Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (838-868)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽ ὑπάγγελος·
νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς
840 ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον,
μόρον γ᾽ Ὀρέστου. καὶ τόδ᾽ αὖ φέρειν δόμοις
γένοιτ᾽ ἂν ἄχθος αἱματοσταγές, φόνῳ
τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις.
πῶς ταῦτ᾽ ἀληθῆ καὶ βλέποντα δοξάσω;
845 ἢ πρὸς γυναικῶν δειματούμενοι λόγοι
πεδάρσιοι θρῴσκουσι, θνῄσκοντες μάτην;
τί τῶνδ᾽ ἂν εἴποις ὥστε δηλῶσαι φρενί;
ΧΟ. ἠκούσαμεν μέν, πυνθάνου δὲ τῶν ξένων
ἔσω παρελθών. οὐδὲν ἀγγέλων σθένος
850 ὡς αὐτόσ᾽ αὐτὸν ἄνδρα πεύθεσθαι πέρι.
ΑΙ. ἰδεῖν ἐλέγξαι τ᾽ εὖ θέλω τὸν ἄγγελον,
εἴτ᾽ αὐτὸς ἦν θνῄσκοντος ἐγγύθεν παρών,
εἴτ᾽ ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος λέγει μαθών.
οὔτοι φρέν᾽ ἂν κλέψειεν ὠμματωμένην.

855 ΧΟ. Ζεῦ Ζεῦ, τί λέγω, πόθεν ἄρξωμαι
τάδ᾽ ἐπευχομένη κἀπιθεάζουσ᾽,
ὑπὸ δ᾽ εὐνοίας
πῶς ἴσον εἰποῦσ᾽ ἀνύσωμαι;
νῦν γὰρ μέλλουσι μιανθεῖσαι
860 πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων
ἢ πάνυ θήσειν Ἀγαμεμνονίων
οἴκων ὄλεθρον διὰ παντός,
ἢ πῦρ καὶ φῶς ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ
δαίων ἀρχαῖς τε πολισσονόμοις
865 ἕξει πατέρων μέγαν ὄλβον.
τοιάνδε πάλην μόνος ὢν ἔφεδρος
δισσοῖς μέλλει θεῖος Ὀρέστης
ἅψειν. εἴη δ᾽ ἐπὶ νίκῃ.

***
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Μήνυμα μού ήρθε κι έτσι ακάλεστος δε φτάνω.
καινούριαν είδηση έμαθα πως κάποιοι ξένοι
840 ήρθαν απ᾽ έξω κι έφεραν, όπου καθόλου
δεν είναι να χαρεί κανείς — πως πάει ο Ορέστης·
και τούτο ακόμη να μας βρει, γι᾽ αυτά τα σπίτια
θα ήταν αιματοστάλαχτη πληγή στις πρώτες
π᾽ ακόμα δεν εκλείσανε και μας πονούνε.
Μα πώς να το σκεφτώ; και να ᾽ναι τάχ᾽ αλήθεια;
ή λόγια από γυναίκειους φόβους γεννημένα,
που έτσι ξεσπούν με μιας και σβήνουν έτσι πάλι;
Μα εσύ μην ξέρεις τίποτα να μας φωτίσεις;

ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Τ᾽ ακούσαμε κι εμείς, μα κάλλιο να περάσεις
μέσα και να εξετάσεις μόνος σου τους ξένους·
γιατί όσα οι άλλοι να σουν πουν, αξία δεν έχουν,
850 όσο αν τα μάθεις απ᾽ αυτούς τα πάντα ο ίδιος.

ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Θέλω και γω το μηνυτή να δω και μάθω
αν ήταν εκεί μπρος που πέθαινε κοντά του,
ή αν έτσι απ᾽ ακουστά λόγια τ᾽ αέρα λέει·
μα εμένα μάτια έχει ο νους και δε γελιούμαι.

ΧΟΡΟΣ
Τί να λέγω, ω Δία, ω Δία, και ν᾽ αρχίσω από πού
τους θεούς με ικεσίες να κράξω κι ευχές;
Το καλό που του θέλει η καρδιά μου, με ποιά
ταιριαστά νά ᾽βρω λόγια να φτάσω;
Γιατί σήμαν᾽ η ώρα που οι κόψες σπαθιών
860 αντροφόνων στα γαίματα θέλουν βαφεί
κι ή τα σπίτια του Ατρείδη από πρόσωπο γης
θ᾽ αφανίσουν για πάντα,
η φωτιά θέλει ανάψει και φως λευτεριάς
και στα χέρια του πίσω θα πάρει ξανά
και τη νόμιμη αρχή
και τ᾽ αμέτρητο βιος των σπιτιών του.
Τέτοιο αγώνα στερνό μόνος έχει με δυο
να παλαίψει ο γενναίος Ορέστης, και πια
ο θεός ας του δώσει τη νίκη.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΘΕΟΙ - ΑΠΟΛΛΩΝ ή ΑΠΕΛΛΩΝ - Ερμής και Μαρσύας

Απόλλων και Ερμής

Ο Απόλλωνας σε πολλούς μύθους εμφανίζεται σαν βοσκός. Για παράδειγμα, όσο ο Ποσειδώνας τείχιζε την Τροία, εκείνος έβοσκε τα κοπάδια του Λαομέδοντα στην Ίδη, τιμωρημένοι και οι δυο από τον Δία για συνωμοσία εναντίον του. Πάλι τιμωρημένος από τον Δία για τον φόνο των Κυκλώπων μπήκε στη δουλική υπηρεσία του βασιλιά των Φερών Άδμητου ως βοσκός των κοπαδιών του. Τα βόδια αυτών των κοπαδιών έκλεψε ο εὔσκοπος αδελφός του Ερμής, βρέφος ακόμη, στις φασκιές, και με πονηριά προσπάθησε να κρύψει τα ίχνη τους. Τα αντάλλαξε με τη λύρα που έδωσε στον αδελφό του και της οποίας υπήρξε ευρετής· αργότερα τα δύο αδέλφια αντάλλαξαν τη σύριγγα ή τον αυλό ο Ερμής με τη χρυσή γκλίτσα που του έδωσε ο Απόλλωνας, το μετέπειτα κηρύκειο, σύμβολο του θεού Ερμή. Έτσι, οι δύο θεοί συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους μέσα από μια διαδικασία ανταλλαγής, συνηθισμένη τακτική στην προνομισματική κοινωνία, και μέσα από τη σαφή οριοθέτηση της επικράτειάς τους.
 
