Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (241-284)

ΓΥ. Α’ εὖ γ᾽, ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα, καὶ δεξιῶς.
πόθεν, ὦ τάλαινα, ταῦτ᾽ ἔμαθες οὕτω καλῶς;
ΠΡ. ἐν ταῖς φυγαῖς μετὰ τἀνδρὸς ᾤκησ᾽ ἐν πυκνί,
ἐκεῖ τ᾽ ἀκούουσ᾽ ἐξέμαθον τῶν ῥητόρων.
245 ΓΥ. Α’ οὐκ ἐτὸς ἄρ᾽, ὦ μέλ᾽, ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή·
καί σε στρατηγὸν αἱ γυναῖκες αὐτόθεν
αἱρούμεθ᾽, ἢν ταῦθ᾽ ἁπινοεῖς κατεργάσῃ.
ἀτὰρ ἢν Κέφαλός σοι λοιδορῆται προσφθαρείς,
πῶς ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν ἐν τἠκκλησίᾳ;
250 ΠΡ. φήσω παραφρονεῖν αὐτόν. ΓΥ. Α’ ἀλλὰ τοῦτό γε
ἴσασι πάντες. ΠΡ. ἀλλὰ καὶ μελαγχολᾶν.
ΓΥ. Α’ καὶ τοῦτ᾽ ἴσασιν. ΠΡ. ἀλλὰ καὶ τὰ τρύβλια
κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς.
ΓΥ. Α’ τί δ᾽ ἢν Νεοκλείδης ὁ γλάμων σε λοιδορῇ;
255 ΠΡ. τοῦτῳ μὲν ‹ἂν› εἴποιμ᾽ ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν.
ΓΥ. Α’ τί δ᾽, ἢν ὑποκρούωσίν σε; ΠΡ. προσκινήσομαι,
ἅτ᾽ οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων.
ΓΥ. Α’ ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον, ἤν σ᾽ οἱ τοξόται
ἕλκωσιν, ὅ τι δράσεις ποτ᾽. ΠΡ. ἐξαγκωνιῶ
260 ὡδί· μέση γὰρ οὐδέποτε ληφθήσομαι.
ΓΥ. Α’ ἡμεῖς δέ γ᾽, ἢν αἴρωσ᾽, ἐᾶν κελεύσομεν.
ΓΥ. Β’ ταυτὶ μὲν ἡμῖν ἐντεθύμηται καλῶς.
ἐκεῖνο δ᾽ οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ
τὰς χεῖρας αἴρειν μνημονεύσομεν τότε·
265 εἰθισμέναι γάρ ἐσμεν αἴρειν τὰ σκέλη.
ΠΡ. χαλεπὸν τὸ πρᾶγμ᾽· ὅμως δὲ χειροτονητέον
ἐξωμισάσαις τὸν ἕτερον βραχίονα.
ἄγε νυν, ἀναστέλλεσθ᾽ ἄνω τὰ χιτώνια·
ὑποδεῖσθε δ᾽ ὡς τάχιστα τὰς Λακωνικάς,
270 ὥσπερ τὸν ἄνδρ᾽ ἐθεᾶσθ᾽, ὅτ᾽ εἰς ἐκκλησίαν
μέλλοι βαδίζειν ἢ θύραζ᾽ ἑκάστοτε.
ἔπειτ᾽ ἐπειδὰν ταῦτα πάντ᾽ ἔχῃ καλῶς,
περιδεῖσθε τοὺς πώγωνας. ἡνίκ᾽ ἂν δέ γε
τούτους ἀκριβῶς ἦτε περιηρμοσμέναι,
275 καὶ θαἰμάτια τἀνδρεῖα γ᾽ ἃ παρεκλέψατε
ἐπαναβάλησθε, κᾆτα ταῖς βακτηρίαις
ἐπερειδόμεναι βαδίζετ᾽ ᾄδουσαι μέλος
πρεσβυτικόν τι, τὸν τρόπον μιμούμεναι
τὸν τῶν ἀγροίκων. ΓΥ. Α’ εὖ λέγεις· ἡμεῖς δέ γε
280 προΐωμεν αὐτῶν. καὶ γὰρ ἑτέρας οἴομαι
ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὴν πύκν᾽ ἥξειν ἄντικρυς
γυναῖκας. ΠΡ. ἀλλὰ σπεύσαθ᾽, ὡς εἴωθ᾽ ἐκεῖ
τοῖς μὴ παροῦσιν ὀρθρίοις ἐς τὴν πύκνα
ὑπαποτρέχειν ἔχουσι μηδὲ πάτταλον.

***
Α’ ΓΥΝ. Να σε φιλήσω, Πραξαγόρα αγάπη μου.
Περίφημα. Αλλά πού μου τα ξεσκόλισες;
ΠΡΑ. Όταν μας κυνηγούσαν οι Τριάκοντα,
κουρνιάσαμε στην Πνύκα με τον άντρα μου
κι έμαθα κει τα κόλπα των ρητόρων.
Α’ ΓΥΝ. Τότε δεν είναι αξήγητο πως είσαι
σοφή και γλώσσα ακόνι. Και γι᾽ αυτό
σ᾽ εκλέγουμε οι γυναίκες στρατηγό,
να εχτελέσεις το πρόγραμμά σου ακέριο.
Αν όμως ξαφνικά μες στη συνέλευση
σου ριχτεί με βρισιές ο κανατάς
ο Κέφαλος, μπορείς να τον καρφώσεις;
250 ΠΡΑ. Θα του φωνάξω: Είσαι τρελός! Α’ ΓΥΝ. Αυτό
το ξέρουν όλοι. ΠΡΑ. Και για δέσιμο είσαι!
Α’ ΓΥΝ. Κι αυτό το ξέρουν όλοι. ΠΡΑ. (ειρωνικά) Τα κανάτια σου
κακοφκιαγμένα, μα την πολιτεία
πολύ καλά κι ωραία τηνε προκόβεις.
Α’ ΓΥΝ. Κι αν σου ριχτεί κι ο κλεφταράς Νεοκλείδης;
ΠΡΑ. Να πάει σε σκύλου πάτο να τρυπώσει.
Α’ ΓΥΝ. Κι αν κανείς σε ξαπλώσει, τί θα κάνεις;
ΠΡΑ. Θα κουνιέμαι κι είμαι παλιά κουνίστρα.
Α’ ΓΥΝ. Μα νά τί δεν προβλέψαμε, αν σ᾽ αρπάξουν
οι τοξότες, να σε πετάξουν όξω,
τί θα κάνεις; ΠΡΑ. Θ᾽ αντισταθώ έτσι δα,
(δείχνει)
με τους αγκώνες. Απ᾽ αυτούς κανέναν
260 δε θ᾽ αφήσω απ᾽ τη μέση να με πιάσει.
Α’ ΓΥΝ. Μα κι εμείς θα φωνάζουμε: «ασ᾽ τον, ασ᾽ τον»!
Β’ ΓΥΝ. Όλα ως εδώ καλά τα προνοήσαμε.
Ξεχάσαμ᾽ ένα: στην ψηφοφορία
τα χέρια πρέπει να σηκώσουμε όλες,
μαθημένες τα πόδια να σηκώνουμε.
ΠΡΑ. Δύσκολο κάπως. Στη χειροτονία
θα βγάλουμε από κάτω απ᾽ το μαντύα
το μπράτσο το δεξί μας. Μπρος λοιπόν
τα χιτώνια ψηλότερ᾽ αναζώστε
φορέστε τα σπαρτιάτικα κουντούρια,
όπως βλέπετε οι άντρες σας να κάνουν,
270 κάθε φορά που βγαίνουν για να πάνε
στου δήμου τη συνέλευση κι αλλού.
Κι άμα τα κάνετε όλ᾽ αυτά, όπως πρέπει,
γυροδέστε τα γένια στο σαγόνι
κι άμα και τούτα στεριωθούν καλά,
τους μαντύες τυλιχτείτε των αντρώ σας
κι ακουμπισμένες στα ραβδιά σας, χάιντε
προχωράτε με τάξη, τραγουδώντας
και κανένα σκοπό παλαιικό
σα να ᾽σαστε χωριάτες σε πορεία.
Α’ ΓΥΝ. Καλά μας ορμηνεύεις. Πρέπει εμείς
280 να πάμε να προλάβουμε τις άλλες
τις καμπίσες. Τις βλέπω και τραβάνε
για την Πνύκα γραμμή. ΠΡΑ. Λοιπόν βιαστείτε,
γιατ᾽ όποιος δεν προλάβει να βρεθεί
στη σύναξη πριν φέξει, τονε διώχνουν
και δεν παίρνει οβολό μηδέ καρφί.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΕΚΤΟΡΑΣ

Καταγωγή, γάμος, προσωπικότητα
 
Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, μάλλον πρωτότοκος, ή, επειδή ο Απόλλωνας ήταν πάντα δίπλα του, γιος και του ίδιου του θεού. Παντρεύτηκε την Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβας στη Μυσία, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αστυάνακτα ή Σκαμάνδριο. Άλλες παραδόσεις αποδίδουν ακόμη ένα ή δύο παιδιά στο ζευγάρι, τον Λαοδάμαντα και τον Όξυμο.
 
