Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Ο Αριστοτέλης, η ταξική διαστρωμάτωση και οι δημοκρατικές στρεβλώσεις

Για τον Αριστοτέλη η απόδοση της έννοιας της δημοκρατίας σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη της κυριαρχίας των πολλών όχι μόνο δεν είναι επαρκής, αλλά ως ένα σημείο, ενδεχομένως να αποτελεί και διαστρέβλωση: «Δεν είναι σωστό να ορίζεται η δημοκρατία, όπως μερικοί το συνηθίζουν σήμερα, απλώς ως το πολίτευμα στο οποίο η πλειονότητα του πληθυσμού είναι κυρίαρχη…….». (σελ. 235). Κατ’ επέκταση ούτε η ολιγαρχία θα μπορούσε να αποδοθεί επακριβώς αν περιοριζότανε στο στενό πλαίσιο της επικράτησης των λίγων: «Ούτε βέβαια είναι σωστό να ορίζεται η ολιγαρχία ως το πολίτευμα στο οποίο οι λίγοι είναι κυρίαρχοι του πολιτεύματος». (σελ. 235). Και οι δύο προσεγγίσεις είναι ελλιπείς γιατί είναι αδύνατο να καθοριστούν τα είδη των πολιτευμάτων αν δε ληφθεί υπόψη το ταξικό περιεχόμενο που από θέση αρχής εκφράζουν: «Γιατί στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν χίλια τριακόσια άτομα, πλούσια τα χίλια από αυτά και αρνούνται να δώσουν μέρος της εξουσίας στους τριακόσιους φτωχούς, ελεύθερους και όμοιους με τους χίλιους στα υπόλοιπα, κανένας δε θα είχε λόγο να υποστηρίζει ότι αυτοί έχουν δημοκρατικό πολίτευμα». (σελ. 235 – 237).

Η απλουστευτική αντίληψη που περιορίζεται στο να συσχετίζει τους πολλούς με τη δημοκρατία και τους λίγους με την ολιγαρχία, καταρρίπτεται όχι μόνο στο παράδειγμα που θέλει την αριθμητική υπεροχή των πλουσίων και το συνακόλουθο παραγκωνισμό των φτωχών, αλλά και στην περίπτωση που ισχύσει το αντίθετο, όπου δηλαδή οι λίγοι φτωχοί καταλάβουν την εξουσία παραγκωνίζοντας τους πλούσιους που είναι περισσότεροι: «Το ίδιο και αν οι φτωχοί είναι λίγοι, ισχυρότεροι όμως των ευπόρων που είναι περισσότεροι, κανείς δε θα αποκαλούσε ούτε αυτό το πολίτευμα ολιγαρχία, εφόσον οι υπόλοιποι είναι πλούσιοι και δε μετέχουν στην εξουσία». (σελ. 237). Τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι υποθέσεις ή θεωρητικές κατασκευές του Αριστοτέλη προκειμένου να καταδείξει την ανεπάρκεια του καθορισμού των πολιτευμάτων με αυστηρά αριθμητικά κριτήρια, αλλά τίθενται και περιπτώσεις του αρχαίου κόσμου, όπου θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στην πράξη τέτοιου είδους πολιτειακές καταστάσεις: «Ούτε είναι δημοκρατία, αν οι ελεύθεροι, ακόμα και λίγοι, εξουσιάζουν περισσότερους και μη ελεύθερους, όπως στην Απολλωνία του Ιονίου πελάγους και στη Θήρα (σε καθεμία από αυτές τις δύο πόλεις κατείχαν τα αξιώματα όσοι υπερείχαν στην καταγωγή και ανήκαν στις γενιές των πρώτων θεμελιωτών της αποικίας. Αυτοί, αν και λίγοι, εξουσίαζαν πολλούς). Ούτε βέβαια, και όταν οι πλούσιοι άρχουν, είναι δημοκρατία το πολίτευμα, επειδή είναι περισσότεροι στον αριθμό, όπως για παράδειγμα στον Κολοφώνα παλαιότερα (εκεί οι περισσότεροι κατείχαν μεγάλες περιουσίες πριν από τον πόλεμο με τους Λυδούς)». (σελ. 237 – 239).

Η αδυναμία της κατάδειξης των πολιτευμάτων με το αποκλειστικό κριτήριο της αριθμητικής υπεροχής ή κατωτερότητας αυτών που ασκούν την εξουσία είναι το ξεκαθάρισμα ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολιτειακή οργάνωση χωρίς να ληφθεί υπόψη το ζήτημα της διανομής του πλούτου μέσα στο κοινωνικό σύνολο: «Είναι προτιμότερο να πούμε ότι δημοκρατία υπάρχει, όταν οι ελεύθεροι είναι πολιτικά κυρίαρχοι, και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι. Συμβαίνει όμως οι πρώτοι να είναι πολλοί και οι δεύτεροι λίγοι». (σελ. 237). Κι αν αυτό δεν είναι απολύτως σαφές, ο Αριστοτέλης το επαναδιατυπώνει: «…. υπάρχει δημοκρατία, όταν οι ελεύθεροι και φτωχοί, που είναι περισσότεροι, ασκούν την κυρίαρχη εξουσία, και ολιγαρχία, όταν οι πλούσιοι και ευγενικής καταγωγής, που είναι λίγοι, ασκούν την κυρίαρχη εξουσία». (σελ. 239).

Φυσικά, η εισαγωγή του ταξικού κριτηρίου στον καθορισμό των πολιτευμάτων δεν αναιρεί το αριθμητικό κριτήριο που, έτσι κι αλλιώς, κατέχει σπουδαία θέση στην πολιτειακή διαμόρφωση. Το κατά πόσο έχουν πρόσβαση στην εξουσία οι πολλοί ή οι λίγοι παραμένει ζήτημα υψίστης σημασίας, αφού η ίδια η ετυμολογία των πολιτευμάτων (δημοκρατία – ολιγαρχία) επικεντρώνει σ’ αυτό. Ο Αριστοτέλης όμως, φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι μια ενδελεχής μελέτη οφείλει να διατρέξει στην πορεία της διαμόρφωσης των εννοιών, καταδεικνύοντας τη βαθύτερη ουσία τους. Είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς ότι τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που εκπροσωπούνται καλύτερα από τη δημοκρατία, υστερούν ως προς τον πλούτο από τους λίγους, που τους εκφράζει περισσότερο η ολιγαρχία. Κατανοώντας ότι η πολιτειακή διαχείριση δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, τα οποία πρωτίστως έχουν οικονομική βάση, δε θα μπορούσε να μην εντάξει το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης μέσα στην ίδια την ουσία των πολιτευμάτων. Και μάλιστα, το κριτήριο του ταξικού διαχωρισμού είναι τόσο καθοριστικό που σε τελική ανάλυση υπερτερεί. Γι’ αυτό και στις περιπτώσεις όπου (παραδόξως) οι πλούσιοι είναι η πλειοψηφία και οι φτωχοί η μειοψηφία δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημοκρατία, αν οι φτωχοί αποκλειστούν από τα αξιώματα, ασχέτως της αριθμητικής τους κατωτερότητας. Γιατί η δημοκρατία εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα όχι τόσο με την έννοια της πλειονότητας, όσο με την έννοια της οικονομικής δυνατότητας. Γιατί όταν λέμε λαϊκά στρώματα εννοούμε πρωτίστως συγκεκριμένα οικονομικά στρώματα.

Κι αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος της σύγχυσης αναφορικά με τον ορισμό των πολιτευμάτων, αφού τελικά χαρακτηρίζονται δημοκρατικά ή ολιγαρχικά κυρίως από τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν. Υπό αυτή την έννοια, ένα πολίτευμα που στηρίζεται στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, που δίνει σε όλους το δικαίωμα πρόσβασης στα αξιώματα, που λειτουργεί με ψηφοφορίες, που με δυο λόγια πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί δημοκρατία, είναι ολιγαρχία, αν τελικά (πίσω από όλες αυτές τις δημοκρατικές διαδικασίες) εντέχνως υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων που αποτελούν την οικονομική ελίτ. Είναι η κατ’ επίφαση δημοκρατία που – συνήθως – συγκαλύπτει τις πιο σκληρές ολιγαρχίες ή αλλιώς είναι η ολιγαρχία που ξέρει να κρύβεται πίσω από δημοκρατικά προσωπεία, προκειμένου να νομιμοποιήσει – και ηθικά – τα συμφέροντα των λίγων. Η δημοκρατία αυτού του τύπου είναι η πιο έξυπνη ολιγαρχία, αφού και τον πλούτο των ισχυρών διασφαλίζει και καθιστά το λαό υπεύθυνο – κι ως εκ τούτου ήσυχο. Το ζήτημα αφορά τη διαμόρφωση των ισορροπιών και την εγρήγορση της πλειοψηφίας σε σχέση με το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται. Κι αυτός είναι και ο λόγος των πολλών αποχρώσεων που μπορεί να υπάρχουν σε όλα τα πολιτεύματα: «Ας προσπαθήσουμε τώρα να αναλύσουμε γιατί υπάρχουν περισσότερα είδη πολιτευμάτων απ’ όσα αναφέρθηκαν, ποια είναι και για ποιο λόγο διαφέρουν……». (σελ. 239).

Από τη στιγμή που τα πολιτεύματα διαφοροποιούνται κυρίως από τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούν, οι αιτίες στις επιμέρους λεπτές – πολλές φορές ανεπαίσθητες – διαφορές στην πραγμάτωση οποιουδήποτε πολιτεύματος, δε θα μπορούσαν παρά να αναζητηθούν στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Από τη στιγμή που ούτε όλες οι δημοκρατίες ούτε όλες οι ολιγαρχίες είναι ίδιες δε μένει παρά να γίνει αντιληπτό ότι ούτε οι κοινωνικές τάξεις είναι ίδιες: «Γιατί οι πόλεις αποτελούνται όχι από ένα αλλά από πολλά μέρη, όπως επαναλάβαμε ήδη πολλές φορές». (σελ. 241). Αναγνωρίζοντας ότι η πόλη αποτελείται από τις τάξεις των γεωργών, των τεχνιτών, των εμπόρων, των μισθωτών εργατών, των στρατιωτικών και αυτών που αποδίδουν το δίκαιο επισημαίνει: «Τα ανώτερα στοιχεία είναι το μέρος των πολεμιστών και εκείνο που μετέχει στην άσκηση της δικαστικής δικαιοσύνης και επιπλέον το βουλευτικό έργο του οποίου είναι η κατάκτηση της πολιτικής σύνεσης. Και είτε αυτά αντιστοιχούν σε ξεχωριστά σύνολα ανθρώπων είτε στα ίδια, σε τίποτε δε μεταβάλλεται η λογική αυτής της σύλληψης. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα να είναι πολεμιστές και γεωργοί». (σελ. 245).

Και μαζί μ’ αυτά τα μέρη της πόλης ο Αριστοτέλης θα προσθέσει άλλα δύο: «Έβδομο μέρος είναι εκείνο που συμβάλλει στη ζωή της πόλης με τον πλούτο του και το ονομάζουμε εύπορο. Όγδοο είναι το πλήθος των δημόσιων λειτουργών, αυτών που έχουν αξιώματα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι αδύνατο να υπάρχει πόλη χωρίς άρχοντες». (σελ. 245). Οι μεγάλες ή μικρές διαφοροποιήσεις όλων αυτών των μερών, είναι η πληθώρα των συμφερόντων που εκπροσωπούνται και που λειτουργούν ως διαμορφωτικοί παράγοντες των ισορροπιών που θα κατοχυρωθούν πολιτειακά. Το ότι όλοι θέλουν να έχουν την εξουσία ή το γεγονός ότι όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους άξιους να διοικήσουν δεν αλλάζει ούτε την ουσία ούτε τους κανόνες του πολιτικού χάρτη που σχηματίζεται.

Όμως, τις περισσότερες φορές, οι λεπτές αυτές ταξικές διαφοροποιήσεις είναι τόσο δυσδιάκριτες που περνούν απαρατήρητες. Η συντριπτική πλειοψηφία παρακολουθεί μόνο την ορατή διάκριση των πλούσιων και των φτωχών. Κι αυτή η χοντροκομμένη διάκριση δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να περάσει και στο χώρο των πολιτευμάτων, καθιστώντας σαφή τα δημοκρατικά και τα ολιγαρχικά όρια κι αποκρύβοντας τις επί μέρους διαφοροποιήσεις: «Έτσι τα μέρη αυτά, οι εύποροι και οι άποροι, φαίνεται να αποτελούν τα δύο σημαντικότερα μέρη της πόλης. Ακόμη, επειδή συνήθως οι εύποροι είναι λίγοι και οι άποροι πολλοί, αυτά τα δύο από τα μέρη της πόλης εμφανίζονται αντίπαλα μεταξύ τους. Συνεπώς η υπεροχή του ενός ή του άλλου μέρους εγκαθιστά τα πολιτεύματα και γι’ αυτό πιστεύουν γενικά ότι τα πολιτεύματα είναι δύο, η δημοκρατία και η ολιγαρχία». (σελ. 247).

   Το ξεκαθάρισμα των αιτιών που προκαλούν τις πολιτειακές διαφοροποιήσεις δεν είναι παρά η αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να γίνουν σαφείς οι διαφοροποιήσεις αυτές: «Προηγουμένως ήδη είπαμε ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη πολιτευμάτων και για ποιες αιτίες. Τώρα ας δείξουμε ότι υπάρχουν και περισσότερα είδη δημοκρατίας και ολιγαρχίας». (σελ. 247).

Ξεκινώντας από τη δημοκρατία ο Αριστοτέλης διακρίνει πέντε είδη: «Το πρώτο λοιπόν είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που ονομάζεται έτσι κυρίως με βάση το κριτήριο της ισότητας». (σελ. 249). Φυσικά η έννοια της ισότητας δεν έχει καμία σχέση με την ισότητα στην περιουσία. (Εξάλλου, ο Αριστοτέλης δεν υποστηρίζει την από θέση αρχής περιουσιακή ισότητα, αφού πιστεύει ότι ο άξιος είναι δίκαιο να έχει περισσότερα, αρκεί βέβαια να μην καταπατάται ο νόμος και να μην περνιούνται κάποια όρια, ώστε ο πλουτισμός να είναι άμετρος). Αυτό που προέχει, ως ισότητα, σ’ αυτή την εκδοχή της δημοκρατίας είναι να επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξη των πλούσιων και των φτωχών, χωρίς να καταπιέζει η μία τάξη την άλλη: «Γιατί ο νόμος αυτού του είδους της δημοκρατίας επιβάλλει ως ισότητα εκείνο το καθεστώς όπου δε γίνεται καμιά διάκριση ανάμεσα στους άπορους και στους εύπορους πολίτες και καμιά τάξη από τις δύο δεν είναι κυρίαρχη αλλά και οι δύο είναι όμοιες». (σελ. 249). Πρόκειται ίσως για την ιδανικότερη μορφή της δημοκρατίας που διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη, την αξιοκρατία (η οποία διαμορφώνει και την κατανομή του πλούτου απομακρύνοντας τις ταξικές συγκρούσεις), τη διασφάλιση της ελευθερίας (και σε ατομικό και σε πολιτικό επίπεδο), την ισονομία και την ισότητα αναδεικνύοντας σε ύψιστη αρχή την πλειοψηφία: «Επειδή όμως ο δήμος αποτελεί την πλειονότητα και υπερισχύει η άποψη της πλειονότητας, υποχρεωτικά αυτό το πολίτευμα είναι δημοκρατία». (σελ. 249 – 251). Από τη στιγμή που όλοι είναι ίσοι δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο πολιτειακό κύρος από τη γνώμη των πολλών. Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία της δημοκρατίας, που επιζητά την πραγμάτωση της λαϊκής βούλησης χωρίς όμως τις στρεβλώσεις που μπορούν να επιφέρουν οι δημαγωγοί. Εξυπακούεται ότι ο νόμος είναι ο κυρίαρχος ρυθμιστής όλων των υποθέσεων.

Ακολουθώντας ένα ιεραρχικό σχήμα που ξεκινά από το καλύτερο και ακολουθεί καθοδική πορεία συνεχίζει με το δεύτερο είδος δημοκρατίας που «είναι εκείνο στο οποίο η ανάληψη των αξιωμάτων γίνεται με βάση το εισόδημα που ορίζεται χαμηλό». (σελ. 251). Η ανάδειξη της περιουσίας ως κυρίαρχο κριτήριο για τη διεκδίκηση της εξουσίας είναι σαφέστατη μορφή αποκλεισμού, η οποία όμως μετριάζεται με τη διευκρίνιση του χαμηλού εισοδήματος. (Το βέβαιο είναι ότι αν το εισόδημα που οριζότανε ήταν υψηλό τότε θα είχαμε ξεκάθαρη ολιγαρχία, αφού μόνο οι λίγοι (και βέβαια οι πλούσιοι) θα κατείχαν τα αξιώματα). Το κριτήριο της περιουσίας παρουσιάζεται άκαμπτο κι αν κάποιος έχανε για οποιοδήποτε λόγο την περιουσία του, αυτομάτως στερούταν και τα πολιτικά του δικαιώματα: «Οφείλει ωστόσο όποιος αποκτά το χαμηλό εισόδημα να έχει τη δυνατότητα στα αξιώματα και να απέχει από αυτά όποιος το χάνει». (σελ. 251). Θα έλεγε κανείς ότι αντί η πόλη να στηρίξει αυτόν που καταστράφηκε οικονομικά, τον αποκόβει κι από τις πολιτειακές διαδικασίες για να ολοκληρώσει τη συντριβή. Τέτοιες μεθοδεύσεις δε συμβαδίζουν με τις αξίες μιας υγιούς δημοκρατίας, που σε κάθε περίπτωση προασπίζει το σεβασμό και την κοινωνική αλληλεγγύη. Η δημοκρατία οφείλει να προστατεύει κι όχι να απαξιώνει αυτούς που βρίσκονται σε ανάγκη.

Το τρίτο είδος δημοκρατίας σχετίζεται με την προϋπόθεση να μην έχει ο πολίτης τραβήγματα με το νόμο: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο όλοι οι πολίτες δικαιούνται να έχουν πολιτικά δικαιώματα, εφόσον δεν είναι υπόδικοι για ζητήματα καταγωγής, αλλά υπεράνω όλων είναι ο νόμος». (σελ. 251). Το να χάνει κανείς τα πολιτικά του δικαιώματα ως υπόδικος φανερώνει τη δικαιοσύνη που θέτει ως προτεραιότητα την ενοχή κι όχι την αθωότητα. Το να υποστεί κανείς οποιαδήποτε ποινή πριν καταδικαστεί, με την υπόνοια και μόνο, είναι στοιχείο που αρμόζει περισσότερο σε απολυταρχικά παρά σε δημοκρατικά καθεστώτα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διευκρίνιση ότι «υπεράνω όλων είναι ο νόμος» ακούγεται περισσότερο εκφοβιστικά παρά απελευθερωτικά. Το τέταρτο είδος θέτει ως προτεραιότητα την ανάγκη να είναι κάποιος πολίτης: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που επιτρέπει στον καθένα να μετέχει στα κοινά, αρκεί να είναι πολίτης, αλλά και εδώ υπεράνω όλων είναι ο νόμος». (σελ. 251). Φυσικά αποκλείονται οι δούλοι κι όσοι έχουν ξένη καταγωγή.

Το πέμπτο, τελευταίο και χειρότερο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο που καταλύει την ισχύ του νόμου αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους δημαγωγούς: «Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο ισχύουν τα ίδια με τα προηγούμενα, αλλά κυρίαρχο είναι το πλήθος και όχι ο νόμος. Αυτό συμβαίνει, όταν είναι κυρίαρχα τα ψηφίσματα και όχι ο νόμος, και οφείλεται στους δημαγωγούς». (σελ. 251). Στο βιβλίο «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός Λόγος» σχετικά με τα ψηφίσματα αναφέρεται: «ψηφίσματα: αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου. Σε αντίθεση με το νόμο, που είχε καθολική και μόνιμη ισχύ, το ψήφισμα είχε χαρακτήρα περιστασιακό και, επομένως, διατηρούσε την ισχύ του μόνο ως τη στιγμή που ένα άλλο ψήφισμα, αποτέλεσμα νέων περιστάσεων, ερχόταν να το αντικαταστήσει. Όχι σπάνια τα ψηφίσματα ήταν αντίθετα με τους νόμους της πόλης, η εκκλησία όμως του δήμου, λειτουργώντας ως απόλυτος μονάρχης, δε δίσταζε να παίρνει τέτοιες αποφάσεις, ωσάν αυτή να ήταν υπεράνω του νόμου. Σ’ αυτό παρασυρόταν συχνά από τους δημαγωγούς». (σελ. 205).

Η δυνατότητα της εφαρμογής μιας απόφασης που στρέφεται ενάντια στο νόμο, είναι ουσιαστικά η ακύρωσή του, αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να τεθεί στο περιθώριο. Από τη στιγμή που ο νόμος χάνει την πρωτοκαθεδρία στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων, η εμφάνιση των δημαγωγών είναι το μόνο φυσικό επακόλουθο: «Γιατί στις πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα όπου κυριαρχεί ο νόμος, δεν εμφανίζεται δημαγωγός, αλλά οι αξιότεροι πολίτες κατέχουν τις πρώτες θέσεις. Όπου όμως οι νόμοι δεν είναι κυρίαρχοι, εκεί εμφανίζονται οι δημαγωγοί». (σελ. 251). Με δυο λόγια ο νόμος δεν είναι μόνο ο ρυθμιστής της συνύπαρξης μέσα στην πόλη, ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή, αλλά και ο εγγυητής της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ακύρωση του νόμου, είτε με παραθυράκια τύπου ψηφισμάτων (που επικαλούνται τις τρέχουσες ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετηθούν, αλλά σχεδόν πάντα εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα), είτε με αυθαίρετες ενέργειες των ανθρώπων που κατέχουν τα αξιώματα (που τρέφουν τη βεβαιότητα ότι δε θα λογοδοτήσουν ποτέ), δεν είναι τίποτε άλλο από τα θεσμικά κενά που καταδεικνύουν τη δημοκρατική στρέβλωση. Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο της δράσης των δημαγωγών. Γιατί ο δημαγωγός δε θέλει κανόνες, θέλει τη διαρκή ρευστότητα που θα του επιτρέψει να ελιχθεί: «Όποιος υποστηρίζει ότι αυτού του είδους η δημοκρατία δεν είναι καν πολίτευμα, εύλογα θα διατύπωνε μια τέτοια επίκριση, αφού, όπου οι νόμοι δεν είναι απόλυτα κυρίαρχοι, δεν υπάρχει πολίτευμα. Πρέπει πράγματι ο νόμος να έχει καθολικό κύρος και οι αρχές να ελέγχουν τις καθημερινές, ειδικές περιπτώσεις, ώστε να μας επιτρέπεται να χαρακτηρίσουμε την οργάνωση αυτή ως πολίτευμα». (σελ. 253 – 255).

Κι εδώ βέβαια δεν υποστηρίζει κανείς την ακαμψία των νόμων που αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Εδώ καταδικάζεται η αυθαιρεσία της κατάλυσης των νόμων, που πάντα θα επικαλείται προφάσεις και πάντα θα εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Η ανάδειξη των δημαγωγών σε πρωταγωνιστές του πολιτικού γίγνεσθαι, είναι η διασφάλιση των αξιώσεων των οικονομικών κύκλων που τους στηρίζουν κι αυτό είναι η σκληρότερη μορφή τυραννίας: «Ένα τέτοιο είδος δημοκρατίας είναι ανάλογο με τον τυραννικό τύπο των μοναρχικών πολιτευμάτων. Έτσι παρατηρούνται τα εξής: το ίδιο ήθος. Και τα δύο καταδυναστεύουν τους αξιότερους πολίτες. Τα ψηφίσματα στην περίπτωσή μας είναι ό,τι τα διατάγματα στην τυραννίδα. Τέλος ο δημαγωγός και ο κόλακας είναι αναλογικά ίδιοι. Μάλιστα ο καθένας από τους δύο έχει μεγάλη επιρροή στους άρχοντες, οι κόλακες στους τυράννους και οι δημαγωγοί σε τέτοιους δήμους». (σελ. 253). Ο λαός τρέφοντας την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας γίνεται θύμα καθώς άγεται και φέρεται από το άρμα συγκεκριμένων συμφερόντων. Κι αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είναι άμοιρος ευθυνών, αφού όλα συμβαίνουν με τη συγκατάθεσή του: «Και συμβαίνει να αποκτούν αυτοί» (εννοείται οι δημαγωγοί) «μεγάλη δύναμη, γιατί ο λαός είναι το κυρίαρχο σώμα για όλα τα ζητήματα και αυτοί κυρίαρχοι της κρίσης του λαού, γιατί ο λαός τους ακολουθεί». (σελ. 253).

Κι αυτή ακριβώς είναι η πιο στρεβλή εκδοχή της δημοκρατίας, αφού πρόκειται για συγκαλυμμένη τυραννία που ξέρει να κρύβεται πίσω από δημοκρατικά προσωπεία. Η παραδοχή ότι οι πολιτικοί εκπρόσωποι πρόσκεινται θετικά σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, που πολλές φορές τίθεται ως αυτονόητο, είναι η ομολογία της τυραννίας που αναζητά νομιμοποίηση με τη λαϊκή συναίνεση. Ο λαός που αποδέχεται αυτού του είδους το πολιτικό σκηνικό είναι ο λαός που αντιλαμβάνεται τη διαχείριση της εξουσίας ως κάτι αναγκαστικά αλληλένδετο με το συμφέρον κι όταν η εξουσία ταυτίζεται με το συμφέρον τότε και η ψήφος δεν μπορεί παρά να είναι συμφεροντολογική. Αυτός είναι ο μηχανισμός που μετατρέπει ακόμη και τον πιο ασήμαντο αξιωματούχο σε μικρό τυραννίσκο. Γιατί κι αυτός μπορεί να ευνοήσει κάποιους, έστω στο μικρό βαθμό των δυνατοτήτων του. Ο λαός που στηρίζει αυτού του είδους τις δημοκρατίες δε θέλει αξιοκρατία. Προτιμά την ασάφεια και την αδιαφάνεια. Κι αυτές οι αντιλήψεις τον καθιστούν ανάξιο της δημοκρατίας.

Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 2ος

Ο Νίτσε και η Ετυμολογία του Καλού

Η Γενεαλογία της Ηθικής είναι ένα από τα πιο γνωστά πολεμικά έργο του Φρειδερίκου Νίτσε, το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην ιστορία των ιδεών του 20ου αιώνα. Όλες σχεδόν οι φιλοσοφικές σχολές, θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να τοποθετηθούν πάνω στα ερωτήματα που έθεσε με συγκλονιστικό τρόπο ο Γερμανός φιλόσοφος.
 
Μεταξύ πολλών άλλων, η ομολογημένη και ρητή πολεμική πρόθεση του Νίτσε έχει ως στόχο την λεγόμενη «ηθική των δούλων», η οποία αντιπαρατίθεται πολλαπλώς στην «ηθική των κυρίων». Οι όροι «δούλος» και «κύριος» αναφέρονται στην κατοχή και την αίσθηση της δύναμης, της ισχύος, καθώς και στην αντίστοιχη ηθική: ο αδύναμος είναι δούλος, αφού δεν μπορεί να είναι δυνατός, ενώ ο κύριος, ο κάτοχος της δύναμης, περιφρονεί την ηθική του δούλου και προτάσσει μια εγωιστική, προσωπική ηθική, ριζικά διαφορετική. Πώς ξεκίνησαν όμως τέτοιες διακρίσεις; ποιά είναι η γενεαλογία τους; Το περιεχόμενο της έννοιας «καλό», όπως και πολλών άλλων εννοιών, ορίστηκε διαφορετικά σε κάθε ιστορική εποχή και από διαφορετικούς ανθρώπους.
 
Ας πούμε, η έννοια, του οίκτου, της λύπησης, ήταν όχι μόνο ξένη στην ηθική των αρχαίων Ελλήνων αλλά και απολύτως καταδικαστέα· η αρχαία, ελληνική και ρωμαϊκή, αρετή για τον Νίτσε ήταν καθαρά πολεμική: επιδίωκε την προσωπική προβολή, τη νίκη, τη διάκριση και την κατάκτηση: μια τέτοια ηθική των ηρώων ποτέ δεν θα καταδεχόταν να προκαλέσει τον οίκτο ή έστω την συμπόνια των εχθρών της. Βασικά ανθρώπινα συναισθήματα εξετάζονται λοιπόν από αυτή τη σκοπιά: το ανθρωπολογικά ίδιο συναίσθημα δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο στον δούλο και στον κύριο.
 
 Στη Γενεαλογία της Ηθικής διαβάζουμε:
«Πραγματικά, στους φιλόσοφους είναι κάτι το εντελώς καινούριο αυτή η προτίμηση, αυτή η υπερβολική και εντελώς σύγχρονη εκτίμηση του οίκτου: ως τα τώρα, οι φιλόσοφοι συμφωνούσαν ως προς την α ρ ν η τ ι κ ή αξία του οίκτου. Φτάνει να αναφέρω τον Πλάτωνα, τον Σπινόζα, τον Λα Ροσφουκώ και τον Καντ, αυτά τα τέσσερα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πνεύματα, που όμως συμφωνούσαν σ’ ένα σημείο : στην περιφρόνηση του οί­κτου.»

Ας έρθουμε τώρα στην έννοια του καλού και την προέλευσή της· ο Νίτσε, ως φιλόλογος, εξετάζει την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων, δηλαδή την προέλευση, τον τρόπο με τον οποίο σχηματίστηκαν καθώς και τις διάφορες σημασίες τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Άγγλοι ψυχολόγοι που έγραψαν μέχρι τότε για τη γενεαλογία της Ηθικής, αυτά τα «γηραλέα, σαλιάρικα κι ενοχλητικά βατράχια», δεν μας λένε την αλήθεια για την προέλευση των ηθών, κυρίως επειδή δεν σκέφτονται ιστορικά, τους λείπει το «ιστορικό πνεύμα». Η «ανοησία» τους, συνεχίζει ο Νίτσε, φαίνεται από τον τρόπο που ορίζουν την έννοια και την κρίση καλός: «Αρχικά, λένε, τις μη εγωιστικές πράξεις τις παινεύανε και τις θεωρούσαν καλές εκείνοι που τις δέχονταν και που τους ήταν ωφέλιμες. Αργότερα, όμως, ξεχάσανε από που προερχότανε αυτός ο έπαινος και βρήκαν καλές τις μη εγωιστικές πράξεις, μόνο και μόνο γιατί από συνήθεια τις επαινούσαν έτσι πάντα – σα να ήτανε αυτές καθ” αυτές καλές»
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, ακόμα και «η καταγωγή της γλώσσας» είναι μια έκφραση της δύναμης των κυρίων. Οι έννοιες και το περιεχόμενό τους δεν ορίστηκαν από κοινού, παρά επιβλήθηκαν με χίλιους τρόπους και συνδέθηκαν με την κοινωνική ιεραρχία όπως διαμορφώθηκε ιστορικά:
«Αυτοί είπαν «τούτο είναι αυτό ή εκείνο», έβαλαν στο κάθε πράγμα και το κάθε γεγονός τη σφραγίδα ενός φθόγγου και το έκαναν κτήμα τους. Χάρη σ’ αυτή την αρχή, η λέξη «καλός» δεν συνάπτεται αναγκαστικά με τις  «μη εγωιστικές» πράξεις, όπως νομίζουν με προκατάληψη αυτοί oι γενεαλόγοι της ηθικής. Ενώ η αντίθεση «εγωιστικός» και «ανεγωιστικός» μάλλον στην π α ρ α κ μ ή των αριστοκρατικών αξιολογήσεων καταλαμβάνει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη συνείδηση — δηλαδή, για να χρησιμοποιήσω το δικό μου λεκτικό, σ’ αυτή την αντίθεση των όρων, εκείνο που βρίσκει τελικά την λεκτική (και την λεξιλογική) του έκφραση, είναι το αγελαίο ένστικτο.»
 
Ακολουθώντας μια ετυμολογική, ιστορική μέθοδο, ο Νίτσε καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι όλες οι σημασίες του καλού συνδέονται με μια ανώτερη, αριστοκρατική και κάποτε κυρίαρχη τάξη:
«Την ένδειξη για την σωστή μέθοδο που έπρεπε ν’ ακολουθήσω, μου την έδωσε αυτό το ερώτημα: Ποιά είναι ακριβώς, από ετυμολογική άποψη, η έννοια της λέξης «καλός» στις διάφορες γλώσσες; Τότε ανακάλυψα πως όλες απορρέουν από την ίδια μεταμόρφωση ιδεών, πως παντού, η ιδέα του «έξοχου» του «ευγενούς», με την έννοια της κοινωνικής τάξης, είναι η βασική ιδέα απ’ όπου γεννιέται και αναπτύσσεται αναγκαστικά ή ιδέα «καλός» με την έννοια του«ψυχικά έξοχου» και «ευγενής» με την έννοια του «ψυχικά ανώτερου», του «ψυχικά προνομιούχου».
Και στη συνέχεια: «Και αυτή η ανάπτυξη είναι πάντα παράλληλη μ’ εκείνη που τελικά μεταμόρφωσε τις έννοιες«λαϊκός», «πληβείος», «ταπεινός» στην συνολική έκφραση «κακός».
 
Η αρχική σημασία του κακού εκφράζεται στη γερμανική γλώσσα «schlecht»:
«Το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτής της μεταμόρφωσης είναι η γερμανική λέξη «schlecht» («κακός» που είναι ετυμολογικά ταυτόσημη με την λέξη «schlicht» (απλός) — παράβαλε «schlechtweg» (απλά) «schlecherdings»(εντελώς) — και που, αρχικά, είχε την έννοια του απλού, του κοινού ανθρώπου, του χωρίς διφορούμενα και λοξοκυττάγματα, σε αντίθεση με τον ευγενή. Μόνο στην εποχή του τριακονταετούς πολέμου, δηλαδή αρκετά αργά, η έννοια αυτή παρέκκλινε από την πηγή της και πήρε την έννοια που έχει σήμερα.»

Είναι δύσκολο να συγκινηθούν οι άνθρωποι που έχουν πολεμικές διαθέσεις, όπως για παράδειγμα οι Έλληνες της εποχής του Αισχύλου, αλλά όταν ο οίκτος θριαμβεύσει κάποτε ενάντια στη σκληρότητά τους, ένα είδος ιλίγγου τους κυριεύει, όμοιο με μια «δαιμονική» δύναμη, – αισθάνονται τότε ένα καταναγκασμό και μια θρησκευτική συγκίνηση. Κατόπιν, έχουν τις επιφυλάξεις τους γι’ αυτή την κατάσταση. Όσο βρίσκονται σ” αυτή, απολαμβάνουν τη μαγεία της μέθης και του θαυμασμού που έχουν αναμιχθεί με το πιο πικρό αψέντι της οδύνης.

Νίτσε, Τραγωδία και μουσική.

 Στα Λατινικά, το επίθετο malus συνδέεται με τους προαρειανούς αυτόχθονες της Ιταλίας:
«Το λατινικό malus, που το συσχετίζω με το μέλας (μαύρος), θα εσήμαινε ίσως τον άνθρωπο του λαού για το σκούρο χρώμα του, και προ παντός για τα μαύρα μαλλιά του Hic niger est, δηλαδή τoν προαρειανό αυτόχθονα της ιταλικής γης που ξεχώριζε περισσότερο, με το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του, από την ράτσα των κυρίων, τη ράτσα των αρείων καταχτητών με τα ξανθά μαλλιά.»
Η αρχαία γαλλική λέξη fin – gal, καλός, ευγενής,  σήμαινε στην αρχή το ξανθόμαλλο κεφάλι:
«Η αρχαία γαλλική γλώσσα, τουλάχιστον, μου έδωσε μιαν απόλυτα πανομοιότυπη απόδειξη: η λέξη fin(παραδείγματος χάρη στο Fin – gal που σημαίνει την αριστοκρατία και, σε τελευταία ανάλυση, τον καλό, τον ευγενή, τον αγνό, αρχικά σήμαινε το ξανθόμαλλο κεφάλι, σε αντίθεση προς τον μελαχρινό αυτόχθονα με τα μαύρα μαλλιά. ΟιΚέλτες, ας το πούμε έτσι επί τη ευκαιρία, ήταν απόλυτα λευκής φυλής· όσο για κείνες τις ζώνες των πληθυσμών με τα ουσιαστικά σκούρα μαλλιά που βλέπουμε στους κάπως προσεκτικά καμωμένους εθνογραφικούς χάρτες της Γερμανίας, κάνομε σφάλμα όταν τους αποδίδουμε κελτική προέλευση ή κελτικό κράμα αίματος, όπως υποστηρίζει ακόμα ο Βίρχωφ: Είναι μάλλον απομεινάρια από τον προαρειανό πληθυσμό της Γερμανίας.»
Το λατινικό bellum ανάγεται στην έννοια του πολεμιστή [στα σημερινά ιταλικά bello= ωραίος, ενώ συναντάται, στη Βόρεια Ελλάδα τουλάχιστον, και το νεοελληνικό μπέλλος= όμορφος στην όψη]:
«Νομίζω πως μπορώ να ερμηνεύσω το λατινικό bellum με τη λέξη «πολεμιστής»: αν υποθέσουμε πως μπορώ να αναγάγω το bonus στην αρχαιότερη μορφή του duonus (συγκρίνατε: bellum—duellum—duen— lum, όπου μου φαίνεται πως διατηρήθηκε αυτό το duonus). Κατ’ αυτή την έννοια, ο bonus είναι ο άνθρωπος της μονομαχίας, του τσακωμού (duo), ο πολεμιστής: βλέπουμε λοιπόν σε τι συνίστατο η «καλοσύνη» του ανθρώπου της αρχαίας Ρώμης.»
 
Στα Γερμανικά, η έννοια του καλού έχει πιθανόν σχέση με τη θεϊκή καταγωγή:
«Μα και η γερμανική μας λέξη gut (καλός) δεν άπρεπε τάχα να σημαίνει der goettliche (ο θεϊκός), τον άνθρωπο με τη θεϊκή καταγωγή; Και μήπως το όνομα του λαού δεν ήταν εξ αρχής συνώνυμο του goth, αλλά είχε μόνο την έννοια της αριστοκρατίας; Αλλά, δεν μπορώ να εκθέσω εδώ τους λόγους μιας τέτοιας υπόθεσης.»

 Μέσα από τις λέξεις και τις ρίζες που σημαίνουν «καλός», συνεχίζει ο Νίτσε, «διαφαίνεται η κύρια απόχρωση που χάρη σ’ αυτήν οι ευγενείς ένοιωθαν τον εαυτό τους ανθρώπους ανώτερης κλάσης. Η αλήθεια είναι, πως, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντλούν το όνομά τους απλώς από την υπεροχή της δύναμής τους (όπως «ισχυροί»,«κύριοι», «αρχηγοί») ή από τα εξωτερικά σημάδια αυτής της υπεροχής, όπως, π.χ. «οι πλούσιοι», οι κατέχοντες (αυτό είναι το νόημα της λέξης  Ά ρ υ α, που το βρίσκουμε και στην Ιρανική και την σλαυϊκή γλωσσική ομάδα).»
 
Ας δούμε τώρα την ηθική σημασία της λέξης καλός στην αρχαία ελληνική γραμματεία, με πληροφορίες από το έγκριτο Λεξικό των H.G. Liddell & R. Scottτ:
Καλός με ηθική σημασία, όμορφος, καλός, ευγενής, καλόν (ἐστι), στον  Όμηρο· καλὰ ἔργματα είναι οι  συγγενείς πράξεις, στον Πίνδαρο. Καλόντὸ καλόν, ηθική ομορφιά, αρετή, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν  (τα honestum και turpe του Κικέρωνα).
Στον Θεόκριτο βρίσκουμε το επίρρ. καλῶς, κυρίως με ηθική σημασία= καλώς, ορθώς, δικαίως, και στον Ομήρο καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κ.λπ..
 
Εσθλός, κατά τον Θέογνι, αρχικά είναι αυτός που είναι, υπάρχει στ” αλήθεια, ο πραγματικός:
«Όμως, καμιά φορά, την ονομασία τους την προσδιορίζει ένα τυπικό χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό τους, κι’ αυτή η περίπτωση μας ενδιαφέρει εδώ. Ονομάζονται παραδείγματος χάριν, «φιλαλήθεις» και, πρώτα-πρώτα, έτσι ονομάζει τους Έλληνες ευγενείς ο ποιητής Θεόγνις από τα Μέγαρα. Η λέξη  ε σ θ λ ό ς που σχηματίστηκε γι’ αυτή τη χρήση, από τη ρίζα της σημαίνει, κάποιον που ε ί ν α ι, που έχει πραγματικότητα, που είναι πραγματικός, αληθινός· ύστερα, από μια υποκειμενική μετατροπή, ο αληθινός γίνεται φιλαλήθης: σ’ αυτή τη φράση της μεταμόρφωσης της ιδέας βλέπουμε τον όρο που την εκφράζει να γίνεται σύνθημα και έμβλημα της αριστοκρατίας, να παίρνει την απόλυτη έννοια του «ευγενούς» κατ’ αντίθεση προς τον «ψεύτη», τον άνθρωπο του όχλου, όπως τον αντιλαμβάνεται και τον περιγράφει ο Θέογνις, — ώσπου επιτέλους, μετά την παρακμή της αριστοκρατίας, η λέξη σημαίνει πια μόνο την ψυχική ευγένεια και, ταυτόχρονα, η έννοια του ωριμάζει και τον γλυκαίνει. Η λέξη κακός, όπως και δειλός (που σημαίνει τον πληβείο σε αντίθεση με τον α γ α θ ό) τονίζει την δειλία κι’ αυτό δείχνει, ίσως, προς τα που θα πρέπει να αναζητήσουμε την ετυμολογία της λέξης αγαθός, πού μπορούμε να την ερμηνεύσουμε με πολλούς τρόπους.
 
Στο λεξικό H.G. Liddell & R. Scottτ βρίσκουμε:
ἐσθλός, -ή, -όν, Δωρικό. ἐσλός, -ά, -όν, όπως το ἀγαθός· 1. καλός στο είδος του, αγαθός, γενναίος, ισχυρός, σε Όμηρο., ιδίως, σε Ομήρου. Ιλ.· επίσης, πλούσιος, σε Ησίοδο.· ευγενής, αντίθ. προς το κακός (βλ. ἀγαθός I), εἴτ” εὐγενὴς πέφυκας εἴτ” ἐσθλῶν κακή, σε Σοφοκλή. 2. λέγεται για πράγματα, σε Όμηρο. κ.λπ. 3. καλός, ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, τυχερός, σε Ομήρο. Οδ., Τραγ. 4. ως ουσ., ἐσθλά, τά, τα αγαθά, σε Ομήρο. Οδ.· αλλά,ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, ευτυχία, σε Όμηρο. 5. ἐσθλόν (ἐστι), με απαρ., είναι καλό να, είναι πρόσφορο να, σε Ομήρο. Ιλ.
 
Ανάλογα συμπεράσματα φαίνεται να τεκμηριώνονται, αν εξετάσουμε την προέλευση της λέξης καθαρός καιακάθαρτος.  Οι κάστες των άμωμων διακρίνονται από τους ακάθαρτους:
«Αν είναι κανόνας η μετατροπή της πολιτικής έννοιας της υπεροχής σε ψυχολογική έννοια, δεν είναι εξαίρεση αυτού του κανόνα (παρ’ όλο που κάθε κανόνας υπόκειται σε εξαιρέσεις) το ότι η ανώτερη κάστα είναι και η ιερατική κάστα και πως, κατά συνέπεια, προτιμάει, για την γενική της ονομασία, έναν τίτλο που να θυμίζει τα ειδικά της λειτουργήματα. Έτσι χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάρη, για πρώτη φορά, η αντίθεση «άμωμος» και «ακάθαρτος» για να διακρίνονται οι κάστες. Άλλωστε, δεν πρέπει να δίνουμε εξ αρχής υπερβολικά αυστηρή και πλατειά έννοια στις έννοιες «άμωμος» και «ακάθαρτος», αλλ’ ούτε και συμβολική έννοια: όλες οι έννοιες της πρωτόγονης ανθρωπότητας είχαν αρχίσει να σχηματίζονται από ένα βαθμό που ούτε καν φανταζόμαστε, με μια χονδροειδή, χυδαία, συνοπτική, περιορισμένη έννοια, και προπαντός με μια μη συμβολική έννοια. Ο «καθαρός» αρχικά είναι απλώς ο άνθρωπος που πλένεται, που δεν τρώγει θερισμένες τροφές που προκαλούν δερματικά νοσήματα, που δεν συνέρχεται με ακάθαρτες γυναίκες του όχλου, που σιχαίνεται το αίμα, — αυτό και τίποτα παραπάνω, εν πάση περιπτώσει, ελάχιστα παραπάνω! Εξάλλου, οι ιδιαίτερες μέθοδοι των ιερατικών αριστοκρατιών μάς δίνουν να καταλάβουμε πώς κατόρθωσαν εδώ ακριβώς να πάρουν πνευματικό χαρακτήρα και να ενταθούν πολύ γρήγορα οι αξιολογικές αντιθέσεις. Και, πραγματικά, αυτές χάραξαν τελικά ανάμεσα στους ανθρώπους τέτοια βάραθρα, που ούτε ένας Αχιλλέας της ελεύθερης σκέψης δεν θα μπορούσε να τα διαβεί χωρίς ν’ ανατριχιάσει.»
 
Ας περιοριστούμε στις ηθικές σημασίες της λέξης:
κᾰθᾰρός, -ά, -όν, I.  με ηθική σημασία, καθαρός από ντροπή ή μίασμα, αγνός, καθαρός, καθαρῷ θανάτῳ, σε Ομήρο. Οδ.· ιδίως, καθαρός από ενοχές ή μολυσματικό μίασμα, καθαρός, αμόλυντος, αγνός, σε Θέογνι., Αισχύλ.· καθαρὸς χεῖρας, σε Ηρόδοτο.· ομοίως επίσης, λέγεται για πρόσωπα που έχουν εξαγνιστεί μετά από μίασμα, ἱκέτης προσῆλθες κ., σε Αισχύλ.· λέγεται για πράγματα, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα, στον ίδ., Ευρ.· με γεν., αθώος ή απαλλαγμένος από κατηγορία, κ. ἐγκλημάτων, ἀδικίας, κακῶν, κ.λπ., το sceleris purus του Οράτιου., σε Πλάτωνα., Ξενοφώντα. 4. αντίθ. προς το θαλερός, καθαρός από προσμίξεις, διαυγής, αγνός, γνήσιος, χρησιμοποιείται για το νερό, σε Ηρόδοτο., Ευρυπίδη.· ομοίως επίσης, κ. φάος, φέγγος, σε Πίνδαρο.· κ. ἄρτος χρυσός, σε Ηρόδ.· ἀργύριον, σε Θεόκριτος. 5. λέγεται για καταγωγή, αντίθ. προς το ξένος, καθαρός, γνήσιος, σε Πίνδαρο., Ευρυπίδη.· τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐῆλθε, δηλ. ήταν πολίτες γνήσιοι στην καταγωγή, σε Θουκυδίδη.· καθαρόν, ειλικρινή, γνήσια λόγια, στον ίδ. 6. ο χωρίς ελάττωμα, αψεγάδιαστος, τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, το άριστο, το υγιές, το καλύτερο κομμάτι του στρατεύματος, σε Ηρόδ. 7. καθαρός, ακριβής, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, αν οι υπολογισμοί των ψήφων είναι ακριβείς και σωστοί, σε Δημ. II. 1. επίρρ., καθαρῶς, σε Ησίοδο.· καθαρῶς γεγονέναι, είμαι καθαρόαιμος, σε Ηρόδοτο. 2. αυτός που έχει καθαρά χέρια, τίμιος, σε Θέογν., Πλάτωνα. 3. καθαρά, με σαφήνεια, σταράτα, απλά, λέγειν, σε Αριστοφάνη.· γνῶναι, εἰδέναι, στον ίδ., Πλάτ.λεξικό  [H.G. Liddell & R. Scottτ].
 
Λίγο παρακάτω, ο Νίτσε «θυμίζει στους φιλολόγους» την σημασία των λέξεων οιζυρός, (= δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος, ελεεινός, ταλαίπωρος)  άνολβος,  (= ανευλόγητος, άθλιος, δυστυχής, ελεεινός) τλήμων, (= υπομονετικός, καρτερικός, καρτερόψυχος)  δυστυχείν, ξυμφορά.
Μια αριστοκρατία πολεμιστών-κυρίων, όπως η αρχαία ελληνική, απέκτησε τη δύναμη και την εξουσία να ορίσει το περιεχόμενων του καλού, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις επιδιώξεις της. Η σύγκρουση με το ασκητικό ιδανικό, που εκφράστηκε από ποικιλώνυμα ιερατεία σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, θα οδηγήσει σε μια αντιστροφή των πραγμάτων: πλέον, καλός δεν είναι ο εγωιστής, αυτός που ξεδιπλώνει τη βούληση για ισχύ, ως φυσικό γνώρισμα του ανθρώπου, αλλά ο αδύναμος, ταπεινός και καταφρονεμένος άνθρωπος:
«Ας μη ξεχνάμε τις σχεδόν καλοπροαίρετες αποχρώσεις οποίες είχε στολίσει η ελληνική αριστοκρατία, παραδείγματος χάρη, όλες τις λέξεις που χρησίμευαν για να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τον όχλο. Διαρκώς μπαίνει στη μέση η λέξη μέλι, που αποτελείται από κάτι πού μοιάζει με οίκτο, σεβασμό, επιείκεια, σε σημείο ώστε, όλες σχεδόν οι λέξεις πού έδειχναν τον άνθρωπο του λαού, να γίνουν στο τέλος συνώνυμα με το «δυστυχισμένος», το «αξιολύπητος», (πρβλ. δειλός, δείλαιος, πονηρός, μοχθηρός· οι δυο τελευταίες λέξεις σημαίνουν τον άνθρωπο του λαού πού είναι, δούλος του μόχθου του και υποζύγιο). έξαλλου, πρέπει να σκεφτούμε πώς οι όροι «κακός», «ταπεινός», «δυστυχισμένος», είχανε πάντα για το ελληνικό αυτί έναν τόνο όπου κυριαρχούσε η απόχρωση του «δυστυχισμένου»· όλ’ αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά κληρονομιά του πιο ευγενικού παλαιού αριστοκρατικού αξιολογικού συστήματος, που ούτε στην περιφρόνηση δεν διαψεύδει τον εαυτό της.»
 