Απόλλων και Μαρσύας
 
Ο Μαρσύας, γιος του Ύαγνη ή του Όλυμπου ή του Οίαγρου, είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο, συνδεδεμένος και με τον Διόνυσο.
 
Ο Μαρσύας, όπως είπαμε, θεωρείται ο εφευρέτης του δίαυλου, ενώ ο Πάνας της σύριγγας ή του αυλού· κατάφερε, μάλιστα, οι Φρύγες να αποκρούσουν τους Γαλάτες, ενώ αυτός έπαιζε τον αυλό. Στην Αθήνα παραδίδεται ότι τον αυλό τον είχε εφεύρει η Αθηνά, ενώ άλλες παραδόσεις θέλουν κάποιον Αλφαιό από τη Φρυγία, γιο του Σαγγάριου, να μαθαίνει στη θεά να παίζει· όταν όμως είδε στα νερά ενός ρυακιού ότι ασχήμιζε το πρόσωπό της, πέταξε τον αυλό μακριά.  Άλλοι λένε ότι η θεά έφτιαξε με κόκαλα ελαφιού αυλό για πρώτη φορά σε ένα συμπόσιο των θεών. Όταν η Ήρα και η Αφροδίτη την κορόιδεψαν, γιατί το πρόσωπό της παραμορφωνόταν σε κάθε φύσημα του αυλού, η θεά έτρεξε στη Φρυγία για να δει το πρόσωπό της στα νερά ενός ποταμού. Εκεί πέταξε τον αυλό απειλώντας με φρικτές τιμωρίες όποιον τον μάζευε.
 
Τον μάζεψε ο Μαρσύας και με αυτόν προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, γιατί θεώρησε τον ήχο του αυλού τον ωραιότερο. Αναπόφευκτη η τιμωρία του, τόσο γιατί αψήφησε την Αθηνά όσο και γιατί συναγωνίστηκε ένα θεό. Η τιμωρία υπήρξε σκληρή, πόσο μάλλον που η πρώτη φάση του διαγωνισμού έμεινε χωρίς νικητή. Γι' αυτό ο Απόλλωνας τον προκάλεσε να γυρίσουν ανάποδα τα όργανά τους και να παίξουν. Σε αυτή τη φύση αποδείχθηκε η ανωτερότητα της λύρας και οι ξεχωριστές ικανότητες του θεού. Κριτής στον αγώνα ορίστηκε ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, και ο Μίδας· κατά άλλους ο Μίδας υπήρξε αυτόκλητος κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα - Άλλες μαρτυρίες θέλουν κριτές του αγώνα τις Μούσες. Περιπλανώμενος στα βουνά, έφτασε στο σημείο του διαγωνισμού την ώρα που ο Τμώλος ανακήρυσσε τον Απόλλωνα νικητή· εκείνος πάλι έκρινε την απόφαση ως άδικη. Ο Απόλλωνας θύμωσε και έκανε να βγουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, προφανώς για να ακούει καλύτερα ή γιατί γαϊδουρινά αυτιά μοιάζουν ακαλαίσθητα σε ανθρώπινο κεφάλι. Όσο για την τιμωρία του Μαρσύα… [Η ήττα του Μαρσύα, αν λάβουμε υπόψη τα λεγόμενα του Παυσανία, ήταν αναμενόμενη εξαιτίας των δυνατοτήτων των δύο οργάνων. Σύμφωνα με τον περιηγητή παλιά έπρεπε οι αυλητές να χρησιμοποιούν τρεις διαφορετικούς αυλούς για να παίζουν κατά τις τρεις τεχνοτροπίες: τη δωρική, τη φρυγική και τη λυδική (9.12.5). Είναι πιθανό ότι ο Απόλλωνας να έπαιξε σε άλλον τόνο, αφού κούρδισε διαφορετικά τη λύρα του· ή ότι έπαιζε και ταυτόχρονα τραγουδούσε, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο Μαρσύας.] Επειδή, πριν την έναρξη του αγώνα, είχε οριστεί ο νικητής να επιβάλει στον ηττημένο όποια τιμωρία ήθελε, ο Απόλλωνας, παρασυρμένος από την οργή του, έδεσε τον Μαρσύα σε πανύψηλο πεύκο (Απολλόδωρος) ή πλάτανο (Πλίνιος) και τον έγδαρε. Μετανιωμένος για τον θυμό του ο θεός έσπασε τη λύρα του και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό της Φρυγίας μετονομάζοντας αυτόν που παλαιότερα λεγόταν Πηγή του Μίδα. Κατά την αρχαιότητα κοντά στις Κελαινές, στη Φρυγία, έδειχναν ένα σπήλαιο, όπου ο Απόλλωνας είχε κρεμάσει το δέρμα του σάτυρου Μαρσύα (Ξεν., Κύρου Ανάβ. 1.2.8) ή έναν ασκό φτιαγμένο από το δέρμα του (Ηρ. 7.26). Σύμφωνα με άλλο μύθο, το φοβερό εκείνο τρόπαιο είχε κρεμαστεί σ' ένα σπήλαιο της Ακρόπολης. Ο Φώτιος αναφέρει ότι σε μια γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα προσφέρονταν στον θεό δέρματα θυσιασμένων ζώων στη μνήμη του Μαρσύα.

Μικρές, απλές αλήθειες

Πόσο έχουμε εστιαστεί στα δύσκολα, τα πολύπλοκα και τα σύνθετα, ξεχνώντας τα απλά και τα θεμελιώδη! Καθημερινά, αυτή η διαπίστωση εξακολουθεί να εμφανίζεται και να αποδεικνύεται στον περίγυρό μου, στον κόσμο που έχουμε φτιάξει!