Όντας ο Πρίαμος σε βαθιά γεράματα και παροπλισμένος από ευθύνες και καθήκοντα, στην ουσία ο Έκτορας κυβερνά την Τροία, συγκαλεί τις συνελεύσεις και διευθύνει τις συζητήσεις. Είναι αρχηγός του στρατού και σπουδαίος μαχητής. Σέβεται τους θεούς, τους γονείς του, τη σύζυγό του Ανδρομάχη, φέρεται τρυφερά στο παιδί* του και για την Ελένη δεν αρθρώνει κακό λόγο. Πριν τη μονομαχία του με τον Αχιλλέα, στη συναντηση που είχε με τη γυναίκα του, εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη* της, σε περίπτωση που εκείνος πέθαινε και οι Έλληνες έπαιρναν την Τροία. Γενικά, εμφανίζεται ευσεβής και ζητά τον εξευμενισμό*** των θεών αναγνωρίζοντας τη δύναμή τους.
 
Για την εξωτερική του εμφάνιση, την προσωπικότητα και το ήθος του μαρτυρεί ο Φιλόστρατος, σοφιστής του 2ου/3ου αι. μ.Χ.:
 
Το άγαλμα του Έκτορα στο Ίλιο θυμίζει ημίθεο. […] Δείχνει μεγαλοφροσύνη, ορμητικότητα, ευθυμία, μεγαλόπρεπο σφρίγος και παριστάνεται στο άνθος της νεότητάς του και με κοντά μαλλιά. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 2.10)
 
Ο Όμηρος περιέγραψε με πολύ ωραία τον τρόπο που [ο Έκτορας] οδηγούσε το άρμα του, τις μάχες του, τις σκέψεις του και το γεγονός ότι η Τροία στηριζόταν σε αυτόν και μόνο και όχι σε άλλον. Οι καυχησιολογίες του Έκτορα, όπως παρουσιάζονται μέσα από την ομηρική ποίηση, και οι απειλές του προς τους Αχαιούς για το κάψιμο των πλοίων, ο Πρωτεσίλαος λέει πως ανταποκρίνονται στην ορμητικότητα του ήρωα, διότι συνήθιζε να λέει πολλά τέτοια στις μάχες. Το βλέμμα του ήταν πολύ φωτεινό και η φωνή του δυνατή. Ήταν πιο μικρόσωμος από τον Τελαμώνιο, όμως καθόλου κατώτερος στη μάχη, όπου έδειχνε και κάτι από τη φλογερή ιδιοσυγκρασία του Αχιλλέα. […] Τα μαλλιά του τα είχε κομμένα κοντά, παρά το γεγονός ότι οι βασιλιάδες και τα βασιλόπουλα συνήθιζαν να τα έχουν μακριά. […] Τα αυτιά του ήταν κομμένα σαν των παλαιστών, όχι όμως επειδή είχε σχέση με την πάλη […] αλλά επειδή αντιμετώπιζε ταύρους και το να συμπλέκεται με αυτά τα ζώα το θεωρούσε πολεμική εξάσκηση. […] Του άρεζε να τους δαμάζει και να μην παραιτείται, έστω κι αν είχε πληγωθεί. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 12.b)
 
Δράση στον πόλεμο, τακτική και ήθος
 
Παραστάτες θεοί του Έκτορα στον πόλεμο ήταν ο Άρης και, κυρίως, ο Απόλλωνας, ενώ ευνοϊκός μαζί του δείχνεται και ο Δίας, μέχρι τη μοιραία για τον Έκτορα ώρα. Ποσειδώνας, Αθηνά και Ήρα τον εχθρεύονται.
 
Ο Έκτορας σκότωσε τον πρώτο Αχαιό που πάτησε το πόδι του στο έδαφος της τρωικής χερσονήσου, τον Πρωτεσίλαο. Πολύ κοντά στην αρχή του πολέμου πρότεινε να λυθεί το θέμα με μια μονομαχία**** μεταξύ του αδερφού του Πάρη και του Μενέλαου, από την οποία όμως δεν προέκυψε αδιαμφισβήτητος νικητής λόγω θεϊκής παρέμβασης. Αργότερα (ραψωδία Η), πρότεινε να λυθεί ο πόλεμος με μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και σε όποιον πολεμιστή διάλεγαν οι Αχαιοί. Στην πρόκληση ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος αλλά συγκρατήθηκε από τον αδελφό του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα στους άλλους εννέα που προθυμοποιήθηκαν να μονομαχήσουν (Αγαμέμνων, Τυδείδης Διομήδης, οι Αίαντες, Ιδομενέας, Μυριόνης, Ευρύπυλος, Θόας, Οδυσσέας) επιλέχθηκε με κλήρο ο Αίαντας από τη Σαλαμίνα. Αλλά επειδή η μονομαχία***** δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή και έδειχνε ισοπαλία, μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθύβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας σταματούν να μάχονται. Οι δύο αντίπαλοι θαύμασαν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία ο ένας του άλλου και αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, κάτι που συνηθιζόταν στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας. Ο Έκτορας του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο / ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο (με αυτό το ξίφος ο Αίαντας αυτοκτόνησε αργότερα), ενώ ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας (Η 303-305), την οποία χρησιμοποίησε αργότερα ο Αχιλλέας, όταν έσυρε νεκρό τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας και τον τάφο του Πατρόκλου.
 
Πριν από τον θάνατο του Πάτροκλου ο Έκτορας εφάρμοζε το άγραφο δίκαιο σχετικά με την περισυλλογή των νεκρών και την ταφή τους, καθώς και για την απόδοση των νεκρών πολεμιστών στους δικούς τους ανθρώπους (Η 375-78, 408-11). Όταν κάλεσε κάποιον Αχαιό πολεμιστή να μονομαχήσει μαζί του για να λυθεί με μονομαχία ο πόλεμος, ζήτησε, σε περίπτωση που νικηθεί, ο αντίπαλός του να τον γδύσει κι ας κουβαλήσει την αρμάτα μου στα βαθουλά καράβια· / μα το νεκρό κορμί στο σπίτι μου να δώσει, για να βάλουν / οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν (Η 78-80) -τραγικότατη η φράση αν αναλογισθεί κανείς τη μεταχείριση του σώματός του από τον Αχιλλέα. Αντίστοιχα, υποσχέθηκε ότι αν νικούσε, θα αφιέρωνε την πανοπλία του αντιπάλου του στον ναό του Απόλλωνα -ένδειξη τιμής και αναγνώρισης προς τον αντίπαλο- και θα παρέδιδε το σώμα του για να το θάψουν οι μακρόμαλλοι στο χώμα μέσα Αργίτες, / και μνήμα στον πλατύν Ελλήσποντο χυτό να του σηκώσουν (Η 83-85), συμφωνία που οι Αργίτες αποδέχτηκαν σιωπηλά. Την ίδια συμφωνία αρνήθηκε, με εξαιρετικά άγριο τρόπο, ο Αχιλλέας στον Έκτορα αργότερα και ζωντανό τον προϊδέασε με λεπτομέρειες για την τύχη του νεκρού του σώματος.
 