Κάτω λοιπόν από το «ανώτερο πνεύμα», κρύβεται πάντοτε το ανθρώπινο κτήνος, που τρέφει τη βούληση για δύναμη, τη δίψα για ισχύ, κυριαρχία και ηδονή, καθώς και αχαλίνωτα ζωικό ένστικτα -το ζώον άνθρωπος όχι μόνο δεν τιθασεύτηκε ολοκληρωτικά από το «πνεύμα», αλλά το έθεσε αποφασιστικά στην υπηρεσία του. Αυτό ήταν μάλλον αναμενόμενο για λαούς που ζούσαν κυριολεκτικά με τον πόλεμο: αρκεί να σκεφτούμε τις ατέλειωτες εμφύλιες συγκρούσεις, τη συντριβή των Περσών στον Μαραθώνα και τις Πλαταιές ή τις συνεχείς αιματηρές εισβολές των «βαρβάρων» στον ελλαδικό χώρο. Ο μυθικός και πραγματικός κόσμος της αρχαιότητας, ολόκληρος ο πολιτισμός της, είναι γεμάτος φρικαλεότητες, οι οποίες διαπράττονται στο όνομα της τιμής και της πολεμικής αρετής. Φυσικά, ο σημερινός δυτικός πολιτισμός θα ήταν αδιανόητος, χωρίς τα προηγούμενα. Η εξύμνηση του πολέμου και όσων συνδέονται μ” αυτόν (σωματική ρώμη, ανδρεία, φρόνηση, γενναιότητα, τόλμη, περηφάνια, αίσθημα τιμής, πίστη μέχρι θανάτου στην πατρίδα, φιλία κλπ.) είναι απαραίτητος όρος επιβίωσης:
«Αυτό το υπόστρωμα της κρυμμένης κτηνωδίας χρειάζεται από καιρό σε καιρό, μια διέξοδο· πρέπει να ξαναφανερωθεί το κτήνος, να γυρίσει στην ακαλλιέργητη γη του· — ρωμαϊκή, αραβική, γερμανική ή γιαπωνέζικη αριστοκρατία, ομηρικοί ήρωες, Σκανδιναβοί Βίκιγκς, όλοι έχουν στον ίδιο βαθμό αυτή την ανάγκη. Είναι οι αριστοκρατικές ράτσες που άφησαν την ιδέα του «βαρβάρου» σ’ όλα τα ίχνη του διάβα τους· ο ανώτερος βαθμός του πολιτισμού τους μαρτυράει ακόμα ότι το έχουν συνειδητοποιήσει και μάλιστα περηφανεύονται γι’ αυτό·»
 
Ο Αθηναίος στρατηγός Περικλής είναι ξεκάθαρος:
«…όταν παραδείγματος χάρη, λέει ο Περικλής στους Αθηναίους του, στον περίφημο Επιτάφιό του: «Αλλά με την τόλμη μας καταναγκάσαμε και τη γη και τη θάλασσα να γίνουν διαβατές και παντού υψώσαμε μνημεία και καλών και κακών». Αυτή η τόλμη των ευγενικών φυλών, μια τρελή, παράλογη, αυθόρμητη τόλμη, ο απρόβλεπτος και απίθανος χαρακτήρας των επιχειρήσεων τους — ο Περικλής εξυμνεί προπαντός την ραθυμία των Αθηναίων — η αδιαφορία τους και η περιφρόνησή τους για κάθε σωματική σιγουριά, για τη ζωή, για την άνεση· η τρομερή ευθυμία και η βαθειά χαρά που δοκιμάζουν σε κάθε καταστροφή, σε όλες τις ηδονές της νίκης και της σκληρότητας: —όλ’  αυτά συνοψίζονταν, για όσους πέφτανε θύματά τους, στην εικόνα του «βάρβαρου, του «κακού εχθρού», του«Γότθου» ή του «Βανδάλου».
.
Φρειδερίκος Νίτσε, Η Γενεαλογία της ηθικής

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ (ΜΕΡΟΣ Β')

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ξεκινώντας μία επισκόπηση της πολιτικής ιστορίας της Αρχαϊκής περιόδου οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τον υποθετικό χαρακτήρα που σε πολλά σημεία παρουσιάζει η όποια προσπάθεια ανασύνθεσής της. Η περίοδος από τις αρχές του 7ου αιώνα ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. σηματοδοτείται από τη διαμόρφωση της οργάνωσης των πόλεων και από μία σειρά εσωτερικών συγκρούσεων. Φαίνεται ότι ο 7ος αιώνας υπήρξε καθοριστικός για την εξέλιξη των πόλεων, τόσο λόγω των πολιτειακών μεταβολών που τότε ξεκίνησαν, όσο και εξαιτίας των αποτελεσμάτων του φαινομένου του αποικισμού...

Στις μεγαλύτερες πόλεις η ανάπτυξη του υπερπόντιου εμπορίου με τις κοινωνικές μεταβολές που επέφερε και το πρόβλημα της διανομής των γαιών και της υποδούλωσης των αγροτών από τους δανειστές τους οδήγησαν συχνά, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., σε βίαιες στάσεις ενάντια στα αριστοκρατικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα, οι οποίες πολλές φορές κατέληξαν στη μεσολάβηση νομοθετών ή την επιβολή τυραννίδας. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., η Περσική εισβολή που ακολούθησε την Ιωνική επανάσταση και η απόκρουσή της συνιστούν μία καμπή στη διαμόρφωση της κοινής συνείδησης, καθώς και την αφετηρία της αντιπαράθεσης της Αθήνας και της Σπάρτης στη διάρκεια του ίδιου αιώνα.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Οι Αρχαϊκοί χρόνοι αποτέλεσαν μία περίοδο παγίωσης της εξουσίας των πόλεων - κρατών. Η αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την έλλειψη αρόσιμης γης οδήγησε σε συνοριακές διενέξεις, όπως στον πόλεμο για το Ληλάντιο πεδίο και στους Μεσσηνιακούς πολέμους. Σταδιακά, διαφαίνεται και η προσπάθεια κάποιων πόλεων να θέσουν υπό την επιρροή τους ευρύτερες περιοχές. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η σύγκρουση των Σπαρτιατών με τους Αργείους για τον έλεγχο της Πελοποννήσου. Στην περίπτωση, πάλι, του Α' Ιερού πολέμου αιτία της σύρραξης ήταν ο έλεγχος του μαντείου των Δελφών, λόγω της επιρροής που ασκούσε στον Ελληνικό κόσμο.

Ορισμένοι ιστορικοί, βέβαια, εντάσσουν το συγκεκριμένο πόλεμο στην προσπάθεια των Θεσσαλών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την κεντρική Ελλάδα. Οι πηγές, ωστόσο, που διαθέτουμε για τις συγκρούσεις αυτές είναι άλλοτε ασαφείς και άλλοτε αποτελούν μεταγενέστερες προσπάθειες ανασύνθεσης των γεγονότων, επηρεασμένες από τα πολιτικά ζητήματα της περιόδου που συντάχθηκαν. Ίσως και να αποτελεί υπερβολή η απόλυτη αμφισβήτηση της ιστορικότητας των συρράξεων αυτών από μία μερίδα ερευνητών. Πρέπει, πάντως, να δεχθούμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η οποιαδήποτε προσπάθεια ανασύνθεσης των γεγονότων αυτών δεν μπορεί παρά να έχει υποθετικό χαρακτήρα.

Ληλάντιος Πόλεμος

Ο πόλεμος για την κατοχή του Ληλάντιου πεδίου ίσως να αποτελεί την πρώτη σύγκρουση μεταξύ ελληνικών πόλεων που καταγράφεται στην ιστορία. Στην πεδιάδα αυτή βρίσκονται ιαματικές πηγές καθώς και μεταλλεία χαλκού και σιδήρου. Η κατοχή των πλουτοπαραγωγικών αυτών πόρων ήταν η κυριότερη αφορμή του πολέμου, στον οποίο πρωταγωνίστησαν η Χαλκίδα και η Ερέτρια, που ήταν από τις ισχυρότερες πόλεις της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου και πρωτοπόρες στον αποικισμό. Στη Χαλκίδα την εξουσία ασκούσε το αριστοκρατικό γένος των Ιπποβοτών και στην Ερέτρια των Ιππέων.

Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης: "Oι Ελληνικές πόλεις χωρίστηκαν στα δύο και τάχτηκαν με το ένα ή το άλλο μέρος, κυρίως στον πόλεμο που έγινε κάποτε, παλιά, ανάμεσα στους Χαλκιδιώτες και τους Ερετριείς". Όμως, ο Θουκυδίδης δε σημειώνει ούτε το χρόνο ούτε το νικητή του πολέμου. Ως σύμμαχοι των Χαλκιδέων αναφέρονται οι Κορίνθιοι, οι Σπαρτιάτες, οι Ερυθρείς, οι Θεσσαλοί και οι Σάμιοι και των Ερετριέων οι Μεγαρείς, οι Χίοι, οι Μεσσήνιοι, οι Αργείοι και οι Mιλήσιοι. Ωστόσο, η ήττα είτε της μίας είτε της άλλης πόλης θα είχε επιπτώσεις και στην οικονομία των εμπορικών εταίρων των εμπόλεμων.

Δεν πρέπει, όμως, να απομονώσουμε το Ληλάντιο πόλεμο από τις υπόλοιπες συρράξεις της περιόδου αυτής, τον Α' Μεσσηνιακό πόλεμο και τον Α' Ιερό Πόλεμο. Αξίζει να σημειωθεί η συμφωνία των αντιπάλων του Ληλάντιου πολέμου, που μνημονεύει ο Στράβων, και αφορά την αποχή από τη χρήση τηλεβόλων όπλων (τόξων και σφενδόνων). Οι πηγές μας παραδίδουν πληροφορίες για μία μόνο μάχη του πολέμου, ίσως την τελευταία, με αφορμή το θάνατο του Θεσσαλού Αμφιδάμαντα, τον οποίο ύμνησε ο Ησίοδος. Στη μάχη αυτή η βοήθεια του Θεσσαλικού ιππικού συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των Xαλκιδέων. Aν η πληροφορία ευσταθεί, ο πόλεμος πρέπει να διεξάχθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ.

Κατά μία άποψη, η νίκη των Χαλκιδέων είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν οι Σπαρτιάτες τον έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου και να ευνοηθούν οι αποικιακές δραστηριότητες των Χαλκιδέων και των Κορινθίων στη δυτική Μεσόγειο. Τα παραπάνω οδήγησαν με τη σειρά τους στην ενίσχυση του κύρους του μαντείου των Δελφών, το οποίο μέσω των χρησμών του ασκούσε την επιρροή του στην επιλογή του τόπου για την ίδρυση μίας νέας αποικίας.

Ιερός Πόλεμος

Ο Α' Ιερός πόλεμος που πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. -εάν δεχτούμε την πληροφορία ότι συμμετείχε και ο Σόλων σε αυτόν- κατά την παράδοση ξεκίνησε με αφορμή τις πειρατικές επιδρομές των κατοίκων της Κίρρας εναντίον των προσκυνητών που μετέβαιναν στους Δελφούς. Το συμβούλιο των Αμφικτιόνων αποφάσισε να τιμωρήσει τους Κιρραίους. Οι Θεσσαλοί Ευρύλοχος και Ιππίας ήταν επικεφαλής της επίθεσης. Οι Αθηναίοι έστειλαν ένα σώμα υπό την αρχηγία του Αλκμαίωνα, ενώ ο τύραννος της Σικυώνας Κλεισθένης απέκλεισε την πόλη από τη θάλασσα, και γι' αυτό ανταμείφθηκε με το ένα τρίτο των λαφύρων. H Κίρρα έπεσε τελικά και οι κάτοικοί της εξανδραποδίστηκαν.

Oι γαίες της πόλης απαγορεύθηκε να καλλιεργηθούν και ορίστηκε να αφιερωθούν στον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Αθηνά Προναία και να δοθούν για τη βοσκή των ζώων που προορίζονταν για θυσία. Oι Κιρραίοι κατέφυγαν στο ύψωμα της Κίρφης και οι τελευταίες εστίες αντίστασης εξουδετερώθηκαν μετά από πέντε χρόνια. Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., το μαντείο των Δελφών με την ανάμιξή του στον αποικισμό είχε αποκτήσει μία φήμη που δικαιολογούσε την προσπάθεια κάποιων πόλεων ή συνασπισμών να το θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Yποστηρίχτηκε ότι πριν τον πόλεμο το μαντείο ήταν υπό τον έλεγχο των Δωριέων.


O Α' Ιερός πόλεμος και η επακόλουθη αναδιοργάνωση της πυλαιο-δελφικής Αμφικτιονίας είχαν ως αποτέλεσμα να καταστούν οι Δελφοί το προνομιακό σημείο συνάντησης των αντιπάλων στη διάρκεια των πολέμων. Όπως μαρτυρούν και τα αρχαιολογικά ευρήματα, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., εξάλλου, εντείνεται και η παρουσία των Αθηναίων και των άλλων Ιωνικών πόλεων στους Δελφούς. Τα Πύθια, που περιορίζονταν αρχικά σε μουσικούς αγώνες, αποκτούν αυτή την περίοδο πανελλήνια σημασία.

Περίοδος από 490 π.Χ. - 480 π.Χ.

Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι πρέπει να ενταχθεί ο Α' Ιερός πόλεμος, όπως άλλωστε και η επέμβαση του Αμφιδάμαντα στο Ληλάντιο πόλεμο, στην προσπάθεια των Θεσσαλών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την κεντρική Ελλάδα.

Μετά το τέλος του, οι Θεσσαλοί επιτέθηκαν στη Βοιωτία, αλλά ηττήθηκαν. H Φωκίδα συνέχισε να αντιστέκεται στους Θεσσαλούς σε όλη τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. Ιστορικοί της ύστερης αρχαιότητας αναφέρουν ότι η Φωκίδα διοικούνταν για ένα διάστημα από Θεσσαλό κυβερνήτη. H δολοφονία του κατά τη διάρκεια μίας επανάστασης προκάλεσε την επέμβαση του Θεσσαλικού στρατού, που τελικά ηττήθηκε από μία δύναμη με επικεφαλής δύο Φωκείς αρχηγούς και το μάντη Τελλία. Είναι σαφές ότι οι Θεσσαλοί στο β' μισό του 6ου αιώνα προσπάθησαν να αποκτήσουν ένα ισχυρό έρεισμα στην κεντρική Ελλάδα.

Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής υποστήριξαν την εξουσία του τυράννου της Αθήνας Πεισιστράτου και των γιων του, ένας από τους οποίους έφερε χαρακτηριστικά το όνομα Θεσσαλός. Λίγο μετά το 510 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες αποβιβάστηκαν στο Φάληρο -επίνειο τότε της Αθήνας- για να εκδιώξουν τους Πεισιστρατίδες, ηττήθηκαν από το Θεσσαλικό ιππικό υπό τον ταγό Κινέα. Ένα δεύτερο, ωστόσο, Σπαρτιατικό σώμα με αρχηγό το βασιλέα Κλεομένη νίκησε τους Θεσσαλούς που αναγκάστηκαν να αποσυρθούν. Ίσως όμως οι νίκες των Βοιωτών και των Φωκέων να ακολούθησαν λίγο αργότερα, γιατί την εποχή αυτή πολλές από τις Βοιωτικές πόλεις συνασπίζονται σε ένα Κοινό υπό την ηγεσία της Θήβας.

Το Άργος κατά τον 7ο και 6ο Αιώνα π.Χ.

Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. το Άργος ήταν ήδη μία από τις ισχυρότερες πόλεις της Πελοποννήσου. Τα εδάφη του εκτείνονταν απο τη Θυρεάτιδα και την Κυνουρία έως τη χερσόνησο του Μαλέα και τα Κύθηρα. Ο πλούτος του μαρτυρείται και από την ποιότητα της Ύστερης Γεωμετρικής και ανατολίζουσας κεραμικής που παρήγαγαν τα εργαστήριά του. Ίσως οι Αργείοι να συμμετείχαν στον αποικισμό των Συρακουσών, όπως μαρτυρεί η ύπαρξη εκεί Αργειακής κεραμικής, όμως κατά τα άλλα δεν έλαβαν μέρος στον αποικισμό, γιατί οι κλήροι των κτήσεών του επαρκούσαν για τις ανάγκες του πληθυσμού του.

Ήδη από την εποχή αυτή φαίνεται πως ήρθε σε αντιπαράθεση με τη Σπάρτη για την κατοχή της Θυρεάτιδας, της Κυνουρίας, της χερσονήσου του Mαλέα και των Κυθήρων. Μαρτυρείται ότι κατά τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. οι Αργείοι προσέτρεξαν σε βοήθεια των Αχαιών του Έλους, στο μυχό του Λακωνικού κόλπου, που τους πολιορκούσαν οι Σπαρτιάτες, ενώ κατά τον Α' Μεσσηνιακό Πόλεμο ενίσχυσαν τους Μεσσηνίους. Οι πόλεις της Αργολίδας, πάλι, εξαιτίας της πίεσης που υφίσταντο από το Άργος, φαίνεται ότι υποστήριξαν τους Σπαρτιάτες. Για το λόγο αυτό ο βασιλιάς του Άργους Έρατος, κατά τον Α' Μεσσηνιακό πόλεμο, κατέστρεψε τη γειτονική του Ασίνη.

Το απόγειο της ισχύος των Αργείων τοποθετείται στο β' τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. O βασιλιάς Φείδων προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, επικαλούμενος το μύθο ότι ο πρόγονός του Ηρακλείδης Τήμενος κατέλαβε τα βασίλεια του Αγαμέμνονα και του Διομήδη. Το Άργος κατήγαγε μία αποφασιστική νίκη κατά των Σπαρτιατών στη μάχη των Υσιών στη Θυρεάτιδα και επιτέθηκε στην Ολυμπία, στη διάρκεια των αγώνων του 668 π.Χ., παραβιάζοντας την ιερή εκεχειρία, για να αποδώσει τον έλεγχο του ιερού στους Πισάτες, αφαιρώντας τον από τους κατοίκους της Ήλιδας.

Ο Φείδων μάλλον προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή του και στην Κόρινθο και, κατά μια παράδοση, ο θάνατός του επήλθε κατά την ανάμιξή του στις διενέξεις που προηγήθηκαν της πτώσης των Βακχιαδών και της κατάληψης της εξουσίας από τον Κύψελο. Κατά τον Έφορο ο Φείδων έκοψε τα πρώτα νομίσματα στην Αίγινα και συστηματοποίησε τα μέτρα και τα σταθμά στην Πελοπόννησο. Αφιέρωσε μάλιστα στο ιερό της Ήρας -στην περιοχή μεταξύ του Άργους και των Μυκηνών- οβελίσκους, σιδηρές δηλαδή ράβδους που τις εισήγαγε ως μέσο συναλλαγής. Κατά τη διάρκεια του Β' Μεσσηνιακού πολέμου οι Αργείοι συνέχισαν να υποστηρίζουν τους Μεσσηνίους.

O βασιλιάς του Άργους Μέλτας, εγγονός μάλλον του Φείδωνα, ενίσχυσε και τους Αρκάδες στον αγώνα τους εναντίον των Σπαρτιατών. Εκθρονίστηκε, όμως, όταν αρνήθηκε να διανείμει στους Αργείους τη γη των Αρκαδικών πόλεων. Οι Αργείοι υιοθέτησαν τότε το αξίωμα του ενιαύσιου εκλεγμένου βασιλιά. O Δαμοκρατίδας, πρώτος κάτοχος του νέου τίτλου, κατέστρεψε το Ναύπλιο. Οι κάτοικοί του, όπως αυτοί της Ασίνης κατά τον Α' Μεσσηνιακό πόλεμο, υποστήριξαν τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι τους παραχώρησαν τη Μεθώνη ως νέο τόπο εγκατάστασης.

Μετά την κατάληψη της Μεσσηνίας, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., η Τεγέα και οι άλλες Αρκαδικές πόλεις προσχώρησαν στην Πελοποννησιακή συμμαχία. Μερικά χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Αργείους στη Θυρέα και κατέλαβαν την περιοχή νότια της Θυρεάτιδας καθώς και τα Κύθηρα. H ήττα αυτή σηματοδοτεί την κάμψη της Αργειακής ισχύος, αλλά και της προσπάθειας να συγκροτηθεί ένας συνασπισμός που θα σταματούσε την επιβολή των Σπαρτιατών στην Πελοπόννησο.

Α' Μεσσηνιακός Πόλεμος

Οι Δωριείς της Μεσσηνίας κατείχαν την πεδιάδα της Στενυκλάρου και τα όρη που την περιέβαλλαν, ενώ οι Δωριείς Σπαρτιάτες της Λακωνίας τη χερσόνησο του Ταινάρου ως τη Δενθελιάτιδα, την περιοχή στη βορειοανατολική γωνία του Μεσσηνιακού κόλπου. Τα σύνορα μεταξύ των Δωριέων της Μεσσηνίας και της Λακωνίας ορίζονταν από την κατανομή των χειμερινών και θερινών βοσκοτόπων στις πλαγιές του Ταϋγέτου. Οι δύο ομάδες διοργάνωναν κοινή πανήγυρη και θυσία στο φυλετικό ιερό της Αρτέμιδος στις Λίμνες, στη βόρεια Δενθελιάτιδα, πολύ κοντά στα σύνορα της Μεσσήνης. Στην υπόλοιπη Μεσσηνία κατοικούσαν Αχαιοί.


Ο πόλεμος ξεκίνησε με την κάθε μία πλευρά να επικαλείται πράξεις ιεροσυλίας της άλλης, στο προαναφερθέν ιερό της Αρτέμιδος. Κατά μία παράδοση, ο Τήλεκλος σχεδίαζε τη δολοφονία εξεχόντων Μεσσηνίων στο ιερό, αλλά τελικά δολοφονήθηκε ο ίδιος. Οι Μεσσήνιοι πάλι λέγεται ότι βίασαν παρθένες από τη Σπάρτη που είχαν μεταβεί για θυσία στο ιερό. Ο διάδοχος του Τήλεκλου Αλκαμένης επιτέθηκε στη Μεσσηνία, όταν εκεί βασίλευαν ο Αντίοχος και ο Ανδροκλής, λίγο μετά τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ορισμένοι Μεσσήνιοι πρότειναν τη συνδιαλλαγή με τους Σπαρτιάτες, δεν επικράτησαν, ωστόσο, και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο και να ιδρύσουν το Ρήγιο.

Κάποιοι Σπαρτιάτες πάλι αμφισβήτησαν την ορθότητα τού να επιτεθούν στους ομόφυλούς τους Μεσσηνίους, ο βασιλιάς Πολύδωρος όμως εξέφρασε την επιθυμία της πλειοψηφίας υποστηρίζοντας ότι "επιτιθέμεθα σε μία χώρα που δεν είναι χωρισμένη σε κλήρους". Γνωρίζουμε ότι η Σπάρτη την ίδια περίοδο ταράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις με κύρια αιτία τους το αίτημα των ακτημόνων για αναδασμό της γης. Οι Σπαρτιάτες επομένως ήθελαν να κατακτήσουν την πεδιάδα της Στενυκλάρου, για να αποκαταστήσουν τους ακτήμονες.

Ο Παυσανίας αντλεί την περιγραφή των γεγονότων του πολέμου από μεταγενέστερα έργα, των οποίων όμως η αξιοπιστία αμφισβητείται. Φαίνεται πάντως ότι χρειάστηκαν είκοσι χρόνια, για να καταβληθεί η αντίσταση των Μεσσηνίων, οι οποίοι και τελικά εγκατέλειψαν την οχυρή Ιθώμη.

Β' Μεσσηνιακός Πόλεμος

Μετά την ήττα των Μεσσηνίων κατά τον Α' Μεσσηνιακό πόλεμο οι Σπαρτιάτες διένειμαν τη γη σε 3000 κλήρους και μετέβαλαν τους κατοίκους της Στενυκλάρου σε είλωτες, εξαρτημένους δηλαδή χωρικούς. Υποχρεώθηκαν να ορκιστούν ότι δε θα επαναστατήσουν και τους επιβλήθηκε να καταβάλλουν το ήμισυ της παραγωγής τους στους Σπαρτιάτες και να προσέρχονται στην κηδεία των βασιλέων και των άλλων αρχόντων με μαύρα ενδύματα. Μετά την ήττα των Σπαρτιατών από τους Αργείους στις Υσιές, στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., οι Μεσσήνιοι επαναστατούν. Ο Β' Μεσσηνιακός πόλεμος κράτησε τριάντα χρόνια.

Οι επαναστατημένοι Μεσσήνιοι δέχτηκαν ενισχύσεις από το Άργος και την Πίσα οργανωμένες σύμφωνα με τη νέα τακτική της φάλαγγας, όπως παραδίδει ο Τυρταίος που μάλλον συμμετείχε στον πόλεμο. Αργότερα συνέπραξαν και οι Αρκάδες. H κρίσιμη κατάσταση στην οποία περιήλθε η Σπάρτη από τον αντίπαλο συνασπισμό, επιτάθηκε από τη στάση του πληθυσμού της με αίτημα τον αναδασμό των κλήρων. Για να αντιμετωπιστεί η κρίση, οι Σπαρτιάτες ανέθεσαν, κατά την παράδοση, στο Λυκούργο να νομοθετήσει. Στην τελευταία φάση του πολέμου, όταν οι Μεσσήνιοι υπεράσπιζαν το οχυρό στο όρος Είρα, με τους Σπαρτιάτες συνέπραξαν οι Hλείοι, οι Κορίνθιοι και οι Σάμιοι με το στόλο τους.

Μετά την πτώση του πολλοί Μεσσήνιοι κατέφυγαν στις Αρκαδικές πόλεις, στην Πύλο και στη Μεθώνη και από εκεί κάποιοι αναχώρησαν για τις αποικίες της Δύσης. Οι Σπαρτιάτες κατέσκαψαν την Πύλο στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. και εγκατέστησαν στη Μεθώνη ως περιοίκους τους κατοίκους του Ναυπλίου, το οποίο είχαν καταστρέψει οι Αργείοι. Η ποιότητα και η διάδοση των προϊόντων της λακωνικής κεραμικής και χαλκουργίας στις αρχές του 6ου αιώνα είναι ενδεικτική της ακμής της Σπάρτης μετά το τέλος των Μεσσηνιακών πολέμων, η οποία μάλιστα στα μέσα του ίδιου αιώνα προχωρεί στην ίδρυση της Πελοποννησιακής συμμαχίας.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Η αποικιακή επέκταση των Ελλήνων, αρχικά στη δυτική Μικρά Ασία και στη συνέχεια στον Εύξεινο Πόντο και τη Δυτική Μεσόγειο, τούς έφερε σε επαφή με αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Οι σχέσεις με τις εθνικές αυτές ομάδες ήταν ειρηνικές, έως την κατάληψη της Ιωνίας, αρχικά από τους Λυδούς και στη συνέχεια από τους Πέρσες. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η επανάσταση των Ιώνων έδωσε την αφορμή στους Πέρσες να εισβάλουν στην Ελλάδα. Την ήττα τους στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., ακολούθησε μία κρίσιμη δεκαετία.

Το 480 π.Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα, μετά την ήττα τους όμως στη Σαλαμίνα την ίδια χρονιά και στις Πλαταιές το 479 π.Χ. τερματίστηκαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για την επέκτασή τους στη Δύση. Την ίδια περίοδο που οι κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας αντιμετωπίζουν την Περσική εισβολή, οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας απέκρουσαν τους Καρχηδονίους και τους Ετρούσκους. Η απώθηση της Περσικής και της Καρχηδονιακής εισβολής ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων και συγχρόνως την αίσθηση ότι εκτός από πολίτες των πόλεων-κρατών αποτελούν και τμήμα μιας ευρύτερης πολιτισμικής κοινότητας.

Ιωνική Επανάσταση Ι

Μετά την κατάληψη του Λυδικού βασιλείου από τους Πέρσες, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., οι πόλεις της Ιωνίας έγιναν φόρου υποτελείς σε αυτούς, οι οποίοι και επέβαλαν τυράννους ως τοποτηρητές της εξουσίας τους. Οι Ιωνικές πόλεις φαίνεται ότι συνέχισαν να ευημερούν, καθώς αποτελούσαν τη φυσική διέξοδο της Μικρασιατικής ενδοχώρας. Ίσως, όμως, οι φόροι που επέβαλε ο Δαρείος, για να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών και την αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας, καθώς και η διακυβέρνηση των τυράννων να προκάλεσαν δυσαρέσκεια στους κατοίκους της Ιωνίας.

Κατά τον Ηρόδοτο, ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας προέτρεψε το σατράπη Αρταφέρνη να εκμεταλλευτεί την έκκληση των αριστοκρατικών της Νάξου, για να καταλάβει το νησί. Ο φόβος, ωστόσο, των επιπτώσεων σε περίπτωση αποτυχίας της επιχείρησης τον οδήγησε να συγκαλέσει την άνοιξη του 499 π.Χ. συνέλευση των εκπροσώπων των Ελληνικών πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας. Στο συνέδριο αυτό οι εκπρόσωποι των Ιωνικών πόλεων κήρυξαν την επανάσταση, καταλύοντας παράλληλα τα τυραννικά καθεστώτα.

Ιωνική Επανάσταση ΙΙ

Ο Αρισταγόρας μετά την κήρυξη της επανάστασης ζήτησε τη βοήθεια των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μόνον, όμως, οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς ανταποκρίθηκαν στην έκκλησή του στέλνοντας είκοσι και πέντε πλοία, αντίστοιχα. Η βοήθεια των Αθηναίων στους Ίωνες ήταν συμβολική. Ίσως οι Αθηναίοι συμπράττοντας με τους Ίωνες να ήθελαν να αποκλείσουν την παλινόρθωση της τυραννίδας, γιατί ο πρώην τύραννος της Αθήνας Ιππίας προσπαθούσε να κερδίσει την Περσική υποστήριξη, για να ανακτήσει την εξουσία. Αρχικά, ο στόλος των επαναστατών νίκησε τον περσικό στις ακτές της Παμφυλίας και ο Χαροπίνος, αδελφός του Αρισταγόρα, κατέλαβε τις Σάρδεις την άνοιξη του 498 π.Χ.


Η πόλη και ο ναός της Κυβέλης πυρπολήθηκαν, αλλά οι Έλληνες υποχώρησαν και ηττήθηκαν στο τέλος του καλοκαιριού, κοντά στην Έφεσο. Μετά την ήττα τους οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς εγκατέλειψαν τους Ίωνες, αλλά η επανάσταση είχε στο μεταξύ επεκταθεί από τα Στενά μέχρι την Κύπρο. Οι Πέρσες είχαν ήδη αρχίσει να ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους και, αφού κατέλαβαν την Κύπρο και μετά από μεγάλη αντίσταση την Καρία, επιτέθηκαν το 496 π.Χ. στην Ιωνία. Το 494 π.Χ. μετά την κατάληψη και των υπόλοιπων πόλεων ο Περσικός στρατός και στόλος πολιόρκησε τη Μίλητο, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι δυνάμεις των επαναστατών.

Στη ναυμαχία της Λάδης, έξω από τη Μίλητο, ο Περσικός στόλος νίκησε το στόλο των Ιώνων. Η Μίλητος καταλήφθηκε και καταστράφηκε, ενώ οι κάτοικοί της οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος, όμως, αντιμετώπισε με μετριοπάθεια τις επαναστατημένες πόλεις. Δεν επέβαλε ξανά τυράννους, την πολιτική των οποίων θεώρησε υπεύθυνη για την επανάσταση, δεν αύξησε τους φόρους και για πρώτη φορά εισήγαγε το θεσμό του κτηματολογίου. Κατά τον Ηρόδοτο, η Αθηναϊκή συμμετοχή στην εξέγερση των Ιώνων υπήρξε η αιτία των Μηδικών πολέμων.

Νεότεροι ιστορικοί, ωστόσο, έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στην επεκτατική φιλοδοξία του Μεγάλου Βασιλέα και στην επιθυμία του να αποκλείσει μία νέα εξέγερση, εξουδετερώνοντας τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας που βοήθησαν τους Ίωνες. Τελευταία, από ορισμένους μελετητές έχει δοθεί περισσότερη έμφαση στις δολοπλοκίες των Ελλήνων που είχαν καταφύγει στην Περσική αυλή και υπέθαλψαν την Περσική επιθετικότητα για προσωπικό τους όφελος. Η τελική άρνηση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών να δώσουν "γην και ύδωρ" στους πρέσβεις των Περσών προκάλεσε την εισβολή του 490 π.Χ., η οποία κατέληξε στη μάχη του Μαραθώνα.

Περσικοί Πόλεμοι

Α. Η Περσική Εισβολή του 490 π.Χ.

Το 492 π.Χ. ο Περσικός στρατός και στόλος με αρχηγό το Μαρδόνιο διασχίζει τον Ελλήσποντο, για να αποκαταστήσει την Περσική κυριαρχία στη Θράκη και τη Μακεδονία. Ορισμένοι υπέθεσαν ότι ο σκοπός της εκστρατείας ήταν να τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους Ερετριείς για τη βοήθεια που παρείχαν στην Ιωνική επανάσταση. Ο Περσικός στόλος, όμως, καταστράφηκε από τρικυμία στον Άθω και ο Μαρδόνιος αναγκάστηκε να επιστρέψει. Εντούτοις, με την επιβεβαίωση της υποταγής των Θρακικών φύλων και του Μακεδονικού βασιλείου, δημιούργησε το προγεφύρωμα που του επέτρεψε τη διεξαγωγή των μεταγενέστερων επιχειρήσεων κατά των Ελλήνων.

Μετά την άρνηση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών να υποταχθούν στο Μεγάλο Βασιλέα, ο Περσικός στόλος με επικεφαλής το Δάτι και τον Αρταφέρνη κατέλαβε τις Κυκλάδες και επιτέθηκε στην Ερέτρια. Στη συνέχεια, με την καθοδήγηση του πρώην τυράννου της Αθήνας Ιππία αποβιβάστηκε στο Μαραθώνα, με σκοπό να προελάσει από τα Μεσόγεια κατά της Αθήνας. Ο τύραννος πίστευε ότι οι Διάκριοι της περιοχής θα τον υποστήριζαν, όπως είχαν υποστηρίξει και τον πατέρα του κατά την επιστροφή του από την εξορία.

Οι Αθηναίοι, όμως, έσπευσαν να τους αντιμετωπίσουν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Από άποψη στρατηγικής η πεδιάδα του Μαραθώνα, αν και ευνοούσε το Περσικό ιππικό, επέτρεπε συγχρόνως και την ανάπτυξη της Αθηναϊκής φάλαγγας, που έδωσε στους Έλληνες την τελική νίκη. Μετά την πρώτη επίθεση των Περσών, το κέντρο της παράταξης των Αθηναίων αρχικά υποχώρησε. Οι πλευρικές δυνάμεις, όμως, των Ελλήνων περικύκλωσαν το κέντρο και ανέτρεψαν την αρνητική πορεία της μάχης.

Οι Πέρσες προβάλλοντας ισχυρή αντίσταση υποχώρησαν προς την παραλία και αποβιβάστηκαν στα πλοία που απειλούσαν να τα κάψουν οι Έλληνες. Οι Πέρσες παρά τις απώλειές τους κατευθύνθηκαν στο Φάληρο, με σκοπό να αποβιβαστούν, πριν επιστρέψουν οι Αθηναίοι. Καθώς ο Μιλτιάδης, όμως, πρόλαβε να φτάσει στην Αθήνα πριν τη δύση του ηλίου και να παρατάξει το στρατό του στην πεδιάδα του Φαλήρου, ο Περσικός στόλος αποχώρησε.

Β. Περίοδος από το 490 π.Χ. ως το 480 π.Χ.

Η ήττα των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., δε σήμανε και το τέλος της Περσικής επιθετικότητας, όπως απέδειξε η νέα εισβολή του Ξέρξη το 480 π.Χ. Για τους Έλληνες, όμως, η επικράτηση ενάντια στην υπέρτερη δύναμη των βαρβάρων απέκτησε μυθική σημασία. Έγινε το σύμβολο του θριάμβου της δημοκρατικής πόλης και κατά τον 5ο αιώνα προβλήθηκε ως η αφετηρία της Αθηναϊκής ισχύος. Η ενίσχυση του κύρους των στρατηγών μετά τη μάχη οδήγησε στην αντικατάσταση του τρόπου ανάδειξης των αρχόντων, οι οποίοι στο εξής δεν εκλέγονταν, αλλά κληρώνονταν μεταξύ των πεντακοσιομέδιμνων, και των ιππέων.

Η διαμάχη μεταξύ των αριστοκρατικών γενών συνεχίστηκε και μετά την εισβολή και για πρώτη φορά εφαρμόστηκε το μέτρο του οστρακισμού. Εξορίστηκαν τότε ως επικίνδυνοι για τη δημοκρατία με υποκίνηση του Θεμιστοκλή, ο Πεισιστρατίδης Ίππαρχος, ο Αριστείδης, ο πατέρας του Περικλή Ξάνθιππος και ο Αλκμαιωνίδης Μεγακλής. Ο Θεμιστοκλής ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε η ναυπήγηση στόλου, τόσο για την απόκρουση μίας μελλοντικής επίθεσης, όσο και για την εξασφάλιση του επισιτισμού της πόλης. Η ήττα των Αθηναίων στην Πάρο ίσως να συνέβαλε στην υιοθέτηση της πρότασής του από τον Αθηναϊκό δήμο.

Το 483 / 482 π.Χ. ανακαλύφθηκε μία νέα φλέβα αργύρου στα ορυχεία του Λαυρίου, η οποία απέδωσε στην πόλη εκατό τάλαντα. Ο Θεμιστοκλής αντιτάχθηκε στην πρόταση του Αριστείδη να διανεμηθούν τα χρήματα στο δήμο και πέτυχε να δοθούν σε εκατό εύπορους πολίτες με την υποχρέωση να ναυπηγήσουν μία τριήρη ο καθένας. Την ξυλεία παραχώρησε ο Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας που, αν και υποτελής των Περσών, δε διέκοψε τις σχέσεις του με τους Αθηναίους. Το νέο στόλο επάνδρωσαν τα μέλη της κατώτερης τάξης των θητών, οι οποίοι έτσι αύξησαν στα πλαίσια της αθηναϊκής πολιτείας το ειδικό βάρος τους σε σχέση με τους οπλίτες.


Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος της αντίθεσης του Αριστείδη, που οδήγησε στον οστρακισμό του. Με τη ναυπήγηση του στόλου της η Αθήνα έθεσε τις βάσεις για την ανάδειξής της σε μεγάλη δύναμη, ισοσταθμίζοντας έτσι τη σπαρτιατική υπεροχή στις χερσαίες δυνάμεις, και εξασφάλισε την επικράτησή της έναντι των Περσών.

Γ. Η Περσική Εισβολή του 480 π.Χ.

Παρά την Αθηναϊκή νίκη στο Μαραθώνα οι Πέρσες παρέμεναν κύριοι της Θράκης και της Μακεδονίας. Ο θάνατος του Δαρείου και οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν την ανάρρηση του Ξέρξη στο θρόνο καθυστέρησαν τη δεύτερη Περσική εκστρατεία. Οι προετοιμασίες περιελάμβαναν τη ζεύξη του Ελλησπόντου, για να διεκπεραιωθεί ο στρατός στην Ευρώπη, και τη διάνοιξη του ισθμού του Άθω, για να αποφευχθεί η επανάληψη της καταστροφής του στόλου, που συνέβη κατά την προηγούμενη εκστρατεία. Το σχέδιο του Μεγάλου Βασιλέα προέβλεπε την κατάληψη της Ελληνικής χερσονήσου από τις χερσαίες δυνάμεις.

Ενώ ο στόλος θα εμπόδιζε τις πράξεις αντιπερισπασμού των Ελλήνων και θα εξασφάλιζε την επικοινωνία και τον ανεφοδιασμό του στρατού. Παράλληλα προέτρεψε, κατά το Διόδωρο, τους Καρχηδονίους να επιτεθούν στους Σικελιώτες, για να αποτρέψουν την αποστολή ενισχύσεων στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 481 π.Χ. με πρωτοβουλία της Αθήνας συγκλήθηκε συνέλευση των αντιπροσώπων των Ελληνικών πόλεων στην Κόρινθο, για να αποφασιστεί η αμυντική τακτική που θα ακολουθούσαν. Τελικά, εμφανίστηκαν μόνο οι εκπρόσωποι (σύνεδροι) των πόλεων της Πελοποννησιακής συμμαχίας, των Πλαταιών και των Θεσπιών.

Οι Θεσσαλοί και τα μικρά έθνη της κεντρικής Ελλάδας ήταν έτοιμοι να μηδίσουν, ενώ οι Αργείοι έμειναν ουδέτεροι ελπίζοντας ότι μία περσική νίκη θα ανέτρεπε τη σπαρτιατική κυριαρχία στην Πελοπόννησο. Το συνέδριο δε συμφώνησε ως προς την αμυντική γραμμή, όπου έπρεπε να παραταχθούν οι Ελληνικές δυνάμεις. Την άνοιξη του 480 π.Χ. σε νέο συνέδριο στην Κόρινθο αντιπρόσωποι των Θεσσαλικών πόλεων υποσχέθηκαν να αντισταθούν στα στενά των Τεμπών, εάν δέχονταν ενισχύσεις. Όταν, όμως, αποβιβάστηκε στη Θεσσαλία ένα σώμα υπό το Σπαρτιάτη Ευαίνετο και το Θεμιστοκλή, δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους να προβάλουν αντίσταση στην Περσική προέλαση και οι Έλληνες υποχώρησαν.

Τον Αύγουστο του ίδιου έτους ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας απέκλεισε τα στενά των Θερμοπυλών με μία δύναμη από Πελοποννήσιους, Θεσπιείς, Οπουντίους Λοκρούς και Φωκείς. Συγχρόνως ο Αθηναϊκός στόλος παρατάχθηκε στο πέρασμα του Ωρεού, κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, που έκλεινε την είσοδο του Ευβοϊκού κόλπου. Οι Έλληνες θα απέκρουαν την Περσική επίθεση στις Θερμοπύλες, αν ο Εφιάλτης δεν πρόδιδε στους Πέρσες την ύπαρξη της Ανοπαίας ατραπού, που τους οδήγησε στα νώτα των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, δεν εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και αντιστάθηκαν μέχρι θανάτου.

Η ναυμαχία του Αρτεμισίου ξεκίνησε με ευνοϊκούς οιωνούς για τους Έλληνες, αφού το ένα τρίτο του Περσικού στόλου καταστράφηκε από τρικυμία στη Μαγνησία. Οι Έλληνες, αν και υπέστησαν σοβαρές απώλειες, συνέχισαν να επικρατούν έναντι των Περσών, αναγκάστηκαν όμως να εγκαταλείψουν το στενό, όταν έφτασε η είδηση της πτώσης των Θερμοπυλών.

Δ. Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και η Μάχη των Πλαταιών

Μέσα σε οκτώ ημέρες από τη μάχη των Θερμοπυλών ο Περσικός στρατός έφτασε στα όρια της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής πέτυχε να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να παρατάξουν το στόλο τους στο στενό της Σαλαμίνας, δίνοντας στο χρησμό του μαντείου των Δελφών την ερμηνεία ότι οι Έλληνες πρέπει να καταφύγουν πίσω από το ξύλινο τείχος. Οι Πελοποννήσιοι προτιμούσαν να αγωνιστούν στον Ισθμό, όμως ο Θεμιστοκλής απείλησε ότι σε περίπτωση που οι σύμμαχοι δε συμφωνούσαν με την τακτική του, οι Αθηναίοι θα μετανάστευαν στην Κάτω Ιταλία. Οι Πέρσες επιτέθηκαν το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, αφού απέκλεισαν τις διόδους του στενού, για να εμποδίσουν τη φυγή των Ελλήνων.

Όπως είχε προβλέψει ο Θεμιστοκλής, δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή του στόλου τους. Οι Έλληνες εκμεταλλευόμενοι τα ρεύματα της περιοχής είτε εμβόλιζαν τα Περσικά πλοία, είτε, αφού τα ακινητοποιούσαν, οι οπλίτες επιτίθονταν στα πληρώματά τους. Ο Περσικός στόλος τράπηκε τελικά σε άτακτη φυγή και κατέφυγε στον όρμο του Φαλήρου. Ο Ξέρξης μετά την ήττα του αναχώρησε για την Ασία, αφήνοντας το Μαρδόνιο να συνεχίσει την εκστρατεία. Εκείνος πρότεινε στους Αθηναίους να συμμαχήσουν μαζί του, υποσχόμενος να τους παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις γης και οικονομική βοήθεια, για να ανοικοδομήσουν την πόλη τους.

Μετά την Αθηναϊκή άρνηση, την άνοιξη του 479 π.Χ., οι Πέρσες ανακατέλαβαν την Αττική. Οι Πελοποννήσιοι έχοντας πλέον οχυρώσει τον Ισθμό και χωρίς να φοβούνται Περσική απόβαση δεν ήταν πρόθυμοι να συνδράμουν τους Αθηναίους. Μόνον η απειλή ότι θα αποδέχονταν τις Περσικές προτάσεις, τους έπεισε να στείλουν τον Παυσανία επικεφαλής των Πελοποννησίων στην κεντρική Ελλάδα. Η μάχη δόθηκε στην πεδιάδα των Πλαταιών το Σεπτέμβριο του 479 π.Χ., καθώς ο Μαρδόνιος πίστευε ότι ο συγκεκριμένος χώρος θα ευνοούσε τις κινήσεις του Περσικού ιππικού.

Οι Σπαρτιάτες, όμως, ανέτρεψαν την Περσική υπεροχή υποχωρώντας στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, και ο θάνατος του Μαρδόνιου σήμανε την άτακτη υποχώρηση των Περσών προς τη Φωκίδα. Το καλοκαίρι του 479 π.Χ., εξάλλου, ο στόλος των Ελλήνων μετά από παρότρυνση πρεσβείας των Ιώνων επιτέθηκε εναντίον του Περσικού που είχε αγκυροβολήσει στο στενό μεταξύ της Σάμου και της Ιωνικής ακτής. Οι Έλληνες αποβίβασαν στρατό στη Μυκάλη. Στη μάχη που ακολούθησε, η επικράτηση των Ελλήνων και η πυρπόληση του Περσικού στόλου έδωσε το σύνθημα για νέα εξέγερση των Ιώνων.

Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον πόλεμο θεωρώντας ότι ήταν αδύνατη η απελευθέρωση της Ιωνίας. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, με αρχηγό τον Ξάνθιππο αποφάσισαν να πολιορκήσουν τη Σηστό στη Θρακική Χερσόνησο. Η κατάληψή της Σηστού, την άνοιξη του 478 π.Χ., σηματοδοτεί το τέλος των Περσικών πολέμων και την αφετηρία της Αθηναϊκής επέκτασης με πρόσχημα την προστασία των Ιώνων. Στην αντίθεση για τη συνέχιση ή όχι του πολέμου, διαφαίνεται ήδη η εσωτερική σύγκρουση που θα διχάσει τις Ελληνικές πόλεις κατά τον 5ο αιώνα.


Ο Πόλεμος Σικελιωτών – Καρχηδονίων το 480 π.Χ.

Όταν οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ελλάδα το 480 π.Χ., οι Έλληνες ζήτησαν τη βοήθεια του τυράννου των Συρακουσών Γέλωνα. Εκείνος πρόσφερε 20.000 οπλίτες και 200 τριήρεις απαιτώντας συγχρόνως την αρχηγία των Ελληνικών δυνάμεων. Ωστόσο, η ισχυρή αυτή δύναμη κλήθηκε τελικά να υπερασπίσει τις δικές του κτήσεις από την επίθεση των Καρχηδονίων. Τα Φοινικικά εμπορεία της δυτικής Σικελίας, μετά την κατάκτηση της Τύρου και της Σιδώνας από τους Πέρσες, είχαν περάσει στον έλεγχο των Καρχηδονίων. Παρά τις μέχρι τότε περιστασιακές συνοριακές συγκρούσεις με τις Ελληνικές πόλεις, δεν μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για μία συνειδητή αντιπαράθεση των δύο εθνικών στοιχείων.

Στις πόλεις της δυτικής Σικελίας παρατηρείται μια ισχυρή ώσμωση Ελληνικών, Φοινικικών και Σικελικών στοιχείων. Το 483 π.Χ. η ανατολική Σικελία ήταν υπό τον έλεγχο του Γέλωνα και του τυράννου του Ακράγαντα Θήρωνα, ενώ η Ιμέρα και ο Σελινούς είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδονίους και στη Μεσσήνη την εξουσία ασκούσε ο τύραννος του Ρηγίου Αναξίλας. Το 482 π.Χ., ωστόσο, ο Θήρων κατέλαβε την εξουσία στην Ιμέρα εκδιώκοντας το Τήριλλο και συμμάχησε με τους Συρακούσιους. Ο Τήριλλος ζήτησε τότε την επέμβαση των Καρχηδονίων, με τους οποίους συμμάχησε και ο Αναξίλας. Ο Καρχηδονιακός στρατός όμως συνετρίβη από τις δυνάμεις του Γέλωνα στην Ιμέρα.

Μετά την ήττα τους οι Καρχηδόνιοι έκλεισαν ειρήνη με το Γέλωνα, καταλαμβάνοντας πολεμική αποζημίωση 2000 ταλάντων και αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να οικοδομήσουν δύο ναούς, στους οποίους θα αφιερώνονταν αντίγραφα της συνθήκης. Η μάχη της Ιμέρας σήμανε την εδραίωση της κυριαρχίας του Γέλωνα στη Σικελία. Στο συμβολικό επίπεδο όμως συνδέθηκε με την απόκρουση της περσικής εισβολής στην κυρίως Ελλάδα και συνέβαλε στη συγκρότηση της αντίληψης για την απώθηση από τους Έλληνες της συντονισμένης επίθεσης των βαρβάρων σε Δύση και Ανατολή.

Η άποψη αυτή ενισχύεται από την πληροφορία του Ηροδότου ότι η μάχη της Ιμέρας δόθηκε την ίδια μέρα με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. O θάνατος του Γέλωνα δεν οδήγησε στην παρακμή του κράτους του. Το 474 π.Χ. ο αδελφός και διάδοχός του Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους στην Κύμη ανακτώντας τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων βόρεια από τα στενά της Μεσσήνης, όπου από το 540 π.Χ. -μετά τη ναυμαχία της Αλαλίας- κυριαρχούσε ο Ετρουσκικός στόλος.

Οι Συνέπειες των Περσικών Πολέμων

Ήδη πριν τα Μηδικά οι Έλληνες είχαν συνείδηση ότι απάρτιζαν μία εθνοπολιτιστική κοινότητα, η οποία διακρινόταν με σαφήνεια από τους βαρβάρους που την περιέβαλλαν. Η γλώσσα, η θρησκεία και ο θεσμός των πόλεων αποτελούσαν τα συστατικά στοιχεία της διαφοροποίησης αυτής. Η Περσική εισβολή μπορεί να συνάσπισε τους Έλληνες σε μία προσπάθεια να προασπιστούν την αυτονομία τους, αλλά δεν τους οδήγησε στη συγκρότηση ενός μόνιμου συνασπισμού. Η συλλογική νίκη αποτέλεσε τμήμα του φαντασιακού κάθε πόλης. Το γεγονός όμως ότι πολλοί Έλληνες είχαν συνταχθεί με τους Πέρσες δημιούργησε έναν επιπλέον παράγοντα διαίρεσης.