Πόσο έξυπνο, πολυμήχανο σύστημα σκέψης έχουμε δημιουργήσει που κρύβει στα βάθη του την ουσία, ενώ δίνει έμφαση στα επουσιώδη και σε αυτά που ενισχύουν το ψέμα που υπάρχει μέσα μας!

Τόσες κατακτήσεις, τόσα εκπληκτικά επιτεύγματα έχουμε καταφέρει κι όμως ακόμα δεν έχουμε κατακτήσει πολλοί – παρά μόνο στα λόγια – την πολυπόθητη ευτυχία, την αγάπη προς τον εαυτό μας, την εσωτερική γαλήνη που φαίνεται να μας διαφεύγει ό,τι κι αν καταφέρνουμε, αποκτούμε ή κατέχουμε.

Δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε κάτι που εξακολουθεί να μας διαφεύγει και το έχουν σκεπάσει τα λόγια και η νοημοσύνη (αυτά στα οποία έχουμε δώσει τόση έμφαση και σπουδαιότητα). Δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε την ουσία όταν αυτή έχει διαστρεβλωθεί και παραποιηθεί από τον μηχανισμό του νου για να σημαίνει και να εννοεί κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι.

Πολλοί θέλουν να πιστεύουν ότι «αγαπούν τον εαυτό τους» αλλά αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι ότι αγαπούν (ή προσπαθούν να το κάνουν, χωρίς να το καταφέρνουν και αυτό πάντα) το φτιαχτό εγώ τους: την προσωπικότητα, την ταυτότητα που έχουν φτιάξει σύμφωνα με το περιβάλλον τους, τις πεποιθήσεις τους, την αντίληψη της πραγματικότητάς τους και το παρελθόν τους. Όλο αυτό όμως είναι ένα χτιστό οικοδόμημα που πολύ λίγη σχέση έχει με την αλήθεια του «Εαυτού», τον οποίο δεν γνωρίζουν πραγματικά.

Τα έχω γράψει αυτά πολλές φορές στο παρελθόν, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Τι άλλαξε; Γιατί τα ξαναγράφω; Γιατί τίποτα δεν άλλαξε, γιατί εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη να γίνουν κατανοητά τα νοήματα πίσω από τις λέξεις. Γιατί υπάρχει ακόμα άγνοια, έλλειψη και διαστρέβλωση της αλήθειας.

Δεν χρειάζεται ο Εαυτός μας άλλα συστήματα σκέψης να αντικαταστήσουν τα παλιά. Δεν χρειάζεται μεθόδους να τον φτάσουμε, να αντιληφθούμε το μεγαλείο του, ούτε έχει ανάγκη από τελετουργικά, πρακτικές ή φυγή από την πραγματικότητά μας για να τον «βρούμε». Όλ’ αυτά, έχω διαπιστώσει, ότι περισσότερο μπερδεύουν, απομακρύνουν και κρύβουν παρά αποκαλύπτουν την αλήθεια.

Το «περίεργο» και αποκαλυπτικό μαζί, είναι ότι εξακολουθούμε να διαπιστώνουμε ότι, ό,τι άλλο κι αν κατακτάμε ή καταφέρνουμε, ουσιαστικά δεν πάμε πουθενά ούτε είμαστε απόλυτα ευτυχισμένοι στο παρόν μας και στη ζωή μας, αφού αισθανόμαστε ότι «κάτι λείπει» από αυτήν και μέσα μας. Το ψάχνουμε εκεί που δεν υπάρχει, επιχειρούμε να το βρούμε με τα μέσα που έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε. Αλλά εξακολουθεί να μας διαφεύγει.

Αναβάλλουμε ή πιστεύουμε ότι στην επόμενη κατάκτηση, στην επόμενη επιτυχία ή σιγουριά, θα είναι εκεί να μας περιμένει. Αλλά δεν είναι ποτέ. Και η αναβολή παίρνει παράταση, ενώ εμείς δεν αλλάζουμε ούτε τον τρόπο που ψάχνουμε ούτε το πού το ψάχνουμε, περιμένοντας κάτι να αλλάξει, κάτι να φανερωθεί, κάτι ή κάποιον να μας λυτρώσει.

Είναι όμως τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο δύσκολο να ξεφύγουμε από τον μέχρι τώρα τρόπο σκέψης μας, από τις συνήθεις πρακτικές μας, από την ασφάλεια που πιστεύουμε ότι μας προσφέρει ο νους που εξακολουθούμε να εμπιστευόμαστε. Τα απλά δεν τα καταλαβαίνει αυτός ο νους ή το συγκεκριμένο σύστημα σκέψης. Και εμείς δεν έχουμε μάθει τίποτα άλλο, κανένα άλλο δεν έχουμε διαθέσιμο ν’ αντικαταστήσει την εκπαίδευσή μας.

Κοιτάμε απεγνωσμένα δεξιά και αριστερά ψάχνοντας σωτήρες, θαύματα, θέλοντας οι άλλοι να αλλάξουν για μας για να έχουμε αυτό που πιστεύουμε πως θέλουμε, αυτό που νομίζουμε πως μας λείπει. Μα δεν θα αλλάξουν, τίποτα δεν μας λυτρώνει, όσο ωραιοποιημένο κι αν εμφανίζεται αρχικά.

Σε αυτά τα άρθρα δεν επεκτείνομαι βαθύτερα ή σε «λύσεις» γιατί ο εκπαιδευμένος, υποκειμενικός νους θα βιαστεί να ερμηνεύσει, πιστεύοντας ότι ξέρει τι εννοώ και σε τι αναφέρομαι, δίνοντας την ψευδαίσθηση της γνώσης, ενώ στην ουσία δεν θα έχει αλλάξει τίποτα πρακτικά και αληθινά. Ο καθένας έχει τον δικό του κωδικό επικοινωνίας, κατανοώντας τις λέξεις και τις φράσεις σύμφωνα με τις δικές του ατομικές καταχωρήσεις που δεν είναι ίδιες με αυτές των άλλων. Δεν θα δώσω αυτήν την ικανοποίηση στο επιφανειακό νου να προσπεράσει ή να κρίνει αυτό που ουσιαστικά δεν γνωρίζει.