Ως την αρχή του δέκατου έτους του πολέμου, ο Έκτορας ακολουθούσε αμυντική τακτική –αν και γι’ αυτό κατηγορεί τους γέροντες που με τη δειλία της ηλικίας τους κρατούσαν τον στρατό και δεν τον άφηναν να μεταφέρει τον πόλεμο κοντά στα πλοία των Αχαιών (Ο 722-723). Μεγάλη γενναιότητα έδειξε όταν ο Αχιλλέας αποσύρθηκε από τον πόλεμο εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον Αγαμέμνονα για τις δύο αιχμάλωτες τρωαδίτισσες, τη Χρυσηίδα και τη Βρισηίδα, κυρίως στη μάχη****** κοντά στα πλοία των Αχαιών. Χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβουν θεοί για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει ήρωες, όπως τον Νέστορα ή τον Διομήδη. Η παρέμβαση του Απόλλωνα τον έσωσε από τα βέλη του Τεύκρου, ενώ με παρέμβαση του Δία οι θεούς του αφήσουν τη νίκη. Η δικαίωση και η δόξα του Αχιλλέα μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών περνά μέσα από τη δόξα του Έκτορα.
 
Η μονομαχία με τον Πάτροκλο
 
Οι νίκες του Έκτορα ώθησαν τον Πάτροκλο να ασκήσει πίεση στον Αχιλλέα για να τον πείσει να ξαναμπεί στη μάχη ή, τουλάχιστον, για να του επιτρέψει να οδηγήσει εκείνος τους Μυρμιδόνες. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και με θυελλώδη ορμή απέκρουσε μαζί με τους Μυρμιδόνες τους Τρώες, που είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν.
Ο Έκτορας αντιμάχησε με τον Πάτροκλο για το σώμα του ηνιόχου του, του Κεβριόνη, κρατώντας τον νεκρό από το κεφάλι, τη στιγμή που ο Πάτροκλος τον κρατούσε από το πόδι (Π 762-763), ενώ νωρίτερα είχε παροτρύνει τους άνδρες του να κατακρεουργήσουν το σώμα του Έκτορα, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του (Π 559-561). Οι Τρώες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος από πίσω και δεύτερος με θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας. Με χαρακτηριστική απάθεια ο Έκτορας ακινητοποίησε το πτώμα του ύπτιου Πάτροκλου με τη φτέρνα του, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, καθώς τραβούσε το δόρυ από την πληγή. Ωστόσο, ο Πάτροκλος είχε ήδη πεθάνει και ο Έκτορας δεν αξιώθηκε να αφαιρέσει μαζί με το δόρυ και την ψυχή του Μυρμιδόνα (Π 856-7, 862-3). Το ίδιο θα πάθει και ο Αχιλλέας με τον Έκτορα (Χ 361-2, 367· πρβ. Ε 620-1, Ζ 64-5).
 
Στη μάχη γύρω από το σώμα του Πάτροκλου ο Έκτορας προφταίνει και του παίρνει τα όπλα και τα ζώνεται, δοκίμασε μάλιστα να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων και στη λύσσα του λογιάζει το κεφάλι [του Πάτροκλου] / να μπήξει στα παλούκια, κόβοντας τον απαλό λαιμό του (Σ 176-7)· με κοφτερό χαλκό απ' τους ώμους του την κεφαλή να κόψει / και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους (Ρ 126-7). Θεωρεί τόσο σημαντική την κατοχή του σώματος του Πάτροκλου που υπόσχεται τα μισά απ' τα κούρσα του σε όποιον τον σύρει προς τα τείχη (Ρ 229-32). Όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα (Ρ 125-131, 254-5· πρβ. Σ 176-7).
 
Η μονομαχία με τον Αχιλλέα
 
Ο θάνατος του Πατρόκλου ήταν καταλυτικός για τον Αχιλλέα και για την τύχη του Έκτορα και την έκβαση του πολέμου. Με τα καινούρια όπλα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος ξαναβγήκε στη μάχη και σκότωσε τόσους που ο ποταμός Σκάμανδρος του παραπονέθηκε για τα πολλά πτώματα που σωρεύονταν στα νερά και την κοίτη του και εμπόδιζαν τα νερά να βρουν τη συνηθισμένη διέξοδό τους στη θάλασσα. Στη μάχη ρίχτηκαν και οι θεοί, με αποτέλεσμα οι Τρώες να υποχωρήσουν. Ο Έκτορας αποφασίζει να βγει έξω και να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, παρά την πίεση που δέχτηκε από τους γονείς και τη σύζυγό του για το αντίθετο (Όμ. Ιλ., Ζ 404-432, Χ 38-39, 82).
 
Αρνητικά και ηττοπαθή συναισθήματα τού προκάλεσαν δισταγμό, το έβαλε στα πόδια και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε -τρεις φορές έκαναν τον γύρο των τειχών. Η θεά Αθηνά πήρε τότε την μορφή του Διηφόβου και τον ενθάρρυνε να πολεμήσει, λέγοντάς του ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί τον Αχιλλέα. Απώτερος σκοπός της θεάς ήταν να προκαλέσει τη μονομαχία και τον θάνατο του Έκτορα. Ο Έκτορας πείστηκε στα λόγια του (της), κατέπνιξε τον φόβο του και συνάντησε τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας. Ζήτησε μάλιστα να τηρήσουν το άγραφο δίκαιο του πολέμου και να συμφωνήσουν ότι ο νικητής της μονομαχίας δεν θα ατίμαζε το σώμα του ηττημένου. Ο Αχιλλέας, γεμάτος και αυτός με αρνητικά συναισθήματα για το χαμό του Πατρόκλου, αρνήθηκε με τρόπο υβριστικό. Ο Αχιλλέας έριξε πρώτος το ακόντιο του, αλλά ο Έκτορας το απέφυγε και απάντησε αμέσως μετά επίσης με ρίψη ακοντίου που βρήκε στην ασπίδα του Αχιλλέα, όμως δεν τη διαπέρασε. Η Αθηνά στο μεταξύ έδωσε πίσω το ακόντιο στον Αχιλλέα, ενώ ο Έκτορας που γύρισε κοιτώντας στα τείχη και ψάχνοντας το Διήφοβο για να του δώσει νέο ακόντιο συνειδητοποίησε ότι η παρουσία του νωρίτερα ήταν τέχνασμα θεϊκό. Το ζύγισμα των ψυχών των δύο ηρώων από τον Δία, η ψυχοστασία, έδειξε ότι είχε έρθει η ώρα του Έκτορα -ο δίσκος ο δικός του έφτασε μέχρι κάτω τον Άδη, ο Απόλλωνας τον εγκατέλειψε.
 
Έχοντας πια επίγνωση του τέλους του, ο Έκτορας δεν το έβαλε κάτω. Είπε πως θα πολεμήσει μέχρι θανάτου και ότι οι επόμενες γενιές θα μάθαιναν πόσο ανδρειωμένος ήταν. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, την οποία είχε πάρει από τον νεκρό Πάτροκλο, όρμησε στον αντίπαλό του. Εκείνος πάλι, γνωρίζοντας καλά τα αδύναμα σημεία της, έριξε το ακόντιο σε ένα ανοιχτό σημείο του τραχήλου του Έκτορα, όμως ποιητικῇ ἀδείᾳ δεν του κόβονται οι φωνητικές χορδές, ώστε ο Αχιλλέας να τον ακούσει να προφητεύει το τέλος του από τον Πάρη μπροστά στις Σκαιές Πύλες αλλά και την ικεσία του να παραδώσει το σώμα του στους δικούς του. Έπεσε νεκρός, αφού πρώτα άκουσε την υβριστική άρνηση του Αχιλλέα να πράξει το δίκαιο. Ο Αχιλλέας τράβηξε το δόρυ από το νεκρό σώμα του (Χ 367, πρβ. Π 503-4, 862-3, Ε 620-1, Ζ 64-5), όπως και τα όπλα αίμα γιομάτα. Ο μανιασμένος τιμωρός είχε κατά νου να αποκεφαλίσει τον φονιά του Πατρόκλου και να του προσφέρει το κεφάλι του (Σ 335), όμως ο ποιητής, έχοντας υπόψη την ικεσία του Πριάμου (ραψωδία Ω), δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει.
 
