος είναι αυτός που υποτάσσεται στο ευτελές άλογον μέρος, ενώ ο ελεύθερος έχει καταφέρει να το δαμάσει δίνοντας την προτεραιότητα στο λόγον μέρος. Γι’ αυτό και η παιδεία των ελεύθερων ανθρώπων οφείλει να εστιάσει στην καλλιέργεια του λογικού μέρους της ψυχής καθιστώντας τον πολίτη «μη βάναυσο».

Όμως, το ζήτημα είναι ανάγκη να προχωρήσει ακόμη βαθύτερα: «Αλλά και αυτό» (εννοείται το λόγον μέρος) «διαιρείται στα δύο, σύμφωνα με τον τρόπο διαίρεσης που συνηθίζουμε, γιατί ο λόγος διακρίνεται σε πρακτικό και θεωρητικό και επομένως διαιρείται κατ’ ανάγκη και το αντίστοιχο μέρος της ψυχής». (1333a 24 – 27).

Στο βιβλίο του ΟΕΔΒ «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός Λόγος» αναφέρεται: «Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον έχον μέρος και από το άλογον (με δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η αρχική όμως αυτή διμερής “διαίρεση” κατέληξε σε τριμερή “διαίρεση”, αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά άλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον έχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που μετέχει και του αλόγου και του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή, το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε επιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν το χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές». (σελ. 152 – 153).

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πεδίο της δράσης για τη διαπαιδαγώγηση των ελεύθερων ανθρώπων, που δεν είναι άλλο από την ενίσχυση των ηθικών και διανοητικών αρετών. Κι αν οι διανοητικές αρετές εκλαμβάνονται ως γνώση και καλλιέργεια της λογικής μέσα από την εκμάθηση των επιστημών, οι ηθικές αρετές είναι καταδικασμένες στη ρευστότητα, αφού ο καθένας μπορεί να διαστρεβλώσει και να διαμορφώσει το ηθικώς ορθό κατά πως τον βολεύει. Αυτός είναι και ο ρόλος του νομοθέτη, που πρέπει όχι μόνο να ορίσει επακριβώς τη σημασία της ηθικής πράξης μέσα στα δεδομένα της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και να μεριμνά – μέσα από τα αρμόδια όργανα – την εφαρμογή των ηθικών επιταγών από τους πολίτες, δηλαδή την τήρηση του νόμου.

Η παιδεία είναι ο κοινωνικός μηχανισμός που θα αναλάβει τη μετατροπή της ηθικής σε συνείδηση, που θα μετατρέψει δηλαδή τη θεωρία σε πράξη. Όμως, αν κάποιος πρέπει να πραγματώσει την αρετή, σύμφωνα με τις επιταγές του νομοθέτη, πρέπει πρωτίστως να την αντιληφθεί ως βιωματική – συναισθηματική συνθήκη, πρέπει δηλαδή να μάθει να αντλεί χαρά από την άσκησή της. Με άλλα λόγια, η πραγμάτωση της ηθικής αρετής πρέπει να ταυτίζεται με την επιθυμία.

Γι’ αυτό λέμε ότι η παιδεία πρέπει να εμπνέει, να δημιουργεί όραμα, να προκαλεί ενθουσιασμό. Γιατί, εν τέλει, πρέπει να γεννά επιθυμίες, και οι επιθυμίες αυτές πρέπει να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους. Η ενθάρρυνση του μαθητή αφορά την αυτοπεποίθησή του για την τελική επιτυχία. Κι αυτός είναι ένας δρόμος ακόμη για τη διαμόρφωση των επιθυμιών. Γιατί ο καθένας επιθυμεί αυτό που νομίζει ότι μπορεί να το καταφέρει: «Γι’ αυτό θα πούμε ότι και οι πράξεις ακολουθούν ανάλογη διαίρεση και τα άτομα τα ικανά για πράξεις κάθε είδους ή τουλάχιστον των δύο έχουν χρέος να προτιμούν ενέργειες του φύσει ανώτερου ποιοτικά μέρους της ψυχής, γιατί πάντοτε ο κάθε άνθρωπος αυτό που μπορεί να κατορθώσει ως υπέρτατη επιδίωξή του αυτό και επιθυμεί πάρα πολύ». (1333a 27 – 30).