Η πορεία είναι πάντα ατομική και όποιος θέλει πραγματικά να ψάξει, βρίσκει την αλήθεια που είναι κρυμμένη μέσα του. Φτάνει να ξεπεράσει το πρώτο εμπόδιο – παγίδα που του βάζει ο νους: την αλαζονεία της γνώσης.

Μαθαίνουμε από παιδιά ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε, εξεταζόμαστε πάνω σε αυτά που ξέρουμε, αξιολογούμαστε με βάση τα «σωστά» μας και όχι σύμφωνα με τις ερωτήσεις μας. Αυτό είναι το πρώτο εμπόδιο στην πραγματική αναζήτηση της ουσίας. Να τολμήσει να πει ο καθένας μας στον εαυτό του, «δεν ξέρω, θέλω να μάθω». Όσο πιστεύουμε ότι ξέρουμε, ότι γνωρίζουμε τι θέλουμε, ότι έχουμε τον έλεγχο του εαυτού μας και «ξέρουμε τι κάνουμε» βρισκόμαστε στην παγίδα που μας στήνει επιδέξια ο νους και εμείς δεν αναγνωρίζουμε καν.

Πόσο δύσκολο είναι να παραμένουμε μαθητές της ζωής αντί να προσποιούμαστε τους γνώστες και τους κατέχοντες της αλήθειας, όποιοι κι αν είμαστε, ό,τι κι αν έχουμε κατακτήσει, όπου κι αν έχουμε «φτάσει»;

Sartre: Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει

Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ή θεωρία μας [ο υπαρξισμός] προξενεί φρίκη σε μερικούς ανθρώπους.
 
Γιατί συχνά ένα μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητα τους.
 
Να σκέφτονται:

«Οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μού πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα.

Βέβαια, δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλί μου.

Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου.

Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου.

Έμειναν λοιπόν αχρησιμοποίητες μέσα μου και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου.»

Στην πραγματικότητα όμως, για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται.

Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα.

Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ.

Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο.

Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε;

Ο άνθρωπος στρατεύει τον εαυτό του στη ζωή, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα.

Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του.

Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως το όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες.

Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά.
 
J. P. Sartre, Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός

Συμπεριφορά και αντιδράσεις του ναρκισσιστικού ατόμου

Το πιο επικίνδυνο αποτέλεσμα του ναρκισσισμού είναι η στρέβλωση της ορθολογικής κρίσης. Το αντικείμενο της ναρκισσιστικής προσκόλλησης θεωρείται αξίας (καλό, όμορφο, σοφό κτλ.) όχι με βάση μια αντικειμενική αξιακή κρίση, αλλά επειδή είναι εγώ ή είναι δικό μου. Η ναρκισσιστική αξιακή κρίση είναι μεροληπτική και προκατειλημμένη. Συνήθως αυτή η προκατάληψη εκλογικεύεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κι αυτή η εκλογίκευση μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο απατηλή ανάλογα με την ευφυΐα και την καλλιέργεια του εμπλεκόμενου ατόμου. Στον ναρκισσισμό του μέθυσου η στρέβλωση είναι συνήθως προφανής. Αυτό που βλέπουμε είναι έναν άντρα να μιλά με επιφανειακό και κοινότοπο τρόπο, αλλά με τον αέρα και τον τόνο κάποιου που εκφέρει τα πιο υπέροχα και ενδιαφέροντα λόγια. Υποκειμενικά διακατέχεται από ένα συναίσθημα ευφορίας, σαν «να βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου», ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται σε κατάσταση αυτομεγάλυνσης. Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι εκφορές του ακραία ναρκισσιστικού ατόμου είναι απαραιτήτως πληκτικές. Αν είναι χαρισματικός ή ευφυής, θα παράξει ενδιαφέρουσες ιδέες και αν τις κρίνει αξιόλογες, η κρίση του δεν θα είναι απολύτως λανθασμένη. Αλλά το ναρκισσιστικό άτομο ούτως ή άλλως τείνει να κρίνει όσα παράγει ως αξιόλογα, και η πραγματική ποιότητά τους δεν είναι καθοριστική στη διαμόρφωση αυτής της εκτίμησης. (Στην περίπτωση του «αρνητικού ναρκισσισμού» ισχύει το αντίθετο. Έτσι, το άτομο τείνει να υποτιμά οτιδήποτε είναι δικό του και η κρίση του είναι εξίσου μεροληπτική.) Αν το άτομο αντιλαμβανόταν τη ναρκισσιστική φύση αυτών των κρίσεων, τα αποτελέσματα δεν θα ήταν τόσο δυσμενή. Θα έπρεπε -και θα ήταν σε θέση-να υιοθετήσει μια χιουμοριστική στάση απέναντι στη ναρκισσιστική προκατάληψή του. Ωστόσο, αυτό σπανίζει. Συνήθως το άτομο είναι πεπεισμένο ότι δεν υπάρχει προκατάληψη και ότι η κρίση του είναι αντικειμενική και ρεαλιστική. Αυτό οδηγεί σε μια σοβαρή στρέβλωση της ικανότητάς του να σκέφτεται και να κρίνει, αφού η ικανότητά του αυτή αμβλύνεται ξανά και ξανά όταν ασχολείται με τον εαυτό του και με όσα του ανήκουν. Αντίστοιχα, η κρίση του ναρκισσιστικού ατόμου είναι επίσης προκατειλημμένη κατά εκείνου που δεν είναι «αυτός» ή που δεν είναι δικό του. Ο εξωτερικός κόσμος («όχι Εγώ») είναι υποδεέστερος, επικίνδυνος, ανήθικος. Τότε το ναρκισσιστικό άτομο καταλήγει σε μια τεράστια στρέβλωση. Ο εαυτός του και ό,τι είναι δικό του υπερεκτιμούνται. Οτιδήποτε εξωτερικό υποεκτιμάται. Το πλήγμα που δέχεται η λογική και η αντικειμενικότητά του είναι προφανές.