Τραγικές στιγμές πέρασαν οι γονείς και η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, η οποία είχε μόλις ανέβει στα τείχη και αντίκρισε το φρικτό θέαμα: τον Αχιλλέα να σέρνει τον νεκρό Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του. Μεγάλο μέρος της συγκίνησης και της αποτελεσματικότητας της σκηνής αντλείται από την αντίθεση του αναίσθητου πτώματος του Έκτορα και τη μικρόψυχη κακοβουλία όσων έτρεχαν μακριά του όσο ήταν στη ζωή· μόνο τώρα που είναι νεκρός τον αντιμετωπίζουν. Και μάλιστα μαχαίρωναν το σώμα του νεκρού και τον χτυπούσαν, καθώς μιλούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της επιτυχίας, με μιαν άκαμπτη αδιαφορία ή και μίσος που αντιδιαστέλλεται με την ομορφιά του νεκρού σε στίχους******* εκπληκτικής δύναμης. Αντίστοιχα, το κέντημα της Ανδρομάχης με τα σύμβολα της ζωής και της ελπίδας που οι θεοί της αρνιούνται αντιδιαστέλλεται με ό,τι πραγματικά είχε συμβεί στον άνδρα της.
 
«Ο ποιητής τονίζει το μεγαλείο του Έκτορα περιγράφοντας τη μικρότητα του όχλου», λέει ο Wilamowitz. «Το μαχαίρωμα του πτώματος μπορεί να προέρχεται τελικά από την επιθυμία να εξασφαλιστεί ότι ο νεκρός άνδρας είναι όντως νεκρός και ότι το φάντασμά του δεν μπορεί να βλάψει τους εχθρούς του μετά θάνατον», επισημαίνει ο Richardson. Και ο Griffin: «Η πικρία για την κακοποίηση […] εντείνεται από τη δύναμη του εχθρού να την πραγματοποιήσει μέσα στην ίδια του την πατρίδα, μπροστά στα μάτια του λαού του.»
 
Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
 
O Αχιλλέας απέκδυσε τον Έκτορα από την πανοπλία, τον έδεσε από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον έσυρε πίσω από το άρμα του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία με το σώμα του Έκτορα ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι (Χ 391). Εκεί πέταξε το σώμα του εχθρού του στα χώματα και όποτε θύμωνε το ξαναέδενε στο άρμα και το τραβούσε γύρω από το μνήμα του Πατρόκλου.
 
Οι προσβολές******** εδώ είναι απανωτές: 1) Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε να τοποθετηθεί ανάσκελα για να ταφεί· 2) η πράξη αυτή γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν. Και φυσικά, συγκινητικά υποβλητική παρουσιάζεται η αντίθεση μεταξύ της προηγούμενης ομορφιάς και της τωρινής παραμόρφωσης, το προηγούμενο μεγαλείο και τον τωρινό εξευτελισμό του ήρωα, κάτι που γινόταν και με άλλους πολεμιστές.
 
Ωστόσο, αν και δώδεκα μέρες άταφος ο Έκτορας, ωστόσο το σώμα του έμεινε προστατευμένο από τη σκληρή μεταχείριση χάρη στον Απόλλωνα: […] Με τ' ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα (Ω 20-1)· το ίδιο και η Αφροδίτη που έδιωχνε τα σκυλιά να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν. Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του.
 
Η ανάκτηση του σώματος του Έκτορα
 
Όταν ο Έκτορας σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα********* και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό.
 
Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Ο Αχιλλέας παρέδωσε πλυμένο και καθαρό το σώμα του Έκτορα.
 
Ο θρήνος για τον Έκτορα. Επικήδειες τιμές
 
Συστατικό στοιχείο του τελετουργικού της ταφής είναι ο θρήνος. Τον νεκρό Έκτορα θρήνησαν η γυναίκα********** του, η μητέρα********** του και η Ελένη************, καθεμιά τονίζοντας διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς του, το πώς οι ίδιες τον έβλεπαν αλλά και τις συνέπειες που θα είχε γι' αυτές ο θάνατός του. Τον θρήνο τους ακολούθησε ο θρήνος των υπόλοιπων γυναικών του παλατιού.
 
Το τελετουργικό της ταφής του Έκτορα έγινε σύμφωνα με τα νενομισμένα: με το κάψιμο του σώματος του Έκτορα, το σβήσιμο της πυράς, τη συγκέντρωση των οστών, το τύλιγμά τους σε πορφυρό και μαλακό ύφασμα, την τοποθέτησή τους σε κατάχρυση θήκη, ύστερα σε λάκκο που καλύφθηκε με πέτρες και από πάνω με χώμα. Στη συνέχεια παρατέθηκε νεκρόδειπνο, δεν τελέστηκαν όμως νεκρικοί αγώνες, όχι μόνο γιατί δεν ταίριαζαν με την κατάσταση πολιορκίας και με τη σύντομη ανακωχή, αλλά και γιατί ο ποιητής με τις επιλογές του έδωσε όλη την έμφαση στην ίδια την ταφή, προσφέροντας ιδιαίτερα εσωτερικές σκηνές και ένα ήρεμο και απλό κλείσιμο. Ωστόσο η ποικιλία στη γλώσσα και στις τελετουργικές λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακή (Ψ 257, Ω 791-801· πρβ. Η 433-6, ω 71-92).
 
Από άποψη δομική, θα λέγαμε ότι το έπος κλείνει όπως είχε αρχίσει: μία από τις πρώτες σκηνές του έπους ήταν η σκηνή του λοιμού στο αχαϊκό στρατόπεδο και της πυράς για την καύση των νεκρών και μία από τις τελευταίες η πυρά για την καύση του Έκτορα και η ταφή του.
-----------------------------
*Αστυάνακτας - Έκτορας - Ανδρομάχη
 
[…] βαστούσε [η Ανδρομάχη] το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα·[…]
[ …]
Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·
Έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·
φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν
τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας
την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν·
εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·
και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία
και καταγής την έθεσεν οπού λαμποκοπούσε.
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,
κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,
στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,
και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».
Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος
το πήρε γελοκλαίοντας· […]
(Όμ. Ιλ., Ζ 400-405, 466-484)
 
**Ο Έκτορας μιλά για την τύχη της Ανδρομάχης
 
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ΄ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ΄ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ΄ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».
(Ζ 450-461)
 
***Η ευσέβεια του Έκτορα
 
Ο Έκτορας απευθύνεται στη μητέρα του Εκάβη:
 
Αλλά συ τες γερόντισες πάρε σιμά σου και άμε
εις τον ναόν της Αθηνάς με αρώματα μαζί σου·
και απ΄ όσους πέπλους διαλεκτούς στο δώμα σου φυλάγεις
τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν σου˙
στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέσεις,
και δώδεκα να υποσχεθείς χρονιάρικες μοσχάρες
θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθεί θελήσει
την πόλιν, τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας,
και απ΄ την αγίαν Ίλιον μακρύνει τον Τυδείδην,
τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην.
Και στον ναόν της Αθηνάς συ πήγαινε, ω μητέρα,
(Όμ. Ιλ., Ζ 269-279)
 
****Μονομαχία Πάρη - Μενέλαου
 
Πρώτος ο Πάρις έριξε το μακρινό κοντάρι
και του Ατρείδη εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα·
δεν έσπασε την δυνατήν ασπίδα η χάλκιν' άκρη
κι ελύγισε· και δεύτερος ο Ατρείδης επετάχθη
και πρώτα ευχήθη μέσα του: «Κάμε, ω πατέρα Δία,
να εκδικηθώ τον άνθρωπο που αδίκησέ με πρώτα,
τον θείον Πάριν να σβησθεί στην λόγχην μου αποκάτω,
για να τρομάζει στο εξής καθένας ν' αδικήσει
τον άνθρωπον που σπίτι του φιλόξενα τον δέχθη».
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι
και του Αλεξάνδρου εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα.
Έσπασε η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα·
και τον χιτώνα του 'σχισε στο μέρος της λαπάρας.
Έσκυψε και τον θάνατον εξέφυγεν ο Πάρις·
το ξίφος τ' ασημόκομπον εσήκωσεν ο Ατρείδης
κι εκτύπησε το μέτωπο της περικεφαλαίας·
το ξίφος τρίμματ' έγινε και του 'πεσε απ' το χέρι·
κι εστράφη προς τον ουρανόν κι εγόγγυσ' ο Ατρείδης
«Δία πατέρα, ποιος θεός ολέθριος είναι ως είσαι;
Θαρρούσα πως τον Πάριδα θ' αντικακώσω τώρα,
και ιδού το ξίφος μου ΄σπασε στα χέρια και την λόγχην
έριξ' απ' την παλάμην μου χωρίς να τον φονεύσω».
Και όρμησ' ευθύς, τον άρπαξεν απ' το δασύ του κράνος,
τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ' αποκτούσε,
αλλ' έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ' η θεία
κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ' ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
(Ιλ., Γ 346-379)
 