Σε κάθε περίπτωση η σύγκρουση σηματοδότησε το τέλος της περιόδου ωρίμανσης των Ελληνικών πόλεων και την ανάδειξη της Αθήνας και της Σπάρτης ως ηγετικών δυνάμεων. Η έναρξη του επιθετικού πολέμου, μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης, οδήγησε στην απελευθέρωση των Ιωνικών πόλεων, οι οποίες, ωστόσο, μετατράπηκαν σε υποτελείς των Αθηναίων. Η άρνηση των Σπαρτιατών να συνεχίσουν τον πόλεμο εκφράζει την απροθυμία τους να αναμειχθούν σε μακρινές επιχειρήσεις και την απόφασή τους να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, προβάλλοντας την ανάγκη τιμωρίας των πόλεων που είχαν Μηδίσει.

Η καταστροφή των Αθηνών από τον Ξέρξη συμβολικά κλείνει την αρχαϊκή περίοδο. Ο ενταφιασμός των μισοκατεστραμένων αναθημάτων στον αποθέτη της Ακροπόλεως δηλώνει το τέλος των αξιών των αριστοκρατικών γενών που εξέφραζαν την ευσέβειά τους με την ανέγερση αγαλμάτων κούρων και κορών. Η νίκη πάντως του Ελληνικού ιδεώδους ενάντια στον Ασιατικό δεσποτισμό δημιουργεί ένα νέο σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές. Τους μυθικούς βασιλείς, που ύμνησε ο Όμηρος, υποκαθιστούν οι ανώνυμοι πολίτες που αντιμετώπισαν τους "χρυσοφόρους Μήδους". Η ανάδειξη του ανθρώπου σε μέτρο των πραγμάτων θα ευνοήσει την ανάπτυξη του Λόγου διαρρηγνύοντας για πρώτη φορά το πλέγμα της μυθικής παράδοσης.

Πρόσωπα

Α. Μιλτιάδης

Η οικογένεια του Μιλτιάδη είχε ιδιαίτερους δεσμούς με τη Θράκη. Στα πλαίσια της πολιτικής ελέγχου του Ελλησπόντου που εφάρμοσε ο Πεισίστρατος, ο θείος του ο Μιλτιάδης ο πρεσβύτερος είχε καταλάβει τη Θρακική χερσόνησο, όπου και έγινε τύραννος. Ο Μιλτιάδης εκλέχτηκε για πρώτη φορά άρχων στην Αθήνα το 524 π.Χ. Μετά το θάνατο του αδελφού του Στησαγόρα έγινε τύραννος της χερσονήσου και παντρεύτηκε την κόρη του θράκα ηγεμόνα Ολόρου.

Κατέλαβε τη Λήμνο, την οποία παρέδωσε στους Αθηναίους. Κατά την εκστρατεία του Δαρείου εναντίον των Σκυθών, ο Μιλτιάδης σχεδίασε την καταστροφή της γέφυρας των Περσών στο Δούναβη, για να αποκόψει το στρατό του Δαρείου, και να ευνοήσει την εξέγερση των Ιωνικών πόλεων. Η αποκάλυψη όμως των σχεδίων του από τον Ιστιαίο, τύραννο της Μιλήτου, και η κατάπνιξη της Ιωνικής επανάστασης τον ανάγκασαν να καταφύγει στην Αθήνα. Εκεί δικάστηκε ως τύραννος, αλλά αθωώθηκε.

Όταν ο Δαρείος επιτέθηκε στην Αθήνα το 490 π.Χ., ο Μιλτιάδης τέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων των Αθηναίων και των Πλαταιέων. Το σχέδιο του Μιλτιάδη οδήγησε στη νίκη των Ελλήνων. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα εκτίμησε ότι θα έπρεπε να εκκαθαριστούν οι Κυκλάδες από τις Περσικές φρουρές και από τους Μηδίζοντες. Στη διάρκεια όμως των σχετικών επιχειρήσεων, λίγα χρόνια αργότερα, σκοτώθηκε κατά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον της Πάρου. Οι Αθηναίοι μάλιστα τον καταδίκασαν σε καταβολή προστίμου πενήντα ταλάντων, γιατί παρέσυρε την Αθήνα σε "άδικη" επίθεση.


Β. Θεμιστοκλής

O Θεμιστοκλής γεννήθηκε περίπου το 425 π.Χ. Ο πατέρας του ο Νεοκλής ανήκε στην οικογένεια των Λυκομηδών. Η μητέρα του όμως πιθανολογείται ότι ήταν Θρακικής ή Καρικής καταγωγής. Θεωρούνταν γι' αυτό νόθος και σύχναζε ως έφηβος στο γυμνάσιο του Κυνόσαργους. Μετά την Ιωνική επανάσταση ο Θεμιστοκλής πρότεινε τη μεταφορά του λιμανιού από το Φάληρο στον Πειραιά και τη μετέπειτα οχύρωσή του. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ., ο Θεμιστοκλής πίστευε ότι ο Περσικός κίνδυνος δεν αποσοβήθηκε. Πέτυχε έτσι με τα έσοδα μίας νέας φλέβας αργύρου από τα ορυχεία του Λαυρίου να ναυπηγηθεί ο Αθηναϊκός στόλος.

Στο σχέδιο του αυτό βρήκε ενάντιους τους αριστοκρατικούς, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους θύτες και τους μετοίκους που θα επάνδρωναν τα πλοία. Στα πλαίσια ίσως αυτής της αντιπαράθεσης προκάλεσε τον οστρακισμό του Αριστείδη και του Ξανθίππου. Κατά την εισβολή του 480 π.Χ. είχε εκλεγεί στρατηγός των Αθηναίων και επέβαλε στους Πελοποννήσιους, μετά την εκκένωση των Αθηνών, να δοθεί η μάχη στη Σαλαμίνα. Την παραμονή της μάχης έστειλε το δούλο του Σίκινο να ειδοποιήσει τον Πέρση ναύαρχο ότι ο Ελληνικός στόλος ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το στενό.

Οι Πέρσες απέκλεισαν τις διόδους αναγκάζοντας τους Έλληνες να δώσουν τη μάχη επιτόπου. Μετά τη νίκη των Ελλήνων, για να επισπεύσει τη φυγή του Ξέρξη, τού έστειλε κατά την παράδοση νέο μήνυμα ότι οι Έλληνες σκόπευαν να καταστρέψουν τις γέφυρες του Ελλησπόντου, ώστε να τον αποκλείσουν στην Ελλάδα. H στάση του αυτή δημιούργησε την υπόνοια ότι ίσως Μήδισε. Μετά το τέλος του πολέμου συμβούλευσε τους Αθηναίους να τειχίσουν την πόλη τους. Επειδή όμως οι Σπαρτιάτες αντιτίθεντο στην προοπτική αυτή, μετέβη ο ίδιος στη Σπάρτη για τις διαπραγματεύσεις, έχοντας δώσει προηγουμένως εντολή στους Αθηναίους να οικοδομήσουν τα τείχη κατά την απουσία του.

Το τέχνασμα πέτυχε, είχε όμως ως συνέπεια να καταστεί ο Θεμιστοκλής αντιπαθής στη Σπάρτη. Το 471 π.Χ. οι αριστοκρατικοί κατάφεραν να οστρακιστεί. Κατέφυγε στο Άργος και από εκεί έπειτα στη Μικρά Ασία, όταν με υποκίνηση των Σπαρτιατών καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο ως συνένοχος του Παυσανία. Ο βασιλιάς των Περσών Αρταξέρξης τού παραχώρησε τρεις πόλεις, τη Μαγνησία του Μαιάνδρου, τη Λάμψακο και τη Μυούντα, ως ανταμοιβή για τη "βοήθεια" που είχε προσφέρει στον πατέρα του. Πέθανε το 459 π.Χ. στη Μαγνησία. Κατά τον Πλούταρχο όμως αυτοκτόνησε, όταν ο Αρταξέρξης του ζήτησε να συμμετάσχει σε εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων.

Γ. Παυσανίας

Ο Παυσανίας ήταν Σπαρτιάτης στρατηγός από τον οίκο των Αγιαδών. Ως επίτροπος του Πλειστάρχου, γιου του Λεωνίδα, ηγήθηκε του Ελληνικού στρατού στις Πλαταιές. Εκεί νίκησε τους Πέρσες, αφού τους ανάγκασε να πολεμήσουν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, όπου δεν μπορούσε να αναπτυχθεί το ιππικό τους. Μετά τη μάχη θέλησε να παρουσιάσει τον τρίποδα που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους Δελφούς ως προσωπικό του ανάθημα. Πολιόρκησε τη Θήβα και πέτυχε να του παραδοθούν όσοι είχαν συνεργαστεί με τους Πέρσες. Στη συνέχεια, ως επικεφαλής του Ελληνικού στόλου πολέμησε αρχικά στην Κύπρο και κατέλαβε το Βυζάντιο, που αποτελούσε ισχυρή περσική βάση.

Η φιλοδοξία του, ωστόσο, τον οδήγησε να προσεγγίσει τους Πέρσες. Προσέλαβε σωματοφυλακή από Πέρσες και Αιγυπτίους και υιοθέτησε τη Μηδική ενδυμασία. Πρότεινε στο βασιλιά των Περσών να τον βοηθήσει να υποτάξει την Ελλάδα με αντάλλαγμα να αναγνωριστεί εκείνος ηγεμόνας της. Το 477 π.Χ. οι Σπαρτιάτες τον ανακάλεσαν από τη Θράκη λόγω της δεσποτικής συμπεριφοράς του. Αθωώθηκε τότε από την κατηγορία για Μηδισμό, αλλά επέστρεψε λίγο αργότερα εκεί και συγκρότησε ένα μισθοφορικό σώμα, για να κυριεύσει το Βυζάντιο.

Νικήθηκε όμως από τον Κίμωνα και κατέφυγε στην Τρωάδα, από όπου συνέχισε τις διαπραγματεύσεις του με τους Πέρσες. Όταν ανακλήθηκε για δεύτερη φορά στη Σπάρτη, άρχισε να οργανώνει συνωμοσία με σκοπό την εξέγερση των ειλώτων. Αποκαλύφθηκε, ωστόσο, η αλληλογραφία του με τον Πέρση σατράπη Αρτάβαζο και καταδιωκόμενος ζήτησε άσυλο στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Οι Σπαρτιάτες τότε αφαίρεσαν τη στέγη του ναού και έχτισαν τις εξόδους του, καταδικάζοντάς τον έτσι σε θάνατο από ασιτία.

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Όταν οι πόλεις εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., η εξουσία του Άνακτος ή του Κυραννού έχει ανατραπεί ή περιοριστεί από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, όπως διαφαίνεται και από τα Έπη του Ομήρου. Αναφορές για τη μετάβαση από τη βασιλεία στην εξουσία των ευπατριδών εμφανίζονται διάσπαρτες στα κείμενα των μεταγενέστερων συγγραφέων. Στην Αθήνα για παράδειγμα εθρυλείτο ότι η αυτοθυσία του Κόδρου, για να μην αλωθεί η πόλη από τους Δωριείς, οδήγησε στην κατάργηση της βασιλείας. Δεν είναι, ωστόσο, δυνατόν να καθορίσουμε πότε επιτελέστηκε αυτή η αλλαγή, η οποία πραγματοποιήθηκε σε διαφορετική χρονική στιγμή για την κάθε πόλη.

Στις Δωρικές πόλεις της Πελοποννήσου οι βασιλείς δήλωναν ότι είναι απόγονοι των φυλετικών αρχηγών που, κατά την παράδοση, τις κατέλαβαν. Στη Σπάρτη παρατηρήθηκε το μοναδικό φαινόμενο της διπλής βασιλείας, την οποία μοιράζονταν τα γένη των Αγιαδών και των Ευρυποντιδών. Kαι εκεί, ωστόσο, η εξουσία τους περιοριζόταν από τη Γερουσία, τους Eφόρους και την Απέλλα. Αντίθετα, στα Ελληνικά φύλα του Βορρά -στους Μακεδόνες και τους Ηπειρώτες- οι βασιλείς διατήρησαν ως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση την εξουσία, η οποία υπόκειται μόνο στον έλεγχο της συνέλευσης του στρατού.

Πριν την εμφάνιση της οπλιτικής φάλαγγας οι ευγενείς, των οποίων η ισχύς στηριζόταν στην εκτροφή ίππων, ως υπερασπιστές της πόλης κατείχαν και τα πολιτικά αξιώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ένα ή δύο γένη -όπως οι Βακχιάδες στην Κόρινθο, οι Ιπποβότες στη Χαλκίδα και οι Ιππείς στην Ερέτρια- μονοπωλούσαν την εξουσία. Η μορφή αυτής της αριστοκρατικής διακυβέρνησης επιβίωσε στο Θεσσαλικό Κοινό. Η αλλαγή της πολεμικής τακτικής με την εισαγωγή της οπλιτικής φάλαγγας, κατά τον 7ο αιώνα, σε συνδυασμό με την αγροτική κρίση μετέβαλε τα δεδομένα στο εσωτερικό των πόλεων.


Τις συγκρούσεις μεταξύ των ευγενών και των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ενέτειναν οι αντιθέσεις ανάμεσα στα αριστοκρατικά γένη. Συχνά, για να εκτονώσουν την κρίση, οι ευγενείς ανέθεταν σε κάποιο πρόσωπο που έχαιρε γενικής εκτίμησης τη μεσολάβηση και τη συγγραφή ενός κώδικα νόμων. Σε κάποιες περιπτώσεις πάλι το πρόσωπο αυτό αναδεικνυόταν σε άρχοντα με απόλυτη εξουσία για περιορισμένο όμως χρονικό διάστημα και έπαιρνε τον τίτλο του αισυμνήτη. Σε αρκετές πόλεις όπως στην Αθήνα, την Κόρινθο, και τη Σάμο, οι κοινωνικές συγκρούσεις ευνόησαν την άνοδο στην εξουσία τυράννων με τη συχνή υποστήριξη των μη προνομιούχων τάξεων.

Η πτώση των τυραννίδων, στα τέλη του 6ου αιώνα, επανέφερε στην επιφάνεια τη διαμάχη των ευγενών για τη νομή της εξουσίας. Στην Αθήνα, ωστόσο, ο Κλεισθένης με την υποστήριξη του δήμου προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις που για πρώτη φορά παραχώρησαν ουσιαστική εξουσία στο λαό, δημιουργώντας έτσι τη βάση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ορισμένα έθνη, τέλος, όπως οι Αιτωλοί, Ακαρνάνες και Λοκροί στην κεντρική Ελλάδα και οι Αχαιοί, Αρκάδες και Ηλείοι στην Πελοπόννησο, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους τους -όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης για τους Αιτωλούς- συνέχισαν να ζουν κατά κώμας.

Μετά τη συγκρότηση των πόλεων τα φυλετικά κράτη, όταν δε διαλύθηκαν -όπως συνέβη με την ένωση των Ιωνικών πόλεων της Αττικής και της Εύβοιας κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.- μετατράπηκαν σε κοινά με κέντρο το ιερό του προστάτη θεού τους, όπως του Θερμίου Απόλλωνα στην Αιτωλία.

Η Πολιτειακή Εξέλιξη της Αθήνας

Στα τέλη ήδη του 8ου αιώνα π.Χ. πρέπει να είχε πραγματοποιηθεί ο αποδιδόμενος στο Θησέα συνοικισμός, η πολιτική δηλαδή ενοποίηση των πόλεων της Αττικής. Κατά τους Ατθιδογράφους, ο Κοδρίδης Άκαστος παραιτήθηκε από τη βασιλεία έναντι του αξιώματος του ισόβιου άρχοντα. H ισόβια θητεία έγινε όμως δεκαετής στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., ενώ ο κατάλογος των ετήσιων πλέον αρχόντων της Aττικής ξεκινάει με τον Κρέοντα το 682 / 681 π.Χ. H εξουσία, σύμφωνα με την παράδοση, αρχικά κατανεμήθηκε ανάμεσα στους εννέα άρχοντες με ενιαύσια θητεία -το βασιλέα, τον επώνυμο άρχοντα, τον πολέμαρχο και τους έξι θεσμοθέτες- και στον Άρειο Πάγο, στον οποίο συμμετείχαν διά βίου οι παλαιοί άρχοντες.

O πληθυσμός χωριζόταν σε τέσσερις φυλές, που έφεραν τα ονόματα των γιων του Ίωνα, -Γελέοντες, Αιγικορείς, Αργαδείς και Όπλητες- και κάθε φυλή με τη σειρά της χωριζόταν σε τρεις τριττύες. Ο Πλούταρχος αποδίδει στο Θησέα το χωρισμό του πληθυσμού σε τρεις τάξεις, στους Ευπατρίδες, τους Γεωμόρους και τους Δημιουργούς, από τους οποίους πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνο οι Ευπατρίδες. Από τα πολιτικά γεγονότα του 7ου αιώνα π.Χ. οι μεταγενέστεροι ιστορικοί αναφέρονται μόνο στο Kυλώνειο Άγος, ίσως, γιατί αυτό συνδεόταν με την οικογένεια των Αλκμαιωνιδών.

Γύρω στο 630 π.Χ. ο Κύλων, ολυμπιονίκης και μέλος των ευπατριδών, προσπάθησε με την υποστήριξη του πεθερού του Θεαγένη, τυράννου των Μεγάρων, να καταλάβει την Ακρόπολη. Μετά από πολιορκία αρκετών ημερών ο Κύλων και ο αδελφός του διέφυγαν, ενώ οι υπόλοιποι συνωμότες κατέφυγαν ως ικέτες στο βωμό της Αθηνάς Πολιάδας, τον οποίο ωστόσο εγκατέλειψαν με την υπόσχεση ότι θα εισαχθούν σε δίκη. Oι πολιορκητές όμως τους φόνευσαν. Με παρέμβαση του Σόλωνα, κατά την παράδοση, ο επώνυμος άρχων Αλκμαιωνίδης Μεγακλής δέχτηκε να δικαστεί για το φόνο. Οι Αλκμαιωνίδες εξορίστηκαν, ενώ κλήθηκε ο Eπιμενίδης ο Kρης, για να καθάρει την πόλη από το άγος.

Τόσο το πραξικόπημα του Κύλωνα, όσο και η εξορία των Αλκμαιωνιδών αποδίδονται από ορισμένους ιστορικούς στις αντιθέσεις μεταξύ των αριστοκρατικών γενών, στα τέλη του 7ου αιώνα. Tο 621 π.Χ., ίσως, για να κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη, οι ευπατρίδες αναθέτουν στο Δράκοντα να συντάξει νόμους. Το πολίτευμα που ο Αριστοτέλης αποδίδει στο Δράκοντα, μάλλον πρέπει να συντάχτηκε από τους ολιγαρχικούς το 411 π.Χ., οι οποίοι όμως ανήγαγαν τις ρυθμίσεις τους στον αρχαϊκό νομοθέτη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Δράκων παραχώρησε πολιτικά δικαιώματα στους οπλίτες. Ο μόνος νόμος του, όμως, που παρέμεινε σε ισχύ και κατά την Κλασική περίοδο, και μπορεί να του αποδοθεί με σχετική βεβαιότητα, αφορά την ανθρωποκτονία.

Α. Η Κρίση στα Τέλη του 7ου Αιώνα π.Χ.

Μετά την κατάργηση της βασιλείας στην Αθήνα, κατά το τέλος της Γεωμετρικής περιόδου, ξεκίνησαν οι διαμάχες μεταξύ των αριστοκρατικών γενών για τη νομή της εξουσίας. Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η εσωτερική κρίση, την οποία προκάλεσε το ζήτημα των αγροτικών χρεών και των ακτημόνων χωρικών, βοήθησε να γίνουν οι ζυμώσεις που οδήγησαν στη σύνταξη των νόμων του Δράκοντα και του Σόλωνα. Τα δικαιώματα των ευπατριδών σταδιακά περιορίστηκαν και κριτήριο για τη συμμετοχή στα δημόσια αξιώματα έγινε πλέον το μέγεθος της περιουσίας και όχι η καταγωγή.

Η κατάληψη της εξουσίας από τον Πεισίστρατο ευνόησε τους αγρότες και τους βιοτέχνες δημιουργώντας τις προϋποθέσεις, ώστε μετά την κατάλυση της τυραννίδας ο δήμος να διεκδικήσει -και με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη να επιτύχει- την ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Β. Οι Μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα

Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η Αθήνα συμμετείχε στον Α' Ιερό πόλεμο και έγινε μέλος της Δελφικής Αμφικτιονίας. Την ίδια εποχή βρέθηκε σε διαμάχη με τη Μυτιλήνη με αφορμή την πόλη του Σιγείου και με τα Μέγαρα για την κατοχή της Σαλαμίνας. Με το τελευταίο ζήτημα σχετίζεται και η πρώτη μνεία του Σόλωνα στα δημόσια πράγματα. Κατά την παράδοση, με τις ελεγείες του ο Σόλων εμψύχωσε τους Αθηναίους και τους οδήγησε στην κατάληψη του νησιού. Ο Σόλων εκλέχτηκε επώνυμος άρχων το 594 / 593 π.Χ., και συγχρόνως διαλλακτής με αποστολή να μεσολαβήσει στην αγροτική κρίση, που έφερε σε αντιπαράθεση τους ευπατρίδες μεγαλογαιοκτήμονες με τους μικρούς καλλιεργητές.

Με τη σεισάχθεια απάλλαξε τους αγρότες από τα χρέη τους και απελευθέρωσε όσους είχαν γίνει εκτήμοροι, ή είχαν πουληθεί ως δούλοι μακριά από την Αθήνα. Εισήγαγε επίσης το τιμοκρατικό σύστημα, χωρίζοντας τους πολίτες σε τέσσερις τάξεις ανάλογα με το εισόδημά τους. Δικαίωμα συμμετοχής στα αξιώματα είχαν μόνο τα μέλη των τριών πρώτων τάξεων. Για τους εννέα άρχοντες κάθε μία από τις τέσσερις φυλές υποδείκνυε με κλήρο δέκα υποψήφιους και στη συνέχεια γινόταν μεταξύ αυτών κλήρωση με κουκιά. Του αποδίδεται, επίσης, από τον Αριστοτέλη η ίδρυση της Βουλής των 400, όπου συμμετείχαν εκατό μέλη από την κάθε φυλή, με δικαιοδοσία να ετοιμάζει τα προβουλεύματα που παρουσιάζονταν στην Εκκλησία του δήμου.


Ο Άρειος Πάγος παρέμεινε υπεύθυνος για την τήρηση των νόμων και τον έλεγχο του πολιτεύματος, και την εκδίκαση όσων αποπειράθηκαν να καταλύσουν το πολίτευμα. Ίδρυσε ακόμα το δικαστήριο της Ηλιαίας, όπου είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν ακόμα και οι θύτες. Όρισε επιπλέον ότι, όποιος σε περίπτωση στάσης δεν έπαιρνε το μέρος κάποιας παράταξης, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι πολιτειακές μεταβολές που αποδίδει ο Αριστοτέλης στο Σόλωνα αποτελούν προβολές θεσμών του 4ου αιώνα π.Χ. και περιορίζουν τη συμβολή του στη ρύθμιση των αγροτικών χρεών.

Ο ίδιος ο Σόλων στα ποιήματά του αναφέρει ότι προσπάθησε να βρει τη μέση οδό στις διεκδικήσεις των αγροτών για αναδασμό και στον έλεγχο της απληστίας των ισχυρών, και περηφανεύεται, που δεν εκμεταλλεύτηκε τη θέση του, για να γίνει τύραννος, και να επιβάλει με τη βία τα μέτρα που θεωρούσε σωστά.

Γ. Πεισίστρατος

Η μεταρρύθμιση του Σόλωνα δεν πέτυχε μακροπρόθεσμα να επιλύσει τις διαφορές και να συμβιβάσει τα συμφέροντα των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Το 560 π.Χ. τα Αθηναϊκά γένη χωρίζονταν σε τρεις παρατάξεις ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους: τους Πεδιαίους, τους Παραλίους και τους Διακρίους με επικεφαλής τους αντίστοιχα τον Ετεοβουτάδη Λυκούργο, τον Αλκμαιωνίδη Μεγακλή και τον Πεισίστρατο. Ο τελευταίος ως πολέμαρχος ηγήθηκε του πολέμου κατά των Μεγαρέων.

Κατηγορώντας όμως τους πολιτικούς αντιπάλους του για επίθεση, κατάφερε να πάρει την άδεια να συγκροτήσει ένα σώμα τριακοσίων ροπαλοφόρων, με τους οποίους κατέλαβε την Ακρόπολη. Η πρώτη περίοδος της τυραννίδας του διήρκεσε έξι χρόνια. Ανακατέλαβε, ωστόσο, την εξουσία έντεκα χρόνια αργότερα με την υποστήριξη των Αλκμαιωνιδών. Αφού κυβέρνησε για αρκετά χρόνια εξορίστηκε για δεύτερη φορά, επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους Αλκμαιωνίδες. Αφού συνέλεξε εισφορές από την Ερέτρια, τη Θήβα και την περιοχή του Παγγαίου, συγκρότησε ένα σώμα μισθοφόρων, αποβιβάστηκε στο Μαραθώνα το 546 περίπου π.Χ. και νίκησε τους αντιπάλους του στη μάχη της Παλλήνης.

Κατά τον Αριστοτέλη, ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική. Εξόρισε προσωρινά τους πολιτικούς του αντιπάλους, μεταξύ των οποίων και τους Αλκμαιωνίδες, αλλά δεν κατάσχεσε τα κτήματά τους. Ίσως να προχώρησε και στον αναδασμό της γης, το σίγουρο είναι πάντως ότι χορήγησε άτοκα δάνεια στους μικρούς καλλιεργητές. Επιπλέον συγκρότησε τα δικαστήρια των δήμων, για να διευκολύνει τους κατοίκους της υπαίθρου, και να περιορίσει την δύναμη των ευπατριδών, ή, κατά τον Αριστοτέλη, γιατί η συγκέντρωση των πολιτών στην Αθήνα θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την εξουσία του. Έκοψε τα πρώτα Αθηναϊκά νομίσματα και υποστήριξε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας.

Οι διπλωματικές ικανότητές του διαφάνηκαν στην επιτυχία του να αποκτήσει τον έλεγχο της Χερσονήσου στον Ελλήσποντο, η οποία έλεγχε την οδό προς τις -ζωτικής σημασίας για την Αθήνα- σιτοπαραγωγούς περιοχές της Σκυθίας.  Συγχρόνως στο συμβολικό επίπεδο, με την εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου, την ανοικοδόμηση του Παρθενώνα και τη λαμπρότητα του εορτασμού των Μεγάλων Παναθηναίων, συνέβαλε στη ταύτιση των κατοίκων της υπαίθρου με την Αθηναϊκή πολιτεία και τη μείωση της σημασίας των τοπικών λατρειών, οι οποίες ήταν υπό την εποπτεία των αριστοκρατικών γενών.

Μετά το θάνατο του Πεισιστράτου τον διαδέχθηκαν οι δύο γιοι του, ο Ιππίας και ο Ίππαρχος που δολοφονήθηκε το 514 π.Χ. από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Η δολοφονία αυτή, της οποίας τα κίνητρα παραμένουν αμφιλεγόμενα, δεν είχε ως αποτέλεσμα την άμεση πτώση της τυραννίδας, η οποία επιτεύχθηκε με την παρέμβαση της Σπάρτης. Το 510 π.Χ. ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης επιτέθηκε στην Αθήνα, μετά από προτροπή των Αλκμαιωνιδών, και εξεδίωξε τον Ιππία.

Δ. Οι Μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη

Η εκδίωξη των Πεισιστρατιδών από την εξουσία επανέφερε στο προσκήνιο τις αντιθέσεις μεταξύ των αριστοκρατών, εκφραστές των οποίων ήταν από τη μία πλευρά ο Ισαγόρας και από την άλλη όσοι υποστήριζαν τη διεύρυνση των εξουσιών του δήμου με επικεφαλής τους τον Αλκμαιωνίδη Κλεισθένη. Το 508 - 507 π.Χ., και ενώ άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Ισαγόρας, ο Κλεισθένης κατόρθωσε να ψηφιστούν η αντικατάσταση των τεσσάρων φυλών της Αττικής από δέκα νέες και η αύξηση των μελών της Βουλής από 400 σε 500. Κάθε φυλή απαρτίστηκε από τρεις τριττύες: μία από το Άστυ, μία από τα Μεσόγεια και μία από την Παραλία.

Κάθε τριττύς με τη σειρά της περιελάμβανε έναν ή περισσότερους δήμους. H αναδιοργάνωση του χώρου της πόλης αποσκοπούσε να ανατρέψει την παλαιά διάκριση των πολιτών σε ομάδες ανάλογα με την περιοχή που κατοικούσαν, καθώς και να υπονομεύσει την πολιτική επιρροή των γενών. Στο εξής οι πολίτες έπαιρναν τα ονόματά τους από το δήμο της καταγωγής τους, καταργώντας έτσι τη διάκριση μεταξύ παλαιών Αθηναίων και Νεοπολιτών. Από την κάθε φυλή κληρώνονταν κάθε έτος πενήντα βουλευτές, οι οποίοι πρυτάνευαν το ένα δέκατο του χρόνου, σύμφωνα με το νέο πολιτικό ημερολόγιο.

Η Βουλή ετοίμαζε τα προβουλεύματα των νόμων, οι οποίοι θα υποβάλλονταν στην Εκκλησία του δήμου. Ίσως για πρώτη φορά ορίστηκε να συγκαλείται η Εκκλησία σε τακτά χρονικά διαστήματα. Για να αποτρέψει εξάλλου νέες απόπειρες επιβολής τυραννίδας, υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές ότι όρισε το μέτρο του οστρακισμού. Ο Ισαγόρας επικαλούμενος το Κυλώνειο άγος ζήτησε την παρέμβαση του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη. Ο Κλεισθένης αναγκάστηκε τότε να εγκαταλείψει την Αθήνα, και συγχρόνως εξορίστηκαν επτακόσιες Αθηναϊκές οικογένειες ως εναγείς. Η Βουλή, ωστόσο, αντιστάθηκε στην κατάργηση των μεταρρυθμίσεων και ο δήμος πολιόρκησε τη σπαρτιατική δύναμη στην Ακρόπολη.

Ύστερα από δύο μέρες, και κατόπιν συμφωνίας, οι Σπαρτιάτες εγκατέλειψαν την Αθήνα και οι οπαδοί του Ισαγόρα εκτελέστηκαν. Ο Κλεισθένης επέστρεψε, δε διατήρησε όμως την εξουσία, αλλά παρέμεινε απλώς "προστάτης του Δήμου". Ο Κλεομένης στο μεταξύ συγκέντρωσε μία ισχυρή δύναμη και προήλασε μέχρι την Ελευσίνα, ενώ ταυτόχρονα επιτέθηκαν οι Βοιωτοί και οι Χαλκιδείς. Η διαφωνία, ωστόσο, μεταξύ των δύο βασιλέων της Σπάρτης οδήγησε στη διάλυση του στρατεύματος. Οι Αθηναίοι τότε αποφασισμένοι να εκδικηθούν αποβιβάστηκαν στην Εύβοια, αφού νίκησαν τους Βοιωτούς, και επιτέθηκαν στους Χαλκιδείς.


Μετά τη νίκη τους μοίρασαν τα κτήματα των ευγενών Χαλκιδέων σε τέσσερις χιλιάδες Αθηναίους. Αυτοί αποτέλεσαν τους πρώτους κληρούχους, αφού παρά τη μετεγκατάστασή τους διατήρησαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Κατά τον Ηρόδοτο, η επικράτηση των Αθηναίων συνδέεται άμεσα με την καθιέρωση από τον Κλεισθένη της Ισηγορίας, της ελευθερίας δηλαδή του λόγου στην Εκκλησία του δήμου. Κάθε οπλίτης πλέον πολεμούσε με περισσότερο σθένος, γιατί αισθανόταν ότι η συλλογική νίκη εξυπηρετούσε και το προσωπικό του συμφέρον.

Η Βασιλεία στους Μακεδόνες

Οι Μακεδόνες μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. αποτελούσαν μία ομάδα ποιμενικών εθνών. Επικεφαλής τους ήταν ο βασιλιάς από το γένος των Αργεαδών. Κατά την τοπική παράδοση, τα μέλη του γένους αυτού κατάγονταν από τον Αργέα, γιο του Μακεδόνα, που είχε αδελφούς τον Πίερο, τον Άμαθο και το Βρούσι. Οι Αργεάδες μετανάστευσαν στην Ημαθία από το Άργος Ορεστικό κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Όμως οι ίδιοι υποστήριζαν ότι κατάγονται από τον Ηρακλείδη Τήμενο, βασιλιά του Άργους. Την ίδια περίοδο, την Άνω -Σημερινή Δυτική- Μακεδονία κατοικούσαν τα συγγενή προς τους Ηπειρώτες Μολοσσούς φύλα των Πελαγόνων, Λυγκηστών, Ορεστών και Ελιμιωτών.

Στα τέλη του 6ου αιώνα, οι Μακεδόνες μετά την υποταγή τους στους Πέρσες επέβαλαν την κυριαρχία τους στα έθνη της Άνω Μακεδονίας, τα οποία ωστόσο διατήρησαν τους βασιλικούς οίκους τους και την εσωτερική τους αυτονομία. Οι πληροφορίες που έχουμε για τους πρώιμους χρόνους της Μακεδονικής ιστορίας είναι διάσπαρτες και η ανασύνθεση της πολιτειακής οργάνωσης της Μακεδονίας στηρίζεται σε μεταγενέστερες μαρτυρίες. Ο βασιλιάς, αρχικά αιρετός αρχηγός της πατριάς των ποιμένων, συγκέντρωσε μετά τη μόνιμη εγκατάσταση των Μακεδόνων την πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική εξουσία.

Η εξουσία αυτή, ωστόσο, ελεγχόταν από τη συγκέντρωση του στρατού ("το Κοινόν των Μακεδόνων Πλήθος"). Η συνέλευση είχε τη δικαιοδοσία να εκλέγει και να καθαιρεί τον βασιλιά και να εκδικάζει τις υποθέσεις προδοσίας. Στην Άνω Μακεδονία αναφέρεται η συνέλευση των "Πελιγάνων", των αρχηγών των μικρότερων εθνών. Σταδιακά, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., στην Κάτω Μακεδονία δημιουργήθηκαν πόλεις, οι οποίες όμως δε διέθεταν την αυτονομία των πόλεων κρατών της νότιας Ελλάδας. Η βασιλική εξουσία ισχυροποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του Αλεξάνδρου Α' του Φιλέλληνα.

Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Μακεδονία αποτελούσε το περάσμα στη νότια Ελλάδα, πέτυχε την επέκταση του βασιλείου του, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα. Αποκτώντας τότε την κυριότητα των ορυχείων χρυσού της περιοχής έκοψε τα πρώτα νομίσματα, αντιγράφοντας τον τύπο των ντόπιων Θρακών Βισαλτών. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί τη σταδιακή ενίσχυση των επαφών με τη νότια Ελλάδα. Παρά τη συμμετοχή όμως του ίδιου του Αλεξάνδρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Μακεδονία -λόγω της Αρχαϊκής κοινωνικής της οργάνωσης- παρέμεινε ως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. στο περιθώριο του Ελληνικού κόσμου.

Η Οργάνωση του Θεσσαλικού Κοινού

Οι Θεσσαλοί, κατά το Θουκυδίδη, κατέλαβαν τη χώρα που έφερε το όνομά τους, εξήντα χρόνια μετά τα Τρωϊκά. Ο Αλευάς Α' της Λάρισας, ο πρώτος ταγός της περιοχής, τη χώρισε σε τέσσερα τμήματα, τα ονομαζόμενα τετράδες: τη Θεσσαλιώτιδα, την Πελασγιώτιδα, την Ιστιαιώτιδα και τη Φθιώτιδα. Επικεφαλής των τετράδων ήταν οικογένειες όπως οι Αλευάδες της Λάρισας, οι Σκοπάδες της Κραννώνος και οι Εχεκρατίδες της Φαρσάλου. Όρισε επίσης το κάθε γένος σε περίπτωση πολέμου να παρέχει σαράντα ιππείς και ογδόντα πελταστές. Ο ταγός, αρχικά, οριζόταν σε περίπτωση πολέμου διοικητής του στρατού. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, διατηρούσε την εξουσία αυτή εφ' όρου ζωής.

Οι προηγούμενοι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη χώρα, και όσοι παρέμειναν αποτέλεσαν την ομάδα των Πενεστών στην κεντρική πεδιάδα ή των περιοίκων στην Περραιβία, τη Μαγνησία και την Αχαΐα - Φθιώτιδα. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η οργάνωση της Θεσσαλίας δεν εξελίχθηκε από τους Ομηρικούς χρόνους. Την άποψη αυτή ενισχύουν μεταξύ άλλων η αναφορά στη διοργάνωση ταυροκαθαψίων και οι περιγραφές των ιδιαίτερων εθίμων της φιλοξενίας και των συμποσίων. Η σταδιακή συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του ταγού ίσως και να συνδέεται με την ανάμιξη των Θεσσαλών στα πολιτικά πράγματα της κεντρικής Ελλάδας.

Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. ο Κλεόμαχος της Φαρσάλου συμμετείχε στο πλευρό των Χαλκιδέων σε μία μάχη του Ληλάντιου πολέμου. Η παρέμβαση του Θεσσαλικού ιππικού μπορεί ίσως να ερμηνευτεί από τους δεσμούς ξενίας που συνέδεαν τους Εχεκρατίδες και την οικογένεια του Αμφιδάμαντα της Χαλκίδας, αλλά ίσως και να αποτελεί μία πρώτη ένδειξη της διάθεσης των Θεσσαλών να επεκτείνουν την επιρροή τους. Μετά την προσάρτηση, εξάλλου, της Αινίδος και της Μαλίδος οι Θεσσαλοί απέκτησαν την πλειοψηφία στην Αμφικτυονία της Ανθέλας, με κέντρο της το ιερό της Δήμητρας. Η προσπάθεια αυτή γίνεται πιο εμφανής μετά τον Α' Ιερό πόλεμο, στο β' μισό του 6ου αιώνα π.Χ.

Σταδιακά, ωστόσο, στα πλαίσια του Κοινού των Θεσσαλών οι πόλεις άρχισαν να κόβουν νομίσματα, ένδειξη της σταδιακής αυτονόμησής τους έναντι του Κοινού. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., αναφέρονται ως άρχοντες των πόλεων ο Επεστακών ταγός και ο Υλωρός, ο δασονόμος δηλαδή που είχε την ευθύνη των περιχώρων της πόλης. Πολιτικά δικαιώματα είχαν μάλλον μόνο οι αγαθοί, οι γαιοκτήμονες που δεν είχαν ανάγκη να εργάζονται. Η Εκκλησία του δήμου, κι εάν ακόμα υπήρχε, πρέπει να διέθετε περιορισμένες αρμοδιότητες.

Οι Μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου

Η σημαντικότερη αιτία του Α' Μεσσηνιακού πολέμου ήταν η έλλειψη καλλιεργήσιμων κλήρων και η διεκδίκηση αναδασμού της γης. Η διανομή των γαιών της Στενυκλάρου σε ακτήμονες Σπαρτιάτες δε φαίνεται να έλυσε το πρόβλημα. Μετά το τέλος του Α' Μεσσηνιακού πολέμου, κατά τον Πλούταρχο, ο μυθικός νομοθέτης Λυκούργος ζήτησε τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών, για να προβεί σε μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν λύση στην κρίση. Το Θεόπνευστο θεσμικό κείμενο, η ρήτρα, αποτέλεσε τον καταστατικό χάρτη της Σπάρτης.


Όριζε την κατανομή του πληθυσμού σε φυλές, και οβές (κώμες) και επιμέριζε την εξουσία ανάμεσα στην τριακονταμελή Γερουσία, που προετοίμαζε τους νόμους, και στην Απέλλα (τη λαϊκή συνέλευση), που τους ψήφιζε. Για να απαλλάξει τη Σπάρτη από τις υπερβολές και τα εγκλήματα του πλούτου, ο Λυκούργος αναδιένειμε τη γη σε 30.000 κλήρους για τους περιοίκους και 9000 κλήρους για τους Σπαρτιάτες. Αν και η σύγχρονη έρευνα αμφισβητεί την ιστορικότητα του προσώπου του Λυκούργου, οι μεταρρυθμίσεις που του αποδίδονται σκιαγραφούν αδρομερώς τις αρχές της Σπαρτιατικής πολιτείας.

Οι δύο βασιλείς από τις οικογένειες των Αγιάδων και των Ευρυποντιδών διέθεταν περιορισμένες εξουσίες. Συμμετείχαν στη Γερουσία, ηγούνταν του στρατού, κατείχαν ένα τέμενος (υποστατικό) στις περιοχές των περιοίκων και δικαιούνταν μεγαλύτερο μερίδιο από την πολεμική λεία. Προΐσταντο, εξάλλου, των περισσοτέρων θρησκευτικών τελετών. Η Γερουσία, όπου εκτός από τους βασιλείς συμμετείχαν και 28 ισόβια μέλη άνω των εξήντα ετών, προετοίμαζε τα προβουλεύματα και λειτουργούσε ως ανώτατο δικαστήριο. Ο τρόπος εκλογής των γερουσιαστών ήταν ιδιόμορφος. Κατά την παράδοση, οι υποψήφιοι παρουσιάζονταν στην Απέλλα και εκλέγονταν όσοι εισέπραταν το δυνατότερο χειροκρότημα.

Οι σύγχρονοι μελετητές δεν ομονοούν ως προς τις εξουσίες της Απέλλας, η οποία συγκαλείτο μία φορά το μήνα. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι λειτουργούσε όπως η Εκκλησία του δήμου στις δημοκρατικές πόλεις, ενώ κατ' άλλους απλώς επικύρωνε ή απέρριπτε δια βοής τις αποφάσεις της Γερουσίας. Ο θεσμός των πέντε εφόρων, οι οποίοι εκλέγονταν από το σύνολο των ελευθέρων πολιτών με ενιαύσια θητεία, μοιάζει να είναι μεταγενέστερος. Ο πρώτος μεταξύ των εφόρων ήταν ο επώνυμος άρχων και προέδρευε στην Απέλλα. Οι έφοροι οργάνωναν σε καιρό πολέμου το στρατό, ενώ δύο από αυτούς συνόδευαν το βασιλέα στις εκστρατείες.

Είχαν επίσης την εποπτεία της αγωγής των νέων και της διοίκησης, καθώς και δικαστικές αρμοδιότητες που επεκτείνονταν ακόμη και στους βασιλείς. Πολίτες, όμοιοι, λογίζονταν όσοι είχαν γεννηθεί από πατέρα Σπαρτιάτη, νέμονταν κλήρο γης και ήταν τουλάχιστον τριάντα ετών. Οι περίοικοι ήταν οι ελεύθεροι κάτοικοι της Λακωνίας που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, αλλά συμμετείχαν στο σπαρτιατικό στρατό. Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι είλωτες, εξαρτημένοι χωρικοί, που αποτελούσαν στην ουσία ιδιοκτησία της πολιτείας.

Τυραννίδα

Ο όρος "τύραννος" προέρχεται μάλλον από τη Μικρά Ασία. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. από τον Αρχίλοχο ως συνώνυμο του όρου "βασιλεύς". Ήδη, όμως, κατά τον 6ο αιώνα ο Σόλων συνέδεσε την τυραννίδα με τη βία. Τύραννοι, ωστόσο, όπως ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος και ο Περίανδρος ο Κορίνθιος κατατάσσονταν μεταξύ των επτά σοφών. Οι τύραννοι, συνήθως, ήταν μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι είτε μετά το τέλος της θητείας τους ως άρχοντες συνέχισαν να διατηρούν παράνομα την εξουσία, είτε την καταλάμβαναν με τη βία.

Η επιβολή της τυραννίδας είναι το αποτέλεσμα της άρνησης των ευπατριδών να δώσουν λύση στις εντάσεις που προκάλεσε η κοινωνική ανισότητα και η αγροτική κρίση. Για να εδραιώσουν την εξουσία τους, κυβερνούσαν μόνο με τη σύμπραξη ορισμένων οπαδών τους. Συχνά προέβαιναν σε συστηματικό διωγμό των αντίπαλών τους αριστοκρατικών γενών, εξορίζοντας ή εκτελώντας τα πιο φιλόδοξα μέλη τους και δημεύοντας τις περιουσίες τους. Έχει επικρατήσει η εικόνα του τυράννου που αναζητεί ερείσματα στα κατώτερα στρώματα ικανοποιώντας τις απαιτήσεις τους σε βάρος των μεγάλων γαιοκτημόνων. Ορισμένοι τύραννοι προέβησαν πράγματι σε αναδασμό της γης και γενικά ευνόησαν τους εμπόρους και τους βιοτέχνες.

Δεν υπάρχουν, ωστόσο, οι αποδείξεις ότι στο σύνολό τους άσκησαν συστηματικά φιλολαϊκή πολιτική. Είναι πάντως γεγονός ότι τα μέτρα που έλαβαν σε πολλές περιπτώσεις, απελευθέρωσαν τις δημιουργικές δυνάμεις των πόλεων, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξής τους. Χρηματοδότησαν, εξάλλου, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, μεγάλα οικοδομικά έργα, για να διατρανώσουν την εξουσία τους και να διατηρούν απασχολημένο το δήμο. Στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία οι τυραννίδες που γνωρίζουμε επιβλήθηκαν με κάποια καθυστέρηση στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. και κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες.

Οι πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τις εσωτερικές συγκρούσεις, την ανάμιξη των Καρχηδονίων και τις εξεγέρσεις των αυτόχθονων κατοίκων, που συχνά είχαν περιοριστεί σε μία θέση ανάλογη με εκείνη των ειλώτων της Σπάρτης. Σε κάθε περίπτωση πάντως η διάρκεια των καθεστώτων αυτών δεν ξεπερνούσε τις δύο γενιές. Η βίαιη κατάλυσή τους, με τη δολοφονία του τυράννου σε ορισμένες περιπτώσεις, ερμηνεύτηκε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ως απόδειξη ότι τα καθεστώτα αυτά αποτελούσαν πολιτειακές παρεκτροπές.

Α. Κυψελίδες

Από τα μέσα του 8ου έως και τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. στην Κόρινθο την εξουσία ασκούσε το γένος των Βακχιάδων, που αριθμούσε γύρω στα διακόσια άρρενα μέλη. Στα πλαίσια του γένους είχε επιβληθεί η ενδογαμία και κάθε χρόνο οριζόταν ένα μέλος του ως "βασιλεύς" ή πρύτανης. ’ν και η περιουσία των Βακχιάδων στηριζόταν στην έγγεια ιδιοκτησία, εκείνοι ευνόησαν την ίδρυση αποικιών. Η Κόρινθος ήταν μητρόπολη της Αμβρακίας και της Κέρκυρας, ενώ ο Βακχιάδης ήταν ο οικιστής και των Συρακουσών. Στα τέλη του 7ου αιώνα εκμεταλλευόμενη και τη στρατηγική της θέση αποτελούσε ήδη μία από τις σημαντικότερες ναυτικές δυνάμεις του Ελληνικού κόσμου.

Ο Κύψελος -Βακχιάδης από τη μητέρα του τη Λάβδα- κατέλαβε την εξουσία προσεταιριζόμενος το δήμο, όταν κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου. Ορισμένοι ιστορικοί συνδέουν την πολιτειακή αυτή ανατροπή με την αγροτική κρίση που λειτούργησε άλλωστε ως καταλύτης στις εξελίξεις και άλλων πόλεων. Για όσο καιρό ήταν πολέμαρχος ποτέ δεν επέβαλε πρόστιμο, ούτε φυλάκισε, ούτε και επέτρεψε να πουληθούν ως δούλοι όσοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στα χρέη τους. Όταν μάλιστα έγινε τύραννος, κατά μία άποψη, κατάσχεσε τις γαίες των Βακχιάδων και τις διένειμε στους ακτήμονες. Όρισε επίσης να αφιερώνεται η δεκάτη της εσοδείας στο Ιερό του Δία.


Του αποδίδεται, εξάλλου, η κοπή των πρώτων Κορινθιακών νομισμάτων (στατήρων). Η εύνοια του δήμου πάντως ίσως να δικαιολογεί την παραμονή του στην εξουσία για τριάντα χρόνια. Ο Αριστοτέλης μάλιστα αναφέρει ως δείγμα της δημοτικότητάς του το γεγονός ότι δε διέθετε προσωπική φρουρά. Τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Περίανδρος το 527 περίπου π.Χ. Ο Περίανδρος, σε αντίθεση με τον πατέρα του, έμεινε διαβόητος για τα σκληρά μέτρα που έλαβε, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Διατηρούσε προσωπική φρουρά τριακοσίων "δορυφόρων" (έφεραν δόρυ) και δε δίσταζε να εκτελέσει όποιους θεωρούσε επικίνδυνους.

Απαγόρευσε την απόκτηση δούλων και την υπερβολική επίδειξη πολυτέλειας, επειδή τόνιζαν την υπεροχή των αριστοκρατών. Ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τις πόλεις της Ιωνίας και το βασίλειο των Λυδών. Η Κόρινθος ίδρυσε καινούργιες αποικίες όπως την Επίδαμνο, την Απολλωνία και την Ποτίδαια, και εξήγε τα βιοτεχνικά της προϊόντα -με χαρακτηριστικότερο την κεραμική της - σε όλη τη Μεσόγειο. Την ίδια περίοδο καθιερώθηκαν και οι αγώνες των Ισθμίων, μία από τις τέσσερις σημαντικότερες αθλητικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα.

Η τυραννίδα καταλύθηκε, την εποχή που ο Ψαμμήτιχος -διάδοχος του Περιάνδρου- κατείχε την εξουσία, η οποία ωστόσο δεν επανήλθε στα χέρια των ευγενών, αλλά μεταβιβάστηκε στους ευπορότερους πολίτες.

Β. Ο Πολυκράτης της Σάμου

Μετά την ανατροπή του τυράννου Δαμοτέλη, τη διακυβέρνηση της Σάμου ανέλαβαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες (γεώμοροι). Το 540 περίπου π.Χ. η Σάμος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχία του Κύρου. Τότε ίσως να κάηκε και το πρώτο Ηραίο. Ακολούθησε μία περίοδος αστάθειας μέχρι το 532 περίπου π.Χ., που ο Πολυκράτης έγινε τύραννος με τη σύμπραξη των δύο αδελφών του και την υποστήριξη των εμπόρων και των βιοτεχνών. Μόλις έγινε τύραννος ο Πολυκράτης, σε μία προσπάθειά του να αποτρέψει πιθανές συνωμοσίες, εξόρισε ορισμένους αριστοκράτες. Ενίσχυσε το στρατό που, κατά τον Ηρόδοτο, περιελάμβανε χίλιους τοξότες και ναυπήγησε στόλο από εκατό πεντηκοντόρους.