Ένα ακόμη πιο επικίνδυνο παθολογικό στοιχείο στον ναρκισσισμό είναι η συναισθηματική αντίδραση στην κριτική οποιοσδήποτε θέσης έχει υποστεί ναρκισσιστική κάθεξη. Κανονικά ένα άτομο δεν θυμώνει όταν κάτι που έκανε ή είπε γίνεται αντικείμενο κριτικής, υπό την προϋπόθεση ότι η κριτική είναι δίκαιη και δεν γίνεται με εχθρική πρόθεση. Το ναρκισσιστικό άτομο, από την άλλη, αντιδρά με έντονο θυμό όταν του ασκούν κριτική. Έχει την τάση να νιώθει ότι η κριτική αποτελεί εχθρική επίθεση, αφού, δεδομένης της ίδιας της φύσης του ναρκισσισμού του, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι αιτιολογημένη. Η ένταση του θυμού του μπορεί να κατανοηθεί πλήρως μόνο αν αναλογιστεί κανείς ότι το ναρκισσιστικό άτομο δεν συνδέεται με τον κόσμο, και ως αποτέλεσμα είναι απομονωμένο και επομένως φοβισμένο. Είναι αυτή η έννοια της μοναχικότητας και του φόβου που προσπαθεί να αντισταθμίσει με τη ναρκισσιστική αυτομεγάλυνσή του. Αν Αυτός είναι ο κόσμος, τότε δεν υπάρχει εξωτερικός κόσμος που μπορεί να τον τρομάξει- αν Αυτός είναι τα πάντα, δεν είναι μόνος του. Συνεπώς, όταν ο ναρκισσισμός του πληγώνεται, αισθάνεται ότι απειλείται ολόκληρη η ύπαρξή του. Όταν απειλείται, η μόνη προστασία που έχει κατά του φόβου του, δηλαδή η αυτομεγάλυνσή του, ο φόβος αναδύεται και οδηγεί σε έντονη οργή. Αυτή η οργή είναι ακόμη εντονότερη επειδή δεν υπάρχει πράξη ικανή να μειώσει την απειλή- μόνο η καταστροφή του ατόμου που ασκεί την κριτική -ή του εαυτού του- μπορεί να τον σώσει από την απειλή κατά της ναρκισσιστικής του ασφάλειας.

Υπάρχει εναλλακτική στις εκρήξεις οργής ως αποτέλεσμα του πληγωμένου ναρκισσισμού, και αυτό είναι η κατάθλιψη. Το ναρκισσιστικό άτομο αντλεί την αίσθηση της ταυτότητάς του από τη μεγάλυνση. Ο εξωτερικός κόσμος δεν αποτελεί πρόβλημα για εκείνον, δεν τον καταβάλλει με τη δύναμή του, επειδή έχει καταφέρει να γίνει ο κόσμος, να αισθάνεται παντογνώστης και παντοδύναμος. Αν ο ναρκισσισμός του πληγωθεί, και αν για ένα πλήθος λόγων, όπως, για παράδειγμα, η υποκειμενική ή η αντικειμενική αδυναμία της θέσης του έναντι του επικριτή του δεν του επιτρέπουν να εξοργιστεί, τότε το άτομο αισθάνεται κατάθλιψη. Δεν συνδέεται με τον κόσμο και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν είναι κανείς και τίποτα, αφού δεν έχει αναπτύξει τον εαυτό του ως επίκεντρο της σύνδεσής του με τον κόσμο. Αν ο ναρκισσισμός του πληγωθεί τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί πλέον να τον διατηρήσει, το Εγώ του καταρρέει και η υποκειμενική αντίδραση σε αυτή την κατάρρευση είναι το αίσθημα κατάθλιψης. Το στοιχείο του πένθους που υπάρχει στη μελαγχολία αφορά κατά την άποψή μου στη ναρκισσιστική εικόνα του υπέροχου «Εγώ» που έχει πεθάνει και για το οποίο το καταθλιπτικό άτομο πενθεί.

Ακριβώς επειδή το ναρκισσιστικό άτομο τρέμει την κατάθλιψη που προκύπτει όταν πληγώνεται ο ναρκισσισμός του, προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει τέτοια πλήγματα. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να το πετύχει αυτό. Ένας είναι να αυξήσει τον ναρκισσισμό, ώστε κανείς εξωτερικός επικριτής ή καμιά αποτυχία να μην μπορεί να θίξει πραγματικά τη ναρκισσιστική θέση του. Με άλλα λόγια, η ένταση του ναρκισσισμού αυξάνεται προκειμένου να αποκρούσει την απειλή. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι το άτομο προσπαθεί να θεραπεύσει τον εαυτό του από την απειλητική κατάθλιψη με το να νοσήσει πιο σοβαρά ψυχικά, φτάνοντας ως την ψύχωση.

Υπάρχει ωστόσο και μία ακόμη λύση στην απειλή του ναρκισσισμού του, που είναι πιο ικανοποιητική για το άτομο, αν και πιο επικίνδυνη για τους άλλους. Αυτή η λύση συνίσταται στην προσπάθεια να μεταμορφώσει την πραγματικότητα με τρόπο που να συνάδει, μέχρι ενός βαθμού, με το ναρκισσιστικό αυτοείδωλό του. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο ναρκισσιστικός εφευρέτης, που πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει το αεικίνητο και στην πορεία έχει κάνει μια μικρή ανακάλυψη κάποιας σημασίας. Μια σημαντικότερη λύση είναι να διασφαλίσει τη συναίνεση ενός άλλου ατόμου και, αν είναι δυνατόν, να προσεταιριστεί τη συναίνεση εκατομμυρίων. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της συμβιωτικής ψύχωσης -folie ά deux- (μερικοί γάμοι και έχουν αυτή τη βάση), ενώ η δεύτερη είναι αυτή δημόσιων προσώπων που αποτρέπουν ένα δημόσιο ξέσπασμα της δυνητικής ψύχωσής τους, προσεταιριζόμενα την αποδοχή και τη συναίνεση εκατομμυρίων ανθρώπων. Το πιο γνωστό παράδειγμα αυτής της τελευταίας περίπτωσης είναι ο Χίτλερ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άκρως ναρκισσιστικό άτομο, που το πιθανότερο είναι πως θα είχε υποστεί μια έκδηλη ψύχωση αν δεν είχε καταφέρει να κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να πιστέψουν στο αυτοείδωλό του, να πάρουν στα σοβαρά τις πομπώδεις φαντασιώσεις του για τη χιλιετία του «Τρίτου Ράιχ», και ακόμη να μεταλλάξει την πραγματικότητα με τρόπο που να φαίνεται στους οπαδούς του ότι έχει δίκιο. (Αφού απέτυχε, έπρεπε να αυτοκτονήσει, επειδή διαφορετικά η κατάρρευση της ναρκισσιστικής εικόνας του θα ήταν πραγματικά αφόρητη.)

Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα μεγαλομανών ηγετών στην ιστορία που «θεράπευσαν» τον ναρκισσισμό τους μεταλλάσσοντας τον κόσμο ώστε να συνάδει μαζί του. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να καταστρέψουν όλους τους επικριτές, αφού δεν μπορούν να ανεχθούν την απειλή που συνιστά γι’ αυτούς η φωνή της λογικής. Από τον Καλιγούλα και τον Νέρωνα μέχρι τον Στάλιν και τον Χίτλερ, βλέπουμε ότι η ανάγκη τους να βρουν άτομα που θα τους πιστέψουν, να μεταλλάξουν την πραγματικότητα, ώστε να συνάδει με τον ναρκισσισμό τους και να εξαλείψουν όλους τους επικριτές, είναι τόσο έντονη και τόσο απεγνωσμένη, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια προσπάθεια να αποτρέψουν το ξέσπασμα της παραφροσύνης τους. Παραδόξως, το στοιχείο παραφροσύνης αυτών των ηγετών τούς κάνει επιτυχημένους. Τους δίνει τη βεβαιότητα και την ελευθερία από την αμφιβολία που είναι τόσο εντυπωσιακή για το μέσο άτομο. Είναι να πούμε ότι αυτή η ανάγκη να αλλάξουν τον κόσμο, να προσεταιριστούν τους άλλους και να τους κάνουν να υιοθετήσουν τις ιδέες και τις ψευδαισθήσεις τους απαιτεί επίσης ταλέντα και χαρίσματα που το μέσο άτομο, ψυχωτικό ή μη, δεν διαθέτει. Εξετάζοντας την παθολογία του ναρκισσισμού, είναι σημαντικό να διακρίνουμε μεταξύ δύο μορφών ναρκισσισμού – μια καλοήθη και μια κακοήθη. Στην καλοήθη μορφή αντικείμενο του ναρκισσισμού είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ατόμου. Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να έχει μια ναρκισσιστική περηφάνια για το έργο του ως ξυλουργού, επιστήμονα ή αγρότη. Στον βαθμό που αντικείμενο του ναρκισσισμού του είναι κάτι για το οποίο έχει εργαστεί, το αποκλειστικό ενδιαφέρον του για το έργο του και το επίτευγμά του εξισορροπείται διαρκώς από το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της εργασίας καθαυτής και για το υλικό με το οποίο δουλεύει. Η δυναμική αυτού του καλοήθη ναρκισσισμού είναι αυτοελεγχόμενη. Η ενέργεια που τροφοδοτεί την εργασία είναι σε μεγάλο βαθμό ναρκισσιστικής φύσης, αλλά το ότι η εργασία αφ’ εαυτή καθιστά αναγκαία μια σύνδεση με την πραγματικότητα χαλιναγωγεί συνεχώς τον ναρκισσισμό και τον κρατάει εντός των ορίων. Αυτός ο μηχανισμός ίσως εξηγεί γιατί συναντάμε τόσους ναρκισσιστικούς ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά δημιουργικοί.

Στην περίπτωση του κακοήθους ναρκισσισμού, αντικείμενο του ναρκισσισμού δεν είναι οτιδήποτε κάνει ή παράγει το άτομο, αλλά κάτι που κατέχει, για παράδειγμα, το σώμα, η ομορφιά, η υγεία, ο πλούτος του κτλ. Η κακοήθης φύση αυτού του τύπου ναρκισσισμού συνίσταται στο ότι στερείται το διορθωτικό στοιχείο που βρίσκουμε στην καλοήθη μορφή. Αν είμαι «σπουδαίος.» λόγω κάποιας ιδιότητας που κατέχω και όχι λόγοι κάποιου πράγματος που επιτυγχάνω, δεν χρειάζεται να συνδέομαι με οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω. Διατηρώντας την εικόνα της σπουδαιότητάς μου, απομακρύνω τον εαυτό μου όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα και πρέπει να ενισχύσω τη ναρκισσιστική φόρτιση προκειμένου να είμαι πιο προστατευμένος από τον κίνδυνο ότι το ναρκισσιστικά διογκωμένο Εγώ μου θα αποδειχτεί προϊόν της κενής φαντασίας μου. Επομένως, ο κακοήθης ναρκισσισμός δεν αυτοπεριορίζεται και κατά συνέπεια είναι βαθιά σολιψιστικός και ξενοφοβικός. Κάποιος που έχει μάθει να πετυχαίνει δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι κι άλλοι έχουν πετύχει παρόμοια πράγματα με παρόμοιους τρόπους – ακόμη και αν ο ναρκισσισμός του τον πείσει ότι το δικό του επίτευγμα είναι σπουδαιότερο από των άλλων. Κάποιος που δεν έχει καταφέρει τίποτα θα το βρει δύσκολο να εκτιμήσει τα επιτεύγματα των άλλων και άρα θα αναγκαστεί να απομονώσει όλο και περισσότερο τον εαυτό του στο ναρκισσιστικό μεγαλείο του.

Erich Fromm, Η Καρδιά του Ανθρώπου

Η Ομηρική άποψη της μοναξιάς

Μοναξιά. Το στενό μονοπάτι προς το Σκοπό.

Η Ομηρική άποψη της μοναξιάς. Ο Οδυσσέας είναι μόνος, αν και ανάμεσα σε συντρόφους, διότι μόνον αυτός αντέχει και ακούει τις κλήσεις.

Η αρνητική μοναξιά.