*****Έκτορος και Αίαντος μονομαχία
 
το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.
Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα
και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·
τες έξι δίπλες έσχισε κι εστάθη στην εβδόμην
της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας
ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,
κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.
Τρύπησ' η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.
Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.
Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο˙
με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·
και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,
και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·
τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα
του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,
και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.
Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·
του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα
μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·
σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν
κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα·
ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω
εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,
αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,
οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες
ο Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο
δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·
(Όμ. Ιλ., Η 244-277)
 
******Ο Έκτορας στα πλοία των Αχαιών
 
Με αυτό στον νουν έσπρωχνε ο Ζευς επάνω στα καράβια
τον Πριαμίδην Έκτορα που εμάνιζε και μόνος
ελύσσ΄ αυτός όσο λυσσά ο λογχοσείστης Άρης,
ή σ΄ όρος μεγαλόδενδρον φλόγα κακή θεριεύει·
αφροκοπά το στόμα του, κάτω από τ΄ άγρια φρύδια
τα μάτια του λαμποκοπούν, και, όπως πολεμούσε,
τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν˙
είχε βοηθόν τον ίδιον Κρονίδη απ΄ τον αιθέρα,
οπού από τόσους ήρωες εδόξαζε κι ετίμα
εκείνον ότι λιγοστές είχε να ζήσ΄ ημέρες.
Ότ΄ ήδη εσήκων΄ η Αθηνά την σκοτεινήν ημέραν
επάνω του απ΄ την δύναμιν να πέσει του Αχιλλέως.
Και όπ΄ έβλεπε πυκνότερες τες καλοαρματωμένες
τάξες ανδρών δοκίμαζεν εδώ κι εκεί να σπάσει·
αλλά δεν το κατόρθωνεν μ΄ όσην και αν είχε λύσσαν
ότι βαστούσαν πυργωτοί σαν πήκτρα μορφωμένοι,
σαν βράχος που σ΄ ακρογιαλιά την κορυφήν του υψώνει,
άσειστος μένει στες ορμές των σφυρικτών ανέμων
και στα μεγάλα κύματα που επάνω του ξερνούνται.
Ομοίως άσειστ΄ οι Αχαιοί εδέχοντο τους Τρώας.
Και όλος ζωσμένος αστραπές έπεσε μες στο πλήθος
μ΄ όσην ορμήν τα κύματα μες στο καράβι πέφτουν
σφοδρά θρεμμένα άνεμον, που εγέννησαν τα νέφη˙
σκεπάζετ΄ όλο απ΄ τους αφρούς, ανέμου λύσσα τρίζει
εις τα πανιά και των ναυτών τρέμ΄ η καρδιά από φόβον,
τι ο θάνατος μια σπιθαμή μακριά τους είναι ακόμη·
όμοια σπαρτάριζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.
Και ως λέοντας κακόβουλος αν πέσει σ΄ αγελάδες
που άπειρες βόσκουν εις πλατύ ποτιστικό λιβάδι,
και τύχη ανήξερος βοσκός που δεν γνωρίζει ακόμη
να μάχεται με φονικό θεριό για τ΄ αγελάδια,
βαδίζει με τες ύστερες, βαδίζει με τες πρώτες
και ωστόσο αυτό στες μεσινές ορμά και τρώγει μίαν,
κι οι άλλες φεύγουν σκορπιστές˙ παρόμοια τους Αργείους
του Έκτορος και του Διός εκυνηγούσε ο τρόμος.
Τον Μυκηναίον φόνευσε τον Περιφήτην μόνον˙
[ …]
δόξαν τότ΄ έδωκε λαμπρήν του Έκτορος εκείνος
ότι ως εστράφη εκτύπησε στον γύρον της ασπίδος
οπού ως τες φτέρνες έφθανε προφυλακή στα βέλη˙
εμπλέχθη και ανασκέλησε˙ και ως έπεσε στο χώμα
τρομαχτικά στους μήλιγγες εκρότησε το κράνος.
Τον είδ΄ ο Έκτωρ κι έδραμε και του ΄μπηξε την λόγχην
στο στήθος και τον φόνευσε στα μάτια των συντρόφων,
κι εκείνοι, αν και περίλυποι, τον φίλον δεν βοηθήσαν,
ότι τον θείον Έκτορα ετρόμαζε η ψυχή τους.
Στα πλοία αντίκρυ εβρέθηκαν, κι εμπήκαν εις τον κύκλον
των ακρινών κατάγιαλα, κατόπι τους και οι Τρώες,
Και από τα πρώτα να συρθούν τους έφερεν η ανάγκη,
και στες σκηνές τους στάθηκαν αυτού συναθροισμένοι,
δεν εσκορπίσαν στον στρατόν, απ΄ εντροπήν και φόβον,
ως με ακατάπαυστην βοήν αντιπαρακινούντο,
και μάλιστα των Αχαιών το στήριγμα, ο Νηλείδης,
στ΄ όνομα των γονέων τους παρακαλούσεν όλους:
[…]
Και με βοήν τρομακτικήν φωνάζει [ο Αίας] τους Αργείους
να σώσουν τα καράβια τους και τες σκηνές· αλλ΄ ούτε
ο Έκτωρ πλέον έμενε στες φάλαγγες των Τρώων˙
αλλ΄ ως αετός ακράτητος που χύνετ΄, όπου βόσκουν
πτηνά μεγάλα και πολλά στου ποταμού την άκρην,
γερανών πλήθος, ή χηνών, ή κύκνων μακρολαίμων,
ίσια σ΄ ένα μαυρόπλωρο καράβι εχύθη ομοίως
ο Έκτωρ τότε και όπισθεν τον άμπωθε με χέρι
απέραντον ο βροντητής και όλα μαζί τα πλήθη.
Και πάλιν έγινεν αψιά προς τα καράβια μάχη.
[…] ο Έκτωρ
έπιασε καλοθάλασσο καράβι από την πρύμνην,
οπού τον Πρωτεσίλαον ανέβασε στην Τροία
αλλά δεν τον ξανάφερεν οπίσω εις την πατρίδα.
[ …]
Και ο Έκτωρ δεν απάφηνε την πρύμνην που ΄χε πιάσει,
και τ΄ ακροστόλι σφίγγοντας εφώναξε των Τρώων:
«Φέρτε φωτιά, και όλοι βοήν σηκώσετε πολέμου.
Όλα πλερών΄ η μέρ΄ αυτή που μας χαρίζ΄ ο Δίας,
τα πλοία να πατήσομε που αντίθετα μας ήλθαν
εδώ και πάμπολλα κακά μας έκαμαν ως τώρα.
Και οι γέροι πταίουν, που οι δειλοί, στες πρύμνες να βροντήσω
τον πόλεμον δεν μ΄ άφηναν και τον λαόν κρατούσαν.
Και αν τότε μας εζάλισε το πνεύμα ο βροντοφόρος,
ο ίδιος τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχήν μας».
Είπε, και αυτοί σφοδρότερα στους Αχαιούς ορμήσαν
και ο Αίας πλια δεν έμενε, πνιγμένος απ΄ τα βέλη·
(Όμ. Ιλ., Ο 603-727)
 