Σχεδίασε μάλιστα ένα νέο τύπο πλοίου τη Σάμαινα, μία διήρη με αμβλεία πλώρη. Με το στόλο του αυτό -που συχνά επιδίδετο και σε πειρατικές επιδρομές- κατέλαβε αρκετά νησιά και ορισμένες παραλιακές πόλεις. Συνέπηξε συμμαχία με τον Πεισίστρατο, τον τύραννο της Νάξου Λύγδαμι και το Φαραώ της Αιγύπτου Άμασι που ευνόησε τους Σαμίους εμπόρους της Ναυκράτιδος. Όταν όμως το 525 περίπου π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης επιτέθηκε στην Αίγυπτο, ο Πολυκράτης τού παρέσχε σαράντα πλοία σε μία προσπάθεια να επικυρώσει την εξουσία του. Τη διοίκηση των πλοίων αυτών ανέθεσε στους πολιτικούς του αντιπάλους, επειδή ήθελε να τους απομακρύνει από τη Σάμο.

Αποτέλεσμα της πολιτικής του Πολυκράτη ήταν να γίνει η Σάμος σε διάστημα δέκα ετών η πρώτη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι προϊόντα της Σαμιακής βιοτεχνίας, με πιο χαρακτηριστικά τα ειδώλια, αποκαλύφτηκαν σε μεγάλες ποσότητες κατά την ανασκαφή των ιερών της Λίνδου και της Καμίρου στη Ρόδο, της Αμαθούντας στην Κύπρο και της Ναυκράτιδος στη Αίγυπτο. Από ορισμένους ιστορικούς μάλιστα υποστηρίχθηκε ότι οι πόλεις της Ρόδου ήταν υποτελείς του.

Ο Ηρόδοτος αναφέρθηκε με θαυμασμό στα οικοδομικά έργα που εκτελέστηκαν την περίοδο αυτή στη Σάμο, δηλαδή στο Ευπαλίνειο όρυγμα, στο μήκους δύο σταδίων μόλο του λιμανιού και στο δεύτερο Ηραίο. Δεν προσδιόρισε, όμως, αν οφειλόταν στον τύραννο η πρωτοβουλία για τα έργα αυτά. Στον Πολυκράτη, ωστόσο, απέδωσε την κατασκευή της τάφρου γύρω από τα τείχη της Σάμου, στην οποία εργάστηκαν Λέσβιοι αιχμάλωτοι πολέμου. Εξάλλου, λέγεται ότι ο Πολυκράτης συγκέντρωσε και κατέγραψε τα ομηρικά έπη. Στην αυλή του φιλοξενούνταν πολλοί ποιητές και μεταξύ τους ο Ίβυκος από το Ρήγιο της κάτω Ιταλίας και ο Ανακρέων από την Τεώ.

Εντούτοις, η εξουσία του έληξε βίαια. Ο Πολυκράτης επιδιώκοντας να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την Ιωνία και τα νησιά πήγε στις Σάρδεις, όπου δολοφονήθηκε. Ο γραμματέας και τοποτηρητής του Πολυκράτη Μαιάνδριος προσπάθησε να εγκαθιδρύσει καθεστώς ισονομίας. Αναγκάστηκε, όμως, να παραχωρήσει την εξουσία στον αδελφό του Πολυκράτη Συλοσώντα, ο οποίος αποβιβάστηκε στη Σάμο με τη συνοδεία Περσικής δύναμης.

Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου έλαβαν χώρα οι θεμελιώδεις αλλαγές που προσδιόρισαν την όψη του Ελληνικού πολιτισμού. H επανάκτηση της γραφής σε συνδυασμό με τις κοινωνικές εξελίξεις έδωσαν νέα ώθηση στα γράμματα. Tο έπος γνώρισε μια δεύτερη άνθιση, ενώ παράλληλα η συστηματοποίηση των ιδεών για τον κόσμο και τον άνθρωπο γέννησε την Ιωνική φιλοσοφία. Όμως η πρόσληψη του κόσμου μπορούσε πια να έχει και υποκειμενικό ή βιωματικό χαρακτήρα, γεγονός που αποτυπώθηκε στα ποικίλα και ολοζώντανα -ακόμα και για το σύγχρονο αναγνώστη- έργα της λυρικής ποίησης.

Οι επαφές με την Ανατολή εμπλούτισαν τη μορφοπλασία της Ελληνικής τέχνης, ενέπνευσαν πρωτότυπες συνθέσεις και απελευθέρωσαν τη φαντασία των Ελλήνων καλλιτεχνών και τεχνιτών. Η κεραμική και η μεταλλοτεχνία, ως χρηστικές κυρίως τέχνες, ήταν οι πρώτες που επωφελήθηκαν από τη γόνιμη ζύμωση με τα ανατολικά στοιχεία και γρήγορα ανέπτυξαν ένα πρωτοφανές σε έκταση και ποικιλία εικονογραφικό ρεπερτόριο. H γλυπτική επικεντρώθηκε στη μελέτη της ανθρώπινης μορφής, αντανακλώντας την τόσο καθοριστικής σημασίας μετατόπιση της Ελληνικής σκέψης από τη Θεοκεντρική στην ανθρωποκεντρική θέαση του κόσμου.

Πολλές τελετουργίες και λατρείες γεννήθηκαν ή αποκρυσταλλώθηκαν στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου. Οι θρησκευτικές πρακτικές συνδέονταν στενά με τις κοινωνικές εξελίξεις και ανάγκες, τις οποίες συχνά κωδικοποιούσαν ή ερμήνευαν. Μέσα από τις θυσίες, τους καθαρμούς, τα αφιερώματα, τις μυήσεις και τις γιορτές οι Έλληνες επιχείρησαν να εναρμονίσουν τον πρωτόγονο φόβο για το Θείο με την ορθολογική προσέγγιση και εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη εμπειρία. Η θέση αυτή, που δε μεταβλήθηκε ουσιαστικά μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού, είναι ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα του Αρχαϊκού Ελληνισμού και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί έναν από τους πόλους της εσωτερικής αντίφασης του δυτικού πολιτισμού.


ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Κατά την Αρχαϊκή περίοδο, παρατηρείται μεγάλη άνθηση της ποίησης και της φιλοσοφίας που μορφολογικά, μόλις άρχισε να αποσπάται από το ποιητικό πρότυπο εκφοράς του λόγου. Οι μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτειακές μεταβολές σε συνδυασμό με την ευρεία διάδοση της γραφής, την ποικιλία των ερεθισμάτων και την πειραματική διάθεση που διέπει ολόκληρο τον Αρχαϊκό κόσμο, αποτέλεσαν τους σπουδαιότερους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την άνθηση.

Το έπος, αν και δεν μπορεί πια να δημιουργήσει έργα εφάμιλλα των επιτευγμάτων του Ομήρου, εκπροσωπήθηκε επάξια από τον Ησίοδο. Ωστόσο, το είδος που αναπτύχθηκε γοργά και με μεγάλη ποικιλομορφία ήταν η λυρική ποίηση, η οποία ανταποκρινόταν καλύτερα στα νέα δεδομένα. Προς το τέλος της περιόδου διαμορφώθηκε ένα ακόμη καινούργιο είδος, η δραματική ποίηση, η οποία έφτασε στο απόγειό της τους Κλασικούς Χρόνους.

Επική Ποίηση

Τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου είναι βέβαια τα μόνα που διασώθηκαν από τα Πρώιμα χρόνια της Ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά όλα δείχνουν πως δεν ήταν τα μόνα που υπήρχαν. Η σύνθεσή τους βασίζεται σε λογότυπους που ακολουθούν τη ραψωδική παράδοση. Στοιχεία γι' αυτή την παράδοση μας δίνουν τα ίδια τα έργα: στην Οδύσσεια αναφέρονται οι απαγγελίες του Φήμιου και του Δημόδοκου, ενώ η συμμετοχή του Ησιόδου σε ποιητικό διαγωνισμό προϋποθέτει μία σημαντική ποιητική δραστηριότητα.

Προφανώς πολλές από τις μυθολογικές παραδόσεις είχαν μορφοποιηθεί στις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου σε έναν κύκλο, ο οποίος ξεκινούσε με τη δημιουργία του κόσμου, συνέχιζε με τη μάχη των Τιτάνων και κατέληγε στους Θηβαϊκούς μύθους και στα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Τα έπη αυτά ονομάζονταν Κύκλια και πιθανόν στην αρχή στον όρο αυτό να συμπεριλαμβάνονταν και τα Ομηρικά. Μετά τον Αριστοτέλη πάντως η διάκριση ήταν σαφής, και μάλιστα κατά την ύστερη αρχαιότητα τα Κύκλια έπη θεωρούνταν υποδεέστερα, συμβατικά και χωρίς ενδιαφέρον. Πληροφορίες για τον αριθμό και το περιεχόμενό τους αντλούμε κυρίως από τον Πρόκλο, ένα συγγραφέα του 5ου αιώνα μ.Χ.

Σύμφωνα με αυτόν ο Τρωικός κύκλος περιελάμβανε τα ακόλουθα έπη: τα Κύπρια που εξιστορούσαν τα γεγονότα από την κρίση του Πάρη ως την άφιξη των Αχαιών στην Τροία, την Ιλιάδα, την Αιθιοπίδα που παρουσίαζε τα κατορθώματα του Αίαντα, τη Μικρή Ιλιάδα, την Ιλίου Πέρσιν που αφηγούνταν την καταστροφή της Τροίας ως τη θυσία της Πολυξένης, τους Νόστους που είχαν για θέμα τους τις περιπέτειες των διάφορων αρχηγών στο ταξίδι της επιστροφής από την Τροία, την Οδύσσεια και την Τηλεγόνεια που έκλεινε τον κύκλο με τους απροσδόκητους γάμους του Τηλέγονου -γιου του Οδυσσέα- με την Πηνελόπη και του Τηλέμαχου με την Κίρκη.

Τα έπη αυτά βασίζονταν σε παλιούς μύθους, αλλά είναι βέβαιο ότι συντέθηκαν μετά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στη διάρκεια του 7ου ή του 6ου αιώνα π.Χ. Η σημασία τους για τη μεταγενέστερη Ελληνική λογοτεχνία υπήρξε τεράστια, αφού από αυτά εμπνεύστηκαν πολλές τραγωδίες. Ανάλογη υποθέτουμε ότι ήταν και η επίδρασή τους στη λυρική ποίηση και στις άλλες τέχνες. Μεταξύ των επών που ανήκαν σε άλλους κύκλους αναφέρονται η Οιδιπόδεια, η Θηβαΐδα και οι Επίγονοι από το Θηβαϊκό κύκλο, ενώ μία Τιτανομαχία και μία συρραφή ιστοριών με τίτλο Κορινθιακά αποδίδονται στον Εύμηλο τον Κορίνθιο, ο οποίος υπολογίζεται πως έζησε προς το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ.

Ένας διαφορετικός κύκλος ήταν αφιερωμένος στα κατορθώματα του Ηρακλή. Το παλιότερο έπος αυτού του κύκλου θεωρείται η Άλωση της Οιχαλίας, που κατά καιρούς αποδόθηκε στον Όμηρο ή τον Κρεώφυλο. Έπη για τον Ηρακλή συνέθεσαν επίσης ο Πείσανδρος ο Ρόδιος και ο Πανύασσης ο Αλικαρνασσέας (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.). Τέλος στον Όμηρο αποδιδόταν κατά την αρχαιότητα και ένα έπος - παρωδία, ο Μαργίτης, το οποίο συντάχθηκε προφανώς τον 7ο ή τον 6ο αιώνα π.Χ. Όσο για τη δημοφιλή -κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση- παρωδία της Ιλιάδας με τίτλο Βατραχομυομαχία, το πιθανότερο είναι πως ανήκει στην Ελληνιστική εποχή.

Α. Ησίοδος

Η χρονολόγηση του ποιητικού έργου του Ησιόδου δεν είναι σαφής, αλλά συνδέεται πάντοτε με ένα ιστορικό γεγονός. Γνωρίζουμε ότι ο ποιητής νίκησε στους επιτάφιους αγώνες του ήρωα Αμφιδάμαντα, ο οποίος σκοτώθηκε σε ναυμαχία κατά τη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου. Ο πόλεμος μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας πρέπει να διεξάχθηκε στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πατέρας του Ησιόδου εγκατέλειψε την Κύμη της Αιολίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας, στις υπώρειες του Ελικώνα. Το γεγονός αυτό συνέβη μάλλον γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και από όσα γράφει ο Ησίοδος συμπεραίνουμε ότι η οικογένειά του μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη.

Δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα σημαντικές πληροφορίες για τον ίδιο, όπως αν ήταν εγγράμματος ή όχι. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι συνέταξε τα έργα του επηρεασμένος από την Ιωνική προφορική παράδοση των εξαμέτρων, μέσα στην οποία γεννήθηκαν και τα Ομηρικά Έπη. Επίσης, είναι σίγουρο ότι η χρήση της γραφής στη διατήρηση του έργου του έπαιξε σημαντικότερο ρόλο από ότι στην περίπτωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Από τα έργα του Ησιόδου σώζονται τρία ακέραια και αρκετά αποσπάσματα άλλων, έτσι όπως τα αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Είναι όλα γραμμένα σε δακτυλικούς εξάμετρους και χαρακτηρίζονται από τις συμβατικότητες της γλώσσας και της τεχνικής της επικής ποίησης.

Το παλαιότερο είναι προφανώς η Θεογονία, στην οποία ο ποιητής αφηγείται τη δημιουργία του κόσμου, τη διαδοχή των Θεοτήτων και τις μεταξύ τους συγγενικές σχέσεις. Περιλαμβάνονται γύρω στις τριακόσιες Θεότητες με το γενεαλογικό τους δέντρο. Όλες αυτές προέρχονται από τις αρχικές οντότητες: τη Νύχτα, τη Θάλασσα και την ένωση της Γης με τον Ουρανό. Δεν αναφέρεται, ωστόσο, καμιά αιτιοκρατική εκδοχή για τη δημιουργία του κόσμου. Η σημαντικότερη γενιά ήταν εκείνη της Γης και του Ουρανού, η οποία μέσω των Τιτάνων και του Κρόνου κατέληξε στο Δία. Σε ολόκληρο το ποίημα είναι εμφανής η πρόθεση να εξηγηθεί ο κόσμος και τα φυσικά φαινόμενα.



Οι Ολύμπιοι θεοί εμφανίζονται πάντα με ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά, τα οποία -σύμφωνα με πολλές αναφορές- αποδίδονταν σε παλαιότερες Θεότητες. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις του Ησιόδου περικλείουν μιαν ασάφεια σχετικά με τις δυνάμεις που εξουσιάζουν τον κόσμο, η οποία θα συνεχιστεί και μέχρι τα κλασικά χρόνια. Έτσι στους Ολύμπιους καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν η Μητέρα γη, οι ποτάμιοι θεοί και οι νύμφες των πηγών και των δασών. Ο Ησίοδος και ο Όμηρος θεωρούνταν από τον Ηρόδοτο οι ιδρυτές της Ελληνικής θεολογικής σκέψης.

Αν και δεν υπάρχει απόλυτη συνέπεια μεταξύ των μύθων που παραδίδει ο καθένας από τους δύο αυτούς ποιητές, εύκολα διακρίνουμε ότι πραγματεύονται το ίδιο πρωτογενές υλικό. Εξάλλου σημαντικές συγγένειες έχουν διαπιστωθεί ανάμεσα στη Θεογονία και σε ορισμένα Χεττιτικά, Βαβυλωνιακά και Ινδικά μυθολογικά κείμενα, ιδιαίτερα στο μύθο της διαδοχής Ουρανού - Κρόνου - Δία, στο μύθο του αγώνα του Δία με τον Τυφωέα και σε εκείνον του Φαέθοντα. Το δεύτερο έργο του Ησιόδου, Έργα και Ημέραι, είναι ένας ύμνος στην εξουσία και τη δικαιοσύνη του Δία. Με αφορμή κάποιους μύθους ο ποιητής παρεμβάλλει συχνά συμβουλές και παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα προς τον αδερφό του Πέρση.

Πρόκειται για το πρώτο κείμενο της Ελληνικής γραμματείας με σαφείς αναφορές σε μία ηθική τάξη. Οι έννοιες που απασχολούν τον ποιητή είναι η Ελπίδα, η Δικαιοσύνη και η αντίθετή της, η Ύβρις. Μέσα από τις περιγραφές της καθημερινής ζωής σε ένα μικρό χωριό της Βοιωτίας, ο Ησίοδος μας παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες για τη γεωργία και τη ζωή των αγροτών της εποχής του. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μύθος για τις "Μεταλλικές Εποχές" του ανθρώπινου γένους, ο οποίος δε φαίνεται να έχει ανατολικά παράλληλα, εκτός ίσως από κάποια μακρινή συγγένεια με την αιγυπτιακή θεολογία.

Στα Έργα και Ημέραι διαφαίνονται τέλος η πλούσια φαντασία και η αναπτυγμένη ατομική συνείδηση του ποιητή μέσα από την ενέργεια και τη ζωντάνια των στίχων του, από το σοβαρό ή ειρωνικό -πάντα όμως αυθεντικό του τόνο- καθώς και από την απουσία συναισθηματικότητας που διαχωρίζει το ύφος του από εκείνο του Ομήρου. Το τρίτο έργο που κατά καιρούς έχει αποδοθεί στον Ησίοδο είναι η Ασπίδα του Ηρακλή. Πρόκειται όμως για έργο νόθο, που δημιουργήθηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 6ο αιώνα π.Χ. σε μία ανεπιτυχή προσπάθεια μίμησης του ύφους του. Είναι μία άτονη και περίπλοκη αφήγηση της μάχης του Ηρακλή με τον Κύκνο, στην οποία περιγράφεται η ασπίδα του Θηβαίου ήρωα, με πρότυπό της την ομηρική περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα.

Λυρική Ποίηση

Η λυρική ποίηση είναι μία από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες του αρχαίου Ελληνικού ποιητικού λόγου, ενώ τις άλλες δύο αποτελούν το έπος και το δράμα. Ως είδος φαίνεται ότι προϋπήρξε του έπους, αλλά, όταν μιλάμε για λυρική ποίηση στην αρχαία Ελληνική γραμματεία, εννοούμε συνήθως το μελοποιημένο ποιητικό λόγο που αναπτύχθηκε μεταξύ του 7ου και του 5ου αιώνα π.Χ. Η ποίηση αυτή προέκυψε από τις βαθειές κοινωνικές μεταβολές και, σε αντίθεση με το έπος που εξέφραζε την πολεμική αριστοκρατία της εποχής των ανακτόρων και των βασιλέων.

Συνδέθηκε με την ανάπτυξη της τυραννίδας, την ανακατανομή του πλούτου, τη συμμετοχή μεγαλύτερων μερίδων του πληθυσμού στην άσκηση της εξουσίας και την ανάπτυξη νέων ισχυρών ομάδων: των γαιοκτημόνων, των εμπόρων και των τεχνιτών. Οι αλλαγές αυτές αντανακλώνται στην ποίηση της εποχής. Η υμνολογία των βασιλιάδων περνάει σταδιακά στην περιοχή του μύθου και με την εμφάνιση νέων κέντρων εξουσίας πλάθονται καινούργιες παραδόσεις. Προβάλλεται η ιδιαιτερότητα του ατόμου και γεγονότα καθημερινά όπως οι χαρές, οι λύπες και οι έγνοιες των κοινών ανθρώπων, μετατρέπονται σε αξιοπαρατήρητα φαινόμενα.

Οι ηθικές αξίες όπως η δικαιοσύνη, η ισονομία και η σύνεση γίνονται αντικείμενο ποιητικής διαπραγμάτευσης και χρησιμοποιούνται ως επιχειρηματολογία πολιτικής προπαγάνδας. Μελωδίες και ρυθμοί περισσότερο σύνθετοι επενδύουν την ποίηση, και παράλληλα πληθαίνουν οι επώνυμοι δημιουργοί της. Οι προσπάθειες για την ταξινόμηση της λυρικής ποίησης ξεκινούν από την εποχή του Πλάτωνα και τα συνηθέστερα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν είναι ο αριθμός των εκτελεστών, το είδος της μουσικής συνοδείας, το ποιητικό μέτρο και η θεματολογία.

Η ελεγεία, ο ίαμβος και το μέλος διακρίνονται μεταξύ τους ως προς το μέτρο, αλλά και ως προς το περιεχόμενο και το ύφος. Τέλος, με κριτήριο τον αριθμό των εκτελεστών έχουμε τη διάκριση της λυρικής ποίησης σε μονωδία και σε χορικό άσμα.

Α. Ελεγεία και Ίαμβος

Η διάκριση ανάμεσα στα διάφορα ποιητικά είδη είναι πολλές φορές πιο ξεκάθαρη μουσικά παρά μετρικά. Η ελεγεία συνοδευόταν συνήθως από τον αυλό και ήταν το μόνο είδος που απαιτούσε δύο εκτελεστές. Αντίθετα, επειδή το έπος ψαλλόταν με τη συνοδεία βαθύφωνης κιθάρας και η μονωδία με τη συνοδεία λύρας ή βαρβίτου, μπορούσαν να παρουσιαστούν από ένα μόνο εκτελεστή. Αν και η λέξη ελεγεία προέρχεται από το έλεγος, ένα θρηνητικό άσμα, το ελεγειακό μέτρο χρησιμοποιήθηκε και για ποίηση εντελώς διαφορετικού περιεχομένου. Ο ίαμβος ήταν αρχικά ποίηση συνδεδεμένη με το Διόνυσο, και ως λέξη έχει ίσως "Προελληνική" προέλευση.

Το μέτρο που χρησιμοποιείται είναι συνήθως ιαμβικό τρίμετρο ή τροχαϊκό τετράμετρο και αυτό είναι αρκετό, για να χαρακτηριστεί ένα ποίημα ίαμβος. Το περιεχόμενό του όμως είναι ποικίλο και στην Ιωνική εκδοχή του είναι συχνά μία αναφορά σε πρώτο πρόσωπο. Ο Αρχίλοχος από την Πάρο ήταν αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος από τους λυρικούς ποιητές και η υστεροφημία του ήταν μεγάλη. Κατείχε ξεχωριστή θέση στην παιδεία των κλασικών χρόνων, πλάι στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Έζησε μία πολυτάραχη και κακόφημη ζωή, υπήρξε πιθανόν μισθοφόρος και σκοτώθηκε σε μάχη από κάποιο Νάξιο, τον Καλώνδα.

Η ζωή του συνδέθηκε με χρονολογημένα ιστορικά γεγονότα, τη βασιλεία του Γύγη (687 - 6852 π.Χ.), την καταστροφή της Μαγνησίας από τους Κιμμέριους (652 π.Χ.) και την ολική έκλειψη ηλίου του 648 π.Χ., και έτσι είμαστε σε θέση να χρονολογήσουμε με σχετική ακρίβεια το έργο του. Μολονότι βασίστηκε πολύ στο έπος, εισήγαγε κάποιους λεκτικούς νεοτερισμούς και χρησιμοποίησε διάφορα μέτρα, γεγονός που μαρτυρά την ύπαρξη πριν από αυτόν μίας αναπτυσσόμενης ποιητικής παράδοσης. Ο Αρχίλοχος χρησιμοποίησε συχνά το πρώτο πρόσωπο και αυτό οδήγησε ορισμένους μελετητές να θεωρήσουν την ποίησή του αυτοβιογραφική.


Προφανώς όμως ο Αρχίλοχος υποδυόταν ρόλους, μεταξύ των οποίων εκείνον του επαγγελματία στρατιώτη και του εραστή, φαινόμενο που θεωρείται σύνηθες στο λαϊκό πολιτισμό και την προφορική παράδοση. Σύγχρονος του Αρχίλοχου ήταν ο Καλλίνος από την Έφεσο. Σώζονται μόνο μικρά αποσπάσματα από το έργο του και τα πιο ενδιαφέροντα είναι στρατιωτικά άσματα. Το υλικό της παράδοσης, όπως οι παρομοιώσεις δανεισμένες από το έργο του Ομήρου, αποκτούν στην ποίηση του Καλλίνου μία πρωτόγνωρη ζωντάνια και μία συναισθηματική αμεσότητα. Την ίδια εποχή έζησε και ο Τυρταίος στη Λακωνία.

Τα σωζόμενα έργα του είναι όλα σε ελεγειακή μορφή και εμπνέονται από τα γεγονότα του Μεσσηνιακού πολέμου, τα οποία σημάδεψαν τη γενιά του. Εξυμνεί σε αυτά τη στρατιωτική αρετή και τις αξίες που χαρακτηρίζουν τη Σπαρτιατική κοινωνία όπως την ευθύνη, την πειθαρχία και την αφοσίωση. Μία γενιά νεότερος ήταν ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα (τέλη 7ου αιώνα π.Χ.). Αναφέρεται κυρίως ως ερωτικός ποιητής, αλλά στα αποσπάσματα που διασώθηκαν από το έργο του συναντάμε, επίσης, μία ενδιαφέρουσα εκδοχή της Αργοναυτικής εκστρατείας, καθώς και την παλαιότερη μαρτυρία για την Ιωνική μετανάστευση και τον αποικισμό της Κολοφώνας από την Πύλο.

Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ξεχώρισε ο Θέογνης, για τον οποίο ο Πλάτωνας παραδίδει πως ήταν πολίτης των Μεγάρων της Σικελίας. Το εξαιρετικό με το έργο του Θέογνη είναι ότι σώθηκε διαμέσου των αιώνων όχι ως αποσπάσματα αλλά ως ένα ενιαίο σώμα, στο οποίο έχουν παρεισφρήσει αρκετά ξένα στοιχεία. Η γλώσσα του Θέογνη φανερώνει την προσαρμογή της σε ένα νέο κόσμο, όπου τα ομηρικά πρότυπα της φθίνουσας αριστοκρατίας δεν είναι πια αναγνωρίσιμα. Οι χαρές της ζωής έχουν στο έργο του ιδιαίτερο βάρος και οι αξίες που εξυμνεί είναι η ομορφιά, η νεότητα, η ανδρική συντροφικότητα, η φήμη και οι απολαύσεις των συμποσίων.

Μεταξύ εκείνων που συνέθεσαν ελεγείες και ιάμβους στην αρχαϊκή περίοδο, ξεχωρίζουν ακόμα ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Σιμωνίδης ο Αμοργίνος και ο Ιππώναξ από την Έφεσο. Ο Σιμωνίδης ήταν γνωστός στην αρχαιότητα για τα σκωπτικά ποιήματά του, αλλά αρκετά συχνά συγχεόταν με τον ομώνυμο, νεότερό του όμως, Σιμωνίδη τον Κείο.

Β. Χορική Ποίηση

Από τον 7ο αιώνα και μέχρι το τέλος της κλασικής περιόδου, το χορικό λυρικό άσμα ήταν ένα σημαντικό λογοτεχνικό είδος, συνδεδεμένο με θρησκευτικές γιορτές, δημόσιες τελετές και σπουδαία γεγονότα από τη ζωή των ανθρώπων. Εξέφραζε τις ηθικές και πολιτισμικές αξίες της κοινότητας, και γι' αυτό είχε χαρακτήρα περισσότερο δημόσιο παρά ατομικό. Οι πρώτες μορφές του παρουσιάζονται ήδη στον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει τραγούδια γάμου (υμέναιοι), χορευτικά, θρηνητικά και τιμητικά για τους θεούς (παιάνες).

Άλλες μορφές της χορικής λυρικής ποίησης ήταν ο ύμνος και ο διθύραμβος (τιμητικός γενικά για τους άλλους Θεούς ο πρώτος, και ειδικά για το Διόνυσο ο δεύτερος), το παρθένειο, το προσώδειο, το εγκώμιο (τιμητικό για ανθρώπους) και το σκόλιο (τραγούδι συμποσίου). Χορικά άσματα εκτελούνταν με την ευκαιρία τοπικών θρησκευτικών εορτών, όπως τα Κάρνεια, τα Υακίνθια, τα Αδράστεια, τα Ιολάια και τα Αδώνια. Επίσης, ιδιαίτερη θέση είχαν στα Oλύμπια και τα Πύθια, γιορτές με πανελλήνιο χαρακτήρα, που επέδρασαν και στη διαμόρφωση της γλώσσας που χρησιμοποιούνταν (λογοτεχνική δωρική με δάνεια από την επική ιωνική και με λίγα αιολικά στοιχεία). Ο χορός που ερμήνευε, και συχνά χόρευε, αυτά τα τραγούδια μπορούσε να έχει από επτά ως πενήντα μέλη.

Ο ποιητής, που εκτός από τους στίχους συνέθετε και τη μουσική, διηύθηνε και το χορό. Για τους πρώτους λυρικούς ποιητές, Τέρπανδρο και Αρίωνα από τη Λέσβο, λίγα πράγματα είναι γνωστά και τα σωζόμενα αποσπάσματα που τους αποδίδονται είναι αμφισβητούμενης γνησιότητας. Περισσότερα γνωρίζουμε για τον Αλκμάνα από τη Λακωνία, που έζησε μάλλον προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Ήταν φημισμένος για την ερωτική του ποίηση, συχνά διανθισμένη με παιγνιώδη χάρη και τολμηρές, πρωτότυπες εκφράσεις. Φημισμένο είναι ένα παρθένειό του, το ονομαζόμενο "του Λούβρου", από τον τόπο όπου φυλάσσεται ο πάπυρος, στο οποίο εναλλάσσει εικόνες του φυσικού κόσμου με περιγραφές κοριτσιών.

Φαίνεται, επίσης, πως επεξεργάστηκε γνωστούς Κοσμογονικούς και Ομηρικούς μύθους. Διαθέτει τέλος μία οξεία αίσθηση των λεπτομερειών, τις οποίες χρησιμοποιεί, και όταν ακόμα αποδίδει πεζά θέματα, όπως η τροφή. Ένας άλλος σημαντικός χορικός ποιητής ήταν ο Στησίχορος από την Ιμέρα της Σικελίας. Έζησε στα τέλη του 7ου και στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. και το έργο του θαυμαζόταν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Σώζονται αρκετά αποσπάσματα από τους Νόστους, την Παλινωδία για την Ελένη, την Ορέστεια, τους Συοθήρες, τη Γηρυονηίδα, την Ιλίου Πέρσιν και την Εριφύλη.

Η Παλινωδία είναι ίσως το πιο φημισμένο έργο του, αφού σύμφωνα με το θρύλο, ο κακός χαρακτήρας που απέδωσε στην Ελένη στην Ιλίου Πέρσιν εξόργισε την Αφροδίτη, που τον τιμώρησε τυφλώνοντάς τον. Με την Παλινωδία υποτίθεται πως ο ποιητής αναίρεσε όσα είχε πει και διηγήθηκε την ιστορία του ειδώλου που πήγε στην Τροία, ενώ η πραγματική Ελένη βρισκόταν στην Αίγυπτο. Οι σύγχρονες μελέτες τείνουν να ερμηνεύσουν τις δύο αυτές εκδοχές, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αρνητική άποψη για την Ελένη ήταν διαδεδομένη στους Αιολείς, στους Δωριείς όμως η Ελένη ήταν πρόσωπο στο οποίο απέδιδαν τιμές και λατρεία.

Γ. Μονωδία

Η μονωδία είναι ένα είδος λυρικής ποίησης που αναπτύχθηκε στα νησιά του Αιγαίου, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Διαφέρει από τα άλλα είδη στα ανάμικτα μέτρα που χρησιμοποιεί, στη χρήση τοπικών διαλέκτων, στη θεματολογία και στον τρόπο εκτέλεσης. Οι ποιητές συνέθεταν στίχους και μουσική, που την ερμήνευαν οι ίδιοι παίζοντας λύρα. Απευθύνονταν μάλλον σε κλειστούς κύκλους φίλων και θαυμαστών και σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο στην αυλή του προστάτη τους. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι του είδους αυτού ήταν η Σαπφώ και ο Αλκαίος από τη Λέσβο, ο Ίβυκος από το Ρήγιο και ο Ανακρέων από την Τέω της Ιωνίας. Οι δύο τελευταίοι έζησαν για αρκετό καιρό στην αυλή του Πολυκράτη της Σάμου.


Η Σαπφώ και ο Αλκαίος έγραφαν σε Αιολική διάλεκτο, ενώ ο Ανακρέων και ο Ίβυκος σε Ιωνική. Η Σαπφώ έζησε στα τέλη του 7ου και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. μία πολυκύμαντη ζωή, που την έφερε εξόριστη για κάποιο διάστημα στη Σικελία μαζί με την οικογένειά της, η οποία προφανώς μετείχε, επίσης, ενεργά στην πολιτική ζωή του νησιού. Η ίδια δίδασκε μουσική στα νεαρά κορίτσια των καλών οικογενειών της Λέσβου και της Ιωνίας. Το κύριο θέμα των ποιημάτων της ήταν ο έρωτας. Με μοναδική λεπτότητα και ευγένεια απέδωσε έντονα ομοφυλοφιλικά αλλά και ετεροφυλικά συναισθήματα. Δημιούργησε συχνά εικόνες ονειρικής ομορφιάς, που αποπνέουν ερωτισμό και καλούν σε συμμετοχή όλες τις αισθήσεις.

Τα Επιθαλάμιά της ήταν έργα που προορίζονταν για το ευρύτερο κοινό. Μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια θεωρούνταν πολύ επιτυχημένη δημιουργός ερωτικών ποιημάτων. Για το ύφος του Αλκαίου οι αρχαίοι έλεγαν ότι έμοιαζε με πολιτική ρητορεία. Αναμφισβήτητα, εμπνεόταν από την ταραγμένη κοινωνική και πολιτική σκηνή της Λέσβου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και εξορίστηκε τρεις φορές, ώσπου τον συγχώρεσε ο Πιττακός, παρ' όλο που στα ποιήματά του καταφερόταν εναντίον και εκείνου. Εκτός από τα πολιτικά ασχολείται και με ερωτικά, συμποτικά και θρησκευτικά θέματα. Ο Ίβυκος έγραφε σε ένα πλούσιο κι αισθαντικό ύφος και εξυμνούσε τη νεανική ανδρική ομορφιά.

Όπως η Σαπφώ για τα κορίτσια που αγάπησε, έτσι κι ο Ίβυκος εξέφρασε τον έρωτά του με στίχους υμνητικούς για τον Ευρύαλο. Τέλος ο Ανακρέων, αφού συμμετείχε στον αποικισμό των Αβδήρων, έζησε στην αυλή του Πολυκράτη στη Σάμο, υπό την προστασία του Ιππάρχου στην Αθήνα και πιθανόν στην αυλή του Εχεκρατίδα στη Θεσσαλία. Τα περισσότερα από τα ποιήματά του αναφέρονται στον έρωτα και το κρασί. Χωρίς να συναγωνίζονται σε χάρη εκείνα του Ιβύκου, έχουν μία αμεσότητα και μία παιγνιώδη διάθεση, που τα έκαναν δημοφιλή για αρκετούς αιώνες μετά το θάνατό του.

Γέννηση του Δράματος

Η αρχή του δράματος συνδέθηκε από τους υποστηρικτές μίας εθνολογικής θεώρησης με τελετές βλάστησης και γονιμότητας, από τις οποίες φαίνεται να προήλθαν κάποια μεμονωμένα στοιχεία όπως η χρήση των μασκών. Το στοιχείο της Θεοληψίας όμως, κατά την οποία ο μιμούμενος τις Θεϊκές οντότητες αισθάνεται να καταλαμβάνεται από αυτές, προϋπήρχε σε πολλούς πολιτισμούς και δεν αποτελεί τεκμήριο για την προέλευση της τραγωδίας από κάποιου είδους θρησκευτικό δράμα. Ωστόσο, είναι ευκολότερο να εντοπίσουμε ορισμένες εκλεκτές συγγένειες της τραγωδίας με άλλα προϋπάρχοντα λογοτεχνικά είδη.

Οι υποθέσεις των τραγωδιών είναι κυρίως μυθολογικές, πρόκειται δηλαδή για τα θέματα που έχει πραγματευτεί η επική ποίηση και που από το Στησίχορο και μετά αποτελούσαν τον πυρήνα της αφηγηματικής χορικής λυρικής ποίησης. Τα χορικά των τραγωδιών φέρουν εμφανή τα ίχνη της ποίησης αυτής τόσο στη διάλεκτο που χρησιμοποιούν, και η οποία περιέχει πολλά Δωρικά στοιχεία, όσο και στο μέτρο. Προφανώς η επιρροή της Πελοποννήσου, όπου επιβίωνε μία ισχυρή χορική λυρική παράδοση, ήταν καθοριστική. Τα διαλογικά μέρη που εκφέρονταν σε ιαμβικούς τρίμετρους συγγενεύουν με την ιωνική παράδοση και τον Αρχίλοχο, αλλά μάλλον οφείλουν περισσότερα στο Σόλωνα.

Ο τελευταίος καλλιέργησε και ανάπτυξε τους ιαμβικούς τρίμετρους ως φορείς μίας πολιτικής ρητορικής. Ο Αριστοτέλης, χωρίς να αναφέρει τις πηγές που χρησιμοποίησε, πίστευε ότι η τραγωδία γεννήθηκε από το Διονυσιακό διθύραμβο. Αν και δεν ξέρουμε πολλά για το διθύραμβο, φαίνεται ότι υπήρχε ένας κορυφαίος, που τραγουδούσε τα κυρίως μέρη και ο χορός, που επαναλάμβανε τις επωδούς. Σύμφωνα μάλιστα με μία παράδοση, που επιβίωσε ως τα Ρωμαϊκά χρόνια, η μετάβαση από το διθύραμβο στο δράμα ήταν επίτευγμα του Θέσπη από το δήμο Ικαρίας της Αττικής. Μολονότι έχουν προταθεί πολλές εκδοχές, φαίνεται αρκετά πιθανόν να ήταν αυτός ο πρώτος που υποδύθηκε ένα ρόλο και απευθύνθηκε στο χορό.

Δηλαδή δεν τραγουδούσε πια αλλά παρίστανε την αφήγηση. Οι συμβατικές χρονολογίες που παραδίδονται για αυτή την καινοτομία του Θέσπη είναι τα Μεγάλα Διονύσια ανάμεσα στο 536 / 535 - 533 / 532 π.Χ. Σύντομα την απλή παρουσίαση των τραγωδιών διαδέχτηκαν αγώνες δραματικοί με την υποστήριξη του Πεισιστράτου. Η στάση αυτή του τυράννου έχει ερμηνευθεί ως μία προσπάθειά του να ενισχυθεί η Διονυσιακή λατρεία και να αποδυναμωθούν άλλες παλαιότερες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αριστοκρατών. Υπήρχαν όμως και άλλες περιοχές που διεκδικούσαν τη γέννηση της τραγωδίας, κυρίως από τη δωρική βόρεια Πελοπόννησο.

Στην Κόρινθο, την εποχή του Περίανδρου, ο Αρίωνας συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη του διθύραμβου από ποιητικό αυτοσχέδιο σε ένα εξεζητημένο λογοτεχνικό άσμα. Στη Σικυώνα ο τύραννος Κλεισθένης, προκειμένου να εξαλείψει τη λατρεία του Αργείου ήρωα Αδράστου, τον οποίο τιμούσαν με τραγικούς χορούς, συνέδεσε τους χορούς αυτούς με το Διόνυσο. Τέλος, λέγεται ότι σατυρικά δράματα παραστάθηκαν για πρώτη φορά στο Φλειούντα από τον Πρατίνα, ο οποίος εγκαταστάθηκε αργότερα στην Αθήνα, και μάλιστα συμμετείχε σε δραματικό αγώνα με τον Αισχύλο ανάμεσα στο 499 - 496 π.Χ.

Α. Πρώιμη Τραγωδία

Στους δραματικούς αγώνες του 499 / 496 π.Χ. εκτός από τον Πρατίνα και τον Αισχύλο συμμετείχε και ένας άλλος Αθηναίος δραματικός ποιητής, ο Χοιρίλος. Σύμφωνα με τους αρχαίους λεξικογράφους ο Χοιρίλος πρωτοεμφανίστηκε στα Μεγάλα Διονύσια των ετών 523 / 520 π.Χ. και απέσπασε συνολικά δεκατρείς νίκες. Ο αριθμός των τραγωδιών που του αποδίδονται είναι εξαιρετικά μεγάλος (160), αλλά το μόνο που έχε διασωθεί από αυτές είναι ένας τίτλος. Πρόκειται για την Αλόπη, που διαπραγματευόταν έναν αττικό μύθο για τη μητέρα του Ιπποθόωντα, επώνυμου ήρωα μίας από τις αττικές φυλές. Λίγα περισσότερα στοιχεία γνωρίζουμε για το Φρύνιχο, γιο του Πολυφράσμονα.

Η πρώτη δραματική του νίκη τοποθετείται στα Μεγάλα Διονύσια των ετών 511 / 508 π.Χ. και έχει σωθεί τμηματικά ένας αλφαβητικός κατάλογος των έργων του. Φαίνεται πως είχε συνθέσει τραγωδίες μεταξύ των οποίων τους Αιγύπτιους και τις Δαναΐδες με θέματα από τον ίδιο μύθο με τις Ικέτιδες του Αισχύλου. Συνέθεσε ακόμα τραγωδίες πάνω στα γνωστά μυθολογικά θέματα του Ακταίωνα, του Μελέαγρου και της Άλκηστης. Η πιο γνωστή όμως αναφορά στο Φρύνιχο οφείλεται στον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο οι Αθηναίοι επέβαλαν πρόστιμο 1000 δραχμών στον ποιητή και του απαγόρευσαν την επανάληψη της παράστασης του έργου του Μιλήτου άλωσις, γιατί τους θύμιζε την ταπείνωση από την υποδούλωση της συγγενικής τους πόλης.


Η απαγόρευση αυτή πρέπει να συνέβη το 493 / 492 π.Χ., επί άρχοντος Θεμιστοκλή. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής αργότερα ήταν ο χορηγός σε μία άλλη τραγωδία του Φρύνιχου, πιθανόν τις Φοίνισσες,που αναφέρονταν στη μεγάλη νίκη της Σαλαμίνας. Ο Πρατίνας ο Φλειάσιος συνέβαλε αποφασιστικά στην αναμόρφωση του σατυρικού δράματος και ορισμένοι μελετητές τοποθετούν την εγκατάστασή του στην Αθήνα γύρω στο 515 π.Χ., περίοδο κατά την οποία αυξήθηκαν σημαντικά στην Αθηναϊκή κεραμική οι παραστάσεις που απηχούν σατυρικά δράματα.

Το 467 π.Χ. ο γιος του Πρατίνα, ο Αριστίας, κατέλαβε τη δεύτερη θέση στο δραματικό αγώνα που συμμετείχε με τις τραγωδίες του πατέρα του Περσεύς, Τάνταλος και με το σατυρικό δράμα Παλαισταί. Στη μεγαλοφυΐα του Αισχύλου οφείλουμε την προσθήκη του δεύτερου υποκριτή, η οποία συντέλεσε στην ανάπτυξη της πλοκής των τραγωδιών και στην κορύφωση της δραματικής έντασης. Οι Πέρσες του Αισχύλου με χορηγό τον Περικλή ανέβηκαν το 472 π.Χ. Η τραγωδία αυτή μαζί με τα δύο έργα του Φρύνιχου φανερώνουν ένα πρώιμο ενδιαφέρον για σύγχρονα πολιτικά και ιστορικά θέματα και προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί πολιτικοί άνδρες συνδέονται με τις επιλογές αυτές.

Πρώιμη Φιλοσοφία

Στην Ιωνία του 6ου αιώνα π.Χ. συνδυάστηκαν για πρώτη φορά οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εκείνες συνθήκες που επέτρεψαν τη γέννηση της φιλοσοφίας. Μητρόπολη πολυάριθμων αποικιών η Μίλητος, δέχτηκε ποικίλα και πρωτοφανή ερεθίσματα, που οδήγησαν σε μία νέα θεώρηση του κόσμου και των προβλημάτων που σχετίζονται με αυτόν. Πολίτες της Μιλήτου ήταν και οι τρεις πρώτοι φιλόσοφοι, οι επονομαζόμενοι φυσικοί, ακριβώς γιατί το αντικείμενο της φιλοσοφίας τους ήταν ο φυσικός κόσμος.

Ο Θαλής (624 - 547 π.Χ.), ο Αναξίμανδρος (610 - 546 π.Χ.) και ο Αναξιμένης (585 - 525 π.Χ.) αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη μυθολογική και θρησκευτική ερμηνεία του κόσμου και επιχείρησαν να εξηγήσουν την προέλευσή του με υλιστικό τρόπο, με βάση δηλαδή μία πρωταρχική ουσία, η κίνηση και οι μεταβολές της οποίας δημιουργούν όλα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα. Αν και στο οντολογικό ερώτημα της φιλοσοφίας οι τρεις αυτοί στοχαστές απαντούν με υλιστικά κριτήρια, δεν έθεσαν καθόλου το γνωσιολογικό ερώτημα, εφόσον θεωρούσαν αυτονόητη και αναμφισβήτητη τη δυνατότητα γνώσης του κόσμου.

Όλοι τους ασχολήθηκαν συστηματικά με επί μέρους επιστήμες, όπως τα μαθηματικά και την αστρονομία, και έθεσαν τις βάσεις των Ελληνικών θετικών επιστημών. Δε σώζεται τίποτα από το φιλοσοφικό τους έργο και ό,τι γνωρίζουμε γι' αυτό προέρχεται μόνο από αναφορές και κριτικές μεταγενέστερων φιλοσόφων. Ο Θαλής φαίνεται πως είχε εξοικειωθεί με τα επιτεύγματα των Αιγυπτίων και των Χαλδαίων, αλλά η φιλοσοφία του δεν αποσπάστηκε ποτέ εντελώς από τα πρακτικά προβλήματα της εποχής του. Θεωρούσε ως πρωταρχικό στοιχείο το νερό, στο οποίο επιπλέει ο κόσμος. Ως προς αυτό ακολουθεί μία παράδοση διατυπωμένη ήδη με μυθολογικό κέλυφος στον Όμηρο.

Αν πιστέψουμε τις πληροφορίες που μας δίνει για το Θαλή ένας ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., ίσως ήταν ο πρώτος που υποστήριξε την αθανασία της ψυχής, γεγονός που πρέπει να σχετίζεται με την παραμονή του στην Αίγυπτο. Αν και ελάχιστα πράγματα είναι δυνατόν να θεωρηθούν αληθινά από όσα αναφέρονται στο Θαλή, του αποδίδονται πολλές ειδικές ανακαλύψεις, όπως τα ηλιοστάσια και οι κύκλοι τους, οι πέντε ουράνιες ζώνες, η προέλευση του φωτός της σελήνης, ο κύκλος των πλημμυρών του Νείλου και άλλες. Ο Αναξίμανδρος θεωρήθηκε μαθητής του Θαλή και φαίνεται πως ταξίδεψε πολύ στη διάρκεια της ζωής του, καθώς και ότι πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Μηλισιακής αποικίας της Απολλωνίας στον Εύξεινο Πόντο.

Ως αρχή των πάντων θεώρησε το άπειρον που συνήθως ερμηνεύεται όχι ως υλικό μείγμα των πάντων αλλά ως ανεξάντλητη αρχική αιτία. Λέγεται ότι στα επιστημονικά του επιτεύγματα συμπεριλαμβανόταν ο πρώτος χάρτης και η σύλληψη του σφαιρικού μοντέλου για τους ουρανούς, στο οποίο η γη με τη μορφή κυλίνδρου κατείχε την κεντρική θέση. Καλλιέργησε την ορθολογική παρατηρητική σκέψη και, ανεξάρτητα από τα πραγματολογικά λάθη, βοήθησε στην ανάπτυξη των μαθηματικών και της αστρονομίας. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Πυθαγόρας. Από την άλλη οι δοξασίες του για την πύρινη φύση των άστρων και την επαλληλότητα των κόσμων προανήγγειλαν την Κοσμική Θεότητα του Ξενοφάνη.

Ο Αναξιμένης, μαθητής του Αναξίμανδρου, θεωρούσε ως αρχή του κόσμου τον αέρα. Η εναλλαγή των φυσικών μορφών και καταστάσεων οφειλόταν, σύμφωνα με τη θεωρία του, στη θέρμανση ή ψύξη και στη συμπύκνωση ή αραίωση του αέρα. Στο κοσμολογικό του σχήμα η γη ήταν επίπεδη και ρηχή, ενώ το στερέωμα ήταν ένα είδος διάφανης μεμβράνης, στο οποίο βρίσκονταν καρφωμένα τα άστρα. Τις υλιστικές αρχές αυτής της φυσικής φιλοσοφίας υπερασπίστηκε, ανάπτυξε και εμπλούτισε με στοιχεία διαλεκτικής ένας άλλος Ίωνας φιλόσοφος, ο Hράκλειτος.

Α. Ηράκλειτος

Από τους λεγόμενους Προσωκρατικούς φιλοσόφους ο Ηράκλειτος ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία αλλά και για την εμβέλεια της σκέψης του μέσα στους αιώνες. Γεννήθηκε γύρω στο 540 π.Χ. στην Έφεσο και ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Ανδροκλειδών. Συμμετείχε στις πολιτικές διαμάχες της πόλης του και εξέφρασε την περιφρόνησή του για το πλήθος, τόσο σε θέματα πολιτικής εξουσίας, όσο και σε θρησκευτικά ζητήματα. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο ο Ηράκλειτος κατέθεσε ένα αντίτυπο του βιβλίου του "Περί φύσεως" στο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος. Από εκεί προφανώς αντιγράφτηκε και διαδόθηκε νωρίς και φαίνεται πως ήταν ήδη γνωστό στον Παρμενίδη και το Δημόκριτο.

Ήταν γραμμένο σε Ιωνική διάλεκτο και σε ποιητική μορφή. Δυστυχώς, γνωρίζουμε μόνο αποσπάσματά του, και για κανένα από αυτά δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι κατά λέξη παράθεση, εφόσον η έννοια αυτή ήταν άγνωστη στους αρχαίους συγγραφείς. Για την Ηρακλείτεια σκέψη η αλήθεια -ή μάλλον οι αλήθειες- αποκαλύπτονται στο φιλόσοφο μόνο ύστερα από βασανιστική αναζήτηση και όλες τους δομούνται γύρω από την κεντρική ιδέα της ενότητας του κόσμου. Ο κόσμος για τον Ηράκλειτο είναι μοναδικός, αγέννητος και αιώνιος. Τα δύο στοιχεία που καθορίζουν την ύπαρξή του είναι η αέναη μεταβολή και η διαρκής διαμάχη και ενότητα των αντιθέτων.