Τελικά, αυτό που απομένει είναι η συνείδηση της σκοπιμότητας όλων των ασχολιών. Ο ποιοτικός άνθρωπος, εκείνος που καλλιεργεί το ανώτερο μέρος της ψυχής, δηλαδή – αριστοτελικά μιλώντας – ο ελεύθερος άνθρωπος, είναι αυτός που όχι μόνο αντιλαμβάνεται την αξία του ελεύθερου χρόνου, αλλά είναι σε θέση να προχωρήσει και στην εποικοδομητική αξιοποίησή του: «Επιπλέον και όλος ο βίος διαιρείται σε ασχολία και σε άνεση του ελεύθερου χρόνου, σε πόλεμο και ειρήνη, το ίδιο και οι δραστηριότητες διακρίνονται σε εκείνες που αποβλέπουν στα αναγκαία και στα χρήσιμα από τη μία και στα καλά από την άλλη». (1333a 30 – 33).

Η ασχολία, λοιπόν, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά προϋπόθεση για την κατάκτηση του ελεύθερου χρόνου, όπως και ο πόλεμος νοηματοδοτείται μόνο ως αναπόφευκτη συνθήκη για την κατάκτηση της ειρήνης: «Γι’ αυτά υποχρεωτικά ισχύει η ίδια αρχή προτίμησης που ισχύει για τα μέρη της ψυχής και τις ομόλογες με αυτά πράξεις: ο πόλεμος δηλαδή γίνεται για χάρη της ειρήνης, η ασχολία για χάρη της άνεσης του ελεύθερου χρόνου και τα αναγκαία και τα χρήσιμα για χάρη των καλών». (1333a 33 – 36).

Η μετατροπή της ασχολίας σε σκοπό της ζωής απαξιώνοντας το νόημα του ελεύθερου χρόνου δεν έχει καμία σχέση με τις προτεραιότητες του πραγματικά ελεύθερου ανθρώπου. Κι εδώ δε μιλάμε για τη μονομανία της επιστημονικής ή φιλοσοφικής έρευνας, που διαρκώς εμπλουτίζει το λόγον μέρος της ψυχής, αλλά για τη χρησιμοθηρική αντίληψη της γνώσης, που λειτουργεί με αυστηρά εισοδηματικό τρόπο. Η δημιουργία ανθρώπων διατεθειμένων να δουλεύουν συνεχώς – ή και να παρανομούν – για την αύξηση της περιουσίας τους είναι η θεοποίηση του χρήματος, που υπερέχει έναντι οτιδήποτε άλλου. Η εκπαίδευση που εστιάζει στην απόκτηση της γνώσης με αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίησή της στην αγορά εργασίας είναι η εκπαίδευση που πριν απ’ όλα έχει απαξιώσει την ίδια την έννοια της γνώσης.

Η περίπτωση του διεφθαρμένου γιατρού, που, όμως, από άποψη επιστημονικής κατάρτισης είναι επαρκέστατος, είναι η οριστική αποσύνδεση της γνώσης από την αρετή, αφού αυτός που κατέχει τη γνώση, εν τέλει, δεν είναι ενάρετος. Είναι η στιγμή που η ψυχή βάζει το λόγον έχον μέρος της στην υπηρεσία του άλογου μέρους. Όμως, αυτή η κατάσταση αρμόζει στους δούλους. Κατ’ επέκταση, η παιδεία που αναπαράγει τέτοιους ανθρώπους είναι η παιδεία που απευθύνεται σε δούλους.

Κι αυτό είναι το παιδαγωγικό καθήκον του νομοθέτη των ελεύθερων ανθρώπων: «Όλα αυτά έχοντας καθαρά μπρος στα μάτια του ο πολιτικός οφείλει να νομοθετεί σύμφωνα με τα μέρη της ψυχής και τις ομόλογες με αυτά πράξεις, δίνοντας όμως μεγαλύτερη προσοχή στα ποιοτικά ανώτερα πράγματα και στους τελικούς σκοπούς». (1333a 37 – 39).

Κι αν ακόμη δημιουργούνται ασάφειες για τον παιδαγωγικό ρόλο του νομοθέτη, ο Αριστοτέλης είναι διατεθειμένος να το διατυπώσει κι αλλιώς: «Με τον ίδιο τρόπο έχει χρέος» (εννοείται ο νομοθέτης) «να ρυθμίζει τους τρόπους ζωής και τις επιλογές των πραγμάτων, καθώς οι πολίτες χρειάζεται να είναι σε θέση και να εργάζονται και να πολεμούν, αλλά κυρίως να ζουν ειρηνικά και με άνεση χρόνου, να πράττουν τα αναγκαία και χρήσιμα, να αποβλέπουν όμως στα καλά. Αυτά χρειάζονται περισσότερο. Συνεπώς ο πολιτικός οφείλει να προσαρμόζει σε αυτούς τους σκοπούς την εκπαίδευση των παιδιών αλλά και των ανθρώπων άλλων ηλικιών που έχουν ανάγκη παιδείας». (1333a 39 – 1333b 5).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»