*******Ο Έκτορας νεκρός
 
[…] κι οι άλλοι ολόγυρα μαζώχτηκαν Αργίτες
και θώρουν του Έχτορα θαμάζοντας το ανάριμμα, το διώμα,
κι ούτ' ένας το κορμί του εζύγωσε χωρίς να το λαβώσει
[…]
Για δες που αγγίζουμε τον Έχτορα και δεν αγριεύει τώρα,
σαν τότε που μας άναβε άσπλαχνα τη φλόγα στ' άρμενά μας!»
Έτσι ο καθείς μιλώντας του 'δινε μια χτυπιά αποδίπλα.
(Όμ. Ιλ., Χ 369-71, 373-6)
 
********Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
 
[…] δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε:
των δυο ποδιών του πίσω ετρύπησε τα νεύρα, από τις φτέρνες
ως τ' αστραγάλια, και τους πέρασε λουριά βοδιού από μέσα[1],
και τα 'δεσε στο αμάξι, αφήνοντας να σούρνει η κεφαλή του.
[…]
Κι ως σούρνονταν [τα άλογα], η σκόνη εφούντωνε· τα μαύρα μαλλιά του
σκορπίζαν γύρα· το κεφάλι του στον κουρνιαχτό εβουλούσε,
που τόσες χάρες πριν το στόλιζαν, και τώρα ο Δίας αφήκε
οχτροί να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα.
Έτσι στη σκόνη το κεφάλι του σουρνόταν όλο.
(Χ 395-406)[2]
 
Τότε μεμιάς στο αμάξι του έζευε τα γρήγορα άλογά του
τον Έχτορα ξοπίσω δένοντας, στη γη να βωλοσούρνει.
Και τρεις φορές το γύρο ως του 'κανε στου Πάτροκλου το μνήμα,
γύριζε πίσω στο καλύβι του· κι αυτόν τον παρατούσε
στον κουρνιαχτό απλωτό τ' απίστομα.
(Ω 14-8· πρβ. Ψ 13)
 
Σημειώσεις
1. Η πράξη αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Λάιος ακινητοποίησε τον μικρό Οιδίποδα, όταν ήταν να τον πετάξει στο βουνό (Σοφ., Οιδ. Τ. 717-8).
2. Και το λοφίο του Δόλοπα είχε πέσει στη σκόνη, λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί από τον Μενέλαο (Ρ 538), το αίμα λέρωσε την όμορφη κόμη του Εύφορβου (Ρ 51 κ.ε.). Στερεότυπο είναι το μοτίβο της ανθρώπινης κόμης ή των λοφίων από χαίτη αλόγου που λερώνονται από τη σκόνη.
 
*********Τα λύτρα του Πρίαμο για τον σκοτωμένο Έκτορα
 
[…] από τ' αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία
σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες
και δέκ' ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες
του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·
και μηδ' εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε
λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.
(Όμ., Ιλ. Ω 228-237)
 
**********Ο θρήνος της Ανδρομάχης
 
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν΄ αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ΄ η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ΄ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,
και λύπη θα ΄σαι αμίλητη, ω Έκτωρ, στους γονείς σου,
μόν΄ άλλος είναι ο πόνος μου˙ στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν΄ απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νου να το ΄χω και να κλαίω».
(Όμ. Ιλ., Ω 726-746)
 
***********Ο θρήνος της Εκάβης
 
«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ΄ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ΄ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ΄ άλλα παιδιά μου, όσα ΄πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ΄ απ΄ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ αφού σ΄ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ΄ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν΄ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ΄ άλυπά του βέλη».
(Όμ. Ιλ., Ω 749-760)
 
************Ο θρήνος της Ελένης
 
«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
κι είν΄ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα
εδώ στην Τροίαν έφερε˙ να΄χα πεθάνει πρώτα.
Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ΄ ότου εκείθεν ήλθα
και άφησα την πατρίδα μου· και απ΄ τα δικά σου χείλη
λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.
Και αν κάποιος απ΄ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου
ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη
η πεθερά μου - ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας -
συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα
με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω
και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.
Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα
να είναι φίλος της καρδιάς και μ΄ αποστρέφοντ΄ όλοι».
(Όμ. Ιλ., Ω 763-776)

Rilke: Για κείνον που γίνεται μοναχικός, αλλάζουν όλες οι αποστάσεις και όλα τα μεγέθη

Μιλώντας για μοναξιά γίνεται όλο και πιο σαφές ότι δεν πρόκειται για κάτι που μπορούμε να επιλέξουμε ή να απορρίψουμε.

Είμαστε μόνοι.

Μπορούμε να ξεγελούμε τον εαυτό μας ως προς αυτό, να κάνουμε σαν να μην είναι έτσι. Αλλά αυτό είναι όλο.

Είναι προτιμότερο ωστόσο να κατανοήσουμε ότι είμαστε μόνοι και να ξεκινούμε από κει.

Ίσως βέβαια και να πάθουμε ίλιγγο, γιατί έτσι χάνονται όλα τα σημεία πάνω στα οποία ήταν συνηθισμένο να ακουμπά το βλέμμα μας, παύουν να υπάρχουν τα κοντινά πράγματα κι όλα τα μακρινά βρίσκονται απείρως μακριά.

Αίσθημα παρόμοιο μ' εκείνο που θα δοκίμαζε κάποιος ο οποίος, χωρίς να έχει προηγουμένως προετοιμαστεί ή να έχει περάσει από ένα μεταβατικό στάδιο, θα βρισκόταν ξαφνικά από το δωμάτιό του στην κορυφή ενός υψηλού βουνού.

Η τρομακτική ανασφάλεια, η εγκατάλειψη στο άγνωστο θα τον εκμηδένιζε σχεδόν.

Θα φανταζόταν πως έπεφτε ή πως εκτοξευόταν στο διάστημα ή πως γινόταν χίλια κομμάτια.

Το μυαλό του θα έπρεπε να εφεύρει ένα τεράστιο ψέμα για να μπορέσει να ξαναβρεί ή να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του.

Έτσι και για κείνον που γίνεται μοναχικός, αλλάζουν όλες οι αποστάσεις και όλα τα μεγέθη.

Πολλές απ' αυτές τις αλλαγές εμφανίζονται ξαφνικά και, όμοια με τον άνθρωπο που απ' τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στην κορυφή του βουνού, γεννιούνται μέσα του πρωτόγνωρες φαντασιώσεις και παράξενες αισθήσεις που μοιάζει να αναπτύσσονται πέρα από τα μέτρα που μπορεί να αντέξει.
 
Rainer Maria Rilke, Τα όρια της αγάπης και του πόνου

Nietzsche: Ό,τι ονομάζουμε «αγάπη»

«Η ευτυχία μου: Από τότε που κουράστηκα να γυρεύω, έμαθα να βρίσκω. Από τότε που κάποιος άνεμος μου εναντιώθηκε, ταξιδεύω με όλους τους ανέμους». -Friedrich Nietzsche

Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις.

Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές.

Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ' την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.

Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία;

Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια;

Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου;

Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά.

Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει· δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι' αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.

Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.

Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτόν μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούριο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή».

Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε απ' το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»).

Όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται. Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός, ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και την χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούριας κατάστασης.

Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη.

Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του, όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.

Αν καθίσουμε και σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτ' άλλο παρά απ' το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο απ' την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος του είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!...

Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και Θα αναρωτηθούμε: Πως αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πως έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.

Η συνήθεια, σ' αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι.

Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανήσιοι.

Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους.

Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.

Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ' ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούρια επιθυμία, σ' έναν καινούριο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους.

Αλλά ποιός γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιός άνθρωπος την έζησε;

Το όνομά της, το αληθινό της όνομα, είναι φιλία.
 
Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Η επιθυμία είναι η ταχύτερη θεραπεία για την απόγνωση

Είναι φυσικό να νιώθεις χαμένος και μπερδεμένος. Είναι φυσικό να μην ξέρεις τι θέλεις. Όταν συναντήσεις το σωστό άτομο, το σωστό μέρος, τη σωστή δουλειά, θα το καταλάβεις αμέσως. Συνέχισε να ψάχνεις.

Υπάρχει μόνο ένα σωστό πράγμα που μπορείς να κάνεις και είναι αυτό που πιστεύεις πως είναι σωστό. Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε την άποψη των άλλων. Έχουν το δικαίωμα στην ανάπτυξη και την αυτογνωσία τους, τόσο όσο κι εσύ.