Μόνον ο Οδυσσέας αποφεύγοντας μέσα στη μοναξιά του το κακό οδηγείται στο Καλό της Ιθάκης, του Σκοπού.

Δυστυχώς η μοίρα του σκοπού ισούται με τη μοίρα του μόνου.

Μόνοι μας ερχόμαστε και μόνοι μας φεύγουμε.

Τα λιγότερα σημαντικά τα κάνουμε εν κοινωνία.

Τα πλέον σημαντικά τα ικανοποιούμε μέσα στη μοναξιά της εισόδου και της εξόδου.

Ούτως ή άλλως ο Οδυσσέας (οδύσσομαι =μισώ) σήμανε το μίσος για την εμμένεια και την αγάπη για την υπέρβαση.

Αλλά ενδιαφέρον παρουσιάζει και η τελική άποψη του Ομήρου για τη μοναξιά εάν σκεφθούμε ότι στην Ιθάκη φθάνει Μόνος.

Μπορώ πάντα να επιλέγω, οπότε είμαι εγώ πίσω από τις επιλογές μου

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ Μπορώ πάντα να επιλέγω, οπότε είμαι εγώ πίσω από τις επιλογές μουΜπορώ είτε να φωνάζω για τα σκοτάδια, είτε να φροντίζω να τα φωτίζω.
Μπορώ να τρομάζω από τις σκιές, ή να ενθαρρύνομαι από το μέγεθός μου.
Μπορώ να μείνω για πάντα κάτω, ή να πάρω το χρόνο μου μέχρι να ξεκουραστώ.
Μπορώ να διαμαρτύρομαι για τα εμπόδια, ή να συνεχίζω τη διαδρομή μου.
Μπορώ να ανησυχώ για τα χαλασμένα μου παπούτσια ή να διαβαίνω ξυπόλυτος.
Μπορώ να αναπολώ, ή να σχεδιάζω.
Μπορώ να απαιτώ, ή να δημιουργώ.
Μπορώ να αισθάνομαι εγκλωβισμένος κάπου, ή να φύγω από εκεί.
Μπορώ να παρασύρομαι από τις στιγμές, ή να κρατώ στο νου μου τη μεγάλη εικόνα.
Μπορώ να παγώνω από το φόβο, ή να κινούμαι για να τον ξεπεράσω.
Μπορώ να λυπάμαι για τα ναυαγισμένα σχέδιά μου, ή να αναπροσαρμόζομαι με την πραγματικότητα.
Μπορώ να νιώθω τραγικός, ή να διαχωρίζω το ποιος είμαι από το τι έχω.
Μπορώ πάντα να επιλέγω, οπότε είμαι εγώ πίσω από τις επιλογές μου.

Επιστήμονες υπολόγισαν πόσο είναι το φως που έχουν εκπέμψει όλα τα άστρα που έχουν υπάρξει ποτέ στο σύμπαν

Η ιστορία του φωτός είναι, επίσης, η ιστορία του σύμπαντος. Πόσο, όμως, είναι όλο το φως που έχουν εκπέμψει όλα τα άστρα που έχουν ποτέ υπάρξει στο σύμπαν, το οποίο έχει ηλικία περίπου 13,7 δισεκατομμυρίων ετών; 

Η απάντηση φαίνεται απελπιστικά δύσκολη, αλλά οι αστρονόμοι έχουν πλέον στα χέρια τους για πρώτη φορά έναν αριθμό και είναι…απελπιστικά μεγάλος: 4Χ10^84 φωτόνια (ο αριθμός 4 ακολουθούμενος από 84 μηδενικά).

Μια διεθνής επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον αστροφυσικό Μάρκο Ατζέλο του Κολλεγίου Επιστήμης Clemson της Νότια Καρολίνα, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", βάσισε τους υπολογισμούς της στο «εξωγαλαξιακό φως υποβάθρου», ένα είδος κοσμικής ακτινοβολίας.

Εκτιμάται ότι πάνω από το 90% του φωτός που έχουν παράγει τα άστρα από τη γέννηση του σύμπαντος, επιβιώνει μέσα σε αυτό το αχνό φως υποβάθρου. Το φως αυτό είναι το ποσοστό εκείνο της οπτικής, εγγύς-υπέρυθρης και υπεριώδους ακτινοβολίας που παράγεται από τα άστρα και μετά καταφέρνει να διαχυθεί στο σύμπαν.

Η μέτρηση αυτής της διάχυτης ακτινοβολίας είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά αυτή τη φορά οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έχουν κάνει μια καλή εκτίμηση με τη βοήθεια του διαστημικού τηλεσκοπίου ακτίνων-γάμα «Φέρμι» της NASA.

Είναι αδύνατο να υπολογίσει κανείς πόσοι γαλαξίες και πόσα άστρα υπάρχουν στο σύμπαν σήμερα, καθώς εμφανίζονται νέοι γαλαξίες που δημιουργούν συνεχώς καινούρια άστρα. Εκτιμάται ότι σήμερα υπάρχουν περίπου δύο τρισεκατομμύρια γαλαξίες και ένα τρισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άστρα!

Πάντως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο σχηματισμός άστρων -που ξεκίνησε όταν το σύμπαν είχε ηλικία λίγων εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών- έφθασε στο αποκορύφωμά του πριν από δέκα έως 11 δισεκατομμύρια χρόνια και έκτοτε έχει επιβραδυνθεί. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι ο δικός μας γαλαξίας δημιουργεί πια περίπου μόνο επτά νέα άστρα το χρόνο.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Ησιόδεια έπη - Θεογονία, Ο ρόλος του ποιητή

H Iλιάδα κατοχυρώνει την ποίηση ως δώρο των Mουσών στους αοιδούς, εξαίροντας κυρίως τον μνημονικό χαρακτήρα της· δίχως να αγνοεί τον διδακτικό σκοπό του ποιήματος, επιμένει προπάντων στην τέρψη που προσφέρει το τραγούδι σε όσους το ακούν. Περιθώρια, πάντως, για άμεση προβολή του προσώπου και του ονόματος του ποιητή μέσα στο ίδιο το ποίημα η Iλιάδα δεναφήνει.
 