Το φαινόμενο αυτό αποκαλεί εναντιοδρομία ή εναντιοτροπία. Η αρχή που διέπει ολόκληρο το σύμπαν είναι το αείζωον πυρ, δηλαδή η φωτιά που ρυθμίζει τα πάντα. Στο ζήτημα αυτό είναι προφανής η επιρροή των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, αλλά σε αντίθεση με αυτούς ο Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται το πυρ περισσότερο ως μία λογική αρχή, παρά ως γενεσιουργό αιτία του κόσμου. Ο κόσμος υφίσταται μέσα στη συνεχή μεταλλαγή του πυρός σε αέρα, υγρό, γη και αντίστροφα. Η πρώτη διαδικασία καλείται κάτω οδός και η δεύτερη άνω οδός. Ο Ηράκλειτος φαίνεται πως απέρριπτε και κάθε αντίληψη περί αθανασίας της ψυχής.

Κι αυτό γιατί θεωρούσε ότι η ψυχή ήταν αναθυμιάσεις του υγρού και του θερμού στοιχείου και ότι μετά το θάνατο του σώματος εκείνη γινόταν νερό και γη. Ολόκληρη η κοσμοαντίληψή του βασιζόταν στη θεώρηση ισόρροπων και αντίθετων ζευγών, η αντιθετική σύνδεση των οποίων γεννά την αρμονία. Κατά συνέπεια, ακόμα και η ύπαρξη των θεών και η αθανασία τους δε νοείται χωρίς ανθρώπους και θνητότητα. Το έργο του Ηράκλειτου ήδη στην κλασική περίοδο αποτελούσε μέρος της αγωγής των νέων μαζί με τα ομηρικά έπη. Το εύρος και η δυναμική του στοχασμού του καθώς και η πρωτοφανής εσωτερική συνοχή της θεωρίας του άγγιξε μεγάλους στοχαστές από διαφορετικούς χώρους.

Για όλους τους υλιστές φιλοσόφους οι απόψεις του για την αιωνιότητα και το αδημιούργητο του κόσμου στάθηκαν καθοριστικές. Από την άλλη η αναγόρευση του πυρός σε οργανωτική αρχή προήγγειλε τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα. Τέλος, η αρχή της ενότητας και πάλης των αντιθέτων, αποτέλεσε θεμελιώδη παραδοχή των περισσότερων διαλεκτικών. Από τον Πλούταρχο ως το Σπινόζα και από τον Kλήμη τον Αλεξανδρινό ως το X.Λ. Μπόρχες, ο Ηράκλειτος είναι ο στοχαστής που άσκησε μοναδική γοητεία, καθώς η σκέψη του -ακριβώς όπως το Ηρακλείτειο ποτάμι- δεν είναι ποτέ η ίδια.

ΤΕΧΝΕΣ

Oι αλλαγές και οι καινοτομίες στο χώρο των τεχνών κατά την Αρχαϊκή περίοδο ήταν πολλές και συγκλονιστικές. Στα τέλη του 8ου αιώνα π.X. συνέβη μία σχεδόν ξαφνική μετάβαση από την αυστηρή σχηματικότητα της Γεωμετρικής περιόδου προς ένα περισσότερο φυσιοκρατικό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο. Oι νέες τεχνοτροπίες εμπνεύστηκαν από ανατολικά πρότυπα, πράγμα που έδωσε στην τέχνη του 7ου αιώνα π.X. το όνομα "ανατολίζουσα". H πρόσληψη όμως των ανατολικών στοιχείων έγινε με επιλεκτικότητα και δημιουργική φαντασία, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη του καθαρού ελληνικού αρχαϊκού ιδιώματος τον ακόλουθο αιώνα.

Στην αρχιτεκτονική, εξαπλώθηκε η χρήση της λιθοδομίας -φαινόμενο στο οποίο συντέλεσε και η επικράτηση νέων τεχνικών- και διαμορφώθηκαν οι δύο ρυθμοί που χαρακτηρίζουν ολόκληρη την Ελληνική αρχαιότητα, ο Δωρικός και ο Ιωνικός. H γλυπτική αναπτύχθηκε από νωρίς στην Κρήτη μέσω του λεγόμενου "Δαιδαλικού Ρυθμού", για να οδηγηθεί κατόπιν στα αριστουργήματα του 6ου αιώνα π.X., που ήταν τα αναθηματικά και ταφικά αγάλματα των κούρων και κορών. Από τις χρηστικές τέχνες καλύτερα γνωρίζουμε την εξέλιξη της κεραμικής.

Ξεχωριστές τεχνοτροπίες αναπτύχθηκαν στην Ιωνία, την Κόρινθο και τη Σπάρτη, αλλά η πλουσιότερη και πιο ενδιαφέρουσα παραγωγή ήταν τα αττικά αγγεία του μελανόμορφου και ερυθρόμορφου ρυθμού. Hμεταλλοτεχνία, επίσης, ακολούθησε διάφορες τοπικές παραδόσεις επιτρέποντάς μας να διακρίνουμε πολλά εργαστήρια στη διάρκεια του 6ου αιώνα. Tα σημαντικότερα έργα τους ήταν ειδώλια για τα ιερά, αγγεία και σκεύη συμποσίου, όπλα, κοσμήματα και εξαρτήματα καλλωπισμού.

Αρχιτεκτονική

Η Αρχαϊκή περίοδος είναι εποχή μεγάλων καινοτομιών στην αρχιτεκτονική. Το σχέδιο των σημαντικότερων κτηρίων της, των Ναϊκών οικοδομημάτων, γίνεται πιο περίπλοκο και υπόκειται σε αυστηρή συμμετρία. Στην ανωδομή τα ξύλινα μέλη αντικαθίστανται σταδιακά από λίθινα και η τοιχοδομία αναπτύσσει καινούργιες τεχνικές. Παράλληλα διαμορφώνονται οι δύο αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ο Ιωνικός και ο Δωρικός. Οι Ιωνικοί ναοί κυριαρχούν στην ανατολική Ελλάδα, ενώ οι Δωρικοί στην κυρίως Ελλάδα και στις αποικίες της Δύσης.

Ναόσχημους τύπους ακολουθούν και οι θησαυροί των πανελλήνιων ιερών, ενώ είναι λιγοστοί οι άλλοι τύποι κτηρίων που σώζονται από την Αρχαϊκή περίοδο και ανάμεσά τους διακρίνονται κρήνες, στοές, ταφικά μνημεία και οχυρωματικά έργα.

Α. Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός των Ναών

Τα σπουδαιότερα σωζόμενα οικοδομήματα της Αρχαϊκής περιόδου είναι οι ναοί, των οποίων ο σχεδιασμός άλλαξε ριζικά μετά την επικράτηση της λίθινης τοιχοδομίας. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο τους είναι οι κίονες που χρησιμοποιήθηκαν είτε μπροστά από το κυρίως κτίσμα (πρόσταση), είτε ολόγυρα (περίσταση ή περιστύλιο). Είναι βέβαιο ότι ξύλινη περίσταση διέθεταν ήδη αρκετοί ναοί της Γεωμετρικής περιόδου, αλλά μόνο στους Αρχαϊκούς ναούς η χρήση του κίονα πήρε τέτοια έκταση και σημασία, ώστε να θεωρείται ως τις μέρες μας αναπόσπαστο στοιχείο της Ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Στους παλιότερους ναούς ο σχεδιασμός τους εμφάνιζε υπερβολικά τονισμένο τον κατά μήκος άξονα, επιχειρώντας να εντυπωσιάσει τους πιστούς με τον επιβλητικά μακρόστενο εσωτερικό τους χώρο. Το μήκος και το πλάτος ορισμένων ναών υπολογίζονταν ως πολλαπλάσια διαφόρων ειδών του Ελληνικού ποδός (Δωρικού, Ιωνικού, Σαμιακού). Αρκετοί ναοί έχουν μήκος που αντιστοιχεί σε εκατό πόδες, και ονομάζονται εκατόμπεδοι. Από τις αρχές όμως του 7ου αιώνα π.Χ. προτιμήθηκε το ορθογώνιο πλάνο με αρμονικότερη την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Στην απλούστερη μορφή του αρχαϊκού ναού οι πλαϊνοί τοίχοι προχωρούν λίγο πιο μπροστά από τον τοίχο της πρόσοψης δημιουργώντας έναν ανοιχτό αλλά στεγασμένο χώρο μπροστά στην είσοδο.

Tα τμήματα αυτά των πλαϊνών τοίχων ονομάζονται παραστάδες, και όταν μεταξύ τους τοποθετούνται κίονες (συνήθως 2), ο τύπος του ναού ονομάζεται πρόστυλος εν παραστάσι. Aργότερα ο αριθμός των κιόνων της πρόσοψης αυξήθηκε δημιουργώντας μία κιονοστοιχία, η οποία τοποθετούνταν μπροστά από τις παραστάδες, ενώ μερικές φορές μία ανάλογη κιονοστοιχία τοποθετούνταν στο πίσω μέρος του ναού. Πρόκειται για τον πρόστυλο και τον αμφιπρόστυλο τύπο ναού, αντίστοιχα. Όταν ολόκληρο το οικοδόμημα περιβάλλεται από κιονοστοιχία, αναφερόμαστε στον τύπο του περίπτερου ναού. Mερικές φορές, μάλιστα, η κιονοστοιχία είναι διπλή και ο ναός χαρακτηρίζεται δίπτερος.


Όταν πάλι η διπλή σειρά κιόνων εμφανίζεται μόνο στις στενές πλευρές του, ο ναός ανήκει στον τύπο του ψευδοδίπτερου. Το αρχικά ενιαίο κτίσμα χωρίστηκε σταδιακά σε περισσότερα μέρη: τον πρόναο, τον κυρίως ναό ή σηκό και τον οπισθόδομο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ του σηκού και του οπισθόδομου υπάρχει ένας ακόμα χώρος, το άδυτο. O στεγασμένος χώρος μεταξύ του περιστυλίου και των τοίχων του ναού ονομάζεται πτέρωμα. Στα πρωιμότερα δείγματα ο ναός έχει κατασκευαστεί απευθείας πάνω στο φυσικό έδαφος.

Σύντομα όμως προτιμήθηκε η θεμελίωση του ναού με κάθετους ογκόλιθους, που καλούνταν στερεοβάτης, και η ισοπέδωση του χώρου με μία οριζόντια στρώση λίθων, την ευθυντηρία. Πάνω στην ευθυντηρία χτιζόταν το κρηπίδωμα, αποτελούμενο συνήθως από τρεις βαθμίδες. Στην επάνω βαθμίδα, που ονομάζεται στυλοβάτης, εδράζονταν οι κίονες.

Β. Αμωδομή

Στην τελευταία βαθμίδα του κρηπιδώματος, το στυλοβάτη, χτίζονταν οι τοίχοι του σηκού και η περίσταση. Κάποτε τοποθετούνταν και εσωτερικές κιονοστοιχίες για τη στήριξη της οροφής. Οι κίονες αποτελούνταν από σπονδύλους, που συνέκλιναν προς τα πάνω δημιουργώντας μία αμυδρά έως έντονα κυρτή καμπύλη, τη λεγόμενη ένταση. Έφεραν καθ' ύψος ραβδώσεις λαξευμένες βαθύτερες χαμηλά και πιο ρηχές στην κορυφή. Οι παραστάδες επιστέφονταν με ειδικά "κιονόκρανα", τα καλούμενα επίκρανα. Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από τους τοίχους και τους κίονες, ο θριγκός, περιελάμβανε το επιστύλιο, το διάζωμα και το γείσο.

Αρχικά, ο θριγκός είτε ήταν εξ' ολοκλήρου από ξύλο, είτε ξύλινος με πήλινη επένδυση. Αργότερα ένα μέρος του κατασκευαζόταν από λίθο ή μάρμαρο, αλλά η κεράμωση του παρέμεινε πήλινη εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στον Παρθενώνα όπου ακόμα και αυτή ήταν μαρμάρινη. Η οροφή, ξύλινη ή λιθόγλυπτη, είχε συνήθως τη μορφή διακοσμημένων επάλληλων τετράγωνων εσοχών, που ονομάζονταν φατνώματα. Οι δύο επικλινείς πλευρές της στέγης δημιουργούσαν στις στενές πλευρές της έναν τριγωνικό χώρο, το αέτωμα, η πίσω πλευρά του οποίου κλεινόταν από κάθετο τοίχο, το τύμπανο.

Στα Πρώιμα χρόνια το αέτωμα διακοσμούσαν ανάγλυφες παραστάσεις και αργότερα κυρίως ολόγλυφες αγαλματικές συνθέσεις. Φυτικά μοτίβα ή αγάλματα, τα λεγόμενα ακρωτήρια, τοποθετούνταν επίσης στις έξι γωνίες της δίριχτης στέγης. Δύο κυρίως τύποι κεράμωσης χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες. Η Λακωνική, στην οποία οι στρωτήρες και οι καλυπτήρες είναι κυρτοί, και η Κορινθιακή, στην οποία και τα δύο αυτά στοιχεία είναι επίπεδα.

Μία τρίτη κατηγορία, λιγότερο διαδεδομένη, συνδυάζει επίπεδους στρωτήρες με κυρτούς καλυπτήρες και ονομάζεται Σικελική. Oι στρωτήρες των άκρων της στέγης κατέληγαν σε ένα κάθετο τμήμα, τη σίμη, προορισμένο για τη συγκράτηση των υδάτων της βροχής. Η σίμη έφερε ανοίγματα για την εκροή των υδάτων, συχνά διακοσμημένα με κεφαλές λεόντων. Αντίστοιχα, οι καλυπτήρες των άκρων της στέγης, οι οποίοι ονομάζονταν ηγεμόνες, κατέληγαν σε κεφαλές ανθρώπων ή μυθικών όντων και αργότερα σε ανθέμια. Με ανθέμια επίσης ήταν διακοσμημένοι και οι κεντρικοί καλυπτήρες στη ράχη της στέγης.

Ο διάκοσμος, είτε γλυπτός είτε ζωγραφικός, εναλλασσόταν με τις ακόσμητες επιφάνειες. Πάνω στη λιτή υποδομή υψώνονταν οι κίονες με ραβδώσεις που επιστέφονταν από το διακοσμημένο κιονόκρανο. Στη συνέχεια, ακολουθούσαν το ακόσμητο επιστύλιο και το κοσμημένο διάζωμα. Τέλος, στους απλούς και απέριττους τοίχους αντιπαραβαλλόταν η στέγη με έναν πλούσιο διάκοσμο από εναέτιες μορφές, ακρωτήρια και υδρορρόες.

Γ. Άλλα Κτίρια

Συγγενικά προς τους ναούς κτίσματα ήταν οι θησαυροί, οι οποίοι αναγείρονταν κοντά στα ιερά και συνήθως στέγαζαν δημόσια (και σπανιότερα ιδιωτικά) αναθήματα. Από σχεδιαστικής άποψης είναι συχνά μικρού μεγέθους πρόστυλα εν παραστάσι κτήρια. Οι περισσότεροι και σημαντικότεροι θησαυροί αποκαλύφτηκαν στα Πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών. Εμφανίζονται είτε σε Δωρικό είτε σε Ιωνικό ρυθμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Ιωνικοί κίονες αντικαθίσταντο με καρυάτιδες, όπως στους θησαυρούς των Κνιδίων και των Σιφνίων στους Δελφούς. Ο τελευταίος χρονολογείται γύρω στο 525 π.Χ. και ήταν διακοσμημένος με ανάγλυφη ζωφόρο και με γλυπτές μορφές στο αέτωμα.

Όλα τα γλυπτά μέλη του ήταν επιζωγραφισμένα και η πολλαπλή διακόσμηση έδινε την εντύπωση ενός μάλλον παραφορτωμένου -σε σχέση με το μέγεθός του- κτίσματος. Ο θησαυρός των Μασσαλιωτών συνδύαζε στοιχεία Ιωνικά και Δωρικά με κιονόκρανα σαφώς Αιγυπτιακής έμπνευσης. Στο ίδιο ιερό, το τελειότερο δείγμα Δωρικού θησαυρού αφιερώθηκε από τους Αθηναίους γύρω στο 500 π.Χ. Στην Ολυμπία ο θησαυρός των Γελώων ήταν ασυνήθιστα μεγάλος και έφερε πήλινο περικάλυμμα του γείσου με περίτεχνα γραπτά κοσμήματα. Η χρήση του λίθου στην κατασκευή των κιόνων επέτρεψε το σχεδιασμό μεγάλων στοών.

Οι οποίες στοές είχαν ανοιχτή τη μία πλευρά τους, ενώ παράλληλα πρόσφεραν και προστασία από τα καιρικά φαινόμενα. Ήταν, λοιπόν, κτίσματα κατάλληλα για χώρους που συναθροίζονταν πλήθη ανθρώπων όπως οι αγορές, τα ιερά, τα γυμνάσια και τα θέατρα. Αρχαϊκές στοές ήρθαν στο φως σε διάφορα μέρη, αλλά τα μεγαλοπρεπέστερα δείγματά τους βρέθηκαν στη Σάμο. Οι στοές της αγοράς και του γυμνασίου στην κάθε πόλη ήταν ο χώρος για την εμπορική και πολιτική δραστηριότητα των ανδρών. Αντίστοιχα, τόπο συνάντησης των γυναικών αποτελούσαν οι κρήνες, οι οποίες συχνά βρίσκονταν μέσα σε μικρές στοές.


Δύο από τις πρωιμότερες και πιο φημισμένες κρήνες ήταν της Πειρήνης στην Κόρινθο και η Εννεάκρουνος -που το νερό της έτρεχε από εννέα λεοντοκεφαλές- στην Αθήνα. Από τα ταφικά μνημεία της Αρχαϊκής περιόδου το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα της Μικράς Ασίας, όπως οι τάφοι του Λέοντος και των Αρπυιών στη Λυκία. Αποτελούνταν από υψηλό τετραγωνικό βάθρο, πάνω στο οποίο τοποθετήθηκε ο νεκρικός θάλαμος σε μορφή λάρνακας με ανάγλυφες παραστάσεις στις πλευρές της.

Τα απλούστερα μνημεία βέβαια ήταν οι επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφη, εγχάρακτη ή γραπτή διακόσμηση. Με αυτές μοιάζουν και αρκετά αναθηματικά μνημεία της εποχής, ενώ κάποια άλλα αποτελούνταν από έναν υψηλό κίονα με αγαλματική επίστεψη, όπως η σφίγγα των Ναξίων στους Δελφούς.

Δ. Τοιχοδομία

Πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ. τα περισσότερα οικοδομήματα κατασκευάζονταν από άψητες πλίνθους και ξύλο και για τη στέγασή τους χρησιμοποιούνταν ξύλα και καλάμια. Η εισαγωγή όμως στις αρχές του 7ου αιώνα της πήλινης κεράμωσης, η οποία είχε σημαντικό βάρος, επέβαλε τη χρήση ανθεκτικότερων -και άρα βαρύτερων- δοκαριών στην ξυλοδομή της στέγης. Κατά συνέπεια, και ανέχοντα στοιχεία έπρεπε να κατασκευάζονται πιο στέρεα και ανθεκτικά. Οι άψητες πλίνθοι αντικαταστάθηκαν από λίθινους δόμους και οι ξύλινοι κίονες από λίθινους ή μαρμάρινους.

Παλαιότερα μεταξύ των ειδικών επικρατούσε η άποψη ότι οι Έλληνες εμπνεύστηκαν τα λίθινα οικοδομήματά τους από τους Αιγύπτιους. Δεν υπάρχει όμως τίποτα κοινό μεταξύ της ελληνικής και της αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής ούτε στις τεχνικές χρήσης του λίθου, ούτε στην εφαρμογή της κεράμωσης, ούτε στις λεπτομέρειες των κιόνων, ούτε τελικά και στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς που αναπτύχθηκαν στους δύο πολιτισμούς. Γι' αυτό σήμερα θεωρείται περισσότερο πιθανόν ότι στον Ελληνικό κόσμο η μετάβαση από τα πλινθόκτιστα στα λίθινα κτήρια προέκυψε από το συνδυασμό νέων δομικών και αισθητικών αναγκαιοτήτων.

Εξάλλου αρκετά από τα επιτεύγματα των Μυκηναίων στον τομέα της λιθοδομίας ήταν ακόμα ορατά κατά την Πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο, και είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ελληνική αρχιτεκτονική οφείλει περισσότερα σε αυτά παρά σε κάποιες απροσδιόριστες Αιγυπτιακές επιρροές. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην τοιχοδομία, σε αντικατάσταση των πλίνθων, ήταν κυρίως ντόπιος ασβεστόλιθος ή πόρος και αργότερα διάφορες ποικιλίες μαρμάρου. Τα καλύτερα δείγματά της προέρχονται από τα κοσμικά κτίσματα -συχνά τα οχυρωματικά- καθώς στους ναούς ο γλυπτός διάκοσμος και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τους είχαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την ίδια την τοιχοδομία.

Οι λίθινοι δόμοι συγκρατούνταν μεταξύ τους μόνο με το βάρος τους, χωρίς τη χρήση δηλαδή συνδετικού υλικού. Οι λιθοξόοι, ωστόσο, πετύχαιναν τέλεια εφαρμογή των ακμών των δόμων. Το συνδετικό κονίαμα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μόλις στα Ελληνιστικά χρόνια. Για να μειωθεί η απαιτούμενη εργασία, και συνάμα βέβαια ο χρόνος και το κόστος κατασκευής, στο στάδιο της επεξεργασίας των λίθινων δόμων οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την τεχνική της αναθύρωσης. Η τεχνική αυτή ήταν ήδη γνωστή στους Μυκηναίους, που με τη σειρά τους ίσως να την είχαν δανειστεί από τους Αιγύπτιους.

Κατά την αναθύρωση λειαίνονταν μόνο τα τμήματα της επιφάνειας κοντά στις ακμές, ώστε να εφάπτονται, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια υφίστατο μία ελαφρά μόνο κοίλανση και χοντρική επεξεργασία. Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι οριζόντιες μετακινήσεις των δόμων, καθώς η σεισμική δραστηριότητα ήταν πάντοτε έντονη στον ελληνικό χώρο, χρησιμοποιούνταν μεταλλικοί σύνδεσμοι διαφόρων σχημάτων. Ήταν φτιαγμένοι συνήθως από σίδηρο και σπανιότερα από ορείχαλκο, τοποθετούνταν σε ειδικές εγκοπές στο λίθο, στερεώνονταν με μόλυβδο και εξασφάλιζαν έτσι τη συνοχή των δόμων.

Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην καταστροφή πολλών αρχαίων κτηρίων κατά τους μέσους χρόνους, με σκοπό την απόσπαση των μεταλλικών αυτών στοιχείων. Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν και χρησιμοποίησαν ποικίλα συστήματα τοιχοδομίας και ανά εποχή ή τύπο κτίσματος έδειξαν την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε κάποιο από αυτά. Στα Αρχαϊκά χρόνια ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας και περισσότερο μία συγκεκριμένη εκδοχή του, που ονομάστηκε λεσβιακή, εξαιτίας των καλύτερα σωζόμενων δειγμάτων της από την ακρόπολη της Λέσβου.

Στην πραγματικότητα η Λεσβιακή τοιχοδομία ήταν σε χρήση στα Μικρασιατικά παράλια και σε μέρος της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, καθ' όλον τον 7ο και για μεγάλο μέρος του 6ου αιώνα π.Χ. Και σε αυτήν οι δόμοι είναι πολύγωνοι, αλλά μερικές από τις ακμές τους είναι καμπυλόγραμμες. Στην Αττική η πολυγωνική τοιχοδομία έφτασε στο απόγειό της στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και οδήγησε στην επινόηση ενός άλλου συστήματος, του ισοδομικού, το οποίο άρχισε να επικρατεί στο τέλος της Αρχαϊκής εποχής και εξελίχτηκε σε ποικίλες μορφές.

Ε. Δωρικός Ρυθμός

Οι διαφορές μεταξύ των δύο ρυθμών, Δωρικού και Ιωνικού, εντοπίζονται κυρίως στους κίονες και στο διάζωμα. Ο Δωρικός κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη και οι καθ' ύψος ραβδώσεις του χωρίζονται μεταξύ τους με οξεία γωνία. Οι ραβδώσεις, όπως και ολόκληρος ο κίονας, στενεύουν βαθμηδόν προς την κορυφή. Το κιονόκρανο είναι συνήθως λαξευμένο σε ενιαίο λίθο μαζί με το άνω μέρος του κίονα. Αποτελείται από ένα καμπύλο μέλος -τον εχίνο- ο οποίος εφάπτεται σε μία τετράγωνη πλίνθο, τον άβακα. Στην αρχή μία και αργότερα περισσότερες κοίλες γλυφές αποτελούν τη σύνδεση του εχίνου με τον κορυφαίο σπόνδυλο.

Το επιστύλιο αφήνεται κατά κανόνα ακόσμητο, εκτός από μία ταινία στην κορυφή του διακοσμημένη κατά σταθερά διαστήματα με κανόνα, από τον οποίο εκφύονται έξι μικρές αποφύσεις, οι σταγόνες. Στους κίονες των πρώιμων Δωρικών ναών η διάμετρος της κορυφής είναι σχεδόν η μισή από τη διάμετρο της βάσης του και ο εχίνος των κιονοκράνων παρουσιάζει έντονη καμπυλότητα. Τα στοιχεία αυτά μαζί με τα τρίγλυφα φανερώνουν την απομίμηση πρακτικών που εφαρμόζονταν ήδη στη δόμηση με ξύλο. Το Δωρικό διάζωμα αποτελείται από στενά μέλη με κάθετες αυλακώσεις -τα τρίγλυφα- και από πλατύτερες επιφάνειες που φέρουν συχνά γλυπτές ή γραπτές παραστάσεις, τις μετόπες.


Τρίγλυφα και μετόπες εναλλάσσονται κανονικά και υπάρχουν τρίγλυφα πάνω από τον κάθε κίονα, πάνω από το μέσο κάθε μετακιόνιου διαστήματος και στις γωνίες. Η τοποθέτησή τους αυτή σχετίζεται με το λεγόμενο πρόβλημα της γωνιακής μετόπης (η οποία εμφανιζόταν μεγαλύτερη) και οδήγησε σε ποικίλες λύσεις, όπως στη βαθμιαία αλλαγή του πλάτους των μετακιονίων. Πάνω από το διάζωμα υπάρχει ένα γείσο, με μία ελαφρά κλίση προς τα έξω για προστασία από τα όμβρια ύδατα, το οποίο αποτελείται από απλό κυμάτιο και στεφάνη. Στο κάτω μέρος του γείσου και ακριβώς πάνω από κάθε τρίγλυφο και κάθε μετόπη υπάρχει μία ορθογώνια πλάκα, ο πρόμοχθος, διακοσμημένη με σειρές σταγόνων.

Επιπλέον, ο χώρος του αετώματος προστατεύεται από το λοξό γείσο, το καλούμενο καταιέτιο. Όσον αφορά το σχεδιασμό των δωρικών ναών, η σημαντικότερη εξέλιξή τους σχετίζεται με την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Οι πρώιμοι Δωρικοί ναοί έχουν συχνά μήκος που ξεπερνάει τα 30 μέτρα (εκατόμπεδοι), ενώ το πλάτος τους είναι μικρότερο από 10 μέτρα. Σταδιακά η αναλογία αυτή γίνεται μικρότερη και τον 5ο αιώνα π.Χ. πλησιάζει το 2:1. Παρ' όλα αυτά το συνολικό μέγεθος αυξάνει, και οι μεγαλύτεροι δωρικοί ναοί της Αρχαϊκής περιόδου ξεπερνούν σε μήκος τα 50 μέτρα. Ο αριθμός των κιόνων ποικίλλει από 5 έως 9 στις στενές, και από 11 μέχρι 18 στις μακριές πλευρές του.

Το συνηθέστερο όμως πλάνο Αρχαϊκού Δωρικού ναού είναι 6x13 ή 6x15 κίονες. Με την πάροδο του χρόνου μεγαλώνει επίσης το μετακιόνιο διάστημα, καθώς και το μέγεθος των κιόνων. Τέλος το προφίλ του εχίνου του κιονοκράνου, που αρχικά ήταν έντονα καμπυλόγραμμο, καταλήγει σταδιακά σε κωνικό.

- Ναοί Δωρικού Ρυθμού Ι

Ο Δωρικός ρυθμός αναπτύχθηκε στην Πελοπόννησο και την ηπειρωτική Ελλάδα κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. και εξαπλώθηκε σε ένα μέρος των νησιών, στη Σικελία και στη Μεγάλη Ελλάδα. Μερικοί από τους παλαιότερους Δωρικούς ναούς βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της Κορίνθου και ανάγονται στο α' μισό του 7ου αιώνα. Πρόκειται για το ναό του Απόλλωνα στην ίδια την Κόρινθο, το ναό του Ποσειδώνα στην Ισθμία, το πρώτο Ηραίο της Περαχώρας και το ναό του Απόλλωνα στο Θέρμο. Ο τελευταίος χρονολογείται γύρω στο 630 π.Χ. και είχε πήλινες ζωγραφιστές μετόπες, σίμη και υδρορρόες.

Οι αρχικά ξύλινοι κίονες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από λίθινους. Ξύλινοι ήταν επίσης και οι κίονες του ναού του Ποσειδώνα στον Ισθμό. Η στέγη και των δύο αυτών ναών δεν κατέληγε στο χαρακτηριστικό τριγωνικό αέτωμα, αλλά ήταν μάλλον καμπυλωτή. Παρόμοια στέγαση πρέπει να είχαν και οι ναοί της Ήρας στο Άργος και στη Foce del Sele της Iταλίας, καθώς και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Όλοι οι ναοί αυτής της περιόδου αντικαταστάθηκαν αργότερα από άλλους πιο εξελιγμένους αρχιτεκτονικά, γεγονός που περιορίζει τις γνώσεις μας για τα επιτεύγματα της συγκεκριμένης εποχής.

Από τις αρχές του 6ου αιώνα π.X. γνωρίζουμε ναούς κατασκευασμένους εξ ολοκλήρου από λίθο, εκτός από τη στέγη που παρέμεινε ξύλινη. Στο α' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. ανήκουν οι ναοί της Άρτεμης στην Κέρκυρα και της Ήρας (50x19 μέτρα) στην Ολυμπία με 8 και 6 κίονες στην πρόσοψη, αντίστοιχα. Ιδιαίτερα σημαντικός για την παρακολούθηση της εξέλιξης του Δωρικού ρυθμού είναι ο ναός του Απόλλωνα Οπλίτη που ανασκάφτηκε πρόσφατα στη Μητρόπολη της Θεσσαλίας και χρονολογείται στο β' τέταρτο του 6ου αιώνα. Πρόκειται για εκατόμπεδο, του οποίου ο θριγκός είναι φτιαγμένος ακόμα από ξύλο και πηλό.

Η ιδιαιτερότητά του όμως έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ολόκληρη η ορατή επιφάνεια του εχίνου των κιονοκράνων του διακοσμείται με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα. Το μοναδικό ως τώρα γνωστό παράλληλό του χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και προέρχεται από τη "Bασιλική" της Ποσειδωνίας στην Ιταλία, όπου όμως τα φυτικά μοτίβα καλύπτουν ένα μόνο μέρος του εχίνου. Ο καλύτερα διατηρημένος αρχαϊκός ναός στην κυρίως Ελλάδα είναι του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Οι επτά μονολιθικοί του κίονες, που έχουν σωθεί στη θέση τους, ανήκουν στην οικοδομική φάση γύρω στα 540 π.Χ. και αποτελούν μέρος του πτερού, το οποίο αρχικά είχε 6x15 κίονες.

Κατά 20 χρόνια νεότερός του είναι ο Αρχαϊκός ναός τη Αθηνάς στην Ακρόπολη, που τον κατέστρεψαν όμως οι Πέρσες. Την ίδια εποχή στην Αθήνα ξεκίνησε να οικοδομείται από τον Πεισίστρατο ο γιγαντιαίος ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος και ολοκληρώθηκε μόλις στα Ρωμαϊκά χρόνια. Λίγο αργότερα ( 513 π.Χ.) μία εξόριστη Αθηναϊκή οικογένεια, οι Αλκμαιωνίδες, ανέλαβαν την κατασκευή του νέου ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Παρόλο που η συμφωνία προέβλεπε τη χρήση τοπικού ασβεστόλιθου, εκείνοι κατασκεύασαν την πρόσοψή του από πάριο μάρμαρο με δικά τους έξοδα. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. ανήκουν και οι περισσότεροι ναόσχημοι θησαυροί των πανελλήνιων ιερών στους Δελφούς, την Ολυμπία και τη Δήλο.

- Ναοί Δωρικού Ρυθμού ΙΙ

Περισσότεροι και καλύτερα σωζόμενοι είναι οι Αρχαϊκοί Δωρικοί ναοί στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα. Ο παλαιότερος διατηρημένος περίπτερος είναι ο ναός του Απόλλωνα στις Συρακούσες με 6x17 μονολιθικούς κίονες και αρκετές λεπτομέρειες που θυμίζουν ιωνικά στοιχεία. Στο Σελινούντα βρέθηκαν τα ερείπια τεσσάρων ναών, από τους οποίους ο λεγόμενος "C" είναι μάλλον ο αρχαιότερος, αφού ολοκληρώθηκε πριν τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Το πτερό στα πλάγια είναι βαθύτερο από το μετακιόνιο διάστημα της πρόσοψης, πράγμα που σημαίνει ότι είχε βρεθεί ικανοποιητική λύση για τη στέγαση μεγάλων αποστάσεων.

Το επιστήλιο και το διάζωμα ήταν υπερβολικά ψηλά, ίσα με το μισό ύψος των κιόνων. Ο ναός "F", στην ίδια πόλη, είναι ψευδοπερίπτερος. Ένας τοίχος που έφτανε μέχρι τη μέση των κιόνων έκλεινε ολόκληρο το πτερό. Τέλος ο ναός "G", που είναι ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας (50x110 μέτρα, 8x17 κίονες), άρχισε να κατασκευάζεται στα τέλη του 6ου αιώνα και δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί το 409 π.Χ., όταν οι Καρχηδόνιοι κατέστρεψαν το Σελινούντα. Στο εσωτερικό του σηκού του υπάρχει ένα μικρό αυτόνομο άδυτο, που πιθανώς να προστέθηκε τον 5ο αιώνα. Δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με ενιαία χαρακτηριστικά ο Δωρικός ρυθμός της Κάτω Ιταλίας.


Οι χρονολογήσεις είναι μόνο συγκριτικές και τα Δωρικού ρυθμού κτίσματα της μίας πόλης διαφέρουν έντονα από εκείνα κάποιας άλλης. Υπάρχουν πολλές καινοτομίες και δάνεια από τον Ιωνικό ρυθμό, αλλά και από την αρχιτεκτονική άλλων λαών. Ένας από τους πιο αξιοπρόσεκτους ναούς είναι του Απόλλωνα Αλαίου στην Κρίμισα με κεντρική κιονοστοιχία κατά μήκος του σηκού, διπλό καταιέτιο γείσο και ακροκέραμα σε όλη την περιφέρεια της στέγης. Από τα ελάχιστα στοιχεία που σώθηκαν, χρονολογείται στις αρχές του 6ου αιώνα. Στο Μεταπόντιο σώθηκαν οι δύο μακριές πλευρές του πτερού μέχρι το επιστύλιο από ένα ναό αφιερωμένο πιθανόν στον Ηρακλή.

Πολύ καλύτερα γνωρίζουμε τους δύο Αρχαϊκούς ναούς της Ποσειδωνίας. Παλαιότερος είναι ο επονομαζόμενος "Βασιλική", ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν αφιερωμένος στην Ήρα. Ο δεύτερος, αν και αρχικά αποδόθηκε στη ρωμαϊκή θεότητα Ceres, στην πραγματικότητα ανήκε στην Αθηνά. Ο ναός της Ήρας έχει ασυνήθιστο σχέδιο με 9x18 κίονες και βάθος πτερού ίσο με δύο μετακιόνια διαστήματα. Η εσωτερική του διαρρύθμιση δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη, αλλά φαίνεται πως είχε κεντρική κιονοστοιχία και άδυτο. Ο πρόναός του ορίζεται από τρεις κίονες εν παραστάσι.

Η κάτω πλευρά του εχίνου σε ορισμένα κιονοκράνα φέρει ανάγλυφη διακόσμηση, ένα στοιχείο που το συναντάμε και στο ναό της Αθηνάς. Ο τελευταίος είναι κατά μία γενιά νεότερος και έχει την τυπική κάτοψη των 6x13 κιόνων. Ασυνήθιστο είναι όμως το χτίσιμο των τριγλύφων του μέσα στον τοίχο και το φαρδύ καταιέτιο γείσο, η κάτω πλευρά του οποίου διακοσμείται με φατνώματα.

ΣΤ. Ιωνικός Ρυθμός

Ο Ιωνικός ρυθμός διαμορφώθηκε και αυτός στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου και η χρήση του εξαπλώθηκε από την Ιωνία -όπου πρωτοεμφανίστηκε- στις Κυκλάδες, την Αττική και σε ένα μέρος της Μακεδονίας, ενώ κατ' εξαίρεση χρησιμοποιείται στην Ελληνική δύση. Η διαφορά του από το Δωρικό ρυθμό έγκειται κυρίως στη μορφή του κίονα και στη διάταξη του θριγκού. Υπάρχει και σε αυτόν ένα κρηπίδωμα τριών συνήθως βαθμίδων, οι οποίες φέρουν μία ελαφρά εσοχή στο κατώτερο τμήμα τους. O κίονας όμως δεν εδράζεται απ' ευθείας στο στυλοβάτη, αλλά σε μία κυκλική βάση που ονομάζεται σπείρα.

Η βάση αυτή διακρίνεται σε δύο μέρη, το κοίλο, που λέγεται τροχίλος ή σκοτία, και το κυρτό, που λέγεται τόρος ή κυμάτιο. Μερικές φορές (κυρίως στη Μικρά Aσία) η βάση αυτή τοποθετείται πάνω σε μία τετράγωνη πλάκα, την πλίνθο. Ο Ιωνικός κίονας είναι λεπτότερος από το Δωρικό, αλλά έχει περισσότερες αριθμητικά (20 με 24) και βαθύτερες αύλακες, των οποίων μάλιστα οι ακμές δεν είναι οξείες αλλά επίπεδες. Σε ορισμένους ναούς της Ιωνίας (Έφεσος, Δίδυμα) ανάγλυφες παραστάσεις κοσμούν τον κατώτερο σπόνδυλο του κάθε κίονα. Ο κίονας επιστέφεται από ένα κιονόκρανο αποτελούμενο από ένα κυρτό τμήμα -τον εχίνο- δύο έλικες και μία τετραγωνική πλάκα, που ονομάζεται άβαξ.

Οι έλικες στην Αρχαϊκή περίοδο είναι ισοπαχείς σε όλο τους το μήκος, ενώ αργότερα στενεύουν στο μέσον της εξωτερικής πλευράς τους. Οι σπείρες των ελίκων κάποτε αντικαθίστανται από ρόδακες και ο εχίνος διακοσμείται με Ιωνικό ή Λέσβιο κύμα. Ενώ το Δωρικό κιονόκρανο είναι καθαρά Ελληνικό δημιούργημα, το Ιωνικό φαίνεται πως προσέλαβε στοιχεία ξενικά και τα μετέπλασε. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν και τα παλαιότερα από τα Ιωνικά κιονόκρανα, που έχουν βρεθεί στη Λέσβο και την Τρωάδα, και γι' αυτό αποκαλούνται Αιολικά. Τα Αιολικά κιονόκρανα φέρουν δύο έλικες, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται ένα ανθέμιο, και στη βάση τους υπάρχει συνήθως φυλλωτό κόσμημα.

Οι διαφορές μεταξύ Ιωνικού και Δωρικού ρυθμού είναι φανερές και στο επιστύλιο, το οποίο δεν είναι ενιαίο, αλλά χωρίζεται σε τρεις επάλληλες και προεξέχουσες ταινίες. Στην Ιωνία, πάνω από το επιστύλιο συναντάμε μία διακοσμητική ζώνη με Λέσβιο κύμα και στηρίγματα του γείσου, που καλούνται οδόντες ή γεισίποδες. Στα νησιά και στην Αττική επικράτησε η χρήση ζωφόρου με ανάγλυφες και κάποτε με ζωγραφιστές παραστάσεις. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των Ιωνικών ναών δε διαφέρει σημαντικά από εκείνο των Δωρικών. Οι Ιωνικοί ναοί όμως είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτεροι σε μέγεθος.

Η πρόσοψή τους έχει συνήθως 8 κίονες, το ύψος των οποίων μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 19 μέτρα (Ηραίο της Σάμου). Στην Ιωνία προκρίνεται ο τύπος του μεγαλοπρεπούς δίπτερου, ενώ στα νησιά, την Αττική και τους Δελφούς του δίστυλου εν παραστάσει και του τετράστυλου, που είναι καταλληλότεροι για μικρότερους ναούς και για θησαυρούς.

Ζ. Ναοί Ιωνικού Ρυθμού

Δύο από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους Αρχαϊκούς ναούς ήταν ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο και ο ναός της Ήρας στη Σάμο. Ο ναός της Εφέσου, που αναφερόταν και ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, χτίστηκε γύρω στο 560 π.Χ., κάηκε από τον Ηρόστρατο το 356 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον αρχιτέκτονα Δεινοκράτη. Στην ανέγερση του Αρχαϊκού ναού συνέβαλε αποφασιστικά ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας, ο οποίος χρηματοδότησε την κατασκευή των περισσοτέρων κιόνων του. Τόσο το Αρτεμίσιο όσο και το Ηραίο ήταν οι πρώτοι πραγματικά μεγάλοι ναοί με διπλό πτερό. Λέγεται ότι και στους δύο δούλεψε ο Σάμιος αρχιτέκτων Θεόδωρος.

Στο μεν Ηραίο σε συνεργασία με τον επίσης Σάμιο Ροίκο, στο δε Αρτεμίσιο με τον Κρητικό Χερσίφρωνα. Πυρκαγιά κατέστρεψε και το Ηραίο, περίπου 30 χρόνια μετά την οικοδόμησή του. Μεγάλο μέρος από το οικοδομικό υλικό και των δύο κτισμάτων χρησιμοποιήθηκε στην ανέγερση κατοπινών ναών στην ίδια θέση, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για το σχεδιασμό και τα διακοσμητικά στοιχεία των αρχικών ναών. Φαίνεται όμως ότι και οι δύο είχαν 8 ή 9 κίονες στις στενές πλευρές τους και 21 στις μακριές. Το συνολικό μήκος του Aρτεμισίου πρέπει να ξεπερνούσε τα 100 μέτρα.


Το μετακιόνιο διάστημα των κεντρικών κιόνων της πρόσοψης έφτανε και στους δύο ναούς τα 8 περίπου μέτρα, αλλά μειωνόταν σταδιακά ανάμεσα στους κίονες των άκρων. Το νεότερο Ηραίο, που χτίστηκε στη θέση του παλιού μετά το 530 π.Χ., ήταν ο μεγαλύτερος ναός του αρχαίου Ελληνικού κόσμου με περίπου 110 μέτρα μήκος και 50 μέτρα πλάτος. Ο πρόναος και ο σηκός χωρίζονταν με δύο κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη. Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο, που έμοιαζε σε εκείνο του παλαιότερου ναού, είχε διπλό πτερό και 24 κίονες στις μακριές πλευρές, 8 στην πρόσοψη και 9 στην πίσω πλευρά.

Ο τρίτος μεγάλος ναός της Αρχαϊκής Ιωνίας, ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα, κατασκευάστηκε μεταξύ του 540 και 520 π.Χ. και καταστράφηκε από τους Πέρσες το 494 π.Χ. Σύμφωνα με το αποκατεστημένο πλάνο του ήταν δίπτερος με 21x8 κίονες. Είχε ανάγλυφες μορφές στη βάση των κιόνων και ολόγλυφες σφίγγες στις τέσσερις γωνίες του επιστυλίου. Το εσωτερικό του ήταν αστέγαστο και περιέκλειε ένα δεύτερο ιερό που είχε τη μορφή μικρού πρόστυλου εν παραστάσι ναού. Το σύνολο ανακατασκευάστηκε με πολλές προσθήκες στα Ελληνιστικά χρόνια.

Ένα από τα παλαιότερα δείγματα του Ιωνικού ρυθμού στις Κυκλάδες αποτελεί ο εκατόμπεδος στα Ύρια της Νάξου, που κατασκευάστηκε γύρω στα 580 με 570 π.Χ., ήταν πρόστυλος τετράστυλος και είχε ένα άδυτο για την τέλεση της μυστηριακής λατρείας. Από κάποιους άλλους ναούς της Νάξου και της Πάρου σώζονται τα μαρμάρινα περίθυρα με ύψος έως και 6 μέτρα.

Γλυπτική

Όλα σχεδόν τα μεγάλα έργα της Αρχαϊκής γλυπτικής εξυπηρετούσαν λατρευτικές ή γενικότερα πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων. Ωστόσο, συχνά παρείσδυαν στοιχεία κοσμικού χαρακτήρα, όπως οι υπογραφές των γλυπτών, τα ταφικά επιγράμματα και το όνομα του αναθέτη. Η ανάπτυξη στην αρχαϊκή περίοδο της μεγάλης γλυπτικής και πλαστικής οφείλεται εν μέρει στη εξέλιξη των τεχνικών επεξεργασίας του μετάλλου, όπως είναι για παράδειγμα η σφυρηλάτηση και η χύτευση. Η τελευταία αποδόθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, στους Σάμιους καλλιτέχνες Ροίκο και Θεόδωρο, αλλά το μόνο για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε με σχετική βεβαιότητα είναι για το σημαντικό ρόλο του Σαμιακού εργαστηρίου στις αρχές της χαλκοπλαστικής.

Αντίθετα, η γλυπτική σε πέτρα ή μάρμαρο αναπτύχθηκε αρχικά στην Κρήτη, προσλαμβάνοντας ένα ξεχωριστό μορφικό ιδίωμα, γνωστό ως Δαιδαλικό ρυθμό. Έπειτα, αναπτύχθηκαν δύο βασικοί γλυπτικοί τύποι: ο Κούρος και η Κόρη. Οι τύποι αυτοί εμφανίζονται σχεδόν ως συνέχεια των Δαιδαλικών μορφών και η εξέλιξή τους οδηγεί στην αυστηρορυθμική γλυπτική. Υπήρξαν πολλά τοπικά εργαστήρια από την Ιωνία ως τη δυτική Ελλάδα. Σημαντική ανάπτυξη γνώρισε και η αρχιτεκτονική γλυπτική, εφόσον η κατασκευή μεγάλων πέτρινων ναών επέτρεπε τη διακόσμησή τους με αντίστοιχου μεγέθους γλυπτά. Τέλος, η επιτύμβια γλυπτική εμπνεύστηκε συχνά από τις μορφές ζώων και τεράτων.

Α. Δαιδαλικός Ρυθμός

Οι αρχές της Ελληνικής γλυπτικής χάνονται μέσα στο μύθο, καθώς η παράδοση αναφέρει ότι οι πρώτοι γλύπτες ήταν δαίμονες (οι Τελχίνες) και τα πρώτα γλυπτά είχαν μαγικές ιδιότητες ή ζωντάνευαν. Στο μυθικό τεχνίτη Δαίδαλο αποδίδονται πολλοί νεοτερισμοί, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή των πρώτων γλυπτών μνημειακού χαρακτήρα. Τα επιτεύγματά του συνδέθηκαν με τη μαθητεία του στην Αίγυπτο και οι αρχαίες πηγές απέδωσαν την καταγωγή του, άλλοτε στην Αθήνα και άλλοτε στην Κρήτη. Με το επίθετο "Δαίδαλα", ωστόσο, αποκαλούσαν στην αρχαιότητα τα ξύλινα ξόανα.

Τελικά ο όρος "Δαιδαλικός" χρησιμοποιήθηκε από τη σύγχρονη αρχαιολογία, για να δηλωθεί μία συγκεκριμένη τεχνοτροπία, η οποία αναπτύχθηκε κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. και εφαρμόστηκε τόσο στη μεγάλη γλυπτική όσο και στη μικροτεχνία. Η τεχνοτροπία αυτή, αν και βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη δωρική Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Ρόδος), εντοπίζεται και σε άλλες περιοχές, όπως στη Θήβα, τα Μέγαρα, την Αθήνα και τους Δελφούς. Ο Δαιδαλικός ρυθμός είναι κατ' εξοχήν διακοσμητικός. Οι μορφές δηλαδή ακολουθούν τα γεωμετρικά πρότυπα, αν και τα γωνιώδη στοιχεία στρογγυλεύουν ελαφρά, οι όγκοι αποδίδονται ορθότερα και εγκαταλείπονται οι υπερβολές στο μέγεθος των χαρακτηριστικών του προσώπου.

Παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει ακόμη πραγματικά ρεαλιστική απόδοση, ούτε βελτίωση της ανατομικής ακρίβειας. Η Δαιδαλική τεχνοτροπία διακρίνεται για τη συντηρητική αντίληψη της μορφής και τον εξαιρετικά αργό ρυθμό εξέλιξής της. Η Κρήτη ήταν προφανώς το σημαντικότερο κέντρο και από εκεί προέρχονται τα περισσότερα λίθινα γλυπτά Δαιδαλικής τεxνοτροπίας. Σε αντίθεση με τα έργα που επηρεάστηκαν άμεσα από ανατολικά πρότυπα, τα Δαιδαλικά γλυπτά απεικονίζουν κυρίως ντυμένες γυναικείες μορφές.

Χαρακτηρίζονται από απόλυτη μετωπικότητα, παριστάνονται με τα χέρια κολλημένα στους μηρούς, με τα μαλλιά χτενισμένα σε οριζόντιες ζώνες που θεωρήθηκαν περούκες -οι λεγόμενες οροφωτές φαινάκες- με το κεφάλι τους συνήθως αρκετά πεπλατυσμένο και με ενδύματα χωρίς πτυχώσεις. Τα στοιχεία αυτά διακρίνονται στη λεγόμενη "Κυρία της Auxerre", η οποία φοράει τη χαρακτηριστική φαρδιά ζώνη και τα ρούχα της κοσμούνται με εγχάρακτα και ζωγραφισμένα γεωμετρικά μοτίβα. Ανάλογα χαρακτηριστικά εμφανίζονται και στις καθιστές "θεές" από τη Γόρτυνα, τον Πρινιά, το Αστρίτσι και την Ελεύθερνα.

Εκτός Κρήτης, τα χαρακτηριστικά του Δαιδαλικού ρυθμού συνδυάζονται με άλλα τοπικά ή ανατολικά στοιχεία και εφαρμόζονται τόσο στις δημιουργίες της Πρωτοκορινθιακής κεραμικής, όσο και στα διάφορα εργαστήρια μικροπλαστικής σε χαλκό. Παράλληλα, ενσωματώνονται στο ρεπερτόριο της χρυσοχοΐας και της γλυπτικής σε ελεφαντοστό και ξύλο. Τα σημαντικότερα λίθινα Δαιδαλικά γλυπτά -εκτός Κρήτης- προέρχονται από τη Δήλο, τις Μυκήνες και τη Βοιωτία. Ο Δαιδαλικός ρυθμός, του οποίου η ακμή τοποθετείται στο β' μισό του 7ου αιώνα π.X., σβήνει σταδιακά στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. με την εμφάνιση των τοπικών σχολών της Αρχαϊκής γλυπτικής.