Το κακό είναι μια ευκαιρία για την εμφάνιση του καλού. Αυτός είναι ο κύκλος. Κάθε ηλιοβασίλεμα σηματοδοτεί τη σιγουριά της ανατολής. Εάν υπάρχει κακό, τότε το καλό σίγουρα θα ακολουθήσει. Μπορείς να χαίρεσαι για την ευτυχία των άλλων, ακόμη και αν πληγώνεσαι για την απουσία της δικής σου.

Η επιθυμία είναι η δίψα της ψυχής να μετατρέψει τις σκέψεις σε εμπειρίες. Η επιθυμία θέτει τη ζωή σου σε ενεργό δράση για την πραγματοποίησή της. Η επιθυμία είναι η ταχύτερη θεραπεία για την απόγνωση. Τόλμησε να την ονειρευτείς όταν βρίσκεσαι σε απόγνωση και σαν τον φοίνικα θα αναγεννηθείς από τις στάχτες.

Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το να κρίνεις τον άλλον είναι να κρίνεις το τι θα σκεφτούν οι άλλοι για σένα. Και τα δύο είναι ασήμαντα.

Δεν υπάρχει όριο σε αυτά που θέλεις. Η επιθυμία δεν έχει κανόνες ούτε όρια.

Το να συγκρίνεις την αξία σου με αυτό που οι άλλοι έχουν ή δεν έχουν ή θέλουν να αποκτήσουν είναι ένας σίγουρος τρόπος, για να αισθανθείς μικρός. Η φύση δεν ζει με βάση τη σύγκριση, ζει με βάση τη συμπόνια.

Παρασύρουμε τον εαυτό μας να πιστεύει πως είμαστε χαμένοι. Εάν όμως αναγκάσεις τον εαυτό σου να βρει τον σκοπό του και δεν του αφήσεις καμιά άλλη επιλογή παρά να τον βρει, θα τον ανακαλύψεις μόνος σου.

Η μοίρα σου είναι ο δρόμος σου, δεν περιμένεις να προχωρήσουν οι άλλοι πρώτα. Είσαι ο μόνος που μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία για το δικό του πεπρωμένο. Τόλμησέ το.

Το να εξετάζεις την τωρινή κατάστασή σου με τα σημερινά δεδομένα, είναι σοφό. Αλλά το να συγχέεις τη σημερινή κατάστασή σου με τις λύπες και τις ατυχίες του παρελθόντος, είναι ανόητα αφελές.

Είναι μάταιο να συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους. Είναι μάταιο να διαμαρτύρεσαι για τις περιστάσεις. Υπάρχει μόνο ένα μέρος που πρέπει να βρίσκεσαι και αυτό είναι «εδώ». Αυτό το μάθημα το μαθαίνεις καλά μόνο μια φορά κι αυτή είναι «τώρα». Ευπρέπεια κι αξιοπρέπεια είναι η απάντηση σε κάθε πόνο που υπάρχει. Όταν η αξιοπρέπεια κι η ευπρέπεια καθορίζουν την εμπειρία που έχεις αποκτήσει για τον κόσμο, δεν υπάρχει πόνος.

Ό,τι μας ενοχλεί στους άλλους, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας

Οι άνθρωποι ανεξαρτήτου ηλικίας καταβάλλουν προσπάθειες να ξεφύγουν από τη κριτική των άλλων αποφεύγοντας να λένε αυτό που πραγματικά θέλουν. Παρατηρούμε για παράδειγμα να μην εκφράζουν τη γνώμη τους σε μια κουβέντα φίλων με πολιτικά, να μην εκφράζουν τις επιθυμίες τους στο εργασιακό περιβάλλον ή και να μην ζητούν αυτό που θέλουν από το σύντροφο τους. Αυτό συμβαίνει γιατί φοβόμαστε τη κριτική από τους άλλους καθώς επιθυμούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους. Η συνεχής διαδικασία της κριτικής μεταξύ των ανθρώπων δεν θα σταματήσει και ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής της είναι να αφήσουμε το καθένα να κρίνει όπως θέλει, να κοιτάξουμε τις δικές μας κριτικές και να μην σταματήσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε.

Τα παραπάνω βήματα αντιμετώπισης του φόβου της κριτικής από τους άλλους θα κρατήσουν τη ψυχολογία μας και το χαρακτήρα μας ακέραιο από κάθε σχόλιο και αρνητική ενέργεια. Παρ’ όλα αυτά η κάθε συμπεριφορά που αναγκάζεσαι να αντιμετωπίσεις σε καθιστά πιο ώριμο επιλέγοντας το καλύτερο περιβάλλον για σένα. Ο χαρακτήρας σου ενδυναμώνει με ό,τι έχει να αντιμετωπίσει καθώς όλοι έχουν να σου δώσουν ένα μάθημα είτε καλό είτε καλύτερο.

Άλλωστε όπως υποστήριζε και ο διάσημος φιλόσοφος και Ψυχολόγος της θετικής σχολής Ψυχολογίας Κάρλ Γκούσταβ Γιούνκ «ό,τι μας ενοχλεί στους άλλους, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας».

Πρίν θυμώσεις γιατί δεν απάντησες όπως πραγματικά ήθελες σε μια κριτική που υπέστεις στο παρελθόν λόγω συνθηκών, άσε το χρόνο να δώσει την απάντηση και μην ξεχνάς να «βλέπεις» πίσω από τη συμπεριφορά των άλλων γιατί τις περισσότερες φορές δεν είναι κάτι «προσωπικό», αφού ο οποιοσδήποτε κρίνει βάσει των δικών του βιωμάτων και των ηθικών αξιών του, έχοντας προσωπική αντίληψη των καταστάσεων και του κόσμου.

Καθένας είναι διαφορετικός και είναι σημαντικό να αποδεχόμαστε τον άλλον όπως ακριβώς είναι, σεβόμενοι τις απόψεις του, τις επιθυμίες του, την ιδεολογία του. Ο καθένας είναι ελεύθερος να είναι όπως θέλει να είναι.

Ας αποδεχτούμε λοιπόν, τη διαφορετικότητα μεταξύ μας, δίνοντας στους άλλους αυτό που έχουμε και παίρνοντας αυτό που οι άλλοι μπορούν να μας δώσουν.

Η συνειδητοποίηση της σημαντικότητας της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων θα μας δώσει έναν πιο όμορφο και απλό κόσμο γύρω μας.

Η ευτυχία είναι παράξενη· έρχεται όταν δεν την αναζητάς

Ό,τι κάνετε το κάνετε γιατί θέλετε να νιώθετε ευτυχισμένοι- από το πιο απλό, όπως όταν ετοιμάζεστε να πάτε κάπου και χτενίζεστε, φοράτε καθαρά και ωραία ρούχα, μέχρι το πιο σύνθετο, όπως όταν παίρνετε το πτυχίο σας, όταν βρίσκετε δουλειά, όταν αποκτάτε σπίτι και περιουσία, όταν παντρεύεστε και κάνετε παιδιά, από εκείνες που οι ηγέτες τους υποστηρίζουν ότι είναι φωτισμένοι κι έχουν σύνδεση με αόρατους διδασκάλους. Πίσω από όλα αυτά υπάρχει αυτή η εκπληκτική ώθηση, αυτή η έντονη επιθυμία να βρείτε την ευτυχία.

Αλλά, βλέπετε, η ευτυχία δεν έρχεται τόσο εύκολα, γιατί η ευτυχία δεν βρίσκεται σε τίποτε από όλα αυτά. Μπορεί να νιώθεις ευχαρίστηση, μπορεί να βρίσκεις καινούργια πράγματα που σε ικανοποιούν αλλά, αργά ή γρήγορα, αυτό γίνεται κουραστικό. Γιατί η ευτυχία δεν κρατάει για πολύ σ’ όλα αυτά που γνωρίζουμε. Το φιλί το ακολουθεί το δάκρυ, το γέλιο η δυστυχία και η απόγνωση. Όλα μαραίνονται, καταρρέουν. Έτσι, όσο είστε νέοι, πρέπει να αρχίσετε να ανακαλύπτετε τι είναι αυτό το παράξενο πράγμα που ονομάζεται ευτυχία. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης.