Ήδη στην Oδύσσεια η ποιητική αυτή μηχανή γίνεται πολυπλοκότερη: η εξάρτηση του αοιδού από τις Mούσες συνεχίζεται, αλλά συγχρόνως αναδύεται η μορφή του και στο ποίημα προβάλλεται έμμεσα με τα ένθετα είδωλα των αοιδών· του Φήμιου στην Iθάκη, του Δημοδόκου στη Σχερία. O ίδιος ο Oδυσσέας, με τις διηγήσεις του και την αφηγηματική του δεξιοτεχνία, θαυμάζεται ως ἐπιστάμενος αοιδός ― θαυμασμός που λαθραίως ανακλάται στο πρόσωπο του ποιητή, ο οποίος υποκρύπτεται πίσω από τον βασικό ήρωα του έπους του. Στο ιλιαδικό, εξάλλου, τέρπειν της ποίησης η Oδύσσεια προσθέτει τώρα και το θέλγειν, υπονοώντας την καθηλωτική επίδραση που μπορεί να έχει το ποίημα στους ακροατές του, όπως παραδειγματικώς συμβαίνει με το τραγούδι των Σειρήνων. H αλήθεια του παραδοσιακού επικού μύθου δεν αμφισβητείται, βεβαίως, και στην Oδύσσεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο υπονομεύεται με τις πλαστές διηγήσεις του Oδυσσέα, που ο ποιητής τις χαρακτηρίζει αληθοφανείς. Tέλος, εκτός από τη μνήμη, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται βασικό στήριγμα της ποίησης, υποβάλλεται τώρα ως συμπληρωματικός όρος της ποιητικής τέχνης και η λήθη (οι ακροατές του ποιήματος οφείλουν πρώτα να ξεχάσουν τα εφήμερα βάσανά τους, για να θυμηθούν παλιές και ένδοξες ιστορίες που αφηγείται ο αοιδός).
 
Aυτή ακριβώς η προωθημένη θεωρία της Oδύσσειας συμπληρώνεται και διορθώνεται από τον Hσίοδο στη Θεογονία. O ποιητής δεν διστάζει πια να ομολογήσει μέσα στο ποίημά του το πραγματικό του όνομα· να συμπεριλάβει σ' αυτό και κάποια βιογραφικά του στοιχεία. Παραδοσιακή ύλη της ποίησης θεωρούνται τόσο οι αληθείς όσο και οι αληθοφανείς ιστορίες, την ευθύνη των οποίων αναλαμβάνουν τώρα οι Mούσες, επιλέγοντας όμως τον Hσίοδο ως ραψωδό της αλήθειας. H λήθη δεν ορίζεται πια ως προϋπόθεση μόνο της ποιητικής τέχνης, αλλά και ως άμεσος στόχος της (μόνο μέσα από την ποίηση μπορούν οι άνθρωποι να ανακουφιστούν από τη δυστυχία και τη μιζέρια τους). Tέλος, ο ρόλος του ποιητή επαυξάνεται και με κοινωνική αποστολή: όχι μόνο γιατί υπερασπίζεται την αλήθεια απορρίπτοντας το ψεύδος· αλλά και επειδή, κατευνάζοντας τα πάθη των ανθρώπων, τους συμφιλιώνει μεταξύ τους όπως ο δικαστής και ο δίκαιος βασιλεύς.
 
Πουθενά ίσως αλλού δεν φαίνεται τόσο η ποιητική δεξιοσύνη του Hσιόδου όσο στους ονομαστικούς καταλόγους που διασπείρονται άφθονοι μέσα στη Θεογονία: ο ποιητής εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του δακτυλικού εξαμέτρου, που τον καθιστά υποδοχή ενός, δύο, τριών ή και τεσσάρων ονομάτων θεών ή ηρώων τα οποία συνηχούν φωνητικά μεταξύ τους, ενώ συγχρόνως, με την ετυμολογική ή την παρετυμολογική τους διαφάνεια, εικονογραφούν τα επώνυμα πρόσωπα.
 
Oι ονομαστικοί αυτοί κατάλογοι έχουν, συνήθως, μέση έκταση δέκα στίχων και μέγιστη είκοσι πέντε. O πλουσιότερος είναι ο κατάλογος των Nηρηίδων (στ. 240-264), αλλά και των γιων και των θυγατέρων που γεννούν ο Ωκεανός και η Tηθύς (στ. 337-361). Aσφαλώς δεν επινοεί ο Hσίοδος πρώτος την καταλογική ποίηση (η Iλιάδα προσφέρει ήδη λαμπρά δείγματα αυτής της κατηγορίας, αλλά και τα ανατολικά σχετικά κείμενα βρίθουν από αντίστοιχους καταλόγους)· την προάγει όμως έως τα έσχατα όριά της.
 
Όπως η Iλιάδα και η Oδύσσεια του Oμήρου, έτσι και η Θεογονία αμφισβητήθηκε έντονα κατά τον περασμένο αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού ως προς τη συνοχή και την ενότητά της. Aπόηχος αυτής της αμφισβήτησης αναγνωρίζεται και σε νεότερες εκδόσεις, όπου προτείνεται η αθέτηση ή η μετάθεση πολλών στίχων του ποιήματος. H διορθωτική αυτή τάση των φιλολόγων τα τελευταία χρόνια υποχώρησε, αλλά και οι πιο συντηρητικοί εκδότες δέχονται ότι ορισμένοι στίχοι θα πρέπει να θεωρηθούν εμβόλιμοι.
 
Για την προτεραιότητα της Iλιάδας και της Oδύσσειας έναντι της Θεογονίας, για την οποία έχουν επίσης διατυπωθεί κατά καιρούς διαφωνίες, συνηγορούν ησιόδεια χωρία που φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη ομόλογα επεισόδια της Iλιάδας και της Oδύσσειας. Πάντως η χρονική απόσταση της ησιόδειας Θεογονίας από την ομηρική Oδύσσεια ελέγχεται ελάχιστη, και σε τούτο το γεγονός πιθανόν οφείλεται η πυκνή σχετικώς διασταύρωση τόσο της Θεογονίας όσο και των Έργων με το ωριμότερο ομηρικό έπος.