Β. Κούροι και Κόρες (Εξέλιξη)

Τα αγάλματα με τη μορφή νεαρών ανδρών και κοριτσιών, που ονομάζονται κούροι και κόρες, ήταν επιτύμβια μνημεία ή αναθήματα σε ιερά. Oι κούροι εμφανίζονται σε "ηρωική γυμνότητα" και συνδέονται συχνά με τον Απόλλωνα, από ιερά του οποίου προέρχονται ολόκληρες σειρές (Δίδυμα, Δήλος, Πτώον). Ωστόσο, δε λείπουν και οι εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση των κούρων του Σουνίου, οι οποίοι συνδέονται με τον Ποσειδώνα. Οι κόρες εμφανίζονται πάντοτε ντυμένες, κυρίως στα ιερά γυναικείων Θεοτήτων, όπως στο Ηραίο της Σάμου και στην Αθηναϊκή Ακρόπολη. Και οι δύο τύποι φέρουν αφιερωματικές επιγραφές και πολλές φορές την υπογραφή του δημιουργού τους.

Αντίστοιχα, όταν έχουν χρησιμοποιηθεί ως επιτύμβια μνημεία φέρουν επιγράμματα σχετικά με το νεκρό ή τη νεκρή, που απεικονίζονται πάντα σε νεανική ηλικία. Μολονότι αντρικοί και γυναικείοι τύποι ήταν ήδη γνωστοί από το Δαιδαλικό ρυθμό και από τα άλλα πρώιμα αγάλματα με τις ανατολικές επιδράσεις, οι τύποι του κούρου και της κόρης -που διαμορφώθηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα π.X.- ξεχωρίζουν από πολλές απόψεις. Η στροφή προς τη ρεαλιστική απεικόνιση έγινε σαφής. Τα μέλη του σώματος αποδίδονταν με πιο σωστές αναλογίες και με περισσότερη ακρίβεια. Οι μύες απέκτησαν όγκο, πλαστικότητα και φυσικότητα.

Ένα μειδίαμα, που προσέδιδε ζωντάνια και παράλληλα εξυπηρετούσε τεχνικούς σκοπούς, επιλέχτηκε ως η στερεότυπη έκφραση του προσώπου. Ενώ είναι βέβαιο ότι για ορισμένους από τους πρώιμους κούρους -όπως στον κούρο της Νέας Υόρκης- χρησιμοποιήθηκε ο λεγόμενος "Αιγυπτιακός κανόνας" με τα 21 τετράγωνα που ορίζουν τις καθ' ύψος διαστάσεις της μορφής, στους περισσότερους ακολουθήθηκε ένα διαφορετικό μετρικό σύστημα. Αυτό βασιζόταν στις πραγματικές διαστάσεις του ανθρώπινου σώματος και χρησιμοποιούσε ως μέτρο το μήκος από το πέλμα του ποδιού. Πολλοί από τους κούρους υπερφυσικού μεγέθους δεν είχαν τις σωστές αναλογίες.

Τελικά, η φυσική αναλογία 7 προς 1 επικράτησε στη σχέση του συνολικού ύψους προς το ύψος του κεφαλιού. Άλλες βελτιώσεις συμβατικών στοιχείων περιελάμβαναν την απόδοση του στομαχιού με δύο σειρές μυών (αντί για 3 ή 4 παλιότερα), καθώς και τη φυσική δυσαναλογία των μυών πάνω από το γόνατο, το σωστό μοίρασμα του βάρους στα δύο πόδια και τη στροφή των πήχεων -που παλαιότερα παριστάνονταν μετωπικές- προς τους μηρούς . Τόσο οι κούροι όσο και οι κόρες σκαλίζονταν μαζί με την πλίνθο, με τη βάση δηλαδή που ήταν συμφυής με το άγαλμα και ακολουθούσε το περίγραμμα των ποδιών του.

Η πλίνθος με τη σειρά της στερεωνόταν μέσα σε μια μεγαλύτερη τετράγωνη βάση. Αν για τους κούρους τα ανατομικά χαρακτηριστικά είναι ο κυριότερος μίτος της εξέλιξής τους, τη θέση αυτή επέχει στις κόρες η πτυχολογία των ενδυμάτων. Όλα τα ενδύματα ήταν ορθογώνια κομμάτια υφάσματος που στερεώνονταν με κουμπιά, πόρπες και περόνες. Τα συνηθέστερα ήταν ο ιωνικός χιτώνας που συνδυαζόταν συχνά με το λοξό ιμάτιο, το επίβλημα (πανωφόρι) και ο πέπλος. Ο τελευταίος εμφανίστηκε ήδη από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., αλλά αντικατέστησε το χιτώνα μόλις στη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ.

Τα ενδύματα κίνησαν το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών και έπαψαν να παριστάνονται σαν μια επίπεδη επιφάνεια, απέκτησαν βάθος και πλαστικότητα, επηρεάζοντας έτσι το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Oι εξελίξεις αυτές συνέβησαν πιθανόν σε διάφορα εργαστήρια, αλλά η κινητικότητα των καλλιτεχνών, η δημόσια έκθεση των έργων τους σε ιερά και σε νεκροταφεία, η διάδοση νέων εργαλείων και η ανταλλαγή εμπειρίας μεταξύ των γλυπτών που συγκεντρώνονταν στις πηγές του μαρμάρου συνέβαλαν στο συγχρονισμό της εξέλιξης στα διάφορα τοπικά κέντρα.

Γ. Κούροι και Κόρες (Εργαστήρια και Τύποι)

Γνωρίζουμε ένα πολύ μικρό αριθμό κούρων από την ανατολική Ελλάδα, με μόνη εξαίρεση τη Σάμο, όπου βρέθηκαν μερικές ικανοποιητικές σειρές. Οι γλύπτες της Ιωνικής καλλιτεχνικής σφαίρας δημιουργούν μορφές με ρέοντα περιγράμματα και με σχηματική ως διακοσμητική την απόδοση της ανατομίας τους. Τα κεφάλια είναι έντονα σφαιρικά, οι κομμώσεις στερεότυπες προς τα πίσω και τα μάτια σχιστά. Τα στοιχεία αυτά είχαν μάλλον ανατολική προέλευση και μεταλαμπαδεύτηκαν στο εικαστικό ιδίωμα της Δύσης (Ετρουρία, Μεγάλη Ελλάδα) μέσα από τις αποικίες της Φώκαιας.

Οι ανδρικές μορφές στην Ιωνία συναντώνται συχνά ντυμένες, ενώ μεγάλη διάδοση γνωρίζει ο καθήμενος τύπος (ανδρών και γυναικών), γνωστός ήδη από τη Δαιδαλική τεχνοτροπία. Το χαλαρό ενδιαφέρον για την ανατομία, αντισταθμίστηκε με την ιδιαίτερη ευαισθησία στην απόδοση των ενδυμάτων των κορών. Τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα προέρχονται από τη Χίο, τη Σάμο και τη Μίλητο. Το περίφημο σύνταγμα του Γενέλεω από τη Σάμο περιλαμβάνει μία καθιστή και μία ξαπλωμένη μορφή δίπλα σε μερικές τυπικές κόρες με κυλινδρικό σώμα, το οποίο αποτελεί φανερή επιρροή της παλιάς ανατολίτικης τεχνικής του σκαλίσματος σε κορμό δέντρου.

Στις Κυκλάδες οι γνωστοί κούροι προέρχονται από τη Θήρα, τη Μήλο, τη Δήλο, την Πάρο και τη Νάξο. Μόνο για τα δύο τελευταία νησιά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είχαν τα δικά τους εργαστήρια. Οι Κυκλαδικοί κούροι διαφέρουν από εκείνους της Ιωνίας, τόσο στο κεφάλι, όσο και στα ραδινά περιγράμματα και τις χαρίεσσες μορφές. Επίσης ορισμένες από τις κόρες της Ακρόπολης συνδέονται πιθανότατα με το ναξιακό εργαστήριο, ενώ μία συγγενική παράδοση διαφαίνεται στις κόρες - Καρυάτιδες του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άγαλμα φτερωτής Νίκης σε στάση "εν γούνασι δρόμου".

Βρέθηκε στη Δήλο και αποδίδεται στο Χίο γλύπτη Άρχερμο, ο οποίος εργάστηκε και στην Αθήνα. Στην Αττική οι κούροι ήταν πολύ διαδεδομένοι ως ταφικά σήματα. Οι παλαιότεροι από αυτούς, όπως η κεφαλή του Διπύλου και ο κούρος του Σουνίου, ανήκουν ακόμα στο τέλος του 7ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Ακολουθούν τύποι με τα κεφάλια κάπως πεπλατυσμένα και τα μαλλιά χτενισμένα σε φλογωτούς βοστρύχους πάνω από το μέτωπο (κούρος της Βολομάνδρας). Ο κούρος της Μερέντας -που βρέθηκε μαζί με την κόρη Φρασίκλεια- έχει χυτό εφηβικό σώμα και βρίσκεται πιο κοντά στα πρότυπα των κυκλαδικών εργαστηρίων.


Δεν αποκλείεται να είναι έργο του ίδιου πάριου γλύπτη που λάξευσε και τη Φρασίκλεια.  Αντίθετα, ο Κροίσος που βρέθηκε στην Ανάβυσσο έχει ρωμαλέο και μυώδες κορμί, χαρακτηριστικό της Αττικής γλυπτικής στο β' μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Εκτός από τη Φρασίκλεια ως επιτύμβια αναγνωρίζεται επίσης και η λεγόμενη κόρη (άλλοτε "θεά") του Βερολίνου με τα αδρά, σχεδόν διακοσμητικά χαρακτηριστικά της. Οι αναθηματικές κόρες της Ακρόπολης φορούν συχνά χιτώνα και ιμάτιο. Τα ενδύματα αυτά σχηματίζουν πλούσιες πτυχώσεις στην μπροστινή πλευρά του κορμού, εφαρμόζουν όμως στην πίσω πλευρά του.

Καθώς πολλοί ξένοι γλύπτες εργάστηκαν στα αφιερώματα της Ακρόπολης, δεν είναι πάντα εύκολο να διακριθούν τα Αττικά χαρακτηριστικά, τα οποία συγκροτούν ένα σαφές ιδίωμα κατά το τελευταίο τρίτο του 6ου αιώνα π.X. Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αυτής της περιόδου είναι η "Πεπλοφόρος", η "κόρη του Αντήνορα" και η λεγόμενη "κόρη Botticelli". Πολύ λιγότερα γνωρίζουμε για τα άλλα τοπικά εργαστήρια, όπως της Kορίνθου, όπου ανήκει ο λεπτοκαμωμένος κούρος της Τενέας, του Άργους με τις στιβαρές μορφές των Κλέοβη και Βίτωνα και του Πτώου, που παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με την Αττική παράδοση.

Δ. Αρχιτεκτονική Γλυπτική

Στους Αρχαϊκούς χρόνους η σημαντικότερη αρχιτεκτονική ήταν θρησκευτική. Έτσι η γλυπτή διακόσμηση κτηρίων συναντάται κυρίως σε ναούς, θησαυρούς και βωμούς. Μόνο προς το τέλος της περιόδου, τα κοσμικά κτήρια άρχισαν ν' ανταγωνίζονται τα θρησκευτικά. Η ανάπτυξη των δύο αρχιτεκτονικών ρυθμών, του Δωρικού και του Ιωνικού, στο β' μισό του 7ου αιώνα π.Χ. συνέδεσε τη χρήση της γλυπτής διακόσμησης με συγκεκριμένα μέρη του ναού. Υπάρχουν βέβαια κάποια δείγματα και από πρώιμα κτήρια στην Κρήτη, αλλά εκεί ο γλυπτός διάκοσμος δεν ακολουθεί τους κανόνες των παραπάνω ρυθμών.

Στο ναό του Πρινιά, για παράδειγμα, δύο καθιστές μορφές -σχεδόν ολόγλυφες- βρίσκονται πάνω από μια ζωφόρο με επαναλαμβανόμενο θέμα. Στο Δωρικό ρυθμό οι μετόπες -που παλιότερα ήταν ζωγραφιστές- φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις, ενώ το τριγωνικό αέτωμα είναι κοσμημένο αρχικά με ανάγλυφες μορφές και αργότερα με ολόγλυφες αφηγηματικές συνθέσεις. Στον Ιωνικό ρυθμό, αντίθετα, επικρατεί η ζωφόρος με διακοσμητικό και κατόπιν με αφηγηματικό περιεχόμενο. Επίσης, οι κίονες πολλές φορές φέρουν ανάγλυφες μορφές και τα κιονόκρανα προτομές ζώων ή μυθολογικών όντων.

Γενικά, η χρήση των γλυπτών στον Ιωνικό ρυθμό είναι λιγότερο προκαθορισμένη απ' ότι στο Δωρικό. Οι κίονες της πρόστασης κάποια στιγμή αντικαθίστανται από γυναικείες μορφές (καρυάτιδες), μια καινοτομία σαφώς ανατολικής προέλευσης. Και στους δύο αρχιτεκτονικούς ρυθμούς διακοσμούνται με ολόγλυφες μορφές οι γωνίες του αετώματος (ακρωτήρια), ενώ κεφαλές ανθρώπων ή ζώων καλύπτουν τους κρουνούς απορροής των υδάτων γύρω από τη στέγη (ακροκέραμοι και υδρορρόες). Tα μέλη αυτά στους παλαιότερους ναούς ήταν φτιαγμένα από πηλό.

- Αρχιτεκτονική Γλυπτική στην Κεντρική Ελλάδα

Αθήνα: 

Στην Ακρόπολη βρέθηκαν αρκετά αρχαϊκά αρχιτεκτονικά γλυπτά από πώρο, τα οποία συνήθως φέρουν γύψινο ζωγραφισμένο επίχρισμα. Αν και η χρονολογία καταστροφής τους δεν είναι επιβεβαιωμένη, θεωρείται πιθανό να μη συμπίπτει με την περσική λεηλασία του Ιερού βράχου, αλλά με την απομάκρυνση -μετά την πτώση της τυραννίδας (510 π.Χ.)- των γλυπτών που φτιάχτηκαν την εποχή του Πεισίστρατου. Από τα τμήματα των αετωμάτων που σώθηκαν διακρίνουμε το κεφάλι της Γοργούς, δύο λιοντάρια που κατασπαράζουν ταύρο, έναν τρισώματο δαίμονα, τη γέννηση της Αθηνάς και την υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο.

Τα αετώματα αυτά -που χρονολογούνται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.- πιθανότατα να προέρχονται από τον εκατόμπεδο ναό, του οποίου οι βάσεις σώζονται ανάμεσα στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο. Γύρω στο 520 π.Χ. αντικαταστάθηκαν από μαρμάρινα γλυπτά, από τα οποία σώζονται μία Αθηνά και δύο γίγαντες σε παράσταση γιγαντομαχίας. Πρόκειται οπωσδήποτε για έργα μεγάλου γλύπτη, ο οποίος επιχείρησε να λύσει κάποια από τα προβλήματα που θέτουν οι μορφές, όταν αποδίδονται σε ζωηρή κίνηση.

Δελφοί: 

Στους Δελφούς ο ναός του Απόλλωνα χτίστηκε με εργολαβία, που είχε πάρει από το ιερό η Αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμαιονιδών. Σώζονται ελάχιστα τμήματα, μεταξύ των οποίων και μία Νίκη σε "εν γούνασι δρόμο", η οποία αποτελούσε το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος. Στο αέτωμα αυτό οι μορφές βρίσκονταν σε ασύνδετη παρατακτική διάταξη και ήταν μαρμάρινες. Στο δυτικό αέτωμα, που ήταν πώρινο, εικονιζόταν παράσταση γιγαντομαχίας με κεντρικό θέμα το τέθριππο άρμα του Δία. Η χρήση παριανού μαρμάρου για την πρόσοψη του ναού ήταν μια προσφορά των Αλκμαιονιδών στον Απόλλωνα, η οποία δε συμπεριλαμβανόταν στη συμφωνία που είχε προηγηθεί.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γλυπτά από τους θησαυρούς του ιερού. Από το θησαυρό των Σιφνίων σώζεται ένα μέρος του ανατολικού αετώματος, σχεδόν ολόκληρη η ζωφόρος και τμήματα από τις δύο καρυάτιδες της πρόστασης. Οι Σίφνιοι είχαν πλουτίσει χάρις στα ορυχεία του νησιού και ο θησαυρός ήταν δεκάτη από τον πλούτο τους. Τα γλυπτά αυτού του θησαυρού -που χρονολογείται γύρω στο 525 π.Χ.- αποτελούν την κορύφωση της Αρχαϊκής αρχιτεκτονικής γλυπτικής και δίνουν λύση στο πρόβλημα της απεικόνισης σε χαμηλό ανάγλυφο περίπλοκων σκηνών δράσης με πολλά επίπεδα.

Θα πρέπει να ήταν εντυπωσιακά, καθώς ήταν επιζωγραφισμένα και έφεραν μετάλλινες προσθήκες, κυρίως κοσμήματα και όπλα. Αρκετά νεότερες, αλλά και πιο προχωρημένες στην τεχνική είναι οι μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων, στις οποίες απεικονίζονται άθλοι του Ηρακλή και του Θησέα.


Αίγινα: 

Ο μεγάλος ναός της Αφαίας στην Αίγινα χτίστηκε γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Τα δύο αετώματά του απέχουν χρονολογικά μία περίπου δεκαετία. Οι διαφορές ωστόσο είναι αρκετά έντονες, γιατί την περίοδο αυτή η γλυπτική εξελισσόταν με γοργούς ρυθμούς. Και στα δύο βλέπουμε σκηνές μυθολογικής μάχης (πιθανόν τους Έλληνες στην Τροία) με δεσπόζουσα τη μορφή της Αθηνάς. Tο ένα από τα δύο έχει αποδοθεί από ορισμένους ερευνητές στο ντόπιο γλύπτη Ονάτα.

Διακρίνονται σημαντικές πρόοδοι στην απόδοση των πεσμένων και συστρεφόμενων μορφών, αλλά παράλληλα και αρκετές επιρροές από τη χαλκοπλαστική, όπως είναι οι καθαρές γραμμές, οι οξείες γωνίες, η σαφήνεια των λεπτομερειών και τα μετάλλινα εξαρτήματα. Τα γλυπτά αυτά αγοράστηκαν το 1811 από το Λουδοβίκο της Βαυαρίας και σήμερα φυλάσσονται στο Μόναχο.

- Αρχιτεκτονική Γλυπτική στην Περιφέρεια

Κέρκυρα: 

Στη ζώνη επιρροής της Κορινθιακής τέχνης εμφανίζονται συχνά τα πήλινα ακροκέραμα, η εφεύρεση των οποίων αποδίδεται στο Σικυώνιο γλύπτη Βουτάδη. O Δωρικός ναός της Άρτεμης στην Κέρκυρα αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Στο ναό αυτό το τύμπανο του αετώματος είναι διακοσμημένο με πώρινο ανάγλυφο. Στο κέντρο του απεικονίζεται η Γοργόνα Μέδουσα πλαισιωμένη από τον Πήγασο, το Χρυσάωρα, καθώς και από δύο λεοπαρδάλεις. Παρ' ότι οι μορφές είναι ακόμα χοντροκομμένες, ήδη στο έργο αυτό -που χρονολογείται γύρω στο 580 π.Χ.- ο γλύπτης έχει αρχίσει να λαμβάνει υπόψη του τη γωνία υπό την οποία το βλέπουν οι προσερχόμενοι στο ναό.

Ανατολική Ελλάδα: 

Ο ναός της Αθηνάς στην αιολική Άσσο είναι ένα σπάνιο παράδειγμα Δωρικού κτίσματος από τη Μικρά Ασία. Έφερε μετόπες και ζωφόρο αλλά όχι γλυπτά στο αέτωμα. Από τη ζωφόρο σώζονται μία σκηνή συμποσίου και μερικοί άθλοι του Ηρακλή. Tα ανάγλυφα αυτά χρονολογούνται ανάμεσα στο 540 και 520 π.Χ., και είναι ακόμη προσκολλημένα στα ανατολικά πρότυπα. Ανάγλυφες μορφές από κίονες προέρχονται από το ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, του Απόλλωνα στα Δίδυμα, καθώς και από την Κύζικο. Στη Θάσο, τέλος, συναντάμε ανάγλυφη διακόσμηση με μορφή σατύρου σε μία από τις πύλες της πόλης -συνήθεια γνωστή από τη Χεττιτική παράδοση- καθώς και κιονόκρανα με μορφή πήγασου, Αχαιμενιδικής ίσως έμπνευσης.

Ε. Άλλα Αρχαϊκά Γλυπτά

Ένα ιδιαίτερο στυλ γλυπτικής είχε ήδη αναπτυχθεί στην Κρήτη στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., το οποίο όφειλε αρκετά στοιχεία του σε ανατολικές επιρροές. Ταυτόχρονα όμως η δόμηση των όγκων του ανθρώπινου σώματος απλευθερωνόταν σιγά σιγά από τη σχηματικότητα και προσέγγιζε μία πιο φυσιοκρατική αντίληψη. Η τάση αυτή εκφράστηκε μέσα από μία νέα τεχνική, τη σφυρηλάτηση. Χαρακτηριστικά δείγματα του τέλους αυτής της περιόδου είναι τρία αγάλματα από το Δρηρό, ένα αντρικό και δύο γυναικεία, που ταυτίζονται συνήθως με την απολλώνια τριάδα.

Φτιάχτηκαν από σφυρηλατημένα φύλλα ορείχαλκου, που είχαν στερεωθεί με καρφιά πάνω σε ξύλινο σκελετό, και αποτελούσαν προφανώς τα λατρευτικά αγάλματα του ναού του Δρηρού. Την ίδια εποχή, μία ανάλογη τεχνοτροπία εντοπίζεται σε ανθρωπόμορφα αγγεία από το Ιδαίο άντρο και σε χυτά αγαλματίδια από την Κνωσό, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η εξέλιξη αυτή ήταν γηγενής. Με μικτή τεχνική (χύτευση και σφυρηλάτηση) κατασκευάστηκε προφανώς ένα άλλο λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα Οπλίτη, το οποίο βρέθηκε πρόσφατα σε ναό της αρχαίας Μητρόπολης, στη δυτική Θεσσαλία.

Αν και αρκετά νεότερο -χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.- φαίνεται ωστόσο πως συνδέεται με την ίδια παράδοση, από την οποία προήλθε και η προτομή μιας Νίκης από την Ολυμπία. Ορισμένα κεφάλια γρυπών και λεόντων, επίσης από την Ολυμπία, φέρουν εντονότερες τις Ιωνικές επιδράσεις. Η χαλκοπλαστική μεγάλων αγαλμάτων έδωσε εξαίρετα έργα, κυρίως στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Απόλλωνας του Πειραιά (530 - 520 π.Χ.), που κατά καιρούς θεωρήθηκε λανθασμένα ρωμαϊκό αντίγραφο, και ο Ποσειδώνας από την Κρεύση της Βοιωτίας.

Ένας άλλος τύπος αγάλματος, διαδεδομένος κατά την Αρχαϊκή περίοδο, ήταν η μορφή του έφιππου άνδρα. Τα καλύτερα δείγματα προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο λεγόμενος "ιππέας Rampin" χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και ο γλύπτης του είχε κατασκευάσει και άλλα αναθήματα στον Αθηναϊκό βράχο. Το εμπρόσθιο τμήμα ενός αλόγου με τον αναβάτη του μας φανερώνει τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν στη μελέτη της ανατομίας των ζώων. Ωστόσο, οι γλύπτες της Αρχαϊκής περιόδου έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στην απεικόνιση του λιονταριού.

Ένα από τα πρωιμότερα προέρχεται από την Ολυμπία, ενώ κάποια άλλα Κορινθιανίζουσας τεχνοτροπίας έχουν ως τόπο προέλευσής τους την Κέρκυρα, την Περαχώρα και το Λουτράκι. Μία σειρά λιονταριών παραταγμένων κατά τον Αιγυπτιακό τρόπο είχε αφιερωθεί από τους Ναξίους στη Δήλο. Σήμερα είναι όλα πολύ κατεστραμμένα, για να διακρίνει κανείς το στυλ τους. Ένα μάλιστα από αυτά, αφού στόλισε για κάμποσα χρόνια το λιμάνι του Πειραιά -απ' όπου προήλθε και το όνομα Πόρτο Λεόνε- μεταφέρθηκε στο Αρσενείο της Βενετίας.

Τέλος, οι Σφίγγες αποτελούσαν το αγαπημένο θέμα των γλυπτών στα επιτύμβια μνημεία, από το β' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. και ύστερα. Συναντώνται προπάντων στην Αττική, αλλά και στην Κόρινθο και σε άλλες περιοχές του Ελληνικού κόσμου και βρίσκονται κατά κανόνα τοποθετημένες στην κορυφή στηλών με φυτική επίστεψη. Τα αναθηματικά ανάγλυφα του 6ου αιώνα π.Χ. απεικονίζουν συχνότερα ήρωες και αφηρωισμένους νεκρούς, παρά θεούς. Στα ανάγλυφα αυτά είναι συχνή η απεικόνιση και του αναθέτη, του οποίου η φιγούρα είναι σε μέγεθος μικρότερη συνήθως από εκείνη των ηρώων.


Κεραμική

Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας το πέρασμα από τη Γεωμετρική κεραμική παράδοση στη νέα ανατολίζουσα διάθεση και στη συνέχεια η ανάπτυξη των τοπικών Αρχαϊκών εργαστηρίων συνέβη ομαλά. Στην Ανατολική Ελλάδα αναπτύχθηκαν πολλά τοπικά εργαστήρια, με ξεχωριστά εκείνα της Μιλήτου και των Κλαζομενών, τα έργα των οποίων εξαπλώθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, ενώ παράλληλα έδωσαν πνοή και στις δημιουργίες των Ιώνων αποίκων στην Ιταλία.

Το σημαντικότερο όμως κέντρο κεραμικής, σχεδόν για ολόκληρο τον 7ο αιώνα π.Χ., ήταν η Κόρινθος, η οποία με την ανακάλυψη της μελανόμορφης τεχνικής έδωσε τα μέσα για την ανάπτυξη της ακρίβειας και της εκφραστικότητας στην αγγειογραφία. Τα στοιχεία αυτά επεξεργάστηκαν οι Αθηναίοι κεραμείς στον πρωτοαττικό ρυθμό, πράγμα που οδήγησε στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του μελανόμορφου ρυθμού στην Αθήνα. Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα αριστουργήματα της Αττικής κεραμικής είχαν ήδη επικρατήσει των ανταγωνιστών τους σε όλες τις αγορές. Η εμφάνιση τoυ ερυθρόμορφου ρυθμού, που ήταν μια καθαρά Αθηναϊκή έμπνευση, δε σήμανε το τέλος της παλιάς τεχνοτροπίας.

Μελανόμορφα αγγεία συνέχισαν να παράγονται για περίπου μισό αιώνα ακόμα, και οι Παναθηναϊκοί αμφορείς για πολύ περισσότερο. Από την κεραμική αυτής της περιόδου αντλούμε και τις πληροφορίες μας για τη μεγάλη ζωγραφική, καθώς γνωρίζουμε ελάχιστα μόνο δείγματά της. Εκτός από τις παραπάνω πόλεις, γραπτή κεραμική παράγονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στις Κυκλάδες, στο Άργος, στην Εύβοια, στη Λακωνία και στη Βοιωτία.

Α. Κεραμική Ανατολικής Ελλάδας

Το πέρασμα από την Υπογεωμετρική κεραμική σ' εκείνη της Αρχαϊκής περιόδου φαίνεται καλύτερα στον τύπο των "κυλίκων με πουλιά ή ρόδακες", όπως αποκαλούνται με βάση τη διακόσμησή τους. Θεωρείται ότι πρωτοεμφανίστηκαν στη Ρόδο στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια παράγονταν σε περισσότερα κέντρα με σπουδαιότερο εκείνο της περιοχής των Κλαζομενών. Η παραγωγή τους σταμάτησε γύρω στα 600 π.Χ., αφού είχαν ήδη γνωρίσει σημαντική διάδοση στον Εύξεινο Πόντο και στη Μεγάλη Ελλάδα. Συναφή ομάδα αποτελούσαν και οι "κύλικες με οφθαλμούς", των οποίων η παραγωγή εντοπίζεται μάλλον στη νότια Ιωνία στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.

Ακόμη ένας τύπος αγγείων πόσης, οι λεγόμενες ιωνικές κύλικες, φαίνεται πως κατασκευάζονταν κυρίως στη Mίλητο και στη Σάμο από το τελευταίο τρίτο του 7ου αιώνα ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Ένας άλλος τύπος γραπτής κεραμικής από την ανατολική Ελλάδα είναι ο λεγόμενος "ρυθμός των αιγάγρων", ο οποίος παραγόταν σε πολλά εργαστήρια μεταξύ του 650 και 550 π.Χ. Αναγνωρίζεται εύκολα από τις επάλληλες ζώνες με ζώα και φυτικά κοσμήματα. Οι μορφές σχεδιάζονταν με μελανό χρώμα πάνω σε υπόλευκο στρώμα που κάλυπτε όλη την επιφάνεια του αγγείου. Η επικρατέστερη ταξινόμηση διακρίνει μία πρώιμη, μία μέση (I, II και III) και μία ύστερη φάση.

Oι φάσεις αυτές δεν έχουν την ίδια διάρκεια σε όλες τις περιοχές, αλλά σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν στη δεκαετία 650 - 640 π.Χ. η πρώιμη, στην περίοδο 640 - 580 π.Χ. η μέση και στην περίοδο 580 - 550 π.Χ. η ύστερη. Τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής βρίσκονταν στη Μίλητο, στις Κλαζομενές, στην Τέο, στη Χίο, στην Αιολίδα και στην ανατολική Δωρίδα. Η κεραμική του ρυθμού των αιγάγρων εξαπλώθηκε από την ανατολική Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο ως την Ιταλία και τη βόρεια Αφρική. Αυτό άλλωστε δικαιολογεί την ύπαρξη πολυάριθμων απομιμήσεων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν εκείνες της Καρίας, της Ετρουρίας και της Θάσου.

Κατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., η Χίος αποτέλεσε ένα σημαντικό κέντρο κεραμικής με ιδιόρρυθμα σχήματα -όπως οι περίφημοι χιακοί κάλυκες- και με ποικιλία "πειραματικών" ρυθμών, όπως ήταν ο μελανόμορφος. Ο μελανόμορφος ρυθμός όμως βρήκε σημαντικότερη εφαρμογή στα εργαστήρια των Κλαζομενών, τα οποία πιθανόν να εμπνέονταν από τα Αττικά πρότυπα. Παρήγαγαν κυρίως αγγεία μεγάλου σχήματος, όπως αμφορείς και κρατήρες, μεταξύ του 560 και 520 π.Χ. Εκτός από τα αγγεία, η τεχνική του μελανόμορφου ρυθμού εφαρμόστηκε και στις φημισμένες Κλαζομενιακές πήλινες σαρκοφάγους.

Στην ίδια περίοδο ακόμα τοποθετείται και η παραγωγή μιας ομάδας μικρογραφικών κυλίκων και κανθάρων που αποδίδονται σε Σαμιακό εργαστήριο, καθώς και εκείνη του "ρυθμού Φικελλούρα", που ήταν προϊόν εργαστηρίου της Μιλήτου. Τα αγγεία του ρυθμού Φικελλούρα συνδυάζουν γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα με εικονιστικές παραστάσεις, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται από χιουμοριστική διάθεση και αφρόντιστο σχέδιο. Μεταξύ των υπόλοιπων εργαστηρίων ξεχωρίζουν εκείνα της Ρόδου, από τα οποία προέρχεται η "ομάδα της Βρουλιάς" με κόκκινα και λευκά φυτικά μοτίβα πάνω σε φαιομελανή επίστρωση.

Μερικές ομάδες αγγείων με πλούσιες παραστάσεις και φροντισμένο σχέδιο, που έχουν βρεθεί αποκλειστικά στην Ετρουρία, συνδυάστηκαν κατά καιρούς με εργαστήρια της ανατολικής Ελλάδας. Πρόκειται για τις Κερετανές υδρίες, και για τις ομάδες Northampton και Campana. Οι δύο τελευταίες ομάδες συνδέονται με τις Kλαζομενές, ενώ εκείνη των υδριών με τη Φώκαια. Tο πιθανότερο όμως είναι ότι όλα αυτά τα αγγεία φτιάχτηκαν από τεχνίτες που μετανάστευσαν στην Iταλία, πιθανώς την εποχή του μεταναστευτικού ρεύματος που δημιούργησε ηκατάκτηση της Ιωνίας από τους Πέρσες.

Β. Πρωτοκορινθιακή και Κορινθιακή Κεραμική

Το σημαντικότερο εργαστήριο κεραμικής κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. ήταν εκείνο της Κορίνθου, τόσο από την άποψη των νεoτερισμών και της ευρηματικότητας που επέδειξε, όσο και από την πλευρά της διάδοσης των αγγείων του, και συνεπώς της επιρροής που άσκησε στα άλλα κέντρα. Στην Κόρινθο η μετάβαση από τα γεωμετρικά προς τα ανατολίζοντα πρότυπα έγινε πολύ νωρίς, προφανώς γιατί η πόλη είχε αναπτυγμένες εμπορικές δραστηριότητες και μεγάλη εξοικείωση με την ανατολική μικροτεχνία. Η επικράτηση των φυσιοκρατικών τάσεων βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καλλιεργημένη αίσθηση μικρογραφικής ακρίβειας των Κορίνθιων αγγειογράφων.


H τεχνική που επέτρεψε τη διακόσμηση μικρών αγγείων -όπως ήταν οι σφαιρικοί αρύβαλλοι και οι κοτύλες- ήταν μια εφεύρεση των Κορίνθιων αγγειογράφων και ονομάστηκε μελανόμορφη τεχνική. Σ' αυτήν η μορφή σχεδιαζόταν σαν σκιαγραφία, αλλά πριν από το ψήσιμο του αγγείου οι λεπτομέρειες χαράσσονταν με ένα αιχμηρό εργαλείο αφαιρώντας ταυτόχρονα μία λεπτή λουρίδα βερνικιού. H παραγωγή στον Κορινθιακό Κεραμεικό χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους με αρκετές υποκατηγορίες. H κάθε περίοδος διήρκεσε περίπου έναν αιώνα: η Πρωτοκορινθιακή από το 720 έως το 625 π.Χ. και η Κορινθιακή από το 625 μέχρι το 535 π.Χ.

- Πρωτοκορινθιακή
  • Πρώιμη Πρωτοκορινθιακή ή περίοδος των σφαιρικών αρυβάλλων, 720 - 690 π.Χ. Αρύβαλλοι και κοτύλες διακοσμούνταν με ζώα και φυτά -πραγματικά ή φανταστικά- συχνά ζωντανεμένα με επίθετα χρώματα. 
  • Μέση πρωτοκορινθιακή I ή περίοδος των ωοειδών αρυβάλλων I, ή περίοδος του Α' μελανόμορφου ρυθμού, 690 - 670 π.Χ. Μαζί με το νέο τύπο αρυβάλλων εμφανίζεται και μια ριζική στροφή στο θεματολόγιο. Τα φυτικά μοτίβα και τα ζώα υποχωρούν σε δευτερεύουσες ζώνες, παραχωρώντας την κυρίως επιφάνεια του αγγείου σε αφηγηματικές σκηνές.
  • Μέση πρωτοκορινθιακή II ή περίοδος των ωοειδών αρυβάλλων, ή περίοδος του Β' μελανόμορφου ρυθμού, 670-650 π.Χ. Η περίοδος αυτή αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της πρωτοκορινθιακής αγγειογραφίας. Οι αναλογίες των μορφών απέκτησαν φυσικότητα, οι μορφές που αλληλοεπικαλύπτονταν αποδόθηκαν πιστά με μια αίσθηση βάθους και η μικρογραφική δεξιοτεχνία κατέκτησε τη σχολαστική ακρίβεια. Ένα ωραίο δείγμα αυτών των επιτευγμάτων είναι ο αρύβαλλος Mac-Millan.
  • Ύστερη πρωτοκορινθιακή ή περίοδος των απιόσχημων αρυβάλλων, 650 - 625 π.Χ. Στην τελευταία φάση του ο πρωτοκορινθιακός μελανόμορφος ρυθμός πειραματίστηκε αρκετά με τα επίθετα χρώματα, δημιουργώντας μια ιδιότυπη πολυχρωμία. Στην περίοδο αυτή ανήκουν εξαίρετα αγγεία, όπως η όλπη Chigi, που εμφανίζουν την τάση ν' αποδίδουν φυσιοκρατικά τις μορφές, ενώ απουσιάζουν σχεδόν τελείως τα διακοσμητικά μοτίβα.
- Κορινθια
  • Μεταβατική, 625 - 610 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή συνεχίστηκαν αρκετά από τα στοιχεία της προηγούμενης, με φανερά ωστόσο τα σημάδια κάποιας σχηματοποίησης και άψυχης επανάληψης.
  • Πρώιμη κορινθιακή, 610 - 580 π.Χ. Παράλληλα με τις γνωστές ζωφόρους ζώων, που σε αυτή τη φάση γεμίζονταν με διάφορα παραπληρωματικά μοτίβα και κυρίως με ρόδακες, τα μεγάλα αγγεία -όπως ο κιονωτός κρατήρας- εξακολούθησαν να κοσμούνται με διηγηματικές σκηνές, συνήθως απλουστευμένες και αφρόντιστες.
  • Μέση κορινθιακή, 580 - 555 π.Χ. Στη φάση αυτή τα σώματα των ζώων επιμηκύνονταν, για να γεμίζουν εύκολα τις ζωφόρους, ενώ ακόμα και οι ρόδακες μετασχηματίστηκαν σταδιακά σε απλές κουκκίδες.
  • Ύστερη κορινθιακή, 555 - 535 π.Χ. Οι Κορίνθιοι κεραμείς και αγγειογράφοι, προκειμένου να συναγωνιστούν τους Αθηναίους, μιμήθηκαν το σχήμα του ενιαίου αμφορέα και τη διακόσμηση "σε μετόπες". Ορισμένοι ζωγράφοι επεξεργάστηκαν κάποιες ενδιαφέρουσες παραστάσεις με χρήση επίθετου λευκού και κόκκινου χρώματος. Αυτά ήταν και τα τελευταία έργα που είχαν να επιδείξουν κάποιες αξιώσεις. Ό,τι ακολούθησε μετά το 535 π.Χ., ήταν ασήμαντα -συνήθως μικρού μεγέθους- έργα για τοπική κυρίως κατανάλωση.
Γ. Πρωτοαττικός Ρυθμός

Πρωτοαττική ονομάζεται η αττική αγγειογραφία του 7ου αιώνα π.Χ., η οποία από πολλές απόψεις αποτέλεσε τον αντίποδα της Πρωτοκορινθιακής αγγειογραφίας. Έδειχνε μια ιδιαίτερη προτίμηση στα μεγάλα σχήματα αγγείων, στα οποία μπορούσε να αναπτύξει με ελευθερία μνημειώδεις μορφές και να επιδοθεί σε κάθε λογής πειραματισμούς, ενώ παράλληλα διαμόρφωσε και μια αντίληψη διάκρισης των όψεων του αγγείου σε κύρια και δευτερεύουσα. Στην κύρια τοποθετούσε τη σημαντική παράσταση, ενώ τη δευτερεύουσα μερικές φορές την κοσμούσε μόνο με απλά φυτικά κοσμήματα.

Η σκιαγραφία και το περίγραμμα για τις μορφές ήταν τεχνικές με ευρεία χρήση στις αρχές του αιώνα, αλλά σταδιακά εγκαταλείφθηκαν. Η χρήση της χάραξης για την απόδοση των λεπτομερειών άρχισε σχετικά αργά και παρέμεινε σποραδικό φαινόμενο. Επίθετα χρώματα -κυρίως το λευκό και κάπως λιγότερο το κόκκινο- χρησιμοποιούνταν συχνά γύρω στα μέσα του αιώνα, ενώ περιορίστηκαν και πάλι προς το τέλος του. Οι παραστάσεις αντλούσαν τη θεματογραφία τους από τη μυθολογία. Οι μορφές, ακόμα κι όταν πρόκειται για τα ανατολικά τέρατα έχουν τη γωνιώδη δομή των γεωμετρικών τους προκατόχων.

Από τη μια μεριά ο αφηγηματικός χαρακτήρας των σκηνών, και από την άλλη η απόρριψη κάθε ρυθμιστικής σύμβασης στην κατανομή των μορφών επέτρεψαν τη δημιουργία μερικών από τις πιο ζωντανές συνθέσεις της εποχής. Η πρωτοαττική αγγειογραφία χωρίζεται στις ακόλουθες περιόδους:

- Πρώιμη πρωτοαττική, 700 - 675 π.Χ.

Συνεχίστηκε η παραγωγή αγγείων με πλαστική διακόσμηση και με θεματολόγιο που εμπνεόταν από κάποια γεωμετρικά πρότυπα. Ωστόσο, δεν απεικονίζονταν ακόμα μυθολογικές σκηνές. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της εποχής αυτής ήταν ο ζωγράφος του Αναλάτου και ο ζωγράφος των Μεσογείων.

- Μέση πρωτοαττική, 675 - 650 π.Χ.

Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η αττική αγγειογραφία αποκόπηκε από τις μεγάλες αγορές και τις εξελίξεις, γεγονός που της επέτρεψε να προχωρήσει σε έρευνα και καινοτομίες. Προτίμηση υπήρχε για τα αγγεία μεγάλου σχήματος, στα οποία μπορούσαν ν' αναπτυχθούν αφηγηματικές μυθολογικές σκηνές. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι των τάσεων αυτών υπήρξαν ο ζωγράφος του Πολύφημου και ο ζωγράφος της Οινοχόης των κριών.


- Ύστερη πρωτοαττική, 650 - 630 π.Χ.

Στα χρόνια αυτά άρχισε η μίμηση της Κορινθιακής μελανόμορφης τεχνικής, η οποία όμως εφαρμόστηκε με παράλληλη χρήση του λευκού και του κόκκινου χρώματος δημιουργώντας τριχρωμία. Διατηρήθηκε επίσης η προτίμηση για τις μνημειώδεις μορφές και τα μυθολογικά θέματα.

- Πρωτομελανόμορφος στην Αττική, 630 - 600 π.Χ.

Η τελευταία αυτή φάση αντιστοιχεί στην πλήρη επικράτηση του μελανόμορφου ρυθμού και διακρίνεται για τις έντονες Κορινθιακές επιρροές στην εικονογραφία. O σημαντικότερος αγγειογράφος της εποχής είναι ο ζωγράφος του Νέσσου, ο οποίος κατορθώνει να συγκεράσει την τεχνική αρτιότητα και την ακρίβεια της Πρωτοκορινθιακής κεραμικής με το δυναμισμό και τη δραματικότητα της πρωτοαττικής. Ζωγραφίζει μεγάλους σκυφοειδείς κρατήρες και αμφορείς.

Δ. Αγγεία Μελανόμορφου Ρυθμου Ι (Πρώιμη Περίοδος)

Στο ξεκίνημα του 6ου αιώνα π.Χ., η Αθηναϊκή κεραμική ανάπτυξε νέα σχήματα και αφομοίωσε τις Κορινθιακές επιδράσεις, από τις οποίες η πιο ευδιάκριτη ήταν οι ζωφόροι με ζώα και τέρατα. Tα αγγεία αυτής της περιόδου συναγωνίζονται στις αγορές της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου τα κορινθιακά, καθώς και εκείνα των ανατολικών εργαστηρίων. Από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους υπήρξε ο ζωγράφος των Γοργόνων. Οι μυθολογικές σκηνές είναι ακόμα περιορισμένες και τα "Κορινθιανίζοντα" ζώα καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Από την Κόρινθο εισήχθησαν και άλλα νέα σχήματα, όπως η "κύλικα των Κωμαστών", η κοτύλη, και ο κιονωτός κρατήρας.

H ομάδα των καλλιτεχνών που τα διακοσμούσε ονομάζεται ομάδα των Κωμαστών. O τελευταίος αυτής της γενιάς υπήρξε ο Σοφίλος (580 - 570 π.Χ. περίπου), που ήταν ταυτόχρονα και ο πρώτος αγγειογράφος που έχει σωθεί με το πραγματικό του όνομα. Έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους μύθους, ήταν κάπως αδέξιος στις λεπτομέρειες, αλλά δε δίσταζε να καινοτομήσει, όπως για παράδειγμα στην απεικόνιση των αγώνων προς τιμήν του νεκρού Πάτροκλου. Κατά το β' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ., ένα από τα κυρίαρχα σχήματα της αττικής κεραμικής ήταν οι "κύλικες της Σιάνας".

Tο όνομά τους προήλθε από ένα νεκροταφείο στη Ρόδο και συνδυάζουν Κορινθιακά εικονογραφικά στοιχεία με γραμμική διακόσμηση και υψηλό πόδι, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολική Ελλάδα. Στο εσωτερικό τους υπάρχει συνήθως ένα έμβλημα με ανθρώπινες μορφές ή ζώα, ενώ εξωτερικά άλλοτε υπάρχουν δύο επάλληλες ζώνες με διαφορετικό θέμα κι άλλοτε ένα ενιαίο θέμα απλώνεται και καλύπτει το χείλος και το σώμα του αγγείου. Κύλικες της Σιάνας διακόσμησαν μεταξύ άλλων κι ο ζωγράφος C και ο ζωγράφος της Xαϊδελβέργης. Ένα εξαίρετο έργο αυτής της περιόδου είναι το περίφημο αγγείο Φρανσουά, που πήρε το όνομά του από τον ανασκαφέα του.

Πρόκειται για ένα μεγάλο κρατήρα με ελικωτές λαβές που φέρει δυο φορές τις υπογραφές του κεραμέα Εργότιμου και του αγγειογράφου Κλειτία. Σχεδόν ολόκληρο κοσμείται με μυθολογικές παραστάσεις που περιλαμβάνουν 270 μορφές και 121 επιγραφές. Απεικονίζονται το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, αγωνίσματα προς τιμήν του νεκρού Πάτροκλου, ο επινίκιος χορός του Θησέα, η μάχη των Κενταύρων με τους Λαπίθες, η πομπή των θεών προς το σπίτι του Πηλέα, ο Αχιλλέας να κυνηγά τον Τρωίλο, η επιστροφή του Ήφαιστου στον Όλυμπο, ο Αίας που μεταφέρει το νεκρό Αχιλλέα και η μάχη μεταξύ Πυγμαίων και γερανών.

Η τόσο πλούσια διακόσμηση και η αυστηρά μελετημένη σύνθεσή του καθιστούν το αγγείο αυτό μοναδικό. Ένας άλλος ενδιαφέρον αγγειογράφος αρχικά, -και κατόπιν αγγειοπλάστης- ήταν ο Νέαρχος, ο οποίος χαρακτηριζόταν από ευαισθησία και αγάπη για τη μικρογραφική λεπτομέρεια. Διακόσμησε κανθάρους, αρυβάλλους και άλλα μικρά αγγεία. Στη δεκαπενταετία πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., γνώρισε σημαντική διάδοση ένας τύπος αμφορέα με ωοειδές σώμα και κυλινδρικό λαιμό, που ονομάζεται "Tυρρηνικός".

Εξαγόταν κυρίως στις αγορές της Δύσης και στη διακόσμησή του χρησιμοποιούνταν ένας συνδυασμός της μελανόμορφης τεχνικής και της πολυχρωμίας για την απόδοση σκηνών από το μύθο ή από την καθημερινή ζωή. Τα στοιχεία αυτά έκαναν τους "Tυρρηνικούς" αμφορείς πιο ελκυστικούς για τους Ετρούσκους αγοραστές που είχαν συνηθίσει στην κορινθιακή παραγωγή.

Ε. Αγγεία Μελανόμορφου Ρυθμου ΙΙ (Ώριμη Περίοδος)

Ανάμεσα στο 560 και το 525 π.Χ, έδρασαν τρεις από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του μελανόμορφου ρυθμού: ο Λυδός, ο ζωγράφος του Άμαση και ο Εξηκίας. Ο Λυδός -που όπως φανερώνει και το όνομά του είχε πιθανόν Λυδική καταγωγή- πρέπει να καθοδηγούσε ένα ολόκληρο εργαστήριο, εφόσον δύσκολα διακρίνονται τα έργα που φέρουν την υπογραφή του, από άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας. Ζωγράφισε σχεδόν όλους τους τύπους αγγείων, καθώς και μια σειρά από νεκρικούς πίνακες. Στα καλύτερα έργα του, όπως στο δίνο από την Ακρόπολη, έχει δώσει μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια κι έχει αποδώσει με ιδιαίτερη ευαισθησία τα ζώα.

Οι συνθέσεις του ήταν τολμηρές, ακόμα κι όταν χειριζόταν τυποποιημένα μυθολογικά θέματα. Ο ίδιος πρέπει να έδρασε μέχρι περίπου το 540 π.Χ., αλλά οι μαθητές του διατήρησαν ζωντανή την τεχνοτροπία του μέχρι και το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Ο ζωγράφος του Άμαση πήρε το όνομά του από τον αγγειοπλάστη του οποίου τα αγγεία διακοσμούσε αρκετά συχνά. Κατά πάσα πιθανότητα όμως, ο αγγειογράφος και ο κεραμέας ήταν το ίδιο πρόσωπο. Καθώς η σταδιοδρομία του διήρκεσε πάνω από τριάντα χρόνια, δημιούργησε και διακόσμησε σχεδόν όλους τους τύπους των αγγείων -εκτός από υδρίες και κρατήρες- και η τεχνοτροπία του εξελίχθηκε σημαντικά.

Τα αγαπημένα του σχήματα ήταν ο αμφορέας με λαιμό και η λήκυθος του τύπου της "Δηιάνειρας". Εκτός όμως από πολύ καλός ζωγράφος υπήρξε και σπουδαίος χαράκτης. Απέδιδε με λεπτομερή ακρίβεια τα κοσμήματα και τα ρούχα, τα όπλα και ιδίως τα επισήματα των ασπίδων. Είχε αδυναμία στη Διονυσιακή θεματολογία και η δεξιοτεχνία του κατά κάποιον τρόπο προανήγγειλε την ερυθρόμορφη τεχνική, που θα ακολουθούσε. Ο Εξηκίας ήταν κι αυτός ταυτόχρονα κεραμέας και αγγειογράφος και οφείλει πολλά στην τεχνική και στην παράδοση μιας ομάδας, από την οποία προήλθε, και που ονομάζεται συμβατικά "ομάδα Ε".