Η ευτυχία δεν έρχεται όταν αγωνίζεσαι γι’ αυτήν – κι αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστικό, παρόλο που λέγεται εύκολα. Μπορώ να το βάλω μέσα σε λίγες απλές λέξεις, αλλά αν απλώς πιάσει τ’ αφτί σας τι θα πω και μετά επαναλαμβάνετε αυτό που θ’ ακούσετε δεν πρόκειται να γίνετε ευτυχισμένοι. Η ευτυχία είναι παράξενη- έρχεται όταν δεν την αναζητάς. Όταν δεν κάνεις καμία προσπάθεια για να είσαι ευτυχισμένος, τότε απροσδόκητα, μυστηριωδώς, εμφανίζεται η ευτυχία, που γεννιέται από την αγνότητα και την ομορφιά τού να υπάρχεις απλώς. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να έχει κανείς πολύ μεγάλη κατανόηση και να μην προσπαθείς πια να γίνεις κάποιος. Η αλήθεια δεν είναι κάτι όπου καταφέρνεις να φτάσεις. Η αλήθεια εμφανίζεται όταν ο νους σου και η καρδιά σου έχουν εξαγνιστεί από κάθε είδους αίσθηση πάλης και δεν προσπαθείς πια να γίνεις κάποιος. Η αλήθεια βρίσκεται εκεί, όταν ο νους είναι πολύ ήρεμος και ακούει προσεκτικά χωρίς χρονικούς περιορισμούς οτιδήποτε γίνεται γύρω του. Μπορεί ν’ ακούτε αυτά τα λόγια, αλλά για να κερδίσετε την ευτυχία πρέπει να ανακαλύψετε πώς απελευθερώνεται ο νους από κάθε φόβο.

Όσο φοβάστε εσείς, τα παιδιά, οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία. Δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία όσο φοβάστε τους γονείς σας, τους δασκάλους σας, όσο φοβάστε ότι δεν θα περάσετε τις εξετάσεις, ότι δεν θα προβιβαστείτε στην επόμενη τάξη, ότι δεν θα είστε από τους αγαπημένους μαθητές του δασκάλου, ότι δεν θα σας επαινέσουν, δεν θα σας συγχαρούν. Αν όμως δεν φοβάστε τίποτα, όταν ξυπνήσετε ένα πρωί, ή εκεί που θα περπατάτε μόνοι, θα ανακαλύψετε ότι ξαφνικά έχει συμβεί κάτι παράξενο: απρόσκλητα, αυτόκλητα, αναπάντεχα, θα έχετε βρει αυτό που ονομάζεται αγάπη, αλήθεια, ευτυχία.

Να γιατί είναι πολύ σημαντικό να εκπαιδευτείς σωστά όσο είσαι νέος. Αυτό που αποκαλούμε τώρα εκπαίδευση δεν είναι εκπαίδευση, γιατί κανείς δεν μιλάει για όλα αυτά τα πράγματα. Οι καθηγητές σάς προετοιμάζουν να περνάτε τις εξετάσεις, αλλά δεν σας λένε πώς να ζείτε, που είναι πολύ πιο σημαντικό, επειδή πολύ λίγοι ξέρουν να ζουν. Οι περισσότεροι από εμάς απλώς επιβιώνουμε, κατά κάποιον τρόπο σερνόμαστε, οπότε η ζωή καταντάει κάτι το πληκτικό. Πράγματι, για να ζεις χρειάζονται πάρα πολλή αγάπη, έντονη αίσθηση σιωπής και απλότητα μαζί με αφθονία από εμπειρίες- χρειάζεται ένας νους ικανός να σκέφτεται πολύ καθαρά, που δεν είναι γεμάτος προκαταλήψεις ή προλήψεις, ελπίδες ή φόβους. Όλα αυτά χρειάζονται για τη ζωή και, αν δεν έχεις εκπαιδευτεί για να ζεις, τότε η εκπαίδευση δεν έχει κανένα νόημα. Μπορεί να μάθετε να είστε πολύ τακτικοί, να έχετε καλούς τρόπους και να γράφετε καλά σ’ όλα τα διαγωνίσματα, αλλά το να δίνετε προτεραιότητα σε όλα αυτά τα επιφανειακά πράγματα, τη στιγμή που ολόκληρη η δομή της κοινωνίας καταρρέει, είναι σαν να κόβετε τα νύχια σας την ώρα που το σπίτι σας καίγεται. Βλέπετε, δεν σας μιλάει κανείς γι’ αυτά τα πράγματα, κανείς δεν τα ερευνά μαζί σας. Όπως περνάτε τη μια μέρα μετά την άλλη μελετώντας κάποια μαθήματα -π.χ. μαθηματικά, ιστορία και γεωγραφία-, έτσι θα έπρεπε, επίσης, να περνάτε πολύ χρόνο μιλώντας για όλα τα βαθύτερα ζητήματα της ζωής, γιατί αυτό είναι που της δίνει πλούτο.

Ελληνιστική Γραμματεία: Τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, Ελλάδα και Ανατολή, Η ελληνιστική Κοινή και οι άλλες διάλεκτοι

Από τις απαρχές της η ελληνική γλώσσα δεν υπήρξε ενιαία αλλά διασπασμένη σε επιμέρους διαλέκτους που είτε χρησιμοποιούνταν στις διάφορες γλωσσικο-γεωγραφικές επικράτειες (ιωνική, αττική, δωρική, αιολική) είτε ταυτίστηκαν νωρίς με ένα λογοτεχνικό είδος (η ιωνική με το έπος και την ιστοριογραφία, η αττική με την τραγωδία και τη ρητορική, η δωρική με τη χορική ποίηση, η αιολική με τη λυρική μονωδία). Ωστόσο, οι πολιτικές συνθήκες που επικράτησαν μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και μέχρι την «ενοποίηση» ενός μεγάλου μέρους του ελλαδικού χώρου υπό τον Φίλιππο σε συνδυασμό με την πολιτισμική υπεροχή της Αθήνας, οδήγησαν στην καθιέρωση της αττικής ως κυρίαρχης διαλέκτου ήδη από τον 4ο αι. π.Χ.
 
Με τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου ως τα βάθη της Ανατολής η αττική εξαπλώθηκε ραγδαία, αλλά σύντομα απέκτησε μια νέα μορφή, πιο απλή, πιο «δημώδη» θα λέγαμε σε σχέση με την κλασική αττική, που επικράτησε να ονομάζεται Ελληνιστική Κοινή (ή απλώς Κοινή). Η Κοινή κυριάρχησε ουσιαστικά ως εκφραστικό όργανο των απανταχού «ελληνιζόντων» — έγινε η lingua franca στη Μεσόγειο και την Ανατολή για τρεις τουλάχιστον αιώνες, και στη συνέχεια, μαζί με τη λατινική, έφτασε μέχρι τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου (το «τέλος» της Κοινής τοποθετείται από άλλους γύρω στο 300 και από άλλους γύρω στο 600 μ.Χ.). Φυσικά, ανά τους αιώνες η Κοινή ήρθε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς και εμπλουτίστηκε (λόγου χάρη από την εβραϊκή), επηρέασε με μοναδικό τρόπο τη διαμόρφωση της λατινικής, αλλά και πολεμήθηκε από ακραία κινήματα όπως αυτό των Αττικιστών που υποστήριζαν την επαναφορά της κλασικής Αττικής.
 
Εκτός από γλώσσα της διοίκησης και γραφομένη ή ομιλουμένη όλων των μορφωμένων ανεξάρτητα από τη φυλετική τους καταγωγή, η Κοινή αποτέλεσε και όχημα της λογοτεχνίας. Πρέπει ωστόσο να κάνουμε μια κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση: έτσι ενώ η πεζογραφία (ιστοριογραφία, επιστήμη, φιλοσοφία) γραφόταν συλλήβδην στην Κοινή, η ποίηση συνέχισε να γράφεται σε εξεζητημένες, τεχνητές διαλέκτους, αν και υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία πλέον ως προς τον συνδυασμό λογοτεχνικού είδους και διαλέκτου. Χαρακτηριστικό της παντοδυναμίας της Κοινής ήταν ότι τόσο η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα όσο και η Καινή Διαθήκη γράφτηκαν σε αυτήν.