Ξεχωρίζει για τα αγαλματώδη πρότυπα των μορφών του, τις αναπτυγμένες τρισδιάστατες πτυχώσεις των ρούχων, τα πλούσια κοσμήματα, τις καλοδουλεμένες πανοπλίες και τις φροντισμένες χαίτες των αλόγων. Οι καινοτομίες του εκτείνονται σ' όλους τους τομείς: πιθανόν αυτός πρώτος να χρησιμοποίησε το κόκκινο - κοραλλί χρώμα και να σχεδίασε τα γνωστά αποτροπαϊκά μάτια στις λεγόμενες "οφθαλμωτές" κύλικες. Επιπλέον, επιλέγει πρωτότυπους τρόπους για την απεικόνιση γνωστών μυθολογικών επεισοδίων, όπως στην περίπτωση της αυτοκτονίας του Αίαντα ή στην επιστροφή των Διόσκουρων.

Την ίδια περίοδο αναπτύσσεται και η μικρογραφική ζωγραφική, η οποία ταιριάζει καλύτερα στους ποικίλους τύπους κυλίκων που παράγονται στον Αθηναϊκό Kεραμεικό. Ανάλογα με τη διακόσμηση και το σχήμα τους διακρίνονται σε κύλικες του Γορδίου, χειλεωτές, ταινιωτές, Droop και Cassel. Αρκετά νέα σχήματα εισήγαγε ο αγγειοπλάστης Νικοσθένης, προφανώς επηρεασμένος από τύπους της ετρουσκικής κεραμικής bucchero. Ο αμφορέας, ο κύαθος και η πυξίδα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικότερα σχήματά του, και γι' αυτό το λόγο ονομάζονται "νικοσθένεια".

Η περίοδος αυτή -που αποτελεί το απόγειο του μελανόμορφου ρυθμού- κλείνει με τα πρώτα ίχνη εξάντλησης των δυνατοτήτων του, τα οποία ήδη εμφανίζονται στο μανιεριστικό έργο του Επιτηδευμένου και του ζωγράφου των Αγκώνων.

ΣΤ. Αγγεία Μελανόμορφου Ρυθμου ΙΙΙ (ΎστερηΠερίοδος)

Με την εμφάνιση του ερυθρόμορφου ρυθμού (γύρω στο 530 π.Χ.) ορισμένοι αγγειογράφοι δουλεύουν και με τις δύο τεχνικές. Ο χαρακτηριστικότερος είναι ο ζωγράφος του Ανδοκίδη, ο οποίος πιθανόν να είναι και ο εφευρέτης του νέου ιδιώματος. Ο ζωγράφος του Ανδοκίδη φαίνεται να προέρχεται από την παράδοση του Εξηκία, με τον οποίο σχεδόν ταυτίζεται στα παραπληρωματικά διακοσμητικά μοτίβα. Διαφέρουν εντούτοις σημαντικά στις λεπτομέρειες των μορφών. Από τα μυθολογικά θέματα μοιάζει να προτιμά τον κύκλο του Ηρακλή. Ένας άλλος ζωγράφος που δούλεψε και με τις δύο τεχνικές ήταν ο Ψίαξ.

Στα έργα του διαφαίνεται η χάρη των μορφών που ακολουθούν την παράδοση του Άμαση, αλλά είναι πλέον αρκετά επηρεασμένες από τον ερυθρόμορφο ρυθμό, κυρίως στην απόδοση της πτυχολογίας των ρούχων τους. Αν και διακόσμησε αρκετά αγγεία μεγάλου σχήματος (αμφορείς, υδρίες, κρατήρες), ξεχωρίζει ωστόσο για τη λιτή και πολύ προσεγμένη διακόσμηση μιας σειράς πινακίων (πιάτων). Ένας από τους τελευταίους σημαντικούς αγγειογράφους του μελανόμορφου ρυθμού ήταν ο ζωγράφος του Αντιμένη. Τα περισσότερα από τα έργα του χρονολογούνται μεταξύ του 530 και του 510 π.Χ.

Συνεχίζει την αφηγηματική διάθεση της "ομάδας Ε" με λιγότερη ακρίβεια, δείχνει όμως περισσότερο ενδιαφέρον για τις σωστές αναλογίες. Στο θεματολόγιό του εμφανίζονται συχνά ο Ηρακλής, ο Διονυσιακός θίασος και οι παραστάσεις κρηνών. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., η τελευταία σημαντική ομάδα μεγάλων μελανόμορφων αγγείων έχει ονομαστεί ομάδα του Λεάγρου. Με τα αγγεία αυτά εξαντλούνται και οι δυνατότητες της παλιάς τεχνικής, η οποία στο εξής δε θα δώσει τίποτα σημαντικό. Αρκετοί κυλικογράφοι επαναλαμβάνουν τετριμμένα μοτίβα, όπως είναι τα γοργόνεια και τα σύνθετα ζώα.

Οι οφθαλμωτές κύλικες έχουν ευρεία διάδοση και μερικές φορές επηρεάζονται από τα "χαλκιδικά" πρότυπα της δύσης. Στα τελευταία μελανόμορφα αγγεία κατατάσσεται και η πολυπληθέστερη σειρά γνωστών αγγείων, οι λήκυθοι. Αν και οι μορφές σε αυτές γίνονται όλο και λιγότερο φροντισμένες, τα μοτίβα τους αποδίδονται σχηματικά και η παραγωγή τους είναι σχεδόν μαζική, οι μελανόμορφες λήκυθοι συνεχίζουν να παράγονται μέχρι και το β' τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. Μία ειδική κατηγορία αγγείων αποτελούν οι Παναθηναϊκοί αμφορείς. Το σχήμα και η διακόσμησή τους οριστικοποιήθηκαν γύρω στο 530 π.Χ.

Συνέχισαν όμως να παράγονται στο μελανόμορφο ρυθμό διατηρώντας τις ίδιες παραστάσεις μέχρι και τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. (ο τελευταίος χρονολογημένος ανάγεται στο 312 / 311 π.Χ.). Οι αμφορείς αυτοί περιείχαν λάδι και δίνονταν ως έπαθλο κατά τα Παναθήναια. Κατασκευάζονταν ύστερα από παραγγελία του δήμου και έφεραν στην κύρια όψη παράσταση της Αθηνάς Προμάχου με την επιγραφή ΤΩΝ ΑΘΗΝΗΘΕΝ ΑΘΛΩΝ, ενώ στην πίσω πλευρά εικονιζόταν κάποιο αγώνισμα, όπως ήταν οι ιππικοί αγώνες, ο δρόμος, η αρματοδρομία, η πυγμαχία, το άλμα, το ακόντιο, ο δίσκος και η πάλη. Αρκετά από αυτά τα αγγεία διακοσμήθηκαν από γνωστούς αγγειογράφους του μελανόμορφου ρυθμού (Λυδός, Εξηκίας και άλλοι).

Ζ. Ερυθρόμορφη Κεραμική Ι (Περίοδος των Πρωτοπόρων)

Η ερυθρόμορφη τεχνική είναι η ακριβώς αντίθετη από τη μελανόμορφη: το βάθος βαφόταν μαύρο εκτός από τις μορφές, των οποίων τα περιγράμματα είχαν προσχεδιαστεί. Οι μορφές αφήνονταν στο χρώμα του πηλού. Οι λεπτομέρειές τους σχεδιάζονταν με πολύ λεπτά πινέλα, ακόμα και μιας τρίχας. Όπως έδειξαν οι νεότερες έρευνες, στη μέθοδο αυτή οφείλεται η ανάγλυφη γραμμή του ερυθρόμορφου ρυθμού. Παράλληλα το αραίωμα του βερνικιού (λιγότερο ή περισσότερο) επέτρεπε τη δημιουργία επίπεδων, καστανών ή μελίχρωμων, γραμμών. Η χάραξη χρησιμοποιούνταν ελάχιστα ή καθόλου και τα επίθετα χρώματα περιορίστηκαν αισθητά.

Η δυνατότητα απεικόνισης του βάθους -και επομένως κάθε στοιχείου προοπτικής - ήταν σχεδόν αδύνατη. Οι μορφές αποδίδονταν κυρίως ως ανοιχτόχρωμες μάζες επάνω στο σκούρο φόντο, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τα χαμηλά ανάγλυφα της ίδιας εποχής. Η αγγειογραφία μάλιστα μιμήθηκε και αρκετές από τις συμβατικότητες των χαμηλών αναγλύφων. Οι όγκοι των ανατομικών λεπτομερειών αποδίδονταν με περιγράμματα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των μυών του στομάχου, του γονάτου, των σφυρών ή του άγκιστρου που συμβατικά αντιπροσώπευε το οστό της κλείδας.

Στους ζωγράφους δίγλωσσων αγγείων που έχουμε αναφέρει (ζωγράφος του Aνδοκίδη, Ψιάξ), πρέπει να προστεθεί και ο Πασέας, ο οποίος χαρακτηρίζεται για την ακρίβεια των μορφών και τα σχετικά μεγάλα κεφάλια τους. Η πρώτη όμως πραγματική ομάδα καλλιτεχνών που γνωρίζουμε στην ιστορία της δυτικής τέχνης είναι οι επονομαζόμενοι Πρωτοπόροι. Η δράση τους εντοπίζεται στην τελευταία εικοσαετία του 6ου αιώνα π.X. Τα σημαντικότερα μέλη της ομάδας ήταν ο Ευφρόνιος, ο Ευθυμίδης, ο Φιντίας, ο Σμίκρος, ο Όλτος, οΕπίκτητος, και ο ζωγράφος του Σωσία. Αν και εργάστηκαν μόνο μία δεκαετία μετά την εμφάνιση του νέου ιδιώματος, είχαν ήδη κατανοήσει πλήρως τις δυνατότητές του και δε δίστασαν να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν.


Πέτυχαν να δώσουν όγκο στις μορφές και να τις αποδώσουν με αρκετή φυσικότητα σε όλες τις πιθανές στάσεις. Οι γραμμικές βραχύνσεις και οι προοπτικές συντμήσεις που εφάρμοσαν, τους επέτρεψαν να απεικονίζουν σώματα σε συστροφή, ρούχα διπλωμένα, και ανατομικές λεπτομέρειες που παρά την ανακρίβειά τους (όπως οι μυς του στομαχιού) πετυχαίνουν να δώσουν μιαν αρμονική εντύπωση. Οι συνθέσεις τους είναι τολμηρές, και όταν εμπνέονται από τη μυθολογία, αλλά και όταν πηγάζουν από την καθημερινή ζωή. Ζωγράφιζαν όλους τους τύπους αγγείων, και οι ίδιοι συνέβαλαν στην καθιέρωση νέων σχημάτων, όπως ο αμφορέας με στριφτές λαβές, ο ψυκτήρας, ο στάμνος και η πελίκη.

Περίπου το 80% των αγγείων που κατασκεύαζε ο Αττικός Κεραμεικός εκείνη την περίοδο ήταν κύλικες, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης των αγγείων συμποσίου τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και στις αγορές της Δύσης. Οι Πρωτοπόροι, οι οποίοι διακρίθηκαν για τις μελετημένες και εντυπωσιακές συνθέσεις τους σε μεγάλες επιφάνειες, αποδείχθηκαν ότι ήταν και εξαίρετοι μικρογράφοι. Στα μετάλλια των κυλίκων τους οι μορφές ζωγραφίζονταν με βάση τους νοητούς άξονες κανονικών σχημάτων εγγεγραμμένων σε κύκλο.

Η. Ερυθρόμορφη Κεραμική ΙΙ (Υστεροαρχαική Περίοδος)

Στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (500 - 480 / 475 π.Χ.) η ερυθρόμορφη κεραμική υπηρετείται από ταλαντούχους αγγειογράφους που έχουν αφομοιώσει τα διδάγματα από τις έρευνες των Πρωτοπόρων. Καταργήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά η χρήση επίθετου χρώματος για τα ρούχα και τη δήλωση του φύλου. Ωστόσο, κάποιες λεπτομέρειες τονίζονταν με ανάγλυφο ή επιχρύσωση. Οι προοπτικές συντμήσεις για τη δήλωση της τρίτης διάστασης σε αντικείμενα γίνονται συχνότερες και αρχίζουν να αποδίδονται σώματα σε όψη τριών τετάρτων. Στα ενδύματα επικράτησε η συμβατική απεικόνιση συστάδων πτυχώσεων, αν και αποδίδονται πλέον πιο φυσικά απ' ότι στο παρελθόν.

Τα καμπύλα περιγράμματα κέρδισαν έδαφος και η συνολική εντύπωση των συνθέσεων έγινε πιο φυσιοκρατική, γεγονός στο οποίο συντέλεσε και η βελτίωση στην απόδοση των οφθαλμών. Την εποχή αυτή φαίνεται πως αυξήθηκε η εξειδίκευση των αγγειογράφων, οι οποίοι πλέον διακοσμούν μία διαφορετική κατηγορία αγγείων ο καθένας. Από τους αγγειογράφους που διακοσμούσαν μεγάλα αγγεία ξεχωρίζουν ο ζωγράφος του Κλεοφράδη και οζωγράφος του Βερολίνου. Ο πρώτος χαρακτηρίζεται από ένταση, δυναμισμό και δραματική κίνηση στα έργα του, στοιχεία που είναι ολοφάνερα επηρεασμένα από τον Ευθυμίδη.

Οι μορφές του ξεχωρίζουν εύκολα για τις λεπτομέρειες των ματιών, των ρουθουνιών και των λοβών των αυτιών. Στα πιο ενδιαφέροντα έργα του ανήκουν ένας κρατήρας κι ένας αμφορέας με διονυσιακές σκηνές, καθώς και μια καλπίδα με σκηνές από την "Ιλίου Πέρσι", θέμα έντονα συμβολικό, αν σκεφτούμε ότι την ίδια εποχή η Ελλάδα αντιμετώπιζε την περσική εισβολή. Αντίθετα, ο ζωγράφος του Βερολίνου διακρίνεται για τις λεπτόκορμες και λυγερές μορφές του, τις οποίες συχνά τοποθετούσε ελεύθερες και μόνες τους στη μαύρη επιφάνεια του αγγείου συγκεντρώνοντας έτσι όλη την προσοχή του θεατή πάνω τους.

Ζωγράφιζε όλους τους τύπους κρατήρων (τότε άρχισε και η διάδοση των κωδωνόσχημων), αμφορείς, υδρίες και οινοχόες. Οι μορφές του προαναγγέλλουν τη γαλήνη και την κομψότητα των κλασικών έργων, που θα τις συναντήσουμε στο ζωγράφο του Αχιλλέα. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν ένας αμφορέας με παράσταση της Αθηνάς και του Ηρακλή, ένας κρατήρας με παράσταση του Γανυμήδη και μια υδρία με τον Απόλλωνα καθισμένο σε τρίποδα. Μεταξύ των ζωγράφων μικρών αγγείων, που διακοσμούσαν κυρίως κύλικες, ξεχωρίζουν ο Ονήσιμος με τις δυναμικές αλλά ισορροπημένες συνθέσεις του και ο ζωγράφος του Βρύγου, ο οποίος παρά τις σχεδιαστικές ατέλειες κατορθώνει να εμφυσήσει στις μορφές του εκφραστικότητα και ζωντάνια.

Ένας άλλος κυλικογράφος, ο Δούρις, είχε αξιόλογες σχεδιαστικές ικανότητες, που όμως εξαντλήθηκαν σε επαναλήψεις γνωστών θεμάτων από την καθημερινή ζωή, και που εμφάνισαν προς το τέλος της σταδιοδρομίας του σημάδια μανιερισμού. Ανάλογες ικανότητες διέθετε και ο Μάκρων, που εκτός από κύλικες διακόσμησε και αρκετούς σκύφους. Σπανίως ασχολείται με μυθολογικά θέματα και οι μορφές του είναι κάπως βαριές, αλλά επιμελημένες και λεπτομερείς.

Θ. Ζωγραφική

Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., παράλληλα με την ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής και της μεγάλης πλαστικής, φαίνεται πως επανεμφανίστηκε η ζωγραφική μνημειακού χαρακτήρα, η οποία είχε στο παρελθόν μία σημαντική παρουσία στη μινωική Κρήτη, τη Σαντορίνη και τα ανάκτορα του Μυκηναϊκού κόσμου. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα του ναού του Ποσειδώνα στην Ισθμία (γύρω στο 670 π.Χ.), οι εξωτερικοί τοίχοι του ναού ήταν κοσμημένοι με μεγάλες ζωγραφικές συνθέσεις, από τις οποίες όμως έχουν σωθεί μόνο σπαράγματα. Τα πρώτα πραγματικά ζωγραφικά έργα που γνωρίζουμε από την αρχαϊκή περίοδο είναι οι πήλινες μετόπες από το ναό του Απόλλωνα στο Θέρμο της Αιτωλίας.

Πρόκειται για έργα Κορινθιακού εργαστηρίου με μυθολογικά θέματα. Παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με την κορινθιακή αγγειογραφία της εποχής, αν και καλύπτουν μία ευρύτερη χρωματική κλίμακα, και χρονολογούνται γύρω στο 630 π.Χ. Από την περιοχή της Κορίνθου προέρχονται και τα λιγοστά δείγματα μεγάλης ζωγραφικής του ακόλουθου αιώνα. Στα Πεντεσκούφια Κορινθίας βρέθηκε μία σειρά από πήλινες αναθηματικές πλάκες των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ., που απεικονίζουν μερικά στάδια της αγγειοπλαστικής εργασίας και είναι πιθανότατα αφιερώματα κεραμέων και αγγειογράφων.

Στο σπήλαιο του Πιτσά, κοντά στη Σικυώνα, βρέθηκαν μερικοί ξύλινοι πίνακες που χρονολογούνται γύρω στο 530 π.Χ. Είναι καλυμμένοι με λευκό επίχρισμα και οι μορφές τους εκτελεσμένες σε πολυχρωμία. Ο καλύτερα διατηρημένος από αυτούς παριστάνει μία σκηνή θυσίας. Προφανώς δεν είναι τυχαία η διατήρηση μνημείων της Αρχαϊκής ζωγραφικής στην Κορινθιακή σφαίρα επιρροής. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, η ζωγραφική ξεκίνησε από την Κόρινθο ή τη Σικυώνα και οι επιφανέστεροι πρωτοπόροι της ήταν οι Κορίνθιοι Κλεάνθης, Αρίδικος και Έκφαντος και ο Σικυώνιος Τηλεφάνης.


Στον Κλεάνθη μάλιστα αποδίδει πίνακες με την άλωση της Τροίας και τη γέννηση της Αθηνάς, που βρίσκονταν στο ναό της Αλφειονίας Αρτέμιδος στην Πίσσα της Ηλείας. Όλοι οι παραπάνω ζωγράφοι τοποθετούνται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. και σ' αυτούς αποδίδονται διάφορες καινοτομίες, όπως ο υπομνηματισμός των μορφών και η δήλωση των γραμμικών λεπτομερειών στο εσωτερικό τους, εφόσον μέχρι τότε σχεδιάζονταν μόνο με περίγραμμα. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. πρέπει να έδρασε ο Κίμων από τις Κλεωνές, στον οποίο προσγράφονται βελτιώσεις στην απόδοση των χαρακτηριστικών των προσώπων, στις κατά τομή μορφές και στις ανατομικές λεπτομέρειες (αρθρώσεις και φλέβες).

Ο Κίμων όφειλε πολλά στα επιτεύγματα του λίγο παλαιότερού του Εύμαρου από την Αθήνα. Και είναι αλήθεια ότι τα μόνα δείγματα ζωγραφικής που γνωρίζουμε εκτός Κορινθιακής σφαίρας, προέρχονται από την Αθήνα. Πρόκειται για μία πήλινη μετόπη από την Ακρόπολη με παράσταση οπλιτοδρόμου (γύρω στο 500 π.Χ.) και για μερικές επιτύμβιες στήλες του τελευταίου τετάρτου του 6ου αιώνα π.Χ. Σημαντικότερη είναι εκείνη του Λυσέα, από την οποία δυστυχώς τα χρώματα έχουν σήμερα χαθεί. Μία ιδέα για τα έργα του τέλους της Αρχαϊκής περιόδου παίρνουμε και από τις ζωγραφιές που κοσμούσαν ταφικά μνημεία στο Ελμαλί της Λυκίας και στην Ποσειδωνία της Ιταλίας.

Μεταλλοτεχνία

Στην Αρχαϊκή περίοδο η μεταλλοτεχνία γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και μετέτρεψε τις ανατολικές κυρίως επιδράσεις σε ένα καθαρά Ελληνικό ιδίωμα, που εκφράστηκε μέσω των τοπικών σχολών της μικροπλαστικής. Σπουδαίο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία εξελληνισμού των μορφών και της διακόσμησης έπαιξαν τα εργαστήρια της Ιωνίας και της Πελοποννήσου. Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στην τορευτική, η οποία εφάρμοσε και ανάπτυξε νέες τεχνικές κατασκευής και διακόσμησης των αγγείων. Το αδιαφιλονίκητο κέντρο τορευτικής αυτής της περιόδου ήταν η Πελοπόννησος. Τέλος, άνθιση γνώρισε και η κοσμηματοποιία, της οποίας τα περισσότερο καινοτόμα και δραστήρια εργαστήρια βρίσκονταν στη Ρόδο και τη Μακεδονία.

Α. Τοπικές Σχολές Μικροπλαστικής Ι

Γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν τα πρώτα μεγάλου μεγέθους αγάλματα στον Ελληνικό χώρο. Οι τύποι των αγαλμάτων αυτών, και κυρίως της όρθιας ανδρικής μορφής που αποκαλείται κούρος, βρήκαν μεγάλη απήχηση στη μικροπλαστική. Σπάνια σώθηκαν τα ίδια τα λατρευτικά αγάλματα των Αρχαϊκών ναών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, είμαστε σε θέση να εικάσουμε τον τύπο τους με βάση τα πολυάριθμα χάλκινα ειδώλια που αφιερώνονταν στα ιερά. Στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. η Κρήτη είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωτοπόρος στη χαλκοπλαστική. Αγαλματίδια, όπως ο "κριοφόρος του Βερολίνου", φανερώνουν την αδιάρρηκτη συνέχεια της Μινωϊκής - Μυκηναϊκής παράδοσης.

Ταυτόχρονα εφαρμόζονται και οι κανόνες του Δαιδαλικού ρυθμού, έργα του οποίου ταξιδεύουν και εκτός Κρήτης, όπως φαίνεται από τον "Κούρο των Δελφών". Ένα άλλο σημαντικό κέντρο χαλκοπλαστικής της ίδιας εποχής είναι η Βοιωτία. Στα Βοιωτικά ειδώλια οι φυσιοκρατικές τάσεις στην απεικόνιση του σώματος συνυπάρχουν με τη γεωμετρική αντίληψη για τη χωριστή λειτουργική θέση των μελών του. Η μεταβατική αυτή φάση, που χαρακτηρίζει και τα Θεσσαλικά ειδώλια, παραχωρεί σταδιακά τη θέση της στην επίπεδη μετωπικότητα των Δαιδαλικών μορφών, όπως στο γυναικείο "Ειδώλιο της Bαλτιμόρης".

Στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. νέα κέντρα αναδεικνύονται και τα έργα τους αφιερώνονται στα Πανελλήνια και στα τοπικά ιερά. Η σχετικά ειρηνική περίοδος, η οικονομική ευρωστία των πόλεων και η φιλοδοξία των τυράννων στόλισαν τα ιερά με σημαντικά μεγάλα έργα, τα οποία με τη σειρά τους βρήκαν πολυάριθμους μιμητές στα ειδώλια που αφιέρωναν οι εύπορες τάξεις. Και ενώ η Κρητική σχολή έχασε τη ζωτικότητα και την πρωτοτυπία της, μπήκε στο προσκήνιο η Ιωνία με σημαντικά χαλκοπλαστικά εργαστήρια στη Σάμο και την Έφεσο. Τα βασικά γνωρίσματα αυτής της σχολής είναι η πλαστικότητα των όγκων και τα μαλακά ρέοντα περιγράμματα.

Ιδιαίτερα τα αγαλμάτια των κορών διακρίνονται από μία επιτηδευμένη αβρότητα και από τη μειλίχια έκφραση του προσώπου τους. Στην Αττική υπήρχαν εργαστήρια χαλκοπλαστικής, ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. Πολύ περισσότερα, ωστόσο, γνωρίζουμε για τη μικροπλαστική του 6ου αιώνα, εξαιτίας των αποθετών που δημιουργήθηκαν στην Ακρόπολη, μετά τη λεηλασία του ιερού βράχου από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Όπως είναι φυσικό, κυριαρχεί ο τύπος της Αθηνάς Προμάχου με την αιγίδα και το δόρυ, ο οποίος αναπαρήγαγε με σχετική ελευθερία τον τύπο του μεγάλου αγάλματος που είχε καταστραφεί από τους Πέρσες.

Οι αναλογίες των σωμάτων είναι αρμονικές και οι ισορροπημένες μορφές ακτινοβολούν μία πνευματικότητα και χάρη. Τα γοργόνεια και οι σφίγγες, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., έχουν απαλλαγεί ήδη από τα τερατόμορφα χαρακτηριστικά τους. Δυστυχώς δεν έχουν σωθεί πολλές πληροφορίες για τις Κυκλάδες, αλλά φαίνεται πως η χαλκοπλαστική ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη στην Πάρο, σε εργαστήριο της οποίας αποδίδονται ευρήματα από τη Βοιωτία και τους Δελφούς. Στην Αίγινα αποδίδεται μία ομάδα κατόπτρων με κόρες στις λαβές τους, των οποίων μάλιστα τα χαρακτηριστικά συγγενεύουν με τα γλυπτά του ναού της Αφαίας, αλλά και με τα έργα της βορειοδυτικής Πελοποννήσου.

Β. Τοπικές Σχολές Μικροπλαστικής ΙΙ

Πολλά εργαστήρια χαλκοπλαστικής άνθισαν στην Πελοπόννησο, τον 6ο αιώνα π.Χ., με παλαιότερο πιθανόν εκείνο του Άργους. Τα χαρακτηριστικά του εργαστηρίου αυτού τα συναντάμε και στη μεγάλη πλαστική της περιοχής, όπως στα αγάλματα του Κλέοβη και του Βίτωνα: μυώδη σώματα με τονισμένες τις αρθρώσεις, σφαιρικά κεφάλια, ισχυροί μηροί και βαριές αναλογίες που εκφράζουν ρώμη αλλά όχι πνευματικότητα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται εγκωμιαστικά στη χαλκοπλαστική και την εξαιρετική τεχνογνωσία των χαλκουργών της Κορίνθου, αλλά λίγα ειδώλια βρέθηκαν στην περιοχή αυτή. Συναντώνται, ωστόσο, άφθονα στα περισσότερα πανελλήνια ιερά.

Στις αρχές του 6ου αιώνα τα σώματα διακρίνονται για τη βαριά, "γεωμετρική" ακόμα δομή τους. Στη συνέχεια όμως ακολουθούνται δύο τάσεις. Η πρώτη προσεγγίζει την Αργειακή σχολή, ενώ η δεύτερη προτιμάει μορφές με τονισμένους τους κάθετους άξονες, γεροδεμένα αλλά λεπτά κορμιά και πρόσωπα γωνιώδη που παίζουν με το φως. Εντούτοις και οι δύο τάσεις ξεχωρίζουν για τη σαφήνεια των περιγραμμάτων και την ακρίβεια των λεπτομερειών τους. Ωραία παραδείγματα αποτελούν οι ιππείς - Διόσκουροι από τη Δωδώνη και τα ειδώλια της Άρτεμης και του Δία από την Ολυμπία.


Επίσης στην Κόρινθο, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ολόγλυφες μορφές κούρων και κορών χρησιμοποιήθηκαν ως λαβές χαλκών αγγείων και κατόπτρων. Τα Κορινθιακά ειδώλια και οι ντόπιες απομιμήσεις τους συναντώνται σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ελλάδα. Οι σημαντικές αποικίες της Κορίνθου στην περιοχή αυτή -όπως η Αμβρακία, η Κέρκυρα και η Απολλωνία- πρέπει να έπαιξαν ενεργό ρόλο στη διάδοσή τους. Από τη Σπάρτη του 7ου αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε άφθονα μολύβδινα ειδώλια, τα οποία ήταν φιγούρες σχεδόν επίπεδες που χυτεύονταν σε ανοιχτές μήτρες.

Τα χάλκινα ειδώλια του 6ου αιώνα διακρίνονται για την πρωτοτυπία των θεμάτων τους και την αυστηρότητα των μορφών τους, ενώ φέρουν και σαφείς ενδείξεις Κορινθιακών επιρροών. Τα πρόσωπα, ωστόσο, είναι λιγότερο εκφραστικά από τα αντίστοιχα της Κορίνθου. Συναντάμε οπλίτες, γυμνές κόρες, εφήβους αθλητές και θεούς σε ιερατική ακινησία. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η ορεινή και σχετικά απομονωμένη Αρκαδία. Στα πολυάριθμα ιερά της εντοπίζονται συχνά ειδώλια βοσκών που φέρνουν προσφορά σε κάποια θεότητα, στον Ηρακλή, στη Δήμητρα και συνηθέστερα στον Ερμή.

Η τεχνοτροπία τους είναι εκλεκτική, με στοιχεία Λακωνικά και Κορινθιακά. Τέλος, έχει πολύ συζητηθεί η συμβολή της Σικυώνας στην ανάπτυξη της χαλκοτεχνίας, αλλά για την ώρα τα έργα του Σικυώνιου εργαστηρίου δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν. Στην Κεντρική Ελλάδα τα εργαστήρια της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας, παρότι δεν έπαψαν ποτέ να δημιουργούν, δεν κατάφεραν να αναπτύξουν μία δική τους τεχνοτροπία. Ο επαρχιακός χαρακτήρας των έργων τους δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το επίπεδο της απλής αντιγραφής.

Αντίθετα, στη Μακεδονία, όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν αδύνατον ακόμη και να υποθέσουμε την ύπαρξη εργαστηρίων χαλκοπλαστικής, φαίνεται όλο και πιο πιθανόν να ανθούσε μία πολυσυλλεκτική τεχνοτροπία με στοιχεία κυρίως Ιωνικά και Κορινθιακά. Οι έρευνες των τελευταίων χρόνων έφεραν στο φως περισσότερα έργα, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρατηρούνται ήδη στον "οκλάζοντα της Έδεσσας" και "τον Ηρακλή της Αμφίπολης". Μέχρι στιγμής όμως το φαινόμενο αυτό παρατηρείται πιο καθαρά στο χώρο της τορευτικής. Ιδιαίτερο κεφάλαιο της χαλκουργίας αποτελούν τα έργα από τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία.

Στις περιοχές αυτές κυκλοφορούν κυρίως τορεύματα Κορινθιακά και Λακωνικά, που επηρεάζουν τα τοπικά εργαστήρια. Δεν πρόκειται όμως για μίμηση, καθώς τα Ιταλιωτικά εργαστήρια αναμειγνύουν τα διάφορα στοιχεία με τον τρόπο που χαρακτηρίζει όλη την τέχνη των δυτικών αποικιών. Τρέφουν μία ιδιαίτερη αγάπη για τα στολίδια, ενώ αδιαφορούν για τη λεπτομέρεια και την ακρίβεια. Οι ανατομικές γραμμές σχηματοποιούνται και οι αναλογίες υπακούουν στο διακοσμητικό χαρακτήρα των έργων αυτών. Σημαντικά κέντρα πρέπει να υπήρξαν η Κύμη και ο Τάραντας, στον οποίο είναι εμφανείς -όπως και στους Επιζεφύριους Λοκρούς- οι Λακωνικές επιδράσεις.

Γ. Μεταλλικά Αγγεία Ι

Από τα τέλη κιόλας του 8ου αιώνα π.Χ. στα μεγάλα Ελληνικά ιερά παρατηρείται μία σημαντική αύξηση στα χάλκινα αγγεία και σκεύη, που αποκαλούνται γενικώς "ανατολικά". Πρόκειται για Φοινικικές και βορειοσυριακές φιάλες, για Φρυγικά "πιάτα", για Κυπριακούς τρίποδες και για διαφόρων τύπων χάλκινους λέβητες, κυρίως από την Ιωνία. Ταυτόχρονα παρατηρείται και η διάδοση μίας νέας τεχνολογίας τόσο στην κατεργασία και χύτευση των μετάλλων, όσο και στην τελική επεξεργασία των μεταλλικών προϊόντων. Αναπτύχθηκαν οι τεχνικές της σφυρηλάτησης και της εμπίεσης, της χάραξης, της χύτευσης σε διβάλβιδες μήτρες, της χύτευσης με "χαμένο κερί" και το τελείωμα στον τροχό.

Οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες τύπους αγγείων στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. βρήκαν μιμητές και στα Ελληνικά εργαστήρια. Ξεχωρίζουν οι λέβητες με προτομές γρυπών στο χείλος, των οποίων τα δύο σημαντικότερα κέντρα παραγωγής ήταν η Σάμος και η Ολυμπία. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, πολλά και μεγάλα αγγεία από πολύτιμα μέταλλα αφιερώθηκαν στα Πανελλήνια ιερά από βασιλείς της Λυδίας, όπως το Γύγη και τον Κροίσο. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται με θαυμασμό σε υπερμεγέθεις χρυσούς και αργυρούς κρατήρες Σαμιακής κατασκευής.

Από τα πρώιμα τορευτικά έργα σε πολύτιμα μέταλλα για πολλά χρόνια ήταν γνωστή μόνο μία χρυσή φιάλη, αφιέρωμα των Κυψελιδών στην Ολυμπία, και ένας αργυρός κάνθαρος από τη Ρόδο. Πρόσφατα όμως αποδείχτηκε ότι ένα σύνολο εξαίρετων αργυρών αγγείων των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ., που είχε φτάσει λαθραία στις ΗΠΑ, προερχόταν από τον τάφο ενός Λυδού ηγεμόνα κοντά στην σημερινή πόλη Ουσάκ της Τουρκίας. Το σύνολο περιλαμβάνει φιάλες, οινοχόες, κάλυκες, αλάβαστρα, θυμιατήρια, αρύταινες και πυξίδες.

Είναι όλα έργα αιώνων τορευτών, οι οποίοι κατόρθωσαν να αποτυπώσουν την ιδιομορφία της Ελληνικής τέχνης, ακόμα κι όταν ακολουθούσαν πιστά τα ανατολικά πρότυπα σχημάτων και διακόσμησης. Μερικά επίσης αργυρά αγγεία, Ιωνικής προέλευσης ή έμπνευσης, έχουν βρεθεί σε τάφους της Μακεδονίας, της Θράκης και της Σκυθίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της φιάλης που διακοσμείται με άνθη λωτού, και της οποίας δείγματα έχουν βρεθεί από τα Βαλκάνια έως τον Καύκασο. Με εξαίρεση τους λέβητες, λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τα χάλκινα αγγεία των εργαστηρίων της Μικράς Ασίας.

Μερικά μεγάλα αγγεία (αμφορείς, κάδοι, υδρίες) που έχουν βρεθεί στη Μακεδονία και τη Σκυθία αποδίδονται από ορισμένους ερευνητές στην Ιωνία. Από τα μικρά αγγεία του τέλους του 7ου αιώνα ξεχωρίζουν λίγα χάλκινα "πιάτα" με εγχάρακτη διακόσμηση, αν και η απόδοσή τους στην Ιωνία ή την Κόρινθο ακόμη διχάζει τους ειδικούς. Ούτε από την Αττική έχουν σωθεί πολλά μεταλλικά αγγεία και τα αποσπασματικά ευρήματα της Ακρόπολης δε βοήθησαν ιδιαίτερα στην ταύτιση αττικών τύπων, εφόσον το ιερό προσέλκυε προσκυνητές από διάφορες περιοχές και προπάντων Ίωνες. Στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου κατασκευάζονταν λέβητες και υδρίες που χρησίμευαν συχνά ως τεφροδόχοι.


Δ. Μεταλλικά Αγγεία ΙΙ

Στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. τα εργαστήρια τορευτικής που παράγουν μεταλλικά αγγεία ταυτίζονται συχνά με εκείνα που κατασκευάζουν χάλκινα ειδώλια. Επομένως, ακολουθούν κάθε φορά τις ιδιαιτερότητες της τοπικής παράδοσης. Το Αργειακό εργαστήριο πρέπει να ήταν εγκατεστημένο κοντά στο Ηραίο και τα δημιουργήματά του ξεχωρίζουν για τη φροντίδα της λεπτομέρειας και τον επιμελή σχεδιασμό τους. Κατασκεύαζε άμφωτα κύπελλα, τρίποδες, λέβητες και υδρίες. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα εγχάρακτα γλωσσωτά κοσμήματα που καλύπτουν σε δύο ζώνες το αγγείο, στοιχείο που αργότερα απαντά και στην Κόρινθο.

Στη Λακωνία τα σχήματα είναι περισσότερο γεωμετρικά και τα κοσμήματα στις προσφύσεις των λαβών είναι εμπνευσμένα από το ρεπερτόριο των μυθικών τεράτων. Τα Λακωνικά γοργόνεια ξεχωρίζουν για την έντονα ζωώδη όψη τους. Εκτός από υδρίες είναι βέβαιο ότι κατασκευάζονταν και μεγάλοι ελικωτοί κρατήρες με σφυρήλατο σώμα και χυτές λαβές. Το σημαντικότερο όμως κέντρο της Αρχαϊκής τορευτικής ήταν η Κόρινθος, τόσο από πλευράς ποικιλίας σχημάτων και διακόσμησης, όσο και εξαιτίας της ευρείας διάδοσης των προϊόντων της.  Πράγματι τα Κορινθιακά μεταλλικά αγγεία ταξίδευαν όπου έφταναν Έλληνες, από την Κολχίδα μέχρι την Κύμη της Ιταλίας και από τη βόρεια Αφρική ως το εσωτερικό των Βαλκανίων.

Οι υδρίες και οι οινοχόες φέρουν συχνά μορφές κούρων και λιονταριών στις λαβές τους. Άλλοτε πάλι γυναικείες προτομές ή λεοντοκεφαλές τοποθετούνται ακριβώς πάνω από το στόμιο του αγγείου, συνδυάζοντας την αποτροπαϊκή λειτουργία του συμβόλου με την καλαίσθητη παρουσίασή του. Οι κρατήρες αποτελούν μία ακόμα εμπορική επιτυχία των Κορινθίων τορευτών. Τοποθετούνται συχνά πάνω σε τρίποδα και κοσμούνται με ανάγλυφες ή ολόγλυφες μορφές. Κατασκευάζονται επίσης ραμφόστομες πρόχοι, ποδανηπτήρες, κάδοι και φιάλες, ενώ μεταξύ των αγγείων πόσης κυριαρχούν οι κοτύλες.

Στην Πελοπόννησο δρουν και άλλα εργαστήρια τορευτικής, από τα οποία βεβαιωμένο είναι εκείνο της Ολυμπίας -όπου μάλλον δούλευαν τεχνίτες από διάφορα μέρη- ενώ εικάζεται η ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων στην περιοχή της Σικυώνας και του Αιγίου. Στη Μακεδονία τα ισχύοντα ταφικά έθιμα επέτρεψαν να διασωθούν πλούσια δείγματα της τορευτικής του 6ου αιώνα, που είτε προέρχονται από τοπικά εργαστήρια, είτε είναι εισηγμένα από τη νότια και την ανατολική Ελλάδα. Ορισμένοι τύποι που παλαιότερα αποδίδονταν σε πελοποννησιακά εργαστήρια, όπως οι λεγόμενοι "Αργολικοί" κρατήρες, φαίνεται από τις νεότερες έρευνες πως είναι πρωτότυπα, ντόπια δημιουργήματα.

Πολύ σημαντική ήταν αναμφισβήτητα και η τορευτική παραγωγή της Μεγάλης Ελλάδας. Ξεχωρίζουμε Λακωνίζουσες και Κορινθιανίζουσες περιοχές, αλλά ο περιορισμένος αριθμός των αγγείων που προέρχονται από αυτές δυσχεραίνει την ακριβή διάκριση των τοπικών κέντρων. Ένα από αυτά βρισκόταν στην Καμπανία, ενώ ένα άλλο πρέπει να ήταν ο Τάραντας στην Απουλία. Ευρήματα από την Ποσειδωνία, το Μεταπόντιο, τους Λεοντίνους και τη Γέλα είναι γνωστά από παλαιότερα.

Οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών, ωστόσο, κατέδειξαν τους στενούς δεσμούς (ιδιαίτερα της Απουλίας) με τις κορινθιακές αποικίες στο Ιόνιο και με τη Μακεδονία. Σε Κατωιταλιώτικο εργαστήριο θα πρέπει να αποδοθεί και το μεγαλύτερο σωζόμενο χάλκινο αγγείο της αρχαιότητας, ο κρατήρας του Vix, που βρέθηκε σε τάφο Κέλτιδος πριγκίπισσας στη Βουργουνδία.

Ε. Κοσμήματα

Η κοσμηματοποιία γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Η αναπτυγμένη μεταλλευτική δραστηριότητα της εποχής και η διεύρυνση των εμπορικών συναλλαγών μέσω των αποικιών εξασφάλιζαν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Η επαφή με την Ανατολή έδωσε νέα ώθηση στις τεχνικές και η πλούσια εικονογραφία της κέντρισε τη φαντασία των Ελλήνων τεχνιτών. Οι σημαντικότερες πηγές χρυσού που ελέγχονταν από τους Έλληνες στα αρχαϊκά χρόνια ήταν οι ποταμοί Πακτωλός στη Μικρά Ασία και Εχέδωρος (Γαλλικός) στη Μακεδονία, το όρος Παγγαίο, η Θάσος και η Σίφνος. Στην Ελλάδα έφτανε επίσης χρυσός από τα κοιτάσματα της Αιγύπτου, της Νουβίας, της Λυδίας και του Καυκάσου.

Στις περισσότερες από τις παραπάνω περιοχές γινόταν και μετάλλευση αργύρου, ενώ τα μεταλλεία του Λαυρίου ήταν ήδη σε λειτουργία πριν από τους Περσικούς πολέμους. Βέβαια, κοσμήματα κατασκευάζονταν και από ορείχαλκο, τα οποία πολλές φορές μάλιστα υπερβαίνουν σε ποσότητα τα χρυσά. Σπάνια όμως είναι αντίστοιχης ποιότητας. Από τα ευρήματα είναι προφανές ότι οι προδιαγραφές του σχεδιασμού, της τεχνικής και της διακόσμησης θέτονταν για το χρυσό. Τα χαλκά (και σπανιότερα τα σιδηρά) κοσμήματα ήταν συνήθως απλές απομιμήσεις σε φτηνότερο υλικό.

Οι κυριότερες τεχνικές ήταν η σφυρηλάτηση, η εμπίεστη εργασία σε λίθινες, ξύλινες και χάλκινες μήτρες, η εγχάραξη, η χρήση σταμπών για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, η χύτευση με τη μέθοδο του "χαμένου κεριού", η χύτευση σε μήτρες, η συρματερή τεχνική και η τεχνική της κοκκίδωσης. Οι δύο τελευταίες τεχνικές απαιτούσαν υψηλή επιδεξιότητα και ήταν γνωστές στη Φοινίκη και την Ετρουρία. Η κοκκίδωση έφτασε σε υψηλό επίπεδο ομοιομορφίας και ευθυγράμμισης των κοκκίδων, στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ., στη Ρόδο. Η συρματερή τεχνική χρησιμοποιήθηκε πολύ επιτυχημένα σε μία σειρά από σκουλαρίκια του 6ου αιώνα π.Χ. στη Μακεδονία.

Γνωρίζουμε αρκετούς τύπους κοσμημάτων. Μεταξύ των παλαιότερων δειγμάτων είναι κάποια χρυσά και ασημένια επίχρυσα φύλλα από στεφάνια αφιερωμένα στο ιερό της ’Άτεμης Ορθίας, στη Σπάρτη. Τα στεφάνια βέβαια αντιπροσώπευαν κυρίως τιμητικές διακρίσεις, αλλά εκείνη την εποχή τεκμηριώνεται αρχαιολογικά και η εισαγωγή του εθίμου της στεφάνωσης των νεκρών. Τα διαδήματα -δημοφιλή ήδη από τη Γεωμετρική περίοδο- ακολουθούν το ισχυρό ρεύμα των ανατολικών επιδράσεων, και το αγαπημένο μοτίβο που τα διακοσμεί κατά τον 7ο αιώνα είναι οι ρόδακες. Οι πιο περίτεχνοι προέρχονται από τη Ρόδο, την Κω και τη Μήλο.


Στον ακόλουθο αιώνα το θεματολόγιο διαφοροποιείται με νέα φυτικά μοτίβα και αρκετά παραδείγματα προέρχονται από τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου και την Κύπρο. Ταυτόχρονα κυρίαρχη θέση στη Μακεδονία κατέχει ένα εργαστήριο που μεταξύ άλλων κατασκευάζει και μερικά από τα ωραιότερα ταινιωτά σκουλαρίκια, όπως αυτά που έχουν βρεθεί στη Σίνδο, την Αιανή και τη Θεσσαλονίκη. Άλλη κατηγορία σκουλαρικιών είναι αυτά με το κωνικό εξάρτημα, που εμφανίζονται στο Άργος τον 7ο αιώνα, και επιβιώνουν μέχρι την Ελληνιστική περίοδο. Λιγότερο διαδεδομένα είναι τα λεμβοειδή, όπως για παράδειγμα το ζεύγος που βρέθηκε στα Σπάτα της Αττικής.

Η Ρόδος έχει δώσει μία σειρά εντυπωσιακών περιδέραιων αποτελούμενα από πλακέτες με παραστάσεις της Ποτνίας θηρών. Εξίσου λεπτοδουλεμένα περιδέραια προέρχονται από τη Σίνδο της Μακεδονίας με πηνιόσχημες και αγγειόσχημες ψήφους και περίαπτα δουλεμένα με συρματερή τεχνική και κοκκίδωση, τα οποία χρονολογούνται στο β' μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Τέλος, μεμονωμένα αλλά ενδιαφέροντα κομμάτια προέρχονται από την Ελευσίνα, την Ερέτρια και τη Θήρα. Επιπλέον, από τη Σίνδο και την περιοχή της Οχρίδας γνωρίζουμε αρκετές περόνες με δισκόμορφη ή σφαιρική κεφαλή, καθώς και πόρπες με κυλινδρικά εξαρτήματα.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Oι αλλαγές που συγκλόνισαν την Ελληνική κοινωνία στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου καθρεφτίστηκαν και σε πολλά χαρακτηριστικά της Ελληνικής θρησκείας. Oι τελετές θυσιών, σπονδών και εξαγνισμού, αν και δεν ήταν οι ίδιες σε όλες τις πόλεις, υπάκουαν στους γενικούς κανόνες της σχέσης του ανθρώπου με το Θείο, όπως σε αυτόν της προσφοράς και του ανταλλάγματος. Οι γιορτές ακολουθούσαν πια συγκεκριμένες τελετουργικές διαδικασίες με καθορισμένη περιοδικότητα. Σταδιακά, ορισμένες από τις τιμές που αποδίδονταν καταρχάς σε νεκρούς και ήρωες, όπως οι αγώνες, αποδόθηκαν στους θεούς.

Πανάρχαιες τελετουργίες μύησης, κατά την περίοδο αυτή, μετέβαλαν τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, διεύρυναν τη λαϊκή τους βάση και αποκρυσταλλώθηκαν σε μυστηριακές λατρείες.

Τελετές

Η θυσία, για την οποία οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την έκφραση "τελείν τα ιερά", ήταν απλώς η σφαγή σε ένα συγκεκριμένο χώρο ενός κατοικίδιου ζώου και η κατανάλωση του κρέατός του από τους συμμετέχοντες σε αυτή. Η θυσία τελούνταν εκ μέρους ενός ατόμου ή μίας ομάδας στο βωμό, που ήταν αφιερωμένος σε έναν και σπανίως σε περισσότερους Θεούς. Σύμφωνα με τα μέτρα των αρχαίων ο ταύρος ήταν το καταλληλότερο ζώο για θυσία και αμέσως μετά ακολουθούσε το βόδι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις θυσιαζόταν μία εκατοντάδα βοδιών και τότε η θυσία ονομαζόταν εκατόμβη.

Αναφορές σε εκατόμβες έχουμε κυρίως στους μύθους και τους επικούς κύκλους, εφόσον στην πραγματικότητα τόσο πολυδάπανες θυσίες ήταν πολύ σπάνιες. Στα ζώα που θυσιάζονταν συμπεριλαμβάνονταν το πρόβατο, η αίγα, ο χοίρος, ο πετεινός και οι όρνιθες, ενώ άλλου είδους πουλερικά ή ψάρια δεν αποτελούσαν συνηθισμένη περίπτωση θυσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ζώα που επιλέγονταν, για να ευχαριστήσουν τους θεούς, ήταν μεγάλα θερμόαιμα θηλαστικά. Το αίμα χρειαζόταν να κυλήσει άφθονο και ο βωμός να ραντιστεί με αυτό. Η εικόνα αυτή, που οπωσδήποτε ενέπνεε φόβο, κατά ένα παράξενο τρόπο λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις ανησυχίες των ανθρώπων της εποχής.

Ο "φόνος" του ζώου τόνιζε την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό σε κανένα δεν επιτρεπόταν να βλάψει όποιον καθόταν πάνω ή δίπλα σε βωμό. Ο άνθρωπος αυτός, που ονομαζόταν ικέτης, ανήκε στο Θεό και ο φόνος του επέφερε μίασμα στην πόλη, που μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στην καταστροφή της. Όσον αφορά την τελετή της θυσίας σε γενικές γραμμές ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία. Οι μετέχοντες φρόντιζαν να είναι καθαροί και καλοντυμένοι, ενώ στόλιζαν τα κεφάλια τους με στεφάνια. Το ζώο ή τα ζώα που επιλέγονταν έπρεπε να είναι από τα καλύτερα. Μερικές φορές μάλιστα επιχρύσωναν τα κέρατα των ταύρων και τους έδεναν κόκκινες μάλλινες κορδέλες, τους λημνίσκους.

Της πομπής ηγείτο μία παρθένος που έφερε στο κεφάλι κάνιστρο με δημητριακά και το μαχαίρι της θυσίας. Κουβαλούσαν επίσης δοχείο με νερό και θυμιατήριο. Η πομπή συνοδευόταν συνήθως από έναν ή περισσότερους μουσικούς, ιδίως αυλητή. Αναμενόταν ότι το ζώο θα πάει μόνο του προς το βωμό, που είτε ήταν ένας μεγάλος σωρός τέφρας, είτε ένα είδος λίθινης τράπεζας. Πολλοί βωμοί στην Αρχαϊκή περίοδο ήταν ακόμα χτιστοί, αλλά αργότερα επικράτησαν οι λαξευτοί σε λίθο ή μάρμαρο. Αφού οι παριστάμενοι σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από το βωμό, γίνονταν διάφορες ενέργειες που αποτελούσαν το προοίμιο της θυσίας και καλούνταν "άρχεσθαι" και "κατάρχεσθαι".

Περιελάμβαναν το πλύσιμο των χεριών, το ράντισμα του ζώου με νερό, και το πέταγμα σπυριών κριθαριού προς το βωμό, την ώρα που ο θύτης απηύθυνε προσευχή προς τον ουρανό. Στη συνέχεια ο θύτης με το μαχαίρι της θυσίας έκοβε λίγες τρίχες από το μέτωπο του ζώου και τις έριχνε στη φωτιά (απάρχεσθαι), ενέργεια που ήταν η τελευταία στη σειρά των προετοιμασιών. Τα μικρότερα ζώα τα σήκωναν πάνω από το βωμό και τους έκοβαν το λαιμό, ενώ τα βόδια και τους ταύρους τα χτυπούσαν με πέλεκυ στο σβέρκο και στη συνέχεια τους έκοβαν την καρωτίδα. Τη στιγμή αυτή οι παρευρισκόμενες γυναίκες έπρεπε να κραυγάζουν σε οξείς τόνους (ολολυγή).

Το αίμα συλλεγόταν σε λεκάνη, για να ραντιστεί ο βωμός, και πριν από όλα αφαιρούνταν η καρδιά και τα σπλάχνα του ζώου, για να ψηθούν στη φωτιά του βωμού και να φαγωθούν ευθύς αμέσως από τους μετέχοντες. Παράλληλα το ζώο τεμαχιζόταν και γδερνόταν. Ξεχώριζαν τα μη βρώσιμα σημεία του (οστά) και τα τοποθετούσαν με τρόπο που να ανασυνθέτουν συμβολικά το ζώο σε ένα σωρό ξύλων, για να καούν. Μαζί τους καίγονταν ακόμα μικρές ποσότητες τροφών (άρτος, χυλός), ενώ χυνόταν κρασί στη φωτιά, για να δυναμώσει.


Μόνο μετά την ολοκλήρωση αυτών των πράξεων ξεκινούσε το ψήσιμο ή το βράσιμο του κρέατος που καταναλωνόταν στο θυσιαστήριο γεύμα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα δεν επιτρεπόταν σε κανένα να πάρει στο σπίτι του κρέας από τη θυσία.

Α. Απαρχές – Σπονδές – Τάματα

Στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων οι θεοί ήταν δωρητές του καλού, αλλά απαιτούσαν συγχρόνως την απόδοση δώρων. Η πλέον στοιχειώδης μορφή δώρου ήταν η προσφορά μέρους από ό,τι αποκτούσε καταρχήν ο άνθρωπος, δηλαδή από την τροφή. Προσφερόταν μάλιστα το πρώτο μέρος της τροφής, που είχε αποκτηθεί με το κυνήγι, την αλιεία, τη συγκομιδή ή τη γεωργία, και ονομαζόταν απαρχαί. Ο τρόπος με τον οποίο δίδονταν οι τροφές στο θεό δεν ήταν πάντα ο ίδιος, ούτε απαραίτητα ορθολογικός. Μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ειδικές τράπεζες προσφορών στους ναούς και κατόπιν να περιέλθουν στο ιερατείο για τις δικές του ανάγκες. Συχνά αποτελούσαν απόθεμα, που αργότερα οι ιερείς μοίραζαν σε ξένους και στους προσκυνητές.

Αφήνονταν ακόμα σε ιερά σημεία για άλλους ανθρώπους ή και για ζώα. Μπορούσαν τέλος είτε να καούν στο βωμό, είτε να βυθιστούν σε λίμνες, σε πηγές ή στη θάλασσα. Στα αγροτικά ιερά αφιερώνονταν δώρα των εποχών (ωρών), που ονομάζονταν ωραία, και ήταν συνήθως ψωμί, σύκα, σταφύλια, ελιές, κρασί και γάλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ποσοστό του προϊόντος που έπρεπε να αφιερωθεί οριζόταν στο 1/10 της παραγωγής και αυτή η προσφορά ονομαζόταν δεκάτη. Η πράξη της προσφοράς, αν και μας είναι γνωστή και από παλαιότερες εποχές, φαίνεται πως συστηματοποιήθηκε στα αρχαϊκά χρόνια και αντικατροπτίζει τόσο την επιθυμία επίδειξης όσο και το σαφή διαχωρισμό των εύπορων τάξεων.

Μία ειδική μορφή προσφοράς ήταν το χύσιμο υγρών, η ονομαζόμενη σπονδή, που κατά τους Προϊστορικούς χρόνους αποτελούσε μία από τις συνηθέστερες τελετουργίες. Συνήθως ακολουθούνταν δύο διαφορετικοί τρόποι προσφοράς των υγρών, η σπονδή και η χοή. Η σπονδή, που απευθυνόταν κυρίως στους Θεούς, τελούνταν με οινοχόη ή κύπελλο και η ροή του υγρού ήταν ελεγχόμενη. Αντίθετα η χοή γινόταν με το αναποδογύρισμα και άδειασμα ενός μεγαλύτερου αγγείου και προοριζόταν για τους χθόνιους Θεούς και τους νεκρούς. Έσπενδαν κυρίως με κρασί και υπήρχαν ειδικοί κανόνες για τη σειρά των Θεών και των ηρώων στους οποίους απευθύνονταν οι σπονδές κατά τη διάρκεια των συμποσίων.

Εντούτοις, τόσο οι σπονδές όσο και οι χοές μπορούσαν να γίνουν και με μέλι, λάδι ή νερό. Η σπονδή ακολουθείται από την επίκληση σε κάποια θεότητα και συχνά κλείνει μία αιματηρή θυσία, ένα ταξίδι ή μία εχθροπραξία. Σπονδαί ονομάζεται και η ανακωχή, ενώ στη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων και των Ελευσίνιων μυστηρίων την εκεχειρία διακήρυτταν οι σπονδοφόροι. Για τις χοές πάλι σκαβόταν ένας μικρός λάκκος, ή ένα τρυπημένο αγγείο τοποθετούνταν συχνά μέσα στο έδαφος, ώστε τα υγρά να φθάνουν απ' ευθείας στους νεκρούς. Σημαντικές μελέτες τα τελευταία χρόνια έχουν τονίσει την ψυχολογική παράμετρο αυτής της ήρεμης σπατάλης, που διαφύλασσε την ελπίδα στην αφθονία και την τάξη του κόσμου.

Η προσφορά απαρχών -χωρίς να καταργηθεί- απέκτησε σταδιακά και μία δεύτερη μορφή, όταν αντί για τους καρπούς προσφέρονταν χρήματα, τα οποία όμως συνέχισαν να ονομάζονται απαρχαί. Το ποσό, το είδος και ο τρόπος της προσφοράς συχνά προκαθορίζονταν, και τότε μιλάμε για τάμα. Οι άνθρωποι σε περίπτωση ανάγκης ή κινδύνου έταζαν μία συγκεκριμένη προσφορά μέσω της φόρμουλας "εάν... τότε...". Οι καιρικές συνθήκες που θα επέτρεπαν μία καλή σοδειά ήταν συχνά το αντικείμενο επικλήσεων και ταμάτων στους θεούς. Δαπανηρές προσφορές γίνονταν μετά από πολεμικές συγκρούσεις.

Γι' αυτό και πολλά λαμπρά όπλα -ιδιαίτερα στην Αρχαϊκή περίοδο- στολίζουν τα ιερά, καθώς η δεκάτη των λαφύρων προορίζεται ως ανάθημα για το Θεό. Τέτοιο ανάθημα ήταν και ο χρυσός τρίποδας επί οφιούχου στήλης που αφιερώθηκε στους Δελφούς μετά τη νίκη στις Πλαταιές. Ακόμα και ένα μέρος από τους αιχμαλώτους μπορούσε να αφιερωθεί στα ιερά. Τα συνηθέστερα αναθήματα, ωστόσο, ήταν αντικείμενα κατασκευασμένα γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, όπως για παράδειγμα ειδώλια, αγγεία και αγάλματα.

Τα έργα αυτά συνοδεύονται κατά κανόνα από επιγραφές, στις οποίες αναφέρεται το όνομα του αναθέτη ή και του δημιουργού τους. Έτσι γίνεται σαφής μία ακόμη λειτουργία των αναθημάτων: η ατομική προβολή και καταξίωση μέσα από τη συνεχώς αναπτυσσόμενη κοινωνική άμιλλα.

Β. Πυρά – Καθαρμός – Φαρμακός

Η καθοριστική σημασία της φωτιάς για τον ανθρώπινο πολιτισμό δικαιολογεί τη γοητεία που αυτή ασκούσε, αλλά και τη στενή της σύνδεση με τις λατρευτικές τελετές. Οι θυσίες χωρίς φωτιά είναι σπάνιες, ειδικές περιπτώσεις. Ωστόσο, ακόμα και η απλή ύπαρξη φωτιάς είναι συνυφασμένη με μία ορισμένη ιερότητα. Ο χώρος όπου καίει η φωτιά σε κάθε σπίτι, η Εστία, ταυτίζεται με τη θεότητα. Σε αρκετά ιερά έκαιγε πάντοτε πυρά στο βωμό, με συνηθέστερα εκείνα του Απόλλωνα (σε Δελφούς, Άργος, Κυρήνη). Αλλού πάλι αντί για πυρά υπήρχε άσβεστη λυχνία (Αθηνά Πολιάς, Ηραίο Άργους) και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην Αθήνα, η μόνιμη πυρά διατηρούνταν στο Πρυτανείο.

Στη θεολογία των Ελλήνων οι θεοί ικανοποιούνταν από την κνίσσα (την οσμή και τον καπνό) της καύσης των οστών στις θυσίες. Αλλά για την επιπλέον ικανοποίηση της όσφρησής τους, καίγονταν αρωματικά φυτά και κλαδιά. Από τα τέλη του 8ου αιώνα άρχισαν να εισάγονται μέσω των Φοινίκων αρωματικές ουσίες, όπως λίβανος και μύρο, ενώ παράλληλα διαδίδονταν τα ειδικά σκεύη για την καύση τους, τα θυμιατήρια. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι η λέξη Θύειν, που κατέληξε να σημαίνει "θυσιάζω", αρχικά σήμαινε θυμίαμα. Η θυσία μέσω πυράς όμως συσχετιζόταν περισσότερο με τους νεκρούς και τους χθόνιους θεούς, εφόσον η καύση αποτελούσε έναν από τους τρόπους ταφής.

Τέλος η φωτιά είχε ξεχωριστή θέση σε ορισμένες τελετές όπως ήταν η δαδουχία από το τέμενος του Ακάδημου ως την Ακρόπολη στη διάρκεια των Παναθηναίων, το άναμμα του βωμού στην Ολυμπία από το νικητή στον αγώνα σταδίου και κυρίως οι λαμπαδηφορίες στις διάφορες Διονυσιακές γιορτές. Μετά τη μάχη των Πλαταιών οι Ελληνικές πόλεις πήραν νέα φωτιά για τους ναούς τους από τους Δελφούς. Η σβέση και αναζωπύρωση συνιστούν μία χαρακτηριστική, συμβολική αναπαράσταση της διαδικασίας καθαρμού, της καινούργιας αρχής και του επαναπροσδιορισμού των κοινών αρχών. Όμως για τις τελετουργίες καθαρμού ήταν περισσότερο διαδεδομένο το νερό.


H καθαρότητα είναι στην πραγματικότητα ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την κοινότητα και ο καθαρμός ο τρόπος, για να επανενταχτεί σε αυτήν ο "ακάθαρτος", ή να αποδιωχτεί το μίασμα. Δεν αποκλείεται, ωστόσο ο καθαρμός αρχικά να ήταν μία πρωτόγονη μορφή απολύμανσης, καθώς συνδυαζόταν άλλοτε με το θειάφι και άλλοτε με θυμιάματα ή με το πλύσιμο. Βέβαια ως το μεγαλύτερο μίασμα θεωρούνταν το ανθρώπινο αίμα, ιδίως, όταν είχε χυθεί σε συνθήκες παραβίασης ιερών δεσμών (οικογένειας) και ιερών χώρων (ναών, βωμών). Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μιαρός απομακρυνόταν από την πόλη ή του επιβάλλονταν ειδικά έργα εξαγνισμού.

Ο Απόλλωνας ήταν ο κατ' εξοχήν Θεός των καθαρμών και οι ιερείς που ήταν ειδικοί σε αυτούς αποκαλούνταν καθαρταί. Ο πιο φημισμένος από όλους ήταν ο Επιμενίδης ο Κρήτης που ήρθε στην Αθήνα, για να την απαλλάξει από το Κυλώνειο άγος, και ανάμεσα στα μέτρα που έλαβε τότε ήταν και η εξορία της οικογένειας των Αλκμαιωνιδών. Μία ιδιαίτερη τελετουργία καθαρμού ήταν η εκδίωξη του φαρμακού. Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει στο παρελθόν για το φαρμακό, επειδή η τελετουργία αυτή ενέχει και την πιθανότητα της ανθρωποθυσίας. Τα περισσότερα στοιχεία που γνωρίζουμε προέρχονται από ποιήματα του Ιππώνακτα από την Έφεσο, ποιητή του 6ου αιώνα π.Χ.

Φαρμακός λοιπόν ονομαζόταν κάποιος φτωχός και άσχημος άνδρας που επιλεγόταν κυρίως για την ασχήμια του και τρεφόταν για κάποιο διάστημα (το οποίο ποίκιλλε από πόλη σε πόλη) με τη φροντίδα της κοινότητας. Ύστερα τον εκδίωκαν πέρα από τα όρια της πόλης, τον έδερναν τελετουργικά, τον λιθοβολούσαν και πιθανόν τον φόνευαν. Αντίστοιχη είναι στην Παλαιά Διαθήκη η τελετουργία εκδίωξης του "αποδιοπομπαίου τράγου". Σε ορισμένες, ειδικές περιπτώσεις, το ρόλο του φαρμακού μπορούσε να τον παίξει και ένα μέλος της κοινότητας που ξεχώριζε όχι για την ασχήμια του, αλλά αντίθετα για την ομορφιά ή τη διακεκριμένη θέση του. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις της παρθένου Πολυκρίτης στη Νάξο και του βασιλιά Κόδρου στην Αθήνα.

Εορταστικές Εκδηλώσεις

Μία από τις χαρακτηριστικές εκδηλώσεις που συνόδευαν τις εορταστικές τελετουργίες ήταν η πομπή, η συγκρότηση δηλαδή μίας ομάδας που τελούσε προκαθορισμένο έργο και κινούνταν προς το ιερό. Η πομπή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούσε συστατικό στοιχείο κάθε γιορτής και θεωρούνταν ιερή. Συνηθέστερη ήταν αυτή που προηγούνταν κάθε θυσίας. Ιερή όμως θεωρούνταν και η "οδός", η διαδρομή δηλαδή που ακολουθούσαν οι συμμετέχοντες στην τελετή. Στην Αθήνα μάλιστα υπήρχε και ειδικό κτήριο για την προετοιμασία της πομπής, το Πομπείο, που βρισκόταν κοντά στην Ιερή Πύλη. Από εκεί ξεκινούσε η πομπή των Παναθηναίων, που κατέληγε στην Ακρόπολη.

Από την Ιερή Πύλη επίσης ξεκινούσε η πομπή που μέσω της Ιεράς Οδού κατέληγε στην Ελευσίνα για την τέλεση των μυστηρίων. Με ειδικό ρόλο ήταν επιφορτισμένοι και οι συμμετέχοντες σε αυτήν, οι οποίοι χωρίζονταν σε ομάδες αντίστοιχες συνήθως με το αντικείμενο που κουβαλούσαν. Έτσι συναντάμε κανηφόρους (που κουβαλούσαν καλάθια), υδροφόρους (υδρίες), πυρφόρους (λαμπάδες), φιαληφόρους (κουβαλούσαν σπονδικά αγγεία, τις φιάλες), θαλλοφόρους (κλαδιά) και κιστηφόρους (πλεκτά καλάθια ή ξύλινα κιβώτια). Ορισμένα σκεύη ή αγάλματα μεταφέρονταν με μεγαλοπρεπή τρόπο σε άρμα ή σε καράβι - όχημα.

Έτσι μεταφερόταν ο καινούργιος πέπλος της Αθηνάς στα Παναθήναια και το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως στα Μεγάλα Διονύσια. Στον Αρχαϊκό Ύμνο στον Απόλλωνα παρουσιάζεται μάλιστα ο ίδιος ο Θεός να οδηγεί την πομπή προς το δελφικό ιερό του. Πομπές αναφέρονται και σε άλλους εορτασμούς του Απόλλωνα, όπως στα Δαφνηφόρια της Θήβας και των Τεμπών. Μία ιδιαίτερη μορφή πομπής που απέβλεπε στη συγκέντρωση δώρων για το ιερό, καλούνταν Αγερμός. Στην Αθήνα πρωτοστατούσε η ίδια η ιέρεια της Πολιάδος Αθηνάς και στην Πέργη της Παμφυλίας η ιέρεια της Άρτεμης.

Στα Αθηναϊκά Θαργήλια και Πυανόψια (γιορτές του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, αντίστοιχα) τα παιδιά τραγουδώντας άσματα εγκωμιαστικά και ευχετήρια περιέφεραν ένα κλαδί στολισμένο με καρπούς και "απαρχές", το οποίο ονομαζόταν Ειρεσιώνη. Μία ανάλογη παράδοση είναι επίσης γνωστή από τη Σάμο και τη Ρόδο. Μία εκδήλωση με σημαντική διάδοση μεταξύ των Ελληνικών πόλεων ήταν η τελετουργική αναπαράσταση του Ιερού γάμου. Κάτω από τον όρο αυτό κρύβονταν διάφορες μυθολογικές εκδοχές της πρωταρχικής ένωσης του Πατέρα Ουρανού με τη Μητέρα Γη.

Άλλοτε πάλι η ένωση αυτή αποδιδόταν στο Δία και την Ήρα -όπως παρατηρείται στα Θεογάμια της Αθήνας- ή ακόμα σε εκείνη του Διονύσου και της Αριάδνης. Η τελευταία αυτή εκδοχή συνδέθηκε μεταγενέστερα με τα Διονυσιακά μυστήρια και τη διαδικασία μύησης, στην οποία η ολοκληρωμένη ερωτική επαφή έπαιζε σημαντικό ρόλο. Στην Αθήνα εξάλλου η προσφορά της Βασίλιννας (γυναίκας του βασιλέως) στο θεό θεωρούνταν συμβολική αναπαράσταση της παράδοσης της Αριάδνης στο Διόνυσο από το Θησέα. Ενδεχομένως οι τελετές αυτές να προέρχονταν από πρωτόγονες πρακτικές μύησης των εφήβων στη σεξουαλικότητα.

Α. Αγώνες

Οι αρχαίοι Έλληνες διακατέχονταν από αγωνιστικό πνεύμα, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε πολλές πτυχές του πολιτισμού τους. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ποικίλοι διαγωνισμοί λάμβαναν χώρα στις περισσότερες πόλεις. Ωστόσο, τα άλλοτε συμβολικά και άλλοτε υλικά δώρα των νικητών φαίνεται να είχαν μικρότερη σημασία από την ίδια την άμιλλα. Στην Αρχαϊκή περίοδο οι περισσότεροι από αυτούς τους αγώνες συστηματοποιήθηκαν, προσδιορίστηκε η τέλεσή τους σε τακτά χρονικά διαστήματα και τέθηκαν κάτω από την προστασία του θείου. Όσοι συμμετείχαν σε αυτούς συναγωνίζονταν στις αθλητικές δραστηριότητες, στο τραγούδι, στο χορό, στην απαγγελία, στο θέατρο, στη χειροτεχνία, ακόμα και στη φυσική ομορφιά.

Μία από τις παλαιότερες αναφορές προέρχεται από τη λεγόμενη "οινοχόη του Διπύλου", η επιγραφή της οποίας εγκωμιάζει ένα αγόρι που "χορεύει πιο χαριτωμένα από όλους". Ανάλογες επιγραφές βρίσκονται συχνά σε αναθήματα, τα οποία αφιέρωναν οι νικητές στα ιερά, για να ευχαριστήσουν το Θεό, και έμμεσα να εξασφαλίσουν τη φήμη τους. Σώζονται αναφορές σε καλλιστεία, σε διαγωνισμούς οικιακής χειροτεχνίας για τις γυναίκες και σε διαγωνισμούς γλυπτών και ζωγράφων. Ιδιαίτερα σημαντικοί ήταν οι μουσικοί αγώνες, που κατά κανόνα διεξάγονταν στη διάρκεια των γιορτών του Απόλλωνα και του Διονύσου.


Είναι γνωστό ότι οι διαγωνισμοί αυλητών, αοιδών και κιθαρωδών στους Δελφούς προηγήθηκαν των αθλητικών αγώνων και στην Αθήνα οι ραψωδοί συναγωνίζονταν στην απαγγελία κατά τη γιορτή των Παναθηναίων. Οι διθύραμοι των Μεγάλων Διονυσίων οδήγησαν, μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., στη διοργάνωση με τη μεγαλύτερη απήχηση και επιρροή στο μετέπειτα δυτικό πολιτισμό, στους δραματικούς αγώνες. Εξαιρετικά δημοφιλείς ήταν κατά την αρχαιότητα και οι αθλητικοί αγώνες, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις ξεκίνησαν ως αγώνες επιτάφιοι, όπως αυτοί που αναφέρονται στην Ιλιάδα για την ταφή του Πατρόκλου, ή εκείνοι που οργανώθηκαν για το θάνατο του Αμφιδάμαντα στους οποίους συμμετείχε και ο Ησίοδος.

Κάποιοι από αυτούς τους αγώνες που συνδέονταν με τοπικούς ήρωες ή ακόμα και με Θεούς απέκτησαν κανονική περιοδικότητα και συνδυάστηκαν με θρησκευτικές γιορτές. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τους τέσσερις αγώνες που απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Οι αρχαιότεροι και σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αγώνες που γίνονταν στην Ολυμπία σε ανάμνηση του θανάτου του Πέλοπα ή του Οινόμαου. Η διεξαγωγή τους ξεκινούσε με μνεία των ηρώων και ακολουθούσαν θυσίες βοδιών στο Δία. Το σημαντικότερο άθλημα ήταν το στάδιο (αγώνας δρόμου) και αργότερα η αρματοδρομία.

Συμπεριλαμβάνονταν, ωστόσο, και αρκετά άλλα αθλήματα όπως η πάλη, η πυγμαχία, το παγκράτιο, το ακόντιο, ο δίσκος και το άλμα. Η καταγραφή των νικητών στο στάδιο άρχισε το 776 π.X., χρονιά που θεωρείται συμβατικά και ως η αρχή των Ολυμπιακών αγώνων. Οι άλλοι τρεις πανελλήνιοι αγώνες (Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα) καθιερώθηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα (582 - 573 π.Χ.) αντιγράφοντας σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της Ολυμπίας. Στους Δελφούς τελούνταν σε ανάμνηση του φόνου του μυθικού δράκου Πύθωνα από τον Απόλλωνα, ενώ στον Ισθμό και τη Νεμέα τιμούσαν το θάνατο των ηρώων Παλαίμονα και Αρχέμορου, αντίστοιχα.

Από τους άλλους αγώνες που διεκδίκησαν -χωρίς όμως να επιτύχουν πραγματικά- έναν Πανελλήνιο χαρακτήρα, ξεχωρίζουν οι αγώνες προς τιμήν της Ήρας στο Άργος και τα Παναθήναια. Οι τελευταίοι συμπεριελάμβαναν και έναν ασυνήθιστο αγώνα, τον αποβατικό, όπου ένοπλοι αθλητές έπρεπε να κατέβουν και να ανέβουν σε άρμα εν κινήσει. Το ίδιο αγώνισμα υπήρχε και στα Αμφιαράεια του Ωρωπού, ενώ στα Κάρνεια της Σπάρτης κυριαρχούσε ο αγώνας δρόμου. Άλλες τοπικές διοργανώσεις ήταν τα Υακίνθια στις Αμύκλες και οι αγώνες προς τιμήν του Ηρακλή στη Θήβα, του Ήλιου στη Ρόδο και του Πρωτεσίλαου στη Λοκρίδα.

Μύηση και Μυστήρια

Ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της Ελληνικής θρησκείας ήταν η παιδευτική της λειτουργία. Η μετάβαση των εφήβων από την παιδική στην ενήλικο ζωή διευκολυνόταν με μία σειρά τελετές μυήσεως, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο προσωρινός αποκλεισμός του μυούμενου από τον κόσμο της καθημερινότητας. Στη πρωτόγονη μορφή τους οι διαδικασίες αυτές περιελάμβαναν την εκπαίδευση των αγοριών στο κυνήγι και των κοριτσιών σε βασικές οικιακές εργασίες, όπως στο άλεσμα και την υφαντική. Στην Αρχαϊκή περίοδο είχαν ήδη διαμορφωθεί αρκετές περίπλοκες διαδικασίες μύησης. Ορισμένες είχαν απλώς το χαρακτήρα μίας τελετής, όπως τα Απατούρια στην Αθήνα.

Άλλες πάλι απαιτούσαν μακροχρόνια υπηρεσία σε ναό ή σε κάποια ειδική ομάδα, με εντονότερο άλλοτε το θρησκευτικό και άλλοτε το κοινωνικό στοιχείο. Τέλος, κάποιες από τις τελετουργίες μύησης είχαν ήδη εξελιχτεί σε μυστηριακές λατρείες. Οι σαφέστερες τελετουργίες μύησης είναι γνωστές από τη δωρική Ελλάδα, ιδίως από την περιοχή της Κρήτης, της Σπάρτης και της Θήβας. Αν και οι πηγές μας ανήκουν στην Κλασική περίοδο και δεν αναφέρονται ρητά στο θρησκευτικό στοιχείο, είναι σαφές ότι οι πρακτικές που περιγράφονται ήταν κυρίαρχες στην Αρχαϊκή περίοδο και στενά συνδεδεμένες με τις εορτές των Θεών.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Κρήτη, στην οποία οι άνδρες ήταν οργανωμένοι σε ομάδες και μετείχαν σε κοινά συσσίτια που διεξάγονταν στο ανδρείον. Η μύηση του εφήβου στον κόσμο των ανδρών περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, μία σκηνοθετημένη απαγωγή του νεαρού από έναν ενήλικο, καθώς και την προσποιητή καταδίωξη εκείνου από τους συγγενείς του αγοριού. Για το αγόρι, ωστόσο, η επιλογή και η απαγωγή αποτελούσαν τιμή. Στη συνέχεια ο άνδρας και ο έφηβος αποσύρονταν για δύο μήνες στην εξοχή και η μύηση περιελάμβανε κυνήγι, πολιτική και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.

Η θεσμοθετημένη ομοφυλοφιλία ήταν μάλλον σπάνια, ακόμα και μέσα στη Δωρική παράδοση, παρότι οι μύθοι της αρπαγής του Γανυμήδη από το Δία και του Υακίνθου από το Ζέφυρο ήταν ήδη διαδεδομένοι και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Κρήτη πάντως ο ρόλος της ήταν καθοριστικός για τη διατήρηση της συνοχής της κοινότητας. Όταν εραστής και ερωμένος επέστρεφαν από την εξοχή, ο πρώτος έπρεπε να δωρίσει στο δεύτερο μία πανοπλία, ένα βόδι και ένα κύπελλο κρασιού, παρέχοντάς του έτσι μία σχετική αυτοδυναμία. Οι ανύπαντροι νέοι στη συνέχεια ζούσαν σε ομάδες, που τις ονόμαζαν "αγέλες", και τις εγκατέλειπαν μόνο σε περίπτωση γάμου.

Το πέρασμα των αγοριών από την κοριτσίστικη ενδυμασία στη γυμνότητα κρύβει επίσης μία τελετή μυήσεώς τους. Τέτοια ήταν η περίπτωση των Εκδυσίων της Φαιστού και των Γυμνοπαιδιών της Σπάρτης. Το ίδιο μοτίβο συναντάμε στην ιστορία του Αχιλλέα στη Σκύρο και σε εκείνη της άφιξης του Θησέα στην Αθήνα. Στη Σπάρτη μέρος της μύησης αποτελούσε και η περίφημη κρυπτεία. Στη διάρκειά της επίλεκτοι νεαροί άντρες κρύβονταν και ζούσαν σαν κλέφτες για ένα χρόνο. Η πρακτική σημασία του συγκεκριμένου εγχειρήματος ήταν να βοηθούν τη σπαρτιατική εξουσία σκοτώνοντας, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, είλωτες.

Μία άλλη σκληρή τελετή μύησης περιελάμβανε το μαστίγωμα αγοριών στο βωμό της Άρτεμης Ορθίας. Το περιεχόμενό της είχε μάλλον ως στόχο να καθορίζει την ηλικιακή ιεραρχία, αλλά στα αυτοκρατορικά χρόνια κατέληξε να αποτελεί "τουριστικό αξιοθέατο". Για τα κορίτσια η συνηθέστερη μορφή μύησης ήταν η παραμονή τους (αφιέρωση) για ένα μεγάλο διάστημα σε κάποιο ιερό, όπως σε αυτό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, όπου οι αφιερωμένες ονομάζονταν "άρκτοι". Στην Κέα πάλι οι κοπέλες που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου περνούσαν την ημέρα τους στο ναό συναντώντας νεαρούς και το βράδυ έπρεπε να προλάβουν όλες τις δουλειές του σπιτιού.


Α. Μυστηριακές Λατρείες (Κάβειροι)

Ορισμένες μυστηριακές λατρείες είχαν στενό τοπικό χαρακτήρα και τελούνταν σε ιερά οικογενειών, γενών ή οργεώνων. Γνωστά μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα ήταν τα μυστήρια που τελούνταν στο ιερό της οικογένειας των Λυκομιδών, της οποίας ο επιφανέστερος γόνος υπήρξε ο Θεμιστοκλής. Αφορούσαν τη "Μεγάλη Θεά", που ταυτιζόταν συνήθως με τη Γη. Τους ύμνους των τελετών λεγόταν ότι τους είχαν συνθέσει ο Ορφέας, ο Μουσαίος και ο Πάμφως. Από τα ελλειπή στοιχεία που διαθέτουμε, μπορούμε μόνο να εικάσουμε ότι επρόκειτο για λατρεία που ενέπλεκε Κοσμογονικά θέματα με μορφές σεξουαλικότητας και γονιμότητας.

Άλλα μυστήρια τοπικού χαρακτήρα ήταν εκείνα που τελούνταν στη Λυκόσουρα προς τιμήν της Δέσποινας, στο Ιδαίο Άντρο για το νυχτερινό Ζαγρέα, την Ορεινή Μητέρα και τους Κουρήτες και στην Ανδανία της Μεσσήνης για τους Μεγάλους Θεούς και την Αγνή. Οι περισσότερες από τις παραπάνω μυστηριακές Θεότητες παραμένουν απροσδιόριστες, αφού οι αρχαίοι συγραφείς ήταν πάντοτε φειδωλοί στις αναφορές τους σε αυτές. Μεταξύ των μυστηρίων που απέκτησαν πανελλήνια φήμη ήταν και εκείνα των Καβείρων της Σαμοθράκης. Οι Κάβειροι λατρεύονταν επίσης στη Λήμνο και τη Θήβα και έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι αντιπροσώπευαν τις συντεχνίες σιδηρουργών.

Από όσα γνωρίζουμε διαφαίνεται ένα μη Ελληνικό στοιχείο στη λατρεία αυτή, στο οποίο αποδίδεται Σημιτική ή Χεττιτική προέλευση από τους ειδικούς. Οι Λημναίοι Κάβειροι σχετίζονταν βεβαίως με τη λατρεία του Ηφαίστου και το Τυρρηνικό (Ετρουσκικό;) παρελθόν του νησιού. Στη Θήβα πάλι λατρευόταν ο Κάβειρος και ο Παις. Τόσο στη Θήβα όσο και στη Σαμοθράκη υπήρχε ένας μικρός "θεατρικός" χώρος για τα δρώμενα ή τις παρουσιάσεις του ιεροφάντη. Μέρος της τελετουργίας πρέπει να ήταν και η οινοποσία με χαρακτηριστικά αγγεία, τους καβειρικούς σκύφους, τα οποία αμέσως μετά θρυμματίζονταν.

Το ιερό της Σαμοθράκης προϋπήρχε της Αρχαϊκής περιόδου, αλλά το πρόγραμμα ανοικοδόμησής του συνδέεται με τον Ελληνικό εποικισμό στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. Στην Κλασική περίοδο τα μυστήρια της Σαμοθράκης ήταν γνωστά στην Αθήνα και φαίνεται πως ο Ηρόδοτος είχε μυηθεί σε αυτά. Το ιερό έφτασε ωστόσο στο απόγειό του κατά την Ελληνιστική περίοδο και οι ανασκαφές έχουν τεκμηριώσει αυτήν κυρίως την οικοδομική φάση. Οι Θεοί που λατρεύονταν δεν κατονομάζονταν ποτέ, αλλά αναφέρονταν μόνο ως Μεγάλοι Θεοί.

Τέλος ο Δάρδανος της Τροίας, ο Κάδμος της Θήβας και η γυναίκα του Αρμονία σχετίζονταν με τα μυστήρια της Σαμοθράκης, γεγονός που οδηγεί στη σύνδεσή τους με μυκηναϊκά και μικρασιατικά στοιχεία. Αντιλήψεις περί κοσμογονίας και σχέσεις ερωτισμού και θανάτου βρίσκονταν στον πυρήνα των μυστηρίων. Από πρακτικής απόψεως υπήρχε η αντίληψη ότι τα μυστήρια παρείχαν στους μυημένους προστασία από τους κινδύνους της θάλασσας και εξασφάλιζαν επιτυχημένα ταξίδια.

Β. Μυστηριακές Λατρείες (Βακχικά)

Η λατρεία του Διονύσου είχε στην Ελλάδα αρχαιότατες ρίζες. Στην Αρχαϊκή περίοδο όμως εισέβαλε στην καθημερινή ζωή και στην τέχνη με τις παραστάσεις στην αγγειογραφία και με τη σύνθεση αρχικά των πρώτων διθυράμβων και κατόπιν των δραμάτων. Βέβαια αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μεταβολής της παλαιάς και αριστοκρατικής διονυσιακής λατρείας σε θρησκεία λαϊκή, με πρωτοβουλία των τυράννων. Οι ομάδες μαινόμενων γυναικών, οι Μαινάδες ή Θυιάδες, συμμετείχαν σε συγκεκριμένες γιορτές, όπως στα Αγριώνια και τα Λήναια. Εκτός όμως από τις επίσημες διονυσιακές γιορτές υπήρχαν και τα ιδιωτικά Διονυσιακά μυστήρια.

Τα μυστήρια αυτά που τελούνταν νύχτα, επέτρεπαν την προσέλευση σε άντρες και γυναίκες, προϋπέθεταν όμως την ατομική μύηση του καθενός που συμμετείχε. Ως σύμβολο του Διονυσιακού μυστηρίου, του άρρητου και του απόκρυφου, εμφανιζόταν η εικόνα του σπηλαίου. Εντούτοις σε αντίθεση με τα Ελευσίνια μυστήρια και εκείνα των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, τα Βακχικά δεν είχαν μόνιμο ιερό, ούτε ιεραρχημένο ιερατείο, ούτε βέβαια ιερατικά γένη. Βασίζονταν σε τοπικές παραδόσεις οργίων, δηλαδή σε γιορτές μαινόμενων θιάσων του Θεού, τις οποίες οργάνωναν και διαχειρίζονταν περιπλανόμενοι ιερείς, οι αποκαλούμενοι "Βάκχοι" ή "Μύστες".

Η παλαιότερη μνεία τέτοιων ιερέων οφείλεται στον Ηράκλειτο, ενώ γνωρίζουμε ότι την Κλασική περίοδο στους θιάσους αυτούς μπορούσαν να μυηθούν ακόμα και ξένοι. Η ολοκληρωτική παράδοση στη μανία αποτελούσε το καθοριστικό σημείο της μύησης. Για τους μετέχοντες η γη μεταβαλλόταν σε παράδεισο και ανάβλυζε γάλα και μέλι. Παράλληλα, όμως, αναπτυσσόταν και μία φοβερή αγριότητα που εκφραζόταν συνήθως με το κυνήγι και το διαμελισμό ζώων, ο οποίος κατέληγε σε ωμοφαγία. Η μανία των Διονυσιακών μυστηρίων αποτελούσε το αντίρροπο κέντρο στην ορθολογική αντίληψη του κόσμου.

Περιέσωζε στοιχεία από τις παλαιές παραδοσιακές μυήσεις των εφήβων, επαγγελλόταν τη σύζευξη με το θείο μέσω του ενθουσιασμού και παρείχε την ελπίδα για έναν "άλλο κόσμο" και μία "άλλη ζωή".

Γ. Μυστηριακές Λατρίες (Ορφικά και Πυθαγορισμός)

Πίσω από τα ονόματα του Ορφέα και του Πυθαγόρα κρύβεται η ριζικότερη μεταβολή της Ελληνικής θρησκείας. Στον πρώτο που ήταν μυθικός αοιδός και η δράση του τοποθετείται πριν τον Τρωικό πόλεμο, και στο δεύτερο που ήταν φιλόσοφος των ιστορικών χρόνων αποδίδονται στοχασμοί και απόψεις που συστηματοποιήθηκαν τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. Στον Ορφέα ειδικά αποδιδόταν και μία Κοσμογονική και Θεογονική διδασκαλία, σχετική με την αθανασία της ψυχής και τη μετεμψύχωση. Αρκετά από τα έργα που του αποδίδονταν είχαν συνταχτεί μάλλον κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., από τον Ονομάκριτο και τον Πυθαγόρα.

Με αυτά τα έργα οι Ορφικοί πρόβαλλαν αξιώσεις στο ιερό της Ελευσίνας και συνέδεαν τις απόψεις τους με τα βακχικά μυστήρια και με εκείνα των Λαβυαδών και των Καβείρων. Στα κλασικά χρόνια είναι βεβαιωμένη η δράση Ορφεοτελεστών, οι οποίοι επιτύγχαναν με τη βοήθεια του Διονύσου την απαλλαγή του ανθρώπου από το παρελθόν του και την αναγέννησή του. Μέρος της άρρητης διδασκαλίας πρέπει να ήταν και η λατρεία ενός διαμελιζόμενου, χθόνιου Διονύσου, συνοδευόμενη από την πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Έχει υποστηριχτεί πειστικά ότι οι αντιλήψεις αυτές προήλθαν από τη λατρεία του Όσιρι στην Αίγυπτο, με την οποία ο Ελληνικός κόσμος εξοικειώθηκε ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ.


Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο και έδρασε κυρίως στον Κρότωνα και το Μεταπόντιο στο β' μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Οι οπαδοί του ονομάζονταν Πυθαγόρειοι και ασκούσαν σημαντική επιρροή σε πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, μέχρι και τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ίωνας φιλόσοφος -που φέρεται και ως ιεροφάντης σε ανατολική λατρεία της Μεγάλης Μητέρας- είχε κατορθώσει να συγκεράσει στοιχεία Βαβυλωνιακών μαθηματικών, Περσικής θρησκείας και ίσως ακόμη και Ινδικών απόψεων για τη μετεμψύχωση. Η διδασκαλία του Πυθαγόρα περιελάμβανε στοιχεία ανάλογα με τις Ορφικές αντιλήψεις για την αθανασία της ψυχής και την ύπαρξη ενός "άλλου κόσμου".

Ενώ παράλληλα προέτρεπε σε ζωή ασκητική, βασισμένη σε αυστηρούς κανόνες. Η καινούργια αντίληψη για την ψυχή, η οποία δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνη που γνωρίζουμε από τον Όμηρο, έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά τα Ελληνιστικά φιλοσοφικά ρεύματα και να προλειάνει το δρόμο για τις Χριστιανικές δοξασίες.

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (750 – 475 π.Χ.)

Η Αρχαϊκή περίοδος είναι για την Κύπρο λαμπρή περίοδος, γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της η νήσος παρουσιάζει σημαντική συσσώρευση πλούτου. Η επικοινωνία με Ανατολή και Δύση είναι συνεχής και αυτό σημαίνει ευδαιμονία για την Κύπρο. Κατά τον χρονογράφο Ευσέβιο του 3ου - 4ου μ.Χ. αιώνα η Κύπρος ήταν θαλασσοκράτειρα για 33 χρόνια. Αν στη μακραίωνη ιστορία της νήσου συνέβη πράγματι κάτι τέτοιο, τότε η καταλληλότερη περίοδος που ταιριάζει απόλυτα στην ανωτέρω εικόνα είναι το β΄ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα. Απόδειξη για την υλική ευμάρεια της εποχής παρέχουν κατ’ εξοχήν οι λεγόμενοι βασιλικοί τάφοι της Σαλαμίνας οι οποίοι, αν και συλημένοι, απέδωσαν πλήθος πολυτελέστατων ευρημάτων, που δίκαια τους χαρακτηρίζουν βασιλικούς.

Θυσίες αλόγων, προσφορές τριπόδων και λεβήτων που κοσμούνται με προτομές σειρήνων και γρυπών, άρματα με όλα τα στολίδια τους, κρεβάτια από ελεφαντόδοντο και θρόνοι διακοσμημένοι θαυμάσια, όλα τοποθετούνταν στους δρόμους των τάφων, με σκοπό να συνοδεύσουν τους ιδιοκτήτες τους στην άλλη ζωή. Το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα παρατηρείται η διάδοση των Ομηρικών Επών, της Ιλιάδας δηλαδή και της Οδύσσειας, μια διάδοση που πρέπει να επέδρασε πολύ στους Κυπρίους. Τα ταφικά έθιμα, όπως αυτά παρουσιάζονται κυρίως στη Σαλαμίνα αλλά και στην Πάφο και αλλού, είναι βέβαιο πως είναι απότοκο αυτής της διάδοσης.

Στους νεκρούς προσφέρονται οβελοί (σούβλες) για να ψήνουν το κρέας τους, ένα έθιμο που παρατηρείται επίσης στην Κρήτη και το Άργος την ίδια περίοδο και ανακαλεί στη μνήμη μας παρόμοια σύνεργα του Αχιλλέα, όταν αυτός φιλοξένησε στη σκηνή του τους ηγέτες του στρατού των Αχαιών ,κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Σύμφωνα με τον Όμηρο, στους νεκρούς προσφερόταν μέλι και λάδι, ένα έθιμο που παρατηρείται και στη Σαλαμίνα, ενώ οι φλόγες, στις οποίες τοποθετούσαν το σώμα του νεκρού για να απανθρακωθεί, σβήνονταν προς το τέλος με κρασί, όπως ακριβώς έγινε και με τις φλόγες στις οποίες παραδόθηκε το άψυχο σώμα του Πατρόκλου.

Η στάχτη και τα λίγα κόκαλα του νεκρού ήρωα μαζεύτηκαν προσεκτικά, όπως διηγείται ο Όμηρος, τυλίχτηκαν με ευλάβεια σε λινό σεντόνι και τοποθετήθηκαν σε χρυσή υδρία. Στη Σαλαμίνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση του δεύτερου μισού του 8ου π.Χ. αιώνα, τα οστά του απανθρακωθέντος νεκρού τυλίχτηκαν σε ύφασμα και τοποθετήθηκαν σε ορειχάλκινο λέβητα που έκλεινε από πάνω. Εύκολα, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Κύπριοι, παρά την εξεζητημένη επίδειξη του πλούτου τους που δείχνει σαφώς ανατολική επίδραση, δεν λησμονούν τις ρίζες τους, για τις οποίες δείχνουν πολύ περήφανοι.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια αναδύεται και η πνευματική παραγωγή των Κυπρίων, η οποία ακολουθεί την αντίστοιχη παραγωγή του Ελλαδικού κορμού. Πέρα από τα δύο μεγάλα έργα του Ομήρου δημιουργείται, λίγα χρόνια αργότερα ολόκληρος επικός κύκλος, στα πλαίσια του οποίου εντάσσονται και τα Κύπρια έπη του Στασίνου. Λίγα μόνο αποσπάσματα σώθηκαν, που παρουσιάζουν όχι μόνο επήρεια από τον Όμηρο, αλλά προχωρούν ένα βήμα παρακάτω εκφράζοντας φιλοσοφικές σκέψεις και ηθικές αξίες.

Στον επικό κύκλο της Κύπρου, εκτός από τα Κύπρια έπη, κατατάσσονται και οι τρεις ύμνοι προς Αφροδίτην, οι οποίοι παλαιότερα αποδίδονταν στον Όμηρο, αλλά και τα μεταγενέστερα έργα Κυπρίων χρησμωδών, όπως ο Εύκλος, του 6ου κυρίως π.Χ. αιώνα. Η διάδοση των Ομηρικών Επών πρέπει να αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τους προγόνους τους, των οποίων τον τρόπο διακυβέρνησης ακολουθούσαν πάντοτε πιστά. Όπως ο Ελληνικός χώρος ήταν διαιρεμένος κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους σε μικρά ανεξάρτητα βασίλεια, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ήταν διαιρεμένη και η Κύπρος σε δέκα και πλέον μικρά βασίλεια, που το καθένα είχε επικεφαλής τον δικό του βασιλιά.

Και ενώ στην Ελλάδα η βασιλεία έληξε με το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, οι συντηρητικοί Αχαιοί που αποίκησαν την Κύπρο κράτησαν την παρόδοση ζωντανή μέχρι το τέλος της Κλασικής περιόδου. Ο θεσμός της βασιλείας επέζησε και σε χρόνους που η Κύπρος υποδουλώθηκε σε ξένους λαούς (στους Ασσυρίους το 709 π.Χ., το 569 στους Αιγυπτίους και το 525 στους Πέρσες). Μάλιστα η ονομασία δέκα βασιλείων τους οφείλεται στο γνωστό πρίσμα του Ασσύριου βασιλιά Εσαρχαδών που χρονολογείται στο 673 / 672 π.Χ. και βρέθηκε προ πολλών χρόνων στην πρωτεύουσά του Νινευί.

Εύκολα ταυτίζει κάποιος τα ονόματα, που αναφέρονται στην επιγραφή πως πλήρωναν φόρο στον Ασσύριο ηγεμόνα, με τις πόλεις της ιστορικής περιόδου. Συγκεκριμένα αναφέρονται οι πόλεις Ιδάλιο, Χύτροι, Σαλαμίνα, Πάφος, Σόλοι, Κούριο, Ταμασός, Λήδρα, Κίτιο και Αμαθούς. Η τελευταία αποδόθηκε στα Ασσυριακά με το όνομα Νούρε. Η περίοδος της αιγυπτιακής κατοχής, παρά το ότι ήταν λιγόχρονη, άφησε έντονα τα σημάδια της στην τέχνη, ιδιαίτερα στη γλυπτική, στην οποία παρατηρούμε την ακαμψία στη στάση των αγαλμάτων αλλά και τη μίμηση της ενδυμασίας που ήταν τότε του συρμού στη χώρα του Νείλου.

Σύντομα όμως οι Κύπριοι απέβαλαν και τα δύο και ακολούθησαν Ελληνικά πρότυπα. Υπό την Περσική κυριαρχία, οι Κύπριοι βασιλείς διατήρησαν την ανεξαρτησία τους και πλήρωναν φόρους όπως έκαναν και όλοι οι υπήκοοι του βασιλιά των Περσών. Είχαν όμως το δικαίωμα να κόβουν νομίσματα, όχι όμως χρυσά, χωρίς την προσωπογραφία του Πέρση μονάρχη. Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευέλθων (560 - 525 π.Χ.) φαίνεται να είναι ο πρώτος που έκοψε ασημένια αλλά και ορειχάλκινα νομίσματα. Αυτά εικόνιζαν στην μπροστινή όψη τους ένα κριάρι, ενώ η πισινή όψη ήταν ακόσμητη ή έφερε το αιγυπτιακό σύμβολο «ανκχ», που υποδηλώνει καλή τύχη.


Μέσα στην Περσική επικράτεια η Κύπρος μετά την επανάσταση του Ονήσιλου αποτελούσε μέρος της πέμπτης Σατραπείας και εκτός από τους φόρους που κατέβαλλε, όφειλε να προμηθεύει τους Πέρσες με πλοία και πληρώματα σε περιπτώσεις ανάγκης. Σ’ αυτή την αχανή Περσική Αυτοκρατορία, οι Κύπριοι βρήκαν στους Έλληνες της Ιωνίας σημαντικούς συντρόφους με τους οποίους δημιούργησαν στενούς δεσμούς συνεργασίας, αφού και οι δύο ανήκαν στον ίδιο εθνικό κορμό.

Όταν οι Ίωνες επαναστάτησαν το 501 π.Χ. εναντίον των Περσών, οι Κύπριοι με επικεφαλής τον βασιλιά της Σαλαμίνας Ονήσιλο, ο οποίος εκθρόνισε τον αδελφό του Γόργο που δεν ήθελε να επαναστατήσει εναντίον των κυρίων του, ξεσηκώθηκαν όλοι πλην των Αμαθουσίων και συνέπραξαν με τους Ίωνες το 499 π.Χ.. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε το 498 στην πεδιάδα της Σαλαμίνας και παρότι ο Ονήσιλος φαινόταν να κερδίζει τη μάχη, στο τέλος την έχασε και ο ίδιος φονεύθηκε, ενώ στο θρόνο της Σαλαμίνας αποκαταστάθηκε ο Γόργος, που είχε καταφύγει προσωρινά στην αυλή του Πέρση βασιλιά.

Η επανάσταση των Κυπρίων κράτησε για έναν ακόμη χρόνο, αφού πλην των Σόλων, που σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο αμύνθηκαν για έξι μήνες, παρόμοια ερρωμένη αντίσταση πρέπει να πρόβαλε και η Πάφος, σύμφωνα με την εικόνα που έδωσαν οι ανασκαφές που διεξήχθησαν. Κατ’ αυτό τον ατυχή τρόπο έληξε ο αγώνας των Κυπρίων το 497 π.Χ. και εδραιώθηκε για τα καλά η Περσική κυριαρχία. Αποτέλεσμα της ήττας ήταν να αναγκαστούν οι Κύπριοι να εκστρατεύσουν εναντίον των συμμάχων τους Ιώνων, των οποίων οι Πέρσες κατέπνιξαν τελικά την επανάσταση το 495 π.Χ..

Η βοήθεια προς τους Πέρσες συνεχίστηκε με την παροχή 150 Κυπριακών πλοίων στον Ξέρξη, στην εκστρατεία του εναντίον τής Ελλάδας, η οποία τέλειωσε με οικτρή αποτυχία, αφού οι Έλληνες κέρδισαν τους Πέρσες στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., στην οποία έλαβαν μέρος τα Κυπριακά πλοία, που πρώτα όμως ανέκρουσαν πρύμνη και τράπηκαν σε φυγή. Ακολούθησε η μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ., η οποία σήμανε και την απαλλαγή της Ελλάδας από τον περσικό κίνδυνο, αφού οι Πέρσες ηττήθηκαν κατά κράτος.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ












(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνσ